Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore ΟΙ ΕΞΙ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΚΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ

ΟΙ ΕΞΙ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΚΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ

Published by 2ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΙΝΔΟΥ, 2021-12-17 10:52:04

Description: ΟΙ ΕΞΙ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΚΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ

Search

Read the Text Version

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΛΑΤΣΗΣ ΟΙ 6 ΦΙΛΟΙ, ΚΑΙ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΚΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ Copyright: Γιώργος Γαλάτσης Κολχικό Λαγκαδά 2020 τηλ: 698 1468 388 [email protected] Σελιδοποίηση: Ιστοσελίδα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ http://logotexnika-epikaira.blogspot.com Η αναδημοσίευση ή η μετάδοση από ραδιοφωνικούς σταθμούς μέρους ή όλου του βιβλίου επιτρέπεται μόνο μετά από την άδεια του συγγραφέα. Το παρόν ψηφιακό βιβλίο διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο από τον δημιουργό του, υπό την ακόλουθη αδεια Creative Commons:



1 Αφιέρωση Το βιβλίο το αφιερώνω στα παιδιά μου, τη Στέλλα, τον Δημήτρη , και την Κυριακή με όλη μου την αγάπη. Σας εύχομαι να πραγματοποιηθούν όλα τα όνειρά που έχετε στην καρδιά σας και να πετύχετε στη ζωή σας σε αυτό που ονειρεύεστε.

2 Λίγα λόγια….. Στην διάρκεια των διακοπών του καλοκαιριού έξι φίλοι ξεκινούν ένα ταξίδι σε έναν μακρινό προορισμό, στη Νήσο Αντίγκουα. Η εξερεύνηση οδηγεί τα βήματα των παιδιών της παρέας, στην αναζήτηση Του Μυθικού Σπαθιού, ενός Αυτοκράτορα μιας παλιάς δυναστείας. Ένα ταξίδι δράσης εξερεύνησης περιπέτειας και σύγκρουσης με τα Ξωτικά και Μάγους, αποτελεί και συνθέτει ένα μικρό παραμύθι που γράφτηκε με πολλή αγάπη για τα παιδιά .

3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Απρίλης του 1991.... Ως φέρελπις και νέος πάντα θα βρίσκεσαι σε διαρκή αναζήτηση της ζωής. Πάντα μου άρεσε να κρατώ σε ένα τετράδιο σημειώσεις στις οποίες τις φυλούσα σαν πολύτιμο θησαυρό στην βιβλιοθήκη μου. Οτιδήποτε με συγκινούσε οτιδήποτε με προβλημάτιζε, καταχωρούνταν σε ένα μικρό φάκελο. Έτσι λοιπόν μου ήρθε η έμπνευση ενός μικρού βιβλίου- ενός παραμυθιού που ξεκίνησε και έμεινε ημιτελές και καταχωνιάστηκε μέσα σε ένα συρτάρι. Πέρασαν 30 χρόνια και επειδή το πνεύμα μου ήταν και θα παραμένει ανήσυχο, επανάφερα το παραμύθι αυτό στο προσκήνιο. Το επεξεργάστηκα και το έδωσα νέα πνοή, καθαρό αέρα, το εμπλούτισα με περισσότερη φαντασία, και νομίζω ότι κάποια πράγματα πρέπει να ολοκληρώνονται όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, και για να μην μακρηγορώ και να σας κουράζω θα ήθελα να κλείσω με μία φράση του Paul Claudel : \"Τα νιάτα είναι πλασμένα για τον ηρωισμό...\" Αυτό το απόφθεγμα αποτελεί κανόνα ζωής και θα πρέπει να το βάλουν όλα τα παιδιά στην ψυχή τους. Θέρμη, εγκάρδια και πατρική ευχή μου είναι, όλα εσείς τα παιδιά του κόσμου να ονειρεύεστε, να δημιουργείτε, να μην πληγώνεστε με την παραμικρή πτώση, τα φτερά σας να τα έχετε ανοιχτά και να μην φοβάστε. Η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας και να μην το βάζετε κάτω, θα πετύχετε. θέλει προσπάθεια ελπίδα και πίστη. Εσείς είστε η ελπίδα του μέλλοντος, του κόσμου. Μην φοβάστε, να αγωνίζεστε με τις δικές σας δυνάμεις. Σας εύχομαι ολόψυχα τα όνειρά σας να γίνουν πραγματικότητα και θα γίνουν αρκεί να πιστεύετε στον εαυτό σας. Είστε το αύριο, το μέλλον, είστε ο νέος κόσμος... Η ελπίδα.

4 10 Ιουνίου 1990… Ο Γιώργος φοιτητής στο τρίτο έτος της Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ρεθύμνου ετοίμαζε πυρετωδώς τις βαλίτσες του για να ταξιδέψει στον τόπο της γενέτειράς του στο Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Αφού χαιρέτησε τον φίλο του τον Χουάν, επιβιβάστηκε στο πλοίο Κρήτη -Πειραιάς κι εν συνεχεία, με λεωφορείο, για Θεσσαλονίκη. Μετά από πολύωρο ταξίδι δύο ημερών βρήκε τους γονείς του, και την μικρή αδερφή του, να τον περιμένουν με μία ζεστή αγκαλιά και τα συναισθήματα στο αποκορύφωμα, μετά από τόσο καιρό που έλειπε στο νησί. Ήταν πολύ αργά το βράδυ όταν έφτασε στο σπίτι του, στον συνοικισμό Παπακυριαζή στην μικρή του γειτονιά. Η κούραση ήταν μεγάλη και εξαντλητική και αφού έφαγε κάτι, οι σκέψεις του ήταν στους φίλους του που θα έβρισκε την επόμενη μέρα. Είχε τόσα πολλά καινούργια νέα να τους αφηγηθεί και μέσα στις σκέψεις του αυτές παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα. Το τηλέφωνο το πρωί χτυπούσε ασταμάτητα, πρώτος ο Βασίλης μετά η Νίνα, ο Περικλής και τέλος ο Στέλιος.

5 Η Βασιλική η αδερφή του Γιώργου ήταν συνεχώς με ένα ακουστικό στο αυτί της να μιλά με την τρελοπαρέα του αδερφού της. Ο Γιώργος ξυπνώντας ενημερώθηκε από την αδελφή του, άρχισε να ντύνεται στα γρήγορα γιατί το ραντεβού με την παρέα ήταν στις 12:00 το πρωί σε μία καφετέρια απέναντι από το πάρκο. Η συγκίνηση τα δάκρυα χαράς οι χειραψίες οι αγκαλιές και κάθε άλλου είδους χειρονομία βρισκόταν στο επίκεντρο του καταστήματος. Τα συναισθήματα ήταν έκδηλα και αυτό κράτησε ένα δεκαπεντάλεπτο ανάμεσα στην όμορφη παρέα. Πρώτα ξεκίνησε ο Βασίλης να μιλά και να εξιστορεί μία ιστορία με τον πατέρα του όταν τον χειμώνα λίγο πιο έξω από το μαντρί που είχαν τα πρόβατα τους εμφανίστηκαν το βράδυ μία αγέλη με λύκους. Η στάνη ήτανε ένα χιλιόμετρο πλησίον της περιοχής Μάρω έξω από το Λαγκαδά κοντά στο χωριό χρυσαυγή. Η Νίνα σηκώθηκε και πήγε να φέρει τους καφέδες, εργαζόταν σε αυτήν την καφετέρια ΕΨΙΛΟΝ η επωνυμία της. Ο Περικλής εργάζονταν με το θείο του τον Νίκο στις οικοδομές , βαριά δουλειά, δύσκολη, ήθελε γερά μπράτσα μα και κοφτερό μυαλό να είσαι τεχνίτης. Ο Στέλιος είχε δώσει πανελλαδικές και είχε την προσδοκία και την ελπίδα να μπει στο πανεπιστήμιο για να γίνει γιατρός. Τα πειράγματα, οι φωνές, τα γέλια των πέντε φίλων σε εκείνο το μικρό τραπέζι γύρω γύρω όλοι τους, σαν μια τελετή και οι υπόλοιποι θαμώνες του μαγαζιού να κοιτούν με δέος αλλά και με συμπάθεια την όμορφη αυτή παρέα. Ο Γιώργος, κάποια στιγμή πήρε τον λόγο και είπε στους υπόλοιπους: - Παιδιά, πρέπει να σας πω, κάτι το οποίο περίμενα, πώς και πώς να σας το εξομολογηθώ από κοντά. Λοιπόν ακούστε: πριν από καιρό, γνώρισα έναν φίλο με το όνομα Χουάν, ο οποίος εργάζεται σε ένα εστιατόριο κινέζικο, κοντά στην περιοχή που είναι η Φοιτητική Εστία. Η καταγωγή του είναι από ένα μικρό νησάκι της Καραϊβικής και το όνομα του είναι ΑΝΤΊΓΚΟΥΑ.

6 Στις συναντήσεις που κάναμε, μου έλεγε , ότι εκεί στο νησί υπάρχει ένα κάστρο από την εποχή των Αυτοκρατόρων του 16ου αιώνα. Εκεί υπάρχει ένας παλιός Μύθος ότι μέσα στο κάστρο αυτό βρίσκονταν κρυμμένο το σπαθί του αυτοκράτορα Λι. Ο παππούς τού Χουάν, ο Τσανγκ, είχε ένα παλιό βιβλίο το οποίο το είχε κληρονομιά από πολύ παλιά, από παππούδες του και σε ορισμένες συζητήσεις που έκανε με τον εγγονό του του αφηγούνταν ιστορίες και μύθους γύρω από αυτό. Μάλιστα είχε κάνει στο παρελθόν μία απόπειρα με ένα συγγενικό του πρόσωπο για να βρει αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό. Το αποτέλεσμα όμως ήταν αρνητικό. Να μπω όμως στο καλύτερο, φίλοι μου, είπε ο Γιώργος. Τι θα λέγατε φέτος το καλοκαίρι να κάνουμε ένα ταξίδι μακρινό; Ο φίλος μου ο Χουάν μού πρότεινε εμένα και εσάς φίλοι μου να μας φιλοξενήσει εκεί στο νησί για δύο εβδομάδες. Τα παιδιά κοιτούσαν το Γιώργο με έκδηλα αλλά και με ανάμεικτα συναισθήματα επί πολλά λεπτά. Ο Γιώργος όμως και πάλι τους κάλυψε. - Δεν θα χρειαστούμε πολλά χρήματα τα εισιτήριά μας για το αεροπλάνο τα οποία δεν είναι ακριβά διότι ο προορισμός είναι ένα άγνωστο νησί. Όσον αφορά τη διαμονή, το φαγητό και όλα τα άλλα τα αναλαμβάνει ο Χουάν. Θα μας φιλοξενήσει στο σπίτι του το πατρικό. Λοιπόν;

7 Μέσα στην σιγή πετάχτηκε από το κάθισμα του ο Περικλής. - Εγώ είμαι μέσα, Γιώργο, σε δυνατά με ψυχή. Ο Στέλιος κοιτούσε τον Βασίλη και η Νίνα όλη την παρέα. - Δεν είναι άσχημη ιδέα, είπε ο Βασίλης. - Μου μυρίζει περιπέτεια, απάντησε ο Στέλιος. - Τι μας περιμένει πάλι, και σε τι ιστορίες θα μπλέξουμε,ένας Θεός το ξέρει, είπε σκωπτικά η Νίνα χαμογελώντας. Η ώρα είχε πάει 14:00 το μεσημέρι και τα παιδιά συμφώνησαν να το ξανασυζητήσουν το θέμα αυτό την επόμενη μέρα. Έπρεπε πρώτα να συζητήσουν με τους γονείς τους για το ταξίδι αυτό. Το ραντεβού δόθηκε και πάλι την Τετάρτη το βράδυ στις 20:00 στο ίδιο μαγαζί. Τώρα το μόνο πού έμενε ήταν να συναινέσουν και οι γονείς τους για να ξεκινήσει ακόμα μία περιπέτεια στο άγνωστο. Οι ώρες περνούσαν και ο καθένας της παρέας περίμενε με ανυπομονησία και αγωνία την απάντηση όλων. Η Νίνα είχε κρατήσει ένα τραπέζι σε μία γωνιά του μαγαζιού και περίμενε σερβίροντας τους πελάτες. Κοιτούσε κλεφτά από τα παράθυρα πότε θα εμφανιστούν. Και να λοιπόν, στις 20:00 ήταν όλοι εκεί, πιστοί στο ραντεβού τους. Ένας πίσω στον άλλον. Το συμβούλιο ξεκινούσε, αλλά ο μόνος που έλειπε ήταν ο Βασίλης. Μα τι γίνεται απόρησαν τα υπόλοιπα παιδιά; - Μήπως να ξεκινούσαμε, είπε Στέλιος; Πήρε το λόγο ο Περικλής πρώτος και είπε: -Παιδιά εγώ είμαι μέσα, οι γονείς μου συμφώνησαν. - Και εγώ είμαι μέσα, απάντησε ο Στέλιος. Η Νίνα είπε ότι συζήτησε με τους γονείς της και ήταν σύμφωνοι, και το αφεντικό της που είχε το μαγαζί ήξερε κάποιον πού εργαζόταν μέσα σε μία αεροπορική εταιρεία, φίλος καλός, ο οποίος θα μεριμνούσε να βγάλουνε εισιτήρια σε πολύ φθηνή τιμή. Ο Γιώργος χαμογελώντας είπε ότι ήταν σύμφωνοι οι γονείς του με αυτό. Μα ο Βασίλης... Είχε πάει 21:00 ώρα και τότε εμφανίστηκε καταϊδρωμένος και τα παιδιά άρχισαν να τον ρωτούν τι συμβαίνει. - Συγχωρείστε με, αλλά σήμερα είχαμε γεννητούρια.

8 Η Χιονούλα μας, έτσι την φώναζε, γέννησε τρία μικρά και δεν μπορούσα να αφήσω τον πατέρα μόνο του. Όσον αφορά για το θέμα μας, η απάντηση των γονιών μου ήταν θετική και ο ίδιος ο πατέρας μου θα μας πάει με το αυτοκίνητό του στο αεροδρόμιο. Η Νίνα έτρεξε και έφερε έναν δίσκο με πέντε παγωμένες μπύρες. - Και τώρα η πρόποση, είπε σέ όλους... - Όλοι για έναν και ένας για όλους φώναξε ο Γιώργος. Οι αγκαλιές, τα χαμόγελα, η συγκίνηση ήταν τόσο δυνατή που όλο το μαγαζί τους κοιτούσε με απορία. Η συνάντηση κράτησε έως τις 24:00 το βράδυ για να συνεννοηθούν για τα υπόλοιπα βήματα για το ταξίδι. Ο Γιώργος με τη Νίνα την άλλη μέρα το πρωί βρέθηκαν με τον κύριο Λευτέρη το αφεντικό της, και κανόνισαν να τακτοποιήσουν τα εισιτήρια. Η πτήση θα γινόταν το επόμενο Σάββατο πρωί και ώρα 9:00. Κατά τις 4:00 το απόγευμα, το σπίτι του Γιώργου είχε γεμίσει από την παρέα. Η Βασιλική και η κ. Ελευθερία, είχαν ετοιμάσει μία χειροποίητη λεμονάδα και λαχταριστά κουλουράκια για όλους. - Παιδιά, οι μέρες πλησιάζουν, είπε ο Γιώργος, και θα πρέπει να ετοιμαστούμε συντομότερο. Τα χρήματα μαζεύτηκαν από την Νίνα, και μετά από καμιά ώρα επέστρεψαν τα παιδιά στα σπίτια τους. Ο Γιώργος έκανε ένα τηλεφώνημα στον Χουάν για να τον ενημερώσει για το ταξίδι και να του πει ότι όλα ήταν εντάξει. Ο Χουάν, και αυτός από την πλευρά του χάρηκε με την απόφαση που πήρε η παρέα και είπε στον Γιώργο ότι σε 5 μέρες αναχωρούσε από Ρέθυμνο για το νησάκι του, για να δει την μητέρα του και τον παππού του. Θα έπαιρνε άδεια ένα μήνα από το εστιατόριο πού εργαζόταν. - Λοιπόν Γιώργο, είπε ο Χουάν, θα σας περιμένω την ημερομηνία που κανονίσατε. - Σου δίνω και το τηλέφωνο τού σπιτιού μου και όταν φτάσετε με το καλό, θα έρθω να σας πάρω με το αυτοκίνητο από το αεροδρόμιο του Saint John's. Λογικά το ταξίδι θα διαρκέσει γύρω στις 20 ώρες. Τα λέμε Γιώργο, Καλό ταξίδι να έχετε και καλή αντάμωση φίλε μου.

9 Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και η παρέα συγκεντρώνονταν σχεδόν κάθε μέρα, είτε στο σπίτι του καθενός, είτε στην καφετέρια, για να τακτοποιήσουν έστω και την τελευταία παραμικρή λεπτομέρεια. Οι συζητήσεις ατελείωτες, και η αγωνία στο ζενίθ. Σάββατο 20 Ιουνίου, ο πατέρας του Βασίλη γύρω στις 7:00 το πρωί ξεκίνησε με το αμάξι του και από σπίτι σε σπίτι φόρτωνε βαλίτσες και ένας ένας της παρέας αποχαιρετούσε τους γονείς του. Ώρα 08:30 στο αεροδρόμιο ακούστηκε από τα μεγάφωνα ότι η πτήση 542 της Ολυμπιακής πρέπει να ετοιμάζεται και οι επιβάτες να περάσουν για έλεγχο τις αποσκευές. ‘Ώρα 09:00 η φωνή της αεροσυνοδού καλωσόρισε όλους τους επιβάτες, ήταν περίπου 50 στον αριθμό, άρχισε να δίνει οδηγίες για τη σωστή χρήση της ζώνης, και διάφορα άλλα χρηστικά. Λίγο άγχος υπήρχε αλλά ξεπεράστηκε σύντομα. Ο Στέλιος είχε φέρει νωρίτερα ένα κουτί χάπια (αντιεμετικά) για την ναυτία, γιατί όσο και να ’ναι, 20 ώρες δεν είναι λίγες. Η Νίνα, ο Περικλής, και ο Στέλιος με το που σηκώθηκε το αεροπλάνο στον καταγάλανο ουρανό, κλείσανε τα μάτια τους και κοιμήθηκαν τρεις ώρες. Ο Γιώργος και ο Βασίλης ήταν σε υπερένταση και ένας καλός διάλογος, με έναν ζεστό καφέ, τους κράτησε έως το απόγευμα ξύπνιους. Πού και πού ακούγονταν η φωνή του πιλότου που ενημέρωνε τους επιβάτες ότι περνούσαν από κάθε χώρα. Τα μεσάνυχτα οι περισσότεροι επιβάτες ξαγρύπνησαν, γιατί το αεροπλάνο λόγω του ότι είχε ορισμένα κενά αέρος κουνούσε υπερβολικά. Ωρα 08:00 της άλλης μέρας, ακούστηκε και πάλι η φωνή της αεροσυνοδού να προτρέπει σε όλους τους επιβάτες να προσδεθούν στις ζώνες τους γιατί σε λίγη ώρα προσγειώνονταν το αεροπλάνο στην τοποθεσία ΑΝΤΊΓΚΟΥΑ.

10 - Επιτέλους, επιτέλους, είπε ο Περικλής, φτάνουμε. Όσο πλησίαζε το αεροπλάνο χαμηλότερα, φαινόταν το νησί καθαρότερα. - Τι όμορφο που είναι, είπε η Νίνα... Ο Γιώργος είχε εστιάσει σε ένα σημείο του νησιού που φαινόταν ένα παλιό κάστρο πάνω σε ένα βουνό. Με το χέρι του έδειξε και στους τέσσερις άλλους φίλους του και το κοιτούσαν όλοι μαζί. - Λέτε παιδιά, είπε ο Βασίλης, να είναι αυτό που έλεγε ο Χουάν; Όλοι τους κοιτιόντουσαν, και ένας μικρός θόρυβος ακούστηκε. ‘Ήταν η στιγμή που οι ρόδες του αεροπλάνου πατούσαν πάνω στον διάδρομο του αεροδρομίου του Saint John's. Αφού αποβιβάστηκαν πήγαν κατευθείαν στην αίθουσα για να παραλάβουν τις βαλίτσες. Ο Γιώργος με τις αποσκευές στο χέρι, πλησίασε σε ένα θάλαμο τηλεφώνου, έβγαλε ένα χαρτί και άρχισε να πληκτρολογεί το νούμερο. Μία φωνή γυναικεία στο τηλέφωνο άρχισε να μιλά αγγλικά. Ο Γιώργος, αφού είπε καλημέρα, συνέχισε να εξηγεί ότι ήταν από Ελλάδα και ζητούσε τον Χουάν. - Καλωσορίσατε Γιώργο, ακούστηκε η χαρούμενη φωνή του Χουάν, ετοιμάζομαι και σε 15 λεπτά παίρνω το αμάξι και έρχομαι το συντομότερο να σας πάρω.

11 Ένα αγροτικό αυτοκίνητο έκανε την εμφάνισή του έξω στο πάρκινγκ του αεροδρομίου. Ο Γιώργος και η παρέα του πήγαν προς τα εκεί με τις βαλίτσες τους. Οι αγκαλιές ήταν ένθερμες και ζεστές, όπως και το καλωσόρισμα, στο πατρικό σπίτι του Χουάν. Η μητέρα του, η κ. Τζιάο, μία ευγενικότατη οικοδέσποινα, είχε ετοιμάσει τα καλύτερα εδέσματα για το μεσημεριανό τραπέζι τής Κυριακής. Το τραπέζι ήταν έτοιμο, και κάποια στιγμή, φάνηκε από το παράθυρο ο παππούς του Χουάν προσπαθούσε να κλείσει την ξύλινη πόρτα της αυλής έξω. Μέσα εκεί κινούνταν ελεύθερα ορισμένα άλογα και 3 αγελάδες, ιδιοκτησίας της οικογένειας. Ο πατέρας του Χουάν δεν ζούσε εδώ και πέντε χρόνια. Ο κύριος Τσανγκ ήταν ένας σεβάσμιος γέροντας περίπου στα 70 ψηλός, και το παρουσιαστικό του έδειχνε έναν άνθρωπο που εργάζονταν σκληρά όλα αυτά τα χρόνια με αγροτικές δουλειές. - Καλώς ορίσατε παιδιά μου, ψέλλισε με χαρά ο κύριος Τσανγκ στην Αγγλική (πέρασαν πολλές δεκαετίες όπου το νησί ανήκε στη Μεγάλη Βρετανία). Όταν τελείωσε το μεσημεριανό τραπέζι, η κ.Τζιάο τακτοποίησε τη Νίνα στο δικό της δωμάτιο και η υπόλοιπη παρέα ξεχωριστά . Ο Βασίλης με τον Περικλή και τον Στέλιο , ο Γιώργος με τον Χουάν. Ο παππούς είχε ένα δωμάτιο δίπλα στον αχυρώνα, το οποίο ήταν αλληλένδετο με το σπίτι.

12 Από τις φωνές και τα καλωσορίσματα και το υπέροχο μεσημεριάτικο τραπέζι η ημέρα θα ολοκληρώνονταν με πολύ ύπνο και απόλυτη σιγή από όλους . Την επόμενη μέρα -τη Δευτέρα- ξύπνησαν όλοι το πρωί. Ξεκουράστηκαν κι ανάλαφροι έπιναν τον καφέ τους και μασουλούσαν ένα πολύ ωραίο πρωινό. Ο Χουάν και ο Γιώργος, βγαίνοντας, κατευθύνθηκαν προς τον στάβλο. Ο κύριος Τσανγκ μόλις τελείωνε το τάισμα των ζώων και έκανε νεύμα στα δύο παιδιά να περάσουν στο δωμάτιό του και να περιμένουν. Η συνάντηση των τριών ανδρών κράτησε δύο ώρες περίπου, με άκρα μυστικότητα και με πολύ διάλογο. Η υπόλοιπη παρέα, πού και πού, κοιτούσε από το παράθυρο με αγωνία. Ήταν όλοι υποψιασμένοι κι έκαναν διάφορες σκέψεις. Μα, να! Λευκός καπνός βγήκε από το δωμάτιο του κυρίου Τσανγκ. Ο Γιώργος κατενθουσιασμένος, βγήκε με ένα βιβλίο στα χέρια του. Το κρατούσε τόσο ευλαβικά και χωρίς να χρονοτριβεί συγκάλεσε όλα τα παιδιά σε συμβούλιο.

13 - Λοιπόν φίλοι μου, θυμάστε για έναν μύθο, για το Σπαθί του Αυτοκράτορα Λι, που σας είχα διηγηθεί στην Ελλάδα; Έχω στα χέρια μου αυτό το βιβλίο με σημειώσεις, με χάρτες και τοποθεσίες, και δρόμους και διάφορα άλλα στοιχεία βοηθητικά, έτσι ώστε να ψάξουμε στο κάστρο έξω από το χωριό που είμαστε. Η παρέα κρατούσε σημειώσεις και η συνάντηση κράτησε αρκετά. Ο κύριος Τσανγκ θα ετοίμαζε ένα παλιό κάρο αρκετά ευρύχωρο για να ταξιδέψουν έως το κάστρο.

14 - Αύριο το πρωί εγερτήριο, όλοι στις 07:00, φώναξε ο Βασίλης και συμφώνησαν όλοι με ενθουσιασμό. Το πρωί ήταν όλα έτοιμα και η παρέα των έξι φίλων ταξίδευε για το βουνό. Δύσκολος και κακοτράχαλος ο δρόμος μα ο Χουάν ήξερε να χειρίζεται καλά την καρότσα. Η διαδρομή διήρκησε περί τα 50 λεπτά. Μπροστά τους δέσποζε ένα υπέροχο παλιό κάστρο του 16ου αιώνα, όμορφο και επιβλητικό, μα και συνάμα μυστηριώδες... Δέσποζε πάνω στο λόφο σαν να άγγιζε τον ουρανό -μεταξύ Ουρανού και γης φτιαγμένο από τεχνίτες μεγάλους και τρανούς- και παρόλο που πέρασαν τόσοι αιώνες και εποχές, του άφησαν πάνω του τα δικά του σημάδια ανεξίτηλα, και ολόκληρη η φύση το αγκάλιαζε σαν μικρό παιδί στην αγκαλιά της . Η ώρα είχε πάει 09:00 και ένας ζεστός καφές επιβάλλονταν τώρα. Η κυρία Τζιάο, μέσα στα σακίδια, είχε ετοιμάσει καφέ, πρόγευμα, και πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα. Λόγω του ότι το βιβλίο ήτανε γραμμένο σε μία παλιά διάλεκτο από γηγενείς του νησιού, ο Χουάν, το είχε μεταφράσει με τη βοήθεια του παππού του. Ανοίγοντας την πρώτη σελίδα άρχισε να διαβάζει σιγά- σιγά… - Για να φτάσεις στο σπαθί του Αυτοκράτορα Λι, θα πρέπει να περάσεις από πολλά εμπόδια και πρέπει να είσαι πολύ τολμηρός για να το κάνεις αυτό. Τα εμπόδια είναι τα εξής: Θα πρέπει να περάσεις από έναν μεγάλο ναό που τον χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί του τάγματος Λι, πριν από εκατοντάδες χρόνια. Ο ναός έχει ένα σημάδι -έναν μοναχό, σε μία παλιά τοιχογραφία, που κρατά ένα ραβδί και δείχνει προς μία κατεύθυνση. Εσύ Θα ακολουθήσεις αυτό και θα μετρήσεις 100 Βήματα από το ραβδί έως το σημείο που θα σταματήσεις. Εκεί θα σκάψεις σε βάθος ενός μέτρου και θα βρεις μέσα σε ένα ξύλινο μικρό κιβώτιο, το μαγικό φυλαχτό του Βασιλιά Λι. Να προσέχεις όμως Την κατάρα του Κακού Μαγιστρου... Το κάστρο ήταν τεράστιο και άρχισε η εξερεύνηση, μετά από ένα τέταρτο ο Περικλής φώναξε δυνατά: - Εδώ, εδώ... ελάτε... η τοιχογραφία, ο μοναχός, το ραβδί...

15 Ο Γιώργος άρχισε να μετρά 100 βήματα και μόλις σταμάτησε, με ένα πτυοσκάπανο (γεωργικό εργαλείο), άρχισε να σκάβει. Ο Βασίλης πήρε το εργαλείο στα χέρια του και συνέχιζε με το ίδιο πάθος. Όση ώρα γινόταν αυτό, η Νίνα κοιτούσε με φόβο έναν ανθρώπινο σκελετό κοντά στο σημείο που έσκαβαν. Το θέαμα ήταν φρικτό, και ο Στέλιος είπε μουδιασμένος: - Μήπως έψαχνε κι αυτός ο άνθρωπος, όπως και εμείς, και πέθανε από την κατάρα; Κρύος ιδρώτας έλουσε τώρα όλη την παρέα και ξαφνικά ακούστηκε ένας παράξενος ήχος. Όλοι τους κοιτούσαν με αγωνία, ο Περικλής έσκυψε και έβγαλε ένα κουτί, το κρατούσε με πολλή προσοχή. Σιγά-σιγά με ένα μικρό σφυράκι και χτυπώντας τον σύρτη, το κουτί άνοιξε και ένα κόκκινο φυλαχτό έλαμπε δυνατά σαν προβολέας . Ο Γιώργος το πήρε και το κρέμασε στο λαιμό του και ο Χουάν, συνέχισε την ανάγνωση του βιβλίου... - Μετά την ανεύρεση του φυλακτού θα περιμένεις να σκοτεινιάσει, και τότε το φυλαχτό αυτό θα φέγγει δυνατά. Θα σε οδηγήσει σε ένα βράχο σκαλισμένο, τα γράμματα είναι αποτυπωμένα πάνω του, αλλά είναι ανάποδα, εφόσον τα προφέρεις σωστά θα ανοίξει ο βράχος στη μέση και μέσα του θα βρεις κάτι που θα σου χρησιμεύσει αργότερα.

16 Η ώρα είχε περάσει και ο μεσημεριάτικος ήλιος είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Ποιος πεινάει, ρώτησε η Νίνα, και άρχισε να βγάζει από το σάκο της τα απαραίτητα. - Πρέπει να κατασκηνώσουμε για να περιμένουμε το βράδυ για το επόμενο βήμα μας, είπε ο Στέλιος. Αφού ετοιμάστηκαν οι σκηνές, η παρέα ξεκουράζονταν κάνοντας συζητήσεις και αγωνιούσαν για το επόμενο βήμα. Σιγά-σιγά άρχισε να απλώνει η νύχτα το Πέπλο της σκεπάζοντας ένα μαύρο σεντόνι πάνω και γύρω από τον λόφο. Τα νυχτοπούλια έκαναν εμφάνιση με την φωνή τους μέσα στην ησυχία, και θόρυβος ακουγόταν από τις φυλλωσιές. Λαγοί, χελώνες, αλεπούδες και άλλα μικρά ζωάκια ήταν οι κάτοικοι του βουνού και κινούνταν κρυφά για να επιστρέψουν στις φωλιές τους. Ένα παράδοξο και περίεργο φως άρχισε να προβάλλει μέσα από το φυλαχτό και η παρέα σηκώθηκε έντρομη, κοιτώντας το. Μία μυστηριώδης δύναμη υποκινούσε τον Γιώργο που το φορούσε, να βαδίζει προς μία κατεύθυνση. Προχωρούσε σαν υπνοβάτης μέσα στη νύχτα με οδηγό το φως του φυλακτού. Όλοι τους τον ακολουθούσαν σιωπηλά, χωρίς να βγάζουν μιλιά, τα βήματα του αργά και σταθερά και ένας βράχος να του κλείνει τον βηματισμό του. Τώρα έπρεπε να αναλάβει το ρόλο του ο Χουάν, διαβάζοντας τα γράμματα που ήταν γραμμένα επάνω -και σε συνάρτηση με το βιβλίο- έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του Γιώργου τις λέξεις : - Άνοιξε Βράχε Ιερέ στα χέρια μου να λάβω τις μπότες του Βασιλιά στη μάχη να τις βάλω... Με δυνατή φωνή επανέλαβε ο Γιώργος τις λέξεις αυτές και να ξαφνικά άνοιξε ο βράχος στη μέση, και εσωτερικά έκαναν την εμφάνισή τους ένα ζευγάρι μπότες με διάφορα σχέδια επάνω και γύρω τους είχαν κάτι μικρά φτερά.

17 Αφού τις παρέλαβε, με γρήγορες κινήσεις τις έδωσε στον Στέλιο. Ο βράχος έκλεισε ερμητικά και το φυλαχτό έπαψε πια να φωτίζει. Το βράδυ έκλεισε με συζητήσεις ανάμεσα στην παρέα, και μετά από έναν καλό ύπνο, η Νίνα το πρωί, ξύπνησε τους πάντες με τη φωνή της: - εγερτήριο εμπρός, ακόμη κοιμάστε, ο καφές είναι έτοιμος. Ένας-ένας ξυπνούσε και έπαιρνε μία κούπα με ζεστό καφέ. Ο Χουάν άνοιξε το βιβλίο και άρχισε να διαβάζει: - Παραλαμβάνοντας τις μπότες, πρέπει να πας σε έναν παλιό μύλο που απέχει από το κάστρο 3,5 χιλιόμετρα ανατολικά. Μπαίνοντας έχει μία καταπακτή. Θα την ανοίξεις και θα κατέβεις 8 σκαλιά. Ανάβοντας όλα τα κεριά, θα αντικρίσεις στη μέση ένα κιβώτιο τεράστιο. Θα πλησιάσεις, και στα τέσσερα σημεία θα χτυπήσεις με το χέρι σου τέσσερις φορές, και θα πεις τα εξής λόγια : ΝΟΥΡΑΓΙΑ – ΣΑΝΤΙΜΑ. Θα ανοίξει αυτόματα και θα προβάλλει η Χρυσή Ασπίδα του Αυτοκράτορα Λι. Οι κινήσεις σου πρέπει να είναι γρήγορες και μόλις την παραλάβεις να βγεις έξω το συντομότερο, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος. Ο Περικλής χωρίς καθυστέρηση έδεσε τα παπούτσια του, φόρτωσε στην πλάτη του τον σάκο, και με τον ίδιο τρόπο ενήργησαν και οι υπόλοιποι.

18 Η πεζοπορία ξεκίνησε σιγά-σιγά πηγαίνοντας ένας-ένας, προχωρώντας σε ένα μικρό μονοπάτι το οποίο χάνονταν. Σε κάποια σημεία λόγω της πυκνής βλάστησης, μία πυξίδα ήταν ιδανική και ευτυχώς ο Βασίλης την έβγαλε στην κατάλληλη ώρα. Άλλωστε ο ίδιος ήταν μπροστά επικεφαλής της ομάδας, λόγω της εργασίας του ήταν περισσότερο έμπειρος σε τέτοια διαδρομή. Τελειώνοντας την διάβαση μέσα από δέντρα και άλλα εμπόδια άρχισε να φαίνεται από μακριά ένα παλιό κτίσμα. Ήταν ο παλιός νερόμυλος με τη φτερωτή του σχεδόν άθικτη στο πέρασμα των χρόνων. Οι δε δύο μυλόπετρες ακέραιες και ακίνητες, πρόσμεναν ένα χέρι να τις ξαναδώσει την εκκίνηση για να δουλέψουν ξανά.

19 Όμως ένα αγρίμι έκανε την εμφάνισή του με απειλητικές διαθέσεις. Έμοιαζε με λύκο, που τα δόντια του σε κάθε γρύλισμα, έκαναν τα παιδιά να παγώσουν στη θέα του. Το φυλαχτό όμως έκανε την δουλειά του, μόλις έκανε ένα βήμα μπροστά ο Γιώργος που το φορούσε στο λαιμό του και έξω από την μπλούζα του, το θηρίο έπεσε χάμω νεκρό. - Άραγε τι ιδιότητες έχει ακόμη να μας επιδείξει το φυλαχτό αυτό, είπε η Νίνα. Ο Περικλής, όλος ενέργεια, παραμέρισε το ζώο και πήγε μπροστά στην πόρτα όπου και με τη δύναμη που είχε, έδωσε μία με το πόδι του και την έριξε. Ένας παλιός μεντεσές την κρατούσε αλλά ήθελε και τον μάστορα του. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά και βγάζοντας κεριά από την τσάντα τους, ο Περικλής με τον Γιώργο, μπήκαν στο δωμάτιο του υπογείου. Βγαίνοντας τα δύο παιδιά, με την Χρυσή Ασπίδα του Αυτοκράτορα Λι στα χέρια, και μόλις πάτησαν το πόδι τους έξω από την πόρτα του νερόμυλου, ακούστηκε μία βοή δυνατή. Ένας δυνατός σεισμός έριξε τα κτίσματα, και το μόνο που είχε απομείνει ήταν δύο πέτρες πεσμένες κάτω, λίγο πιο πέρα.

20 Παντού τριγύρω χαλάσματα, σκόνη παντού τριγύρω και χαλάσματα! Ήμασταν ευτυχώς γρήγοροι Γιώργο, είπε ο Περικλής κρατώντας την Ασπίδα στην αγκαλιά του σαν τρόπαιο και καμάρωνε με χαρά. Η επιστροφή στο σημείο που ήταν στημένος ο μικρός καταυλισμός της παρέας ήταν τώρα πιο γρήγορος γιατί και ο στόχος επιτευχθεί, αλλά και συνάμα τα στομάχια των παιδιών διαμαρτύρονταν. Η Νίνα σαν καλή οικοδέσποινα, έβγαλε το μεσημεριανό και το σέρβιρε πάνω σε ένα πρόχειρο υποτυπώδες τραπέζι, που είχαν φτιάξει παλαιοί εργάτες του βουνού. Ήταν μέρα Τρίτη του Ιούνη και η παρέα ζούσε συγκλονιστικές στιγμές, και η περιπέτεια ήταν ακόμα στην αρχή. Παρόλο που ήταν δεύτερη μέρα της αναζήτησης. Το απογευματάκι και μετά από δύο ώρες ξεκούρασης, ο Χουάν άνοιξε το βιβλίο: - Το επόμενο βήμα σου θα είναι η κατάκτηση του Ατρομήτου θώρακα, που θα σε βοηθήσει σε δυσκολίες που θα σου παρουσιαστούν. Για να τον πάρεις θα πας μέσα στο δάσος όταν έχει καθαρό ουρανό, και με το φως των αστεριών, θα μετρήσεις 100 βήματα ευθεία από την πύλη του Κάστρου, έως εκεί που έχει ένα μικρό πηγάδι. Θα γυρίσεις τον μοχλό τρεις φορές μπροστά και δύο πίσω. Ξαφνικά ξεκίνησε μία βροχή σιγανή η οποία εξελίχτηκε σε μπόρα καλοκαιρινή. Ο Χουάν έδωσε κατευθείαν οδηγίες, να μαζέψουν τις σκηνές και να πάνε απέναντι από το κάστρο, που είχε μία αποθήκη τεράστια η οποία τη χρησιμοποιούσαν εργάτες στο κόψιμο και στην συγκομιδή των ξύλων. - Παιδιά γρήγορα φώναζε ο Χουάν, ενώ ο ίδιος κρατούσε με προσοχή τα δύο άλογα να μην τρομάξουν και τα πήγε προς το στέγαστρο. - Ευτυχώς – ευτυχώς! Είπε ο Βασίλης λαχανιασμένος, που έσερνε στην πλάτη του δύο σακίδια και οι υπόλοιποι το ίδιο. Μέσα σε μισή ώρα η βροχή είχε τόσο δυναμώσει που δεν έβλεπες στο μισό μέτρο. Οι βροντές και οι αστραπές φώτιζαν με τη λάμψη τους και το τοπίο γύρω από το κάστρο έμοιαζε φωταγωγημένο λες και γινόταν κάποια γιορτή, κάτι το φανταστικό. Σκηνές μαγικές, λες κι έβλεπες κάποια ταινία.

21 Το σκηνικό αυτό κράτησε έως την άλλη μέρα το πρωί της Τετάρτης. Ο ήλιος έκανε αισθητή την παρουσία του και η ζέστη ήταν αρκετά δυνατή. Η παρέα όλη την ημέρα σχεδίαζε το επόμενο βήμα… - Παιδιά να μην αργοπορούμε, είπε ο Βασίλης , κοιτάξτε τα αστέρια και άρχισε να μετρά 100 βήματα φτάνοντας μπροστά στο πηγάδι. Γύρισε με δύναμη τον μοχλό, τρεις φορές μπροστά και δύο πίσω, μία καταπακτή άνοιξε και στο βάθος αποκαλύφθηκαν λίγα σκαλιά. Ο Στέλιος άναψε ένα κερί και κάτω φάνηκαν ατελείωτα μυρμήγκια, κόκκινα και μεγάλα σαν τερμίτες. Ο Χουάν άνοιξε το βιβλίο… - Όταν μπεις στην καταπακτή, μην τρομάξεις, θα ακολουθήσεις τα κόκκινα μυρμήγκια και θα σε οδηγήσουν σε μία μικρή σπηλιά. Να φοράς το φυλαχτό για να σε προστατεύει. Ο Γιώργος μπροστά, ο Βασίλης και ο Στέλιος, με το φως των κεριών ακολουθούσαν, για 20 λεπτά περίπου, αυτά τα μικροσκοπικά ζωύφια ώσπου έφτασαν σε ένα μικρό δωμάτιο και στη μέση βρήκαν ένα κιβώτιο. Την στιγμή που ο Γιώργος έκανε την προσπάθεια να ανοίξει το κιβώτιο, ένα φίδι πετάχτηκε εναντίον του αλλά το φυλαχτό τον προστάτευσε. Το ερπετό πέτρωσε εμπρός του. Οι τρεις φίλοι παρέλαβαν έντρομοι, μα και συνάμα χαρούμενοι, τον Ατρόμητο θώρακα. Η υπόλοιπη παρέα περίμενε επί πολλή ώρα με ανυπομονησία ώσπου φάνηκαν οι τρεις φίλοι να ξεπροβάλλουν από τα έγκατα της γης χαρούμενοι. - Ουφ, δόξα τον Θεό! Αναφώνησε η Νίνα, όλα καλά; Στέλιο, Γιώργο, Βασίλη, ανησυχήσαμε! - Όλα καλά, είπε ο Γιώργος κρατώντας στην αγκαλιά του τον Ατρόμητο θώρακα που τον εναπόθεσε κοντά στα υπόλοιπα αντικείμενα και ξάπλωσαν όλοι για να ξεκουραστούν.

22 Το βιβλίο ανοίχτηκε ξανά και ο Χουάν άρχισε να διαβάζει: - Μεγάλε και Ατρόμητε πολεμιστή, η Χρυσή Στολή του Στρατηλάτη και η Πολεμική Περικεφαλαία είναι τα επόμενα που θα πρέπει να κατακτήσεις. Πίσω από το κάστρο έχει δύο μικρά αγάλματα, που το ένα από αυτά με το χέρι του δείχνει προς μία κατεύθυνση. Θα περπατήσεις αρκετά και θα βρεις ένα νεκροταφείο. Ανάμεσα στους τάφους θα διακρίνεις έναν ο οποίος έχει έναν πολεμιστή σκυμμένο, σε στάση προσευχής. Θα διαβάσεις με προσοχή, σιγά-σιγά, μία ωδή, δυνατά και θα ανοίξει ο τάφος στη μέση για να παραλάβεις αυτά τα ιερά αντικείμενα… - Παιδιά, ένα σύντομο καφέ με λίγο φαγητό και ξεκινούμε, είπε ο Στέλιος ενώ ο Περικλής και ο Χουάν γέμιζαν τα παγουράκια τους με δροσερό νερό από μία πηγή που έτρεχε ασταμάτητα και ερχόταν μέσα από τα έγκατα του βουνού.

23 Μετά από μία δύσκολη διαδρομή, στην οποία επιστρατεύτηκαν ξύλα μεγάλα για να ανοίγουν το δρόμο από πυκνή βλάστηση, η παρέα έφτασε έξω από το νεκροταφείο. Απόλυτη σιγή επικρατούσε και όλα τα παιδιά ψάχνανε για τον τάφο. Αυτό διήρκεσε ένα μισάωρο και η φωνή της Νίνας ακούστηκε: - Παιδιά, εδώ, ελάτε, ο πολεμιστής, ελάτε εδώ… Όλοι τρέξανε προς το μέρος της. Το Πέτρινο Άγαλμα στεκόταν μπροστά τους σε στάση προσευχής, τα μάτια του περίλυπα κοιτούσαν στη γη σε φάση δεήσεως. Σαν να αποχαιρετούσε κάποιον φίλο του συμπολεμιστή, για την άλλη ζωή. Ο Χουάν ξεκίνησε την ωδή : «Ω, συ, Μεγάλε Στρατηλάτη ένδοξε Στρατηγέ, εδώ που ξεκουράζεται το σώμα σου και η λεβεντιά σου, ζητώ, από σένα να μου δώσεις και να με αρματώσεις με πολύτιμα στολίδια: Την Χρυσή Στολή σου και την Περικεφαλαία. Που πολεμούσες σαν θεριό στα αλώνια, και στις μάχες». Όση ώρα αποστήθιζε αυτή την προσευχή ο Χουάν -γιατί χρειάστηκε τελικά τρεις φορές να την διαβάσει- ακούγονταν τριγμοί και θόρυβοι στον τάφο. Με μιας η πλάκα έσπασε και μία φωνή απόκοσμη ακούστηκε μέσα από τα βάθη της γης:

24 «Ω γενναίε πολεμιστή, λάβε τα από καρδιάς, να γίνεις μονομάχος, άξιος και στρατηγός, να πολεμάς σαν Ταύρος και στον αγώνα νικητής να γίνει τροπαιούχος.» Ο Γιώργος, η Νίνα, ο Στέλιος και ο Χουάν τρόμαξαν και τραβήχτηκαν πιο πίσω λίγα βήματα. Ο Βασίλης και ο Περικλής έσκυψαν και ο ένας πήρε την πολεμική περικεφαλαία και ο άλλος τη Χρυσή Στολή του Στρατηγού.

25 Η δοκιμασία και το εμπόδιο αυτό στέφθηκε με επιτυχία και αργά το απόγευμα μόλις επιστρέψανε, στην αποθήκη τους περίμενε μία μεγάλη έκπληξη… Ο παππούς Τσανγκ είχε ανάψει μια μικρή φωτιά κι έψηνε κάτι. Ο Χουάν πρώτος, και με χαρά, έπεσε στην αγκαλιά του παππού του και η παρέα έκανε το ίδιο με μεγάλη ικανοποίηση. - Σας περίμενα με αγωνία παιδιά, χαίρομαι που σας βλέπω όλους καλά μα όμως πρέπει τώρα να φάτε καλά γιατί αρκετά ταλαιπωρηθήκατε. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε αργότερα. Το υπαίθριο μενού περιλάμβανε ψητό κρέας από αγριογούρουνο, λαχανικά και φρέσκο ψωμί που είχε στείλει η κ . Τζιάο, και το καλύτερο, η μητέρα του Χουάν είχε φτιάξει ένα υπέροχο γλυκό με γλυκόξινη γεύση, με κομματάκια φρούτων και σαντιγύ, που απόλαυσαν τα παιδιά μέχρι το τελευταίο κομματάκι που έμεινε. - Ουφ, δεν αντέχω άλλο, θα σκάσω, είπε ο Περικλής, και η παρέα όλη έσκασε στα γέλια.

26 Ο διάλογος ξεκίνησε και ο παππούς Τσανγκ είπε: - Βλέπω ότι είστε γενναίοι όλοι σας και καμαρώνω μαζί σας. Για να κάνουμε μία αποτίμηση, τι έχετε ανακαλύψει και συλλέξει έως τώρα… Πρώτος ο Γιώργος εμφάνισε το μαγικό φυλαχτό, μετά έφερε ο Στέλιος τις μπότες του βασιλιά, ο Βασίλης κρατούσε στα χέρια του την Χρυσή Ασπίδα, ο Περικλής τον Ατρόμητο Θώρακα, η Νίνα την πολεμική περικεφαλαία, και ο Χουάν την χρυσή στολή του στρατηγού. Το βιβλίο ήταν δίπλα τους και ήταν ο οδηγός τους στην περιπέτεια. Ξέσπασε σε χειροκροτήματα ο παππούς Τσανγκ και τα παιδιά καμάρωναν, το καθένα προσωπικά, κρατώντας στα χέρια τους τα ιερά αντικείμενα. Ο παππούς χαιρέτησε τα παιδιά έναν-έναν, τους έδωσε τις ευχές του και έφυγε πάλι πίσω για το χωριό. Ήταν ήδη αργά και, λίγο η κούραση και το καλό φαγητό, δεν άργησε η μικρή παρέα να χαθεί στον ύπνο του δικαίου. Τώρα μόνον οι ήχοι του δάσους ακούγονταν στη σιγαλιά της νύχτας, σαν μία γλυκιά κλασική μουσική, να ταξιδεύει τις ψυχές των παιδιών στα όνειρά τους.

27 Το πρωί πρώτος ξύπνησε ο Περικλής και άρχισε το εγερτήριο σιγά-σιγά. - Παιδιά η ώρα είναι 10:00 και ο καφές έτοιμος. Το πρωινό ήταν υπέροχο αλλά και τα κέικ με τα κουλουράκια της κυρίας Τζιάο ακόμη καλύτερα. - Παιδιά πρέπει να ενεργοποιηθούμε είπε ο Χουάν. Άνοιξε το βιβλίο και διάβασε: - Μετά από όλα αυτά τα έξι Ιερά αντικείμενα, το επόμενο στάδιο είναι να βρεις τα Εννιά Κλειδιά του παλατιού και το μεγάλο Κλειδί του Θρόνου. Υπάρχει μία σπηλιά, η Σπηλιά των νυχτερίδων. Δυτικά του Κάστρου έχει έναν μικρό λόφο μέσα σε αυτόν στο βάθος κρύβονται αυτά τα κλειδιά.

28 Χωρίς να χρονοτριβούν ξεκίνησαν το περπάτημα και ο λόφος ήταν 45 λεπτά με τα πόδια. Πυκνές φυλλωσιές έκρυβαν το στόμιο και την είσοδο της σπηλιάς. Πάλι χρειάστηκαν τα ραβδιά για να ανοίξουν τη δίοδο της εισόδου. Όμως τους περίμενε κάτι επικίνδυνο… Μόλις μπήκε ο πρώτος μέσα και σιγά-σιγά οι υπόλοιποι, ένα σμήνος από νυχτερίδες κινήθηκαν απειλητικά εναντίον τους, πετούσαν πέρα-δώθε με μανία και τότε ενώ το σκοτάδι έκρυβε αυτά τα άγρια πτηνά, άναψε το μαγικό φυλαχτό απότομα, σκορπώντας ένα πράσινο λαμπερό φως και οι περισσότερες νυχτερίδες έπεφταν κάτω νεκρές και οι υπόλοιπες εξαφανίστηκαν από την είσοδο σαν αστραπή. Ο Γιώργος έχοντας στην κατοχή του και ιδιαιτέρως κρεμασμένο στο λαιμό του το φυλακτό, έψαξε στο βάθος της σπηλιάς με την καθοδήγηση του φωτός που εξέπεμπε το εν λόγω μαγικό φυλαχτό και βρήκε μέσα σε μία υποδοχή του βράχου ένα κουτί μικρό.

29 Όταν το άνοιξε είχε μέσα τρία κλειδιά. Με το που τα πήρε στα χέρια του, στον βράχο πάνω είχε κάποιο σχεδιάγραμμα που του έδειχναν κάποια διαδρομή. Όσο προχωρούσε, το φως έφεγγε και πιο δυνατά. Η υπόλοιπη παρέα ακολουθούσε λίγα βήματα πιο πέρα και βρήκε ακόμα ένα μικρό κουτί με έξι κλειδιά. Μέσα στο βάθος, μία ξύλινη πόρτα είχε εννιά υποδοχές για κλειδιά. Ο Περικλής και ο Βασίλης άρχισαν να τοποθετούν ένα ένα τα κλειδιά μέσα σε αυτές, μόλις μπήκε και το τελευταίο, η πόρτα άνοιξε και μία μικρή λιμνούλα εμφανίστηκε μπροστά τους. - Και τώρα τι κάνουμε; Ρώτησε απορημένος ο Γιώργος. Ο Χουάν διάβασε το βιβλίο: - Στην άκρη της λίμνης υπάρχει μία σχεδία. Θα ανέβεις επάνω και με πολλή προσοχή θα την διασχίσεις. Ο Στέλιος ανέβηκε προσεκτικά στην ξύλινη σχέδια η οποία αποτε- λούνταν από κορμούς και τραβώντας ένα σχοινί σιγά-σιγά, με την υποβοήθηση μιας τροχαλίας, πέρασε απέναντι και κατέβηκε στη στεριά. Βάζοντας το χέρι του σε μία υποδοχή ενός βράχου, θεωρώντας ότι εκεί βρίσκεται το Κλειδί του Θρόνου, σωριάστηκε καταγής. Μέσα στην παλάμη του είχε κλεισμένο ένα μεγάλο κλειδί και δίπλα του ένας μεγάλος σκορπιός που προσπαθούσε να διαφύγει μέσα στις μικρές τρύπες στα βράχια.

30 Η παρέα βλέποντας την σκηνή αυτή από απέναντι, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να τραβήξει την σχεδία για να πάνε δύο παιδιά απέναντι να βοηθήσουν. Ο Χουάν και ο Γιώργος βρήκαν το Στέλιο κάτω σε λιπόθυμη κατάσταση, έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον επαναφέρουν. Αφού τον τοποθέτησαν πάνω στη σχεδία, τον μετέφεραν έξω από την σπηλιά στο ξέφωτο. Τα παιδιά έβαζαν ο καθένας τη δική του προσπάθεια δίνοντας τις πρώτες βοήθειες αλλά όμως, τίποτα. - Και τώρα τι γίνεται, είπε η Νίνα, και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της συνεχώς. - Καποια λύση θα υπάρχει, φώναξε δυνατά ο Γιώργος, και συνέστησε ψυχραιμία. - Ρε παιδιά, μήπως να είναι κάτι άλλο, να ανοίξουμε το βιβλίο, είπε ο Βασίλης. Όπως και έτσι έγινε. - Εάν τσιμπηθείς από σκορπιό, πρέπει οπωσδήποτε να τοποθετηθείς μέσα σε ένα σχηματισμένο κύκλο, που γύρω-γύρω θα υπάρχουν όλα τα ιερά αντικείμενα που έχεις βρει μέχρι τώρα. Η Ιεροτελεστία θα γίνει τα μεσάνυχτα και θα πρέπει να διαβαστεί δυνατά ένας παλιός ψαλμός. Δεν πρέπει να σε κυριεύσει ο φόβος ούτε η δειλία με αυτά που θα δουν τα μάτια σου. Γενναίος να είσαι στην ψυχή και θα τα καταφέρεις. Ο κύκλος λοιπόν σχηματίστηκε, τα ιερά αντικείμενα αραδιάστηκαν γύρω-γύρω και στην μέση τοποθετήθηκε ο Στέλιος σε μία κατάσταση κωματώδη. Μόνο η αναπνοή του ακουγόταν σιγανή αλλά το υπόλοιπο σώμα ήταν αδρανές. Φτάνοντας τα μεσάνυχτα όλα ήταν έτοιμα κι ο Χουάν βάζοντας στο λαιμό του το μαγικό μενταγιόν άρχισε να συλλαβίζει αργά, σε μία γλώσσα περίεργη, μέσα από το βιβλίο, μία διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί κάτοικοι, ίσως και οι πρώτοι του νησιού, οι γηγενείς, με περίεργη προφορά. «Ω, πνεύματα του δάσους, νεράιδες και ξωτικά, ενθάδε κείτεται ένας πολεμιστής. Γύρω του, τα Τρόπαια του Αυτοκράτορα. Προσέλθετε και γιατρέψτε αυτόν τον άντρα και πάρτε από πάνω του το κεντρί και το δηλητήριο που του έκανε ο δαίμονας Σκορπιός.»

31 Την στιγμή που αποστηθίζει ο Χουάν τα λόγια αυτά, μέσα στο σκοτάδι ξαφνικά κάποιες αέρινες οπτασίες έκαναν την εμφάνισή τους από τα τέσσερα σημεία του ουρανού. Νεράιδες και ξωτικά πλησίασαν τον κύκλο και το σώμα του Στέλιου. Σαν χειρουργοί άπλωναν τα μικροσκοπικά τους χέρια και προσπαθούσαν να δώσουν ζωή στο παιδί.

32 Η παρέα κοιτούσε αποσβολωμένη και με φόβο, δεν μιλούσε κανείς. Μία νεράιδα είχε ένα μικρό φιαλίδιο στα χέρια της και απαλά το ακούμπησε στα χείλη του Στέλιου. Τα Ξωτικά γυρνούσαν γύρω-γύρω και πρόφεραν ευχές σε μία ακατανόητη γλώσσα που δεν καταλάβαινε κανείς. Αυτή η ιεροτελεστία κράτησε περίπου μία ώρα. Έτσι λοιπόν, όπως ήρθαν οι οπτασίες αυτές, εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας και ο Στέλιος άνοιξε τα μάτια του και τα πρώτα σημάδια της επαναφοράς του έγιναν αντιληπτά από όλους . - Γιώργο, Περικλή, Νίνα, τι έγινε; Που είστε όλοι; Βασίλη, Χουάν, τι μου συνέβη; Και σηκώθηκε σιγά-σιγά, με πολύ αργές κινήσεις. Η χαρά όλων ήταν τέτοια, που πρωτη η Νίνα έτρεξε τον αγκάλιασε και το ίδιο έπραξαν όλοι τους. Τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν που επανήλθε από εκείνο το φρικτό κώμα και δεν πίστευαν στα μάτια τους ότι ο φίλος τους ήταν καλά, γερός και πάλι μαζί τους. Μετά από αυτή την δύσκολη μέρα και περιπέτεια, το μεσημέρι της Κυριακής βρήκε την παρέα να κοιμάται, ο ένας - δίπλα στον άλλον αχώριστοι και γαλήνιοι… - Τι θα γίνει; Θα πιούμε κανέναν καφέ σήμερα, είπε ο Στέλιος ανανεωμένος και πρώτος στο εγερτήριο. Επί δύο ώρες, μεταξύ του καφέ και του μεσημεριανού φαγητού, οι κουβέντες και οι συζητήσεις βρισκόταν στο ζενίθ, τα χαμόγελα διάπλατα στα χείλη του καθενός, έδιναν και έπαιρναν εκεί στο δάσος του νησιού . Έπρεπε όμως να προχωρήσουν και να καταστρώσουν τα σχέδια για το επόμενο στάδιο. - Έλα, Χουάν, να διαβάσεις τη συνέχεια του βιβλίου, είπε ο Περικλής και η ανάγνωση ξεκίνησε : - Στο κάστρο μέσα βαδίζοντας, θα στρίψεις αριστερά, θα περάσεις σε ένα δωμάτιο που πάνω από την πόρτα του έχει δύο λόγχες μικρές σε σχήμα Χ. Μπαίνοντας στο βάθος έχει μία σκάλα και στον πάνω όροφο έχει ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένιους ιππότες αριστερά-δεξιά. Όλοι τους έχουν στη ζώνη τους ένα σπαθί.

33 Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να σταματήσεις στη μέση των στρατιωτών και σκύβοντας, σε στάση υπόκλισης, με το βλέμμα ανατολικά, θα διαβάσεις ένα γραπτό, μία μικρή ωδή. Η παρέα ξεκίνησε και σταμάτησε έξω από το δωμάτιο με τις λόγχες. Τώρα όμως κάποιος έπρεπε να πάει μόνος του. - Παιδιά, αναλαμβάνω εγώ την αποστολή αυτή, είπε ο Βασίλης. Ο Χουάν έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί, μεταφρασμένο ένα κείμενο μικρό και το έδωσε στον φίλο του. Το παιδί φόρεσε το μαγικό φυλαχτό στο λαιμό του και προχωρώντας στο βάθος βρήκε μία σκάλα. Ήταν λίγο επικίνδυνη γιατί ήταν απότομη όμως δεν άργησε και βρέθηκε στο δωμάτιο με τους ιππότες . Ένθεν και ένθεν στεκόταν όρθιοι και αγέρωχοι 20 περίπου σιδερένιοι πάνοπλοι άνδρες, ακούνητοι και σταθεροί και μέσα επικρατούσε απόλυτη ησυχία .

34 Στη μέση περίπου πήγε ο Βασίλης κι έσκυψε κάτω, σε μία στάση υπόκλισης, στρέφοντας το σώμα του και το βλέμμα του ανατολικά και βγάζοντας από την τσέπη του ένα χαρτί ξεκίνησε την ανάγνωση της ωδής: «Υποκλίνομαι εμπρός στην καλύτερη φρουρά, στους καλύτερους πολεμιστές του παλατιού. Κλείνω το γόνυ μου, γενναίοι άντρες, και αυτό που ζητώ ταπεινά από σας είναι το Ασημένιο Σπαθί του Αυτοκράτορα για να πολεμήσω τον κακό μάγιστρο Λάσα.» Πέρασαν πέντε λεπτά και μέσα στην απόλυτη σιωπή ένας θόρυβος ακούστηκε. Ένας ιππότης - ήταν ο τρίτος από την αριστερή πλευρά- έκανε ένα βήμα εμπρός και έστριψε βαδίζοντας προς το παιδί. Φτάνοντας με αργό βηματισμό μπροστά στον Βασίλη, που στεκόταν σε στάση υπόκλισης, είπε δυνατά: - Λάβε το πολεμικό και μυθικό σπαθί του Αυτοκράτορα Λι, και ωσάν γενναίος στρατιώτης πολέμα και νίκησε τον κακό μάγιστρο Λάσα για να λυθεί η κατάρα…

35 Ο Βασίλης σηκώθηκε και πήρε στα χέρια του το σπαθί, κάνοντας μία βαθιά υπόκλιση εμπρός στον ιππότη, και περίμενε λίγο, για να γυρίσει ξανά στη θέση του δίπλα στους άλλους στρατιώτες. Κάνοντας ένα δύο βήματα πίσω, το παιδί, όλοι οι ιππότες με ένα παράγγελμα έκαναν υπόκλιση, με σεβασμό και τιμή στο παλικάρι που είχε στην κατοχή του το Μυθικό Σπαθί. Η παρέα, χαρούμενη, μόλις είδαν τον φίλο τους με το μεγάλο τρόπαιο στα χέρια, έπεσαν όλοι στην αγκαλιά του και φώναζαν μπράβο. Ήταν περασμένες δέκα το βράδυ και οι έξι φίλοι, πρώτα τοποθέτησαν το ιερό αντικείμενο μαζί με τα άλλα και στη συνέχεια φάγανε κάτι για βραδινό και ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν. Η μέρα που πέρασε ήταν δύσκολη και κουραστική και ο ύπνος δεν άργησε να τους πάρει όλους μέσα σε μισή ώρα. Ξημέρωμα Δευτέρας και ο ήχος μιας αστραπής ξύπνησε όλα τα παιδιά μέσα από τον βαθύ ύπνο τους. Ευτυχώς ήταν προστατευμένα κάτω από την παλιά αποθήκη. Πού να κλείσεις μάτι με τέτοια νεροποντή και βροντές του ουρανού. Τα δύο άλογα, σε κάθε αστραπή, τινάζονταν λες και βρίσκονταν σε μία γραμμή αφετηρίας έτοιμα να τρέξουν σε αγώνα. Η κακοκαιρία αυτή κράτησε έως τις 12 της επόμενης μέρας, της Τρίτης.

36 Στην διάρκεια αυτή όμως η παρέα έκανε συζητήσεις πάνω στο τελικό στάδιο, που ήταν η μάχη με τον Μάγιστρο Λάσα. Ο Χουάν, άνοιξε ξανά για τελευταία φορά το βιβλίο, που είχαν μείνει λίγες σελίδες, στο τέλος κι άρχισε να τις αποστηθίζει κι αυτές. - Γενναίε άντρα υποκλίνομαι εμπρός σου που μπόρεσες να φέρεις εις πέρας όλες τις αποστολές που είχες. Τώρα ήρθε η στιγμή -που σε συνάρτηση- με όλα τα ιερά αντικείμενα που έχεις στην κατοχή σου, να πολεμήσεις με ανδρεία τον κακό Μάγιστρο Λάσα και να φέρεις ανάπαυση στην ψυχή μου. Θα φορέσεις όλα αυτά πάνω σου, και τη νύχτα θα πας στην αίθουσα του θρόνου που βρίσκεται μέσα στο κάστρο. Το μαγικό φυλαχτό να το φοράς πάνω σου, μην το ξεχάσεις, θα σε βοηθήσει πολύ. Καλή δύναμη σου εύχομαι και να ξέρεις ότι θα σε επιβλέπω σε όλη τη διάρκεια του αγώνα σου. Μην φοβάσαι, οπλίσου με θάρρος και νίκησε, είναι το τελευταίο και μεγάλο εμπόδιο που έχεις εμπρός σου. Έχε πίστη και νίκησε τον κακό Μάγιστρο Λάσα. Η παρέα των έξι φίλων κοιτούσε ο ένας τον άλλον και δεν έβγαζε μιλιά για κάποια λεπτά της ώρας. Όλοι τους σκεφτόταν και είχαν μέσα στο μυαλό τους το εξής μεγάλο ερώτημα : - Ποιος θα αναλάβει να γίνει ο αντίπαλος του κακού Μαγίστρου; Μπορεί να πέρασαν τόσες δυσκολίες και εμπόδια αλλά τώρα το στάδιο αυτό -η τελική αναμέτρηση- είναι μεταξύ ζωής και θανάτου. Άραγε ποιος...; - Φίλοι μου, πετάχτηκε ο Γιώργος, από την πρώτη στιγμή που σας είπα για αυτό το Μυθικό Σπαθί ήμουνα μπροστάρης και σας υποκίνησα όλους να επισκεφτούμε το νησί αυτό. Φυσικά και εσείς δεν κάνατε πίσω σε τίποτα, και δεν αρνηθήκατε. Ήμασταν και είμαστε όλοι μαζί σαν μία γροθιά. Θα ήθελα να σας ζητήσω, αν και εφόσον, συμφωνείτε όλοι σας, να αναλάβω εγώ το ρόλο του πολεμιστή, με δική μου ευθύνη. Η παρέα, ένας-ένας, κοιτούσε, κουνούσε καταφατικά το κεφάλι με δισταγμό και αγωνία συνάμα, διότι αυτό το τόλμημα προείχε μεγάλο κίνδυνο της ζωής. - Εγώ λέω, είπε η Νίνα, να σταματήσουμε εδώ, αρκετά κάναμε έως τώρα.

37 - Μήπως να επιστρέψουμε και πάλι στο χωριό και να συνεχίσουμε τις καλοκαιρινές διακοπές μας; Είπε ο Στέλιος. Ο καθένας εν όψει του μεγάλου κινδύνου παρέτρεπε τον Γιώργο και γενικά την παρέα, να βάλουν ένα τέλος στην περιπέτεια. - Φίλοι μου, το πήρα απόφαση, θα το κάνω και ο Θεός βοηθός, είπε με μία φωνή ο Γιώργος, τονίζοντας σθεναρά και με τόλμη: θα τα καταφέρουμε... άλλωστε από μικρά παιδιά, οτιδήποτε κάναμε το κερδίζαμε και το πετυχαίναμε ήταν γιατί ήμασταν όλοι μαζί μία γροθιά. - Εντάξει, Γιώργο, είπε ο Περικλής. Το ηθικό είχε πιά ανεβεί και η ψυχολογία της επίτευξης του τελικού στόχου ενδυνάμωνε την υπόλοιπη παρέα. Οι έξι νέοι ένωσαν τα χέρια τους στο κέντρο και φώναξαν: - ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ. Και το χαμόγελο δεν άργησε να σχηματιστεί στα χείλη όλων. Σιγά-σιγά οι ώρες περνούσαν και ένα ένα παιδί κρατούσε στα χέρια του και ένα αντικείμενο. Ο Γιώργος καθόταν πάνω σε έναν κορμό, σαν σε καρέκλα, και ενδυόταν τα εφόδια για τη μάχη. Ο Χουάν πρώτος βοήθησε τον Γιώργο να φορέσει την χρήση στολή του στρατηγού, ο Στέλιος έφερε τις μπότες του βασιλιά, ο Περικλής έβαλε με προσοχή στον φίλο του τον Ατρόμητο θώρακα και την Πολεμική Περικεφαλαία, ο Βασίλης την Χρυσή Ασπίδα, και η Νίνα, τελευταία, με αργές κινήσεις κρέμασε το μαγικό φυλαχτό στο λαιμό και έδωσε το σπαθί στα χέρια του φίλου της. - Όλα έτοιμα παιδιά. Και τώρα αυτό που θέλω να σας πω είναι ότι σας αγαπώ όλους και να προσεύχεστε για μένα, είπε με συγκίνηση ο Γιώργος. Το κάστρο απείχε μόνον κάτι λίγα μέτρα. Ο πολεμιστής, με βήμα αργό, ξεκίνησε και βαδίζοντας λίγα λεπτά, πέρασε στην κεντρική πύλη μπαίνοντας μέσα και κατά μήκος των κτιρίων, στις άκρες των τοίχων, άναψαν μικρές δάδες αυτόματα σαν οδηγοί, που κατεύθυναν το παιδί στον προορισμό του. Εν αρχήν εμφανίστηκαν ένα σμήνος από μαύρα πουλιά, που έβγαζαν άναρθρες κραυγές και όρμησαν κατά μέτωπο με μανία στον πολεμιστή μας.

38 Το παιδί από τη μία κρατώντας στο αριστερό χέρι του την ασπίδα, απέκρουε την επίθεση, και από την άλλη, με το σπαθί του, με απότομες κινήσεις τα σκότωνε. Δύο περίεργα πλάσματα με λόγχες προσπαθούσαν να αποτρέψουν την είσοδο του παιδιού μέσα σέ ένα δωμάτιο. Και πάλι ο πολεμιστής με κινήσεις καλού ξιφομάχου, ακινητοποίησε τα τέρατα και τα έριξε κάτω νέκρα. Γρήγορα ανέβηκε την σκάλα και το μαγικό φυλαχτό άναψε μόνο του , οδηγώντας τον στο βάθος ενός διαδρόμου 7 -8 μέτρα. Μία πόρτα πελώρια ξύλινη η οποία είχε έμβλημα έναν δράκο από έξω , ήταν κλειδωμένη.

39 Το παιδί, έβγαλε το κλειδί του θρόνου και την ξεκλείδωσε. Μπήκε σε μία τεράστια αίθουσα που φωταγωγήθηκε αυτόματα μπαίνοντας μέσα. Τριγύρω υπήρχαν παλιοί θρόνοι, μαρμάρινοι, και στη μέση ένας μεγάλος. Στους τοίχους πάνω, κρεμασμένες ασπίδες με εμβλήματα, σπαθιά και λόγχες διάφορες. Μα και ένα μεγάλο πολυέλαιο που κρεμόταν στη μέση, με κεριά μικρά και μεγάλα καρφιτσωμένα επάνω. Στο πάνω μέρος, ψηλά στο ταβάνι, όμορφες και χρωματιστές παραστάσεις, η πιο σπουδαία όμως, μία ζωγραφιά που το θέμα της ήταν η Στέψη του Αυτοκράτορα Λι, που γύρω του οι ιππότες σκυμμένοι σε υπόκλιση τιμούσαν τον βασιλιά τους. Μία αστραπή και ένας θόρυβος δυνατός συντάραξαν όλο τον Πύργο. Μία φωνή -απόκοσμη- ακούστηκε δυνατά σαν να έβγαινε από τα έγκατα της γης… - Ποιος τόλμησε να με ξυπνήσει από τον αιώνιο ύπνο μου; Τα κεριά μία άναβαν, μία έσβηναν και ένας ψυχρός αέρας έμπαινε από τα μισόκλειστα παράθυρα, κουνώντας τις κόκκινες κουρτίνες πέρα δώθε. Μία μυρωδιά περίεργη και απαίσια και ένας καπνός άρχισε να αναδύεται στο σημείο που ήταν ο μεγάλος Κεντρικός Θρόνος. Ο Γιώργος είχε πάρει τη θέση ετοιμότητας, με το σπαθί προτεταμένο εμπρός, στο ύψος του στέρνου, και έξαφνα, ένας άνθρωπος καθισμένος στον θρόνο έκανε εμφανή την παρουσία του. Είχε φοβερό παρουσιαστικό, τα μάτια του έλαμπαν σαν τη φωτιά, κατακόκκινα, φορούσε ένα μανδύα μαύρο, μία γενειάδα έως την μέση, τα μαλλιά του μαύρα και μακριά και πάνω τους ένα στέμμα που έλαμπε, τα χέρια του λεπτά και τα δάχτυλά του και τα νύχια γαμψά. Οι απειλές αυτού του μυστηριώδες ανδρός ήταν χωρίς τελειωμό. - Είμαι ο Μάγιστρος Λάσα και εσύ πρέπει να είσαι ο πολεμιστής που ήρθες για να αναμετρηθεί μαζί μου… χαχαχαχα χαχαχαχα χαχαχαχα χαχαχαχα... Χάνεις τον χρόνο σου μικρέ αν νομίζεις ότι θα με κερδίσεις. Εδώ εγώ είμαι ο βασιλιάς επί πολλούς αιώνες, και κανείς δεν μπόρεσε να με αντιμετωπίσει. Μα ούτε και να με νικήσει στο πέρασμα των αιώνων, και με μία απότομη κίνηση έριξε με το δεξί του χέρι κάτι σαν μία μπάλα φωτιάς που ο Γιώργος έσκυψε και την απέφυγε.

40 Τα κεριά έσβησαν και μέσα στο πυκνό σκοτάδι άναψε το μαγικό φυλαχτό, ο κακός μάγος τώρα βρίσκονταν δύο μέτρα πλησίον του και είχε σηκώσει το μπαστούνι του ψηλά και ετοιμάζονταν να χτυπήσει το παλικάρι. Η απόκρουση ήταν θεαματική και με μία σπαθιά πετάχτηκε σωριάζοντάς τον κάτω, και σφάδαζε από τον πόνο στο πάτωμα. Το φως επανήλθε στην αίθουσα και ο μάγος ορμούσε με απότομες κινήσεις για να κάμψει τον πολεμιστή μας, τα χτυπήματα δυνατά, σείονταν όλο το κάστρο, και έξω ήδη είχε αρχίσει μία μπόρα με αστραπές ανά δύο τρία λεπτά φωταγωγούσαν τα πάντα μέσα και γύρω από αυτό.

41 Υψώθηκε, με άλμα, στον αέρα ο κακός Λάσα, άρπαξε ένα σπαθί από τον τοίχο και η μονομαχία συνεχίστηκε με αμείωτο βαθμό και ένταση. - Τους βλέπεις αυτούς τους σκελετούς, ανόητε, φώναζε ο Λάσα, έτσι θα καταλήξεις που τα έβαλες μαζί μου ανόητε και υπερήφανε... - Τα λόγια σου δεν με φοβίζουν, υποχθόνιε και βλοσυρέ μάγε, είπε ο Γιώργος, δίνοντας ακόμη ένα δυνατό πλήγμα στον αντίπαλο κόβοντας του, το αριστερό χέρι. Ένας πίδακας αίματος τινάχτηκε παντού. Όμως καθώς αναβόσβησαν τα φώτα, χάθηκε και δεν φαινόταν πουθενά. Μία φωνή ακούστηκε που σφάδαζε από πόνο: - Δεν θα μου πάρεις τον θρόνο... Τώρα στην αίθουσα, όπου είχε αίματα παντού, εμφανίζονταν σκορπιοί μεγάλοι που πήγαιναν απειλητικά στο παιδί, όμως και πάλι το μαγικό φυλαχτό έκανε την δουλειά του, όσο πλησίαζαν σε απόσταση αναπνοής όλα έπεφταν κάτω νέκρα. Οι μαγικές μπότες με τα φτερά που είχε, σήκωναν το παιδί ψηλά, έως μισό μέτρο, και απέφευγε έτσι, την επαφή με τους σκορπιούς.

42 Μα, να και πάλι ο Μάγιστρος, τώρα όμως πιο βλοσυρός, μεταμορφω- μένος, με διαφορετική μορφή. Το πρόσωπο του άλλαξε και έμοιαζε σαν ένα τερατόμορφο πλάσμα που στην θέα του τρόμαζες. Η μάχη συνεχίζονταν και τα σπαθιά ακούγονταν ως έξω και μαζί με τους κεραυνούς και τις βροντές σχημάτιζαν και συνέθεταν μία συγχορδία πολέμου μέσα στο εγκαταλελειμμένο κάστρο. Στην παρέα, έξω και κάτω από την αποθήκη, επί δύο ώρες όλοι αγωνιούσαν, δάκρυζαν κι αναρωτιόνταν για την τελική έκβαση. - Παιδιά, τι γίνεται, είπε η Νίνα, η οποία όπως και οι άλλοι περπατούσαν πέρα δώθε από αγωνία και φόβο. - Θα τα καταφέρει ο πολεμιστής μας, φώναξε ο Βασίλης, προσπαθώντας να ενισχύσει την ψυχολογία των υπολοίπων. - Ο Χουάν, σε μία άκρη άρχισε μία προσευχή περίεργη, μυστική, στην γλώσσα των προγόνων του όπως του είχε μάθει ο παππούς του.

43 Το ίδιο πράγμα έκανε και ο Βασίλης, κρατώντας στο ένα χέρι, μια μικρή εικονίτσα ενός Αγίου -που του είχε δώσει η μητέρα του, όταν ήταν μικρός, και δεν την αποχωριζόταν ποτέ- έκαμε τον σταυρό του, για τον αγαπημένο του φίλο, Γιώργο. Φωνές, κραυγές και τα στοιχεία της φύσης, σηκώνονταν στο πόδι αυτό το μεγάλο βράδυ. - Πού κρύβεσαι, άθλιε και βλοσυρέ μάγε, είπε ο Γιώργος, και συμπλήρωσε... έλα, σε περιμένει το τέλος σου, είσαι φοβητσιάρης και πανούργος. Ο Αυτοκράτορας Λι, περιμένει, είναι αυτός που με επιβλέπει στην αναμέτρηση μας. Αυτός είναι ο αληθινός Αυτοκράτορας, εσύ είσαι η μεταμόρφωση της κακίας και της πονηριάς... - Χαχαχαχα χαχαχαχα χαχαχαχα χαχαχαχα, ακούγονταν τα γέλια τού Λάσα, τόσο δυνατά, που προσπαθούσαν να κάμψουν το παλληκάρι. Ο πονηρός μάγος τη στιγμή που έσβησαν τα φώτα με δόλιο και πονηρό τρόπο πλησίασε τον Γιώργο και με την άκρη του σπαθιού του, τον τραυμάτισε στον ώμο. Σε μία υπεράνθρωπη προσπάθεια ο Λάσα, μέσα στις επιθέσεις του, δέχτηκε το τελειωτικό πλήγμα. Ο Γιώργος, με τον αέρα του μεγάλου πολεμιστή, άπλωσε τελευταία στιγμή το σπαθί του με δεξιότητα και αποτελείωσε τον Κακό Μάγιστρο ρίχνοντας του την τελειωτική βολή στην καρδιά.

44 Μία κραυγή θανάτου ακούστηκε μέσα στην αίθουσα και έφτασε έως έξω στο δάσος, τόσο δυνατή που ένας μικρός σεισμός συντάραξε το στερέωμα. Κάτω στο πάτωμα κείτονταν νεκρός ο μάγος και σε λίγα λεπτά άρχισε να συρρικνώνεται και μία φλόγα έφυγε από πάνω του και πήγε ψηλά στον ουρανό και χάθηκε μία για πάντα. Τότε συνέβη το εξής παράδοξο, μία από τις φιγούρες της τοιχογραφίας, ο Αυτοκράτορας, ζωντάνεψε και κινήθηκε έμπροσθεν του πολεμιστή μας. - Μην φοβάσαι γενναίε μου πολεμιστή. Είμαι ο Αυτοκράτορας Λι και έλυσες την κατάρα. Σκότωσες τον Κακό Μάγιστρο Λάσα που είχε αρπάξει τον Θρόνο μου με πονηριά και μοχθηρία και με τις μαγικές ιδιότητες που κατείχε κατέστρεψε εμένα και το λαό μου. Τώρα που τον νίκησες έφερες την γαλήνη στην ψυχή μου και την χαμένη αξιοπρέπεια που έκλεψε αυτός ο κακός. Οι θρόνοι τριγύρω είχαν πλαισιωθεί από μεγάλους αξιωματούχους τη στιγμή που μιλούσε ο Αυτοκράτορας Λι. Η αίθουσα του Θρόνου είχε φωταγωγηθεί από ένα υπέροχο γαλήνιο φως και τίποτα δεν θύμιζε τη μάχη που είχε προηγηθεί πριν. Και συνέχισε την ομιλία του Αυτοκράτορας: - Αγαπητό μου παιδί, Γιώργο, γενναίε πολεμιστή, θέλω να σου εκφράσω ένα μεγάλο ευχαριστώ για ότι έκανες και να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη όλων των συμπολεμιστών μου. Κάθισε στη μέση για να σου δώσω κάτι ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης.

45

46 Το παιδί σε στάση προσοχής και σεβασμού περίμενε υπομονετικά το δώρο του Βασιλιά. Ο Αυτοκράτωρ πήγε προς το μέρος του παλικαριού και εκείνη τη στιγμή σηκώθηκαν όλοι μαζί οι αξιωματικοί του θρόνου και οι ιππότες. - Τούτο το φυλαχτό είναι το δώρο της αυτοκρατορίας των Λι, είναι η πιο ύψιστη τιμή του παλατιού και δίνεται μόνο σε γενναίους πολεμιστές και Ιππότες. Πάνω του έχει σκαλισμένο το Έμβλημα της Δυναστείας των Βασιλέων. Αφού έσκυψε ο Γιώργος, το φόρεσε στο λαιμό του ο βασιλιάς και ρώτησες ένα Στρατηγό του: - Έφερες τα υπόλοιπα παιδιά Στρατηγέ Τσι; - Εδώ είναι βασιλιά μου περιμένουν. - Να έρθουν εδώ μπροστά μου. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους οι υπόλοιποι παρέα και πήγαν κατευθείαν εμπρός στον Αυτοκράτορα και δίπλα στον Γιώργο.


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook