Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ

Published by gratha, 2021-08-19 11:43:30

Description: Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ

Search

Read the Text Version

ΒΡΑΒΕΙΟ GONCOURT Πρόλογος: Δημήτρης Στεφανάκης Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη



ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 1927 Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα Άραγε ο Τσεν θα σήκωνε την κουνουπιέρα; Ή θα χτυπούσε μέσα απ’ αυτήν; Η αγωνία τού έσφιγγε το στομάχι· ήταν σίγου- ρος για τον εαυτό του, όμως, τούτη τη στιγμή, μες στη χαύνω- ση, δεν σκεφτόταν το παραμικρό, σαγηνεμένος από κείνη την πλούσια λευκή μεταξένια γάζα που έπεφτε απ’ το ταβάνι πάνω σ’ ένα σώμα λιγότερο ορατό κι από σκιά, απ’ το οποίο ξεπρό- βαλλε μόνο ένα πόδι μισογερμένο απ’ τον ύπνο, ζωντανό παρ’ όλα αυτά – σάρκα ανθρώπινη. Το μοναδικό φως ερχόταν από το διπλανό κτίριο: ένα μεγάλο ορθογώνιο από ωχρό ηλεκτρι- κό φως, που το έκοβαν τα κάγκελα του παραθύρου, ένα μά- λιστα χάραζε το κρεβάτι ακριβώς κάτω απ’ το πόδι, θαρρείς και ήθελε να τονίσει τον όγκο και τη ζωντάνια του. Τέσσερις πέντε κόρνες τσίριξαν όλες μαζί. Τον τσάκωσαν; Να πολεμάει, να πολεμάει εχθρούς που υπερασπίζονται τον εαυτό τους, εχθρούς που δεν κοιμούνται ποτέ, αυτό ήθελε! Το κύμα του πανδαιμόνιου κόπασε: κάποιο μποτιλιάρισμα | 15

16 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ (υπήρχαν ακόμα τέτοια κει κάτω, στον κόσμο των ανθρώ- πων…). Ξαναβρήκε τον εαυτό του αντίκρυ στη μεγάλη μα- λακή κηλίδα από μεταξένια γάζα και στο φωτεινό ορθογώνιο, και τα δυο ασάλευτα μέσα σε τούτη τη νύχτα όπου ο χρόνος είχε πάψει να υπάρχει. Έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του πως τούτος ο άντρας έπρεπε να πεθάνει. Και ήταν ανόητο βέβαια: γιατί το ήξερε πως θα τον σκότωνε. Λίγο μετρούσε αν θα τον έπιαναν ή όχι, αν θα τον εκτελούσαν ή όχι. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό το πόδι, απ’ αυτόν τον άντρα που έπρεπε να τον χτυπήσει δίχως να του επιτρέψει να υπερασπιστεί τον εαυτό του – γιατί, αν τον άφηνε, εκείνος θα φώναζε. Καθώς τα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν, ο Τσεν ανακάλυπτε μέσα του, σε βαθμό που του έφερνε ναυτία, όχι τον μαχητή που καραδοκούσε μα έναν ιεροθύτη. Και ο οποίος δεν υπη- ρετούσε απλώς τους θεούς που είχε επιλέξει: κάτω από τη θυσία του στην Επανάσταση υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος από αβύσσους που πλάι του τούτη η νύχτα της μεγάλης αγω- νίας έμοιαζε με το φως. Δολοφονώ δεν σημαίνει απλώς σκο- τώνω… Μέσα στις τσέπες του, τα διστακτικά του χέρια κρα- τούσαν το δεξί ένα κλειστό ξυράφι, το αριστερό ένα μικρό στιλέτο. Τα έχωνε όσο πιο βαθιά μπορούσε, λες και το σκο- τάδι δεν έφτανε για να κρύψει τις πράξεις του. Το ξυράφι ήταν πιο σίγουρο, όμως ο Τσεν ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να το χρησιμοποιήσει· το στιλέτο τού προκαλούσε λιγό- τερη απέχθεια. Άφησε το ξυράφι, που η λαβή του είχε γίνει ένα με τα σφιγμένα του δάχτυλα· το στιλέτο ήταν γυμνό στην τσέπη του, χωρίς θήκη. Το πέρασε στο δεξί χέρι, ενώ το αρι- στερό ξανάπεσε πάνω στο μάλλινο σαντάιγ του κι έμεινε κει

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 17 κολλημένο. Σήκωσε ελαφρά το δεξί μπράτσο, αποσβολωμέ- νος απ’ τη σιωπή που συνέχιζε να τον περιβάλλει, θαρρείς και μια κίνησή του θα προκαλούσε κάποια πτώση. Μα όχι, τίποτα δεν συνέβη: αυτός έπρεπε να δράσει. Τούτο το πόδι ζούσε σαν ένα κοιμισμένο ζώο. Ήταν από- ληξη σ’ ένα σώμα; Μήπως χάνω τα λογικά μου; Έπρεπε να δει τούτο το σώμα. Να το δει, να δει τούτο το κεφάλι· και γι’ αυτό, έπρεπε να μπει μες στην περιοχή του φωτός, ν’ αφήσει την κοντόχοντρη σκιά του να πέσει πάνω στο κρεβάτι. Τι ήταν η αντίσταση της σάρκας; Σπασμωδικά, ο Τσεν πίεσε την άκρη του στιλέτου στο αριστερό του μπράτσο. Ο πόνος (δεν ήταν πια σε θέση να σκεφτεί πως ήταν το δικό του μπράτσο), η ιδέα του βασανιστηρίου, αν ο αποκοιμισμένος ξυπνούσε, τον ανακούφισαν προς στιγμήν: το βασανιστήριο ήταν καλύτερο από τούτη δω την ατμόσφαιρα της τρέλας. Πλησίασε: ήταν όντως ο άντρας που, δυο ώρες πριν, τον είχε δει μες στο άπλετο φως. Το πόδι, που άγγιζε σχεδόν το παντελόνι του Τσεν, ξάφνου έστριψε σαν κλειδί κι έπειτα επανήλθε στη θέση του, μες στη γαλήνια νύχτα. Ίσως ο αποκοιμισμένος να αισθάνθηκε μια παρουσία, μα όχι αρκετά για να ξυπνήσει… Ο Τσεν ανατρίχιασε: ένα έντομο έτρεχε πάνω στο δέρμα του! Όχι: ήταν το αίμα του μπράτσου του που κυλούσε σταγόνα σταγόνα. Και διαρκώς, κείνο το αίσθημα της ναυτίας… Μία και μόνη κίνηση, και ο άντρας θα ήταν νεκρός. Το να τον σκοτώσει δεν ήταν τίποτα: να τον ακουμπήσει όμως, αδύνατον! Και το χτύπημα έπρεπε να δοθεί με ακρίβεια. Ο αποκοιμισμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα, στη μέση ενός κρε- βατιού ευρωπαϊκού στιλ, φορούσε μονάχα ένα κοντό σώβρα- κο, μα τα πλευρά δεν διακρίνονταν κάτω απ’ το τροφαντό

18 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ του δέρμα. Ο Τσεν έπρεπε να πάρει για σημάδι τις σκουρό- χρωμες ρώγες. Ήξερε πόσο δύσκολο είναι να χτυπήσεις από πάνω προς τα κάτω. Κρατούσε λοιπόν το στιλέτο με τη λάμα ψηλά, όμως το αριστερό στήθος βρισκόταν πιο μακριά του: μέσα από τη διχτυωτή κουνουπιέρα, θα έπρεπε να τεντώσει το χέρι για να χτυπήσει, με μια κίνηση καμπύλη σαν του σουίνγκ. Άλλαξε τη θέση του στιλέτου: η λάμα οριζόντια. Το ν’ αγγίξεις το ασάλευτο σώμα ήταν εξίσου δύσκολο με το να χτυπήσεις ένα πτώμα, ίσως για τους ίδιους λόγους. Λες και τον προκάλεσε τούτη η ιδέα του πτώματος, ένας ρόγχος ακού- στηκε. Ο Τσεν δεν μπορούσε πια να κάνει μήτε βήμα πίσω, τα πόδια και τα χέρια του ήταν εντελώς αδύναμα. Όμως ο ρόγχος έγινε κανονικός: ο άντρας δεν ψυχορραγούσε, ρο- χάλιζε. Ξανάγινε ζωντανός, τρωτός· και την ίδια στιγμή, ο Τσεν ένιωσε εξευτελισμένος. Το σώμα γύρισε ελαφρά προς τα δεξιά. Σκέψου να ξυπνούσε τώρα! Με ένα χτύπημα που θα διαπερνούσε ακόμα και σανίδα, ο Τσεν σταμάτησε το αργό σάλεμα του σώματος, μέσα σ’ έναν ήχο από σχισμένη μεταξένια γάζα, ανάμεικτο μ’ έναν υπόκωφο γδούπο. Ένιω- θε ολάκερη τη λάμα ως την άκρη της, ένιωθε το σώμα ν’ αναπηδάει προς τη μεριά του, καθώς το τίναζε το μεταλλικό σομιέ. Τέντωσε με λύσσα το χέρι του για να το συγκρατήσει· τα πόδια είχαν ανέβει και τα δυο προς το στήθος, σαν δεμέ- να το ’να με τ’ άλλο· ύστερα, χαλάρωσαν μεμιάς. Έπρεπε να ξαναχτυπήσει, αλλά πώς να τραβήξει το στιλέτο; Το σώμα ήταν ακόμα γερμένο στο πλάι, ασταθές και, παρά τη σύσπα- ση που το είχε ταρακουνήσει, ο Τσεν είχε την εντύπωση πως το κρατούσε καρφωμένο στο κρεβάτι με τη μικρή λεπίδα του που πάνω της έριχνε όλο του το βάρος. Μέσα απ’ το μεγάλο

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 19 σκίσιμο της κουνουπιέρας, έβλεπε τον άντρα πολύ καθαρά: τα βλέφαρα ήταν ανοιχτά –πρόλαβε άραγε να ξυπνήσει;– και τα μάτια άσπρα. Κατά μήκος της λάμας, το αίμα άρχισε να αργοκυλάει, μαύρο μες στο παραπλανητικό φως. Λόγω του βάρους, το σώμα, έτοιμο να ξαναγείρει προς τα δεξιά ή τ’ αριστερά, είχε ακόμα ζωή. Ο Τσεν δεν μπορούσε ν’ αφήσει το στιλέτο. Μέσα από τ’ όπλο του, το τεντωμένο χέρι, τον πο- νεμένο ώμο, ένα ρεύμα αγωνίας διαπέρασε το σώμα και κεί- νον, μέχρι τα βάθη του στήθους του, μέχρι την καρδιά του που χτυπούσε σπασμωδικά – το μόνο πράγμα που παλλόταν μες στο δωμάτιο. Ήταν ασάλευτος· το αίμα που συνέχιζε να κυ- λάει από τ’ αριστερό μπράτσο τού φαινόταν σαν του ξαπλω- μένου άντρα· δίχως να έχει συμβεί τίποτα καινούργιο, είχε ξάφνου τη σιγουριά πως ο άντρας ήταν νεκρός. Ανασαίνοντας μετά βίας, συνέχιζε να τον κρατάει γερτό στο πλάι, μες στο ακίνητο αμυδρό φως, μες στη μοναξιά του δωματίου. Τίποτα δεν πρόδιδε πάλη, μήτε καν το σκίσιμο της κουνουπιέρας, που έμοιαζε χωρισμένη στα δυο: μονάχα η σιωπή υπήρχε και μια ανυπόφορη μέθη που μέσα της βυθιζόταν, αποκομμένος απ’ τον κόσμο των ζωντανών, γαντζωμένος από τ’ όπλο του. Τα δάχτυλά του σφίγγονταν ολοένα και πιο πολύ, όμως οι μύες του μπράτσου χαλάρωναν και ολόκληρο το μπράτσο άρχισε να τρέμει και να τινάζεται, σαν σκοινί που ξετυλίγεται. Δεν ήταν ο φόβος, ήταν μια τρομάρα φοβερή και συνάμα πανηγυρική που είχε να τη νιώσει από παιδί: ήταν μόνος με τον θάνατο, μόνος σ’ ένα μέρος δίχως ανθρώπους, τότε που τον συνέτριβε νωχελικά η φρίκη και η γεύση του αίματος. Κατάφερε ν’ ανοίξει την παλάμη του. Το σώμα διπλώθηκε απαλά με το κεφάλι προς τα κάτω: η λαβή του στιλέτου πιέ-

20 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ στηκε τώρα απ’ τη μια μεριά, και πάνω στο σεντόνι άρχιζε ν’ απλώνεται μια σκοτεινή κηλίδα, να μεγαλώνει σαν κάτι το ζωντανό. Και πλάι της, μεγαλώνοντας σαν και κείνη, φάνηκε η σκιά δυο μυτερών αυτιών. Η πόρτα ήταν κοντά, το μπαλκόνι πιο μακριά: όμως η σκιά απ’ το μπαλκόνι ερχόταν. Μολονότι ο Τσεν δεν πίστευε στ’ αερικά, παρέλυσε, ένιωθε ανίκανος να γυρίσει. Αναπήδησε: ένα νιαούρισμα. Μισοανακουφισμένος, τόλμησε να κοιτάξει. Ήταν ένας κεραμιδόγατος που έμπαινε απ’ το παράθυρο με βήματα σιγανά, και τα μάτια καρφωμένα πάνω του. Μια ξέφρενη λύσσα κυρίεψε τον Τσεν όσο προχωρούσε η σκιά· τίποτα το ζωντανό δεν έπρεπε να παρεισφρήσει στην άγρια περιοχή όπου τον είχαν πετάξει: οποιοδήποτε πλάσμα τον έβλεπε να κρατάει τούτο το μαχαίρι δεν θα τον άφηνε να ξαναγυρίσει στον κόσμο των ανθρώπων. Άνοιξε το ξυράφι, κι έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός: το ζώο το ’σκασε απ’ το μπαλκόνι. Ο Τσεν βρέθηκε αντίκρυ στη Σανγκάη. Ταραγμένη από την αγωνία του, η νύχτα έμοιαζε να στρο- βιλίζεται σαν τεράστιος μαύρος καπνός όλο σπίθες· σιγά σιγά έμεινε ακίνητη, ακολουθώντας τον ρυθμό της ανάσας του που γινόταν ολοένα και λιγότερο λαχανιαστή· μέσα από τα κουρε- λιασμένα σύννεφα, φάνηκαν τ’ αστέρια καθώς συνέχιζαν την αέναη τροχιά τους, που τον συνεπήρε μαζί με τον φερμένο απέξω δροσερό αγέρα. Μια σειρήνα ακούστηκε, και μετά χάθηκε μες στη συγκλονιστική γαλήνη. Κάτω, πολύ χαμηλά, τα νυχτερινά φώτα, που αντανακλόνταν μέσα από μια κιτρι- νωπή ομίχλη, το νοτισμένο καλντερίμι και τις ωχρές γραμμές του τρένου, πάλλονταν από τη ζωή των ανθρώπων που δεν σκοτώνουν. Εκατομμύρια ζωές υπήρχαν εκεί, και όλες τώρα

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 21 απορρίπταν τη δική του· όμως, τι ήταν η ασήμαντη καταδίκη τους μπρος στον θάνατο που ξεκολλούσε από πάνω του, που έμοιαζε να κυλάει σε μεγάλα ρυάκια έξω απ’ το σώμα του, όπως το αίμα του άλλου; Όλη τούτη η ακίνητη ή σπινθηροβό- λα σκιά ήταν η ζωή, όπως το ποτάμι, όπως η θάλασσα, αόρα- τη πέρα μακριά – η θάλασσα… Ανασαίνοντας επιτέλους ως τα κατάβαθα του στήθους του, του φάνηκε ότι επέστρεφε στη ζωή με μια απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη – έτοιμος να κλάψει, το ίδιο αναστατωμένος όπως και λίγα λεπτά πριν. Πρέπει να του δίνω… Στεκόταν εκεί, παρατηρώντας την κίνηση των αυ- τοκινήτων, των περαστικών που έτρεχαν από κάτω στον φω- τισμένο δρόμο, όπως κοιτάζει ένας τυφλός που γιατρεύτηκε, όπως τρώει ένας πεινασμένος. Άπληστος για ζωή, θα ’θελε ν’ αγγίξει τoύτα τα σώματα. Πέρα απ’ το ποτάμι, μια σειρήνα γέμισε όλο τον ορίζοντα: τέλειωνε η νυχτερινή βάρδια των εργατών, στο οπλοστάσιο. Ανόητοι εργάτες, έρχονται να φτιά- ξουν τα όπλα που προορίζονταν να σκοτώσουν όσους πολε- μούσαν γι’ αυτούς! Τούτη η φωταγωγημένη πολιτεία θα έμενε άραγε τσιφλίκι του στρατιωτικού της δικτάτορα, μισθωμένη ως τον θάνατο, σαν κοπάδι, στους πολέμαρχους και τους μετα- πράτες της Δύσης; Η φονική του πράξη ισοδυναμούσε με ατέ- λειωτες ώρες δουλειά στα οπλοστάσια της Κίνας: η επικείμενη εξέγερση, που ήθελε να παραδώσει τη Σανγκάη στα επανα- στατικά στρατεύματα, δεν διέθετε μήτε διακόσια τουφέκια. Αν αποκτούσε τα πιστόλια με τον υποκόπανο (καμιά τρακοσαριά) των οποίων την πώληση αυτός ο μεσάζοντας, ο νεκρός, είχε μόλις διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση, τότε οι εξεγερμένοι που, η πρώτη τους πράξη θα ήταν ο αφοπλισμός της αστυνο- μίας για να εξοπλίσουν τους μαχητές τους, θα είχαν διπλάσιες

22 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ πιθανότητες επιτυχίας. Όμως, το τελευταίο δεκάλεπτο, ο Τσεν δεν το είχε σκεφτεί αυτό μήτε μια φορά. Και δεν είχε πάρει ακόμα το χαρτί για το οποίο είχε σκο- τώσει τον άντρα. Τα ρούχα κρέμονταν στην άκρη του κρεβα- τιού, κάτω απ’ την κουνουπιέρα. Έψαξε στις τσέπες. Μαντίλι, τσιγάρα… πορτοφόλι, όχι. Το δωμάτιο έμενε το ίδιο: κουνου- πιέρα, άσπροι τοίχοι, φωτεινό ορθογώνιο· ο φόνος δεν αλ- λάζει τίποτα λοιπόν… Πέρασε την παλάμη κάτω απ’ το μαξι- λάρι, κλείνοντας τα μάτια. Ένιωσε το πορτοφόλι, πολύ μικρό, σαν πορτμονέ. Το ελαφρύ βάρος του κεφαλιού, πάνω στο μαξιλάρι, επέτεινε κι άλλο την αγωνία του, τον έκανε να ξα- νανοίξει τα μάτια: δεν υπήρχε αίμα στο κεφαλάρι, και ο άντρας ίσα που έμοιαζε με πεθαμένο. Θα έπρεπε λοιπόν να τον ξανασκοτώσει; Όμως το βλέμμα του συνάντησε κιόλας τ’ ασπράδι των ματιών, το αίμα στα σεντόνια. Για να ψαχουλέ- ψει το πορτοφόλι, πισωπάτησε προς το φως: ήταν από ένα εστιατόριο, απ’ όπου ξεχυνόταν ο σαματάς ανθρώπων που έπαιζαν ματζόνγκ. Βρήκε το χαρτί, κράτησε το πορτοφόλι, διέσχισε το δωμάτιο τρέχοντας σχεδόν, διπλοκλείδωσε την πόρτα κι έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. Στο τέρμα του δια- δρόμου –προσπάθησε να επιβραδύνει το βήμα του–, πουθε- νά το ασανσέρ. Θα το καλούσε; Κατέβηκε με τα πόδια. Στον κάτω όροφο, εκεί που βρίσκονταν η αίθουσα του ντάνσινγκ, το μπαρ και τα μπιλιάρδα, καμιά δεκαριά τύποι περίμεναν την καμπίνα που μόλις έφτανε. Τους ακολούθησε. «Η κοπέ- λα του ντάνσινγκ με τα κόκκινα είναι καταπληκτική!» του είπε στ’ αγγλικά ο διπλανός του, ένας μισομεθυσμένος Βιρ- μανός ή Σιαμέζος. Του ’ρθε να τον χαστουκίσει για να τον κάνει να σωπάσει και συνάμα να τον αγκαλιάσει επειδή ήταν

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 23 ζωντανός. Ψέλλισε κατιτίς αντί ν’ απαντήσει· ο άλλος τον χτυπούσε, με ύφος συνένοχο, στον ώμο. Πιστεύει πως είμαι κι εγώ μεθυσμένος… Όμως ο συνομιλητής του ετοιμάστηκε να ξανανοίξει το στόμα του. «Δεν μιλάω ξένες γλώσσες» είπε ο Τσεν στα μανδαρίνικα. Ο άλλος σώπασε, κοίταξε απορη- μένος τούτο τον χωρίς κολάρο νεαρό, που όμως φορούσε ένα σαντάιγ από μαλλί καλής ποιότητας. Ο Τσεν έστεκε μπροστά στον εσωτερικό καθρέφτη της καμπίνας. Ο φόνος δεν είχε αφήσει κανένα ίχνος στο πρόσωπό του… Τα χαρα- κτηριστικά του, πιο πολύ μογγόλικα παρά κινέζικα: πεταχτά ζυγωματικά, μύτη πολύ πλακουτσή αλλά με μια ανεπαίσθη- τη άκανθα, σαν ράμφος – δεν είχαν αλλοιωθεί, μονάχα κού- ραση πρόδιδαν· ακόμα και στους στιβαρούς του ώμους, στα χοντρά, καλοσυνάτα του χείλη, τίποτα το ασυνήθιστο δεν φαινόταν να βαραίνει· μόνο το μπράτσο του κολλούσε άμα το δίπλωνε, κι έκαιγε… Η καμπίνα σταμάτησε. Βγήκε μαζί με τους άλλους. Μία το πρωί Αγόρασε ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό και κάλεσε ταξί: ένα κλειστό αμάξι, μέσα στο οποίο ξέπλυνε το μπράτσο του και το τύλιξε με το μαντίλι του. Οι έρημες σιδηροτροχιές και οι νερόλακκοι από τις απογεματινές μπόρες γυάλιζαν άτονα. Ο φωτεινός ουρανός καθρεφτιζόταν πάνω τους. Δίχως να ξέρει γιατί, ο Τσεν τον κοίταξε: πόσο πιο κοντά του ήταν πριν από λίγο, όταν είχε ανακαλύψει τ’ αστέρια! Απομακρυνόταν απ’

24 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ αυτόν όσο η αγωνία έφθινε, όσο ξανάβρισκε τους ανθρώ- πους… Στο τέρμα του δρόμου, είδε τα τζιπ με τα μυδραλιο- βόλα, σχεδόν το ίδιο γκρίζα με τους νερόλακκους, τον αστρα- φτερό φράχτη από ξιφολόγχες που τις κρατούσαν σιωπηλές σκιές: το φυλάκιο, το τέλος της γαλλικής ζώνης. Το ταξί δεν πήγαινε πιο πέρα. Ο Τσεν έδειξε την πλαστή άδεια εισόδου ως ηλεκτρολόγου που δούλευε τάχατες στη ζώνη. Ο σκοπός κοίταξε αδιάφορα το χαρτί (Αυτό που έκανα δεν είναι κάτι που φαίνεται τελικά) και τον άφησε να περάσει. Μπροστά του, κάθετα, η λεωφόρος των Δύο Δημοκρατιών, το σύνορο της κινέζικης συνοικίας. Εγκατάλειψη και σιωπή. Φορτωμένα με όλους τους θορύ- βους της μεγαλύτερης πόλης της Κίνας, βουερά ηχητικά κύ- ματα χάνονταν εκεί, όπως στο βάθος ενός πηγαδιού, ήχοι φερμένοι από τα έγκατα της γης: όλοι τους ήχοι πολέμου, και τα τελευταία νευρικά τινάγματα ενός πλήθους που δεν θέλει να κοιμηθεί. Όμως οι άνθρωποι ζούσαν αλλού, μακριά· εδώ, δεν είχε απομείνει τίποτε απ’ τον κόσμο πέρα από μια νύχτα για την οποία ο Τσεν ένιωσε, ενστικτωδώς, κάτι σαν απρόσμε- νη φιλία: αυτός ο νυχτερινός, ανήσυχος κόσμος δεν ήταν αντίθετος στο έγκλημα. Ένας κόσμος απ’ όπου οι άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί, ένας κόσμος αιώνιος· άραγε θα ξαναρχό- ταν ποτέ η μέρα σε τούτα τα μουχλιασμένα κεραμίδια, σε όλα τούτα τα σοκάκια, που στο βάθος τους ένα φανάρι φώτιζε έναν τοίχο δίχως παράθυρα, μια φωλιά από τηλεγραφικά σύρμα- τα; Εδώ υπήρχε ένας κόσμος του εγκλήματος, και ο Τσεν ένιωθε να τον τυλίγει ένα είδος ζεστασιάς. Καμιά ζωή, καμιά παρουσία, κανένας κοντινός θόρυβος, μήτε καν οι φωνές των μικρεμπόρων, μήτε καν τ’ αδέσποτα σκυλιά.

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 25 Τελικά, έφτασε σ’ ένα ελεεινό μαγαζί: Λου Γιου-σουέν και Χέμελριχ, Φωνόγραφοι. Έπρεπε να γυρίσει ανάμεσα στους ανθρώπους… Περίμενε λίγα λεπτά χωρίς να φανερωθεί, ύστερα χτύπησε ένα ξώφυλλο. Η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέ- σως: ένα μαγαζί γεμάτο δίσκους βαλμένους τακτικά, που θύμιζε ακαθόριστα δημοτική βιβλιοθήκη· ο πίσω χώρος, με- γάλος, άδειος, τέσσερις σύντροφοι βρίσκονταν εκεί, με που- κάμισο χωρίς σακάκι. Η πόρτα, καθώς έκλεινε πίσω του, έκανε τη λάμπα να ταλαντευτεί: τα πρόσωπα χάθηκαν και ξαναφάνηκαν: αρι- στερά, παχουλός παχουλός, ο Λου Γιου-σουέν· ο Χέμελριχ, με ξυρισμένο κεφάλι πυγμάχου, πλακουτσή μύτη και βα- θουλωτούς ώμους. Πίσω στη σκιά, ο Κάτοφ. Δεξιά, ο Κίο Γκίζορς· περνώντας πάνω απ’ το κεφάλι του, η λάμπα τόνι- ζε έντονα τις γερτές γωνίες του στόματος που έμοιαζε βγαλ- μένο από γιαπωνέζικη χαλκογραφία· καθώς απομακρύν- θηκε, μετακίνησε τις σκιές και τούτο το μιγάδικο πρόσωπο έδειχνε σχεδόν ευρωπαϊκό. Οι ταλαντώσεις της λάμπας γίνονταν όλο και πιο αργές: τα δυο πρόσωπα του Κίο ξανα- φάνηκαν διαδοχικά, ολοένα και λιγότερο διαφορετικά το ένα από τ’ άλλο. Οι πάντες κοιτούσαν τον Τσεν με μια βλακώδη ένταση, δίχως να βγάζουν άχνα· εκείνος κοίταζε τα πλακάκια, που ήταν γεμάτα ηλιόσπορους. Θα μπορούσε να ενημερώσει αυτούς τους ανθρώπους, μα δεν θα κατάφερνε ποτέ να τους εξηγήσει πώς ένιωσε. Η αντίσταση του σώματος στο μαχαίρι τον στοίχειωνε, πολύ μεγαλύτερη από του χεριού: Ποτέ δεν θα φανταζόμουν πως θα ’ταν τόσο σκληρό… «Εντάξει» είπε.

26 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ Έδωσε την εντολή παράδοσης των όπλων. Το κείμενο ήταν μεγάλο. Ο Κίο το διάβασε. «Ναι, αλλά…» Όλοι περίμεναν. Ο Κίο δεν ήταν μήτε ανυπόμονος μήτε εκνευρισμένος· δεν κουνήθηκε καθόλου· μόλις μια σύσπαση στο πρόσωπό του. Όλοι όμως καταλάβαιναν πως αυτό που είχε ανακαλύψει τον αναστάτωσε. Τελικά, μίλησε: «Τα όπλα δεν είναι πληρωμένα. Πληρωτέα με την παρά- δοση». Ο Τσεν ένιωσε να τον κυριεύει ο θυμός, θαρρείς και τον είχαν κλέψει. Είχε σιγουρευτεί πως το χαρτί ήταν εκείνο που γύρευε, μα δεν πρόφτασε να το διαβάσει. Και τι θ’ άλλαζε… Έβγαλε το πορτοφόλι απ’ την τσέπη του και το έδωσε στον Κίο: φωτογραφίες, αποδείξεις, κανένα άλλο χαρτί. «Φαντάζομαι πως θα το κανονίσουμε, με τους άνδρες των μάχιμων ομάδων» είπε ο Κίο. «Αν μπορέσουμε ν’ ανέβουμε στο καράβι» απάντησε ο Κάτοφ «όλα θα πάνε καλά». Η παρουσία τους έβγαζε τον Τσεν από την τρομερή μονα- ξιά του, σιγά σιγά, σαν ένα φυτό που το τραβάς απ’ τη γη όπου το συγκρατούν ακόμη οι πιο λεπτές ρίζες του. Και την ίδια στιγμή που ξαναγύριζε, λίγο λίγο, κοντά τους, νόμιζε πως τους μάθαινε – όπως ακριβώς την αδερφή του, την πρώτη φορά που εκείνος επέστρεψε από ένα πορνείο. Υπήρχε η ένταση της χαρτοπαικτικής λέσχης στο τέλος της νύχτας. «Όλα πήγαν καλά;» ρώτησε ο Κάτοφ, αφήνοντας επιτέλους τον δίσκο που κρατούσε και βαδίζοντας προς το φως. Δίχως ν’ αποκριθεί, ο Τσεν κοίταξε την καλοκάγαθη μού- ρη του Ρώσου παλιάτσου –μικρά γελαστά μάτια κι ανασηκω-

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 27 μένη μύτη– που ακόμα κι αυτό το φως δεν μπορούσε να την κάνει δραματική· όμως, τούτος δω ήξερε τι σήμαινε θάνατος. Σηκώθηκε· πήγε να κοιτάξει τον γρύλο που είχε αποκοιμηθεί στο τοσοδά κλουβάκι του· ίσως ο Τσεν είχε λόγους που σώ- παινε. Παρατηρούσε την κίνηση του φωτός, που τον βοηθού- σε να μη σκέφτεται· η τρεμουλιαστή φωνούλα του γρύλου, που ξύπνησε απ’ τον ερχομό του, γινόταν ένα με τις τελευταίες δονήσεις της σκιάς πάνω στα πρόσωπα. Και πάντα κείνη η εμμονική σκληράδα της σάρκας· τα λόγια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα πέρα απ’ το να διαταράξουν την εξοικείω- ση με τον θάνατο, που είχε σφηνωθεί στην καρδιά του. «Τι ώρα έφυγες απ’ το ξενοδοχείο;» ρώτησε ο Κίο. «Πριν κάνα εικοσάλεπτο». Ο Κίο κοίταξε το ρολόι του: μία παρά δέκα. «Καλά. Ας τελειώνουμε δω πέρα και να του δίνουμε». «Θέλω να δω τον πατέρα σου, Κίο». «Δεν το ξέρεις πως ΕΙΝΑΙ γι’ αύριο;» «Τόσο το καλύτερο». Όλοι ήξεραν τι ΗΤΑΝ γι’ αύριο: η άφιξη των επαναστατικών στρατευμάτων στους τελευταίους σιδηροδρομικούς σταθμούς, που θα καθόριζε την εξέγερση. «Τόσο το καλύτερο» επανέλαβε ο Τσεν. Όπως όλα τα έντο- να αισθήματα, έτσι και κείνο του κινδύνου, όταν υποχωρού- σε, τον άφηνε άδειο· λαχταρούσε να το ξαναβρεί. «Όπως και να ’χει, θέλω να τον δω». «Τράβα, δεν κοιμάται ποτέ προτού χαράξει». «Κατά τις τέσσερις». Από ένστικτο, όταν ήθελε να εξωτερικεύσει τα βαθύτερα αισθήματά του, ο Τσεν απευθυνόταν στον γερο-Γκίζορς. Τού-

28 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ τη η στάση ήταν οδυνηρή για τον Κίο –και μάλιστα ακόμα πιο οδυνηρή αφού δεν παρενέβαινε καμιά ματαιοδοξία–, το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα: ο Κίο ήταν ένας από τους οργανωτές της εξέγερσης, η Κεντρική Επιτροπή τον εμπιστευόταν: ναι, αυτόν. Και ο Τσεν, το ίδιο· όμως εκείνος δεν θα σκότωνε ποτέ, παρά μόνο στη μάχη. Ο Κάτοφ ήταν πιο κοντά του, ο Κάτοφ ο καταδικασμένος σε πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα το 1905, όταν, φοιτητής της Ιατρικής, είχε πάρει μέρος στην –παιδαριώδη– επίθεση κατά των φυ- λακών της Οδησσού. Κι όμως… Ο Ρώσος μασουλούσε ζαχαράτες καραμελίτσες, μία μία, κοιτάζοντας διαρκώς τον Τσεν· και ο Τσεν, αίφνης, κατάλα- βε τι σημαίνει λαιμαργία. Τώρα που είχε σκοτώσει, είχε το δικαίωμα να επιθυμεί το καθετί. Το δικαίωμα, ναι. Έστω κι αν ήταν παιδιάστικο. Άπλωσε τη φαρδιά του παλάμη. Ο Κά- τοφ νόμισε πως ο άλλος ήθελε να φύγει και του την έσφιξε. Ο Τσεν σηκώθηκε. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι: δεν είχε τίποτε πια να κάνει εκεί· ο Κίο ήταν ενημερωμένος, απ’ αυτόν εξαρ- τιόταν να δράσει. Κι εκείνος, ο Τσεν, ήξερε τι ήθελε να κάνει τώρα. Πλησίασε στην πόρτα, ξαναγύρισε όμως. «Για φέρε καμιά καραμέλα». Ο Κάτοφ του έδωσε το σακουλάκι. Ο Τσεν έκανε να μοι- ράσει το περιεχόμενο: δεν είχε χαρτί. Γέμισε τη χούφτα του, έβαλε μερικές στο στόμα, και βγήκε. «Δεν θα ’ταν και τόσο εύκολο» είπε ο Κάτοφ. Έχοντας καταφύγει στην Ελβετία απ’ το 1905 ως το 1912, χρονιά της παράνομης επιστροφής του στη Ρωσία, μιλούσε γαλλικά χωρίς ξενική προφορά, τρώγοντας όμως κάποια φωνήεντα, σαν να ’θελε να αντισταθμίσει έτσι την ανάγκη

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 29 καθαρής άρθρωσης όταν μιλούσε κινέζικα. Καθώς στεκόταν σχεδόν κάτω από τη λάμπα, το πρόσωπό του φωτιζόταν ελά- χιστα. Ο Κίο το προτιμούσε αυτό: η έκφραση ειρωνικής αφέ- λειας που έδιναν στο πρόσωπο του Κάτοφ τα μικρά μάτια και προπάντων η ανασηκωμένη μύτη (περίεργα φλεγματικός, έλεγε ο Χέμελριχ) ήταν ακόμα πιο έντονη καθώς ερχόταν σε παραφωνία με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του, κι αυτό τον ενοχλούσε συχνά. «Ας τελειώνουμε» είπε. «Έφερες τους δίσκους, Λου;» Ο Λου Γιου-σουέν, χαμογελώντας πλατιά και σαν έτοιμος για χίλιες μικρές υποκλίσεις, τοποθέτησε σε δύο φωνόγρα- φους τους δύο δίσκους που είχε ζητήσει ο Κάτοφ. Έπρεπε να τους βάλει να παίξουν ταυτόχρονα. «Ένα, δύο, τρία» μέτρησε ο Κίο. Ο συριγμός του πρώτου δίσκου κάλυψε τον δεύτερο: ξάφ- νου σταμάτησε – ακούστηκε ένα: στείλτε – ύστερα συνέχισε. Άλλη μια λέξη: τριάντα. Ξανά συριγμός. Ύστερα: άνδρες. Συριγμός. «Τέλεια» είπε ο Κίο. Σταμάτησε την κίνηση, και ξανάβαλε τον πρώτο δίσκο, μόνο του: συριγμός, σιωπή, συριγμός. Στοπ. Εντάξει. Ετικέτα: «Ελαττωματικοί δίσκοι». Στον δεύτερο: Μάθημα τρίτο. Τρέχω, βαδίζω, πηγαίνω, έρχομαι, στέλνω, λαμβάνω. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννέα, δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα, πε- νήντα, εξήντα, εκατό. Είδα να τρέχουν δέκα άνδρες. Είκοσι γυναίκες βρίσκονται εδώ. Τριάντα… Αυτοί οι ψευτο-δίσκοι εκμάθησης ξένων γλωσσών ήταν εξαιρετικοί· η ετικέτα τους άψογα πλαστογραφημένη. Ο Κίο όμως ήταν ανήσυχος.

30 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ «Η ηχογράφηση δεν ήταν καλή;» «Πολύ καλή, τέλεια». Ο Λου χαμογελούσε ολόκληρος. Ο Χέμελριχ έδειχνε αδιά­ φορος. Στον πάνω όροφο, ένα παιδί έβγαλε μια κραυγή πό- νου. Ο Κίο δεν καταλάβαινε. «Τότε λοιπόν, γιατί την άλλαξαν;» «Δεν την άλλαξαν» είπε ο Λου. «Αυτή είναι. Σπάνια όμως αναγνωρίζεις τη φωνή σου, όταν την ακούς για πρώτη φορά». «Ο φωνόγραφος την παραμορφώνει;» «Όχι, δεν είν’ αυτό, καθένας αναγνωρίζει εύκολα τη φωνή των άλλων. Απλώς δεν έχουμε συνηθίσει ν’ ακούμε τη δική μας…» Ο Λου ήταν γεμάτος με τη χαρά του Κινέζου που εξηγεί κάτι – ιδίως σ’ έναν άνθρωπο ξεχωριστής ευφυΐας. «Το ίδιο συμβαίνει και στη γλώσσα μας…» «Καλώς. Θα ’ρθουν να πάρουν τους δίσκους απόψε;» «Τα βαπόρια θα φύγουν αύριο τα ξημερώματα για το Χαν- κόου…» Οι δίσκοι-συριγμοί στέλνονταν με κάποιο βαπόρι· οι δί- σκοι-κείμενα με άλλο. Οι τελευταίοι ήταν γαλλικοί ή εγγλέ- ζικοι, ανάλογα με το αν η ιεραποστολή της περιοχής ήταν καθολική ή προτεσταντική. Μόλις φέξει, συλλογιόταν ο Κίο. Πόσα πράγματα προτού φέξει… Σηκώθηκε: «Χρειάζονται εθελοντές, για τα όπλα. Και κάποιοι Ευρω- παίοι, αν γίνεται». Ο Χέμελριχ τον πλησίασε. Το παιδί, από πάνω, φώναξε ξανά.

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 31 «Ο πιτσιρικάς σού απαντάει» είπε ο Χέμελριχ. «Δεν σου φτάνει αυτό; Τι διάολο θα ’κανες εσύ, με το παιδί που ψοφο- λογάει και τη γυναίκα που βογκάει κει πάνω… όχι πολύ δυνατά, για να μη μας ενοχλεί…» Η γεμάτη μίσος φωνή ταίριαζε με το πρόσωπο με την πλα- κουτσή μύτη και τα χωμένα μάτια, που το κάθετο φως τα αντικαθιστούσε με δυο μαύρες κηλίδες. «Καθένας τη δουλειά του» αποκρίθηκε ο Κίο. «Και οι δίσκοι επίσης χρειάζονται… Ο Κάτοφ κι εγώ θα το κάνουμε. Πάμε να βρούμε κάναν άνθρωπο (στο μεταξύ, θα μάθουμε αν θα επιτεθούμε αύριο ή όχι) κι εγώ…» «Μπορεί να βρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο» είπε ο Κάτοφ. «Όχι πριν απ’ την αυγή. Ο Τσεν κλείδωσε. Δεν κάνουν περιπολίες». «Κι αν ο μεσάζοντας είχε κάποιο ραντεβού;» «Τέτοια ώρα; Μάλλον απίθανο. Όπως και να ’χει, το βα- σικό είναι ν’ αλλάξουμε το αγκυροβόλι του βαποριού: έτσι, αν προσπαθήσουν να το πλησιάσουν, θα χάσουν τουλάχιστον τρεις ώρες για να το βρουν. Βρίσκεται στην άκρη του λιμα- νιού». «Πού θες να το πας;» «Μες στο λιμάνι. Όχι σε αποβάθρα, φυσικά. Υπάρχουν εκατοντάδες ατμόπλοια. Τρεις ώρες χαμένες, το λιγότερο. Το λιγότερο». «Ο καπετάνιος θα ψυλλιαστεί…» Το πρόσωπο του Κάτοφ δεν φανέρωνε σχεδόν ποτέ τα αισθήματά του: είχε πάντα αποτυπωμένη μια ειρωνική ευ- θυμία. Τούτη τη στιγμή, μονάχα ο τόνος της φωνής πρόδιδε την ανησυχία του – περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

32 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ «Ξέρω έναν ειδικό για δουλειές με όπλα» είπε ο Κίο. «Μ’ αυτόν, ο καπετάνιος θα νιώθει σιγουριά. Δεν έχουμε πολλά λεφτά, μπορούμε όμως να πληρώσουμε κατιτίς… Νομίζω ότι συμφωνούμε: θα χρησιμοποιήσουμε το χαρτί για ν’ ανεβού- με στο βαπόρι, και θα το βολέψουμε μετά». Ο Κάτοφ σήκωσε τους ώμους, σαν να ήταν κάτι το αυτο- νόητο. Φόρεσε το χιτώνιό του, που δεν του κούμπωνε ποτέ τον γιακά, κι έδωσε στον Κίο το σπορ σακάκι που κρεμόταν σε μια καρέκλα· έσφιξαν και οι δυο δυνατά το χέρι του Χέ- μελριχ. Ο οίκτος θα τον ταπείνωνε πιο πολύ. Βγήκαν έξω. Άφησαν αμέσως τη λεωφόρο, μπήκαν στην κινέζικη συ- νοικία. Βαριά σύννεφα, που είχαν μαζευτεί πολύ χαμηλά, σκι- σμένα μεριές μεριές, άφηναν τα τελευταία αστέρια ν’ αχνο- φαίνονται, στα βάθη των χαραμάδων τους. Η ζωή των σύν- νεφων ζωντάνευε το σκοτάδι, άλλοτε πιο ελαφρύ κι άλλοτε πιο πυκνό, θαρρείς και πελώριες σκιές έρχονταν, σποραδικά, για να κάνουν τη νύχτα πιο βαθιά. Ο Κάτοφ και ο Κίο φο- ρούσαν παπούτσια με σόλες από κρεπ, και άκουγαν τα βή- ματά τους μονάχα όταν γλιστρούσαν στις λάσπες· από τη μεριά που βρίσκονταν οι ζώνες που είχαν παραχωρηθεί στους ξένους –ο εχθρός– ένα φέγγος γαρνίριζε τις στέγες. Ο αγέρας, που γέμιζε σιγά σιγά με τη μακρόσυρτη κραυγή μιας σειρή- νας, κι έφερνε τη σχεδόν σβησμένη χλαλοή της πολιορκη- μένης πόλης και το σφύριγμα των βενζινάκατων που πλησία­ ζαν τα πολεμικά, πέρασε πάνω απ’ τους θλιβερούς ηλεκτρι- κούς λαμπτήρες, που ήταν αναμμένοι στην άλλη άκρη των αδιέξοδων και των σοκακιών· ολόγυρά τους, ετοιμόρροποι τοίχοι ξεπρόβαλλαν από την έρημη σκιά, έτσι όπως τους απο-

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 33 κάλυπτε με όλους τους λεκέδες τους κείνο το ακλόνητο φως, απ’ όπου έμοιαζε ν’ αναδύεται μια άθλια αιωνιότητα. Κρυμ- μένοι πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους, πεντακόσιες χιλιάδες άνθρωποι: εργάτες των υφαντουργείων, όσοι δουλεύουν από παιδιά δεκάξι ώρες τη μέρα, ο κόσμος του έλκους, της σκο- λίωσης, της πείνας. Τα γυαλιά που προστάτευαν τους λαμπτή- ρες θόλωσαν και, σε λίγα λεπτά, η μεγάλη βροχή της Κίνας, άγρια, ορμητική, κατέκλυσε την πόλη. Καλή συνοικία, σκέφτηκε ο Κίο. Πάει ένας μήνας και βά- λε που, από επιτροπή σε επιτροπή, ετοίμαζε την εξέγερση κι είχε πάψει να κοιτάζει τους δρόμους: δεν βάδιζε πια μες στη λάσπη, μα πάνω σ’ έναν χάρτη. Ο αφανισμός εκατομμυρίων καθημερινών ασήμαντων ζωών που χάνονταν, συντρίβονταν από μια άλλη ζωή. Οι ξένες ζώνες, οι πλούσιες συνοικίες, με τις ξεπλυμένες από τη βροχή σχάρες στις άκρες των δρόμων, υπήρχαν πια μόνο σαν απειλές, σαν φράχτες, σαν ατέλειωτοι τοίχοι φυλακών χωρίς παράθυρα: τούτες οι φρικτές συνοι- κίες, αντιθέτως –αυτές όπου οι ομάδες κρούσης ήταν οι πιο πολυάριθμες– πάλλονταν απ’ το ρίγος ενός πλήθους που καραδοκούσε. Στη στροφή ενός σοκακιού, το βλέμμα του βυθίστηκε αίφνης στα φώτα του μεγάλου δρόμου· μολονότι τον έκρυβε η νεροποντή, στο μυαλό του Κίο υπήρχε η προο- πτική αυτού του δρόμου γιατί θα έπρεπε να επιτεθεί ενάντια σε τουφέκια, μυδραλιοβόλα που θα έριχναν πέρα ως πέρα. Μετά τις αποτυχημένες εξεγέρσεις του Φλεβάρη, η Κομμου- νιστική Επιτροπή ανάθεσε στον Κίο τον συντονισμό των επα- ναστατικών δυνάμεων. Σε καθέναν απ’ αυτούς τους σιωπη- λούς δρόμους στους οποίους το περίγραμμα των σπιτιών χανόταν κάτω από την μπόρα που μύριζε καπνό, ο αριθμός

34 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ των μαχητών είχε διπλασιαστεί. Ο Κίο είχε ζητήσει να αυξη- θεί από 2.000 σε 5.000, και η στρατιωτική διοίκηση το πέτυ- χε μέσα σ’ έναν μήνα. Όμως δεν είχαν μήτε διακόσια τουφέ- κια. (Και υπήρχαν τριακόσια περίστροφα με υποκόπανο στο Σαν-τουνγκ, που λαγοκοιμόταν καθώς το νανούριζε ο παφλα- σμός του ποταμού.) Ο Κίο είχε οργανώσει εκατόν ενενήντα δύο μάχιμες ομάδες με είκοσι πέντε άνδρες περίπου η κα- θεμιά, αλλά μόνο οι επικεφαλής ήταν οπλισμένοι… Πέρασε μπροστά από ένα δημόσιο γκαράζ, γεμάτο παλιά καμιόνια που είχαν μετατραπεί σε λεωφορεία. Όλα τα γκαράζ ήταν «μαρκαρισμένα». Η στρατιωτική διοίκηση είχε συγκροτήσει ένα επιτελείο, η συνέλευση του κόμματος είχε εκλέξει μια κεντρική επιτροπή· από την αρχή της εξέγερσης, θα έπρεπε τούτα τα όργανα να παραμένουν σ’ επαφή με τις ομάδες κρούσης. Ο Κίο είχε δημιουργήσει μια διμοιρία-σύνδεσμο από εκατόν είκοσι ποδηλάτες· με τους πρώτους πυροβολι- σμούς, οχτώ ομάδες θα μπούκαραν στα γκαράζ και θ’ άρ- παζαν τ’ αμάξια. Οι επικεφαλής των ομάδων είχαν ήδη επι- σκεφτεί τα γκαράζ. Καθένας απ’ τους άλλους επικεφαλής μελετούσε, επί δέκα μέρες, τη συνοικία όπου επρόκειτο να δώσει μάχη. Πόσοι επισκέπτες, σήμερα, είχαν μπει στα κε- ντρικά κτίρια, είχαν ζητήσει να δουν έναν φίλο που δεν τον ήξερε κανείς, είχαν πιάσει την κουβέντα, τους είχαν κεράσει τσάι προτού φύγουν; Πόσοι εργάτες, παρ’ όλη τη νεροποντή, επισκεύαζαν στέγες; Όλες οι θέσεις που είχαν κάποια σημα- σία για την οδομαχία είχαν αναγνωριστεί· οι καλύτερες θέσεις για σκόπευση είχαν σημειωθεί στους χάρτες, στα κεντρικά των ομάδων κρούσης. Τα όσα ήξερε ο Κίο για την υπόγεια ζωή της εξέγερσης έτρεφαν αυτά που αγνοούσε· κάτι που τον

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 35 ξεπερνούσε απίστευτα ερχόταν από τις μεγάλες κομματια- σμένες πτέρυγες του Τσα-πέι και του Που-τουγκ, που ξεχεί- λιζαν από εργοστάσια κι εξαθλίωση, και κόντευαν να διαλύ- σουν τα τεράστια γάγγλια του κέντρου· ένα αθέατο πλήθος έδινε ζωή σε τούτη τη νύχτα της δευτέρας παρουσίας. «Αύριο;» είπε ο Κίο. Ο Κάτοφ δίστασε, σταμάτησε να κουνάει τα μεγάλα του χέρια. Όχι, η ερώτηση δεν απευθυνόταν σε κείνον. Δεν απευ- θυνόταν σε κανέναν. Περπατούσαν σιωπηλά. Λίγο λίγο, η βροχή γινόταν ψιχά- λα· το κροτάλισμά της πάνω στις στέγες κόπασε, και ο θεο- σκότεινος δρόμος γέμισε μόνο απ’ τον ακανόνιστο ήχο των ρυακιών. Οι μύες στα πρόσωπά τους χαλάρωσαν· ανακαλύ- πτοντας τότε τον δρόμο όπως προσφερόταν στο βλέμμα –μα- κρύς, θεοσκότεινος, αδιάφορος–, ο Κίο είχε την εντύπωση πως τον ξανάβρισκε όπως ξαναβρίσκουμε ένα παρελθόν. «Πού λες να πήγε ο Τσεν;» ρώτησε. «Είπε πως θα πήγαινε στου πατέρα μου κατά τις τέσσερις. Μήπως για να κοιμηθεί;» Ένας δύσπιστος θαυμασμός ελλόχευε μες στην ερώτησή του. «Πού να ξέρω… Αυτός δεν μπεκρουλιάζει…» Έφτασαν σ’ ένα μαγαζί: Σία, Λάμπες. Όπως παντού, κι εδώ τα ρολά κατεβασμένα. Τους άνοιξαν. Ένας απαίσιος κοντός Κινέζος στάθηκε μπροστά τους, μες στο αμυδρό φως που ερχόταν απ’ το πίσω μέρος: με την άλω που περιέβαλλε το κεφάλι του, η παραμικρή του κίνηση προκαλούσε μια λιγδωμένη αντανάκλαση πάνω στη σπυριάρικη χοντρή μύτη. Τα γυαλιά από εκατοντάδες κρεμασμένες λάμπες θυέλλης αντανακλούσαν τις φλόγες από δυο αναμμένα φανάρια στον

36 |ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ πάγκο και χάνονταν στο σκοτάδι, μέχρι τα αόρατα βάθη του μαγαζιού. «Λοιπόν;» είπε ο Κίο. Ο Σία τον κοίταζε τρίβοντας γλοιώδικα τα χέρια του. Έκα- νε επιτόπου στροφή δίχως να πει κουβέντα, ψαχούλεψε σε κάποια κρυψώνα. Το ξύσιμο του νυχιού πάνω στον τενεκέ έκανε τα δόντια του Κάτοφ να τρίξουν· αλλά είχε γυρίσει κιόλας, με τις πεσμένες τιράντες του να πηγαίνουν μια δεξιά μια αριστερά… Διάβασε το χαρτί που είχε μαζί του, με το κεφάλι φωτισμένο από κάτω, σχεδόν κολλημένο σε μια από τις λάμπες. Ήταν μια αναφορά της στρατιωτικής οργάνωσης που είχε αναλάβει τον σύνδεσμο με τους σιδηροδρομικούς. Οι ενισχύσεις που υπερασπίζονταν τη Σανγκάη ενάντια στους επαναστάτες έρχονταν από το Νανκίνγκ: οι σιδηροδρομικοί είχαν κηρύξει απεργία: οι λευκοφρουροί και οι στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού τουφέκιζαν όσους αρνιόνταν να οδηγήσουν τα στρατιωτικά τρένα. «Ένας απ’ τους συλληφθέντες σιδηροδρομικούς προκάλε- σε τον εκτροχιασμό του τρένου που οδηγούσε» διάβασε ο Κινέζος. «Νεκρός. Τρία άλλα στρατιωτικά τρένα εκτροχιάστη- καν χτες, αφού είχαν αφαιρεθεί οι ράγες». «Να γενικευτεί το σαμποτάζ και να σημειώνεται στις ανα- φορές ο τρόπος της ταχύτερης δυνατής επισκευής» είπε ο Κίο. «Και κάτι άλλο: υπάρχουν τρένα με όπλα;» «Όχι». «Ξέρουμε πότε θα βρίσκονται οι δικοί μας στο Τσενγκ- τσόου;»* * Τελευταίος σταθμός πριν από τη Σανγκάη. (Σ.τ.Σ.)



ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ Υπεύθυνος σειράς: Δημήτρης Στεφανάκης Στη σειρά Μεγάλες αφηγήσεις εντάσσονται έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας∙ έργα συγγραφέων που έσπασαν το φράγμα του χρόνου και αξίζει να διαβάζονται από όλους ως μέρος μιας συναρπαστικής επικαιρότητας που μας αφορά. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στη Σανγκάη, το 1927, την περίοδο της συ- ντριβής των Κομμουνιστών από τον, μέχρι πρότινος σύμμαχό τους, Τσανγκ Κάι-σεκ και τους εθνικιστές. Οι κεντρικοί ήρωες είναι Κινέζοι κομμουνιστές και Ευρωπαίοι πλάνητες που πέφτουν θύματα προδοσίας από τους εθνικιστές και τους Σοβιετικούς. Καθένας τους είναι μια πολυσχιδής και στοχαστική προ- σωπικότητα που επηρεάζεται διαφορετικά από το τραγικό πεπρωμένο του, αλλά η συντροφικότητα και ο κοινός αγώνας μοιάζουν να είναι το μόνο αντί- δοτο στη θλιβερή μοναξιά που σφραγίζει την ανθρώπινη μοίρα. Εκρηκτικό και επίκαιρο σήμερα όπως και την εποχή που εκδόθηκε, το 1933, το βιβλίο θεωρείται το αριστούργημα του Αντρέ Μαλρό, που χάρισε στον δη- μιουργό του διεθνή αναγνώριση και το βραβείο Goncourt. Ένα γνήσιο ποιητικό δημιούργημα. J. B. Priestley, συγγραφέας ISBN:978-618-03-1702-2 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 81702


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook