Αυτή τη φορά χαμήλωσα το χέρι μου, τα παπούτσια μου μού φάνηκαν λιγότερο γυαλιστερά και έμεινα να διαβάζω τα λόγια που είχε μπροστά μου η προθήκη. Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ. ΧΩΡΙΣ ΜΠΑΤΑΡΙΕΣ. ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΕΞΙ ΜΕΧΡΙ ΕΝΝΕΑ. «Ας είναι» είπα από μέσα μου «δεν πειράζει… καλά Χριστούγεννα, μικρό αγόρι!». Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (1906-1994), Τα λαϊκά παιχνίδια, 1937 (ελαιογραφία σε καμβά) 51
Τίτλος: Το κορίτσι που δεν ήθελε να μεγαλώσει Συγγραφέας: Χρήστος Μπουλώτης, 1952- Είδος: παιδική ιστορία ((απόσπασμα) Μέρος του Επτά ιστοριούλες γιορτινές και παράξενες τεκμηρίου: .- Αθήνα: Γνώση, 1991 (σελ. 27-32) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: νοσταλγία, παιδική ηλικία, παιχνίδια Δεν έλεγε να κλείσει μάτι η Τίνα με τες κόκκινες πλεξίδες καθώς πλησίαζαν οι γιορτές. Τα καινούρια παιχνίδια τής έκλεψαν τον ύπνο, εκείνα δηλαδή που θα της χάριζαν οι δικοί της, όπως κάθε χρόνο, για τα Χριστούγεννα και τον καινούριο χρόνο. Προσπαθούσε να μαντέψει, να τα φανταστεί πάσχιζε, κι ήταν κ αυτό ένα παιχνίδι με τη φαντασία, που της άρεσε κι ήξερε από καιρό να το παίζει μια χαρά . . Αν άξιζε κάτι στον κόσμο, σκεφτότανε η Τίνα με τις κόκκινες πλεξίδες, ήταν η κρέμα σαντιγί, τα κόκκινα κεράσια, που τα κρεμούσε δυο δυο ζευγαρωτά στ’ αυτί, τα παραμύθια βέβαια και, πάνω απ’ όλα , τα ξύλινα παιχνίδια. Και δεν μπόρεσε ποτέ της δυο πράγματα να καταλάβει: γιατί οι μεγάλοι κοιτούν συνέχεια το ρολόι τους και, δεύτερον, πώς γίνεται να μην παίζουν κι αυτοί με ξύλινα παιχνίδια. Γι' αυτό, λοιπόν, αφού ήταν έτσι οι μεγάλοι, χίλιες φορές καλύτερα, έλεγε και ξανάλεγε, να έμενε παιδί. Με τον καιρό μαζεύτηκαν ένα σωρό παιχνίδια στο δωματιάκι της, στο πάτωμα, πάνω στα ράφια, στο κρεβάτι της. Και το καθένα μια ιστοριούλα: πότε, ποιος της το χάρισε και με ποια αφορμή, και τι φορούσε κείνη τη μέρα ... είχε λιακάδα; χιόνιζε; Θυμότανε το καθετί σαν να 'ταν μόλις χτες. Έπρεπε να θυμάται εκείνη, γιατί είχε καταλάβει, φαίνεται, πως μνήμη των παιχνιδιών είναι οι άνθρωποι, τα παιδιά δηλαδή. Και βέβαια θυμάμαι πάει να πει αγαπώ, και τ' αγαπούσε τα παιχνίδια της η Τίνα με τες κόκκινες πλεξίδες. Τους είχε δώσει ονόματα. Γιατί κατάλαβε ,φαίνεται, και τούτο, πως ό,τι δεν έχει όνομα είναι, να πούμε, σαν να μην υπάρχει. Το έλατο – το μικρό της ξύλινο έλατο – το φώναζε Αλέκο, τη μια της κούκλα Ηλιοστάλακτη, την άλλη Μαριγώ, τα δυο αλογατάκια της Ρίκο κα Ρόκκο, κι άλλα τέτοια ονόματα. Για τα καινούρια παιχνίδια που της χάριζαν, έστηνε κάθε φορά στο δωματιάκι της ένα τρικούβερτο γλέντι, έτσι για τα καλωσορίσματα, κι ήταν τότε που τα βάφτιζε κιόλας. Ποια θα ‘ταν άραγε τα φετινά παιχνίδια; Όμως περίεργο… ένα παράξενο προαίσθημα της έλεγε πως φέτος τα πράγματα θα κύλαγαν κάπως αλλιώτικα. Και βγήκε αληθινό, πέρα για πέρα, εκείνο το προαίσθημα. Αντί για ξύλινα παιχνίδια, κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο βρήκε ένα πανέρι με πολύχρωμες κλωστές, βελόνες και ψαλίδι, μια δαχτυλήθρα κι ένα ρολό καμβά, όλα τα σύνεργα για κέντημα δηλαδή. Αυτό ήταν το δώρο της; … Αυτό ήταν. Κοίταξε μ’ απορία τη μητέρα. Της χαμογέλασε εκείνη, ανασήκωσε τους ώμους, κι ύστερα της ξαναχαμογέλασε παίρνοντας μια έκφραση που πήγαινε να πει «ε… τι να κάνουμε , μεγάλωσες πια». Τα ίδια κι ο πατέρας. Τουλάχιστον η γιαγιά… Στράφηκε στη γιαγιά της, και πρόλαβε να δει τα μάτια της βουρκωμένα πριν σκύψει 52
βιαστικά το βλέμμα στο πλεχτό της. Ποτέ στη ζωή της δεν θα τη λησμονούσε τούτη τη στιγμή η Τίνα με τις κόκκινες πλεξίδες. Της το ‘πε η μητέρα , όχι ξεκάθαρα, μα αυτό εννοούσε «ε… τι να κάνουμε, μεγάλωσες πια». Και τι θα πει μεγάλωσες; Να κοιτάς συνέχεια το ρολόι και τέρμα τα παιχνίδια; Να μην κρεμάς κεράσια στο αφτί τα καλοκαίρια; και παραμύθια…; Αυτά σκεφτόταν όσα είχε τα χέρια της το πανέρι, και παραλίγο μάλιστα να ξεσπάσει σε κλάματα, όμως όχι, δεν έπρεπε. Συγκρατήθηκε. Ψέλλισε μόνο ξέπνοα «ευχαριστώ», τους φίλησε έναν έναν, κι αποφάσισε, αφού έτσι το ’θελαν, να … μεγαλώσει. Για δυο ολόκληρες μέρες, λίγο το πείσμα, λίγο το παράπονο, δεν έβγαλε μιλιά. Την Τρίτη μέρα μάζεψε όλα τα παιχνίδια της, τα ταχτοποίησε προσεχτικά σε κιβώτια, κουτιά, κουτάκια και σακούλες και τα κατέβασε στο υπόγειο. Ύστερα, τη νύχτα , όταν οι άλλοι έπεσαν για ύπνο, κάθισε στην πέτρινη σκάλα της αυλής, κι ούτε που την ένοιαζε η παγωνιά και το σκοτάδι. Έλυσε κι έπλεξε τα μαλλιά της δέκα φορές κείνη τη νύχτα, κι εκεί γύρω στο χάραμα, πήρε ψαλίδι και τα ’κοψε. Κι ενώ τα ’κοβε, φώναζε σιγανά ένα ένα τα παιχνίδια της με τ’ όνομά τους σαν να τους έλεγε «αντίο» ή «δεν Pierre Auguste Renoir φταίω εγώ». (1841-1919), Έτσι μεγάλωσε η Τίνα με τις Πορτρέτο της δεσποινίδας Ιρέν Καέν, 1880 κόκκινες πλεξίδες και δεν ξαναμίλησε από τότε για παιχνίδια. Μεγάλωνε όμως μ’ ένα μυστικό. Μέχρι που έγινε γιαγιά μ΄ εγγόνια και δισέγγονα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, τη νύχτα, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, έβαζε το καλό της φουστάνι και πατώντας στις μύτες των ποδιών κατέβαινε στο υπόγειο. Αράδιαζε τα παλιά παιχνίδια της στο πάτωμα, καθόταν καταγής κι έπαιζε όλη τη νύχτα. Ως το πρωί έπαιζε και τραγουδούσε ένα ένα , όλα εκείνα τα τραγούδια που έλεγε μικρή. Και με το πρώτο «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά» που ακουγόταν απ’ το δρόμο, μάζευε πάλι τα παιχνίδια της προσεχτικά, κλείδωνε το υπόγειο κι ανέβαινε ανάλαφρη στη σκάλα, με δυο μικρές τόσες δα πεταλουδίτσες, πολύχρωμες, να πεταρίζουν στα μάτια της. 53
Τίτλος: Παιδιά Συγγραφέας: Sir Winston Churchill, 1874-1965 Είδος: απόφθεγμα (ολόκληρο) Μέρος του Χαρούμενα Χριστούγεννα .- Αθήνα : τεκμηρίου: Παπαδόπουλος , 1995 (σελ. 19) Λέξεις - κλειδιά: αποφθέγματα, Πρωτοχρονιά, παιδιά, χαρά Αφήστε τα παιδιά να περάσουν μια νύχτα διασκέδασης με γέλια, αφήστε τα δώρα του Αϊ-Βασίλη να θρέψουν τις ελπίδες τους . Και εμείς οι μεγάλοι ας πάρουμε μέρος απόψε στα αθώα παιχνίδια τους, πριν στραφούμε ξανά στα δύσκολά μας καθήκοντα, αποφασισμένοι να μην αφήσουμε αυτά τα παιδιά να στερηθούν την κληρονομιά τους, το δικαίωμά τους να ζήσουν σ’ έναν ελεύθερο και αξιοπρεπή κόσμο. Sophie Gengembre Anderson (Σόφι Τζενγκμπρέν Άντερσον, 1823–1903), Παιδικό βιβλίο με ιστορίες, 1872 (ελαιογραφία σε καμβά) 54
– Ποιος; – Να τα πούμε; Χριστούγεννα , Πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου, για βγάτε , δέτε , μάθετε , πως ο Χριστός γεννάται . Γεννάται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα , το μέλι τρων οι άρχοντες , το γάλα οι αφεντάδες και το μελισσοβότανο να νίβοντ' οι κυράδες! Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα, κυρά μου οτάν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου , βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δακτυλίδι . Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε, παρά σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε ! Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα ! Δώστε μας και πέντ' έξι αυγά , να πάμε σ΄ άλλη πόρτα! [Κάλαντα Πελοποννήσου] Σπύρος Παπαλουκάς (1906-1994), Η παραμονή των Χριστουγέννων, 1932 (Μελάνι και μ5ο5λύβι σε χαρτί) Καλλιτεχνικά αρχεία & Ψηφιακές συλλογές Μ.Ι.Ε.Τ. https://miet.libsolution.gr/index.aspx
56
Search