Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore Γαβριέλλα Παπαδέλη - Παράπλευρος Κόσμος

Γαβριέλλα Παπαδέλη - Παράπλευρος Κόσμος

Published by jimpap, 2022-01-22 18:46:49

Description: "Προσπάθησα να θυμηθώ τα χαράματα της ζωής μου με την
πρόθεση να αναβιώσω σημαντικές στιγμές που έζησα
κοντά σε ορισμένα πρόσωπα, τα οποία το ρεύμα της
ζωής σύντομα πήρε από κοντά μου. Άρχισα να
φαντάζομαι ένα ταξίδι στον χρόνο ως μέσο για να
διηγηθώ διάφορα γεγονότα που αναφέρονται στα
νεανικά μου χρόνια."
Γαβριέλλα Παπαδέλη

Search

Read the Text Version

μουν διάφορα και το άγχος μεγάλωνε. Τη στιγμή που απομακρυνόμουν από τη μαμά μου ερχόταν να κλάψω αλλά κρατήθηκα και μπήκα στο προαύλιο του σχο- λείου μαζί με τα άλλα παιδιά. Όταν μας χώρισαν ανά τάξη και μαζευτήκαμε όλοι εμείς της πρώτης ήμασταν σαν χαμένα τρομαγμένα πουλάκια, αλλά η δασκάλα μας πήρε κάτω από τα προστατευτικά φτερά της. Περίμενα από καιρό τη στιγμή που θα γνώριζα το πρόσωπο εκείνο που θα μας οδηγούσε στον σημαντικό και γοητευτικό δρόμο της μάθησης. Αυτή τη φορά δεν απογοητεύτηκα: η δασκάλα ήταν σχεδόν όπως την είχα φαντασθεί, μικροκαμωμένη, ευγενική και καλοσυνάτη. Έτσι η χρονιά άρχισε για εμένα αρκετά ευχάριστα και ελπιδοφόρα. Χρειάστηκα βέβαια αρκετό χρόνο προσαρμογής στα διάφορα μαθήματα. Βιαζό- μουν να μάθω να γράφω και προπαντός να διαβάζω για να αισθανθώ ανεξάρτητη. Ήμουν επιμελής και συνεπής μαθήτρια. Γέμιζα με υπομονή και πολλή προσοχή τις σελίδες του τετραδίου μου με καλλιγρα- φικά γράμματα όπως απαιτούσε τότε ο τρόπος διδασκαλίας. Η μεγαλύτερη έγνοια μου ήταν ο χειρισμός του μελανοδοχείου με το οποίο είχα βιώσει μια δυσάρεστη εμπειρία. Στο σπίτι χρησιμοποιούσα ένα φορητό γυάλινο μελανοδοχείο με στενό στόμιο όπου βουτούσα την πέννα με ιδιαίτερη προσοχή για να μη στάξω στο τετράδιο ή, αλίμονο μου, στο τραπέζι. [50]

Σε αυτή την περίπτωση το βασικό πρόβλημα ήταν ο αδελφός μου το πειραχτήρι, που με σκουντούσε ή μου τραβούσε το χέρι με κίνδυνο να γίνει μεγάλη ζημιά. Πιστεύω ότι έκανε όλα τα καμώματα για να τραβήξει την προσοχή μου επειδή δεν ασχολιόμουν αρκετά μαζί του και το κακό δεν άργησε να συμβεί. Η μελάνη χύθηκε και φάγαμε ξύλο και οι δύο, αν και εγώ ουσιαστικά δεν έφταιγα. Σαν ενθύμιο έμεινε το αδιόρθωτα λεκιασμένο τραπεζομάντιλο που μάταια είχε στρώσει η μαμά για να προστατέψει το τραπέζι. Θυμάμαι ακόμα πώς ήταν το ύφασμα –καρό άσπρα και γαλάζια, το καθένα τονισμένο τριγύρω με μια λεπτή μαύρη γραμμή. Για να μην πεταχτεί όλο το τραπεζομάντιλο η μαμά, η οποία ήταν καλή νοικοκυρά και χρυσοχέρα, έκοψε τη λεκιασμένη επιφάνεια και αξιοποίησε το υπόλοιπο ύφασμα ράβοντας δύο αρκετά μεγάλα καρέ. Αυτά [51]

άντεξαν χρόνια, σταδιακά μίκρυναν λόγω φυσικής φθοράς μέχρι που κατέληξαν στην κουζίνα ως πετσέτες για το σκούπισμα τον πιάτων. Όταν τα έβλεπα γελούσα γιατί μου θύμιζαν την παλιά κωμικοτραγωδία με τη μελάνη. Το σχολείο ήταν αρκετά κοντά στο σπίτι αλλά επειδή ακόμα ήμουν μικρή για να βρίσκομαι μόνη στους δρόμους με συνόδευε η μαμά ή μερικές φορές με έπαιρνε η γειτόνισσα μαζί με τα δύο κορίτσια της. Η αίθουσα του σχολείου όπου περνούσα τα πρωινά με τη δασκάλα να διδάσκει με υπομονή και ψυχραιμία τα διάφορα μαθήματα ήταν μεγάλη και φωτεινή. Από το μεγάλο παράθυρο φαινόταν το προαύλιο με μια σειρά από δένδρα κοντά στη περίφραξη και πιο πέρα τα κτήρια της πόλης. Καμιά φορά το βλέμμα μου έτρεχε φευγαλέα προς το παράθυρο και ο νους μου προς την ελευθερία. Σκεφτόμουν μήπως θα ήμουνα πιο ξένοιαστη στο σπίτι με τη μαμά και τα παιχνίδια μου, αλλά επανερχόμουν γρήγορα στην πραγματικότητα και κοιτούσα την δασκάλα μήπως είχε καταλάβει την στιγμιαία απουσία μου. Στην τάξη ήμασταν είκοσι τέσσερα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, τα οποία υπερτερούσαν σε αριθμό. Καθόμασταν σε ξύλινα διθέσια θρανία. Τότε ήμουν ψηλή για την ηλικία μου, γι’ αυτό βρέθηκα στη τελευταία σειρά των θρανίων με [52]

τα κορίτσια και πίσω από εμένα άρχιζαν οι θέσεις των αγοριών. Οι διαμάχες μεταξύ παιδιών στην ώρα του διαλείμμα- τος μερικές φορές προκαλούσαν αρκετή φασαρία. Εγώ όπως πάντα προτιμούσα ένα πιο ήσυχο περιβάλλον και σιγά σιγά απομακρυνόμουν παρέα με άλλα κορί- τσια με τα οποία συμφωνούσα περισσότερο. Μεταξύ αγοριών και κοριτσιών υπήρχε ως συνήθως σε αυτές τις ηλικίες μια περίεργη συμπεριφορά αντιπαλότητας και αδιαφορίας συγχρόνως. Τα αγόρια κορόιδευαν και πείραζαν τα κορίτσια και το αντίστροφο, με αποτέλε- σμα οι δύο ομάδες να καταλήγουν σε καβγαδάκια. Επειδή από την αρχή ήμουν πιο ήσυχη και ντροπαλή από άλλες συμμαθήτριες τραβούσα περισσότερο την προσοχή, συνεπώς ήμουν ο ιδανικός και πιο δελεα- στικός στόχος για πειράγματα. Επιπλέον μεταξύ σοβαρού και αστείου επικρατούσε η δική μου φοβική σχέση με τη μελάνη ύστερα από την παλιά εμπειρία. Τώρα η βασική μου έγνοια ήταν να μην λεκιάζω την πεντακάθαρη άσπρη ποδιά μου. Τελικά, αποδείχτηκε ότι μόνο εγώ νοιαζόμουν για την σωτηρία της ποδιάς μου. Μία μέρα το αγόρι που καθόταν στο θρανίο ακριβώς πίσω από την πλάτη μου, βαριεστημένο ή ενοχλημένο από τις κινήσεις του κεφαλιού μου, από- φάσισε να διασκεδάσει εις βάρος μου με αδιανόητο και άκομψο τρόπο. Προσεκτικά πήρε την άκρη ενός [53]

κοτσιδιού μου που ανέμελα είχα ρίξει πίσω από την πλάτη και αλύπητα την βούτηξε στο μελανοδοχείο. Αφοσιωμένη στην παρακολούθηση τον μαθημάτων δεν κατάλαβα να συμβαίνει κάτι περίεργο και συνέχιζα να πηγαίνω πέρα δώθε τις κοτσίδες δίχως να φαντα- στώ τι συνέβαινε στην πλάτη μου. Ακόμα και όταν άρχισαν να χασκογελάνε τα υπόλοιπα αγόρια δεν κατάλαβα τον λόγο μέχρι που η συμμαθήτρια που καθόταν δίπλα μου κοίταξε προς τα πίσω και κόπηκε η ανάσα της. Η άσπρη ποδιά είχε λερωθεί και έμοιαζε με αφηρημένη τέχνη. Θυμωμένη έκανα σπασμωδικές κινήσεις προς τον συμμαθητή υπεύθυνο για το κακό- γουστο αστείο. Θα ήθελα πολύ να εκδικηθώ και να τον δείρω αλλά κρατήθηκα και ούτε έκλαψα, δεν του έδωσα και αυτή την ικανοποίηση. Η δασκάλα προσπά- θησε να με ηρεμήσει, μάλωσε το αγόρι και τον έστειλε στον διευθυντή. Όλα τα κορίτσια προσπάθησαν να με παρηγορήσουν αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς η μαμά θα αντιδρούσε μπροστά στο θέαμα της κατεστραμμένης ποδιάς και ότι θα κόνταινε τις αγαπημένες μου κοτσίδες. Παρόλα αυτά προσαρμοζόμουν κάθε μέρα και περισσότερο στους νέους ρυθμούς της ζωής μου, και κυρίως συνήθισα τα πειράγματα. [54]

Η δασκάλα με τα άσπρα μαλλιά Η σύντομη αυτή ιστορία είναι απλή και συγχρόνως ιδιαίτερη και συγκινητική, για τον λόγο αυτό επέλεξα να την εντάξω στη διήγησή μου. Όπως ανέφερα πρωτύτερα, επί πέντε περίπου χρόνια ζούσαμε με την οικογένεια μου στην πόλη του Μιλάνο φιλοξενούμενοι στο σπίτι της θείας μου, αδελφής της μητέρας. Σ’ εκείνη τη γειτονιά ήταν και το δημοτικό σχολείο όπου πήγα από την πρώτη έως την τετάρτη τάξη με διακοπή μίας χρονιάς, όταν αναγκαστικά εγώ, η μητέρα και ο αδελφός μου ζήσαμε σε ένα χωριό στις Άλπεις, Εκεί τελείωσα την τρίτη τάξη του δημοτικού. Έπειτα ξανά πίσω στο Μιλάνο και επιτέλους στο ίδιο [55]

σχολείο που είχα αφήσει. Έπρεπε και πάλι να αντιμε- τωπίσω το γεγονός ότι θα γνώριζα μία άλλη δασκάλα, σίγουρα με διαφορετικούς τρόπους διδασκαλίας και συμπεριφοράς. Επιπλέον θα άλλαζε το περιβάλλον και οι παρέες. Όλες αυτές οι σκέψεις μου προκαλούσαν ανησυχία και ανασφάλεια. Ευτυχώς στάθηκα τυχερή. Η νέα μου δασκάλα ήταν μοναδική και δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ακόμα θυμάμαι το επίθετό της, Ντ’ Άντζελο. Στα ελληνικά σημαίνει «του Αγγέλου», κι εγώ έτσι έβλεπα την δασκάλα μου, σαν έναν Άγγελο. Ήταν λεπτοκαμωμένη και παρόλη την νεαρή ηλικία της είχε άσπρα μαλλιά. Στα παιδικά μου μάτια φαινόταν βγαλ- μένη από ένα τρυφερό παραμύθι. Μιλούσε ήρεμα και η φωνή της είχε μια γλυκιά απόχρωση που σε χαλά- ρωνε όπως μια ωραία μουσική. Συμπτωματικά κατοι- κούσαμε στην ίδια γειτονιά και ορισμένες φορές όταν έβγαινα για περίπατο με την μητέρα μου ή με τη θεία τύχαινε να την συναντήσω. Ήμουν μελετηρή, είχα καλές επιδόσεις και γενικά ήμουν χαμηλών τόνων. Το αγαπημένο μου μάθημα ήταν η γλώσσα και ειδικά η έκθεση. Ήμουν καλή, αλλά το ελάττωμά μου ήταν ότι δεν περιόριζα την φαντασία μου και έγραφα πολύ. Η δασκάλα μερικές φορές μου συνιστούσε να είμαι πιο σύντομη. Στο τέλος κάθε έκθεσης έκανα μία μικρή ζωγραφιά και η δασκάλα δεχόταν με ευχαρίστηση αυτή την ασυνήθιστη για την ηλικία μου πρωτοβουλία. [56]

Όταν έφυγα οριστικά από το Μιλάνο δεν αποχαιρέτισα την αγαπημένη μου δασκάλα διότι δεν συναντηθήκα- με. Στενοχωρήθηκα και έκλαψα, αλλά ύστερα κατά- λαβα ότι δεν θα μπορούσα να ανατρέψω εγώ «η μικρή» αποφάσεις πλέον δεδομένες. Πέρασαν περίπου δέκα χρόνια και ξαναγύρισα στο Μιλάνο για να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Η θεία με φιλοξένησε για ένα διάστημα στο σπίτι της, εκεί όπου έμενε από παλιά. Μία μέρα που το διάβασμα με είχε κουράσει αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στην γειτο- νιά, αν και το περιβάλλον δεν με γοήτευε ιδιαίτερα. Περπατούσα αφηρημένη και σκεφτόμουν πόσο μονό- τονες ήταν οι μέρες μου. Κυκλοφορούσε ελάχιστος κόσμος και ξαφνιάστηκα όταν είδα μπροστά μου ένα πρόσωπο που μου φάνηκε γνώριμο, μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά. Κοντοσταθήκαμε, και τότε η γυναίκα έκπληκτη μου μίλησε λέγοντας: «Έχω την εντύπωση πως σε ξέρω… δεν είσαι η παλιά μου μαθήτρια με το ωραίο όνομα, Γαβριέλλα;» Εγώ κόντεψα να λιποθυ- μήσω και απάντησα: «Ναι, κι εσείς είστε η αγαπημένη μου δασκάλα;» Αγκαλιαστήκαμε και αυθόρμητα μου πρότεινε να την συνοδέψω στο σπίτι της για να μου δείξει κάτι. Δεν μπόρεσα να κρύψω την περιέργεια μου και δέχτηκα με ευχαρίστηση. Όταν φτάσαμε στη σάλα του σπιτιού, άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου της και μου έδωσε μια σελίδα τετραδίου με παιδικά [57]

γράμματα. Ήταν μια δικιά μου έκθεση με θέμα «Ο Οδυσσέας και ο πιστός σκύλος του». Στο τέλος τις σελίδας ήταν η ζωγραφιά μου: ο Οδυσσέας σε όρθια στάση και φορώντας στην πλάτη ένα κόκκινο μανδύα αντικρίζει μετά από χρόνια τον αγαπημένο σκύλο που τον πλησιάσει με λαχτάρα. Κοίταξα συγκινημένη το απλό παιδικό σχέδιο και ήταν σαν να πέρασε μπροστά από τα μάτια μου μια ταινία με μνήμες παλιές. Συγκι- νημένη επέστρεψα στην δασκάλα την έκθεση λέγοντας της να την φυλάξει και πάλι με τόση αγάπη και να με θυμάται ακόμα για πολύ καιρό. Αγκαλιαστήκαμε και τα μάτια μας βούρκωσαν. Την χαιρέτισα με ένα φιλί και έφυγα ακόμα μια φορά, αλλά… για πάντα. 8. Η τελευταία παράσταση (αυλαία για δύο) Η αυλαία στο θεατράκι του σχολείου ανέβηκε σιγά σιγά. Η θέση μου ήταν στο κέντρο της σκηνής και ο ρόλος που η δασκάλα μου είχε αναθέσει ήταν να απαγγείλω ένα ποίημα για την άνοιξη. Το ντύσιμό μου ήταν απόλυτα ταιριαστό με το θέμα, και στο σύνολό του το παρουσιαστικό εξαιρετικό. Η θεία μου είχε φροντίσει όπως πάντα να ξεχωρίζω και [58]

για την προσεγμένη εμφάνισή μου. Το φόρεμα που μου χάρισε για αυτή την περίπτωση ήταν πολύ ιδιαί- τερο. Στο λεπτό ύφασμα με απαλό ροζ χρώμα ήταν τυπωμένα φύλλα και λουλούδια αμυγδαλιάς. Στα πλούσια σπαστά μαλλιά μου στεκόταν ένα μικρό στε- φάνι σε σχήμα λεπτού κλαδιού αμυγδαλιάς φτιαγμένο με πολύχρωμη τσόχα. Ήμουν η εικόνα της άνοιξης σε όλο της το μεγαλείο. Στην πλούσια διακοσμημένη σκηνή άλλες συμμαθήτριες ντυμένες με φορεματάκια από τούλι σε απαλές χρωματικές αποχρώσεις του ροζ, πράσινου και κίτρινου συμπλήρωναν χορεύοντας την εντυπωσιακή και γλυκύτατη εικόνα. Εγώ, ντροπαλή ως συνήθως, είχα φοβερό άγχος. Φοβόμουν μήπως ξεχά- σω τα λόγια του κειμένου, εκτός από το ότι έπρεπε να φανώ άνετη και ήρεμη, παρόλο που μέσα μου έτρεμα σαν φύλλο στον άνεμο. Η μόνη παρηγοριά και πηγή δύναμης ήταν η παρουσία της μαμάς μου στην πλα- τεία του θεάτρου. Καθόταν στο κέντρο της τρίτης σειράς των καθισμάτων και ήταν αναγνωρίσιμη διότι, όπως πάντα κομψή και προσεγμένη στο ντύσιμο της, φορούσε ένα καπέλο με ένα φτερό στο πλάι ως δια- κοσμητικό στοιχείο. Το θυμάμαι πολύ έντονα διότι πάντα μου φαινόταν παράξενο αν όχι αστείο και μπορώ να πω ότι δεν μου άρεζε καθόλου, αντίθετα με την μαμά μου που το αγαπούσε πολύ και το φορούσε με καμάρι σε κάθε επίσημη εκδήλωση. Πάντως το [59]

φτερό φάνηκε πολύ χρήσιμο γιατί λειτουργούσε σαν σημείο αναφοράς και το βλέμμα μου καρφωνόταν εκεί ψάχνοντας το χαρούμενο και ενθαρρυντικό βλέμμα της μαμάς. Κάποια στιγμή πρόσεξα ότι η μαμά μου σηκώθηκε και έφυγε αφήνοντας στη θέση της τη γειτό- νισσα μας κυρία Άννα, με την οποία ήταν φίλες. Διαπι- στώνοντας το γεγονός αυτό αναρωτήθηκα γιατί αλλά δεν είχα το περιθώριο και την ευκαιρία να αντιδράσω ή να ασχοληθώ με οποιαδήποτε άλλη σκέψη. Έπρεπε να συνεχίσω να συμπεριφέρομαι φυσιολογικά αλλά ο χρόνος δεν περνούσε. Ήθελα να σταματήσουν όλα εκείνη τη στιγμή και να τρέξω στην κυρία Άννα για να μάθω για ποιο λόγο είχε φύγει η μαμά. Στο τέλος της παράστασης μετά από τόση λαχτάρα έμαθα ότι η γιαγιά Κατερίνα, άρρωστη από καιρό, μας είχε αφήσει ξαφνικά. Έτσι η αυλαία έπεσε, δεν είδα ξανά τη γιαγιά μου, και δεν έλαβα ξανά μέρος σε παρόμοια σχολική εκδήλωση. 9. Η γιαγιά και η ντουλάπα της Η γιαγιά μου Αδελίνα, μητέρα του πατέρα, μετά από τον θάνατο του παππού επέλεξε να εγκατασταθεί κοντά στον μεγαλύτερο γιό της που ζούσε στη Φλωρεντία. Στο σχετικά μικρό διαμέρισμα όπου έμενε [60]

με την οικογένεια του δεν υπήρχε ένα επιπλέον δωμάτιο για να φιλοξενήσει την γιαγιά. Σχεδόν πάντα όταν ο άνθρωπος γερνάει και αδυνατεί πλέον να προσφέρει τις υπηρεσίες του, περισσεύει, και τότε, σαν να πρόκειται για ένα άβολο αντικείμενο, πρέπει να βρεθεί πώς να απαλλαγείς από αυτό και «πού να το βάλεις». Έτσι με πολλή υπομονή και δίχως παράπονο η γιαγιά, που τόσο είχε αγωνιστεί στα νιάτα της, πέρασε το υπόλοιπο χρόνο της ζωής της σε οίκο ευγηρίας στα περίχωρα της πόλης. Όταν φοιτούσα στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, πότε πότε την επισκεπτόμουν για να χαρεί και να αντέξει τη μοναξιά της. Όταν ο καιρός ήταν καλός, περνούσαμε αρκετή ώρα στον κήπο συζη- τώντας για τα χρόνια που είχαν περάσει όταν εγώ ήμουν μικρή και αυτή νέα, ζωντανεύοντας έτσι τις καλές αναμνήσεις που μας είχε αφήσει το παρελθόν. Το περιβάλλον σε έναν οίκο ευγηρίας είναι συνήθως αρνητικό και στενόχωρο διότι εκεί συγκεντρώνονται μόνο ηλικιωμένα άτομα που για διάφορους λόγους απομακρύνθηκαν από την υπόλοιπη οικογένεια. Παρόλα αυτά η γιαγιά μου ήταν πάντα χαρούμενη και δεχόταν ευχαρίστως επισκέψεις από γνωστούς και συγγενείς, κάτι που δυστυχώς δεν γινόταν συχνά. Από τη μεριά μου αισθανόμουν τύψεις διότι για διάφορους λόγους δεν πήγαινα πιο συχνά να την επισκεφθώ. Η γιαγιά μου εμφανισιακά ήταν κοντή και αρκετά [61]

παχουλή με κοντά γκρίζα μαλλιά και δημιουργούσε μια αίσθηση τρυφερότητας και γαλήνης. Παρά τη μεγάλη ηλικία της είχε μυαλό ξυράφι και ένα ιδιαίτερο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Το ίδρυμα όπου έμενε η γιαγιά μου στεγαζόταν σε ένα παλιό και μεγάλο μοναστήρι που είχε διαμορφωθεί κατάλληλα για τη νέα χρήση. Γύρω από το κτίριο απλωνόταν ένας τεράστιος κήπος με ψηλά δένδρα και ποικιλία λουλουδιών. Εκεί οι φιλοξενούμενοι του ιδρύματος, όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, έκαναν [62]

βόλτες και δημιουργούσαν μεταξύ τους μικρές παρέες. Η γιαγιά μου, η οποία απέφευγε τον πολύ κόσμο και τα πολλά λόγια, είχε επιλέξει για να χαλαρώνει ένα ιδιαίτερα ωραίο σημείο του κήπου κάτω από ένα κιόσκι που την άνοιξη καλυπτόταν από γλισίνα. Εκεί κάτω από την φιλόξενη σκιά του όμορφου και μυρωδάτου φυτού είτε διάβαζε είτε κουβέντιαζε με δυο ή τρία άτομα της αρεσκείας της. Όμως στο δωμάτιο όπου έμενε δεν είχε πολλές επιλογές διότι αναγκαστικά συγκατοικούσε με άλλες δύο κυρίες, οι οποίες δεν είχαν το ίδιο επίπεδο μόρφωσης και προπαντός πνευματικής διαύγειας. Πολλές φορές μάλωναν μεταξύ τους για ασήμαντους λόγους και ζήλευαν τα πάντα. Η μία ροχάλιζε, η άλλη παραμι- λούσε στον ύπνο ή κυκλοφορούσε τη νύχτα λόγω αϋπνίας, δηλαδή γινόταν ο χαμός. Συνεπώς η συμβίωση για την γιαγιά μου ήταν προβληματική και μερικές φορές πολύ δυσάρεστη. Το δωμάτιο όπου έμενε ήταν αρκετά μεγάλο και η επίπλωση περι- λάμβανε τρία κρεβάτια, τρείς μικρές πολυθρόνες και ένα ψυγείο. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένα μικρά κάδρα και πιο ψηλά στο κέντρο οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Στον πλαϊνό τοίχο άνοιγε ένα τετρά- φυλλο παράθυρο και μια λεπτή άσπρη κουρτίνα με νταντέλα στο κάτω φινίρισμα φίλτραρε το φως. Η γιαγιά μου ως μεγαλύτερη και παλιότερη οικότροφος [63]

είχε προνομιούχα θέση στο δωμάτιο. Εκτός από το κρεβάτι και όλα τα άλλα που είχαν οι συγκάτοικες, είχε την αποκλειστική χρήση μιας τεράστιας και βαθιάς εντοιχισμένης ντουλάπας. Μου έκανε πάντα εντύπωση πώς κατάφερε να την αποκτήσει και να την διαμορφώ- σει έτσι ώστε να είναι κατοικήσιμη. Το γεγονός, μεταξύ αστείου και στενόχωρου, ήταν ότι το εσωτερικό της ντουλάπας αποτελούσε τη δεύτερη κατοικία της γιαγιάς. Σε στιγμές έκτακτης ανάγκης, όταν οι άλλες δύο κυρίες με τις οποίες συγκατοικούσε φώναζαν η μάλωναν, ήταν το καταφύγιο της. Στο εσωτερικό της ντουλάπας υπήρχε ένα μικρό κάθισμα που ίσα ίσα χωρούσε και απέναντι του τρία ράφια όπου ήταν τοποθετημένα μερικά κουτιά, στα οποία η γιαγιά, ως παλιά καλή νοικοκυρά, είχε τα λίγα υπάρ- χοντα της. Μέσα σε όλα ξεχώριζαν διάφορες φωτογρα- φίες αγαπημένων προσώπων. Η μία ήταν μεγαλύτερη και απεικόνιζε το πορτρέτο του γιού της, του θείου Αουγκούστο, ο οποίος αναπάντεχα είχε φύγει από τη ζωή στα 38 του χρόνια. Το χαμηλότερο και φαρδύτερο ράφι χρησίμευε στοιχειωδώς ως τραπέζι. Εκεί έβαζε λίγα φαγώσιμα όπως μπισκότα, ένα βαζάκι μαρμελάδα και τις αγαπημένες της καραμέλες που της πρόσφεραν τυχόν επισκέπτες. Ορισμένες φορές κρυφά έψηνε εκεί καφέ αδιαφορώντας για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Της άρεσαν πολύ τα γλυκά και δίχως να δίνει σημασία στο [64]

γεγονός ότι είχε ζάχαρο έτρωγε τα μπισκότα με μεγάλη ευχαρίστηση. Μια λάμπα κρεμόταν από το κέντρο της ξύλινης οροφής και φώτιζε το εσωτερικό της ντουλά- πας τόσο όσο χρειαζόταν για να διαβάζει ένα βιβλίο ή μια τοπική εφημερίδα με τα νέα της πόλης. Τα λιγοστά ρούχα της ήταν κρεμασμένα στο βάθος της ντουλάπας και προστατευμένα μέσα σε σακούλες νάιλον. Δεν έδινε ποτέ σημασία στο ντύσιμο ούτε όταν ήταν νέα. Έλεγε ότι αρκεί να είσαι καθαρή και ευπαρουσίαστη. Συχνά τακτοποιούσε τα πράγματα της, ξεσκόνιζε τα κουτιά και τα ράφια όπως γίνεται σε ένα αληθινό σπίτι. Από το μεγάλο τρίφυλλο παράθυρο του δωματίου φαινόταν ο κήπος με πολλά δένδρα και λουλούδια και στο βάθος, στον ορίζοντα, τα βουνά να χάνονται στα χρώματα του ουρανού. Στο σύνολο ένα τοπίο εντυπω- σιακό που χάριζε με την ομορφιά του μία απέραντη γαλήνη. Η θέα αυτή έμοιαζε ζωγραφιά. Ήταν σαν ένας μαγικός πίνακας που είχε τη δυνατότητα να αλλάζει ανάλογα με τις παραλλαγές του φωτός στην διάρκεια της ημέρας και με το πέρασμα των εποχών. Η γιαγιά μου πολλές φορές έπαιρνε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο και καθόταν σιωπηλή χαζεύοντας τριγύρω το τοπίο αυτό. Το βλέμμα της με μια σκιά νοσταλγίας απλωνόταν στον ορίζοντα, στους καταπράσινους λόφους. Ίσως σκεφτόταν το παρελθόν, τα χρόνια που [65]

πέρασαν σαν μία ανάσα και μαζί το νόημα της ζωής. Η αγαπημένη στιγμή της ήταν όταν καθημερινά, χειμώνα καλοκαίρι, σκόρπιζε στο περβάζι του παραθύρου ψίχουλα από το ψωμί της ή μπισκότα περιμένοντας ανυπόμονη τα πουλιά που συνήθως ερχόντουσαν στο δελεαστικό κάλεσμα. Ένα πλουμιστό σπουργίτι εμφα- νιζόταν σχεδόν κάθε μέρα και την ίδια ώρα. Τότε η γιαγιά μου όταν έλειπε από το δωμάτιο φρόντιζε να αφήσει σε μία γωνία μια ιδιαίτερα ενισχυμένη μερίδα. . Έτσι πέρασαν οι στιγμές, οι μέρες, τα χρόνια, και η αγαπημένη ντουλάπα ήταν εκεί σταθερό σημείο αναφοράς ή απλώς ένα είδος παιχνιδιού για να [66]

ξεφεύγει από τις σκέψεις ή για να περνάει η ώρα. Με το χρόνο έγινε τρόπος ζωής, μιας ζωής που σιγά σιγά συρρικνώθηκε αλλά κράτησε μέχρι τέλος μια σπίθα ζωντάνιας. 10. Ένας χρόνος στο βουνό Ο αδελφός μου στην ηλικία των πέντε ετών περίπου λόγω επιπλοκής μίας παιδικής ασθένειας παρουσίασε ελαφριάς μορφής αδενοπάθεια (έτσι έλεγαν παλιά την φυματίωση). Στα χρόνια εκείνα ήταν περιορισμένες οι δυνατότητες αποτελεσματικής εφαρμογής φαρμακευ- τικής αγωγής. Για τον λόγο αυτό οι γιατροί συνέστησαν ως πιθανή καλύτερη θεραπεία την μακρά παραμονή σε περιβάλλον με πολύ καθαρό αέρα δίχως υγρασία, δηλαδή σε βουνό επάνω από χίλια μέτρα. Έτσι οι γονείς μας αποφάσισαν να μετακομίσουμε για ένα χρόνο εμείς οι τρείς, δηλαδή η μητέρα, εγώ και ο αδελφός μου, σε ένα μεγάλο χωριό στην οροσειρά των Άλπεων σε υψόμετρο μεγαλύτερο από χίλια μέτρα και γνωστό για το ευεργετικό κλίμα του. Η απόσταση από την πόλη του Μιλάνο δεν ήταν πολύ μεγάλη, ωστόσο το πήγαινε-έλα του πατέρα που ερχόταν κάθε σαββα- τοκύριακο για να μας δει ήταν για τον ίδιο μία επιπλέον ταλαιπωρία, αλλά είχε ως ανταμοιβή την [67]

αγάπη μας και την χαρά που εκδηλώναμε ζωηρά με αγκαλιές και φιλιά. Η νέα αλλαγή του τόπου διαμονής αποτέλεσε για μένα μεγάλη στεναχώρια και αναστά- τωση, διότι μόλις είχα τελειώσει τη δευτέρα τάξη και η επόμενη σχολική χρονιά θα με εύρισκε σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον, αναγκασμένη να αρχίσω τα πάντα από το μηδέν. Έπρεπε να ξεχάσω τις φίλες και τη δασκάλα που κατανοούσε τις αδυναμίες μου και αγαπούσα. Αισθανόμουν μόνη αλλά η δουλειά για την οργάνωση του διαμερίσματος που νοικιάσαμε με απασχόλησε και με βοήθησε να συμμετέχω πιο δυναμικά στην νέα κατάσταση. Θυμάμαι ακόμα πολύ καθαρά πώς ήταν η διαρρύθμιση του, ίσως γιατί ήταν πολύ ιδιαίτερη και έγινε σύντομα η ζεστή μου φωλιά. Η μορφολογία του εδάφους όπου ήταν κτισμένο το σπίτι προσδιόριζε την διάταξη του σπιτιού σε δύο ορόφους. Ένα διαμέρισμα βρισκόταν στο ισόγειο και η κεντρική του είσοδος έβλεπε σε ένα πλακοστρωμένο σοκάκι, και το επάνω διαμέρισμα όπου μέναμε εμείς επικοινωνούσε με τον κεντρικό δρόμο με ένα γεφυράκι που έβλεπε στο κάτω σοκάκι. Ένας μεγάλος χώρος υποδοχής οδηγούσε στην εξώπορτα του διαμερί- σματός μας. Δεν υπήρχαν παράθυρα και το πάτωμα ήταν στρωμένο με γκρι τσιμεντοκονία. Εκεί προπαντός σε μέρες κακοκαιρίας παίζαμε και με κάποια γνωστά παιδιά της γειτονιάς ακόμα και μπάλα και ό,τι άλλο [68]

παιχνίδι μπορεί κανείς να φανταστεί. Μαζεύαμε παλιές κουρελούδες και τις στρώναμε στο πάτωμα για να καθίσουμε άνετα και να παίξουμε επιτραπέζια παιχνίδια. Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν όπως και για πολλά άλλα παιδιά το γνωστό Μονόπολι. Μπορού- σαμε να κάνουμε και θόρυβο δίχως να ακουστούμε ιδιαίτερα. Με λίγα λόγια περνούσαμε πάρα πολύ ωραία. Τα παιδιά εντέλει προσαρμόζονται γρήγορα, ανάλογα βέβαια με τον χαρακτήρα του καθενός. Με την ζωντανή και δημιουργική φαντασία τους βρίσκουν πάντα τρόπο να παίζουν και να διασκεδάζουν ακόμα και μέσα στα ερείπια που αφήνει ο πόλεμος. Αυτή είναι η δύναμή τους και η αληθινή λαχτάρα για ζωή δίχως φραγμούς. Η προσαρμογή σε άλλο τόπο για πολλοστή φορά δεν ήταν εύκολη: θυμάμαι ότι το θέμα «σχολείο» είχε έρθει πάλι στο προσκήνιο και οι ίδιες παλιές αμφι- βολίες και ανασφάλειες ξαναζωντάνεψαν. Έτσι βρέ- θηκα στην τρίτη τάξη δημοτικού. Τα παιδιά με δέχτη- καν ευχάριστα και αυτό με χαροποίησε ιδιαίτερα. Η απόσταση του σχολείου από το σπίτι δεν ήταν πολύ μεγάλη και συνήθως έκανα τη διαδρομή με γνωστά κορίτσια της γειτονιάς. Όλες μαζί παρέα βρίσκαμε πάντα τρόπο να γελάσουμε με το παραμικρό κάνοντας έτσι διασκεδαστική την βαρετή καθημερινή διαδρομή. Όταν το χειμώνα έκανε πολύ κρύο και το χιόνι σκέπαζε [69]

τα πάντα, η μητέρα θεωρούσε αναγκαίο να φορέσω τις ειδικές μπότες για τέτοιες συνθήκες και χονδρές κάλ- τσες που έφθαναν ως το γόνατο και ήταν χειροποίητες. Αν και θα ήθελα πολύ, δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση, αλλά μου προκαλούσαν μια έντονη φαγούρα. Εγώ όμως, όπως πάντα πονηρή, μόλις είχα απομακρυνθεί αρκετά από το σπίτι και σίγουρα η μητέρα δεν με έβλεπε, γύριζα τις κάλτσες προς τα κάτω όσο περισσότερο μπορούσα έτσι ώστε να απαλ- λαγώ από το μαρτύριο. Αυτή η διαδικασία γινόταν καθημερινά και ομολογώ ότι βαριόμουν αφάνταστα και προπαντός δυσανασχετούσα. Αλλά τι να κάνεις; Όταν είσαι μικρός τις περισσότερες φορές αναγκά- ζεσαι να κάνεις αυτά που δεν θέλεις, και για να πούμε την πικρή αλήθεια το ίδιο συμβαίνει σε όλη τη ζωή. Το κτίριο του σχολείου δεν ήταν μεγάλο αλλά οι αίθου- σες διδασκαλίας ήτανε ευρύχωρες και φωτεινές. Πολλές φορές, όταν ο καιρός ήταν καλός, από τα μεγάλα παράθυρα φαίνονταν οι σχεδόν μόνιμα χιονι- σμένες κορυφές των βουνών. Το προαύλιο του σχο- λείου ήταν αρκετά μεγάλο και σε ορισμένα σημεία υπήρχαν παγκάκια όπου συνήθως στο διάλειμμα συγκεντρώνονταν μικρές παρέες με παιδιά από διάφορες τάξεις. [70]

Κάναμε βέβαια αρκετή φασαρία αλλά ήταν όπως πάντα μια φυσιολογική εκτόνωση και γι’ αυτό δεν μας έκαναν συχνά παρατήρηση. Τα αγόρια δεν έπαιρναν μέρος στην παρέα μας διότι ως συνήθως προτιμούσαν να παίζουνε ποδόσφαιρο ή άλλα πιο δυναμικά παιχνί- δια. Η απασχόληση που με ικανοποιούσε πολύ και συγχρόνως έβλεπα σαν παιχνίδι ήταν οι ανταλλαγές που γίνονταν στα διαλείμματα των μαθημάτων με αντικείμενο τα ακόμα σήμερα γνωστά ‘σκαλιστά’. Ήταν αστείο πώς υπήρχε έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των κοριτσιών για το ποια από όλες μας θα αποκτούσε την καλύτερη εικόνα. Μετακομίζοντας από την πόλη δεν είχα ξεχάσει να βάλω στην τσάντα με τα βιβλία και το αγαπημένο μου τετράδιο όπου συγκέντρωνα ανάμεσα στις σελίδες τα θαυμαστά μου σκαλιστά. Είχα μαζέψει πολλά. Με τη συνδρομή τον γονιών μου συγκέντρωνα λίγα χρήματα που αξιοποιούσα για να αποκτήσω μικρά πράγματα και πρώτα από όλα τα σκαλιστά, μεγαλώνοντας έτσι σιγά σιγά την ήδη πλούσια συλλογή μου. Πολλές φορές ξεφύλλιζα το τετράδιο που είχε πλέον διογκωθεί υπερβολικά και χάζευα χαϊδεύοντας τις περίτεχνες ανάγλυφες εικόνες με τα έντονα χρώματα. Από τα τρία χρόνια που φοίτησα στο ίδιο σχολείο δεν θυμάμαι άλλα αξιοσημείωτα γεγονότα. Έρχονται όμως καθαρά στη μνήμη μου εικόνες που συνδέονται με το [71]

διαμέρισμα που νοικιάζαμε και όπου έζησα με την οικογένεια μου επί ένα χρόνο. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα ορισμένες λεπτομέρειες και ξεχωριστά χαρα- κτηριστικά αυτού του σπιτιού, ίσως επειδή στους χώρους του είχα περάσει ευχάριστες και ξέγνοιαστες στιγμές. Το διαμέρισμα δεν ήταν μεγάλο και αποτε- λούνταν από μια σάλα, δύο δωμάτια και μία κουζίνα αρκετά μεγάλη και μια τουαλέτα, η οποία βρισκόταν σ’ ένα διάδρομο και αρκετά απομακρυσμένη και έξω από το σύνολο του διαμερίσματος. Το διαμέρισμα ήταν επιπλωμένο και πλήρως εξοπλισμένο, και το επιλέξαμε έχοντας δεδομένο ότι η παραμονή μας στο χωριό θα ήταν μόνο για ένα χρόνο. Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά είναι η τεράστια σόμπα κατασκευασμένη από ένα είδος πυρίμαχη τερακότα (ψημένος πηλός) που ήταν χτισμένη στο κέντρο της σάλας. Όπως την έβλε- πες μπαίνοντας από την είσοδο, φαινόταν να κατά- λαμβάνει μεγάλο τμήμα του χώρου. Ήταν χτισμένη από το δάπεδο ως την οροφή και έφερε δύο εσοχές, μία στη βάση πιο μεγάλη και βαθιά κατάλληλη για την αποθήκευση των καυσόξυλων και την άλλη λίγο ψηλότερα, όπου μπορούσε κανείς να καθήσει για να απολαμβάνει τη ζέστη που αντανακλούσε από τα τοιχώματα της σόμπας. Το σύνολο της κατασκευής ήταν εντυπωσιακό και πιστεύω μοναδικό. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα δει ποτέ κάτι παρόμοιο και μου άρεζε [72]

πολύ. Ύστερα έμαθα ότι οι σόμπες αυτές ήταν συνη- θισμένες σε περιοχές με πολύ κρύο και μακρύ χει- μώνα. Μπορούσε να εκπέμπει μεγάλη θερμότητα, όση χρειαζόταν για να ζεστάνει επαρκώς ένα διαμέρισμα λίγων τετραγωνικών. Η καλύτερη ώρα της ημέρας ήταν όταν πηγαίναμε για ύπνο. Το χειμώνα νύχτωνε νωρίς και το κρύο ήταν περισσότερο τσουχτερό. Τότε η μαμά ξάπλωνε στο «μεγάλο κρεβάτι» και εμείς περιμέναμε ανυπόμονα εκείνη τη στιγμή. Πηδούσαμε στην κυριολεξία στο κρεβάτι και κουρνιάζαμε δίπλα της σαν δύο σπουργι- τάκια περιμένοντας να διαβάζει το αγαπημένο μας βιβλίο με τίτλο «Τρείς μήνες κάτω από το χιόνι». Ήταν η συγκλονιστική ιστορία ενός νεαρού βοσκού που το καλοκαίρι ανέβαινε από τον κάμπο στο βουνό με τα πρόβατα του, δύο κατσίκια και τον πιστό σκύλο του. Έμενε σε μια μικρή ξύλινη καλύβα τελείως απομονω- μένη. Απρόβλεπτα, μια χρονιά χιόνισε πολύ και αρκετά νωρίτερα από την κανονική εποχή. Για τον λόγο αυτό δεν πρόλαβε να γυρίσει στον κάμπο και έμεινε από- κλεισμένος στο βουνό επί τρείς μήνες. Στο διάστημα αυτό βίωσε δύσκολες στιγμές όπως η έλλειψη τροφή για τον ίδιο και για τα ζώα, αλλά το χειρότερο ήταν η επίθεση από τους λύκους. Ήταν μια ιστορία όμορφη και στενόχωρη συγχρόνως, κι εμείς την ακούγαμε με κομμένη την ανάσα. Η μητέρα διάβαζε μερικές σελίδες [73]

κάθε βράδυ μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Έτσι επί ένα χρόνο με τρυφερότητα και αγάπη περνούσαν τα βράδια το χειμώνα εκεί «στο βουνό». Η υγεία του αδελφού μου με καλή διατροφή και το ευεργετικό κλίμα του βουνού βελτιώθηκε αισθητά και η ζωή όλων μας κύλησε ομαλά για πολλά χρόνια. 11. Οι καλύτερες διακοπές Τις καλύτερες διακοπές τις πέρασα όταν ήμουν περί- που 15 χρονών στο σπίτι των θείων που κατοικούσαν στην πόλη Ορβιέτο (κοντά στη Ρώμη). Μετά από άλλη μια χρονιά στο σχολείο επιτέλους αισθανόμουν ελεύ- θερη και ήρεμη. Ήταν ένα διάλειμμα μακριά από ανού- σιες υποχρεώσεις και από την επίβλεψη της μητέρας που ορισμένες φορές ήταν ασφυκτική. Η πόλη Ορβιέτο, κτισμένη σε ένα λόφο από πωρόλιθο, είναι ιδιαίτερη και πανέμορφη. Εκεί υπηρετούσε επί πολλά χρόνια ως εφοριακός επιθεωρητής ο θείος μου Αλμπέρτο, αδελφός της μητέρας μου. Είχε εντυπω- σιακή κορμοστασιά με την στολή του, επιβλητικό ύφος, ήταν καλοπροαίρετος και ο κόσμος της πόλης τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Καθημερινές του συνήθειες ήταν να πηγαίνει στον φίλο κουρέα για ξύρισμα, στο μπαρ που έπινε τον καφέ του και μερικές Κυριακές [74]

δειπνούσε μαζί με τη θεία μου σε ένα καλό εστιατόριο της πόλης. Για μένα η καλύτερη μου ευκαιρία ήταν η ελεύθερη είσοδος στον κινηματογράφο, αλλά ο θείος έπρεπε πάντα να ελέγξει αν η ταινία ήταν κατάλληλη για την ηλικία μου. Όταν βγαίναμε οι δυο μας για έναν περίπατο στην πόλη με σύστηνε σε φίλους και γνω- στούς ως την ανιψιά από τον βορρά, έξυπνη και με καλλιτεχνικές προτιμήσεις. Εγώ βέβαια ντρεπόμουν, αλλά τι να κάνω; αγαπούσα τον θείο μου με όλες της υπερβολές του. Η θεία Αμίνα, άγια γυναίκα, ήταν γνήσια Ρωμαία, πληθωρική και «έξω καρδιά». Ο καλός και χαρούμενος χαρακτήρας της την βοηθούσε να αντέξει τις υπερβολές και τις απαιτήσεις του συζύγου της. Έλεγε συχνά την γνωστή παροιμία «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει». Δραστήρια και έξυπνη γυναί- κα, έμαθε μόνη να ράβει ολόσωμους κορσέδες και σουτιέν έχοντας αρχικά ως δείγμα ένα μαγιό της μητέ- ρας μου. Έβγαλε ένα πατρόν και με αυτό ως οδηγό έραψε τον πρώτο κορσέ. Μετά σταδιακά πρόσθεσε λεπτομέρειες που πλούτιζαν το ρούχο. Με τον καιρό απέκτησε φήμη προπαντός στις εύσωμες κυρίες, μερι- κές από τις οποίες έρχονταν και από τη Ρώμη για να παραγγείλουν από την θεία τα ωραία εσώρουχα. Το εργαστήριο ήταν σε ένα δωμάτιο στο ισόγειο του σπιτιού με δύο κορίτσια που βοηθούσαν τη θεία στο ράψιμο, μαθαίνοντας συγχρόνως τα μυστικά της [75]

δουλειάς. Εγώ κοιμόμουν στο δωμάτιο-εργαστήριο διότι το σπίτι ήταν μικρό και δεν υπήρχε άλλος διαθέσιμος χώρος. Όταν το πρωί έρχονταν τα κορίτσια για να δουλέψουν, καθόμουν μαζί τους και παρατη- ρούσα τα πάντα. Από μικρή αγαπούσα να ράβω και να δημιουργώ με το δικό μου τρόπο. Έκανα φορέματα για τις κούκλες μου και για τις φίλες μου αν το επιθυ- μούσαν. Για μένα ήταν στα πλαίσια του παιχνιδιού και το χαιρόμουν. Μεταξύ μας λέγαμε αστεία και γελού- σαμε αλλά σχεδόν ψιθυριστά, για να μην ενοχλή- σουμε. Η θεία, για να είναι οι πελάτισσες μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματά μας, χρησιμοποιούσε ως δοκιμαστήριο τη σάλα που βρισκόταν στον δεύτερο όροφο του σπιτιού. Όμως όταν ερχόταν μια κυρία πολύ εύσωμη και με πλούσιο μπούστο δεν κρατιόμα- σταν και κάναμε μια σύντομη παντομίμα του τρόπου με τον οποίο περπατούσε. Όλο το σκηνικό ήταν πολύ αστείο. Το σπίτι των θείων Το σπίτι όπου κατοικούσαν οι θείοι ήταν δίπατο και βρισκόταν σ’ ένα από τα στενά δρομάκια που χαρα- κτήριζαν την πόλη. Σε μια συγκεκριμένη περιοχή της πόλης διώροφα και μερικά διάσπαρτα τριώροφα σπί- [76]

τια ήταν κτισμένα με πωρόλιθο, το κατεξοχήν τοπικό πέτρωμα. Μια ξύλινη πόρτα άνοιγε στο προαύλιο του σπιτιού κι ένας στενός πλακόστρωτος διάδρομος οδηγούσε σ’ έναν μικρό υπερυψωμένο κήπο όπου βρισκόταν δύο παγκάκια και γλάστρες με πανέμορφα λουλούδια. Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε ένα ευρύχωρο κελάρι όπου ο θείος διατηρούσε μπουκάλια με κρασί και άλλα προϊόντα που απαιτούσαν σωστές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Για την πρόσβαση στην είσοδο του διαμερίσματος ανέβαινες μια απότομη και στενή σκάλα. Μπαίνοντας στο χωλ το πρώτο δωμάτιο που συναντούσες ήταν αριστερά το εργαστήριο, δεξιά μια ευρύχωρη κουζίνα με πλήρη εξοπλισμό και πολλά διακοσμητικά πήλινα αγγεία τακτοποιημένα σε δύο ράφια. Η θεία, αν και δεν είχε πολύ χρόνο στην διά- [77]

θεσή της, ήταν πολύ καλή μαγείρισσα. Έκανε κάτι απίστευτες γεμιστές μελιτζάνες που ακόμα θυμάμαι με πόση λαιμαργία τις έτρωγα. Παρόλο που περνούσα καλά, μερικές φορές αισθανό- μουν ότι η καθημερινότητά μου με κούραζε. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα με βοηθούσε να περπατώ στην πόλη και να θαυμάζω τα αξιοθέατα. Ο θείος μου όπως φαντα- ζόμουν δεν θα συμφωνούσε, επειδή θεωρούσε ότι δεν ήταν σωστό να κυκλοφορώ μόνη μου λόγω της νεαρής [78]

μου ηλικίας. Κατά βάθος δεν είχε άδικο γιατί ο ίδιος είχε την ευθύνη για την ασφάλειά μου. Η θεία μου αντίθετα, περισσότερο χαλαρή και αισιό- δοξη από τη φύση της, έδειχνε να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Όταν ο θείος έφευγε για τη δουλειά, μου επέτρεπε να φεύγω για λίγη ώρα. Είχε καταλάβει πως ήμουν λογικό και ώριμο παιδί, με συμβούλευε όμως και τόνιζε υποδεικνύοντας με τους κινδύνους που θα μπορούσα να διατρέχω. Ο αγαπημένος μου προορι- σμός ήταν ο περίφημος και φημισμένος καθεδρικός ναός, ένας από τους ωραιότερους της Ιταλίας. Το εσωτερικό του, διακοσμημένο με εντυπωσιακές τοιχο- γραφίες, με μάγευε. Καθόμουν σε ένα στασίδι και μέσα στην απόλυτη σιωπή αισθανόμουν γαλήνη και θαυμασμό συγχρόνως. Ορισμένες φορές περνούσα τα πρωινά μου στην Δημοτική βιβλιοθήκη όπου έβρισκα πληροφορίες για την ιστορία της περιοχής, η οποία είχε κατοικηθεί από την εποχή των Ετρούσκων, έναν πολιτισμό που διήρκεσε λίγους αιώνες. Εκείνα τα ωραία και ξένοιαστα χρόνια διαμόρφωσαν την προσωπικότητά μου, το ενδιαφέρον και την αγάπη μου για την τέχνη. Με την επιστροφή μου στο σπίτι ξαναγύρισα στην ρουτίνα, αλλά αναπολούσα τις μέρες που είχαν περάσει τόσο γεμάτες από εικόνες και μακριά από [79]

ανούσια «πρέπει». Πώς να γυρίσω στην κανονική ροή της ζωής; Πάντα χρειαζόμουν χρόνο για να συνέλθω. Πολλά θυμάμαι σαν ένα ατέλειωτο όνειρο που στο βάθος της ψυχής αφήνει μια πίκρα και συγχρόνως μια πολύ γλυκιά ανάμνηση για εκείνα τα χρόνια που έφυγαν. Ο θείος μας άφησε στα 75 του χρόνια. Η θεία έφυγε από τον Ορβιέτο και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη κοντά στην αδελφή της. Στην αρχή επικοινωνούσαμε και ύστερα έχασα την επαφή μαζί της. Χρόνια αργότερα όταν ήμουν φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο της Φλωρεν- τίας στην Αρχιτεκτονική, γνώρισα μια Ελληνίδα που ακολουθούσε την ίδια επιστήμη και είχε αγοράσει στην πόλη του Ορβιέτο ένα πολύ παλιό και μεγάλο σπίτι. Της είχα διηγηθεί την ιστορία των παιδικών μου χρόνων και τον θείων που με φιλοξενούσαν τα καλο- καίρια. Συγκινημένη ακούγοντας τις τόσο ζωντανές περιγραφές μου με κάλεσε στο σπίτι της για παρέα διότι για ένα διάστημα θα ήταν μόνη. Έτσι βρήκα την ευκαιρία να επισκεφθώ κάποιες περιοχές της πόλης. Μετά από πολλά χρόνια περπάτησα στα σοκάκια δίχως να ξέρω πού είμαι και πού πηγαίνω. Κάποια στιγμή βρέθηκα τυχαία σ’ ένα δρομάκι που μου φάνηκε γνώ- ριμο. Κοντοστάθηκα και παρατήρησα μερικές λεπτομέ- ρειες. Τότε κατάλαβα: ήμουν έξω από το σπίτι τον θείων. Η ξύλινη πόρτα της αυλής ήταν κλειδωμένη και [80]

ο μικρός κήπος δίχως λουλούδια. Τότε άρχισα να κλαίω ασταμάτητα και με λυγμούς. Δίπλα από το σπίτι και έξω από μια παλιά αποθήκη κάθονταν δύο ηλικιω- μένοι άνδρες και κουβέντιαζαν. Μόλις με είδαν σε τέτοια κατάσταση μου πρόσφεραν μια καρέκλα και ένα ποτήρι νερό. Με κοίταξαν προσεκτικά και ένας από τους δύο με είπε με σιγουριά και συγκίνηση στη φωνή του: «Είστε η ανιψιά του παλιού κάτοικου του σπιτιού, του ανθυπασπιστή Αλμπέρτο Ρόκκα, και ερχό- σασταν εδώ σε αυτό το σπίτι τα καλοκαίρια». Απάντησα απλά «ναι» κι έφυγα σιωπηλά με τον πόνο μου. 12. Μετά από δέκα χρόνια περιπλάνηση Όταν φύγαμε οικογενειακώς και οριστικά από την πόλη του Μιλάνο ήμουν εννέα χρονών το 1950. Ο πατέρας μετά από πολλές αναζητήσεις για εργασία βρήκε μια καλή και ενδιαφέρουσα θέση στην ειδικό- τητα του, δηλαδή ως βιομηχανικός χημικός, σε μια εταιρία που κατασκεύαζε εκρηκτικές ύλες για ειρηνικό σκοπό. Έτσι και οι τέσσερείς μας επιτέλους μαζί και με τα λίγα υπάρχοντά μας ξεκινήσαμε μια νέα ζωή στην επαρχία της Μόντενα. Αρχικά, μέχρι να είναι διαθέ- [81]

σιμη η κατοικία που ανήκε στην εταιρία και την παρα- χωρούσε σε ορισμένους υπαλλήλους με ανώτερο βαθμό, νοικιάσαμε προσωρινά ένα μικρό διαμέρισμα στη κωμόπολη Βινιόλα, φημισμένη για την μεγάλη παραγωγή κερασιών και για το περίφημο μεσαιωνικό κάστρο κτισμένο δίπλα από το ποτάμι που διέσχιζε την πόλη. Επίσης είναι γνωστή διότι υπήρξε η γενέτειρα δύο σημαντικών προσωπικοτήτων, του αρχιτέκτονα Τζιάκομο Μπαρότσι (1507-1573) και του ιστορικού Λουδοβίκο Αντόνιο Μουρατόρι (1672-1750). Σε αυτή τη μικρή και όμορφη πόλη τελείωσα την πέμπτη και τελευταία τάξη του δημοτικού και τα τρία χρόνια του γυμνασίου. Μπορώ να πω ότι για εκείνα τα χρόνια δεν θυμάμαι πολλά, ίσως διότι κύλησαν ομαλά δίχως αξιο- σημείωτα γεγονότα. Θυμάμαι όμως ότι για να φτάσω στο σχολείο έπρεπε να διασχίσω μεγάλη απόσταση και αυτή ήταν μια καθημερινή διαδικασία κουραστική και βαρετή. Το διώροφο κτίριο όπου στεγάζονταν οι τρεις τάξεις του γυμνασίου ήταν πολύ παλιό και υπήρξε κατοικία ενός πολύ σημαντικού ιστορικού και φιλοσό- φου του 18ου αιώνα, και για τον λόγο αυτό είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο. Τα δωμάτια διαμορ- φώθηκαν σε αίθουσες διδασκαλία δίχως να αλλοιω- θούν τα εξωτερικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Τα θρανία ήταν ξύλινα και τοποθετημένα σε δύο σειρές με ένα στενό διάδρομο ανάμεσα. Οι τάξεις ήταν μικτές. Στις [82]

πρώτες σειρές μπροστά ήταν τα κορίτσια και πίσω τα αγόρια. Το περιβάλλον των αιθουσών μου φαινόταν στενάχωρο και μουντό, τελείως ακατάλληλο για σχο- λείο, και το χειρότερο, δεν υπήρχε μια αυλή για να ξεμουδιάζουμε στο διάλειμμα ή να παραμένουμε λίγο μετά την λήξη των μαθημάτων για να παίξουμε. Η περιοχή του εργοστασίου βρισκόταν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πόλη. Ο πατέρας έκανε καθημερινά αυτή τη διαδρομή με το μόνο μεταφορικό μέσο που υπήρχε, ένα τοπικό τρένο που χαριτολογών- τας το ονομάζανε «τρενίνο» (δηλαδή τρενάκι) γιατί είχε λίγα και μικρά βαγόνια. Η διαδρομή ως τη στάση του εργοστασίου διαρκούσε λίγη ώρα αλλά ήταν μια σκέτη ταλαιπωρία, διότι το τρένο ξεκινούσε πάντα με καθυστέρηση και μάλλον κατά τη βούληση του στα- θμάρχη. Μετά από ενάμιση χρόνο περίπου μετακο- μίσαμε από την κωμόπολη όπου μέναμε προσωρινά, σε μία μονοκατοικία κοντά στο εργοστάσιο και σε αραιοκατοικημένη περιοχή με τριγύρω χωράφια και πολλά οπωροφόρα δένδρα. Ο πατέρας είχε αναλάβει μια θέση που απαιτούσε ιδιαίτερη υπευθυνότητα, και γι’ αυτό το λόγο μας παραχωρήθηκε η στέγαση δίχως χρέωση σε μία από τις μονοκατοικίες ιδιοκτησία της εταιρίας. Για την άμεση επικοινωνία με το εργοστάσιο υπήρχε τηλέφωνο με εσωτερική γραμμή. Στην ίδια περιοχή υπήρχαν άλλες πέντε όμοιες κατοικίες όπου [83]

έμεναν με τις οικογένειες τους οι άλλοι υπάλληλοι που είχαν εξίσου υπεύθυνη θέση. Το σύνολο των σπιτιών αυτών λειτουργούσε σαν μικρός οικισμός που οι κάτοικοι της περιοχής είχαν ονομάσει «οι βίλλες», ίσως γιατί ήταν όλα μονώροφα και περιποιημένα. Τριγύρω από κάθε σπίτι υπήρχε μία έκταση, της οποίας ένα τμήμα ήταν ο κήπος και το υπόλοιπο ήταν χωράφι όπου υπήρχαν διάφορα οπωροφόρα δένδρα όπως κερασιές, δαμασκηνιές, μηλιές και μία μεγάλη συκιά. Ένας υπάλληλος του εργοστασίου υπεύθυνος για τις γεωργικές εργασίες φρόντιζε τον κήπο και καλλιεργούσε ένα λαχανόκηπο. Παράλληλα ασχο- λιόταν με την εκτροφή λίγων πουλερικών όπως κοτόπουλα και περιστέρια, καθώς και κουνέλια. Κάθε είδος ήταν σε ειδικό κλουβί και όλα μαζί τακτο- ποιημένα σε μια ενιαία περίφραξη. Εκεί περνούσα με μεγάλη χαρά αρκετό χρόνο παρατηρώντας τα ζώα αυτά και παίζοντας με τα χαριτωμένα κουνελάκια. Έτσι σταδιακά η ζωή μας απέκτησε μια άλλη ποιότητα και σταθερότητα. Ιδιαιτέρα εγώ και ο αδελφός μου χαιρό- μασταν για την ελευθερία που μας πρόσφερε η άμεση επαφή με την πανέμορφη φύση. Η νέα κατάσταση μας φαινόταν σαν λύτρωση μετά από τόσες μετακινήσεις που για διάφορους λόγους είχαμε υποστεί επί χρόνια και τις αλλαγές στις οποίες κάθε φορά έπρεπε να προσαρμοστούμε. Την απόλυτη ευτυχία τη νιώσαμε [84]

όταν η αγαπημένη μας θεία Μπίτσε μας έκανε δώρο ένα ποδήλατο για μένα και ένα για τον αδελφό μου. Στον ελεύθερο χρόνο γυρνούσαμε στους ήσυχους δρόμους της περιοχής, πολλές φορές παρέα με τα παιδιά των άλλων οικογενειών, με τα οποία σύντομα είχαμε γίνει μια δυνατή και ταιριαστή ομάδα. Μετά από μια καταιγίδα εγώ έβρισκα συναρπαστικό να τρέχω με το ποδήλατό μου όσο γρηγορότερα μου επέτρεπαν τα πόδια μου ώστε να με κτυπάει στο πρόσωπο ο αέρας που είχε αιχμαλωτίσει και σκορπούσε όλα τα αρώματα της γης. Τις διακοπές του καλοκαιριού τις περνούσαμε πλέον στο σπίτι μας και ήταν εξίσου ωραίες με παρέα το αχώριστο ποδήλατο και παίζοντας τα βράδια κρυφτό με τα παιδιά των γειτόνων. 13. Πρόσκληση για τσάι - η ζαχαριέρα Με τους συναδέλφους του πατέρα μου κατοικούσαμε στον ίδιο οικισμό, κάθε οικογένεια σε μια μονοκατοι- κία με κήπο τριγύρω, όπως είπα. Είχαμε καλές σχέσεις, και μεταξύ των συζύγων είχε δημιουργηθεί επίσης μια ευχάριστη παρέα. Όλες οι «κυρίες» μαζεύονταν πότε σε ένα σπίτι και πότε σε άλλο για να κουβεντιάσουν διάφορα και μαζί να απολαύσουν ένα τσάι ή να παί- [85]

ξουνε χαρτιά, το γνωστό τότε παιχνίδι Κανάστα. Όταν ερχόταν η σειρά μας για το παραδοσιακό πλέον κάλε- σμα, η μητέρα, ως συνήθως, με ανάγκαζε να φοράω τα καλά μου ρούχα και σαν εκπαιδευμένη μαϊμού να υποδέχομαι τις κυρίες με χειραψία. Όλες με στρίμω- χναν για να μου δώσουν ένα φιλάκι στο μάγουλο. Εγώ, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και όπως διέταζε «το πρωτόκολλο», τις συνόδευα μαζί με τη μητέρα μου στο σαλόνι για να πάρουν θέση στις πολύτιμες μπλε βελούδινες πολυθρόνες. Για μένα και τον αδελφό μου ήταν άπιαστο όνειρο να καθίσουμε στις πολυθρόνες διότι όταν τελείωνε κάποια επίσκεψη, υποτίθεται για να μην χαλάμε τη τάξη, το σαλόνι έκλεινε μέχρι την επόμενη «παράσταση». Στο τραπέζι, στολισμένο με ένα κεντημένο τραπεζομάντηλο, ήταν έτοιμα τακτο- ποιημένα τα φλιτζάνια του τσαγιού και οι κρυστάλ- λινες πιατέλες με διάφορα χειροποίητα γλυκά. Στο κέντρο του τραπεζιού βασίλευε η σπεσιαλιτέ της μητέρας, η περίφημη Πάστα Φλώρα με μαρμελάδα κεράσι, γνωστή σε όλους για τη λαχταριστή εμφάνιση και νοστιμιά. Η μητέρα την είχε ετοιμάσει από την προηγούμενη μέρα, διότι με βάση τους κανόνες της καλής ζαχαροπλαστικής όταν παραμένει ψημένη για 24 ώρες είναι νοστιμότερη. Έτσι από την προηγούμενη μέρα την τοποθετούσε προσωρινά στην κουζίνα, επάνω στο μπουφέ. Επιμελώς την σκέπαζε με λαδό- [86]

κολλα περιμένοντας την ώρα που θα την σέρβιρε καμαρώνοντας για την αναμενόμενη επιτυχία. Εντωμε- ταξύ στην διάρκεια της βασανιστικής παραμονής της τούρτας στον μπουφέ το μάτι μου έτρεχε μόνο σ’ εκεί- νο το συγκεκριμένο σημείο και όταν περνούσα από εκεί κοντά μια φοβερά δελεαστική μυρωδιά περνούσε από τα ρουθούνια μου μεγαλώνοντας τον πειρασμό να ανασηκώσω μια γωνία της λαδόκολλας και να τσιμπή- σω ένα κομμάτι. Όμως φαινομενικά παριστάνοντας το καλό παιδί δεν εφάρμοζα το πονηρό μου σχέδιο. Η μητέρα νόμιζε ότι ήμουν ένα αγγελούδι, αλλά είχα παραδίπλα και ένα διαβολάκο. Έλπιζα ότι κάνοντας μια καλή πράξη θα τον είχα διώξει εντελώς, αλλά πού και πού τολμούσε και εμφανιζόταν ξανά, αλλά κάθε φορά περισσότερο αποδυναμωμένος, δηλαδή προς εξαφάνιση. Μια φορά όμως δεν άντεξα στις αγγαρείες που κατά τη γνώμη μου η μητέρα μου επέβαλλε όταν καλούσε τις «κυρίες» και έκανα την επανάστασή μου, αλλά η στιγμή και ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρ- θηκα εκτός από αστείος ήταν λίγο τολμηρός και προ- παντός έβαλε την μητέρα μου σε δύσκολη θέση. Σήμε- ρα που έρχονται στη μνήμη μου εκείνες οι στιγμές ακόμη γελάω, αλλά καταλαβαίνω και την απογοήτευ- ση της μητέρας μου. Τα καθήκοντά μου σε κάθε κάλεσμα για το παραδοσιακό τσάι ήταν να τοποθε- τήσω τα φλιτζάνια του τσαγιού στο τραπέζι και σε [87]

κάθε πιατέλα σερβιρίσματος τα διάφορα γλυκίσματα που η ίδια η μητέρα είχε παρασκευάσει. Το ζητούμενο ήταν μια καλαίσθητη παρουσίαση και τότε η μητέρα, σίγουρη για την υπομονή που συνήθως έδειχνα στις δημιουργικές εργασίες και για το πόσο επιμελής ήμουν, με αγγάρευε να ασχοληθώ με τα διάφορα στολίσματα. Άλλη «ενδιαφέρουσα» εργασία ήταν να γεμίζω την ασημένια χειροποίητη ζαχαριέρα με φρέσκια ζάχαρη. Αυτό όμως το θεώρησα το αποκορύφωμα της εκμετάλ- λευσης. Τότε αυτομάτως μια στιγμιαία και πονηρή σκέψη μου φάνηκε εύκολα εφαρμόσιμη, δηλαδή να βάλω στην ζαχαριέρα μαζί με τη ζάχαρη ένα μέρος αλατιού έτσι ώστε η γεύση να είναι απαίσια. Το αποτέ- λεσμα μπορεί κανείς εύκολα να το φανταστεί. Οι συνέπειες που υπέστην δεν ήταν τόσο βαριές όσο [88]

άξιζα. Η μητέρα αμέσως δικαιολόγησε το δυσάρεστο γεγονός ως μοιραίο λάθος. Μετά από λίγο καιρό όλα τα αρνητικά της υπόθεσης ξεχάστηκαν και γελούσαμε όταν θυμόμασταν τις συγκρατημένες, από ευγένεια, γκριμάτσες που αυθόρμητα κάνανε οι φίλες της μητέ- ρας δοκιμάζοντας το μοναδικό και… αξέχαστα εύγευστο τσάι! Στην εποχή μεταξύ 1950-60 η ζωή ήταν πιο απλή με λιγότερες απαιτήσεις συγκριτικά με σήμερα. Η οικονο- μική κατάσταση της οικογένειάς μου ήταν πολύ καλή διότι ο πατέρας μου έπαιρνε πολύ καλό μισθό. Παρόλα αυτό άργησε να αγοράσει αυτοκίνητο και έμαθε να οδηγεί στα πενήντα του. Για να ψωνίσουμε ή έστω για μια βόλτα στην κοντινή κωμόπολη έπρεπε να ταξιδέ- ψουμε με ένα τοπικό παλιό λεωφορείο. Εμείς τα παιδιά το λέγαμε Λα Μπεάτα, δηλαδή «η τεμπέλα» (δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση στα ελληνικά) διότι πήγαινε σιγά και τα δρομολόγια ήταν άτακτα, δηλαδή πήγαινε και ερχόταν σύμφωνα με τα κέφια του οδη- γού. Άλλο μέσο που εξυπηρετούσε διάφορα χωριά μέχρι τη μεγαλύτερη πόλη Μόδενα ήταν το λεγόμενο Τρενάκι, ένα τοπικό τρένο που ονομάσαμε έτσι χαρι- τωμένα, διότι είχε λίγα παλιά και μικρά βαγόνια με ξύλινα καθίσματα. Σταματούσε, αν κάποιος επιβάτης το ζητούσε, ακόμα και στο πιο μικρό χωριό. Η στάση όπου κατέβαινα εγώ ήταν μακριά από το σπίτι και ο [89]

δρόμος ήταν έρημος διότι τριγύρω υπήρχαν μόνο χωράφια. 14. Ένα συνταρακτικό γεγονός (Η Αγία Βαρβάρα) Είναι μια μικρή ιστορία συγκινητική και μοναδική. Εγώ ήμουν τότε μικρή για να τη θυμάμαι, αλλά έρχονται στο νου μου ορισμένες θολές μακρινές εικόνες. Τις λεπτομέρειες μου τις διηγήθηκε η μητέρα μου αργότερα. Στο εργοστάσιο όπου εργαζόταν ο πατέρας μου κατά- σκεύαζαν εκρηκτικές ύλες για ειρηνικούς σκοπούς (δυναμίτη για την διάνοιξη σηράγγων, φυσίγγια για το κυνήγι και αλλά που δεν γνωρίζω). Ο πατέρας δεν ήταν θρήσκος αλλά φορούσε πάντα μια λεπτή χρυσή αλυσίδα στην οποία ήταν περασμένη μια μικρή εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας του πυροβολικού. Καθημερινά το πρωί πριν φύγει για την δουλειά περνούσε αρκετή ώρα στο μπάνιο και περι- ποιόταν τον εαυτό του και πάντα φορούσε τη μικρή αλυσίδα, αλλά συμπτωματικά εκείνη την ημέρα την έβγαλε, την ακούμπησε σε ένα μικρό έπιπλο που ήταν [90]

στο μπάνιο και επειδή βιαζόταν να φύγει ξέχασε να την ξαναφορέσει. Η μητέρα μου ύστερα από λίγη ώρα μπήκε στο μπάνιο και είδε ότι ο πατέρας είχε ξεχάσει την αλυσίδα. Από περίεργη και έντονη διαίσθηση άρπαξε στην κυριολεξία την αλυσίδα και έτσι όπως ήταν, φορώντας τη ρόμπα και με γυμνά πόδια έτρεξε στο εργοστάσιο όπου ο πατέρας ήταν στον εργαστήριο του. Η μητέρα διέσχισε την απόσταση από το σπίτι έως τη κεντρική είσοδο του εργοστασίου τρέχοντας με όλες τις δυνάμεις της και όσο πιο γρήγορα μπορούσε κρα- τώντας στο χέρι την αλυσίδα. Όταν έφτασε φώναξε δυνατά το όνομα του πατέρα, ο οποίος την άκουσε και βγήκε στο δρόμο για να την συναντήσει και να ρωτήσει τι συνέβαινε. Μετά από [91]

λίγο στο εσωτερικό του εργοστασίου έγινε μια δυνατή έκρηξη. Καταστράφηκαν κάποιες εγκαταστάσεις, το γραφείο του πατέρα υπέστη σοβαρές ζημιές, και δεν έμαθα ποτέ αν υπήρξαν θύματα. Ίσως δεν μου είπαν την αλήθεια για να μην στεναχωρηθώ. Ο πατέρας μου, που πάντα ξεχώριζε για τον ευγενικό χαρακτήρα του, σώθηκε από θαύμα και έτσι θυμάμαι πάντα «το θαύμα της Αγίας Βαρβάρας». Επίσης εκτίμησα απεριόριστα το θάρρος και την ψυχική δύναμη της μητέρας διότι συνέβαλε ουσιαστικά στη σωτηρία του πατέρα. Κινητήρια δύναμη πιστεύω ότι ήταν η μεγάλη αγάπη που ένιωθε πάντα για τον μοναδικό σύντροφο της ζωής της. 15. Η λίμνη με τις κερασιές Κοντά στον μικρό οικισμό όπου μέναμε και στην απέ- ναντι πλευρά του κεντρικού δρόμο που ένωνε την κωμόπολη Βινιόλα με την πόλη Μόδενα είχε διαμορ- φωθεί μια έκταση ειδικά για να φιλοξενήσει μια μικρή τεχνητή λίμνη. Επειδή τριγύρω σε όλη την έκταση υπήρχαν πολλές κερασιές, ονομάστηκε «Λιμνούλα των κερασιών». Κοντά στις όχθες της κτίστηκε ένα διώρο- φο κτίριο. Στον πρώτο όροφο υπήρχαν λίγα νοικια- ζόμενα δωμάτια και στο ισόγειο ένα μπαρ με τραπε- [92]

ζάκια και καθίσματα ιδανικό για την ξεκούραση τον επισκεπτών. Το γαλήνιο καταπράσινο περιβάλλον μαζί με τις δραστηριότητες και την ποιοτική εξυπηρέτηση έγινε σύντομα γνωστό, και το έκανε πόλο έλξης για αρκετό κόσμο που επιθυμούσε να περάσει ξέγνοιαστες ώρες. Ειδικά όταν άνθιζαν οι κερασιές ο χώρος είχε μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Στα ήρεμα και διάφανα νερά της λίμνης είχαν φέρει ορισμένα ψάρια τα οποία βρήκαν τις ευνοϊκές συνθήκες για να πολλαπλασια- στούν. Έτσι έγινε κατάλληλος τόπος για το ψάρεμα και αρκετοί λάτρεις αυτού του σπορ συγκεντρώνονταν κάθε Κυριακή για να περάσουν ευχάριστες ώρες. Πολλές φορές γίνονταν αγώνες μεταξύ των ψαράδων. Κέρδιζε ένα συμβολικό βραβείο όποιος ψάρευε τα μεγαλύτερα ή τα περισσότερα ψάρια. [93]

Εμείς τα παιδιά της γνωστής παρέας ζητούσαμε από τους γονείς μας ένα χαρτζιλίκι και τις Κυριακές πηγαί- ναμε όλοι με τα ποδήλατα μας στο γνωστό μπαρ και παίζαμε φλιπεράκι ή ποδοσφαιράκι. Συγχρόνως βάζα- με στο Τζουκ-μποξ τα αγαπημένα μας τραγούδια. Εντωμεταξύ είχαν εμφανιστεί οι πρώτες τηλεοράσεις και ο πατέρας αγόρασε αμέσως μια. Ήμασταν πρώτοι από όλους που είχαμε αποκτήσει αυτό το θαυμαστό αντικείμενο. Τα καλοκαιρινά βράδια και προπαντός τις Κυριακές μεταφέραμε την τηλεόραση στην είσοδο του σπιτιού που ήταν υπερυψωμένη με μερικά σκαλοπά- τια από τον κήπο, ανοίγαμε διάπλατα την εξώπορτα όπως την αυλαία ενός θεάτρου και με αυτό τον τρόπο φαινόταν άνετα από τον κήπο. Στη συνέχεια τοποθε- τούσαμε μερικές καρέκλες στη σειρά και ο «θερινός κινηματογράφος» ήταν έτοιμος για να υποδεχθεί όποιους από τους γείτονες το επιθυμούσαν. Συνήθως είχαμε αρκετή πελατεία και όλοι ήταν πάντα πρόθυμοι να έρθουν στην παρέα μας για να απολαμβάνουν μερικές ξέγνοιαστες στιγμές. Στα διαλείμματα η μητέ- ρα μου κερνούσε καραμέλες και κρύο τσάι. Εμείς τα παιδιά κάναμε μεταξύ μας παρέα παίζοντας με την ψυχή μας διάφορα υπαίθρια παιχνίδια ή τριγυρίζοντας στον κήπο λέγαμε ανέκδοτα και άλλες ιστορίες. Πολλές φορές νοσταλγώ εκείνα τα ανέμελα χρόνια γεμάτα ζωντάνια και ελπίδες για το άγνωστο αύριο, όταν δεν [94]

υπολογίζεις τον χρόνο που περνάει σαν αστραπή, όταν ερωτεύεσαι δίχως διλήμματα και ενοχές, όταν χαίρε- σαι με τα πιο απλά και ασήμαντα πράγματα, όταν οι ώρες είναι γεμάτες, όταν ρουφάς κάθε στιγμή σαν να βιάζεσαι να μεγαλώσεις για να γευτείς άλλες εμπει- ρίες, πιο δυνατές. Ξέρω ότι άφησα πίσω μου πολλά κενά αλλά δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα ή δεν έκανα. Τα χρόνια εκείνα έφυγαν για πάντα, κι έφυγαν μαζί και πολλές σημαντικές στιγμές που ίσως δεν έπρεπε να αφήσω να φύγουν. Τώρα πλέον που έφτασα σε αρκετά μεγάλη ηλικία κρατάω ζωντανές οι μνήμες μου. Παράλληλα προσπάθησα να ξεχάσω αρνητικές κατά- στάσεις του παρελθόντος και χαίρομαι με ό,τι σημαντικό ακόμα μου προσφέρει η ζωή. Επίσης κατά- λαβα πόσο σημαντικές είναι για μια ισορροπημένη και ποιοτική ζωή η ευαισθησία, η καλαισθησία και η δημιουργικότητα. Ο κινηματογράφος των παπάδων Τις Κυριακές εμείς τα παιδιά πηγαίναμε όλοι μαζί στην πόλη με ένα συγκεκριμένο προορισμό, τον «κινηματο- γράφο των παπάδων»’. Έτσι τον ονομάζαμε διότι η αίθουσα όπου γίνονταν οι προβολές των έργων για παιδιά προπαντός αλλά και για μεγάλους ήταν ιδιο- κτησία της Εκκλησίας. Τα έργα ήταν συνήθως κινού- μενα σχέδια, Χονδρός και Λιγνός, καουμπόηδες και [95]

ινδιάνοι και άλλα με σεμνό περιεχόμενο. Όταν όμως στην πλοκή του έργου υπήρχε ένα φιλί έστω και αθώο κοβόταν το φιλμ αφήνοντας ένα άσπρο κενό. Τότε ακουγόταν μια ομόφωνη διαμαρτυρία, σφυρίγματα και αστεία σχόλια προπαντός από τα παιδιά. Ο εξοπλισμός της αίθουσα αποτελούνταν από ένα μεγάλο άσπρο τεντωμένο πανί για οθόνη και απλές καρέκλες τοποθετημένες σε σειρές και η μία κοντά στην άλλη. Όταν εμείς τα παιδιά μπαίναμε στον χώρο σαν αφύλακτο κοπάδι ήταν όλα καθαρά και ταχτοποιη- μένα, αλλά μόλις έσβηναν τα φώτα γινότανε ο χαμός με τις καρέκλες. Ο καθένας μετέφερε την καρέκλα του [96]

όπου του βόλευε, για να βλέπει από πιο κοντά την οθόνη η γιατί τον ενοχλούσε ο μπροστινός. Όταν τελεί- ωνε η παράσταση, η αίθουσα έμοιαζε με βομβαρδι- σμένο τοπίο. Οι καρέκλες αναποδογυρισμένες, στο πάτωμα αμέτρητα σακουλάκια που απέμειναν από διαφορές λιχουδιές και φλούδες από σπόρια, το απαραίτητο συνοδευτικό στην διασκέδαση κάθε παράστασης. Σε μια διπλανή αίθουσα παίζαμε ποδο- σφαιράκι ή επιτραπέζια παιχνίδια. Αυτοί ήταν οι απλοί τρόποι για να περάσουμε με ελάχιστα έξοδα μερικές ευχάριστες ώρες. Τότε η ζωή ήταν απλή δίχως πολλές επιλογές. Αρκούσαν η καλή διάθεση και το χαρτζιλίκι που μας έδιναν οι γονείς. Περιμέναμε με αγονία όλη την εβδομάδα να έρθει η πολυπόθητη ΚΥΡΙΑΚΗ. Αυτές ήταν μικρές χαρές που ακόμα θυμάμαι με τρυφερότητα και νοσταλγία. 16. Η μεγάλη απόφαση Τελειώνοντας την τρίτη γυμνασίου έπρεπε να επιλέξω μία από τις επόμενες δυνατότητες σπουδών που ήταν στο Τεχνικό λύκειο ή στο Κλασσικό ή στο Καλλιτεχνικό. Ο καθηγητής που δίδασκε καλλιτεχνικά στο γυμνάσιό μας είχε διακρίνει σε μένα αρκετές δυνατότητες στον τομέα αυτό. Έτσι κάλεσε τους γονείς μου για να τους [97]

εκφράσει τη γνώμη του και να τους συμβουλεύσει να με γράψουν για το επόμενο σχολικό έτος στο Καλλιτε- χνικό Λύκειο. Η μητέρα μου χάρηκε, αντίθετα με τον πατέρα, ο οποίος προφανώς επιθυμούσε κάτι άλλο. Υποστήριζε ότι με την τέχνη δεν κερδίζεις το ψωμί σου. Μάλλον στην ουσία φοβόταν το περιβάλλον του καλλι- τεχνικού κόσμο διότι το θεωρούσε υπερβολικά απε- λευθερωμένο, με περίεργες συμπεριφορές, όπως, λανθασμένα, φανταζόταν ο περισσότερος κόσμος. Από μια πλευρά ήταν δικαιολογημένη η αντίρρησή του διότι το συγκεκριμένο σχολείο ήταν σε άλλη πόλη, τη Μπολόνια, 80 χιλιόμετρα μακριά από την περιοχή όπου ζούσαμε, και λόγω της απόστασης αυτής δεν ήταν δυνατό να επιστρέφω σπίτι κάθε μέρα και ανα- γκαστικά έπρεπε να νοικιάζω ένα δωμάτιο. Τα διλήμ- ματα του πατέρα μου ουσιαστικά ήταν τα επιπλέον έξοδα και προπαντός το ότι σε μικρή ηλικία θα ήμουν μόνη σε μια άγνωστη πόλη. Δεν γνωρίζω τις συζητή- σεις που έγιναν μεταξύ των γονιών μου. Τελικά από- φάσισαν θετικά για την εγγραφή μου στο Καλλιτεχνι- κό Λύκειο της Μπολόνιας. Έδωσα εξετάσεις για την εισαγωγή στη σχολή και πέρασα. Από εκεί και πέρα, πάντα με τη βοήθεια της μητέρας, βρήκαμε και νοι- κιάσαμε ένα δωμάτιο σε οικογένεια απέναντι ακριβώς από το σχολείο στην οδό Καλών Τεχνών (Μπέλλε Άρτι). Η οικογένεια στην οποία έμενα για τα τέσσερα σχολικά [98]

έτη αποτελούνταν από ένα νέο ανδρόγυνο, την Φραν- τζέσκα, τον σύζυγό της, τον μικρό γιό τους Μάρκο, που ήταν είκοσι δύο μηνών, και τη γιαγιά τους. Η Φραντζέ- σκα ήταν όμορφη και κομψή, εργαζόταν ως μοδίστρα σε γνωστό ατελιέ. Επιπλέον δεχόταν λίγες παραγγελίες στο σπίτι της, ενώ εγώ και η μητέρα μου ήμασταν οι αγαπημένες της πελάτισσες. Θυμάμαι σαν σήμερα το κόκκινο μαντό και το μπλε φόρεμα σε στενή γραμμή που μας είχε ράψει. Φόρεσα επί χρόνια αυτό το ωραίο σύνολο, ήταν κομψό και διαχρονικό. Τα βράδια μαζί με την Φραντζέσκα ακού-γαμε ραδιόφωνο, συνήθως εκπομπές μουσικής και κατά προτίμηση θεατρικά έργα. Ο σύζυγός της Φραντζέσκας, λίγο απόμακρος και αδιάφορος, δεν έπαιρνε μέρος στην διασκέδασή μας. Ήταν μανιώδης κυνηγός και σχεδόν όλα τα σαββατοκύ- ριακα έφευγε με τους φίλους για κυνήγι σε κοντινούς τόπους. Όταν σπάνια έφερνε από το κυνήγι πάπια και άλλα πουλιά στενοχωριόμουν, και ακόμη περισσότερο όταν η γιαγιά αναγκαζόταν να τα μαγειρέψει. Μαζί με τη Φραντζέσκα έκανα καλή παρέα και ορισμέ- νες φορές πηγαίναμε στο θέατρο που ήταν κοντά στο σπίτι, παρακολουθούσαμε συναυλίες και προπαντός πρόζα. Μετά την παράσταση επισκεπτόμουν στα καμαρίνια τους διάφορους ηθοποιούς και διάσημους μουσικούς καταφέρνοντας να τους αποσπάσω ένα αυτόγραφο. [99]


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook