Ο Ψαράς και η γυναίκα του Ο ψαρά τσ̑αι α γουναίκα σι Συμμετέχουν Ασημακοπούλου Λένα – Πουτσελά Ελένη – Ρουσσάλη Θωμαΐς – Φασιλή Ματούλα Νο1 Το σπίτι των παραμυθιών – Α τσέα με τα παρανύθια Αρχείο Τσακωνιάς
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του «Ο ψαρά τσ̑αι α γουναίκα σι» Οπά σ΄ένα γιαλέ τάσου σ΄ένα φτωχικό κάλυε, από πάσοι χρόνου ήγκι ζούντε αναπαυτά τσ̑αι ήσυχα, ένα ψαρά με τα γουναίκα σι. Ετήνε ρ έκι δουλέγγου πάσα μέρα τσ̑αι έκι κιάνου κ̔άμποσα ψάζια, έκι κονομού από έταν̇ι τα δουλ̣εία. Νίαν αμέρα, οπά π̔΄ έκη κασήμενε τ̔ο χειόθασσε τσ̑αι έχου όα σι ταν προσοχή τ΄ αντζίστρι σι τσ̑αι του εψιού σι καρφουτοί τάνου τα ύβατα τα θασσέ τσ̑αι ξεικάζου τσ̑αι ξεικάζου, άξαφνα τ΄ αντζίστρι σι εσάλευτε από ένα τάραμα τσ΄ εβουκ̔ιάε όλιου ένα βαθιούτερα, τσ̑αι τότ̔ε ο ψαρά, τραβίντου με πρεσέ κόπο, εμπαλ̣ήτζε ένα δελφίνι θαμμαστέ το μάκρι τσ̑αι ταν εμορθία. Σαν εκατασυχάε το δελφίνι, αγζ̌οξεικάε τον ψαρά τσ̑αι νι επέτσε με φωνά αθρούπου: - «Νιάε κολέγα μι, εζού ό ΄νι ψάζι, σαν π̔ουρ ένι δενάχου ντα, εζού ένι βασιλόπουλε μαγευτέ. Τσί θα τσερδίσερε, άμα μι σκοτούερε; Ξερισέ μι πάλι τα θάσσα τσ΄ άφε μι νά ζήου λεύτερα!» - «Χάγκε τ̔ο καλέ!» νι αποκρίτ̔ε ο ψαρά, «ό ΄νι θέου κολλεγία με ψάζα π̔΄ είνι νούντα». 1
Αρχείο της Τσακωνιάς «Ο ψαράς και η γυναίκα του» Κοντά σ΄ ένα γιαλό, μέσα σ’ ένα φτωχό καλύβι ζούσαν πολλά χρόνια αναπαυτικά και ήσυχα ένας ψαράς με τη γυναίκα του. Εκείνος δούλευε συνέχεια, κάθε μέρα και έπιανε αρκετά ψάρια και έβγαζε λεφτά από αυτή τη δουλειά. Μια μέρα που καθόταν στην ακρογιαλιά και είχε όλη την προσοχή του στο αγκίστρι του και τα μάτια του καρφωμένα πάνω στα γυαλιστερά νερά και κοίταζε και κοίταζε, ξαφνικά σάλεψε το αγκίστρι του από ασυνήθιστο κούνημα και βούτηξε όλο και πιο βαθιά και τότε ο ψαράς, τραβώντας, με πολύ κόπο έβγαλε ένα θαυμάσιο δελφίνι στο μάκρος και στην ομορφιά. Αφού καθησύχασε το δελφίνι, αγριοκοίταξε τον ψαρά και του είπε με φωνή ανθρώπου: - «Άκουσε, φίλε μου, εγώ δεν είμαι ψάρι , όπως φαίνομαι, εγώ είμαι βασιλόπουλο μαγεμένο! Τι κερδίζεις αν με σκοτώσεις; Ρίξε με πάλι στη θάλασσα και άφησέ με να κολυμπάω ελεύθερα!» - «Πήγαινε στο καλό!», του είπε ο ψαράς « εγώ δεν θέλω να κάνω συντροφιά με ψάρια που μιλάνε». 2
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Τσ̑΄ έτρου νι εξερίε το δελφίνι τάσου τα ύβατα τσ̑΄ έκεινι βυθισκούμενε αφήτσε κίσου σι ένα μακζού σημάιδι από αίμα. Τότ̔ε ο ψαρά ανατ̔άτσ̑ε από τον πέτσ̑ε, π̔΄ έκη κασήμενε, τσ΄ εγιουρίε τ̔αν τσ̑έα σι. - «Άτσ̌ωπό μ’» έπετσ̑ε α γουναίκα σι, άμα νι ωράτσε, «τσίπτα ο κιάτσερε σάμερε;» - «Τσίπτα!» αποκρίτ̔ε ο ψαρά «εκιάκα ένα δελφίνι, αμ έκεινι μ΄επέτσε, ότσι έκη βασιλόπουλε μαγευτέ, τσ̑΄ έτρου νι εξερία τ̔α θάσσα τσ̑αι νι αφήκα να φύτση». - «Μα δεν νι εκουνίερε γκανία χάζ̌η για το καλέ, π̔η νι εμποίτσερε;» - «Όχι, γκανία, τσ̑αι τσ̑ί χάζ̌η έσα θέα να νι κουνίτσου;» - «Μπα! Ό ΄νι αμαρκία να έμε κασημένοι σ΄ έντεν̇ι τον κάλυε, το βρωμιστέ με τα κρυάδα το χειμωνικό τσ̑αι ταν καΐα το καοτσαίρ΄, όπα π̔΄ έσα πορού να νι κουνίτσερε νία έμορφο τσέα; Έντζε τσ̑αι φωνιατσέ νι τσ̑αι άλε νι, να νάμου δι νία τσ̑έα. Χάγκε γλήγορα, να μη φύτση!» 3
Αρχείο της Τσακωνιάς Και έτσι, έριξε το δελφίνι μέσα στα νερά και εκείνο, καθώς βυθιζόταν, άφησε πίσω του μια μακριά γραμμή από αίμα. Τότε ο ψαράς ανασηκώθηκε από την πέτρα που καθόταν, και γύρισε στο σπίτι του. - « Άνδρα μου» είπε η γυναίκα του, όταν τον είδε, «τίποτε δεν έπιασες σήμερα;» - «Τίποτε!», αποκρίθηκε ο ψαράς «έπιασα ένα δελφίνι, αλλά εκείνο μου είπε πως ήταν βασιλόπουλο μαγεμένο, και έτσι το έριξα στη θάλασσα και το άφησα να φύγει.» - «Μα δεν του ζήτησες καμία χάρη για το καλό που του έκανες;» - «Όχι, καμία. Και τι χάρη ήθελες να του ζητήσω;» - « Μπα! Δεν είναι αμαρτία να καθόμαστε σε αυτό το καλύβι, το βρωμερό και σιχαμερό, με το κρύο τον χειμώνα και τη ζέστη το καλοκαίρι, ενώ μπορούσες να του ζητήσεις κανένα όμορφο σπίτι; Πήγαινε και φώναξε το και πες του να μας δώσει ένα σπίτι. Κάνε γρήγορα, να μη φύγει!» 4
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Ο ψαρά ο ΄κι έχου όρεξι να ζάη, μα για να μη κ̔αούντι α γουναίκα σι, επέτσε να ζάη. Σαν εσούτζε, εστάτ̔ε τσ΄ εφωνιάε: - «Δελφίνι μι, δελφίνι μι, π̔ι ντ΄ εκιάτζε τ΄ αντζίστρι μι τζ΄ έζου ντ΄ αφήκα λεύτερε, παρίσου να νοιάρε, τσ̑΄ έν̇ι θέα α γουναίκα μι!» Τότ̔ε το δελφίνι εμπαήτζε από τα τσύματα τσ΄ επέτσε: - «’Αλε, τσ̑΄ έν̇ι θέα από νίου α γουναίκα ντι;» - «Αφού ντ΄ εκιάκα τσ̑αι πάλι ντ΄ ελευτερούκα, μ΄επέτσ̑ε ετήνα, έκη πρέπουντα να ντι κουνίτσου νία χάζη, ό ΄νι πορούα πλέα να ζη σε κάλυε, έν̇ι θέα νία τσέα». - «Έντζε, νι εν΄ έχα!». 5
Αρχείο της Τσακωνιάς Ο ψαράς δεν είχε όρεξη να πάει, αλλά για να μην γκρινιάζει η γυναίκα του, αποφάσισε να πάει. Όταν έφτασε, στάθηκε και φώναξε: - «Δελφίνι μου, δελφίνι μου, που σ’ έπιασε τ’ αγκίστρι μου και εγώ σε άφησα ελεύθερο, έλα ν’ ακούσεις τι θέλει η γυναίκα μου!» Τότε το δελφίνι ανέβηκε από τα κύματα και είπε: - «Πες, τι θέλει από ‘μένα η γυναίκα σου;» - « Αφού σ’ έπιασα και πάλι σ’ ελευθέρωσα» είπε εκείνη «έπρεπε να σου ζητήσω μια χάρη. Δεν μπορεί πλέον να ζει σε καλύβι, θέλει ένα σπίτι.» - «Πήγαινε, το ‘χει!» 6
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Σαν εγύρτσε ο ψαρά, ερέτσε τα γουναίκα σι κασημένα πουρτέσε σε νία έμορφο τσ̑έα. - «Έα τάσου να ΄ράρε», νι επέτσε, «νία σάλα στολιστά, νία καμάρα για τον ύπρε με δύ’ κρεββάτ̔οι, νία γων̇ία με πρεσά χαλκούματα, τσ̑΄ αποκίσου νία αυλή με κότ̔ε τσ̑αι περιστέζ̌ια τζ΄ ένα τσ̑ήπο με αχανικά, λαλούδια τσ̑αι λίγα δεντζ̌ικά. Ου νί έμορφα όα ένταΐ;» - «Βέβαια, έδαρι έμε, αλήειθα πλούσιοι!» έπετσε ο άτσ̌ωπο. 7
Αρχείο της Τσακωνιάς Όταν γύρισε ο ψαράς, βρήκε τη γυναίκα καθισμένη μπροστά σ’ ένα όμορφο σπίτι . - «Έλα μέσα να δεις», του είπε, « μια σάλα στολισμένη, μια κρεβατοκάμαρα με δύο κρεβάτια, μια κουζίνα με πολλά χαλκώματα (χάλκινα σκεύη) και από πίσω μία αυλή με κότες και περιστέρια και ένα περιβόλι νε λαχανικά, λουλούδια και λίγα δέντρα. Δεν είναι όμορφα όλα αυτά;» - «Βέβαια! Τώρα είμαστε αληθινά πλούσιοι!», είπε ο άνδρας. 8
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Επεράκαϊ δυ΄ βδιμάε. Άμα εκάνε τρίτε, α γουναίκα επέτσε τ̔ον άτσ̑ωπο σι: - «Τσ̑ι δυστυχία! Ένταν̇η α τσέα έν̇ι πάσσου στενάχωρε για σ΄ ενίνανε, ο τσ̑ήπο τσ̑αι α αυλή είνι παραμιτσά. Το δελφίνι έκη πορούντα να νάμου χαζίση νία τζέα ατσ̌ιτέρα!» - «Αχ, γουναίκα», αποκρίτ̔ε ο άτσ̌ωπο, «α τσ̑έα έν̇ι έμορφο τσ̑αι πρεσού ατσ̌ά για σ΄ ενίνανε του δύου. Τσ̑ί ν΄ έμε θέντε ατσ̌ιτέρα;» - Τσ̑΄ έσ΄ αού, όρκο μι! Χάγκε, έρεσε το δελφίνι τσ̑αι κούνιτσέ νι νιά άβα τσέα, μα να έν̇ι άτσ̑α σα μιτσί παλάκι». - Ό ΄νι μπορού, γουναίκα, να νι ξανακουνίτσου τσίπτα, μη θυμούη». - «Χάγκε, ντ΄ένι αούα, το δελφίνι έν̇ι πορούντα να ντι ποι έντανι τα χάζι. Θα ντι νι αρνηθή;». Με βαρεία καρδία ο ψαρά αποφασίε να ζάη. Τάσου σι έκι αού, ότσι ό ΄κη ποίου κα, αμή εζάτσε φοζούμενε του γκρίνιε τα γουναίτσί σι. Σαν εσούτσ̑ε τ̔α θάσσα, εστάτ̔ε πάλι τσ΄ εφωνιάε: 9
Αρχείο της Τσακωνιάς Πέρασαν δύο εβδομάδες. Όταν άρχισε η τρίτη, είπε η γυναίκα στον άνδρα της : - «Τι δυστυχία! Αυτό το σπίτι είναι πολύ στενόχωρο για εμάς. Ο κήπος και η αυλή είναι πάρα πολύ μικρά. Το δελφίνι θα μπορούσε εύκολα να μας χαρίσει ένα μεγαλύτερο σπίτι!» - «Αχ, γυναίκα» απάντησε ο άνδρας , « το σπίτι είναι όμορφο και πολύ μεγάλο για εμάς τους δυο. Τι το θέλουμε το μεγαλύτερο;» - «Τι λες άνδρα; Πήγαινε, βρες το δελφίνι και ζήτησέ του ένα άλλο σπίτι, μα να είναι μεγάλο, σαν μικρό παλάτι!» - «Δεν μπορώ γυναίκα να του ξαναζητήσω τίποτα. Μπορεί να θυμώσει». - «Πήγαινε σου λέω, το δελφίνι μπορεί να σου κάνει τη χάρη. Δεν θα σου την αρνηθεί». Με βαριά καρδιά αποφάσισε ο ψαράς να πάει. Μέσα του έλεγε, πως δεν έκανε καλά, αλλά επειδή φοβόταν τη γκρίνια της γυναίκας του, πάει. Όταν έφτασε στη θάλασσα, στάθηκε πάλι και φώναξε: 10
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του - «Δελφίνι μι, δελφίνι μ΄, π̔η ντ΄ εκιάτσε το αντζίστρι μι τσ΄ εζού ντ΄ αφήκα λεύτερε, παρίσου να νοιάρε, τσ΄ έν̇ι θέα πάλι α γουναίκα μι!» Τότ̔ε το δελφίνι εμπαήτζε από τα ύβατα τσ΄ επέτσε: - «Ε, τσ΄ έν̇ι θέα πάλι α γουναίκα ντι;» - «Αχ», αποκρίτ̔ε ο ψαρά με λυπητερά φωνά, «έν̇ι θέα έδαρι νία τσέα ατσ̌ά από πέτσ̌ουνε, ένα μιτσί παλάκι». - «Χάγκε τσ̑αι θα νι ερέσερε αποτάτσου!» εν΄ αούντα το δελφίνι. Εφύντζε ο άθρωπο για να γιουρίσει τ̔αν τσ̑έα σι, αμή τ̔ον τόπο ετηναρί οράτσε ένα παλάκι από πέτσ̌ε τσ΄ αποτάτσου τα γουναίκα σι π̔΄ έκη ετοιμασκουμένα να μπαή του σκάλε. Έταν̇η νι άντζε από τα χέρα τσ̑αι νι επέτσ̑ε: - «Έα μαζί μι!» 11
Αρχείο της Τσακωνιάς - «Δελφίνι μου, δελφίνι μου, που σ’ έπιασε τ’ αγκίστρι μου και εγώ σ’ άφησα ελεύθερο, έλα ν’ ακούσεις πάλι τι θέλει η γυναίκα μου!» Τότε ανέβηκε το δελφίνι από τα νερά και είπε: - « Ε, τι θέλει πάλι η γυναίκα σου;» - « Αχ» , αποκρίθηκε ο ψαράς με λυπητερή φωνή, « θέλει τώρα ένα σπίτι μεγάλο από πέτρες, σαν μικρό παλάτι». - «Πήγαινε και θα την βρεις απ’ έξω», λέει το δελφίνι. Έφυγε ο άνθρωπος για να γυρίσει στο σπίτι του, αλλά σ ’εκείνο το τον τόπο είδε ένα παλάτι από πέτρα και απ’ έξω τη γυναίκα του που ετοιμαζόταν ν’ ανέβει τις σκάλες. Εκείνη τον πήρε από το χέρι και του είπε: - « Έλα μαζί μου!» 12
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Εμπαήκαΐ τσ̑αι οι δύου σου, τσ̑αι σ΄ ένα ατσ̌έ ξουστάγι ήγκι στέκουντα τέσσερα παλληκάζια στολιστά, ποίντα μετάνοιε τσ΄ ανοίντούντα του πόρου. Οι τοίχοι ήγκι αστράφτουντε, σάματσι ήγκιαϊ φκιαστοί από γιαμάγκι. Ατσ̌έ τραπέζι έκη στρουτέ τ̔α μισά τάρ ατσ̌ιτέρα πάρι τσ̑αι καρέγκλε ολόχρυσοι ένα γιούρε. Κίσου από το παλάκι έκη ένα περίβολι με πρεσσά δεντζικά τσ̑αι λαλούδια τσ̑αι παραπέρε από νία αυλή έσα παρίου σ΄ ένα σταύλε καμαρουτέ, οπ΄ ήγκι σ̌εφούμενα τα άγοα, οι βούε τσ̑αι πρεσσά άβα ζωντανα, οπ̔α ήγκι τσ̑ε δύ΄ άμαξε έμορφη για σεγιάνι. - « Αϊ», επέτζε α γουναίκα, «ού ΄νι έμορφα όα ένταΐ;» - «Βέβαια», αποκρίτ̔ε ο άτσ̌ωπο, «έδαρ΄ ένι θαρρού, π̔ου σ΄ έγκι το έμορφο παλάκι θα ρέσερε, ό,τσ΄ έσ΄ θέα!» - Έμ θα νι οράμε! Άνε ζάμε να σ̌ομουλιαστούμε τσ΄ απέ να κιούψωμε. Α νιούτ̔α θα μι οργηνέψη νάμου!» Ανέβηκαν λοιπόν και οι δυο τους, και σ’ ένα μεγάλο υπόστεγο στέκονταν τέσσερα στολισμένα παλληκάρια, που έκαναν 13
Αρχείο της Τσακωνιάς μετάνοιες και άνοιγαν τις πόρτες. Οι τοίχοι άστραφταν σαν να ήταν φτιαγμένοι από διαμάντια. Μεγάλο τραπέζι ήταν στρωμένο μέσα στη μέση της μεγαλύτερης σάλας και ολόχρυσες καρέκλες τριγύρω. Από πίσω από το παλάτι ήταν ένα περιβόλι με πολλά δέντρα και λουλούδια, και παρά πέρα ερχόσουν από μία αυλή σ’ ένα στάβλο με καμάρες, όπου τρέφονταν τα άλογα, τα βόδια και πολλά άλλα ζώα. Εκεί ήταν και δύο όμορφα αμάξια για βόλτες. - « Ε» , είπε η γυναίκα, «δεν είναι όμορφα όλα αυτά;» - «Βέβαια», αποκρίθηκε ο άνδρας, «τώρα νομίζω ότι σε αυτό το όμορφο παλάτι θα βρεις ό, τι θέλεις!» - «Θα το δούμε! Ας πάμε να δειπνήσουμε και έπειτα να κοιμηθούμε. Η νύχτα θα με οδηγήσει!» 14
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Τα σύνταχα, μπρού να μπαη ο ήλιε, ετ̔άτσε α γουναίκα σι από τον κρεββάτ̔α σι, έκη ξεικάζα το έμορφο τόπο. Ο άτσ̌ωπο έκη κιούφου ακόνι. Νι εταράε με ταν αγκώνα σι τσ̑αι νι επέτσε: - «Έτ̔α να ξεικάξερε από το παναθούρι! Ορή! Ο ΄με πορούντε ενεί να ναθούμε βασιλιάδε σ΄ όα έντανι τα χώρα; Έντζε να ΄ρέσερε το δελφίνι τσ΄ άλε νι, ότσι έμε θέντε να ναθούμε βασιλιάδε». - «Αχ, γουναίκα, έζου ο ΄νι θέου να ναθού βασιλ̣ήα». - «Αν ο ΄σι θέου εκιού, ένι θέα εζού! Έντζε γλήγορα τσ̑αι άλε τ̔ο δελφίνι, π̔ουρ έν΄ θέα να μι ποι βασιλ̣ήα!». - «Μα έζου ο ΄νι θέου να ζάου, ο ΄νι πορού να νι κουνίτσου εστάκιου πράμα». - «Χάγκε γλήγορα, ντ΄ ένι αούα, μ΄ εμπάτζε τ̔α τζουφά να ναθού βασιλ̣ήα, τσ̑αι θα ναθού, τσ̑΄ εκιού θα κ̔ράτσερε! Φύτσε γλήγορα!» 15
Αρχείο της Τσακωνιάς Πρωί πρωί, πριν βγει ο ήλιος, ξύπνησε η γυναίκα και από το κρεβάτι της κοίταζε το όμορφο μέρος. Ο άντρας κοιμόταν ακόμη ύπνο βαθύ. Τον σκούντηξε με τον αγκώνα της και του είπε: - « Σήκω να κοιτάξεις από το παράθυρο! Είδες; Δεν μπορούμε εμείς να γίνουμε βασιλιάδες σε όλη αυτή τη χώρα; Πήγαινε να βρεις το δελφίνι και πες του, πως θέλουμε να γίνουμε βασιλιάδες». - «Αχ, γυναίκα μου, εγώ δεν θέλω να γίνω βασιλιάς». - «Αν δεν θέλεις εσύ, θέλω εγώ! Πήγαινε γρήγορα και πες στο δελφίνι πως θέλω να με κάνει βασιλιά!» - «Μα εγώ δεν θέλω να πάω, δεν μπορώ να του ζητήσω τέτοιο πράγμα». - «Πήγαινε σου λέω, μου μπήκε στο κεφάλι να γίνω βασιλιά, και θα γίνω, και θα σκάσεις! Φύγε γρήγορα!» 16
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Τότ̔ε ο κακόμερε εφύντζε καταλυπητέ τσ̑αι άντζε ταν πορεία για το χειόθασσε. - «Έγκι το πράμα ο ΄νι σουστέ!», έκι αού τάσου σι, τσ̑αι όμως εζάτσε. Σαν εσούτσ̑ε, οράτσε τα θάσσα π̔΄ έκη κουβάνα τσ̑αι θεουτά. Ο ΄κη ξέρου, τσί να ποι. Απέ αποφασίε τσ΄ εφωνιάε: - «Δελφίνι μι, δελφίνι μι, π̔η ντ΄εκιάτσε τ΄ αντζίστρι μι τσ΄ εζού ντ΄ αφήκα λεύτερε, παρίσου να νοιάρε, τσ΄ έν΄ θέα πάλι α γουναίκα μι!» Το δελφίνι τότ̔ε επροβαλ̣ήτσε από τα τζύματα τσ̑αι νι ερωτήτσε: - «Ε, τσ΄ έν̇΄ θέα πάλι α γουναίκα ντι;» Χουιντούμενε ο ψαρά, επέτσε: - «Έδαρι α γουναίκα μι έν̇ι θέα να ναθού βασιλ̣ήα!» - «Χάγκε, α γουναίκα ντι ενάτ̔ε βασιλ̣ήα!» 17
Αρχείο της Τσακωνιάς Τότε ο καημένος έφυγε καταλυπημένος και πήρε το δρόμο για την ακρογιαλιά. - «Αυτό το πράγμα δεν είναι σωστό, δεν είναι καλό!», έλεγε μέσα του, κι όμως πήγε. Όταν έφτασε, είδε τη θάλασσα που ήταν μαύρη και θολωμένη. Δεν ήξερε τι να κάνει. Στο τέλος αποφάσισε και φώναξε: - «Δελφίνι μου, δελφίνι μου, που σ’ έπιασε τ’ αγκίστρι μου και σ ’άφησα ελεύθερο, έλα ν’ ακούσεις τι θέλει πάλι η γυναίκα μου» Το δελφίνι εμφανίστηκε τότε από τα κύματα και τον ρώτησε: - «Ε, τι θέλει πάλι η γυναίκα σου;» Αναστενάζοντας αποκρίθηκε ο ψαράς: - «Τώρα η γυναίκα μου θέλει να γίνει βασιλιάς!» - «Πήγαινε, η γυναίκα σου έγινε βασιλιάς!» 18
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Σαν εγύρτσε ο άτσ̌ωπο κίσου τ̔ο παλάκι, οράτσε πρεσσοί στραγιώτοι με τα άγοα, τσ̑αι τάσου τ̔αν πάρι α γουναίκα σι έκη κασημένα τάνου σ΄ένα χσ̌υσέ θρόνε τσ̑αι ταν΄ τα τσουφά σι έκη έχα στέμμα χζυσέ με γιαμάγκια. Ένα γιούρε οράτσε σατέρε στολιστοί, π̔΄ ήγκίαϊ τ̔ου διαταγέ σι. Να μην αλήωμε πρεσά, γιατσ΄ είνι κοντογούντα μεσάνυτ̔α, α ζουρλή γουναίκα, π̔η νι έκη τσ̌ου ο κ̔ώακα ταρ αχονταγία, εθελ̣ήτσε να ναθή τσ̑αι αυτοκράτορα τσ̑αι πάπα, τσ̑αι το δελφίνι νι εμποίτσε τσ̑αι το ένα τσ̑αι το άλλιου. Νία νιούτ̔α ο ΄κη πορούα να νι άρη ο ύπρε, γιατσί όλιου έκη σκεγκουμένα, τσί ακόνη έκη πορούα να ναθή. Σαν οράτζε συνταχούλια τον ουρανέ π̔΄ έκη κοτσ̑ινίζου, τσ̑αι τον ήλιε, π̔΄ έκη μπαΐνου από τα θάσσα, νι έκανε νιά ιδέα: - «Ο ΄μα μπορούα τσ΄ εζού τον ήλιε να προστάζου να μπαΐνη τσ̑αι να καγγιούτση, άμα ένι θέα;» Ο άτσ̌ωπό σι έκη κιούφου ακόν̇η. Τότ̔ε ετήνα νι ετίβε με ταν αγκώνα τ̔ουρ ίσ̌ε τσ̑αι νι επέτσε: - «Έτ̔α να ζάρε τ̔α θάσσα τσ̑αι να ΄ρέσερε το δελφίνι, ένι θεα να ναθού σαν το θεό!» 19
Αρχείο της Τσακωνιάς Όταν ο άνδρας γύρισε πίσω στο παλάτι, είδε πολλούς στρατιώτες και καβαλάρηδες, και μέσα στη σάλα καθόταν η γυναίκα του πάνω σ’ ένα θρόνο χρυσό και στο κεφάλι της είχε στέμμα με διαμάντια. Τριγύρω είδε κορίτσια, πλούσια στολισμένα, που ήταν στη διαταγή της. Να μην πολυλογήσουμε, γιατί κοντεύουμε μεσάνυχτα, η τρελή γυναίκα, που την έτρωγε το σκουλήκι της απληστίας, ήθελε να γίνει και αυτοκράτορας και παππάς. Και το δελφίνι την έκανε και το ένα και το άλλο. Μια νύχτα δεν μπορούσε να την πάρει ο ύπνος, γιατί όλο σκεφτόταν τι ακόμα μπορούσε να γίνει. Όταν πρωί πρωί είδε τον ουρανό που κοκκίνιζε και τον ήλιο που έβγαινε από τη θάλασσα, της ήρθε η σκέψη: - «Δεν θα μπορούσα και εγώ να προστάξω τον ήλιο να βγαίνει και να δύει, όταν θέλω;» Ο άνδρας της κοιμόταν ακόμη. Τότε εκείνη με τον αγκώνα της τον σκούντηξε στα παΐδια και του είπε: - «Σήκω να πας στη θάλασσα να βρεις το δελφίνι. Θέλω να γίνω σαν το θεό!» 20
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Ο άτσ̌ωπο ετρομάε τόσιου πρεσσού, π̔΄ ετσυτάε από τον κρεββάτ̔α. Έκη θαρρού ότσι ο ΄νοιάτσε κα, ετσ̌ίβε τουρ εψιού σι τσ΄ επέτσε: - «Ε, γουναίκα, τσ΄ επέτσερε;» - «Άτσ̌ωπο» αποκρίτ̔ε ετήνα, «ο ΄νι πορούα να συχάσου, να ορήνου τον ήλιε τσ̑αι το φεγγάζ̌ι να μπαΐνωι τσ΄ εζού α ίδιε να μη πορήνου να σι προστάζου να μπαΐνωι τότ̔ε π̔΄ ένι θέα». Οπα π̔΄ έκη αούα έταΐ τα όγια, νι εξεικάε τόσ̌ου άγζ̌ια, π̔η νι εκιάκαΐ ανατσ̌ιχίλε. - «Αχ, γουναίκα!», νι έν̇ι αού τσ̑αι γουνακίχου π̔ουρτέσε σι, «έγκι ο ΄ν̇ι πορούντα το δελφίνι να ποί». Τότ̔ε ετήναρί νι εκάνε ντρέα τσ΄ εσκουΐε: - «Ο ΄νι πορούα πλέα να υποφερίκ̔ου να ΄ρήνου να μπαΐνωϊ ο ήλιε τσ̑αι το φεγγάζι τσ̑αι τα άσ̌α ακόνη, δίχως να σι προστάζου έζου». - «Μα γουναίκα, το δελφίνι ο ΄ν̇ι έχουντα ένταν̇η τα δένανη, νι έν̇΄ έχου μονάχα ο θεό». - «Φύτσε από τούρ εψιού μι τσ̑αι άλε τ̔ο δελφίνι, ότσι ένι θέα να ναθού σαν το θεό». 21
Αρχείο της Τσακωνιάς Ο άνδρας τρόμαξε τόσο που έπεσε από το κρεβάτι. Πίστευε πως δεν άκουσε καλά, έτριψε τα μάτια του και είπε: - «Ε, γυναίκα, τι είπες;» - «Άνδρα» αποκρίθηκε εκείνη, «δεν μπορώ να ησυχάσω, να βλέπω τον ήλιο και το φεγγάρι να βγαίνουν και εγώ η ίδια να μην μπορώ να τα διατάζω να βγαίνουν όταν θέλω». Εκεί που έλεγε αυτά τα λόγια, τον κοίταξε τόσο άγρια που ανατρίχιασε. - «Αχ, γυναίκα», της λέει και γονατίζει μπροστά της, « Αυτό δεν μπορεί το δελφίνι να το κάνει». Τότε εκείνης της ήρθε τρέλα και φώναξε: - «Δεν μπορώ πλέον να υποφέρω να βλέπω να βγαίνουν ο ήλιος και το φεγγάρι και τα άστρα ακόμη, χωρίς να τα διατάζω». - «Μα γυναίκα το δελφίνι δεν έχει αυτή τη δύναμη, την έχει μονάχα ο θεός». - «Φύγε από τα μάτια μου και πες στο δελφίνι, πως θέλω να γίνω σαν το θεό». 22
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Ο άτσ̑ωπο εφύντζε σαν παλαβό. Τάτσου αρχινίε φουρτούνα δενατά, π̔΄ έκη ξεσ̌ιντούκ̔α δεντζ̌ικά. Ο ουρανέ έκη κατακούβανε τσ̑αι διασταυρουκ̔ούμενε από αστροπελέτσα. Σαν εσούτσ̌ε κοντά το γιαλέ, τα τσύματα ήγκιαϊ ψεά, σαν σ̌ίνου, τσ̑αι αφρίζουντα. Με φωνά τσ̌έμα τσ̑αι κοφουμένα, εκαλέτσε το δελφίνι. - «Δελφίνι μι, δελφίνι μι, π̔η ντ΄εκιάτσε το αντζίστρι μι τσ΄ εζού ντ΄ αφήκα λεύτερε, παρίσου να νοιάρε, τσ΄ έν̇΄ θέα πάλι α γουναίκα μι!» - «Τσ΄ έν̇ι πάλι;», ερωτήτσε το δελφίνι με φωνά δενατά. - «Αχ! έτηναϊ έν̇ι θέα έδαρι να ναθή παντοδύναμο σαν το θεό!» - «Χάγκε, γιούρισε τ̔ο φτωχό ντι κάλυε! Οπά θα ρέσερε τσ̑αι τα γουναίκα ντι!» Όρπα είνι κασημέν̇οι ως σάμερε, αν είνι ζούντε ακόνη. 23
Αρχείο της Τσακωνιάς Τότε ο άνδρας έφυγε σαν τρελός. Έξω άρχισε φουρτούνα δυνατή, που ξερίζωνε τα δέντρα. Ο ουρανός ήταν κατάμαυρος και διασταυρωνόταν από αστροπελέκια. Όταν έφτασε στο γιαλό, τα κύματα ήταν ψηλά σα βουνά και άφριζαν. Με φωνή τρεμουλιαστή και διακομμένη κάλεσε το δελφίνι: - « Δελφίνι μου, δελφίνι μου, που σ’ έπιασε τα’ αγκίστρι μου και εγώ σε άφησα ελεύθερο, έλα ν’ ακούσεις τι θέλει πάλι η γυναίκα μου!» - «Τι ‘πε πάλι;», ρώτησε το δελφίνι με δυνατή φωνή. - «Αχ, εκείνη θέλει τώρα να γίνει παντοδύναμη σαν το θεό!» - «Πήγαινε, γύρισε πίσω στο φτωχό σου καλύβι! Εκεί θα βρεις τη γυναίκα σου!» Εκεί μένουν ως σήμερα, αν ζούνε ακόμη. 24
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Εικονογράφηση: Δολιανίτης Θεόδωρος Χουγεμήτρας Νικόλαος Λυσίκατος Θεόδωρος Χριστούδουλου Μαρία Καραχάλιου Θωμαίς – Χείλαρη Μάρτζη Σιώρα Θεόπη Μπουρνάκη Μαρία Μπουρνάκη Στέλλα Λυσίκατος Νικόλαος Γούναρης Αλέξης Μπουρνάκη Φωτεινή 25
Αρχείο της Τσακωνιάς Συντελεστές: 1. Χριστοδούλου Ιωάννης 2. Κουρμπέλης Κωνσταντίνος 3. Κουνιά Θωμαίς Παρουσίαση για τα παιδιά και θεατρικό παιχνίδι Ρουσσάλη Θωμαΐς Μια ιδέα της Πουτσελά Ελένη 26
Το σπίτι των παραμυθιών – Ο ψαράς και η γυναίκα του Βασισμένο στο παραμύθι «Ο ψαράς και η γυναίκα του» από το βιβλίο «Α μαμού α γρούσσα να μου» Έτος 1984, Σελ. 96-99, Εκδόσεις «Αρχείο της Τσακωνιάς» http://www.tsakonianarchives.gr/a-mamou-psaras/ 27
Search
Read the Text Version
- 1 - 28
Pages: