Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore (11o Μέρος) - Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου

(11o Μέρος) - Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου

Published by hristospanagia, 2018-01-16 06:10:10

Description: (11o Μέρος) - Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου

Ομιλίες Ορθόδοξης Κατήχησης

ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΣΕ ΗΧΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ, ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ. ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, Η ΚΑΘΑΡΣΗ, Η ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ. ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Κ.Λ.Π. ΠΩΣ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ Η ΚΑΘΑΡΣΗ, Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ ΜΑΣ.

Search

Read the Text Version

τάχα ἔχουν φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, μιλοῦν γιά ὁράματα καί ὀπτασίες. Στήν ὑπόδειξητοῦ Πνευματικοῦ νά μήν δίνουν σημασία καί νά μήν ἐπιζητοῦν αὐτά, διαμαρτύρονται καίἐξανίστανται παρακούοντας τίς συμβουλές του, ἤ κατακρίνοντάς τον ἐσωτερικά ὅτι δέν ἔχει ὁἴδιος παρόμοιες δῆθεν πνευματικές ἐμπειρίες, γινόμενοι ἔτσι παίγνιο τῶν πονηρῶνπνευμάτων»[3].Εἶναι πολύ δύσκολη ἡ διάκριση τῶν ὁραμάτων. «Ο πνευματικός» γράφει ὁ π. ΣωφρόνιοςΣαχάρωφ «κατά την συνάντησιν αυτού μετά προσώπων άτινα διηγούνται εις αυτόν περίτων οράσεων αυτών μεριμνά πρωτίστως όπως ασφαλώς διακρίνη την αληθή πηγήν τηςοράσεως εάν είναι αύτη όντως δεδομένη Άνωθεν, ή μόνον αποκύημα διεγηγερμένηςφαντασίας, ή συνέπεια επιρροής των εχθρικών πνευμάτων. Το έργον είναι ενιότεδύσκολον και άκρως υπεύθυνον. Εάν το παρά του Θεού δοθέν επιγράψωμεν εις εναντίανδύναμιν τότε κινδυνεύομεν να εμπέσωμεν εις βλασφημίαν κατά του Πνεύματος του Αγίου.Και αντιθέτως: Εάν δεχθώμεν δαιμονικήν επίδρασιν ως εκ του Θεού προερχομένην τότεωθούμεν τον εμπεπιστευμένον εις ημάς εξομολογούμενον εις την λατρείαν των δαιμόνων.Συνεπώς είναι απαραίτητος εις πάντας ανεξαιρέτως τους πνευματικούς η θερμή καιδιηνεκής προσευχή εν γένει και εν εκάστη ιδιαιτέρα περιπτώσει, όπως Αυτός ο Κύριοςδιαφυλάξη αυτούς από σφαλμάτων εν τη διακονία αυτών»[4].Κάποτε μπορεῖ ὁ Πνευματικός νά χρησιμοποιήσει μία μέθοδο γιά νά διαπιστώσει ἄνὑπάρχει ὑπερηφάνεια ἤ ταπείνωση στήν ψυχή αὐτοῦ πού διηγεῖται τήν ὅραση.«Όταν η κατάστασις των πραγμάτων δεν είναι σαφής» γράφει ὁ π. Σωφρόνιος «εις τονπνευματικόν δύναται ούτος να καταφύγη εις την «ψυχολογικήν μέθοδον»: Προτείνει ειςτον εξομολογούμενον να μη εμπιστεύηται εις ιδιότυπα φαινόμενα παντός είδους. Εάν ηόρασις είναι αληθώς εκ του Θεού, τότε εν τη ψυχή του εξομολογουμένου θα επικρατήταπείνωσις και ησύχως θα δεχθή την συμβουλήν να ευρίσκηται ούτος πάντοτε εν νήψει.Εις την αντίθετον περίπτωσιν είναι δυνατόν να αντιδράση αρνητικώς ο εξομολογούμενοςεπιμένων να αποδείξη ότι η όρασις δεν ήτο δυνατόν να προέρχηται άλλοθεν ει μη εκ τουΘεού. Τότε έχομεν λόγον να αμφιβάλλωμεν περί αυτού. Βεβαίως η τοιαύτη μέθοδος }223} δεν είναι ει μη καταπραϋντικόν τι, και δεν πρέπει να προσφεύγωμεν εις αυτήνευκόλως. Η πείρα κατέδειξεν ότι, όταν πειράζη τις τον αδελφόν αυτού ωθεί αυτόν ειςθυμόν και πικρίαν»[5]. Ἐπίσης εὔστοχα ἐπισημαίνει: «Η υπερηφανία συνιστά τον πυρήνα τηςπνευματικής πτώσεως. Δια της υπερηφανίας οι άνθρωποι αποβαίνουν όμοιοι προς τουςδαίμονας. Ίδιον εις τον Θεόν είναι η ταπεινή αγάπη, … }210}»[6]. Ἴδιον τοῦ ὑπερήφανου εἶναιτό ἴδιον θέλημα.«Αὐτοί πού ἐπιπόλαια ἐξομολογοῦνται» παρατηρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος «δέν γνωρίζουν τίσημαίνει ἐλεύθερη ὑπακοή, γιατί πρώτιστο μέλημά τους εἶναι ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἰδίουθελήματος. Ἐφαρμόζουν δικό τους πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς καί δέν ἐπιδέχονται καμιάνουθεσία. Ὁ Πνευματικός, τούς ἀκούει κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεώς τους μέπροσοχή καί προσευχή καί ἀντιλαμβάνεται τήν ἀμετανοησία τους καί τήν ἔλλειψη ἀγαθῆςδιαθέσεως ἐκ μέρους τους. Ὅταν ἀρχίσει νά τούς νουθετεῖ τόν διακόπτουν. Ὅταν μέταπείνωση τούς παρατηρεῖ καί ὑποδεικνύει τά σφάλματά τους, ἐξανίστανται καί δέν θέλουν101

νά τά παραδεχθοῦν. Μάλιστα δέ αἰσθάνονται καί προσβεβλημένοι, ὄχι γιατί τούς ἔθιξε, ἀλλάγιατί εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐγωϊσμό. Γιά νά γίνουν πιό πειστικοί, ἰδιαιτέρως ἄν εἶναι γυναῖκες πούἐξομολογοῦνται, ἔχουν πρόχειρα τά δάκρυα στά μάτια μόνο, ὄχι δέ καί στήν ψυχή. Γιατί οὔτεταπεινωμένοι εἶναι οὔτε συντετριμμένοι, ἀλλά αὐθάδεις καί προπετεῖς. Γι’ αὐτό τά δάκρυάτους δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας, ἀλλά ἐπιφανειακά, ψεύτικα καί ὑποκριτικά, τά ὁποῖαὑποδηλώνουν πληγωμένο ἐγωϊσμό καί ὄχι συντετριμμένη καρδιά»[7].Δυστυχῶς οἱ ὑπερήφανοι-ἐγωισταί προσέρχονται στό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως-Μετανοίας-Πνευματικῆς Πατρότητας ὄχι γιά νά μάθουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλά γιά νάκάνουν μία «συζήτηση», νά πάρουν καί τή «γνώμη-ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας». Πολύςἐγωισμός συνήθως ὑπάρχει στούς μορφωμένους σέ ἀντίθεση μέ τούς ἀμόρφωτους πούεἶναι κατά κανόνα πιό ταπεινοί.«Οι πεπαιδευμένοι άνθρωποι» σημειώνει ὁ π. Σωφρόνιος «κρατούν ισχυρώς άλληναρχήν: την ιδίαν αυτών σύνεσιν. Πας λόγος του ιερέως δι’ αυτούς είναι απλώςανθρώπινος, και ως εκ τούτου υποκείμενος εις κριτικήν συζήτησιν. Να ακολουθήση τιςαδιακρίτως την υπόδειξιν του πνευματικού θα ήτο δι’ αυτούς μωρία.Εκείνο όπερ βλέπει και φρονεί ο πνευματικός τούτο ουδόλως αποδέχεται ο ψυχικόςάνθρωπος και απορρίπτει διότι ζη εις άλλο επίπεδον. Και εγώ ο ίδιος, συναντώμενος μετ’ανθρώπων οίτινες κατευθύνονται υπό των προσωπικών αυτών παρορμήσεων καιαπορρίπτουν τον λόγον, τον διδόμενον υπό του ιερέως κατόπιν προσευχής, αρνούμαι ναεκζητήσω παρά του Θεού, όπως αποκαλύψη εις τους προσερχομένους το άγιον καιπαντέλειον Αυτού θέλημα. Δια της οδού ταύτης δεν θέτω αυτούς εις κατάστασιν πάληςμετά του Θεού, αλλά λέγω εις αυτούς την προσωπικήν μου μόνον γνώμην, ήτιςστηρίζεται επί των Έργων των αγίων Πατέρων ή της Αγίας Γραφής, και αφήνω αυτούςελευθέρους από της Θεομαχίας, και τρόπον τινά εις το δικαίωμα να αποκλίνουναναμαρτήτως από της συμβουλής μου, ως εξ ανθρώπου μόνον προερχομένης. Βεβαίωςτούτο μακράν απέχει του ζητουμένου αφ’ ημών εν τοις μυστηρίοις της Εκκλησίας»[8].Ἡ διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ πρέπει νά εἶναι πολύ μεγάλη ὥστε νά ὁδηγήσει στήνΠνευματική θεραπεία τόν ἐξομολογούμενο. «Καλείται (ο πνευματικός)» γράφει ὁ π.Σωφρόνιος «προς υψίστην δημιουργίαν, εις ασύγκριτον τιμήν: να δημιουργήση θεούς διατην αιωνιότητα εν τω Ακτίστω Φωτί». Αὐτή ἡ δημιουργία ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο τήν διάκρισητοῦ Πνευματικοῦ ἀλλά καί τήν συνεργασία τοῦ μετανοοῦντος-ἐξομολογουμένου.Οἱ ταπεινοί ἄνθρωποι, σέ ἀντίθεση μέ τούς ἐγωιστές, εἶναι αὐτοί πού ἀναπαύουν τόν Θεόἀλλά καί τόν Πνευματικό. Αὐτοί καί ὁδηγοῦνται στή θεραπεία. « Συνήρπαζεν εμέ» γράφειπάλι ὁ π. Σωφρόνιος « η θέα των εκλεκτών του Θεού, των κεκρυμμένων υπό τηνταπεινήν αυτών εμφάνισιν. Ενίοτε οι ίδιοι φυλασσόμενοι υπό του Θεού, δεν κατενόουνοπόσον πλουσία ευλογία επανεπαύετο εν αυτοίς. Εις αυτούς κατ’ εξοχήν εδόθη ναδιαισθανθούν την ανεπάρκειαν αυτών κατά καιρούς δε εις τοιούτον βαθμόν, ώστετρόπον τινα να μη τολμούν και να σκεφθούν ότι ο Θεός επαναπαύεται εν αυτοίς και ούτοιεν Αυτώ. Τινές εξ αυτών ωδηγήθησαν εις την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός, αλλά δενεγνώριζον περί αυτού του γεγονότος, εν μέρει διότι ήσαν ολίγον μόνον οικείοι προς τα102

Έργα των αγίων Πατέρων, οίτινες περιγράφουν το είδος της χάριτος ταύτης. Η άγνοιαεφρούρει αυτούς εξ ενδεχομένης κενοδοξίας»[9].Κι ἐνῶ οἱ ταπεινοί ἁγιάζονται δυστυχῶς ὑπάρχουν καί κάποιοι τόσο ὑπερφίαλοι καίὑποκριτές πού νομίζουν ὅτι μποροῦν νά ἐμπαίξουν τόν Θεό, τόν Πνευματικό καί τόμυστήριο. Ἐξομολογοῦνται ἁπλῶς γιά νά τακτοποιήσουν κάπως τή συνείδησή τους ἤ καίγιά «νά φανοῦν στούς ἀνθρώπους» ὅτι εἶναι «ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας».«Ἀποκορύφωμα τῆς ὑποκρισίας αὐτοῦ πού ἰσχυρίζεται ὅτι δῆθεν ἐξομολογεῖται»παρατηρεῖ ὁ π. Παῦλος «εἶναι ὁ ἐμπαιγμός τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.Προσποιεῖται τόν εὐσεβῆ. Πηγαίνει δῆθεν γιά νά καταθέσει τίς ἁμαρτίες του αλλά δένἀνέχεται τίς παρατηρήσεις καί δέν ἀκολουθεῖ τίς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ.Ἐπειδή ὁ ἐξομολογούμενος ἀπωθεῖ τά αἰσθήματα τῆς ἐνοχῆς, μή θέλοντας νά παραδεχθεῖτά σφάλματά του, τά μεταβιβάζει στούς ἄλλους καί ἐκφράζει προσωπικά παράπονα πούἔχει γι’αὐτούς ἀλλά καί γιά τόν ἴδιο τόν Πνευματικό.Τολμᾶ μάλιστα νά ἐλέγχει τόνΠνευματικό γιά τίς ἀπόψεις καί τίς θέσεις του πάνω σέ διάφορα θέματα, τά ὁποῖα εἶναιἄσχετα μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἐάν δέ τύχει, λόγῳ θέσεως νά ἐπηρεάζειμιά ὁμάδα ἀνθρώπων, τότε τούς ἐπιστρατεύει καί αὐτούς, ὥστε καί ἐκεῖνοι, ἐν εἴδεικασέτας μαγνητοφώνου νά ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια παράπονα ἐν ὥρᾳ ὑποτίθεταιἐξομολογήσεώς τους»[10]. Πολλοί κατηγοροῦν τόν Πνευματικό γιά σκληρότητα,αὐστηρότητα καί ἔλλειψη διάκρισης. Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν συνήθως εἶναι ἡ ἔλλειψηἀληθινῆς μετάνοιας καί διάθεσης γιά θεραπεία ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἐξομολογουμένου.«Η ψυχολογία των μοναχών» γράφει ὁ π. Σωφρόνιος πού πρίν μεταβεῖ στήν Εὐρώπηἦταν Πνευματικός σέ πέντε Ἁγιορείτικα μοναστήρια «η υπομονή και η αντοχή αυτώνυπερέβαινον τοσούτον πάντας και πάντα (όσα εν Ευρώπη συνήντησα), ώστε δενεύρισκον ούτε λόγους, ούτε εξωτερικούς τρόπους επικοινωνίας. Εκείνο όπερ οι μοναχοίαποδέχονται μετ’ ευγνωμοσύνης, εν Ευρώπη συνέτριβε τους ανθρώπους.Πολλοί απεστρέφοντο εμέ ως ασυνήθως σκληρόν, και δη σκληρόν μέχρι διαστροφής τουΕυαγγελικού πνεύματος της αγάπης. Και εγώ κατενόουν τας κρίσεις ταύταςαντιλαμβανόμενος ότι τα «μέτρα» των μοναχών και τα μέτρα των ανθρώπων του δυτικούπολιτισμού διέφερον βαθέως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πλέον αφύσικος, ουχί μόνονδια τος ανθρώπους των καιρών του «Μεγάλου Ιεροεξεταστού», αλλά και δια τουςσυγχρόνους ημών θα ήτο ο Χριστός.Τις δύναται να ακούση του Χριστού ή έτι μάλλον να ακολουθήση Αυτόν; Εκείνο όπερεδίδετο εις τους μοναχούς μετά παρέλευσιν δεκαετιών πένθους, οι σύγχρονοι άνθρωποιθέλουν να λάβουν εις σύντομον χρονικόν διάστημα, και μάλιστα κατά την διάρκειανολίγων ωρών ευχαρίστου «θεολογικής» συζητήσεως. Οι λόγοι του Χριστού – έκαστοςλόγος Αυτού – ήλθον εις τον κόσμον τούτον Άνωθεν. Ανήκουν εις την σφαίραν άλλωνδιαστάσεων και δεν αφομοιούνται άλλως, ει μη δια της οδού της επί μακρόν προσευχήςμετά πολλών δακρύων. Άνευ της προϋποθέσεως ταύτης θα παραμένουν εσαεί103

ακατανόητοι εις τον άνθρωπον, τον οσονδήποτε «πεπαιδευμένον» έστω και θεολογικώς(ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ)»[11].Τό ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ γίνεται πολύ δύσκολο ὅταν συκοφαντεῖται ἤ διαβάλλεται ἀπότά ὑποτιθέμενα πνευματικά του παιδιά:«Οὐδόλως εἶναι ἁπλοῦν εἰς τὸν μοναχὸν» παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ «νὰβαστάση τὸν κόπον τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Καὶ τοῦτο διότι εἶναι μὲν εὐεργετικὴ εἰςαὐτὸν προσωπικῶς ἡ περὶ αὐτοῦ λίαν ἀρνητικὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων … ὅμως … πᾶςἀρνητικὸς λόγος περὶ αὐτοῦ ἐμπνέει δυσπιστίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουνἀνάγκην καθοδηγήσεως, παρηγορίας καὶ στηριγμοῦ. Ἡ λύπη αὐτοῦ γίνεται διπλῆ:Λυπεῖται δι’ ἑαυτόν, διότι ζῆ ἀναξίως πρὸς τὴν κλῆσιν αὐτοῦ, λυπεῖται καὶ διὰ τὴνζημίαν, τὴν ὁποίαν ὑφίσταται ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ὅταν καταστρέφηταιτὸ κύρος τῶν ἱερουργῶν. Ἡ ἀνυπακοὴ εἰς τὸν λόγον τῶν πνευματικῶν πατέρων εἶναιἰσοδύναμος πρὸς τὴν ἀπόρριψιν τοῦ λόγου τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ ἀκούων ὑμῶνἘμοῦ ἀκούει καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς Ἐμὲ ἀθετεῖ»[12].Πολλές φορές ἐπίσης τά πνευματικά παιδιά μέ μεγάλη εὐκολία ἐγκαταλείπουν τόνΠνευματικό τους Πατέρα.« Πρὸς τὸν ἱερέα» παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος «συμπεριφέρονταιοἱ ἄνθρωποι, ὡς καὶ πρὸς τὸν Θεόν: Ἀπορρίπτουν αὐτὸν μετὰ φοβερᾶς εὐκολίας ὡς τι τὸἄχρηστον, μετὰ τῆς βεβαιότητος ὅτι εὐθὺς ὡς θὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκην αὐτοῦ, θὰ καλέσουναὐτὸν καὶ οὗτος δὲν θὰ ἀρνηθῆ νὰ ἔλθη»[13]. }215}Ἄλλοτε τά Πνευματικά παιδιά πού προηγήθηκαν στή γνωριμία μέ τόν Πνευματικόἐμποδίζουν τά πνευματικά Παιδιά πού προσέρχονται ἀργότερα καί βάζουν προσκόμματαστόν ἴδιο τόν Πνευματικό ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς «ἀγάπης» καί τῆς «περιφρούρησης» τοῦΠνευματικοῦ«Εἷς ἐπίσκοπος ὅστις μετὰ θέρμης παρέδωκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν πασχόντων… ἔγραψεν εἰς ἐμέ: «Ἤρχισα νὰ φοβοῦμαι τὴν ἀγάπην». Βραδύτερον κατενόησα τοὺςλόγους αὐτοῦ ὡς ἑξῆς: Ἐκεῖνοι, οἵτινες ὠφελήθησαν ὑπ’ αὐτοῦ, προσεκολλῶντο εἰςαὐτόν, καὶ κατ’ ἀρχὰς ἐβοήθουν αὐτὸν ἐν τῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ διακονία· ἐν συνέχειᾳ ὅμωςκερδήσαντες τὴν ἐμπιστοσύνην αὐτοῦ καὶ γενόμενοι ἀπαραίτητοι δι’ αὐτόν,ἐπεβουλεύοντο τὴν ἐλευθερίαν αὐτοῦ παρεμβάλλοντες πανταχοῦ δυσκολίας, ὅτε οὗτοςπαρέδιδεν ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἐσχάτως προσερχομένους. Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὅτεπαρέλαβον τὴν ἐπιστολήν, δὲν κατενόουν εἰσέτι τὸ φοβερὸν νόημα τῶν λόγων αὐτοῦ.Διηνοίχθη εἰς ἐμὲ τοῦτο κατὰ τοὺς χρόνους τῆς διακονίας μου ἐν Εὐρώπη»[14].Ἴσως ἡ πιό δύσκολη περίπτωση γιά τόν Πνευματικό εἶναι ὅταν ὁ τάχα ὑποτακτικός-πνευματικό παιδί ἔχει «κλειδωθεῖ» στίς ἀντιλήψεις του καί βλέπει διαμετρικά ἀντίθετα τάπράγματα ἀπ’ ὅτι εἶναι στήν πραγματικότητα. Τότε παρεξηγεῖ κάθε ἐνέργεια τοῦΠνευματικοῦ του καί τό κατακρίνει γιά ὅλα.«Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐννοήση τις τοὺς ἀνθρώπους» παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος, καὶσυνεχίζει:«Οὗτοι εἴτε εἶναι τυφλοὶ καὶ «οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι», εἴτε πάσχουν ὑπὸ104

πνευματικοῦ καὶ νοεροῦ δαλτωνισμοῦ (πάθησις ὀφθαλμῶν μὴ ἐπιτρέπουσα τὴν διάκρισιντῶν χρωμάτων). Συχνάκις βλέπουν τὰ πράγματα εἰς διαμετρικῶς ἀντίθετον φωτισμόν,ὁμοίως πρὸς τὸ ἀρνητικὸν φωτογραφίας … Νὰ γνωρίση τις τότε τὴν πραγματικὴνἀλήθειαν τῆς ζωῆς ἀποβαίνει πλέον ἀδύνατον. Ἐν τοιαύτῃ καταστάσει δὲν ἀπομένειχῶρος δι’ οὐδένα λόγον. Οὗτοι διάκεινται ἐχθρικῶς πρὸς τὰς κινήσεις τῆς ἁγίας ἀγάπης.Ἡ ὑπομονητικὴ ταπείνωσις ἐκλαμβάνεται ὡς ὑποκρισία. … διά τοῦ ὅλου κλίματος ὅπερδημιουργοῦν διὰ τῆς στάσεως αὐτῶν, δυσχεραίνουν τὴν παρουσίαν τοῦ ἱερέως καὶ ἐνταυτῷ κατακρίνουν αὐτὸν ὅτι ἀποφεύγει τὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν ὑπὸ παρομοίαςσυνθήκας, καὶ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι τέλος»[15]. Ἡ σωστή προετοιμασία«Ὁ προσερχόμενος στό μυστήριο δέν πρέπει νά ἔρχεται ἀπροετοίμαστος. Πρέπει νά ἔχειπροηγηθεῖ ἡ μετάνοιά του, δηλ. ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἡ ἀπόφαση ἀλλαγῆςτου, ἡ ὁποία θά καταλήξει στήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν ἐν ταπεινώσει ἐνώπιον τοῦἱερέα. Ὁ ἱερέας ἔχει τήν ἐξουσία ἀπό τόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία νά γίνεται ὄργανο τοῦΧριστοῦ γιά τήν παροχή τῆς χάρης τῆς ἀφέσεως. Ὁ ἱερέας ἔτσι δέν εἶναι οὔτεεἰσαγγελέας οὔτε δικαστής. Εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς μετανοίας τοῦ πιστοῦ, πού χαίρεται γι᾽αὐτήν ἀκριβῶς τή μετάνοια, ὅπως ἀκριβῶς χαίρεται ὁ Θεός καί ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμοςγιά τόν ἴδιο λόγο. ῎Αλλωστε καί ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται σέ ἄλλον ἱερέα.Ὁ μετανοημένος λοιπόν πιστός ἔχει ἐξετάσει τόν ἑαυτό του α) ὡς πρός τή σχέση του μέτόν ἴδιο τόν Θεό: ἄν Τόν ἀγαπᾶ, ἄν συνεπῶς Τόν σκέπτεται, ἄν προσεύχεται, ἄνἐκκλησιάζεται, ἄν προσπαθεῖ γενικῶς νά τηρεῖ τό ἅγιο θέλημά Του. β) ὡς πρός τήνσχέση του μέ τό συνάνθρωπο: ἄν καί αὐτόν τόν ἀγαπᾶ καί τόν σέβεται, ἄν δέν τόνκατακρίνει, ἄν δέν τόν ὑβρίζει, ἄν δέν σκέπτεται πονηρά γι᾽ αὐτόν κλπ. γ) ὡς πρός τόνἑαυτό του: ἄν σέβεται καί τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τόνκαταστρέφει καί τόν φθείρει μέ ποτά, τσιγάρα κ.ἄ., ἄν ἔχει τήν πίστη στή ζωή του πούζητᾶ ὁ Θεός. Μέ ἄλλα λόγια τό βασικό κριτήριο μέ τό ὁποῖο ἐλέγχει τή ζωή του εἶναι ἡἀγάπη, ἀπό τήν τήρηση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἡ ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό ἤ ὄχι.Γι᾽ αὐτά ὅλα μετανοεῖ καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν συγχωρήσει καί νά τόν βοηθήσει νάμήν τά ἐπαναλάβει. ῎Αν τυχόν ἀργότερα γιά λόγους ἀδυναμίας ἁμαρτήσει καί πάλι, καίπάλι θά ἀκολουθήσει τήν ἴδια διαδικασία. Ὁ Θεός δέν ῾βαριέται᾽ νά μᾶς συγχωρεῖ, γιατίμᾶς ἀγαπάει. Εἶναι ὁ Πατέρας μας»[16].Ἐνδεικτικά παραθέτουμε ἕνα μικρό βοήθημα γιά νά βοηθηθοῦμε στήν αὐτοεξέταση μας.105

Μικρό βοήθημα γιά τήν αὐτοεξέταση πρίν ἀπό τήν έξομολόγηση ΒΟΗΘΗΜΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ἤ 50 ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΕΙΣ 1.Μήπως δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό καί τόν κάθε συνάνθρωπό σου μέ ἀνιδιοτέλεια καί θυσία τοῦ ἑαυτοῦ σου ἡ ὁποία ἄν χρειαστεῖ μπορεῖ νά φθάσει μέχρι νά δώσεις καί τή ζωή σου; (Γιά τό Θεό καί τό συνάνθρωπό σου) 2.Μήπως δέν εἶναι δυνατή ἡ πίστη σου στό Χριστό ἤ ἔπεσες σέ αἵρεση ἤ συμμετεῖχες σέ προσευχές ἤ τελετές ἑτεροδόξων ἤ ἀλλοδόξων; 3.Μήπως ὀλιγοπιστεῖς στίς διάφορες δυσκολίες τῆς ζωῆς σου, ἀπελπίζεσαι, γογγύζεις, κατηγορεῖς τό Θεό, ἤ θέλεις νά αὐτοκτονήσεις; 4.Μήπως ντρέπεσαι στήν παρέα σου νά φανερώνεις τήν εὐσέβειά σου, ἤ νά κάνεις δημόσια τό σταυρό σου καί νά ὁμολογεῖς τήν πίστη σου; 5.Μήπως δέν ἐκκλησιάζεσαι τακτικά καί δέν συμμετέχεις ὅσο πρέπει στά Μυστήρια τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θ. Κοινωνίας; (Ἐκκλησιασμός κάθε Κυριακή, Θεία Κοινωνία καί ἐξομολόγηση συχνά -σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ σου). 6.Μήπως δέν μελετᾶς τήν Ἁγία Γραφή, πνευματικά βιβλία ἤ δέν κάνεις τόν κανόνα πού ἔχεις ἀπό τόν Πνευματικό σου; (Τίς ὁρισμένες γονυκλισίες, κομβοσχοίνια, νηστεία, προσευχή καί πνευματική μελέτη). 7.Μήπως δέν τηρεῖς ὅπως πρέπει τίς νηστεῖες; 8.Μήπως εἶσαι ὑπερήφανος , ἐγωιστής, ἤ κατέφυγες σέ μάγους, μέντιουμ, καφετζοῦδες, ξεματιάσματα κ.λ.π.; 9.Μήπως εἶσαι φιλάργυρος καί πλεονέκτης; 10.Μήπως μισεῖς ἤ ἀντιπαθεῖς ὁποιονδήποτε ἤ δείχνεις ἀδιαφορία καί ἀσέβεια σέ γονεῖς, δασκάλους, εὐεργέτες σου ἤ καί σέ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο; 11.Μήπως δέν δείχνεις ἀγάπη στούς γύρω σου καί δέν ἐνδιαφέρεσαι γιά τή σωτηρία τους; (Ὥστε νά μποῦν στήν Ἐκκλησία σωστά, νά ἐξομολογοῦνται, νά γνωρίσουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κ.λ.π.) 12.Μήπως ἔχεις ἄσχημες παρέες καί ὄχι καλούς φίλους; (Ἀνθρώπους πού εἶναι ἀνήθικοι, ὑβριστές, πλεονέκτες, ἄθεοι καί καταφρονητές τῶν ἱερῶν κανόνων κ.λ.π.) 13.Μήπως σέ κυριεύει ὁ ὑπερκαταναλωτισμός, ὁ φθόνος, ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀγαθῶν τῶν ἄλλων καί ἡ ζήλια;106

14.Μήπως ἔχει πέσει στήν ἁμαρτία τῆς κλοπῆς, τῆς κατάχρησης χρημάτων, τῆς καταστροφῆς ξένης περιουσίας, τῆς σπατάλης τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς δίνει ὁ Θεός; 15.Μήπως κυριεύει τήν ψυχή σου τό μῖσος καί δέν συγχωρεῖς; (Ἔστω καί μέ ἕναν ἄνθρωπο ἄν ἔχουμε μῖσος καί δέν προσπαθοῦμε νά συγχωρηθοῦμε, χωριζόμαστε ἀπό τόν Θεό καί δέν συγχωρούμεθα ἀπό Αὐτόν ἀκόμη καί ἄν ἐξομολογούμαστε). 16.Μήπως θυμώνεις καί ὀργίζεσαι; 17.Μήπως ἔχεις βλάψει κάποιον μέ τά λόγια σου ἤ μέ τό κακό παράδειγμά σου, παρώτρυνες σέ ἀνηθικότητα ἤ σέ ἔκτρωση κ.λ.π.; 18.Μήπως ἀφήνεις τή σκέψη σου νά μολύνεται μέ ἄσχημες σκέψεις καί φαντασίες ἤ πιστεύεις στά ζώδια, στήν τύχη, στίς διάφορες προλήψεις κ.λ.π.; 19.Μήπως συμμετέχεις σέ ἁμαρτωλές διασκεδάσεις καί χορούς ἤ τραγουδᾶς ἤ κάνεις ὅ,τιδήποτε πού δέν συντείνει στή σωτηρία σου; 20.Μήπως τά μάτια σου ἤ ἡ φαντασία σου περιεργάζονται πρόσωπα ἤ εἰκόνες ἁμαρτωλές; 21.Μήπως παρακολουθεῖς ἄσεμνα κινηματογραφικά ἤ τηλεοπτικά ἔργα; 22.Μήπως πέφτεις σέ ὁποιοδήποτε σαρκικό ἁμάρτημα; (προγαμιαῖες σχέσεις κ.λ.π.) 23.Μήπως διαβάζεις ἔντυπα ἤ ἱστοσελίδες μέ ἀνήθικο περιεχόμενο; 24.Μήπως ἡ ἐνδυμασία σου δέν εἶναι σεμνή ἤ ἀλλοιώνεις τό πρόσωπό σου ἤ τό σῶμα σου (βαφές, τατουάζ κ.λ.π); 25.Μήπως ἔχεις τή συνήθεια νά λές ἀπρεπεῖς λέξεις; (Οὔτε «βλάκα» δέν πρέπει νά λέμε σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο). 26.Μήπως μουτζώνεις ἤ κάνεις ἄλλες ἀπρεπεῖς χειρονομίες; 27.Μήπως συνηθίζεις νά λές ψέμματα ἤ ὁδηγεῖς τόν ἄλλο σέ παραπλανητικά συμπεράσματα; 28.Μήπως ὁρκίζεσαι ἤ καταριέσαι ; 29.Μήπως βλασφημεῖς ἤ ἀστειεύεσαι μέ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἤ μέ τούς ἱερεῖς; 30.Μήπως δυσφημεῖς, κατηγορεῖς καί κατακρίνεις τούς ἄλλους; 31.Μήπως ἔκανες φόνο (π.χ. ἔκτρωση) ἤ συκοφάντησες ἤ εἶσαι σκληρός στίς ἀνάγκες καί στή δυστυχία τῶν ἄλλων; 32.Μήπως εἰρωνεύεσαι καί κοροϊδεύεις τούς ἄλλους;107

33.Μήπως εἶσαι ἀχάριστος, δέν λές εὐχαριστῶ, δέν δοξάζεις τόν Θεό γιά ὅλα; (Ἀκόμη καί γιά τίς θλίψεις, τίς ἀρρώστειες καί τίς διάφορες δοκιμασίες). 34.Μήπως εἶσαι σπάταλος, τσιγγούνης, περίεργος ἤ τεμπέλης; 35.Μήπως πηγαίνεις σέ χώρους ὕποπτους (καφετέριες, ντισκοτέκ, μπάρ, σφαιριστήρια κλπ.); 36.Μήπως σέ ἐπηρεάζουν στη ζωή σου ἡ μόδα καί ἡ γνώμη τοῦ κόσμου; (Προσπαθεῖς νά ἀρέσεις, θέλεις νά σέ ἀγαποῦν καί νά ἀσχολοῦνται μαζί σου κ.λ.π.) 37.Μήπως ἔχεις φανατισμό, κακία, μνησικακία, χαιρεκακία, ἀδιαντροπιά; 38.Μήπως εἶσαι ἰδιότροπος καί παράξενος; 39.Μήπως δέν ἔχεις συνέπεια στίς ὑποχρεώσεις σου, δέν τηρεῖς τίς ὑποσχέσεις σου, ἐξοργίζεις τούς ἄλλους μέ τά λόγια σου ἤ τήν συμπεριφορά σου κ.λ.π.; 40.Μήπως εἶσαι διπρόσωπος, καταλάλος, κόλακας ἤ ὑποκριτής; 41.Μήπως εἶσαι ἰσχυρογνώμων καί πλεονέκτης; 42.Μήπως κακομεταχειρίζεσαι τούς μικρότερους καί ἀδυνατότερους ἤ καί τόν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο ἤ ζῶο; 43.Μήπως ἀδιαφορεῖς γιά τή χριστιανική σου καλλιέργεια, δέν μετανοεῖς πραγματικά καί δέν ἀγωνίζεσαι πνευματικά; 44.Μήπως εἶσαι ἀπαθής στίς ἀνάγκες καί στά προβλήματα τῆς οἰκογενείας σου, τῆς ἐνορίας σου, τῆς κοινωνίας πού ζεῖς, τῆς πατρίδας σου καί τοῦ κόσμου ὁλόκληρου; 45.Μήπως λές ἄσχημα ἀνέκδοτα καί ἱστορίες ἤ κάνεις ἐπαγγέλματα πού βοηθοῦν στήν ἀνηθικότητα καί τήν διαφθορά τῶν ἀνθρώπων; 46.Μήπως δέν διαθέτεις ὅπως πρέπει τόν ἐλεύθερο χρόνο σου, μήπως παίζεις τυχερά παιγνίδια; (χαρτιά, τζόγος, κ.λ.π.) 47.Μήπως δέν προσπαθεῖς γιά νά γνωρίσουν καί οἱ ἄλλοι τή χριστιανική ζωή; (α) μέ τό καλό σου παράδειγμα καί β)μέ τά λόγια σου) 48.Μήπως προσβάλλεις καί στενοχωρεῖς ἤ χτυπᾶς τούς γύρω σου; 49.Μήπως εἶσαι ἄδικος ἤ ὄχι συνεπής στίς προσωπικές, οἰκογενειακές, καί ἐπαγγελματικές σου ὑποχρεώσεις; 50.Μήπως εἶσαι καχύποπτος, κάνεις κακούς λογισμούς καί μεγαλοποιεῖς τά λάθη τῶν ἄλλων;108

Μερικά ἀκόμη σημεῖα πού πρέπει νά προσέξουμε.1)Ἕνα σημαντικό πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι νά μήν ἀναβάλλουμε τήνἐξομολόγηση. Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει κάποια σημαντική πτώση θά πρέπει ἀμέσως νάτρέξουμε νά τήν ποῦμε στόν Πνευματικό.«Ὅσο κρατᾶς ἕνα χαλασμένο πράγμα», ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος «τόσο χαλάει. Γιατί νὰ ἀφήσεινὰ περάσουν ἕνας-δύο μῆνες γιὰ νὰ πάει στὸν πνευματικὸ νὰ τὸ ἐξομολογηθεῖ; Νὰ πάειτὸ συντομότερο. Ἂν ἔχει μία πληγὴ ἀνοιχτή, θὰ ἀφήσει νὰ περάσει ἕνας μήνας, γιὰ νὰ τὴθεραπεύσει; Οὔτε νὰ περιμένει νὰ πάει, ὅταν θὰ ἔχει πολὺ χρόνο ὁ πνευματικός, γιὰ νὰἔχει πιὸ πολλὴ ἄνεση. Αὐτὸ τὸ ἕνα σφάλμα, τὰκ-τὰκ νὰ τὸ λέει ἀμέσως καὶ μετά, ὅταν ὁπνευματικὸς θὰ ἔχει χρόνο, νὰ πηγαίνει γιὰ πιὸ πολύ, γιὰ μία συζήτηση κ.λπ.»[17].2)Ἐπίσης στήν ἐξομολόγηση θά πρέπει νά λέμε τά δικά μας σφάλματα καί μόνο αὐτάχωρίς νά καθυστεροῦμε.«Προσοχή λοιπόν!» ἐπισημαίνει ὁ π. Παῦλος «᾽Εξομολογούμαστε τίς δικές μας ἁμαρτίεςκαί ὄχι τίς ἁμαρτίες ἄλλων. Καί ὁμολογοῦμε τίς ἁμαρτίες χωρίς περιστροφές,δικαιολογίες καί ἱστορίες. Ἡ προσπάθεια νά δικαιολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας δείχνει ὅτιστήν πραγματικότητα δέν ἔχουμε μετανοήσει γι᾽ αὐτές. Στήν περίπτωση αὐτή καί ὁἐξομολογούμενος δέν ἀναπαύεται ψυχικά, ἀλλά καί ὁ ἱερέας καταπονεῖται. Διότι ἀκριβῶςδέν γίνεται σωστή ἐξομολόγηση.Δέν εἶναι σωστό λοιπόν νά μακρηγορεῖ κανείς στήν ἐξομολόγηση. Ὁμολογοῦμε σύντοματίς ἁμαρτίες μας, μέ μετάνοια καί συναίσθηση, καί δεχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη τίς ὅποιεςσυμβουλές τοῦ ἐξομολόγου. ᾽Ιδιαιτέρως, δέν χρειάζεται ἀνάλυση στίς σαρκικέςλεγόμενες ἁμαρτίες. Τίς ὁμολογοῦμε μέ λιτό καί ἐπιγραμματικό τρόπο.Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά καθυστερεῖ κανείς στό ἐξομολογητήριο. ῎Αν ὑπάρχεικάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα πρός συζήτηση, θά πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ κάποια ἄλληὥρα πέραν τῆς ἐξομολογήσεως, καί ὁπωσδήποτε ὄχι πρό τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶνΧριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα. Τό πρόγραμμα τοῦ ἱερέα τότε εἶναι ἀρκετάβαρυμένο»[18].Ἔλεγε καί ὁ πατήρ Παΐσιος σχετικά μ’ αὐτό: «Δὲν χρειάζεται ὥρα πολλὴ γιὰ νὰ δώσωεἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ὅταν ἡ συνείδηση δουλεύει σωστά, δίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ δύολόγια εἰκόνα τῆς καταστάσεώς του. Ὅταν ὅμως ὑπάρχει μέσα τοῦ σύγχυση, μπορεῖ νὰλέει πολλὰ καὶ νὰ μὴ δίνει εἰκόνα. Νά, βλέπω, μερικοί μου γράφουν ὁλόκληρα τετράδια,εἴκοσι-τριάντα σελίδες ἀναφορᾶς μὲ μικρὰ γράμματα, καὶ μερικὲς σελίδεςὑστερόγραφο... Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφουν, μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν σὲ μία σελίδα»[19].109

3)Προσοχή μεγάλη ἐπίσης καί σέ κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό: στό συναίσθημα τῆςαὐταρέσκειας καί στήν ἰδέα ὅτι εἴμαστε καλοί ἤ ὅτι πᾶμε καλά.«Συχνάκις τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἀποχωρεῖ ἀφ’ ἡμῶν» παρατηρεῖ ὁ π.Σωφρόνιος «δὶ’ἐκείνας ἢ τὰς ἄλλας κινήσεις τῆς καρδίας ἢ τῆς σκέψεως ἡμῶν. Εἶναι ὅμως δυνατὴ ἡἐγκατάλειψις καὶ διὰ τὸν λόγον ὅτι τὸ Πνεῦμα βλέπει ἡμᾶς ἀναπεπαυμένους καὶἱκανοποιημένους μετὰ τῶν ἤδη ληφθέντων ἢ ἐπιτευχθέντων, καὶ ἀποχωρεῖ, ἵνα ἀποδείξηεἰς ἡμᾶς ὅτι εἴμεθα εἰσέτι μακρὰν ἐκείνου, ὅπερ ὀφείλομεν νὰ εἴμεθα. }217}»[20]. Ἡ ἐνταπεινώσει καί ὑπακοῇ πορεία εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής. Τότε καί ἡ ἐξομολόγηση μᾶς ὠφελεῖ.4)Ὅταν νομίζουμε ὅτι δέν ἔχουμε νά ποῦμε τίποτε ὑπάρχει τό ἐνδεχόμενο νά μήνπαρακολουθοῦμε σωστά τόν ἑαυτό μας.Ἀκριβῶς αὐτό (τήν μή σωστή παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ μας) θεωροῦσε ὁ π. Παΐσιοςὡς αἰτία τοῦ νά νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐξομολογηθεῖ. Καί συνέχιζε: «Ἡἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο. Νὰ πηγαίνεις καὶ ἁπλὰ νὰ λὲς τὶς ἁμαρτίες σου. Γιατί, τίνομίζεις; Πεῖσμα δὲν ἔχεις; Ἐγωισμὸ δὲν ἔχεις; Δὲν πληγώνεις τὴν ἀδελφή; Δὲνκατακρίνεις; Μήπως ἐγὼ τί πηγαίνω καὶ λέω; Θύμωσα, κατέκρινα... καὶ μοῦ διαβάζει ὁπνευματικὸς τὴ συγχωρητικὴ εὐχή»[21].5)Προσοχή στά «μικρά».Ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά μήν ὑποχωρεῖ καί στίς λεγόμενες «μικρές» ἁμαρτίες.«Καὶ οἱ μικρὲς ἁμαρτίες» δίδασκε ὁ Γέρων Παΐσιος «ἔχουν καὶ αὐτὲς βάρος. Ὅτανπήγαινα στὸν πάπα-Τύχωνα νὰ ἐξομολογηθῶ, δὲν εἶχα τίποτε σοβαρὸ νὰ πῶ καὶ μοῦἔλεγε: Ἀμμούδα, παιδάκι μου, ἀμμούδα! Οἱ μικρὲς ἁμαρτίες μαζεύονται καὶ κάνουν ἕνανσωρὸ ἀμμούδα, ποὺ εἶναι ὅμως βαρύτερη ἀπὸ μία μεγάλη πέτρα. Ὁ ἄλλος ποὺ ἔχει κάνειἕνα ἁμάρτημα μεγάλο, τὸ σκέφτεται συνέχεια, μετανοεῖ καὶ ταπεινώνεται. Ἐσὺ ἔχειςπολλὰ μικρά. Ἐὰν ὅμως ἐξέτασεις τὶς συνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες ἐσὺ μεγάλωσες καὶ τὶςσυνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες μεγάλωσε ὁ ἄλλος, θὰ δεῖς ὅτι εἶσαι χειρότερη ἀπὸ ἐκεῖνον»[22].Τά «μικρά γιά αὐτούς πού ἔχουν γνώση τῆς Πνευματικῆς ζωῆς δέν εἶναι μικρά.6)Ὄχι γενικολογίες ἤ ἀοριστολογίες.Ἕνα ἄλλο σημεῖο προσοχῆς εἶναι ὅτι θά πρέπει ἡ ἐξομολόγηση νά μήν εἶναι γενικόλογητοῦ τύπου: «Πάτερ ἔχω κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες» ἤ γεμάτη ἀοριστολογίες.«Νὰ προσπαθεῖς» συμβούλευε ὁ Γέρων Παΐσιος πνευματικό του παιδί, «νὰ εἶσαισυγκεκριμένη στὴν ἐξομολόγησή σου. Δὲν φθάνει νὰ πεῖ κανεὶς λ.χ. ζηλεύω, θυμώνωκ.λπ., ἀλλὰ πρέπει νὰ πεῖ τὶς συγκεκριμένες πτώσεις του, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ. Καὶ ὅτανπρόκειται γιὰ κάτι βαρύ, ὅπως ἡ πονηριά, πρέπει νὰ πεῖ καὶ πῶς σκέφθηκε καὶ πῶςἐνήργησε ἀλλιῶς κοροϊδεύει τὸν Χριστό. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθεια στὸνπνευματικό, δὲν τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸν βοηθήσει,παθαίνει ζημιά, ὅπως καὶ ὁ ἄρρωστος κάνει μεγάλο κακὸ στὴν ὑγεία του, ὅταν κρύβειτὴν πάθησή του ἀπὸ τὸν γιατρό. Ἐνῶ, ὅταν ἐκθέτει τὸν ἑαυτὸ του ὅπως ἀκριβῶς εἶναι,110

τότε ὁ πνευματικὸς μπορεῖ νὰ τὸν γνωρίσει καλύτερα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει πιὸθετικά»[23].7)Ὄχι «ἐξαπάτηση» τοῦ Πνευματικοῦ.«Ἡ δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως εἶναι ἀνυπολόγιστη» σημειώνει ὁπ. Παῦλος καί συνεχίζει: «Δέν ἐπενεργεῖ ὅμως πάνω μας χωρίς τή δική μας ἐλεύθερησυνεργασία. Νά ἔχουμε συναίσθηση τῆς ἱερότητας τοῦ Μυστηρίου καί νά προσερχόμαστεσ’ αὐτό μέ βαθιά ταπείνωση, εἰλικρίνεια καί συντετριμμένη καρδιά. Μόνο ὅσοι βιώνουντή μετάνοια καί ἐξομολογοῦνται πλήρως καί τελείως τίς ἁμαρτίες τους φεύγουνἀναπαυμένοι, χαρούμενοι καί εἰρηνικοί, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τούς ἐπισκιάζει.Ὅσοι νομίζουν ὅτι ξεγελοῦν τόν Πνευματικό, γελιοῦνται οἱ ἴδιοι, παίζοντας θέατρο καίἐξοργίζοντας τόν Θεό. Ἄν συνεχίσουν μέ αὐτή τή λανθασμένη τακτική φεύγουνδυστυχῶς ἀπό τήν παρούσα ζωή ἀμετανόητοι πρός αἰωνία ἀπώλεια»[24].8)Ἐκζήτηση συγγνώμης καί ἀγάπη μέ ὅλους.Ἀναγκαία βέβαια προϋπόθεση γιά νά συγχωρηθοῦμε καί νά εἶναι ἔγκυρη ἡ ἐξομολόγησήμας εἶναι τό νά συγχωρήσουμε καί νά ζητήσουμε συγχώρηση ἀπό ὅλους. «Ὅταν κανεὶςἀδικήσει ἢ πληγώσει μὲ τὴ συμπεριφορὰ του ἕναν ἄνθρωπο» παρατηρεῖ ὁ ΓέρωνΠαΐσιος,«πρέπει πρῶτα νὰ πάει νὰ τοῦ ζητήσει ταπεινὰ συγχώρηση, νὰ συμφιλιωθεῖ μαζίτου, καὶ ἔπειτα νὰ ἐξομολογηθεῖ τὴν πτώση του στὸν πνευματικό, γιὰ νὰ λάβει τὴνἄφεση. Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἂν πεῖ τὸ σφάλμα του στὸν πνευματικό, χωρὶςπροηγουμένως νὰ ζητήσει συγχώρηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πλήγωσε, δὲν εἶναι δυνατὸννὰ εἰρηνεύσει ἡ ψυχή του, γιατί δὲν ταπεινώνεται. Ἐκτὸς ἂν ὁ ἄνθρωπος ποὺ πλήγωσεἔχει πεθάνει ἢ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βρεῖ, γιατί ἄλλαξε κατοικία καὶ δὲν ἔχει τὴ διεύθυνσήτου, γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει, ἔστω καὶ γραπτῶς, συγγνώμη, ἀλλὰ ἔχει διάθεση νὰ τὸ κάνει,τότε ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ, γιατί βλέπει τὴ διάθεσή του»[25].Ἄν ὁ ἄνθρωπος ζητήσεισυγννώμη καί ὁ ἄλλος δέν τόν συγχωρήσει τότε Τότε δίδασκε ὁ π. Παΐσιος πρέπει «νὰκάνουμε προσευχὴ νὰ μαλακώσει ὁ Θεὸς τὴν καρδιά του. Ὑπάρχει ὅμως περίπτωση νὰ μὴβοηθάει ὁ Θεὸς νὰ μαλακώσει ἡ καρδιά του, γιατί, ἂν μᾶς συγχωρήσει, μπορεῖ νὰξαναπέσουμε στὸ ἴδιο σφάλμα»[26].9)Ὄχι δικαιολόγηση τοῦ ἑαυτοῦ μαςΣτήν ἐξομολόγηση πηγαίνουμε γιά νά αὐτοκατηγορηθοῦμε καί ὄχι νά δικαιολογηθοῦμε ἤνά παρουσιάσουμε τίς «ἀρετές» μας. Καλλίτερα νά εἴμαστε ἄτεγκτοι καί αὐστηροί μέ τόνἑαυτό μας παρά νά ἀναζητοῦμε ἐλαφρυντικά.«Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ προσέξη» ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος ἀναφερόμενος σ’ αὐτόν πούἐξομολογεῖται,«εἶναι νὰ μὴ δικαιολογῆ τὸν ἑαυτὸ τοῦ κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἐγώ, ὅτανπάω νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ πῶ λ.χ. «θύμωσα» - ἄσχετα ἂν χρειαζόταν νὰ δώσω καὶσκαμπίλι -, δὲν ἀναφέρω τὸ θέμα, γιὰ νὰ μὴ μοῦ δώση ἐλαφρυντικὸ ὁ πνευματικός.Ὅποιος ἐξομολογεῖται καὶ δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἔχει ἀνάπαυση ἐσωτερική, ὅσοἀσυνείδητος καὶ ἂν εἶναι. Τὰ ἐλαφρυντικὰ ποὺ χρησιμοποιεῖ στὴν ἐξομολόγησή τουγίνονται ἐπιβαρυντικὰ γιὰ τὴν συνείδησή του. Ἐνῶ, ὅποιος ὑπερβάλλει τὰ σφάλματά111

του, γιατί ἔχει λεπτὴ συνείδηση, καὶ δέχεται καὶ μεγάλο κανόνα ἀπὸ τὸν πνευματικό,αὐτὸς νιώθει ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, ἂν κλέψουν λ.χ. μίαρώγα, νιώθουν σὰν νὰ πῆραν πολλὰ καλάθια σταφύλια καὶ σκέφτονται συνέχεια τὸσφάλμα τους. Δὲν κοιμοῦνται ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι νὰ τὸ ἐξομολογηθοῦν. Καὶ ἄλλοι, ἐνῶἔχουν κλέψει ὁλόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ λένε πὼςπῆραν ἕνα τσαμπί. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰμεγαλοποιοῦν τὸ παραμικρὸ σφάλμα τους καὶ στενοχωριοῦνται καὶ ὑποφέρουν πολὺ γιὰμία μικρή τους ἀταξία, ξέρετε τί θεία παρηγοριὰ νιώθουν; Ἐδῶ βλέπεις τὴν θείαδικαιοσύνη, πὼς ὁ Καλὸς Θεὸς ἀνταμείβει.Ἔχω παρατηρήσει ὅτι ὅσοι ἐκθέτουν τὰ σφάλματά τους ταπεινὰ στὸν πνευματικὸ καὶἐξευτελίζονται, λάμπουν, γιατί δέχονται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπόστρατος μὲ πόσησυντριβή μοῦ διηγήθηκε ὅ,τι εἶχε κάνει ἀπὸ ὀκτὼ χρονῶν παιδάκι. Ἕνα τόπι εἶχε πάρειἀπὸ ἕνα παιδάκι γιὰ μία μόνο νύχτα – τὴν ἄλλη μέρα τοῦ τὸ ἔδωσε – καὶ ἔκλαιγε, γιατί τὸστενοχώρησε. Ὅταν ἀποστρατεύθηκε, ἔψαξε καὶ βρῆκε ὅσους εἶχε λυπήσει, ὅτανὑπηρετοῦσε – ἄσχετα ἂν ἐκτελοῦσε καθῆκον τῆς ὑπηρεσίας του-, καὶ τοὺς ζήτησεσυγγνώμη! Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση! Ὅλα τὰ ἔπαιρνε ἐπάνω του. Μένει τώρα σὲ ἕνα χωριὸκαὶ τὰ χρήματά του τὰ δίνει ἐλεημοσύνη.Ὑπηρετεῖ καὶ τὴν ἡλικιωμένη μάνα του, ἐνενήνταπέντε χρόνων, κατάκοιτη μὲ ἡμιπληγία καί, ἐπειδὴ βλέπει τὸ σῶμα της, ὅταν τὴνφροντίζη, τὸν πειράζει ὁ λογισμός. «Ἂν ὁ Χὰμ ποὺ εἶδε τὴν γύμνωση τοῦ πατέρα τοῦτιμωρήθηκε, λέει, τότε ἐγώ…». Συνέχεια ἔκλαιγε. Τὸ πρόσωπο του ἦταν ἀλλοιωμένο.Πόσο διδάχθηκα ἀπὸ τὴν συντριβή του!»[27].10)Ὄχι ἀποχή ἀπό τήν ἐξομολόγηση μέ τήν δικαιολογία ὅτι « ἀφοῦ θά ξαναπέσω τίνά πάω;»Ὅπως κανείς δέν λέει:« Ἀφοῦ θά ξαναπεινάσω γιατί νά φάω;» ἤ «ἀφοῦ θά ξαναλερωθῶγιατί νά πλυθῶ;», ἔτσι κανείς δέν πρέπει νά ἀναβάλλει τήν ἐξομολόγηση μέ τήν σκέψη:«Ἀφοῦ θά ξαναπέσω γιατί νά πάω νά ἐξομολογηθῶ;».Κάποτε ρώτησαν τόν π. Παΐσιο: «Γέροντα, μερικοὶ ἀπὸ φιλότιμο δὲν πᾶνε νὰἐξομολογηθοῦν. «Ἀφοῦ μπορεῖ νὰ ξανακάνω τὸ ἴδιο σφάλμα, λένε, γιὰ ποιὸ λόγο νὰ πάωνὰ τὸ ἐξομολογηθῶ; γιὰ νὰ κοροϊδεύω τὸν παπά;». Ἐκεῖνος τότε ἀπάντησε:- Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό! Εἶναι σὰν νὰ λέει ἕνας στρατιώτης, ὅταν τραυματίζεται: «Ἀφοῦ ὁπόλεμος δὲν τελείωσε καὶ μπορεῖ πάλι νὰ τραυματισθῶ, γιατί νὰ δέσω τὸ τραῦμα μου;».Ἀλλά, ἂν δὲν τὸ δέσει, θὰ πάθει αἱμορραγία καὶ θὰ πεθάνει. Μπορεῖ ἀπὸ φιλότιμο νὰ μὴνπηγαίνουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, τελικὰ ὅμως ἀχρηστεύονται. Ὁ διάβολος, βλέπεις,ἐκμεταλλεύεται καὶ τὰ χαρίσματα (π.χ. τὸ φιλότιμο). Ἂν δὲν καθαρίζουμε μὲ τὴνἐξομολόγηση τὴν ψυχή μας, ὅταν πέφτουμε καὶ λερωνόμαστε, σκεπτόμενοι ὅτι πάλι θὰπέσουμε καὶ θὰ λερωθοῦμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στὶς παλιὲς λάσπες καὶ εἶναιδύσκολο μετὰ νὰ καθαρίσουν»[28].11)Ὄχι ἀπόκρυψη κάποιων ἁμαρτιῶν-Ἀπομάκρυνση τῆς δαιμονικῆς ντροπῆς.Δυστυχῶς συμβαίνει καί αὐτό: Λόγῳ δαιμονικῆς ἐντροπῆς ὁ ἐξομολογούμενος μπορεῖ νάἀποκρύψει κάποιες σοβαρότατες ἁμαρτίες. Τότε βέβαια δέν συγχωρεῖται καί δέν112

θεραπεύεται διότι εἶναι ἀνειλικρινής ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.Ὁ διάβολος παίρνει ἀπό τόνἄνθρωπο τήν ντροπή ὅταν τόν σπρώχνει στήν ἁμαρτία (γιά νά τήν κάνει ἄνετα καίεὔκολα) καί τοῦ τήν ξαναδίνει ὅταν πρόκειται νά τήν ἐξομολογηθεῖ (γιά νά μήν τήνἐξομολογηθεῖ καί θεραπευθεῖ).«Γνωρίζοντας, ὁ διάβολος» παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος «πώς ἡ ἁμαρτία μέσα τηςἔχει τὴν ντροπὴ κι αὐτὸ μπορεῖ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἕλκεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία νὰ τὸνκρατήσει μακριά της- γνωρίζοντας ἀπὸ τὴν ἄλλη πὼς ἡ μετάνοια ἔχει τὴν παρρησία καὶτὸ θάρρος μέσα της καὶ πὼς αὐτὸ μπορεῖ νὰ προσελκύσει στὴ μετάνοια αὐτὸν ποὺ θέλεινὰ μετανοήσει, ἀντέστρεψε τὴν τάξη τῶν πραγμάτων κι ἔδωσε στὴ μετάνοια ντροπή, ἐνῶστὴν ἁμαρτία ἔδωσε τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία.Κι ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; Θὰ σοῦ τὸ ἐξηγήσω. Καταλαμβάνεται ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ μίαἐπιθυμία πονηρὴ καὶ δυνατὴ- καὶ τὴν ἀκολουθεῖ, ὅπως ἕνας αἰχμάλωτος- δὲν ντρέπεται-δὲν κοκκινίζει. Πράττει τὴν ἁμαρτία- ἴχνος ντροπῆς πουθενὰ- δὲν κοκκινίζει καθόλου.Ὅμως, γιὰ νὰ μετανοήσει, ντρέπεται.Μά, ἄνθρωπέ μου,ὅταν ἔπραττες τὴν ἁμαρτία δὲν ντρεπόσουν καὶ τώρα πού ἦρθες νὰμετανοήσεις, τώρα ντρέπεσαι; Νιώθει ντροπὴ ὁ ἄνθρωπος. Ναί, τὸ καταλαβαίνω. Μά,γιὰ πές μου, γιατί τότε πού ἔπραττε τὴν ἁμαρτία δὲν ντρεπόταν; Πράττει τὴν ἁμαρτία καὶδὲν ντρέπεται, καὶ ντρέπεται νὰ πεῖ τὰ λόγια της μετάνοιας; Δὲν εἶναι παρὰ ἔργο τῆςκακίας τοῦ διαβόλου αὐτό.Αὐτὸς εἶναι ποὺ τὴ στιγμὴ τῆς ἁμαρτίας ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ ντροπή, καὶτὸν ἀφήνει ἔτσι ἐκτεθειμένο ἀπέναντι στὴν ἁμαρτία- γιατί γνωρίζει ὅτι, ἂν νιώσει ὁἄνθρωπος ντροπή, θὰ φύγει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὴ στιγμὴ πάλι τῆς μετάνοιαςκάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθάνεται ντροπὴ- γιατί γνωρίζει ὅτι αὐτὸς ποὺ αἰσθάνεταιντροπή, δὲν φθάνει στὴ μετάνοια. Διπλὸ εἶναι τὸ κακὸ ποὺ κάνει:Ἕλκει στὴν ἁμαρτία,ἀπὸ τὴ μιά, καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ μετάνοια, ἀπ' τὴν ἄλλη.Γιατί νὰ ντρέπεσαι λοιπόν; Δὲν ἔνιωθες ντροπὴ τότε ποὺ ἔπραττες τὴν ἁμαρτία καὶνιώθεις τώρα ποὺ ἔρχεσαι νὰ βάλεις φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγή. Τώρα πούἀπαλλάσσεσαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τώρα ντρέπεσαι; Ὄφειλες τότε νὰ αἰσθάνεσαι ντροπὴ-ἔπρεπε τότε νὰ ντρεπόσουν- τότε, ὅταν ἔπραττες τὴν ἁμαρτία. Ἁμαρτωλὸς γινόσουν καὶδὲν ἔνιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος καὶ ντρέπεσαι;«Λέγε τὶς ἁμαρτίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος». Ὢ μέγεθος φιλανθρωπίας τοῦΚυρίου! Δὲν εἶπε «Λέγε τὶς ἀνομίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς», ἀλλὰ «Λέγετὶς ἀνομίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος».Δὲν ἔφθανε πού δὲν τὸν τιμωρεῖς, τὸν κάνεις δίκαιο κι ἀπὸ πάνω; Ναί, καὶ πολὺ δίκαιομάλιστα. Πρόσεξε ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ λόγια! Λέει: Τὸν κάνω δίκαιο αὐτὸν ποὺ θὰμετανοήσει.Θέλεις νὰ μάθεις καὶ σὲ ποιὰ περίπτωση τὸ ἔκανε αὐτό; Τότε μὲ τὸν ληστή. Μὲ τὸ νὰ πεῖ ὁληστὴς στὸ σύντροφό του ἁπλῶς καὶ μόνο ἐκεῖνα τὰ γνωστά μας λόγια!«Μὰ οὔτε τὸν Θεὸ δὲν φοβᾶσαι ἐσύ; Κι ἐμεῖς δίκαια βέβαια- ἔχουμε μία τιμωρία ὅπως μᾶςἀξίζει, γιὰ ὅλα ὅσα κάναμε»- τὴν ἴδια ἐκείνη τὴ στιγμὴ τοῦ λέει ὁ Σωτήρας: «Σήμερα113

κιόλας μαζί μου θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο». Δὲν τοῦ εἶπε: «σὲ ἀπαλλάσσω ἀπὸ τὴνκόλαση κι ἀπὸ τὴν τιμωρία», ἀλλὰ τὸν βάζει στὸν παράδεισο, ἀφοῦ τὸν κάνειδίκαιο»[29].Ἐπομένως καμμιά ντροπή δέν δικαιολογεῖται. Μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη στήφιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά ὁμολογοῦμε ὅλες τίς ἁμαρτίες μας.«Ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν» παρατηρεῖ ὁ Στάρετς Σάββας ὁ Παρηγορητής «πρέπει νάγίνεται ἐκ βάθους καρδίας, χωρίς τήν παραμικρή ἀπόκρυψη ἤ δικαιολογία τοῦ ἑαυτοῦμας.Καί ὅποιος καλύπτει κάτι στήν ἐξομολόγηση, ἐκεῖνος ἰδιαίτερη διπλῆ ἁμαρτία παίρνειστήν ψυχή του.Ἄν, ἔχοντας ἀνάγκη τό γιατρό γιά τήν ἀνημπόρια σου, κρύβεις τήν ἀσθένειά σου, τότεδέν σώζεσαι ἀπό τήν ἀθεράπευτη σήψη.Δέν πρέπει νά ντρέπεσαι νά ἀποκαλύπτεις στόν πνευματικό σου πατέρα τίς ἁμαρτίες σου,ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι»[30].12)Διόρθωση τῆς ζωῆς μας, παύση τῆς ἁμαρτίας, ἀληθινή μετάνοια.Δέν εἶναι ἀρκετό νά ἀπαριθμήσει κανείς τίς ἁμαρτίες του μπροστά στόν Πνευματικό γιάνά ἐπιτύχει καί τήν διόρθωσή του. Θά πρέπει νά ζεῖ τήν μετάνοια, τήν συντριβή καί νάτήν ἐκφράζει, τό κατά δύναμιν μέ μυστικούς στεναγμούς καί κρυφά δάκρυα στό«ταμιεῖον του», στήν προσευχή του. Χωρίς ἐξομολόγηση πράγματι δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ὁἄνθρωπος. Θά πρέπει ὅμως ἡ ἐξομολόγηση νά συνοδεύεται ἀπό ἀληθινή μετάνοια,δηλαδή παύση τῶν κακῶν καί πράξη τῶν καλῶν.«Ὅποιος δέν προστρέξει στό σωτήριο (μυστήριο) τῆς μετάνοιας» διδάσκει ὁ ΣτάρετςΣάββας « θά ἀκούσει αὐτή τή φοβερή ἀπόφαση τοῦ Κυρίου: «Ἐάν μή μετανοῆτε, πάντεςὡσαύτως ἀπολεῖσθε» ( Λουκ.13,3) Ἀλλά καί ὅσοι προστρέχουν στό μυστήριο τῆςμετάνοιας δέν καθαρίζονται ὅλοι, ἐπειδή ὅλοι δέν προσέχουν ἐκείνους τούς ὅρους πούεἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν ἀληθινή μετάνοια.Ἀρχή τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ συντριβή γι’ αὐτές.«Ὅταν ἀποστραφεῖς στενάξης, τότε σωθήσῃ» (Ἠσ. 30,15)Μερικοί ἀπό ἄγνοια ἤ ἀπό ἀπροσεξία στό ἔργο τῆς μετάνοιας, ἑναποθέτουν τό μυστήριοτῆς μετάνοιας σέ μιά μόνο ἐξομολόγηση.Νομίζουν ὅτι μέ τήν προφορική ἐξομολόγησητῶν ἁμαρτιῶν στόν πνευματικό πατέρα τελείως καθαρίζονται ἀπ’ αὐτές.Ἀλλά εἶναιμάταιη ἡ ἐλπίδα τους.Δέν περιμένει τέτοια εἴδους μετάνοια ἀπό μᾶς ὁ Κύριος. Θέλει ἐμεῖςνά αἰσθανθοῦμε ὅλο τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, νά πονέσουμε γι’ αὐτές, νά τίςπλύνουμε μέ καρδιακά δάκρυα συντριβῆς καί νά δώσουμε στήν καρδιά μας σταθερήὑπόσχεση ὅτι θά διορθώσουμε τή ζωή μας.Τότε μόνο ἡ μετάνοιά μας εἶναι πραγματικάεὐάρεστη στό Θεό.Παραδείγματα τέτοιας μετάνοιας χρησιμεύουν σέ μᾶς, ὁ ἄσωτος υἱός, ὁ τελώνης, ἠΜαρίας ἡ Αἰγυπτία, ὀ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱερομάρτυρας Κυπριανός καί ἄλλοι. Μέ114

βαθειά λύπη πρέπει νά ποῦμε ὅτι μεγάλο μέρος τῶν σημερινῶν χριστιανῶν δένπροσφέρει τήν πρέπουσα μετάνοια καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δέ διορθώνεται ἡ ζωή τους, ἡἁμαρτία τούς κυριεύει, τά πάθη τους δέν τιθασεύονται κι αὐτοί, ἀφοῦ δέν καθαρίζονταιἀπό τίς ἐσωτερικές πληγές δέν ἀφήνουν τίς κακές τους συνήθειες καί δέ φέρουνκαρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας»[31].13) Ὄχι ἀπελπισία, ἀλλά οὔτε καί ἀδιαφορίαὉ διάβολος προσπαθεῖ εἴτε νά ἀπελπίσει τόν ἄνθρωπο γιά τή σωτηρία του εἴτε νά τόνρίξει στήν ἀμέλεια μέ τήν σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος καί θά τόν συγχωρήσει·ὁπότε δέν χρειάζεται μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Ὁ χριστιανός θά πρέπει νά πολεμᾶἐναντίον καί τῶν δύο. «Ὑπάρχουν δύο εἴδη ἀσθένειας» εὔστοχα σημειώνει ὁ ΣτάρετςΣάββας,« τά ὁποῖα χρησιμεύουν σέ κάποιους σάν αἰτία τῆς ἀμετανοησίας, τῆς μήἐγκαταλείψεως τῶν ἁμαρτιῶν τους.Ἡ πρώτη ἀρρώστια εἶναι ἡ πλήρης ἀπελπισία γιά τηνσωτηρία τους καί ἡ δεύτερη ἡ ὑπερβολική ἐλπίδα στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.Ἡ ἀπελπισία συνίσταται στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, συναισθανόμενος τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶντου, δέν ἐλπίζει πλέον νά λάβει γι’ αὐτές συγχώρηση ἀπό τό Θεό, βυθιζόμενος ἀκόμηπερισσότερο στήν ἄβυσσο τῆς ἀνομίας.Τά κακά πνεύματα χρησιμοποιοῦν τήν ἀπελπισίακαί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στόν τέλειο ὄλεθρο.Μέχρι νά πέσουμε, οἱ δαίμονες μᾶς παρουσιάζουν τό Θεό ὡς φιλάνθρωπο, ἀλλά μετά τήνπτώση μας ὡς ἀδυσώπητο.Μή πεστεύεις τόν ψεύτη διάβολο, μή χάνεις τήν ἐλπίδα σουστή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας στό νοῦ σου τόν προφητικό λόγο: «Μή ἐπίχαιρέ μοι,ἡ ἐχθρά μου, ὄτι πέπτωκα΄ καίι ἀναστήσομαι, διότι ἐάν καθίσω ἐν τῷ σκότει, Κύριοςφωτιεῖ μοι»(Μιχ. 7,8).Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι ἀσυγχώρητη πλήν τῆς ἀμετανόητης. Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης θάσυγχωρεῖτο, ἄν μετανοοῦσε.Τίποτε δέν συγκρίνεται μέ τή γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, τίποτεδέν τήν ξεπερνᾶ.Γι’ αὐτό, ὄποιος ἀπελπίζεται, εἶναι αὐτόχειρας.Ὅποιος εἰλικρινά προσέρχεται στό Θεό, ἐκεῖνον δέν τόν ἀφήνει νά πέσει τελείως, ἀλλάβλέποντας τήν ἀδυναμία του, συνεργεῖ καί τόν βοηθεῖ φανερά ἤ μυστικά, δίνοντάς τουἄνωθεν χεῖρα βοηθείας.Ὅμως δέν πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε στό κακό, στήν ἐπιείκειαγιά τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἁμαρτωλό.Ὁ Θεόςὅσο εἶναι φιλάνθρωπος, τόσο εἶναι καί δικαιοκριτής.Γι’ αὐτό σέ ὅλους καί στόν καθέναχωριστά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀληθινή μετάνοια.Τούς μή μετανοοῦντας ὁ Θεός δέν τούςσυγχωρεῖ»[32].14)Προσοχή στήν διόγκωση τῶν σφαλμάτων πού κάνει ὁ πονηρός.Ὁ διάβολος προσπαθεῖ πάντα νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀπόγνωση καί τήνἀπελπισία. Γι’ αὐτό καί διογκώνει τά σφάλματα μας- πού μπορεῖ νά εἶναι καί πάρα πολύμικρά- μέ σκοπό νά μᾶς γεμίσει μέ μελαγχολία.Ρώτησαν κάποτε τό Γέροντα Παΐσιο: « Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ μελαγχολία πού ἔρχεταιπολλὲς φορὲς στὴν ψυχή;». Καί ἀπάντησε:115

«Ἡ μελαγχολία καὶ τὸ πλάκωμα τῆς ψυχῆς ὀφείλονται συνήθως σὲ τύψεις ἀπὸεὐαισθησία,καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νὰ ἐξομολογηθῆ, γιὰ νὰ μπόρεση νὰ βοηθηθῆἀπὸ τὸν πνευματικό. Γιατί, ἂν εἶναι εὐαίσθητος, μπορεῖ τὸ σφάλμα πού ἔκανε νὰ εἶναιπολὺ μικρό, ἄλλα ὁ ἐχθρὸς διάβολος νὰ τὸ μεγαλοποιῆ νὰ τοῦ τὸ δείχνη μὲ μικροσκόπιο,γιὰ νὰ τόν ρίξη στὴν ἀπελπισία καὶ νὰ τόν ἀχρηστέψη.Μπορεῖ νὰ τοῦ πῆ λ.χ. ὅτιτάχα στενοχώρησε πολύ τούς ἄλλους, ὅτι τοὺς δυσκόλεψε κ.λπ.,καὶ νὰ τὸν κάνη νὰστενοχωριέται πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο ἀντέχει.Ἀφοῦ ἐνδιαφέρεται ὁ διάβολος,γιατί δὲνπηγαίνει νὰ πειράξη τὴν συνείδηση ἑνὸς ἀναίσθητου ἄνθρωπου;Ἀλλά τὸν ἀναίσθητο τὸνκάνει νὰ θεωρῆ μηδαμινὸ ἕνα μεγάλο σφάλμα του, γιὰ νὰ μὴν ἔρθη σὲ συναίσθηση.Πρέπει ὁ ἀνθρωπος νὰ γνωρίση τόν ἑαυτὸ του ὅπως εἶναι,καὶ ὄχι ὅπως τὸνπαρουσιάζει ὁ ἐχθρός διάβολος,διότι αὐτός ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ κακό μας.Ποτὲ νὰ μὴνἀπελπίζεται,ἀρκεῖ νὰ μετανοῆ,γιατί καὶ οἱ ἁμαρτίες του εἶναι λιγώτερες ἀπό τοῦ διαβόλουκαὶ ἐλαφρυντικὰ ἔχει,ἐπειδὴ πλάσθηκε ἀπό χῶμα καὶ ἀπό ἀπροσεξία γλίστρησε καὶλασπώθηκε.Γιὰ νὰ γίνη σωστὸς ἀγώνας,πρέπει νὰ γυρίζουμε τὴν ρόδα ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖπού τὴν γυρίζει ὁ διάβολος.Ἂν μᾶς λέη ὅτι εἴμαστε κάτι,νὰ καλλιεργοῦμε τὴναὐτομεμψία.Ἂν μᾶς λέη ὄτι δέν εἴμαστε τίποτε,νὰ λέμε:Ὁ Θεός θὰ μὲ ἐλέηση.Ἔτσι ἁπλᾶἄν κινῆται ὁ ἄνθρωπος,μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα στόν Θεό,μπαίνει στήν ζωὴ του ἡμετάνοια,ἡ ταπείνωση,καὶ ἀνεβαίνει σὲ πνευματικὰ ὕψη»[33].15)Προσοχή στήν αὐτομεμψία.Ἕνα λεπτό σημεῖο πού πρέπει νά προσέξει αὐτός πού ἐξομολογεῖται καί ἀγωνίζεταιπνευματικά εἶναι τό θέμα τῆς αὐτομεμψίας. Δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει κακομοιριάἀλλά λεβεντιά. Ὑπάρχει φόβος νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός στήν ἀπελπισία καίτήν ἀπραξία ἄν ἀσκεῖ τήν αὐτομεμψία, χωρίς συγχρόνως νά καλλιεργεῖ καί τήν τέλειαἐλπίδα του στόν Θεό.Τέλεια ἀπελπισία ἀπό τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί τέλεια ἐλπίδα στόν Θεό θά πρέπει νάἔχουμε συνεχῶς.Κάποτε ρωτήθηκε ὁ π. Παΐσιος:«Δηλαδή,Γέροντα,ἡ αὐτομεμψία δὲν βοηθάει στὸνπνευματικὸ ἀγώνα;».Ὁ Γέροντας ἀπάντησε:«Βοηθάει, ἀλλά θέλει διάκριση.Μπορεῖ π.χ.νὰ λέη κανείς στόν ἑαυτό του:Εἶσαι ἀνόητος… .Νὰ τὸ λέη ὄμως μὲ ταπείνωση,γιὰ νὰκοροϊδέψη τόν διάβολο,ἀλλά καὶ μὲ λεβεντιά,ὄχι μὲ κακομοιριά.Αὐτομεμψία,ὄχιἀπελπισία.Σημεῖο πνευματικῆς ὠριμότητος εἶναι νὰ πιστέψω ὅτι δέν κάνω τίποτε,νὰ ἀπογοητευθῶμὲ τὴν καλὴ ἔννοια ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου,ἀπὸ τὸ ἐγώ μου,νὰ νιώθω πώς μὲ ὅ,τι κάνωπροσθέτω συνέχεια μηδενικὰ καὶ νὰ συνεχίζω τόν ἀγώνα μου ἐλπίζοντας στὸν Θεό.Τότε ὁ Καλὸς Θεός,ὅταν δῆ τὰ μηδενικά τῆς ἀγαθῆς μου προαιρέσεως,θὰ μὲ λυπηθῆ,θὰπρόσθεση στὴν ἀρχή τὴν μονάδα καὶ θὰ πάρουν ἀξία τὰ μηδενικά μου καὶ θὰ πλουτίσωπνευματικά.Μέσα στήν ταπεινὴ κατασταση τῆς ἀπογοητεύσεως ἀπό τόν ἑαυτό μουκρύβεται ἡ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση»[34].116

16)Προσοχή στήν ὑπερευαισθησία.Μία ἀκόμη παγίδα τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ὑπερευαισθησίας στόν ἄνθρωπο.Ὁταν συμβαίνει αὐτό ὁ ἄνθρωπος κάποια πράγματα, τά λεπτολογεῖ, τά «ψειρίζει» καίγεμίζει ἐνοχές, πού μπορεῖ νά εἶναι καί τελείως ἀνυπόστατες. Εἶναι τά λεγόμενα«μορμολύκια», τά «σκιάχτρα», πού φτιάχνει ὁ ὑπερευαίσθητος ἄνθρωπος μέ τήνσυνεργασία τοῦ διαβόλου καί τρομάζει ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει φόβος.Σ’ αὐτές τίς καταστάσεις χρειάζεται ὡς θεραπευτικό φάρμακο ἡ καλή ἀδιαφορία - ὅπωςτήν ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας Παΐσιος.Κάποτε ρωτήθηκε:« Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι γιὰ τὴν καλὴ ἀδιαφορία». Καὶἀπάντησε:«Ἡ καλὴ ἀδιαφορία χρειάζεται σὲ ἕναν ὑπερευαίσθητο πού τὸν ταλαιπωρεῖ τὸ ταγκαλάκιμὲ διάφορους λογισμούς. Τότε καλὸ εἶναι νὰ γίνη λίγο ἀναίσθητος, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια,καὶ νἀ μὴ λεπτολογῆ μερικὰ πράγματα. Ἤ, ἀκόμη, χρειάζεται γιὰ κάποιον πού μπορεῖ σὲπολλὰ νὰ εἶναι ἀδιάφορος, ἄλλα σὲ κάτι νὰ τοῦ ἔχη δημιουργήσει ὁ πειρασμὸς μιὰὑπερευαισθησία, γιὰ νὰ τὸν ἀχρηστέψη. Τότε γιὰ ἕνα διάστημα θὰ τὸν βοηθήση ἡ καλὴἀδιαφορία. Θέλει ὅμως παρακολούθηση.Πρέπει νὰ λέη τὸν λογισμό του καὶ νὰπαρακολουθῆται ἀπὸ τὸν πνευματικό,ἀλλιῶς μπορεῖ σιγὰ-σιγὰ νὰ τὰ πάρη ὅλασβάρνα καὶ νὰ φθάση στην ἄλλη ἄκρη, νὰ γίνη τελείως ἀδιάφορος»[35].17)Ὄχι κατάκριση ἤ γογγυσμός ἐναντίον ἐκείνων πού χρονίζουν στήν ἐξομολόγηση.Περιμένοντας γιά ἐξομολόγηση δέν θά πρέπει νά δυσανασχετοῦμε, ἤ νά πιέζουμε τόνΠνευματικό νά μᾶς δεχθεῖ γρήγορα, ἤ νά κατακρίνουμε αὐτόν πού θεωροῦμε ὅτι ἄργησεπολύ κατά τήν ἐξαγόρευσή του. Μπορεῖ νά τόν κράτησε ὁ Πνευματικός λίγο περισσότεροδιότι ὑπάρχει πνευματικός λόγος. Ἄν κάποιος πράγματι βιάζεται καί πρέπει νά φύγει θάπρέπει νά τοῦ δίνουμε τή σειρά μας. Ἄς ἔχουμε ἰδιαίτερα ἐκείνη τήν ἱερή ὥρα τῆςἀναμονῆς γιά ἐξομολόγηση ἀγάπη πρός ὅλους, σεβασμό, σιωπή, συντριβή καί προσευχή. Ἐπίλογος«Ἄς παρακαλοῦμε λοιπόν θερμά τόν Κύριο ὥστε «τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶνἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι» [36].Ἄς ζητοῦμε «μετάνοιαν ὁλόκληρον καί καρδίαν ἐπίπονον εἰς ἀναζήτησίν Του» γιά νάἀξιωθοῦμε τῆς μερίδος τῶν Ἁγίων πού εἰσῆλθαν διά τῆς Μετανοίας στή Βασιλεία τοῦΘεοῦ.«Ὡς ὁ ληστής, ὡς ὁ τελώνης καί ὡς ὁ ἄσωτος» ἄς ἐξομολογούμαστε ταπεινά γιά νάδικαιωθοῦμε ἀπό τόν Ἀγαθοδότη Πολυέλεο καί Πολυεύσπλαχνο Κύριο. Ἀμήν» ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ! Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (Link)117

Τά πάθη καί ἡ ἀντιμετώπισή τουςΜέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, θά μιλήσουμε γιά τά πάθη καί τόν τρόπο ἀντιμετώπισής τους.Ὑπάρχει μία ἱστορία, μ’ ἕναν ἅγιο γέροντα, πού ἦταν στήν Αἴγυπτο καί δέχθηκεἐπισκέψεις ἀπό κάποιους ἄλλους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν ἀπό τήν περιοχή τῶνἹεροσολύμων. Στήν ἀρχή, αὐτοί οἱ ἐπισκέπτες εἶδαν τά καλογέρια τοῦ γέροντα, δηλ.τούς ὑποτακτικούς του καί ἔκαναν μία μικρή συζήτηση μαζί τους. Ἄρχισαν λοιπόννά τά ρωτᾶνε τά καλογέρια: « Ὁ γέροντάς σας εἶναι χαρισματοῦχος; Ξέρει νά μᾶς πεῖγιά τούς ἀγγέλους, γιά τίς πνευματικές καταστάσεις, γιά τά οὐράνια πράγματα καίφαινόμενα καί πῶς μποροῦμε νά τά ζήσουμε ὅλα αὐτά;»Τά καλογέρια τοῦ γέροντα τό ἄκουσαν αὐτό καί πῆγαν καί τό εἶπαν στό γέροντάτους: «Γέροντα ἦρθαν κάποιοι μοναχοί καί μᾶς εἶπαν αὐτά τά πράγματα, ἄν ξέρεις νάτούς πεῖς γιά τά οὐράνια». Ἐκεῖνος ἦταν ἄνθρωπος πολύ ταπεινός καί πρακτικός,δηλ., τόν ἐνδιέφερε ἡ πράξη καί ὄχι ἡ θεωρία, ἡ οὐσία θά λέγαμε, ὄχι ἁπλῶς νάκάνουμε συλλογισμούς καί ὡραῖες σκέψεις ἤ νά μιλᾶμε γιά πράγματα πού εἶναι πολύὑψηλά καί πολύ ὑψηλότερα ἀπό τήν κατάστασή μας καί τούς λέει:«Παιδιά μου πέστε τους ὅτι ὁ γέροντας δέν ξέρει ἀπ’ αὐτά τά πράγματα, οὔτε γιάἀγγέλους ξέρει νά τούς πεῖ, οὔτε γιά οὐράνια πράγματα, οὔτε γιά καταστάσειςτέτοιες, γιά τή θέωση καί ὅλα αὐτά. Ἄν θέλουνε νά τούς ποῦμε κάτι χαμηλό, κάτι γιάτίς ἀρρώστιες πού ἔχουμε, τίς ψυχικές, γιά τά πάθη… ε, γιά αὐτά… κάτι ξέρει ὁγέροντας. Ἅμα τούς ἐνδιαφέρουν αὐτά καί πῶς μποροῦμε νά τά πολεμήσουμε… ε,τέτοια ξέρει νά τούς πεῖ. Ἅμα τούς ἐνδιαφέρει αὐτό, ἄς ἔρθουνε».Πῆγαν, λοιπόν, τά καλογέρια καί εἴπανε στούς ἐπισκέπτες: «Αὐτό κι αὐτό. Ἔτσι μᾶςεἶπε ὁ γέροντας». Τότε αὐτοί, ἐπειδή ἦταν ἄνθρωποι συνετοί καί καλοί, κατάλαβαντό λάθος τους καί λένε: «Πέστε στό γέροντα νά μᾶς συγχωρήσει καί θέλουμε νά μᾶςπεῖ γι’ αὐτά. Πῶς θά πετύχουμε δηλαδή, νά θεραπευτοῦμε, νά γίνει καλά ἡ ψυχή μας,νά καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη». Καί πράγματι, ὁ γέροντας μετά, τούς πῆρε, τούςδέχτηκε καί τούς μίλησε καί ὠφελήθηκαν πάρα πολύ.Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐμεῖς ἐδῶ πού μαζευτήκαμε, μαζευτήκαμε γιά νά ποῦμε, πῶς θάγίνουμε καλά ἀπό τίς ψυχικές μας ἀρρώστιες, πού τίς λέμε πάθη. Στήν Ἐκκλησία,ὅταν λέμε πάθος, ἐννοοῦμε τήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι καί στόσῶμα, δήλ. ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὅλο. Δέν μπορεῖς νά πεῖς ὅτι μόνο ἡ ψυχή εἶναιἄρρωστη, εἶναι καί τό σῶμα ἄρρωστο. Γι’ αὐτό, βλέπετε, σήμερα, στήν ἐποχή μας,πού ἔχουμε ἄγχος. Ὁ κόσμος ἔχει ἄγχος. Αὐτό δέν εἶναι μόνο στήν ψυχή, βγαίνει καίστό σῶμα, παθαίνει καί τό σῶμα καί λένε οἱ γιατροί γιά ψυχοσωματικά νοσήματα,ὅπως εἶναι τό ἕλκος. Παθαίνεις ἕλκος στό στομάχι˙ γιατί παθαίνεις ἕλκος; Γιατί ἔχειςἄγχος. Κυρίως ἀπό κεῖ βγαίνει, μπορεῖ νά ’ναι καί ἄλλοι λόγοι βέβαια, ἀλλά κυρίως118

εἶναι ἀπό κεῖ. Δηλ. εἶναι κάτι πού ξεκινάει μέν ἀπό τήν ψυχή, ἀλλά μετά ἀρρωσταίνεικαί τό σῶμα. Ἑπομένως, τό σωστό εἶναι νά λέμε, ὅτι εἶναι ἀρρώστιες καί τῆς ψυχῆς,ἀλλά καί τοῦ σώματος. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ξαναλέω, ἕνα ἀδιαίρετο ὅλο, δένεἶναι δύο κουτάκια ξεχωριστά, σῶμα-ψυχή, ἀλλά εἶναι ἕνα σύνολο καί λένε οἱ ἅγιοιὅτι «ἡ ψυχή ἀγκαλιάζει ὅλο τό σῶμα, ὅπως ἡ φωτιά ἀγκαλιάζει τό πυρωμένοσίδερο». Ἔχετε δεῖ ἕνα σίδερο πού τό βάζουμε στή φωτιά καί κοκκινίζει. Ἔτσι, λέει,εἶναι καί ἡ ψυχή, πού ἀγκαλιάζει τό σῶμα καί συνέχει καί ζωοποιεῖ ὅλο τό σῶμα καίὅταν χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα –αὐτό εἶναι ὁ θάνατος– τότε καί τό σῶμα νεκρώνεται,ξεπαγιάζει.Θά ποῦμε, λοιπόν, λίγα λόγια εἰσαγωγικά γι’ αὐτές τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς καί τοῦσώματος, πού τίς λέμε πάθη καί σιγά-σιγά θά προχωρήσουμε, ἄν θέλει ὁ Θεός, νάποῦμε καί πῶς θεραπεύονται. Τί προξενοῦν στήν ψυχή μας, τί ἐπιπτώσεις ἔχουν, ἀπόποῦ ξεκινᾶνε καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία, γιατί νά εἴμαστε ἄρρωστοι δηλαδή. Ὅτι εἴμαστεἄρρωστοι ἐγώ σᾶς τό εἶπα σά δεδομένο, ἐσεῖς μπορεῖτε νά μοῦ πεῖτε ὅτι δέν εἴμαστεἄρρωστοι, ἀλλά ἄν εἴμαστε εἰλικρινεῖς μέ τόν ἑαυτό μας, θά δοῦμε ὅτι ὅλοι εἴμαστεἄρρωστοι, λίγο ἤ πολύ. Εἴμαστε ὑποταγμένοι σ’ αὐτά τά πράγματα πού δέ μᾶςἀρέσουν, πού τά λέμε πάθη, ὅπως εἶναι ὁ θυμός, ὅπως εἶναι ἡ μνησικακία, ὅπως εἶναιἡ ὑπερηφάνεια. Ὅλα αὐτά εἶναι τά πάθη πού κυριαρχοῦνε μέσα μας σέ μικρό ἤμεγάλο βαθμό.Εἴπαμε, προηγουμένως, ὅτι σήμερα κυριαρχεῖ τό ἄγχος. Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποιψάχνουνε γιά εἰρήνη καί οἱ ψυχίατροι καί οἱ ψυχολόγοι κάνουνε χρυσές δουλειές. Οἱἄνθρωποι ἔχουνε φύγει ἀπό τό Θεό, ἔχουνε αὐτονομηθεῖ, προσπαθοῦνε μόνοι τους,μέ τίς δυνάμεις τους καί λένε: «Ποῦ θά βρῶ τή λύση; Θά πάω», σού λέει «στόνεἰδικό. Ποιός εἶναι ὁ εἰδικός γιά τήν ψυχή; Εἶναι ὁ ψυχίατρος, εἶναι ὁ ψυχολόγος».Καί πᾶνε ἐκεῖ γιά νά θεραπευτοῦνε, ἀλλά δυστυχῶς δέ θεραπεύονται καί ἀπόδειξηεἶναι ὅτι τά ψυχιατρεῖα ὅλο καί περισσότερα εἶναι ἀντί λιγότερα καί τάψυχοφάρμακα ἐπίσης. Καί οἱ ψυχικές ἀρρώστιες ὅλο καί αὐξάνονται. Ἄν ὄντωςθεραπευόταν ὁ ἄνθρωπος θά ἔπρεπε νά μειώνονται. Ὅπως μειώθηκε ἡ φυματίωσημόλις βγῆκαν τά ἀντιβιοτικά˙ βρέθηκε τό φάρμακο καί σταμάτησε. Ἀλλά ἡκατάθλιψη αὐξάνεται συνέχεια. Τώρα οἱ στατιστικές λένε, ὅτι περίπου ἕναδισεκατομμύριο ἄνθρωποι, στόν κόσμο, ἔχουνε κατάθλιψη καί ὅλο καί αὐξάνεται.Αὐτά τά νοσήματα ὅλο καί καλπάζουνε στό σύγχρονο κόσμο. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν,νά βροῦμε τή θεραπεία κάπου ἀλλοῦ, ὄχι στήν ψυχολογία καί στήν ψυχιατρική καί ἡθεραπεία ὄντως ὑπάρχει, μέσα στήν Ἐκκλησία.Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα νοσοκομεῖο, ἕνα θεραπευτήριο, πού θεραπεύει τόν ἄνθρωποἀπ’ ὅλα τά πάθη καί ἀπό τά ψυχικά καί ἀπό τά σωματικά.Ὁ λόγος θά εἶναι «περί πατέρων», δήλ. τί λένε οἱ πατέρες, πῶς οἱ πατέρες μᾶςδίδαξαν. Οἱ πατέρες, βέβαια, δέ μιλοῦσαν ἀπό τό μυαλό τους, ἀπό τό νοῦ τους, ὅπωςμιλᾶνε οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες, ἀλλά μιλούσανε μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου119

Πνεύματος, δηλαδή μᾶς παρέδωσαν αὐτά πού τούς εἶπε ὁ Θεός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.Ἦταν ἄνθρωποι Θεοφόροι, εἶχαν μέσα τούς τό Θεό, ἔφεραν τό Θεό καί ὁ Θεός τούςμιλοῦσε καί ἑρμήνευαν τήν Ἁγία Γραφή μέ αὐτό τό πνεῦμα πού εἶχαν, τό ἍγιοΠνεῦμα, γι’ αὐτό καί τήν ἑρμήνευαν ἀλάνθαστα.Οἱ προτεστάντες παίρνουν νά ἐξηγήσουν τήν Ἁγία Γραφή καί ὁ καθένας λέειδιαφορετικά πράγματα, γιατί δέν ὑπάρχει τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τούς φωτίζει. Καί αὐτοίἰσχυρίζονται: «μᾶς φώτισε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό εἴπαμε». Ἄν ἦταν τό ἍγιοΠνεῦμα, θά λέγανε ὅλοι τό ἴδιο πράγμα, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἕνα εἶναι, δέν εἶναιπολλά. Οἱ προτεστάντες, ὅμως, ἔχουν πεντακόσιες ἐκκλησίες.Καί μεῖς ,τώρα, γιά νά καταλάβουμε τήν Ἁγία Γραφή, πρέπει νά πᾶμε σ’ αὐτούς, πούτήν ἑρμήνευσαν αὐθεντικά καί αὐτοί εἶναι οἱ ἅγιοι πατέρες. Οἱ ἅγιοι ἦταν σάν τούςγιατρούς στά νοσοκομεῖα. Ἦταν καί εἶναι οἱ ἀρχίατροι. Αὐτοί πού μᾶς δίνουνε τάφάρμακα, γιατί γιά νά θεραπευτεῖς, πρέπει νά ὑπάρχει τό νοσοκομεῖο, τό περιβάλλονδηλαδή πού θά θεραπευτεῖς, πρέπει νά ὑπάρχει ὁ γιατρός καί πρέπει νά ὑπάρχουν καίτά φάρμακα.Ὅλα αὐτά ὑπάρχουνε καί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, εἶναι οἱ ἅγιοι πατέρες καί εἶναι καί τάφάρμακα, πού θά τά ποῦμε στή συνέχεια. Γιατί τό κάθε νόσημα ἔχει καί τά δικά τουφάρμακα. Τό κάθε πάθος δηλαδή ἔχει καί ἰδιαίτερη ἀντιμετώπιση, δέν γίνεται ὅλα τάπάθη νά θεραπευτοῦνε μέ τό ἴδιο φάρμακο.Ἡ διδασκαλία τῶν πατέρων γιά τά πάθη καί τή θεραπεία τούς εἶναι καρπός μίαςβαθιᾶς πνευματικῆς ἐμπειρίας καί ἀποκτήθηκε ἔπειτα ἀπό σκληρούς ἀγῶνες καίδοκιμασίες πολλῶν ἐτῶν. Οἱ ἅγιοι μιλᾶνε μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ἑνός καί ἀφ’ ἑτέρου μέ βάση τή ζωή τους, τήν ἐμπειρία τους, γιατί αὐτά πού μᾶςλένε, τά ἔζησαν, τά πέρασαν καί θεραπεύτηκαν καί τήν ἔνιωσαν αὐτή τή θεραπεία,τήν ἔζησαν καί τή βίωναν συνέχεια. Καί μᾶς δείχνανε μετά καί μᾶς δείχνουνε καίσήμερα τό δρόμο πῶς καί σύ θά περάσεις ἀπ’ αὐτό τό πάθος καί θά βγεῖς στό φῶς,στήν ὑγεία. Γιατί ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς εἶναι αὐτό πού λέμε ἀπάθεια, δηλαδή νά μήνἔχεις πάθη. Αὐτή εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς. Ὄχι ἀπάθεια, μέ τήν κοσμική ἔννοια, πούλέμε: «Ά, αὐτός εἶναι ἀπαθής», δήλ. «εἶναι ἀναίσθητος», ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι δένἔχεις πάθη, αὐτές τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, πού ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς τούς πατέρες τούςθεραπευμένους, πού εἶχαν θεραπεύσει πρῶτα τόν ἑαυτό τους καί μετά μᾶς ἔγραψανπῶς θεραπεύτηκαν, γιά νά θεραπευτοῦμε κι ἐμεῖς, λέει: «Ἀξιωθῆς μεγάλωνἀντιλήψεων ἐκκομισάμενοι αὐτοῦ πείρα ἐκ τῶν μακρῶν χρόνων». Μέ ἀξίωσε ὁΘεός, λέει, μεγάλης βοηθείας. Δέ λέει, «μόνος μου τό κατάφερα», ἐνῶ ὁ σύγχρονος,πλανεμένος ἄνθρωπος, σού λέει: «μόνος σου, ἡ δύναμη τῆς θετικῆς σκέψης, νάκάνεις θετικές σκέψεις, μόνος σου θά τά βρεῖς ὅλα, τά ἔχεις ὅλα μέσα σου, τόἐσωτερικό φῶς κλπ», τά ξέρετε αὐτά, τόσες πλάνες κυκλοφοροῦν.120

Εἶναι ἡ αὐτονόμηση ἀπό τό Θεό, ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του ν’ἁγιάσει, μόνος του νά πάει ἐκεῖ πού πρέπει νά πάει. Εἶναι αὐτό πού εἶπε καί τό φίδιστήν Εὕα: «Τί νά παιδεύεσαι τώρα, νά κάνεις ὑπακοή στό Θεό… δέ χρειάζεται. Νά,θά φᾶς αὐτό τό φροῦτο καί θά γίνεις Θεός. Μήν ἀκοῦς τό Θεό». Συκοφάντησε καί τόΘεό δηλαδή. Τῆς ἔλεγε: «Ὁ Θεός ἀπό πονηρία σᾶς εἶπε νά μή φᾶτε ἀπ’ αὐτό. Ἅμαφᾶτε θά γίνετε Θεοί». Βλέπετε; Καί αὐτή τά δέχτηκε ὅλα αὐτά. Ἐνῶ οἱ πατέρες λένε,ὅτι «ὁ Θεός μᾶς βοήθησε» καί ἀπέκτησαν πείρα ἀπό τούς μακρούς χρόνους πούἔκαναν στήν ἄσκηση, στήν προσπάθεια τήν πνευματική.«Καί τούτων ἁπάντων ἐν πείρα γέγονα». Καί ὅλα αὐτά, λέει, πού σᾶς λέω, πού σᾶςπεριγράφω ἐδῶ, τά ἔχω ζήσει, ἔχω γίνει «ἐν πείρα», «γέγονα ἐν πείρα», ἔχω ἐμπειρίαδηλαδή αὐτῶν πού σᾶς λέω, δέν εἶναι κάτι θεωρητικό, πού τό ἔβγαλα, σάν ἕνασύστημα φιλοσοφικό, ἀπό τό μυαλό μου. Οἱ πατέρες δέν γράφουν ἕνα ἐγχειρίδιοἠθικῆς νά μᾶς δώσουν κάποιες συμβουλές «κᾶνε αὐτό, κᾶνε ἐκεῖνο, κᾶνε τ’ ἄλλο»,ἀλλά δείχνουνε τό δρόμο, γιά νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν κάθαρση, ἀπό τά πάθηστήν ἀπάθεια –αὐτό πού εἴπαμε ὅτι εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχής– καί στή θέωση.Ἡ αἰχμαλωσία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου στά αἰσθητά πράγματα καί ἡ ὑποδούλωσήτου στά πάθη, κλείνουν τό δρόμο γιά τήν κοινωνία μέ τό Θεό. Ὁ σύγχρονοςἄνθρωπος ἔχει γίνει δοῦλος στήν ὕλη, στά αἰσθητά πράγματα. Στό χρῆμα, στάαὐτοκίνητα, στά σπίτια. Ἔλεγε ἕνας σύγχρονος πατέρας, ὁ πατήρ Ἰουστίνος ὁΠόποβιτς, ὅτι ὁ σύγχρονος Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ἔχει γιά Θεό τήν ὕλη, λατρεύει τάεἴδωλα, εἶναι εἰδωλολάτρης δηλαδή. Παρόλο, πού λένε, ὅτι εἶναι χριστιανοί, δένεἶναι χριστιανοί. Ἔτσι, λέει, δέν εἴμαστε χριστιανοί, λατρεύουμε τά πράγματα,εἴμαστε εἰδωλολάτρες καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι μία ὑποδούλωση. Εἶναι ἡ φιλαργυρία,ἡ φιλοϋλία, ὅπως τό λένε ἀλλιῶς οἱ πατέρες, τό νά ἀγαπάει κανείς τήν ὕλη. Μαζί μέτίς ἄλλες ὑποδουλώσεις πού ἔχουμε στά ἄλλα πάθη μας, ὅλα αὐτά εἶναι ἕνα τεῖχοςπού μᾶς ἐμποδίζει νά δοῦμε τό Θεό. Καί σού λέει ὁ ἄλλος: «Τί Θεό μου λές τώραἐσύ»; Δέν μπορεῖ νά δεῖ τό Θεό γιατί εἶναι δοῦλος σ’ ὅλα αὐτά.Ὁ ἄνθρωπος, τονίζουν οἱ πατέρες, πρέπει νά προχωρήσει στήν «κατά Θεόνἐλευθερία», νά ἐλευθερωθεῖ, δήλ., ὄχι ὅμως μέ τήν ἐλευθερία πού λέει ὁ κόσμος. Σούλέει «εἶσαι ἐλεύθερος» καί ἐννοεῖ κάτι πολύ λίγο, δήλ. νά μπορεῖς νά διαλέξεις αὐτόἤ ἐκεῖνο. Βλέπετε καί στά προϊόντα ποῦ μᾶς λανσάρουν, σού λένε: «Τί θέλεις, τόἄσπρο ἤ τό μαῦρο;». Καί σύ ἔχεις τήν αἴσθηση ὅτι εἶσαι ἐλεύθερος καί ἔχεις καίἐπιλογή. Αὐτό εἶναι κάτι πολύ πολύ λίγο, ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἔχει καλέσει σέ μίαἐλευθερία ὀντολογική. Τί θά πεῖ αὐτό τώρα; Δηλαδή, ἡ ὅλη μας ὕπαρξη νάἐλευθερωθεῖ, νά μήν ἔχεις καμία δέσμευση.Πάρτε, γιά παράδειγμα, τό θυμό. Ὅταν κανείς θυμώνει εὔκολα, αὐτό εἶναι μίαφοβερή δουλεία. Εἶσαι δοῦλος αὐτοῦ του πάθους κι ἐνῶ θέλεις νά ἐλευθερωθεῖς,δυσκολεύεσαι, δέν μπορεῖς. Λές «δέ θά θυμώσω σήμερα» κι ἔρχεται ἡ ὥρα καί λές121

«πάλι, ἀμάν πάλι, πάλι, πάλι…», δέν μπορεῖς νά ἐλευθερωθεῖς. Ε, ὁ Θεός μπορεῖ νάσ’ ἐλευθερώσει. Μᾶς ἔχει δώσει αὐτή τή δυνατότητα ἀπό τή στιγμή πούβαφτιστήκαμε, μᾶς ἔχει ἐλευθερώσει. Ἀλλά τί γίνεται;Ἡ ἐλευθερία αὐτή εἶναι«δυνάμει», δέν ἔχει ἐνεργοποιηθεῖ, μέχρι τή στιγμή πού ἐμεῖς θά τό θελήσουμε.Ὅταν ἐμεῖς ποῦμε «ναί» στό Θεό, τότε ἐνεργοποιοῦμε αὐτό τό δῶρο.Νά τό ποῦμε πιό ἁπλά. Σάν ὁ Θεός τήν ὥρα πού βαφτιστήκαμε νά ἔκανε μίακατάθεση στήν τράπεζα. Τήν ἔχεις τήν κατάθεση, τά λεφτά τά ἔχεις, ἀλλά πρέπει νάκάνεις μία κίνηση. Ποιά; Νά πᾶς νά τά πάρεις γιά νά τά ἔχεις καί πραγματικάδηλαδή. Ἔτσι εἶναι καί ἡ ἐλευθερία. Ὁ Θεός μᾶς ἐλευθερώνει στό βάπτισμα, ἀλλάπεριμένει νά τοῦ ποῦμε τό «ναί».Καί πῶς λέμε τό «ναί»; Ἐδῶ εἶναι τό σπουδαῖο τώρα. Ὅταν κανείς ἀρχίζει νά τηρεῖτίς ἐντολές. Αὐτό θά πεῖ λέω «ναί» στό Θεό. Ὄχι θεωρητικά πιστεύω στό Θεό. Αὐτόκαί ὁ διάβολος τό κάνει. Πιστεύει στό Θεό, πολύ καλά μάλιστα καί ξέρει τό Θεόγιατί κάποτε τόν ὑπηρέτησε ὡς ἀρχάγγελος. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τό ζητούμενο, τόζητούμενο εἶναι νά ἀγαπήσεις τό Θεό καί ποιός εἶναι αὐτός ποῦ ἀγαπάει τό Θεό; Μᾶςτό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πολύ συγκεκριμένα. Ἐκεῖνος εἶναι πού μέ ἀγαπάει «ὁ ἔχωντάς ἐντολᾶς μου καί τηρῶν αὐτᾶς».Βλέπετε; Εἶναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Δέν εἶναι θεωρητικό «ἀγαπάω τό Θεό κλπ.».Ἄν ἀγαπᾶς τό Θεό θά τηρεῖς αὐτά πού λέει. Ἐμεῖς ὄχι μόνο δέν τά τηροῦμε, ἀλλάοὔτε καν τά ξέρουμε. Ἄν ψάξουμε λίγο μέσα μας θά δεῖτε ὅτι δέν ξέρουμε τίςἐντολές ποιές εἶναι, τί θέλει ὁ Θεός ἀπό μας. Καί θεωροῦμε ὅτι δέν τρέχει καί τίποτα.Εἶναι ἔνοχη αὐτή ἡ ἄγνοιά μας. Καί πῶς τό ξέρουμε ὅτι εἶναι ἔνοχη; Τό λέει ὁ Θεός:«Ὁ μή γνούς καί μή ποιήσας», αὐτός πού δέν ἤξερε καί δέν ἔπραξε, δέν ἐφάρμοσε τίςἐντολές, «δαρήσεται ὀλίγας», θά φάει λίγο ξύλο, ἀλλά καί τό λίγο ξύλο πάλι κόλασηεἶναι. «Ὁ γνούς καί μή ποιήσας», αὐτός πού ἤξερε δήλ. καί δέν ἔπραξε, «δαρήσεταιπολλᾶς», θά φάει πολύ ξύλο. Αὐτός θά πάει πιό κάτω στήν κόλαση, ἀλλά καί οἱ δύοκόλαση ἔχουν. Βλέπετε; Γιατί λένε μερικοί: «καλύτερα νά μή μάθω τά λόγια τουΘεοῦ, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅποτε εἶμαι ἐντάξει». Δέν εἶσαι ἐντάξει. Πάλι κόλασηἔχεις. Ἁπλῶς εἶσαι σέ μικρότερο βαθμό κόλασης, ἀλλά τί νά τό κάνεις; Μικρότερο-μεγαλύτερο, εἶσαι χωρισμένος ἀπό τό Θεό.Ἑπομένως, γιά νά ἐλευθερωθοῦμε πραγματικά, πρέπει νά τά πάρουμε τά πράγματασοβαρά. Πῶς γίνεται αὐτή ἡ ἐλευθερία, ἡ ὁποία οὐσιαστικά εἶναι ἐλευθερία ἀπό τάπάθη. Γίνεται μέ τό νά μεταστρέψουμε αὐτά τά πάθη, ὄχι νά τά νεκρώσουμε.Ἄς ποῦμε ἕνα παράδειγμα γιά νά τό καταλάβουμε. Ὁ θυμός εἶναι κάτι καλό. Μά θάπεῖτε καλό εἶναι νά ὀργίζεσαι καί νά βρίζεις καί νά…Ὄχι. Γιατί δέν εἶναι καλό; Γιατίαὐτή τή δύναμη πού σου ’χει δώσει ὁ Θεός, πού εἶναι καλή, τό θυμικό, ὅπως λένε οἱπατέρες, ἐσύ τή χρησιμοποιεῖς ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Ἐνῶ ὁ Θεός σου τήν ἔχειδώσει αὐτή τή δύναμη, τήν καλή, γιά νά τή χρησιμοποιεῖς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας,122

ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί νά σκοτώνεις τούς κακούς λογισμούς μέ τό θυμό. Ὁθυμός εἶναι ἀναιρετικός τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Γι’ αὐτό σου ἔχει δώσει τό θυμό ὁΘεός. Ὄχι, γιά νά τόν στρέφεις ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, τῆς ἀδελφῆς σου κλπ.Τότε βέβαια, δέν κάνεις καλή χρήση. Ἔτσι;Καί τώρα ποιά εἶναι ἡ θεραπεία; Δέν εἶναι νά κόψεις τό θυμό τελείως, νά νεκρωθεῖςὡς πρός τό θυμό, νά γίνεις ἕνα πράγμα, ἄψυχο, ξεψυχο, ψοφίμι, ἀλλά τί; Αὐτό τόθυμό, αὐτή τή δύναμη, νά τή στρέψεις πρός τό Θεό καί νά ἀγαπήσεις τό Θεό καί τόσυνάνθρωπο καί νά τή στρέψεις καί ἐναντίον τοῦ πονηροῦ καί νά τόν βγάλεις ἀπόμέσα σου, νά τόν διώξεις, μέ θυμό νά τόν διώξεις. Πῶς ἀλλιῶς θά τόν διώξεις; Θάτοῦ πεῖς, εὐγενικά, «σέ παρακαλῶ, φύγε»;. Δέν φεύγει ἔτσι. Καλούμαστε, λοιπόν,αὐτά τά πάθη, νά τά μεταστρέψουμε σέ ἀγαπητική διάθεση γιά τό Θεό, ὥστε νάμποροῦμε νά κάνουμε δική μας τή σωτηρία, ἡ ὁποία ἔχει ἔρθει διά τῆς Ἐκκλησίας.Ὅλοι ἐμεῖς πού εἴμαστε βαφτισμένοι, εἴμαστε σωσμένοι, δήλ. μᾶς ἔχει σώσει ὁ Θεός,γιατί ἔχει δώσει τό αἷμα του γιά μας. Ἀλλά πρέπει νά τήν κάνουμε δική μας τήσωτηρία. Εἶναι αὐτό πού εἴπαμε, ὁ Θεός ἔχει κάνει τήν κατάθεση στήν τράπεζα, τάἔχει βάλει τά χρήματά του, πρέπει, ὅμως, νά πᾶμε νά τά πάρουμε, προσωπικά. Νάποῦμε «ΝΑΙ» στό Θεό, νά μποῦμε δήλ. σέ αὐτή τή διαδικασία τῆς ὑπακοῆς, νάτηροῦμε τίς ἐντολές.Νά τά πάρουμε, τώρα, πιό συστηματικά τά πράγματα. Νά δώσουμε καταρχήν ἕνανὁρισμό: Τί εἶναι τό πάθος; Πάθος εἶναι ἡ ἐπανάληψη καί ἡ σταθεροποίηση μίαςἠθικῆς ἀσθένειας, μίας ἁμαρτίας. Βλέπετε; εἶναι διαφορετικό πράγμα τό πάθος καί ἡἁμαρτία. Ἁμαρτία εἶναι μία πράξη συγκεκριμένη πού κάνουμε. Πάθος εἶναι ὅταναὐτή τήν πράξη τήν κάνεις πολλές φορές. Τήν ἐπαναλαμβάνεις, τήνξαναεπαναλαμβάνεις, ὅποτε γίνεται μέσα σου μία κατάσταση. Σταθεροποιεῖται μίαἠθική ἀσθένεια, μία ἀδυναμία.Σού λέει ὁ ἄλλος: «Θέλω νά μήν καπνίσω, ἀλλά δέν μπορῶ». Ἔχει γίνει ἀδυναμίαμέσα του, ἔχει δημιουργηθεῖ μία σταθερή κατάσταση, μία ἄρρωστη ὅμως κατάσταση.Ἡ πλεονεξία, ἡ μέθη, ἡ ἀκολασία, ὅλα αὐτά εἶναι ἁμαρτίες πού ἔγιναν πολλές φορές,ὅποτε μετά ριζώσανε μέσα μας καί ἔγιναν πάθη. Ἐνῶ ἕνα ἁμάρτημα εἶναι μίαμεμονωμένη πτώση, μία συγκεκριμένη παράβαση τοῦ ἠθικοῦ νόμου, τό πάθος εἶναι ἡριζωμένη κατάσταση τῆς κακίας. Εἶναι ἡ κατάληψη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ἀπό τήνἠθική ἀσθένεια. Ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει κυρίαρχος στήν ψυχή. Δέν τήν προσβάλλειπλέον ἀπέξω, τήν ἔχει ὑποδουλώσει σέ πράγματα καί καταστάσεις, εἶναι ἀνίκανη ν’ἀντιδράσει.Σού λέει ὁ ἄλλος: «Ἀπό μέσα μου βγαίνει τό κακό, ἀπό μέσα μου, δέν μπορῶ ν’ἀντισταθῶ». Εἶναι, ἀκριβῶς, τώρα, πλέον, πού δέν ἔρχεται ἡ ἁμαρτία ἀπ’ ἔξω νά σέπροσβάλλει, ἀλλά ἐπειδή τήν ἔχεις κάνει πολλές φορές, σού βγαίνει ἀπό μέσα.«Αὐθόρμητα», σού λέει ὁ ἄλλος, «μοῦ ἔρχεται». Φθάνουμε στό σημεῖο –κοιτάξτε νά123

δεῖτε τή διαστροφή μας– νά σού λέει: «Νά ἐκφραστεῖς ἐλεύθερα»˙ κι ἐννοοῦν νάβγάλεις ὅλη αὐτή τή σαπίλα, ὅλη αὐτή τή βρωμιά, νά ἀνοίξεις τό βόθρο, αὐτό ἐννοεῖ.Τό λένε καί στά παιδιά, στούς νέους. Καί ἀρχίζουνε ἔπειτα καί σού λένε: «Ἐγώ ἔτσιἐκφράζομαι». Καί βρίζουνε, βλαστημᾶνε. «Ε, αὐτό μου λέει ἡ καρδιά μου». Ναί,ἀλλά ἄν ἡ καρδιά σου εἶναι σπήλαιο ληστῶν; Ε, φυσικά, αὐτά θά ἔχει, ἀλλά σκέψουκαί τόν ἄλλο. Τί φταίει ὁ ἄλλος; Σοῦ λέει: «Ἐλεύθερος εἶμαι, μπορῶ νά κάνω ὅ,τιθέλω».Τό πάθος εἶναι διαστροφή τῶν ψυχικῶν δυνάμεων. Αὐτό πού λέγαμε προηγουμένωςγιά τό θυμό, ἰσχύει καί γιά ὅλα τά πάθη. Δηλ. ὁ ἄνθρωπος παίρνει τίς δυνάμεις τίςψυχῆς, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ καί τίς διαστρέφει.Θυμηθεῖτε τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, πού λέει ὅτι ὁ πατέρας ἔδωσε στό παιδί τήνπατρική περιουσία˙ τό μερίδιο πού ἀνῆκε στό γιό τό νεότερο. Καί ὁ γιός τί ἔκανε; Τήσπατάλησε. Αὐτή ἡ περιουσία εἶναι αὐτές οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς πού μᾶς ἔχει δώσειὁ Θεός. Εἶναι ἡ λογική μας, εἶναι τό θυμικό, ὁ θυμός καί εἶναι καί τό ἐπιθυμητικό, οἱδιάφορες ἐπιθυμίες πού ἔχουμε. Μᾶς τά ’χει βάλει αὐτά ὁ Θεός μέσα μας καί ἐμεῖςἀντί νά τά χρησιμοποιήσουμε σωστά, νά τά ἀξιοποιήσουμε, τά διαστρέψαμε καί τάχρησιμοποιοῦμε σέ λάθος κατεύθυνση.Τή λογική μας δηλ. ἀντί νά τήν πᾶμε στό Θεό, ἀντί νά βλέπουμε τά μεγαλεία τουΘεοῦ καί νά «ἀναγόμαστε» στόν Πλάστη, στόν Κτίστη, ἀντί νά προσευχόμαστε –γι’αὐτό κυρίως μᾶς δόθηκε ὁ νους– ἐμεῖς τό χρησιμοποιοῦμε τό νοῦ μας γιά νά κάνουμεὅλα αὐτά τά ἔργα τά ὑλιστικά, νά ὑποδουλωνόμαστε στά πράγματα καί νάφτιάχνουμε ἕνα σωρό κατασκευάσματα, ἀνούσια ἤ καί ἁμαρτωλά πολλές φορές. Τόθυμικό, πάλι, τό θυμό, ἀντί νά τό στρέψουμε ἐναντίον τοῦ κακοῦ, τό στρέφουμεἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας. Πάλι κάνουμε διαστροφή, σπαταλᾶμε δηλαδή τόνπλοῦτο τοῦ πατέρα μας. Καί τό ἐπιθυμητικό, ἀντί νά ἐπιθυμήσουμε τό Θεό, ν’ἀγαπήσουμε τό Θεό, μέ αὐτή τή δύναμη τῆς ψυχῆς, ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τά πράγματα,τίς ἡδονές. Πάλι κάνουμε διαστροφή.Εἶναι μία παρά φύση κατάσταση καί κίνηση τῆς ψυχῆς. Ἡ φυσική κίνηση τῆς ψυχῆςεἴπαμε ποιά εἶναι. Τό λογιστικό νά πάει στό Θεό κλπ. Ὅλα νά πᾶνε στό Θεό. Ἐμεῖς,ἀντί νά τά πᾶμε στό Θεό, κάνουμε παρά φύση κίνηση καί τά πᾶμε στά κτίσματα, τάπᾶμε στίς ἡδονές τίς σαρκικές κλπ. Καί ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος«τό πάθος ἐν τή φύσει, οὐ πέφυκε», δήλ. τό πάθος δέν ὑπάρχει στή φύση τοῦἀνθρώπου. «Οὐ γάρ ἐστι κτίστης παθῶν ὁ Θεός», διότι δέν εἶναι ὁ Θεός δημιουργόςτῶν παθῶν, δέν τά ’φτιαξε ὁ Θεός τά πάθη. Εἶναι δηλ. κάτι ἔξω ἀπό τή φύση μας, γι’αὐτό καί μποροῦμε νά τό θεραπεύσουμε. Δέν εἶναι δηλ. κάτι πού μᾶς τό ’δωσε ὁΘεός. Ὁ ἄλλος, λέει, εἶναι ἀπό φυσικοῦ του θυμώδης. Δέν εἶναι ἀπό φυσικοῦ του,ἁπλῶς εἶχε ἴσως κάποιες κλίσεις, δέν πρόσεξε, τό ἄφησε καί τοῦ φαίνεται σᾶν φυσικότώρα.124

Ὁ Θεός δέν ἔδωσε πάθη στόν ἄνθρωπο˙ ἡ ψυχή εἶναι ἀπαθής ὅπως τήν ἔφτιαξε ὁΘεός. Ἐμεῖς, μετά, βάζουμε πολλές ἁμαρτίες καί πάθη, τά ὁποῖα τά κληρονομᾶμε καίἀπό τούς γονεῖς μας καί τά ξαναδίνουμε στά παιδιά μας, κλπ καί διαιωνίζεται αὐτό τόκακό. Εὐτυχῶς, βέβαια, ὑπάρχει τό βάπτισμα, ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία μας καί ὑπάρχουνκαί οἱ ἅγιοί μας, οἱ ὁποῖοι σπάζουνε, κατά κάποιο τρόπο, αὐτό τό φαῦλο κύκλο καίἔχουμε αὐτούς τούς θεραπευμένους τούς ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι τά πρότυπα γιάμας.Ὀντολογικά τά πάθη συνδέονται μέ τήν ἀνυπαρξία, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύσηδημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό, χωρίς τό κακό μέσα της. Αὐτό θά πεῖ ὅτι οὐσιαστικά τάπάθη δέν ὑπάρχουνε, δέν ἔχουν μία ὀντότητα. Τό κακό δέν ὑπάρχει, ἀλλά τί εἶναι; Τόσκοτάδι τί εἶναι; Εἶναι ἡ ἔλλειψη, ἡ ἀπουσία τοῦ φωτός. Ἡ ἁμαρτία τί εἶναι; Εἶναι ἡἀπουσία τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό. Δέν ὑπάρχει σάν οὐσία τό κακό, ἀλλά ὑπάρχει σάνἄρνηση τοῦ καλοῦ. Ἐπειδή λείπει τό φῶς ἔχουμε σκοτάδι. Ἄν τώρα σβήναμε τό φῶςθά εἴχαμε σκοτάδι, ἀλλά τό σκοτάδι δέν ὑπάρχει, νά τό πιάσεις, νά τό ψηλαφίσεις.Εἶναι τό ὅτι λείπει τό φῶς.Ἔτσι καί ἡ ἁμαρτία. Δέ μᾶς τήν ἔδωσε ὁ Θεός, γιατί δέν ὑπάρχει, ὑπάρχει μόνο ὁΘεός, δήλ. μόνο τό καλό ὑπάρχει. Δέν ὑπάρχει τό κακό, ἀλλά τό κακό τί εἶναι; Ὅτανγυρνᾶμε τήν πλάτη στό καλό, τότε αὐτό εἶναι τό κακό. Ὅταν γυρνᾶς τήν πλάτη στόΘεό, αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅταν δέν κοινωνεῖς μέ τό Θεό, αὐτό εἶναι κόλαση. Αὐτήεἶναι ἡ κόλαση, ἡ ἀκοινωνησία μέ τό Θεό. Καί ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής καί ἡ ψυχήτοῦ ἀνθρώπου «φυσικῶς ἀπαθής ἐστίν». Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα του καίὅπως ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής κι ἐμᾶς ἔτσι μᾶς ἔπλασε, ἀπαθεῖς, χωρίς πάθη. Καί ὁ Ἀδάμκαί ἡ Εὕα ἦταν ἀπαθεῖς, μέχρι τή στιγμή, βέβαια, πού ἔκαναν τήν ἁμαρτία.«Μετά τό θάνατο», θά μᾶς πεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «καί ὁ τῶν παθῶν ἐπεισῆλθεὄχλος τή ψυχή». Δήλ. τά πάθη δέν εἶναι φυσική κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἐμφανίζονταιστόν ἄνθρωπο ἐκ τῶν ὑστέρων, μετά τήν ἁμαρτία. Αὐτός εἶναι ὁ θάνατος. Δέν ἐννοεῖτό σωματικό θάνατο, ἀλλά τό θάνατο τῆς ψυχῆς.Ἐμεῖς, ὅταν λέμε θάνατο, ἐννοοῦμε νά χωριστεῖ ἡ ψυχή ἀπ’ τό σῶμα, ἀλλά οἱπατέρες λένε ὅτι κυρίως θάνατος εἶναι νά χωριστεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό Θεό. Νάχωριστεῖ δήλ. ἡ ψυχή ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ κυρίως θάνατος καί αὐτόσυμβαίνει, ἐνῶ εἴμαστε «ἐν ζωή». Δηλ. μπορεῖ νά ζεῖς καί νά εἶσαι νεκρόςπνευματικά, ὅταν χωριστεῖς ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν δέν ἔχεις κοινωνία μέ τόΘεό.Ἡ ψυχή εἶναι ὑγιής ὅταν δέν ἔχει πάθη. Τότε ὑπάρχει ὑγεία στήν ψυχή. Ὑγεία στήνψυχή εἶναι ἡ ἀρετή. Ἡ ὑγεία προϋπάρχει τῆς ἀσθένειας. Εἴπαμε ὅτι ὁ ἄνθρωποςπλάστηκε ὑγιής, ἑπομένως ἡ νόσος ἔρχεται ἀργότερα, δεύτερη στήν τάξη. Εἶναιἀδύνατο νά ὑπάρχει μία φύσις, πού νά εἶναι συγχρόνως ὑγιής καί ἀσθενής, ἀγαθή καί125

πονηρά. Ἀναγκαστικά ἡ μία προηγεῖται τῆς ἄλλης. Τό καταλαβαίνετε αὐτό. Δένμποροῦμε νά ἔχουμε καί φῶς καί σκοτάδι. Δέ γίνεται. Ἤ φῶς θά ἔχεις ἤ σκοτάδι.Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει πραγματικά, ἔρχεται τό φῶς καί φωτίζεται.Δέν μπορεῖς νά ’χεις καί λίγο φῶς καί λίγο σκοτάδι, νά εἶσαι κι ἔτσι κι ἀλλιῶς, μισός-μισός. Αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός μας: «Δέν μπορεῖ νά δουλεύετε καί στό Χριστό καίστό μαμωνά», δέ γίνεται. Ἄς λές ὅτι εἶσαι χριστιανός. Δέν μπορεῖς νά λατρεύεις τόχρῆμα καί νά λές ὅτι εἶσαι καί χριστιανός. Μπορεῖ νά τό λές, ἀλλά δέν εἶσαι, γιατί δέγίνεται ἀπ’ τήν ἴδια πηγή, λέει πάλι ὁ Χριστός, νά βγεῖ καί πικρό καί γλυκό νερό, δέγίνεται. Ἤ πικρό θά εἶναι ἤ γλυκό.Ὅμως, σήμερα, ἔχουμε φτάσει σέ αὐτό τό σημεῖο καί οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί. Ε, καίσού λέει τί; Γιατί νά μήν ἔχουμε καί κάτι κοσμικό. Ἐντάξει, θά πᾶμε καί στήνἘκκλησία μας, θά κάνουμε καί τούς σταυρούς μας, θ’ ἀνάψουμε καί τίς λαμπάδεςμας, ἐντάξει, καλοί εἴμαστε, δέν μᾶς πιάνει καί ἡ ἀστυνομία νά μᾶς κλείσει μέσα, δένκάναμε φόνους καί ληστεῖες, καλοί εἴμαστε. Τώρα τά περισσότερα, ἄστα, αὐτά εἶναιγιά τούς καλογέρους καί τούς παπάδες. Καί ἔχουν καί τή συνείδησή τουςτακτοποιημένη. Εἶναι ὁ Φαρισαῖος αὐτός, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θέλει νάπερπατάει σχιζοφρενικά σέ δύο δρόμους. Δέ γίνεται νά περπατᾶς σέ δύο ἀντίθετουςδρόμους, θά σκιστεῖς στή μέση. Εἶναι αὐτό, πού λέει ὁ Χριστός πάλι, στήνἈποκάλυψη: «Νά εἶσαι ἤ ψυχρός ἤ θερμός. Ἄν εἶσαι χλιαρός θά σέ ἐμμέσω», θά σέκάνω ἐμετό. Δέν θέλει νά μᾶς δεῖ ὁ Θεός, ἅμα εἴμαστε ἔτσι.Ὁ Μέγας Βασίλειος θά μᾶς πεῖ ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή βρίσκεται στή φυσική τηςκατάσταση, ζεῖ στόν οὐράνιο κόσμο. Ὅταν ὅμως βρεθεῖ μακριά ἀπό τήν κατάστασηαὐτή, τότε βρίσκεται κάτω. Στήν πρώτη περίπτωση εἶναι ἀπαθής, στή δεύτερηβρίσκεται μέσα στά πάθη. Βλέπετε; Ἄν εἶσαι, λέει, ὑγιής ἡ ψυχή σου ζεῖ στόνοὐράνιο κόσμο, βρίσκεται στόν οὐρανό ἀπό τώρα, ὄχι στήν ἄλλη ζωή. Ἡ σωτηρίαδέν εἶναι κάτι –ἴσως μᾶς ἔχει περάσει αὐτή ἡ ἰδέα ἀπό τό σχολεῖο, δέν ξέρω ἀπό πού–πού στήν ἄλλη ζωή θά τ’ ἀπολαύσουμε. Ὄχι, ἀπό δῶ ἀρχίζει ἡ χαρά, ὁ οὐρανός, ὁπαράδεισος, ἡ εὐτυχία, ὅλα αὐτά πού ψάχνουμε, ἡ μακαριότητα, ἀπό δῶ ἀρχίζουνεκαί ἀπό δῶ τά γεύεσαι.Ὁ πατήρ Πορφύριος, πού ἦταν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, θεραπευμένος, τό ἔλεγε: «Ὁχριστιανός ζεῖ στό ἄπειρο». Αὐτό πού ἔλεγε καί ὁ Μέγας Βασίλειος. Βλέπετε; Τά ἴδιαπράγματα, γιατί εἶναι τό ἴδιο, τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μιλάει. Ὁ χριστιανός, λέει, ζεῖστό σύμπαν, δέν περιορίζεται ἀπό χῶρο καί χρόνο καί τά ζοῦσε ὁ γέροντας καί μᾶςτά ἔλεγε, γι’ αὐτό τά ξέρουμε. Δέν εἶναι ὅτι θά τά ζοῦσε μετά θάνατον, ἀλλά τάζοῦσε καί ἐνῶ ἤτανε στόν Ὡρωπό, ἔβλεπε τί γίνεται στή Ρουμανία καί ἔκλαιγε. Τότε,μέ τόν Τσαουσέσκου, ἐκεῖ πού σκοτώνανε τούς ἀνθρώπους μές στό δρόμο, ἔκλαιγεὅλη τήν ἡμέρα ὁ γέροντας, γιατί ἡ ψυχή του, ὁ νοῦς του, τό πνεῦμα τοῦ ἦταν ἐκεῖ,εἶχε πάθει ἡ καρδιά του ἀπό κεῖνα πού ἔβλεπε. Ἤ ἔβλεπε τί γίνεται στόν Ἀτλαντικόὠκεανό, ἐκεῖ πού εἶναι τό ἀκρωτήρι τῆς «Καλῆς Ἐλπίδος» - ἦταν ἕνα πνευματικό του126

παιδί σ’ ἕνα ὑποβρύχιο καί τοῦ λέει: «Πρόσεξε τώρα, πέφτει πάνω στό βράχο» καίτούς γλίτωσε, ἐνῶ ἦταν στόν Ὡρωπό. Βλέπετε, δήλ., τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε σ’αὐτόν τόν ἄνθρωπο καί πράγματι ζοῦσε στά οὐράνια, ζοῦσε παντοῦ. Γιατί ἔτσι εἶναιὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὅταν εἶσαι μέ τά πάθη, ὅταν εἶσαι ἄρρωστος βρίσκεσαικάτω, εἶσαι χῶμα. Στήν πρώτη περίπτωση, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπαθής, στήδεύτερη βρίσκεται μέσα στά πάθη.Ὅλα αὐτά εἶναι ἀντίθετα μέ τή σημερινή ἄποψη πού ἐπικρατεῖ στόν κόσμο. Σήμερα,φυσικός θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος πού ἱκανοποιεῖ τίς ὅποιες ἐπιθυμίες του καί ἀφύσικος,ἐκεῖνος, πού ἀγωνίζεται νά κόψει τά πάθη του. Ἔτσι δέν εἶναι; Σού λέει ὁ ἄλλος: «Ε,γιατί τώρα, ἀφοῦ σου βγαίνει αὐθόρμητα, γιατί νά ζοριστεῖς, νά πᾶς κόντρα στήφύση σου; Ὄχι, νά ἱκανοποιήσεις τά πάθη σου, τό λένε οἱ γιατροί, εἶναι ὀργανικήἀνάγκη, δέ γίνεται». Ὅπως τό φαΐ, ἔτσι εἶναι καί τ’ ἄλλα, τά πάθη. Εἴδατε; Ἀκόμηπερισσότερο ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Θά ἔρθεικαιρός πού τό ἄσπρο θά τό λένε μαῦρο καί τό μαῦρο ἄσπρο». Καί ἦρθε αὐτός ὁκαιρός. Ἡ κακία καί τά πάθη δήλ. θά εἶναι στό ἀποκορύφωμά τους.Ἄς ξαναγυρίσουμε ὅμως στό θέμα μας. Πῶς διακρίνονται τά πάθη. Μία διαίρεση τῶνπαθῶν. Ἄς δοῦμε τί εἶναι καί πότε ἐμφανίστηκαν τά πάθη καί ἄς δοῦμε καί τόχωρισμό τους. Ὑπάρχουν ἀρετές σωματικές καί ψυχικές. Κατ’ ἀναλογία ὑπάρχουνεκαί πάθη πού ἀναφέρονται στό σῶμα, τά σωματικά καί πάθη πού ἀναφέρονται στήνψυχή, τά ψυχικά.Σωματικά πάθη εἶναι ἡ δίψα, ἡ πείνα, ὁ ὕπνος, εἶναι αὐτά τά λεγόμενα ἀδιάβληταπάθη. Ἀδιάβλητα, δήλ., δέν ἔχεις ἐνοχή γι’ αὐτά. Δέν ἔχεις ἐνοχή ἐπειδή πεινᾶς,ἐπειδή διψᾶς˙ δέν εἶναι κάτι ἁμαρτωλό αὐτό. Εἶναι ἀδιάβλητο πάθος, εἶναι κάτι πούμᾶς ἦρθε μετά τήν πτώση, σάν συνέπεια. Εἶναι «οἱ δερμάτινοι χιτῶνες», πούφορέσαμε μετά τήν πτώση. Ἦταν ἡ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά γι’ αὐτό δέ φταῖμε,ὅτι πεινᾶμε, ὅτι διψᾶμε.Ὀνομάζονται ὅμως καί ψεκτά αὐτά τά πάθη, δήλ. ἔχουν ἕνα ψόγο, ἔχουν μίακατηγόρια μέσα τους, διότι καί ἡ τροφή εἶναι φθαρτή καί ὁ ὕπνος δουλεύει γιά τόφθαρτό, τό πρόσκαιρο καί θνητό σῶμα καί ἡ θνητή γέννηση τῶν παιδιῶν χαρίζειστόν ἄνθρωπο μαζί μέ τήν ὕπαρξη καί τή θνητή σάρκα. Δηλ., δουλεύεις, θά λέγαμε,στήν προσωρινότητα, μέ αὐτά τά πάθη. Τρῶς, θά πεινάσεις πάλι, θά ξαναφᾶς, θάδιψάσεις πάλι. Τό ἴδιο, κοιμᾶσαι, πάλι θά ξανανυστάξεις… εἶναι μία προσωρινότητα.Δέ δουλεύεις γιά τό αἰώνιο καί μέ αὐτή τήν ἔννοια τά λέμε ψεκτά˙ ἔχουν, ἄς ποῦμε,μέσα τούς μία κατηγόρια. Γι’ αὐτό καί οἱ ἅγιοι προσπαθοῦσαν κι αὐτά νά τάἱκανοποιοῦν ὅσο γίνεται λιγότερο. Νά τρῶνε ὅσο γίνεται λιγότερο, νά κοιμοῦνταιὅσο γίνεται λιγότερο γιά νά ἔχουνε πνευματικές δυνάμεις, γιά νά πλησιάζουνε τόΘεό.127

Ὅμως καί αὐτά τά πάθη πού τά λέμε ἀδιάβλητα, μποροῦν νά γίνουνε διαβλητά, δηλ.,νά γίνουνε ἔνοχα, πότε; Ὅταν κανείς δέν προσέξει καί τά ἱκανοποιήσει παραπάνωἀπό ὅτι πρέπει. Πεινᾶς, ἄς ποῦμε, καί τρῶς. Ἅμα φᾶς παραπάνω ἀπ’ ὅτι πρέπει,πέσεις στή γαστριμαργία, πέσεις στή λαιμαργία, ἱκανοποιεῖς μέν τό πάθος τῆς πείνας,ἀλλά τό ἱκανοποιεῖς παραπάνω ἀπ’ ὅσο πρέπει, ὅποτε πέφτεις σέ ἁμαρτία καί τόπάθος αὐτό ἀπό ἀδιάβλητο γίνεται διαβλητό.Σωματικά εἶναι ἐπίσης τά πάθη πού προέρχονται ἀπό τίς σωματικές αἰσθήσεις˙ τάπάθη, δήλ., ποῦ ἔχουν τίς ἀφορμές τους στό σῶμα, ὅπως εἶναι ἡ γαστριμαργία.Ψυχικά πάθη εἶναι αὐτά πού προέρχονται ἐξαιτίας τῆς ψυχῆς, ἐξαιτίας, ἄν θέλετε, τῆςφαντασίας. Ἕνα πάθος ψυχικό εἶναι αὐτό πού λένε οἱ πατέρες «οἴησις». Ἡ οἴησηεἶναι ἡ ἰδέα ὅτι εἴμαστε κάτι, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κρυμμένη ὅμως. Κάτι πού ἔχουμεμέσα μας, σάν μία πικρή ρίζα, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος, τό ὁποῖο, ἄν δέν τόβγάλει ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά προχωρήσει καθόλου στήν πνευματική ζωή. Ἄνδέν βγάλει αὐτή τήν κρυμμένη ἰδεούλα ὅτι εἶναι κάτι –πού εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια στόβάθος– δέν μπορεῖ νά προχωρήσει στά πνευματικά, καθόλου. Αὐτό ξεκινάει ἀπό τήφαντασία, εἶναι ἕνα ψυχικό πάθος.Καί ὑπάρχουν καί ἄλλα πάθη, τά ὁποῖα εἶναι μικτά, δηλ. συνεργάζονται καί οἱαἰσθήσεις καί ἡ φαντασία καί τέτοια πάθη εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια, ὅπου οἱἀφορμές ἔρχονται καί ἀπό ἔξω, ἀπό τίς αἰσθήσεις καί ἀπό τή φαντασία, ἀπό μέσα.Μᾶς φουσκώνει ὁ πονηρός ὅτι εἴμαστε κάτι σπουδαῖο καί μᾶς τρέφει τήνὑπερηφάνεια, ἀλλά καί ἀπό ἔξω, ἀκοῦμε ἐπαίνους˙ τά αἰσθητήρια τῆς ἀκοῆς, τῶνὀφθαλμῶν τροφοδοτοῦνε πάλι αὐτό τό πάθος. Αὐτά εἶναι τά μικτά πάθη ἤ ἀλλιῶςσύνθετα πάθη.Ἀκόμη μία ἄλλη διάκριση πού ἔχουμε στά πάθη εἶναι αὐτά πού λέμε ἰσχυρά καί αὐτάπού λέμε ἀσθενῆ. Ἰσχυρά πάθη εἶναι αὐτά τά ὁποία «ἰσχυρῶς κατά τῆς ψυχῆςἐπανίστανται», ἐπαναστατοῦν, δήλ., μέ πολύ δύναμη ἐναντίον τῆς ψυχῆς, ἐνῶἀσθενῆ εἶναι ὅσα κινοῦνται «κλεψιμαίω τρόπω», λένε οἱ πατέρες, δήλ., σάν κλέφτεςἔρχονται καί μᾶς κλέβουνε, ἀσθενικά πάθη.Τέλος, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού πολεμοῦν τόν ἄνθρωπο, ὑπάρχουνε πάθη πού τόνπροσβάλουνε φανερά καί ἄλλα πού προξενοῦν μόνο στενοχώρια καί θλίψη, ὅπως ἡἀκηδία, ἡ λύπη, ἡ ἀμέλεια. Εἶναι αὐτά, ἀφανῆ, θά λέγαμε, πάθη. Μπορεῖ νά τόκρατήσει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, νά ἔχει μέν μία θλίψη, ἀλλά νά μή τό δείχνει. Εἶναιἕνα κρυφό πάθος, ἕνα ἀφανές πάθος, ἀλλά ἅμα θυμώσει τόν καταλαβαίνουν ὅλοι,γιατί ἀλλοιώνεται ὅλος καί τό πρόσωπό του κοκκινίζει καί δαιμονοποιεῖται ὁἄνθρωπος.128

ΠΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ[1]Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη του εἶναι ψυχοπαθής, κατά τούςἅγιους Πατέρες.Ἀληθινά ψυχο-παθής ἄνθρωπος εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού εἶναι δέσμιος τῶν παθῶντου. Ὁπωσδήποτε καί ὁ καταθλιπτικός –μέ τήν πατερική ἔννοια– εἶναι ψυχοπαθής. Ἡψυχο-πάθεια ἔγκειται στό ὅτι ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι καθαρή, ἀλλά εἶναιμολυσμένη ἀπό λογισμούς καί δέσμια τῶν παθῶν.Αὐτός ὁ ἄνθρωπος χρήζει θεραπείας. Ἡ θεραπεία εἶναι ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμόςτοῦ νοῦ (διά τῆς ἀσκητικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας). Τότε ὁἄνθρωπος παύει νά εἶναι ψυχοπαθής. Τότε ἐλευθερώνεται καί ἀπό τήν κατάθλιψη.«Ὁ κάθε ἄνθρωπος», μᾶς διδάσκει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «εἶναι ψυχοπαθὴς, κατὰτὴν Πατερικὴ ἔννοια. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι κάποιος σχιζοφρενὴς γιὰ νὰ εἶναιψυχοπαθής. Ὁ ὁρισμὸς τῆς ψυχοπάθειας ἀπὸ Πατερικῆς ἀπόψεως εἶναι ὅτιψυχοπάθεια ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ δὲν λειτουργεῖ σωστὰ ἡ νοερὰἐνέργεια μέσα του. Ὅταν δηλαδὴ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμάτος ἀπὸ λογισμούς,ὄχι μόνο κακοὺς λογισμούς, ἀλλὰ καὶ καλοὺς λογισμούς[2].Ὅποιος ἔχει λογισμούς, καλοὺς ἡ κακοὺς μέσα στὴν καρδιά του, αὐτὸς ὁ ἄνθρωποςἀπὸ Πατερικῆς ἀπόψεως εἶναι ψυχοπαθής. Ἂς εἶναι οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ ἠθικοί –ἀκόμηκαὶ ἠθικώτατοι, ἀνήθικοι ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Δηλαδὴ, κατὰ τοὺς Πατέρες τῆςἘκκλησίας, ὅποιος δὲν ἔχει περάσει ἀπὸ κάθαρσι τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ δὲν ἔχειφθάσει σὲ κατάστασι φωτισμοῦ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ψυχοπαθής.Ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ψυχιατρικῆς. Ὁ ψυχοπαθὴς γιὰ τὸν ψυχίατρο εἶναι κάτιἄλλο. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πάσχει ἀπὸ ψύχωση, εἶναι ὁ σχιζοφρενής»[3].Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος δέν ἦταν ψυχο-παθής. Ἡ νοερά του ἐνέργειαλειτουργοῦσε κανονικά. «Στὸν προπτωτικὸ ἄνθρωπο», σημείωνει ὁ π. ἹερόθεοςΒλάχος, «ὁ νοῦς ἐλάμβανε τὴν θεία Χάρη καὶ αὐτὴ διαπορθμευόταν στὸ σῶμα τουκαὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀκτινοβολοῦσε σὲ ὅλη τὴν κτίση» [4].Μετά τήν πτώση ὅλα ἄλλαξαν, «Ἡ ψυχὴ ἀπομυζᾶ τὸ σῶμα καὶ δημιουργοῦνται ἡφιλαυτία καὶ τὰ ψυχικὰ πάθη. Τὸ σῶμα ἀπομυζᾶ τὴν κτίση καὶ δημιουργοῦνται τὰσωματικὰ πάθη καὶ ἀκολουθεῖ τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ τῶνπαθῶν δημιουργεῖ καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα» [5].Ὑπάρχει ἑπομένως ἀνάγκη θεραπείας. Θά πρέπει «τὸ σῶμα νὰ ὑποταχθῆ στὴν ψυχὴκαὶ ἡ ψυχὴ νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ»[6].Ἡ θεραπεία τοῦ ψυχο-παθοῦς μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου περιλαμβάνει:129

α) τήν ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἐντός τῆς καρδίας τουβ) τήν ἀποβολή τῆς φιλαυτίας καί τήν ἀντικατάστασή της μέ τήν ἀνιδιοτελή –τήν ἐνἉγίῳ Πνεύματι– ἀγάπη πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον.Ὁ ἐγωισμός καί ἡ φιλαυτίαὉ ἐγωισμός, πού συνδέεται κατ’ ἐξοχήν ὅπως ἐλέχθη μέ τήν ὑπερηφάνεια, συνδέεταιφυσικά καί μέ τήν φιλαυτία. «Ἀπό τήν φιλαυτία γεννιοῦνται ὅλα τά πάθη»[7].Προϊόν τῆς φιλαυτίας εἶναι καί ὁ ἐγωισμός.Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, ὅταν τόν ρώτησαν τί εἶναι φιλαυτία: «(Φιλαυτίαεἶναι) τό νά κάνεις τά χατίρια τοῦ παλαιοῦ σου ἀνθρώπου, νά ἀγαπᾶς δηλαδή τόνπαλαιό σου ἄνθρωπο. Καί ἡ γαστριμαργία καί ὁ ἐγωισμός καί τό πεῖσμα καί ἡζήλεια, πρακτορεῖο τους ἔχουν τήν φιλαυτία»[8].Ἡ ἀγάπη τοῦ ἐγώ, ἡ αὐτολατρεία, τό νά θεωρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του ὡς τόκέντρο τοῦ κόσμου, αὐτό εἶναι καί ἡ καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου.Τό κλείσιμο στό ἐγώ, ἡ πρός ἑαυτόν καί μόνον στροφή τῆς ἀγαπητικῆς δυνάμεως τοῦἀνθρώπου, εἶναι λειτουργία αὐτοφυλάκισης, αὐτοκαταστροφῆς, αὐτοδιάλυσης τοῦἀνθρώπινου προσώπου.Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικό ὄν. Εἶναι πλασμένος γιά νά ἀγαπήσει τόν Θεό καί τόνπλησίον. Γιά νά τό πετύχει θά πρέπει νά πάψει νά εἶναι φίλαυτος. Γιά νά ἀγαπήσει μέτήν κατά Θεόν ἀγάπη τόν πλησίον, δηλαδή γιά νά ἀγαπήσει:α) ἀνιδιοτελῶς,β) χωρίς ὅρια καί διακρίσεις, καίγ) μέ δική του θυσία, πού μπορεῖ νά φθάσει ὡς τόν θάνατο, πρέπει νά πολεμήσει τήνφιλαυτία.Θά πρέπει νά ἀγωνίζεται συνεχῶς νά «βγαίνει», νά ἐξέρχεται ἀπό τήν πρός τόν ἑαυτότου ἄρρωστη ἀγάπη καί νά κινεῖται ἀγαπητικά πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον.Ἡ «ἐξοδος» αὐτή βεβαίως, δέν εἶναι σκόρπισμα τοῦ νοῦ πρός τά ἔξω, πρός τάκτίσματα. Εἶναι εὕρεση τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς μας καίκατόπιν εὕρεση τοῦ Θεοῦ, ἄρνηση τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, τοῦ ἐγωιστικοῦ θελήματος,καί γενικά τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἄρνηση «τοῦ παλαιοῦ, τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦμας», κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθωἑαυτόν...»[9].130

Γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν φιλαυτία, θά πρέπει νά γίνει ἡ κάθαρση τῆςκαρδίας ἀπό τά πάθη διά τῆς μετανοίας.Ἡ κάθαρση αὐτήν εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο συνεργάζεται μέ τήνἀνθρώπινη βούληση.Ἡ συγκέντρωση τοῦ νοῦ στήν καρδιά καί ἡ ἀδιάλειπτη ἐκζήτηση τοῦ Θείου ἐλέουςεἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν ἐνεργοποίηση τῆς καθαρτικῆς ἐνέργειας τοῦ ἉγίουΠνεύματος, ἡ ὁποία ὑπάρχει στό κέντρο τῆς καρδίας τοῦ βαπτισμένου πιστοῦ.Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά βρίσκεται στήν καρδιά.Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, πρέπει νά βρίσκεται ἐντόςτοῦ ἀνθρώπου, στήν καρδία του. Δέν θά πρέπει νά διασκορπίζεται πρός τά ἔξω διάτῶν αἰσθήσεων, ἀλλά νά ἔρχεται «εἰς ἑαυτόν» καί νά παραμένει ἐντός τῆς καρδίαςπροσευχόμενος.Ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, πού διασκορπίζεται διά τῶν αἰσθητηρίων στό περιβάλλον, θάπρέπει νά ἐπανέλθει στήν οὐσία τοῦ νοῦ, πού βρίσκεται ἐντός τῆς καρδίας τοῦἀνθρώπου[10].Τότε, ὅταν ὁλοκληρωθεῖ αὐτήν ἡ ἐπιστροφή, ὁ νοῦς διά τοῦ ἑαυτοῦ του «ἐπί τήνἔννοιαν τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνει» (ὁ νοῦς ἀνεβαίνει καί ὁρᾶ τόν Θεό), σύμφωνα μέ τόνΜ.Βασίλειο[11]. Τότε ἡ νοερά ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου λειτουργεῖ σωστά. Τότε ὁνοῦς (δηλ. ἡ ψυχή, κατά τούς ἁγίους Πατέρες) λειτουργεῖ κατά φύσιν. Ἡ νοεράπροσευχή ἀποτελεῖ τήν ἀπόδειξη τῆς θεραπευμένης ψυχῆς. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δένπροσεύχεται εἶναι ψυχικά ἄρρωστος ἤ καί νεκρός.«Νά καταλάβουμε», δίδασκε ὁ Γέροντας Σέργιος, «ὅτι, ὅπως τό σῶμα ἀρρωσταίνεικαί πεθαίνει χωρίς τροφή, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἀρρωσταίνει καί πεθαίνει χωρίς τήνπροσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς»[12]. Γιά νά εἶναι θεραπευμένη ἡψυχή πρέπει νά προσεύχεται.Ἡ ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς.Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς σκοπό νά ἀποκαταστήσει τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό,τήν ἀδιάλειπτη νοερά κοινωνία μαζί Του (οὐσιαστικά, τήν νοερά προσευχή στίςψυχές τῶν μελῶν Της).Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μᾶς διδάσκει: «Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναιἡ κύρια μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε θεράπευε τὸνχῶρο τῆς ψυχῆς. Εἶχε διαπιστώσει –ἀπὸ τὴν Ἑβραϊκὴ παράδοση καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸνΧριστὸ καὶ τοὺς Ἀποστόλους– ὅτι στὸν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς λειτουργεῖ κάτι131

ποὺ οἱ Πατέρες ὠνόμασαν «νοῦν». Πήρανε δηλαδὴ τὸν παραδοσιακὸ «νοῦν», ποὺσημαίνει διάνοια καὶ λόγος, καὶ κάνανε μία διαφοροποίησι. Ὠνόμασαν νοῦν αὐτὴντὴν νοερὰ ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ὑγιοῦς ψυχικὰ ἀνθρώπου.Δὲν γνωρίζομε πότε ἔγινε αὐτὴ ἡ διαφοροποίησις, διότι συμβαίνει ἐπίσης μερικοὶΠατέρες νὰ ὀνομάζουν μὲ τὴν ἴδια λέξι, νοῦν, καὶ τὴν λογική ἀλλὰ καὶ τὴν νοερὰἐνέργεια ὅταν αὐτὴ κατεβαίνη καὶ λειτουργῆ στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς.Ὁπότε, ἐξ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, ἡ νοερὰ ἐνέργεια εἶναι μία καὶ μόνη ἐνέργεια τῆςψυχῆς, ἡ ὁποία στὸν μὲν ἐγκέφαλο λειτουργεῖ ὡς λογική, ἡ ἴδια ὅμως λειτουργεῖσυγχρόνως καὶ στὴν καρδιὰ ὡς νοῦς. Δηλαδὴ τὸ ἴδιο ὄργανο, ὁ νοῦς, προσεύχεταιἀδιάλειπτα στὴν καρδιά (σὲ ὅσους ἐννοεῖται ἔχουν ἀδιάλειπτη καρδιακὴ προσευχή)καὶ συγχρόνως σκέπτεται, π.χ. μαθηματικὰ προβλήματα καὶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, στὸνἐγκέφαλο»[13].Στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦνοῦ στὴν καρδιά, τὴν ἐπιστροφὴ τῆς ἐνεργείας στὴν οὐσία. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειοςὅτι «ὁ νοῦς πού δὲν διασκορπίζεται πρὸς τὰ ἔξω καὶ δὲν διαχέεται μέσῳ τῶναἰσθητηρίων στὸν κόσμο ἐπιστρέφει στὸν ἑαυτό του καὶ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ τουἀναβαίνει στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Στὴν συνέχεια, περιλαμπόμενος καὶ ἐλλαμπόμενοςἀπὸ τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν Θεία Χάρη, ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ τό Ἄκτιστον,δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ γήινα καὶ ξεχνᾶ ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν φύση· δηλ. δένφροντίζει μέ ἀγωνία οὔτε γιά τήν τροφή του οὔτε γιά τό τί θά φορέσει»[14] ὁἄνθρωπος αὐτός.Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν διάχυσή του στὴν καρδιά, δηλαδὴ ἡ ἐπιστροφὴ τῆςἐνεργείας τοῦ νοῦ στὴν οὐσία του, εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ, ἡ ἀποκατάστασή τουστό κατά φύσιν.Τότε, ἡ καρδιά καθαρίζεται –διά μέσου τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς καρδιακῆςπροσευχῆς– καί ἔρχεται ἐντός της ἔνοικος τό Πανάγιον Πνεῦμα μέ τόν καρπό Του,πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία κ.λπ.». Τότε, φυσικά, ἐξαφανίζονται τάπάθη, ἐξαφανίζεται ὁ ἐγωισμός· ἐξαφανίζεται ἑπομένως καί ἡ λύπη πού αὐτόςπροκαλεῖ, καθώς καί ἡ κατάθλιψη.Ἡ θεραπεία τῶν παθῶν γενικά.Ἡ θεραπεία τῶν ποικίλων παθῶν μας ἐπιτυγχάνεται ὅταν χρησιμοποιήσουμε σωστάτό δῶρο τῆς ἐλευθερίας (τό αὐτεξούσιο) καί συνεργαστοῦμε μέ τήν Θεία Χάρη,ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία.Τότε, ἀπό τήν Θεία Χάρη θά ἐπιτευχθοῦν τά ἐξῆς:132

α) ἡ κάθαρση καί ἡ ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας-λειτουργίας μέσα μαςκαθώς καίβ) ἡ ἀνακατεύθυνση τῶν θυμικοῦ-ἐπιθυμητικοῦ μας πρός τόν Θεό.Συγκεκριμένα θά πρέπει διά τῆς Θείας Χάριτος:α) νά πτερώσουμε τό λογιστικό τῆς ψυχῆς μέ τήν ἀδιάλειπτη καθαρή προσευχή,β) νά κυριαρχήσουμε στό θυμικό τῆς ψυχῆς μέ τήν ἀγάπη καίγ) νά χαλιναγωγήσουμε τό ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐγκράτεια.Πρέπει, βεβαίως, παραλλήλως νά πολεμηθοῦν οἱ τρεῖς γίγαντες τῶν παθῶν:·ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ,·ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ καί·ἡ ραθυμία-ἀμέλεια-προσκόλληση στήν σάρκα καί τό σαρκικό φρόνημα.Γιά τήν θεραπεία τοῦ Χριστιανοῦ, γιά τήν ἐπίτευξη τῆς Κάθαρσης καί τοῦ Φωτισμοῦ,χρειάζεται ἡ συνεργασία τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου.Ὁ ἄνθρωπος συνεργάζεται μέ τήν Θεία Χάρη, ἀκολουθώντας τίς ὁδηγίες τοῦπνευματικοῦ του ὁδηγοῦ. Χωρίς πνευματικό ὁδηγό πού νά ἔχει τήν διάκριση τῶνπνευμάτων δέν μπορεῖ νά γίνει πνευματική ζωή καί νά ἐπιτευχθεῖ ἡ κάθαρση ἀπό τάπάθη.Ἡ προετοιμασία γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος τήν Θεία Χάρη γίνεται μέ τήν ἀσκητικήζωή, ἡ ὁποία προετοιμάζει τήν ψυχή ὥστε νά δεχθεῖ τήν ἄκτιστη θεοποιό ἐνέργεια(Θεία Χάρη).Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάζει καί μετανοεῖ, νηστεύει καί ἐγκρατεύεται, κοπιάζεισωματικά καί προσεύχεται, γίνεται σιγά-σιγά δεκτικός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆςΘείας Χάριτος. Αὐτήν ἡ Θεία Χάρις ἐνισχύει τόν πιστό στόν ἀσκητικό του ἀγῶνακαί ἐνεργεῖ τήν Κάθαρση καί τόν Φωτισμό. «Καί πῶς προσφέρεται ἡ Θεία Χάριςστόν ἀγωνιζόμενο χριστιανό;» ἀναρωτιέται κανείς. Διά τῶν Ἁγίων Μυστηρίων καίπρό πάντων διά τῆς τακτικῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας.Ἐκεῖνο πού κατ’ ἐξοχήν συντελεῖ στήν Κάθαρση τῆς Καρδιᾶς εἶναι ἡ ὑπακοή στόνΠνευματικό ὁδηγό καί ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος, ἡ ὁποία βεβαίωςσυνοδεύεται ἀπό τήν ἐν μέτρῳ νηστεία καί ἀγρυπνία. Παράλληλα, ὁ Χριστιανός133

ἀγωνίζεται νά κόβει τίς αἰτίες τῶν παθῶν καί νά κάνει ἀνθρωπίνως ὅ,τι μπορεῖ γιά νάτά χαλιναγωγήσει.«Ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς Ἐκκλησίας, ὡςΧριστιανοὶ διακρίνονταν \"οἱ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα\" τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ νέα πιὰ\"ἐκλογὴ\" τοῦ Θεοῦ ταυτιζόταν μὲ τὸν ἀγώνα \"τοῦ βαστᾶσαι τὸ ὄνομά\" Του. Ὅπως ὁΚύριος εἶπε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ \"ζήσωμεν εἰς τὸν αἰῶνα\", ἂν δὲν \"φάγωμεν τὴνσάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καὶ πίωμεν Αὐτοῦ τὸ αἷμα\", ἔτσι καὶ οἱ μάρτυρες τῆςἈναστάσεώς Του, πολὺ νωρὶς βεβαίωσαν ὅτι \"οὐδὲν ὄνομα ἐστὶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν τὸδεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς\".Ἡ ἐπίκληση, λοιπόν, τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ μετοχὴ στὸΣῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ἔγιναν οἱ δύο κεντρικοὶ πόλοι ζωῆς γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίουςπραγματοποιεῖται ἡ σωτηρία τοῦ νέου λαοῦ, πού ἐξαγοράσθηκε μὲ \"τὸ πάθημα τοῦθανάτου\" Του»[15].Γιά νά νικηθοῦν τά πάθη, θά πρέπει νά νικηθοῦν οἱ ἀντίστοιχες ἁμαρτίες τῶν τριῶνμερῶν τῆς ψυχῆς. Γι’ αυτό θά τελειώσουμε τήν μικρή μας ἀναφορά στά πάθη μέ τήνἀναφορά στά ἁμαρτήματα τῶν τριῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καί στήν θεραπεία κάθεἀντίστοιχης ἁμαρτίας. Στήν συνέχεια, θά ἀναφερθοῦμε καί στήν πρόληψη τῶν παθῶνκαί τῶν ἁμαρτιῶν, διά τῆς καταπολέμησης τῶν ἀντίστοιχων λογισμῶν.Ποιά εἶναι τά ἁμαρτήματά τῶν τριῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καί πῶς θεραπεύονται.Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Ἡ ψυχὴ διαιρεῖται σὲ τρία μέρη, τὸλογιστικό, τὸ θυμικό, καὶ τὸ ἐπιθυμητικό.Τοῦ λογιστικοῦ ἁμαρτήματα εἶναι αὐτά: Ἀπιστία, αἵρεση, ἀφροσύνη, βλασφημία,ἀχαριστία, καὶ οἱ συγκαταθέσεις τῶν ἁμαρτημάτων, οἱ ὁποῖες γίνονται ἀπὸ τὸπαθητικὸ μέρος. Ἡ ἴαση καὶ ἡ θεραπεία αὐτῶν τῶν κακῶν, εἶναι ἡ ἀδίστακτη πίστηστὸ Θεὸ καὶ τὰ ἀληθινὰ καὶ χωρὶς πλάνη ὀρθόδοξα δόγματα τῆς εὐσέβειας, ἡἀδιάκοπη μελέτη τῶν λόγων τοῦ Πνεύματος, ἡ καθαρὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶἡ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό.Τὰ ἁμαρτήματα τοῦ θυμικοῦ εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἡ ἀσπλαχνία, τὸ μίσος, ἡ ἀσυμπάθεια, ἡμνησικακία, ὁ φθόνος, ὁ φόνος καὶ ἡ συνεχὴς αὐτῶν καὶ τῶν παρομοίων μελέτη. Ἡἴαση καὶ θεραπεία τους εἶναι ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἀγάπη, ἡ πραότητα, ἡ φιλαδελφία, ἡσυμπάθεια, ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ καλοσύνη.Τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τὰ ἁμαρτήματα εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἡ γαστριμαργία, ἡ λαιμαργία, ἡοἰνοποσία, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀκαθαρσία, ἡ ἀσελγεία, ἡ φιλοχρηματία, ἡἐπιθυμία τῆς κενῆς δόξας, καὶ ἡ ἐπιθυμία χρυσοῦ καὶ πλούτου καὶ σαρκικῶνἀπολαύσεων. Ἡ ἴαση καὶ ἡ θεραπεία αὐτῶν εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ134

κακοπάθεια, ἡ ἀκτημοσύνη, τὸ σκόρπισμα τῶν χρημάτων στοὺς φτωχούς, ἡ ἐπιθυμίατῶν μελλόντων ἐκείνων ἀγαθῶν, ὁ πόθος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆςθείας υἱοθεσίας»[16].Πρόληψη διά τῆς καταπολέμησης τῶν κακῶν λογισμῶνΕἴπαμε ὅτι οἱ κακοί λογισμοί εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας καί τῆς δημιουργίας τῶνπαθῶν. Θά πρέπει λοιπόν νά καταπολεμηθοῦν οἱ ὀκτώ βασικοί λογισμοί τῆς κακίαςγιά νά καταπολεμηθοῦν τά ἀντίστοιχα πάθη καί οἱ ἁμαρτίες στίς ὁποῖες αὐτάὁδηγοῦν.Ὁ τρόπος μᾶς διδάσκεται ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό:« Ἡ κατάργηση τῶν ὀκτὼ παθῶν ἂς γίνεται μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο.Μὲ τὴν ἐγκράτεια καταργεῖται ἡ γαστριμαργία.Μὲ τὸν θεῖο πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καταργεῖται ἡ πορνεία.Μὲ τὴν συμπάθεια πρὸς τοὺς φτωχοὺς καταργεῖται ἡ φιλαργυρία.Μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλοσύνη πρὸς ὅλους καταργεῖται ἡ ὀργή.Μὲ τὴν πνευματικὴ χαρὰ καταργεῖται ἡ κοσμικὴ λύπη.Μὲ τὴν ὑπομονή,τὴν καρτερία καὶ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ καταργεῖταιἡ ἀκηδία.Μὲ τὴν κρυφὴ ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν συνεχή προσευχὴ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς,καταργεῖται ἡ κενοδοξία.Μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνει κανεὶς τὸν ἄλλο ἢ νὰ τὸν ἐξευτελίζει, ὅπως ἔκανε ὁ ἀλαζόναςΦαρισαῖος, ἀλλὰ νὰ νομίζει τὸν ἑαυτὸ του τελευταῖο ἀπὸ ὅλους, καταργεῖταιἡὑπερηφάνεια»[17].ἘπιλογικάὍλα τά ἀνωτέρω ἦταν μία συνοπτική ἀναφορά στό τί εἶναι τά πάθη, πῶςδημιουργοῦνται, ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματά τους καί πῶς θεραπεύονται. Ἄςεὐχηθοῦμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καίΠάντων τῶν Ἁγίων νά ἀναδεικνυόμαστε νικητές στήν μάχη ἐναντίον τῶν παθῶν μας,γιά νά ἀξιωθοῦμε τοῦ Θείου Φωτισμοῦ καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν!135

Γιατί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἀλήθεια (Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ)«Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες» (Ἰω 20,29). Εἶναι μία διδαχή τοῦ ἉγίουἸγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, ἑνός Ρώσου Ἁγίου, Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας,νηπτικοῦ καί καθηγητοῦ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἔχει γράψει κι ἕνα ὡραιότατοβιβλίο «Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν», τό ὁποῖο ὁμιλεῖ γιά τήν νοερά προσευχή. Ἡδιδαχή πού θά μελετήσουμε σήμερα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι διδαχή τῆςΚυριακῆς τοῦ Ἀντίπασχα γιά τόν χριστιανισμό. Δηλαδή γιά τήν σημερινή Κυριακή,πού εἶναι ὀχτώ ἡμέρες μετά τό Πάσχα καί εἶναι πάλι Πάσχα. Εἶναι καί ἡ ἀρχή ὅλωντῶν Κυριακῶν ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὅπου κάθε φορά γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση.Μακάριοι, λοιπόν, οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες, λέγει ὁ Κύριος. «Μακάριοιἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά Μέ ἔχουν δεῖ. Αὐτά τά λόγια εἶπε ὁ Κύριος στόνμαθητή Του, πού ἀρνήθηκε νά πιστέψει στήν Ἀνάστασή Του, ὅταν οἱ ἀδελφοί του, οἱἈπόστολοι, τοῦ τήν γνωστοποίησαν». Ἐκεῖνος ἦταν ἀπών καί τούς εἶπε ὅτι δέν θάπιστέψω, ἐάν δέν βάλω τά δάχτυλά μου στόν τύπο τῶν ἥλων καί τό χέρι μου στήνπλευρά Του (Ἰω. 20,25). Τά εἶπε αὐτά τά λόγια ὁ Κύριος στόν μαθητή Του πού εἶχεδηλώσει ὅτι δέν θά πίστευε στήν Ἀνάστασή Του, ὥσπου θά βεβαιωνόταν μέ τίςαἰσθήσεις του γιά αὐτό τό τόσο θαυμαστό καί τό τόσο σημαντικό γιά ὅλη τήνἀνθρωπότητα γεγονός. «Εἴδαμε τόν Κύριο μέ τά μάτια μας» (Ἰω. 20,25), τοῦ εἶπαν οἱἍγιοι Ἀπόστολοι μέ χαρά. «Ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές σ’ ἕνα σπίτι μέκλειδωμένες τίς πόρτες, ἐπειδή φοβόντουσαν τούς Ἰουδαίους πού μόλις εἶχανδιαπράξει τήν θεοκτονία καί ἔπαιρναν ἤδη μέτρα ἐναντίον τῆς προαναγγελμένηςἈναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ». Εἶχαν δώσει ὁδηγίες νά σφραγίσουν καί νά φυλᾶνε τόντάφο. Πράγματι οἱ Ρωμαῖοι ὑπήκουσαν σ’ αὐτό καί συνεργάστηκαν μέ τούςἸουδαίους, γιά νά μήν πᾶνε οἱ Ἀπόστολοι καί κλέψουν τό Σῶμα καί ποῦνε ὅτιἀναστήθηκε ὁ Κύριος.«Ὁ Κύριος εἶχε μπεῖ στό σπίτι χωρίς ν΄ ἀνοίξει τίς πόρτες». Εἶχε βγεῖ καί ἀπό τόντάφο χωρίς νά μετακινηθεῖ ὁ λίθος. Ὁ λίθος δέν μετακινήθηκε, γιά νά διευκολυνθεῖ ὁΚύριος νά ἀναστηθεῖ… ἀλοίμονο! Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ἐνῶ ὁ τάφος εἶναισφραγισμένος, «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος». Μετακινήθηκε ὁ λίθος γιά τίςΜυροφόρες καί γιά τούς Ἀποστόλους, γιά νά δοῦνε ὅτι πλέον τό μνῆμα ἦταν κενό.Ὁ Θωμᾶς λοιπόν, ὅταν τοῦ ἔλεγαν οἱ Ἀπόστολοι ὅτι εἴδαμε τόν Κύριο κ.λ.π.,ἀποκρίθηκε, λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, μέ ἀμηχανία. «Ἄν δέν δῶ στά χέρια Του τάσημάδια ἀπ’ τά καρφιά κι ἄν δέν βάλω τό δάχτυλό μου στά σημάδια ἀπ’ τά καρφιά κιἄν δέν βάλω τό χέρι μου στήν λογχισμένη πλευρά Του, δέν θά πιστέψω». Κοιτάξτεμιά ὡραία ἑρμηνεία πού δίνει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος. «Μέ τά λόγια αὐτά, λέει, δένἐκφράστηκε ἀπιστία, πού εἶναι ἐναντίωση στόν Θεό». Ἄλλωστε κι αὐτός ἦταν136

Ἀπόστολος, εἶχε Χάρη ἀπό τόν Θεό καί εἶχε ἀκούσει γιά τρία χρόνια τήν διδασκαλίατοῦ Κυρίου, εἶχε ἀκούσει γιά τήν Ἀνάσταση, πού ἐπρόκειτο νά συμβεῖ. Ἀλλά, λέειἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ὅτι «μέ τά λόγια αὐτά ἐκφράζει μιά ἄφατη χαρά». Μιά χαρά,ὅπως λέμε κι ἐμεῖς σήμερα, «δέν μπορῶ νά τό πιστέψω!»… Ὅταν μᾶς ἔρχεται μιάπολύ μεγάλη χαρά, λέμε «ἀπίστευτο!». Ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Θωμᾶς.Δέν εἶναι ἐναντίωση στόν Θεό. «Μέ τά λόγια αὐτά ἐκφράστηκε ἡ ἀπορία μιᾶς ψυχῆςμπροστά στό μεγαλεῖο ἑνός γεγονότος πού ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη νόηση». Ἦτανκάτι πρωτάκουστο.. ἀνήκουστο.. πρωτοφανές.. ἕνας νεκρός νά νικήσει τόν θάνατοκαί νά ἀναστηθεῖ μόνος του. Γνώριζαν περιπτώσεις ἀναστάσεως, ἀλλά ὄχι οἱ ἴδιοι νάἀναστήσουν τόν ἑαυτό τους. Ἀναστήθηκαν κάποιοι ἀπό τόν προφήτη Ἠλία, τόνπροφήτη Ἐλισσαῖο, ἀπό τόν Κύριο εἴχαμε τέτοιες νεκραναστάσεις. Ἀλλά δέν ὑπῆρχεκανείς ἄνθρωπος ἕως τότε πού νά ἀναστήσει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του.Ἐκφράζει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος τήν ἀπορία του καί τήν μεγάλη του χαρά βέβαια μπροστάσ’ αὐτό τό γεγονός πού ἄλλαξε καί τήν κατάσταση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Γιατίμέχρι τότε ὁ Ἅδης καί ὁ διάβολος ἦταν ἀνίκητος. Ὅλοι, καί οἱ δίκαιοι, πήγαιναν στόνἍδη.«Ὁ πανάγαθος Κύριος δέν ἄργησε νά δώσει στόν μαθητή Του τήν ἐπιβεβαίωση πούτόσο ποθοῦσε». Ὅτι ναί, εἶναι ἀλήθεια αὐτό τό πρωτάκουστο γεγονός τό τόσοχαρούμενο. Δέν μποροῦσε νά ὑπάρξει κάτι πιό χαρούμενο ἀπό τό νά νικηθεῖ ὁθάνατος, ἀφοῦ ὁ θάνατος εἶναι τό ἔσχατο κακό, ὁ ἔσχατος ἐχθρός, ἡ φοβερότερησυνέπεια τῆς ἁμαρτίας πού ταλαιπωροῦσε ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα.«Μία ἑβδομάδα μετά τήν πρώτη ἐμφάνισή Του στούς Ἀποστόλους, ἐμφανίστηκεπάλι σ’ αὐτούς ἐκεῖ πού ἦταν συγκεντρωμένοι. Μαζί τους βρισκόταν τώρα κι ὁΘωμᾶς». Ξαφνικά, λοιπόν, μολονότι οἱ πόρτες ἦταν κι αὐτή τή φορά κλειδωμένες,εἶδαν τόν Κύριο νά παρουσιάζεται καί νά στέκεται ἀνάμεσά τους. «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς»(Ἰω. 20,26), τούς εἶπε. Ἔπειτα γυρίζει στόν Θωμᾶ καί τοῦ λέει: «Φέρε τό δάχτυλόσου ἐδῶ καί δές τά χέρια Μου. Φέρε καί τό χέρι σου καί βάλ’ το στήν πλευρά Μου.Μήν ἀμφιβάλλεις· πίστεψε!» (Ἰω. 20,27). Ἔτσι ὁ Κύριος ἔδειξε ὅτι, ὡς «πανταχούπαρών», βρισκόταν ἐκεῖ, ἀνάμεσα στούς μαθητές Του, καί τότε πού ὁ Θωμᾶς,θεωρῶντας Τον ἀπόντα, εἶχε ἀμφισβητήσει τήν Ἀνάστασή Του». Δέν μποροῦσε νάπιστέψει τό τόσο μεγάλο καί χαρμόσυνο γεγονός. Τοῦ λέει λοιπόν ὁ Χριστός τά ἴδιαλόγια πού εἶχε πεῖ ὁ Θωμᾶς πρίν ὀχτώ ἡμέρες ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι τόν ἄκουγετότε πού τά ἔλεγε, ἦταν κι Ἐκεῖνος παρών ἀοράτως.«Ὁ Θωμᾶς ἤθελε νά βεβαιωθεῖ γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά τώρα,παίρνοντας μιάν ἀσύγκριτα ἀνώτερη διαβεβαίωση, τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἄκουσετά λόγια του πρίν ὀχτώ μέρες καί τά ἐπαναλαμβάνει, δέν χρειάζεται ἄλληἐπιβεβαίωση τῆς Ἀναστάσεως. «Εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου!» (Ἰω. 20,28),ἀναφωνεῖ. Σάν νά ἔλεγε: “Αφοῦ βεβαιώθηκα γιά τή θεότητά Σου, δέν ζητῶ νά137

διαπιστώσω τήν Ἀνάστασή Σου. Σ’ Ἐσένα, τόν παντοδύναμο Θεό, εἶναι ὅλα δυνατά,ἀκόμα κι ἐκεῖνα πού ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη”». Ἀνθρωπίνως δένμπορεῖ νά γίνει αὐτό, κάποιος νά μᾶς ἀκούει, ἐνῶ δέν τόν βλέπουμε καί νάἐπαναλαμβάνει τά ἴδια τά λόγια μας. Μόνο ὁ Θεός τό κάνει.«Ἀπαντῶντας στήν ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου, ὁ Κύριος μακάρισε ἐκείνους πούπιστεύουν χωρίς νά Τόν ἔχουν δεῖ». Τοῦ λέει «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας».Πίστεψες, βεβαιώθηκες, ἐπειδή μέ εἶδες. «Μακάριοι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νάμέ δοῦν. Μακάρισε κι ἐμᾶς -τούς πιστούς- ὁ Κύριος μαζί μ’ ὅλους ὅσοι δέν Τόνεἶδαν μέ τά σωματικά τους μάτια. Μακάρισε κι ἐμᾶς, πού βρισκόμαστε τόσο μακριάΤου χρονικά και τοπικά. Μᾶς μακάρισε τότε πού στεκόταν ἀνάμεσα στούς ἉγίουςἈποστόλους Του μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού τήν εἶχε προσλάβει, τήν εἶχεπροσφέρει θυσία γιά τήν ἀνθρωπότητα καί, τελικά, τήν εἶχε δοξάσει, ἀνασταίνοντάςτην». Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀνέστησε τόν ἑαυτό Του, ἀνέστησε τό σῶμα Τουδηλαδή, τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν δόξασε. Καί ἀπό φθαρτή καί παθητή, τήνἔκανε ἄφθαρτη.«Δέν ξέχασε ὁ Κύριος κι ἐμᾶς, ὅσους βρισκόμαστε ἐδῶ, στόν Ἱερό ναό Του,ἀναπολῶντας τό γεγονός, ἀπό τό ὁποῖο μᾶς χωρίζουν δεκαοκτώ αἰῶνες». Δεκαοκτώαἰῶνες λέει ὁ Ἅγιος, ἐμεῖς θά ποῦμε εἴκοσι αἰῶνες, γιατί εἴμαστε στόν εἰκοστό πρῶτοαἰῶνα. «Μακάριοι κι ἐμεῖς, πού δέν Τόν εἴδαμε, ἀλλά πιστεύουμε σ’ Αὐτόν.Μακάριοι ὅσοι ἀπό μᾶς πιστεύουν σ’ Αὐτόν. Ἡ οὐσία βρίσκεται στήν πίστη. Αὐτήφέρνει τόν ἄνθρωπο κοντά στόν Θεό καί τόν κάνει παιδί τοῦ Θεοῦ». Γιατί καί τότεπολλοί ἔβλεπαν τόν Χριστό ἀλλά δέν Τόν πίστευαν. Ἄρα ἔβλεπαν καί δέν ἔβλεπαν.Καί σήμερα πολλοί δέν βλέπουν τόν Χριστό. Ἀλλά κάποιοι πιστεύουν καί βλέπουν,ἐνῶ δέν βλέπουν μέ τά σωματικά μάτια.«Αὐτή θά παρουσιάσει τόν ἄνθρωπο στόν Θεό». Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος προλέγει«Ὅταν θά ξαναρθῶ ἄραγε, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, θά βρῶ τήν πίστη στήν γῆ;»(Λουκ. 18,8). Γιατί βλέπει κανείς στήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος ὅτι ὅσο περνοῦν τάχρόνια καί πλησιάζουμε στήν Δευτέρα Παρουσία, τόσο λιγοστεύουν οἱ πιστοίἄνθρωποι. Καί σήμερα στήν ἀνθρωπότητα πόσοι πιστεύουν στόν Χριστό;Οἱ Ὀρθόδοξοι φυσικά εἶναι αὐτοί πού πιστεύουν. Ἀλλά κι ἀπό τούς ὀρθοδόξουςπόσοι; Ἐλάχιστοι πραγματικά πιστεύουν, δηλαδή ἐμπιστεύονται τήν ζωή τους στόνΧριστό.«Αὐτή, τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς τοῦ πρόσκαιρου τούτου κόσμου καίκατά τήν ἀπαρχή τῆς αἰώνιας ἡμέρας, θά βάλει τόν ἄνθρωπο στά δεξιά τοῦ θρόνουτοῦ Θεοῦ, γιά ν’ ἀτενίζει αἰώνια τόν Θεό, γιά νά εὐφραίνεται αἰώνια μέ τόν Θεό, γιάνά βασιλεύει αἰώνια μαζί μέ τόν Θεό». «Ὁ νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ ̓ ἐμοῦ ἐντῷ θρόνῳ μου» (Ἀποκ. 3,21), λέει στήν Ἀποκάλυψη. Ποῦ εἶναι ὁ θρόνος τοῦΧριστοῦ; Στά δεξιά τοῦ Πατρός. Ἐκεῖ θά καθίσει καί ὁ πιστός.138

«»Μακάριοι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μ’ ἔχουν δεῖ». Μ’ αὐτά τά λόγια ὁΚύριος συνένωσε τούς πιστούς ὅλης τῆς γῆς καί ὅλων τῶν ἐποχῶν μέ τούςἈποστόλους. Τό ἴδιο εἶχε κάνει, ὅταν προσευχήθηκε στόν Πατέρα Του, λίγο πρίνὁδηγηθεῖ στά παθήματα καί τόν θάνατο γιά τή σωτηρία μας». Εἶναι ἡ γνωστήἀρχιερατική προσευχή λίγο πρίν συλληφθεῖ καί σταυρωθεῖ. Τί εἶπε τότε; «Δένπροσεύχομαι μόνο γι’ αὐτούς (δηλαδή τούς Ἀποστόλους)», εἶχε πεῖ τότε, «ἀλλά καίγιά ἐκείνους πού μέ τό κήρυγμα αὐτῶν θά πιστεύουν σ’ Ἐμένα» (Ἰω. 17,20).Γιά ὅλους ἐμᾶς δηλαδή προσευχήθηκε τότε ὁ Κύριος. «Ἔτσι κι ἐδῶ, λοιπόν, κάνειμετόχους τοῦ μακαρισμοῦ τῶν Ἀποστόλων ὅλους τούς πιστούς, ὅλα τά μέλη τῆςἘκκλησίας». Εἶναι μακάριοι οἱ Ἀπόστολοι, γιατί εἶδαν τόν Χριστό καί Τόν πίστεψαν,ἀλλά ἐπίσης μακάριοι καί ὅλοι αὐτοί πού θά πιστέψουν χωρίς νά δοῦν διά τοῦκηρύγματος τῶν Ἀποστόλων. «Εἶχε πεῖ στούς μαθητές Του σέ μιάν ἄλλη περίσταση,«Μακάρια εἶναι τά μάτια σας γιατί βλέπουν καί τ’ αὐτιά σας γιατί ἀκοῦνε! Σᾶςβεβαιώνω ὅτι πολλοί προφῆτες καί δίκαιοι -τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- ἐπιθύμησαν νάδοῦν καί ν’ ἀκούσουν αὐτά πού βλέπετε καί ἀκοῦτε ἐσεῖς, ἀλλά δέν τά εἶδαν καί δέντά ἄκουσαν» (Ματθ. 13,16-17)». Δηλαδή σωματικά δέν εἶδαν καί δέν ἄκουσαν τόνΧριστό, ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἀλλά καί αὐτοί πού δέν εἶδαν καί δέν ἄκουσαν,ὅσοι πίστεψαν διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, εἶναι μακάριοι.«Οἱ μακάριοι αὐτόπτες καί ὑπηρέτες τοῦ Λόγου μᾶς παρέδωσαν μέ ἀκρίβεια ὅ,τιεἶδαν καί ἄκουσαν ὅταν, ὄπως λέει ἕνας ἀπ’ αὐτούς, «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ὁΛόγος ἔγινε ἄνθρωπος, καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, κι ἔστησε τή σκηνή Του ἀνάμεσάμας, καί εἴδαμε τή θεϊκή Του δόξα, τή δόξα πού ὁ μονογενής (Υἱός) ἔχει ἀπό τόνΠατέρα, καί ἦρθε γεμάτος θεία χάρη καί ἀλήθεια γιά μᾶς» (Ἰω. 1,14). Ἡ σαφήςἀφήγηση τῶν Ἀποστόλων μᾶς κάνει νοερούς θεατές τῶν γεγονότων, τῶν ὁποίωνἐκεῖνοι ὑπῆρξαν αὐτόπτες».«Μέσω τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας βρισκόμαστε σέ διαρκή κοινωνία μέ τόνΚύριο. Ἡ ζωντανή πίστη κάνει τόν Θεό, πού εἶναι ἀόρατος μέ τά μάτια τοῦ σώματος,ὁρατό μέ τό μάτι τῆς ψυχῆς, τόν νοῦ». Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «Μακάριοι οἱ καθαροίτῇ καρδίᾳ», οἱ καθαροί τῷ νοΐ. Νοῦς καί καρδιά κατά τούς Πατέρες ταυτίζονται,«γιατί αὐτοί βλέπουν τόν Θεό» (Ματθ. 5,8). Ἕνας λοιπόν πού ἔχει καθαρότητα νοός,πού ἔχει καθαρότητα ψυχῆς, καθαρότητα βίου, αὐτός βλέπει τόν Θεό νοερῶς, διά τῆςπίστεως.«Μυστικά μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Κύριο ἡ ζωή ἡ σύμφωνη μέ τίς ἐντολές Του». Θέλειςνά δεῖς τόν Χριστό; Ζῆσε ἐφαρμόζοντας τίς ἐντολές Του, ὁπότε καθαρίζεις τόν νοῦσου καί βλέπεις τόν Θεό. «Ὅταν οἱ “μαθητές” τοῦ Κυρίου, δηλαδή οἱ ἰδέες πού ἔχειπροσλάβει ὁ νοῦς ἀπό τό Εὐαγγέλιο, συγκεντρωθοῦν στό “ὑπερῶο”, δηλαδή στήνκαρδιά καί κλειδώσουν τίς πόρτες της γιά νά μήν εἰσχωρήσουν ἐκεῖ οἱ “Ἰουδαῖοι”,δηλαδή οἱ λογισμοί πού ἐναντιώνονται στόν Κύριο καί τήν πανάγια διδασκαλία Του,τότε Ἐκεῖνος ἐμφανίζεται πνευματικά ἐκεῖ, στόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο». Μέ ἄλλα139

λόγια, ὅταν κυριαρχήσει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ἐδῶ ἀπότόν Ἅγιο ὑπερῶο, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό κήρυγμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ“μαθητές” τοῦ Κυρίου, ὅπως τούς ὀνομάζει ἐδῶ, συγκεντρωθοῦν καί πληρώσουν τήνκαρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ξένο, τίποτε ἰουδαϊκό, τίποτεβλάσφημο, τίποτε ἀντίχριστο στήν καρδιά, καμιά ἐπιθυμία, κανένας λογισμός, καμιάσκέψη πού δέν θέλει ὁ Κύριος, τότε σ’ αὐτή τήν καρδιά πού ἔχει γεμίσει μέ τόν λόγοτοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου, ἔρχεται ὁ Χριστός, ὅπως ἦρθε καί στόὑπερῶο ἀνάμεσα στούς μαθητές πού ἦταν κλειδωμένοι.Δέν ὑπῆρχε ἄλλος ἰουδαῖος, ἀντίχριστος, ἦταν μόνο οἱ δικοί Του. Ἐκεῖ ἐμφανίζεται ὁΚύριος. Κάνει ἐντύπωση ὅτι μετά τήν Ἀνάσταση ὁ Κύριος δέν ἐμφανίζεται δημόσια,σέ ὅλους, ἐμφανίζεται μόνο στούς δικούς Του, στούς μαθητές Του. Ἦρθε ὁ Χριστόςμας, γιά νά μᾶς φτιάξει καί νά μᾶς δώσει τήν Ἐκκλησία Του ἐδῶ στήν γῆ καί νά μᾶςκάνει μιά καινούρια γενιά, ἕνα καινούριο σῶμα, τό δικό Του σῶμα, στό ὁποῖο πλέονδέν χωράει τίποτε τό ἀκάθαρτο, τίποτε τό βέβηλο, τίποτε τό ἀντίθεο.Γι’ αὐτό βλέπετε ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἦταν σάν ἕνα «γκέτο», μέ τήν καλή ἔννοιαὅμως, δηλαδή δέν ἐπιτρεπόταν νά μπεῖ κάποιος μέσα, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ὀρθή πίστη,δέν εἶχε κἄν ὁμολογήσει τήν πίστη του στόν Χριστό ἤ εἶχε πέσει σέ μία κακοδοξία.Γι’ αὐτό στή Θεία Λειτουργία ὅλοι οἱ χριστιανοί παρατηροῦσαν καί κοιτοῦσαν ὁἕνας τόν ἄλλον. Κυρίως μετά ἀπό τό σημεῖο «Τάς θύρας, τάς θύρας· ἐν σοφίᾳπρόσχωμεν». Ἐν σοφίᾳ θά πεῖ μέ προσοχή. Νά προσέξουμε τίς πόρτες, μή τυχόν καίμπεῖ κάποιος ἄγνωστος, πού δέν εἶναι πιστός, εἶναι ἀντίθεος, εἶναι βέβηλος.Αὐτή ἡ «ἀπομόνωση», ὁ περιορισμός, ἡ μή συγκοινωνία μέ τό κακό, μέ τούςἀνθρώπους τοῦ κακοῦ, μᾶς ζητιέται ἀπό τόν Χριστό. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν θάἀγαπᾶμε ὅλους. Θά τούς ἀγαπᾶμε ὅλους, ἀλλά βλέπετε πώς λέει ὁ Ἀπόστολος «μήσυναναμίγνυσθαι πόρνοις, μή συναναμίγνυσθαι πλεονέκταις, ὑπερηφάνοις» (Α΄Κορ.5,10). Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν θά πᾶμε νά ψωνίσουμε. Γιατί δέν πᾶμε ἐκεῖ γιά νάσυναναστραφοῦμε, ἀλλά ἁπλῶς γιά νά πάρουμε αὐτά πού χρειάζονται γιά τήνσυντήρησή μας. Ἀπό κεῖ καί μετά ὅμως δέν μποροῦμε νά ἔχουμε συναναστροφές καίπολύ περισσότερο νά ἀφήνουμε ἀνοιχτές πόρτες στόν ὁποιοδήποτε.Σήμερα, δυστυχῶς, συμβαίνει αὐτό καί δέν ξέρει κανείς, ποιός μπαίνει, ποιός βγαίνει,ἄν εἶναι φίλος, ἄν εἶναι ἐχθρός καί ἔχουμε ὅλο αὐτό τό φαινόμενο τῆς ἐκκοσμίκευσηςστήν Ἐκκλησία μας. Ἔχουμε τόσο πολύ μπερδευτεῖ, πού προσπαθοῦν κάποιοιχριστιανοί νά συμβιβάσουν τόν κόσμο καί δυσκολεύονται, γιατί στήν πράξη αὐτό δένγίνεται, ἐκτός ἐάν χάσεις τόν χριστιανισμό… Τότε βέβαια θά εἶσαι ἕνας κοσμικόςἄνθρωπος καί ὄχι ἕνας χριστιανός. Δέν πρέπει νά νιώθουμε ἐνοχή γιά αὐτή τήν«ἀπομόνωση». Ὁ Χριστός μᾶς τό ζητάει. Καί σ’ ἐκεῖνον τόν ὑποψήφιο μαθητή Του,πού Τοῦ λέει «ἄφησέ με νά πάω νά θάψω τόν πατέρα μου», τοῦ εἶπε «ἄφησε τούςνεκρούς νά θάψουν τούς νεκρούς τους» (Ματθ. 8,22). Μήν ἀναμιγνύεσαι μέ νεκρούς-ἐννοοῦσε πνευματικά νεκρούς- πού θάβουν τούς βιολογικά νεκρούς. Ἐσύ θέλεις νά140

ἔρθεις μαζί Μου. Λοιπόν, πρέπει νά ξεχωριστεῖς ἀπό τόν κόσμο. Γι’ αὐτό ὁχριστιανός, ἄν θέλει νά παραμείνει χριστιανός, δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει μέ τάστοιχεῖα τοῦ κόσμου, νά ἔχει καί φρονήματα κοσμικά καί νά υἱοθετεῖ τήν ζωή τοῦκόσμου. Βεβαίως θά κατοικεῖ στίς πόλεις, ὅπως οἱ ἄλλοι, ἀλλά δέν θά υἱοθετεῖ τήνσυμπεριφορά καί τόν τρόπο ζωῆς τῶν ἄλλων, ἔστω καί λίγο, γιατί αὐτό τό λίγο τόνκάνει νά χάνει τόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ἀπόλυτος, θέλει 100% νά εἴμαστε δικοίΤου, ὄχι γιά Ἐκεῖνον, ἀλλά γιά μᾶς.Ὅταν λοιπόν δέν ὑπάρχει κανένας ἰουδαῖος, τίποτα τό ἀντίθεο, τίποτα τό βέβηλο,μέσα στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στήν καρδιά, τότε ἔρχεται ὁ Κύριος. Ὅτανδηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, γίνει αὐτό πού λέει ὁ Χριστός μας, νά ἔρθει ἡ Βασιλεία Τουκαί νά βασιλέψει μέσα μας, νά γίνει αὐτός βασιλιάς καί κυρίαρχος στήν καρδιά μας.Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «ζητεῖτε πρῶτα τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6,33) καίὅλα τά ἄλλα θά ἔρθουν μετά. Δέν χρειάζεται νά ἀγωνιᾶτε τί θά φᾶτε, τί θά πιεῖτε, πῶςθά ζήσετε, ἄν θά σᾶς βάλουν φυλακή, ἄν θά σᾶς δώσουν τόν μισθό σας ἤ ὄχι κ.λ.π.ἀλλά νά ζητᾶτε Ἐμένα καί τήν Βασιλεία Μου, δηλαδή τό νά κυριαρχήσω Ἐγώ στήζωή σας. Τότε δέν θά σᾶς λείψει τίποτε καί ἀπό αὐτά τά ἀναγκαῖα πού χρειάζεστε.«Ἐφόσον ἐξομοιωνόμαστε», λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, «μέ τούς ἁγίους Ἀποστόλους,τολμοῦμε νά ἰσχυριστοῦμε πώς εἴμαστε πιό μακάριοι ἀπό τούς δικαίους τῆς ΠαλαιᾶςΔιαθήκης», τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ, τόν Ἰακώβ… «Ἐκεῖνοι πίστευαν σέ Λυτρωτήπού θά ἐρχόταν, ἐμεῖς πιστεύουμε στόν Λυτρωτή πού ἦρθε καί πραγματοποίησε τήλύτρωση». Ζοῦμε στά εὐλογημένα χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης μετά τήν ΘείαΟἰκονομία. Αὐτοί ζοῦσαν πρό Χριστοῦ καί προσδοκοῦσαν καί περίμεναν. «Σ’ἐκείνους εἶχε δοθεῖ ἡ ὑπόσχεση τῶν δωρεῶν τῆς χάριτος· σ’ ἐμᾶς ἔχουν δοθεῖἄφθονες οἱ ἴδιες οἱ δωρεές, ἀπό τίς ὁποῖες ὠφελούμαστε ἀνάλογα μέ τήν προαίρεσήμας. Ὁ Δωρητής εἶναι ἀπείρως πλούσιος καί ἀπείρως ἐλεήμων.Ἄν αἰσθανόμαστε ἔλλειψη τῶν δωρεῶν Του, ὑπαίτιοι γι’ αὐτό εἴμαστε ἐμεῖς, μόνοἐμεῖς». Αἰσθάνονται πολλοί ἐγκαταλελειμμένοι ἀπό τόν Θεό. Δέν φταίει ὁ Θεός. ὉΘεός δέν ἐγκαταλείπει ποτέ κανέναν, «οὐ μή σέ ἀνῶ οὐδ’ οὐ μή σέ ἐγκαταλείπω»(Ἑβρ. 13,5). Ἐκεῖνοι πού αἰσθάνονται ἔτσι, ἔχουν ἐγκαταλείψει τόν Θεό, γιατί δένβάζουν ἀρκετή προαίρεση νά τηρήσουν αὐτά πού λέει ὁ Θεός, ὁπότε νά γίνουνμέτοχοι καί τῆς ἄπειρης χάρης πού δίνει ὁ Θεός. «Δέν τίς αἰσθανόμαστε, ἐπειδήἔχουμε ἀδύναμη πίστη, ἤ μᾶλλον -θά τό πῶ ἀπροκάλυπτα- ἐπειδή δέν ἔχουμε πίστη».Δέν ἐμπιστευόμαστε στόν Χριστό. Ἐμπιστευόμαστε στήν λογική μας, στό κράτος,στούς πολιτικούς, στούς ἄλλους ἀνθρώπους, στά μπράτσα μας, στήν ἐξυπνάδα μας,ἀλλά αὐτά ὅλα εἶναι στηρίγματα τά ὁποῖα εἶναι κούφια, εἶναι ἕωλα, εἶναι ἀνύπαρκταοὐσιαστικά.«Γιατί δέν ἔχουμε πίστη; Ἐπειδή δέν καταβάλαμε, δέν θελήσαμε νά καταβάλουμεκανέναν κόπο γιά νά διδαχθοῦμε τόν Χριστιανισμό, ὥστε ν’ ἀποκτήσουμε τήν πίστηἀπό τήν ἀκρόαση τοῦ κηρύγματος καί τήν πίστη ἀπό τήν ἐκτέλεση τῶν ἔργων τῆς141

ἀρετῆς». Μᾶς δίνει τώρα τούς δύο παράγοντες, οἱ ὁποῖοι δίνουν στόν χριστιανό τήνδυνατότητα νά πιστέψει. Ὁ ἕνας παράγων εἶναι τό κήρυγμα καί ὁ δεύτερος εἶναι τάἔργα. Ἄν θέλεις νά πιστέψεις, πρέπει πρῶτον ν’ ἀκοῦς κήρυγμα. Πολύ σημαντικό!Πολλές φορές λέω στά πνευματικά μου παιδιά κυρίως, ἀλλά καί σέ ὅλους, νά ἀκοῦτεκηρύγματα, νά ἔρχεστε στίς συνάξεις. Ἡ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, ἀλλά καίκάθε Θεία Λειτουργία, πρέπει νά ἔχει κήρυγμα, γιατί εἶναι ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆςλειτουργίας ἡ ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Πῶς θά πιστέψεικανείς, λέει ὁ Ἀπόστολος, ὁ λαός ἄν δέν ὑπάρχει κήρυκας, δέν ὑπάρχει κήρυγμα;Ἀλλά νά πού προσφέρεται τό κήρυγμα καί ὁ λαός δέν ἔρχεται. Ὁπότε τό πρῶτο εἶναιαὐτό, νά μετέχουμε στίς συνάξεις, ν’ ἀκοῦμε λόγο Θεοῦ καί ἀφοῦ γνωρίσουμε τόνλόγο τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τό κήρυγμα, ἔχουμε τό πρῶτο μέσο γιά νά πιστέψουμε, γιάνά ἐνισχύσουμε τήν ἀσθενική μας πίστη. Τό δεύτερο εἶναι τά ἔργα. Ὅταν κανείς, ὄχιἁπλῶς ἀκούει, ἀλλά πράττει αὐτά πού μαθαίνει στό κήρυγμα.«Ἡ πίστη ἀπό τήν ἀκρόαση τοῦ κηρύγματος παρέχει τή θεωρητική γνώση τοῦΧριστιανισμοῦ, ἐνῶ ἡ πίστη ἀπό τά ἔργα παρέχει τήν πρακτική γνώση τοῦΧριστιανισμοῦ». Δέν εἶναι ἀρκετό νά ξέρεις θεωρητικά τί ζητάει ὁ Θεός ἀπό σένα,ἀλλά πρέπει νά μπεῖς στή διαδικασία νά τά ἐφαρμόσεις, ὁπότε μετά στήν πράξηβεβαιώνεσαι γιά τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός. Γιατί ὁ Χριστός εἶπε «Ἐγώ εἶμαιἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14,6). Δέν εἶπε ὅτι εἶμαι μιά ἀλήθεια καί ὑπάρχουν κι ἄλλεςἀλήθειες κάπου ἀλλοῦ, οὔτε ὅτι εἶμαι μέρος τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ἡ ὑποστατικήἀλήθεια. Βεβαιώνεσαι, ἑπομένως, ὅταν ἀκοῦς κήρυγμα καί ἐφαρμόζεις αὐτά πούἀκοῦς, ὅτι ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο, ἀλλά εἶναι ἕνα ὑποκείμενο. Εἶναιὑπόσταση, εἶναι ζωντανός. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁπότε ἀποκτᾶς μιά ζωντανήπίστη καί κάνεις μιά ζωντανή σχέση, μιά προσωπική σχέση, μέ τήν ὑποστατικήἈλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός.«Ὁ χριστιανός πού ἐπιθυμεῖ μέ εἰλικρίνεια νά γνωρίσει βαθύτερα τόν Θεό, ὁδηγεῖταιἀπ’ αὐτές τίς δύο γνώσεις, ὁδηγεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, στή μυστική καίοὐσιαστική γνώση, τήν πνευματική». Ἀκούγοντας κήρυγμα λοιπόν, ἐφαρμόζονταςαὐτά πού ἀκοῦς, μετά προχωρᾶς στό τρίτο ἐπιπεδο, στήν μυστική γνώση. Μυστικάπλέον μέσα στήν καρδιά σου ζεῖς, βλέπεις, γνωρίζεις, συνομιλεῖς μέ τόν Χριστό,αἰσθάνεσαι τήν παρουσία Του.«Ἡ πνευματική γνώση εἶναι πάντα συνυφασμένη μέ τή ζωή τῆς πίστεως. «Ἐκεῖνοςπού ἔχει τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ», εἶπε ὁ Κύριος, «αὐτός μέ ἀγαπᾶ· κι αὐτόςπού μέ ἀγαπᾶ, θ’ ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα μου, κι ἐγώ θά τόν ἀγαπήσω καί θά τοῦφανερώσω τόν ἑαυτό μου» (Ἰω. 14,21)». Μυστικά, μέσα στήν καρδιά λοιπόνφανερώνεται ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο πού πρῶτον τόν γνωρίζει θεωρητικά καίδεύτερον τηρεῖ τίς ἐντολές Του. Ἄν δέν ἔχεις κἄν τίς ἐντολές, δηλαδή δέν γνωρίζειςποιές εἶναι οἱ ἐντολές, πῶς θά δεῖς τόν Χριστό; Καί ἄν τίς γνωρίζεις μόνο θεωρητικάκαί δέν τίς ἐφαρμόζεις, πάλι δέν μπορεῖς νά Τόν γνωρίσεις.142

«Τόν Χριστιανισμό μποροῦμε νά τόν παρομοιάσουμε μ’ ἕνα θαυμάσιο καί μεγάλολιμάνι, στό ὁποῖο μποροῦν ἐλεύθερα νά πιάσουν πλοῖα ὅλων τῶν τύπων καί ὅλωντῶν μεγεθῶν. Σ’ αὐτό τό λιμάνι βρίσκουν καταφύγιο καί μιά ταπεινή ψαρόβαρκα κιἕνα τεράστιο φορτηγό πλοῖο γεμάτο ἐμπορεύματα κι ἕνα γιγάντιο θωρηκτόὁπλισμένο μέ πολυάριθμα μέσα καταστροφῆς καί μιά πολυτελής βασιλικήθαλαμηγός προορισμένη γιά ταξίδια ἀναψυχῆς. Ὁ Χριστιανισμός δέχεται τόνἄνθρωπο σέ ὁποιαδήποτε ἡλικία καί σέ ὁποιαδήποτε κατάσταση, μέ ὁποιαδήποτεμόρφωση καί μέ ὁποιεσδήποτε ἱκανότητες· τόν δέχεται καί τόν σώζει.«Ἄν ὁμολογήσεις μέ τό στόμα σου πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος καί πιστέψεις μέ τήνκαρδιά σου…, θά βρεῖς τή σωτηρία»». Νά πιστέψεις, ὄχι θεωρητικά, ἀλλά νάἐμπιστευτεῖς τόν Θεό. «»Πραγματικά, ὅποιος πιστεύει μέ τήν καρδιά του, ὁδηγεῖταιστή δικαίωση, καί ὅποιος ὁμολογεῖ μέ τό στόμα, ὁδηγεῖται στή σωτηρία». (Ρωμ.10,9-10)». Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶνἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγώ ἐν αὐτῶ ἔμπροσθέν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»(Ματθ. 10,32). Αὐτό τό «ἐν ἐμοί» εἶναι πολύ σημαντικό. Σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωποςεἶναι πλέον μέσα στόν Χριστό καί μόνο ἔτσι μπορεῖ νά ὁμολογήσει Χριστό, νάὁμολογήσει ὅτι εἶναι πιστός. Τότε καί μέσα του ἀκούει τήν μαρτυρία τοῦ ἉγίουΠνεύματος πού λέει ὅτι ‘εἶσαι δικός Μου’.«Ὅποιος δεχθεῖ τόν Χριστιανισμό καί ἐνταχθεῖ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία -γιατίμόνο σ’ αὐτήν διαφυλάσσεται ὁ ἀληθινός Χριστιανισμός-, θά σωθεῖ». Βλέπετε ἀπότόν 18οαἰῶνα ὁ Ἅγιος τό κάνει ξεκάθαρο: Μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαδιασώζεται ὁ ἀληθινός χριστιανισμός. Ὅλα τά ἄλλα δέν εἶναι ὁ ἀληθινόςχριστιανισμός, εἶναι ἁπλά αἱρέσεις.«Σέ κάθε ἐξαγορά ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι τό τίμημά της. Τό τίμημα, μέ τόὁποῖο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λυτρώνονται ἀπό τήν ἁμαρτία, εἶναι ὁ Χριστός». Δέν εἶναιἕνα ποσό, ἄς ποῦμε, χρηματικό. Μᾶς ἐξαγόρασε ὁ Χριστός μέ ὅ,τι πιό πολύτιμοὑπάρχει, μέ τόν ἴδιο Του τόν ἑαυτό, μέ τό ἴδιο Του τό αἷμα. «Αὐτό τό τίμημακαταβάλλεται χωρίς διακρίσεις καί χωρίς μεροληψίες γιά ὅλους ὅσοι θέλουν νάλυτρωθοῦν, γιά ὅλους ὅσοι πιστεύουν στήν ἀξία τῆς λυτρώσεως καί τήν ὁμολογοῦν.Ἡ ὁμολογία τῆς ἀξίας τῆς λυτρώσεως εἶναι συγχρόνως ἀπόρριψη κάθε δικῆς μαςἀξίας. Τό τίμημα τῆς λυτρώσεως καταβάλλεται μέ τήν προϋπόθεση τῆςαὐταπαρνήσεως».Τί μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Ποιά ἀξία ἔχουμε ἐμεῖς ἀπό μόνοιμας; Μπροστά στήν ἀξία πού ἔχει καταβάλλει ὁ Χριστός γιά μᾶς, τό τίμιο αἷμα Του,ἡ δική μας ἀξία εἶναι τίποτα. Ἑπομένως, δέν κοστίζει καί τίποτα ἐπιτέλους νάἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας! Ἀφοῦ ὁ Χριστός ἔχει πληρώσει μέ τόν ἴδιο Του τόνἑαυτό γιά μᾶς. Δέν ἀξίζει λοιπόν ἐμεῖς νά ἀπορρίψουμε καθετί δικό μας γιά χάρηΑὐτοῦ;143

«Ἕνας ἁπλοϊκός ἄνθρωπος, πού δέν ἔχει καμιά κοσμική παιδεία, σώζεται διά τοῦΧριστιανισμοῦ, ὅπως ἕνας μορφωμένος καί σοφός. Ὁ Χριστιανισμός, ὡς δωρεά τοῦὑπερτέλειου Θεοῦ, τούς ἱκανοποιεῖ ὅλους πλήρως. Ὁ ἁπλοϊκός καί ἀπαίδευτοςἄνθρωπος πού θά πιστέψει μέ εἰλικρίνεια, ἀναπληρώνει μέ τόν τρόπο αὐτόν τήνἀπαιδευσία του, ἐνῶ ὁ σοφός πού θά ἔρθει στόν Χριστιανισμό χωρίς ἔπαρση καίνομικιστικό πνεῦμα», σάν κι αὐτό πού ὑπάρχει στή Δύση, «θά βρεῖ σ’ αὐτόνἀπύθμενο βάθος καί ἄφθαρτο ὕψος σοφίας».«Στόν Χριστιανισμό ὑπάρχουν ἡ ἀληθινή θεολογία καί ἡ γνήσια ψυχολογία. Μόνο ὁχριστιανός μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει τήν ὀρθή γνώση γιά τόν ἄνθρωπο, γιά τά ἀγαθά καίτά πονηρά πνεύματα, γιά τόν ἀόρατο στά σωματικά μάτια κόσμο». Ἕνας πού δένπιστεύει εἶναι μέσα στό σκοτάδι. Οὔτε ποιός εἶναι ὁ ἴδιος γνωρίζει, οὔτε ποιός εἶναι ὁσκοπός τῆς ζωῆς του, οὔτε ὅτι ὑπάρχουν τά πονηρά πνεύματα, οἱ δαίμονες, οὔτε ὅτιὑπάρχουν τά ἀγαθά πνεύματα, οἱ ἄγγελοι καί ὁ ἀόρατος κόσμος.«Μέ τόν φωτισμό πού παρέχει ὁ Χριστιανισμός, ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τή θέση τοῦΘεοῦ γιά τήν κοσμική σοφία: «ἡ σοφία τοῦ κόσμου μωρία παρά τῷ θεῷ ἐστιν, ὅ,τι ὁκόσμος αὐτός θεωρεῖ σοφία, εἶναι μωρία στά μάτια τοῦ Θεοῦ… Ξέρει ὁ Κύριος πώςοἱ σκέψεις τῶν σοφῶν τίποτα δέν ἀξίζουν» (Ἃ’ Κορ. 3, 19-20)». Ἀνοησίες εἶναι γιάτόν Θεό οἱ φιλοσοφίες τοῦ κόσμου. «Αὐτές οι σκέψεις, πού ἀναφέρονται μόνο στάπρόσκαιρα καί μάταια, ὁδηγοῦν στήν κενοδοξία καί τήν ὑπερηφάνεια, στήναὐταπάτη καί τήν πλάνη, στήν ἀπορρόφηση ἀπό τίς ἐγκόσμιες μέριμνες, στήνἁμαρτωλή ζωή, στή λήθη καί τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰωνιότητας». Ποῦ μᾶςὁδήγησε ἡ φιλοσοφία; Ἡ ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί ἡ σύγχρονη εὐρωπαϊκήφιλοσοφία; Στό ἀδιέξοδο. Δέν ὑπάρχει διέξοδος.Ὁ σύγχρονος δυτικός ἄνθρωπος εἶναι ὑπαρξιακά τελείως ἀπροσανατόλιστος. Τόμεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα στόν ἄνθρωπο τῆς Δύσης εἶναι ὅτι δέν γνωρίζει γιατίὑπάρχει. Δέν μπορεῖ νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τίς δικές του δυνάμεις τήν ἀλήθειαἀρχικά γιά τόν ἑαυτό του καί στή συνέχεια γιά τόν κόσμο καί γιά τόν Θεό. Ὁδηγεῖταιἁπλῶς μέ τίς μάταιες αὐτές φιλοσοφίες στήν κενοδοξία, στήν ὑπερηφάνεια, στήναὐταπάτη, στήν πλάνη καί τελικά στήν ἀπώλεια.«Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν ἔχει καταυγαστεῖ ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ,ἀποτολμᾶ ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τήν ἐξέταση πνευματικῶν θεμάτων, τότε πλανιέται σάν σέἀπέραντη καί σκοτεινή ἔρημο. Ἔτσι, ἀποκομίζει, ἀντί γιά ἀληθινές γνώσεις, τίςὁποῖες δέν ἔχει καμιά δυνατότητα ν’ ἀποκτήσει, ἰδεολογήματα καίφαντασιοκοπήματα. Αὐτά τά ντύνει μ’ ἕναν πολύπλοκο καί δυσνόητο λόγο, μέ τόνὁποῖο ξεγελᾶ καί τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους, ἀναγνωρίζοντας σοφία ἐκεῖ ὅπου,οὔτε λίγο οὔτε πολύ, πρέπει ν’ ἀναγνωρίσει κανείς παράνοια». Προσέξτε αὐτό τόφαινόμενο σήμερα ἔχει μπεῖ καί μέσα σέ κάποιους ἀνθρώπους που ἐμφανίζονται ὡςἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας καί σέ κάποιους θεολόγους καί σέ κάποιους κληρικούςἱερωμένους. Ἀκοῦς κάτι κηρύγματα, θολολογήματα οὐσιαστικά, πού δέν μπορεῖς νά144

βγάλεις συμπέρασμα, φιλοσοφήματα… καί ἔχει καταντήσει ἡ Θεολογία, ὅπως ἔλεγεὁ μακαριστός π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος, μιά συζήτηση, ἕνας στοχασμός, μιάφιλοσοφία. Ἀλλά αὐτό βέβαια εἶναι ἡ μωρία τοῦ κόσμου τούτου καί ὄχι ἡ σοφία τοῦΘεοῦ. Τό κήρυγμα τοῦ Θεοῦ, τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἁπλό, ἁπλούστατο. Τόκαταλαβαίνουν οἱ πάντες καί εἶναι φωτεινό, ὁλοφώτεινο, ὅπως εἶναι ἡ μία καίμοναδική ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός.«Περίεργη εἶναι ἡ τυφλότητα καί ἀκατανόητη ἡ σκληρότητα τῶν συγχρόνων τουΧριστοῦ, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ἄκουγαν τήν πανάγια διδασκαλία Του καί ἔβλεπαν τάἐκπληκτικά θαύματά Του, δέν πίστευαν σ’ Αὐτόν. Ἑπτά αἰῶνες πρίν», πρίν ἔλθει ὁΧριστός, «ἀνεβασμένος, θαρρεῖς, στήν κορυφή ἑνός μακρινοῦ βουνοῦ καίκατάπληκτος ἀπό τή θέα τῆς ἀνθρώπινης ἀναισθησίας, ὁ προφήτης Ἡσαΐας κραύγαζεστό πολυάριθμο πλῆθος τῶν ζωντανῶν νεκρῶν: «ἀκούσετε καί οὐ μή συνῆτε, θάἀκούσετε μέ τ’ αὐτιά σας, μά δέν θά καταλάβετε· θά δεῖτε μέ τά μάτια, μά δέν θ’ἀντιληφθεῖτε» (Ἡσ. 6,9)». Εἶναι αὐτό πού ἔλεγε καί ὁ Κύριος «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούεινἀκουέτω». Ἔχετε αὐτιά; Ἐννοοῦσε πνευματικά αὐτιά ἀνοιχτά. Ἄν ἔχετε, θάκαταλάβετε. Ἄν δέν ἔχετε, καί δέν θέλετε νά ἔχετε γι’ αὐτό δέν ἔχετε, δέν θάκαταλάβετε. Αὐτό λοιπόν συνέβαινε καί μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ.Δέν ἤθελαν νά πιστέψουν.«Τό ἴδιο περίεργη εἶναι καί ἡ σημερινή ἀπιστία πολλῶν ἀνθρώπων στόνΧριστιανισμό, πού λάμπει μέ τίς ἀκτῖνες τῆς ὁλοκάθαρης ἀλήθειάς του. Ἀλλά ἡΓραφή αἰτιολογεῖ τήν ἀπιστία τους». Λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας: γιατί δέν πιστεύουν;Καί στά χρόνια τοῦ προφήτου δέν πίστευαν καί στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ δένπίστευαν καί σήμερα δέν πιστεύουν. «Γιατί ἔγινε ἀναίσθητη ἡ καρδιά αὐτοῦ τοῦλαοῦ» (Ἡσ. 6,10), ἔγινε σκληρή ἀπό τή σαρκική ζωή, ἔγινε τυφλή καί κουφή, ἔγινενεκρή γιά καθετί τό πνευματικό, τό αἰώνιο, τό θεῖο». Καί σήμερα δέν τό ἀκοῦμε;Λέμε μιά κουβέντα γιά τόν Χριστό, γιά τόν Θεό, γιά τήν Ἐκκλησία… «τί εἶναι αὐτάτά πράγματα; Ποῦ ζεῖς; Ξύπνα!..». Δέν θέλουν ν’ ἀκούσουν τίποτα γιά πνεῦμα, γιάΘεό, ἔχει σκληρύνει ἡ καρδιά ἀπό τίς πολλές ἁμαρτίες. Οἱ ἁμαρτίες καί τά πάθη εἶναιπού τυφλώνουν τήν καρδιά, τυφλώνουν τόν νοῦ καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀναίσθητοςπνευματικά.«Ἡ ὀρθή σπουδή τοῦ Χριστιανισμοῦ δείχνει μέ σαφήνεια καί κατηγορηματικότητατήν ἀλήθειά του». Ἄν κανείς, θά λέγαμε, ἀπροκατάληπτα μελετήσει τήν Ὀρθοδοξία,θά διαπιστώσει ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια. «Ἡ ὀρθή σπουδή τοῦ Χριστιανισμοῦἑδραιώνει στήν ψυχή τήν πεποίθηση γιά τήν ὕπαρξη ὅλων τῶν ἀοράτων πούκηρύσσονται ἀπ’ αὐτόν, πεποίθηση πολύ ἰσχυρότερη ἀπό τή γνώση τῆς ὑπάρξεωςτῶν ὁρατῶν, πού παρέχεται ἀπό τίς αἰσθήσεις». Πιό πολύ θά πιστεύει μετά ὁἄνθρωπος αὐτός στήν ὕπαρξη τοῦ ἀοράτου κόσμου παρά σ’ αὐτά πού βλέπει καίἀκούει μέ τίς αἰσθήσεις του. «Ἡ ἀξιοπιστία καί ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς πεποιθήσεωςἀποδεικνύονται ἀπό τό ὅτι ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἄφησαν τά ὁρατά γιά ν’ἀποκτήσουν τά ἀόρατα, περιφρονῶντας τά βασανιστήρια, μέ τά ὁποῖα ἡ ἄλογη145

κακότητα προσπαθοῦσε νά τούς κερδίσει, καί ἐπισφραγίζοντας τήν πίστη τους μέ τόαἷμα τοῦ μαρτυρίου». Τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ἔχουμε 11.000.000 γνωστούςμάρτυρες. Ὅλοι αὐτοί ἦταν ἀνόητοι; Ἦταν ἀνεγκέφαλοι; Ἦταν πλανεμένοι; Ὄχι.Αὐτό τό γεγονός ἀποδεικνύει τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Χριστιανισμοῦ.Τόσα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι… εἶναι πολύ περισσότεροι ἀπό 11 ἑκ., ἀλλά μιλᾶμε γιάτούς γνωστούς, πού ἄφησαν τά ὁρατά γιά χάρη τῶν ἀοράτων.Γιατί ἔβλεπαν τά ἀόρατα μέ τά μάτια τῆς πίστεως. Ἡ ἄλογη κακότητα τῶνεἰδωλολατρῶν… ἄλογη… χωρίς λογική… Γιατί τούς ἔσφαζαν; Γιατί τούς τηγάνιζαν;Γιατί τούς ἔκοβαν μέ τούς τροχούς καί τά μαχαίρια; Ἄλογα! Δέν ὑπῆρχε λόγος καίλογική σ’ ὅλο αὐτό. Ἦταν ἀπό πίσω ἡ διαβολική μανία. Ὅσο κι ἄν προσπάθησε,ὅμως, αὐτή ἡ ἄλογη κακότητα, τίποτα δέν κατάφερε. Ἀντίθετα, ἑδραιώθηκε ἡὈρθοδοξία καί πολύ γρήγορα ἐξαπλώθηκε σ’ ὅλο τόν κόσμο.«Ἀκόμα καί μιά ἐπιφανειακή ματιά στήν ἐμφάνιση, τή στερέωση καί τήν ἐξάπλωσητοῦ Χριστιανισμοῦ μᾶς προκαλεῖ ἔκπληξη, ἀλλά καί μᾶς πείθει ὅτι αὐτός δένπροέρχεται ἀπό ἀνθρώπους· προέρχεται ἀπό τόν Θεό». Ἀνθρωπίνως ἦταν ἀδύνατονά ἐξαπλωθεῖ ὁ Χριστιανισμός, ἡ Ὀρθοδοξία, στή γῆ ἀπό δώδεκα ἀγράμματους,φτωχούς, ταλαιπωρημένους, φοβισμένους ψαράδες… τί θά μποροῦσε νά ἑδραιωθεῖ;Τίποτα. Ἐδῶ βλέπετε ὑπάρχουν σύλλογοι, ὀργανώσεις, κράτη ὁλόκληρα,συνασπισμοί, πού προσπαθοῦν νά ἑδραιωθοῦν καί δέν τά καταφέρνουν. Πῶς δώδεκαἄνθρωποι θά μποροῦσαν νά ἐπικρατήσουν καί νά γίνει αὐτό τό κήρυγμα κυρίαρχο σ’ὅλη τήν τότε οἰκουμένη. Αὐτό ἔγινε σίγουρα μέ τήν βοήθεια καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ,δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα.«Ὁ Κύριος, προσλαμβάνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση, εὐδόκησε νά φανερωθεῖ στή γῆὄχι ἔνδοξος, λαμπρός καί μεγαλειώδης, ἀλλά ἄδοξος, ἀσήμαντος καί ταπεινός. Ὡςἄνθρωπος προερχόταν ἀπό βασιλική γενιά. Ἀλλά ἡ γενιά αὐτή εἶχε ἀπό καιρόξεπέσει». Εἶναι ἀπό τή γενιά τοῦ Δαυΐδ ἀλλά πλέον δέν ὑπῆρχε τό κράτος τῶνἙβραίων. Ἦταν ἤδη χαμένο καί εἶχε κυριαρχήσει ὁ Ρωμαῖος στό κράτος τό ἰουδαϊκό.Οὔτε ὑπῆρχε πλέον ἡ δόξα τοῦ βασιλείου τοῦ Δαυΐδ..«Χάνοντας τόν βασιλικό θρόνο καί τήν ἡγεμονική ἀξία, εἶχε μετοικήσει ἀπό τάμεγαλόπρεπα ἀνάκτορα σέ φτωχικές καλύβες καί εἶχε ἐξομοιωθεῖ μέ τούς ἁπλούςἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, πού κέρδιζαν τό ψωμί τους μέ τόν κόπο τῶν χεριῶν τους. Μήνἔχοντας πάρει τίποτε ἀπό τήν ἀνθρώπινη δόξα καί δύναμη, ὁ Θεάνθρωπος δέν πῆρετίποτε καί ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία». Τίποτε τό ἀνθρώπινο, τό μεγαλειῶδες. «Δένεἶχε σπουδάσει. Ὅταν ἄρχισε νά κηρύσσει, σέ ἡλικία τριάντα χρονῶν, διάλεξεδώδεκα μαθητές ἀπό τήν τάξη στήν ὁποία ἀνῆκε καί ὁ Ἴδιος», φτωχούς,ἀγράμματους. «Οἱ μαθητές, μέ τά κριτήρια τῆς πεσμένης φύσεως, ἦταν ἐπίσης«ἀγράμματοι καί ἁπλοϊκοί» (Πράξ. 4,13). Τέτοια, λοιπόν, ἦταν τά πρόσωπα πού θάγίνονταν οἱ θεμελιωτές τοῦ Χριστιανισμοῦ».146

«Τί παραγγέλλει καί τί προαναγγέλλει αὐτός ὁ ἄσημος Διδάσκαλος σ’ αὐτούς τούςἄσημους μαθητές Του; Τούς παραγγέλνει νά Τόν ἀναγνωρίσουν ὡς τόνἐνανθρωπήσαντα Θεό, νά τό κηρύξουν αὐτό σ’ ὅλον τόν κόσμο καί νά ὁδηγήσουνὅλη τήν ἀνθρωπότητα στήν ὑπηρεσία καί τήν προσκύνησή Του, καταλύοντας τίςἄλλες θρησκεῖες», τήν εἰδωλολατρία πού ἦταν κραταιά. «Τούς παραγγέλλει ν’ἀπαρνηθοῦν τίς ἐπίγειες ἀπολαύσεις, ν’ ἀπαρνηθοῦν τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό γιά τήνπίστη σ’ Αὐτόν καί τήν ἕνωση μ’ Αὐτόν.Προαναγγέλλει ὅτι ὁ Ἴδιος θά καταδικαστεῖ στόν ἀτιμωτικό σταυρικό θάνατο τῶνκακούργων καί τότε θά τούς ἑλκύσει ὅλους κοντά Του. Τούς προειδοποιεῖ ὅτι θάμισηθοῦν, θά καταδιωχθοῦν, θά θανατωθοῦν, ἀλλά καί ὅτι μέ τή διδαχή τους θάσαγηνεύσουν τήν ἀνθρωπότητα. Σταλμένοι «σάν πρόβατα ἀνάμεσα στούς λύκους»(Ματθ. 10,16), αὐτοί, τά πρόβατα, θά καταβάλουν τούς λύκους, τούς ἰσχυρούς καίτούς σοφούς τῆς γῆς». Ἕνα κήρυγμα θά λέγαμε τελείως ἀντιλαϊκό! Νά βγεῖ ἕναςπολιτικός σήμερα καί νά πεῖ: θά σᾶς κάνω ὅλους φτωχούς, θά σᾶς κάνω ὅλουςκαταδιωκόμενους. Πῶς θά μποροῦσε νά περάσει ἕνα τέτοιο κήρυγμα; Κι ὅμως αὐτότό κήρυγμα ἔκανε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους. Τούς στέλνει σάν πρόβαταἀνάμεσα στούς λύκους καί τούς λέει: θά νικήσετε τούς λύκους!«Σύμφωνα μέ τή λογική τοῦ κόσμου, ὁ Χριστιανισμός δέν μποροῦσε νά ἐπιβιώσει. Ἡπρόθεση τοῦ Θεμελιωτῆ του ἦταν ἕνα οὐτοπικό ὄνειρο τῆς φαντασίας καί τῆςφιλοδοξίας Του. Τά μέσα γιά τήν πραγματοποίησή του ἦταν ἀσήμαντα, παράδοξα,ἀστεῖα. Τό ὅλο ἐγχείρημα φαινόταν ἐξαρχῆς παράλογο, ἐπιπόλαιο, καταδικασμένο σέἀποτυχία. Τρία μόνο χρόνια δίδαξε ὁ Διδάσκαλος τούς μαθητές Του. Δέν φρόντισεοὔτε λίγα γράμματα νά τούς μάθει, ὥστε νά διαβάζουν τουλάχιστον τή Γραφή, οὔτετή συντήρησή τους νά ἐξασφαλίσει». Δέν εἶχαν οὔτε μισθό οὔτε συντάξεις οὔτε κάτιγιά νά βιοπορίζονται. «Ἀπεναντίας, μάλιστα, τούς ἔδωσε τήν ἐντολὴ τῆςἀκτημοσύνης», νά μήν ἔχουν τίποτε, «καί τούς ὑποσχέθηκε πώς ἡ θεία πρόνοια θάτούς ἔδινε ὅλα ὅσα χρειάζονταν γιά τήν πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωή».«Ἀνεξήγητη, λοιπόν, ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἵδρυση τοῦΧριστιανισμοῦ. Ἐξίσου ἀνεξήγητα, ὅμως, εἶναι καί τά γεγονότα πού ἀκολούθησαντήν ἵδρυσή του τόσο στά Ἱεροσόλυμα ὅσο, στή συνέχεια, καί σ’ ὁλόκληρη τήνοἰκουμένη».« Ὁ Θεάνθρωπος καρφώθηκε στόν Σταυρό. Ἡ καταδίκη σέ σταυρικό θάνατο ἦτανἐκείνη τήν ἐποχή ὅ,τι εἶναι σήμερα ἡ καταδίκη σέ ἀπαγχονισμό. Στό ἰκρίωμαἀνεβάζουν τούς ποινικούς ἐγκληματίες πού θέλουν νά τούς ἀτιμάσουν ἀκόμα καί μέτόν τρόπο τῆς ἐκτελέσεώς τους. Καρφωμένος, λοιπόν, στόν Σταυρό, γυμνός καίἐξευτελισμένος, ὁ Θεάνθρωπος ἄρχισε ἤδη νά κατακτᾶ τήν ἀνθρωπότητα, ὅπως τόεἶχε προαναγγείλει: «Ὅταν ἐγώ θά ὑψωθῶ ἀπό τή γῆ, ὅλους τούς ἀνθρώπους θά τούςτραβήξω κοντά μου» (Ἰω. 12,32). Στόν Σταυρό ἦταν ἀκόμα, καί ὁ σταυρωμένος σάνκι Αὐτόν ληστής Τόν ὁμολόγησε Κύριο – Θεό. Στόν Σταυρό ἦταν ἀκόμα, καί ὁ147

Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος», ὁ μετέπειτα ἅγιος Λογγίνος, «πού Τόν φρουροῦσε, Τόνὁμολόγησε Υἱό τοῦ Θεοῦ». Εἶναι τό παράδοξο. Ὁ Χριστός μας δέν νικάει μέἀνθρώπινη δύναμη καί δόξα, ἀλλά μέ τήν ἄκρα Του ταπείνωση, μέ τήν θυσία Του.Τό ἴδιο καί ὁ χριστιανός. Δέν ἐπιβάλλεται ἡ Ὀρθοδοξία μέ τά ὅπλα ἤ μέ τά χρήματαἤ μέ τίς κοσμικές ἐξουσίες ἀλλά μέ τήν ταπείνωση, μέ τήν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματοςκαί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.«Δέκα μέρες μετά τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στόν οὐρανό, ἦρθε τό Ἅγιο Πνεῦμαστούς Ἀποστόλους καί τούς φώτισε, δίνοντάς τους σοφία καί ἱκανότητες θαυμαστές.Ἐκεῖνοι πού δέν μιλοῦσαν σωστά οὔτε στή δική τους γλώσσα, ὄντας ἀγράμματοι,ἄρχισαν τώρα νά μιλοῦν ἄπταιστα σέ διάφορες γλῶσσες, ἄρχισαν νά ἑρμηνεύουνὀρθά τίς Γραφές πού ποτέ δέν τίς εἶχαν διαβάσει, ἄρχισαν νά ἐπιτελοῦν ἐξαίσιαθαύματα. Τά μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, πού τό ἀποτελοῦσαν ἱερεῖς, γραμματεῖς,πρεσβύτεροι καί ἄλλοι ἐπιφανεῖς Ἰουδαῖοι, ἄνθρωποι μορφωμένοι καί σεβαστοί,ἐπειδή θορυβήθηκαν ἀπ’ ὅλα αὐτά, κάλεσαν τούς ἁπλοϊκούς, ὅπως τούς θεωροῦσαν,Ἀποστόλους καί τούς ἀνέκριναν, γιά νά πάρουν ἀπαντήσεις ἀποστομωτικές καί ν’ἀκούσουν κήρυγμα πρωτάκουστο».Τούς ἀπάντησαν ἔτσι οἱ Ἀπόστολοι «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»(Πράξ. 5,29). «Μή βρίσκοντας λόγια ν’ ἀντιπαραθέσουν στήν ἀλήθεια, κατέφυγαν σέἀπειλές καί ξυλοδαρμούς, σέ φυλακίσεις καί λιθοβολισμούς». Τόν Ἅγιο Στέφανο τόνλιθοβόλησαν. «Δείχνοντας ἔτσι τήν ἀδυναμία τους καί τή δύναμη τῶν ἀντιπάλωντους».Γιατί,ὅταν κανείς δέν ἔχει νά ἀντιπαραθέσει ἐπιχειρήματα, καταφεύγει στή βία.«Μετά τό Συνέδριο καί ὁ βασιλιάς Ἡρώδης ἄρχισε νά κατατρέχει τούς Ἀποστόλους,ἀποκεφαλίζοντας μάλιστα ἕναν ἀπ’ αὐτούς». Λέει στίς Πράξεις ὅτι ἀποκεφάλισε τόνἸάκωβο τόν ἀδελφό τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί αὐτό ἄρεσε στούς Ἰουδαίους.«Ὁ διωγμός πού ξέσπασε στά Ἱεροσόλυμα, ἀνάγκασε πολλούς μαθητές τοῦ Χριστοῦνά φύγουν. Διασκορπίστηκαν στήν οἰκουμένη κι ἔριξαν παντοῦ τούς σπόρους τοῦΧριστιανισμοῦ, τούς ὁποίους πότισαν μέ τό ἴδιο τους τό αἷμα». Βλέπετε πῶςλειτουργεῖ ὁ Θεός; Διαμέσου τῆς ἀδοξίας, τῶν διωγμῶν, τοῦ κατατρεγμοῦ, ἐνεργεῖ ἡΧάρις καί διαδίδεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί σέ ἄλλους ἀνθρώπους καί σέ ἄλλαπρόσωπα. Ἐκεῖ πού φαίνεται ὅτι νικοῦν οἱ ἐχθροί καί κυριαρχοῦν, αὐτό εἶναι ἡ ἥττατους.«Μέσα σέ εἴκοσι χρόνια ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἀγκαλιάσει ὅλον τόν γνωστό τότεκόσμο. Μέσα σέ πενήντα χρόνια οἱ χριστιανοί εἶχαν αὐξηθεῖ τόσο, πού, στόν καιρότοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.), βρέθηκε στήν Ἀνατολή ἕνα στρατιωτικόσῶμα τοῦ ὁποίου καί οἱ ἕντεκα χιλιάδες ἄνδρες ἦταν χριστιανοί». Πότε πρόλαβανμέσα σέ τόσα λίγα χρόνια; «Ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε πρῶτα νά ἐξοριστοῦν στήνἈρμενία». Ὅλοι μαζί ἕντεκα χιλιάδες, «καί μετά νά θανατωθοῦν». Πόση ἦταν ἡμανία τοῦ διαβόλου καί τῶν ὀργάνων του! «Δέκα χιλιάδες σταυρώθηκαν σ’ ἕνανἐρημικό τόπο, κοντά στό βουνό Ἀραράτ. Οἱ ὑπόλοιποι χίλιοι ἐκτελέστηκαν μέ148

διάφορους ἄλλους τρόπους. Ὁ Ρωμύλος, χριστιανός ἀξιωματοῦχος τοῦ παλατιοῦ, πούδιαμαρτυρήθηκε γιά τήν ἀπάνθρωπη ἀλλά καί ἄκριτη αὐτή ἐξολόθρευση ὁλόκληρουστρατεύματος, ἀφοῦ, μέ ἐντολή τοῦ Τραϊανοῦ, ξυλοκοπήθηκε ἄγρια,ἀποκεφαλίστηκε».«Τόν Τραϊανό μιμήθηκαν κι ἄλλοι Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες, κυρίαρχοι τότε τῆςοἰκουμένης, οἱ ὁποῖοι ἔτρεφαν ἄσβεστο μίσος ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Οὔτε οἱΚέλτες καί οἱ Μαρκομάνοι, οὔτε ὁ Ἀττίλας καί ὁ Γκιζέριχος ἐξόντωσαν τόσα πλήθηστή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ὅσα οἱ διῶκτες τῶν χριστιανῶν αὐτοκράτορες».«Τρεῖς αἰῶνες κράτησε ὁ αἱματηρός ἀγώνας ἀνάμεσα στούς λύκους καί τά πρόβατα.Οἱ λύκοι χρησιμοποιοῦσαν τό σπαθί, τή φωτιά, τά θηρία -τούς ἔριχναν στά θηρίατούς χριστιανούς γιά νά ἔχουν καί θέαμα-, τίς σκοτεινές φυλακές, ὅλα τά μέσαβασανιστηρίων καί φόνων. Τά πρόβατα ἀγωνίζονταν μέ τή δύναμη τῆς πίστεως, τήδύναμη τοῦ Πνεύματος, τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὑπομένοντας ὡς τό τέλος τίς πιόφρικτές κακοποιήσεις καί πεθαίνοντας γενναῖα γιά τόν Κύριο. Μέ νίκη τους ἔληξεαὐτός ὁ παράδοξος πόλεμος τῶν τριῶν αἰώνων». Ἦρθε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καίἔγινε πλέον εἰρήνη, ἰσονομία καί μετά ἀπό τόν Μέγα Θεοδόσιο ὁ Χριστιανισμός, ἡὈρθοδοξία, ἔγινε ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους.«Στήν ἀρχή τοῦ τέταρτου αἰῶνα ἡ χριστιανική πίστη εἶχε κυριαρχήσει στόν κόσμο.Μπροστά στή διδαχή τῶν ἀγράμματων ψαράδων ὑποκλίθηκαν τόσο οἱ ἰσχυροί ὅσοκαί οἱ σοφοί τῆς γῆς, ὅπως καί ὅλοι οἱ λαοί της. Ὁ σταυρός, ὄργανο ὡς τότεἀτιμωτικῆς τιμωρίας καί φρικτοῦ θανάτου, ἔγινε σημεῖο μέγιστης τιμῆς: Στολίζει τάκεφάλια καί τά στήθη βασιλέων καί ἀρχιερέων, ὑψώνεται στούς ναούς τοῦ ἀληθινοῦΘεοῦ, ἀποτελεῖ τό σημάδι κάθε ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, τό σημάδι τῆς πίστεως, τῆςἐλπίδας, τῆς ἀγάπης του. Ποιός δέν βλέπει τό θεῖο θέλημα, τή θεία δύναμη καί τήθεία ἐνέργεια, πού ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη λογική καί τίς ἀνθρώπινεςδυνατότητες, πίσω ἀπό τήν ἐμφάνιση καί τήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ;». Ὅλαἀνθρωπίνως ἦταν ἀντίθετα καί ἀντίξοα κι ὅμως ὁ Χριστιανισμός ἐπικράτησε, γιατίεἶχε τόν Θεό μαζί του καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. «Πραγματοποιήθηκε κάτι τόὑπερφυσικό, πραγματοποιήθηκε ἕνα ἔργο θεϊκό».«Αὐτά τά συμπεράσματα βγάζουμε μέ μιά γρήγορη ματιά στήν ἱστορία τοῦΧριστιανισμοῦ. Ἡ λεπτομερής σπουδή του διαμορφώνει μέσα μας πιό σαφήπεποίθηση γιά τή θεϊκή του προέλευση. Αὐτή ἡ πεποίθηση, πάντως, ὁλοκληρώνεταικαί ἑδραιώνεται στήν ψυχή μας, ὅταν ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς εὐαγγελικές ἐντολές,καθώς βεβαιώνει καί ὁ προφήτης: «ἀπό τῶν ἐντολῶν Σου συνῆκα: ἀπό τίς ἐντολέςΣου κατάλαβα…» (Ψαλμ. 118,104). Ἡ πεποίθηση πού γεννιέται καί ἐνεργεῖ ἄμεσαστήν ψυχή ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό κάθε ἐξωτερικόπειστήριο». Ξεκινάει λοιπόν ὁ πιστός ἀπό τό κήρυγμα, ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καίμετά πείθεται ἐφαρμόζοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. «Οἱ εὐαγγελικές ἐντολέςεἰρηνεύουν, ζωογονοῦν, ἐνισχύουν τήν ψυχή. Ὅποιος αἰσθάνθηκε τήν ἐνέργειά τους,149

ἀπέκτησε ζωντανή πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πίστη πού ἐκδηλώνεταιμπροστά Του μέ τήν ξεκάθαρη καί ἀποφασιστική ὁμολογία: «Ἐσύ κατέχεις τά λόγιαπού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια ζωή. Κι ἐμεῖς ἔχουμε πιστέψει κι ἔχουμε καταλάβει πώςἘσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 6, 68-69)» αὐτό πού εἶπαν οἱἈπόστολοι στόν Κύριο.«»Φέρε τό δάχτυλό σου ἐδῶ», λέει ὁ Σωτήρας στόν μαθητή μέ τήν ἀσταθή πίστη,στόν μαθητή πού στεκόταν ἄφωνος ἀπό τήν ἀμηχανία μπροστά στό μεγαλεῖο τῶνἔργων τοῦ Θεοῦ. «Φέρε τό δάχτυλό σου ἐδῶ… Φέρε καί τό χέρι σου… Μήνἀμφιβάλλεις – πίστεψε!» (Ἰω. 20,27). «Ψηλαφῆστε με καί δεῖτε» (Λουκ. 24,39).Ψηλαφῆστε με, ἐφαρμόζοντας τίς ἐντολές μου». Βλέπετε ὁ Κύριος δέν μᾶς στερεῖκαί αὐτή τήν δυνατότητα. Δέν μᾶς καλεῖ σέ μία -θά λέγαμε- a priori ἀποδοχή, μιάἄκριτη ἀποδοχή. Μᾶς λέει: ἐλᾶτε, ψηλαφίστε Με, ἐξετάστε Με, ἐφαρμόστε ἔστωπειραματικά αὐτά πού σᾶς λέω γιά νά δεῖτε, ἄν ὄντως ἰσχύουν.Καί ἄν δέν ἰσχύουν, τότε νά τά ἀπορρίψετε. Τί πιό λογικό ἀπό αὐτό; Σήμερα πολλοίπού ἐμφανίζονται ἄθεοι, δέν μπαίνουν κἄν στήν διαδικασία νά πειραματιστοῦν λίγο:μήπως αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, ἡ Ὀρθοδοξία, 2000 χρόνια, εἶναι ἀλήθεια;Τουλάχιστον ἄς τό ἐξετάσουμε. Ἀλλά εἶναι τόσο τυφλωμένη ἡ καρδιά καί ἡ ψυχήτους πού δέν θέλουν ἔστω λίγο νά ἐρευνήσουν. Ἄν λίγο ἐφαρμόζανε αὐτά πού λέει ὁΧριστός, θά ἔβλεπαν ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ψηλαφῆστε Με καί δεῖτε, λέει ὁΚύριος. Πῶς ψηλαφοῦμε τόν Κύριο; Ἐφαρμόζοντας αὐτά πού λέει.«Ψηλαφῆστε με, ζῶντας σύμφωνα μέ τό θέλημά Μου». Προσπάθησε λίγο νάταπεινωθεῖς νά δεῖς τί εἰρήνη ἔρχεται στήν ψυχή σου. Ἕναν ταπεινό λογισμό νάκάνει ὁ ἄνθρωπος, θά δεῖ ἀμέσως πόσο εἰρηνεύει μέσα του, πόσο ἡσυχάζει. Σήμεραοἱ ἄνθρωποι εἶναι γεμάτοι ἄγχος, γεμάτοι ταραχή, γεμάτοι σύγχυση, γιατί ὑπάρχειὑπερηφάνεια, ὑπάρχει ἐγωισμός, ὑπάρχει ἡ κακία πού ἐκτοξεύεται συνέχεια πρόςτούς ἄλλους. Ἄν λίγο μπαίναμε στήν διαδικασία νά ταπεινωθοῦμε, ὅπως λέει ὁΚύριος, νά ζήσουμε μέ πραότητα, τότε θά καταλαβαίναμε αὐτό πού λέει «μάθετε ἀπόμένα ὅτι πρᾶος εἰμι καί ταπεινός καί θά βρεῖτε ἀνάπαυση στίς ψυχές σας» (Ματθ.11,29).«Ψηλαφῆστε με ἔτσι, καί θά δεῖτε Ἐμένα, τόν Ἀόρατο· θά Μέ δεῖτε μέ τήνπνευματική σας αἴσθηση. Ὅποιος Μέ ψηλαφήσει μ’ αὐτόν τόν τρόπο, θά βεβαιωθεῖγιά τή Θεότητά μου καί γεμάτος ἐνθουσιασμό θά ἀναφωνήσει μαζί μέ τόν ἀγαπημένομου Ἀπόστολο: «Εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου!» (Ἰω. 20,28). Ἀμήν».Ἑπομένως «ἔρχεσθε καί ἴδετε» (Ἰω. 1,40). Αὐτό λέμε καί στούς ἄλλους πού δέν εἶναιἐδῶ. Καί πρέπει νά τό λέμε. Δοκιμάστε, ψηλαφίστε, ὅπως ὁ Θωμᾶς. Καί θά δεῖτε ὅτιὄντως ὁ Κύριος εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας ὁ ἀναμενόμενος. Ὁ προσωπικόςΣωτήρας καθενός εἶναι ὁ Χριστός.150


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook