Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore O θησαυρός του βοσκού

O θησαυρός του βοσκού

Published by dionisisfremis, 2015-03-24 06:59:20

Description: O θησαυρός του βοσκού

Keywords: none

Search

Read the Text Version

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας φτωχός βοσκός. Όλη του η περιουσία ήταν το κοπάδι του. Δεν είχε τίποτε άλλο. Όλη την ημέρα έκανε παρέα με τα πρόβατά του. Όταν ήθελε να ξεκουραστεί, έπαιζε τη φλογέρα του. Τις νύχτες κοιμόταν σε μια μικρή καλύβα, δίπλα στη στάνη. Πολλές φορές τον κούραζαν τα ίδια, καθημερινά πράγματα και τότε φανταζόταν τον εαυτό του, να ζει τελείως διαφορετικά. Να ταξιδεύει, να ζει σε μεγάλες πόλεις, να γνωρίζει άλλους ανθρώπους, να ντύνεται ωραία, να τρώει ότι σπάνιο και ακριβό υπάρχει και αναστέναζε: «Αχ! Γιατί να είμαι φτωχός; Γιατί να μην γεννηθώ και εγώ σαν μερικούς πλούσιους; Πόσο θα’ θελα να εύρισκα ένα θησαυρό!» έλεγε μόνος του κάθε μέρα. Όμως και πάλι γύριζε στην πραγματικότητα. Έπαιρνε τότε την φλογέρα του και χάιδευε τα αρνάκια του, για να ξεχάσει το ψεύτικο όνειρο που φανταζόταν. Ένα βράδυ που πήγε στην καλύβα του για ύπνο, είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο. Είδε

μια γυναίκα, ντυμένη στα λευκά να του λέει: «Εγώ είμαι η καλή σου τύχη. Κάθε μέρα σ’ ακούω να λες, πως θέλεις να γίνεις πλούσιος. Γι’ αυτό ήρθα να σε βοηθήσω. Να περπατήσεις, εκατό βήματα πάνω από τη στάνη σου και θα βρεις ένα μικρό άνοιγμα, σαν πηγάδι. Εκεί σκάψε και σε περιμένει ένας θησαυρός». Ο βοσκός ταράχτηκε κι ας ήταν κοιμισμένος. Νόμισε πως την άκουγε δίπλα του. Όταν ξύπνησε λέει μόνος του. «Πω πω τι έπαθα! Από την πολλή σκέψη που κάνω για θησαυρούς τώρα το βλέπω και στον ύπνο μου. Δεν πρέπει να το ξανασκεφτώ αλλιώς θα τρελαθώ». Τότε πήγε να χαϊδέψει τα αρνάκια του. Εκείνη τη μέρα δεν σκέφτηκε καθόλου την μεγάλη ζωή και τα χρήματα. Έκανε τη δουλειά του και έπαιζε τη φλογέρα του. Μα το άλλο βράδυ που πήγε για ύπνο, είδε πάλι τη γυναίκα με τα λευκά και του είπε ξανά τα ίδια. Ο βοσκός όλη την ημέρα δεν μπορούσε να ασχοληθεί με το κοπάδι του. Σκεφτόταν το παράξενο όνειρο και μέσα του κάτι του έλεγε να το δοκιμάσει. Το τρίτο βράδυ, η λευκοντυμένη γυναίκα, ξαναπήγε σε όνειρο και του λέει: – Γιατί αργείς; Κάνε αυτό που σου λέω και δεν θα το μετανιώσεις. Είναι η τελευταία φορά που σου μιλάω. Εκτός κι αν δεν θέλεις τον θησαυρό… – Και βέβαια τον θέλω! Τώρα είμαι σίγουρος. Δεν μπορεί να είναι ένα απλό όνειρο. Εδώ κάτι γίνεται και πρέπει να προλάβω.

Έτσι λοιπόν, χωρίς να χάσει καιρό, ξεκίνησε να βρει το μέρος που του είπε η γυναίκα. Αφού μέτρησε εκατό βήματα, πάνω από την στάνη του, βλέπει μπροστά του, ένα άνοιγμα σαν πηγάδι και λέει χαρούμενος: «Αυτό πρέπει να είναι! Εδώ θα σκάψω! Αύριο πρωί ξεκινάω!». Την άλλη μέρα ο βοσκός πριν καλά ξημερώσει, σηκώθηκε, πήρε το φτυάρι του και μετρώντας πάλι εκατό βήματα, έφτασε. Όλη τη μέρα έσκαβε, μα δεν εύρισκε τίποτε. Μέχρι το μεσημέρι είχε κουραστεί. «Δεν γίνεται να το αφήσω. Θα συνεχίσω ώσπου να νυχτώσει. Κι αν χρειαστεί θα ’ρθω και αύριο» είπε κουρασμένος και αφού κάθισε λίγο, άρχισε πάλι να σκάβει. Λίγο πριν νυχτώσει, το φτυάρι του χτύπησε πάνω σε ξύλο. Έκπληκτος είδε ότι φάνηκε ένα ξύλινο κουτί. Το τράβηξε με προσοχή και είδε που ήταν βαρύ. Το καθάρισε και το άνοιξε. Τα μάτια του γούρλωσαν, όταν είδε ότι το κουτί μιας και ήταν γεμάτο χρυσά φλουριά. Γρήγορα το έκλεισε, το πήρε στα χέρια του και κατηφόρισε προς τη στάνη του. Μπήκε λαχανιασμένος στην καλύβα του, κλείδωσε την πόρτα κι άρχισε να μετράει θαμπωμένος τα φλουριά που βρήκε. Εκείνο το βράδυ ο βοσκός δεν έκλεισε μάτι. Δεν έβλεπε την ώρα να ξημερώσει. Ήθελε να αρχίσει να ζει, όλα όσα ονειρεύτηκε. Από εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε τίποτε γι’ αυτόν. Ούτε τα αρνάκια του που έπαιζε μαζί τους, ούτε η φλογέρα του, που τον ξεκούραζε με το τραγούδι της. Έτσι λοιπόν ο βοσκός, πούλησε το κοπάδι του κι έφυγε για μακρινά ταξίδια. Γνώρισε καινούργια μέρη, άλλους ανθρώπους, μπήκε σε

ακριβά μαγαζιά, έτρωγε ότι καλύτερο υπήρχε και για ένα χρόνο είχε ζήσει όλα όσα ονειρεύτηκε. Όμως κάποιο βράδυ, όταν ξάπλωσε στο μαλακό του κρεβάτι, ένοιωσε μέσα του μια στενοχώρια. Σαν κάτι να του έλλειπε. «Δεν μπορεί, αφού τα έχω όλα. Τι είναι αυτό που μου λείπει;». Βγήκε έξω, κοίταξε ψηλά το φεγγάρι που φώτιζε και θυμήθηκε τις όμορφες νύχτες, τότε που έπαιζε τη φλογέρα του κοιτάζοντας τ’ αστέρια και το φεγγάρι. Μια νοσταλγία τον έπνιξε και τα μάτια του βούρκωσαν. Όλα του ήρθαν ξαφνικά μπροστά του. Τα αρνάκια του, η φλογέρα του, η φτωχή του καλύβα. Εκείνη την νύχτα δεν κοιμήθηκε, ακριβώς όπως τότε που είχε βρει τον θησαυρό. Όμως τώρα ένοιωθε διαφορετικά. Ήταν ο θησαυρός που βγήκε από μέσα του και δεν ήθελε να τον χάσει ποτέ ξανά. Έτσι ο βοσκός, πήρε όσα χρήματα του έμειναν και γύρισε στον τόπο του. Αγόρασε ξανά το κοπάδι του, βρήκε τη φλογέρα του, την καλύβα του κι όταν χάιδεψε τα αρνάκια του κι έπαιξε το αγαπημένο του τραγούδι με τη φλογέρα, ήταν σίγουρος πως βρήκε τον αληθινό θησαυρό. Έναν θησαυρό που δεν θα τον άφηνε για όλα τα φλουριά του κόσμου. ΤΕΛΟΣ


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook