ενώ είχαν καθίσει ήδη όλοι... και ο Αζάρ και η Ντελµπάρ και ο Μπααµπούρ. Ήταν ένα τραπέζι γιορτινό, φορτωµένο καλούδια. Ο Βαγγέλης κι όλη η οικογένεια έκαναν τον σταυρό τους. Ο Αζάρ και η γυναίκα του απλά κατέβασαν το κεφάλι. ∆ιαφορετική η θρησκεία τους: Μουσουλµάνοι. Ο Βαγγέλης το ήξερε αυτό κι ήταν σαν το έκανε κάπως επίτηδες. Μα δε δόθηκε συνέχεια. Ξεκίνησαν να τρώνε. Με νοήµατα, κατόρθωσαν να συνεννοηθούν. Στην τηλεόραση είχε εορταστικό πρόγραµµα µε µπουζούκια. Ο Αζάρ κι η γυναίκα του είχαν χρόνια να ακούσουν µουσική. Ήταν απαγορευµένη στη χώρα τους. Μα δεν τους φάνηκε κάτι ξένο. Στα αυτιά τους ήταν οικείο. Άρχισαν να γελάνε και να κουνιούνται στον ρυθµό της µουσικής. Ο Βαγγέλης άρχισε να γελά κι εκείνος µετά από ένα µπουκάλι κρασί που είχε πιει.
Αφού έφαγαν όλοι µέχρι σκασµού, ο ∆ηµήτρης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ και τον πήρε από το χέρι. Ο Μπααµπούρ αυτή τη φορά δε δίστασε καθόλου. Τον ακολούθησε στο δωµάτιό του και κάθισαν κάτω στο ζεστό χαλί. Ο γιος του ψαρά έβγαλε όσα παιχνίδια είχε, την µπάλα του, φωτογραφίες της αγαπηµένης του ποδοσφαιρικής οµάδας. Έβγαλε και το µπλοκ ζωγραφικής κι όλους τους µαρκαδόρους του. Άρχισε να ζωγραφίζει θάλασσα και βάρκες. Έδωσε και στον Μπααµπούρ που χαµογελούσε πλατιά. Χωρίς να τα καταφέρνει και τόσο καλά, το ξένο παιδί άρχισε να ζωγραφίζει βουνά, µεγάλα βουνά! Γύρισαν µετά από λίγη ώρα στο σαλόνι, µε τις ζωγραφιές στα χέρια. Τα δυο παιδιά είχαν σµίξει τη γη µε το νερό. Τα ψηλά βουνά µε τη βαθιά θάλασσα. Τίποτα δεν τα χώριζε. ∆εν υπήρχαν σύνορα γι’ αυτά. Οι µεγάλοι χαµογέλασαν. Ο παππούς πήρε αγκαλιά και τα δύο παιδιά και τους έδωσε από µια
σοκολάτα. Έφαγαν λαίµαργα και κάθισαν δίπλα στο τζάκι, συνεχίζοντας να παίζουν. Είχε πάει δώδεκα και µισή. «Φέρτε το στρώµα από την αποθήκη, καθαρές κουβέρτες και µαξιλάρια να κοιµηθούν οι άνθρωποι εδώ απόψε» είπε ο παππούς. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Έβαλαν το στρώµα δίπλα στο τζάκι, καθαρά σεντόνια, κουβέρτες και µαξιλάρια. Τα µάτια όλων άρχισαν να κλείνουν. Ένας-ένας πήγαιναν στα δωµάτιά τους για ύπνο. Στο σαλόνι είχαν αποµείνει ο παππούς µε τον ∆ηµητράκη και ο Αζάρ µε την οικογένειά του. Ο παππούς τούς φίλησε και έφυγε. Ο ∆ηµητράκης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ, του έπιασε το χέρι και του ευχήθηκε «Χρόνια Πολλά». Ο Μπααµπούρ δεν κατάλαβε τίποτα, µα δεν τον πείραξε. Ένιωσε ότι κάτι καλό θα ήταν. Χαµογέλασαν όλοι. Κι ο Αζάρ κι η Ντελµπάρ αισθάνθηκαν µετά από πολύ καιρό µια κρυφή χαρά. Ήξεραν ότι τίποτα
δεν ήταν εύκολο. Ότι είχαν πολύ δρόµο ακόµα µπροστά τους. Μα ετούτη η χριστουγεννιάτικη νύχτα, που αγνοούσαν τη σηµασία της, ήταν ίσως η πιο ζεστή και όµορφη στη ζωή τους. Ξάπλωσαν και αποκοιµήθηκαν µέσα σε λίγα λεπτά, πιασµένοι χέρι-χέρι. Ο µικρός Μπααµπούρ ξάπλωσε κι αυτός, µα δεν κοιµήθηκε παρά πολύ αργότερα. Τα µάτια του έµειναν ανοιχτά να χαζεύουν το καραβάκι από τη µια µεριά και το χριστουγεννιάτικο δέντρο από την άλλη. Τα φωτεινά λαµπάκια αναβόσβηναν σαν τρελά. Μέσα στο σκοτεινό δωµάτιο, ήταν ό,τι πιο όµορφο είχε δει µέχρι τώρα. Τα ξηµερώµατα, τους ξύπνησε όλους η καµπάνα της εκκλησίας. Χριστούγεννα! Η οικογένεια έβαλε τα καλά της κι ετοιµάστηκε για την εκκλησία. Ο Αζάρ πήγε να σηκωθεί, µα ο Βαγγέλης του έδειξε µε νοήµατα να µείνει ξαπλωµένος. Έκανε τον σταυρό του ενώ
χτυπούσε η καµπάνα. Κοίταξε ψηλά κι έδειξε µε το δάχτυλο. «Ο Θεός!» είπε. «Αλλάχ!» έκανε ο Αζάρ. «Θεός!» ξανάπε ο Βαγγέλης. «Κι οι δυο σας», του λέει ο παππούς, «για τον Ίδιο λέτε. Κι οι δυο σας άνθρωποι είστε, φτιαγµένοι από τον Θεό ή τον Αλλάχ. Φτιαγµένοι είµαστε για να βοηθάµε ο ένας τον άλλο, για να µπορούµε να δίνουµε αγάπη». Ο Βαγγέλης κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά. Μόνο σε µια στιγµή, καθώς έβγαιναν από το σπίτι για την εκκλησία, ψιθύρισε στο αυτί του πατέρα του. «Ξέρεις µε τι νευρίασα περισσότερο πατέρα χθες το βράδυ;» «Mε τι;» τον ρώτησε απορηµένος εκείνος. «Που είδα τον Αζάρ να φορά το καλό µου το πουλόβερ.... ∆εν το είχα φορέσει ακόµα, καινούργιο ήταν να πάρει η οργή!»
Και έβαλαν και οι δυο τα γέλια. Αυτά τα Χριστούγεννα ήταν πράγµατι διαφορετικά. Μια αγκαλιά έγιναν όλοι. Ένα σπίτι άνοιξε και δέχθηκε µε ζεστασιά τρεις ανθρώπους άγνωστους, µα τελικά ανθρώπους. Και δυο παιδιά, νίκησαν τις προκαταλήψεις και τους φόβους. Ίσως µια µέρα, ο Μπααµπούρ καταλάβει τη λέξη χαρά στα ελληνικά. Γιατί στη γλώσσα του, τα αφγανικά, το όνοµά του αυτό σηµαίνει! Και τούτο το Χριστουγεννιάτικο βράδυ ήταν πράγµατι Μπααµπούρ!
Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 µε πρωταρχικό σκοπό τη δηµιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνοµιλούν άµεσα, δωρεάν και ελεύθερα µε το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκµετάλλευση και την εµπορευµατοποίηση της πνευµατικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγµατικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου µε τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισµούς. Ο ισχυρός άνεµος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δηµιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτοµίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιµονής, ο γραίγος του οράµατος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών µας. Σας καλούµε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!
«Αφήνω την πατρίδα µου, γιατί µε αφήνει και αυτή». Αυτά µοιάζει να σκέφτεται ο Αζάρ από το Αφγανιστάν καθώς αντικρίζει –παράνοµος µετανάστης- το µικρό ελληνικό νησί. Μαζί του η γυναίκα του και ο εξάχρονος γιος τους Μπααµπούρ. «∆ουλειά!» ζητάει ο Αζάρ από τον ντόπιο ψαρά Βαγγέλη. Μα οι άνθρωποι είναι άλλοι συµπονετικοί και άλλοι καχύποπτοι, σκληροί ίσως χωρίς να το θέλουν. Αν όµως η καρδιά των µεγάλων είναι πέτρινη, τα παιδιά µιλούν τη δική τους γλώσσα. Έτσι, ο ∆ηµήτρης, ο γιος του ψαρά, καταστρώνει ένα σχέδιο. Μια χριστουγεννιάτικη έκπληξη για τον µικρό Μπααµπούρ και την οικογένειά του. Γιατί οι άνθρωποι έχουν πλαστεί για να βοηθούν και να αγαπούν ο ένας τον άλλον! ISBN: 978-618-5040-03-1
Search