Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore melas

melas

Published by axil kar, 2015-04-01 07:57:52

Description: melas

Search

Read the Text Version

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ«Διλήμματα και ψευδαισθήσεις της Γερμανίας στις σχέσεις της με την Ε.Ε. Η θέση της Ελλάδος».

I.Εισαγωγική παρατήρηση.Α.Ανατρέχοντας στην ιστορική διαδρομή των ευρωπαϊκών δυνάμεων από τον 17ο αιώναμέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αντιλαμβανόμαστε ότι η ιστορικήαυτή περίοδο χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές που για λόγους που θαεπιχειρήσουμε να εξηγήσουμε στη συνέχεια εγκαταλείπονται (;) με την απόφαση τουκτισίματος της ΕΕ.Η πρώτη σταθερά είναι οι συνεχείς και αιματηροί πόλεμοι καθ’ όλη την περίοδο απότην μεταμεσαιωνική και αναγεννησιακή περίοδο , δηλαδή όλη την περίοδο που όλοιγνωρίζουν ως νεωτερικότητα μέχρι και πρόσφατα ,τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οιευρωπαϊκές δυνάμεις σε τακτά χρονικά διαστήματα εμπλέκονται σε πολέμους μεαποτέλεσμα ,ο πόλεμος να θεωρείται ως ο θεμελιώδης κοινωνιογενετικός παράγωντης εργαλειακής ορθολογικότητας των Νέων Χρόνων1[1]. Παρά τα αντιθέτωςθρυλούμενα , ο βασικός συντελεστής της «τάξης» ,σε διεθνή κλίμακα, ήταν κατάτους Νέους Χρόνους ο πόλεμος , η πολεμική παρουσία των αντιπάλων, η απειλή γιαπόλεμο ή για κυριαρχία , εντέλει η υποταγή του Εχθρού. Ο αστικός πολιτισμός , ίσωςτο σημαντικότερο επίτευγμα της ανθρώπινης δράσης μέχρι σήμερα, αρδεύτηκε απότα νερά του πολέμου και της στρατιωτικής πολεμικής μηχανής. Το οικονομικό τοοποίο στον καπιταλιστικό κόσμο καταλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία στις κοινωνικέςστιγμές, σε όλες τις εκφάνσεις του ανεξαιρέτως , τράφηκε και ανδρώθηκε στη σκιάτης πολεμικής μηχανής , αντιγράφοντας κατά γράμμα όλους τους οργανωτικούςμηχανισμούς και τις θεωρητικές της προσεγγίσεις2[2] .1[1] R.Nisbet, Κοινωνική Αλλαγή και Ιστορία, Γνώση 1995.2[2] « Ο Φιλελευθερισμός , είτε ως πολιτικό κίνημα είτε ως κατεστημένη εξουσία, υπήρξεσε όλη τη διάρκεια των Νέων Χρόνων, από το 1650 και εντεύθεν, ο ιδεολογικός αρωγόςσυνεχών, αδιάλειπτων και σφαγιαστικών πολέμων. Ενώ παράλληλα επεδίωκε, με κάθεείδους θεωρητικές κατασκευές, και ιδιαίτερα εκείνη της ειρηνευτικής καταλλαγής, πουαπορρέει από την εμπέδωση της ελευθερίας του εμπορίου, να εξοβελίσει τον «αμιγή»πόλεμο από το φιλελεύθερο εννοιολογικό και ανθρωπολογικό πλαίσιο περιγράφοντάς τον,όπου έστω και μετριασμένος εκδηλώθηκε ως ιστορική διαστροφή της αυθεντικήςανθρώπινης φύσης, και εξορκίζοντάς τον με συναισθηματικής φύσεως εξάψεις για τηνοδύνη των καταστροφών και το αριθμό των πτωμάτων. Από τον Grotius ως τον Kant και 1

Η παγκόσμια ηγεμονία της Ευρώπης δημιουργήθηκε από τη μοναδική ευρωπαϊκήσυνεισφορά , δηλαδή το εθνικό κράτος (μικρό σε γεωγραφικό χώρο). Ηδιαφορετικότητα των μικρών ευρωπαϊκών προκαλούσε (ει) ανταγωνισμό. Ηισορροπία δυνάμεων υπήρξε η μοναδική διαφαινόμενη λύση, για την εξεύρεση ενόςmodus vivedi στην Ευρώπη. Παρότι το σύστημα αυτό κυριαρχούσε στην Ευρώπη ,το παγκόσμιο σύστημα ήταν εκείνο των αυτοκρατοριών και του ιμπεριαλισμού.Η νεωτεριστική τάξη η οποία συνδέεται με τη μεγάλη μηχανή του εκσυγχρονισμού ,το εθνικό κράτος, είναι η αναγνώριση της κυριαρχίας του κράτους και συνεπώς οδιαχωρισμός μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών θεμάτων όπου απαγορεύεται ηέξωθεν επέμβαση στα εσωτερικά. Αυτός είναι ένας κόσμος όπου ο τελικός εγγυητήςτης ασφάλειας είναι η ισχύς , ένας κόσμος στον οποίο τουλάχιστον θεωρητικά, τασύνορα μπορούν να αλλάξουν δια της βίας. Αυτό σημαίνει πως στη σύγχρονη τάξη ηισχύς επιβάλλει το δίκαιο. Στις διεθνείς σχέσεις αυτό αποτελεί ένα σύστημαυπολογισμού συμφερόντων και δυνάμεων , όπως περιγράφηκε από τον Μακιαβέλικαι τον Κλαούσεβιτς. Η κλασική δήλωση του Πάλμεστρον πως η Βρετανία δεν έχειμόνιμους φίλους ή εχθρούς , αλλά τα συμφέροντά της είναι αιώνια αποδίδει τηνουσία των διεθνών σχέσεων. Τα συμφέροντα» στα οποία αναφερόταν ο Πάλμεστρονως αιώνια είναι αναγκαστικά συμφέροντα ασφαλείας. Ορίζονται έτσι σε ένα κόσμοαρπακτικών κρατών. Αποτελεί ουσιώδες καθήκον κάθε κράτους να προστατεύει τουςπολίτες του από μια εισβολή: ως εκ τούτου , αυτή είναι η απόλυτη αν όχι αιώνια ,φύση αυτών των συμφερόντων. Η ασφάλεια αποτελεί τελικά θέμα ζωής και θανάτου ,γι’ αυτό αναφέρεται ως «ζωτικό συμφέρον»3[3].Η Ευρώπη μέχρι και το 1945 λειτούργησε πολιτικά με την εχθρότητα μεταξύ τωνκυρίαρχων κρατών της για τον πολύ απλό λόγο ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήσαν καιπαγκόσμιες δυνάμεις. Τα συμφέροντά τους ήταν παγκόσμια και ως εκ τούτου οικινήσεις τους ,οι ενέργειές τους ,οι πόλεμοι στους οποίους εμπλέκονταν είχαναπό τον Mill ως τον Hayek η φιλελεύθερη σκέψη βρέθηκε πάντα αντιμέτωπη με τοπαράδοξο να υπερασπίζεται πολέμους , που ανελλιπώς διεξάγονταν στο όνομα της ειρήνης, να υπεραμύνεται της σκλαβιάς (π.χ αποικιοκρατία, δουλοκτητικό καθεστώς, πουδιατηρήθηκε αλώβητο μετά την Αμερικανική Επανάσταση του 1776) επ’ ονόματι τηςελευθερίας. », όπως έξοχα σημειώνει ο Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος και Πολιτική. ΑΑ.Λιβάνης 2005, σελίδα 82.3[3] R. Cooper , Η Διάσπαση των Εθνών. Κέδρος 2005. 2

επιπτώσεις σε ολόκληρη την υφήλιο. Αυτό που συνέβαινε στον ευρωπαϊκό χώροαφορούσε ολόκληρη την υφήλιο. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ευρωπαϊκέςδυνάμεις υποβιβάστηκαν σχεδόν σε δευτερευούσης σημασίας δυνάμεις. Η αδυναμίατους να διαδραματίσουν ρόλο παγκόσμιας δύναμης και η ανάδειξη των ΗΠΑ σεηγεμονεύουσα δύναμη του δυτικού κόσμου τις οδήγησε να αποδεχθούν την ομπρέλαασφαλείας που τους προσέφεραν οι ΗΠΑ να ενταχθούν στο άρμα τους ναδιαφοροποιήσουν και να μεταλλάξουν την έννοια του Πολιτικού αποδεχόμενες τιςαρχές ενός ανιστόρητου Ηθικού Οικουμενισμού , μετατρέποντας τον Πολιτικό Εχθρόσε Πολιτικό Ανταγωνιστή και τον Πόλεμο μεταξύ των κρατών σε Συνεργασία καιΟικονομική Αλληλεξάρτηση. Ουσιαστικά εγκατέλειψαν την Πολιτική και στράφηκανστη διαχείριση της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού. Το παζάρι μεταξύ«εταίρων» προήχθη σε βασική «πολιτική» πρακτική. Το Πολιτικόν φαινομενικάαποπυκνώνεται και προβάλει παντοδύναμο το Οικονομικόν.Β.Η Δύση αποτελεί έναν ιεραρχημένο μηχανισμό και παρά τις διακρατικές τριβές καιανταγωνισμούς που τον χαρακτηρίζουν κυρίως στο οικονομικό επίπεδο , εξακολουθείνα αναπαράγεται και να επεκτείνεται προς ανατολάς ενσωματώνοντας πρωταρχικάσχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών (αλλά όχι μόνον , π.χ επιχειρεί τηνενσωμάτωση της Γεωργίας, αλλά και άλλων χωρών της Κεντρικής Ασίας) της πρώηνσοβιετικής αυτοκρατορίας.Η ΕΕ είναι μια οικονομική ένωση η οποία βαδίζει σε μια μορφή πολιτικήςολοκλήρωσης, αλλά συνυπάρχει από την αρχή της δημιουργίας της με το ΝΑΤΟτο οποίο αποτελεί τον πολιτικοστρατιωτικό βραχίονα της Δύσης. Η ΕΕ και οιΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν κοινά συμφέροντα, Αυτό το βασικό σχήμα, με τιςοποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις, θα εξακολουθήσει να υφίσταται και στο μέλλον. ΗΕΕ δεν αποτελεί πόλο πολιτικοστρατιωτικής ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα.Αντίθετα, τέτοιου είδους πόλο αποτελούν το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ. Ο δυναμισμός τηςπαγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει μεταφερθεί στην Ασία, και η ΕνωμένηΕυρώπη εκ των πραγμάτων δεν αναμένεται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στιςδιεθνείς εξελίξεις.II.Η θέση της Γερμανίας στο πλαίσιο της Δύσης.Σημείο πρώτο.Περίοδος 1948-1990.Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στην Ευρωπαϊκή ΟικονομικήΚοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πολιτική της επανένταξης και ηδιπλωματία του καρνέ των επιταγών. «Η ΕΟΚ είναι ένας συνδυασμός αλόγου καιάμαξας : η Γερμανία είναι το άλογο και η Γαλλία ο αμαξάς». Τσαρλς Ντε Γκωλ. 3

Μέρος Πρώτο.Εισαγωγή.Ιστορικά γεγονότα πριν τη δημιουργία της ΕΟΚ.Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με τις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατώνεξαρθρωμένες, οι ΗΠΑ βρέθηκαν αντιμέτωπες με την ανάγκη αναχαίτισης τηςεπέκτασης της ισχύος της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι άρχισαν να πιέζουν τιςευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αναζητήσουν μορφές οικονομικής και αμυντικήςσυνεργασίας για την ανάσχεση της εξ ανατολών απειλής. Πρώτο μέτρο τους ήταν τογνωστό Σχέδιο Μάρσαλ4[4] για την αξιοποίηση του οποίου οι ευρωπαϊκές χώρεςέπρεπε να επεξεργαστούν από κοινού ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης. ΤονΙούλιο του 1947 η Συνδιάσκεψη για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία[Conference for European Economic Cooperation (CEEC)] συγκλήθηκε στο Παρίσιγια να εξετάσει τρόπους για την πραγματοποίηση της οικονομικής συνεργασίας.Η Συνδιάσκεψη έλαβε θεσμική μορφή το 1948 με τη σύσταση του ΟργανισμούΕυρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας ο οποίος από το 1961 μετατράπηκε στονγνωστό σε όλους ΟΟΣΑ. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι οι διαπραγματευτές τουΣχεδίου Μάρσαλ στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1947 συμφωνούσαν ότι, η γερμανικήοικονομία θα πρέπει να ενταχθεί στην οικονομία της Ευρώπης με τέτοιον τρόπο ώστενα συμβάλει στην άνοδο του γενικού επιπέδου διαβίωσης. Η ΟμοσπονδιακήΓερμανία ακόμη και αφότου έγινε κράτος το 19495[5], δεν είχε οργανικούς δεσμούςμε την υπόλοιπη ήπειρο, παρά μόνο μέσα από τους μηχανισμούς του ΣχεδίουΜάρσαλ και της συμμαχικής κατοχής, που και οι δύο ήταν προσωρινοί. Οιπερισσότεροι ευρωπαίοι θεωρούσαν την Γερμανία ως απειλή.4[4] Το Σχέδιο Μάρσαλ διοικούνταν από ένα νέο οργανισμό , the European CooperationAdministration (ECA). Την τεχνική βοήθεια και τους ειδικούς παρείχε η Τράπεζα ΔιεθνώνΔιακανονισμών (BIS).5[5] Τα διεθνή γεγονότα του 1948-49 (τα γεγονότα της Πράγας, η κρίση του Βερολίνου ,ηδιαφωνία Στάλιν –Τίτο , η ίδρυση του κράτους της Δ. Γερμανίας, η ίδρυση της ΚΟΜΕΚΟΝ,επέτρεψαν τελικά στους Γάλλους πολιτικούς , όπως ο Ζωρζ Μπιντώ και ο Ρομπέρ Σουμάν νααντιληφθούν ότι η Γαλλία έπρεπε να αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στη Γερμανία.Στις 30 Οκτωβρίου 1949 ο Ντην Άτσεσον έκανε έκκληση στον Σουμάν να πάρει η Γαλλία τηνπρωτοβουλία για την ενσωμάτωση του νέου δυτικογερμανικού κράτους στις ευρωπαϊκέςυποθέσεις. Ο ρόλος του Ζ. Μονέ είναι ιδιαίτερος και αξίζει ειδικής αναφοράς κάτι που θαεπιχειρήσουμε στο άμεσο μέλλον. Πάντως σημειώνουμε εδώ ότι οι διασυνδέσεις του μετον αμερικανικό παράγοντα και ειδικά με τον Τζων Μπέλλαμι Φόστερ ήταν βαθιές και όχιαθώες και κρατούσαν από το 1919. Επίσης οι σχέσεις του με κορυφαίους παράγοντες τωνχρηματοπιστωτικών αγορών ήταν στενές μεταξύ των οποίων και ο γνωστός σουηδόςκερδοσκόπος Ivar Kreuger. Όπως έχω επιχειρήσει να δείξω στο «Σαστισμένη Ευρώπη»(Εξάντας 2009) η απόφαση των αμερικανών να δημιουργήσουν μια «Ενωμένη Ευρώπη»εδράζονταν σε δύο σημεία : πρώτον στον σοβιετικό κίνδυνο και δεύτερον στην αδυναμίατων άλλοτε κραταιών ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η περίοδος του ευρωκεντρισμού ωςμηχανισμός παγκόσμιας κυριαρχίας μετά από σχεδόν 4 αιώνες είχε τελειώσει. Η θέση τωναμερικανών βρήκε τον ιδανικό αποδέκτη στο πρόσωπο του Ζ. Μονέ. 4

Την ίδια περίοδο αρχίζουν να εκδηλώνονται και οι πρώτες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες.Έτσι το 1947 το Βέλγιο η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο προχωρούν στηντελωνιακή τους ένωση (Μπενελούξ). Η Ένωση αυτή στην πραγματικότητα είχεδημιουργηθεί με την Συνθήκη για την ίδρυση της Τελωνειακής Ένωσης τωνΧωρών Μπενελούξ που υπογράφηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 από τις εξόριστες στοΛονδίνο κυβερνήσεις των τριών παραπάνω χωρών και θα τίθετο σε εφαρμογήαμέσως μετά την απελευθέρωση των χωρών από την γερμανική κατοχή.Ακολούθησαν διερευνητικές συνομιλίες μεταξύ των χωρών της Μπενελούξ, τηςΓαλλίας και της Ιταλίας που αφορούσαν σχέδια για την επέκταση αυτής τηςσυνεργασίας και σε άλλες χώρες. Όμως όλα αυτά τα ημιτελή σχέδια για μια «ΜικρήΕυρώπη» ναυάγησαν στα ρηχά του γερμανικού προβλήματος. Η Μπενελούξ έπαψενα υπάρχει το 1960, όταν αντικαταστάθηκε από την Οικονομική Ένωση τηςΜπενελούξΤο διάστημα 1948- 1954 θα εκδηλωθούν μια σειρά από πρωτοβουλίες.Συγκεκριμένα :Σύμφωνο των ΒρυξελλώνΤο 1948, οι Αμερικανοί ήταν απρόθυμοι να εμπλακούν σε μια στρατιωτική συμμαχίαστη Γηραιά Ήπειρο, που θα τερμάτιζε και επίσημα τη «μεγάλη συμμαχία» του 1941με τους Σοβιετικούς. Αφενός η Ουάσιγκτον δεν θεωρούσε ότι οι Σοβιετικοίεπιδίωκαν ένοπλη αναμέτρηση, και αφετέρου η αμερικανική κοινή γνώμη ζητούσετην επιστροφή των στρατιωτών στην πατρίδα τους . Η Ουάσιγκτον διαμήνυσε στουςΔυτικοευρωπαίους ότι σε κάθε περίπτωση, θα εξέταζε το αίτημά τους για τηδημιουργία στρατιωτικής συμμαχίας , μόνον εάν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές χώρεςαποδείκνυαν την προθυμία τους να υπερβούν τις παλαιές εθνικιστικές διενέξεις τουςκαι να συνεργαστούν. Τούτο οδήγησε στη σύναψη του Συμφώνου των Βρυξελλών,τον Μάρτιο του 1948, μεταξύ της Βρετανίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας καιΛουξεμβούργου. Έτσι, οι Δυτικοευρωπαίοι ικανοποίησαν έναν όρο που έθεταν οιΑμερικανοί για να εξετάσουν τη δική τους ανάμειξη. Ωστόσο, το Σύμφωνο τωνΒρυξελλών (που αργότερα εξελίχθηκε στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση) δενεκπροσωπούσε επαρκή στρατιωτική ισχύ.Ίδρυση του Βόρειο Ατλαντικού Αμυντικού Συμφώνου ΝΑΤΟ. Στις 4 Απριλίου1949, υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου(North Atlantic Treaty Organization). Επρόκειτο για τη συμμαχία των ΗΠΑ και τουΚαναδά με χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο,Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Δανία, Πορτογαλία, Ισλανδία), με σκοπό τηνπροστασία της Γηραιάς Ηπείρου από ενδεχόμενη στρατιωτική επίθεση της ΣοβιετικήςΈνωσης. Οι Αμερικανοί πείστηκαν για αυτό το σχέδιο μετά τα γεγονότα του 1948 καικυρίως από τα ονομαζόμενα γεγονότα της Πράγας.Συμβούλιο της Ευρώπης . Είναι διεθνής οργανισμός στον οποίο σήμερα,συμμετέχουν 47 κράτη της Ευρώπης . Συμμετέχουν επίσης 5 κράτη ως παρατηρητέςτου Συμβουλίου και 3 ως παρατηρητές της συνέλευσης του. Ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου1949 στο Στρασβούργο. Είναι ο παλαιότερος οργανισμός ο οποίος έχει ως σκοπό τηνευρωπαϊκή ενοποίηση με ιδιαίτερη έμφαση στα νομικά ζητήματα , την προστασίατων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη δημοκρατική ανάπτυξη και τη ρύθμιση τωννομοθεσιών καθώς και την πολιτισμική συνεργασία στην Ευρώπη. Στην ίδρυσή τουσυμμετείχαν 10 χώρες (Βέλγιο, Δανία, Νορβηγία, Ιρλανδία, Ιταλία, Γαλλία,Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Σουηδία, ΗΒ).Ήταν ένα φόρουμ ευρωπαϊκού διαλόγουπου γεννήθηκε από το συνέδριο του Κινήματος για την Ευρωπαϊκή Ενότητα στη 5

Χάγη το 19486[6]. Το συγκεκριμένο Κίνημα είχε ιδρυθεί τον Ιανουάριο του 1947 μεπροτροπή του Τσόρτσιλ7[7]. Το Συμβούλιο δεν είχε καμία εξουσία και καμίααρμοδιότητα , κανένα νομικό, νομοθετικό ή εκτελεστικό κύρος. Οι «αντιπρόσωποι»του δεν αντιπροσώπευαν κανέναν. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα του ήταν τογεγονός και μόνο ότι υπήρχε, παρότι το Νοέμβριο του 1950 εξέδωσε μια «ΕυρωπαϊκήΣύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» η οποία τις επόμενες δεκαετίες έμελλε νααποκτήσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα.Η Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών (ΕΕΠ)Η εμπορική πολιτική μεταξύ των χωρών της Ευρώπης , αμέσως μετά τον Β’ΠΠουσιαστικά είχε χαρακτήρα διμερή. Με πρόταση και προτροπή των ΗΠΑδημιουργήθηκε η ΕΕΠ το 1950 , η οποία προικοδοτήθηκε με 350 εκατ. δολάρια τουΣχεδίου Μάρσαλ με στόχο την διευκόλυνση της επέκτασης των εμπορικώνσυναλλαγών όλων των ευρωπαϊκών χωρών μεταξύ τους και όχι μόνο σε διμερείςδιακρατικές σχέσεις. Στο μηχανισμό συμμετείχαν 18 δυτικές χώρες (εκτός τωνσκανδιναβικών) η Ελλάδα, η Ισλανδία, η Ελβετία, η Μ Βρετανία και η Τουρκία. ΗΤράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) διορίσθηκε ως σύμβουλος της ΕΕΠ.Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα ιδρύθηκε με βάση τις αποφάσεις τηςΣυνθήκης των Παρισίων (18 Απριλίου 1951) και ετέθη σε ισχύ στις 23 Ιουλίου 1952.Είχεδιάρκεια πενήντα χρόνων. Έληξε στις 23 Ιουλίου 2002. Αποτελείτο από τις έξι χώρες :Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο , Ολλανδία και Ομοσπονδιακή Γερμανία. Σκοπός τηςήταν να θέσει την παραγωγή και εμπορία του άνθρακα και του χάλυβα, δηλαδή των δύοκύριων πρώτων υλών της πολεμικής βιομηχανίας μέχρι και το Β’ΠΠ, υπό κοινή διαχείρισητων πρώην εμπολέμων κρατών. Ένας από τους σκοπούς της Συνθήκης υποτίθεται ότι ήταν ηπαγίωση της ειρήνης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες μετά τη λήξη του Β’ΠΠ, μεπρωταρχικό στόχο τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς για τα κύριες πρώτες ύλης τηςπολεμικής βιομηχανίας, τον άνθρακα και το χάλυβα. Έτσι χώρες που κατά την διάρκεια τουπολέμου ήταν αντίπαλες τώρα μοιράζονταν και συν-διαχειρίζονταν την παραγωγή άνθρακακαι χάλυβα. Όμως οι βαθύτεροι λόγοι ήταν η ανάγκη των Γάλλων να ελέγξουν τηνκοιλάδα του Ρουρ και άλλων πόρων ζωτικής σημασίας από τα γερμανικά χέρια.Αποτελούσε ευρωπαϊκή λύση σε ένα γαλλικό πρόβλημα ή μάλλον στο γαλλικό6[6] Ο βασικός οργανωτής του Συνεδρίου ήταν ο γαμπρός του Γ. Τσώρτσιλ , ΝτάνκανΣάντυς. Μάλιστα ο Γ.Τσώρτσιλ ανέλαβε την προεδρία και εκφώνησε την εναρκτήριο ομιλία.Σε αυτή παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων οι: Νταλαντιέ, Μιττεράν, Ήντεν, Μακμίλλαν, Μπ.Ράσσελ, Ρ. Αρόν, Τ.Σ.Ελιοτ, Ουνγκαρέτι, Κ. Αντενάουερ,Ζαν Μονέ, Μέλβιν Λάσκυ κτλ.Συνολικά συμμετείχαν 800 σύνεδροι.7[7] Στην περίφημη ομιλία του στο Φούλτον , το 1946,ο Γ. Τσώρτσιλ, όπου είχε εισαγάγειτον όρο σιδηρούν παραπέτασμα, μίλησε και για την αναγκαιότητα της δημιουργίας μιαςνέας, ενωμένης Ευρώπης, στην οποία είχαν χρέος να συμμετάσχουν όλα τα έθνη..Λίγουςμήνες αργότερα σε ομιλία του στη Ζυρίχη τόνισε ότι «είναι απαραίτητο να οικοδομήσουμεένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη στάση αυτήτου Γ. Τσώρτσιλ ως εξής: α) αποσόβηση της Σοβιετικής απειλής επειδή έβλεπε ότι ηπολεμική συμμαχία με τη ΣΕ δεν μπορούσε να διασωθεί β) να αποτρέψει μια δεύτερηΣυνθήκη των Βερσαλλιών δεδομένου ότι οι Γάλλοι είχαν αρχίσει να εγείρουν τιςπαραδοσιακές τους εδαφικές απαιτήσεις στον Ρήνο και στην κοιλάδα του Ρουρ. 6

πρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν εντοπισμένο από το 1919 και συνίστατο στο εξής: η γαλλικήβιομηχανία χάλυβα, από τη στιγμή που διπλασιάστηκε σε μέγεθος μετά την επιστροφή τηςΑλσατίας-Λωρραίνης θα εξαρτιόταν απολύτως από τον άνθρακα και το κοκ της Γερμανίαςκαι επομένως θα έπρεπε να βρεθεί μια βάση μακροχρόνιας συνεργασίας. Και για τουςΓερμανούς η κατάσταση ήταν εξίσου προφανής. Μάλιστα όταν το Παρίσι εγκατέλειψε τιςάκαρπες προσπάθειες του να αποσπάσει πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία δια τηςβίας, τον Σεπτέμβριο του 1926 η Γαλλία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο , το Βέλγιο και ητότε αυτόνομη περιοχή του Σάαρ υπέγραψαν ένα διεθνές Σύμφωνο Χάλυβα, το οποίο θαρύθμιζε την παραγωγή χάλυβα και θα παρεμπόδιζε τη δημιουργία υπερβάλλουσαςπαραγωγικής ικανότητας. Η ΕΚΑΧ στην πραγματικότητα δεν αποτελούσε ιδιαιτέρωςαποτελεσματικό οικονομικό μοχλό. Η Ανώτατη Αρχή δεν ασκούσε κανένα είδος τηςεξουσίας που επεδίωκε ο Μονέ. Ήταν μάλλον ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής τουδυτικοευρωπαϊκού αμοιβαίου συμφέροντος εκείνη την εποχή. Ήταν ένα πολιτικό όχημα μεοικονομική μεταμφίεση, ένα τέχνασμα για να ξεπεραστεί η γαλλο-γερμανική εχθρότητα. ΟιΓερμανοί ήταν οι πρώτοι που επικύρωσαν το Σχέδιο Σουμάν8[8]. Ακολούθησαν όλοι οιάλλοι. Αξίζει να επισημάνουμε ένα στοιχείο : και οι έξι υπουργοί Εξωτερικών πουυπέγραψαν τη Συνθήκη του Παρισιού που ίδρυσε την ΕΚΑΧ ήταν μέλη αντίστοιχωνχριστιανοδημοκρατικών κομμάτων. Υπάρχει ένα γεγονός που αξίζει να σημειωθεί σε αυτότο σημείο διότι , υπό μια έννοια, θα χαρακτηρίσει την όλη προσπάθεια στη συνέχεια, γιατην οικοδόμηση της Ενιαίας Ευρώπη. Αυτό δεν είναι άλλο από την απουσία της ΜΒ ναδεχθεί την πρόσκληση του Μονέ και να συμμετάσχει στην ΕΚΑΧ . Δεν είναι ο χώρος εδώ νααναφερθούμε στους λόγους που οδήγησαν την κυβέρνηση των Εργατικών να αρνηθούν.Όμως άφησαν όλο το παιχνίδι στα χέρια των Γάλλων. Οι Γάλλοι έκαναν όλο το παιχνίδι ταεπόμενα έτη μέχρι τουλάχιστον τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η ευθύνη τους για όλα όσασυνέβησαν στη συνέχεια είναι μεγάλη για να μην πω μοναδική. Πρώτος πρόεδρος τηςΕΚΑΧ τοποθετήθηκε ο Ζαν Μονέ.Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (ΕΑΚ) ήταν σχέδιο που προτάθηκε το 1950 από τονΓάλλο Πρωθυπουργό Ρενέ Πλεβέν, ως απάντηση στο αμερικανικό κάλεσμα για τονεπανεξοπλισμό της Δ. Γερμανίας. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1950 , ο αμερικανός υπουργόςτων εξωτερικών Ντην Άτσεσον , άρχισε τις συζητήσεις με τη Βρετανία και τη Γαλλία για τονεπανεξοπλισμό της Γερμανίας , οι Γάλλοι διαφώνησαν σφόδρα9[9]. Πρότειναν τηδημιουργία της ΕΑΚ. Οι ΗΠΑ και η ΜΒ δεν ήταν ευτυχείς με την πρόταση αλλά την δέχτηκανθεωρώντας την δεύτερη καλύτερη λύση. Επιδίωξη του σχεδίου ήταν ο σχηματισμός μίαςπανευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης, ως εναλλακτικό σχέδιο στην πρόταση προσχώρησηςτης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, η οποία απέβλεπε στην αξιοποίηση του όποιου στρατιωτικούδυναμικού της Γερμανίας σε περίπτωση σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ένωση. Η ΕΑΚ θα8[8] Ο Κόνραντ Αντενάουερ εξέφρασε τον ενθουσιασμό του λέγοντας «Das ist unserDurchbruch» (Αυτή είναι η διέξοδός μας). Ήταν η πρώτη φορά που η ΟΔ της Γερμανίαςέμπαινε σε διεθνή οργανισμό σε ισότιμη βάση με άλλα ανεξάρτητα κράτη και τώρα θαγινόταν μέλος της δυτικής συμμαχίας.9[9] Αλλά και οι ίδιοι οι γερμανοί ήταν απρόθυμοι, αν και για τους δικούς τους λόγους. ΟΚόνραντ Αντενάουερ , κατανόησε πολύ καλά την ευκαιρία που του πρόσφεραν οιαλλαγμένες συνθήκες : η ΟΔ της Γερμανίας όχι μόνο δεν θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρίααλλά θα την απέκρουε. Σε αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της Γερμανίας στην άμυνα τηςΔύσης , η Βόννη θα επέμενε στην πλήρη διεθνή αναγνώριση της ΟΔ της Γερμανίας και στηναμνήστευση των Γερμανών εγκληματιών πολέμου τους οποίους κρατούσαν φυλακισμένουςοι Σύμμαχοι. 7

περιελάμβανε τις : Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία ,Βέλγιο, Ολλανδία ,Λουξεμβούργο. Μίασυνθήκη υπογράφτηκε στις 27 Μαΐου 1952. Σύμφωνα με τα συνοδευτικά πρωτόκολλαμετά την επικύρωση οι ΗΠΑ και η ΜΒ θα συνεργάζονταν πλήρως με τις συμμετέχουσεςχώρες και η στρατιωτική κατοχή της Γερμανίας θα τερματιζόταν. Αλλά το σχέδιο δενυλοποιήθηκε ποτέ. Η κατάρρευση του σχεδίου ήρθε όταν απέτυχε να επικυρωθεί από τογαλλικό κοινοβούλιο στις 30 Αυγούστου 1954. Τα υπόλοιπα κοινοβούλια τωνσυμμετεχουσών χωρών το είχαν επικυρώσει. Το γαλλικό σχέδιο για τον ευρωπαϊκό στρατόκατέρρευσε …με απόφαση των ίδιων των γάλλων. Το κύριο επιχείρημα του γάλλουπρωθυπουργού Πιέρ Μαντές –Φρανς συνοψίζονταν σε λίγες λέξεις «Στην ΕΑΚ υπήρχευπερβολική ολοκλήρωση και υπερβολικά λίγη Αγγλία»10[10].Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση11[11]( ΔΕΕ, Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και μεσκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης τηςΕυρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Ολλανδία,Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία από το 1954, Ισπανία και Πορτογαλία από το1990 και Ελλάδα από το 1995) που είναι ταυτόχρονα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσηςκαι του ΝΑΤΟ, έξι συνδεδεμένα μέλη που είναι επίσης μέλη του ΝΑΤΟ αλλά όχι τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον μέχρι το 2002 (Ισλανδία, Νορβηγία, Τουρκία απότο 1992 και Τσεχία, Πολωνία και Ουγγαρία από το 1999), πέντε μέλη με ρόλοπαρατηρητή που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά όχι του ΝΑΤΟ (Ιρλανδίακαι Δανία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ αλλά προτίμησε καθεστώς παρατηρητή, απότο 1992, και Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία από το 1995) και επτά συνδεδεμένουςεταίρους, δηλαδή χώρες που έχουν υπογράψει συμφωνία ένταξης αλλά δεν είναι μέλητου ΝΑΤΟ (Βουλγαρία, Ρουμανία, Εσθονία, Σλοβακία, Λετονία, Λιθουανία από το1994 και Σλοβενία από το 1996). Βεβαίως, με την τυπική ολοκλήρωση διεύρυνσηςτης Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα 10 νέα μέλη, ορισμένα συνδεδεμένα μέλη καισυνδεδεμένοι εταίροι ενδέχεται να γίνουν πλήρη μέλη ή μέλη-παρατηρητέςαντίστοιχα. Ο ρόλος της ΔΕΕ περιορίστηκε σημαντικά με την ανάληψη τηςδιαχείρισης κρίσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. H ΔΕΕ είναι προϊόν των πολιτικώνκαι διπλωματικών εξελίξεων στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οιευρωπαίοι σύμμαχοι αντιμετώπιζαν τότε το ενδεχόμενο επανεμφάνισης τηςγερμανικής απειλής, τον σοβιετικό επεκτατισμό, αλλά και την προοπτικήοικοδόμησης ενός θεσμικού πλαισίου που θα ευνοούσε τη συνεργασία των χωρών τηςδυτικής Ευρώπης. Έτσι, τον Μάρτιο του 1947 η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλίασυνήψαν μια αμυντική συμμαχία. Η συνθήκη της Δουνκέρκης της 4ης Μαρτίου 1947αφορούσε κυρίως την αντιμετώπιση της Γερμανίας, αλλά αποτελούσε και βάση γιαευρύτερη συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών. Το 1948 ο τότε Βρετανός υπουργόςΕξωτερικών πρότεινε τη συγκρότηση ενός νέου συμμαχικού διεθνούς φορέα και στις17 Μαρτίου 1948 υπογράφηκε η συνθήκη των Βρυξελλών με την οποία10[10] Η άρνηση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης οφείλετο στη μη αποδοχή στο κοινόΕυρωπαϊκό Στράτευμα της ισότιμης συμμετοχής επανεξοπλισμένων ΓερμανικώνΜεραρχιών.11[11]http://greek_greek.enacademic.com/213816/%CE%94%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AE_%CE%88%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7 8

δημιουργήθηκε ο Οργανισμός της Συνθήκης των Βρυξελλών με τη συμμετοχή τουΒελγίου, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, του Λουξεμβούργου και τηςΟλλανδίας. Η θεσμική δομή του οργανισμού ήταν σχετικά εμβρυώδης με ένασυμβουλευτικό συμβούλιο και μια μόνιμη στρατιωτική επιτροπή. Ο Ψυχρός Πόλεμοςάλλαξε τις προτεραιότητες ασφαλείας των ευρωπαϊκών κρατών και μαζί τη στάσητους απέναντι στον στρατιωτικό επανεξοπλισμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίαςτης Γερμανίας. Όμως, οι απόψεις για την ένταξη της Γερμανίας στη δυτικοευρωπαϊκήάμυνα δεν ήταν ταυτόσημες. Οι ΗΠΑ υποστήριζαν την άμεση ένταξη της Γερμανίαςστο NATO, ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι ήταν επιφυλακτικοί. Ως ενδιάμεση λύσηπροτάθηκε η ένταξη της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή ΑμυντικήΚοινότητα, αλλά η συνθήκη για την ίδρυση της κοινότητας αυτής, που υπογράφηκετο 1952, τελικά δεν τέθηκε σε ισχύ γιατί την καταψήφισε η γαλλική εθνοσυνέλευσητο 1954. Αμέσως μετά η Μεγάλη Βρετανία συγκάλεσε τον Σεπτέμβριο του 1954 στοΛονδίνο μια συνδιάσκεψη εννέα κρατών, στην οποία μετείχαν τα έξι κράτη τηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και οΚαναδάς, για να εξεταστούν τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καιπαράλληλα η εξασφάλιση της πλήρους σύνδεσης της Ομοσπονδιακής Γερμανίας μετις δυτικές χώρες. Η συνδιάσκεψη του Λονδίνου αποτέλεσε το πλαίσιοδιαπραγμάτευσης για την αναθεώρηση της συνθήκης των Βρυξελλών του 1947 καιτην είσοδο της Γερμανίας και της Ιταλίας στον οργανισμό. Έναν μήνα μετά, στοΠαρίσι, οριστικοποιήθηκαν οι τροποποιήσεις της συνθήκης των Βρυξελλών και ημετονομασία του οργανισμού σε ΔΕΕ. Η δημιουργία της ΔΕΕ το 1954 ήταν μια λύσηανάγκης, ένας συμβιβασμός που διευκόλυνε τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία ναπείσουν τη Γαλλία να αποδεχθεί τον επανεξοπλισμό της Ομοσπονδιακής Γερμανίαςκαι από την άλλη κάλυπτε το κενό που άφηνε η αποτυχημένη προσπάθεια ναδιαμορφωθεί μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα. Η ΔΕΕ, παρά τον έντοναευρωπαϊκό προσανατολισμό της, συνδέθηκε στενά με την Ατλαντική Συμμαχία. Ησυνεργασία ΔΕΕ και NATO δεν υπήρξε ισότιμη και ουσιαστικά εκφυλίστηκε σεεξάρτηση της ΔΕΕ από το NATO. Κατά την περίοδο 1954-73 η ΔΕΕ συνέβαλε στηνεπίλυση ορισμένων προβλημάτων. Λειτούργησε ως προθάλαμος για τη σταδιακήενσωμάτωση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στο ατλαντικό αμυντικό σύστημα, τοΝΑΤΟ (1955). Έπειτα συνέβαλε στη διευθέτηση του ζητήματος του Ζάαρ μεδημοψήφισμα, το οποίο οργανώθηκε από τη ΔΕΕ στις 23 Οκτωβρίου 1955 καικατέληξε στην οριστική προσάρτηση της περιοχής στην Ομοσπονδιακή Γερμανία.Μετά την ίδρυση της EOK και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας το1958, στις οποίες μετείχαν όλα τα κράτη της ΔΕΕ εκτός της Μεγάλης Βρετανίας, ηΔΕΕ λειτούργησε μέχρι το 1963 ως χώρος ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των έξι τηςEOK και της Μεγάλης Βρετανίας. Μετά την προσχώρηση της Μεγάλης Βρετανίαςστις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η ΔΕΕ ατόνησε ακόμη περισσότερο. Μέχρι το 1984 δενπραγματοποιήθηκε ούτε μία σύγκληση του συμβουλίου της ΔΕΕ και το μόνο όργανοπου συνέχισε να λειτουργεί ήταν η συνέλευση. Η αναζωπύρωση της ΔΕΕ οφείλεταιστη διεθνή συγκυρία των αρχών της δεκαετίας του 1980. Η εγκατάσταση τωναμερικανικών πυραύλων στην Ευρώπη, η σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν, οιεξελίξεις στην Πολωνία, σημάδεψαν τη νέα ένταση του Ψυχρού Πολέμου και αυτήαναθέρμανε τον προβληματισμό για τον ρόλο των ευρωπαϊκών κρατών. Η ΔΕΕθεωρήθηκε και πάλι ως η καλύτερη λύση μιας ενδοευρωπαϊκής αμυντικήςσυνεργασίας, δεδομένου ότι τα ευρωπαϊκά όργανα του NATO, λόγω και τηςαπουσίας της Γαλλίας, δεν αποτελούσαν ικανοποιητικό πλαίσιο. Ηεπαναδραστηριοποίηση της ΔΕΕ ξεκίνησε με γαλλική πρωτοβουλία τον Φεβρουάριοτου 1984. Η θετική ανταπόκριση των άλλων κρατών-μελών οδήγησε το Συμβούλιο 9

της ΔΕΕ στην υιοθέτηση τον Οκτώβριο του 1984 της διακήρυξης της Ρώμης, όπου οιυπουργοί Εξωτερικών υπογράμμισαν τη σημασία της τροποποιημένης συνθήκης τωνΒρυξελλών και «την απόφασή τους να χρησιμοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο τοπλαίσιο της ΔΕΕ ώστε να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών στοντομέα της πολιτικής της ασφάλειας και να ενθαρρύνουν την ομοφωνία». Στηδιακήρυξη επαναλαμβάνεται επίσης η δυνατότητα του συμβουλίου της ΔΕΕ ναεξετάζει τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν για την Ευρώπη κρίσεις σε άλλεςπεριοχές του κόσμου, δηλαδή έξω από τη γεωγραφική περιοχή στην οποία ασκείται ηεπιχειρησιακή ευθύνη της Ατλαντικής Συμμαχίας. Παρά την ώθηση που δόθηκε μετάτη διακήρυξη της Ρώμης, οι προσπάθειες για ουσιαστική αναβάθμιση δεν είχαν τααναμενόμενα αποτελέσματα λόγω των ανασταλτικών παραγόντων, όπως ήταν οιφόβοι των ΗΠΑ για ανταγωνιστικό οργανισμό απέναντι στο NATO, η επιφυλακτικήστάση της Μεγάλης Βρετανίας και της Ολλανδίας και η αναβάθμιση της ΕυρωπαϊκήςΠολιτικής Συνεργασίας μετά την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Αντίστοιχα όμως ηεξέλιξη των αμερικανοσοβιετικών σχέσεων, ως δύο υπερδυνάμεων, αύξησε τοενδιαφέρον των ευρωπαϊκών κρατών για μια αυτόνομη ευρωπαϊκή αμυντικήπολιτική. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην υιοθέτηση από το συμβούλιο της ΔΕΕ,στις 26 Οκτωβρίου 1987, ενός σημαντικού πολιτικού κειμένου. Πρόκειται για την«Πλατφόρμα για τα Ευρωπαϊκά Συμφέροντα Ασφαλείας», γνωστή ως Πλατφόρματης Χάγης, όπου προσδιορίζονταν οι όροι και τα κριτήρια για την ευρωπαϊκήασφάλεια και οι ευθύνες των εταίρων της ΔΕΕ σε σχέση με τη δυτική άμυνα, τονέλεγχο των εξοπλισμών, τη διαδικασία αφοπλισμού και τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης.Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ και ο Πόλεμος στον Κόλπο έδωσαν στη ΔΕΕ την ευκαιρία νααναπτύξει συντονιστική δραστηριότητα και να παρέμβει πολιτικά σε διεθνήζητήματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ΔΕΕ προσέφερε πάλι λύσεις σχετικάμε την ευρωπαϊκή άμυνα. Οι δυσκολίες που εμφανίστηκαν στη θέσπιση κοινήςαμυντικής πολιτικής στο πλαίσιο της διαμορφούμενης Ευρωπαϊκής Ένωσηςοδήγησαν και πάλι στη λύση της ΔΕΕ, που διευρύνθηκε το 1990 με την είσοδο τηςΙσπανίας και της Πορτογαλίας. Αντί λοιπόν να συμφωνηθεί η ενιαία αμυντικήπολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφωνήθηκε η λειτουργία της ΔΕΕ ωςαμυντικής συνιστώσας της Ένωσης. Σε αυτή την προοπτική υπήρξε η πρώτη δήλωσητου Μάαστριχτ για τον ρόλο της ΔΕΕ και τις σχέσεις της με την ΑτλαντικήΣυμμαχία, που υιοθετήθηκε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων τωνκρατών-μελών της ΔΕΕ που είχαν συνέλθει ως Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Έτσι η ΔΕΕτείνει να αναπτυχθεί ως η αμυντική συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως μέσογια την ενίσχυση του ευρωπαϊκού σκέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας. Το ζήτημα τηςδιεύρυνσης της ΔΕΕ διευκρινίστηκε με τη σύνοδο του συμβουλίου της ΔΕΕ στηΧάγη, τον Οκτώβριο του 1987. Οι γενικές αρχές που διέπουν την ενδεχόμενηδιεύρυνση αναφέρουν ότι α) τα υποψήφια κράτη πρέπει να αποδεχθούν τη συνθήκητης ΔΕΕ, β) τα υποψήφια κράτη πρέπει να αποδεχθούν την Πλατφόρμα της Χάγηςκαι γ) τα υποψήφια κράτη οφείλουν να επιλύσουν τα εκκρεμή προβλήματά τουςσχετικά με αμυντικά θέματα μέσα στο NATO. O τρίτος αυτός όρος αναφέρεταιμάλλον στην Ελλάδα και στην Τουρκία και φαίνεται ότι θέτει έναν πρόσθετο όρο γιατην ένταξη στη ΔΕΕ: τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ. Η πρώτη ανεπίσημη βολιδοσκόπησηγια την ένταξη της Ελλάδας στη ΔΕΕ φαίνεται ότι έγινε κατά το 1975-76, ίσως για νακαλυφθεί το κενό από την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος τουNATO. H ενέργεια εκείνη δεν απέδωσε επειδή τα κράτη-μέλη της ΔΕΕ δεν ήθελαντότε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η ΔΕΕ αποτελεί εναλλακτική λύση του NATO.Το ελληνικό ενδιαφέρον για τη ΔΕΕ εκδηλώθηκε ξανά τον Απρίλιο του 1987, όταν οτότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε ότι είχε γίνει σε διπλωματικό 10

επίπεδο διαβούλευση για την είσοδο της Ελλάδας στη ΔΕΕ. Η διαδικασία ένταξης τηςΕλλάδας άρχισε τυπικά τον Δεκέμβριο του 1988, όταν η ελληνική πρεσβεία στοΛονδίνο κυκλοφόρησε ένα υπόμνημα μεταξύ των μελών του συμβουλίου της ΔΕΕκαι της γενικής γραμματείας, διατυπώνοντας την ελληνική επιθυμία για προσχώρηση.Το διάβημα θεωρήθηκε επίσημο και αποφασίστηκε να δοθεί επίσημη απάντηση τονΑπρίλιο του 1989. Η Τουρκία είχε διατυπώσει το αίτημα ένταξης με επιστολή τουυπουργού Εξωτερικών το καλοκαίρι του 1988. Και στις δύο περιπτώσεις ηαναβλητικότητα της ΔΕΕ θεμελιώθηκε στην ανάγκη να αντιμετωπιστεί ηαναδιάρθρωση του οργανισμού, όπως προβλέφθηκε από το πρωτόκολλοπροσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Η διαδικασία που ακολούθησε ηΔΕΕ τελικά για την ελληνική ένταξη δεν ήταν ταυτόσημη με εκείνη της Ισπανίας καιτης Πορτογαλίας. Σύμφωνα με τη Δεύτερη Δήλωση του Μάαστριχτ «τα κράτη πουείναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται να προσχωρήσουν στη ΔΕΕ με τουςόρους που θα συμφωνηθούν με βάση το άρθρο XI της Τροποποιημένης Συνθήκηςτων Βρυξελλών ή να καταστούν παρατηρητές εφόσον το επιθυμούν». Βέβαια κατάτον χρόνο της διατύπωσης της δήλωσης (10 Δεκεμβρίου 1991) δεν υπήρχε ακόμη ηΕυρωπαϊκή Ένωση, άρα είναι προφανές ότι η δήλωση αναφερόταν στα μελλοντικάμέλη της Ένωσης ή στα ήδη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην ίδια δήλωσηυπήρχε και μια δεύτερη πρόσκληση. Σύμφωνα με το κείμενο «τα άλλα ευρωπαϊκάκράτη-μέλη του NATO καλούνται να γίνουν συνδεδεμένα μέλη της ΔΕΕ κατά τρόποπου να τους επιτρέπει να συμμετέχουν πλήρως στις δραστηριότητές της». Με τηδημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις συμφωνίες για τη διεύρυνσή της, αλλάκαι την επέκταση του ΝΑΤΟ προς την ανατολή, προστέθηκαν νέα μέλη με τοκαθεστώς συνδεδεμένου μέλους, παρατηρητή ή συνδεδεμένου εταίρου. Στη δεκαετίατου 1990 η ΔΕΕ ανέλαβε ρόλο στον Πόλεμο του Κόλπου, στη γιουγκοσλαβική κρίσηκαι στην Αλβανία (αστυνομική εκπαίδευση). Τέλος στο θεσμό της ΔυτικοευρωπαϊκήςΈνωσης (ΔΕΕ) έδωσε την 1η Απριλίου 2010 κοινή διακήρυξη των 10 κρατών μελώντης. Έπειτα από 62 χρόνια λειτουργίας του θεσμού αποφάσισαν ομόφωνα ότι δεν έχειπλέον λόγο ύπαρξης, καθώς μετά τη Συνθήκης της Λισαβόνας που τέθηκε σε ισχύαπό την 1η Δεκεμβρίου του 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναλαμβάνει πλέον τιςλειτουργίες της.Ίδρυση Της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.Τα ισχνά αποτελέσματα των παραπάνω ενεργειών οδήγησαν τις προσπάθειες στηνοικονομική συνεργασία. Δύο Διασκέψεις των έξι υπουργών Εξωτερικών της ΕΚΑΧτον Ιούνιο του 1955 στη Μεσσήνη12[12] και το Μάιο του 1956 στη Βενετία έθεσαντις βάσεις για την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας και τη συγκρότηση μιαςκοινής αγοράς, χωρίς εσωτερικούς και με κοινούς εξωτερικούς δασμούς,προετοιμάζοντας έτσι την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης.Στις 25 Μαρτίου 1957 υπεγράφη στη Ρώμη από τις αντιπροσωπείες των κρατώνμελών της ΕΚΑΧ (Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο , Ολλανδία καιΟμοσπονδιακή Γερμανία), η συνθήκη με την οποία ιδρυόταν η Ευρωπαϊκή12[12] Με πρωτοβουλία του βέλγου υπουργού των εξωτερικών Πωλ-Ανρί Σπάακ.Προφητική ήταν μια απόρρητη έκθεση της βρετανικής κυβερνητικής επιτροπής «Αν οιδυνάμεις της Μεσίνας επιτύχουν την οικονομική ολοκλήρωση χωρίς το ΗΒ, αυτό θασημαίνει γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη». 11

Οικονομική Κοινότητα. Με αυτήν τον υπερεθνικό οργανισμό που θα εγκαθίδρυεκαι θα συντόνιζε την Κοινή Αγορά η οποία θα επέτρεπε την ελεύθερη διακίνησηεμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, σύμφωνα με το περιεχόμενοτων εκφράσεων laissez faire, laissez aller, laissez passer. Με την ίδρυσή της, τακράτη μέλη εκχώρησαν το κυριαρχικό δικαίωμα της δασμολογικής πολιτικής, τοοποίο περιήλθε στη δικαιοδοσία των οργάνων της ΕΟΚ. Επίσης συμπεριλήφθηκεκαι η ΕΚΑΧ. Συγχρόνως υπογράφτηκε και η συνθήκη ίδρυσης ΤηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ). Οι παραπάνω είναιοι δύο διεθνείς συνθήκες με τις οποίες από τις οποίες προήλθε η Ευρωπαϊκή Ένωση.Στόχοι και επιδιώξειςΣε αντίθεση με τη συνθήκη των Παρισίων, η συνθήκη δημιουργίας της ΕΟΚ ήταναπλώς ένα γενικό πλαίσιο δράσης. Με εξαίρεση την Κοινή Αγροτική Πολιτική(ΚΑΠ) και την Τελωνειακή Ένωση, απλώς απαριθμούσε στόχους, αφήνοντας σταθεσμικά όργανα την ελευθερία δράσης για την εκπλήρωσή τους. Έτσι οι κοινοτικοίθεσμοί αποκτούσαν έναν αποφασιστικό ρόλο στην προώθηση της ευρωπαϊκήςολοκλήρωσης, αν και οι εξουσίες τους περιορίζονταν σε σχέση με τις αντίστοιχες τηςσυνθήκης των Παρισίων στον οικονομικό τομέα.Αν και απώτερος σκοπός της ΕΟΚ ήταν η προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,σε πρώτη φάση δόθηκε προτεραιότητα στην οικονομική συνεργασία, στηνυποβοήθηση της ανάπτυξης και στην εξάλειψη των οικονομικών ανισοτήτων.Η οικονομική ολοκλήρωση επελέγη ως μέσο για επίτευξη της βελτίωσης τηςοικονομικής αλλά και της κοινωνικής ευημερίας και εν τέλει για την προώθηση καιτης πολιτικής ολοκλήρωσης.Για την ΕΟΚ ετέθη ο στόχος της ισόρροπης και σταθερής οικονομικής ανάπτυξηςμέσω13[13]:  Της δημιουργίας ενός ενιαίου χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα που θα επέτρεπε την ελεύθερη μετακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων.  Της εφαρμογής κοινής δασμολογικής πολιτικής προς τις τρίτες χώρες.  Την προστασία των ασθενέστερων χωρών, περιφερειών αλλά και κοινωνικών ομάδων μέσω των διαφόρων προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης, της ΚΑΠ και των επιχειρησιακών πλαισίων.  Της ίδρυσης μιας κοινής οικονομικής και νομισματικής ένωσης και την μελλοντική (για τα δεδομένα της εποχής) προοπτική ενός κοινού νομίσματος.Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων προωθήθηκαν μια σειρά από δραστηριότητεςπου περιελάμβαναν: 1. Τη σταδιακή κατάργηση όλων των δασμών, των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων προστατευτισμού μεταξύ των κρατών μελών. 2. Κοινή εμπορική πολιτική προς τις τρίτες χώρες. 3. Κοινή πολιτική σχετικά με την είσοδο και τη μετακίνηση προσώπων στην κοινή αγορά, είτε από τα κράτη μέλη, είτε από τρίτα κράτη.13[13]http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%85%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AE_%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%9A%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1 12

4. Κοινή πολιτική στον τομέα της γεωργίας, της αλιείας (ΚΑΠ), της ενέργειας και σταδιακά σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. 5. Σταδιακή εφαρμογή κοινών κανόνων προστασίας της αγοράς και κρατικού παρεμβατισμού σ' αυτήν. 6. Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας. 7. Την ενίσχυση της οικονομικής συνοχής, μέσω διαφόρων κοινοτικών προγραμμάτων. 8. Την προώθηση της έρευνας και της τεχνολογίας, καθώς και την ενίσχυση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης.Παρά τη σημαντική πρόοδο οι περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες άρχισαννα δίνουν καρπούς μόλις στα μέσα της δεκαετίας του '90 και ακόμη και τώρααποτελούν σε μεγάλο βαθμό ζητούμενο. Από αυτής της απόψεως, κύρια συμβολή τηςΕΟΚ, μέχρι την ίδρυση της ΕΕ ήταν η προεργασία, μέσω της σύνταξης των νομικώνκειμένων, των συμβάσεων και βέβαια της προετοιμασίας των συνειδήσεων τωνπολιτών των χωρών μελών. Η εγκαθίδρυση της Κοινής Αγοράς (μετέπειτα ΕνιαίαςΑγοράς) έλαβε χώρα κυρίως την περίοδο 1985-1992 με την υιοθέτηση διαφόρωννομικών προτάσεων των κοινοτικών οργάνων που οδήγησαν στην κατάργηση τωνφυσικών, τεχνικών και φορολογικών εμποδίων. Η φορολογική εναρμόνιση (με τηνεφαρμογή κοινής έμμεσης φορολογίας) αποτελούσε ένα από τα κυριότερα ζητήματαστην επιδίωξη της εξάλειψης των διαφόρων ανισοτήτων, η οποία παρόλη τηνπροεργασία παραμένει ένα ζητούμενο.Θεμέλιο της ΕΟΚ ήταν η αδυναμία της Ευρώπης και όχι η δύναμή της. Έτσι η άποψηότι η ΕΟΚ ήταν μέρος μιας μελετημένης στρατηγικής με στόχο να αμφισβητήσει τηναυξανόμενη δύναμη των ΗΠΑ, άποψη η οποία σε μεταγενέστερες δεκαετίες θα είχεκάποια πέραση σε διάφορους πολιτικούς κύκλους, είναι τελείως παράλογη. Ηνεότευκτη ΕΟΚ εξαρτιόταν απολύτως από τις αμερικανικές εγγυήσεις, χωρίς τιςοποίες τα μέλη της δεν θα μπορούσαν να επιχειρήσουν την οικονομική τουςολοκλήρωση δίχως να ανησυχούν καθόλου για την κοινή τους άμυνα.14[14]. Ηυποδοχή της από τις χώρες μέλη έγινε χωρίς ενθουσιασμό. Παράδειγμα : στηνΓερμανία ο Υπουργός Οικονομικών Λ.Έρχαρτ την χαρακτήρισε μια«μακροοικονομική ανοησία» υποστηρίζοντας ότι θα ζημίωνε τους δεσμούς με τηνΜΒ.Η Κοινή Αγροτική Πολιτική αποτελεί την ενοποιημένη Αγροτική Πολιτική των κρατών-μελών της ΕΕ. Περιγράφει ένα σύνολο νόμων σχετικών με την γεωργία και την διακίνησηαγροτικών προϊόντων και όλες τις εκβάσεις που προκύπτουν, όπως η σταθερότητα τωντιμών, η ποιότητα των προϊόντων, η επιλογή προϊόντων, η χρήση του εδάφους και ηαπασχόληση στον αγροτικό κλάδο. Άρχισε να ισχύει το 1962, στο πλαίσιο της ΕΟΚ,προδρόμου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), με στόχο τη διάθεση τροφίμων στουςΕυρωπαίους καταναλωτές σε ανεκτές τιμές αλλά και τη δίκαιη αμοιβή των παραγωγών καιτην, κατ’ επέκταση, εξασφάλιση λογικού βιοτικού επιπέδου για τους γεωργούς.Σε όλη τη διάρκεια της σαραντάχρονης πορείας της, αποτέλεσε έναν από τους πιοσημαντικούς τομείς πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθορίζοντας το σύνολο τωνκανόνων και μηχανισμών, που ρυθμίζουν την παραγωγή, το εμπόριο και την επεξεργασίατων γεωργικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γενικότερα, βασίστηκε πάνω στις αρχέςτης αρχής της ενότητας των γεωργικών προϊόντων, της κοινοτικής προτίμησης και τηςχρηματοδοτικής αλληλεγγύης. Η ΚΑΠ στη πορεία της υπέστη αρκετές μεταρρυθμίσεις –κατάπεριπτώσεις ριζικές- εξελισσόμενη ώστε να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκεςτης κοινωνίας. Με τη μείωση του αριθμού των απασχολούμενων στον τομέα της γεωργίας14[14] Για όλα αυτά εκτός των άλλων δες: Κ. Μελάς, Η Σαστισμένη Ευρώπη, Εξάντας 2009. 13

άρχισε και η σταδιακή μείωση του ποσοστού χρηματοδότησης που αναλογεί στην Κ.Α.Π.,από τους πόρους της Ε.Ε..Τώρα πλέον, μετά και τη νέα διεύρυνση της Ε.Ε., κύριος στόχοςτης πολιτικής αυτής είναι ο ρόλος της γεωργίας στη διαφύλαξη και τη διαχείριση τωνφυσικών πόρων στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης, των γεω-περιβαλλοντικών μέτρων,κ.ά.Δεν θα είμαστε μακριά από την αλήθεια υποστηρίζοντας ότι η ΚΑΠ ήταν στην κυριολεξίαδημιούργημα της Γαλλίας , την περίοδο που είχε το πάνω χέρι στην ΕΟΚ, και αποσκοπούσεκυριολεκτικά στην εξυπηρέτηση των εθνικών της συμφερόντων. Το κύριο οικονομικόενδιαφέρον της Γαλλίας για μια ευρωπαϊκή κοινή αγορά ήταν η προνομιακή πρόσβαση τηνοποία θα παρείχε στη δική της παραγωγή κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων και σιτηρώνσε ξένες αγορές,, κυρίως τη γερμανική ή βρετανική. Αυτό το πλεονέκτημα , η υπόσχεση ότιθα συνεχιζόταν η στήριξη των τιμών των αγροτικών προϊόντων και η δέσμευση τωνΕυρωπαίων εταίρων ότι θα αγόραζαν την πλεονάζουσα γαλλική αγροτική παραγωγήέπεισαν τη γαλλική Βουλή να ψηφίσει υπέρ της συνθήκης της Ρώμης. Με αντάλλαγμα τοάνοιγμα της εγχώριας αγοράς τους στις γερμανικές μη αγροτικές εξαγωγές ,(υπήρξε μιασυμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας η οποία βεβαίως δεν εφαρμόστηκε ποτέ) οι Γάλλοιμεταβίβασαν στους εταίρους τους τη χρηματοδότηση για τη στήριξη των τιμών των δικώντους αγροτικών προϊόντων , απαλλάσσοντας έτσι το Παρίσι από ένα αβάσταχτοδαπανηρό(και πολιτικά εκρηκτικό) μακροχρόνιο φορτίο. Αυτό είναι το υπόβαθρο της ΚΑΠτης ΕΟΚ , που εγκαινιάσθηκε το 1962 και μορφοποιήθηκε το 1970 ύστερα απόδιαπραγματεύσεις μιας δεκαετίας.Ιστορική εξέλιξη της ΕΟΚ.Οι συνθήκες της Ρώμης επικυρώθηκε χωρίς προβλήματα. Παράλληλα οι δύοσυνθήκες συμπληρώθηκαν από μια σειρά πρωτοκόλλων που υπογράφτηκαν στιςΒρυξέλλες στις 17 Απριλίου 1957. Με τα πρωτόκολλα αυτά καθοριζόταν τοκαθεστώς λειτουργίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (νυνΕυρωπαϊκής Ένωσης) και εξειδικεύονταν τα προνόμια και οι ασυλίες της Κοινότηταςστα εδάφη των κρατών μελών της.Την 1η Ιανουαρίου 1958 άρχισε η λειτουργία των οργάνων της ΕΟΚ.15[15]Παράλληλα όμως είχαν αρχίσει να προχωρούν οι εργασίες για τη συγκρότηση μιαςκοινής αγοράς. Έτσι την 1η Ιανουαρίου 1959 πραγματοποιείται η κατάργηση τωνπρώτων τελωνειακών δασμών, ενώ από το 1961 άρχισε η επεξεργασία της ΚΑΠ, ηοποία συμφωνήθηκε τον Ιανουάριο του 1962, βασιζόμενη στην αρχή της προστασίαςτου αγροτικού εισοδήματος. Μέχρι την 1η Ιουλίου 1968 θα καταργούνταν όλοι οιεσωτερικοί δασμοί μεταξύ των έξι.Από το 1958 όμως, η άνοδος του στρατηγού ντε Γκωλ στο προεδρικό αξίωμαδυσχέρανε την πρόοδο των εργασιών. Η πρώτη κρίση ήρθε το 1963, με την άσκησηveto στην αίτηση ένταξης του ΗΒ στις Κοινότητες, πράξη που επαναλήφθηκε το1967. Η κρίση θα γίνει εντονότερη μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τηνΚΑΠ. Οι αντιθέσεις θα επιχειρηθεί να συμβιβαστούν το Σεπτέμβριο του 1965 με τηνεισαγωγή της αρχής της ομοφωνίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τελικά μετάτην παραίτηση του ντε Γκωλ , τον θάνατό του και την άνοδο του Πομπιντού στηπροεδρεία θα επαναληφθούν οι συζητήσεις.15[15] Την περίοδο αυτή η κύρια αντίδραση προερχόταν από τη ΜΒ, η οποία σε συνεργασία μεΣκανδιναβικές κυρίως χώρες προχώρησε το 1960 στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ζώνης ΕλευθέρωνΣυναλλαγών (ΕΖΕΣ). 14

Το 1965 με τη Συνθήκη Συγχώνευσης τα όργανα των ΕΚΑΧ, ΕΟΚ και ΕΥΡΑΤΟΜθα συγχωνευθούν. Το Δεκέμβριο του 1969 θα συγκληθεί διάσκεψη κορυφής στηΧάγη, με την οποία θα αρχίσει η εφαρμογή της τελικής φάσης των προβλέψεων τηςσυνθήκης της Ρώμης. Στη συνάντηση αυτή θα καθοριστούν οι οικονομικοί πόροι τηςΚοινότητας, οι όροι χρηματοδότησης της ΚΑΠ, το εύρος των εξουσιών τωνκοινοτικών οργάνων και οι όροι διεύρυνσης της Κοινότητας.Από τη δεκαετία του ’60 η ΕΟΚ θα αρχίσει να αναπτύσσει σχέσεις τρίτες χώρες. Το1959 η Ελλάδα και το 1961 η Τουρκία υποβάλλουν αίτηση συνδέσεως. Το 1963υπογράφει με δεκαοκτώ αφρικανικές χώρες τη Σύμβαση της Γιαουντέ με την οποίαεξασφαλιζόταν η πενταετής συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Το 1975υπογράφεται η σύμβαση της Λομέ για την οικονομική συνεργασία μεταξύ της ΕΟΚμε 45 αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού.Σταδιακά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 θα υπογραφούν πάνω από 250 διμερείςσυμφωνίες μεταξύ Κοινότητας και τρίτων χωρών.Στη διάσκεψη των Παρισίων το 1974 συμφωνήθηκε η ίδρυση του ΕυρωπαϊκούΤαμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης. Λίγο αργότερα 1976 ιδρύεται και το ΕυρωπαϊκόΝομισματικό Σύστημα. Τον Ιούνιο του 1985 υπογράφεται η Συνθήκη Σένγκεν μεταξύΓαλλίας , Γερμανίας και χωρών της Μπενελούξ. Με βάση τους όρους αυτής τηςρύθμισης οι παραπάνω χώρες συμφώνησαν να καταργήσουν τα μεταξύ τους σύνορακαι να εγκαινιάσουν ένα κοινό καθεστώς ελέγχου διαβατηρίων. Στη συνέχεια τηνσυνθήκη υπέγραψαν και άλλες χώρες της ΕΕ . Η ΜΒ παρέμεινε εκτός.Από το 1985 εγκαινιάζεται η εις βάθος τροποποίηση των ιδρυτικών συνθηκών μεσκοπό την εμβάθυνση της ενοποίησης. Το 1986 υιοθετείται από την επιτροπή ηευρωπαϊκή σημαία. Το Φεβρουάριο του 1986 υπογράφεται η Ενιαία ΕυρωπαϊκήΠράξη και τίθεται σε ισχύ τον Ιούλιο του 1987, με την οποία θεσμοθετούνται οιαναγκαίες ρυθμίσεις για την εγκαθίδρυση της ενιαίας αγοράς. Παράλληλαπαραχωρούνται περισσότερες εξουσίες στα κοινοτικά όργανα για τη διαμόρφωσηπολιτικής. Παράλληλα κατά τις δεκαετίες του '70 και του '80 η ΕΟΚ σταδιακάεπεκτείνεται με την ένταξη σ' αυτήν του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και τηςΔανίας το 1973, της Ελλάδας το 1981 και της Ισπανίας και της Πορτογαλίας το 1986.Ας αφιερώσουμε ορισμένα σχόλια για όλα αυτά τα γεγονότα.Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής ΑνάπτυξηςΗ αρχική Συνθήκη της Ρώμης περιλάμβανε μόνο έναν οργανισμό ειδικάεπιφορτισμένο να εντοπίζει περιφέρειες εντός των κρατών μελών που χρειάζοντανβοήθεια και κατόπιν να διανέμει σε αυτές χρήματα της Κοινότητας : την ΕυρωπαϊκήΤράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) η οποία δημιουργήθηκε με επιμονή της Ιταλίας. Όμωςμια γενιά αργότερα οι δαπάνες για τις περιφέρειες, με τη μορφή χρηματικώνεπιχορηγήσεων, άμεσης βοήθειας κεφαλαίων για νέες επιχειρήσεις και άλλωνεπενδυτικών κινήτρων, ήταν η κύρια αιτία διεύρυνσης του προϋπολογισμού στιςΒρυξέλλες . Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και άλλα«διαρθρωτικά ταμεία» είχαν δύο σκοπούς. Ο πρώτος ήταν να αντιμετωπίζουν τοπρόβλημα της οικονομικής καθυστέρησης και της ανισότητας εντός της Κοινότητας,της οποίας κατευθυντήρια γραμμή παρέμενε σε πολύ μεγάλο βαθμό η μεταπολεμικήκουλτούρα της «ανάπτυξης», όπως καθιστούσε σαφές η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη.Το δεύτερο κίνητρο για τα εξαιρετικά δαπανηρά σχέδια περιφερειακήςχρηματοδότησης της ΕΕ –στο τέλος του 20ου αιώνα , μόνο οι δαπάνες των«διαρθρωτικών ταμείων» και των «ταμείων συνοχής» θα αντιστοιχούσαν στο 35,0%των δαπανών της ΕΕ- ήταν να αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη δυνατότητα να 15

παρακάμπτει τις μη συνεργάσιμες κεντρικές κυβερνήσεις και να συνεργάζεταιαπευθείας με περιφερειακά συμφέροντα εντός των κρατών μελώνΟι νομισματικές εξελίξεις στο δρόμο προς το ευρώ.Οι πρώτες προσπάθειες.Η Συμφωνία της Ρώμης για την ίδρυση της ΕΟΚ δεν περιείχε ιδιαίτερες διατάξεις γιατην άσκηση μιας κοινής μακροοικονομικής πολιτικής. Η σύσταση όμως της\"Νομισματικής Επιτροπής\" αναγνώριζε την ανάγκη για ένα χαλαρό συντονισμό τηςνομισματικής πολιτικής.Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ταχθεί ήδη από το 1965 υπέρ του μικρού εύρουςδιακύμανσης των νομισμάτων. Αυτό αναφέρεται στην έκθεση Μπαρ του 1968 καιστην απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Χάγης το Δεκέμβριο του 1969.Για το σκοπό αυτό συστήνεται μια ομάδα εργασίας για να μελετήσει το θέμα υπό τηνπροεδρία του Πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου Πιερ Βερνέρ. Η έκθεση Βερνέρ,που υποβλήθηκε τον Οκτώβριο του 1970, πρότεινε μια διαδικασία σε τρία στάδια,ώστε μέχρι το 1980 να επιτευχθεί ο στόχος για μια οικονομική και νομισματικήένωση. Συνιστούσε τοσυντονισμό της οικονομικής πολιτικής και παράλληλα τη διακύμανση τωννομισμάτων σε στενά περιθώρια. Τόνιζε την ανάγκη για ένα πλαίσιο κανόνωνδημοσιονομικής πολιτικής, χρηματοδότησης των ελλειμμάτων και πρότεινε, έστω μεασάφεια, τη δημιουργία ενός κέντρου λήψης απόφασης για την οικονομική πολιτικήκαι ενός κοινοτικού συστήματοςκεντρικών τραπεζών.Η σμιθώνια συμφωνία (Smithsonian Agreement)Η κρίση του δολαρίου οδήγησε στη Smithsonian Agreement τον Δεκέμβρη του 1971.Η συμφωνία αυτή υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον από τις 10 ισχυρότερες βιομηχανικάχώρες. Όριζε ότι κάθε νόμισμα μπορεί να κυμαίνεται σε σχέση με το δολάριο ΗΠΑ±2,25%. Το μέγιστο εύρος κάθε νομίσματος προς το δολάριο έφθανε το 4,50%. Αυτόσήμαινε ότιδύο νομίσματα κοινοτικών κρατών μπορούσαν να φτάσουν σε διακύμανση μεταξύτους μέχρι και 9%. Στην πορεία κρίθηκε από την ΕOΚ ότι ο ανωτέρω βαθμόςδιακύμανσης (9%) προωθούσε τη χρήση του δολαρίου σαν νόμισμα διεθνώνσυναλλαγών και δεν ευνοούσε τα συμφέροντα των κρατών μελών ούτε τη διαδικασίατης ευρωπαϊκής ενοποίησης.Το φίδι στο τούνελ (the snake in the tunnel).Η ΕOΚ αποφάσισε τον Απρίλιο του 1972 να δημιουργήσει το φίδι στο τούνελ. Τοόριο τωνενδοκοινοτικών συναλλαγματικών διακυμάνσεων ορίσθηκε στο 2,25% (το φίδι) καιτο εύρος των διακυμάνσεων των κοινοτικών νομισμάτων σε σχέση με το δολάριο τωνΗΠΑ στο 4,50% (το τούνελ).Το νέο σύστημα λειτούργησε αρχικά με μέλη τη Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, ΒέλγιοΛουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Δανία και με τησυμμετοχή της Νορβηγίας και Σουηδίας.Oι κρίσεις του πετρελαίου, οι οικονομικές αποκλίσεις και η εξασθένηση τουδολαρίου υπονόμευσαν και αυτή την προσπάθεια. Τον Ιούνιο του 1972 το ΗνωμένοΒασίλειο εγκατέλειψε το σύστημα λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτωντου. Τον Φεβρουάριο του 1973 απεχώρησε η Ιταλία. Στις 19/3/73 το φίδι βγήκε απότο τούνελ και 16

άρχισε την ανεξάρτητη διακύμανση του σε σχέση με το δολάριο. Τον Ιανουάριο του1974 έφυγε η Γαλλία για να επανέλθει μετά από 18 μήνες και να ξαναφύγει οριστικάτον Μάρτιο του 1976. Το 1977 αποχώρησε η Σουηδία και το 1978 η Νορβηγία.Τελικά το φίδι κατέληξε σε μια ζώνη Γερμανικού μάρκου στην οποία μετείχαν ηΓερμανία, η Δανία και οι χώρες της Μπενελούξ. Με τις ΗΠΑ να έχουν πληγωθεί ωςπρος την νομισματική τους ηγεμονία η Δ. Ευρώπη είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα.Στο πρώτο ανήκε η ομάδα των χωρών γύρω από τη Γερμανία και το φίδι. Στηδεύτερη η Γαλλία, Ιταλία, ΜΒ . Από τη σκοπιά της τότε γερμανικής κυβέρνησης, ορόλος του φιδιού ήταν να προστατεύει τη γερμανική ανταγωνιστικότητα όταν τοδολάριο ήταν αδύναμο, όπως είχε συμβεί κατά το πρώτο ήμισυ της προεδρίαςΚάρτερ. Το φίδι εμπόδιζε επίσης έναν αριθμό άλλων νομισμάτων σημαντικών για τογερμανικό εμπόριο να παρασυρθούν απ’ την πτώση του δολαρίου. Ο ρόλος αυτόςόμως ήταν περιορισμένος, επειδή οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης,εκτός της Γερμανίας, δεν συμμετείχαν σε αυτή τη συμφωνία. Η ΜΒ, Γαλλία καιΙταλία αποσύρθηκαν καθώς οι υποχρεώσεις τους έναντι του συστήματοςσυναλλαγματικών ισοτιμιών άρχιζαν να απειλούν την αυτονομία τους στη χάραξη τηςεθνικής πολιτικής. Ο τότε πρωθυπουργός της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ θεωρούσειδιαίτερα μη ικανοποιητική αυτή τη νομισματική διαίρεση της Ευρώπης. Πρώτο,άφηνε τη Γερμανία περισσότερο απ’ όσο έπρεπε εκτεθειμένη στις αδυναμίες τουδολαρίου, το οποίο έτσι θα μπορούσε να παρασύρει στις πτώσεις του το φράγκο, τηστερλίνα και τη λιρέτα. Δεύτερο, οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιώνδημιουργούσαν τεράστιες περιπλοκές στην ΚΑΠ. Ο Σμιτ ήθελε την ΕΕ κι έβλεπεκάποια επιστροφή στο μονοπάτι της νομισματικής ένωσης σαν μια ουσιαστικήπολιτική προϋπόθεση. Ένας από τους λόγους , ο κυριότερος ίσως, που επιθυμούσετην ΕΕ ήταν ότι η Γερμανία ήταν σε πλήρη αδυναμία, εξαιτίας του γουλιελμικού καιναζιστικού της παρελθόντος , να υποστηρίξει τα διπλωματικά της συμφέροντα στονκόσμο και ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Σμιτ είχε αρχίσει να αναπτύσσει μιααποφασιστική Ostpolitik σε σχετική ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ. Πολιτικά όμως ηΓερμανία δεν είχε ακόμη τη δύναμη να επιβάλει το ειδικό οικονομικό της βάρος. Μιααπό τις βασικές προτεραιότητες του Σμιτ για να μπορέσει να επαναφέρει αυτή τηνισορροπία ήταν η εξασφάλιση της συνεργασίας του Γάλλου προέδρου Ζισκάρ ντ’Εστέν. Τα διπλωματικά προβλήματα της Γαλλίας ήταν, υπό μια έννοια ,αντανάκλαση των αντίστοιχων γερμανικών προβλημάτων. Οι υψηλού προφίλπολιτικές της δραστηριότητες , η μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕκαι η ανεξάρτητη πυρηνική της δύναμη κρούσης φαίνεται πως δεν αρκούσαν για ναδώσουν ένα διεθνές νομισματικό κύρος. Η διάλυση του συστήματος του ΜπρέτονΓουντς θα μπορούσαν να είχαν δώσει στη Γαλλία την ευκαιρία να διαδραματίσει έναμεγαλύτερο ρόλο στην παγκόσμια οικονομική σκηνή. Μάλιστα με την πείρα τηςαποτυχίας της Γαλλίας ως κεντρική δύναμη του «bloc or» το μακρινό 1932 είχε ήδημεταβάλει τον τρόπο προσέγγισης των διεθνών νομισματικών ζητημάτων. Τηδεκαετία του 1970 η Γαλλία ακολούθησε διαφορετική πορεία συγκεντρώνοντας τηνπροσοχή της στη διεθνή νομισματική διπλωματία για να επιτύχει το στόχο της, πουδεν ήταν άλλος από το μεγαλείο.. Το ΕΝΣ που πρότεινε ο Σμιτ ήταν μια αρκετάελκυστική ευκαιρία, εφόσον η λειτουργία του θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί απόεκείνη του φιδιού. Η αύξηση του βάρους της Γαλλίας στο χώρο της διεθνούςνομισματικής διπλωματίας που είχε την ελπίδα ότι θα αποκτούσε μετά από μιανομισματική συμμαχία με τη Γερμανία δεν θα έπρεπε να υπονομευτεί λόγω ενόςνομισματικού καθεστώτος αυστηρότερου απ’ όσο θα μπορούσε να αντέξει η γαλλικήοικονομία. Εάν μπορούσε να το διασφαλίσει αυτό το ΕΝΣ και αν , επιπροσθέτως ,είχε τη δυνατότητα να φανεί ότι θα οδηγούσε στην ενίσχυση των διεργασιών για την 17

ΕΕ, διεργασίες που η Γαλλία περισσότερο από ένστικτο ένιωθε ότι θα μπορούσε ναελέγξει και να διαπλάσει προς όφελός της , τότε θα μπορούσε να το υποστηρίξει μεενθουσιασμό.Εκείνο που χρειαζόταν ο Ζισκάρ, και είχε όλη τη διάθεση να προσφέρει ο Σμιτ , ήτανένας νομισματικός διακανονισμός που θα μπορούσε να περιέλθει στον τομέαδικαιοδοσίας των θεσμών της Κοινότητας. Ένας θεσμοθετημένος διακανονισμός θαέκανε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αυτούσιο τμήμα του εμπορικού παιχνιδιού τηςΚοινότητας , με αποτέλεσμα την αξιοποίηση του πολιτικού βάρους της Γαλλίας. Μετον ίδιο τρόπο που η Γερμανία ήθελε την ευρωπαϊκή συνεργασία και, μελλοντικά,ένωση, για να μπορέσει να αντιστοιχήσει το διπλωματικό με το οικονομικό τηςβάρος, έτσι και η Γαλλία ήθελε να αποκτήσουν οικονομικούς μυς οι δικές τηςδιπλωματικές φιλοδοξίες. Έτσι το ΕΝΣ είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός ιδανικούσυνοικεσίου. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το κίνητρο δεν ήταν μια άδολη αμοιβαίααγάπη αλλά ένας ψυχρός υπολογισμός ιδιοτελών συμφερόντων. Ο Σμιτ και ο Ζισκάρδεν είχαν προλάβει καλά- καλά να ανακοινώσουν τους αρραβώνες τους και άρχισανοι καβγάδες για τις λεπτομέρειες του γαμήλιου συμβολαίου τους. Όμως μεταξύ τουςυπήρχε και ένα ς τρίτος …η Μπούντεσμπανκ η οποία φοβόταν πως ο Σμιτ σκόπευενα την προσφέρει σαν προίκα. Τότε άρχισε …το παιχνίδι.Η Μπούντεσμπανκ .Η Μπούντεσμπανκ γεννήθηκε το 1958 και κληρονόμησε όλες τις αρμοδιότητες καιλειτουργίες της Bank Deutscher Lander , η οποία είχε δημιουργηθεί το 1948 όχι,τυπικά τουλάχιστον, από την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, δεν υπήρχεεκείνο τον καιρό, αλλά από τη Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου. Η περιφερειακή τηςδομή και η αυτοτέλεια της, το ότι δεν υπόκειτο σε κυβερνητικό έλεγχο, είχανσκόπιμα σχεδιαστεί ως τμήμα ενός εμβρυϊκού πολιτικού πλαισίου, μέσα στο οποίο ηεξουσία της κεντρικής κυβέρνησης θα ήταν προσεχτικά περιορισμένη. Σκοπός ήταν ημείωση των πιθανοτήτων ενός Τέταρτου Ράιχ. Το 1958, το δυτικογερμανικό κράτοςτροποποίησε κάπως τη δομή της κεντρικής τράπεζας αυξάνοντας το βάρος τηςκεντρικής διοίκησης , η οποία διοριζόταν από την κυβέρνηση της Βόνης, έναντι τωνπροέδρων των κεντρικών τραπεζών των Lander (οργανισμών με ελάχιστηοικονομική σπουδαιότητα, σχεδόν ανύπαρκτη), τον οποίο διόριζαν οι κυβερνήσειςτων ομόσπονδων κρατιδίων.Ο νόμος του 1957, βάσει του οποίου ιδρύθηκε η Μπούντεσμπανκ, διατήρησε τοιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανεξαρτησίας της από την κυβέρνηση στον βασικότομέα των αποφάσεων για τα επιτόκια. Η κυβέρνηση όμως διατήρησε το δικαίωμα ναπαίρνει αποφάσεις για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες σε όλους τους επίσημουςδιεθνείς διακανονισμούς. Πέρα από αυτό, η Μπούντεσμπανκ έλαβε την εντολή να«διαφυλάσσει την αξία του νομίσματος» και να υποστηρίζει «τη γενική οικονομικήπολιτική της κυβερνήσεως». Το 1958, όταν και η Γερμανία ήταν μέλος τουηγεμονικού συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που συμφωνήθηκεστο Μπρέτον Γουντς, οι όροι αυτοί φάνηκαν να μην αφήνουν πολλά περιθώριαελιγμών στην κεντρική τράπεζα. Η «διαφύλαξη της αξίας του νομίσματος», όταν ηκυβέρνηση αποφάσιζε ανατιμήσεις ή υποτιμήσεις του μάρκου, εφόσον θα τιςενέκρινε το ΔΝΤ, έδειχνε να υπονοεί ότι τα επιτόκια και άλλα νομισματικά μέσα θαχρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για να ικανοποιούν τις επιθυμίες της κυβέρνησης.Όσο προχωρούσε όμως η δεκαετία του 1960, η τράπεζα άρχισε να γυμνάζει τουςμυώνες της ερμηνεύοντας ολοένα και κατηγορηματικότερα την «αξία τουνομίσματος» με βάση την εσωτερική και όχι την εξωτερική του αξία. Αυτό της έδινε 18

τη δυνατότητα να λησμονεί την υποστήριξη «την γενική οικονομική πολιτική τηςκυβερνήσεως». Με την κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς , ησχετική δύναμη της Μπούντεσμπανκ έναντι της κυβέρνησης αυξήθηκε δραματικά.Οι αποφάσεις για τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών μέσα στο «φίδι»εξακολουθούσε να ανήκουν στην κυβέρνηση, αλλά καθώς το φίδι εξελισσόταν σε ένασύστημα μονομερών δεσμεύσεων έναντι του γερμανικού μάρκου, οι περιορισμοί στηδράση της Μπούντεσμπανκ χαλάρωναν ολοένα και πιο πολύ. Η δική τηςνομισματική πολιτική καθόριζε τη νομισματική πολιτική του φιδιού. ΗΜπούντεσμπανκ κυριαρχούσε σε ένα «συμμετρικό» σύστημα το οποίο στην ουσίαήταν απολύτως ασύμμετρο. Αυτό συνέβαινε επειδή όλες οι πιέσεις στο σύστημακατευθύνονταν στα πιο αδύνατα νομίσματα και όχι στο ισχυρό νόμισμα που ήταν τομάρκο.Η θέση της θα μπορούσε να απειληθεί σοβαρά μόνο από ένα πολύπλευρο σύστημασυναλλαγματικών ισοτιμιών με διαχειριστές πολιτικούς – και φοβόταν πως ακριβώςαυτό θα έκανε το προτεινόμενο ΕΝΣ. Στην Γερμανία ο φόβος του πληθωρισμούέδινε ένα ισχυρό όπλο στη Μπούντεσμπανκ (Ότμαρ Έμινγκερ). Όπως θα δούμε στησυνέχεια δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη δημιουργία του ΜΣΙ αλλά απέτρεψε στηνπράξη τη δημιουργία του ΕΝΤ. Ουσιαστικά η Μπούντεσμπανκ πολέμησε επίδεκαπέντε συναπτά έτη το ΕΝΣ μέχρι να μπορέσει να το καταστρέψει με ένα ευφυέςτέχνασμα : να δημιουργήσει ένα άλλο το οποίο να είναι «κομμένο και ραμμένο σταμέτρα της» και αυτό προέκυψε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Όμως μέχρι ναφθάσουμε στο 1992 μεσολάβησαν σειρά σημαντικών γεγονότων που ενδυνάμωσανπεραιτέρω τη θέση της Μπούντεσμπανκ η οποία εκμεταλλεύτηκε όλες τις γαλλικέςψευδαισθήσεις ότι μπορούσαν να την ελέγξουν.Το πρώτο γεγονός ήταν η αδυναμία που παρουσίασε το δολάριο. Τον Φεβρουάριοτου 1987, οι υπουργοί Οικονομικών των εφτά μεγάλων βιομηχανικών χωρών,συναντήθηκαν στο Λούβρο και συμφώνησαν να «σταθεροποιήσουν’ το αδύνατοδολάριο , το οποίο με την συμφωνία της Πλάζα (Σεπτέμβριος 1985), οι πέντε εξαυτών (Γαλλία, ΟΔ. Γερμανίας, Ιαπωνία, ΜΒ, ΗΠΑ) είχαν προσπαθήσει ναυποτιμήσουν. Η συμφωνία δεν άρεσε στην Μπούντεσμπανκ, η οποία τα τελευταίαοχτώ χρόνια είχε καταφέρει να λειτουργήσει ο ΜΣΙ προς όφελός της. Η δημιουργίαμιας ζώνης του μάρκου ευρύτερης από το παλιό φίδι σήμαινε πως η Μπούντεσμπανκδεν χρειαζόταν να ανησυχεί τόσο για όσα συνέβαιναν στον υπόλοιπο νομισματικόκόσμο, κυρίως για τις αλλαγές της αξίας του δολαρίου, και ότι μπορούσε νασυγκεντρώνει την προσοχή της σε εσωτερικούς νομισματικούς στόχους , ανεξάρτητηαπό εμφανείς πολιτικούς ελέγχους. Οι συμφωνίες του Λούβρου θα της απέφερανίσως ορισμένα οφέλη με τη σταθεροποίηση του δολαρίου . Είχαν όμως το μεγάλομειονέκτημα ότι στον καθορισμό ζωνών στόχων για τις συναλλαγματικές ισοτιμίεςτων ισχυρότερων νομισμάτων του κόσμου, συμμετείχαν οι πολιτικοί και ιδιαίτερα οιΓάλλοι και οι Ιταλοί οι οποίοι θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ηγεσία τηςΜπούντεσμπανκ. Το θεσμικό πλαίσιο για την Μπούντεσμπανκ έδινε το δικαίωμαστην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να λαμβάνει εκείνη τις αποφάσεις για διεθνείςσυμφωνίες αυτού του είδους. Οι φόβοι της Μπούντεσμπανκ (Καρλ Ότο Πελ)γρήγορα επιβεβαιώθηκαν όταν οι Γάλλοι πίεσαν για την αύξηση των μέσων που θαέπρεπε να έχουν οι κεντρικές κυβερνήσεις στην αντιμετώπιση των συνεχώςαυξανόμενων κινήσεων κερδοσκοπικών κεφαλαίων και μάλιστα στο πλαίσιο τουσυντονισμού της νομισματικής πολιτικής.Όλες αυτές οι τεχνικές μεταβολές έγιναν δεκτές και έμμειναν γνωστές ως «εργαλείαΒασιλείας και Νίμποργκ» το Σεπτέμβριο του 1987. 19

Η πρώτη σύγκρουση προήλθε από τη Συμφωνία του Λούβρου. Ενώ οι ΗΠΑσυμμορφώνονταν με τις απαιτήσεις της Συμφωνίας η Μπούντεσμπανκ δεν ήτανδιατεθειμένη να πράξει το ίδιο επικαλούμενη τη δικαιολογία ότι οι «ζώνες –στόχοι»που εδραίωσε η Συμφωνία δεν είχε ηγέτη και επομένως δεν υπήρχε «άγκυρανομισματικής πολιτικής «. Έτσι αποφάσισε να διατηρήσει τη δική της άγκυρα στηνεγχώρια προσφορά χρήματος που , κατ’ αυτήν, αντανακλούσε τις ανάγκες τηςγερμανικής οικονομίας. Οι ΗΠΑ αντέδρασαν άμεσα λέγοντας (Τζ. Μπέικερ) ότι ηΓερμανία θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ανάπτυξη . Η Μπούντεσμπανκ απάντησε(Χ.Σλέζινγκερ) ότι την ενδιέφερε περισσότερο η σταθερότητα των γερμανικών τιμών.Η αύξηση των μακροπροθέσμων επιτοκίων και η εκτίμηση ότι δεν θα υποχωρήσουνστο προβλεπτό μέλλον, ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στο Κραχ της 19Οκτωβρίου 1987 στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης . Άμεσο αποτέλεσμα ήταν ηδιοχέτευση τεραστίων ποσοτήτων χρήματος από την Fed στην αγορά με στόχο τηδιάσωση του αμερικάνικου χρηματοπιστωτικού συστήματος , κάτι όμως που έστειλεστον κάλαθο των αχρήστων τις συμφωνίες του Λούβρου προς ικανοποίηση τηςΜπούντεσμπανκ.Τον Ιανουάριο του 1988 ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών , Έντουαρτ Μπαλαντίρ,πρότεινε την ίδρυση μιας ΕΚΤ για τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής σεολόκληρη την κοινότητα. Σε αυτό συμφωνούσε και ο Γερμανός ΥπουργόςΕξωτερικών Χανς Ντίτριχ Γκένσερ . Η Μπούντεσμπανκ δεν αντέδρασε διότι πίστευεότι αυτές ήταν απλές φαντασιώσεις κυρίως των γάλλων πολιτικών. Η θέση της ότιμια νομισματική ένωση προϋποθέτει την πολιτική ένωση (ομοσπονδία) την έκανε ναπιστεύει ότι ποτέ οι Γάλλοι εθνικιστές θα συμφωνούσαν σε κάτι παρόμοιο.Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα.Η αποτυχία της OΝΕ, όπως προωθήθηκε από την έκθεση Βερνέρ και το φίδι στοτούνελ, δεν απογοήτευσε τους κοινοτικούς εταίρους. Περιγράψαμε προηγουμένωςτους λόγους.Θεωρώντας ότι η Κοινότητα χρειαζόταν μια νομισματική οργάνωση, το ΕυρωπαϊκόΣυμβούλιο, τον Ιούλιο του 1978, προετοίμασε το έδαφος για τη θέσπιση ενόςβελτιωμένου νομισματικού συστήματος. Στις 13/3/1979 τέθηκε σε εφαρμογή τοΕυρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (European Monetary System, EMS) . Οι ηγέτεςτης Γερμανίας και της Γαλλίας είχαν παρουσιάσει το σχέδιό τους για το ΕΝΣ στηδιάσκεψη της Κοπεγχάγης τον Απρίλιο του 1978. Ο γαλλογερμανικός άξονας είναι ηΚοινότητα και ο ρόλος των άλλων μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν είναιάλλος από το να ευλογούν τελετουργικά αυτά που θέλουν να επιτύχουν οι ηγέτες τηςΓαλλίας και της Γερμανίας. Αυτό συνέβη και στη Κοπεγχάγη, όπου έγιναναποδεκτές οι αρχές του ΕΝΣ.Στην αρχική του φάση το ENΣ ήταν, στην πραγματικότητα, ένα βελτιωμένο«νομισματικό φίδι», πιο ευέλικτο. H μέγιστη ανεκτή απόσταση μεταξύ δύονομισμάτων του συστήματος ήταν πάντα 2,25%, όπως ήταν και στο φίδι (6% γιαορισμένα ασθενή νομίσματα), αλλά οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις ενόςνομίσματος δεν υπολογίζονταν πλέον, όπως μέσα στο φίδι, σχετικά με τα άλλανομίσματα του συστήματος, αλλά σχετικά με την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα(ECU). Η αλλαγή στις ισοτιμίες γινόταν μετά από κοινή συμφωνία.Όταν ένα νόμισμα έφθανε στο πρόθυρο απόκλισης, δηλαδή στο 75% της μεγίστηςδυνατής απόκλισης, το κράτος μέλος όφειλε να παρέμβει στις αγορές συναλλάγματοςκαι να λάβει νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα για τη 20

Αυτή βαπτίστηκε ECU, από τα αρχικά του European Currency Unit, τα οποίαθύμιζαν το γαλλικό χρυσό νόμισμα που κυκλοφορούσε επί πολλούς αιώνες. Το ECUαποτελείτο από ένα συνδυασμό ή «καλάθι» των διαφόρων νομισμάτων που τοσυνιστούσαν, του οποίου η αρχική σύνθεση είχε καθοριστεί βάσει αντικειμενικώνκριτηρίων σχετικών με την οικονομική βαρύτητα κάθε κράτους μέλους, ιδίως τουακαθάριστου εθνικού προϊόντος, του ενδοκοινοτικού εμπορίου και των μερίδωνσυμμετοχής στον μηχανισμό βραχυπρόθεσμης νομισματικής συνδρομής. Έτσιχρησιμοποιείτο σαν: κοινός παρονομαστής για τον υπολογισμό τωνσυναλλαγματικών τιμών των κοινοτικών νομισμάτων βάση για τον υπολογισμό τουδείκτη απόκλισης μεταξύ των κοινοτικών νομισμάτων παρονομαστής για τις πράξειςπαρέμβασης και μέσο διακανονισμού των πιστωτικών ή χρεωστικών υπολοίπωνμεταξύ των κεντρικών τραπεζών. Στον ιδιωτικό τομέα χρησιμοποιείτο στην έκδοσηδανείων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και περιορισμένα στις διεθνείς εμπορικέςσυναλλαγές, ενώ ελάχιστα σαν αποθεματικό νόμισμα. Σαν μέσο πληρωμής ηλειτουργία του περιορίζεται στις μεταβιβάσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων και σεμικρό βαθμό στις ιδιωτικές συναλλαγές. Από τη φύση του δεν ήταν αυτοτελέςνόμισμα αλλά αποτελούσε σύνθεση των νομισμάτων των κρατών μελών.Τα κράτη μέλη έχουν μεταβιβάσει στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματοπολιτικής Συνεργασίας(ΕΤΝΣ) 20% των αποθεμάτων τους σε χρυσό και συνάλλαγμα. Αυτοί οι χρηματικοί πόροισυμβάλλουν στη χρηματοδότηση των συναλλαγματικών παρεμβάσεων. Εδώ θα πρέπει ναγίνει μια διαφοροποίηση ανάμεσα σε 3 μορφές, που παίρνει η στήριξη των νομισμάτων.1. Την βραχυπρόθεσμη χρηματικά απεριόριστη στήριξη ενός νομίσματος, που λήγει εντός45 ημερών και που χρησιμοποιείται για την χρηματοδότηση των υποχρεωτικώνπαρεμβάσεων.2. Την βραχυπρόθεσμη στήριξη ενός νομίσματος, που λήγει εντός 3 μηνών (εδώ μπορεί ναγίνει διπλή παράταση διάρκειας 3 μηνών), και που χρησιμοποιείται για την κάλυψηχρηματικών αναγκών ενός κράτους μέλους, που απορρέουν από παροδικά ελλείμματα τουισοζυγίου πληρωμών. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας διαθέτει γι' αυτό τοσκοπό ένα πιστωτικό όγκο ύψους 14 δις. ECU.3. Τη μεσοπρόθεσμη στήριξη ενός νομίσματος, που λήγει το νωρίτερο σε 2, και το αργότεροσε 5 χρόνια και που συμβάλλει στη γεφύρωση μονιμότερων ανισοτήτων του ισοζυγίουπληρωμών. Αυτή η νομισματική στήριξη, για την οποία διατίθενται 11 δις. ECU, συνδέεται,σε αντίθεση με την βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, με οικονομικές καινομισματοπολιτικές προϋποθέσεις, που θέτει η Κοινότητα.Στη δεύτερη φάση του ΕΝΣ, που έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή το Μάρτη του 1981,προβλεπόταν η αντικατάσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την ΝομισματοπολιτικήΣυνεργασία από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ). Το ΕΝΤ έπρεπε να αποκτήσειιδιαίτερη νομική υπόσταση, να ιδιοποιηθεί τα χρηματικά μέσα του Ευρωπαϊκού ΤαμείουΝομισματικής Συνεργασίας που ανήκαν μέχρι τότε σε κάθε χώρα μέλος και να αναλάβει τιςαρμοδιότητες των πιστωτικών μηχανισμών του ΕΝΣ16[16]. Η αντικατάσταση του ΕΝΣ απότο ΕΝΤ δεν έγινε ποτέ. Την υπέσκαψαν διάφορες πολιτικές παρεμβάσεις των κομμάτων τηςγερμανικής αντιπολίτευσης κυρίως της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CSU) υπό τον16[16] Οι Γάλλοι είχαν επιμείνει στη δημιουργία του θεσμού του ΕΝΤ. Οι Γάλλοιτεχνοκράτες πίστευαν ότι θα μπορούσαν σταδιακά να αποκτήσουν τον έλεγχο τηςνομισματικής πολιτικής για ολόκληρη την Ευρώπη. Την πρόταση ενός ΕΝΤ την είχε κάνει γιαπρώτη φορά , στην πραγματικότητα , ο Σμιτ . Όπως θα γινόταν και οι πρώτες προτάσεις γιαμια ΕΚΤ πάλι μέσα από τη Γερμανία, από τον Χανσ-Ντίτριχ Γκένσερ, τον υπουργόΕξωτερικών , το 1988. 21

Φραντς-Γιόζεφ Στράους , αλλά και του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) υπό τονΧέλμουτ Κολ. Συγχρόνως Γερμανοί δικηγόροι και κυβερνητικοί παράγοντες υποστήριζαν ότιένας τέτοιος θεσμός θα απαιτούσε αναθεώρηση της Συνθήκης της Ρώμης , με όλα τασυνεπακόλουθα μιας κοινοβουλευτικής επικύρωσης. Όμως ο καταλύτης της μηδημιουργίας του ΕΝΤ ήταν η Μπούντεσμπανκ η οποία δήλωσε ξερά τη θέση της με τέσσεριςλέξεις : “Wir wollen das nich” ( Δεν το θέλουμε).Την περίοδο λειτουργίας του υπήρξαν πολλές (πάνω από 12) επανευθυγραμμίσειςνομισμάτων μέσα στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα (ΕΝΣ). Στους πρώτουςδεκαοχτώ μήνες της ανάληψης της προεδρίας από τον Μιτεράν το φράγκουποτιμήθηκε κατά 30,0% (Υπουργός Οικονομικών Ζακ Ντελόρ). Οι πιέσεις πάνω σοφράγκο, το 1983, υποδαύλιζαν μια τιτάνια πολιτική μάχη στο Παρίσι. Από τη μιαπλευρά στεκόταν η αριστερή πτέρυγα των σοσιαλιστών, που ήθελε να επιστρέψουνστην πολιτική του 1981, να εγκαταλείψουν το ΕΝΣ και να λάβουν προστατευτικάμέτρα έναντι του εξωτερικού ανταγωνισμού, εν ανάγκη να «αναστείλουν» την ισχύτων εμπορικών κανονισμών της ΕΚ. Ο υπουργός Βιομηχανίας , Ζαν-Πιέρ Σεβενεμάνκαι ο αρχηγός του επιτελείου του Μιτεράν, Πιέρ Μπερεγκοβουά (ο οποίος , δέκαχρόνια αργότερα, θα υπερασπιζόταν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου , μια εκ διαμέτρουαντίθετη πολιτική) ήταν οι σημαιοφόροι της Αριστεράς. Εναντίον τους ήτανπαραταγμένοι οι «εκσυγχρονιστές», με αρχηγό τους τον Ντελόρ, οι οποίοι ήθελαν ναπαραμείνουν στο ΕΝΣ και να επιβάλουν περισσότερα μέτρα δημοσιονομικήςπροσαρμογής (λιτότητας). Ο καγκελάριος Κολ ήταν αποφασισμένος ότι ο Ντελόρέπρεπε να κερδίσει τη μάχη στο Παρίσι. Μια νίκη του αντιπάλου στρατοπέδου θαμπορούσε να έχει βλαβερές συνέπειες για το γερμανικό εμπόριο. Η κατάληξη ήταν ναβοηθηθεί ο Ντελόρ εμφανίζοντας την υποτίμηση του φράγκου ως κατά τα ¾ανατίμηση του μάρκου. Έτσι διατηρήθηκε, προς στιγμή, η τιμή της Γαλλίας.Βεβαίως είχαμε νέες υποτιμήσεις του γαλλικού νομίσματοςΑλλά μέχρι την ώρα των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1990-91, είχε αποδείξει τη σημασία του πλαισίου συλλογικής δημοσιονομικήςπειθαρχίας στο νομισματικό πεδίο. Αναγκάζοντας τα κράτη που ήταν μέλη του νασέβονται μια σαφή πειθαρχία ως προς τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, συνέβαλε στηνκαταπολέμηση του πληθωρισμού. Όμως, κατά τα τελευταία χρόνια, το ENΣ είχεμετατραπεί σε πραγματική ζώνη μάρκου, μέσα στην οποίαν η πειθαρχία επιβαλλόταναπό τη γερμανική κεντρική τράπεζα, την περίφημη Bundesbank. Αυτή η πειθαρχίαέδινε καλά αποτελέσματα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80 . Η σταθερότητατιμών της Γερμανίας εξάγονταν και σε άλλα μέλη του συστήματος συνοδευόμενηόμως με την οικονομική αποτελμάτωση και την ανεργία. Σε όλες τις χώρεςσυμπεριλαμβανόμενης της Γερμανίας η ανεργία σημείωνε σταθερή αύξηση.Από το 1990, όμως, δύο σημαντικά φαινόμενα άρχισαν να κλονίζουν την πειθαρχίαμέσα στο ENΣ: η πλήρης απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων μέσα στηνΚοινότητα, η οποία ενίσχυσε τις κερδοσκοπικές δυνατότητες των χρηματοδοτικώνενδιαμέσων και η χρηματοδότηση της γερμανικής ενοποίησης, η οποία επιβάρυνε τονγερμανικό προϋπολογισμό. Αλλά όμως, κανένα σύστημα νομισματικής συνεργασίαςδεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά, όταν το κράτος που εκδίδει το νόμισμααναφοράς, δεν μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητά του.Ενιαία Ευρωπαϊκή ΠράξηΗ Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη ήταν η πρώτη σημαντική αναθεώρηση της αρχικήςσυνθήκης της Ρώμης. Το άρθρο 1 δήλωνε αρκετά καθαρά: «οι ΕυρωπαϊκέςΚοινότητες και η ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία θα έχουν ως στόχο τους νασυμβάλουν από κοινού στο να επιτευχθεί συγκεκριμένη πρόοδος προς την ευρωπαϊκή 22

ενότητα». Αντικαθιστώντας απλά τη λέξη «Κοινότητα» με τη λέξη «Ένωση» οιηγέτες των δώδεκα κρατών μελών έκαναν ένα αποφασιστικό βήμα προς τα εμπρόςαπό θέση αρχών. Όμως απέφυγαν ή ανέβαλαν κάθε πραγματικά επίμαχο ζήτημα.Παρέκαμψαν προσεκτικά την ενοχλητική απουσία οποιασδήποτε κοινής ευρωπαϊκήςπολιτικής για την άμυνα και τις εξωτερικές υποθέσεις. Τα κράτη μέλη έμειναναυστηρά προσηλωμένα στις εσωτερικές λειτουργίες μιας οντότητας η οποία ήτανκυρίως μια κοινή αγορά. Ωστόσο συμφώνησαν να προχωρήσουν σχεδιασμένα προςμια πραγματική ενιαία εσωτερική αγορά εμπορευμάτων και εργασίας (από το 1992)και να υιοθετήσουν ένα σύστημα «ενισχυμένης πλειοψηφίας» στη διαδικασία λήψηςαποφάσεων, «ενισχυμένης» με την έννοια ότι, λόγω της επιμονής τους, ταμεγαλύτερα κράτη (κυρίως η ΜΒ και η Γαλλία) διατήρησαν το δικαίωμα ναμπλοκάρουν προτάσεις τις οποίες θα έκριναν επιζήμιες για το εθνικό συμφέρον τους.Η εγκατάλειψη του συστήματος του βέτο των κρατών μελών στο ΕυρωπαϊκόΣυμβούλιο ήταν αναπόφευκτη, διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να λαμβάνονταιαποφάσεις από μια όλο και πιο δυσκίνητη κοινότητα κρατών. Η Ενιαία ΕυρωπαϊκήΠράξη επέκτεινε τις εξουσίες της Κοινότητας σε πολλά πεδία- στο περιβάλλον, στιςπρακτικές απασχόλησης, στις τοπικές πρωτοβουλίες για την έρευνα –ανάπτυξη, σταοποία η Κοινότητα δεν εμπλεκόταν προηγουμένως .Ιστορική εξέλιξη της ΕΕ.Το Φεβρουάριο του 1992 στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας υπογράφεται από τιςαντιπροσωπείες των 12 κρατών μελών η ομώνυμη συνθήκη με την οποία ιδρύεται ηΕυρωπαϊκή Ένωση. Με την ίδια συνθήκη αφαιρείται από τον τίτλο της Κοινότητας οπροσδιορισμός Οικονομική, σηματοδοτώντας τη μετεξέλιξή της στο σπουδαιότεροτμήμα του πρώτου από τους τρεις πυλώνες της ΕΕ.Ο επίσημος μηχανισμός προς την πλήρη Ευρωπαϊκή Ένωση τέθηκε σε κίνηση με τηνΕνιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987, αλλά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδωσεώθηση στη διαδικασία. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη δέσμευε τα δώδεκα μέλη τηςΚοινότητας να εξασφαλίσουν μέχρι το 1992 την πλήρη απελευθέρωση της κίνησηςτων προϊόντων, των υπηρεσιών, του κεφαλαίου και των ανθρώπων, κάτι που δύσκολαμπορούσε να θεωρηθεί καινοτομία, αφού οι ίδιοι στόχοι είχαν διατυπωθεί κατ’ αρχήνδεκαετίες νωρίτερα. Όμως η Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 και η διάδοχοςΣυνθήκη του Άμστερνταμ πέντε χρόνια αργότερα ώθησαν τα μέλη της Ένωσης σεένα πραγματικά καινοτόμο σύνολο θεσμικών και χρηματοοικονομικών διευθετήσεων,και αυτές οι διευθετήσεις ήταν άμεσο αποτέλεσμα των ριζικά αλλαγμένωνεξωτερικών συνθηκών.Η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύθηκε επίσημα με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ την1η Νοεμβρίου 1993. Την 1η Ιανουαρίου 1995 η Αυστρία, η Φιλανδία και η Σουηδίαπροσχώρησαν στην πρόσφατα ιδρυθείσα Ένωση. Η επόμενη τροποποιητική συνθήκηυπογράφηκε στο Άμστερνταμ το 1997 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999. Ησυγκεκριμένη συνθήκη πρόσθεσε μια σειρά σημαντικές τεχνικές τροπολογίες στην αρχικήΣυνθήκη της Ρώμης, οι οποίες συμπλήρωναν τους στόχους του Μάαστριχτ και καθιστούσαναποτελεσματική τη δεδηλωμένη πρόθεση της ΕΕ να καθιερώσει το καθεστώς τουΕυρωπαίου πολίτη και να αναπτύξει ευρωπαϊκούς θεσμούς για τα ζητήματα τηςαπασχόλησης, της υγείας, του περιβάλλοντος και της καταφανούς έλλειψης κοινήςεξωτερικής πολιτικής. Σε αυτό το σημείο, με χρονοδιάγραμμα να τεθεί σε ισχύ το κοινόνόμισμα το 1999, η Ένωση είχε συμπληρώσει μια δεκαετία εσωτερικής ολοκλήρωσης, ηοποία είχε απορροφήσει κάθε γραφειοκρατική ενεργητικότητα της. 23

Την ίδια χρονιά το ευρώ αντικατέστησε σε λογιστική μορφή τα εθνικά νομίσματα σε έντεκακράτη μέλη, τη λεγόμενη ευρωζώνη. Το 2001 προσχώρησε σε αυτήν και η Ελλάδα. Τηνεπόμενη χρονιά το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα κυκλοφόρησε και σε φυσική μορφή.Εν όψει και της επικείμενης μεγαλύτερης διεύρυνσης στην ιστορία της ΕΕ, τα κράτη μέλητης υπέγραψαν νέα τροποποιητική συνθήκη, τη Συνθήκη της Νίκαιας (26.2.2001), πουτέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2003 και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τηνεύρυθμη λειτουργία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης των 25. Την 1η Μαΐου 2004 δέκανέες χώρες, οκτώ εκ των οποίων της Ανατολικής Ευρώπης, προσχώρησαν στην ΕΕ: Τσεχία,Εσθονία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβενία, και Σλοβακία.Στις 29 Οκτωβρίου 2004 υπογράφηκε στη Ρώμη η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος τηςΕυρώπης, που φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει όλο το θεσμικό οικοδόμημα τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης - Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με μία απλούστερη και συνεκτικότερηδομή, δίνοντας στη νέα Ευρωπαϊκή Ένωση διευρυμένες αρμοδιότητες. Η συνθήκη δεντέθηκε ποτέ σε ισχύ, ύστερα από την απόρριψη της επικύρωσής της το 2005 από το γαλλικόκαι ολλανδικό λαό σε δημοψηφίσματα. Μετά την εγκατάλειψη του \"Συντάγματος τηςΕυρώπης\", συμφωνήθηκε αφενός να διασωθούν και αφετέρου να τροποποιηθούνορισμένα τμήματά του έτσι, ώστε μια νέα συνθήκη να τροποποιήσει τις ιδρυτικές συνθήκες,όπως παραδοσιακά μέχρι τότε συνηθιζόταν, χωρίς να τις αντικαταστήσει. Έτσι υπογράφηκεη Συνθήκη της Λισαβόνας (13.12.2007), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009.Παράλληλα, την 1η Ιανουαρίου 2007, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έγιναν το 26ο και το 27οκράτη μέλη της ΕΕ, ολοκληρώνοντας έτσι την πορεία διεύρυνσης προς ανατολάς, πουξεκίνησε το 1994 με την πρώτη αίτηση της Ουγγαρίας προς ένταξη.Το 2007 το ευρώ υιοθετήθηκε από τη Σλοβενία, το 2008 από την Κύπρο και τη Μάλτα, ενώτο 2009 από τη Σλοβακία. Το 2011 η Εσθονία έγινε το 17ο κράτος μέλος της ΕΕ που εισήλθεστην ευρωζώνη. Την 1 Ιουλίου 2013 η Κροατία έγινε το 28ο κράτος μέλος της ΕΕ. Την 1ηΙανουαρίου 2015 η Λιθουανία έγινε μέλος της Ευρωζώνης.====================================== 24

ΚΟΥΤΙΔιακήρυξη του Σουμάν.Με τη Διακήρυξη του Γάλλου υπουργού εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν στις 9 Μαΐου1950, εμπνευσμένη από τον Γάλλο αξιωματούχο και εν συνεχεία πρώτο Πρόεδρο τηςΑνωτάτης Αρχής της ΕΚΑΧ ,Ζαν Μονέ, σηματοδοτείται μία νέα περίοδος στην πορείατης ευρωπαϊκής ενοποίησης που ταυτίζεται με την έναρξη των ΕυρωπαϊκώνΚοινοτήτων. Το σχέδιο Schuman προτείνει μία προοδευτική ενοποίηση με πρώτοστάδιο τον οικονομικό τομέα και πρώτο βήμα του σταδίου αυτού την κοινή διαχείρισητης γαλλο-γερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό μία Ανώτατη Αρχή, στοπλαίσιο μάλιστα ενός οργανισμού που θα είναι ανοικτός στη συμμετοχή κι άλλωνευρωπαϊκών κρατών. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να εξασφαλίσει την συλλογικήασφάλεια, το αίτημα της οποίας παραμένει πρωταρχικό ιδιαίτερα μετά από τονμακρόχρονο ανταγωνισμό μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Ευθέως δηλώνεται και ηδημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας με στοιχεία υπερεθνικότητας.Χαρακτηριστικά: \"Η συσπείρωση των ευρωπαϊκών κρατών απαιτεί να εξαλειφθεί ηπροαιώνια αντίθεση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας (...). Η από κοινού διαχείριση τηςπαραγωγής άνθρακα και χάλυβα θα εξασφαλίσει άμεσα την εγκατάσταση κοινώνβάσεων οικονομικής ανάπτυξης, πρώτου σταδίου της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας και θααλλάξει την μοίρα περιοχών, οι οποίες από μακρού προορίζονται για την κατασκευήπολεμικών όπλων, υπήρξαν δε και τα πιο σταθερά θύματα των τελευταίων (...). Ηαλληλεγγύη που θα δημιουργηθεί στην παραγωγή θα καταδείξει ότι κάθε πόλεμοςμεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας καθίσταται όχι μόνον αδιανόητος αλλά και υλικάαδύνατος\"Η πρόταση του Schuman είχε απήχηση στις χώρες της Μπενελούξ, την Ιταλία και τηνΟμοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όχι όμως και στην Αγγλία.Σημείο δεύτερο.Περίοδος 1990-2008. Εταίρος εν ηγεμονία (partner in leadership).31η Μαΐου 1989. Μάϊντς. Ο Αμερικανός πρόεδρος George Bush (πρεσβύτερος)κάλεσε την ΟΔΓ να καταστεί «εταίρος εν ηγεμονία» των ΗΠΑ.3η Οκτωβρίου 1990, Επανένωση Γερμανίας. Επήλθε άρση όλων των δικαϊκώντίτλων των Νικητριών Δυνάμεων. Τούτο συνεπήγετο , θεωρητικώς τουλάχιστον τηδιεθνοπολιτική χειραφέτηση της ΟΔΓ. Όμως η ΟΔΓ εξακολούθησε να δεσμεύεταιαπό ορισμένους όρους όπως: απαγόρευση κατοχής ή ανάπτυξης ΒΧΠ όπλων. Επίσηςεπαναβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ έχει και θα έχει πάντοτε τον πρωτεύοντα ρόλο σταζητήματα και της νέας μεταψυχροπολεμικής «Ευρωπαϊκής ΑρχιτεκτονικήςΑσφαλείας» και ότι κάθε άλλη πρωτοβουλία επί θεμάτων Αμύνης και Ασφαλείαςνοείται συμπληρωματικώς και όχι ανταγωνιστικώς προς το ΝΑΤΟ. Εξάλλου οστρατηγικός σκοπός του ΝΑΤΟ , όπως με σαφήνεια είχε δηλώσει ο πρώτος ΓΓ τηςΣυμμαχίας , Λόρδος Ismay είναι : “to keep the Americans in (Europe), the Russiansout and the Germans down”. Οι ΗΠΑ μετά την επανένωση της ΟΔΓ (την οποίαεπέτρεψαν) την ενθάρρυναν για ανάληψη μεγαλύτερης διεθνοπολιτικής ευθύνης καιυπό μιαν έννοια, να αναλάβει η ΟΔΓ τον ρόλο της Περιφερειακής Δύναμης στηνΕυρώπη. Με τον τρόπο αυτό θα ήσαν οι Γερμανοί που θα επωμίζονταν ταοικονομικά βάρη της ανορθώσεως των κατεστραμμένων οικονομιών της Κεντρικήςκαι Ανατολικής Ευρώπης και την ανάληψη καθηκόντων τάξεως και ασφαλείας στηνπεριοχή. Έτσι, σύμφωνα με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς η Γερμανία έπρεπε να 25

επωμισθεί την αποστολή αυτή διαθέτοντας τακτικούς χειρισμούς των οποίων τονστρατηγικό έλεγχο ,όμως, θα εγγυάται η θεσμοθετημένη μέσω του ΝΑΤΟ, πρόσδεσητης στο άρμα της Δύσης, δηλαδή των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τους αμερικανούς , η ΜΒ,τουλάχιστον για ένα διάστημα , δεν μπορεί να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή . Ηδε Γαλλία δεν μπορεί εξ αντικειμένου, και αν μπορούσε θα επιθυμούσε μια Ευρώπηανεξάρτητη από τις ΗΠΑ. Έτσι η κατάληξη ήταν μια ΕΕ υπό Γερμανική ηγεμονία. Ησυγκεκριμένη κατάληξη κινητοποίησε τα αντανακλαστικά της Γαλλίας , η οποίαεπιθυμούσε σφόδρα για τον εαυτό της τον ρόλο αυτό. Όμως , μετά από αναλύσεις καισκέψεις, επέλεξε την οδό της στρατηγικής συνεννόησης με την ΟΔΓ για τησυνδιαμόρφωση του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος.26η Νοεμβρίου 1992, εκπόνηση των νέων Κατευθύνσεων Αμυντικής Πολιτικής τωνΓερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων όπου διατυπώνεται για πρώτη φορά ως σκοπός «ηυπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος».Η συνθήκη του Μάαστριχτ. Η εμβάθυνση της ΕΕ, όπως άλλωστε και η διεύρυνση ,ανταποκρίνεται απολύτως προς τα γερμανικά συμφέροντα. Η προσήλωση τωνγερμανών ιθυνόντων στην ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση» ωφείλετο στην θεωρητικά καιεμπειρικά βάσιμη και καταδεδειγμένη υπόθεση ότι, εντός μιας ενοποιημένηςΕυρώπης, η πολιτική ηγεσία, και η ηγεμονία, της Γερμανίας θα προέκυπτε αφ’εαυτής. Ο ηγετικός ρόλος για να εξασφαλιστεί , θα έπρεπε να δράσει εγκαίρως εντόςτου κοινοτικού πλαισίου κατά τρόπον ώστε να έχει καθοριστικό λέγειν στην πρώιμηδιαμόρφωση των δομών και των οργάνων. Παράλληλα να αποτρέπει τον σχηματισμόομάδων ή συμμαχιών εντός του κοινοτικού χώρου που θα ερχόταν σε αντίθεση με ταγερμανικά σχέδια της ενοποίησης της ΕΕ.8η Δεκεμβρίου 1993, Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην ΟΔΓ, R.C.Holbrooke «Όχι μόνονδεν διακατεχόμεθα από κανένα φόβο έναντι ενός μεγαλύτερου ρόλου της Γερμανίαςστον κόσμο, αλλά, αντιθέτως, τον χαιρετίζουμε».24η Μαρτίου 1999, συμμετοχή στο βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας. Πρώτησυμμετοχή μετά το 1945 σε πολεμική ενέργεια, μαζί με τους υπόλοιπους συμμάχους.Πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη θέση της δυνητικής Περιφερειακής Δύναμηςστον Ευρωπαϊκό Χώρο.2003 Η άρνηση του Καγκελαρίου Schroder να συμμετάσχει στην επίθεση στο Ιράκ,προκάλεσε την μήνιν των Αμερικανών (το έπραξε για εσωτερικούς λόγους ενόψειτων επερχόμενων εκλογών) προκάλεσαν χαλύβδωση του λανθάνοντος εθνικούσυναισθήματος της μεγάλης πλειοψηφίας του Γερμανικού Λαού. Εκφράσθηκανποικιλοτρόπως τα αντιαμερικανικά αισθήματα του.Μετά τον πόλεμο του Ιράκ παρατηρείται μια διέγερση των γεωπολιτικώναντανακλαστικών των Ηπειρωτικών Ευρωπαϊκών Δυνάμεων έναντι κυρίως τωναξιώσεων των ΗΠΑ. Αναζητήθηκε συνεννόηση με την Ρωσία (γεωπολιτικά συγγενή)αλλά και με την Κίνα. Κατά βάση η συνεννόηση ήταν οικονομικής φύσεως. Ηοικονομική συνεργασία με την Ρωσία θα εξασφάλιζε στην Γερμανία την πολυπόθητηενέργεια από τα πετρέλαια και το φυσικό αέριο και επίσης ρωσικές αγορές για ταπροϊόντα της. Η Ρωσία θα εξασφάλιζε σταθερές αγορές για τα πετρελαιοειδή της καιτον ορυκτό πλούτο της στη Γερμανία και στις άλλες χώρες της Ευρώπης , μεπαράλληλη πρόσβαση στη σύγχρονη τεχνολογία και σε επενδύσεις από την Ευρώπη.Για την Γερμανία, εξ’ άλλου, οι γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές αναγκαιότητεςαλλά και η μελέτη της Ιστορίας μαρτυρούν ότι τα ζωτικά Εθνικά Συμφέροντα τηςυπαγορεύουν στην χώρα αυτή να διατηρεί σχέση καλής συνεργασίας με την Ρωσία.Με αυτήν την πυξίδα πορευθέντες, ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσσίας, ο πρώτοςΚαγκελλάριος της ενοποιημένης Γερμανίας Όθων φον Βίσμαρκ, αλλά και ο πρώτοςΚαγκελλάριος της επανενωθείσης Γερμανίας Χέλμουτ Κόλ επέτυχαν εθνικούς 26

άθλους. Οσάκις εγκαταλείφθηκε η πορεία αυτή, η Δύναμη στο μέσον της Ευρώπηςγνώρισε μεν πρόσκαιρους ρωμαϊκούς θριάμβους, αλλά υπέστη τελικώς μεγάλα δεινά.Το ίδιο συνέβη με την Κίνα. Το 2014 οι εξαγωγές της Γερμανίας, στην Κίνα, ήταν74,5 δις ευρώ και οι εισαγωγές 79,5 δις ευρώ.Σημείο τρίτο.Η κρίση 2008-2015. Ανεύθυνος ηγεμόνας.Μερκαντιλιστική οικονομική πολιτική και έξαρση του εθνικολαϊκισμού. Ησχέση με τις περιφερειακές χώρες.Η επιλογή της «επίλυσης» της οικονομικής κρίσης με τον γνωστό γερμανικό τρόπο ,δηλαδή τις οικονομικές πολιτικές συρρίκνωσης του ΑΕΠ , προκάλεσε βίαιηφτωχοποίηση κυρίως των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Χτύπησε ανηλεώς τιςμικρές περιφερειακές χώρες (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρο) καιεπέδρασε πολύ αρνητικά στις οικονομίες της Γαλλίας και ιδίως της Ιταλίας. Ηοικονομική κατάσταση στην ευρωζώνη εξακολουθεί να είναι εύθραυστη παρά τιςπροσπάθειες επεκτατικής νομισματικής πολιτικής που καταβάλλει η ΕΚΤ. Οιπολιτικές αυτές αυξάνουν το χάσμα στην υποτιθέμενη σύγκλιση του βιοτικούεπιπέδου των ευρωπαϊκών λαών. ΓΕΡΜΑΝΙΑ ισοζύγιο έτος εξαγωγές εισαγωγές 95,494 178,298 2001 638,268 542,774 154,863 216,904 2008 984,14 805,842 2010 951,959 797,097 2014 1133,539 916,635Πηγή: DiSTATISΟι ανησυχίες των ΗΠΑ.Οι ΗΠΑ από τις αρχές του 21ου αιώνα άρχισαν να αντιτίθενται, και να εκδηλώνουναυτή τους την αντίθεση, στην προοπτική ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από 27

τη Ρωσία. Οι ενεργειακές στρατηγικές ΗΠΑ και Ρωσίας βρίσκονται σε αντίθεση, καιοι ενεργειακές συμφωνίες μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας φαίνεται ότι δημιούργησανδεύτερες σκέψεις για την πλήρη ανεξαρτητοποίηση της Γερμανίας και για τημετατροπή της σε μια αυτοδύναμη οικονομική και στρατηγική δύναμη στην Ευρώπη.Ένας επιπλέον λόγος που ενδεχομένως ανησυχεί την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑείναι η ανισορροπία στον άξονα Γαλλίας-Γερμανίας σε βάρος της Γαλλίας. Η άποψηπου εκφράζεται από τη γνωστή ρήση του ντε Γκολ «Η ΕΟΚ είναι ένας συνδυασμόςαλόγου και άμαξας : η Γερμανία είναι το άλογο και η Γαλλία ο αμαξάς», φαίνεται ναέχει φθάσει στα όριά της. Με τα σημερινά δεδομένα της υποδεέστερης από τηγερμανική γαλλικής οικονομίας και της αποστασιοποίησης της ΜΒ από τατεκταινόμενα στην Ευρώπη, οι ΗΠΑ φαίνεται να ανησυχούν για την ανατροπή τωνισορροπιών και την αυξανόμενη αυτονομία της γερμανικής πολιτικής. Τρία είναι τασυνεπαγόμενα που μπορούν να προσδιορίσουν τις μελλοντικές εξελίξεις :ενδυνάμωση της θέσης της Γαλλίας στο άξονά με την Γερμανία, μεγαλύτερη εμπλοκήτης ΜΒ στα τεκταινόμενα στην Ευρώπη και την ανάπτυξη της Ευρω – ΑντλαντικήςΈνωσης. Παράλληλα η σημερινή οικονομική κατάσταση της ΕΕ και ειδικότερα τηςευρωζώνης ανησυχεί σφόδρα την αμερικανική ηγεσία η οποία επανειλημμένα έχειπροειδοποιήσει την γερμανική ηγεσία να διαφοροποιήσει την ασκούμενη οικονομικήπολιτική στην περιοχή. Οι ανησυχίες είναι και οικονομικού αλλά και γεωπολιτικούενδιαφέροντος.Οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία. Η γεωπολιτική στοπροσκήνιο;Η ουκρανική κρίση προκάλεσε τρεις βασικές αλλαγές στις οικονομικές σχέσειςμεταξύ Γερμανίας –Ρωσίας.Πρώτον , η γερμανική πολιτική προς την Ρωσία , η οποία κυριαρχείτο απόοικονομικά συμφέροντα , τώρα μεταβλήθηκε και καθοδηγείται από πολιτικάσυμφέροντα. Η καγκελάριος Μέρκελ κατέστησε σαφές στις γερμανικές επιχειρήσεις(και στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ) ότι πρέπει να αποδεχτούν τις κυρώσεις έναντι τηςΡωσίας διότι η προσάρτηση της Κριμαίας και ο ασύμμετρος πόλεμος στην Α.Ουκρανία υποσκάπτουν την ευρωπαϊκή ειρήνη. Ομάδες συμφερόντων , όπως ηΟμοσπονδία των Γερμανικών Επιχειρήσεων [Federation of German Industries (BDI)]καθώς και η Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων με την Ανατολική Ευρώπη [Committee on Eastern European Economic Relations (Ostausschuss)] δέχτηκαν αυτήτη στροφή.Δεύτερον, ενώ μέχρι τώρα οι Γερμανορωσικές σχέσεις βασίζονταν σε μια σχέσηwin-win, με συνεχή ανάπτυξη της εμπιστοσύνης και του αμοιβαίου συμφέροντος ,σήμερα οι γερμανικές αρχηγεσίες θα πρέπει να συνηθίσουν σε καταστάσεις όχιπαρόμοιες αλλά κυριαρχούμενες από πολιτικούς σκοπούς. Σκοπούς κυριαρχίαςδηλαδή. Μάλιστα με ένα παίκτη ο οποίος είναι συνηθισμένος σε παρόμοια παίγνιααλλά και αποφασισμένος να τα οδηγήσει στα όρια τους. Το συγκεκριμένο παίγνιοσαφώς θέτει εν κινδύνω τα συμφέροντα των γερμανικών ενεργειακών εταιρειών καιόλων εκείνων των εταιρειών που έχουν επενδύσει στη Ρωσία.Τρίτον, η όλη σύλληψη της γερμανικής πολιτικής προς την Ρωσία, υποστήριξη πολιτικώναλλαγών μέσω εμβάθυνσης των οικονομικών σχέσεων φαίνεται ότι αποτυγχάνει. Άλλωστεαυτές οι εξελίξεις αποτελούν κάτι το αναμενόμενο για όσους έχουν στέρεη γνώση τηςιστορίας και δεν παρασύρονται από ανιστόρητα φληναφήματα. Ο σκληρός πυρήνας τηςπολιτικής εμφανίζεται με μεγαλοπρέπεια και παρασύρει τις όποιες οικονομικές 28

δεσμεύσεις.Οι γερμανικές εξαγωγές στη Ρωσία μειώθηκαν περίπου κατά 20% το 2014 σε σχέση με το2013, ενώ αναμένεται να μειωθούν κατά 1/3 το 2015 πάντα σε σχέση με το 2013. Το 2013 ηΡωσία αποτελούσε τον 11ο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας ενώ το 2014 υποχώρησε αρκετάΤο 2014 οι εξαγωγές της Γερμανίας, στη Ρωσία, ήταν 29,3 δις ευρώ και οι εισαγωγές38,5 δις ευρώ. Πρόκειται για σημαντικό εταίρο και ποσοτικά αλλά κυρίως ποιοτικά,δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των ρωσικών εισαγωγών αφορά σε ενέργεια.Παράλληλα μεγάλο ύψος γερμανικών κεφαλαίων επενδύθηκαν στη Ρωσία καιαντιστρόφως ρωσικά κεφάλαια στην Γερμανία, προωθώντας την αλληλεξάρτηση τωνδύο χωρών. Τη σημαντική θέση που κατέχουν οι ρωσικές εξαγωγές ενέργειας για τηΓερμανία δείχνει και η προσπάθεια της (μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών) ναεντάξει τη Ρωσία στην Καταναλωτική Ένωση [ Customs Union (CU)] αλλά και στηνΕυρωασιατική Οικονομική Ένωση [ Eurasian Economic Union (EEU) ] μαζί μεχώρες όπως Καζακστάν, Λευκορωσία, Αρμενία).Η συμπεριφορά της Γερμανίας μπορεί να εξηγηθεί ίσως με τη θέση ότι τα κράτη στονπροσδιορισμό των Εθνικών Συμφερόντων, μπορούν να αγνοήσουν ή να υποτιμήσουν τιςάτεγκτες γεωπολιτικές αναγκαιότητες επί χρόνια, επί δεκαετίες, πλήν όχι εσαεί.Ανεξαρτήτως των αμερικανικών πιέσεων που ήταν έντονες και εμφανείς , φαίνεται ότι ηΓερμανία αξιολόγησε ως πρώτα τα γεωπολιτικά συμφραζόμενα στην παρούσα φάση. Στοσημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί η διαφορετική συμπεριφορά της Γερμανίας σταγεγονότα της Γεωργίας το 2008. Συγκεκριμένα το 2009, ακριβώς ένα χρόνο μετά τηνστρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στη Ν Οσσετία και στην Αμπχαζία , η Α. Μέρκελυπέγραψε «μια στρατηγική συνεργασία» για την μεγαλύτερη και βαθύτερη συνεργασία τωνδύο χωρών με στόχο το οικονομικό και βιομηχανικό συμφέρον τους. Παράλληλα θα πρέπεινα αναφερθεί ότι η Γερμανία μέχρι σήμερα είχε αγνοήσει οποιαδήποτε ένσταση είχανπροβάλει οι Βαλτικές χώρες και η Πολωνία σχετικά με τη στενή συνεργασία της με τηνΡωσία.III.Οι τρεις βασικές επιλογές.Η παραδοσιακή ευρωπαϊκή επιλογή («ολοκλήρωση» ΕΕ, επί τη βάσει του Γαλλο-Γερμανικού Άξονα). Μέσα στα πλαίσια της Δύσης.Τα βασικά προβλήματα αυτής της επιλογής. 29

Η Ευρώπη είναι ο κλασικός ιστορικός χώρος μιας πολυμορφίας που βρίσκειέκφραση στην ευρωπαϊκή πολυκρατικότητα. Οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι συνειδησιακάταυτισμένοι με το κράτος ως θεσμική κατοχύρωση και έκφραση της «πατρίδος τους»της γλώσσας τους, της ιστορίας τους, των παραδόσεών τους , σε πολλές περιπτώσειςτου θρησκευτικού δόγματος που επικρατεί, ακόμα δε της εθνικής τους φυσιογνωμίας.Η αστική διατύπωση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας έχει υπερβεί κατά πολύ κάθεπρογενέστερη διατύπωση της νεωτερικής έννοιας της κυριαρχίας. Η εθνικήιδιαιτερότητα είναι μια κραταιά καθολικότητα. Όλα τα νήματα μιας μακριάς εξέλιξηςκατέληξαν στην Ταυτότητα , δηλαδή την πνευματική ουσία, του λαού και του έθνους.Υπάρχει ένα έδαφος εμπλουτισμένο με πολιτισμικές σημασίες., με μια κοινή ιστορίακαι μια γλωσσική κοινότητα. Υπάρχει όμως επιπλέον η εδραίωση μιας ταξικής νίκης,μιας σταθερής αγοράς, η δυνατότητα οικονομικής επέκτασης και νέοι χώροι γιαεπενδύσεις και εκπολιτισμό. Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας εγγυάται μιαδιαρκώς ενισχυόμενη νομιμοποίηση και το δικαίωμα και την εξουσία μιας ιερής καιαπαραβίαστης , ακαταπολέμητης ενότητας.17[17]Είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν τη «σιγουριά της γνώριμης και οικείας εστίαςτους» και να συναινέσουν σε κάτι που είναι απόμακρο , άγνωστο , μη οικείο,γραφειοκρατικό τεχνοκρατικό και απροσπέλαστο. Οι θεσμοί των Βρυξελλώνθεωρούνται απόμακροι και νεφελώδεις.18[18] Σε αντίθεση με τα κρατικάΚοινοβούλια, τα πολιτικά κόμματα, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και όλες τιςσυνιστώσες του έθνους-κράτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καταφέρει καθ’ όλητη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής να δημιουργήσει οποιοδήποτε δεσμό με τονΕυρωπαίο πολίτη. Για παράδειγμα, ακόμη και ο πιο ενημερωμένος κεντροδεξιός ήκεντροαριστερός Ευρωπαίος ελάχιστα κόπτεται για τις τύχες του Ευρωπαϊκού Λαϊκούή Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τις ιδέες του στοΕυρωκοινοβούλιο. Φαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή είναι προτιμητέα «η τυραννίατης οικειότητας» από το φόβο του απόμακρου και μη οικείου υπερκράτους. Ηαντίθεση των ευρωπαϊκών λαών φυσικά δεν είναι ομοιόμορφη μεταξύ των κρατών –μελών αλλά και υπό μίαν άποψη δεν είναι ούτε εντελώς μετρήσιμη διότι βασίζεται σεορισμένες εκφάνσεις του «φαντασιακού» κάθε λαού που καμιά «συνολο-ταυτιστική»19[19] ή «ορθολογική»20[20] μέθοδος δεν δύναται να την καταγράψειΕκφράζεται όμως σε σημαντικές καμπές της ιστορίας και αυτό είναι εμφανές και σταπρόσφατα δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ή την Ευρωπαϊκή Συνθήκη17[17] Τα ζητήματα αυτά διαπραγματεύεται έξοχα ο Κ. Τσουκαλάς , Η Εξουσία ως Λαός καιως Έθνος. Θεμέλιο 1999. Το σημαντικό στην προσέγγιση του Τσουκαλά είναι η κατάδειξητων αδυναμιών που ενυπάρχουν εγγενώς και εξ αρχής στην όλη προσπάθεια εκ μέρους τηςφιλελεύθερης ιδεολογίας και του φορέα της , την αστική τάξη, της έγκυρης θεμελίωσης τουόλου εγχειρήματος και της υπέρβασης των εσωτερικών αντιθέσεων του. Σύμφωνα με τονσυγγραφέα η όλη κατασκευή παραμένει αθεμελίωτη και έωλη αποτελώντας ξεκάθαραμέρος του πολιτικού εξουσιαστικού φαινομένου .18[18] Αυτό αποτελεί άλλωστε ένα βασικό επιχείρημα του Σοσιαλιστικού ΚόμματοςΟλλανδίας.19[19] Για το ζήτημα αυτό δες: Κ. Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.Ράππα 1988.20[20] Δες, Π.Κονδύλης, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Θεμέλιο 2007. Τόμος Β. 30

αλλά όχι μόνο σε αυτά. .21[21] Παρά τη θεσμική ανάπτυξη του ευρωπαϊκούοικοδομήματος, το έθνος-κράτος παραμένει ο κύριος εκφραστής της πολιτικής καιστρατιωτικής ισχύος, ο αποδέκτης κοινωνικών αιτημάτων, αλλά και το βασικόσημείο αναφοράς στην οργάνωση των κοινωνιών. Εν ολίγοις, η αποτυχία ή οεξευτελισμός της Ευρώπης δεν φαίνεται να βαρύνει ουδόλως στις συνειδήσεις τωνπολιτών της, όπως θα συνέβαινε με την πατρίδα τους. Επιπλέον, η απόρριψη μιαςσυνθήκης δεν έχει κάποιο άμεσο και εμφανές αντίκτυπο στην καθημερινότητα τωνΕυρωπαίων, εκτός ίσως από τον προβληματισμό που δημιουργεί στους πολιτικούςτους ηγέτες, κάτι που ελάχιστα συγκινεί. Είναι νομίζω η απόδειξη ότι «κανείς δενερωτεύεται έννοιες όπως η κοινή αγορά». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ευνόητα μπορείνα υποστηριχθεί ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι σχεδόν αδύνατη, ελλείψει ενός«ευρωπαϊκού πατριωτισμού».Όμως δεν είναι μόνο οι ευρωπαϊκοί λαοί που παρουσιάζουν έντονη ή λιγότεροέντονη αντίθεση να «παραχωρήσουν» μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της εθνικήςτους κυριαρχίας σε κάποιο υπερκρατικό μόρφωμα . Είναι και τα ίδια τα κράτη με τιςκυβερνήσεις τους που δυσκολεύονται να προβούν σε αυτή τη διαδικασία , παρά ταόσα δημοσίως λέγονται.Είναι ανεξίτηλα τα σημάδια που άφησε η ιστορία στις κρατικές οντότητες της ΕΕ.Ανεξίτηλα αλλά και πολύ διαφορετικά. Είναι υπαρκτός ο διαφορετικός τρόπος μετον οποίο η Πολωνία αντιμετωπίζει τις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία αλλά και οιεπιφυλάξεις που έχει και ενίοτε διατυπώνει ακόμα και με την Γερμανία. Το ίδιομπορεί ανεπιφύλακτα να ειπωθεί για τις χώρες τις Βαλτικής αναφορικά με τη Ρωσία.Η Ελλάδα παρά την επίσημη θέση της στο ζήτημα της εισόδου της Τουρκίας στηνΈνωση είναι βέβαιον ότι αισθάνεται απειλούμενη και ως εκ τούτου (θα έπρεπε να)αντιμετωπίζει το πρόβλημα με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Τα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη βίαιη διάλυση τηςΓιουγκοσλαβίας έχουν εισέλθει σε κατάσταση ρευστότητας παρά τα«σταθεροποιητικά» μέτρα που έχουν ληφθεί με την είσοδο της πλειοψηφίας τωνχωρών στο ΝΑΤΟ. Τα ζητήματα του Κοσσόβου και της ΠΓΔΜ εξακολουθούν νααποτελούν πηγές αποσταθεροποίησης. Όλα αυτά εκτός ότι δημιουργούν προβλήματαμεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων «περιφερειακών» χωρών αποτελούν και εξίσουπροβλήματα και των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ που τα συμφέροντά τους απλώνονταιτουλάχιστον σε ολόκληρη την επικράτεια της . Η Μ. Βρετανία έχει επιλέξει να δρα,από τότε που υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία ,πάντοτευπό και σε συνεργασία με τις ΗΠΑ22[22]. Αντιθέτως η Γαλλία αποφεύγει να δρα μετρόπο που να δηλώνει πλήρη υποταγή ή συμφωνία με τις ΗΠΑ. Η Γερμανία μετά τηνειρηνική ενοποίηση του γεωγραφικού της χώρου επιχειρεί σιγά αλλά σταθερά τηναποκατάσταση της προπολεμικής ζώνης επιρροής της στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Τοδιάβασμα της ιστορίας δεν γίνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο από τις μεγάλες ( αλλά καιμικρές) ευρωπαϊκές δυνάμεις και δεν συνάγονται από όλες τα ίδια συμπεράσματα.21[21] Είναι παραδειγματική η περίπτωση για τον ιρλανδικό λαό που απέρριψε τηνΕυρωσυνθήκη, τη στιγμή που το 87% των πολιτών του θεωρεί ότι ωφελήθηκε από τηνΕυρωπαϊκή Ένωση.22[22] Εκτός των άλλων ίσως η παταγώδης αποτυχία στο Σουέζ το 1956, σε συνεργασία μετη Γαλλία , να έχει παίξει καταλυτικό ρόλο σε αυτή την επιλογή. Το ίδιο γεγονός φαίνεταινα οδήγησε την Γαλλία σε αντίθετα συμπεράσματα που συνοψίζονται στο «ποτέ πλήρηεξάρτηση από τις ΗΠΑ». 31

Κάθε μεγάλη δύναμη της ΕΕ συμμετέχει στις κοινές διαδικασίες πρωταρχικά ωςφορέας των συμφερόντων της εθνικής της κυριαρχίας και για αυτό άλλωστε οιόποιες αποφάσεις έχουν ληφθεί αποτελούν προϊόν συμβιβασμού και διαφύλαξης τωνσυμφερόντων τους . Κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη έχει συγκεκριμένο σχέδιο γιατην πορεία της ΕΕ ενταγμένο στη δική της πλανητική ή περιφερειακή στρατηγική.Το Εθνικό Συμφέρον δεν εκλείπει αλλά επιδιώκεται ολοένα και περισσότερο ναεξυπηρετείται όχι προδήλως και ευθέως αλλά μέσω της επιρροής την οποία τα κράτηασκούν στους κοινούς θεσμούς και στις κοινές πολιτικές των πολυμερών ή διεθνώνδομών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση στους θεσμούς και τις πολιτικές της ΕΕ. Οιδιακυβερνητικοί θεσμοί «αποτελούν σκληρές αρένες εργαλειακών διακρατικώνδιαπραγματεύσεων» στερούμενοι της ικανότητας να παράγουν συλλογικέςνόρμες23[23]Η εθνική σε αντιπαράθεση με την ευρωπαϊκή προσέγγιση ως προς τη μεταφοράμέρους της εθνικής κυριαρχίας σε κεντρικό «ομοσπονδιακό» επίπεδο είναι βαθιάριζωμένη σε σειρά χωρών. Αλλά και μεταξύ των χωρών που φαίνεται να επιθυμούντην πολιτική ολοκλήρωση υπάρχουν κράτη που είναι υπέρ της συνομοσπονδίας24[24]και όχι της ομοσπονδίας25[25].Δέχονται τη μείωση της εθνικής κυριαρχίας χωρίς την23[23] B. Rosamond, Theories of European Integration, Basingstoke, Macmillan 2000, σελίδα154.24[24] «Το συνομοσπονδιακό πρότυπο αφορά στη συνένωση κυρίαρχων κρατών μέσω μιαςΔιεθνούς Συνθήκης και όχι μέσω ενός τυπικού ή άτυπου συντάγματος. Το εν λόγω πρότυποπρεσβεύει ότι η δημοκρατική αρχή υπηρετείται καλύτερα από την ανάδυση μιαδημοκρατικής κοινωνίας κρατών και όχι από τη συγκρότηση μιας νέας πολιτείας,αποτελούμενης από το δικό της δήμο, ως ανώτατη νομιμοποιητική αρχή του κοινούσυστήματος. Σε μια συνομοσπονδιακή μορφή συνένωσης, τα συστατικά μέρη διατηρούν τοδικαίωμα στην αυτοδιοίκηση και την ικανότητα να φτάνουν σε αμοιβαίως επωφελήαποτελέσματα πολιτικής μέσω διαπραγματευόμενων συμφωνιών, χωρίς να εγκαθιδρύουνμια ενιαία ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η πολιτική εξουσία στο κοινό πλαίσιο ασκείται μέσωτης συνδιαχείρισης των εθνικών κυριαρχιών, η οποία παραπέμπει στη λογική τηςσυγκυριαρχίας. Αν και μια συνομοσπονδία περιλαμβάνει ένα ευρύτατο φάσμα θεσμικώνδυνατοτήτων, η οργάνωση της κεντρικής διοίκησης, εξακολουθεί να στηρίζεται στιςσυνταγματικές τάξεις των μερών. Η ΕΕ δανείζεται σήμερα μια σειρά από συνομοσπονδιακάστοιχεία , αποτελώντας μια εξελιγμένη μορφή περιφερειακής συνομοσπονδίωσης, με τακράτη να διαχειρίζονται από κοινού ακόμη και θεμελιώδεις πολιτικές εξουσίες μέσω τωνκοινών θεσμών διακυβέρνησης.» Δ. Ν. Χρυσοχόου , Δοκίμιο για τη Διεθνή Θεωρία.Παπαζήση 2006, σελίδες 226-227.25[25] «Από την πλευρά του , το ομοσπονδιακό πρότυπο αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενόςσύνθετου δήμου, στη διάχυση της πολιτικής ισχύος στα μέρη , στην πολιτική μάθηση καικοινωνικοποίηση των μειονοτήτων , και στη διασφάλιση συνταγματικών εγγυήσεων,ελέγχων και ισορροπιών, ώστε κάθε ομόσπονδη πολιτεία να εκπροσωπείται σε κεντρικόεπίπεδο. Στις ομοσπονδιακές ιδιότητες συγκαταλέγεται και η συντακτική εξουσία τουδήμου, ως πολιτειακά αυτοκαθοριζόμενης ενότητας». Δ. Ν. Χρυσοχόου , Δοκίμιο για τηΔιεθνή Θεωρία. Παπαζήση 2006, σελίδα 227. Για όλες τις λεγόμενες «κρατοκεντρικές 32




Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook