Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ – Μαρία Θολοενού

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ – Μαρία Θολοενού

Published by 2ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΙΝΔΟΥ, 2021-12-09 09:59:21

Description: ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ – Μαρία Θολοενού

Search

Read the Text Version

ΜΑΡΙΑ ΘΟΛΟΕΝΟΥ Το παράπονο της πεταλούδας Εικονογράφηση: Νίκος Θεοδωράκης

Το παράπονο της πεταλούδας Συγγραφέας: Μαρία Θολοενού Εικονογράφηση: Νίκος Θεοδωράκης Επιμέλεια κειμένου - Σελιδοποίηση: Αποστολία Δημητρά

Μαρία Θολοενού Το παράπονο της πεταλούδας Στο γιο μου Παναγιώτη, που η άδεια του βιβλιοθήκη στάθηκε η αφορμή να γράψω το πρώτο παραμύθι... Εικονογράφηση: Νίκος Θεοδωράκης

Μία φόρα και με όμορφο καιρό, σε μια καταπράσινη κοιλάδα με αμέτρητα δέντρα και λιμνούλες με νούφαρα, ζούσε και βασίλευε μια αποικία από ένα σπάνιο είδος νυχτοπεταλούδας. Εκεί ζούσε και η οικογένεια του Μαστροπεταλούδα και της Μόρφως, ενός ευτυχισμένου ζευγαριού νυχτοπεταλούδων που είχε αποκτήσει και τρία παιδιά: τον Ζέφυρο, τη Μυρτούλα και τον μικρό Πέλοπα. Η ζωή τους κυλούσε ήσυχα, χωρίς πολλές φασαρίες και προβλήματα.

Ο Μαστροπεταλούδας γύριζε ολημερίς μαζεύοντας το νέκταρ από τα άνθη των μοναδικών πλατάνων που ευδοκιμούσαν στην κοιλάδα. Η μαμά Μόρφω ετοίμαζε λιχουδιές και συγύριζε το σπίτι και τα παιδιά πήγαιναν κανονικά στο πεταλουδο- σχολείο. Έπρεπε, βλέπετε, σαν ενηλικιωθούν να γνωρίζουν πώς συλλέγεται το νέκταρ και πώς να το χρησιμοποιούν για την αναπαραγωγή τους. Το μόνο που άκουγες σε αυτήν τη μαγική κοιλάδα ήταν τα τζιτζίκια και τα νερά που κυλούσαν στα ρυάκια σχηματίζοντας μικρούς καταρράκτες.

Να όμως που μια μέρα κάτι τάραξε την ήρεμη ζωή τους. Τα παιδιά πέταξαν σπίτι τρομαγμένα από το σχολείο κι αγκάλιασαν τη μαμά τους. Η μαμά Μόρφω αναστατωμένη ρώτησε να μάθει τι είχε συμβεί κι ο μικρός Πέλοπας έβαλε τα κλάματα. Τότε πήρε τον λόγο ο μεγάλος αδελφός, ο Ζέφυρος, κι εξήγησε στη μητέρα του πως κάτι περίεργα πλάσματα με κάτι αλλόκοτα φώτα άρχισαν να τους κυνηγούν και να στρέφουν τα φώτα πάνω τους. “Σίγουρα ήθελαν να μας ψήσουν και να μας φάνε!” είπε τότε η Μυρτούλα, που ακόμα έτρεμε το φυλλοκάρδι της.



“Α! Τώρα κατάλαβα” είπε η μαμά Μόρφω. “Είδατε τους ανθρώπους! Αυτούς που έρχονται κάθε καλοκαίρι εδώ για να σας φωτογραφήσουν και να σας έχουν ενθύμιο από τις διακοπές τους!” “Τι είναι οι ανθρώπους μαμά;” ρώτησε ο μικρός Πέλοπας. “Οι άνθρωποι, μικρέ μου, είναι κι αυτοί πλάσματα του θεού, σαν εμάς, μόνο που δε ζούνε στις κοιλάδες αλλά στις πόλεις, που είναι πολλά σπίτια μαζί”.

“Και μιλάνε σαν κι εμάς; Γιατί ένας μικρούλης από αυτούς τους ανθρώπους φώναζε τόσο δυνατά, πιο δυνατά κι από τα τζιτζίκια, που πόνεσαν τα αυτιά μου!” πετάχτηκε ο Ζέφυρος. “Μιλάνε και οι άνθρωποι, μα στη δική τους γλώσσα. Όπως τα τζιτζίκια μιλάνε στη δική τους γλώσσα, όπως τα πουλιά στη δική τους, όπως όλα τα πλάσματα επάνω στη γη”.

“Μα… Μαμά, σίγουρα δεν ήθελαν να μας φάνε;” είπε η Μυρτούλα. “Γιατί μας κυνηγούσαν με μανία και δεν τρόμαξαν ακόμα κι όταν τσίριξα δυνατά!” “Αχ! Μικρή μου, οι άνθρωποι δεν μπορούν να μας ακούσουν!” “Γιατί; Είναι κουφοί;” πετάχτηκε ο μικρός Πέλοπας. “Όχι, δεν είναι κουφοί, ακούνε μια χαρά. Απλά εμείς μιλάμε πάρα πάρα πολύ σιγά” είπε η μαμά Μόρφω.

“Τότε τι θα κάνουμε για να μας ακούσουν και να πάψουν να μας ενοχλούν; Δεν ξέρουν πως η πολλή φασαρία και τα φώτα μας σκοτώνουν; Κι αν έρθουν πάλι αύριο; Κι αν είναι περισσότεροι;” είπε ο Ζέφυρος γεμάτος απορία. “Ησυχάστε, μικρά μου, τώρα πέρασε. Όταν έρθει ο μπαμπάς από τη δουλειά, σίγουρα κάτι θα σκεφτεί να κάνουμε”.

Αργά το βράδυ γύρισε κατακουρασμένος στο σπίτι ο μπαμπάς Μαστροπεταλούδας. Η μαμά Μόρφω, αφού έστρωσε τραπέζι και φάγανε όλοι μαζί, του εξήγησε τι είχε συμβεί. “Ώστε ήρθαν πάλι!” είπε με βαριά φωνή ο Μαστροπεταλούδας και χαμήλωσε το βλέμμα. “Κάτι πρέπει να κάνουμε, Μαστροπεταλούδα. Για τα παιδιά φοβάμαι, φοβάμαι πολύ!” είπε η Μόρφω. “Το βρήκα!” είπε τότε ο Ζέφυρος. “Να φωνάξουμε όλες μαζί δυνατά και τότε ίσως μας αφήσουν ήσυχους. Ε; Τι λέτε;” “Και πάλι δε θα μας ακούσουν!” είπε ο Μαστροπεταλούδας απογοητευμένος. “Αλλά... για στάσου!” αναφώνησε ξαφνικά, καθώς μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του.



“Έχεις δίκιο, Ζέφυρε! Μπράβο σου, αυτό είναι! Πρέπει με κάποιον τρόπο να μιλήσουμε στον φύλακα της κοιλάδας! Να του εξηγήσουμε πως τα φώτα και η φασαρία μάς σκοτώνουν και πως, εάν συνεχίσουν έτσι, θα εξαφανιστούμε για πάντα από τη γη!” “Ναι, αλλά πώς;” αναρωτήθηκε η μαμά Μόρφω. Ο Μαστροπεταλούδας έμεινε για λίγο σκεφτικός και ξαφνικά τα μάτια του έλαμψαν πονηρά. “Οι άνθρωποι δεν μπορούν να μας ακούσουν — οι παπαγάλοι όμως;” “Οι παπαγάλοι;” ρώτησαν μ’ ένα στόμα τα τρία πεταλουδάκια. “Ο φύλακας της κοιλάδας έχει έναν παπαγάλο, τον κυρ Παντελή, που μιλάει στους ανθρώπους! Αυτός θα μεταφέρει το μήνυμά μας!” είπε θριαμβευτικά ο Μαστροπεταλούδας κλείνοντάς τους το μάτι. “Το ήξερα πως εσύ κάτι θα σκεφτόσουν!” είπε δυνατά η Μόρφω και χαρούμενη αγκάλιασε και φίλησε τον Μαστροπεταλούδα. “Ωραία! Πάμε τώρα για ύπνο και αύριο πρωί πρωί, πριν πάω στη δουλειά, θα πάω να μιλήσω στον παπαγάλο τον κυρ Παντελή. Ελπίζω να μας βοηθήσει” είπε ο Μαστροπεταλούδας.





Έτσι κι έγινε. Ο Μαστροπεταλούδας σηκώθηκε πρωί πρωί και, γεμάτος αγωνία, έκανε μια επίσκεψη στον παπαγάλο τον κυρ Παντελή. Τον βρήκε να μισοκοιμάται ακόμα στο κλουβί του. “Ε, Μαστροπεταλούδα! Τι σε φέρνει εδώ τόσο νωρίς;” ρώτησε νυσταγμένος. Τότε ο Μαστροπεταλούδας πήρε βαθιά ανάσα και του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι: για τους ανθρώπους με τα φώτα, για τον τρόμο των παιδιών, για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν κάθε μέρα. Ο παπαγάλος ο κυρ Παντελής τον άκουγε με μεγάλη προσήλωση. Κι όσο ο Μαστροπεταλούδας μιλούσε, τόσο το βλέμμα του γινόταν πιο σκοτεινό. “Κατάλαβα” είπε σοβαρά στο τέλος. “Μείνε ήσυχος, Μαστροπεταλούδα. Ξέρω ακριβώς τι πρέπει να κάνω”. “Δηλαδή θα μας βοηθήσεις;” “Μα φυσικά! Άλλωστε, και για μένα αυτή η κοιλάδα είναι το σπίτι μου!” χαμογέλασε ο παπαγάλος. Ο Μαστροπεταλούδας τον ευχαρίστησε και πέταξε μακριά, πιο ανάλαφρος απ’ ό,τι είχε υπάρξει εδώ και πολύ καιρό.

Μόλις έφτασε στο πόστο του ο φύλακας της κοιλάδας, κι αφού γέμισε το κλουβί του κυρ Παντελή με σποράκια και καθαρό νερό, του είπε: “Καλημέρα Παντελή!” Αλλά ο Παντελής δεν έδωσε καμία απάντηση. Περίεργο. Ο Παντελής να μην ανταποδώσει “καλημέρα”; Κάτι δεν πήγαινε καλά... “Παντελή, τι σου συμβαίνει; Είσαι καλά; Γιατί δε μου μιλάς;” ρώτησε πάλι ο φύλακας. Και τότε ο Παντελής ο παπαγάλος έκανε το θαύμα του! “ΦΩΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ!” είπε. “ΦΑΣΑΡΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ!” είπε. “ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ ΤΕΛΟΣ!” είπε.

Ο φύλακας της κοιλάδας τον κοίταξε έκπληκτος. “Τι είπες Παντελή;” Ο Παντελής άνοιξε πάλι το στόμα του και από εκείνη τη στιγμή άρχισε να επαναλαμβάνει συνεχώς, για όλη την υπόλοιπη ημέρα, μη σας πω και για μια εβδομάδα περίπου ακόμα… ΦΩΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ! ΦΑΣΑΡΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ! ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ ΤΕΛΟΣ!

Μετά από αυτό, ο φύλακας, που αγαπούσε πολύ την κοιλάδα κι ακόμα περισσότερο τις νυχτοπεταλούδες, απαγόρευσε σε όλους τους ανθρώπους που πήγαιναν για να τις δουν να χρησιμοποιούν φωτογραφικές μηχανές ή οτιδήποτε άλλο είχε φως, ενώ οι πινακίδες σε κάθε γωνιά της κοιλάδας έγραφαν: ΑΠΟΛΥΤΗ ΗΣΥΧΙΑ!!! RUHE BITTE! ΑΠΟΛΥΤΗ ΗΣΥΧΙΑ!

PLEASE KEEP QUIET!


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook