Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore (18o Μέρος) - Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου

(18o Μέρος) - Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου

Published by hristospanagia, 2019-01-18 14:13:47

Description: (18o Μέρος) - Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου

Ομιλίες Ορθόδοξης Κατήχησης

ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΣΕ ΗΧΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ, ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ. ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, Η ΚΑΘΑΡΣΗ, Η ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ. ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Κ.Λ.Π. ΠΩΣ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ Η ΚΑΘΑΡΣΗ, Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ ΜΑΣ.

Search

Read the Text Version

εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ ματαιοδοξία. Στολίζεται ἡ γυναίκα ἔ; Φρού-φρού, ἀρώματα, κομμώσεις… Κενοδοξία! Νά φανεῖ, νά κάνει ἐντύπωση. Νά τῆς ποῦνε «τί, ὡραῖο lookἔχεις σήμερα! Μπράβο… εἶσαι καί ἡ πρώτη». Καί νά τό πάρει ἐπάνω της, νά ἀνεβεῖ. Νά τῆς ἀνεβάσεις λέει… Ἀνοησίες. Κενοδοξία. Φοβερό πάθος. Νά κάνουμε ἐντύπωση στούς ἄλλους, νά ἀρέσουμε. Μετά ἀπ’ τήν κενοδοξία ἔρχεται ἡ ὑπερηφάνεια. Ἄρχίζει ἡ γυναίκα/ὁ ἄντρας καί λέει «ἐγώ καί ἄλλος κανένας… πάνω ἀπό ὅλους..». Καί πάνω ἀπ’ τήν ὑπερηφάνεια τό ἑπόμενο σκαλοπάτι; Ἡ τρέλα. Μετά πάει στό ψυχιατρεῖο, μετά παίρνει χάπια. Καταλάβατε παιδιά ποῦ μᾶς πάει ὁ διάβολος; Ἐκεῖ θέλει νά μᾶς πάει. Λοιπόν, νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό καί νά θυμόμαστε παιδιά: «ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ». Νά τό θυμάστε αὐτό. Τρεῖς λεξοῦλες: ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ. Ποτέ δέν κάνει ἄσχημα πράγματα οὔτε λέει οὔτε σκέφτεται. «Ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ». Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης 101

Τιμή στούς Γονεῖς,Ἀναίδεια καί Ἐνδυμασία (Ομιλία σε νέους) Σήμερα τό Ἁγιογραφικό μας θά εἶναι δύο στίχοι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ πρῶτος στίχος, πού θά σᾶς διαβάσω, εἶναι ἀπό τήν Ἔξοδο. Ὅπως ξέρετε ἡ Παλαιά Διαθήκη ἔχει πόσα βιβλία; Ἔχει 49 βιβλία. Καί ἡ Καινή; – 27. Ὡραῖα, 27. Ἡ Ἔξοδος ποιό βιβλίο εἶναι κατά σειρά; Ξέρει κανείς; Νά πάρουμε πρῶτο, δεύτερο, τρίτο… Τό πρῶτο εἶναι ἡ Γένεσις. Τό δεύτερο εἶναι ἡ Ἔξοδος. Καί λέγεται Ἔξοδος γιατί; Γιατί περιγράφει τήν Ἔξοδο τῶν Ἑβραίων ἀπό τήν Αἴγυπτο πρός τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ προφήτης Μωϋσῆς πῆρε ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά ἐλευθερώσει τόν λαό ἀπό τήν καταπίεση τῶν Αἰγυπτίων καί τόν ἔβγαλε ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἔκανε ἔξοδο καί περιγράφονται τά γεγονότα. Ἔφτασαν στό ὄρος Σινᾶ καί ἐκεῖ ὁ προφήτης Μωϋσῆς ἀνέβηκε πάνω στήν κορυφή στό ὄρος Χωρήβ καί πῆρε τίς πλάκες, τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Σήμερα θά μελετήσουμε μία ἀπό τίς δέκα ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τήν πέμπτη κατά σειρά. Δέν ἦταν μόνο δέκα οἱ ἐντολές, ἦταν πολλές καί ἰσχύουν καί σήμερα οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μή νομίσουμε ὅτι δόθηκαν τότε καί σήμερα δέν ἰσχύουν. Γιά μᾶς τούς χριστιανούς ἰσχούν καί οἱ ἐντολές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μάλιστα συμπληρωμένες. Ἄς ποῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη μιά ἐντολή ἔλεγε «ὀδόντα ἀντί ὀδόντος» (Ἔξ. 21,24). Σοῦ ἔβγαλε κάποιος τό δόντι, νά τοῦ βγάλεις κι ἐσύ τό δόντι. Μήν τόν σκοτώσεις… μέχρι ἐκεῖ. Γιατί θά πεῖτε τώρα; Εἶναι σωστό αὐτό; Ἐμεῖς ἔχουμε μάθει νά συγχωροῦμε. Δέν μποροῦσαν νά τό καταλάβουν τότε οἱ ἄνθρωποι. Πνευματικά δέν ἦταν τόσο δεκτικοί καί δέν μποροῦσαν νά συγχωρέσουν ἕναν πού τούς ἔβγαλε τό δόντι. Θέλανε ὁπωσδήποτε νά τόν τιμωρήσουν καί τούς εἶπε ὁ Θεός, θά τόν τιμωρεῖται μέχρι ἐκεῖ, μέχρι νά τοῦ βγάλετε κι ἐσεῖς τό δόντι, μήν τοῦ κάνετε μεγαλύτερη ζημιά. Ἀλλά ἔρχεται ὁ Χριστός μας στήν Καινή Διαθήκη καί λέει: ὄχι μόνο δέν θά τοῦ βγάλεις τό δόντι ἀλλά θά τόν συγχωρεῖς. Καί ὄχι μόνο δέν θά φονεύεις ἀλλά οὔτε θά θυμώνεις. Γιατί ὁ θυμός εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ φόνου. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπῆρχε ἐντολή «οὐ φονεύσεις», μία ἀπό τίς δέκα ἐντολές. Ὁ Χριστός λοιπόν λέει καί αὐτό ἰσχύει φυσικά, δέν πρέπει νά φονεύεις, ἀλλά θά πρέπει νά προσέξεις καί τά αἴτια. Νά μήν φτάνεις νά θυμώνεις, γιατί ὅταν θυμώνεις, χάνεις τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ σου καί μπορεῖ νά κάνεις καί φόνο. Ἔτσι εἶπε καί γιά τό θέμα τῆς μοιχείας, τῆς πορνείας, τίς σαρκικές ἁμαρτίες. Στήν Παλαιά Διαθήκη λέει «οὐ μοιχεύσεις», εἶναι ἡ ἕκτη ἐντολή. Ἔρχεται ὁ Χριστός μας καί λέει, φυσικά κι αὐτό ἰσχύει, ἀλλά σᾶς λέω ἀκόμα καί καθένας πού θά δεῖ πονηρά, ἕνας ἄντρας μιά γυναίκα, μιά γυναίκα ἕναν ἄντρα κ.λ.π., μέ διάθεση σαρκική, νά τόν/τήν ἐπιθυμήσει ἀντίστοιχα, ἤδη, λέει, κάνει μοιχεία στήν καρδιά του. Δηλαδή ὁ Χριστός μας ἦρθε καί συμπλήρωσε τόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τίς ἐτνολές, καί 102

μᾶς εἶπε ἕνα σκαλοπάτι πιό πάνω. Νά κόβουμε καί τά αἴτια, νά προσέχουμε νά μήν ἁμαρτάνουμε καί σ’ ἕνα ἐπίπεδο νωρίτερα. Ἄς ποῦμε, ἕνας πού κάνει μοιχεία, κάνει μιά βρωμερή πράξη μέ τό σῶμα του. Ἕνας πού δέν προσέχει τά μάτια του, κάνει φαινομενικά κάτι ἐλαφρύτερο, ἀλλά εἶπε ὁ Χριστός ὅτι κι αὐτό εἶναι ἐξίσου σημαντικό, διότι κάνεις μέσα στήν καρδιά σου τήν ἁμαρτία, πρίν τήν κάνεις μέ τό σῶμα. Ἔτσι, λοιπόν, ἐμεῖς σήμερα θά δοῦμε τήν πέμπτη ἐντολή ἀπό τίς δέκα. Μήπως ξέρει κανείς ποιά εἶναι ἡ πέμπτη ἐντολή; Νά σᾶς τήν διαβάσω. Εἶναι στό δωδέκατο στίχο στό εἰκοστό κεφάλαιο. Οἱ δέκα ἐντολές νά ξέρετε εἶναι στό εἰκοστό κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου. «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου». Τό ἔχετε ἀκούσει αὐτό… ἔχει καί συνέχεια ὅμως. Προσέξτε να δεῖτε καί τί ὑπόσχεται ὁ Θεός σ’ αὐτούς πού θά τιμοῦν τόν πατέρα τους καί τήν μητέρα τους. «Ἱνα εὖ σοι γένηται καί ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπί τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι». Διαβάζουμε μετάφραση: «Νά τιμᾶς καί νά σέβεσαι μέ λόγια καί μέ ἔργα ἕως τοῦ θανάτου των τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου». Ὄχι μερικοί πού, ὅταν γεράσουν, τούς πετᾶνε, τούς πᾶνε στό γηροκομεῖο καί λένε «ὁ γέρος, ἡ γριά». Κάποια παιδιά μιλᾶνε τόσο περιφρονητικά! Δέν εἶναι ὁ γέρος καί ἡ γριά, εἶναι ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα. «Νά τιμᾶς καί νά σέβεσαι», λοιπόν, «μέχρι θανάτου τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, γιά νά εὐτυχεῖς καί νά ζεῖς πολλά χρόνια μέσα στά ἄφθονα ἀγαθά τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, πού σοῦ χαρίζει ὁ Κύριος, ὁ Θεός σου». Ὑπόσχεται ὁ Θεός, λοιπόν ἀφενός εὐτυχία, ἐμεῖς θά τό λέγαμε σήμερα μακαριότητα, γιατί δέν ὑπάρχει τύχη καί καλή τύχη, ἀλλά τότε δέν μποροῦσαν νά τό καταλάβουν ἔτσι. Ἀλλιῶς «εὖ σοι γένηται» θά πεῖ αὐτό, νά σοῦ πᾶνε ὅλα καλά, νά ἔχεις καλή ζωή. Ὅταν τιμᾶς τόν πατέρα καί τήν μητέρα, παίρνεις τίς εὐχές τους καί αὐτό ἀρέσει πάρα πολύ στόν Θεό, νά τιμᾶμε τούς γονεῖς μας. Παρόλο πού Πατέρας ὅλων μας εἶναι ὁ Χριστός, ἔτσι δέν εἶναι; Εἶναι ὁ Θεός – Πατέρας. Καί ὁ Χριστός μας, ὅταν μᾶς δίδαξε νά προσευχόμαστε τί μᾶς εἶπε νά λέμε; «Πάτερ ἡμῶν». Ὁ κατεξοχήν πατέρας μας εἶναι ὁ Θεός καί ἡ κατεξοχήν μητέρα μας εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Παναγία μας, ἀλλά ἔχουμε καί τούς σαρκικούς γονεῖς πού πρέπει νά τούς τιμοῦμε. Κι ὅταν τό κάνει αὐτό ὁ ἄνθρωπος, λέει, θά ἔχει πολύ καλή ζωή καί θά γίνει καί μακροχρόνιος. Ὅσοι θέλετε νά ζήσετε πολλά χρόνια… βλέπετε συνταγή;! Εἶναι ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ αὐτό. Ἔτσι λέει, γιά νά γίνεις μακροχρόνιος, νά ζήσεις πολλά χρόνια. Τό πόσα χρόνια θά ζήσουμε δέν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τό ἄν τρῶμε καλά ἤ ἄν παίρνουμε τά φάρμακά μας, ὅταν μᾶς δίνουν οἱ γιατροί φάρμακα, ἤ ἄν κοιμόμαστε καλά. Ἔχει καί πνευματική αἰτία τό πράγμα. Ἅμα τιμᾶς τούς γονεῖς σου, λέει, ἔχεις τίς προϋποθέσεις νά ζήσεις πολλά χρόνια, γιατί ἔχεις τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ζεῖ καλά καί σ’ αὐτή τήν ζωή καί φυσικά καί στήν ἄλλη. Ὁπότε, τό ἕνα θέμα μας εἶναι αὐτό, παιδιά. Νά σᾶς διαβάσω κάτι πού λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Κοιτάξτε, γιατί σήμερα κοντά στίς ἄλλες ἁμαρτίες πού κάνουμε οἱ ἄνθρωποι, κάνουμε κι αὐτή τήν ἁμαρτία, δέν τιμᾶμε τούς γονεῖς μας. Καί εἶναι πολύ 103

σημαντικό πράγμα αὐτό, νά τιμᾶμε τούς γονεῖς μας. «Ποῦ ἔχουν φτάσει σήμερα τά παιδιά! Δέν σηκώνουν οὔτε ἕναν λόγο. Ποῦ νά σηκώσουν ξύλο!». Δηλαδή νά τούς δώσει ἀπό καμία ὁ μπαμπάς καί ἡ μαμά, ἔ; Νά ξεφύγει λίγο τό χέρι, ὅπως λέμε. «Δέν ἔχουν σεβασμό. Ἔχουν πολύ ἐγωισμό καί πολλά νεῦρα», τά παιδιά. «Κάνουν κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας. Τό παιδί λέει στούς γονεῖς του: «Θά σᾶς πάω στήν Ἀστυνομία». Πρόσφατα, παιδί δεκαπέντε χρονῶν πού ἔκανε μία πολύ μεγάλη ἀταξία καί ὁ πατέρας τοῦ ἔδωσε ἕνα σκαμπίλι, πῆγε καί τοῦ ἔκανε μήνυση καί δίκασαν τόν πατέρα. Ὁ πατέρας τήν ὥρα τῆς δίκης εἶπε: «Μέ ἀδικεῖτε, γιατί, ἄν δέν ἔδινα τότε τό σκαμπίλι, θά ἔκλειναν τό παιδί μου στήν φυλακή». Γιατί δέν καταλάβαινε ἀλλιῶς τό παιδί. Ἤξερε ὁ πατέρας τό παιδί του. Εἶχε ἐξαντλήσει ὅλα τά ἄλλα μέτρα. Μόνο αὐτό θά ἔπιανε. «Δέν θά πονούσατε ἐσεῖς, ἐγώ θά πονοῦσα». Πιάνει λοιπόν τό παιδί, τοῦ δίνει δύο σκαμπίλια καί λέει: «Γι’ αὐτά τά σκαμπίλια νά μέ δικάσετε, ὄχι γιά κεῖνο. Τώρα βάλτε με στήν φυλακή, γιατί στά καλά καθούμενα τό χτύπησα». Τώρα δέν ἔχω αἰτία, τότε ἔπρεπε νά τό κάνω. Βλέπετε πώς μιλάει ἕνας πατέρας πού ἀγαπάει; Γιατί ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα ἔχουν ἀπό τήν φύση τους ἀγάπη πρός τό παιδί, ἔχουν τήν φυσική ἀγάπη. «Θέλω νά πῶ. Ἐκεῖ ἔχουν φθάσει τά παιδιά. Αὐτή ἡ νοοτροπία ὑπάρχει σήμερα. Παλιά οἱ γονεῖς μᾶς μάλωναν, ἔδιναν καί κανένα σκαμπίλι, ἀλλά δέν μᾶς περνοῦσε κακός λογισμός», γιατί ὑπῆρχε ἡ ταπείνωση. «Δεχόμασταν καί τό ξύλο σάν τό χάδι, χωρίς νά ἀντιδράσουμε, χωρίς νά ἐξετάσουμε ἄν φταίγαμε πολύ ἤ λίγο. Πιστεύαμε ὅτι καί τό ξύλο γιά τό καλό μας ἦταν. Ξέραμε ὅτι οἱ γονεῖς μᾶς ἀγαποῦσαν καί πότε μᾶς χάιδευαν, πότε μᾶς φιλοῦσαν, πότε μᾶς ἔδιναν σκαμπίλι. Γιατί καί τό σκαμπίλι καί τό χάδι καί τό φίλημα τῶν γονέων, ὅλα -πῶς νά τό κάνεις;- εἶναι ἀπό ἀγάπη. Ὅταν οἱ γονεῖς δέρνουν τά παιδιά τους, ὑποφέρει ἡ καρδιά τους. Ὅταν τά παιδιά τρῶνε τό σκαμπιλάκι, πονάει τό μάγουλο. Ἑπομένως, μεγαλύτερος εἶναι ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς ἀπό τόν πόνο στό μάγουλο. Ἡ μητέρα, ὅ,τι καί ἄν κάνει στά παιδιά της, εἴτε τά μαλώσει εἴτε τά δείρει εἴτε τά χαϊδέψει, ὅλα ἀπό ἀγάπη τά κάνει καί ὅλα ἀπό τήν ἴδια μητρική καρδιά βγαίνουν. Ὅταν ὅμως τά παιδιά δέν τό καταλαβαίνουν αὐτό καί μιλοῦν μέ ἀναίδεια, ἀντιδροῦν καί πεισμώνουν, τότε διώχνουν τήν θεία Χάρη». Θά ποῦμε καί λίγα λόγια γιά τήν ἀναίδεια, παιδιά, γιατί στό βάθος αὐτή ἡ ἀπρεπής συμπεριφορά τῶν παιδιῶν ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀναίδεια. – Τί θά πεῖ ἀναίδεια; Εἶναι τό ἀντίθετο τῆς αἰδοῦς. Στούς ἀρχαίους ἦταν μεγάλη ἀρετή ἡ αἰδώς, ἡ ντροπή πού λέμε σήμερα. Σήμερα οἰ ψυχολόγοι… Τά ἔχουμε βάλει μέ τούς ψυχολόγους καί τήν ψυχολογία… Ἀλλά πρέπει νά τά βάλουμε. Δέν τά βάζουμε μέ τούς ἀνθρώπους, μέ τήν ψυχολογία τά βάζουμε. Σοῦ λένε ‘δέν πρέπει νά ντρέπεσαι’. Κακῶς, κάκιστα! Πρέπει νά ντρέπεσαι! Γιατί ἡ ντροπή ξέρετε τί εἶναι; Εἶναι σάν ἕνας φράχτης πού σέ φυλάει… καί ἡ κοπέλα κοκκινίζει, ντρέπεται. Εἶναι καλό πράγμα νά ντρέπεσαι, δέν εἶναι κακό. Ἀλλά σήμερα μαθαίνουμε τίς κοπέλες νά μή ντρέπονται, νά μήν ἔχουν συστολή, νά βγάζουν τά ροῦχα τους, νά κυκλοφοροῦν ὅπως νά ’ναι. Καί σοῦ λένε, τί ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα… Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ντρέπεται, μετά εἶναι ἀνοιχτός σέ 104

ὅλες τίς δαιμονικές ἐνέργειες καί κάνει τό κακό, χωρίς νά ἔχει τύψεις συνειδήσεως. Ἀπό ἀπρέπεια, λοιπόν, ξεκινᾶ αὐτή ἡ συμπεριφορά στά παιδιά, ἔχει χαθεῖ ἡ αἰδώς. Καί τότε, ὅταν ὑπάρχει ἀναίδεια, φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φοβερό πράγμα, καί δέχονται δαιμονικές ἐπιδράσεις οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι ἀναιδεῖς. « – Γέροντα, δέν ὑπάρχουν καί ἀνεπρόκοποι γονεῖς; – Ναί, ἀλλά ἐκεῖνα τά παιδιά πού ἔχουν τέτοιους γονεῖς τά βοηθάει ὁ Θεός. Δέν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός. Οἱ ἄγριες γκορτσιές εἶναι γεμάτες γκόρτσια». Ξέρετε τί εἶναι ἡ γκορτσιά; Ἡ ἄγρια ἀχλαδιά. «Ἐκεῖ στόν δρόμο γιά τό Καλύβι μου εἶναι μία ἄγρια κορομηλιά. Φύλλα δέν φαίνονται, γιατί εἶναι γεμάτη κορόμηλα. Σπάζουν τά κλωνάρια ἀπό τόν καρπό. Οἱ ἥμερες, πάρ΄ ὅλο πού τίς ραντίζουν, δέν δίνουν καθόλου καρπό». Δηλαδή, θέλει νά πεῖ, ὅτι καί οἱ γονεῖς νά εἶναι ἄγριοι, νά μήν εἶναι τῆς προκοπῆς, τό παιδί βοηθιέται πολύ, τοῦ δίνει ὁ Θεός πολύ Χάρη, γιατί τό δικαιοῦται. Γίνεται πατέρας ὁ Θεός καί φροντίζει ὅσο δέν φροντίζει ὁ σαρκικός πατέρας. Ἄς ποῦμε καί λίγα γιά τόν σεβασμό στούς μεγαλύτερους καί τήν ἀναίδεια. Εἶναι ἕνα πιό γενικό θέμα τώρα αὐτό, παιδιά. Οἱ γονεῖς μας εἶναι φυσικά μεγαλύτεροί μας. Καί μόνο ἐπειδή εἶναι μεγαλύτεροί μας, πρέπει νά τούς μιλᾶμε καλά. Ἀλλά ἕνας λόγος πολύ πιό σημαντικός βεβαίως εἶναι γιατί μᾶς ἔφεραν στήν ὕπαρξη ἀπό τήν ἀνυπαρξία. Θά πεῖς: Ὁ Θεός μᾶς ἔφερε. Βεβαίως. Ἀλλά ἀνθρωπίνως ὁ Θεός συνεργάστηκε μέ τούς γονεῖς μας. Δέν εἶναι μικρό πράγμα αὐτό, νά συνεργάζεται ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, γιά νά φέρει στήν ὕπαρξη ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί τό μυστήριο τοῦ γάμου εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο καί ἡ πράξη τῆς παιδοποιΐας, ὅλη ἡ διαδικασία αὐτή τιμάει τόν ἄνθρωπο. Καταδέχεται ὁ Θεός νά συνεργαστεῖ μέ τόν ἄνθρωπο γιά νά δημιουργηθεῖ ἕνας καινούριος ἄνθρωπος, νά ἔρθει μιά νέα ὕπαρξη, ἕνα μωράκι. Τό μωράκι σκέψου τώρα νά μήν τιμάει οὔτε τόν Θεό οὔτε τόν βιολογικό του πατέρα καί τήν μητέρα! Πόσο αὐτό λυπεῖ τόν Θεό… Ἀλλά καί γενικότερα θά πρέπει νά σεβόμαστε τούς μεγαλύτερους. Τό θέλει ὁ Θεός αὐτό. Ἐρώτηση στόν Γέροντα Παΐσιο: «– Μερικές φορές, Γέροντα, μιλῶ ἄσχημα στούς μεγαλυτέρους. Καταλαβαίνω ὅτι σφάλλω καί τό ἐξομολογοῦμαι. – Ἀφοῦ τό καταλαβαίνεις καί τό ἐξομολογεῖσαι, σιγά-σιγά θά σιχαθεῖς τόν ἑαυτό σου, μέ τήν καλή ἔννοια, θά ταπεινωθεῖς, καί τότε θά ἔρθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί θά φύγει αὐτή ἡ κακή συνήθεια». Προσέξτε, εἶναι κακή συνήθεια, παιδιά, ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ. Μιά θρασύτητα, μιά ἀναίδεια. Εἶναι λίγο καί ἡ δική μας γενιά, ἀλλά οἱ ἑπόμενες γενιές θά εἶναι ἀκόμα πιό πολύ. Ἐπειδή θρέψανε οἱ ψυχολόγοι στά παιδιά τόν ἐγωισμό, τήν ὑπερηφάνεια, βγάλανε γενιές ἀναιδεῖς, γενιές πού δέν σέβονται τίποτα καί κανέναν. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουνα στήν ἡλικία σας, δέν εἴχαμε σχολεῖο στό χωριό μας καί ἔπαιρνα τό λεωφορεῖο νά πάω στήν πόλη. Πηγαινοερχόμουνα μέ τό λεωφορεῖο καί πολλές φορές 105

ἤμασταν ὄρθιοι. Καί θυμᾶμαι μιά φορά πού ἕνα παιδί σηκώθηκε, γιά νά δώσει τήν θέση του σ’ ἕναν μεγάλο. Τί πιό φυσικό! Καί ξέρετε τί ἄκουσα μέ ἔκπληξη; Κάτσε- κάτσε, τοῦ λέει, μήν τό κάνεις αὐτό, δέν ἐπιτρέπεται.. Δίδασκε στό παιδί ὁ μεγάλος νά μήν σέβεται! Τοῦ ἔλεγε νά μήν σηκώνεται, ὅτι εἶναι ὑποτιμητικό νά σηκώνεται! Αὐτό συνέβη τό 1975-76. Τότε δέν ὑπήρχατε… Σκεφτεῖτε ἄν ὑπῆρχαν τέτοια μυαλά τότε καί καλλιεργήθηκε αὐτό συστηματικά, τί γενιές ἀνθρώπων βγῆκαν… μέ πόση ἀναίδεια καί πόση ἔλλειψη σεβασμοῦ στούς μεγαλύτερους. Λέει, λοιπόν, ὁ Γέροντας: ἄν τό καταλαβαίνεις καί τό ἐξομολογεῖσαι, σιγά-σιγά τό ξεπερνᾶς, σιχαίνεσαι τόν ἑαυτό σου. Παιδιά, σέ ὅλα ἰσχύει αὐτό, νά ξέρετε. Βλέπετε μιά ἀδυναμία σας. Ἐντάξει. Μήν ἀπελπίζεστε. Μή λέτε «ἔ, αὐτό εἶναι, τί νά κάνω;, δέν ἀλλάζω». Ὄχι, θά ἀλλάξεις. Ἕνα πρῶτο πού μπορεῖς νά κάνεις εἶναι νά τό ἐξομολογεῖσαι, μέχρι νά τό σιχαθεῖς. Καί νά λές: «Ἐπιτέλους δέν θά διορθωθῶ; Ἐκεῖνος ὁ Πνευματικός πού ἀκούει συνέχεια τό ἴδιο;». Ἀλλά δέν εἶναι ὁ Πνευματικός, εἶναι ὁ Θεός… «– Γέροντα, καμιά φορά λέω ἀστεῖα καί πειράζω τίς ἀδελφές ἀπό ἀγάπη, ἀλλά φοβᾶμαι τήν παρρησία». Αὐτή εἶναι νεαρή μοναχή, μικρή μοναχή. Καί τί τῆς λέει ὁ Γέροντας; «– Ἐσύ εἶσαι μικρή· δέν κάνει!», νά πειράζεις τίς μεγαλύτερες. Αὐτή δέν τό ἔκανε ἀπό διάθεση θρασύτητας. Τό ἔκανε ἀπό μιά ἁπλότητα ἄς ποῦμε. Ἀλλά οὔτε αὐτό εἶναι καλό, λέει ὁ Γέροντας, νά κάνεις τήν ἔξυπνη στίς μεγαλύτερες καί νά τίς πειράζεις σάν νά εἶναι συνομήλικές σου. «Συνήθως σέ μία οἰκογένεια οἱ μεγάλοι πειράζουν καί παίζουν τούς μικρούς καί ὄχι οἱ μικροί τούς μεγάλους. Ἔτσι χαίρονται καί οἱ μικροί, χαίρονται καί οἱ μεγάλοι. Δέν ταιριάζει ἕνας μικρός νά πειράζει τόν παππού ἤ τήν γιαγιά. Φαντάζεσαι νά πηγαίνει τό παιδάκι στά καλά καθούμενα νά γαργαλεύει τόν πατέρα του στόν λαιμό; Ἄλλο, ὅταν ὁ μεγάλος τσιγκλάει τόν μικρό, καί ὁ μικρός χαίρεται καί κινεῖται μέ μία καλή ἄνεση. Ἔτσι γίνεται ὁ μεγάλος μικρός καί χαίρονται καί οἱ δύο. – Γέροντα, ὅταν πῶ τήν γνώμη μου σέ ἕναν μεγαλύτερο γιά κάτι πού μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι δέν εἶναι σωστό καί ἀντιδράσει, πρέπει τότε νά συμφωνήσω; – Ὄχι, νά μή συμφωνεῖς στό κακό. Νά λές τό σωστό, ἀλλά μέ καλό τρόπο. «Μήπως νά τό κάνουμε ἔτσι; Σάν λογισμό σοῦ τό λέω». Σέ μιά ἄλλη περίπτωση ἔλεγε: «ἔχω ἕναν χαζό λογισμό, νά τόν πῶ;». Ἔτσι νά μιλᾶς δηλαδή, γιά νά τό δέχεται ὁ ἄλλος. Ὅταν μιλᾶμε ταπεινά, παιδιά, τό δέχεται ὁ ἄλλος. Ἐνῶ, ὅταν τόν βάζεις στά τρία μέτρα καί ἀρχίζεις: «Τί εἶναι αὐτά πού κάνεις; Εἶσαι καί ἄνθρωπος τῆς ἐκκλησίας…», δέν βγαίνει τίποτα. Νά τό πεῖς ταπεινά καί νά βάλεις καί ἕνα ἐρωτηματικό. Νά βάλεις καί τόν ἑαυτό σου μέσα «μήπως δέν τό κάνουμε καλά;», ἄσχετα ἄν ἐσύ δέν τό κάνεις καί τό κάνει μόνο ὁ ἄλλος. «Ἤ νά λές: «Ἔχω αὐτόν τόν λογισμό». Ὄχι νά λές: αὐτό εἶναι ἔτσι. «Τότε γίνεσαι μαγνήτης καί ἑλκύεις τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μερικοί, πού ἀπό συνήθεια καί ὄχι 106

ἀπό πρόθεση νά ποῦν τήν γνώμη τους, μιλοῦν μέ παρρησία», μέ ἀναίδεια, μέ τουπέ, μέ ὑπερηφάνεια. “Τάδε ἔφη Μαρία’’, ἄς ποῦμε. ‘’Τάδε έφη Ζαρατούστρα”.., δηλαδή ἀποφαίνεσαι σάν νά εἶσαι πάνσοφος. «Πάντως, ὅπως καί νά εἶναι, χρειάζεται σεβασμός στόν μεγαλύτερο. Ἀλλά καί ὁ μεγάλος τόν θέλει κατά κάποιον τρόπο τόν σεβασμό. Καί ἄν ἔχει καί ἐλαττώματα, ἔχει ὅμως καί τά καλά του· ἔχει μία πείρα», πού δέν τήν ἔχεις ἐσύ. Ξέρετε παιδιά τί σπουδαῖο πράγμα εἶναι ἡ πείρα; Πολύ σπουδαῖο, πάρα πολύ σπουδαῖο! Μπορεῖ νά εἶναι ἀγράμματος ὁ παππούς, ἡ γιαγιά, ἀλλά ἔχει πείρα, ἔχει ζήσει τήν ζωή καί ἔχει μέσα του πολλές ἐμπειρίες πού ἐσύ δέν τίς ἔχεις. Θυμᾶμαι πάλι, μιά φορά στό Πανεπιστήμιο, πού πηγαίναμε ἐπισκέψεις στήν κλινική, στήν Ἰατρική Σχολή, ἦταν μιά ἡλικιωμένη. Ὄχι πολύ ἡλικιωμένη, περίπου ἑξήντα χρονῶν, ἦταν στό κρεβάτι. Ἐμεῖς ἤμασταν φοιτητές. Καί τί εἶπε ἡ γιαγιά σέ μία ἀπό τίς ὑποψήφιες γιατρίνες; «Ἐκεῖ πού εἶσαι ἤμουνα καί ἐδῶ πού εἶμαι θά ’ρθεῖς κι ἐσύ». Δηλαδή μήν κοκορεύεσαι τώρα πού εἶσαι νέα καί ὄμορφη…. Τά χρόνια περνᾶνε πολύ γρήγορα. Λοιπόν, σεβασμός στούς μεγαλύτερους, σεβασμός στήν ἐμπειρία καί ὄχι θρασύτητα. «Ἐσύ, ὅταν σέ ρωτοῦν, πές τόν λογισμό σου ταπεινά καί μέ σεβασμό», ἀφοῦ ἔχεις νά κάνεις μέ μεγαλύτερους. Ἀλλά καί μέ τούς συνομήλικους καί μέ ὅλους γενικά νά μιλᾶς μέ ταπείνωση, «χωρίς νά πιστεύεις μέσα σου ὅτι εἶναι ἔτσι ὅπως τό λές ἐσύ, γιατί ὁ ἄλλος μπορεῖ νά ξέρει κάτι ἄλλο πού ἐσύ δέν τό ξέρεις ἤ δέν τό σκέφθηκες. Ὅταν κανείς εἶναι μικρός, τότε, ἄν λ.χ. ἀκούσει μία συζήτηση γιά ἕνα θέμα καί σκεφθεῖ κάτι πού νομίζει ὅτι εἶναι πιό σωστό, ἄν πρόκειται γιά συνομήλικο, πρέπει νά πεῖ: «Μοῦ πέρασε ὁ λογισμός». Ἄν πρόκειται γιά μεγαλύτερο στήν ἡλικία, πρέπει νά πεῖ: «Μοῦ πέρασε ἕνας βλάσφημος λογισμός». Νά ταπεινωθεῖ ἀκόμα πιό πολύ στόν μεγαλύτερο. «Καί τό σωστό νά πεῖ κανείς, εἶναι ἀναίδεια, ἄν δέν ἔχει ἁρμοδιότητα». Σέ ρωτᾶνε; Πῶς χώνεσαι; Εἶναι μερικοί καί μερικές… συζητᾶνε δύο μεγάλοι καί πᾶνε καί χώνονται. Τά παιδιά, οἱ μικροί. Αὐτό εἶναι ἀναίδεια. Ἤ ἀπαντᾶνε αὐτοί. Ἐνῶ ρωτᾶνε οἱ μεγάλοι, πετάγονται αὐτοί, κάνουν τούς ἔξυπνους. Δέν εἶναι σωστό αὐτό, εἶναι ἔλλειψη σεβασμοῦ καί ἀναίδεια. «– Ὅταν λέτε μεγαλύτερο, ἐννοεῖτε στά χρόνια ἤ στήν πνευματική ζωή; – Κυρίως στά χρόνια. Γιατί, βλέπεις, καί ἕνας πού εἶναι σέ προχωρημένη πνευματική κατάσταση, σέβεται ἕναν μεγαλύτερό του». Ὅ,τι καί νά ’ναι, εἶναι σεβαστός γιά τά χρόνια του, γιά τήν ἡλικία του. «– Εἶναι φυσιολογικό, Γέροντα, νά σέβεται κανείς περισσότερο ἕναν μικρότερο καί πιό προοδευμένο πνευματικά ἀπό ἕναν μεγαλύτερο καί λιγότερο προοδευμένο; – Ὄχι, δέν εἶναι σωστή τοποθέτηση αὐτή. Ὅ,τι καί ἄν εἶναι ὁ μεγάλος, πρέπει νά τόν σεβασθεῖς γιά τήν ἡλικία. Τόν μεγαλύτερο θά τόν σεβασθεῖς γιά τήν ἡλικία καί τόν μικρότερο γιά τήν εὐλάβεια. Ὅταν ὑπάρχει σεβασμός, ὁ μικρός σέβεται τόν μεγάλο καί ὁ μεγάλος τόν μικρό. Μέσα στόν σεβασμό εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Τῷ τόν φόρον τόν φόρον, τῷ τήν τιμήν τήν τιμήν» (Ρωμ. 13,7). Σ’ αὐτόν πού πρέπει νά δίνεις τόν φόρο, νά δίνεις τόν φόρο. Νά μήν κλέβεις. Οὔτε τό δημόσιο… Αὐτόν πού πρέπει νά τόν τιμήσεις, νά τόν τιμήσεις. 107

«– Ἄν κάνουν παρατήρηση οἱ μικροί στούς μεγάλους, εἶναι κακό; – Αὐτό εἶναι τό τυπικό τῆς νέας γενιᾶς». Δέν ταιριάζει νά κάνεις παρατήρηση στόν μεγάλο. «Ἀλλά ἡ Γραφή λέει «ἔλεγξον τόν ἀδελφόν σου» (Ματθ. 18,15), δέν λέει «ἔλεγξον τόν πατέρα σου». Εἴδατε τί ὡραῖα τό αἰτιολογεῖ ὁ Ἅγιος;! Νά ἐλέγξεις τόν συνομίληκό σου, ὄχι τόν μεγαλύτερό σου. «Οἱ σημερινοί νέοι ἔχουν λόγο, ἔχουν τό ἀντάρτικο, δίχως νά τό καταλαβαίνουν. Τήν θεωροῦν φυσιολογική αὐτήν τήν συμπεριφορά. Μιλοῦν μέ ἀναίδεια καί σοῦ λένε: «Τό εἶπα ἁπλά». Δέν εἶναι ἁπλότητα ἡ ἀναίδεια. «Ἔχουν ἐπηρεασθεῖ ἀπό αὐτό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου τό ἀλήτικο, πού δέν σέβεται τίποτε. Δέν ὑπάρχει σβεασμός στήν συμπεριφορά τοῦ μικροῦ πρός τόν μεγάλο καί δέν τό καταλαβαίνουν πόσο κακό εἶναι αὐτό. Ὅταν ὁ μικρός λέει κατεστημένο τόν σεβασμό στόν μεγάλο, γιά νά ἔχει δῆθεν προσωπικότητα, τί περιμένεις;». ‘Σπάζουμε τό κατεστημένο’, δηλαδή καταλύουμε κάθε ἔννοια σεβασμοῦ. «Χρειάζεται πολλή προσοχή. Τό κοσμικό πνεῦμα, τό σύγχρονο, λέει: «Μήν ἀκοῦτε τούς γονεῖς, τούς δασκάλους κ.λπ.». Γι’ αὐτό τά μικρότερα παιδιά γίνονται χειρότερα τώρα. Μεγαλύτερη ζημιά παθαίνουν ἰδίως ἐκεῖνα τά παιδιά πού οἱ γονεῖς τους δέν καταλαβαίνουν τί κακό τά κάνουν μέ τό νά τά θαυμάζουν καί νά τά θεωροῦν σπουδαία, ὅταν μιλοῦν μέ ἀναίδεια». Πολύ μεγάλο λάθος νά μιλάει ἀναιδέστατα τό παιδί καί ὁ μπαμπάς καί ἡ μαμά νά γελάει. Ἄλλο πού δέν θέλει τό παιδί! Δέν πρόκειται νά διορθωθεῖ ποτέ, ὅλο καί πιό ἀναιδές θά γίνεται. Λέει ἕνα περιστατικό τώρα: «Εἶχαν ἔρθει στό Καλύβι δυό ξαδελφάκια ὀκτώ-ἐννιά χρονῶν μέ τόν πατέρα τους. Τά πῆρα τό ἕνα δεξιά, τό ἄλλο ἀριστερά. Ἦταν ἐκεῖ καί ἕνας γνωστός μου ζωγράφος, πολύ καλό παιδί καί καλλιτέχνης· σέ ἕνα λεπτό, τάκ- τάκ, τόν ζωγραφίζει τόν ἄλλον. «Διονύση, τοῦ λέω, ζωγράφισε τά παιδιά ἔτσι ὅπως καθόμαστε μαζί». «Γιά νά δοῦμε, λέει, ἄν τά καταφέρω, γιατί κουνιοῦνται». Ξέρετε ὁ ζωγράφος πιάνει τά χαρακτηριστικά, κάποιες γραμμές, γιά νά σοῦ ἀποδώσει τό πρόσωπο. Ἀλλά, ἅμα κουνιέσαι, δέν μπορεῖ νά τά ἐντοπίσει εὔκολα. «Ἔβγαλε μία κόλλα καί ἄρχισε νά ζωγραφίζει. Πετιέται τό ἕνα καί λέει: «Γιά νά δοῦμε, βρέ βλάκα, τί θά φτιάξεις!». Ὀκτώ-ἐννιά χρονῶν παιδί σέ ἕναν ἄνθρωπο τριάντα χρονῶν. Φοβερό! «Καί νά εἶναι κόσμος μπροστά! Ὁ νέος δέν ταράχτηκε καθόλου. «Αὐτά εἶναι τά σημερινά παιδιά, Πάτερ!», μοῦ λέει καί συνέχισε νά ζωγραφίζει». Ἤξερε τό τυπικό τῆς ἐποχῆς! «Ἐμένα μοῦ ἀνέβηκε τό αἷμα στό κεφάλι». Ἔτσι ἤτανε ὁ Ἅγιος…. τό ’λεγε ἡ καρδιά τοῦ Γέροντα… «Καί ὁ πατέρας του σάν νά μή συνέβαινε τίποτε!». Νά τό λάθος του. Βλέπετε; Νά τό πιάσει ὁ πατέρας τό παιδί νά τό ταρακουνήσει. Νά τοῦ δώσει καί μιά σφαλιάρα. «Νά λένε ἔτσι σέ ἄνθρωπο τριάντα χρονῶν καί ὁ ἄνθρωπος νά κάθεται καί νά ζωγραφίζει! Ἀναίδεια, ἀσέβεια καί πόσα ἄλλα!… Φοβερό! Ἄντε τώρα κάποιο ἀπό αὐτά τά παιδιά νά θελήσει νά γίνει καλόγερος». Νά τραβήξει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ δηλαδή. «Πόση δουλειά χρειάζεται, γιά νά γίνει αὐτό τό παιδί σωστός μοναχός!». Γιατί ἔτσι, ὅπως φέρεται στούς μεγαλύτερους, ἔτσι θά φερθεῖ καί στόν Γέροντά του. Πόσο μᾶλλον στούς συνομίληκούς του μοναχούς. 108

«Ὅταν οἱ μανάδες δέν τά προσέχουν, καταστρέφονται τά παιδιά. Ὅλη ἡ βάση εἶναι οἱ μανάδες. Στήν Ρωσία, ἄν ἄλλαξε κάτι, εἶναι γιατί οἱ μανάδες κρυφά κράτησαν τήν πίστη, τήν εὐλάβεια καί βοήθησαν τά παιδιά». Ξέρετε, ἡ Ρωσία, ὁ Ρωσικός λαός, εἶχε ὑποστεῖ συστηματική πλύση ἐγκεφάλου ἀθεΐας. Τά μικρά παιδιά τά παίρνανε οἱ ἄθεοι κομμουνιστές, καί ὅπως ἐμεῖς πᾶμε στήν Ἐκκλησία, τά πηγαίνανε στά μουσεῖα ἀθεΐας. Καί τί τούς λέγανε ἐκεῖ; «Βλέπετε; Δέν ὑπάρχει Θεός, τίποτα δέν ὑπάρχει. Μόνο αὐτά πού βλέπουμε, πού ἀκοῦμε, πού πιάνουμε, αὐτά ὑπάρχουν… τίποτα ἄλλο». Ἀπό μωρά συστηματική διδασκαλία ἀθεΐας…. Γιά ἑξήντα χρόνια περίπου κράτησε αὐτό. Κι ὅμως τώρα, ἄν δοῦμε τήν Ρωσία, ἔχει μιά φοβερή πνευματική ἀναγέννηση. Πᾶνε στίς Ἐκκλησίες καί νέα παιδιά, προσεύχονται, ἐξομολογοῦνται, κοινωνοῦν, πάρα πολλοί. Καί τό Ἅγιο Ὄρος καί τά Ἱεροσόλυμα ἔχουν γεμίσει Ρώσους ἐπισκέπτες. – Πῶς κρατήθηκε ἡ πίστη; Γιατί ἑξήντα χρόνια εἶναι δύο γενιές. Δέν εἶναι μικρό πράγμα!… νά μήν βαφτίζονται ἐπίσημα. Βαφτιζόντουσαν κρυφά, δέν τούς ἄφηναν νά βαφτιστοῦν. Νά χάνουν τήν δουλειά τους, ἅμα τυχόν κάνανε τόν σταυρό τους ἤ λέγανε ὅτι πιστεύουνε… ξύριζαν τούς ἱερεῖς, ἀποσχημάτιζαν τούς μοναχούς κ.λ.π. Σώθηκε ἡ πίστη ἀκριβῶς γιατί ὑπῆρχαν οἱ μητέρες, οἱ ὁποῖες κράτησαν τήν πίστη, τήν εὐλάβεια καί βοήθησαν τά παιδιά. «Εὐτυχῶς πού ὑπάρχει καί λίγο προζύμι ἀπό χριστιανικές οἰκογένειες, ἀλλιῶς θά ἤμασταν χαμένοι». «– Ἄν αὐτά τά παιδάκια, Γέροντα, ποῦ μεγαλώνουν ἔτσι, θελήσουν ἀργότερα νά ἀλλάξουν ἤ νά γίνουν μοναχοί, μποροῦν; – Ἄν πιστέψουν ὅτι δέν εἶναι καλό αὐτό πού ἔκαναν, θά τά βοηθήσει ὁ Χριστός. Δηλαδή, ἄν μπεῖ ἡ καλή ἀνησυχία στόν ἄνθρωπο, ἔληξε. Ἀλλά, ὅταν νομίζουν ὅτι ἔχουν δίκαιο καί λένε γιά τόν ἡγούμενο ἤ τήν ἡγουμένη: «Τί, δικτάτορα ἔχουμε ἐδῶ; Ποῦ ἀκούσθηκε αὐτό στήν ἐποχή μας;», πῶς νά διορθωθοῦν; Φθάνουν μερικά καλογέρια σέ σημεῖο νά μοῦ λένε τέτοιες χαζομάρες». Ποῦ εἶναι ἡ ὑπακοή; «Σιγά-σιγά χάνεται τελείως ὁ σεβασμός. Ἔρχονται στό Καλύβι νέα παιδιά καί τά περισσότερα κάθονται μέ τό ἕνα πόδι πάνω στό ἄλλο» καί τό σταυροπόδι εἶναι δεῖγμα ὑπερηφάνειας, νά τό ξέρετε. Τό λέει καί ὁ Μέγας Βασίλειος. «..Καί οἱ γέροι δέν ἔχουν πού νά καθήσουν. Ἀλλά, ἐνῶ βλέπουν ὅτι τά κούτσουρα εἶναι πιό πέρα, βαριοῦνται νά πᾶνε δυό βήματα νά τά μεταφέρουν, γιά νά καθήσουν. Πρέπει ἐγώ νά τά φέρω». Ὁ Γέροντας εἶχε καί κοίλη… γέρος ἄνθρωπος… Σημασία δέν ἔδιναν… «Καί ἐνῶ μέ βλέπουν πού τά κουβαλάω, δέν ἔρχονται νά τά πάρουν». Λίγο φιλότιμο δηλαδή δέν ὑπάρχει. «Νερό θέλουν νά πιοῦν καί δέν πηγαίνουν μόνα τους νά πάρουν. Πρέπει ἐγώ νά τούς φέρω καί δεύτερο κύπελλο. Ὄχι, ἀλήθεια, μοῦ κάνει ἐντύπωση· κοτζάμ παλληκάρια· ἔρχονται παρέα τριάντα ἄτομα, μέ βλέπουν νά φέρνω μία κάσα λουκούμια καί ἕνα μπετόνι νερό, νά κουβαλῶ καί τά κύπελλα, γιά νά τούς βολέψω, νά κουτσαίνω, καί νά μήν κουνιοῦνται καί νά σηκώνεται νά μέ βοηθήσει ἕνας ταξίαρχος, πού ἔχει μπαρουτοκαπνισθεῖ», δηλαδή 109

ἕνας ἄνθρωπος 50-60 χρονῶν. Καί ὁ νέος, ὁ εἰκοσάρης, ὁ τριαντάρης νά μήν σηκώνεται. «Νομίζουν ὅτι ὅπως πᾶνε σέ ἕνα ἑστιατόριο ἤ σέ ἕνα ξενοδοχεῖο καί πάει τό γκαρσόν, ἔτσι καί στό Καλύβι θά ἔρθει τό γκαρσόν». Νά σᾶς πῶ κάτι γιά νά γελάσετε. Ἦρθαν καί στήν ἔρημο μερικοί τέτοιοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πάει σ’ ἕνα καλύβι καί τί εἶπαν ἐκεῖ στούς πατέρες; «Ἐγώ θέλω μονόκλινο!». Λές καί πῆγαν σέ ξενοδοχεῖο… Κι ἕνας ἄλλος πῆγε ἐκεῖ, πασπάτευε τά κρεβάτια καί λέει «πώ, πώ, πολύ σκληρά εἶναι τά κρεβάτια, κανένα πιό μαλακό δέν ἔχει;». Λοιπόν… Καλά, δέν ξέρεις ποῦ βρίσκεσαι… ὅτι βρίσκεσαι στήν ἔρημο. «Πέντε-ἔξι φορές ἔχω κάνει τό ἑξῆς». Κοιτάξτε ὁ Γέροντας ἦταν παιδαγωγός. «Κάνω τόν κόπο, φέρνω τό νερό καί τό χύνω μπροστά τους. «Ἐγώ νά σᾶς φέρω τό νερό, παλληκάρια, τούς λέω, ἀλλά δέν σᾶς βοηθάει αὐτό!». Δηλαδή δέν τούς ἔδινε νά τό πιοῦνε, τό ἔχυνε, γιά νά τούς φιλοτιμήσει. «Στά ἀστικά αὐτοκίνητα βλέπεις μικρά παιδιά νά κάθονται καί οἱ γέροι νά στέκονται ὄρθιοι. Νέοι νά κάθονται μέ τό ἕνα πόδι πάνω στό ἄλλο καί μεγάλοι νά σηκώνωνται, γιά νά δώσουν τήν θέση τους σέ ἕναν γέρο. Οἱ νέοι δέν τήν δίνουν. «Τήν πλήρωσα, λένε, τήν θέση» καί κάθονται χωρίς νά ὑπολογίζουν κανέναν. Παλιότερα τί πνεῦμα ὑπῆρχε! Οἱ γυναῖκες κάθονταν στά σοκάκια δεξιά καί ἀριστερά καί, ὅταν περνοῦσε ὁ παπάς ἤ ἕνας ἡλικιωμένος, σηκώνονταν καί αὐτό μάθαιναν καί στά παιδιά τους. Πόσες φορές ἀγανακτῶ! Νά εἶναι ἡλικιωμένοι, σοβαροί ἄνθρωποι καί μέ ἀξιώματα καί νά βλέπεις κάτι παιδιά μέ μία ἀναίδεια νά διακόπτουν τήν συζήτηση, νά λένε χαζομάρες καί νά τό θεωροῦν κατόρθωμα. Τά κάνω νόημα νά σταματήσουν, τίποτε. Πρέπει νά τά κάνεις ρεζίλι, γιά νά σταματήσουν· ἀλλιῶς δέν γίνεται! Σέ κανένα Πατερικό δέν γράφει νά μιλοῦν ἔτσι οἱ νέοι. Τό Γεροντικό λέει, «εἶπε Γέρων», δέν λέει «εἶπε νέος». Παλιά οἱ μικροί δέν μιλοῦσαν μπροστά στούς μεγάλους καί χαίρονταν πού δέν μιλοῦσαν». Ποῦ νά μιλήσεις μπροστά στούς μεγάλους… Τώρα μιλᾶνε οἱ μεγάλοι καί τούς κόβει ὁ μικρός σάν νά μή συμβαίνει τίποτα. Δέν σέβεται κἄν… Μπορεῖ νά μιλᾶνε καί μέ τόν ἱερέα ἤ τήν ἡγουμένη… τίποτα! Πάει ὁ μικρός καί λέει τά δικά του. Σ’ αὐτό βέβαια φταῖνε καί οἱ γονεῖς. «Οὔτε κάθονταν ἐκεῖ πού κάθονταν οἱ μεγάλοι». Ἐμεῖς θυμᾶμαι στό χωριό, εἴχαμε ἕνα χαμηλό τραπέζι ἐκεῖ πού τρώγαμε καί τό λέγαμε σοφρά. Καθόμαστε κάτω τά παιδιά. Οἱ μεγάλοι τρώγανε στό τραπέζι. Καί μᾶς ἄρεσε κιόλας. «Εἶχαν μία συστολή, μία εὐλάβεια, κοκκίνιζαν ὅταν μιλοῦσαν σέ ἕναν μεγαλύτερο. Καί ἄν μιλοῦσε κανένα παιδί ἄσχημα στούς γονεῖς του, δέν θά ἔβγαινε στήν ἀγορά ἀπό ντροπή. Καί στό Ἅγιον Ὅρος, ἄν δέν εἶχε ἄσπρα γένια κανείς, δέν ἔμπαινε στόν χορό νά ψάλλει. Τώρα βλέπεις καί δόκιμοι μαζεύονται καί προδόκιμοι!… Τέλος πάντων, ἀλλά τουλάχιστον νά μάθουν νά κινοῦνται μέ σεβασμό καί εὐλάβεια». Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ. Τό δεύτερο χωρίο εἶναι ἀπό τό Δευτερονόμιο ἀπό τό 22οκεφάλαιο ἀπό τόν 5ο στίχο. Σᾶς τό διαβάζω: «Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρός ἐπί γυναικί οὐδέ μή ἐνδύσηται ἀνήρ στολήν γυναικείαν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ 110

σού ἐστι πᾶς ποιῶν ταῦτα». Διαβάζω καί τήν μετάφραση: «ἐνδύματα καί πράγματα πού ἁρμόζουν στόν ἄνδρα δέν θά τά βάλει ἡ γυναίκα». Βλέπετε; Εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ αὐτό. «Καί δέν θά φορέσει ὁ ἄνδρας γυναικεῖα φορέματα, διότι ὁποιοσδήποτε τά κάνει αὐτά εἶναι σιχαμερός ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου». Βλέπετε τί λέει; Βδέλυγμα! Βδέλυγμα θά πεῖ σίχαμα. Μπροστά στόν Θεό γίνεσαι σίχαμα, ἔ; Θά πεῖτε: – Τόσο σημαντικό εἶναι αὐτό, νά μήν φορᾶμε παντελόνια; Ναί! Εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Νά μή φορᾶς λέει «σκεύη ἀνδρός», αὐτά πού ἁρμόζουν στόν ἄνδρα. Ὅπως καί ὁ ἄνδρας δέν μπορεῖ νά φοράει φοῦστες ἤ νά πάρει καί μιά γυναικεία τσάντα… Λέει κάπου ὁ Ἅγιος Παΐσιος, γιά σκέψου νά δεῖς ἕναν τσολιά στήν Ὁμόνοια καί νά κρατάει μία γυναικεία τσάντα! Γελοῖο πράγμα δέν εἶναι; Ἔ, τόσο γελοῖο εἶναι καί τό ἀντίθετο, νά φοράει ἡ γυναίκα ἀνδρικά ροῦχα. Δέν εἶναι σωστό. Δέν ταιριάζει. Ἐγώ πού τό βλέπω ἔτσι… μοῦ φαίνεται σάν ἔκτρωμα αὐτό τό πράγμα… αὐτά τά ὄντα. Δέν εἶναι γυναίκα αὐτή πιά… χάνει τήν γυναικεία της φύση, τήν γυναικεία της ὑπόσταση, ὅπως θέλετε πεῖτε το. Εἶναι ἐντολή Θεοῦ. Κάποτε τόν Ἅγιο Πορφύριο τόν πλησίασε ἕνα ζευγάρι καί τόν ρώτησαν αὐτό τό πράγμα: – Τό κοριτσάκι μας Γέροντα ἐπιτρέπεται νά φοράει παντελόνια; Καί τούς εἶπε αὐτό ἀκριβῶς. Τό θέμα αὐτό πού μέ ρωτᾶτε εἶναι λυμένο στό Δευτερονόμιο, δηλαδή στόν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού εἴπαμε ἰσχύει μέχρι σήμερα. Ὁ Θεός τό ἀπαγορεύει. Πρέπει νά τό ξέρουμε αὐτό. Εἶμαστε πιστοί καί πρέπει νά τό τηροῦμε. Γιατί ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, παιδιά, εἶναι οἱ προδιαγραφές ζωῆς. Ἅμα δέν τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά κάνουμε πράγματα πού εἶναι ἀντίθετα μέ τίς προδιαγραφές μας. Τί θά πεῖ προδιαγραφή; Νά, ἄς ποῦμε, αὐτό τό τραπέζι σηκώνει 100 κιλά. Ἄν τοῦ βάλεις αὐτοῦ τοῦ τραπεζιοῦ δυό τόνους πάνω, θά σπάσει. Δέν εἶναι οἱ προδιαγραφές του γιά δύο τόνους. Πρέπει νά εἶναι σιδερένιο, γιά νά ἀντέξει δύο τόνους. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάποιες προδιαγραφές. Μιά προδιαγραφή εἶναι αὐτό πού λέει ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, δέν θά φορᾶς ροῦχα πού εἶναι τοῦ ἄλλου φύλου. Δέν ἐπιτρέπεται. Ἡ ἄλλη προδιαγραφή εἶναι ὅτι δέν πρέπει νά πορνεύεις. Τό λέει «τό σῶμα οὐ τῇ πορνεία» (Α΄Κορ. 6,13) καί φυσικά πολύ χειρότερο δέν πρέπει νά μπαίνεις σέ ὁμοφυλοφιλικές σχέσεις. Εἶναι πολύ πιό βρωμερό νά κάνεις σχέσεις μέ τό ἴδιο φύλο. Ἀλλά καί ἡ μοιχεία καί ἡ πορνεία. Καί τά ροῦχα, παιδιά, τά unisex ἐκεῖ παραπέμπουν. Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα πού σοῦ λέει νά φορέσεις ἀνδρικά. Αὐτοί πού τό προωθοῦν εἶναι πολύ πονηροί. Γιατί ἀκριβῶς θέλουν νά προωθηθεῖ ἡ ὁμοφυλοφιλία, νά πάψει νά φαίνεται ὁ ἄνδρας ἄνδρας καί ἡ γυναίκα γυναίκα καί νά μπεῖ ὅλη αὐτή ἡ διαστροφή, ἡ φοβερή αὐτή ἁμαρτία. Γι’ αὐτό ὁ Θεός τό ἀπαγορεύει, γιατί αὐτή εἶναι ἡ πιό σιχαμερή ἁμαρτία. Γι’ αὐτή τήν ἁμαρτία ἔκαψε ὁ Θεός τά Σόδομα καί τά Γόμορρα, τήν ὁμοφυλοφιλία, ἡ ὁποία ξεκινάει ἀπό τά ροῦχα. Καί οἱ ὁμοφυλόφιλοι αὐτό κάνουν, ἀλλάζουν ροῦχα. Φοβερά εἶναι, ἄν τά σκεφτοῦμε! Γιατί λοιπόν νά ὑπηρετήσουμε αὐτούς τούς σκοπούς, οὐσιαστικά τόν διάβολο, πού θέλει νά κολάσει τούς ἀνθρώπους; Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης 111

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος καί ἡ ἁγιότητα (Ομιλία σε παιδιά) Κάποιοι εἴσαστε τό πρωί πού εἴπαμε γιά τόν Ἅγιο Δημήτριο. Πότε γιορτάζει ὁ Ἅγιος Δημήτριος; – Σήμερα. Σήμερα. Τί ἦταν ὁ Ἅγιος Δημήτριος; – Πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης. Πολιοῦχος τί θά πεῖ; – Προστάτης. Προστάτης τῆς πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλά γιατί νά εἶναι αὐτός προστάτης καί νά μήν εἶναι κάποιος ἄλλος; – Γιατί ἐδῶ μεγάλωσε καί….. Ναί. Ποιός εἶναι ὁ τίτλος του, ὁ ἐκκλησιαστικός τίτλος; Πῶς τόν λένε; Μεγαλομάρτυς! Τί θά πεῖ μεγαλομάρτυς; Ξέρετε; – Ὅτι μαρτύρησε μέ μεγάλα βασανιστήρια, πολλά βασανιστήρια. Ναί… Δέν πέρασε πολλά βασανιστήρια, ἀλλά εἶχε μιά πολύ σπουδαία ζωή. Ξέρετε, ἄν ἦταν μικρός ἤ μεγάλος στήν ἡλικία; Πόσο χρονῶν ἤτανε πού ἔδωσε τή ζωή του γιά τόν Χριστό; Μικρός ἦταν, νέος. Πολύ νέος. Ἦταν πολύ μορφωμένος, ἱκανός στά στρατιωτικά καί ὁ Μαξιμιανός, πού ἦταν Αὐτοκράτορας, τοῦ ἔδωσε ἕνα ἀξίωμα. Δηλαδή τόν ἔκανε διοικητή, στρατηγό. Ἀνθύπατος λεγότανε ἐκείνη τήν ἐποχή αὐτό τό ἀξίωμα. Ἀλλά δέν ἤξερε ὅτι ἦταν χριστιανός. Πῆγε μιά ἐκστρατεία καί γυρνώντας, κάποιοι πού θέλανε νά κάνουν ζημιά στόν Ἅγιο Δημήτριο, πῆγαν καί εἶπαν στόν Αὐτοκράτορα, ξέρεις, αὐτός πού τόν τίμησες, εἶναι χριστιανός καί διδάσκει στά μικρά παιδιά, στούς νέους καί στούς ἀνθρώπους τῆς Θεσσαλονίκης νά πιστέψουν στόν Χριστό. Καί πράγματι ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἦταν κατηχητής. Σέ μία στοά στήν Θεσσαλονίκη, πού λεγόταν Χαλκευτική, ἐκεῖ μέσα μάζευε τά παιδάκια καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί τούς ἔκανε μάθημα, τούς ἔλεγε γιά τόν Χριστό καί σιγά-σιγά ἡ Θεσσαλονίκη γινότανε χριστιανική, γιατί τότε ἦταν εἰδωλολατρική πόλη κι αὐτή. Τόν κάλεσε λοιπόν ὁ Μαξιμιανός καί τοῦ λέει: – Γιατί δέν ἦρθες νά μέ ὑποδεχτεῖς; Ἐγώ σοῦ ἔκανα τόση τιμή! – Ἐγώ σέ τιμῶ, τοῦ λέει, ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι εἶσαι καί πάνω ἀπό τόν ἀληθινό Θεό. Πάνω ἀπ΄ ὅλα τιμῶ τόν ἀληθινό Θεό. – Ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός; τοῦ λέει. Δέν εἶναι ὁ Δίας καί αὐτοί οἱ θεοί πού ξέρουμε ἐμεῖς; – Ὄχι, λέει. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Χριστός. Ὁμολόγησε, λοιπόν, τόν Χριστό καί ὁ Αὐτοκράτορας ἤθελε νά τόν σκοτώσει. Ἀλλά μέχρι νά τοῦ πάρει τή ζωή, τόν ἔβαλε σ’ ἕνα ὑπόγειο, σ’ ἕνα λουτρό βρώμικο, μέσα σέ ἀκαθαρσίες. Ἐκεῖ τόν φυλάκισε. Μόλις μπῆκε μέσα σ’ ἐκεῖνο τόν μεγάλο βρώμικο χῶρο, ἕνας μεγάλος σκορπιός πῆγε νά τόν δαγκώσει. Ἦταν μιά τέχνη τοῦ διαβόλου αὐτή. Ὁ Ἅγιος ὅμως τόν σταύρωσε καί ἐξαφανίστηκε ὁ σκορπιός. 112

Ἐνῶ ἔμενε ἐκεῖ, τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας νέος, ὁ Νέστορας, ὁ ὁποῖος πῆρε εὐλογία ἀπό τόν Ἅγιο νά πάει νά παλέψει μέ τόν Λυαῖο. Τί ἦταν ὁ Λυαῖος; Ἦταν ἕνας βάρβαρος πού τόν εἶχε μαζί του ὁ Μαξιμιανός. Ἦταν παλαιστής καί σκότωνε πολύ κόσμο, αὐτούς πού πήγαιναν νά τόν ἀντιμετωπίσουν, νά παλέψουν μαζί του. Καί ὁ Μαξιμιανός ἔπαιρνε δόξα ἔχοντας τόν Λυαῖο μαζί του. Καί λέει ὁ Νέστορας δέν εἶναι ὡραῖο πράγμα αὐτό, ἐγώ θά πάω νά τόν νικήσω. Πράγματι πῆγε στόν Ἅγιο Δημήτριο καί τοῦ λέει βοήθησέ με νά παλέψω μέ τόν Λυαῖο. Καί ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε νά πάει. Τοῦ εἶπε καί τήν προφητεία «Καί τόν Λυαῖο θά νικήσεις καί γιά τόν Χριστά θά μαρτυρήσεις». Πράγματι πῆγε στό στάδιο. Ὅλοι τόν λυπόντουσαν… ἕνα μικρό παιδάκι σχεδόν ἦταν. Πολύ μικροκαμωμένος ἦταν μπροστά στό θηρίο τόν Λυαῖο. Τοῦ λέγανε -καί ὁ ἴδιος ὀ Αὐτοκράτορας- «λυπήσου τή ζωή σου, μήν πᾶς». Κι ἐκεῖνος ἔλεγε, ὄχι ἐγώ θέλω νά πάω. Ὅρμησε λοιπόν ὁ Λυαῖος νά τόν χτυπήσει, νά τόν διαλύσει. Τότε ἔκανε μιά κίνηση ἐπιδέξια καί τοῦ ξέφυγε καί τοῦ κάρφωσε τό ξίφος του στήν καρδιά. Πάει ὁ Λυαῖος, τόν σκότωσε. Προηγουμένως βέβαια εἶχε προσευχηθεῖ στόν Θεό. Καί εἶχε προσευχηθεῖ ἐπικαλούμενος καί τόν Ἅγιο Δημήτριο. Εἶπε «Θεέ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Παρακάλεσε δηλαδή καί τόν Ἅγιο Δημήτριο, τόν ἐπικαλέστηκε καί μέ τίς εὐχές τοῦ Ἁγίου νίκησε τόν Λυαῖο. Τά ἔμαθε αὐτά ὁ Μαξιμιανός καί νόμιζε πώς ἔκανε κάποια μαγεία ὁ Ἅγιος Δημήτριος καί ἔτσι νίκησε ὁ φίλος του ὁ Νέστορας τόν Λυαῖο. Γι’ αὐτό ἔδωσε ἐντολή νά σκοτώσουν καί τόν Νέστορα καί τόν Ἅγιο Δημήτριο. Πράγματι πῆγαν καί τόν τρύπησαν μέ λόγχη στήν πλευρά. Ἡ λόγχη εἶναι σάν τό σπαθί, ἀλλά εἶναι πάνω σέ κοντάρι. Ὅπως ἔχει στήν εἰκόνα ὁ Ἅγιος Γεώργιος πού χτυπάει τόν δράκο. – Ἀφοῦ τόν κάνανε μέ τήν λόγχη, ἔτσι κάνανε καί τόν Χριστό… Ἀκριβῶς. Μέ τόν ἴδιο τρόπο τρύπησαν καί τήν πλευρά τοῦ Χριστοῦ μας. Γι’ αὐτό μοιάζει τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου μέ τό μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐπίσης ἦταν νέος, ὅπως καί ὁ Χριστός μας ἦταν νέος. Ἐπίσης, ἐξαιτίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου μετά ἡ πόλη τῆς Θεσσαλονίκης ἔγινε χριστιανική. Ὅπως ὁ Χριστός μας θυσιάστηκε καί μετά μέ τήν θυσία Του ἔκανε ὅλο τόν κόσμο χριστιανούς. Ὅσοι θέλανε βέβαια πάλι. Ἔτσι καί ἐκεῖ στή Θεσσαλονίκη μετά τόν θάνατο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πολλοί γίνανε χριστιανοί. Ὁ Ἅγιος αὐτός ἔκανε πολλά θαύματα καί κάνει, ἀλλά τώρα λιγότερα, γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν πολλή πίστη καί εὐλάβεια στόν Ἅγιο, ὅπως εἶχαν παλιότερα. Κι ἕνα ἀπό τά μεγάλα θαύματα πού ἔχει κάνει ὁ Ἅγιος εἶναι τό θαῦμα τῆς μυροβλυσίας. Ξέρετε τί θά πεῖ αὐτό; Ὅτι τό σῶμα του βγάζει μύρο, εὐωδία, ἕνα ὑγρό δηλαδή πού εὐωδιάζει. Αὐτό δέν εἶναι φυσικό πράγμα, εἶναι δῶρο ἀπό τόν Θεό. Παλιά, αὐτό τό μύρο ἦταν πάρα πολύ, σάν ποτάμι. Δηλαδή γέμιζαν μπουκάλια, λεκάνες μ’ αὐτό τό μύρο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί τό ἔδιναν σ’ ὅλο τόν κόσμο. Τό βάζανε καί σέ κάτι μικρά μπουκαλάκια καί τό δίνανε εὐλογία. Πῶς παίρνουμε ἐμεῖς τώρα τό ἁγίασμα; Πᾶμε π.χ. στήν Ἁγία Παρασκευή καί παίρνουμε ἁγίασμα ἀπό τήν Ἁγία Παρασκευή. 113

Ἔτσι ἔπαιρναν τό μύρο ἀπό τόν Ἅγιο Δημήτριο καί οἱ ἄνθρωποι, πολλοί ἀπό αὐτούς πού εἶχαν πίστη, γινόντουσαν καλά. Ἐπίσης ἕνας φίλος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὀνόματι Λοῦπος, μέ τό πού ἔγινε τό μαρτύριο καί πέθανε ὁ Ἅγιος, πῆρε ἀπό τό αἷμα μέ τό μαντήλι τοῦ Ἁγίου καί πῆρε καί τό δαχτυλίδι τοῦ Ἁγίου καί μ΄ αὐτά ἔκανε πάρα πολλά θαύματα. Μόλις τό ἔμαθε αὐτό ὁ Μαξιμιανός τόν σκότωσε καί τόν Λοῦπο. Ἔτσι ἔχουμε καί τόν Ἅγιο Λοῦπο μαζί μέ τόν Ἅγιο Δημήτριο καί τόν Ἅγιο Νέστορα. Ἀκόμα δύο ἁγίους δηλαδή. Ὁ Ἅγιος αὐτός προστάτεψε καί τήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν ἔγινε ἕνας μεγάλος σεισμός. Γι’ αὐτό σήμερα στήν Ἐκκλησία μας λέμε καί ἕνα τροπάριο γιά τόν σεισμό. Εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος σεισμός πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη στά χρόνια τοῦ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου. Ἔγινε ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί ὁ Ἅγιος προστάτεψε τήν Κωνσταντινούπολη καί δέν καταστράφηκε, παρόλο πού ἦταν πάρα πολύ δυνατός σεισμός. Τώρα θά σᾶς πῶ κάτι. Ξέρετε πῶς ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἔγινε Ἅγιος καί ἔφτασε νά δώσει τήν ζωή του γιά τόν Χριστό; Εἶναι εὔκολο πράγμα αὐτό; Τί λέτε; Ἐμεῖς, ἄς ποῦμε, ἄν ἔρθουν τώρα ἐδῶ οἱ τζιχαντιστές καί παίρνουν κεφάλια καί σοῦ λένε «Εἶσαι χριστιανός; Ἄν εἶσαι χριστιανός, θά πεθάνεις». Θά ἀντέξουμε; Ὁ Ἅγιος πῶς ἄντεξε; Πῶς ἔγινε μάρτυρας; Τί τόν βοήθησε; Τί λέτε; – Ἡ πίστη πρός τόν Χριστό. Εἶχε πολλή πίστη, ζωντανή πίστη. Τί θά πεῖ ζωντανή πίστη; Ἁπλῶς νά πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει ὁ Χριστός; Τό ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά. Τί θά πεῖ νά ἔχουμε ζωντανή πίστη, μεγάλη πίστη; Πῶς φαίνεται ὅτι ἔχουμε μεγάλη πίστη; – ………………….. Ὅταν δοξολογοῦμε. Ὅταν εἴμαστε ἕτοιμοι. Πῶς ὅμως εἴμαστε ἕτοιμοι; Ὅταν ὅλη μας ἡ ζωή εἶναι σύμφωνη μ’ αὐτά πού λέει ὁ Χριστός. Νά τηροῦμε αὐτά πού λέει ὁ Χριστός. Λέει ὁ Χριστός, ἄς ποῦμε, θά κάνουμε ὑπακοή στούς γονεῖς μας. Ἐμεῖς κάνουμε ὑπακοή ἤ κάνουμε παρακοή; Λέει ὁ Χριστός, θά πρέπει νά μήν κλέβουμε. Ἐμεῖς κλέβουμε; Ἤ λέει ὁ Χριστός νά μήν λέμε ψέματα, νά μήν λέμε κακές λέξεις. Τό κάνουμε; Λέει ὁ Χριστός νά προσευχόμαστε συνέχεια. Τό κάνουμε; Ὁ Ἅγιος τό ἔκανε, προσευχόταν συνέχεια. Κι αὐτή ἡ συνεχής προσευχή τοῦ ἔδωσε τήν δύναμη μετά νά πεθάνει καί γιά τόν Χριστό. Αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή μᾶς ἑνώνει μέ τόν Χριστό καί μᾶς δίνει τήν δύναμη νά ἀντιστεκόμαστε στούς δαίμονες καί στά ὄργανα τῶν δαιμόνων. Μετά δέν φοβᾶσαι τόν θάνατο. Γιατί; Ἐπειδή ἀγαπᾶς τόν Χριστό, λές, καί νά πεθάνω, τί θά γίνει; Θά πάω ποῦ; Στόν Χριστό πού ἀγαπάω! Αὐτός πού θά μοῦ πάρει τήν ζωή εἶναι καί εὐεργέτης μου! Δέν στενοχωριέμαι νά πεθάνω. Ὅταν ἔχω ζωντανή, γερή πίστη στόν Χριστό καί τοῦ μιλάω συνέχεια, μετά θέλω νά εἶμαι μαζί Του συνέχεια, ἔτσι δέν εἶναι; Αὐτή ἡ ζωντανή πίστη, δηλαδή, ἔχει μέσα της καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Νά κάνουμε βέβαια καί τίς ἄλλες ἐντολές πού λέει ὁ Χριστός, νά ζοῦμε μέ ταπείνωση, μέ μετάνοια, μέ ὑπακοή, μέ καθαρότητα. Δέν θά βλέπω κακά πράγματα, πονηρά πράγματα οὔτε θά ἀκούω οὔτε 114

θά συζητάω τίποτα γιά αὐτά. Ὅλα αὐτά φανερώνουν ζωντανή πίστη. Ἔτσι λοιπόν ἔγιναν οἱ Ἅγιοι Ἅγιοι. Καταλάβατε; Ὁ Ἅγιος Δημήτριος εἶχε μέσα του συνέχεια τόν Χριστό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τήν ὅλη του ζωή. Ὅλη του ἡ ζωή ἤτανε μιά μαρτυρία γιά τόν Χριστό. – Αὐτό πού κάνουμε ὅμως μερικές φορές, δέν πρέπει νά τό κάνουμε…. νά πᾶμε ἐκεῖ μπροστά καί νά τοῦ ποῦμε νά μᾶς σκοτώσει… Νά πᾶμε μόνοι μας νά τοῦ ποῦμε «σκότωσέ μας», δέν εἶναι σωστό. Ἀλλά ἄν ὅμως μᾶς πεῖ «ἄν εἶσαι χριστιανός, θά σοῦ πάρω τό κεφάλι», πρέπει νά ποῦμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί. Δέν θά πᾶμε μόνοι μας νά τοῦ ποῦμε σφάξε μας, γιά νά γίνουμε μάρτυρες. Αὐτό δέν ἐπιτρέπεται. Ἀλλά, ὅταν μᾶς προκαλέσει, ἐκεῖ πρέπει νά ὁμολογήσουμε. Οἱ μεγάλοι τό καταλάβατε; Τό μαρτύριο, παιδιά, νά ξέρετε εἶναι καρπός τῆς ζωῆς. Ἅμα ἡ ζωή μας εἶναι σωστή, μετά μποροῦμε νά δώσουμε καί τήν ζωή μας γιά τόν Χριστό. Ἅμα ἡ ζωή μας δέν εἶναι σωστή, μετά θά δειλιάσουμε καί θά χάσουμε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Θυμάστε τόν Σαπρίκιο; Πού ἦταν παπάς κιόλας… καί ἐπειδή δέν ἤθελε νά συγχωρεθεῖ μέ ἕναν διάκο πού εἶχε μαλώσει, τί ἔγινε τελικά; Θυμάστε; – Ἔφυγε ἡ Χάρη. Καί τί ἔγινε; Στό τέλος ἀρνήθηκε τόν Χριστό, ἔ; Ἦταν ὁ δήμιος μέ τό χατζάρι πάνω ἀπ’ τό κεφάλι του καί λέει: «Τί πᾶς νά κάνεις τώρα;». «Θά σέ σφάξω», λέει, «γιατί εἶσαι χριστιανός». «Ὅχι», λέει, «δέν εἶμαι χριστιανός». Βλέπετε; Ἐπειδή δέν τήρησε μία ἐντολή τοῦ Χριστοῦ. Τί λέει αὐτή ἡ ἐντολή; – Νά συγχωρᾶμε. Νά εἴμαστε ἀγαπημένοι καί νά συγχωρᾶμε. Γιατί πήγαινε ὁ διάκος ὁ καημένος καί τοῦ ἔλεγε «συγχώρεσέ με» καί ἐκεῖνος τοῦ ἔλεγε «δέν σέ συγχωρῶ» καί μετά ἔχασε τήν Χάρη, ἔχασε τόν Θεό. Βλέπετε πόσο κακό εἶναι νά μήν συγχωρᾶμε; Ὁ Χριστός φεύγει ἀπό μᾶς, ἅμα δέν ζητᾶμε συγγνώμη καί δέν συγχωρᾶμε. Θέλουμε νά μοιάσουμε στόν Ἅγιο Δημήτριο; Πρέπει νά θέλουμε. Καί σέ κάθε ἅγιο. Ὁ καθένας σας ἔχει ἕναν ἄγιο. Ὁ Πρόδρομος ἔχει τόν Τίμιο Πρόδρομο. Ὁ Νεκτάριος τόν Ἅγιο Νεκτάριο κ.λ.π. Πρέπει νά μοιάσουμε στόν Ἅγιό μας. Ἡ ζωή μας νά μοιάζει μέ τήν ζωή του. Τόν βίο τοῦ Ἁγίου σας τόν ἔχετε διαβάσει; Πρέπει νά τόν ξαναδιαβάσετε… Λοιπόν νά διαβάσουμε τόν βίο τοῦ Ἁγίου μας καί νά μοιάσουμε στόν Ἅγιό μας. Καί μήν ἀκοῦτε αὐτούς πού λένε «Ἅγιοι θά γίνουμε;». Τό ἔχετε ἀκούσει; Λένε «ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἅγιοι, δέν θά γίνουμε ἅγιοι». Πρέπει νά γίνουμε ἅγιοι ἤ δέν πρέπει; – Πρέπει. Πρέπει νά γίνουμε. Λέει ὁ Χριστός «Ἅγιοι γίνεσθε» (Λευϊτ. 20,26). Πρέπει νά γίνετε Ἅγιοι. Γιατί σωτηρία αὐτό εἶναι, ἡ ἁγιότητα. Ἀλλιῶς πῶς θά πᾶμε στόν Χριστό ἄν δέν εἴμαστε Ἅγιοι; Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης 115

Ἡ ἁπλότητα τοῦ χωρικοῦ πού ἔδωσε τροφή στόν Χριστό (Ομιλία σε παιδιά) Θά σᾶς διαβάσω μία πολύ ὡραία ἱστορία πού τήν εἶχε διηγηθεῖ ἕνας Γέροντας Ρῶσος. Τούς Ρώσους Γέροντες τούς λένε Στάρετς. Αὐτός ἦταν ὁ Στάρετς Ζαχαρίας καί διηγήθηκε ἕνα ὡραῖο περιστατικό γιά ἕναν νέο, ὁ ὁποῖος ἤτανε πολύ ἁπλός, δέν ἔλεγε ποτέ ψέματα, δέν εἶχε καθόλου πονηρία καί ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν ἀλήθεια. Ὅλοι πρέπει νά λέμε πάντα τήν ἀλήθεια. Αὐτός, λοιπόν, προσπαθοῦσε νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού θά σᾶς διηγηθῶ εἶναι πραγματικό γεγονός. Ἔγινε στή Ρωσία σέ ἕνα μέρος ὄχι πολυσύχναστο, σ’ ἕνα μέρος πού ἦταν στήν ὕπαιθρο. Ἐκεῖ λοιπόν, κοντά σ’ ἕνα χωριό ζοῦσε ἕνας νέος χωρικός, ὀρφανός, τελείως ἀγράμματος ἀλλά πολύ ἐργατικός. Συνεχῶς, πάντοτε ἐργαζόταν καί δέν πέρασε οὔτε μιά στιγμή μέ ὀκνηρία στή ζωή του, μέ τεμπελιά. Κι ἐμεῖς δέν πρέπει νά τεμπελιάζουμε… Ἡ ψυχή του ἦταν καθαρή σάν κρύσταλλο. Σέ κάθε ὑπόθεση, πάντοτε, ἄκουγε τήν συνείδησή του. Ἡ συνείδηση εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ πού ἔχουμε μέσα μας κι, ὅταν πᾶμε νά κάνουμε κάτι κακό, μᾶς λέει «μήν τό κάνεις αὐτό». Ἔτσι λοιπόν, αὐτός ὁ νέος πάντοτε ἄκουγε τήν συνείδησή του καί δέν ἔλεγε, ἐγώ θά τό κάνω κι ἄς λέει μέσα μου ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν πρέπει. Κι ἄν κάποιος δέν ὑπακούει στή συνείδησή του μιά φορά, δυό φορές, τρεῖς φορές, μετά τί γίνεται; Ξέρετε;Σταματάει ἡ συνείδηση νά τόν ἐλέγχει καί ὁ ἄνθρωπος πλέον δέν ἔχει ἕνα χαλινάρι γιά νά τόν σταματήσει ἀπό τό κακό. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά παρακοῦμε τήν συνείδησή μας. Ὅταν ἡ συνείδησή μας μᾶς λέει κάτι, πρέπει νά τήν ἀκοῦμε. Αὐτός ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος τηροῦσε τίς νηστεῖες καί τρεφόταν μέ τό ἐλάχιστο, πολύ λίγο. Ἤτανε μεγάλος ἀσκητής, παρόλο πού δέν ἦταν μοναχός καί δέν ἤξερε καί πολλά πράγματα γιά τόν Θεό καί γιά τήν πίστη. Ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος ἐνθουσιασμό γιά τή ζωή, δέν κατέκρινε ποτέ κανέναν καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του χειρότερο ἀπό ὅλους. Ἦταν ταπεινός. Μιά μέρα ἄκουσε ἀπό ἕναν προσκυνητή πώς, γιά νά σωθεῖ κανείς, πρέπει νά ἀναλάβει τόν σταυρό του καί νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Αὐτός ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος δέν εἶχε πάει ποτέ σάν μεγάλος στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ ἦταν πολύ μακριά ἡ ἐκκλησία ἀπό τό χωριουδάκι πού ζοῦσε. Εἶχε βαπτισθεῖ σάν μωρό, ἀλλά δέν τό θυμόταν καθόλου. «Πρέπει νά ἀναλάβεις τόν σταυρό σου καί νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό». Αὐτά τά λόγια ὁ ἁπλοϊκός μας ἄνθρωπος τά ἐννοοῦσε στήν κυριολεξία καί σκέφτηκε, γιά νά τό λέει αὐτό ὁ Χριστός, πρέπει νά τό κάνω. Τί ἔκανε λοιπόν; Παρήγγειλε ἕναν τεράστιο ξύλινο σταυρό καί ἀποφάσισε νά τόν πάρει στόν ὤμο του καί νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Ἡ καθαρή ψυχή του ποθοῦσε τόν Θεό, ἡ καρδιά του διψοῦσε τήν σωτηρία, ἀλλά: 116

– Πῶς νά Τόν ἀκολουθεῖ; Καί ποῦ; Σέ ποιό δρόμο εἶναι ὁ Χριστός; Νά ὁ σταυρός, τόν ἔχει. Ἀλλά ποῦ νά πάει; Ὁ ἁπλός αὐτός ἄνθρωπος ἄφησε τά λίγα ὑπάρχοντά του καί τή δουλειά του, σήκωσε τόν σταυρό του πάνω στούς ὤμους του καί ξεκίνησε. Βάδιζε, ὅπως λέει ἡ παροιμία, ἀκολουθώντας τή μύτη του. Βάδιζε, βάδιζε γιά πάρα πολλή ὥρα καί ἐπιτέλους συνάντησε ἕνα ἀνδρικό μοναστήρι σ’ ἕνα πυκνό δάσος. Χτύπησε τήν πόρτα. – Ποιός εἶσαι ἐσύ; ρώτησε μέ ἀπορία ὁ πορτάρης καί ποῦ πᾶς μ’ αὐτόν τόν σταυρό σου; – Νά ἐδῶ εἶμαι, βαστάζοντας τόν σταυρό μου, ἀλλά δέν ξέρω πῶς νά φτάσω στόν Χριστό. Δέν θά μοῦ δείξεις τόν δρόμο; – Πώ, πώ, βρήκαμε ἕναν παλαβό, λέει ὁ πορτάρης. Θά πάω νά τά πῶ στόν ἡγούμενο. Πῆγε ὁ μοναχός καί τά εἶπε στόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος ἔμεινε κατάπληκτος καί διέταξε νά τοῦ φέρουν τόν ἁπλοϊκό αὐτόν ἄνθρωπο. – Μά δέν ἔρχεται… ἐπιμένει νά μήν ἀφήσει τόν σταυρό του καί ἔτσι δέν μπορεῖ νά μπεῖ στό κελλί σας μέ τόν σταυρό, εἶναι πολύ μεγάλος. Δέν χωροῦσε νά περάσει. Δέν ἐννοοῦσε νά ξεφορτωθεῖ τόν σταυρό… τόσο ἁπλός ἤτανε! Λέει, ἀφοῦ εἶπε ὁ Χριστός νά ἔχουμε τόν σταυρό μας, ἐγώ θά τόν ἔχω πάντα… Ὁ ἡγούμενος, λοιπόν, πῆγε ὁ ἴδιος στόν ἁπλοϊκό ἄνθρωπο. Κουβέντιασε μαζί του καί εἶδε ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νά κάνει τέλεια τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. – Λοιπόν, ἐάν θέλεις, θά σέ βοηθήσουμε νά φτάσεις στόν Χριστό. Κι ἐμεῖς σ’ Αὐτόν πηγαίνουμε!, λέει ὁ ἡγούμενος. – Τότε ποῦ εἶναι οἱ σταυροί σας; ἀπόρησε ὁ ἁπλοϊκός. Ξέρετε ὅτι ὁ Κύριος δέν θά σᾶς δεχθεῖ χωρίς ἕναν σταυρό… – Εἶναι μέσα μας. Ἐμεῖς τούς βαστᾶμε μέσα μας τούς σταυρούς μας, εἶπε ὁ ἡγούμενος. – Μά πῶς γίνεται αὐτό; ρώτησε μέ ἔκπληξη ὁ ξένος. – Ἐσύ ὁ ἴδιος θά δεῖς πῶς. Ἀλλά πρός τό παρόν θά σοῦ δώσω τήν εὐχή μου νά μείνεις ἐδῶ καί θά ἔχεις ἕνα διακόνημα, νά καθαρίζεις μέσα στήν Ἐκκλησία. Πάρε τόν σταυρό σου καί φέρε τον κάτω ἐκεῖ, στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία μποροῦσε νά πάει φορτωμένος μέ τόν σταυρό, ἦταν μεγάλη καί χωροῦσε νά μπεῖ μέσα. Ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος μπῆκε μέσα στήν Ἐκκλησία μέ πολύ φόβο καί ἄρχισε νά καθαρίζει. Σήκωσε τό κεφάλι του καί πάγωσε. Ἐκεῖ ψηλά ἐπάνω του, ἐπάνω ἀπό τό Ἱερό, εἶχε φτιαχτεῖ ἕνας μεγάλος ξύλινος σταυρός καί ἐπάνω του εἰκονιζόταν, σέ φυσικό μέγεθος, ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος. Ὁ ἁπλοϊκός αὐτός ἄνθρωπος δέν εἶχε δεῖ ποτέ ἄλλη φορά τέτοιο πράγμα. Τόν κοίταζε καί τόν ξανακοίταζε. Καρφιά ἦταν βαλμένα μέσα στά χέρια καί στά πόδια, ἀπ’ ὅπου ἀνέβλυζε αἷμα. Στό στῆθος Του, ἐπίσης, ἦταν αἷμα καί ἕνα μεγάλο τραῦμα. Καί τό κεφάλι Του ἦταν λουσμένο στό αἷμα, τό δέ πρόσωπό Του πρησμένο καί χτυπημένο. Ποιός ἦταν; Ποιός ἦταν αὐτός; – Ἄνθρωπε, ποιός εἶσαι; Καί ἐσύ βάσταξες τόν σταυρό σου καί δέν χωρίσθηκες ἀπό αὐτόν; 117

Νόμιζε πώς ἦταν κάποιος ἄνθρωπος καί εἶχε φορτωθεῖ κι ἐκεῖνος τόν σταυρό του. – Ἀλλά πῶς γίνεται νά εἶσαι κρεμασμένος στόν Σταυρό Σου; Ἐγώ τόν κουβαλάω… Ἐσύ εἶσαι πάνω ἐκεῖ καρφωμένος. Αἷμα ἔσταξε στήν καρδιά τοῦ ἁπλοϊκοῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου. Ἔνοιωσε τόση ἀγάπη καί οἶκτο γι’ Αὐτόν πού ἔπασχε, πού τοῦ φαινόταν πώς θά ἔδιδε καί τήν ζωή του, ἐάν μονάχα θά μποροῦσε νά ἐξυπηρετήσει τόν πάσχοντα καί νά τόν βοηθήσει. – Ἀλλά πῶς μπορεῖς νά κρέμεσαι ἐκεῖ συνέχεια χωρίς τροφή; Ἔλα κάτω, κατέβα ἀπό τόν σταυρό Σου καί θά σοῦ δώσω ἐγώ νά φᾶς. Μιλοῦσε στόν Χριστό χωρίς νά ξέρει ὅτι εἶναι ὁ Χριστός. Νόμιζε πώς εἶναι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος. Ἔλα, τοῦ λέει, κατέβα. Πῶς μένεις ἐκεῖ χωρίς φαγητό; Γονατιστός, ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος ὕψωσε τά χέρια του καί προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε χωρίς νά σταματήσει. – Κατέβα, ἔλα σέ μένα. Δίδαξόν με πῶς καί ποῦ νά βαστῶ τόν σταυρό μου. Μήπως πρέπει κι ἐγώ νά σταυρωθῶ ἐπάνω του, ὅπως σταυρώθηκες Ἐσύ; Ἔτσι προσευχόταν στόν Ἐσταυρωμένο γιά μερικές ἡμέρες καί νύχτες, μέ ὅλη του τήν καρδιά. Βλέπετε πόσο ἀγαποῦσε τόν Χριστό, ἔ; Καί ἔπεσε κάτω μπροστά Του καί ἔγινε μούσκεμα ἀπό τά δικά του δάκρυα. Καί ὁ Ἐσταυρωμένος ἀκούγοντας τίς προσευχές, ὑψωμένες πρός Αὐτόν ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς αὐτοῦ τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀνθρώπου, κατέβηκε ἀπό τόν Σταυρό! Ἔγινε αὐτό τό μεγάλο θαῦμα… καί δίδαξε τόν ἁπλοϊκό πῶς νά βαστᾶ τόν σταυρό του, γιά νά ἔλθει στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Κανείς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ χωρίς τόν σταυρό του. Ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε σ’ αὐτόν τόν ἁπλοϊκό τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός δηλαδή εἶναι τρία Πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἕνας Θεός. Τοῦ ἀποκάλυψε τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ἐγώ εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Οὐρανίου Πατρός καί ἔχω λυτρώσει τό ἀνθρώπινο γένος μέ τόν Σταυρό Μου», τοῦ λέει. «Κανείς δέν θά μπορέσει νά εἰσέλθει στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν χωρίς τόν σταυρό του. Κανείς δέν θά δεχθεῖ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά του χωρίς τόν σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ καί χωρίς νά πλέξει γύρω του, σάν τριαντάφυλλα, τά ἔργα τῆς ἀγάπης». Ὁ ἁπλοϊκός τά ἄκουγε ὅλα καί δέχθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν καρδιά του καί ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε πώς σέ λίγες μέρες θά ἀναχωρήσει γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τοῦ προεῖπε δηλαδή τό τέλος του, νά ἑτοιμαστεῖ, γιατί θά πεθάνει, θά πάει στόν Παράδεισο. Ὁ ἁπλοϊκός μέ χαρά ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται γιά τόν θάνατο, προσευχόμενος ἀκατάπαυστα καί εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά ὅλα. Ἐπίσης ἀποκάλυψε στόν ἡγούμενο τήν ὥρα τοῦ τέλους του. Τοῦ εἶπε πώς ἦρθε ὁ Χριστός καί τοῦ ἀποκάλυψε ὅλα αὐτά καί τοῦ εἶπε καί πότε θά πεθάνει, τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα. Ὁ ἡγούμενος ἔχυσε λίγα δάκρυα καί τόν παρεκάλεσε νά πεῖ μερικές προσευχές στόν Κύριο καί γι’ αὐτόν. Μέ ὅλη του τήν καθαρή καρδιά ὁ ἁπλοϊκός ἄρχισε νά μεσιτεύει πρός τόν Σωτῆρα γιά τόν ἡγούμενο. Ὁ ἡγούμενος προφανῶς εἶχε χρόνια 118

στό μοναστήρι κι ὅμως δέν εἶχε δεῖ αὐτό τό θαῦμα πού εἶχε δεῖ αὐτός. Τί ἔλεγε τώρα στόν Χριστό; – Πάρε κι αὐτόν στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀπόλυσέ τον ἀπό τήν πρόσκαιρη τούτη ζωή. – Ἀλλά, γιατί πρέπει νά πάρω κι αὐτόν; Δέν εἶναι ἀκόμα ἕτοιμος, λέει ὁ Χριστός. – Ὤ! Πάρε τον, χάριν τῆς ἀγάπης πού μοῦ ἔδειξε, ὅταν μοῦ ἔδωσε διπλή μερίδα ψωμί καί πού τό μισό ἔφερα σέ Σένα. Γιατί, ὅταν κατέβηκε ὁ Χριστός ἀπό τόν Σταυρό, ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος τοῦ ἔδωσε καί τό ψωμί του καί τό ἔφαγε ὁ Χριστός. Καί τήν ἑπόμενη φορά ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔφερε διπλή μερίδα, τοῦ λέει μία γιά σένα καί μία γιά τόν Χριστό. Βλέπετε πόσο ταπεινός εἶναι ὁ Χριστός μας ἔ; Κατέβαινε καί ἔπαιρνε τό ψωμί ἀπό αὐτόν τόν ἁπλό ἄνθρωπο, γιά νά μήν τόν στενοχωρήσει. Γιά χάρη λοιπόν λέει αὐτῆς τῆς ἀγάπης, πού ἔδειξε ὁ ἡγούμενος καί μοῦ ἔφερνε διπλή μερίδα, μία γιά Σένα καί μία γιά μένα, πάρε τον κι αὐτόν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. – Κάμε ἀγάπη σ’ αὐτόν, χάριν τῆς ἀγάπης πού ἔκαμε σέ μένα. Πάρε τόν στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὤ Κύριε, Θεέ μας, εἶσαι ὁ Σωτῆρας μας, πού σταυρώθηκες γιά χάρη μας, ἄκουσε τήν προσευχή μου. Μήν τόν στερήσεις τῆς ἀνεκφράστου Σου Χάριτος καί χαρᾶς. Ὁ Κύριος ἄκουσε τίς προσευχές τοῦ ἁπλοϊκοῦ καί τοῦ ἀποκάλυψε τήν ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ ἡγουμένου καί ὁ ἁπλοϊκός τοῦ εἶπε τήν ὥρα τοῦ τέλους του. Ὁ ἡγούμενος ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται γιά τήν μετάθεσή του στήν αἰωνιότητα. Στήν ὁρισμένη ἡμέρα καί ὥρα, ὁ ἁπλοϊκός ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο καί μετά ἀπό δύο ἑβδομάδες, στήν ὁρισμένη ἡμέρα καί ὥρα, κοιμήθηκε καί ὁ ἡγούμενος. Βλέπετε; Τί θαυμαστά πράγματα! Αὐτό εἶναι πραγματικό γεγονός καί δείχνει πόσο ἀρέσει στόν Χριστό μας ἡ ἁπλότητα. ἡ καθαρότητα καί ἡ ἀγάπη. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀγαποῦσε πολύ τόν Χριστό. Λέει: εἶπε ὁ Χριστός νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας; Τό πῆρε κατά γράμμα καί δέν ἄφηνε τόν σταυρό του καί ἔφτασε τόσο πολύ ψηλά, ὅπως εἴδαμε, πού ἀξιώθηκε νά δεῖ ζωντανό τόν Χριστό, σ’ αὐτή τήν ζωή, νά συνομιλήσει μαζί Του καί νά τόν πάρει ὁ Χριστός μας στόν Παράδεισο. Καί μαζί μ’ αὐτόν νά πάρει καί τόν ἡγούμενο. Αὐτό λοιπόν μᾶς δίνει ἕνα μεγάλο δίδαγμα… ἤ πολλά διδάγματα. Μπορεῖτε νά μοῦ πεῖτε ἕνα δίδαγμα ἀπό ὅλα αὐτά πού εἴπαμε; – Τί μᾶς διδάσκει αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος; Τί νά θυμόμαστε; Τί νά κρατήσουμε ἀπό αὐτόν τόν ἄνθρωπο; Τί ἀρέσει στόν Χριστό μας; – Νά καθόμαστε καλά καί νά μήν κάνουμε ἀταξίες.. Νά εἴμαστε ἁπλοί, ἔ; Νά εἴμαστε καλοί, ὅπως ἤτανε αὐτός καλός. Νά σᾶς πῶ καί μία ἄλλη ἱστορία, πού εἶναι κι αὐτή ὡραία, γιά νά δεῖτε τί σπουδαῖο πράγμα εἶναι καί ἡ προσευχή, γιατί, λέμε, πρέπει νά προσευχόμαστε συνέχεια. Μά θά πεῖτε, εἶναι καί δύσκολο. Εἶναι δύσκολο… ἀλλά ὑπάρχουν καί ἁπλές προσευχές πού εἶναι εὔκολο νά τίς μάθουμε καί νά τίς λέμε, ὅπως αὐτή πού εἴπαμε προηγουμένως, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με». Ὑπάρχουν κι ἄλλες, τό «Κύριε ἐλέησον», τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς»… Ἀκοῦστε λοιπόν.. 119

Ἕνας ἄνθρωπος ζοῦσε στή Ρώμη, ἦταν εὐλαβής, πλούσιος καί λεγόταν Ἰωάννης. Αὐτός πῆγε σ’ ἕνα μοναστήρι, ἀφιέρωσε ὅλα τά ὑπάρχοντά του στόν Θεό καί ἔγινε μοναχός. Ἀλλά ἦταν ἀγράμματος καί δέν μποροῦσε νά τυπώσει στό μυαλό του καμιά προσευχή. Δέν μποροῦσε νά μάθει κάποια προσευχή ἀπ’ ἔξω. Μάταια οἱ ὑπόλοιποι μοναχοί προσπαθοῦσαν νά τοῦ μάθουν γραφή καί ἀνάγνωση. Δέν ἤξερε νά γράφει. Τοῦ ἑρμήνευαν ψαλμούς καί εὐχές, μά ἐκεῖνος δέν μποροῦσε νά μάθει τίποτα. Δέν κρατοῦσε τό μυαλό του τίποτα. Ἀλλά κάτι ἔπρεπε νά μάθει γιά νά λέει συνέχεια. Τότε, ἕνας ἔμπειρος καί ἐνάρετος ἀδελφός, ἀφοῦ τοῦ διάβασε ὅλες τίς εὐχές, μία πρός μία, τόν ρώτησε ποιά ἀπ΄ ὅλες τοῦ φαινόταν πιό ὡραία, γιά νά τήν μάθει. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε τό «Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε Θεοτόκε Παρθένε». Ἔτσι ἔβαλαν τά δυνατά τους οἱ μοναχοί καί τοῦ ἔμαθαν αὐτόν τόν χαιρετισμό τοῦ Ἀγγέλου, «Θεοτόκε Παρθένε, Χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ, εὐλογημένη, σύ ἐν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Αὐτή τήν μικρή προσευχή λοιπόν τήν ἔμαθε. Καί τήν ἔμαθε τόσο καλά πού γέμισε ἡ ψυχή του, τήν ἔλεγε συνέχεια. Ἐκτός ἀπό αὐτό δέν ἔλεγε τίποτα ἄλλο. Συνέχεια ἐπαναλάμβανε αὐτή τήν προσευχή. Ἀδιάλειπτα προσευχόταν στήν Παναγία, μέχρι τίς τελευταῖες ὧρες πού ἔβγαινε ἡ ψυχή του. Ὅλη του τήν ζωή ἔλεγε αὐτή τήν προσευχούλα στήν Παναγία. Ὅταν κοιμήθηκε, τόν ἐνταφίασαν σέ ἕναν ἰδιαίτερο τόπο, γιατί τό λείψανό του εὐωδίαζε, μύριζε πάρα πολύ ὡραῖα! Καί μάλιστα ἡ εὐωδία δέν λιγόστεψε ἀπό τήν ὥρα πού τόν ἐνταφίασαν ἀλλά συνεχῶς αὔξανε. Ἐνῶ ἦταν μέσα στό χῶμα δηλαδή, εὐωδίαζε πάρα πολύ καί οἱ μοναχοί πού ἦταν ἐκεῖ, αἰσθανόντουσαν ἄρρητη θυμηδία, εἶχαν πολύ μεγάλη χαρά. Τήν ἐνάτη μέρα, ὅταν τόν μνημόνευαν, ἔμειναν ὅλοι ἔκπληκτοι βλέποντας τό ἑξῆς θαῦμα. Στόν τάφο του, φύτρωσε ἔνας ὡραιότατος κρίνος πού σέ κάθε του φύλλο ἦταν γραμμένη ἡ εὐχή: Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία καί ἡ εὐωδία του ἦταν τέτοια, πού δέν ἔμοιαζε μέ κανένα ἐπίγειο ἄνθος. Τότε, ὁ ἡγούμενος βρῆκε τήν εὐκαιρία καί εἶπε στούς Πατέρες: «Αὐτό τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός, γιά νά γνωρίσουμε τήν ἁγιότητα πού ἔχει αὐτός ὁ μακάριος ἄνθρωπος ἀλλά μαζί καί τόν πόθο πού ἔτρεφε στήν Κυρία μας», τήν Παναγία! «Ὅμως, ἄς δοῦμε καί τήν ρίζα αὐτοῦ τοῦ κρίνου γιά νά καταλάβετε πόσο χαριτώνεται, ὅποιος ἀγαπᾶ μ΄ ὅλη του τήν καρδιά τήν Ἀειπάρθενο Μαρία». Ἔσκαψαν τότε μέ προσοχή τόν τάφο καί βλέπουν ὅτι ὁ κρίνος ἔβγαινε ἀπό τό στόμα τοῦ Ὁσίου! Ἀπό τό στόμα πού προσευχότανε, ἀπό ἐκεῖ ἔβγαινε ὁ κρίνος. Ὅλοι ἔνιωσαν ἕνα δέος! Τότε ὁ ἡγούμενος πρόσταξε νά κοιτάξουν πιό βαθιά, γιά νά βροῦν τήν ρίζα αὐτοῦ τοῦ κρίνου. Μέ ἔκπληξη εἶδαν ὅλοι ὅτι ἡ ρίζα αὐτοῦ τοῦ κρίνου, βρισκόταν, ποῦ; Στήν καρδιά τοῦ ὁσίου(!), στήν ὁποία ἦταν καί ἱστορισμένη ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου! Στήν καρδιά του εἶχε ζωγραφιστεῖ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας! Μετά ἀπό αὐτήν τήν θαυμάσια ἀποκάλυψη ἔκαναν Λιτανεία καί πῆραν τόν ἱερό ἐκεῖνο κρίνο καί τόν φύλαξαν μαζί μέ τά Ἅγια Λείψανα. Ὅλοι τόν τιμοῦσαν αὐτόν 120

τόν ὅσιο, γιατί τούς θύμιζε τά θαυμάσια πού ἀξιώνονται, ὅσοι σέβονται καί ἀγαποῦν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, πού ἀδιάλειπτα προσεύχεται στόν Θεό μας, ἀγωνιώντας γιά τήν σωτηρία μας! Βλέπετε πόση Χάρη ἔχει καί ἡ Παναγία μας! Γι’ αὐτό πρέπει νά προσευχόμαστε καί στήν Παναγία καί νά τήν παρακαλοῦμε συνεχῶς καί στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Νά κρατήσουμε, λοιπόν, παιδιά μου, κάτι καί ἀπό αὐτή τήν ἱστορία. Τί νά θυμόμαστε ἀπό αὐτή τήν ἱστορία μέ τόν κρίνο; Τί λέτε; Τί μᾶς διδάσκει αὐτή ἡ ἱστορία;… Πόση δύναμη ἔχει ἡ προσευχή! Βλέπετε; γιατί κι αὐτό εἶναι πραγματικό περιστατικό. – Παππούλη… καί τή μαμά μου τή λένε Μαρία! Τήν λένε Μαρία, ἀλλά νά μοιάσουμε ὅλοι στήν Παναγία, ὄχι νά ἔχουμε μόνο τό ὄνομα. Καί μερικούς τούς λένε Μάριο, Παναγιώτη… ὁ καθένας ἔχει κι ἕνα ὄνομα. – Ξέρετε γιατί τό ἔχουμε τό ὄνομα; Τί μᾶς θυμίζει τό ὄνομά μας; Μᾶς θυμίζει τόν Ἅγιό μας καί θά πρέπει νά μοιάσουμε στόν Ἅγιό μας. Ὁ Χαράλαμπος, ἄς ποῦμε, ὅταν ἀκούει τό ὄνομά του, θά πρέπει νά θυμᾶται τήν ζωή τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καί νά τοῦ μοιάσει. Γι’ αὐτό, πρέπει ὅλοι νά διαβάσουμε τή ζωή τοῦ Ἁγίου μας, νά ξέρουμε πῶς ἔζησε ὁ Ἅγιός μας καί νά προσπαθήσουμε νά τόν μιμηθοῦμε. Καί νά ξέρετε οἱ Ἅγιοι εἴχανε συνεχή προσευχή, πολλή ἀγάπη στόν Θεό, πολλή ταπείνωση καί πολλή ἄσκηση. Αὐτά εἶναι τά χαρακτηριστικά ὅλων τῶν ἁγίων, πολλή ἀγάπη, πολλή ταπείνωση καί συνεχή νηστεία, προσευχή καί ἄσκηση. Ἔτσι θά ἁγιάσουμε κι ἐμεῖς παιδιά. Νά μοιάσουμε λοιπόν σ’ αὐτούς τούς καλούς ἀνθρώπους. Καί στόν πρῶτο πού ἀξιώθηκε νά δεῖ τόν Χριστό καί νά πάρει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τόσο γρήγορα, ἔ; Ἐνῶ δέν ἤξερε τίποτα, σέ τόσο μικρό χρονικό διάστημα πῆγε στόν Παράδεισο καί πῆρε μαζί του καί τόν ἡγούμενο. Καί τόν ἄλλον ἄνθρωπο πού προσευχόταν συνεχῶς στήν Παναγία. Γι’ αὐτό δέν εἶναι τό ζητούμενο νά ξέρουμε πολλές προσευχές καί πολλές θεολογίες, ἀλλά νά κάνουμε πολλή προσευχή καί ν’ ἀγαπήσουμε πολύ τόν Θεό καί τήν Παναγία. Γιά νά ποῦμε τώρα κάτι πιό βαθύ. Τί λέτε; – Ἡ ἁπλότητα εἶναι ἀρετή; Ἤ μήπως εἶναι καί λίγο χαζομάρα, βλακεία…; Αὐτός ὁ ἄνθρωπος διάβασε αὐτό τό ρητό τοῦ Κυρίου, πού λέει «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι» (Μαρκ. 8,34). Αὐτό εἶναι στήν ἀρχαία γλώσσα. Οὐσιαστικά αὐτό εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά νά γίνει κανείς μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος, λέει ὁ Κύριος, θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει, νά γίνει μαθητής Μου, θά πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, εἶναι τό πρῶτο, νά σηκώσει τόν σταυρό του καί νά Μέ ἀκολουθήσει. Δέν ξέρω, ἄν ἔχετε ἀναρωτηθεῖ ποτέ τί σημαίνουν αὐτά τά λόγια… γιατί βλέπετε, ὁ Χριστός μας ὅ,τι λέει πρέπει νά τό κάνουμε. Αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος δέν ἤξερε Θεολογία, ἀλλά τό πῆρε κατά γράμμα καί σκέφτηκε, γιά νά λέει ὁ Χριστός πρέπει νά ἔχουμε τόν σταυρό μας καί νά τόν σηκώνουμε, θά φτιάξω ἕναν σταυρό καί θά τόν σηκώνω! Ὁ Χριστός καί αὐτό ἀκόμα 121

δέν τό παρεξήγησε… νά πεῖ, τί κάνει τώρα αὐτός; Ἐγώ ἄλλο ἐννοοῦσα… Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ἔχουνε ἑρμηνεύσει τί σημαίνει νά ἀρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου καί νά σηκώσεις τόν σταυρό σου. Δέν ἐννοεῖ ὁ Χριστός φυσικά νά φτιάξεις ἕναν ξύλινο σταυρό καί νά τόν κουβαλᾶς στήν πλάτη σου, ὅπως ἔκανε αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος. Τί ἐννοοῦσε ξέρετε;.. Δέν ξέρει κανένας; – Τί θά πεῖ τό πρῶτο α΄: ὅποιος θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του; Ποιός θέλει νά μιλήσει; Αὐτά εἶναι πολύ βασικά πράγματα. Εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά νά γίνουμε μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Δέν θέλουμε νά γίνουμε μαθητές τοῦ Χριστοῦ; Νά Τόν ἀκολουθήσουμε, νά σωθοῦμε; Λέει ὁ Χριστός, γιά νά γίνεις μαθητής Μου, πρέπει νά κάνεις αὐτά τά τρία πράγματα. Ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος τό πῆρε κατά γράμμα, φορτώθηκε τόν σταυρό, σώθηκε. Ἀλλά φυσικά δέν ἐννοεῖ αὐτό ὁ Χριστός… κάτι ἄλλο ἐννοεῖ, παρόλο πού κι αὐτό τό ἁπλό τό δέχτηκε. – Ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας τί σημαίνει; Νά ἀρνηθῶ τόν ἑαυτό μου; Νά διαγράψω τό ὄνομά μου, ἄς ποῦμε, ἀπό τήν ταυτότητά μου; Ὅπως κάποιος νέος πού ἤξερα, πού ἐπειδή θύμωσε, ἔσκισε τήν ταυτότητά του. Αὐτό εἶναι νά ἀρνηθῶ τόν ἑαυτό μου; Τί σημαίνει; Τό θέλημα. Γιατί κυρίως ἑαυτός μας, αὐτό πού μᾶς χαρακτηρίζει, τί εἶναι καί μᾶς ξεχωρίζει ἀπό τά ζῶα ἄς ποῦμε; Καί τά ζῶα ἔχουνε σῶμα καί τά ζῶα ἔχουνε αἰσθήσεις καί τά ζῶα τρῶνε, κοιμοῦνται, ἀναπνέουν.. – Τί εἶναι αὐτό πού μᾶς ξεχωρίζει ἀπ’ τά ζῶα; – Ψυχή; Ἡ ψυχή καί ὅλα τά ἰδιώματα τῆς ψυχῆς, τά ὁποῖα εἶναι ποιά; Βασικά εἶναι δύο. Αὐτό πού λέμε κατ’ εἰκόνα, ὅτι εἴμαστε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πού ἔχουμε μόνο οἱ ἄνθρωποι καί δέν τό ἔχουν τά ζῶα εἶναι ἡ λογική καί τό ἄλλο στοιχεῖο πού ἔχουμε ἡ ἐλευθερία, τό αὐτεξούσιο. Τά ζῶα δέν ἔχουν αὐτεξούσιο, ἔχουν μόνο ἔνστικτα. Οὔτε λογική φυσικά ἔχουνε. Αὐτό εἶναι πού μᾶς ξεχωρίζει ἀπό τά ζῶα. Αὐτό σοῦ λέει ὁ Χριστός νά τό ἀρνηθεῖς. Τί σημαίνει τώρα νά τό ἀρνηθεῖς; Νά τό διαγράψεις; Ὄχι, δέν μπορεῖς, ἀλλά μπορεῖς νά τό δώσεις στόν Χριστό. Τήν λογική σου, τήν κρίση σου, τήν σκέψη σου, τά θελήματά σου, ὅλη σου τήν ψυχή, νά τήν καταθέσεις στόν Χριστό καί νά πεῖς: Χριστέ μου, ἐγώ δέν θέλω τίποτα γιά μένα, τίποτα τό δικό μου, θέλω ὅ,τι θέλεις Ἐσύ. Ἔτσι ἀρνούμαστε τόν ἑαυτό μας, ἀρνούμαστε τίς ἐπιθυμίες μας, τά θελήματά μας. Κάθε μέρα στό Πάτερ ἡμῶν δέν τό λέμε; Τί λέμε στόν Θεό; Γεννηθήτω τό θέλημά μου; Τό θέλημά Σου δέν λέμε; Ἐκφράζουμε ἀκριβῶς αὐτή τήν ἐπιθυμία νά ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Κυρίως ἑαυτός μας εἶναι τό θέλημά μας, παιδιά. Τό θέλημά μας εἶναι, τό αὐτεξούσιο, ἡ ἐλευθερία.Αὐτό σοῦ λέει ὁ Χριστός νά τό ἀφήσεις σέ Μένα. Αὐτό πού καί ὁ Ἴδιος ἔκανε στήν ἀγωνιώδη προσευχή Του στήν Γεθσημανή καί εἶπε στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του «μή τό ἐμόν, ἀλλά τό σόν θέλημα γενέσθω». Ἐνῶ, ὡς ἄνθρωπος, εἶπε στόν Πατέρα «εἰ δυνατόν παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο» (Ματθ. 26,39), ἄν εἶναι δυνατόν νά φύγει ἀπό Μένα αὐτό τό ποτήρι τό πικρό, τοῦ θανάτου. Ἀλλά στό τέλος εἶπε «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ». Αὐτή εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, παιδιά. 122

Τώρα εἶναι καλοκαίρι. Τό θέλημά σου τί σοῦ λέει; Ἐνῶ ξέρεις ὅτι πρέπει νά κάνεις προσευχή, νά κάνεις ὑπακοή, νά δώσεις τόν χρόνο σου στόν Θεό κ.λ.π. σοῦ λέει ἄσε αὐτά καί πήγαινε νά παίξεις, πήγαινε νά γλεντήσεις, πήγαινε νά μιμηθεῖς τί κάνει ὁ κόσμος, ἄσε αὐτά πού λέει ὁ Χριστός… Ἐδῶ κρινόμαστε παιδιά. Αὐτό σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας: ἀφήνω τά δικά μου θελήματα, τά ἐγωιστικά, τά κοσμικά, τά φίλαυτα, τήν ραθυμία, τήν τεμπελιά… καί ρίχνομαι στήν ἐργασία γιά τόν Χριστό ὑπακούοντας στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. – Σήμερα τά παιδιά τί λένε κατεξοχήν; Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι.. Ἔτσι δέν λένε τά παιδιά; Μπορεῖ νά τό λέτε κι ἐσεῖς. – Γιατί βαριόμαστε τό ἔχετε σκεφτεῖ; Γιατί βαριοῦνται τά παιδιά; Εἶναι φυσιολογικό αὐτό, ὑγιές; Ὄχι, εἶναι ἄρρωστο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος νά ζεῖ, νά κινεῖται, νά χαίρεται, νά εἶναι γεμάτος ζωή, δραστηριότητα. Δέν εἶναι φτιαγμένος γιά νά βουλιάζει σέ μιά ἀπραξία ἤ νά κάνει ἔτσι ἀνούσια πράγματα, γιά νά γεμίζει τό κενό του. Γιατί δέν ἔχουμε αὐτή τήν ζωή, αὐτή τήν δράση τήν οὐσιαστική; Γιατί δέν ἔχουμε, παιδιά, τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουμε Χάρη. Τήν πήραμε μέν στό βάπτισμα, ἀλλά τήν ἔχουμε μπαζωμένη, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Καί αὐτή ἡ Χάρις εἶναι πού μᾶς δίνει ζωή ἀληθινή. Εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός αὐτή ἡ Χάρις. Χωρίς τόν Θεό δέν ἔχεις ζωή καί νιώθεις ἀνίκανος γιά ὁτιδήποτε. Σοῦ δίνει ὁ κόσμος κάτι εὐχάριστο στίς αἰσθήσεις, τό παίρνεις μιά, τό παίρνεις δυό, τό παίρνεις τρεῖς, μετά κόρος.. τό βαριέσαι. Μετά θέλεις κάτι ἄλλο. Τό κάνεις καί τό ἄλλο, τό τρῶς κ.λ.π. τό βαριέσαι κι αὐτό. Γιατί ἡ ψυχή δέν γεμίζει μ’ αὐτά. Ἡ ψυχή εἶναι φτιαγμένη γιά τόν Θεό, ζητάει τόν Θεό, ζητάει τήν ὄντως Ζωή, που εἶναι ὁ Θεός. Ὅσο λοιπόν ἐμεῖς δέν κάνουμε αὐτή τήν κίνηση, ν’ ἀρνηθοῦμε ὅλα αὐτά τά μάταια, τά χαζά, τά κοσμικά, πού ἁπλῶς ἱκανοποιοῦν τίς αἰσθήσεις ἀλλά ἀμέσως μετά σοῦ φέρνουν τήν βαρεμάρα, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε τήν Ζωή, πού δέν βαριέσαι ποτέ! Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἡ ἀγάπη στόν Θεό δέν ἔχει κόρο. Ξέρετε τί θά πεῖ κόρος; Κορεσμός, βαρεμάρα.. τό βαριέσαι, τό μπουχτίζεις. Στόν Θεό δέν ὑπάρχει κόρος. Ἐνῶ στά πράγματα τοῦ κόσμου, στό καλύτερο φαγητό ἤ στό καλύτερο σπόρ, ὁτιδήποτε, τό βαριέσαι, γιατί δέν εἶναι αὐτό πού θά σοῦ γεμίσει τελικά τήν ψυχή. Καί τήν κενοδοξία νά τήν ἱκανοποιήσεις, θά δεῖς κάποια στιγμή πώς δουλεύεις στήν ματαιότητα καί αὐτοί πού σέ χειροκροτοῦνε, πίσω ἀπό τήν πλάτη σου οἱ ἴδιοι σέ βρίζουνε καί σέ εἰρωνεύονται. Καί λές γιά αὐτά ἀγωνίζομαι; Ἀξίζει; Δέν άξίζει. Ἐνῶ ὁ Θεός ποτέ δέν σέ ἀπαξιώνει. Καί ἕνα ποτήρι πικρό ὕδωρ, λέει, νά δώσεις, θά πάρεις μισθό. Κι αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος μέ αὐτή τή μικρή θυσία πού ἔκανε, συνεπέστατα ὅμως, κέρδισε τόν Παράδεισο. Πολύ γρήγορα πῆγε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 123

Γι’ αὐτό, παιδιά, σημασία ἔχει ν’ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Κι αὐτή ἡ ἀγάπη δέν σοῦ φέρνει ποτέ βαρεμάρα. Καί τώρα πού ἔχετε διακοπές, εἶναι εὐκαιρία νά δοθεῖτε λίγο, νά προσπαθήσετε νά ἀγαπήσετε τόν Χριστό. Νά ξυπνήσουμε αὐτή τή ζωή πού ἔχουμε μέσα μας. Τήν ἔχουμε τήν ζωή, εἶναι τό Βάφτισμα, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού πήραμε στό Χρίσμα ἀλλά χρειάζεται λίγο νά προσπαθήσουμε, νά προσευχηθοῦμε, νά νηστέψουμε, νά διαβάσουμε, νά μελετήσουμε. Νά κόψουμε τό θέλημά μας, αὐτό εἶναι τό βασικό, καί νά κάνουμε ὑπακοή. Ὁ Πνευματικός μᾶς ἔχει πεῖ νά κάνουμε κάποιον κανόνα, νά κάνουμε κάθε μέρα κάποιους κόπους. Νά λές τήν εὐχή, νά κάνεις λίγες μετάνοιες, νά διαβάζεις τό Εὐαγγέλιο… Τά κάνεις αὐτά; Αὐτά εἶναι τό ἐλάχιστο γιά νά ἔχεις μέσα σου τήν ζωή καί νά μήν βαριέσαι. Νά μή βαρεθεῖς καί τήν ἴδια σου τή ζωή, ὅπως τά περισσότερα παιδιά σήμερα, πού φτάνουν στό τέλος νά πηδᾶνε στούς καταρράκτες. – Ξέρετε πόσα παιδιά πηδᾶνε στούς καταρράκτες καί ἐδῶ στήν Ἔδεσσα καί σκοτώνονται; Αὐτοκτονοῦν. Αὐτό εἶναι ὑγιές; Ὄχι, ἀρρώστια εἶναι καί δείχνει κάτι, ὅτι τά παιδιά ἔχουν βαρεθεῖ τή ζωή τους καί τό θεωροῦν καί κατόρθωμα… , γιατί ἔτσι τούς λέει ὁ διάβολος, ὅτι εἶναι μεγάλο κατόρθωμα αὐτό, νά αὐτοκτονήσεις. Γιατί ὁ διάβολος εἶναι ἀνθρωποκτόνος, μισεῖ τόν ἄνθρωπο. Καί ὅσο ἐσύ δέν ἀρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου, τόν κακό ἑαυτό σου, τά πάθη σου, τόσο σέ γραπώνει. Σέ κυριεύει, σέ κυριεύει καί σέ ρίχνει, μέχρι νά σέ σκοτώσει. Κι ἄν δέν τά καταφέρει βιολογικά, σέ σκοτώνει ψυχικά. Βλέπετε, ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο πρῶτα πέθανε πνευματικά-ψυχικά καί μετά ἀπό ἐννιακόσια χρόνια πέθανε καί σωματικά. Ἄν δέν ἔκανε τήν ἁμαρτία, τήν παρακοή, δέν θά πέθαινε. Τό ξέρετε; Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα δέν θά πέθαιναν ποτέ. Εἶχαν τήν ἀθανασία δυνάμει. Ἄν ἔκαναν τήν ὑπακοή, θά τήν εἶχαν καί ἐνεργεία. Δέν εἶχαν ὅμως ὑπακοή, δέν θέλησαν ν’ ἀρνηθοῦν τό φίλαυτο θέλημά τους καί νά ποῦνε, θά κάνω ὑπακοή στόν Θεό. Ὄχι, λένε, νά δοκιμάσουμε αὐτό πού λέει ὁ ὄφις. Ὁ ὄφις τί τούς ἔταξε; Τούς λέει: τώρα, τί κάνετε ὑπακοή στόν Θεό; Ἀκοῦστε ἐμένα καί θά περάσετε καλά. Φᾶτε αὐτό τό φροῦτο, δεῖτε τί ὡραῖο πού εἶναι καί θά γίνετε θεοί κατευθείαν, χωρίς ὑπακοές καί τέτοια πράγματα.. – Ἔγιναν θεοί; Ὄχι. Τί ἔγιναν; Θνητοί. Πέθαναν. – Βλέπετε ποῦ πάει ἡ παρακοή; Στόν θάνατο. Ἐνῶ ὅταν κανείς ἀρνεῖται τό θέλημά του, κάνει ὑπακοή δηλαδή στόν Θεό, πάει στή ζωή. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶπαν: ὑπακοή=ζωή, παρακοή=θάνατος. Αὐτό εἶναι ἐξίσωση, εἶναι μαθηματικά. Δέν θέλω νά σᾶς πῶ ἄλλα καί νά σᾶς κουράσω. Κρατῆστε τα αὐτά. Ἔχετε στόν νοῦ σας: ἡ ὑπακοή στόν Θεό φέρνει ζωή, παιδιά. Ἡ παρακοή στόν Θεό καί ὑπακοή στά θελήματά μας φέρνει θάνατο καί μιά μορφή θανάτου εἶναι αὐτή ἡ βαρεμάρα πού ἔχει πέσει σήμερα στούς ἀνθρώπους, πού δέν ἔχουν νόημα ζωῆς. Ἡ ζωή δέν ἔχει ἔννοια μετά…δέν γεμίζει μέ τίποτα. Καί οἱ φιλόσοφοι σήμερα στήν Εὐρώπη ὡς τό κύριο 124

πρόβλημα τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου αὐτό ἐντοπίζουνε, ὅτι ἡ ζωή τους δέν ἔχει νόημα. Δέν ξέρουν, γιατί ζοῦν οἱ ἄνθρωποι, δέν βρίσκουν περιεχόμενο στή ζωή καί λένε, γιατί νά ζῶ; Γι’ αὐτό καί ἔφτασαν νά νομιμοποιήσουν καί τήν εὐθανασία. Ξέρετε τί εἶναι ἡ εὐθανασία. Σοῦ κάνουν μία ἔνεση καί πεθαίνεις. Δέν τήν κάνεις μόνος σου. Πηγαίνεις στό νοσοκομεῖο καί στήν κάνουν, γιά νά ἔχεις τάχατες ἀξιοπρεπή θάνατο. Ἐκεῖ τούς πάει ὁ διάβολος, σέ μιά ἔμμεση αὐτοκτονία. Ἔ, σοῦ λέει, δέν ὑπάρχει τίποτα… ζήσαμε ὅ,τι ζήσαμε, τώρα νά μήν ἔχουμε καί πόνους.. νά φύγουμε μιά ὥρα ἀρχύτερα… Βλέπετε; Στήν ἀπελπισία καί στήν αὐτοκτονία ὁδηγεῖ ἡ μή ἀγάπη στόν Θεό. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης https://hristospanagia3.blogspot.gr *************************************************************** Παιδικό Ιστολόγιο http://childrenistologio2.blogspot.com *************************************************************** Κατεβάστε τις συνέχειες της σειράς,όπως και μελλοντικά pdf με νέες απομαγνητοφωνημένες ομιλίες που θα αναρτούνται ανα διαστήματα,στην ανωτέρω ηλεκτρονική διεύθηνση,στην επίσημη ιστοσελίδα,στην στήλη του blog (πάνω-δεξιά). (hristospanagia3.blogspot.gr) *************************************************************** 125

Ομιλίες Ορθόδοξης Κατήχησης - Ορθόδοξες Απαντήσεις (Ορθόδοξες ψυχοφελείς ομιλίες πάνω σε ποικίλα πνευματικά θέματα) (Πώς Θα Σωθούμε) http://www.hristospanagia.gr/?p=61046 (Ροή Ομιλιών-Συχνή Ανανέωση) https://www.youtube.com/channel/UCEtOr176QWbyqK_H3ZZoJJw/videos (Ομιλίες ανά θεματική κατηγορία) https://www.youtube.com/channel/UCEtOr176QWbyqK_H3ZZoJJw/playlists Λόγοι & Διδαχές Αγίων Πατέρων - Πατερικά Κείμενα, Ωφελήματα Ψυχής - Ορθόδοξες Ομιλίες - Ιστορικά Θέματα http://hristospanagia3.blogspot.gr http://www.hristospanagia.gr http://agiapsychanalysi.blogspot.com Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου Κατεβάστε δωρεάν τις σειρές ομιλιών - Διαβάστε Online http://www.hristospanagia.gr/?p=64955 http://www.hristospanagia.gr/?p=60605 http://pubhtml5.com/bookcase/zxzm Λίστα και Σύνδεσμοι Απομαγνητοφωνημένων Ομιλιών http://hristospanagia3.blogspot.gr/p/blog-page_27.html Βιβλία του Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου http://hristospanagiapsavvas.blogspot.com ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ – HOW SHALL WE BE SAVED ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΣΕ ΗΧΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ, ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ. ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, Η ΚΑΘΑΡΣΗ, Η ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ. ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Κ.Λ.Π. ΠΩΣ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ Η ΚΑΘΑΡΣΗ, Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ ΜΑΣ. IN THIS SMALL DOCUMENT THERE ARE FUNDAMENTAL SPEACHES IN GREEK OF ARHIMANDRITE SAVVAS AGIOREITIS FOR SALVATION, LORD JESUS CHRIST, ORTHODOX CHURCH, THEOTOKOS, FILOKALIA, PASSIONS, JESUS PRAYER AND SPIRITUAL STRUGGLE. Κατεβάστε δωρεάν την σειρά ομιλιών - Διαβάστε Online http://www.hristospanagia.gr/?p=61046 126


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook