Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore ΚΙ ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ...

ΚΙ ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ...

Published by info, 2020-01-10 06:32:56

Description: 9789606440038

Search

Read the Text Version

ΑΣΠΑΣΙΑ ΖΕΡΒΑ ΚΙ ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ

© 2019: Ασπασία Ζέρβα Σελιδοποίηση - εξώφυλλο: Κυριάκος Μεγαλόπουλος ISBN: 978-960-644-003-8 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΙΔΕΙΑ / ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ Α.Ε. Κεντρική διάθεση: 25ης Μαρτίου 51, 564 29 Ν. Ευκαρπία, Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310649251, 2310640756, 2310277113 www.malliaris.gr e-mail: [email protected] Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2121/1993 και 100/1975, χωρίς τη γραπτή άδεια του συγγραφέα.

Αφιερωμένο στον πατέρα μου Βύρωνα



ΚΙ ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ 7 Στα χρόνια της κατοχής, στην Ήπειρο, οι κάτοικοι ξεχύ- νονταν στις πλαγιές και όπου αλλού μπορούσε να πατήσει άνθρωπος, για να ψάξουν για χόρτα ή κανένα άγριο φρούτο από τα δέντρα του δάσους, μήπως και ξεγελάσουν την πείνα τους. Όμως όλα, πέρα ως πέρα, είχαν χαθεί, θαρρείς, και η φλούδα της γης έπαψε με πείσμα να δίνει ζωή, και τα παιδιά της μέρα με τη μέρα έλιωναν στην πείνα. Τα αγόρια της Πα- ρασκευής πήγαιναν κι αυτά στο δάσος πρωί πρωί. Tα γόνατα τρέμανε από τη στέρηση και όλο και τραβούσαν μακρύτερα παντού, και δεν έβρισκαν τίποτα, λες και ήταν οργή Θεού που απλώθηκε σαν θυμωμένη ανάσα, και δεν άφησε πουθε- νά τίποτα όρθιο. Ήρθε και μια μέρα που δεν έβρισκαν ούτε για τα ζώα, να τους δώσουν κατιτίς, να κατεβάσουν γάλα. Η Παρασκευή από τα τέσσερα αγόρια της ξεχώριζε λίγο παραπάνω τον δεύτερο, και ο άντρας της το ίδιο, γιατί ήταν ο πιο έξυπνος απ’ όλους και ο πιο γλυκός. Ο «Βυρούλης» μ’ έλεγε, και έλιωνε. Σαν τη μύγα μες στο γάλα τον ξεχώριζε. Ήταν πολύ ζωηρός όμως, και τον είχε μεγάλη έγνοια. Πριν έναν χρόνο σφυροκόπησε μια χειροβομβίδα, από αυτές που άφησε ο εχθρός όταν τις ξεφορτώνονταν εδώ κι εκεί, για να σπέρνουν θάνατο. Και σαν έσκασε το άτιμο το όπλο στα χέρια του, το σώμα του έγινε ένα κόκκινο κουβάρι μέσα στα αίματα, πεταμένο

8 ΑΣΠΑΣΙΑ ΖΕΡΒΑ κολλητά στον γέρικο τοίχο του Αϊ-Λιά. Έτρεχε το αίμα πο- τάμι και άρχισε το παιδί να κρυώνει. Ο Γιώργος την βρήκε την περόνη, ο δεύτερος αδερφός του. Σαν να την πήρε ο ίδιος ο διάβολος και του την έδωσε στα χέρια… κι αυτός με τη σειρά του στον αδερφό του, και έτσι έγινε το κακό. «Κρυ- ώνω», έλεγε τώρα, μέχρι να ’ρθει βοήθεια από την Κόνιτσα, «κρυώνω, Γιώργο», κι ο αδερφός του έβγαλε τη φανέλα του να τον σκεπάσει. Τα παιδιά είχαν σαστίσει. Μονάχα ο μι- κρότερος, ο Χρήστος, έβαλε την ψυχή μπροστά, με τα έξι του χρόνια, και άρχισε να τρέχει σαν κατσίκι από βράχο σε βράχο κλαίγοντας, να προφτάσει τα μαντάτα στη μάνα του. Πήρε λάθος δρόμο το παιδάκι, κι ένας γέρος βοσκός τού έκοψε τη φόρα σαν το είδε χολιασμένο μες στα δάκρυα. «Πού πας, ωρέ παιδί; Γιατί κλαις;» – Ο Βύρων ψόφησε! – Τι ψόφησε; – Ο Βύρων ο αδερφός μου ψόφησε πάνω στον Αϊ-Λιά. – Πώς ψόφησε, μωρέ πιδάκι μ’; Ψοφάνι οι ανθρώποι; Και τώρα πού πηαίνεις; – Στην Κόνιτσα. – Δεν είναι από δω η Κόνιτσα, βρε πιδάκι μ’, από δω πάει για Πικλάρι, είπε ο γερο-βοσκός. – Από κει είν’ η Κόνιτσα. Nα ’ναι καλά ο άνθρωπος! έλεγε η Παρασκευή και τράβαγε τα μαλλιά της. Θα το είχα χάσει το παιδάκι μου τώρα, αν δεν του ’δειχνε τον δρόμο! έλεγε και ξανάλεγε πότε σιάχνοντας τη μαντίλα στα μακριά μαλλιά της, πότε σηκώνοντας την ποδιά της που νόμιζες θα τη σκίσει από τη στεναχώρια που τη βρήκε. Τι πάθαμαν, τι πάθαμαν… να με κόψει ο Θεός, να με κόψει! Έστειλε ένα μπαμπάτσικο κορίτσι που ήταν σαν άντρας να ανέβει εκείνη την απότομη πλαγιά. Όλος ο μαχαλάς στο πόδι. Ο γιατρός, που τον φέρανε από το στρατόπεδο, εκεί

ΚΙ ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ 9 κοντά, είπε να τρώει φρούτα. Και πού να βρεις φρούτα! Μια βερικοκιά στη μικρή αυλή είχε βγάλει μόλις τρία βερίκοκα, κι όλο και γυρόφερνε η μάνα να τα κοιτάζει, θαρρείς και με το βλέμμα της θα τα έκανε να βγάλουν χυμούς για να ανα- στηθεί το παιδί της που έχασε τόσο αίμα, και έμεινε λειψό στα δάχτυλα και στραβό από το ένα μάτι. Αυτό το παιδί ήταν πολύ τζαναμπέτης. Τον έστειλε με τις θείες του στο Αηδονοχώρι, στην άλλη αδερφή, να παχύνει λίγο γιατί ήταν αδύνατος σαν κλαράκι, και τους έκοψαν τον δρόμο δυο φίδια. Κυνηγιόντουσαν τα φίδια, ξωπίσω τους και ο Βύρων, σαν γενίτσαρος, να τα κυ- νηγά με μια βέργα στην πλαγιά, μέχρι που το ένα στάθηκε, ανασηκώθηκε μέχρι τη μέση, και τον κοίταξε στα μάτια λες κι ήταν άνθρωπος. Οι θείες πέσαν μισολιπόθυμες στο χορ- τάρι, αγκαλιασμένες, πότε να τραβάνε τις ποδιές τους και πότε να γδέρνουν τα μάγουλά τους από την αγωνία. Μέχρι να τον μαζέψουν πήγε η ψυχή τους στον Άδη και γύρισε, κι από τότε δίσταζαν να τον κουβαλούν μαζί τους, από φόβο μην και κάνει πάλι τίποτα ανάμια σαν κι εκείνα. Ήρθε και ένα πρωινό όπου η στριγγιά φωνή του ντελάλη τούς ξεσήκωνε να φύγουν. «Θα βομβαρδίσουν την Κόνι- τσα», φώναξε κανά τρεις φορές, που ήταν αρκετές να κο- πούν τα γόνατα από τον φόβο. Η Παρασκευή έβαλε στην ποδιά της ό,τι ξεροκόμματο είχε, κι έτρεξε να μαζέψει τα αγόρια. Τσούρμο τα γυναικόπαιδα, εξουθενωμένα από την πείνα πήραν τον δρόμο για την Κουτσούφλιανη. Φοβισμένες ματιές και τρέμουλο… Κοίταζαν οι μάνες τα παιδιά τους σαν να ήταν η τελευταία φορά. Τα σφίγγαν στην αγκαλιά τους, λες και θα τα σκάγανε, ώσπου ένα σμήνος από αεροπλάνα που ήταν από πάνω τους έσπασε τη σιωπή. Βλέμματα σαν σιωπηλές προσευχές, που μίλαγαν κατευ-

10 ΑΣΠΑΣΙΑ ΖΕΡΒΑ θείαν στον ουρανό. Προσευχές από κείνες που κάνεις μόνο όταν έχεις αντίκρυ τον θάνατο. Και άρχισαν οι γύρες… και κάθε γύρα σαν να έβρισκε στόχο στην καρδιά. Τους είχανε δει οι πιλότοι, και τα γυναικόπαιδα σκόρπισαν να κρυφτούν, άλλοι στα σπίτια, άλλοι σε χαντάκια, και κανά εκατό φα- ντάροι μέσα στα δέντρα, με τα άλογα μαζί. Όλοι αφημένοι, μελλοθάνατοι στο έλεος του Θεού. Ένας τρομακτικός κρότος ακούστηκε και σείστηκε η γη. Σαν από θαύμα οι Ιταλοί έριξαν τον θάνατο σε ένα λάκκωμα δίπλα στην εκκλησία, λες και απλώθηκε ένα αόρατο χέρι –σαν παράξενη πνοή θαρρείς από θεία βούληση– έσπρωξε τα αεροσκάφη πέρα εκεί που δεν υπήρχε άνθρωπος. Βαθιά ανάσα… Τι πανηγύρια, τι αγκαλιάσματα! Τι ευχαριστίες στον Θεό! Κοιτάζονταν μεταξύ τους για να πιστέψουν αυτό που έγινε, ότι δεν είναι όνειρο που είναι ζωντανοί. Οι κατα- κτητές αυτή τη φορά είχαν δείξει ανθρώπινο πρόσωπο. Έφτασε ένας στρατιώτης εκείνη την ώρα, καβάλα στο άλογο, που είχε στο κατόπι έναν ταλαίπωρο Ιταλό και τον έσπρωχνε με τη λόγχη. Ένα ερείπιο ο αιχμάλωτος, που κου- τουλούσε έτοιμος να πέσει κάτω. – Τι τον κάνεις αυτόν; Είναι αιχμάλωτος… Δεν έχεις το δικαίωμα να τον χτυπάς τώρα, βρε παιδάκι μου! Μάνα έχει κι αυτός, όπως εσύ! Από μάνα γεννήθηκε, που τον περιμέ- νει…, είπε ο Μιχάλης κοιτώντας θυμωμένος τον Έλληνα καβαλάρη. Ο στρατιώτης, ντροπιασμένος, έσκυψε το κεφάλι και σταμάτησε τα χτυπήματα, μέχρι που χάθηκαν κι οι δύο από τα μάτια τους. Λίγο καιρό μετά, είπε τα μαντάτα στη γυναίκα του. Πρέ- πει να πάρει τα δύο από τα τέσσερα παιδιά, να τα αφήσει στην Αλβανία σε οικογένειες. Ο μεγάλος θα πάει στην ξα- δέρφη τους την Ευδοκία, στη Μακεδονία. Εκεί έχουνε ακό-

ΚΙ ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ 11 μα ψωμί. Τον μικρό θα τον κρατούσε εκεί. Η Παρασκευή άκουγε σαν παγωμένη. – Αν πεθάνουνε από την πείνα, εσύ θα είσαι υπεύθυνη, της είπε. Δεν είχε λέξεις να απαντήσει στον άντρα της, παρά μόνο δάκρυα. Μέρα-νύχτα μούσκεμα το μαξιλάρι της, κι οι λυγ- μοί της γέμισαν με θλίψη το σπιτικό του Μιχάλη. Γρήγορα ήρθε εκείνο το καταραμένο χάραμα, που ξύπνη- σε τα παιδιά της και τα ετοίμασε. Ούτε απομεινάρια από φαγητό δεν είχε να τους δώσει για τον δρόμο, παρά μονάχα την ευχή της και μια ελπίδα στον Θεό, να γίνει ένα θαύμα και να βρούνε κάτι να φάνε, και να φτάσουν γερά σ’ εκείνη την ξένη χώρα που ήταν τόσο κοντινή, αλλά που είχε ακού- σει τόσα άσχημα πράγματα. Ξεκίνησαν μια Σεπτεμβριάτικη μέρα που τα δέντρα γύ- μνωναν τα κλαδιά τους, και ο αγέρας μύριζε σάπια φύλ- λα και νερό από τα ρυάκια που κατηφόριζαν στις πλαγιές. Μπροστά τα παιδιά και ξωπίσω ο πατέρας και οι θείοι. Τη νύχτα άναβαν φωτιά να σπάσει το φθινοπωρινό κρύο. Τα βράδια στο δάσος περόνιαζαν τα κόκαλα, και το πρωί τρεμούλιαζαν τα πόδια, κι η πείνα άρχισε να τους γονατίζει. Αργούσαν τα βήματα ολοένα και πιο πολύ, όταν με την άκρη του ματιού ένα δώρο, σαν από τον ουρανό σταλμέ- νο, πρόβαλε κάτω από τα φύλλα… Κάτι τεράστιες ρώγες από σταφύλια τυλιγμένα στους θεόρατους κορμούς των δέντρων, περίμεναν τα παιδιά για να χορτάσουν την πείνα τους. Σαν λυσσασμένα σκαρφάλωσαν και έκοβαν τα δυο αδέρφια. Ένα δώρο που τους έδωσε δύναμη να κρατηθούν στα πόδια τους μέχρι να φτάσουν στο Τομόρι, το βουνό που ακούμπαγε την πόλη του Μπερατίου. Και να! Η πόλη! Γύρω της στραφτάλιζε ένα στεφάνι από λαμπιόνια, και στη μέση ο φωτεινός λόφος, και το ποτάμι, με ένα και μοναδικό καΐκι

12 ΑΣΠΑΣΙΑ ΖΕΡΒΑ που πήγαινε πέρα-δώθε, να μεταφέρει τον κόσμο από τη μια άκρη στην άλλη. Το κάστρο γύρω ψηλά, μια σκοτεινή λου- ρίδα από μνήμες, περίμενε να δει τις νέες συμφορές από τη λαίλαπα… Ο πατέρας τούς είπε ότι αυτό είναι το ηλεκτρικό, που δεν ήρθε ακόμα στην Κόνιτσα. Δεν είχαν ξαναδεί λά- μπες με ηλεκτρικό. Τα παιδικά μάτια μείναν ορθάνοιχτα από το πρωτόγνωρο θέαμα. Ο Μιχάλης είχε δουλέψει στην Αμε- ρική και στις Αραβικές χώρες να κάνει κομπόδεμα, μήπως και τα παιδιά του δούνε μια άσπρη μέρα. Τώρα έπρεπε να τα αποχωριστεί για τα καλά. Αλλά και τι να σκεφτεί κανείς μπροστά στην πείνα; Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βρει καλές οικογένειες να τρώνε κανά κομμάτι ψωμί. Στο κατηφόρισμα για την πόλη οι μεγάλοι αποφάσισαν να ζητιανέψουν. Η ντροπή τούς έκανε να βάλουν μπροστά τα παιδιά. «Πακ μπουκ» θα πείτε «λίγο ψωμί»! Οι μάνες τά- ιζαν τα παιδιά στις αυλές, και κάτι κομματάκια τούς έδιναν, που έπεφταν κάτω, άλλα με τα χώματα και άλλα με σάλια μισοφαγωμένα, τα δύο αδέρφια τα άρπαζαν και τα τρώγα- νε έτσι όπως ήταν, έστω και με τις βρομιές, χωρίς να πουν κουβέντα… Ο πατέρας τους είχε μια μηχανή από την Αμε- ρική που κούρευε, και την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Έλεγε στους νοικοκυραίους να τους κουρέψει και καμιά φορά, αν ήταν τυχερός, του έδιναν κανά καρβέλι ψωμί και γινόταν χα- λασμός από χαρά. Ένας νεαρός τον πλησίασε και του ζήτη- σε γεμάτος περιέργεια να την δει «Να, δες την!» είπε ο Μι- χάλης με περηφάνια. Ο Αλβανός, καθώς την περιεργαζόταν, την άρπαξε κι έφυγε τρέχοντας. Μάταια ο Μιχάλης έτρεξε από πίσω του, ικετεύοντας να την επιστρέψει. «Αυτό είναι το ψωμί μας… Σε παρακαλώ…», φώναζε. Η φωνή του σαν να έσβησε. «Έχω μικρά παιδιά να θρέψω. Σε παρακαλώ, δώσ’ την μου». Τα παιδιά για πρώτη φορά είδαν τον πατέρα τους να δακρύζει. Ακολούθησε τον νεαρό μέχρι το χωριό

ΚΙ ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ 13 κάτω, παρακαλώντας τον, όμως δεν γινόταν να τον κυνηγή- σει άλλο, να βρει το δίκιο του, ήτανε ξένοι μέσα στους ξέ- νους. Πού να βρει άκρη μέσα σ’ εκείνη την παράξενη χώρα! Η πείνα από τόσες μέρες τού έκοψε τα πόδια, και πού να βρει δυνάμεις να τρέξει. Τα παιδιά μείναν ζαρωμένα σε μια γωνιά να κοιτάζουν. Εκείνη τη μέρα ο Βύρων πήγε κάπου μόνος του κρυφά, έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε μέσα του να μεγαλώσει και να πετύχει ξανά μπροστά του εκείνον τον άνθρωπο, για να τον εκδικηθεί γι’ αυτό που έκανε στην οι- κογένειά του. Είχε θυμώσει πολύ. Πιο πολύ τον θύμωσε το δακρυσμένο πρόσωπο του πατέρα του, που έμεινε βαθιά χα- ραγμένο στη μνήμη του για χρόνια. Ο Μιχάλης έπρεπε να ψάξει να βρει τώρα καλά σπίτια, να αφήσει τα δυο του παιδιά. Από δω, από κει, ρωτώντας, κάποιοι του συνέστησαν έναν ξύπνιο ζωέμπορo, χριστιανό, που δεν είχε παιδιά, γνωστό στην περιοχή, και που το μαγαζί το είχε στην πόλη. Ο Κώστας μόλις είχε σφάξει ένα μικρό κατσικάκι. Σκούπισε το χέρι από τα αίματα και το έδωσε στον Μιχάλη. «Είναι πολύ έξυπνος και εργατικός ο γιος μου… Να τον προσέχεις… Είναι το καλύτερό μου παιδί…», του είπε με ανήσυχο ύφος. Είχε μέσα του πόνο, μα δεν τον έδειχνε. Έκανε την καρδιά του πέτρα, και η συμφωνία έγινε μέσα σε λίγα λεπτά. Έπειτα πήρε παράμερα το παιδί του. «Θα φας ψωμί εδώ… Χάρη μάς κάνουν που σε κρατήσανε… Θα κά- νεις ό,τι σου λέει ο Kώτσος. Δεν έχουμε άλλη λύση. Μόλις φύγουν οι Ιταλοί, θα σας πάρω σπίτι. Αυτό το ρολόι θα το δώσεις μόνο αν είσαι σε μεγάλη ανάγκη, αλλιώς κράτα το», είπε κι αφού αγκάλιασε το παιδί του ξεμάκρυνε, μαζί με τον άλλο του γιο, με την ελπίδα να βρει και γι’ αυτόν μια καλή οικογένεια. Ο Βύρων έκρυψε το ρολόι στον κόρφο του. Το πρόσεχε σαν τα μάτια του. Ήταν σαν να έχει τον πατέρα του

14 ΑΣΠΑΣΙΑ ΖΕΡΒΑ κοντά του, κολλητά, δίπλα του. Όταν ο Κώτσος είχε παντρευτεί τη Σάντρα, την πιο όμορ- φη γυναίκα της Αλβανίας, όλοι απόρεσαν. Ο πατέρας της ήταν χήρος, και βρήκε τον Κώτσο σαν λύση, για να μην κυ- νηγάει τους μνηστήρες της κόρης του εδώ κι εκεί. Φοβήθηκε μην τύχει και πεθάνει κι αυτός, και μείνει μόνη στον κόσμο. Κανείς δεν φαντάστηκε ότι μια τέτοια καλλονή θα παντρευ- τεί αυτόν τον άσχημο τυχοδιώκτη, που ήταν δεκαεφτά χρό- νια μεγαλύτερός της, που μπαινόβγαινε στις φυλακές και, το χειρότερο, ότι θα την απατούσε κιόλας. Από τον γάμο του και έπειτα, ο Κώτσος έγινε ο πιο μισητός κρυφά άντρας σε όλη την περιοχή, και μάλιστα ζήλευε τη γυναίκα του, σε σημείο που όλοι λέγανε ότι πήρε τον μικρό δούλο, πιο πολύ για να φυλάει το σπίτι από επίδοξους εραστές, παρά για βο- ηθό του. Ένα πρωινό ο Kώτσος πήρε τον μικρό στη στάνη. Του είπε να διαλέξει ένα προβατάκι, να το χαϊδέψει, κι αμέσως του έδειξε πώς να βυθίσει το μαχαίρι στον λαιμό του ζώου. Το παιδί ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. Κοίταξε παγω- μένος το αφεντικό και συγκράτησε ένα κλάμα που ανέβηκε στον λαιμό του, σαν σχοινί να τον πνίξει. Ήθελε να πεθάνει. Υπέφερε τόσο πολύ, που αν κάποιος τον σκότωνε εκείνη τη στιγμή, θα ήταν γι’ αυτόν λύτρωση. Αυτοί στο σπίτι τους τα ζώα τα είχανε φίλους. Παρά την πείνα ούτε που τους πήγαινε το μυαλό στη σφαγή. Οι κατσί- κες του, η Πεύκω, η Φούλα, που τον τράβαγαν το παντελόνι για να του πούνε να αρχίσουν να ανεβαίνουν το βουνό, ήταν γι’ αυτόν πρόσωπα που τον κοίταζαν στα μάτια με αγάπη. Που τον καταλάβαιναν και τις φρόντιζε σαν να ’ταν άνθρω- ποι. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα ’ρθει η στιγμή να κάνει κάτι τέτοιο με τα χέρια του. Το βράδυ στο κρεβάτι του ευχόταν να μην ξημέρωνε η

ΚΙ ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ 15 επόμενη μέρα, και πάντα για κάποια λεπτά έφευγε με τη φα- ντασία του ακίνητος σαν να βγήκε από το σώμα του. Κάθε πρωί, με το χάραμα, νόμιζε ότι μυρίζει τα πράσινα φύλλα της Ηπειρώτικης γης, που μπερδεύονταν με τα αρώ- ματα του κήπου, τις γαρδένιες και τα τριαντάφυλλα, που χάνονταν μέσα στο άρωμα του έλατου, και τα τριζόνια που χάλαγαν τον κόσμο… Σαν να άκουγε τη φωνή της μάνας του, αλλά ήταν η φωνή του Κώτσου, που τον πρόσταζε να σηκωθεί πάλι για σφαγή, και να βοσκήσει τα υπόλοιπα κα- τσίκια, που πετάγονταν σαν σεϊτάνια πότε στα βράχια, πότε στα σχίνα, και που όλο τα κυνηγούσε με πληγωμένα πόδια. Τα χοντρά αγκάθια που σφήνωναν στα νύχια του, ήταν ένα ξέχωρο μαρτύριο, αλλά η έγνοια μην χάσει κανά ζώο, ήταν μεγαλύτερη, και ξεχνούσε τον πόνο, θαρρείς και τα πόδια του γίνονταν κάποιου άλλου, λες κι ο πόνος γίνονταν κι αυ- τός σαν ξένος, και έμαθε να ζει μ’ αυτόν πια, δεν τον άγγιζε. Έπεφτε εξαντλημένος να κοιμηθεί, και το αφεντικό τον ξύπναγε στις τέσσερις το πρωί, να τρέχει ξωπίσω από τα ζώα του. Κάποια μεσημέρια κοιτούσε να ξεκλέψει λίγο ύπνο, και κρύβοταν στην αποθήκη μην τον βρει ο Κώτσος. Σαν θάνατος βαθύς ήταν ο κλεμμένος εκείνος ύπνος! Η κούραση τον παρέλυε τελείως. Δεν τον ξύπνησε ούτε η βόμβα των Γερμανών, όταν έπεσε μια μέρα στη γειτονιά κι έσπασε όλα τα τζάμια της πόλης. Πάγωσε από τρόμο όλο το Μπεράτι τότε, μα το παιδί, από την κούραση, δεν άκουσε τίποτα, σαν να μην εγινε ποτέ εκείνο το γεγονός. Αρρώστησε κι ο πεθερός του Κώτσου, από χτικιό, και δεν μπορούσε να γυρίσει από την άλλη μεριά. Πάλι έπρεπε να σηκώνεται μέσα στη νύχτα, να τον βοηθήσει να τον γυρίσει. Όταν σηκωνόταν δεν έβλεπε σχεδόν μπροστά του. Με κλει- στά μάτια, κουτουλούσε μέχρι το χιλιομπαλωμένο στρώμα, όπου έλιωνε ο γερο-Νικόλας από τη φυματίωση. «Χίλια

16 ΑΣΠΑΣΙΑ ΖΕΡΒΑ καλά να δεις…», του ’δινε την ευχή του. «Να θυμάσαι ότι εσύ θα δεις πολλά καλά στη ζωή σου, θα πας πολύ μπροστά, είσαι πολύ έξυπνος…», μουρμούριζε, και φαινόταν να τα πιστεύει ο γέρος αυτά που έλεγε. Δεν είχε τίποτα άλλο να πει, κάτι να δώσει, μέσα στον ρόγχο που του έφερνε η αρρώ- στια. «Να ξέρεις πως ό,τι καλό κάνεις, το βρίσκεις σ’ αυτήν τη ζωή. Ό,τι κακό κάνεις, πάλι το βρίσκεις μπροστά σου… Να το θυμάσαι αυτό», έλεγε με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. «Το είδα πολλές φορές στη ζωή μου, στην ηλικία που έφτασα, πολλές φορές… Θα φτάσεις ψηλά εσύ», έλεγε ξανά και ξανά, και η φωνή του νόμιζες ότι θα σβήσει μες στον βήχα, και δεν θα ξανακουστεί. Μετά απ’ όλα αυτά, το ξύπνημα το πρωί τον έβρισκε ξανά κουρασμένο. Η φωνή του Κώτσου, που του έλεγε ότι έπρεπε να σηκωθεί, θαρρείς και τον έβγαζε από τον άλλο κόσμο. Καλύτερα να τον σκότωνε, παρά να του έκοβε τον ύπνο. Τον παρέλυε ολόκληρο. Εκείνη η νυχτερινή ώρα ήταν ένας μι- κρός Γολγοθάς που έπρεπε να τον περπατήσει, μέσα στο χά- ραμα, και αμέσως ερχόταν η στιγμή να τρέξει στα αγκάθια, στο σκοτάδι, μέχρι να ξημερώσει. Πόσο τυραννικές ήταν εκείνες οι ώρες μέχρι να φανεί ο ήλιος πίσω από τα βουνά! Αντίθετα, η ζωή του Κώτσου ήταν ευκολότερη από τότε που ήρθε ο μικρός.Δεν ακουγόταν η γκρίνια του πεθερού του, ούτε καν της γυναίκας του, αφού έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Τέλος τέλος, τον έβρισκε και χρήσιμο. Τον έπαιρνε να φυλάει τσίλιες έξω από το σπίτι της ερωμένης του, για να μην έρθει ο άντρας της και τους πιάσει στα πράσα. Ο Βύρων δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς ήθελε ο Κώτσος στο σπίτι εκείνης της χοντρής, και τον άφηνε απ’ έξω να περιμένει, ακριβώς γιατί εκείνη η γυναίκα ήταν μια άχαρη χοντρή και η Σάντρα μια καλλονή… Δεν του πήγαινε το μυαλό, ούτε για αστείο, ότι εκείνη η παράξενη επίσκεψη είχε πονηρό σκοπό.

ΚΙ ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΑΕΤΟΙ 17 Ποιος να ’ναι αυτός που έχει τη Σάντρα για γυναίκα του, και θα κοιτούσε άλλη; Αστείο πράγμα. Αλλά το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να τελειώσει η αγγαρεία, να πάει για ύπνο. Το πρωί έπρεπε να καθαρίσει την στάνη, να σφουγγαρίσει στο σπίτι, πολλές φορές τον πρόσταζαν κι οι δυο μαζί. Έτρεχε… έτρεχε… Κι όλο άνοιγαν οι πληγές στα πόδια, μα ποιος έδινε σημασία; Όμως, κάθε λεπτό το μυαλό του ήταν εκεί… στη μάνα του στην Κόνιτσα. Πόσο αγαπούσε τα πρωινά εκείνα, που τα πρώτα πουλιά ξύπναγαν και τρέλαιναν τον κόσμο και τα σκούρα κυπαρίσσια ύψωναν αυθάδικα το ανάστημά τους στον ουρανό! Πόση νοσταλγία, πόσο πόνο ένιωθε για όλα αυτά, και για τη μάνα του, προπάντων για τη μάνα του. Και αυτή η μάνα δεν είχε ησυχία. Ήθελε να μάθει τι κάνουν τα παιδιά της. Να το δει με τα μάτια της ότι είναι καλά. Δεν είδε άσπρη μέρα από το φευγιό των παιδιών της κι έπειτα. Από εκκλησία σε εκκλησία, από τάμα σε τάμα, από προσκυνητά- ρι σε προσκυνητάρι, και προσευχές πονεμένες με ατελείωτα δάκρυα ήταν η ζωή της. Δεν ήξερε τι τρώνε, τι πίνουν, πού κοιμούνται. Είδε κι απόειδε, μέχρι που έπεσε γονατιστή στα πόδια του άντρα της, να την αφήσει να πάει ποδαρόδρομο μέχρι ένα σημείο, και μετά θα την έπαιρνε μέχρι την πόλη το φορτηγό. Ο άντρας της μέχρι τελευταία στιγμή προσπα- θούσε να την εμποδίσει. «Πώς θα πας με τα πόδια; Έχουμε κι άλλα παιδιά… Αν πάθεις κάτι;» «Και χωρίς πόδια θα πήγαινα», του είπε πνιγμένη στα δά- κρυα η Παρασκευή, και ετοίμασε τα λιγοστά της πράγματα σε έναν τορβά. Ήταν γεμάτη αγωνία σαν έφτασε στον χωματόδρομο. Τα παιδιά της από μακριά δεν την γνώρισαν! Σαν γερασμένη πριν την ώρα της ήταν η μάνα τους, με τα ασπρισμένα της μαλλιά, και η ομορφιά της, το λαμπερό της πρόσωπο, είχε χαθεί πίσω από ατελείωτες ρυτίδες. Κόντεψε να σωριαστεί

18 ΑΣΠΑΣΙΑ ΖΕΡΒΑ κάτω, όταν τα δυο αγόρια της έτρεξαν να την αγκαλιάσουν στη χωματένια αυλή. Δυο μερόνυχτα… δυο μαρτυρικά με- ρόνυχτα, κάθισε κοντά τους, για να ακούει να την παρακαλά- νε να τα πάρει πίσω στο σπίτι μαζί της. «Παιδιά μου, αυτός ο πόλεμος μας τα έκανε όλα… Ο πατέρας σας μου είπε ότι άμα σας πάρω πίσω, θα είμαι υπεύθυνη εγώ αν πεθάνετε από την πείνα», τους είπε με πόνο, και μόλις με το ζόρι κρατούσε τα δάκρυά της. Δεν μπορούσε να πάρει τέτοιο βάρος πάνω της. Ήταν σαν ξεψυχισμένη όταν έπρεπε να κοιτάζει στα μάτια τους δυο γιους της. «Μόλις σιάξουν τα πράγματα θα σας πάρω πίσω, σας το υπόσχομαι… Δεν γίνεται αλλιώς». Κάποιες στιγμές λύγιζε και μέσα της έκανε σχέδια, να βά- λει τα παιδιά στο καμιόνι, κι ό,τι θέλει ας γίνει, αλλά η φωνή του άντρα της ήταν πένθιμο σήμαντρο στα αυτιά της. Δεν μπορούσε να την αψηφήσει. Μέχρι που ήρθε η αβάσταχτη ώρα για τον γυρισμό, και το παμπάλαιο όχημα σταμάτησε μπροστά τους. Καθώς ξεμάκραινε αγκομαχώντας στον ανή- φορο, έκανε να κοιτάξει τον δρόμο και είδε τον χαϊδεμένο της γιο να τρέχει με όλη του τη δύναμη, να προφτάσει τη μάνα του. Το παιδί έπεσε, ξανασηκώθηκε να προλάβει… και έτρεξε, έτρεξε…, όσο άντεξαν τα πόδια του… ένα, δυο, πέ- ντε ολόκληρα χιλιόμετρα… τόσο μπόρεσε, και δεν το έβαζε κάτω, μέχρι που οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν. Ο οδη- γός έκοψε ταχύτητα. Ο μικρός πίστεψε κάποια στιγμή ότι θα σταθούν να τον πάρουν μαζί τους, ώσπου σωριάστηκε κάτω εξαντλημένος, ξεσπώντας σε ένα σπαρακτικό κλάμα, που ράγισε για ώρες τη γαλήνη στον χωμάτινο ανήφορο, και δεν βρέθηκε κανείς γύρω για να τον ακούσει, να τον παρη- γορήσει. Από κει κι έπειτα το μαρτύριο της μάνας τους άρχισε να μοιάζει με το αργοκύλισμα της αιωνιότητας. Ένα ψυχικό κουρέλι η Παρασκευή, δεν πάτησε το πόδι


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook