Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore Η ΨΥΣΙΗ Εn ΣΠΟΡΟΣ

Η ΨΥΣΙΗ Εn ΣΠΟΡΟΣ

Published by George Konstantinou, 2021-06-21 17:29:04

Description: ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΥΜΠΡΑΞΗ
Ε.Ε.Ε.ΕΚ. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ-ΑΝΤΩΝΗ ΤΣΟΚΚΟΥ
4ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Keywords: παραμύθι,Δεν Ξεχνώ

Search

Read the Text Version

Η ψυσιή εν σπόρος Ε.Ε.Ε.ΕΚ. Αγίου Νικολάου Δημοτικό Σχολείο Αγίας Νάπας – Αντώνη Τσόκκου 4ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Νικολάου

[2] Λίγα λόγια για το παραμύθι μας! Τρία σχολεία, δύο Μεγαλόνησοι, ένωσαν τις δυνάμεις τους, στο πλαίσιο του διαγωνισμού: Κύπρος- Ελλάδα-Ομογένεια: Εκπαιδευτικές Γέφυρες. Για τη «δημιουργία – παραμύθ»ι μας, τέθηκαν ως στόχοι: η επικοινωνία, η συνεργασία, η συνδημιουργία των μαθητών των τριών σχολείων (Κρήτης και Κύπρου). Επίσης, να μάθουν οι μαθητές της Κρήτης για τη σκλαβωμένη κυπριακή γη, να κατανοήσουν όσο μπορούν λόγω ηλικίας και αναπηρίας, το Κυπριακό πρόβλημα και μέσω του παραμυθιού να αναδείξουν την αγωνία και τον πόνο των συγγενών όλων των αγνοουμένων μετά την τουρκική εισβολή. Το παραμύθι μας, μια σπονδυλωτή ιστορία, ξεκίνησε από τον Άγιο Νικόλαο, ταξίδεψε μέχρι την Αγία Νάπα με κοινό στοιχείο των δύο πόλεων, την «Παναγία του Δάσους». Επέστρεψε στον Άγιο Νικόλαο, ξαναταξίδεψε στην Αγία Νάπα, για να ολοκληρώσει το «ταξίδι» στην Κρήτη, του ύστερα από μία υπέροχη αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών! Στη συνέχεια, έγινε η εικονογράφησή του και στο τέλος, το παραμύθι μεταγράφηκε στη γραφή Braille και εικονογραφήθηκε με τρισδιάστατες ζωγραφιές, με σκοπό να μπορεί να διαβαστεί και από τους μαθητές με προβλήματα όρασης! Η Ψυσιή εν σπόρος

[3] …Πάνε χρόνοι πολλοί από τότε που σε ένα όμορφο νησί ζούσε μια παράξενη γυναίκα. Ήταν όμορφη πολύ, όμως, το βλέμμα της ήταν πάντα θλιμμένο. Δε γελούσε ποτέ και σπάνια μιλούσε στους ανθρώπους. Γι’ αυτό όλοι όσοι τη συναντούσαν στο δρόμο, την απέφευγαν. Της είχαν δώσει μάλιστα και το όνομα «Η Παράξενη». Πολλά ήταν τα παιδιά, που τη φοβόταν. Όταν έκαναν μία αταξία, οι γονείς τους τα μάλωναν και τους έλεγαν ότι θα τα δώσουν στην «Παράξενη γυναίκα» κι εκείνη, θα τα βάλει στο σακούλι της. Η αλήθεια είναι πως αυτή η «Παράξενη» γυναίκα γυρνούσε στους δρόμους παρέα με ένα μικρό τυφλό παιδί και κρατούσε στα χέρια της ένα σακούλι φτιαγμένο από λινάτσα. Περπατούσε πάντα με χαμηλωμένο το κεφάλι της, λες και κάτι τη βασάνιζε. Πολλές φορές τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα. Μα να ποια είναι η ιστορία της «Παράξενης» γυναίκας: Το νησί που ζούσε, δεν ήταν ελεύθερο αλλά σκλαβωμένο από εχθρούς. Εχθρούς, που ένα καλοκαιριάτικο πρωινό πριν πολλά χρόνια, αποφάσισαν να κλέψουν τον ήλιο και τα χώματα του και να κατοικήσουν εκεί. Αυτοί οι εχθροί μένουν στο νησί μέχρι σήμερα. Ένα καλοκαιριάτικο πρωί είδε το γαλανό ουρανό του νησιού της να γεμίζει αεροπλάνα και άνθρωποι να πέφτουν από ψηλά με κάτι φουσκωμένα πανιά που έμοιαζαν με τεράστιες ομπρέλες. Η θάλασσα γέμισε με καράβια και στρατιώτες με φωνές και πυροβολισμούς, πάτησαν στο νησί. Στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτα μέχρι που άκουσε τους γείτονές της να φωνάζουν: «Πόλεμος, τρέξτε να σωθείτε… Εχθροί ήρθανε στη γη μας…» Πριν καλά-καλά καταλάβει τι γινόταν, οι δρόμοι γέμισαν με ανθρώπους. Άλλοι κρατούσαν ένα μπόγο με ρούχα στην πλάτη τους, άλλοι κρατούσαν τα μικρά τους παιδιά στη μασχάλη, άλλοι μια βαλίτσα στα χέρια τους. Ήταν τόσοι πολλοί, που δύσκολα μπορούσες να δεις μακριά, από τη σκόνη που σήκωναν τα παπούτσια τους, που έσερναν στο χώμα. Άρχισε κι αυτή να τρέχει και να αναζητά το παιδί της. Όταν έφτασε στο σπίτι της, το είδε ντυμένο στρατιώτη να κρατά ένα Η Ψυσιή εν σπόρος

[4] όπλο στο χέρι. Ίσα που πρόλαβε να το αγκαλιάσει και να του πει ένα «γεια». Έμεινε να κοιτάζει τη σκόνη που άφηναν και τα δικά του πόδια όσο ξεμάκραινε. Αν και τα δάκρυα στα μάτια της δεν την άφηναν να δει καλά, ο γιος της φάνταζε σαν ένας γίγαντας που αντί η μορφή του να μικραίνει, γινόταν όλο και πιο μεγάλη. Τόσο μεγάλη, που κόντευε να ξεπεράσει το μεγάλο βουνό του νησιού της! Από εκείνη τη μέρα δεν τον ξανάδε. Οι εχθροί χώρισαν το νησί στα δύο και την έδιωξαν από τη γη της. Μαζί με τους συγχωριανούς της, πήρε το δρόμο της προσφυγιάς. Στο σακούλι της πρόλαβε να βάλει δυο ρούχα, τη φωτογραφία του παιδιού της, ένα μαχαιράκι και το εικόνισμα της Παναγιάς του Δάσους. Όταν έφτασε η ώρα του μισεμού, γύρισε να δει για τελευταία φορά το σπίτι της. Αφού άφησε τα δάκρυα της να τρέξουν, ξεκίνησε το ταξίδι στο άγνωστο. Μόλις ξεμάκρυνε λίγο, κοντοστάθηκε, έτρεξε πίσω στη μικρή της αυλή, γονάτισε στον κήπο της, φίλησε τη ζεστή από τον ήλιο γη του σπιτιού της και έβαλε μια χούφτα χώμα μέσα στο σακουλάκι της. «Μαρία τι κάνεις εκεί;» τη ρώτησε μια γειτόνισσά της που έτρεχε να φύγει. «Αντί να πάρεις ένα κομμάτι ψωμί, και παραπάνω ρούχα, παίρνεις χώμα; Είναι τόσο βαρύ που θα σε κουράσει στο δρόμο». Εκείνη, γύρισε, την κοίταξε θλιμμένα και της είπε: «Θα γυρίσω πίσω ξανά. Αν όμως, δε γυρίσω, θέλω να το ‘χω πάνω μου. Και όταν έρθει η ώρα για το μεγάλο ταξίδι μου, να το κρατώ στην αγκαλιά μου. Να ‘χω το σπίτι και τον κήπο μου, για πάντα μαζί μου». Έστρεψε για τελευταία φορά το βλέμμα στο σπίτι της. Αντίκρισε τη ζωή και τα όνειρά της με ένα αλλιώτικο τρόπο αυτή τη φορά. Κοίταζε όλους τους ανθρώπους που έτρεχαν σαν τον μανισμένο άνεμο να σωθούν. Οι βόμβες που έριχναν τα αεροπλάνα του εχθρού συνέχιζαν να σκοτεινιάζουν τον καταγάλανο Η Ψυσιή εν σπόρος

[5] ουρανό και τις ψυχές των ανθρώπων. Από το μεγάλο δρόμο περνούσαν φορτηγά με στρατιώτες που πήγαιναν να πολεμήσουν. «Φύγετε! Φύγετε να γλυτώσετε. Έρχονται οι εχθροί», φώναζαν σε όσους έβλεπαν. Αλλά αυτοί δεν μπορούσαν να ακούσουν. Φωνές, κλάματα μικρών παιδιών, βόμβες, φόβος, πανικός. Όλοι έτρεχαν ψάχνοντας να βρουν μέσο για να φύγουν. Κάποιοι δεν μπόρεσαν. Δεν τα κατάφεραν και τα όνειρα τους έσβησαν στο χώμα. Άφησαν τη ζωή τους εκεί που γεννήθηκαν, ποτίζοντας με αίμα το χώμα της πατρίδας τους. Η Μαρία τα έβλεπε αυτά με τρόμο. Μια γυναίκα, είχε γίνει ένα με το χώμα. Κρατούσε σφιχτά τον αδελφό της που πληγωμένος άφηνε την τελευταία του ανάσα μέσα στα χέρια της. Η φωνή της έγινε κραυγή και έσκισε τους ουρανούς του νησιού. «Τρέξε να σωθείς» της φώναζαν όλοι. Κι αυτή, κρατώντας σφιχτά το χώμα της γης, που περπάτησε και μεγάλωσε περπατούσε σαν χαμένη. Το μυαλό της ήταν στον μονάκριβο γιο της. Μόνη της τον μεγάλωσε. Μικρό παιδάκι ήταν, όταν ο άντρας της πέθανε. Από τότε, ήταν γι’ αυτόν και μάνα και πατέρας. Τα χρόνια πέρασαν… Και τώρα άντρας πια, την άφηνε μόνη, επειδή τον καλούσε η Λευτεριά. Ψαχούλεψε το μικρό της μπόγο, ακούμπησε την εικόνα που ήταν μέσα και ψιθύρισε: «Παναγιά του Δάσους μας, κάνε το θαύμα σου. Πάντα ήσουν δίπλα μου και με βοηθούσες. Βοήθησε όλα τα παιδιά, βοήθησε και το δικό μου να γυρίσει πίσω» «Βιάσου» της φώναξε μια γειτόνισσα τραβώντας τη από το μανίκι. «Ανέβα στο φορτηγό γρήγορα, ο εχθρός έρχεται. Μην καθυστερείς» Μαζί με τους συγχωριανούς της ταξίδεψε για τόπους άλλους, μακρινούς και ίσως πιο ασφαλείς. Μέσα στο αυτοκίνητο, προσπαθούσε να μετρήσει. Ήταν πελαγωμένη και όλο μπερδευόταν. 1,2,3,…10….15…22.36 . Τριάντα έξι ζευγάρια μάτια τρομαγμένα γεμάτα φόβο και αγωνία. Όλοι στοιβαγμένοι στην καρότσα του μικρού φορτηγού «Μαμά, πού πάμε; Πού θα αφήσουμε το σπίτι μας; Θα επιστρέψουμε πίσω; Που θα κοιμηθούμε;» Μόνο αυτό άκουγες να ρωτάνε τα παιδιά τις μανάδες τους. Κι εκείνες απαντούσαν χωρίς να ξέρουν εάν έλεγαν Η Ψυσιή εν σπόρος

[6] αλήθεια ή ψέματα: «Θα γυρίσουμε παιδιά μου. Μην ανησυχείτε. Για λίγο θα ναι. Μόνο για λίγο. Θα γυρίσουμε. Κλείστε τα μάτια και να σκέφτεστε μόνο καλά πράγματα». Το φορτηγό προχωρούσε αργά. Το μόνο που άκουγαν σε όλη τη διαδρομή ήταν φωνές, κραυγές, πυροβολισμοί και βόμβες, που σφύριζαν, όταν έπεφταν. Σε λίγο, οι περισσότεροι «επιβάτες» αποκοιμήθηκαν από την κούραση. Ξαφνικά το φορτηγό σταμάτησε και ακούστηκαν δυνατές φωνές: Ήταν οι φωνές των στρατιωτών, που τους έλεγαν να σταματήσουν. Τα παιδιά, φοβισμένα κουλουριάστηκαν στις αγκαλιές των μανάδων τους. Απόλυτη σιωπή. Οι στρατιώτες ξεκίνησαν να μιλούν με τον οδηγό. Ευτυχώς δεν ήταν οι εχθροί. Έδιναν οδηγίες στον οδηγό, από πού να προχωρήσουν, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Το φορτηγό ξεκίνησε ξανά τη βουβή διαδρομή του. Προχωρούσε αργά και βασανιστικά μέσα στη νύχτα. Κατά τα ξημερώματα σταμάτησε. «Νομίζω εδώ θα είμαστε ασφαλείς», είπε ο οδηγός. «Το χωριό που φτάσανε το λένε Παναγιά του Δάσους. Θα μείνουμε μέχρι να ξημερώσει καλά και μετά θα δούμε προς τα πού θα προχωρήσουμε». Κατέβηκαν από το φορτηγό και κοιτούσαν σαν χαμένοι. Έψαχναν να δουν πού θα περάσουν τη νύχτα τους. Σε λίγο είδαν μια μισοτελειωμένη οικοδομή και μια φωνή ακούστηκε: «Εδώ, εδώ ελάτε. Θα είστε πολύ κουρασμένοι. Ελάτε να πιείτε λίγο νερό και να φάτε κάτι». Όλο το χωριό ήταν στο πόδι για να βοηθήσει αυτούς που περνούσαν από εκεί. Άκουσαν στις ειδήσεις για τους «πρόσφυγες», γι’ αυτούς δηλαδή που έφευγαν από τα σπίτια τους, για να πάνε σε ξένα μέρη. «Ελάτε να ξεκουραστείτε. Φέρτε τα παιδιά να τα πάρουμε μέσα στο σπίτι». Η Μαρία πήρε στα χέρια της ένα κομμάτι ψωμί, μια κουβέρτα και κούρνιασε σε μια γωνιά, μαζί με άλλους «πρόσφυγες». «Πρόσφυγες». Έτσι τους είπαν οι άνθρωποι που τους υποδέχτηκαν στα σπίτια τους. «Μακάρι να τους έχει καλά ο Θεός» είπε η Μαρία και έκλεισε τα μάτια της. Όταν θα ξημέρωνε θα ήταν μια άλλη μέρα, μια πολύ μεγάλη μέρα! Πράγματι, όταν ξημέρωσε, όλοι προσπαθούσαν να μαζέψουν τα κομμάτια τους. Άνθρωποι, οι περισσότεροι Η Ψυσιή εν σπόρος

[7] άγνωστοι μεταξύ τους, συζητούσαν για το κακό που βρήκε τη μικρή τους πατρίδα. Οι ηλικιωμένοι είχαν κολλήσει τα αυτιά τους στα ραδιόφωνα και περίμεναν να ακούσουν πότε θα επιστρέψουν στα σπίτια και στα χωριά τους. Οι γυναίκες κρατούσαν στην αγκαλιά τα παιδιά τους, που έκλαιγαν. Ευτυχώς οι κάτοικοι του χωριού ήταν πολύ φιλόξενοι. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τους βοηθήσουν και να τους και να τους δώσουν ό,τι είχαν ανάγκη. Στην πλατεία του χωριού είχε στηθεί ένας πρόχειρος σταθμός, που βοηθούσε όλους όσοι είχαν ανάγκη. Το μυαλό όμως, της Μαρίας ήταν συνέχεια στον μονάκριβο γιο της που πήγε να πολεμήσει τον εχθρό. Όπως περπατούσε προς την πλατεία είδε ένα μικρό μεσαιωνικό μοναστήρι με μια τεράστια γέρικη συκομουριά. Πλησίασε να ανάψει ένα κεράκι. Μόλις την είδε ο ιερέας του, της είπε: «Μην ανησυχείς κόρη μου. Έλα να προσευχηθούμε μαζί. Η Παναγία του Δάσους, πάντα μας προστάτευε από τους εχθρούς, αυτό θα κάνει και τώρα» . Εκείνη, τα ‘χασε. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε το εικόνισμα της Παναγίας του Δάσους που έφερε από το χωριό της. Το φίλησε γλυκά και είπε: «Παναγία μου, μέσα σε αυτή την καταστροφή με οδήγησες εδώ στο σπίτι σου. Κάνε το θαύμα σου Παναγία μου να σωθούν τα παιδιά μας και εγώ εδώ θα έρχομαι συχνά να ανάβω τα καντήλια σου και να σε προσκυνώ, μέχρι να τελειώσει όλο αυτό το κακό». Η Μαρία, έμεινε αρκετές μέρες στο μοναστήρι και έκανε την προσευχή της παρακαλώντας την Παναγία του Δάσους να φέρει γρήγορα κοντά της το παιδί της. Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και η Μαρία αποφάσισε να αρχίσει να ψάχνει το παιδί της. Ανέβαινε βουνά, περνούσε πολιτείες, έβλεπε από το ψηλό βουνό του νησιού της, τη σκλαβωμένη της πατρίδα και η καρδιά της πονούσε ακόμα περισσότερο. Όσο γυρνούσε στο νησί, άρχιζε σιγά – σιγά, να ξεχνά και το όνομά της, μέχρι, που το ξέχασε τελείως. Κανένας δεν την έλεγε πια «Μαρία». Όλοι την έλεγαν «Η Παράξενη». Η αλήθεια ήταν πως γυρνούσε μόνη της χωρίς να μιλάει στους ανθρώπους που συναντούσε. Ένα πρωί, συνάντησε μια άλλη μάνα που κι εκείνη είχε χάσει το παιδί της. Της έδειξε τη φωτογραφία του και τη ρώτησε αν είχε δει το παιδί της. Κι αυτή, με δάκρυα στα μάτια, της είπε: «Μη Η Ψυσιή εν σπόρος

[8] στεναχωριέσαι. Το παιδί σου είναι ψηλά στον ουρανό μαζί με όλα τα παλληκάρια που χαθήκανε σ’ αυτό τον άδικο πόλεμο. Γίνανε αστέρια και φωτίζουν τις νύχτες μας, για να μη νιώθουμε σκλαβωμένοι. Είναι κι αυτά σαν τους σπόρους. Όσο βαθιά κι αν τους φυτέψεις, εκείνοι θα σου χαρίσουν ζωή». Όσο της μιλούσε η γυναίκα που συνάντησε, μια λάμψη άρχισε να φαίνεται στα μάτια της. Σκέφτηκε να ψάξει να βρει κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με το παιδί της. Και τότε, είδε ένα όμορφο σπόρο. Της φάνηκε πως του έμοιαζε. Για μια στιγμή μάλιστα, της φάνηκε πως της χαμογέλασε κιόλας. Δάκρυσε και χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον έβαλε όσο πιο απαλά μπορούσε στη γη. Κάθε μέρα τον πότιζε και τον δρόσιζε ή με νερό από το παγούρι της ή με τα δάκρυα της. Κάτι της έλεγε μέσα της, πως ο σπόρος αυτός κάποια στιγμή θα γινόταν «Φως»! Μια μέρα συνηθισμένη, όπως όλες τις άλλες, πήγε να δροσίσει το σπόρο της. Ήδη έφταναν οι μέρες που θα έπρεπε να φυτρώσει. Τότε βλέπει ένα μικρό παιδί με ένα λευκό μπαστούνι να στέκεται πλάι στο «σπόρο της», να τον ποτίζει και να λέει: « Όπως δροσίζει το νερό το χώμα που σε τυλίγει, έτσι να δροσίζεται και η ψυχούλα σου». Αμέσως, κάτι παράξενο συνέβη. Από το χώμα, βγήκε ένα λαμπερό φως. Ένα όμορφο φως που σιγά σιγά άρχισε να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό και να γίνεται ένα λαμπερό αστέρι. Η Μαρία, δεν τρόμαξε καθόλου. Ήταν αυτό που περίμενε να δει στη ζωή της. Να δει το σπόρο, που τόσο της θύμιζε το παιδί της, να γίνεται φως. Πλησίασε το παιδί και το ακούμπησε απαλά. «Ποιος είναι»; Φώναξε τρομαγμένο εκείνο. «Μη μου κάνεις κακό. Ένα μικρό παιδί είμαι που δεν μπορεί να δει». «Μη φοβάσαι» του είπε εκείνη. «Εγώ φύτεψα το σπόρο που πότισες πριν λίγο. Συνέβη αυτό που ήξερα πως θα συμβεί. Ένα φως λαμπερό βγήκε από τη γη και ανέβηκε ψηλά στον ουρανό» «Το ξέρω», της είπε το παιδί. «Είναι εκείνο το φως που δεν μπορώ να δω. Καμιά φορά, δε χρειάζεται να έχεις μάτια για να δεις το φως. Βλέπεις με τα μάτια της ψυχής σου. Εγώ γεννήθηκα δυο φορές σκλαβωμένος. Μια από τους εχθρούς μας και μια από τα μάτια μου. Γι’ αυτό, πάντα ψάχνω να βρω το φως. Όχι των ματιών μου, αλλά της καρδιάς μου». Η Ψυσιή εν σπόρος

[9] Η Μαρία δάκρυσε. Πλησίασε το παιδί, το πήρε απαλά αγκαλιά και του είπε: «Πού είναι οι δικοί σου; Πού μένεις; Γιατί γυρίζεις μοναχός σου;». «Δεν έχω κανένα» της απάντησε. Μόνος μου είμαι. Από τότε που ήρθαν οι εχθροί στο νησί και έχασα τους δικούς μου, γυρίζω στους δρόμους μόνος μου. Κανείς δε με θέλει. Τι να το κάνει ένα τυφλό παιδί; Όμως, εγώ νιώθω ελεύθερος. Εσύ όμως, ποια είσαι; Δε σε έχω «δει» ποτέ μου, δε σε έχω συναντήσει ποτέ ξανά. Θα σε θυμόμουν». «Μια μάνα είμαι, που έχασε το παιδί της και ψάχνει να το βρει» του απάντησε και άρχισε να του λέει την ιστορία της. Όταν εκείνη τελείωσε, το παιδί της είπε: «Μη στεναχωριέσαι. Μπορεί ο πόνος να είναι μεγάλος, όμως, όλοι αυτοί που αναζητούμε, ζουν μέσα στην καρδιά μας. Να εγώ, ξέρω πως όλοι όσοι έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία μας, γίνονται φως. Είναι σαν τους σπόρους ,που κρύβουν ζωή μέσα τους. Είναι σαν τον σπόρο που διάλεξες για παιδί σου. Ο πόλεμος είναι κακό πράμα. Εγώ έχασα τους δικούς μου, δεν ξέρω αν ζουν ή αν πέθαναν». Τα δάκρυα δεν σταμάτησαν στιγμή να βγαίνουν από τα μάτια της Μαρίας. «Ο πόλεμος είναι πόλεμος παιδί μου. Όταν αρχίσει, ξέρεις πως θα χαθούν ψυχές. Και τότε αγωνίζεσαι για τη Λευτεριά. Όπως μπορείς. Με όποιο τρόπο θέλεις. Με λόγο, με έργα, δεν έχει σημασία. Αρκεί να αγωνίζεσαι για τη Λευτεριά. Θα σου πω κάτι και να το θυμάσαι για όλη σου τη ζωή. Τη Λευτεριά ούτε την πουλάνε, ούτε τη χαρίζουνε. Τη Λευτεριά την απαιτείς, τη διεκδικείς, παλεύεις γι’ αυτή, επειδή είναι δική σου. Είναι δικαίωμα όλων των ανθρώπων. Άμα στη χαρίσουν δεν την εκτιμάς. Ένας μεγάλος άνθρωπος που ζούσε σε ένα άλλο νησί πιο μακριά από εδώ, έλεγε: «Ήθελε λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον». Το ‘ξεραν αυτό οι εχτροί μας. Γι’ αυτό σκότωναν τα παλικάρια μας. Για να μην είναι λεύτερα» Τόσο πολύ συγκινήθηκε η Μαρία, που ζήτησε από το τυφλό παιδί να μείνει για πάντα μαζί της. Γι’ αυτή θα ήταν το παιδί της και για εκείνο η μητέρα του! Εκείνο δέχτηκε με μεγάλη χαρά, αφού μια «καινούρια» μάνα άνοιγε την αγκαλιά της! Η Ψυσιή εν σπόρος

[10] Από εκείνη την ημέρα, ξεκίνησαν να μαζεύουν σπόρους. Ήταν σίγουροι πως αν τους πετούσαν ψηλά στον ουρανό θα γίνουν αστέρια. Κι αντί να βγάλουν φύλλα και κλαδιά θα γέμιζαν φως το μαύρο ουρανό. Η Μαρία, μάζευε όποιο σπόρο έβρισκε μπροστά της. Μικρό, μεγάλο, στρογγυλό, μακρόστενο, στρουμπουλό, τους έβαζε στο σακούλι που κρατούσε ο «καινούριος» γιος της. «Πώς θα σου φαινόταν εάν τους λέγαμε σπόρους της Λευτεριάς» είπε σε μια στιγμή στο παιδί. «Και γιατί σπόρους της Λευτεριάς;», ρώτησε εκείνο με σοβαρότητα. «Γιατί η Λευτεριά παιδί μου είναι ένας σπόρος. Χρειάζεται πολλούς τέτοιους σπόρους, σαν αυτούς που έχουμε στο τσουβαλάκι μας, η λευτεριά. Όσους σπόρους μετρήσεις, μικρούς ή μεγάλους, δεν έχει σημασία, τόσοι είναι και οι ήρωες αυτού του νησιού. Δε θα σκλαβωθούν ποτέ. Είναι γεννημένοι ελεύθεροι και παραμένουν ελεύθεροι. Το καλύτερο πράγμα στη ζωή ενός ανθρώπου δεν είναι μόνο η ελευθερία αλλά και η μάχη που δίνει γι’ Αυτή! Επειδή έτσι είναι σίγουρος, πως η επόμενη γενιά θα είναι ελεύθερη. Αυτοί οι σπόροι είναι τα όνειρα της λευτεριάς. Τίποτα δεν μεγαλώνει αν δε σπείρουμε πρώτα τους σπόρους και τίποτα δεν αλλάζει, χωρίς όνειρα για μια όμορφη και ελεύθερη ζωή. Να, βάλε το χέρι σου στο σακουλάκι και πιάσε τους. Χάιδεψέ τους και άφησε τους να σου πουν την ιστορία τους. Κάθε ένας σπόρος έχει τη δική του ιστορία. «Αλήθεια, τι θα τους κάνουμε όλους αυτούς τους σπόρους»; τη ρώτησε με περιέργεια. Εκείνη χαμογελώντας του είπε: «Μόλις αρχίσει να βραδιάζει θα τους πετάξουμε ψηλά στον ουρανό. Και να δεις που αμέσως θα ανέβουν στον ουρανό, θα γίνουν φως και θα φωτίζουν το σκοτάδι μας», απάντησε. «Κι αν μας δουν; Κι αν μας πουν αλαφροΐσκιωτους»; Τη ρώτησε. «Δεν πρέπει να φοβόμαστε. Το να είσαι χρήσιμος στον κόσμο, είναι ο μόνος τρόπος να είσαι ευτυχισμένος. Το μυστικό είναι να θες κάτι πολύ, να το πιστεύεις, να επιμένεις και να συνεχίζεις, μέχρι να καταφέρεις τον κόσμο να αλλάξει», του απάντησε με χαμόγελο. Η Ψυσιή εν σπόρος

[11] Ο ήλιος άρχισε να χάνεται σιγά σιγά και ο ουρανός γέμισε από τα χρώματα του δειλινού. Ο ήλιος έγινε χρυσός, έγερνε ολοένα στο ψηλό βουνό του νησιού και σιγά- σιγά, έδινε τη θέση του στη νύχτα. Χρώματα απαλά γέμισαν τον ουρανό. Ξαφνικά, όλα τα χρώματα του ουρανού χύθηκαν γρήγορα προς τη γη και χώθηκαν στο τσουβαλάκι με τους σπόρους, θαρρείς και ήθελαν στ’ αλήθεια να κρυφτούν. Όσο ο ήλιος έπεφτε, η Μαρία μιλούσε στο παιδί για τα χρώματα που κρύφτηκαν στο τσουβαλάκι τους. Αυτό που ήξερε ότι θα συμβεί είχε αρχίσει να συμβαίνει. Γέμισε τις χούφτες της με τους χρωματιστούς σπόρους και είπε στο παιδί: «Γρήγορα! γέμισε τις χούφτες σου με σποράκια από το τσουβάλι και πέταξε τους ψηλά στον ουρανό. Ίσα που προλαβαίνουμε»! Το παιδί, γέμισε τα χέρια μου με πολύχρωμους σπόρους. Ξαφνικά με μια γρήγορη κίνηση τα πέταξαν και οι δυο μαζί ψηλά στον ουρανό. Τα πολύχρωμα σποράκια, έγιναν πιο ελαφριά απ’ ότι ήταν και άρχισαν να ανεβαίνουν ψηλά στον ουρανό. Θαρρείς και υπήρχε κάποιος μαγνήτης και τα τραβούσε. Και όσο εκείνα ανέβαιναν ψηλά, τόσο περισσότερο, αποκτούσαν ένα λαμπερό και χρωματιστό φως που φώτιζε τον σκοτεινιασμένο ουρανό. Η Ψυσιή εν σπόρος

[12] Όση ώρα τα σποράκια της λευτεριάς, ανέβαιναν ψηλά και έβρισκαν τη θέση τους στο σκοτάδι, ένα ψιθυριστό και θλιμμένο τραγούδι έβγαινε από τα χείλη της Μαρίας. Γίνετε άστρα της βραδιάς τον ουρανό φωτίστε, λάμψτε και κρύψτε τη νυχτιά φως απαλό σκορπίστε. Να λάμψουν όλοι οι ήρωες να φύγει το σκοτάδι να νιώσουν στην ψυχούλα τους της μάνας τους το χάδι. Σποράκια της ελευθεριάς χαρίστε φως κι ελπίδα βλαστήστε μες στη σκοτεινιά λάμψτε σαν ηλιαχτίδα Κερύνεια κι Αμμώχοστο, Βαρώσια και Πυρόι Φως λευτεριάς σας στέλνουνε Της λευτεριάς οι σπόροι Όταν όλοι οι σπόροι από το σακουλάκι τελείωσαν και είχαν πια πάρει τη θέση τους ψηλά στον ουρανό, ένα χαμόγελο ικανοποίησης ήταν αρκετό για να περιγράψει τη χαρά και των δυο τους. «Αύριο πάλι, είπε η Μαρία, έπιασε το χέρι του παιδιού και του είπε: «Σ’ ευχαριστώ πολύ. Σήμερα ήταν η πιο όμορφη, η πιο ξεκούραστη και η πιο ευτυχισμένη μέρα μου». «Μα γιατί το κάναμε αυτό»; τη ρώτησε το παιδί. Πες μου μοναχά αυτό πριν φύγουμε. Εκείνη, το πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της, του έδωσε το λευκό του μπαστούνι και του είπε: «Όλη η γη είναι ένας σπόρος, που για να βλαστήσει θέλει ελεύθερο έδαφος. Η σκλαβιά δεν τους αφήνει να βλαστήσουν. Αυτό θα κάνουμε εμείς από δω και πέρα. Θα γυρίζουμε από χωριό σε χωριό και ό,τι σπόρους βρίσκουμε ή θα μας δίνουν, θα τους στέλνουμε το σούρουπο στον ουρανό για να γίνουν αστέρια, να κρατούν συντροφιά τις νύχτες στη σκλαβωμένη μας πατρίδα και να στέλνουμε σε όλο τον κόσμο ένα μήνυμα ελπίδας για ελευθερία». Η Ψυσιή εν σπόρος

[13] Έτσι ξεκίνησαν για το νέο τους ταξίδι. «Ένα παιδί έχασα, ένα παιδί βρήκα», μονολόγησε και έσφιξε δυνατά το χέρι του. Από κείνη τη νύχτα δε χωρίστηκαν ποτέ. Αν τύχει και τους δείτε στο δρόμο σας, μην τρομάξετε. Δώστε τους και τα δικά σας σποράκια, έτσι ώστε να γίνουν αστέρια για να λάμπει περισσότερο ο ουρανός της σκλαβωμένης τους πατρίδα. Να ξέρετε πως η παρέα τους κάθε μέρα μεγαλώνει. Όταν περνούνε από πολιτείες και χωριά και τους ρωτούν ποιοι είναι και πώς τους λένε, τους απαντούν: «Ταξιδευτές του κόσμου είμαστε. Ταξιδευτές της Ειρήνης. Είμαστε αυτοί, που προσπαθούν με το δικό τους τρόπο, να διώξουν τη σκλαβιά και να στείλουν το δικό τους μήνυμα για Ειρήνη και Αγάπη! Η Ψυσιή εν σπόρος

[14] Η Ψυσιή εν σπόρος

[15] Η Ψυσιή εν σπόρος

[16] Η Ψυσιή εν σπόρος

[17] Η Ψυσιή εν σπόρος

[18] Η Ψυσιή εν σπόρος


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook