Φ ήε έ ε :Ν ύ υΚ ό Π Κ εχ ή ε έ ε : ά υ ί Π 8) ε ήε ε ε ί :Τ ό ά Π 7, άυ ί ώ υ :Κ έ ά ή ’υ ίυ ώ υ: Κ έ έ ,Κ έ ή ,Κ Τί ε ώ υ ή υχ ύ ε ήε ε ήε ε ε ίυ ί Τ υ άΠ Φώ - ή ά.
Πιό α 3 Εισα ω ι ό σ ίω α 7 Π ό ο ος 9 17 ΜΑ ΙΚΑ ο φ ό α ό ι αι άι α 19 Π ή: ο άφ ς ύ ος, ά ος. Ει ο ο άφ σ : ώ ο Α ι ή, Φ ί ο οφία, Φο σέ Ει ή . οΦ ι ά ι 25 α ιά α, Πο α ιά ο Αι ι ία, Π ή: ού ού α, Κα ού α. 35 Ει ο ο άφ σ : Πα ά Α ιά , Πα ό ιο Τ φ ιού ω ία. ΚΟ ΜΙΚΑ Ο έ ος αι α ία α έ φια 37 Π ή: ού ού α, Κα ού α. Ει ο ο άφ σ : Κο ο ού Α α ία, Κ ού α ά α, άιο ιά α, α α σέ ο Κω / α. … α σο ια ις οί ς; 46 α ιά α, Πο α ιά ο Αι ι ία, Π ή: Π ο ού ο ασι ι ή, ό ι σα. Ει ο ο άφ σ :Πα ά Α ιά , Πα ό ιο Τ φ ιού ω ία. 3
α ύο α έ φια 60 Π ή: σά θ Α ά , Πα ιά α Ει ο ο άφ σ : ια α έσ ς Α ισ ο έ ς. Ο σ α ιώ ς αι ο ά ο ο 69 α ία. Π ή: Κο σο ιά α ού α, Πα ιά α. Ει ο ο άφ σ : Κο α έ ς α ά α ος, ιό σος ώ ιος, α ιά Ο ι όβ ας 77 Π ή: Ζήσ ς ώ ιος, Πα ιά α. Ει ο ο άφ σ : Θ ια ού Π α ία, Κα ό ς Κω / ος, Κα ά Ε α ία. ις Α φές 84 Π ή: ιβι σά ο ω ία, Πα ιά α. Ει ο ο άφ σ : α ά Πα α ιώ α, έ ιο Α ι ή, έ α Ε έ , Κα σα ά Αθ ά. Ο έφ ς αι ο βοσ ός 94 Π ή: ια α έσ ς Α ισ ο έ ς, Θύ ιο. Ει ο ο άφ σ : Κο ώ σος Κω / ος, έ σος Α ώ ς, α α ιά ς Νί ος, αβά ι Α ό . 4
Ο άβο ας αι ο φί ι 105 Π ή: ο ού ς Θο ω ής, Θύ ιο. Ει ο ο άφ σ : Κα ά α ς Α ώ ς, Κα ά ς Πα α ιώ ς. Η α ού α 110 Π ή: ί σ α ία, ό ι σα. Ει ο ο άφ σ : έ α Κο ι ί . Ο ό ος οσ ί 117 127 Π ή: ύ α Καί , Πα ιά α. Ει ο ο άφ σ : έ α Κο ι ί , Ζά ος ώ ιος, Κα α ά έσ οι α, Κα ά Ε ί α. Ε ΤΡΑΠΕ Α Ο α άς αι α ο ού ια α ία. 129 Π ή: Α οσ ο ά ς ή ς, ό ι σα. 137 Ει ο ο άφ σ : ή σο α Νί , ί σ Ο α άς αι ο σο ά ος α. α ία. Π ή: Ζήσ ς ώ ιος, Πα ιά ό , Πα ού Ει ο ο άφ σ : ίσα α Π 5
Ο βασι ιάς αι ο α ά ι ο 142 Π ή: Ασ ο έ α ας ή ιος, ό ι σα. Ει ο ο άφ σ : Κο σό ιος ήσ ος, Φού ας ή ς. Οι α ού ς, ο έ ι αι α ώα 147 Π ή: Ζήσ ς ώ ιος, Πα ιά α. ή ς, Ζαφ ι ού Ε έ , Ει ο ο άφ σ : Α ά ή α, Ασ ο έ α ας Ο α ούς, ια ιά αι ο Πασι ά ος 154 Π ή: Ζήσ ς ώ ιος, Πα ιά α. 159 Ει ο ο άφ σ : ο ι ο ός Ο σσέας. ΠΑΡΑ Ο ΕΙ Η α ά α ς ά ας 161 Π ή: Φο σέ ς Α ώ ιος, ο ασ ά ι. ή ς. Ει ο ο άφ σ : α ής Α όσ ο ος, ο ι ο ός Ο σσέας, Ζή ας ύο ή ς 165 Π ή: Φ ί ος Ε θύ ιος, ό ι σα. Ει ο ο άφ σ : ό ο ος ασί ς, Κα α ής ή ς, α άσ ας Νί ος. έ ο ς αθ ές 171 Ε α ισ ί ς 172 6
Σα α α ά ό αέα ία αά . Αα ί αώ α α αή , ά α.Δ έ αά α ύ α α. Κ. Ν ύυ 7
8
10
18
Το φτωχό αγόρι και η νεράιδα 1 19
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα φτωχικό σπίτι ζούσε ένα όµορφο παλικάρι µαζί µε τη µητέρα του .Ένα πρωινό το παλικάρι πήγε στο χωράφι του, να θε- ρίσει το σιτάρι, και το απόγευµα πήγε τα δέµατα µε το σι- τάρι στο αλώνι και καθώς ήταν κουρα- σµένος, αποκοιµή- θηκε. Το βράδυ, λοιπόν, που βγήκε το φεγγάρι και φώτισε το αλώνι, ήρθαν οι νεράιδες και άρχισαν να χορεύουν µε τα στάχια . Άφησαν, όµως, τα µαντίλια τους στο φράχτη . 2 20
ΤΟ ΦΤΩΧΟ ΑΓΟΡΙ ΚΑΙ Η ΝΕΡΑΙ∆Α Το παλικάρι, κάποια στιγµή, ξύπνησε. Είδε τις νεράιδες που χόρευαν και τα µαντίλια στο φράχτη κι άπλωσε το χέρι του να πάρει ένα. Όταν οι νεράιδες κατάλαβαν ότι έχει ξυπνήσει, πήραν τα µαντίλια τους και έφυγαν. Μια νεράιδα δεν µπόρεσε να φύγει, γιατί δεν έβρισκε το µαντίλι της. Ήταν πεντάµορφη . Τα µαλλιά της ήταν µακριά και απαλά σα µετάξι, το πρό- σωπο της φωτεινό σαν τον ήλιο. 3 21
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Το παλικάρι παντρεύτηκε τη νεράιδα, κάνανε παιδιά και ζούσαν ευτυχισµένοι. Η νεράιδα, όµως, ζητούσε το µαντίλι της το οποίο το παλικάρι το είχε δώσει στη µητέρα του. Της είχε πει να µην της το δώσει πίσω ποτέ . 4 22
ΤΟ ΦΤΩΧΟ ΑΓΟΡΙ ΚΑΙ Η ΝΕΡΑΙ∆Α Τα χρόνια περνούσαν ήρεµα κι ευτυχισµένα. Μια µέρα η µητέρα του παλικαριού αρρώστησε βαριά , φώναξε την κοπελιά και της είπε << Αυτό το µαντήλι µου το έδωσε ο γιος µου . Μου είπε να το κρατήσω για δικό µου. Εγώ θα πεθάνω και ήρθε η ώρα να σου το επιστρέψω>>. 5 23
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Όταν η νεράιδα πήρε το µαντίλι, έφυγε και από τότε δεν την ξαναείδε κανείς… Τέλος 6 24
ΦΕ Ε Α 1 25
Α ΑΜ Θ Α Μαφ αα α μα Φ π μα ί μ μ α υ, Δ α α. α . υα ί Δ α α, π ία ί μα ,π α α αυ μα π υ ,μα α α α π φ 2 26
ΤΟ ΦΕΡΕΝΤΙΚΑΝΙ Φ ,μ , α πυ. Ημ α υ πα ί α αμπ μ , α αυ . Επί , Φ μα α μφ μ α υ α, α α μα αμ , αμ απ αυ . Μ α μ α πα υ Φ μα π α μ φ α αμπ . Ό α π ί Φ , αμπ απ μ φ απ α μ υ. Η π α υ απ μα πα α πα α πα μ α υ αί α. Αυ υ αί α, μ α πα υ ί πα α , αμ α αφ α π α π α. 3 27
Α ΑΜ Θ Α Αφ πα υ α , μ , π α, αα α ία, α . Μα μ α φ α π μα ί πμ π μ, π α μα α α. Μ φ α, πα α απ α α απ μ . 4 28
ΤΟ ΦΕΡΕΝΤΙΚΑΝΙ μ φυ μ α μα α α φ μ α . Όα π π α, υ πί αμ α α φ ,μ π υ α απ α . φ ίπ αα α. ία π υ, α α απ . Ευ α Θα μα αμ π ίπ α α , αφ ί μ α μπ ί α π π υ , απ μ π α. Απ ίί α φ α, α μ , ππ π α ί. α πί υ Φ . 5 29
Α ΑΜ Θ Α Άμα Φ α υ α αυ , ίπ π α ία υ πυ ία μ α υ, α ί αυ α π υ . υπ μ α μα π υ απα . υ πυ α μ α υ, Φ υ π α μ μα ία υ, αμ μπ Δ α α υ ίπ : -Γ μ υ, α π α μυ ί ! Φ μ υπ α υ απ ί : -Μ α, α α υ ία μ αα π α. α μυ ί ; αα ί μ ,μ , Φ π μπ π α μ α υ. ίπ , α αμ μπ ία π μα πί , α π π α ,αα ί υ. 6 30
ΤΟ ΦΕΡΕΝΤΙΚΑΝΙ α αυ . Φ πα α α ί μα υ. Η Δα αμ αα αμα α , αί α α α α α απ πα ππ α ία υ . Γ α αυ α μ μα α α , μ. α πα μπ α πα π α, Δ α α απ φ α πα Φ μ μ α μ α. Φ ,μ , .ί μ , Δ αα α αφ . α ίπ α φ α πα α α α ,π α ,π , π α α α ί. Φ , αμ πυ α, μ α υ α ίπ α απ μ υ ,μ υφ α ,αα ππ ππ φ. α .Ό π πα αα υ φ , απ Φ α α απ μ υ. Αυ ί αμ αα 7 31
Α ΑΜ Θ Α υ . Μ απ μπ α, Φ π α: φ; - π α α μα Η π αφ μ υ απ : - α! Φ , ,π α α α α α! μ α απ αυ α μφα ί α υ . φ , π υ α μ α υ, μπ αυ υ . α π π π α π απ .Η π απ ί απ π φ. 8 32
ΤΟ ΦΕΡΕΝΤΙΚΑΝΙ Φ πα αμ α α α μ α π μα. μ α υ μπ α υπ . α - π α , πυ φα α αυ υ π ία . Ά , ,α υ υ α φ, π πυ υ α υ φ . Αμ Φ α μ α ίμ α πα μ αμ φ αα ί π π α. 9 33
Α ΑΜ Θ Α .Ό α Δ α α ίπ : - α π π α μ υ, α α μ υ! α παπί α «π π π » α ίπ μπ α ίπ α, α α απ υ πα ί , μ α π , α υ υυ μ . Μ φυ Δ α α, Φ α π. α α απ μ υα α α… α μί π ία α α αυ ί α α. 10 34
36
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ Α∆ΕΡΦΙΑ 37
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Μ ια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια και κίνησαν να παν στα ξένα, για να βρουν δουλειά. Στο δρόµο που πήγαι- ναν έφτασαν σε µια ερηµιά και εκάθησαν σε µια βρύση κοντά, να φάνε και να ξε- κουραστούν. Εκεί που έτρωγαν, βλέπουν κι έρχε- ται ένας γέρος µε το µπα- στουνάκι του και τους χαιρετά: 2 38
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ Α∆ΕΡΦΙΑ -Ώρα καλή παλικάρια! -Πολλά τα έτη παππούλη, του είπαν εκείνα και το µικρότερο έκοψε ένα κοµµάτι ψωµί και του είπε: -Κάθισε, παππούλη, και να! λιγάκι ψωµί να φας. Ο γέρος πήρε το ψωµί και κάθισε. Εκεί στην ερηµιά ήταν πλήθος τα κοράκια. Λέει ο γέρος του µεγαλύτερου παιδιού: 3 39
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ -Τι ήθελες, παιδί µου, να έχεις εδώ στο κόσµο που βρίσκεσαι; -Θα ήθελα, του λέει, όλα αυτά τα κοράκια να ήταν πρόβατα και να ήταν δικά µου. -Καλά, λέει ο γέρος. Αν όµως ερχόταν κανένας φτωχός και σου ζητούσε λίγο γάλα, θα του έδινες, άµα είχες τόσα πρόβατα; -Θα του έδινα, λέει το παιδί, ό,τι ήθελε, τυρί, γάλα, µυτζήθρα, ό,τι ήθελε. 4 40
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ Α∆ΕΡΦΙΑ Ταπ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη κι έγιναν τα κοράκια πρόβατα. 5 41
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Άσπρισε ο τόπος από πρόβατα. Σηκώθηκε το παιδί, µάζεψε τα πρόβατα κι έµεινε εκεί. Οι άλλοι δυο µε το γέρο πήραν πάλι δρόµο. Πήγαν, πήγαν, έφτασαν σε ένα λόγγο. Ρωτάει τώρα ο γέρος το δεύ- τερo: -Τι θα ήθελες εσύ, παιδί µου, να έχεις εδώ στο κόσµο που είσαι; -Εγώ θα ήθελα, παππούλη, όλα αυτά τα πουρ- νάρια να γίνουν ελιές και να γίνουν όλες δικές µου, είπε το παιδί. -Καλά, λέει ο γέρος. Αφού θα έχεις τόσο λάδι, θα δίνεις και κανενός φτωχού; -Θα δίνω, του λέει. Ταπ! Χτυ- πάει ο γέρος το ραβδί του στη γη και τα πουρ- νάρια έγιναν στη στιγµή ελιές... 6 42
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ Α∆ΕΡΦΙΑ ...και το παιδί αυτό απόµεινε εκεί κι έκανε µα- γαζιά, γέµιζε τα βαρέλια λάδι και τα φόρτωνε στα καράβια. Ο µικρότερος αδερφός απόµεινε µονάχος µε το γέρο και πήραν πάλι δρόµο. Σαν έφτασαν σε ένα σταυρο- δρόµι, κάθισαν στη βρύση που ήταν εκεί να ξεκουρα- στούν. 7 43
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Λέει ο γέρος του παιδιού: -Αµ δεν ζητάς και εσύ τίποτα; -Εγώ, παππούλη, θα ήθελα από αυτή τη βρύση να έτρεχε µέλι. -Και θα δίνεις στους φτωχούς µέλι, άµα σου ζη- τήσουν; -Θα δίνω. Ταπ! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη κι αµέ- σως άρχισε να τρέχει µέλι από τη βρύση. Απόµεινε και το παιδί στο σταυροδρόµι, που- λούσε µέλι και µοίραζε και στους φτωχούς τους στρατοκόπους. Ο γέρος έφυγε πήγε στη δουλειά του. 8 44
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ Α∆ΕΡΦΙΑ Σαν πέρασε κάµποσος καιρός, αφού άφησε έναν υπηρέτη στη βρύση να µοιράζει µέλι, αυτός ξεκίνησε να πάει να δει τα αδέρφια του, γιατί τα πεθύµησε. Εκεί που πήγαινε, κοίταζε για ελιές, βλέπει ένα λόγγο από πουρνάρια. Πάει παρακεί, κοιτάζει για πρόβατα, βλέπει κοράκια κι ούτε λαδά, ούτε τσέ- λιγκα. Εκεί που στεκόταν και απορούσε, βλέπει και έρχεται πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει: -Είδες. Ότι είπαν τα αδέρφια σου, δεν το έκα- µαν! ∆εν έδιναν στους φτωχούς από τα καλά που τους χάρισα. Γι’ αυτό κι εγώ τους πήρα πίσω τις ελιές και τα πρόβατα. Εσύ, όµως, στάθηκες καλός και να έχεις την ευχή µου! Και πριν τελειώσει το λόγο του… ο γέρος έγινε άφαντος. ΤΕΛΟΣ 9 45
...να σου πω για τις µοίρες; 1 46
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Κάποτε, τα παλιά τα χρόνια, σε ένα κεφαλοχώρι, ζούσε ένας άρχοντας µε πολλούς υποτακτικούς και κάθε τόσο έβγαινε µε τους ανθρώπους του για κυ- νήγι στις γύρω πε- ριοχές. Μια φορά, όµως, που είχαν αποµακρυνθεί πολύ από το χωριό, τους έπιασε η νύχτα και ξέσπασε µια ξαφ- νική µπόρα και κρύο πολύ και έψαξαν να βρούνε κάπου να απαγκιάσουν µέχρι να ξηµερώσει και να πάρουν πάλι το δρόµο του γυρισµού. 2 47
...ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΟΙΡΕΣ; Βρήκαν µια µικρή πέτρινη καλύβα και ο φτωχός βοσκός που έµενε µέσα, τους υπο- δέχτηκε καλόκαρδα, τους έβαλε να ζεστα- θούν κοντά στη φωτιά και τους περιποιήθηκε µε ότι είχε, µια και η γυναίκα του ήτανε λε- χώνα και δεν µπορούσε να σηκωθεί. Όταν από- φαγαν, τους έβαλε να κοιµηθούν δίπλα στη φωτιά. Ο άρχοντας ήταν πολύ καλοµαθηµέ- νος και δεν µπορούσε να κοιµηθεί καλά στα σκληρά τα στρώµατα και όπως ξα- γρυπνούσε εκεί, κατά τα µεσάνυχτα, είδε τρεις γυναίκες, στα κατάλευκα ντυµένες, να στέκουν πανύψηλες και τροµερές πάνω από το νεογέννητο. 3 48
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Ήταν οι τρεις µοίρες που ήρθαν να µοιράνουν το παιδί. Φοβήθηκε ο άρχοντας και λούφαξε να µη τον δουν. Τότε άκουσε τη µία να λέει µε καθαρή φωνή: -Θα παντρευτεί την κόρη του άρχοντα που είναι εδώ, και πριν λίγο γεννήθηκε και αυτή... 4 49
Search
Read the Text Version
- 1
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- 8
- 9
- 10
- 11
- 12
- 13
- 14
- 15
- 16
- 17
- 18
- 19
- 20
- 21
- 22
- 23
- 24
- 25
- 26
- 27
- 28
- 29
- 30
- 31
- 32
- 33
- 34
- 35
- 36
- 37
- 38
- 39
- 40
- 41
- 42
- 43
- 44
- 45
- 46
- 47
- 48
- 49
- 50
- 51
- 52
- 53
- 54
- 55
- 56
- 57
- 58
- 59
- 60
- 61
- 62
- 63
- 64
- 65
- 66
- 67
- 68
- 69
- 70
- 71
- 72
- 73
- 74
- 75
- 76
- 77
- 78
- 79
- 80
- 81
- 82
- 83
- 84
- 85
- 86
- 87
- 88
- 89
- 90
- 91
- 92
- 93
- 94
- 95
- 96
- 97
- 98
- 99
- 100
- 101
- 102
- 103
- 104
- 105
- 106
- 107
- 108
- 109
- 110
- 111
- 112
- 113
- 114
- 115
- 116
- 117
- 118
- 119
- 120
- 121
- 122
- 123
- 124
- 125
- 126
- 127
- 128
- 129
- 130
- 131
- 132
- 133
- 134
- 135
- 136
- 137
- 138
- 139
- 140
- 141
- 142
- 143
- 144
- 145
- 146
- 147
- 148
- 149
- 150
- 151
- 152
- 153
- 154
- 155
- 156
- 157
- 158
- 159
- 160
- 161
- 162
- 163
- 164
- 165
- 166
- 167
- 168
- 169
- 170
- 171
- 172
- 173
- 174