Ο ΚαλΟκάντζαρος Ο καοσ̌καλικό Νο2 Συμμετέχουν Ασημακοπούλου Λένα – Πουτσελά Ελένη – Ρουσάλη Θωμαΐς – Φασιλή Ματούλα Το σπίτι των παραμυθιών – Α τσέα με τα παρανύθια Αρχείο Τσακωνιάς www.tsakonianarchives.gr
«Ο καοσ̌καλικό» Ού ΄νι πρεσσοί χρόνου π̔ι από τα σ̌καλικοχώρα, α χώρα του σ̌καλιτσοί π̔΄ έν̇ι ερισκουμένα βαθία ταν ι γή, ένα μιτσί σ̌καλικό, άντζε ταν απόφαση να μπαή γκριουφά ταν ι γή λίγοι ρ άμερε μπρού του Χσ̌ιστού! Έκι θέου να ’ράει π̔ού ρ είνι ετοιμασκουμένοι οι αθροίποι για του γιορτάδε, π̔ού ρ οι μαμούδε είνι φκιάντε τα καουϊδα, π̔ού τα καμπζία, τ̔ο σκολ̣είε σου είνι ποίντα δοτσιμέ για του Χσ̌ιστού ταν εορτά, π̔ούρ είνι πουνίζουντε του τσ̑έλε οι γον̇ίε. Θα κια δρανίτσει κίσου τ̔α βάθη τα ρ ι γή, μπρού αποτελειούν̇ει το δεντζ̌ικό π̔ι ν̑ έκι βαστάζουντα, π̔ι εκεί θέντα νιά τσεκουρία για να τσιτάτσει. Έντεν̇η, ο πλιο καλόκαρδε σ̌καλικό, από ταν αγάκη σι για του ρ αθροίποι, έν̇ι π̔ε πάσα χρονία, έν̇ι αού του ρ αποδέλοιποι:
«Ο καλοκάντζαρος» Δεν είναι πολλά χρόνια που από το Καλικαντζαροχωριό, το χωριό των καλικάντζαρων το οποίο βρίσκεται στα βάθη της Γης, ένας μικρός καλικάντζαρος αποφάσισε να ανέβει κρυφά στη Γη, λίγες μέρες πριν από την παραμονή των Χριστουγέννων! Ήθελε να δει πως προετοιμάζονται οι άνθρωποι για τις γιορτές, πως οι γιαγιάδες φτιάχνουν τα γλυκά, πως τα παιδιά στα σχολεία κάνουν πρόβες για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή, πως οι γονείς στολίζουν τα σπίτια! Θα έτρεχε βέβαια πίσω στα βάθη της Γης λίγο πριν τη στιγμή που το δέντρο που τη βαστά θα ήθελε μόνο μια τσεκουριά για να πέσει. Αυτός, ο πιο καλόκαρδος καλικάντζαρος, από την αγάπη του για τους ανθρώπους, είναι που κάθε χρόνο λέει στους υπόλοιπους:
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ CD Τσ̑αί ετήν̇οι τότ̔ε ν̑΄ είνι νίντε. Ού ΄νι ξερίχουντε ταν τελευταία τσεκουρία, αλλά είνι δρανίντουντε τάνου τ̔αν ι γή για γλέγκια τσ̑αί σκανταλ̣ίλε. Ό,τσι όμως είνι γιουζίζουντε, ο κορμό έν̇ι κίσου σ̌εφτέ, τσ’ έτρου είνι ματά αρχινίντουντε το πελέκαμα!
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ CD Κι εκείνοι πάντα τον ακούνε! Δε ρίχνουν την τελευταία τσεκουριά, αλλά τρέχουν πάνω στη Γη για γλέντια και σκανδαλιές. Όταν όμως γυρίζουν, ο κορμός είναι πάλι ολόκληρος κι έτσι αρχίζουν το πελέκημα απ΄ την αρχή!
Έταν̇η τα χρονία π̔΄ ο μιτσί σ̌καλικό έκι αποφασιστέ να μπαή μπρούτερα τ̔αν ι γή, α μιτσά Μεταξού έκι έγγα το Νηπιαγωγείε. Έκι αραμούα όρπα τ̔ου καλύβου, οπά ταν πλεύρα.Έκι ατσ̌ά σκανταλιάρα. Όα ταν αμέρα έκι σκαρφισκ̔ούμενα τα κατσουκάνια τσ̑αί τα χωρατά π̔ι θα κια ποί. Δύ ΄ρ αμέρε μπρού τα σκόλ̣η για του Χσ̌ιστού έκι έχα ξεριστέ άτσι τασ΄ τ̔ου σάκ̔ου με τα ζάχαζ̌η π̔η θα ήγκιαϊ φκιάντε γριτσέλια τ̔ο Νηπιαγωγείε. - Ποίε ν̑’ εμποίτσε έγκει; Ερωτήτσε α δασκά θυμουτά. - Σ̌καλιτσοί θα εκάναϊ! Έκι έχουντα πετέ ένα καμπζί. - Τσ΄ επέτσερε; Ανεμούτ̔αϊ τα καμπζία φτοϊστά. - Σταμακίστε, οι σ̌καλιτσοί είνι μπαϊντε τ̔αν ι γή νιαν αμέρα μπρου του Χσ̌ιστού ως τα Βάκτιση. Ο ΄νι κιστία να είνι φερτοί απ’ έδαρι.
Εκείνη τη χρονιά που ο μικρός καλικάντζαρος είχε αποφασίσει να ανέβει νωρίτερα στη Γη, η μικρή Μεταξία πήγαινε στο Νηπιαγωγείο. Ζούσε εκεί στο χωριό δίπλα στο μεγάλο δάσος. Ήταν μεγάλο πειραχτήρι. Όλη μέρα σκαρφιζόταν τις πλάκες και τα αστεία που θα έκανε. Δυο μέρες πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων είχε ρίξει αλάτι στα σακιά με τη ζάχαρη με την οποία θα έφτιαχναν κουλουράκια στο Νηπιαγωγείο. - Ποιος το έκανε αυτό; Είχε ρωτήσει η δασκάλα θυμωμένη. - Καλικάντζαροι θα ήρθαν! Είχε πει ένα παιδί - Τι; Είχαν πεταχτεί όλα μαζί από το φόβο τους. - Ησυχάστε, οι καλικάντζαροι βγαίνουν στη Γη από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή των Φώτων. Αποκλείεται να έχουν έρθει από τώρα.
Ταν αμέρα π̔ι θα κια σταμακήσωι τα σκολ̣εία, α Μεταξού εγκριούβε τα τριγωνάντζα σε οα τα καμπζία του Νηπιαγωγείου. Σ’ ήγκιαϊ έχουντε φερτέ τ̔ο σκολ̣είε για να ποίωι πρόβα με τα δασκά. Έκι ζατά, το λοιπόνου, συνταχούλια συνταχούλια τσ̑’ εμαζούτσε όα τα τριγωνάντζα από του θουρίδε. Έκι δρανίντα κατά ταν πλέυρα για να σι γκριούψει, ό,τσι ο παπά, έκι έγγου τ̔ον άγιε, νι οράτσε τσ’ ετρομάε. - Αμάν! Εκάναϊ οι σ̌καλιτσοί πρωτούτερα; Εστσέφτε ο Παπά τσ’ αρχινίε να νί τσινιγίνει. Έκι δρανίντα α Μεταξού κατά ταν πλεύρα, έκι δρανίντου τσ’ ο παπά αποκίσου σι. Α Μεταξού έκι ταρατ̔ά πρεσσού τσ’ έκι θέα κάκια να γκριουφτεί.
Την ημέρα που θα έκλειναν τα σχολεία η Μεταξία είχε αποφασίσει να κρύψει τα τριγωνάκια όλων των παιδιών του Νηπιαγωγείου! Τα είχαν φέρει στο σχολείο για να κάνουν πρόβα με τη δασκάλα. Είχε πάει λοιπόν πρωί πρωί και είχε μαζέψει όλα τα τρίγωνα από τα ράφια των παιδιών. Έτρεχε προς το δάσος για να τα κρύψει, όταν ο παπάς, ο οποίος πήγαινε στην εκκλησία, είδε τη σκιά του και τρόμαξε! - Αμάν! Ήρθαν οι καλικάντζαροι νωρίτερα; Αναρωτήθηκε κι άρχισε να κυνηγά τη σκιά. Έτρεχε η Μεταξία για το δάσος, έτρεχε κι ο παπάς ξοπίσω της. Η Μεταξία είχε τρομάξει πολύ κι ήθελε κάπου να κρυφτεί.
ΘΕΑΤΡΙΚΟ Σκηνικό: κουφάλα φτιαγμένη από πανιά, κλαδιά Ο καλικάντζαρος κρυμμένος πίσω από κλαδιά, στους θάμνους. Μπαίνει τρέχοντας η Μεταξία στο σκηνικό γιατί την ακολουθεί ο παπάς και μόλις ακούσει τη φωνή του καλικάντζαρου πάει τον βρίσκει και οι δύο μαζί πάνε στην κουφάλα του δέντρου όπου συνεχίζεται ο υπόλοιπος διάλογος. Καλικάντζαρος: Έι, εσύ! Από δω έλα! Θα σε πιάσει! Μεταξία: Ουφ γλίτωσα! Σε ευχαριστώ! Μόλις ξέφυγα από τον τραγόπαπα που πήγε να με πιάσει την ώρα που έκρυβα τα τρίγωνα των παιδιών Κ: Κι εγώ σκαστός είμαι απ΄το χωριό μου. Η Μεταξία κοιτάει περίεργα τον καλικάντζαρο και σκέφτεται φωναχτά: Μ: Αλλά πως …αφού δεν είναι ακόμα Παραμονή. Μ: Και που είναι το χωριό σου; Δε σε έχω ξαναδεί στα μέρη μας! Κ: Μέσα στα βάθη της Γης: Καλικαντζαροχωριό το λένε! Μ: ΕΙΣΑΙ ΚΑ … ΚΑΛ… ΚΑΛΙ… Κ: Καλικάντζαρος! Ναι! Πως κάνεις έτσι;
Μ: Και πως είσαι από σήμερα πάνω στη Γη; Κ: Ε; Ναι! Είπα φέτος να έρθω νωρίτερα. Θα γυρίσω, γιατί έχω κάτι πολύ σημαντικό να κάνω και θα ξανάρθω! Μ: Τι έχεις να κάνεις; Κ: Να τους πω να σταματήσουν να πελεκούν τον κορμό πριν ρίξουν την τελευταία τσεκουριά. Εγώ είμαι που τους το λέω αυτό κάθε χρόνο. Μ: Κι αν φέτος δεν προλάβεις; Καταστραφήκαμε. Πρέπει να γυρίσεις τώρα! Σε παρακαλώ, πήγαινε. Κι όταν ξανάρθεις, εγώ θα σε περιμένω εδώ και θα σου δείξω τα πάντα. Θα είσαι ο κολλητός μου! Κ: Εσύ, Μεταξία, θα επιστρέψεις όλα τα τρίγωνα; Μ: Ε; Ναι! Κ: Καλά, λοιπόν. Ραντεβού την Παραμονή εδώ! Φίλοι; Μ: Φίλοι κολλητοί! Φίλοι καρδιακοί Η Μεταξία μπαίνει στη σκηνή επιστρέφει τα τρίγωνα και πάει και αποκοιμιέται στην κουφάλα του δέντρου.
Α Μεταξού εγύρτσε τσ̑αί εβαλ̣ήτσε όα τα τρίγωνα τ̔α θέση σου. Ταν αργακινά μπρου του Χσ̌ιστού έκι αντεχουμένα τασ΄ ταν κουφατσία. Ν’ άντζε ο ύπρε, άμα εκαταβήτσε νιά χέρα με τσ̌ίχε να νι ταράσει. Έκι ο κολέγα σι ο σ̌καλικό. Μπαίνει ο καλικάντζαρος Θεατρικό Παγώνουμε στη σκηνή Α Μεταξού, ότσι ετ̔άτσε, οράτσε μελεούνια σκαλιτσοί να μπαῒνωϊ. Τσί κακομούτσουν̇οι π̔ή ήγκιαϊ. Μόναχά ο θίλε σι έκι γλυκό τσαί καλέ.
Η Μεταξία γύρισε και έβαλε όλα τα τρίγωνα στη θέση τους. Το βράδυ της Παραμονής περίμενε στην κουφάλα. Την πήρε ο ύπνος, όταν ένιωσε ένα τριχωτό χέρι να την σκουντά. Ήταν ο φίλος της ο καλικάντζαρος. Κ: Ε! Ξύπνα! Μ: Που είναι οι άλλοι καλικάντζαροι; Κ: Εδώ από κάτω. Στρατιά ολόκληρη, αλλά πώς να τους δεις αφού φράζεις την έξοδο; Σήκω λοιπόν! Η Μεταξία, μόλις σηκώθηκε, είδε στρατιές από αμέτρητους καλικάντζαρους να ανεβαίνουν. Τι άσχημοι που ήταν! Μόνο ο φίλος της ήταν γλυκός και καλός.
ΑΦΗΓΗΣΗ: Άμα όλ̣οι εσκορκίαϊ, αραμακάϊ οι δύου σου. ΘΕΑΤΡΙΚΟ Η Μεταξία και ο καλικάντζαρος παίζουν ανάμεσα στα παιδιά, είναι χαρούμενοι και στο τέλος αγκαλιάζονται. Σε όλ̣οι του γιορτάδε α Μεταξού τσαί ο καοσ̌καλικό, ότσι έκι αργαούκουντα ήγκιαϊ παίζουντε μαζί τασ΄ τ̔αν πλεύρα. Ήγκιαϊ τσυνηγουμέν̇οι τάσου τ̔α δεντζικά, ήγκιαϊ γκζιουφουμένοι τ̔α σπήλια, ήγκιαϊ σκαρφαούκ̔ουντε του βράχοι, ήγκιαϊ ποίντε κουτρουμπούτσ̑ιλε τ̔ου χιονιστοί πλεύρε. Έ’ μπορούντα ο καοσ̌καλικό να έκι νικού πάντα, αλλά α Μεταξού έκι πάσ̌ου χαιρητά π̔ή έκι έχα ρεστέ ένα τόσ̌ου διαφορεκικό θίλε!
ΑΦΗΓΗΣΗ: Όταν όλοι σκόρπισαν, έμειναν οι δυο τους Μ: Αλήθεια, δεν μου είπες, πως σε λένε; Κ: Δεν έχω ιδιαίτερο όνομα. Μόνο οι ξακουστοί σε κακία καλικάντζαροι έχουν όνομα. Ο Μαντρακούκος, ο Κοψαχείλης, ο Κωλοβελόνης, ο Μαγάρας … Μ: Εσύ έχεις καλοσύνη. Είσαι ο ΚαλΟκάντζαρος, ο φίλος μου. Όλες τις γιορτές η Μεταξία κι ο ΚαλΟκάντζαρος μόλις σκοτείνιαζε έπιαζαν μαζί στο δάσος. Κυνηγιούνταν ανάμεσα στα δέντρα, κρύβονταν στις σπηλιές, σκαρφάλωσαν στα βράχια, έκαναν τσουλήθρα στις χιονισμένες πλαγιές. Μπορεί πάντα ο ΚαλΟκάντζαρος να νικούσε, όμως η Μεταξία ήταν πολύ χαρούμενη που είχε βρει έναν τόσο διαφορετικό φίλο!
ΘΕΑΤΡΙΚΟ Μ: Παραμονή των Φώτων πρέπει να φύγεις. Όχι σήμερα. Κ: Πρέπει να γυρίσω πρώτος στο Καλικαντζαροχωριό. Να σιγουρευτώ ότι ο κορμός έχει δέσει κι είναι πάλι ολόκληρος. Μ: Κι εγώ που νόμιζα πως έχουμε κι άλλο καιρό για να παίξουμε. Είσαι ο καλύτερός μου φίλος! Κ: Μην ανησυχείς, θα έρθω πάλι του χρόνου! Περούντε οι χρόνοι τσαί α Μεταξού έκι ατσ̌αιρέγγα τσαι έκι έγγα πλέα τ̔ο Δημοκικό. Ο καλύτερέ σι θίλε έκι πάντα ο Καοσ̌καλικο, ο οποίε βέβια, όπ̔ουρ όλ̣οι οι σκαλιτσοί, ό ΄κι ατσ̌αιρέγγου!
Μ: Ας υποσχεθούμε ότι θα βρισκόμαστε κάθε χρόνο τις ημέρες των γιορτών. Και αν μάθεις ποτέ ότι κινδυνεύουμε θα μου το πεις!!! Κοίτα μήπως και καμιά χρονιά σπάσει ο κορμός που κρατάει τη γη. Κ: Κι εσύ όμως να κάνεις το ίδιο αν μάθεις ότι κινδυνεύουμε! Μου το υπόσχεσαι; Μ: Σου το υπόσχομαι: Έτσι είναι οι φίλοι! Κ: Ο ένας για τον άλλον. Τα χρόνια περνούσαν κι η Μεταξία μεγάλωνε και πήγαινε πια στο Δημοτικό. Ο καλύτερός της φίλος ήταν πάντα ο ΚαλΟκάντζαρος, ο οποίος βεβαία, όπως όλοι οι καλικάντζαροι, δε μεγάλωνε!
Έλιγο μπρού του Χσ̌ιστού, τότ̔ε π̔ι α Μεταξού έκι έγγα ταν τρίτε τάξη, τ̔α σ̌καλικοχώρα οι σ̌καλιτσοί, όπ̔ουρ εστάπε τσαιρέ, ήγκιαϊ μαζουτοί γιούρε από το κορμό π̔’ έν̇ι βαστάζου ταν ι γή τσαί ήγκιαϊ τραγουϊδούντε: Παίζει το τραγούδι από το Cd και ο καλικάντζαρος με τη Μεταξία σηκώνουν τα παιδιά: Ελάτε φίλοι μας καλικάντζαροι, ελάτε να χορέψουμε όλοιτ ο χορό μας. Ακούγεται τρίξιμο δέντρου που κόβεται , τρομάζουμε και καθόμαστε.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα που η Μεταξία πήγαινε Γ΄ Δημοτικού, στο Καλικαντζαροχωριό οι καλικάντζαροι, όπως πάντα τέτοια εποχή, ήταν μαζεμένοι γύρω από τον κορμό που τη Γη βαστά και τραγουδούσαν: Καλικαντζοροχωριό: Τίποτα δεν είναι ορθό Όλα ανάποδα είναι εδώ κ.τ.λ.
Άξαφνα κάτσι σ’ ετρομαήε. Το τραγούϊδι εσταμακίε τσ’ όλ̣οι αραμάκαϊ άφων̇οι. Έκι ένα όχκιουπο π̔’ ενιάτ̔ε από ταν κουφατσία, τ̔ο κορμό του πλιο γέρικου δεντζικού! Εκαταβήκαϊ ότσι ανοίε α κουφατσία τσαί κάποιε έκι παρίου τ̔α χώρα σου. Σε λιγάτσι οράκαϊ απουρτέσε σου ένα καμπζί! Οι κακοσ̌καλιτσοί ετρομάν̇ι τσε εθυμούκαϊ άμα εκαταβίκαϊ ότσι α Μεταξού, ένα μιτσί καμπζί, εκί ζατά του καλύβου σου. Πρώτε βολά οράκαϊ εστάκιου πράμα… Γιά ‘κεινι όλ̣οι εφωνιάν̇ι να κιάσωι τα μιτσά Μεταξού τσ̑αι να νι φέρωι απουρτέσε σου. Α Μεταξού επροσπαθήτσε να σ΄ αλί ότσι έν̇ι κολέγισά σου τσ̑αι εκάνε να σι βοηθεί. Σ̌καλιτσοί τσ̑αι αθροίποι είνι μπορούντε πλέα να σεμπρέψωϊ. Οι σ̌καλιτσοί είνι φοζουμέν̇οι κάτσι άλλιου… Ταν εορτά του Χσ̌ιστού ό΄ με πίντε νι πλέα όπου παλαιά.
Ξαφνικά όμως κάτι τους τρόμαξε! Το τραγούδι σταμάτησε κι όλοι έμειναν σιωπηλοί. Ήταν ένα τρίξιμο που ακούστηκε από την κουφάλα στον κορμό του πιο γέρικου δέντρου! Κατάλαβαν πως είχε ανοίξει και κάποιος ερχόταν στο χωριό τους. Σε λίγο είδαν μπροστά τους ένα παιδί! Οι ξακουστοί σε κακία καλικάντζαροι τρόμαξαν και θύμωσαν όταν κατάλαβαν ότι η Μεταξία, ένα μικρό παιδάκι, είχε κατέβει στο καλικαντζαροχωριό τους. Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι τέτοιο… Γι’ αυτό όλοι μαζί φώναζαν να πιάσουν τη μικρή Μεταξία και να την οδηγήσουν μπροστά τους. Η Μεταξία προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι είναι φίλη τους και ήρθε για να τους βοηθήσει. Καλικάντζαροι και άνθρωποι μπορούν πλέον να συνεργαστούν. Οι καλικάντζαροι κινδυνεύουν από κάτι πολύ σοβαρό… Τα Χριστούγεννα δεν γιορτάζονται πια παραδοσιακά.
ΘΕΑΤΡΙΚΟ Κ: Μεταξία, εσύ εδώ; Μ: Φίλε μου, σώσε με! Κ: Γιατί δεν είσαι στο σχολείο; Γιατί ήρθες; Μ: Έπρεπε να σε ειδοποιήσω. Συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι δε γιορτάζουν πια τα Χριστούγεννα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ! Υπάρχουν συμμαθητές μου που δεν ξέρουν τα κάλαντα! Τα στολίδια είναι χωρίς φαντασία, αφού δεν τα φτιάχνουμε εμείς τα παιδιά! Υπάρχουν και σπίτια που ούτε γλυκά δεν ψήνουν! Κ: Μα αυτό είναι τρομερό! Γίνεται να γιορτάσουν Χριστούγεννα χωρίς κουραμπιέ; Χωρίς δίπλες; Χωρίς μελομακάρονα; Χωρίς γλυκές μυρωδιές στο σπίτι; Μμμ, γίνεται; Μ: Όλα αλλάζουν. Κάτι πρέπει να κάνουμε!
Κ: Τουλάχιστον, δεν κινδυνεύουμε από τη βρόμα του παλιοτσάρουχου που καίγεται στο τζάκι! Βλέπω εσύ φοράς όπως πάντα αθλητικά! Μ:Πρέπει να σ΄το πω… Κ: Τι; Μ: Μην τρομάξεις! Κ: Μη μου πεις ότι καίτε αθλητικά στο τζάκι! Μ: Κάτι πιο τρομερό! Κ: Βρομάνε τα αθλητικά πιο πολύ από τα τσαρούχια; Μ: Ναι! Ε, όχι! Δηλαδή, δεν έχει σημασία, γιατί δεν καίνε τίποτα πια οι άνθρωποι για να σας διώξουν. Κ: Τίποτα; Μ: Τίποτα! ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΤΕ!
Α Μεταξού, διχώς να νι κατάβει, εφωνιάε τόσ̌ου δενατά π̔’ ενιάτ̔ε σε όα τα σ̌καλικοχώρα. Όλ̣οι οι σ̌καλιτσοί αραμάκαϊ μαρμαρουτοί, γιατσί ήγκιαϊ ξέρουντε ότσι οι αθροίποι είνι κιστίουντε ότσι ό,τσι τσ̑αι να ναθεί, οι σ̌καλιτσοί θα είνι όρπα. Μα, τότ̔ε π΄ οι αθροίποι ο θα κιστίωι ότσι είνι υπάρχουνται… ο θα υπάρχωι πλέα! Α Μεταξού, άμα οράτσε ότσι ακόνη τσαί τα αφεγκικά ήγκιαϊ φοζατά, τσ’ ήγκιαϊ βούντε, άντζε ταν απόφαση να ποί κάτσι, να σι βοηθή! Τότ̔ε σ΄ επέτσε τα γνώνη σι, που να σωστούν̇ι. Σ’ εξηγήτσε το σχέδιέ σι τσαί οι σ̌καλιτσοί εδέτ̔αϊ. Όα α σ̌καλικοχώρα αποχαιρεκίε του δύ΄ θίλοι με ταν ευσή να σι καταφέρωϊ. Παίζει τραγούδι από το CD και οι δύο φίλοι χορεύουν και παρακινούν και τα υπόλοιπα παιδιά.
Κατά λάθος η Μεταξία είχε φωνάξει τόσο δυνατά, που ακούστηκε σε όλο το Καλικαντζαροχωριό! Όλοι οι καλικάντζαροι έμειναν αποσβολωμένοι, γιατί ήξεραν ότι θα υπάρχουν, ίδιοι και απαράλλαχτοι, όσο οι άνθρωποι θα πιστεύουν ότι υπάρχουν. Άρα, όταν ΔΕ θα πιστεύουν ότι υπάρχουν … δε θα υπάρχουν πια! Η Μεταξία, όταν είδε ότι ακόμα και οι αρχηγοί είχαν φοβηθεί κι έκλαιγαν, αποφάσισε να δράσει, για να τους βοηθήσει! Οπότε τους πρότεινε ένα σχέδιο σωτηρίας. Τους εξήγησε το σχέδιό της κι οι καλοικάντζαροι δέχτηκαν. Όλο το Καλικαντζαροχωριό αποχαιρέτησε τους δύο φίλους με την ευχή να τα καταφέρουν: Δύο φίλοι από παλιά, πρώτοι στη σκανδαλιά, το Καλικαντζαροχωριό θα σώσουν στο λεπτό!
Τάνου τ̔αν ι γή α Μεταξού τσαί ο καοσ̌καλικό τσί σκανταλίλ̣ε εμποίκαϊ ό ΄με αούντε σι. Μπαίνει ένα παιδί που κρατάει εφημερίδες και διαβάζει τα πρωτοσέλιδα. - Ε, ού ΄νι χαούντε νάμου του γιορτάδε, ήγκιαϊ αούντα τα καμπζία π’ ήγκιαϊ σβαῒχουντα ταν εφήμερίδα. Σ’ έν̇ι παραού ο τσύρ΄ Δήμαρχο. - Ε’ μπορούντα να έν̇ι πλιο κα έτρου! - Εμαθήκαμε τα κάλαντα τσ̑αί θα ζάμε να σ’ αλ̣ήομε. - Εφκιάκαμε δικά ναμου στολίιδα τσαί θα στολίσουμε του τσέλε νάμου. - Τσ̌αί με τα ζαχαρουτά; Τσί θα ναθεί μ’ ένταϊ; - Σ’ ενίου θα σι φκιάσει α μαμού. - Τσ̌αι σ’ ενίου. - Τσ’ α μάτη μι τσ’ ο αφέγγη μι άγκαϊ χαρκία με συνταγέ να πολεμίωϊ να σι φκιάσωϊ ατοί σου! - Ένταϊ είνι αληθινά Χσ̌ιστούγεννα! - Τάχα ποίε να έχει ποιτέ όλ̣οι έντεοι του σκανταλίλε;
Πάνω στη Γη Μεταξία και ΚαλΟκάντζαρος το τι σκανταλιές έκαναν δεν περιγράφεται. - Ε, δε μας χαλάνε κιόλας τις γιορτές, έλεγαν τα παιδιά που διάβαζαν τα πρωτοσέλιδα. Υπερβολικός ο Δήμαρχος. - Ίσως και να ΄ναι καλύτερα έτσι! - Μάθαμε τα κάλαντα και θα πάμε να τα πούμε! - Φτιάξαμε δικά μας στολίδια και θα στολίσουμε τα σπίτια μας. - Και με τα γλυκά; Τι θα γίνει με αυτά; - Εμένα θα τα ψήσει η γιαγιά - Κι εμένα - Κι η μαμά κι ο μπαμπάς μου πήραν βιβλία με συνταγές να προσπαθήσουν να τα φτιάξουν αυτοί! - Αυτά είναι Χριστούγεννα αληθινά! - Ποιος όμως να έχει κάνει όλες αυτές τις σκανταλιές;
Τότ̔ε ερέτσε ταν ευκαιρία α Μεταξού τσ̑αί εμπάτσε τ̔α κουβέντα. ΘΕΑΤΡΙΚΟ Μπαίνει η Μεταξία στη σκηνή και μιλάει στα παιδιά. Ο καλοκάντζαρος είναι κρυμμένος στην κουφάλα μοιάζει μεγάλος και τρομακτικός.
Τότε βρήκε ευκαιρία η Μεταξία και μπήκε στην κουβέντα: Μ: Οι καλικάντζαροι! Υπάρχουν. Είμαι σίγουρος. Έχω δει έναν! Θέλετε να τον δείτε κι εσείς; Μα κάπου εδώ θα είναι. Κι είναι ψηλός, τριχωτός με γαμψά νύχια!! Είναι πολύ τρομακτικός σας λέω!!Ησυχία! Κοιτάξτε, αλλά μη βγάλετε τσιμουδιά! Έτσι και μας πάρουν χαμπάρι, χαθήκαμε!
Τα καμπζία με ταν πρώτα ματία π̔’ εξερίαϊ, αραμάκαϊ φτοϊστά από ταν τροῒλα. Ού ΄γκιαϊ μπορούντα να μπάλωϊ φωνά! Σ’ εχάκαϊ. Ένα, σ’ εμποίτσε τάνου σι από το φόβο σι! Εδρανίαϊ κίσου τσί ν̑’ επέκαϊ σε όλ̣οι! Ταν άβα αμέρα οι σκανταλ̣ίλε ενιάτ̔αϊ σ΄ όλ̣οι του καλύβου. Ο καοσ̌καλικό τσαί α Μεταξού εγύρκαϊ χαιρητοί τ̔α σ̌καλικοχώρα. Όλ̣οι οι σ̌καλιτσοί σ’ ήγκιαϊ αντεχουμέν̇οι με ατσά υπομονή. Ήγκι θέντε να μάθωι αν τα καμπζία ήγκι πιστέγκουντα για τους σ̌καλιτσοί. Θεατρικό
Τα παιδιά με την πρώτη ματιά που έριξαν χλόμιασαν από την τρομάρα. Δεν μπορούσαν να βγάλουν μιλιά! Τα έχασαν. Ένα τα έκανε επάνω του από το φόβο του! Έτρεξαν πίσω και το είπαν σε όλους! Την άλλη μέρα οι σκανταλιές έγιναν πρώτη είδηση. Ο ΚαλΟκάντζαρος και η Μεταξία γύρισαν χαρούμενοι στο Καλικαντζαροχωριό. Όλοι οι καλικάντζαροι τους περίμεναν ανυπόμονα. Ήθελαν αμέσως να μάθουν αν τα παιδιά πίστευαν ότι υπάρχουν. Μ: Ναι, και σας φοβούνται όπως παλιά. Σίγουρα θα βάλουν κουραμπιέδες και μελομακάρονα έξω από τις πόρτες, για να χορτάσετε και να μην τους κάνετε φάρσες και σκανταλιές!
Επερηχαρήκαει πάσσου όλοι οι σ̌καλιτσοί τσ̑αι τότ̔ε αρχινίε ο χορέ και τα τραγούιδα. Πρώτοι τσαί καλύτεροι ήγκιαϊ χορέγγουντε τσαί τραγουϊδούντε ο Καοσ̌καλικό τσαί α Μεταξού, ευχαριστιτοί π̔’ εσούσταϊ οι σκαλιτσοί τσαί όα α σ̌καλικοχώρα! Παίζει τραγούδι από το cd σηκωνόμαστε όλοι και χορεύουμε.
Χάρηκαν πολύ όλοι οι καλικάντζαροι και άρχισε αμέσως το τραγούδι και ο χορός. Πρώτοι και καλύτεροι χόρευαν και τραγουδούσαν ο καλοκάντζαρος και η Μεταξία, χαρούμενοι που έσωσαν τους καλικάντζαρους και όλο το καλικαντζαροχωριό! Κ: Έτσι είναι οι φίλοι! Μ: Ο ένας για τον άλλον!
Θεατρικό Παιχνίδι - Διασκευή Ρουσάλη Θωμαίς – Πουτσελά Ελένη Συντονισμός Χριστοδούλου Ιωάννης Μετάφραση στα Τσακώνικα Πήλιουρας Γεώργιος Ιερέας Κουρμπέλης Κωνσταντίνος Κουνιά Θωμαίς - Μηλιώ Η διασκευή βασίζεται στο παραμύθι του Βαγγέλη Δ. Ηλιόπουλου με τίτλο «Ο Καλοκάντζαρος σώζει το Καλικαντζαροχωριό»
Search
Read the Text Version
- 1 - 36
Pages: