ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ Εξάρτηση είναι η παρόρμηση να επαναλαμβάνει κάποιος μια συμπεριφορά ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα αυτής και να μην μπορεί να κάνει χωρίς το αντικείμενο της εξάρτησης του. Η εξάρτηση από ουσίες χαρακτηρίζεται από την έντονη ανάγκη του ατόμου να συνεχίσει να λαμβάνει την ουσία παρά τις αρνητικές συνέπειες από τη λήψη της. Η εξάρτηση διακρίνεται σε: Σωματική: κατάσταση στην οποία η συστηματική χρήση μιας ουσίας είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού και βιώνει συμπτώματα στέρησης, έντονα δηλαδή σωματικά ενοχλήματα («στερητικό σύνδρομο»). Ψυχική: Το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στη ζωή του χωρίς την ουσία. Μια ουσία μπορεί να προκαλεί σωματική και ψυχική εξάρτηση ή μόνο ψυχική. Για να χαρακτηριστεί κάποιος εξαρτημένος χρειάζεται να εμφανίζει κάποια από τα παρακάτω συμπτώματα: Το άτομο επιθυμεί έντονα τη χρήση της ουσίας Το άτομο δεν μπορεί να ελέγξει ή να μειώσει τη χρήση της ουσίας Χρειάζεται να λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες δόσεις για να επιτύχει τα ίδια αποτελέσματα - φαινόμενο της «ανοχής» σε μια ουσία Εμφανίζει σωματικά ή / και ψυχολογικά συμπτώματα - σύνδρομο στέρησης - όταν διακόπτει ή μειώνει τη χρήση της ουσίας Βιώνει αρνητικές συνέπειες στη ζωή του λόγω της χρήσης της ουσίας, όπως σωματικά ή /και ψυχικά προβλήματα, μειωμένη απόδοση σε σημαντικούς τομείς Εγκαταλείπει ή αδιαφορεί για σημαντικές δραστηριότητες όπως η εργασία ή το σχολείο του, οι σχέσεις με τους φίλους, το σύντροφο, την οικογένεια, τα χόμπυ του κ.α. Καταναλώνει σημαντικό χρόνο για την αναζήτηση, χρήση και αντιμετώπιση των επιδράσεων της ουσίας
Εξάρτηση στα ναρκωτικά Τα τελευταία χρόνια, στις σύγχρονες κοινωνίες έχει καθιερωθεί ο όρος «ουσιοεξάρτηση», ερχόμενος δόκιμα να αντικαταστήσει τον ορό «ναρκωτικά». Αυτή η μετατροπή φαίνεται πως έγινε στην προσπάθεια των επιστημόνων και των ερευνητών που ασχολούνταν με το φαινόμενο της «ναρκομανίας», να χρησιμοποιήσουν ένα ευρύτερο ορό που δεν θα εστιάζει μόνο στο «μέσο» αλλά θα επικεντρώνεται και στον τρόπο χρήσης αυτού. Έτσι λοιπόν, το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στην κακή χρήση των φαρμάκων-ουσιών, που εκ πρώτης ήρθαν να καλύψουν νέες προϋποθέσεις θεραπευτικών οδών και εκ των υστέρων κατέληξαν στο να καταναλώνονται απερίσκεπτα, χωρίς την απαραίτητη ενημέρωση και συνταγογράφηση ειδικού, από ένα ευρύτερο κοινό που αγνοούσε τις συνέπειες της αλόγιστης χρήσης που προκαλούσε εξάρτηση και εθισμό. Είναι εύλογο λοιπόν το φαινόμενο της ουσιοεξάρτησης να παίρνει διαστάσεις κοινωνικό-οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές. Το βασικό ερώτημα όμως, ήταν πάντα, πώς γίνεται να περιορίσουμε ή ακόμα και να εξαλείψουμε αυτό το φαινόμενο ; Η απάντηση θεωρούμε πως βρίσκεται στη προσπάθεια να δημιουργηθεί μια κοινή παγκόσμια βασιζόμενη στο ενιαίο τρίπτυχο, της πρόληψης (αποφυγή χρήσης και την έγκαιρη αποτρεπτική παρέμβαση), της αποτελεσματικής θεραπείας και της κοινωνικής (με την ευρεία έννοια) αποκατάστασης των ουσιοεξαρτημένων ατόμων. (Λιάππας, Πομίνι, 2004) Το πρόβλημα βέβαια που προκύπτει πάντα είναι, ότι από τη θεωρία στη πράξη μεσολαβούν πλείστοι αποτρεπτικοί παράγοντες και εμπόδια που χρειάζονται χρόνια για να αντιμετωπιστούν. Γι’ αυτό το λόγο και επειδή η βιβλιογραφία της συγκεκριμένης θεματολογίας ξεπερνά τα 40 χρόνια ερευνών, θα μείνω στη φράση του κυρίου Στεφάνη ότι «Όσο τα μέτρα πρόληψης είναι αποτελεσματικά τόσο μειώνεται η ανάγκη για θεραπεία και συνακόλουθα η αποκατάσταση». (Λιάππας, Πομίνι, 2004)
Απ’ τη στιγμή λοιπόν που το κύριο συστατικό της πρόληψης είναι αναμφισβήτητα η σωστή ενημέρωση, θεωρούμε υποχρέωση μου, έστω και με λίγα λόγια να παραθέσω τον ορισμό της «Ναρκομανίας», τα πιθανά αίτια, τις συνέπειες και τον τρόπο θεραπείας που συγκεντρώθηκαν από βιβλιογραφική ανασκόπηση. Ναρκομανία Σύμφωνα με τον ορισμό που υιοθέτησε και χρησιμοποίει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας του Ο.Η.Ε., «ναρκομανία είναι η κατάσταση περιοδικής ή χρόνιας τοξίνωσης η οποία είναι επιβλαβής για το άτομο και το κοινωνικό σύνολο και δημιουργείται με την επαναλαμβανομένη χρήση αυτούσιου η συνθετικού φαρμάκου». Τα κύρια χαρακτηριστικά της ναρκομανίας και κατ’ επέκταση της συμπεριφοράς του ναρκομανή είναι : 1. μια ακατανίκητη ανάγκη και καταναγκαστική επιθυμία για τη συνεχή χρήση του φαρμάκου και την απόκτηση του με οποιονδήποτε τρόπο 2. μια συγκεκριμένη τάση αύξησης των δόσεων 3. μια ψυχική ή ψυχολογική εξάρτηση και, ανάλογα με το φάρμακο, μια οργανική εξάρτηση από τις επιδράσεις του. (Πιπερόπουλος, Ιούνιος - Ιούλιος 2002) Αίτια Ψάχνοντας βιβλιογραφία για τα αίτια του εθισμού σε ναρκωτικές ουσίες συνειδητοποιούμε ότι λόγω της μεγάλης γκάμας ουσιών που συμπεριλαμβάνεται κάτω από το πρίσμα της ναρκομανίας (ηρωίνη, κοκαΐνη, όπιο, μαριχουάνα, βαρβιτουρικά, αμφεταμίνες κ.α.) η συγκεκριμενοποίηση των λόγων που οδήγησαν κάποιον να γίνει ναρκομανής είναι πραγματικά ανέφικτη, χρειάζεται να καταγράφουν τόμοι ολόκληροι για να καλύψουν ολόκληρο αυτό το φάσμα. Όμως παρόλα αυτά πρέπει να γίνει ότι «κανένας δεν γίνεται τυχαία τοξικομανής». Επιστημονικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι η αιτιολογία είναι ένα πολύπλοκο θέμα που περιλαμβάνει κοινωνικούς, βιολογικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Θα αναφερθώ επιγραμματικά και στους τρεις παραπάνω παράγοντες.. (Epstein, 2001·Μάτσα, 2004α·Χριστοπούλου, 2008)
α) Οι βιολογικοί παράγοντες συμβάλλουν στην έναρξη της χρήσης και κατάχρησης με διαφόρους τρόπους. Συμφωνά με έρευνες σε διδύμους το κύριο λόγο έχει η κληρονομικότητα με ποσοστό κατάχρησης ουσιών 85% και χρήσης 35%. (Kendler, Kristen, Prescott & Neal, 2003) β) Oι κοινωνικοί παράγοντες που οδηγούν εν μέρει σε χρήση ουσιών είναι η ανεργία, η φτώχεια, ο ρατσισμός, ο πόλεμος κ.α.(Μάτσα, 2000·Μιχαλαρέας, 2001·Νικολάου, 1988·Χριστοπούλου, 2008) γ) Τέλος οι απόψεις για τους ψυχολογικούς παράγοντες, ενώ διαφέρουν ως προς τις τοποθετήσεις των ειδικών, συγκλίνουν σ’ ένα βασικό άξονα, ο όποιος προτάθηκε αρχικά από τον Cooper (1994) που είπε ότι η προβληματική χρήση ουσιών οφείλεται στο γεγονός ότι η χρήση της ουσίας μειώνει την εσωτερική ένταση. Η άποψη αυτή έχει οδηγήσει στη θεωρία αυτοφαρμακευτικής χρήσης, σύμφωνα με την οποία οι χρήστες λαμβάνουν ουσίες επιχειρώντας με λανθασμένο τρόπο την αυτοίασή τους. (Χριστοπούλου, 2008) Επίσης θεωρητικές προσεγγίσεις όπως η συμπεριφοριστική και η ψυχαναλυτική υποστηρίζουν βάση εμπειρικών ευρημάτων ότι μεγάλο ποσοστό χρηστών παρουσιάζουν ψυχιατρική συνοσηρότητα (Μάτσα, 2004β · Swendsen & Merikangas, 2000 · Tζουμαλάκη, 2004 · Χριστοπούλου, 2008). Κλινικές παρατηρήσεις συσχετίζουν ειδικά το άγχος (Χριστοπούλου, 2008) και την κατάθλιψη (Αλεξανδρίδης, 2004 · Σαββόπουλος, 2004·Χριστοπούλου, 2008) με τη προβληματική χρήση. Συμπτώματα και Συνέπειες Η χρήση ναρκωτικών ουσιών διαταράσσει τη λειτουργία εγκεφαλικών περιοχών που είναι κρίσιμες για την κίνηση, τη μνήμη, τη μάθηση, την κρίση και τον αυτοέλεγχο. Για το λόγο αυτό οι έφηβοι που κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών αντιμετωπίζουν προβλήματα στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, έχουν κακή ακαδημαϊκή επίδοση, παρουσιάζουν προβλήματα υγείας (όπως και ψυχολογικά προβλήματα) ενώ σε μεγάλο ποσοστό, παρουσιάζουν παραβατική συμπεριφορά. Οι ενήλικες χάνουν την ικανότητα να σκέφτονται ξεκάθαρα, να θυμούνται, να συγκεντρώνονται και να αποδίδουν στην εργασία τους, ενώ συχνά επιδεικνύουν κακή κοινωνική συμπεριφορά και δεν διατηρούν καλές διαπροσωπικές σχέσεις. Η χρήση ναρκωτικών ουσιών (παράνομων ή μη) όμως βλάπτει και το έμβρυο, καθώς μπορεί να προκαλέσει πρόωρο
τοκετό και να επηρεάσει αρνητικά την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού, όπως και τη μετέπειτα συμπεριφορά του. (Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ναρκωτικά 2008 - 2012) Θεραπεία Η «θεραπεία» στη προκείμενη περίπτωση είναι μια συντονισμένη εφαρμογή ιατρικών, ψυχολογικών, κοινωνιολογικών, παιδαγωγικών και άλλων αποθεμάτων γνώσεων, ώστε οι ναρκομανείς να μπορέσουν να επανενταχτούν κανονικά στην ομαλή και θετική κοινωνική ζωή. Διότι ο τελικός στόχος για μια επιτυχημένη θεραπεία είναι να μην υπάρξουν παλινδρομήσεις σε παλαιότερο «στυλ» ζωής του τοξικομανούς, αλλά να επιτευχτεί μια ομαλή επανένταξη του σε μια νορμάλ παραγωγική ζωή. Οι προτεινόμενες μέθοδοι θεραπείας είναι αρχικά η αποτοξίνωση, που πραγματοποιείται σε ειδικές κλινικές ή ακόμη και σε πτέρυγες δημόσιων νοσοκομείων. Έπειτα είναι θεραπευτική αγωγή με «υποκατάστατα» όπως για παράδειγμα η χρήση «μεθαδόνης» ως υποκατάστατο της ηρωίνης και άλλων οπιοειδών ουσιών. Τέλος είναι η ψυχοθεραπεία και οι Θεραπευτικές κοινότητες που κατά κανόνα χρησιμοποιούν τη μέθοδο «αυτοβοήθειας». (Πιπερόπουλος, 2008) Οι παραπάνω μέθοδοι δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν ξεχωριστά, αντιθέτως είναι επιτακτική η ανάγκη να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά. Για παράδειγμα η μέθοδος αποτοξίνωσης περιορίζεται όπως λέει και η λέξη στην απαλλαγή της οργανικής εξής του ναρκομανούς, και όπως προανέφερα αυτό δεν επαρκεί για να επιτευχτεί ο τελικός στόχος επανένταξης του ατόμου. Χρειάζεται συνδυαστικά ψυχοθεραπευτική βοήθεια.
Εξάρτηση στον τζόγο Ο εθισμός στον τζόγο θεωρείται ως μία από τις εξαρτήσεις σε συμπεριφορές, παρόμοια με την εξάρτηση στο διαδίκτυο, στην αγορά διάφορων προϊόντων, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια κ.λπ. Τα σημερινά επιστημονικά ψυχολογικά δεδομένα, ανάγουν την εξάρτηση από τον τζόγο στο φάσμα της προβληματικής της διαταραχής του ελέγχου των παρορμήσεων αλλά και στην προβληματική της εξάρτησης. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό σε αυτού του τύπου τις ψυχολογικές εξαρτήσεις και συμπεριφορές είναι ότι δεν οφείλονται, ούτε προκαλούνται από την πρόσληψη κάποιας ψυχοδραστικής ουσίας, αφού το αίσθημα ευφορίας και ηδονής που αισθάνεται το εξαρτημένο άτομο προέρχεται από ουσίες που το ίδιο το σώμα και ο εγκέφαλος παράγουν. Αίτια Τα αίτια της εξάρτησης από τον τζόγο, μπορούν να διαφανούν μέσα από τη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών των εξαρτημένων ατόμων, και εντοπίζονται κυρίως σε τρεις πτυχές του παθολογικού τζόγου: α. την παρορμητικότητα, β. τον ψυχαναγκασμό, γ. την εθιστική συμπεριφορά. Όσον αφορά στην παρορμητικότητα, ο εξαρτημένος-παθολογικός τζογαδόρος, δεν βιώνει καμία ικανοποίηση από τα συνηθισμένα, καθημερινά πράγματα και καταστάσεις που υπάρχουν στη ζωή του και αναζητεί τον συναισθηματικό ερεθισμό και την αντιμετώπιση της ανηδονίας μέσα από την ενασχόληση με τον τζόγο, προσπαθώντας να ζήσει μία έντονη συγκίνηση τζογάροντας, ώστε στιγμιαία να εκφορτιστεί συναισθηματικά. Μέσα σε αυτό λοιπόν το ψυχολογικό πλαίσιο, οι αποφάσεις λαμβάνονται αστραπιαία και οι συμπεριφορές προκύπτουν παρορμητικά, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και χρήση της λογικής, ενώ ο παθολογικός τζογαδόρος βρίσκεται σε μία συνεχή ένταση και ανησυχία που τον εξαντλεί ψυχολογικά. Αναφορικά με τον ψυχαναγκασμό, ο εξαρτημένος «παίζει» ακατάπαυστα, έχοντας στο μυαλό του πως αν δεν βγει από το παιχνίδι, κάποια στιγμή η τύχη του θα αλλάξει, θα του γυρίσει η γρουσουζιά σε καλοτυχία και θα «πιάσει την καλή». Αυτή η ψευδαίσθηση κατατρώει το μυαλό του και δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο του τύπου «συνεχίζω και τζογάρω, διότι αν δεν το κάνω θα χάσω το ποντάρισμα ή το στοίχημα με το οποίο θα ρεφάρω». Ο ψυχαναγκαστικός αυτός φόβος
αποτελεί το δεύτερο κυρίαρχο αίτιο του φαινομένου της εξάρτησης από τον τζόγο. Τέλος, σχετικά με την εθιστική συμπεριφορά, ο σωματικός εθισμός σχετίζεται με τη συναισθηματική ένταση την οποία εγκεφαλικά βιώνει το άτομο κατά τη νευροδιαβίβαση, την ώρα που «παίρνει» το αποτέλεσμα του στοιχήματος. Η ένταση αυτής της απόλαυσης βιώνεται στο μέγιστο εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή και εναλλάσσεται με συναισθήματα και σκέψεις που σχετίζονται με την επιτυχία του κέρδους ή με την απογοήτευση της ατυχίας και της αποτυχίας του στοιχήματος. Συμπτώματα Δεδομένου ότι ο παθολογικός τζόγος δεν είναι μια σωματική ασθένεια, τα συμπτώματα του εθισμού είναι μερικές φορές δύσκολο να ανιχνευθούν και μπορεί να γίνονται αντιληπτά μόνο από όσους συνδέονται πολύ στενά με τον παίκτη. Γενικά, τα σημάδια εθισμού στον τζόγο εμφανίζονται όταν η συμπεριφορά του παίκτη επηρεάζει την καθημερινότητα και τις σχέσεις του. Συγκεκριμένα, ο εθισμένος στον τζόγο παίκτης παρουσιάζει συμπεριφορές όπως: Έντονη ενασχόληση με τον τζόγο, ανησυχία και ευερεθιστότητα όταν επιχειρεί να τον διακόψει ή να τον ελαττώσει. Τάση δανεισμού χρημάτων, για να αντιμετωπίσει προσωρινά τα οικονομικά του προβλήματα. Επανειλημμένες ανεπιτυχείς προσπάθειες να ελέγξει, να ελαττώσει ή να διακόψει τον τζόγο. Πολύωρα ή αδικαιολόγητα διαστήματα απουσίας από το σπίτι και τη δουλειά. Αλλεπάλληλα δάνεια, υπερφορτωμένες πιστωτικές κάρτες, ακάλυπτους λογαριασμούς και αδικαιολόγητη απουσία χρημάτων από τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Εντατική μελέτη των προγραμμάτων και των προγνωστικών από την τηλεόραση, τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο. Απομόνωση προκειμένου να σκεφτεί τρόπους με τους οποίους θα παίξει ένα παιχνίδι.
Άρνηση απέναντι σε υποδείξεις ή αναφορές των άλλων για τον τρόπο με τον οποίο ασχολείται με τον τζόγο. Μείωση της αποδοτικότητας στην εργασία. Δυσφορία, θυμό και κλιμακούμενη ένταση, εάν κάτι τον εμποδίσει να παίξει. Θεραπεία Η συμμετοχή των συγγενών ή σημαντικών άλλων στη διαδικασία απεξάρτησης από τον τζόγο είναι πολύ σημαντική, γιατί ενισχύει τη θετική έκβαση της θεραπείας και συμβάλει στην αποκατάσταση της λειτουργικότητας της οικογένειας και των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, εκτός από τις θεραπευτικές παρεμβάσεις που περιλαμβάνουν ατομική και ομαδική συμβουλευτική για τον εξαρτημένο, στα προγράμματα του ΚΕΘΕΑ προσφέρεται και θεραπεία οικογένειας ή ζεύγους με στόχο την αποκατάσταση των οικογενειακών σχέσεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος συνειδητοποιούν πολύ πιο νωρίς από τον ίδιο τον εξαρτημένο ότι υπάρχει πρόβλημα, και μπορεί να αναζητήσουν βοήθεια πρώτοι. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι η αντιμετώπιση της εξάρτησης από τον τζόγο είναι πολυεπίπεδη και μακροχρόνια. Η θεραπεία απεξάρτησης από τον τζόγο στο ΚΕΘΕΑ στηρίζεται σε ένα εξατομικευμένο πλάνο που διαμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες του ενδιαφερόμενου, ώστε αυτός να μην αποκόπτεται από το περιβάλλον του και τις δραστηριότητές του. Στα θεραπευτικά προγράμματα παρέχεται ατομική συμβουλευτική, ομαδική ψυχοθεραπεία, ψυχιατρική υποστήριξη, οικογενειακή θεραπεία ή θεραπεία ζεύγους. Ο εξυπηρετούμενος προσέρχεται στο πρόγραμμα συνήθως 1-2 φορές την εβδομάδα, ανάλογα με τη θεραπευτική φάση στην οποία βρίσκεται. Tα προγράμματα στοχεύουν στην αντιμετώπιση των αιτιών που οδήγησαν στην εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια και στην οικοδόμηση ενός νέου τρόπου ζωής, απαλλαγμένου από το πρόβλημα.
Συγκεκριμένα, η θεραπευτική υποστήριξη που προσφέρεται περιλαμβάνει: Διερεύνηση και κατανόηση της πορείας που έχει οδηγήσει το άτομο στην προβληματική ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια. Στρατηγικές και μεθόδους για τη μείωση της ενασχόλησης με τον τζόγο. Ανάπτυξη κινήτρων για την αποχή. Εκπαίδευση για την αντιμετώπιση καταστάσεων υψηλού ρίσκου. Εκμάθηση μεθόδων επίλυσης προβλημάτων και διαχείρισης διαπροσωπικών σχέσεων. Θεραπεία οικογένειας και θεραπεία ζεύγους.
Αλκοολισμός Με τον όρο αλκοολισμός, δεν εννοούμε απλώς και μόνο την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ. Εννοούμε την εσωτερική απώλεια ελέγχου, την ανάγκη του ατόμου να καταναλώνει αλκοόλ με κάθε ευκαιρία και την εμφάνιση ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς κατά την χρήση. Το άτομο που πάσχει από αλκοολισμό χάνει σταδιακά, την ελευθερία του απέναντι στο αλκοόλ. Το μετατρέπει σε κεντρικό άξονα της ζωής του, χάνοντας οποιοδήποτε ενδιαφέρον για δουλειά, σπίτι, υποχρεώσεις και γενικά ανθρώπινη ζωή. Σημαντικό είναι να καταρριφθούν τα στερεότυπα και οι μύθοι που αφορούν την εξάρτηση από το αλκοόλ. Ο παλιός παραδοσιακός αλκοολικός που ζούσε και ήταν ανεκτός στο επίπεδο της γειτονιάς, δεν υπάρχει. Σήμερα αλκοολικοί είναι άνθρωποι κάθε ηλικίας, μόρφωσης .κοινωνικής τάξης και οικονομικού επιπέδου. Αλκοολικός μπορεί να γίνει ο καθένας. Ο αλκοολισμός είναι μία ύπουλη και προοδευτική ασθένεια. Αίτια ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ: Γενετική προδιάθεση (μεταλλαγές στο χρωμόσωμα 11 που επηρεάζουν την παραγωγή του υποδοχέα D2 της ντοπαμίνης, μειωμένη έκφραση του ενζύμου αφυδρογονάση της αλκοόλης). Τάση προς εθισμό. Ικανότης ανοχής του αλκοόλ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ: Άγχος, καταπίεση. Κατάθλιψη. Κοινωνική φοβία, εσωτερίκευση αισθημάτων. Διαταραχές προσωπικότητας (borderline προσωπικότητα. Γενικευμένο ψυχικό άλγος (πένθος, μετανάστευση, οικονομικές καταστροφές, απώλεια της ελευθερίας) Αξιοποίηση του αλκοόλ ως ψυχοφάρμακου (αντιμετώπιση αναστολών, άγχους, φοβίας, δυσφορίας, αϋπνίας) Εξάρτηση από άλλες ουσίες (ηρωίνη, κοκαΐνη, κάνναβις) και συμπεριφορές εξάρτησης (παθολογικό τυχερό παιχνίδι, βουλιμία,
ψυχογενής ανορεξία, δικτυακοί τόποι (site) με σεξουαλικό περιεχόμενο) ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ: Πίεση του ατόμου από τον κοινωνικό περίγυρο ώστε να καταναλώσει περισσότερο αλκοόλ (κοινωνικές εκδηλώσεις, συμμετοχικότητα, συντροφικότητα, παρέα, «τελετές» ενηλικίωσης) Συγκρούσεις στην οικογένεια (σύζυγοι μεταξύ τους, γονείς-παιδιά) Συγκρούσεις στην εργασία (προϊστάμενοι, συνάδελφοι, ανταγωνιστές). Αρχόμενη ή προχωρημένη περιθωριοποίηση του ατόμου ή του συνολικού κοινωνικού περίγυρου (συνέπειες πολέμων ή φτώχειας) Συμπτώματα Ισχυρή ανάγκη για κατανάλωση αλκοόλ Ανοχή στο αλκοόλ και επακόλουθη ανάγκη κατανάλωσης ολοένα μεγαλύτερης ποσότητας για την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος Κατανάλωση αλκοόλ στο σπίτι (χωρίς παρέα, ειδική περίσταση κ.λπ.) και απόκρυψη του γεγονότος Στερητικό σύνδρομο με συμπτώματα όπως η ναυτία, η εφίδρωση και τα ρίγη Απώλεια μνήμης όσον αφορά συζητήσεις και ανειλημμένες υποχρεώσεις Συστηματική κατανάλωση σε ορισμένες περιστάσεις και ενόχληση εάν δεν τηρείται το «τελετουργικό» Ευερεθιστότητα όταν πλησιάζει η συνήθης ώρα κατανάλωσης αλκοόλ, ιδιαίτερα εάν αυτό δεν είναι άμεσα διαθέσιμο Μπουκάλια αλκοόλ σε περίεργα μέρη του σπιτιού, στο χώρο εργασίας ή στο αυτοκίνητο Προβλήματα με το νόμο, με τους φίλους ή την οικογένεια, οικονομικά και επαγγελματικά προβλήματα λόγω του ποτού Απώλεια ενδιαφέροντος σχετικά με κάποια δραστηριότητα ή ενασχόληση που ήταν ευχάριστη στο παρελθόν
Θεραπεία Αναγνώριση και αξιολόγηση του προβλήματος. Μεγάλη σημασία έχει η στάση στη πρώτη επαφή με τον προβληματικό πότη. Χρειάζεται επίμονη προσπάθεια για τη λεπτομερή αξιολόγηση κάθε πτυχής της γενικότερης υγείας και των δραστηριοτήτων του ατόμου. Κατάρτιση θεραπευτικού προγράμματος. Με βάση το δεδομένο ότι όλοι οι αλκοολικοί ΔΕΝ παρουσιάζουν την αυτή κλινική εικόνα ( π.χ. συμπτώματα , βαθμό εξάρτησης κ.λπ.), η κατάρτιση του θρεπτικού προγράμματος απαιτεί δύο βασικά στοιχεία : 1. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που προαναφέρθηκε και 2. Την ενεργό συμμετοχή του ασθενούν στις αποφάσεις σχετικά με τη θεραπευτική διαδικασία. Ανάλογα με την κλινική εικόνα του προβληματικού πότη, τα πρώτα στάδια ενός θεραπευτικού προγράμματος μπορεί να απαιτήσουν: 1. Αποτοξίνωση. Η αποτοξίνωση δεν είναι θεραπεία για αλκοολισμό αλλά είναι μια περίοδο αποχής από το αλκοόλ με στόχο την προετοιμασία του ατόμου για απεξάρτηση και ανάρρωση. 2. Αντιμετώπιση οργανικών ή και ψυχιατρικών διαταραχών. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση , ανάγκη εισαγωγής σε νοσοκομείο ή ψυχιατρείο για την αντιμετώπιση πιθανών διαταραχών εξαρτάται από την κατάσταση που βρίσκεται ο αλκοολικός. Συνήθως πολλά από τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι προβληματικοί πότες μπορούν να αντιμετωπιστούν στα εξωτερικά ιατρεία και όχι στα νοσοκομεία και στις κλινικές. Θεραπευτικό πρόγραμμα. Θα πρέπει η σχέση του θεράποντος και του θεραπευόμενου να είναι ειλικρινής και να υπάρχει μεταξύ τους εμπιστοσύνη. Δεν θα πρέπει ο θεράπων να λέει ψέματα στον θεραπευόμενο αλλά να του λέει την αλήθεια. Επίσης κάθε θεραπευτική παρέμβαση πρέπει να εμπεριέχει κατάρτιση εφικτών θεραπευτικών στόχων. Επιπλέον απαραίτητη είναι η υποστήριξη της οικογένειας του αλκοολικού. Διαχρονική παρακολούθηση. Η διαχρονική παρακολούθηση του προβληματικού πότη και η συνεχής υποστήριξη του ίδιου και της οικογένειας του επιβάλλεται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους.
Search
Read the Text Version
- 1 - 12
Pages: