Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά με συναίσθημα-1

Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά με συναίσθημα-1

Published by Arsakeio, 2020-12-22 09:17:44

Description: Βιβλιοθήκη Αρσακείων Ψυχικού: Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά με συναίσθημα-1

Keywords: Χριστούγεννα

Search

Read the Text Version

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΡΣΑΚΕΙΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΨΥΧΙΚΟΥ Κείμενα, αποσπάσματα, ποιήματα, εικόνες Ελλήνων & ξένων συγγραφέων, ποιητών και ζωγράφων. Επιλογή τεκμηρίων, σύνταξη και καλλιτεχνική επιμέλεια (κείμενα, ποιήματα, αποσπάσματα, πίνακες, φωτογραφίες & τεκμηρίωση αυτών): Γεωργία Καβάγια & Μαρία Δερβέναγα Δεκέμβριος 2020

Χριστούγεννα… Πρωτοχρονιά... Γιορτές… Φανταχτερά δώρα, πολλά χρώματα, πολύχρωμα λαμπιόνια, στολίδια, φωτισμένοι δρόμοι και μπαλκόνια, κάλαντα και μουσικές, μυρωδιές, εδέσματα, ευχές! Οι γιορτινές μέρες μάς φέρνουν μια νοσταλγία για τα παιδικά μας χρόνια που όλα έμοιαζαν απλά και μαγικά. Οι εποχές είναι δύσκολες. Φέτος ας κρατήσουμε την ουσία των Χριστουγέννων. Φέτος ας στολίσουμε όλοι τις καρδιές μας! Ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας να νιώσει παιδί, αλλά και να σταθεί στο παρόν με ευθύνη. Η Βιβλιοθήκη των Αρσακείων Σχολείων Ψυχικού σάς στέλνει τις ευχές της με ένα «δώρο» που περιέχει αναμνήσεις, νοσταλγία, αγάπη, προσφορά, αλληλεγγύη, τρυφερότητα, αυθεντικότητα, καλαισθησία, χιούμορ και δυνατά ανθρώπινα συναισθήματα. Στο «Βιβλίο των Χριστουγέννων» μας επελέγησαν κείμενα και πίνακες ζωγραφικής που μας προσκαλούν να βιώσουμε τα προσωπικά μας Χριστούγεννα, προκαλώντας έντονα συναισθήματα μέσα από την λογοτεχνία και την τέχνη. Τα κείμενα και οι εικόνες αποτελούν στην πλειοψηφία τους μέρος των τεκμηρίων (ανθολογιών, διηγημάτων, ποιητικών συλλογών, παιδικών ιστορίών, βιβλίων τέχνης και λευκωμάτων), που διαθέτει η πλούσια συλλογή της Βιβλιοθήκης των Αρσακείων Σχολείων Ψυχικού (Κεντρική & Παιδικό Τμήμα). Όσα κείμενα και εικόνες δεν ανήκουν στη συλλογή των βιβλίων της Βιβλιοθήκης, αναφέρεται στο ταμπελάκι της τεκμηρίωσής τους η πηγή άντλησης και πληροφόρησης. Ξεφυλλίζοντας το «Βιβλίο των Χριστουγέννων», θα συναντήσουμε αγαπημένους Έλληνες και ξένους συγγραφείς & ποιητές με χρονολογική σειρά γεννήσεως. Στο δεύτερο μέρος, που απευθύνεται στους μικρούς μας αναγνώστες (και όχι μόνο), παρουσιάζονται οι δημιουργοί ανά ηλικιακή ομάδα. Όμορφες και γαλήνιες γιορτές με ασφάλεια σε όλους! Με χαμόγελο και αισιοδοξία! 2

Τίτλος: Τα πτερόεντα δώρα Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1851-1911 Είδος: Πρωτοχρονιάτικο διήγημα (ολόκληρο) Μέρος του Άπαντα Παπαδιαμάντη, 4ος τόμος.- Αθήνα : τεκμηρίου: Δόμος, 1998 (σελ. 191-192) Ελληνική λογοτεχνία, Πρωτοχρονιά, Λέξεις - αδιαφορία, άνθρωποι, σεμνοτυφία, κλειδιά: υποκρισία, φιλαργυρία, ψεύδος Ξένος του κόσμου και της σάρκας κατέβηκε την παραμονή από τα ύψη, αφού μάζεψε τις φτερούγες, όπως τις κρύβει θεϊκός άγγελος. Έφερνε δώρα από τα πάνω βασίλεια, για να φιλέψει τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Ήταν ο καλός άγγελος της πόλης. Κρατούσε στο χέρι ένα άστρο και στο στήθος του έπαλλε ζωή και δύναμη και από το στόμα του έβγαινε πνοή θεϊκής γαλήνης. Τα δώρα αυτά ήθελε να τα μεταδώσει σε όλους, όσοι πρόθυμα τα δέχονται. Μπήκε πρώτα σε ένα αρχοντικό μέγαρο. Είδε εκεί την ψευτιά και τη σεμνοτυφία, την ανία και την ανώφελη ζωή, ζωγραφισμένα στα πρόσωπα του άντρα και της γυ- ναίκας και άκουγε τα δυο παιδιά να ψελλίζουν λέξεις σε άγνωστη γλώσσα. Ο Άγγελος πήρε τα τρία ουράνια δώρα του και έφυγε τρέχοντας από εκεί. Πήγε στην καλύβα ενός φτωχού ανθρώπου. Ο άντρας έλειπε όλη τη μέρα στην ταβέρνα. Η γυναίκα προσπαθούσε με λίγο ξερό ψωμί να αποκοιμίσει τα πέντε παιδιά, βλαστημώντας ταυτόχρονα την ώρα που είχε παντρευτεί. Τα μεσάνυχτα επέστρεψε ο άντρας της, αυτή τον έβρισε νευρική, με φωνή διαπεραστική, εκείνος την έδειρε με το ραβδί με τους ρόζους και μετά από λίγο οι δυο πλάγιασαν, χωρίς να κάνουν την προσευχή τους και άρχισαν να ροχαλίζουν με βαριούς ήχους. Έφυγε από κει ο Άγγελος. Ανέβηκε σε μεγάλο κτίριο, πλούσια φωτισμένο. Ήταν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζια, κι επάνω τους έσκυβαν άνθρωποι, μετρώντας χρήματα, παίζοντας με χαρτιά. Χλωμοί και δυστυχισμένοι, όλη η ψυχή τους ήταν συγκεντρωμένη στην ασχολία αυτή. Ο Άγγελος κάλυψε με τις φτερούγες του τα μάτια του, για να μη βλέπει, και προσπέρασε. Στο δρόμο συνάντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους να βγαίνουν από τα καπηλειά, πιωμένους, και άλλους να κατεβαίνουν από τα χαρτοπαίγνια, μεθυσμένους από χειρότερο μεθύσι. Είδε μερικούς ν’ ασχημονούν και άκουσε μερικούς να βλαστημούν τον Αϊ-Βασίλη για φταίχτη. Ο Άγγελος κάλυψε με τις φτερούγες του τα αυτιά, για να μην ακούει, και προσπέρασε. Ξημέρωνε πια το πρωί της πρωτοχρονιάς και ο Άγγελος, για να παρηγορηθεί, μπήκε στην εκκλησία. Πολύ κοντά στις πόρτες είδε ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνο που δεν είχαν τραπουλόχαρτα στα χέρι. Και στο βάθος αντίκρισε έναν άνθρωπο χρυσοστόλιστο, με μίτρα στο κεφάλι, σα Μήδο σατράπη της εποχής του 3

Δαρείου, που έκανε προσποιητές κινήσεις. Δεξιά και αριστερά άλλοι έψαλλαν με φωνές που δεν ήταν φυσικές: Το Δεσπότη και Αρχιερέα! Ο Άγγελος δε βρήκε παρηγοριά. Πήρε τα φτερωτά του δώρα - το άστρο το προορισμένο να λάμπει στις συνειδήσεις, την αύρα, την ικανή να δροσίζει τις ψυχές, και τη ζωή, την πλασμένη για να πάλλει στις καρδιές, τέντωσε τις φτερούγες του και επέστρεψε στις ουράνιες αψίδες. [μεταγραφή: Ελπίς Μ. Σκαρδάση-Διονυσίου] Sir Edward Coley Burne-Jones (Σερ Έντουαρντ Μπερν–Τζόουνς, 1833-1898), Άγγελος παίζει Flageolet, 1878 4

Τίτλος: [Χριστούγεννα 1912] Ποιητής: Είδος: Γεώργιος Σουρής, 1853-1919 Μέρος του ποίημα (απόσπασμα) τεκμηρίου: Ο Ρωμηός (εφημερίδα): Φασουλής και Λέξεις - Περικλέτος ο καθένας νέτος σκέτος,- τεύχος κλειδιά: 1238.- Αθήνα, 1912 Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Ελλάδα, μάχες Χριστούγεννα, Πρωτόγεννα, του χρόνου πρώτ’ ημέρα, Για κοίταξε, βρέ Περικλή, τι γίνετ’ εκεί πέρα. Χριστούγεννα, Πρωτόγεννα, μέρα του χρόνου πρώτη, κι εκεί στην Ήπειρο φωτιά, και ξεκουφαίνουνε τ’ αυτιά των κανονιών οι κρότοι. Χριστούγεννα, Πρωτόγεννα, και ψάλλουν Εκκλησιές, Και μαίνοντ’ έξω πόλεμοι και κοσμοχαλασιές. Κοίτα τι σπίτια κλείνονται και μένουν ορφανά, και τόσα παλικάρια, που τ’ έχουμε καμάρια, γιορτάζουνε Χριστούγεννα σε λόφους και βουνά. Χριστούγεννα, Πρωτόγεννα, Ο Ρωμηός :Έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. και μόν’ οβίς και βόλι Δημιουργός και μοναδικός συντάκτης της ήταν ο τα κάλαντα μας κελαϊδεί, Γεώργιος Σουρής. γυρεύ’ η μάννα το παιδί Εκδιδόταν σχεδόν ανελλιπώς από το 1883 ώς το 1918. μές’ στη μεγάλη Σχόλη. …………………………………………………… Πηγή: αποθετήριο Πλειάς Χριστούγεννα, Πρωτόγεννα, παρηγοριάς ημέρες… μέσα στη λύπη τη βαρειά δώσε Χριστέ παρηγοριά σε κόρες και μητέρες. ………………………………………………….. Σαν ακούσω το Μπιζάνι Νοιώθω το κορμί μου κρύο… αίμα θέλει να βυζάνει σαν αχόρταγο θηρίο. Κι’ η ψυχή κι’ ο νους πετά μές’ στη φρίκη του πολέμου… τι Χριστούγεννα κι’ αυτά!.. τι Χριστούγεννα, Χριστέ μου. 5

Τίτλος: Θείον όραμα Συγγραφέας: Ανδρέας Καρκαβίτσας, 1865-1922 Είδος: Χριστουγεννιάτικο διήγημα (απόσπασμα) Μέρος του Λόγια της πλώρης : θαλασσινά διηγήματα,- τεκμηρίου: Αθήνα,: Εστία, 2003 (σελ. 117-124) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: θάλασσα, ναυτικοί, οικογένεια Δε λέτε, ρε παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε; Και με το λόγο φάνηκε μαύρο κορμί στην ανοιχτή θυρίδα, κύλησε από τη σκάλα κάτω ο Κώστας ο θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς εξύριζε τα πέλαγα, πάγωνε τ’ ακρογιάλια, κρουστάλλιαζε τα στοιβαγμένα χιόνια στα βουνά. Και το πλήρωμα, ναύτες και θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στη θερμάστρα, φρόντιζαν να ζεσταθούν με τη φασκομηλιά και το ψωμοτύρι. Ο λύχνος, καρφωμένος στη μέση ενός στύλου, φώτιζε και κάπνιζε μαζί τα περίγυρα σωθέματα. Διπλά τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στα πλευρά, με τα μαύρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθήκες στ’ ανήλιαστα βάθη της γης ταιριασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου, ανοιχτόπορτη, έδειχνε άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο τρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης σε πουπουλένια προσκέφαλα. Και ολούθε κρεμασμένα τα ρούχα, στο λάδι και στο κάρβουνο βουτημένα. Οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι. Τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδειχναν το χώρισμα καλογερικό κελί. Αλλά το φλίφλισμα του νερού που ακουόταν στα πλευρά, η μυρωδιά του κατραμιού και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίο αγώνα της. Για τούτο και κανένας δεν πρόσεξε τώρα στο αστείο κατρακύλημα του θερμαστή. - Δε λέτε, ρε παιδιά, και τίποτα να ζεσταθούμε; ξαναδευτέρωσε εκείνος, αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα σαν ερωμένη. - Τι να ειπούμε; ρώτησε μελαγχολικός ο Κώστας ο Αξιώτης. Νυχτιά σαν την αποψινή δε θέλει παραμύθια. Όχι, δε θέλει παραμύθια! Εδώ στον άγριο κόρφο πού είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το μούγκρισμα της Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι από τον πουπουλένιο θυμό τ’ ουρανού, ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη πού έχουμε εμείς τώρα. Περνούσαν τις άγιες ημέρες κάτω από τη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής τ’ αμπέλι του, τρυγούσανε και κείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα και χαίρονταν το χειμώνα τα καλά της άφοβα. Ήξεραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό για τη χαρά και για τη θλίψη τους. Εμείς τίποτ’ απ’ αυτά! Χειμώνα-καλοκαίρι τ’ οργώνουμε το κύμα. Βόδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης, υποταχτικά θ’ αυλακώνουμε τ’ αρμυρό χωράφι, μονάχα τη φάκνα μας έχοντας για πληρωμή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν’ αφήσουμε λίγο τον κάματο. Δε λέω πως θα μείνουμε τώρα ήσυχοι. Ο αφέντης 6

θέλει δουλειά από το δουλευτή, γιατί φοβάται μην οκνέψει με την ακαμωσιά. Φαντάσου όμως, αν ήταν καλοσύνη, τι δρόμο θα παίρναμε τώρα. Έτσι τουλάχιστο έχω ελεύθερο το νου να συλλογιστώ το σπίτι μου. Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν άπραγο παιδί. Μα δε φταίω ’γώ. Φταίει αυτή η νύχτα. Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928), Παντάνασσα Νάξου, 1924-1928 Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, τ’ αστέρι το λαμπρό που έτρεμε βασιλεύοντας πίσω από τα χιονισμένα βουνά και τάραξε το είναι μου. Όπως τους Μάγους οδήγησε και μένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα στη Νάξο, στο Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, το ταπεινό μα ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ. Παραμπρός, παραμπρός ακόμη. Μ' έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν ταξιδέψω στη θάλασσα. Καθόμαστε όλοι στο παραγώνι, διπλοπόδι στα μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι με τα ζεστά φορεματάκια μας, που τα έραψε της μάνας μας η φροντίδα και της αδερφής μας, της ομορφούλας τα πιδέξια χέρια. Ο πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στις προσκεφαλάδες ψηλά και ρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι του. Όταν μας έβλεπε έτσι συναγμένους, του άρεσε να διηγέται παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι, της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά κατορθώματα της Επανάστασης διάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα μπροστά μας. Μα κείνη τη νύχτα δε θέλησε να μιλήσει ούτε για παραμύθια, ούτε για ταξίδια του. Μόλις βάλαμε το λύχνο στο λυχνοστάτη και φάγαμε τη λειψόπιτα, μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και τα ιερά βιβλία δεν τ’ άφηνε από κοντά του. Αλήθεια, στα ταξίδια του είχε πρόχειρα τα τροπάρια και τις βλαστήμιες. Μα τώρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής, φρόντιζε για τη σωτηρία της ψυχής του. 7

Τίτλος: Τα Χριστούγεννα των κλεφτών Συγγραφέας: Είδος: Κώστας Κρυστάλλης, 1868-1894 Μέρος του Ιστορικό διήγημα (απόσπασμα) τεκμηρίου: Ελληνικά διηγήματα Χριστουγέννων, Λέξεις - Πρωτοχρονιάς:.- 2ος τόμος.- Αθήνα : κλειδιά: Πατάκης, 1994 (σελ. 170-193) Ελληνική λογοτεχνία , Χριστούγεννα, Αρματολοί και Κλέφτες, Επανάσταση του 1821, ντοπιολαλιά «Ταχιά τι ξ’μερών’, ωρέ παιδιά, δεν το ξέρετε;» «Χ’στούγεννα... τι ξ’μερών’, καπετάνε;» «Χ’στούγεννα, μ’ τι λες, κάθε μέρα αργατ’vή' ξ’μερών';» «Χρονιάρα μέρα ταχιά, ωρέ Γχιολτάσ’, δεν το σ’ λογιέσαι;» «Το σ’λογιέμαι και παρά το σ’λογιέμαι. Μ’ σαν είναι χρονιάρα μέρα ταχιά κι επέ τι; Μήνα πρώτ’ βολά μάς ξ’μερών’ τέτοια μέρα; Κι ύστερις ύστερις πάσα μέρα για τ’εμάς μέρα γιορτιάτικ’ είναι. Κι όντας ανοίγει το τ’φέκ'....... ε, τότε δεν είναι παν’γύρ’;» «Παράξενος π’ μου είσαι, ωρέ καημένε Γχιολτάσ’ !» «Γιατί; ... ψέματα τάχα λέω, καπετάνε;» «Μωρέ, αλήθεια λες, φράτε μου, μα για λόγιασε και το σπίτι, σ’ μια ψiχα. Βάλε με το νου σ’ να ΄σαι εκεί απόψε. Ίσα εδώ, ίσα εκεί θα τ’ν εγιόρταζες τ’ν αυριανή; Παραμονή απόψε• θανά πάντρευε ο γέρος σου της στιας την πύρα, θανά τη ράντιζε με κρασί παλιό και θα την πότιζε με λάδι. Η αδερφούλα σ’ θανά σου πρόσφερε τα ψιλοπλασμένα με τα χεράκια της σπάργανα τού Χριστού, καταραντισμένα με μέλι. Θανά ξ’μέρωνες άγρυπνος παραστιάς με τα γεροντόλογα και με τα παραμύθια της βάβας σου. Η μανούλα σου θανά σου τοίμαζε με την πολλήν έγνοια της την αλλαξιά σου τη γιορτιάτικη και θα σου σιδέρωνε μερακλίτικα την άσπρη ξέξασπρη, σαν τούτα δα τα χιόνα, φουστανέλα σου. Και το ταχύ που θα χτυπήσουνε της εκκλησιάς οι καμπάνες, νύχτα με το ξημέρωμα, θανά τα φόραες τα σκουτιά σου τα καλοσυγυρισμένα και θα πήγαινες στην εκκλησιά, στο στασίδι, ν’ ακούσεις τα Χ’στούγεννα. Με το έβγα του ηλιού θανά σου τραγούδαγαν τα παιδαρέλια της γειτονιάς στην αυλή σου, θανά σου τραγούδαγαν τα καλήμερα και τη λεβεντιά σου. Και κατόπι τ’απόγευμα στα ηλιοστάσια θανά λαχτάριζες τα κυπαρισσένια κορμιά των φλωροστολιασμένων κοπελιών που θανά χόρευαν τον ανοιχτό…..Έτσι θανά γιόρταζες, ωρέ καρντάση μ’, στο πατρικό σου τα Χ’στούγεννα. Εδώ; Εδώ να….με λόγκα, με σπηλιές, μ’ αγρίμια, με βουνά, μ’ εμάς τους κλέφτες, με τ’φέκια, μ’άρματα, με λιαρόκαπες, με καταλερωμένες φουστανέλες και με παστρουμάν θανά τα γιορτάσεις……….» 8

Η γέννηση του Χριστού. Τοιχογραφία9 από το Πρωτάτο Αγίου Όρους, 13ος αι.

Τίτλος: Τα Χριστούγεννα του Θανάση Μερτίκα Συγγραφέας: Είδος: Κωστής Μπαστιάς, 1901-1972 Μέρος του Χριστουγεννιάτικο διήγημα (απόσπασμα) τεκμηρίου: Ελληνικά διηγήματα Χριστουγέννων, Λέξεις - Πρωτοχρονιάς:.- 2ος τόμος.- Αθήνα : κλειδιά: Πατάκης, 1994 (σελ. 255-280) Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, ξενιτιά, μοναξιά, οικογένεια …Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει… Η Χριστουγεννιάτικη λειτουργία ήτανε προς το τέλος. Επί ώρα ο Θανάσης Μερτίκας είχε ταξιδέψει στα περασμένα. « Τα άγια τοις αγίοις…» έψαλλε ο παπάς. « Ποια είνʼ τα άγια και ποιοι είνʼ οι άγιοι;» αναρωτήθηκε ο Μερτίκας, κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του κι είδε το εκκλησίασμα που σχολνούσε. Ο πρόεδρος της κοινότητας, μαζί με τον παπά, τον κάλεσαν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. – Χρονιάρα μέρα δε γίνεται να μείνεις μονάχος, τουʼ πανε. Κι όμως, σαράντα χρόνους είχε μείνει ολομόναχος, γιορτάζοντας με ξένους ανθρώπους ξένες γιορτές. Αλλά ήτανε άβουλος και πήγε. Άμα φτάσανε στο σπίτι του προέδρου , του δώσανε κι έφαγε πράματα, που τα θυμότανε , αλλά που ταʼ χε ξεσυνηθίσει: ούζο, τυρί φέτα, ταραμοσαλάτα, ελιές Καλαμών και τυροπιτάκια. Αμίλητος δοκίμασε απʼ όλα. Στο τραπέζι θα κάθισαν ως εικοσιπέντε άνθρωποι , από γέροι ως παιδιά, κι ο παπάς στη μέση, έχοντας δεξιά του τον πρόεδρο κι αριστερά το Θανάση Μερτίκα. Όλοι τους τρώγανε λαίμαργα, μιλούσανε , φωνάζανε, γελούσανε και χειρονομούσαν. Μιλούσανε πολύ για την Ελλάδα και πιότερο για την Καλαμάτα, γιατί όλοι, εξόν από τον Μερτίκα και τον παπά, ήταν Μεσσήνιοι. Ο μόνος που δε μιλούσε, και που έφαγε λίγο γαλόπουλο, ήταν ο Μερτίκας. Αλλά κατά βάθος κανείς δεν το πρόσεχε. Πού και πού, του φώναζαν: « Φάε γέρο!…» « Κουράγιο γέρο!…» « Πιε γέρο!…» Και δώσʼ του τʼ αστεία τους και τα γέλια τους!… Νοσταλγούσαν την Ελλάδα, αλλά και την απόφευγαν. Ο πρόεδρος έλεγε πως καλή και άγια η Ελλάδα, αλλά πως η Αμερική ήταν ο « ευρύτερος ορίζοντας». Να κάτι που δεν κατάλαβε διόλου ο Μερτίκας. Όσο ήτανε στο Μερκοβούνι, ένιωθε τον κόσμο μεγάλον κι απέραντον. Άμα έφυγʼ απʼ το Μερκοβούνι και γύρισε δέκα από τις πιο μεγάλες πολιτείες του κόσμου, ένιωθε ολοκάθαρα που ο κόσμος στένεψε. Μπορεί τα σπίτια ναʼ ταν πιο πολλά, εκατό φορές πιο μεγάλα και πλούσια, αλλά αυτός είχε γίνει εκατό φορές πιο μικρός και πιο ασήμαντος, ένα κούτσουρο άγονο μέσα σε σκοτεινό δάσος, μια ξεραγκαθιά, που ανεξήγητα φυτρώνει στην έρημο. Ο μόνος που τον πρόσεχε ήταν ο παπάς. Εξηντάρης, καλός και λιγομίλητος. Δεν του πολυκουβέντιαζε, αλλά ο Μερτίκας ένιωθε το μάτι του παπά να τον ξετάζει. Άμα έκαμʼ ο Θεός και τελέιωσε τούτο το τραπέζι, ο παπάς ξεμονάχιασε με τρόπο το Θανάση Μερτίκα. – Τι σου συμβαίνει, πατριώτη;…τον ρώτησε. Σήμερα είναι μέρα χαράς! 10

– Όπως όλες οι μέρες, αποκρίθηκε ο Μερτίκας. – Δεν έχεις δικούς σου; – Όχι, αποκρίθηκε. – Καλά, και στην Ελλάδα;… – Εκεί μπορεί να βρίσκουνται… – Ποιοι; – Μπορεί η γυναίκα μου και τα παιδιά μου… – Γιατί « μπορεί»; – Γιατί κοντά σαράντα χρόνια δεν έχουμε αλλάξει γραφή. Ο παπάς τον κοίταξε παράξενα κι ένα « γιατί» ξέφυγε απʼ τα χείλη του. – Αφού θες να μάθεις, είπε αργά και σβηστά ο Μερτίκας, κι είσαι παπάς, θα στο πω…Εδώ και τριάντα χρόνια, άμα είδα πως ύστερʼ από δεκαπέντε χρόνια σκληρή δουλειά δεν κατάφερα να προκόψω, κι επειδή ντρεπόμουνα ανεπρόκοβος να γυρίσω πίσω, έβαλα άνθρωπο και τους έγραψε, στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου, πως πέθανα φτωχός. Από τότες, ούτε κείνοι μάθανε τίποτα για μένα, ούτε γω για κείνους. – Και γιατί τοʼ καμες;… – Δεν έπρεπε πια να στέκομαι εμπόδιο στο δρόμο τους, μια και δεν είχα την μπόρεση σε τίποτα να τους βοηθήσω…Επί τριάντα χρόνια ζω στην ερημιά, στο Σάουθ. – Και με ποιον ζεις; – Με τα ζωντανά και τα δέντρα, και περιμένω να μου Eric Ravilious (1903-1942), στείλει ο Θεός… Χιόνι Πρωτοχρονιάς, 1935 – Και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου; Αν ζούνε κι αν γλιτώσανε από τόσους πολέμους που κάνανε κει κάτω, θα πρέπει να ρωτήσεις και για τα εγγόνια μου…Δεν ξέρω τίποτα. Ούτε θέλω να ξέρω…Εδώ και τριάντα χρόνια έκανα ένα φόνο…Σκότωσα το Θανάση Μερτίκα…Κι οι νεκροί δεν ανασταίνονται, ούτε ρωτούν κι ούτε νοιάζονται για τους ζωντανούς… Κι ο Μερτίκας, δίχως κανέναν να χαιρετίσει, αθόρυβα και δίχως κανείς να τον καταλάβει, γλίστρησε όξω από το σπίτι. Θα ζούσε λίγες μέρες στο στενό ουρανό της πολιτείας κι απέ θα γύριζε πάλι να σταθεί, σαν γέρικο κυπαρίσσι, στην απέραντη, την ατελείωτη πεδιάδα του Σάουθ, να μιλήσει στη δικιά του γλώσσα, με τα δέντρα και τα ζωντανά… 11

Τίτλος: Το παιδί με τη σάλπιγγα Ποιητής: Νικηφόρος, Βρεττάκος, 1912-1991 Είδος: ποίημα (ολόκληρο) Μέρος του Τα ποιήματα.- 2ος τόμος.- Αθήνα : τεκμηρίου: Τρία Φύλλα, 1991 (σελ. 279) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: αγάπη, παιδιά Αν μπορούσες να ακουστείς Αν μπορούσες να ακουστείς θα σου έδινα την ψυχή μου θα σου έδινα την ψυχή μου να την πας ως την άκρη του κόσμου. να την κάνεις τις νύχτες Να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα ορατές νότες, έγχρωμες, αναμμένα για τα Χριστούγεννα – στο τζάκι του Νέγρου στον αέρα του κόσμου. ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά Να την κάνεις αγάπη. στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο. Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932), Παιδική συμφωνία, 1884-1890 (λάδι σε μουσαμά) 12

Τίτλος: Χριστουγεννιάτικες κάρτες Ποιητής: Κώστας Μόντης, 1914-2004 Είδος: ποίημα (ολόκληρο) Μέρος του Άπαντα.- 1ος τόμος.- Λευκωσία : Ίδρυμα τεκμηρίου: Ανασ. Γ. Λεβέντη, 1987 (σελ. 549) Λέξεις - Κυπριακή λογοτεχνία , χριστουγεννιάτικες κλειδιά: κάρτες, χριστουγεννιάτικες ευχές Και πάλι λες δεν είναι δυνατό όλες αυτές οι ευχές να ψεύδονται, και πάλι λες δεν είναι δυνατή τέτοια πανταχόθεν σύμπτωση, δεν είναι δυνατή τέτοια πανταχόθεν συμπαιγνία. Salvador Dali (Σαλβαδόρ Νταλί, 1904-1989), Salvador Dali (Σαλβαδόρ Νταλί, 1904-1989), Χριστουγεννιάτικες ευχές, 1958 Χριστουγεννιάτικες ευχές, 1960 13

Τίτλος: Χριστούγεννα 1948 Ποιητής: Μίλτος Σαχτούρης, 1919-2005 Είδος: ποίημα (απόσπασμα) Μέρος του Ποιήματα, 1945-1971.- Αθήνα : Κέδρος, τεκμηρίου: 1991 (σελ. 84) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: Εμφύλιος Πόλεμος Σημαία ακόμη τα δόκανα στημένα στους δρόμους τα μαγικά σύρματα τα σταυρωτά και τα σπίρτα καμένα και πέφτει η οβίδα στη φάτνη του μικρού Χριστού το αίμα, το αίμα, το αίμα. Pablo Picasso (Πάμπλο Πικάσο, 1881-1973), Γκουέρνικα, 1937 (λάδι σε καμβά) 14

Τίτλος: Η Γέννηση Ποιητής: Τάσος Λειβαδίτης,, 1922-1988 Είδος: ποίημα (απόσπασμα) Μέρος του Ποίηση 1945-1971.- Αθήνα : Κέδρος, 1991 τεκμηρίου: (σελ. 84) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: αγάπη, ευσπλαχνία Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα ... Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. Είδες – μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία! Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ .... Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό ... Sint Jans (ΧέρτχΗενΓέντονητ σΣ1ηιν5ττηΓνιανύνχς,ταπ,ε1ρ4. 910465- περ. 1495),

Τίτλος: Πρωτοχρονιάτικο παιχνίδι Συγγραφέας: Είδος: Αντώνης Δελώνης, 1935-2019 Μέρος του Πρωτοχρονιάτικο διήγημα (ολόκληρο) τεκμηρίου: Νέα ανθολογία ελληνικού παιδικού Λέξεις - διηγήματος.- Αθήνα : Καμπανάς, 1987 κλειδιά: (σελ. 117-124) Ελληνική λογοτεχνία, Πρωτοχρονιά, Άγιος Βασίλειος, Άτομα με κινητικά προβλήματα, παιδιά Περπατούσε άσκοπα στη νυχτερινή Αθήνα. Στην όμορφη τούτη καταβόθρα. Λογιώ- λογιών αρώματα τον πολιορκούσαν. Λογιώ-λογιών φώτα τον πυρπολούσαν. Η οδός Σταδίου στολισμένη. Γιρλάντες καμωμένες από γλομπάκια και μικρά πρωτοχρονιάτικα στολίδια σ’ όλες τις γωνιές. 'Ένας δρόμος χωρίς ίσκιους και πολλές φροντίδες. Λογιώ-λογιών άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν φορτωμένοι δώρα. Τα μάτια τους καίγανε από τον πυρετό της αναμονής του καινούριου χρόνου. Βιάζονταν να πάνε σπίτι τους. Να δώσουν και να πάρουν δώρα γύρω από κάποιο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι αυτός να περπατάει άσκοπα στη νυχτερινή Αθήνα με τα κουτσό του πόδι που τον πόναγε κιόλας απόψε, περισσότερο από τις άλλες φορές. Η πλατεία Κλαυθμώνος γεμάτη γκι και κομμένα δέντρα, σε σωρούς μικρούς, να ονειρεύονται ολόφωτα δωμάτια και λαμπρές γωνιές. Κι άνθρωποι, ένα πλήθος πολύβουο κι αλλόκοτο. Ένα πλήθος που έσμιγε σε σχήματα παράξενα, άπλωνε, γελούσε. Κι αυτός μες στο πλήθος να σπρώχνει και να σπρώχνεται. Κι αυτός να περπατάει μες σ' αυτό τα απρόσωπο πλήθος με τις χιλιάδες φυσιογνωμίες, με τα εκατομμύρια σκέψεις. Περπατούσε. Ή μάλλον προσπαθούσε να περπατήσει. Κατέβηκε από τις κυλιστές σκάλες της Ομόνοιας για να έχει την ευκαιρία να μη βαδίζει. Ανέβηκε μετά και πάλι κατέβηκε κι αυτό το έκανε πολλές φορές. 'Έτσι σαν ένα παιδί ανυπόμονο που θέλει να χορτάσει το πρώτο του παιχνίδι. Μετά βαρέθηκε. Είδε και κάποιον με αδιάβροχο και καπέλο να τον κοιτάζει περίεργα. Ανέβηκε την Πανεπιστημίου. Ένας ήχος στ’ αυτιά του απ' αυτό το βουητό της πόλης που δεν έχει τίποτε το συγκεκριμένο κι όμως είναι κάτι. Ένιωθε χαρούμενος. Μα βέβαια. Ένιωθε χαρούμενος πολύ. Έτσι έπρεπε να νιώθει. 'Ήταν ανάμεσα στους ανθρώπους, ήταν κάτι κι αυτό. Μια λύση ίσως. Οι τσέπες του ήταν γιομάτες λεφτά. Όλες οι τσέπες του. Πολλά λεφτά. Μερικές χιλιάδες, εκατό περίπου, ίσως και περισσότερες, δεν πρόσεξε και πολύ, του ήταν άλλωστε αδιάφορο. Πριν λίγες ώρες είχε εξαργυρώσει το λαχείο του. Ο υπάλληλος του είχε πει: «Συγχαρητήρια. Σε καλή μεριά, κύριε». Ποτέ δε θυμάται να είχε τόσα λεφτά. Εκεί στο Ρεξ κάποια του χαμογέλασε. «Μπα, ιδέα μου είναι», είπε μόνος του και θυμήθηκε το κουτσό του πόδι. 'Ύστερα πάλι μια ιδέα πέρασε από τη μυαλό του. «Λες, τώρα που έχω λεφτά να έγινα όμορφος». Κλεφτά κοίταξε σ' έναν καθρέφτη. Όχι, όχι. Το πόδι του, στραβό και κακομοιριασμένο, τον κορόιδεψε μέσ' απ' το γυαλί. Προχώρησε μετά. Σκέφτηκε να μπει σε κανένα σινεμά. 'Όμως μια τέτοια νύχτα; Απόψε ήταν μια πρωτοχρονιάτικη νύχτα. Ο καθένας κάθεται σπίτι του, σκαρώνει και κανένα ψευτόδεντρο που τα παιδιά το στολίζουν κι αλλάζουν δώρα κι 16

ευχές, κάπως έτσι. 'Ήταν πολύ απλό Η διαφορά ήταν βέβαια πως αυτός δεν είχε σπίτι. Κάποτε είχε. Παλιά. Πολύ παλιά. Δε θυμόταν πια που και πότε. Τώρα πια δεν είχε παρά ένα κουτσό πόδι και λεφτά. Πολλά λεφτά. Ο κόσμος γύρω αραίωνε. Ο θόρυβος κι αυτός λούφαζε. Όλα αραίωναν και διαλύονταν μέσα σ' αυτή τη γλυκιά πρωτοχρονιάτικη νύχτα. Μέσα του μόνο πύκνωνε η ανησυχία. Άρχιζε ο φόβος να χτίζει τη φωλιά του. Η μοναξιά του πάγωνε κιόλας τα σύνορα της ψυχής του. φώναζε: «ελεήστε με, καλή Πρωτοχρονιά... ελεήστε με, καλή Πρωτοχρονιά… ελεήστε με καλή Πρωτοχρονιά. ..». Μια φωνή μονότονη και τραγική. Έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε ένα μάτσο λεφτά. Διάλεξε ένα μεγάλο χαρτονόμισμα και του το 'δωσε. - Πάρε, του είπε και δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Τα στραβό του πόδι κοίταζε, του άλλου. Μετά πήγε να φύγει. Κούτσαινε τώρα πιο πολύ. Είχε κουραστεί κιόλας. - Ε, φίλε... εσύ.... ε, εσένα λέω.. με κοροϊδεύεις; δεν ντρέπεσαι; Στ αυτιά του σφύριζαν σαΐτες οι λέξεις, φτάναν μαχαιριές στην καρδιά του. Γύρισε. Κοίταξε τον άλλο θλιμμένα. - Από γεννησιμιού μου, ψιθύρισε. Ίσα που ακούστηκε. Πάγωσε ο άλλος. - Συμπάθα με, φίλε, είπε. Και γύρισε στη γωνιά του να συνεχίσει. Η φωνή του τώρα ήταν πιο βραχνή, πιο πένθιμη. «Ελεήστε με, καλή Πρωτοχρονιά.. ελεήστε με, καλή Πρωτοχρονιά». Κατέβηκε μετά στην Αιόλου. Πνίγηκε μέσα σ' εκατομμύρια παιχνίδια. Είχε ξαφνικά μια ιδέα. Αγόρασε μια αγκαλιά παιχνίδια κι όπου έβρισκε κανένα παιδί έκανε τάχα πως του 'πεφτε κάποιο -Κύριε, σας έπεσε αυτό τ' αλογάκι, του φώναζε το παιδί. Μ’ αυτός έτρεχε όσο το μπορούσε, έκανε τον αδιάφορο. Μοίρασε έτσι πολλά παιχνίδια. 'Ήταν μια πολύ όμορφη κι ενδιαφέρουσα απασχόληση. Πώς δεν το 'χε σκεφτεί πρωτύτερα; Μια, δυο τρεις, πολλές φορές έκανε την ίδια δουλειά. Πέρασε όμως η ώρα. Δεν έβρισκε πια παιδιά, για σκέψου. Κι αυτός είχε τόσα παιχνίδια. Κι υπήρχε τόση έλλειψη παιδιών! Απελπισία. Είχε πολύ κουραστεί. Ακούμπησε σε μια κολόνα, αγκομαχούσε. Είχε τα χάλια του. 'Ήταν πια έντεκα η ώρα. Οι μικρέμποροι μετρούσαν κιόλας τις εισπράξεις τους. Αυτός μέσα σε μια πόλη που ερημωνόταν, μια ερημιά ιδιότυπη μες στην κοινή ερημιά. 'Ένα κουτσό, ένα στραβό, ένα στραβοκάνικο πόδι που κουράστηκε να σέρνεται. Στο βάθος της Αιόλου φαινόταν να χάσκει η κάθετη πλευρά της Ακρόπολης. Του πέρασε η ιδέα ν' αυτοκτονήσει. Μμμμ.. ήταν μια ιδέα κι αυτή. 'Όμως όχι, Βέβαια, ήταν μια ζωή στερεμένη, άχαρη. 'Ήταν μια ζωή, βέβαια. 'Ήταν ζωή, όπως και να το κάνεις. Ο πυρετός είχε καταλαγιάσει στην απέραντη πόλη. Πού και πού έβλεπες κανένα ξεστρατισμένο διαβάτη. Οι βιτρίνες μόνο να τον κοιτάζουν ολόφωτες και να μη χορταίνουν την πίκρα του. - Ψιτ, ψιτ... κύριε, εσάς λέω. Γύρισε, είχε τα μάτια θαμπά. Μια κοπέλα ήταν μπροστά του. -Τι θέλετε; Εμένα μιλάτε; - Μα ναι, σ' εσάς μιλάω. Προσπάθησε να πάρει μια στάση αξιοπρέπειας. Με το χέρι έστρωσε πίσω τα ξεχτένιστα μαλλιά του. -'Έχετε δουλειά; Θέλω να πω, σας μένει λίγη ώρα; είπε η κοπέλα. - Ναι. Δηλαδή, ήθελα να πω... Τι ακριβώς θέλετε; - Θα σας πληρώσω καλά, κύριε. Είναι μια περίεργη σύμπτωση. Αν θέλετε να με βοηθήσετε. -- Μη μου μιλάτε για λεφτά. Τουλάχιστον απόψε, είπε κάπως άγρια. 17

- Να, στο σπίτι μας, εδώ κουτά μένουμε ξέρετε, εδώ πιο κοντά απ' ότι νομίζετε, στην Πλάκα. Να, έχουμε ένα παιδάκι. 'Ένα ανιψάκι μου. - Λοιπόν; είπε κάπως σκληρά αυτός. - Είναι κουτσό ξέρετε. - Αχά, μούγκρισε ο άλλος. Λοιπόν, λοιπόν; - Να, μια τέτοια βραδιά κάθε παιδί περιμένει τον 'Άγιο Βασίλη του. Αν θέλετε να μας βοηθήσετε. \"Έχουμε στο σπίτι μια στολή αγιοβασιλιάτικη. Και γένια έχουμε, ξέρετε... Μέσα στην Αιόλου, καταμεσής στον έρημο δρόμο, έβαλε τα γέλια. Γέλασε... Γέλασε με μανία, με πίκρα, με μίσος! - Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ πολύ. Είναι ένα παιδί, δεν καταλαβαίνετε; Περιμένει τον 'Άγιο Βασίλη, το δικό του, τον καταδικό του. Τι θα του πούμε λοιπόν; - Και τι θέλετε από μένα; Θέλετε να δει ένα σακάτη 'Άγιο Βασίλη; - Ναι. Γιατί κι αυτό είναι σαν κι εσάς. Κουτσό. Νομίζει πως έτσι είναι κι ο Άγιος. Ελάτε, σας παρακαλώ. - Κουτσό, ε; Από γεννησιμιού; Από γεννησιμιού, χα... χα... χα... Μη μου πεις. - Ναι, από γεννησιμιού! Ελάτε σας παρακαλώ, επέμεινε το κορίτσι. 'Ένα μήνα τώρα περιμένει τον 'Άγιο Βασίλη του. ‘Έχει ανάγκη, δεν το νιώθετε; Παρακαλέσαμε ένα σωρό γνωστούς, μα κανένας δεν μπορεί να κάνει καλά τον κουτσό. Είναι μια περίπτωση σας λέω. Μέσα στην άδεια πόλη που είχε αρχίσει κιόλας να παγώνει ένιωσε το στραβό του πόδι να τον ενοχλεί φοβερά, σαν ένα καρκίνωμα που ήταν φυτρωμένο πάνω στο κορμί του. 'Ένιωσε πόσο γελοίος θα ήταν μες στο πλήθος που θα Thomas Nast (Τόμας Ναστ, 1840-1902), γιόρταζε την Πρωτοχρονιά. Άγιος Βασίλειος, 1863; (σκίτσο) Μες στο σκοτισμένο του μυαλό (rarenewspapers.com) ζύγισε τα κατά και τα υπέρ αυτού του παράξενου πρωτοχρονιάτικου παιχνιδιού που τον καλούσαν τώρα να παίξει σ' αυτό ένα ρόλο. - Πάμε, είπε βραχνά στην κοπέλα. - Ευχαριστώ, ευχαριστώ, μουρμούριζε εκείνη δίπλα του. Ξαφνικά βρέθηκε ντυμένος στα πορφυρένια ρούχα τ' Αγιοβασίλη που μύριζαν ναφθαλίνη. Είχε και γένια. Είχε κι ένα αστείο καπέλο. 'Ένα σάκο στην πλάτη του γιομάτο παιχνίδια. Το παιδί ήταν στη μέση της σκάλας. Είχε δυο μάτια γιομάτα ελπίδες. Ένα πολύ χλομό πρόσωπο. Είχε ένα στραβό πόδι, Θεέ μου.. Ένα στραβό πόδι ίδιο με τα δικό του. Πώς ν’ αντέξει ένα τέτοιο ίδωμα; Γύρω πρόσωπα πολλά, αδιάφορα, ξένα στο κοινό τους δράμα. Πρόσωπα ντυμένα τη μάσκα της περιέργειας, της στοργής, της αγάπης ίσως. Μα αυτός, αυτός και τα 18

κουτσό παιδί ήταν μες στον κύκλο τον δράματος. Είχαν έναν κοινό πόνο, ένα στραβό πόδι κι οι δυο. - Αααα... ο Άγιος Βασίλης! Ο Άγιος Βασίλης! έκαναν όλοι με υποκριτική χαρά, έτσι για να δημιουργηθεί μια κάποια χαρούμενη ατμόσφαιρα. Μια επίφαση. Χειροκρότησαν μετά όλοι. - Ο Άγιος Βασίλης! Ο Άγιος Βασίλης! έκανε με χαρά το παιδί και χτύπησε κι αυτό τα χέρια του. Αυτός προχώρησε κουτσαίνοντας. Μ' αξιοπρέπεια πάντως. Γονάτισε κοντά στο παιδί και του χαμογέλασε. Ο σάκος με τα παιχνίδια ανοίχτηκε. Τον άνοιξαν μαζί. Σφυρίχτρες, αλογάκια, αυτοκίνητα, μπαλόνια, τόπια... Ένας κόσμος γιομάτος όνειρο και φαντασία. Αγκάλιασε το παιδάκι με λαχτάρα. - Χρόνια πολλά, παιδί μου, του είπε. Ξαφνικά ξέσπασε σε λυγμούς. Το παιδί στην αρχή ξαφνιάστηκε. Μετά άρχισε κι αυτό να κλαίει... να κλαίει.. να κλαίνε κι οι δυο μαζί. - Χρόνια πολλά... χρόνια πολλά... φώναζαν οι άλλοι. Πόσο μακριά ήταν στ' αλήθεια απ' αυτούς! Οι άλλοι γύρω να χορεύουν, να γελούν, να φωνάζουν. Ο εκφωνητής στο ραδιόφωνο να λέει ευχές «χρόνια πολλά, ευτυχισμένο το 1984», φώτα πολλά, γλυκά, μεζέδες, χαρτάκι, μπαλόνια, μουσική και... .....και κει, στη μέση της σάλας, ένα κουτσό παιδί κλαίει απαρηγόρητο στην αγκαλιά ενός κουτσού απαρηγόρητου Άγιου Βασίλη. Κι ύστερα... ...εκεί στη μέση της σάλας, ένα κουτσό παιδί, επιτέλους γελάει στην αγκαλιά ενός κουτσού Άγιου Βασίλη. Είναι κι οι δυο ευτυχισμένοι! (Από το έργο: «Στάσεις») Ο Άγιος Βασίλης οδηγεί ένα μηχανοκίνητο αυτοκίνητο με παιχνίδια. Από το περιοδικό Life, 1896 (Φωτογραφία:1T9ime Life Pictures / The Life Picture Collection) www.life.com

Τίτλος: Χριστουγεννιάτικη ιστορία Ποιητής: Μιχάλης Γκανάς, 1944- Είδος: ποίημα (απόσπασμα) Μέρος του Ποιήματα, 1978-2012 .- Αθήνα : Εκδόσεις τεκμηρίου: Μελάνι, 2017 (σελ. 102-104) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: αναμνήσεις, θάνατος, οικογένεια, πατέρας Κάθεται μόνος και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι. Κανείς δε θα’ ρθει και το ξέρει, κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι, σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι. Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη. ……………………………………………. Ύπνε πού παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα• απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε σα να’ ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχονο στις πλάτες του ν’ αχνίζει. Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί και τούς παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει ἡ μάνα να κοιτά από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε Caspar David Friedrich στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το (Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, 1774–1840), κρύβουμε πώς είναι πεθαμένη. Ο κυνηγός στο δάσος, 1814 (ελαιογραφία σε καμβά) Ύπνε πού παίρνεις τα παιδιά πάρε κι εμάς μαζί σου, με τούς ανήλικους γονείς, παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας μιά νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα ν’ ακούμε τούς μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε, να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τούς λυπόμαστε πού γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δουν πώς μεγαλώσαμε να παρηγορηθούνε. 20

Τίτλος: Ιστορία ενός αλόγου Συγγραφέας: Leo Tolstoy, 1828-1910 Είδος: Διήγημα (απόσπασμα) Μέρος του Ιστορία ενός αλόγου και άλλα διηγήματα.- τεκμηρίου: Αθήνα : Ζαχαρόπουλος, 1985 (σελ. 32-62) Λέξεις - Ρωσική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, άλογα, κλειδιά: άνθρωποι και ζώα … Ήταν Χειμώνας, ανήμερα τα Χριστούγεννα. Όλη τη μέρα δε με τάισαν και δε με πότισαν. Όπως έμαθα αργότερα, αυτό είχε γίνει γιατί ο σταβλίτης ήταν μεθυσμένος. Το βράδυ ο σταβλάρχης μπήκε στο παχνί μου, πρόσεξε πως δεν έχω τροφή κι άρχισε να σκυλοβρίζει που δεν ήταν παρών, κι ύστερα έφυγε. Την άλλη μέρα ο σταβλίτης μπαίνει παρέα μ' ένα συνάδελφό του στο παχνί μας για να μας βάλει σανό, και τον είδα πολύ χλωμό και λυπημένο· ιδιαίτερα η μακρουλή πλάτη του έδειχνε κάτι σπουδαίο, κάτι που προκαλούσε συμπάθεια. Έριξε θυμωμένος το σανό στην ταΐστρα· εγώ δοκίμασα να σηκώσω το κεφάλι μου πάνω από τον ώμο του, μα κείνος μού 'δωσε μια τόσο δυνατή γροθιά στη μουσούδα μου που τραβήχτηκα πίσω. Μού 'δεσε και μια δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά. \"Χωρίς αυτόν εδώ τον ψωριάρη\", λέει, \"δε θα είχε γίνει τίποτα.\" \"Δηλαδή, τι έγινε;\" ρώτησε ο άλλος σταβλίτης. \"Βέβαια, για τα πουλάρια του κόμη δεν έρχεται να κάνει έλεγχο, μα για το δικό του έρχεται δυο φορές τη μέρα.\" \"Λες να του έδωσαν τον παρδαλό;\", ρώτησε ο άλλος. \"Του τον πούλησαν, του τον χάρισαν, ποιος διάολο ξέρει. Του κόμη, ας ψοφήσουν όλ' από την πείνα, δεν τρέχει τίποτα· μα πού τολμάς ν' αφήσεις νηστικό το πουλάρι του. Να ξαπλώσεις, μου λέει, κι ύστερα - ποιος είδε το Θεό και δεν τονε φοβήθηκε. Δεν είναι χριστιανός. Λυπάται πιο πολύ τα ζωντανά από τους ανθρώπους, δε φοράει σταυρό, σίγουρα. Ο αθεόφοβος, μετρούσε ο ίδιος τα χτυπήματα. Ο στρατηγός δεν δέρνει έτσι. Τούτος μου έγδαρε όλη την πλάτη. Δεν είναι, σου λέω, χριστιανός!\" Κείνα που έλεγαν για μαστίγωμα, για τη λέξη \"χριστιανός\" που άκουσα, τα καταλάβαιναν καλά· μα εγώ τότε δεν είχα ιδέα τι σημαίνουν οι φράσεις: το δικό του πουλάρι, το πουλάρι του: καταλάβαινα πως οι άνθρωποι εννοούσαν κάποια σχέση ανάμεσα σε μένα και στο σταβλάρχη. Τι πράμα ήταν αυτή η σχέση, δε μπορούσα τότε με κανένα τρόπο να καταλάβω. Μόνο πολύ αργότερα πια, μόλις με χώρισαν από τ' άλλα άλογα, κατάλαβα τι σήμαινε αυτό το πράμα. Μα τότε δε μπορούσα να καταλάβω τι ήθελαν να πουν 21

χαρακτηρίζοντάς με ιδιοκτησία ενός ανθρώπου. Οι λέξεις : \"το άλογό μου\" που είχαν σχέση με μένα, ένα ζωντανό άλογο, μου φαινόντουσαν το ίδιο παράξενες όπως και οι λέξεις: \"η γη μου\", \"ο αέρας μου\", \"το νερό μου\". Μα τα λόγια αυτά μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση. Σκεφτόμουν συνέχεια το πράμα, και μόνο αργότερα κι ύστερα από πολλές και διάφορες σχέσεις με τους ανθρώπους κατάλαβα, επιτέλους, τη σημασία που δίνουν οι άνθρωποι στα παράξενα ονοματολόγια. Η σημασία τους είναι αυτή: οι άνθρωποι έχουν οδηγό στη ζωή όχι τις πράξεις, αλλά τα λόγια. Τους αρέσει όχι τόσο να μπορούν να κάνουν ή να μην κάνουν κάτι, όσο να μπορούν να προφέρουν για διάφορα αντικείμενα κάποιες λέξεις που τις έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους. Τέτοιες λέξεις που τις θεωρούν πολύ σπουδαίες είναι: \"δικός μου\", \"δική μου\", \"δικό μου\" που τις λένε για διάφορα πράγματα, για ζωντανές υπάρξεις, για αντικείμενα, ακόμα και για τη γη, για τους ανθρώπους και γι' άλογα. Κι έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους για ένα και το ίδιο αντικείμενο να μη μπορεί να χαρακτηριστεί δικό μου παρά από ένα μονάχα πρόσωπο. Και κείνος που σύμφωνα με το παιχνίδι αυτό λέει δικό μου για όσο το δυνατό πιο πολλά πράματα, κείνος θεωρείται ο πιο πλούσιος απ' όλους. Γιατί αυτό -δε γνωρίζω· μα έτσι συμβαίνει. Πολύ καιρό προσπαθούσα από τότε να το εξηγήσω, να το αποδώσω σε κάποιο άμεσο όφελος· μα, χαμένος κόπος. Πολλοί από κείνους που με θεωρούσαν δικό του άλογο δε με καβαλούσαν, ήταν άλλοι κείνοι που με καβαλούσαν, κι άλλοι ακόμα κείνοι που με τάιζαν. Κι όμως με φρόντιζαν όχι αυτοί -κείνοι που μ' έλεγαν άλογό τους- αλλά οι αμαξάδες, οι ιπποκόμοι και γενικά ξένοι άνθρωποι. Αργότερα που πολλαπλασιάστηκαν οι παρατηρήσεις μου πείστηκα πως η έννοια δικό μου δεν έχει καμιά άλλη δικαιολογία παρά το χαμηλό και κτηνώδες ένστιχτο του ανθρώπου που αυτός το ονομάζει αίσθημα ή δικαίωμα ιδιοκτησίας, κι όχι μόνο σχετικά με μας, τα άλογα. Ο άνθρωπος λέει: \"το σπίτι μου\" και ποτέ δε μένει σ' αυτό, αλλά φροντίζει για την κατασκευή και τη συντήρησή του. Ο έμπορος λέει: \"το μαγαζί μου\", \"το υφασματοπωλείο μου\", λόγου χάρη, κι ο ίδιος δε φοράει ρούχα από το καλό ύφασμα που διαθέτει στο μαγαζί του. Υπάρχουν άνθρωποι που λένε τη γη δική τους χωρίς να την έχουν ιδεί ποτέ αυτή τη γη και χωρίς ποτέ να έχουν περάσει απ' αυτή. Υπάρχουν άνθρωποι που ονομάζουν άλλους ανθρώπους δικούς τους χωρίς να έχουν ιδεί ποτέ αυτούς τους ανθρώπους, και η μόνη σχέση που τους συνδέει μαζί τους είναι πως κείνοι τους κάνουν κακό. Υπάρχουν άνθρωποι που κάποιες γυναίκες τις ονομάζουν γυναίκες τους ή συζύγους τους, ας συμβαίνει να ζουν αυτές οι γυναίκες με άλλους άντρες. Και οι άνθρωποι προσπαθούν στη ζωή μην κάνουν κείνο που θεωρούν καλό, αλλά να λένε δικά τους όσο είναι δυνατό πιο πολλά πράματα. Σήμερα έχω πειστεί πως εδώ βρίσκεται η πραγματική διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους και σε μας. Και γι' αυτό, χωρίς να μιλάμε για τ' άλλα πλεονεκτήματά μας απέναντι στους ανθρώπους, μπορούμε με βάση μόνο αυτό να πούμε κάλλιστα πως στην κλίμακα των ζωντανών υπάρξεων εμείς βρισκόμαστε πιο ψηλά από τους ανθρώπους: η δραστηριότητα των ανθρώπων, τουλάχιστο εκείνων που μαζί τους εγώ είχα σχέση, έχει οδηγό τα λόγια, ενώ η δική μας έχει την πράξη. Κι αυτό το δικαίωμα να λέει κάποιος για μένα το άλογό μου το είχε πάρει ο σταβλάρχης, και γι' αυτό μαστίγωσε το σταβλίτη. 22

Η ανακάλυψη αυτή μου έκανε δυνατή εντύπωση, και μαζί με τις σκέψεις και τις κρίσεις που προκαλούσε στους ανθρώπους το σκούρο τρίχωμά μου, και με τη μελαγχολία που μου προκάλεσε η προδοσία της μητέρας μου με ανάγκασε να γίνω ο σοβαρός και στοχαστικός ουγγαρέζος που είμαι σήμερα. Ήμουν τρεις φορές δυστυχής: είχα σκούρο χρώμα, ήμουν ουγγαρέζος, και οι άνθρωποι φανταζόντουσαν για μένα πως ανήκα όχι στο Θεό και στον εαυτό μου, όπως αυτό ταιριάζει σε κάθε ύπαρξη, αλλά στο σταβλάρχη… Πηγή κειμένου: Πύλη για την ελληνική γλώσσα John Frederick Herring Sr (Τζον Φρέντερικ Χέρινγκ πατέρας, 1795-1865), Άλογο κούρσας στον στάβλο, 1843 (ελαιογραφία σε καμβά) Πηγή : http://www.wikigallery.org/ 23

Τίτλος: Η Πρωτοχρονιά του Νέγρου Συγγραφέας: Είδος: Paul Arene, 1843-1896 Μέρος του Πρωτοχρονιάτικο διήγημα (ολόκληρο) τεκμηρίου: Διηγήματα ξένων συγγραφέων για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.- Λέξεις - Αθήνα : Gutenberg, 1989 (σελ. 11-14) κλειδιά: Γαλλική λογοτεχνία, Πρωτοχρονιά, ψευδαίσθηση Ο ήλιος δεν είχε φανεί τούτο το πρωινό, ούτε το προηγούμενο, ούτε και κανένα άλλο πρωινό, όλες τις μελαγχολικές τούτες μέρες, ενός ακόμη πιο μελαγχολικού τέλους του χρόνου. Ένας ήλιος γκρίζος σ’ έναν πιο γκρίζο και μουντό ουρανό. Από το φουσκωμένο Σηκουάνα, που τα κιτρινισμένα νερά του παράσερναν θάμνους και πλημμύριζαν υδατοφράχτες και αποβάθρες, αναδύονταν μία ομίχλη που τον έκανε να φαντάζει ακόμη πιο πλατύς, μια πυκνή ομίχλη – σκιά και φάντασμα του ποταμού – που υπερπηδώντας το περίφραγμα νότιζε τα σπίτια με τ’ απαλά της κύματα και γιόμιζε με μελαγχολία τις χαρούμενες μικρές προθήκες. Η προκυμαία ήταν έρημη, μονάχα κάποιος νέγρος στεκόταν ακίνητος μπροστά σε μια βιτρίνα και κοίταζε κάτι μικροσκοπικές σέρρες με κάτι ακόμη πιο μικροσκοπικά φυτά, που με τις αιχμηρές τους άκρες και τους ελικοειδείς κορμούς τους φάνταζαν μικρογραφία τροπικού τοπίου. Με τα παιδιάστικα μάτια του, όπου η ξενιτιά είχε σταλάξει τόση θλίψη, ο κακόμοιρος γερο νέγρος, τουρτουρίζοντας από το κρύο φανταζόταν πως έβλεπε ανάμεσα από τα φύλλα του καχεκτικού κάκτου και τις ραχητικής αλόης τους ανάλαφρους λόφους κάποιας όασης της πατρίδας του να αχνοφαίνεται σε κάποιον μακρινό αντικατοπτρισμό και την απέραντη κοιλάδα να τελειώνει κει κάτω στον ορίζοντα σε μια λευκή γραμμή, που ‘ρχονταν σε τέλεια αντίθεση με το βαθύ γαλάζιο ουρανό. Έμεινε κει ώρα πολλή, σαν σε έκσταση, ο κακόμοιρος ο νέγρος, ύστερα απομακρύνθηκε λιγάκι, για να σταθεί και πάλι σε κάποιαν άλλη βιτρίνα, όπου πίσω από το γυαλιστερό πλέγμα των μεγάλων κλουβιών πετούσαν και ξεφώνιζαν χαρούμενα κάθε είδος πολύχρωμα πουλιά, που πάνω στις φτερούγες τους ήταν χαραγμένη η χαρά κάποιας ηλιόλουστης χώρας. Εδώ ο νέγρος μελαγχόλησε: — Πουλιά, αδέρφια μου, έμοιαζε να λέει, ποιό να ‘ναι άραγε το μυστικό σας, που σας κάνει να ζείτε έτσι χαρούμενα κι ευτυχισμένα σε τόσο κρύα κλίματα; Κι εγώ προσπάθησα να ντυθώ σαν κι εσάς, με το μπλε σακάκι μου, το κόκκινο γιλέκο μου, την κίτρινη γραβάτα μου, αλλά, αλίμονο, δε φτάνει μόνο η λάμψη των ζωηρών χρωμάτων για να νιώσω λίγη ζεστασιά… Ξαφνικά ο γέρος χτύπησε τις παλάμες του στο μέτωπο του και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. Μια καταπληκτική είδηση ήταν η αιτία της ικανοποίησης αλλά και της έκπληξης του· Πίσω από το τζάμι της βιτρίνας κρεμόταν μία πινακίδα που έγραφε: «Ήλιος για παπαγάλους». Ήλιος για παπαγάλους; αναρωτήθηκε. Έτσι εξηγούνται όλα, μονολόγησε ο νέγρος. Διάβολε, τούτο ήταν το μυστικό !… Ήλιος για παπαγάλους !… Να, λοιπόν, γιατί μπορούν και ζουν οι 24

παπαγάλοι στο Παρίσι. Δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία !… Το δίχως άλλο θα ‘ναι ήλιος σε ράβδους, σαν εκείνες τις χρυσές ράβδους που τ’ απογεύματα του καλοκαιριού ξεγλιστρούν μες στα σπίτια από τα κακοκλεισμένα παντζούρια κι οι άνθρωποι τις μαζεύουν και τις κόβουν σε μικρά κομμάτια. Ήλιος για παπαγάλους λοιπόν. Ίσως μάλιστα να τις πουλούν και σε μπουκάλια. Γι’ αυτό είναι μια χαρά οι φιλαράκοι. Αφού όμως κάνει καλό στους παπαγάλους, γιατί να μην κάνει καλό και στους νέγρους; Και γιομάτος υπερηφάνεια για την ανακάλυψη του, αφού πρώτα έψαξε τις τσέπες του, μπήκε στο μαγαζί. —«Ήλιο, παρακαλώ κερία, πέντε ντεκάρες ήλιο για καημένο μαύρο…» μουρμούρισε ακαταλαβίστικα στην κυρία του καταστήματος κι εκείνη, χωρίς φυσικά να φαντάζεται τί προσδοκίες είχε ο νέγρος, του γέμισε, σ’ αντάλλαγμα για τα χρήματα που της έδωσε, ένα μεγάλο χάρτινο χωνί, μαύρα γυαλιστερά σπόρια. Ο νέγρος έφυγε ακτινοβολώντας από χαρά, ζεσταμένος πια, κουβαλώντας πέντε δεκάρες ήλιο μέσα σ’ ένα γκρίζο χάρτινο χωνί. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, επειδή η ομίχλη είχε διαλυθεί, μια ακτίδα ήλιου τρεμόλαμψε σ’ ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού, που φάνηκε ανάμεσα από τα μολυβένια σύννεφα. Κι εγώ δεν είχα το θάρρος – γιατί δεν πρέπει ν’ αφαιρούμε την ψευδαίσθηση από κανένα – δεν είχα το θάρρος να του πω ότι αυτό που είχε αγοράσει για τη δική του Πρωτοχρονιά ο γέρο – νέγρος δεν ήταν παρά λίγα γραμμάρια σπόροι ηλιοτρόπιου, φυτό που κοινώς ονομάζεται ή λ ι ο ς και που οι ηλικιωμένες κυρίες συνηθίζουν να δίνουν στα παπαγαλάκια τους για λιχουδιά. [Μετάφραση: Καίτη Κάστρο] Eugène-Henri-Paul Gauguin (Πωλ Γκωγκέν, 1848-1903), Το Παιδί του Θεού - Η Γέννηση, 1896. . 1896 25

Τίτλος: Το χαμένο νησί Συγγραφέας: Anna de Noailles (Πριγκίπισσα Άννα Ελισάβετ Μπιμπέσκο, 1876-1933) Είδος: Χριστουγεννιάτικο διήγημα (απόσπασμα) Μέρος του τεκμηρίου: Των Χριστουγέννων : διηγήματα απ' όλο Λέξεις - τον κόσμο.- Αθήνα : Εστία, 1997 κλειδιά: (σελ. 29-39) Γαλλική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, αγάπη, Αμαζόνιος, οικολογία, σωτηρία ……………. Ο καιρός κύλησε όπως κυλούν τα κύματα του μεγάλου ποταμού Αμαζόνιου. Έγινε μιά φοβερή πλημμύρα, το νερό ανέβηκε κι ολόκληρο το νησί καταποντίστηκε. Όλα χάθηκαν ως τις κορυφές των πιο μεγάλων δέντρων. Την τελευταία πιρόγα την πήρε το μανιασμένο ρεύμα των νερών του ποταμού. Δεν έμεινε ζωντανός παρά ένας άντρας μόνο , πού πήρε στους ώμους του τη γυναίκα του κι ή γυναίκα του πήρε στους ώμους της το παιδί τους, ενώ το νερό εξακολουθούσε να ανεβαίνει. Ο άνθρωπος χάθηκε καθώς κι γυναίκα και δεν έμεινε πια παρά τα παιδί, που το κεφάλι του πρόβαλλε ακόμα πάνω απ' το νερό και πού κρατούσε τη μικρή του χούφτα υψωμένη προς τον αγριεμένο ουρανό . Ήταν ή νύχτα των Χριστουγέννων κι άγγελοι περνούσαν. Είχαν την εντολή να σώσουν, αυτήν τη νύχτα, κάθε παιδί πού θα διέκριναν να κινδυνεύει, γιατί ήταν η νύχτα πού ο Σωτήρας του κόσμου είχε διαλέξει για να γεννηθεί. Ο άγγελος της Γέννησης πέρασε κι είδε το παιδί, πού χτυπιόταν μέσα στον ποταμό, να κρατάει τη μικρή του γροθιά υψωμένη έξω απ’ το νερό. Χύθηκε προς αυτό απ' το ύψος του ουρανού για να το σηκώσει. Όμως όσο κι αν είναι δυνατοί οι άγγελοι - κι αυτός ήταν προικισμένος με δύναμη εξαιρετική, γιατί ήταν ό αρχάγγελος - δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί το παιδί, πού ΄θελε να τραβήξει απ' το νερό, ήταν τόσο βαρύ. Ο άγγελος, σηκώνοντας τα μεγάλα, παπαγαλίσια φτερούγια του, έσκυψε και τραβούσε αδιάκοπα το χέρι του παιδιού, μα δεν μπορούσε να το σηκώσει. Αυτό συνέβαινε γιατί το παιδί είχε γαντζωθεί στους ώμους της μητέρας του κι ο άγγελος κατάλαβε πως έπρεπε να τραβήξει τη γυναίκα έξω απ’ το νερό για να σώσει το παιδί. Όμως το τράβηγμα δεν είχε τελειωμό, γιατί η γυναίκα είχε γαντζωθεί πάνω στον άντρα κι ο άγγελος κατάλαβε πώς για να σώσει το παιδί, όπως ο Θεός τον είχε διατάξει, έπρεπε να σώσει και τον άντρα. Συνέχισε να τραβάει κι όταν τους έσωσε και τους τρείς, ο άγγελος φώναξε λαχανιασμένος: «Κύριε, πόσο είναι δυνατή ! Vincent van Gogh Κύριε, πόσο είναι βαριά η ανθρώπινη αγάπη, (Βίνσεντ βαν Γκογκ, πού θέσατε στην καρδιά των πλασμάτων σας!» 1853–1890), Δυο χέρια, 1885 Κι όταν ο άγγελος τούς έσωσε και τούς τρεις, (λάδι σε καμβά) το παιδί άνοιξε το χέρι του κι είπε: «Κι εγώ έσωσα το τριζόνι». 26

Τίτλος: Τα παιδιά του Αϊ- Βασίλη Συγγραφέας: Italo Calvino, 1923-1985 Είδος: Χριστουγεννιάτικο διήγημα (ολόκληρο) Μέρος του Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη.- τεκμηρίου: Αθήνα : Καστανιώτης 1989 (σελ. 140-149) Ιταλική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, Λέξεις - διαφήμιση, δώρα, εμπόριο, κατανάλωση κλειδιά: Δεν υπάρχει εποχή του χρόνου πιο ευχάριστη και καλή για τον κόσμο της βιομηχανίας και του εμπορίου από τα Χριστούγεννα και τις προηγούμενές τους εβδομάδες. Από τους δρόμους κατεβαίνει ο τρεμουλιαστός ήχος της πίπιζας· και οι ανώνυμες εταιρείες, που μέχρι χτες υπολόγιζαν ψυχρά τα τιμολόγια και τα μερίσματα, ανοίγουν την καρδιά τους στα αισθήματα και το χαμόγελο. Τώρα η μόνη σκέψη των διοικητικών συμβουλίων είναι να προσφέρουν χαρά στον πλησίον τους, στέλνοντας δώρα, που συνοδεύονται από ευχετήρια μηνύματα, στις συνεργαζόμενες εταιρείες και στους ιδιώτες· κάθε εταιρεία νιώθει την υποχρέωση ν' αγοράσει ένα μεγάλο στοκ από προϊόντα μιας δεύτερης εταιρείας, για να κάνει δώρα στις άλλες εταιρείες· οι οποίες, με τη σειρά τους, αγοράζουν από μια εταιρεία άλλα στοκ δώρων για τις υπόλοιπες· τα παράθυρα των γραφείων μένουν φωτισμένα ως αργά και ιδίως τα παράθυρα της αποθήκης, όπου το προσωπικό συνεχίζει τις υπερωρίες συσκευάζοντας δέματα και κασόνια· πίσω από τα θαμπωμένα τζάμια, στα πεζοδρόμια που καλύπτονται από ένα στρώμα πάγου, προχωρούν οι οργανοπαίχτες που κατέβηκαν από τα σκοτεινά μυστηριώδη βουνά, στέκονται στα σταυροδρόμια του κέντρου, σαν έκθαμβοι από τα πολλά φώτα, και με σκυμμένο το κεφάλι φυσούν τις πίπιζές τους· στον ήχο εκείνο καταλαγιάζουν οι σοβαρές αντιθέσεις των επιχειρηματιών και παραχωρούν τη θέση τους σ' ένα νέο ανταγωνισμό: ποιος θα προσφέρει πιο χαριτωμένα το πιο λαμπρό και πρωτότυπο δώρο.Τη χρόνια εκείνη το Γραφείο Δημοσίων Σχέσεων της Sbav πρότεινε να μοιραστούν κατ' οίκον τα δώρα των πιο σημαντικών ανθρώπων από κάποιον που θα ντυνόταν Αϊ -Βασίλης. Η ιδέα έτυχε της γενικής επιδοκιμασίας των ιθυνόντων. Αγόρασαν μια πλήρη εξάρτυση Αϊ-Βασίλη: λευκή γενειάδα, κόκκινο σκούφο και καζάκα με γούνινο στρίφωμα, ψηλές μπότες. Άρχισαν να κάνουν πρόβες για να δουν σε ποιον υπάλληλο πήγαινε καλύτερα, μα άλλος ήταν πολύ κοντός και η γενειάδα σερνόταν καταγής, άλλος πολύ σωματώδης και δεν του χωρούσε η καζάκα, άλλος πολύ νέος κι άλλος τόσο γέρος, που δεν άξιζε τον κόπο να τον μακιγιάρουν. Ενώ ο διευθυντής του Γραφείου Προσωπικού καλούσε άλλους πιθανούς Αϊ- Βασίληδες από τα διάφορα τμήματα, οι συγκεντρωμένοι ιθύνοντες προσπαθούσαν να βελτιώσουν την ιδέα: το Γραφείο Ανθρωπίνων Σχέσεων έλεγε ότι ο Αϊ-Βασίλης θα έπρεπε να παραδώσει και τα δώρα των αρχιτεκτονιτών σε μια ομαδική γιορτή· το Γραφείο Εμπορίου ήθελε να τον βάλει να κάνει και ένα γύρο στα μαγαζιά· το 27

Γραφείο Διαφήμισης ενδιαφερόταν για την προώθηση του ονόματος της εταιρείας, ίσως βάζοντάς τον να κρατάει μια κλωστή με τέσσερα μπαλονάκια, όπου θα υπήρχαν τα γράμματα S, B, A, V. Όλοι είχαν παρασυρθεί από τον εύθυμη και φιλική ατμόσφαιρα που τύλιγε την εορταστική και παραγωγική πόλη· δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να νιώθεις να συρρέουν γύρω σου τα υλικά αγαθά και μαζί τους το καλό που ο καθένας επιθυμεί για τον πλησίον του· και αυτό, κυρίως αυτό - όπως θύμιζε ο ήχος, φιρουλί φιρουλί, από τις πίπιζες - είναι ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία. Στην αποθήκη κάθε αγαθό - υλικό και πνευματικό - περνούσε από τα χέρια του Μαρκοβάλντο ως εμπόρευμα προς φόρτωση ή εκφόρτωση. Και αυτός συμμετείχε στο γενικό εορτασμό όχι μόνο φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας, αλλά και με τη σκέψη ότι στο βάθος αυτού του λαβύρινθου με τα εκατοντάδες χιλιάδες δέματα τον περίμενε ένα δέμα ολόδικό του που του το είχε ετοιμάσει το Γραφείο Ανθρωπίνων Σχέσεων· κι ακόμα, υπολογίζοντας πόσα θα έπρεπε να πάρει στο τέλος του μήνα μαζί με το δέκατο τρίτο μισθό και τις υπερωρίες. Με τα λεφτά εκείνα θα μπορούσε να τρέξει κι αυτός στα μαγαζιά και ν' αγοράσει, ν' αγοράσει, ν' αγοράσει για να χαρίσει, να χαρίσει, να χαρίσει, όπως επέβαλλαν τα βαθύτερα συναισθήματά του και τα γενικά συμφέροντα της βιομηχανίας και του εμπορίου. Ο διευθυντής του Γραφείου Προσωπικού μπήκε στην αποθήκη με μια ψεύτικη γενειάδα στα χέρια: - Έι, εσύ! είπε στον Μαρκοβάλντο. Για δοκίμασε αυτή τη γενειάδα. Υπέροχα! Εσύ θα είσαι ο Αϊ -Βασίλης. Έλα επάνω, κάνε γρήγορα. Θα πάρεις ειδικό πριμ, αν κάνεις πενήντα κατ' οίκον παραδόσεις τη μέρα. Ο Μαρκοβάλντο, μεταμφιεσμένος σε Αϊ-Βασίλη, τριγύριζε στην πόλη πάνω στη σέλα ενός τρίκυκλου γεμάτου με πακέτα τυλιγμένα σε πολύχρωμα χαρτιά, δεμένα με ωραίες κορδέλες και στολισμένα με κλαδάκια γκι και ου. Η τζίβα της λευκής γενειάδας του έφερνε λίγη φαγούρα, αλλά ήταν χρήσιμη, γιατί του προστάτευε το λαιμό από τον αέρα. Στο πρώτο του δρομολόγιο πήγε σπίτι του, διότι δεν άντεξε στον πειρασμό να κάνει έκπληξη στα παιδιά του. \"Στην αρχή\", σκέφτηκε, \"δε θα με γνωρίσουν. Έπειτα, όμως, γέλια που θα κάνουν!\" Τα παιδιά έπαιζαν στις σκάλες. Μετά βίας γύρισαν να τον κοιτάξουν: - Γεια σου, μπαμπά. Ο Μαρκοβάλντο απογοητεύτηκε. - Μα… δε βλέπετε πώς έχω ντυθεί; - Ε, πως αλλιώς να ντυθείς; είπε ο Πιετρούτσιο. Αϊ-Βασίλης δεν είσαι; - Και με γνωρίσατε αμέσως; - Σιγά το πράμα! Εδώ γνωρίσαμε τον κύριο Σιτζισμόντο που ήταν καλύτερα μασκαρεμένος από σένα! - Και τον κουνιάδο της θυρωρίνας! - Και τον μπαμπά των απέναντι διδύμων! - Και το θείο της Ερνεστίνας με τις κοτσίδες! - Κι ήταν όλοι ντυμένοι Αϊ-Βασίληδες; ρώτησε ο Μαρκοβάλντο και η απογοήτευση στη φωνή του οφείλονταν μόνο στην αποτυχία της έκπληξης που είχε ετοιμάσει για την οικογένειά του, αλλά και στο ότι ένιωθε πως είχε κατά κάποιο τρόπο θιγεί το κύρος της εταιρείας. 28

- Βέβαια, ολόιδιοι μ' εσένα, ουφ πια, απάντησαν τα παιδιά, Αϊ-Βασίληδες, όπως συνήθως, με ψεύτικα γένια. Και γυρίζοντάς του την πλάτη, αφοσιώθηκαν και πάλι στα παιχνίδια τους. Φαίνεται ότι τα Γραφεία Δημοσίων Σχέσεων πολλών εταιρειών είχαν ταυτόχρονα την ίδια ιδέα· και είχαν στρατολογήσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων, κυρίως άνεργους, συνταξιούχους και υποαπασχολούμενους, για να τους φορέσουν την κόκκινη καζάκα και την μπαμπακένια γενειάδα. Τα παιδιά, αφού στην αρχή διασκέδασαν αναγνωρίζοντας, κάτω απ' αυτή τη μεταμφίεση, γνωστούς και γείτονες, μετά από λίγο συνήθισαν και δεν έδιναν πια καμιά σημασία. Θα 'λεγε κανείς ότι είχαν παθιαστεί με το παιχνίδι που έπαιζαν. Είχαν μαζευτεί στο κεφαλόσκαλο και κάθονταν σε κύκλο. - Μπορώ να μάθω τι σκαρώνετε; ρώτησε ο Μαρκοβάλντο. - Άσε μας ήσυχους, μπαμπά, πρέπει να ετοιμάσουμε τα δώρα. - Δώρα για ποιον; Carl Larsson (Καρλ Λάρσον, 1853-1919), Πρωινό Χριστουγ2έ9ννων, 1894

- Για ένα φτωχό παιδάκι. Πρέπει να βρούμε ένα φτωχό παιδάκι και να του κάνουμε δώρα. - Και ποιος σας το 'πε; - Το λέει το αναγνωστικό. Ο Μαρκοβάλντο ετοιμαζόταν να πει: \"Εσείς είστε τα φτωχά παιδάκια!\", όμως την εβδομάδα εκείνη είχε συνηθίσει τόσο να θεωρεί τον εαυτό του κάτοικο της Χώρας της Αφθονίας, όπου όλοι αγόραζαν, απολάμβαναν κι έκαναν δώρα, που του φάνηκε άπρεπο να μιλήσει για φτώχεια και προτίμησε να δηλώσει: - Δεν υπάρχουν πια φτωχά παιδάκια! Ο Μικελίνο σηκώθηκε και ρώτησε: - Γι' αυτό δε μας φέρνεις δώρα, μπαμπά; Ο Μαρκοβάλντο ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. - Τώρα πρέπει να πάω να βγάλω λίγα παραπάνω λεφτά, είπε βιαστικά, κι έπειτα θα σας φέρω δώρα. - Πώς θα βγάλεις λεφτά; ρώτησε ο Φιλιππέτο. - Κουβαλώντας δώρα, έκανε ο Μαρκοβάλντο. - Σ' εμάς; - Όχι, στους άλλους. - Γιατί όχι σ' εμάς; θα τελείωνες πιο γρήγορα… Ο Μαρκοβάλντο προσπάθησε να εξηγήσει: - Διότι εγώ δεν είμαι ο Αϊ-Βασίλης των Ανθρωπίνων Σχέσεων: είμαι ο Αϊ-Βασίλης των Δημοσίων Σχέσεων. Καταλάβατε; - Όχι. - Υπομονή. Επειδή, όμως, ήθελε να του συγχωρεθεί κατά κάποιο τρόπο το ότι είχε έρθει με άδεια χέρια, σκέφτηκε να πάρει μαζί του τον Μικελίνο στη διανομή των δώρων. - Αν είσαι φρόνιμος, μπορείς να έρθεις και να δεις τον μπαμπά σου που θα μοιράζει δώρα στον κόσμο, είπε καβαλώντας τη σέλα του τρίκυκλου. - Πάμε, μπορεί να βρω κάνα φτωχό παιδάκι, είπε ο Μικελίνο και, πηδώντας επάνω, γραπώθηκε στην πλάτη του μπαμπά του. Στους δρόμους της πόλης ο Μαρκοβάλντο συναντούσε συνέχεια Αϊ-Βασίληδες, ασπροκόκκινους κι ολόιδιους μ' αυτόν, που οδηγούσαν φορτηγάκια ή τρίκυκλα ή άνοιγαν τις πόρτες των καταστημάτων στους φορτωμένους πακέτα πελάτες ή τους βοηθούσαν να κουβαλήσουν τα ψώνια τους μέχρι το αυτοκίνητο. Κι όλοι αυτοί οι Αϊ-Βασίληδες είχαν ύφος σοβαρό και πολυάσχολο σαν να ήταν υπεύθυνοι για τη συντήρηση της τεράστιας μηχανής των Εορτών. Κι ο Μαρκοβάλντο, ολόιδιος με τους άλλους, έτρεχε από τη μία διεύθυνση του καταλόγου στην άλλη, κατέβαινε από τη σέλα, ανακάτευε τα πακέτα της καρότσας, έπαιρνε τη φράση: \"Η Sbav σας εύχεται Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο τον καινούριο χρόνο\" και έπαιρνε το φιλοδώρημα. Το φιλοδώρημα αυτό ήταν μερικές φορές γενναίο και ο Μαρκοβάλντο θα ήταν ικανοποιημένος, αν δεν του έλειπε κάτι. Κάθε φορά, προτού να χτυπήσει μια πόρτα μαζί με τον Μικελίνο, χαιρόταν περιμένοντας την έκπληξη αυτού που θ' άνοιγε και θα έβλεπε μπροστά του τον Αϊ-Βασίλη αυτοπροσώπως· περίμενε χαρές, περιέργεια, ευγνωμοσύνη. Και κάθε φορά τον υποδέχονταν σαν τον ταχυδρόμο που φέρνει κάθε μέρα την εφημερίδα. 30

Χτύπησε την πόρτα ενός πλουσιόσπιτου. Του άνοιξε μια γκουβερνάντα. - Α, κι άλλο πακέτο. Από πού είναι; - Η Sbav σας εύχεται… - Εντάξει, ελάτε από δω, και οδήγησε τον Αϊ-Βασίλη σ' ένα διάδρομο όλο ταπετσαρίες, χαλιά και βάζα από μαγιόλικα. Ο Μικελίνο με γουρλωμένα μάτια ακολουθούσε τον πατέρα του. Η γκουβερνάντα άνοιξε μια κρυστάλλινη πόρτα. Μπήκαν σ' ένα δωμάτιο με ψηλό ταβάνι, τόσο ψηλό, που χωρούσε ολόκληρο έλατο μέσα του. Ήταν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο που έλαμπε από γυάλινες μπάλες σ' όλα τα χρώματα, ενώ στα κλαδιά του κρέμονταν δώρα και κάθε είδους γλυκά. Στο ταβάνι υπήρχαν βαριοί κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και τα ψηλότερα κλαδιά του έλατου μπλέκονταν στ' αστραφτερά τους κρύσταλλα. Πάνω σ' ένα μεγάλο τραπέζι υπήρχαν κρύσταλλα, ασημικά, κουτιά με ζαχαρωτά και κιβώτια με μπουκάλια. Τα παιχνίδια, πεταμένα σ' ένα μεγάλο χαλί, ήταν τόσα πολλά, σαν σε κατάστημα παιχνιδιών, και κυρίως περίπλοκες ηλεκτρονικές συσκευές και μοντέλα διαστημόπλοιων. Σε μια αδειανή γωνιά του χαλιού ήταν ένα παιδί γύρω στα εννιά, ξαπλωμένο μπρούμυτα, με ύφος κατσούφικο και βαριεστημένο. Ξεφύλλιζε ένα εικονογραφημένο βιβλίο, λες και όλα όσα ήταν γύρω του δεν τον αφορούσαν. - Τζιανφράνκο, δες, Τζιανφράνκο, είπε η γκουβερνάντα, βλέπεις που ο Αϊ-Βασίλης ξαναγύρισε κι έφερε κι άλλο δώρο; - Τριακόσια δώδεκα, αναστέναξε το παιδί, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το βιβλίο. Βάλτε το εκεί. - Είναι το τριακοσιοστό δωδέκατο δώρο που έρχεται, είπε η γκουβερνάντα. Ο Τζιανφράνκο είναι καταπληκτικός, κρατάει λογαριασμό, δεν του ξεφεύγει ούτε ένα, το μεγάλο του πάθος είναι να μετράει. Ο Μαρκοβάλντο κι ο Μικελίνο έφυγαν από το σπίτι πατώντας στις μύτες των ποδιών. - Μπαμπά, αυτό το παιδί είναι ένα φτωχό παιδάκι; ρώτησε ο Μικελίνο. Ο Μαρκοβάλντο είχε βαλθεί να ταχτοποιεί το φορτίο του τρίκυκλου και δεν απάντησε αμέσως. Μια στιγμή αργότερα, όμως, έσπευσε να διαμαρτυρηθεί: - Φτωχό; Τι είν' αυτά που λες! Ξέρεις ποιος είναι ο πατέρας του; Είναι ο πρόεδρος της Ένωσης Αυξήσεων Χριστουγεννιάτικων Πωλήσεων! Ο κύριος… Σταμάτησε, γιατί δεν έβλεπε τον Μικελίνο. - Μικελίνο! Μικελίνο! Πού είσαι; Είχε εξαφανιστεί. \"Κοίτα να δεις που θα είδε κανέναν άλλο Αϊ-Βασίλη στο δρόμο, θα μπερδεύτηκε και θα τον πήρε από πίσω…\" Ο Μαρκοβάλντο συνέχισε το γύρο του, μα ήταν λιγάκι ανήσυχος και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο σπίτι. Στο σπίτι βρήκε τον Μικελίνο μαζί με τα' αδέλφια του, φρόνιμο σαν αρνάκι. - Για λέγε, εσύ: που πήγες και χάθηκες; - Ήρθα στο σπίτι να πάρω τα δώρα… Ναι, τα δώρα για εκείνο το φτωχό παιδάκι… - Ε, ποιο; - Εκείνο που ήταν τόσο στεναχωρημένο… εκείνο στη βίλα με το χριστουγεννιάτικο δέντρο… - Εκείνο; Μα τι δώρα μπορούσες να κάνεις εσύ σ' εκείνο; - Α, τα ετοιμάσαμε μια χαρά… τρία δώρα τυλιγμένα σε ασημόχαρτο. Μπήκαν στη μέση τ' αδελφάκια του. 31

- Πήγαμε όλοι μαζί και του τα δώσαμε! Πού να 'βλεπες χαρά που έκανε! - Ναι, ναι με τα δώρα μας… Έτρεξε αμέσως να σκίσει το χαρτί και να δει τι ήταν… - Και τι ήταν; - Το πρώτο ήταν ένα σφυρί: εκείνο το μεγάλο, στρογγυλό, ξύλινο σφυρί… - Κι εκείνος; - Πηδούσε από τη χαρά του! Το άρπαξε και άρχισε να το χρησιμοποιεί! - Πώς; - Έσπασε όλα τα παιχνίδια! Κι όλα τα κρύσταλλα! Έπειτα πήρε το δεύτερο δώρο… - Τι ήταν; - Μια σφεντόνα. Έπρεπε να τον δεις πόσο ευχαριστήθηκε… Έσπασε όλες τις γυάλινες μπάλες του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Κι έπειτα έσπασε τους πολυέλαιους… - Φτάνει, φτάνει, δε θέλω ν' ακούσω άλλο! Και… το τρίτο δώρο; - Δεν είχαμε πια τίποτα να του χαρίσουμε κι έτσι τυλίξαμε στο ασημόχαρτο ένα πακέτο σπίρτα απ' αυτά της κουζίνας. Αυτό το δώρο του άρεσε πιο πολύ απ' όλα. Έλεγε: \"Δε μ' αφήνουν ποτέ να πιάσω σπίρτα\". Άρχισε να τ' ανάβει και… - Και;… - … έβαλε παντού φωτιά! Ο Μαρκοβάλντο τραβούσε τα μαλλιά του. - Πάει, καταστράφηκα! Την επόμενη μέρα, όταν παρουσιάστηκε στη δουλειά, ένιωθε τη θύελλα να πυκνώνει γύρω του. Μάνι μάνι ξαναντύθηκε Αϊ-Βασίλης, φόρτωσε στο τρίκυκλο τα πακέτα που έπρεπε να παραδώσει, απορώντας που κανείς ακόμα δεν του είχε πει τίποτα, όταν είδε να έρχονται προς το μέρος του τρεις προϊστάμενοι, αυτός των Δημοσίων Σχέσεων, ο άλλος της Διαφήμισης και ο τρίτος του Γραφείου Εμπορίου. - Αλτ! Του είπαν. Ξεφόρτωσέ τα όλα αμέσως! \"Τώρα μάλιστα!\" σκέφτηκε ο Μαρκοβάλντο και ήδη έβλεπε τον εαυτό του άνεργο\". - Γρήγορα! Πρέπει ν' αντικαταστήσουμε τα πακέτα! Είπαν οι προϊστάμενοι. Η Ένωση Αυξήσεων Χριστουγεννιάτικων Πωλήσεων ξεκίνησε μια εκστρατεία για τη διάδοση του Καταστρεπτικού Δώρου! - Έτσι ξαφνικά… σχολίασε ένας τους. Θα μπορούσαν να το σκεφτούν νωρίτερα… - Πρόκειται για μια ξαφνική ανακάλυψη του προέδρου, εξήγησε ένας άλλος. Νομίζω ότι το παιδί του πήρε κάτι υπερμοντέρνα δώρα, μάλλον γιαπωνέζικα, και για πρώτη φορά το είδε να διασκεδάζει… - Αυτό που έχει σημασία, πρόσθεσε ο τρίτος, είναι ότι το Καταστρεπτικό Δώρο χρησιμεύει για να καταστρέφει κάθε είδους αντικείμενα: ό,τι χρειαζόμαστε για να επιταχύνουμε το ρυθμό της κατανάλωσης και ν' αναζωογονήσουμε το εμπόριο… Τα πάντα γίνονται ταχύτατα και είναι στο χέρι ενός παιδιού… Ο πρόεδρος της Ένωσης είδε ν' ανοίγονται νέοι ορίζοντες και στον έβδομο ουρανό του ενθουσιασμού του… - Μα αυτό το παιδί, ρώτησε ο Μαρκοβάλντο με φωνή που μόλις ακουγόταν, κατέστρεψε στ' αλήθεια πολλά πράγματα; - Είναι δύσκολο να υπολογιστούν οι ζημιές, έστω και κατά προσέγγιση, διότι το σπίτι πήρε φωτιά… Ο Μαρκαβέλντο βγήκε στο δρόμο, που φωτιζόταν σαν να 'ταν νύχτα, γεμάτο μαμάδες, παιδιά, θείους, παππούδες, πακέτα, μπαλόνια, ξύλινα αλογάκια, χριστουγεννιάτικα δέντρα, Αϊ-Βασίληδες, κοτόπουλα, γαλοπούλες, τσουρέκια, 32

μποτίλιες, οργανοπαίχτες, καπνοδοχοκαθαριστές και καστανάδες που έριχναν ταψιά με κάστανα πάνω στο πυρωμένο μαύρο μαγκάλι. Και η πόλη έμοιαζε μικρότερη, κλεισμένη σε μια φωτεινή λήκυθο, θαμμένη στη σκοτεινή καρδιά ενός δάσους ανάμεσα στους αιωνόβιους κορμούς των καστανιών και στον απέραντο μανδύα του χιονιού. Από κάποια μεριά του σκοταδιού ακουγόταν το ουρλιαχτό του λύκου· οι λαγοί είχαν τη φωλιά τους θαμμένη μες στο χιόνι, στη ζεστή κόκκινη γη, κάτω από ένα στρώμα καστανόφλουδες. Ένας άσπρος λαγός βγήκε στο χιόνι, κούνησε τα αυτιά του κι έτρεξε κάτω από το φεγγάρι, μα ήταν άσπρος και δε φαινόταν, ήταν σαν να μη βρισκόταν εκεί. Μόνο τα ποδαράκια του άφηναν ανάλαφρα ίχνη στο χιόνι, σαν φυλλαράκια τριφυλλιού. Ούτε κι ο λύκος φαινόταν, γιατί ήταν μαύρος και κρυβόταν μες στο μαύρο σκοτάδι του δάσους. Μόνο όταν άνοιγε το στόμα του, φαίνονταν τα λευκά και μυτερά του δόντια. Υπήρχε ένα όριο όπου τελείωνε το κατάμαυρο δάσος και άρχιζε το κάτασπρο χιόνι. Από τη μια έτρεχε ο λαγός κι από την άλλη ο λύκος. Ο λύκος έβλεπε πάνω στο χιόνι τα χνάρια του λαγού και τ' ακολουθούσε, μα πάντα κρατιόταν στο σκοτάδι για να μη φανερωθεί. Ο λαγός θα έπρεπε να είναι στο σημείο όπου σταματούσαν τα αποτυπώματα και ο λύκος βγήκε από το σκοτάδι, άνοιξε το κόκκινο στόμα και τα κοφτερά δόντια του και δάγκωσε τον αέρα. Ο λαγός βρισκόταν λίγο παρακεί, αόρατος· έτριψε το αυτί με το ποδαράκι του και έφυγε πηδώντας. Εδώ είναι; Εκεί είναι; Όχι, μήπως είναι λίγο πιο εκεί; Έβλεπες μόνο την απεραντοσύνη του χιονιού, λευκή όπως αυτή η σελίδα. [Μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη] Claude Monet (Κλοντ Μονέ, 1840-1926), H καρακάξα (κίσσα), 1868-1869 Wiki3G3allery.org

34

Τίτλος: Ο παλιός κι ο νέος χρόνος Ποιήτρια: Ρένα Καρθαίου, 1913-2005 Είδος: ποίημα (ολόκληρο) Μέρος του τεκμηρίου: Να τα πούμε; Να τα πείτε! .- Αθήνα : Ψυχογιός, 1999 (σελ. 152) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Πρωτοχρονιά, κλειδιά: αναμνήσεις, Νέος Χρόνος, μνήμη, νοσταλγία Το ’λεγες, πως θε να φύγεις, μιαν ολόκληρη χρονιά. Το ξεχνούσαν οι μεγάλοι, Το ξεχνούσαν τα παιδιά. Τώρα φεύγεις κι όλο αγάπη έναν έναν χαιρετάς. Γέρο -Χρόνε, αναρωτιέμαι Μες στο κρύο πού θα πας; Μα ούτε εσύ θα μας ξεχάσεις Κι εμείς θα ’μαστε πιστοί. Καλώς να ’ρθει ο Νέος ο Χρόνος, Το δικό σου το παιδί. Και για σένα θα μιλάμε Και θα ζεις παντοτινά. Ο άνθρωπος τα περασμένα Μέσα του τα κουβαλά. Carl Reichert (Κάρολος Ράιχερτ, 1836-1918), Γατ3ά5κια που παίζουν με το ρολόι (χωρίς ημερομηνία)

Τίτλος: Ελατοκουβέντες Ποιήτρια: Corinne Albaut, 1954- Είδος: ποίημα (ολόκληρο) Μέρος του Ποιηματάκια για τα Χριστούγεννα.-Αθήνα : τεκμηρίου: Μεταίχμιο, 2002 (σελ. 20) Λέξεις - Γαλλική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: αγάπη, έλατα, χαρά Απ’ του χιονιού την αγκαλιά με πήραν Γύρω μου φορώντας νυχτικά Τα σύννεφα, τον άνεμο μου κρύψαν. Χορεύουνε χαρούμενα παιδιά, Δε βλέπω πια το φως των αστεριών Κι η ελατένια μου καρδιά Ούτε ακούω κελάιδισμα πουλιών . Τους στέλνει δυο γλυκά φιλιά. Ψεύτικα χρυσά αστεράκια Χαρά τους δίνω και μ’ αρέσει Που μ’ έβαλαν στου σαλονιού Με γεμίσαν και χρωματιστά φωτάκια, τη μέση. Γιρλάντες παρδαλές, μπάλες και δωράκια, Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα κεράκια. Viggo Johansen (Βίγκο Γιό3χ6ανσεν, 1851-1935), Καλά Χριστούγεννα, 1891

Τίτλος: Το δώρο του Λεόν Συγγραφέας: Catherine Mory, 1913-2005 Είδος: παιδική ιστορία (απόσπασμα) Μέρος του 30 ιστορίες περιμένοντας τα Χριστούγεννα τεκμηρίου: .- Αθήνα : Πατάκης, 2013 (σελ. 24-25) Γαλλική λογοτεχνία, Πρωτοχρονιά, Λέξεις - απογοήτευση, δώρα, εκνευρισμός, λύπη, κλειδιά: χαρά Εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς ο Λεόν στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του προσπαθώντας να κοιμηθεί. Ήταν όμως τόσο αναστατωμένος, που δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Μα ήταν δυνατόν να μην θυμάται τι είχε γράψει στον Αϊ-Βασίλη; Τελικά σηκώθηκε, άναψε το φως, έψαξε στην ντουλάπα και βρήκε το πρόχειρο στο οποίο είχε γράψει το γράμμα του. \"Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη, είμαι ο Λεόν. Αυτή τη χρονιά ήμουν αρκετά καλό παιδί. Εντάξει, όπως ξέρεις, κανείς δεν είναι τέλειος… Σου γράφω για να σου πω ότι δεν ξέρω τι να σου ζητήσω. Θα ήθελα κάτι πολύ όμορφο και μικρό που να μην με εκνευρίζει ποτέ, γιατί κάθε φορά που εκνευρίζομαι κάνω χαζομάρες. Έτσι έκανα και με τον πύργο που είχα φτιάξει με τα ποτήρια της μαμάς – στο τέλος κατάφερα να τα σπάσω όλα. Έτσι έκανα και με το τηλέφωνο του μπαμπά, τότε που αποφάσισα να το καθαρίσω με την οδοντόβουρτσα. Από τότε σταμάτησε να λειτουργεί. Επειδή είσαι ο Αϊ-Βασίλης, φαντάζομαι ότι θα έχεις καμιά ωραία ιδέα. Πολλά φιλιά, Ο μικρός σου φίλος Λεόν που σε περιμένει με ανυπομονησία\". Ο Λεόν έπεσε απογοητευμένος στο κρεβάτι του: είχε ζητήσει το αδύνατο από τον Αϊ-Βασίλη! Πού να έβρισκε ο καημένος \"ένα δώρο μικρό και όμορφο\", το οποίο δε θα τον εκνεύριζε κιόλας; Και επιπλέον του έγραφε ένα σωρό ανοησίες στο γράμμα. Ξάπλωσε με δάκρυα στα μάτια προσπαθώντας να μην ξεχνάει πόσο καλός είναι ο Αϊ-Βασίλης. Δεν πειράζει… Κάτι θα έβρισκε να φέρει και σ' αυτόν. Κάτι όμορφο και μικρό. Την επόμενη μέρα, μόλις ο Λεόν άνοιξε τα μάτια του, κατέβηκε με βαριά καρδιά στο καθιστικό. Κοίταξε στο έλατο, αλλά δε βρήκε τίποτα για κείνον. Τελικά ο Αϊ-Βασίλης τον είχε ξεχάσει! Ο Λεόν ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και ξέσπασε σε κλάματα. Έψαξε να φορέσει τα παντοφλάκια του, αλλά δεν τα έβρισκε πουθενά. Με δάκρυα στα μάτια έκανε το γύρο του σαλονιού, αλλά τα παντοφλάκια του ήταν εξαφανισμένα. Έσκυψε να δει μήπως ήταν κάτω από τον καναπέ και τότε ένιωσε ένα υγρό σφουγγάρι να του καθαρίζει την άκρη της μύτης του. Αναπήδησε προς τα πίσω και έπεσε στο πάτωμα. 37

Τι ήταν αυτό; την ίδια στιγμή είδε ένα από τα παντοφλάκια του να προβάλλει κάτω από τον καναπέ μισοφαγωμένο! Αμέσως μετά ένα μαλλιαρό μπαλάκι βγήκε κάτω από τον καναπέ και πλησίασε τον Λεόν κουνώντας την ουρά του. Ήταν ένα σκυλάκι! Έβαλε τα πατουσάκια του στην κοιλιά του παιδιού και άρχισε να τον γλείφει στο πρόσωπο. Από που ήρθες εσύ;\" Το ρώτησε απορημένος ο Λεόν παίρνοντάς το αγκαλιά. Αντί για απάντηση, το σκυλάκι σήκωσε το κεφάλι του , αποκαλύπτοντας μια κάρτα που ήταν δεμένη στο λαιμό του με μια κόκκινη κορδέλα: Αυτός θα είναι ένας πιστός σύντροφος για τον αγαπημένο μου Λεόν. Θυμήσου μόνο, όταν τον πλένεις, να χρησιμοποιείς σαπούνι κι όχι οδοντόκρεμα. Αϊ-Βασίλης Ο Λεόν πετούσε από τη χαρά του. Ποτέ δεν περίμενε ότι θα έπαιρνε ένα τόσο σπουδαίο δώρο. Όταν όμως οι γονείς του είδαν την κατάσταση της παντόφλας του Λεόν, είπαν γελώντας ότι ο σκυλάκος είναι για πολλές παντοφλιές. Κι από τότε του κόλλησαν το όνομα Παντόφλας! William Henry Hunt (Ουίλιαμ Χένρι Χαντ, 1827-1910), Ένα αγόρι με ένα σκυλ3ί8(χωρίς ημερομηνία) (μελέτη)

Τίτλος: Μόνη… Συγγραφέας: Αντώνης Παπαθεοδούλου, 1977- Είδος: παιδική ιστορία (ολόκληρη) Μέρος του 12 δώρα για τα Χριστούγεννα.- Αθήνα : τεκμηρίου: Παπαδόπουλος, 2008 (σελ. 95-97) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: μοναξιά, χιούμορ Είμαι μόνη. Πάντα είμαι μόνη. Μαγκούφα. Σαν την καλαμιά στον κάμπο. Όλες οι άλλες έχουν το ζευγάρι τους. Το ταίρι τους. Το σύντροφό τους. Κι εγώ μόνη. Εκείνες φορούν τα καλά τους γυαλιστερά παπούτσια και πηγαίνουν σινεμά, θέατρο, χορεύουν σε κλάμπ και επισκέπτονται ακριβά εστιατόρια. Κι έπειτα γυρνούν, βγάζουν τα παπούτσια και κυλιούνται στη μοκέτα χαρούμενες. Έχουν το ταίρι τους βλέπεις. Έχουν κάποιον να χουχουλιάζουν μαζί μπροστά στο τζάκι, κάτω απ’ την κουβέρτα και να ονειρεύονται. Κι εγώ μόνη. Στο σκοτάδι. Ίσως επειδή είμαι μεγάλη. Πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες. Δεν έχει σημασία που είσαι μεγάλη, μου λένε. Αλλά παρέα δεν με κάνουν. Ίσως και επειδή πλένομαι μια φορά το χρόνο. Ενώ εκείνες μέρα παρά μέρα θα το κάνουν το μπανάκι τους. Κι ύστερα θα βγούν μοσχοβολώντας στην αυλή και θα απλώσουν την αρίδα τους στο ήλιο. Αλλά γιατί γκρινιάζω; Σήμερα είναι η μέρα μου. Μη φανταστείτε, δηλαδή, ότι θα βάλω τα καλά μου τα παπούτσια και θ’ αρχίσω να τρέχω κι εγώ σε κλάμπ και χοροεσπερίδες. Με ποιον άλλωστε; Αφού είμαι μόνη. Θα μ’ αφήσουν όμως σήμερα, για μια μέρα έστω, να κάτσω κι εγώ δίπλα στο τζάκι.Να ζεσταθώ και ν α ακούσω William Mulready τον ήχο που κάνουν τα ξύλα όταν (Ουίλιαμ Μουλρίντι, 1786-1863), καίγονται. Πάλι μόνη θα είμαι όμως. Διαβάζοντας στο τζάκι, 1825 Οι άλλες οι παρδαλές ή θα κοιμούνται κάτω απ’ τα παπλώματα ή θα τρέχουν στα ρεβεγιόν για να γιορτάσουν την αλλαγή του χρόνου. Αλλά δεν με νοιάζει. Αυτές πρέπει να ζηλεύουν. Γιατί τον Άγιο Βασίλη αυτοπροσώπως δεν τον είδε ποτέ καμιά άλλη κάλτσα. Μόνο εγώ. 39

Τίτλος: Το δέμα των Χριστουγέννων Συγγραφέας: Ursel Scheffler, 1938- Είδος: Χριστουγεννιάτικη ιστορία (ολόκληρη) Μέρος του Χριστουγεννιάτικες ιστορίες .- Αθήνα : τεκμηρίου: Ψυχογιός , 2005 (σελ. 59-62) Λέξεις - Γερμανική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: δώρα, μοναξιά Η ηλικιωμένη κυρία Πόλακ δεν παίρνει ποτέ γράμμα. Κανείς δεν της γράφει. «Τι καλά που θα ‘τανε να ‘παιρνα ένα γραμματάκι», σκέφτεται συχνά. Ένα πακετάκι μικρό… Αλλά ποιος να της το στείλει; Ο άντρας της σκοτώθηκε πριν από χρόνια στον πόλεμο. Παιδιά δεν έχει. Οι φίλες της όλες την έχουν ξεχάσει πια, έχει να πάρει νέα τους εδώ και χρόνια. Αλλά ξάφνου, μια ιδέα περνάει από το μυαλό της. Γράφει τρία γράμματα και τρείς κάρτες. Έπειτα ετοιμάζει ένα μεγάλο δέμα, και μέσα βάζει όλα τα πράγματα που αγαπάει. Το αγαπημένο της πουλόβερ, το αγαπημένο της βιβλίο, τα αγαπημένα της σοκολατάκια, το αγαπημένο της σάλι. Τα έχει τυλίξει όλα σε όμορφα χρωματιστά χαρτιά. Και κινάει για το ταχυδρομείο. Γυρίζοντας στο σπίτι, αγοράζει λίγα χριστουγεννιάτικα γλυκά κι ένα σοκολατένιο Αϊ- Βασίλη. Θα τον προσφέρει στον ταχυδρόμο, όταν θα της φέρει τα γράμματα. Τα γλυκά είναι για τον άλλο ταχυδρόμο , που θα της φέρει το δέμα της. Χαμογελάει ευχαριστημένη με την ωραία ιδέα της. - Για κοίτα! Για κοίτα! Μουρμουρίζει απορημένος ο ταχυδρόμος ξεδιαλέγοντας τα γράμματα για την κυρία Πόλακ. Ο αποστολέας κι ο παραλήπτης έχουν το ίδιο όνομα… την ίδια διεύθυνση! Αλλά έχει τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνει να το σκεφτεί άλλο. Χτυπάει την πόρτα και δίνει τα γράμματα στην ευγενική γριούλα. Κι όταν εκείνη του προσφέρει το σοκολατένιο Αϊ-Βασίλη, τον παίρνει χαρούμενος. - Σας ευχαριστώ πολύ, λέει. Τι ωραία που είναι να σε θυμάται κάποιος τέτοιες μέρες και να σε νοιάζεται! - Έχετε δίκιο! Συμφωνεί η κυρία Πόλακ. Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ για τα γράμματα! Στις 31 Δεκεμβρίου φτάνει και ο ταχυδρόμος με το δέμα της. - Πάνω στη ώρα! Λέει η κυρία Πόλακ και το παίρνει . Θα στεναχωριόμουν πολύ αν δεν ερχόταν! - Τι μεγάλο δέμα! Σίγουρα θ’ ανυπομονείτε να δείτε τι έχει μέσα, της λέει ο ταχυδρόμος. – Ναι, και βέβαια ανυπομονώ. Αλλά δε θα τ’ ανοίξω από τώρα. Θα περιμένω το βράδυ, απαντάει η κυρία Πόλακ. Και του δίνει τα χριστουγεννιάτικα γλυκά. 40

- Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Πόλακ, λέει εκέινος. Ελπίζω να ‘χω πάλι πολύ σύντομα δέμα για σας! - Θα έχετε το Φεβρουάριο, του αποκρίνεται με σιγουριά η κυρία Πόλακ. Ξέρετε, το Φεβρουάριο είναι τα γενέθλιά μου! Margaret Thomas (Μάργκαρετ Τόμας, 1916-2016), Χριστουγεννιάτικο τραπέζι (χωρίς ημερομηνία) 41

Τίτλος: Αϊ-Βασίλης έρχεται και φέρνει… κουραμπιέδες Συγγραφέας: Είδος: Εύη Μαυροματίδου, 1938- Μέρος του παιδική ιστορία (απόσπασμα) τεκμηρίου: Αϊ-Βασίλης έρχεται και φέρνει… Λέξεις - κουραμπιέδες .- Αθήνα : Ψυχογιός, 2011 κλειδιά: (σελ. 17-28) Ελληνική λογοτεχνία, Πρωτοχρονιά, οικογένεια, χρόνος, ποιότητα ζωής [………….] Σε μια γειτονιά, πολύ-πολύ μακριά από το σπίτι του Αϊ-Βασίλη, η Κωνσταντίνα περίμενε τη μαμά της να γυρίσει από τη δουλειά για να διαβάσουν μαζί το καινούριο της παραμύθι. Τρεις μέρες είχαν περάσει από τότε που η μαμά τής χάρισε αυτό το παραμύθι με τις φανταστικές ζωγραφιές αλλά δεν κατάφερε να βρει χρόνο να της το διαβάσει. Τελευταία ούτε η μαμά αλλά ούτε ο μπαμπάς είχαν πολύ ελεύθερο χρόνο για να της διαβάζουν τα αγαπημένα της βιβλία και να παίζουν μαζί της. Πλησίαζαν και οι γιορτές, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Πόσο θα ‘ θελε, αλήθεια, η Κωνσταντίνα να δούλευε λιγότερο η μαμά της και να έκαναν μαζί διάφορα ωραία πράγματα, να έβγαιναν έξω βόλτες. Ύστερα ονειρευόταν να βοηθήσει τη μαμά της να κάνουν νόστιμα μελομακάρονα, τσουρέκια και μικρούς σοκολατένιους κορμούς. […..] «Τι κάνει το λουλουδάκι μου το όμορφο;” είπε η μαμά της Κωνσταντίνας μόλις μπήκε στο σπίτι. «Μαμά, μαμά…» φώναξε εκείνη και έτρεξε στην αγκαλιά της. «Θα στολίσουμε με φωτάκια τα δέντρα στον κήπο; Θα κάνουμε και μπισκοτάκια για να τα κρεμάσουμε στο δέντρο;”[……] “Θα δούμε, κοριτσάκι μου… Αν βρούμε χρόνο.» είπε η μαμά της. [….] Η Κωνσταντίνα ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τη λέξη «χρόνος». Και την έβρισκε συχνά μπροστά της να της χαλάει τις πιο ωραίες στιγμές. [….] Πίσω στο εργαστήρι του Aϊ-Βασίλη οι εργασίες συνεχίζονταν πυρετωδώς. [….] Ο Αϊ-Βασίλης έκατσε να ξεκουραστεί λιγάκι, και τότε είδε έναν κατακόκκινο φάκελο με ζωγραφισμένα ελατάκια πάνω στο γραφείο. «Τι είναι αυτός ο φάκελος; Νόμιζα πως είχαμε τελειώσει με τα γράμματα των παιδιών». «Είναι το τελευταίο. Το έφερε το πρωί ο ταχυδρόμος» απάντησε ένα ξωτικό. Το γράμμα ήταν της μικρής Κωνσταντίνας που, αφού ευχαριστούσε τον Αϊ- Βασίλη για το περσινό της δώρο, του έστελνε ένα φιλί και του ζητούσε κάτι που δεν του είχε ζητήσει κανείς μέχρι τώρα. «…και, Αϊ-Βασίλη , φέτος για δώρο θέλω να μου φέρεις χρόνο. Θέλω να τον ξοδέψω όλο με τη μαμά, που δεν έχει καθόλου τελευταία, και τον μπαμπά που όλο δουλεύει. Δεν ξέρω τι τον κάνουν, αλλά όλο τους τελειώνει. Γι’ αυτό φέρε μου όοοοσο χρόνο βρεις, θα σου είμαι ευγνώμων. [….] Σε φιλώ, Κωνσταντίνα». [….] 42

Όταν έπεσε το βράδυ, κουρασμένος πια, ξάπλωσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί αλλά διάφορες σκέψεις τον προβλημάτιζαν. Σκεφτόταν το γράμμα της Κωνσταντίνας. «Θα κάνω ό, τι μπορώ για να βοηθήσω τη μικρή Κωνσταντίνα», είπε ο Αϊ-Βασίλης λίγο προτού βυθιστεί στα όνειρά του. [….] Την ερχόμενη μέρα πήρε ένα λευκό φύλλο χαρτί κι άρχισε να γράφει. Δεν έγραψε πολλά αλλά όσα έγραψε ήταν μάλλον σημαντικά, γιατί βοήθησαν τη μαμά και τον μπαμπά της Κωνσταντίνας να καταλάβουν πόσο πολύτιμος ήταν ο χρόνος που περνούσαν με την μικρή τους κόρη. Φυσικά και την αγαπούσαν πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο και τη νοιάζονταν. Απλώς μερικές φορές… να… πώς γίνεται και ξεχνάμε να δείξουμε στους άλλους πόσο πολύ τους αγαπάμε και πόσο σημαντικοί είναι για μας. Και χρειάζεται χρόνος για να γίνει αυτό. Χρειάζεται να σταθούμε δίπλα τους όταν μας έχουν ανάγκη, και να δείξουμε τα αισθήματά μας έμπρακτα. Salvador Dali (Σαλβαδόρ43Νταλί, 1904-1989), Ο Αϊ-Βασίλης με συρτάρια, 1948

Τίτλος: Το τριαντάφυλλο των Χριστουγέννων Συγγραφέας: Μάνος Κοντολέων, 1946- Είδος: παιδική ιστορία (απόσπασμα) Μέρος του Το τριαντάφυλλο των Χριστουγέννων.- τεκμηρίου: Αθήνα : Πατάκης 2007 (σελ. 4) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: αγάπη, μοναδικότητα, τριαντάφυλλα Υπάρχει ένα τριαντάφυλλο διαφορετικό από τα άλλα. Έχει, λένε, άρωμα μοναδικό. Όταν το μυρίσεις, δεν το ξεχνάς, κι αδύνατο να μη χαμογελάσεις. Έχει, λένε, χρώμα μοναδικό. Λευκά τα πέταλά του, αλλά, αν πας κοντά και τα κοιτάξεις, τότε θα δεις πως δεν είναι ολότελα λευκά, μα κάποιες αχνές, κόκκινες κηλίδες τα στολίζουν… Κάτι σαν δάκρυα χαράς ή στάλες αίματος της αγάπης. Μα σπάνια πολύ μπορεί κάποιος να συναντήσει την τριανταφυλλιά που βγάζει τέτοια λουλούδια. Πρέπει να περπατήσει για μέρες πολλές σε ερημικές περιοχές - δίχως νερό, δίχως σκιά. Περιοχές σπαρμένες με πέτρες και αγκάθια. Εκεί ίσως τύχει, αν είναι τυχερός, να βρει αυτή τη μοναδική τριανταφυλλιά. Και βέβαια θα πρέπει να είναι χειμωνιάτικη η εποχή, κρύα, με παγωνιά και ίσως και χιόνι, για να έχει η τριανταφυλλιά πάνω της ν’ ανθεί το μοναδικό αυτό τριαντάφυλλό της. Χειμωνιάτικη εποχή – μέρες Χριστουγέννων. Το τριαντάφυλλο των Χριστουγέννων λοιπόν. Έτσι το λένε… Γιατί ήταν στα πρώτα, πρώτα, William Jabez Muckley πρώτα Χριστούγεννα που (Ουίλιαμ Τζέιμπεζ Μάκλεϊ, 1829–1905), φύτρωσε και άνθισε και γέμισε Χριστουγεννιάτικα τριαντάφυλλα, 1958 εκείνη τη νύχτα με τη μυρωδιά του. 44

Τίτλος: Δασάκι από έλατα των Χριστουγέννων Συγγραφέας: Μάνος Κοντολέων, 1946- Είδος: παιδική ιστορία (απόσπασμα) Μέρος του 12 δώρα για τα Χριστούγεννα .- Αθήνα : τεκμηρίου: Παπαδόπουλος, 2008 (σελ. 37-43) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: δάσος, έλατα Η πρώτη ανάμνηση που είχε ήταν από ένα μεγάλο κτήμα. Εκεί θυμάται τον εαυτό του να βρίσκεται, ανάμεσα σε άλλα έλατα – λίγο πολύ ίδια με αυτό. Μικρά όλα τους – κάπου στο ένα μέτρο ύψος, αλλά διαφέρανε στο πόσο το καθένα τους ήταν φουντωτό. Κι αυτό πρέπει να ήταν από τα πιο όμορφα. Με τα κλαριά του να υψώνονται περήφανα προς τον ουρανό και τα μικρά, μυτερά – ίδια με βελόνες – φυλλαράκια του καταπράσινα και σκληρά. Έπειτα ήρθαν τρεις άνθρωποι και στάθηκαν μπροστά του. Ένας άντρας με σκούρα μάτια και σταρένιο δέρμα, μια γυναίκα με καστανά μαλλιά και ένα αγοράκι. Κι εκείνο ήταν που τέντωσε το χέρι του, το έδειξε και είπε: «Μπαμπά, αυτό να πάρουμε! Είναι το πιο ωραίο!». Η γυναίκα χαμογέλασε και έδειξε να συμφωνεί μαζί του. «Αφού κι οι δυο το θέλετε…» είπε και από την τσέπη του σακακιού του έβγαλε το πορτοφόλι του. Μετά και οι τέσσερις- ο άντρας, η γυναίκα, το αγόρι και το μικρό έλατο μέσα στη γλάστρα του – βρέθηκαν σε ένα αυτοκίνητο.[…] Το αυτοκίνητο έτρεχε, οι στροφές του δρόμου ήταν απότομες και το μικρό έλατο αποκοιμήθηκε. Οι βελονίτσες του στρίψαν προς τα κάτω τις άκριες τους και κοιμήθηκαν κι αυτές. Κι έτσι δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει όταν πια ξύπνησε, καθώς ο πατέρας, αγκομαχώντας, το είχε στην αγκαλιά του και μετά το ακούμπησε δίπλα σε ένα μεγάλο παράθυρο, μέσα σε ένα δωμάτιο.[…] «Είσαι από τα πιο όμορφα έλατα που έχω δει» είπε η βιβλιοθήκη και το καλωσόρισε. «Ελπίζω η γλάστρα σου να μην έχει κάποια τρύπα και με μουσκέψεις και με λεκιάσεις», είπε το χαλί που καμάρωνε για τα όμορφα σχέδια και τα χρώματά του. «Όταν όμως εγώ θα ανάβω, θα ζεσταίνεσαι και θα πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικό μην και ξεραθείς πριν την ώρα σου» το προειδοποίησε το τζάκι από απέναντι. «Μα δε βλέπεις πως δεν είναι κομμένο, αλλά μέσα στη γλάστρα είναι με τις ρίζες του. Λίγο νεράκι παραπάνω, μέχρι να περάσουν οι μέρες των γιορτών και μετά θα το βγάλουνε έξω», ο καναπές μάλλον ήξερε και αυτός πολλά. Το έλατο δεν καταλάβαινε όλα όσα άκουγε. Η κούραση από το ταξίδι το έκανε πάλι να κοιμηθεί. Ξύπνησε από τα γέλια του αγοριού και από το χάδι της μητέρας που στερέωνε στην κορυφή του ένα αστέρι. Το αγόρι πήρε να κρεμάει στα κλαριά του τις πολύχρωμες μπάλες και μετά βρήκαν τη θέση τους τα ξύλινα παιχνιδάκια της γιαγιάς.[…] 45

Ο πατέρας πλησίασε το έλατο και άρχισε να τυλίγει γύρω του πολύχρωμα φωτάκια. Να τραγουδήσουμε πρότεινε το αγόρι και έπιασε με το δεξί του χέρι το χέρι του πατέρα, με το αριστερό αγκάλιασε από τη μέση τη μητέρα. Μέρες γιορτινές ήρθαν και πέρασαν και ήρθαν κι άλλες γιορτινές μέρες. Μέρες με γλυκά, τραγούδια, παιχνίδια, μυρωδιές. Με το τζάκι να τρίζει και το αγόρι κάθε βράδυ να τραγουδά. Και μετά ήρθε ένα πρωί που το αγόρι ξύπνησε νωρίς και στάθηκε μπροστά στο έλατο. Το αγόρι με το αριστερό του χέρι κρατούσε μια φουσκωμένη σάκα και με το δεξί αποχαιρέτησε το έλατο. Και μετά ήρθε η μητέρα και άρχισε να βγάζει όλα τα στολίδια. «Γιατί;» θέλησε να μάθει το έλατο. «Τελείωσαν οι γιορτές και τώρα πια θα σε βγάλουν έξω στον κήπο» η βιβλιοθήκη τα ήξερε όλα. «Θα σε φυτέψουν όμως…» το παρηγόρησε ο καναπές. Έξω είχε βροχή και κρύο. Χωρίς τραγούδια, γέλια και ευχές. Το έλατο είδε το σούρουπο και πήρε να κλαίει βουβά. Και μαζί με τα δάκρυά του άρχισε ένα πέφτει και πάλι η βροχή. Οι στάλες της κάθονταν πάνω στα φυλλαράκια του ίδιες με μπαλίτσες. Και ο αέρας φύσηξε ανάμεσα στα κλαριά του και κάτι σαν μουσική ακούστηκε. Και μετά τρύπωσε στα κλαριά του ο σπουργίτης να κοιμηθεί. Και τότε, το διπλανό το δέντρο έσκυψε και του μουρμούρισε. «Και που να δεις τα στολίδια της άνοιξης και τα τραγούδια που θα σου χαρίσουν τα τζιτζίκια του καλοκαιριού. Το έλατο ύψωσε περήφανα τον κορμό του, κοίταξε τον κήπο και χάρηκε. Στις επόμενες γιορτές κάποιο νέο ελατάκι θα ερχόταν δίπλα του να φυτευτεί και μαζί θα φτιάχνανε τη δική τους οικογένεια. Ένα δασάκι από έλατα των Χριστουγέννων. David Jacob Jacobsen (Ντέιβιντ Γιάκομπ Γιάκομπσεν, 1821-1871), Αγορά χριστουγεννιάτικων δέντρων, 1853 46

Τίτλος: Τα Χριστούγεννα του ανέμου Ποιήτρια: Ρένα Καρθαίου, 1913-2005 Είδος: παιδική ιστορία (απόσπασμα) Μέρος του Τα γιορτινά μας .- Αθήνα : Αστήρ, 1993 τεκμηρίου: (σελ. 27-29) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: άνεμος, οικολογία, πόλεις Είμαι ο άνεμος και αγαπάω με τρέλα τη ζωή. Στο πέρασμά μου προσπαθώ να ζωντανέψω ακόμη και τα άψυχα. Αγαπώ τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα σύννεφα και τα νερά. Κι ακόμη κάτι... τους χαρταετούς. Μ' αρέσει να ζω ψηλά στα βουνά, κάτω στις θάλασσες, αλλά μ' αρέσει και να τριγυρίζω, έτσι άσκοπα, μέσα στις πόλεις. Γι' αυτό κάθε Χριστούγεννα κατεβαίνω στην Αθήνα και κάνω γιορτές κοντά στους ανθρώπους. Πρώτα λέω τα κάλαντα σ' όλο τον ουρανό και ύστερα αφήνομαι και πέφτω, αγάλια αγάλια, κάτω στη γη. Και ώσπου να προσγειωθώ, προσπαθώ να παρασύρω μαζί μου όσο μπορώ περισσότερο γαλάζιο από τον ουρανό, για να στολίσω το ελληνικό τοπίο. Κι ενώ έχω πατρίδα όλο τον κόσμο, νιώθω πιο κοντά μου την Ελλάδα και μάλιστα την Αθήνα. Μ' αρέσει να τρέχω στους ολόφωτους δρόμους της, να καθαρίζω τον Παρθενώνα από το σύννεφο και να χτυπάω το ορθρινό καμπανάκι τον Λυκαβηττού. Μ' αρέσει να παίζω με τα πολύχρωμα μπαλόνια των παιδιών, να ψαχουλεύω τις τσάντες των μαμάδων και να σπρώχνω ανάλαφρα τους γέρους, όταν ανηφορίζουν κουρασμένοι τούς δρόμους. Μια μέρα όμως ξέρετε τι έπαθα; Καθώς τριγύριζα ξέγνοιαστος κι αδέσποτος μέσα στο μαγευτικό φως της Αθήνας, έπεσα πάνω σ' ένα δασάκι. Μάλιστα, σ' ένα δασάκι! Στην αρχή νόμισα πως τα δέντρα τον θα ήταν ψεύτικα, σαν αυτά που φτιάχνουν οι άνθρωποι και μοιάζουν με έλατα. Αλλά όχι. Το δασάκι ήταν αληθινό. Το άγγιξα, το χάιδεψα, πέρασα πάνω από τις αγκαθωτές δεντροκορφές του. Και τι νομίζετε; Ο κόσμος όλος γύρω μου μοσκοβόλησε από έλατο. «Θεέ μου», αναστέναξα ταραγμένος, «το καημένο το δάσος με ακολούθησε. Το δάσος παράτησε για μένα τις γαλάζιες βουνοκορφές κι ήρθε να παραταχθεί μέσα στην πόλη. Άπλωσε σε όλες τις γειτονιές την πράσινη παρουσία του, για να μπορώ να παίζω μέσα στην άρπα των κλαδιών του τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια μου». Συγκινήθηκα. Κι επειδή είμαι ένας λυπημένος γλεντοκόπος που τραγουδάω, σφυρίζω, χορεύω και κλαίω την ίδια ώρα, όρμησα κι αγκάλιασα τους πιστούς μου συντρόφους, γεμίζοντάς τούς δάκρυα αγάπης. Ένας πολύχρωμος πολυέλαιος από σταγόνες άστραψε μεμιάς μέσα στη σκοτεινιά τον δάσους. Έξαλλος από ενθουσιασμό και μαγεμένος από το θέαμα, κούνησα τα κλαδιά των δέντρων και φώναξα στον κόσμο: «Τα έλατα και ο άνεμος σας εύχονται χρόνια πολλά!» Και ράντισα τους περαστικούς με τον αγιασμό των Χριστουγέννων! Ύστερα, κρύφτηκα μέσα στο μυστήριο της 47

δροσιάς τους και αποφάσισα να κάνω Χριστούγεννα ανάμεσα στα ειρηνικά και τόσο ευαίσθητα δεντράκια, καλώντας όλα τα άστεγα και φλύαρα σπουργίτια της Αθήνας να 'ρθουν να γιορτάσουν μαζί μου. Ξαφνικά βλέπω να πλησιάζει και να φέρνει βόλτα το αθηναϊκό δασάκι μου ένας καλοντυμένος κύριος. «Θα είναι κανένας αγιάτρευτος νοσταλγός του βουνού», συλλογίστηκα. Αλλά σε λίγο, τι να δω! Ο καλοντυμένος κύριος άρπαξε ένα δεντράκι, το σήκωσε απότομα και το πέταξε αδιάφορα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του. Vincent van Gogh (Βίνσεντ βαν Γκογκ, 1853–1890), Δέντρο χτυπημένο από τον άνεμο, 1883 (ελαιογραφία) Το έλατο σπάραξε και άπλωσε τρομαγμένο προς εμένα τα κλαράκια τον. Ζητούσε βοήθεια. Αλλά, πριν προφτάσω να συνέλθω από το ξάφνιασμά μου, το αυτοκίνητο ξεκίνησε και άρχισε να τρέχει γρήγορα, σαν τον άνεμο που λένε. Εγώ όμως που είμαι ο άνεμος, το κυνήγησα, φώναξα, ούρλιαξα, φοβέρισα... αλλά τίποτα. Ο κύριος, ατάραχος, έκλεισε και το τζάμι του αυτοκινήτου, για ν' απαλλαγεί από τα ενοχλητικά χέρια μου, που του τραβούσαν με μανία τα μαλλιά, κι έτσι εγώ απόμεινα απέξω, λαχανιασμένος και αδύναμος. Το αυτοκίνητο αύξησε την ταχύτητά τον και χάθηκε στη στροφή τον δρόμου. Στάθηκα και ρούφηξα το αηδιαστικό σύννεφο της σκόνης, που αναποφάσιστο με τύλιξε.Γύρισα νικημένος στο δασάκι μου. Εδώ όμως, αλίμονο, με περίμενε κάτι πολύ χειρότερο. Τα δασάκι μου είχε αρχίσει άθελά του να σκορπίζει. Λογιών λογιών άνθρωποι άρπαζαν από ένα δεντράκι, το φόρτωναν στον ώμο τους και ξεμάκραιναν αδιάφοροι και ανύποπτοι για τον σπαραγμό τον φορτίου τους. Ποιον να πρωτοκυνηγήσω; Ποιον να πρωτοπιάσω; Ποιον να πρωτοεμποδίσω; Απόμεινα απελπισμένος να παρακολουθώ την απαγωγή των πράσινων φίλων μου. Αλλά τότε μόνο παρατήρησα πως, καθώς οι άνθρωποι σήκωναν τα έλατα, ξεπρόβαλλε, σαν αιώνια ντροπή, πάνω από τον ώμο τους, ένας 48

ξύλινος σταυρός. 'Ενας σταυρός, αντί για ρίζες, καρφωμένος στο κάτω μέρος των λεπτόκορμων δέντρων, που τα κρατούσε όρθια πάνω στα πεζοδρόμια της Αθήνας που γιόρταζε.'Ωστε το δασάκι, που πριν από λίγο τόσο καμάρωνα, δεν ήτανε τίποτα άλλο από ένα φυτώριο του πόνου. Ο άνθρωπος, σκληρός κι αδιάφορος, καταπατούσε τα δικαιώματα του δέντρου. Εφυγα σαν τρελός. Βγήκα τρέχοντας έξω από την πόλη. Σκαρφάλωσα από βουνό σε βουνό, από κορφή σε κορφή, ώσπου έφτασα στο πιο ψηλό σημείο τον κόσμου. Εκεί όπου κανένα ανθρώπινο πόδι δεν έχει πατήσει ακόμη. Και τότε φώναξα με δύναμη, ούρλιαξα.[…] 'Εκλαψα. Ανέβηκα ψηλά στον ουρανό και κούρνιασα μέσα σ' ένα αφράτο σύννεφο.Είμαι ο άνεμος κι αγαπάω τη ζωή. Στο πέρασμά μου προσπαθώ να ζωντανέψω ακόμα και τα άψυχα... Είμαι ο άνεμος! Είμαι ο άνεμος!... Antônio Diogo da Silva Parreiras (1860-1937), Θύελλα, 419888

Τίτλος: Έξι με εννέα Συγγραφέας: Βασίλης Παπατσαρούχας , 1975- Είδος: παιδική ιστορία (απόσπασμα) Μέρος του 12 δώρα για τα Χριστούγεννα .- Αθήνα : τεκμηρίου: Παπαδόπουλος, 2008 (σελ. 69-73) Λέξεις - Ελληνική λογοτεχνία, Χριστούγεννα, κλειδιά: απογοήτευση, λύπη, παλιά παιχνίδια Τα πρώτα Χριστούγεννα που θυμάμαι ήμουν 6 με 9 ετών. Πριν από αυτό τίποτα. Ούτε πολύχρωμα φωτάκια ούτε χρωματιστές γιρλάντες, ζάχαρη άχνη και μελωμένα γλυκά. Σ’ αυτό το τίποτα, άξαφνα άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα να παρακουλώ χιλιάδες ανθρώπους να κυκλοφορούν βιαστικοί. Άνθρωποι με καπέλα, με τεράστια κουτιά, με ομπρέλες στα χέρια, με κασκόλ και παιδιά, πάρα πολλά παιδιά. Με μάγουλα κατακόκκινα από το τσουχτερό κρύο και τον ενθουσιασμό. «Βιάσου!» φώναξε μια μητέρα στο μικρό της κοριτσάκι. «Βιάσου, σε οχτώ ώρες θα έχουμε Χριστούγεννα». Το μικρό κορίτσι ξέφυγε για λίγο από το χέρι της μητέρας του και ήρθε κοντά μου. Φορούσε ένα καρό φουστάνι από γαλάζιο και βαθύ μπλε και δυο μάτια ασορτί με το φιόγκο που είχε στο κεφάλι της. Γαλάζια κι αυτά. Μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα και ‘γω και, πριν προλάβω να της ανταποδώσω, που έστειλε ένα φιλάκι φωνάζοντας δυνατά «Καλά Χριστούγεννα!» Ύστερα έφυγε… «Ας είναι» είπα μέσα μου «δεν πειράζει». Έμεινα εκεί και παρ’ όλο το κρύο, δεν κρύωνα καθόλου. Κι ας φορούσα κοντά παντελονάκια με τιράντες και πουκάμισο κοντομάνικο. Είχα και ένα καπέλο δανεικό από τον φίλο τον Τομ Σόγερ. Τραγιάσκα το λένε. Παπούτσια λουστρίνια μαύρα γυαλιστερά, που μπορούσες να δεις ό,τι ήθελες πάνω τους. Και το πιο φοβερό που είχα τι λέτε πως ήταν; Στο δεξί μου χέρι ένα ολόκληρο παγωτό χωνάκι. Και δίπλα μου, στα αριστερά, μια παγωτομηχανή με διάφορες γεύσεις. Φράουλα, βανίλια, φιστίκι, σοκολάτα… Ευτυχώς που το κρύο είναι αρκετό απόψε, σκέφτηκα, κι έτσι τα παγωτά μου δεν θα λιώσουν. Η νύχτα είχε πέσει. Τα φώτα ακόμη πιο έντονα, τα ψεύτικα αστέρια ακόμη πιο αληθινά και οι λίγοι που δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν τα ψώνια τους προσπαθούσαν να αποφασίσουν πριν πάνε στα σπίτια τους. Εκείνη τη στιγμή είδα το μικρό αγόρι που τραβούσε από το χέρι τον πατέρα του για να έρθουν προς τα μένα. «Ένας μικρός παγωτατζής – ένας μικρός παγωτατζής!» φώναζε δυνατά, κι ο πατέρας του χαμογελούσε και έπαιζε μαζί του προσπαθώντας να τον καθυστερήσει λιγάκι. «Άσε με, σου λέω, αυτό θέλω, αυτό αυτό αυτό!» Κόλλησε το πρόσωπό του μια ανάσα από το δικό μου και είδα το πιο μεγάλο χαμόγελο που είχα δει ποτέ. «Αυτό θα σημαίνει Χριστούγεννα» σκέφτηκα. «Στέφανε, κοίτα» του είπε ο πατέρας του. «Μια πυροσβεστική με σκάλες και φώτα και αντλία νερού και»… «Αχ ναι μπαμπά, αυτό είναι ακόμα καλύτερο». Και ύστερα το χαμόγελο χάθηκε από μπροστά μου. 50


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook