[5] Κατερίνα Ζ. Χαϊκού Ίρις Α. [Vengeance] Αργύρης Φ. Corn roses nodded Kingdoms will rise and fall Nature will prevail [Lady Persephone] The dimmed smile springs. But like all flowers I bloom; and then die again. [Aphrodite’s] when she bit the rose, it didn’t hurt, nor the rose bled: she had dyed them all. 51
νίβω με δυόσμο Καλυψώ το υγρό μέτωπό μου Μαρίνα να σ’ ονειρευτώ Ανδρομάχη Φυσάει αχνά Αλίκη Τα κλαδιά κουνιούνται Ίδιος ρυθμός The lake's surface shines Deep-red fragrant roses bloom How could I forget. Πρόθυμα, κλαδιά θα δώσουν τα χέρια τους, χροιές ελπίδας. 52
[6] Six word storis - Ιστορίες σε έξι λέξεις 53
Καλυψώ 54
ΙI Χώρες φανταστικές τώρα θα δείξουν ασήμαντες. Αλίκη ΙΙI Πάρτυ Γενεθλίων: Άπαντες παρόντες πλην εορτάζοντος. Ανδρομάχη ΙV Had a shower. Knife stabbed her. Αργύρης Φ. V What a strange love affair You don’t know me. I do Κατερίνα Ζ. VΙ Can’t I undo killing for you? Ίρις Α. 55
[7] Το εφτά (Ιστορίες) 56
[1] [Sheer manic improv] Κρατούσες για ώρα ένα τσιγάρο. Δεν το κάπνιζες γιατί μιλούσες. Ήσουν τόσο απορροφημένος που δεν ήθελα να σε διακόψω. Δεν μπορούσα κιόλας. Κι έτσι σε άφησα να προσπαθείς να με εντυπωσιάσεις. Ήσουν ένας τραγικός ήρωας, πράγματι. Όχι γι αυτά που έλεγες, όχι γι αυτά που έζησες. Αλλά γιατί τίποτα από αυτά δεν με εντυπωσίαζε. Ίσως συνήθισα κι εγώ στην τρέλα και τίποτα παράξενο δεν με αγγίζει πλέον. Κι αν έφτασα σ' αυτό το σημείο, τι μένει πια να με γοητεύσει; Έκανα κατάχρηση του έρωτα. Κατερίνα Ζ. [2] [Το τέλος του εφιάλτη] Άνοιξε τα μάτια της. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα που νόμιζε ότι θα βγει έξω από το στήθος. Έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο. Το φως του ήλιου είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Ένα χαμόγελο αγωνίας αρχίζει να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της. Προσπαθεί να σηκωθεί. Ματαίως. Ανδρομάχη 57
[3] Ο άνθρωπος είναι στον κόσμο φευγιό και αγέρας η πνοή του Θεού μέσα σ’ένα φθαρτό σώμα από άχυρα έρχεται αθώος ο μικρός θεός εν αρχήν κατοικεί μέσα από τον “άλλον” ὁρά ὡς ὁράται Εσύ είσαι Εγώ είμαι Εσύ ήσουν ποιος είμαι; ο “άλλος”, το χάος κι εγώ θεός μα προς τι ο αγώνας μου; το τέλειο γεύτηκα φως στην ολοκλήρωση ένας άνθρωπος ήμουν Καλυψώ 58
[4] [Το φαινόμενο της πλημμυρίδας] Όταν η παλίρροια είναι χαμηλή, το νερό φεύγει από τη θάλασσα. Όταν είναι υψηλή, το νερό φουσκώνει τα κύματα. Σήμερα το πρωί ξεβράστηκαν στην θάλασσα χιλιάδες μέδουσες: ένας τόνος από γυαλιστερά, γλοιώδη και διάτρητα κουφάρια ψηνόταν κάτω από το φως του ήλιου. Δεν ξέρω πως αλλά σε θυμήθηκα εκείνο το πρωί. Ίσως να φταίει η γυαλάδα σου, σαν της μέδουσας. Θυμήθηκα το πώς έλαμπε το σώμα σου κάτω απ’ την πανσέληνο. Φαίνεται πως και εσύ η ίδια ήσουν μέδουσα. Αργύρης Φ. [5] Πολλές φορές τώρα τελευταία ξεχνάς και ταράζεσαι και νομίζεις κάτι τρέχει με εσένα και όλα τα προβλήματα σου γέμισαν το μυαλό σου και δεν έμεινε χώρος να θυμηθείς τίποτα καθημερινό πλέον. Σε διαβεβαιώνω τζάμπα φοβάσαι, δεν έχεις τίποτα, είναι η προσωρινή μνήμη, που οτιδήποτε άχρηστο το διαγράφει… Τα προβλήματα σου μάλλον πολλή αξία τα έδωσες. Θα σου θυμίσω κάτι, πάντα ήσουν ένας σοβαρός, δυστυχής και επικριτικός κύριος, που περίμενες στη γωνία να δεις τα λάθη σου και να σου φωνάξεις, κουνώντας το δάκτυλο απειλητικά και τι κατάφερες; Παραλύεις. Πρέπει να χαλαρώσεις. Σίγουρα αυτό πρέπει! Δεν χρειάζεται πάντα να τρέχουμε βιαστικά να προλάβουμε κάτι! Δεν είναι αυτό η ζωή. Μαρίνα 59
[6] Ήταν η ώρα 11. Και αυτός μόνος κάτω απ το υπόφως του πορτατίφ. Σιωπηλός και σκεπτικός. Αναμνήσεις ζωντανές περνούν από μπροστά του. Παιχνίδια, μαλώματα, ματωμένα γόνατα, κλάματα και έρωτες χωρίς αυτόν. Η απουσία του πατέρα του τον πονούσε ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Ήταν η ώρα 11. Στάθηκε στο παράθυρο. Απρόσμενη ησυχία είχε εκείνη την βραδιά. Και όμως μέσα του τα συναισθήματα ποτάμι. Απέναντι ένας γέρος κάθεται μόνος στο παγκάκι και τον κοιτάζει. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ‘ναι αυτός. Ένα δάκρυ χάιδεψε το μάγουλό του. Τι περίεργα παιχνίδια μηχανεύεται το μυαλό απόψε. Ιώαννα [7] [The Edible Feelings] Μια σταγόνα ιδρώτα ακολουθεί το μονοπάτι που άφησαν οι προηγούμενες στην πλάτη και το φόρεμα κολλά λίγο περισσότερο πάνω της. Μετανιώνει που επέλεξε να κατέβει στο άδειο κέντρο της πόλης μες στο καταμεσήμερο αλλά δεν μετανιώνει που έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από το σπίτι, αφήνοντας το μισοκαθαρισμένο ροδάκινο πάνω στο μεσημεριανό τραπέζι. Τα δάχτυλά της κολλάνε ακόμα από τον χυμό. Η Ομόνοια είναι άδεια και περνάει απέναντι χωρίς να ελέγξει. Αν ερχόταν κάποιο αυτοκίνητο θέλει να πιστεύει ότι θα άκουγε το βόμβο του πάνω από το Holocene που παίζει από τα φθηνά ακουστικά της. Στην σκιά του πεζοδρομίου βγάζει το μπουκάλι νερού που κουβαλάει από προχθές που 60
που γύρισε με το ΚΤΕΛ από Θεσσαλονίκη. Το πλαστικό είναι σαν καυτό κάρβουνο στο χέρι της και όταν ξεβιδώνει το καπάκι η μυρωδιά της προκαλεί αναγούλα. Χύνει το νερό στον δρόμο και το παρακολουθεί καθώς κυλάει προς το κοντινότερο φρεάτιο. Δίπλα της γυαλίζει η βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Αναγνωρίζει το όνομα ως φημισμένο στην Καβάλα, από αυτά που ένας απόγονος κάθε γενιάς καταλήγει πίσω από τον πάγκο του θέλοντας και μη. Αναρωτιέται γιατί έχει συγκρατήσει αυτή την πληροφορία, δεν ζει στην πόλη πάνω από δεκαετία πια. Ίσως από την αναπόφευκτη ώσμωση, γεννήθηκες σε μια πόλη και μέχρι να πεθάνεις θα ξέρεις που έχει τα καλύτερα σιροπιαστά και ότι ο μπακάλης στη Βενιζέλου καταπίεζε τα παιδιά του. Τυλίγει τα ακουστικά γύρω από τον λαιμό της και μπαίνει στο ζαχαροπλαστείο. Στέκεται μπροστά από το ψυγείο με τα παγωτά και προσπαθεί να θυμηθεί αν, πριν τραπεί σε φυγή από το σπίτι της, πήρε αρκετά λεφτά για δύο μπάλες. «Να σας βοηθήσω;» ακούγεται η φωνή του υπαλλήλου πίσω από τον πάγκο και κόβεται για λίγο η ανάσα της. Χρόνια πριν, όταν είχε να πάει να κάνει μια μαγνητική τομογραφία, πριν την παραδώσει η μητέρα της στα χέρια του γιατρού της είχε πει «Κλείσε τα μάτια σου και δεν θα φοβηθείς». Από τότε σαν πρωτόγονη αντίδραση, σαν παιδική πρόληψη, κλείνει πάντα τα μάτια της για να γίνει λίγο περισσότερο γενναία. Όχι πολύ, ίσα που να ακουστεί το “and at once I knew I was not magnificent” από τα ακουστικά που παίζουν ξεχασμένα στο λαιμό της. «Μια μπάλα σοκολάτα και μία μπισκότο σε κυπελλάκι» λέει και σηκώνει με θράσος το πηγούνι της αντικρίζοντάς τον. Εξάλλου πάντα ήταν της λογικής ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, κι ας νιώθει το στομάχι της να σφίγγεται. 61
Έχει την τύχη να δει σε πραγματικό χρόνο το πρόσωπό του να συσπάται καθώς την αναγνωρίζει και αυτός. Δεν προλαβαίνει να καταπνίξει την πικράδα που αισθάνεται στο ότι αυτός δεν την κατάλαβε από την φωνή της. Δέκα χρόνια μετά και ακόμη αισθάνεται σαν η χαμένη ενός μισοτελειωμένου παιχνιδιού μεταξύ των δυο τους. «Δεν ξέρεις να χάνεις και δεν θα το μάθεις ποτέ» έλεγαν όταν ήταν πιο μικρή οι γονείς της και είχε σκορπίσει με μανία τα πούλια του επιτραπέζιου παιχνιδιού κάτω από τους καναπέδες. «2 ευρώ» της απαντάει και η φωνή του είναι εξίσου σταθερή. Δεν εκπλήσσεται, δεν περίμενε να την ρωτήσει πως τα περνάει ή πως και βρίσκεται πίσω στην Καβάλα και αν θα κάτσει καιρό. Κάπου είχε διαβάσει ότι αγαπάμε γιατί αισθανόμαστε ότι έχουμε κάποια έλλειψη μέσα μας αλλά δυσανασχετούμε όταν ανακαλύπτουμε το ίδιο κενό στον άλλον. Αγαπάμε αναζητώντας την απάντηση αλλά βρίσκουμε το διπλότυπο του προβλήματός μας. Στα δεκαεφτά της δεν είχε την υπομονή –ή το θάρρος όπως την είχε κατηγορήσει την τελευταία φορά- να διαχειριστεί κάτι τέτοιο. Αν την ρωτούσε τώρα αν βρήκε την απάντηση που αναζητούσε, θα του απαντούσε με ειλικρίνεια «Όχι». Αν την ρωτούσε θα παραδεχόταν ακόμη και ότι ο εφηβικός κυνισμός της ήταν άμυνα απέναντι σε αυτό που φοβόταν πως πραγματικά ήθελε. Ποτέ δεν φοβόταν να πει την αλήθεια, το πρόβλημά της πάντα ήταν να την κάνει πράξη. Δεν την ρωτάει όμως, απλά κάθεται πίσω από τον πάγκο και περιμένει. Αφήνει τα κέρματά της στο κρύο γυαλί του πάγκου και βγαίνει. Δεν κάνει κάποια κίνηση να την σταματήσει και αυτή δεν γυρνάει πίσω. Έξω η ζέστη παραμένει αφόρητη. Ίρις Α. 62
[8] [Μία εντύπωση φοβερής ακαταστασίας] Mήπως να πω, το ίδιο το χάος; Ένας άνθρωπος και το διαμέρισμά του. Έχουμε να κάνουμε με προσωπικότητα απαιτητική, με την ανάγκη του για κατανόηση ακόμη πιο απαιτητική. Δεν την έχει διεκδικήσει ακόμη, σίγουρα δεν έχει μάθει πως γίνεται αυτό. Οι σκέψεις του σε κάτοψη λαβυρίνθου, ένα πορτρέτο του διαμερίσματός που πιστεύει πως δεν θα επισκεφτεί κανείς, άρα δεν κάνει και τον κόπο να προσπαθήσει. Η σύγχυσή του η εσωτερική πιστή στην αποτύπωση της, μία ακαταστασία, ξεθαρρεύει μόνη της και σε κοιτάει με θράσος για πρώτη φορά. Δεν άντεξα πολύ πήρα το ΚΤΕΛ και γύρισα. Πώς να του πω εγώ πως ήρθε ο καιρός να συγυρίσει. Αλίκη 63
[8] Ποίηση 64
[1] Γύρισες, για να μου υπενθυμίσεις είπες Πλακόστρωτο της φαντασίας μου Μου ζήτησες να μείνω στην ίδια γειτονιά Επιλογή σου γλυκιά και αφελής Να πλάσω τον κόσμο απ’ την αρχή, μικρόκοσμό μου Γνωστός στη συντροφιά μου και στη δική σου, αν το επιτρέψω Στο σημείο που καθρεφτίζονται τα υποτιθέμενα μας βήματα Δεν νομίζω πως υπάρχουν Μήπως δεις πως υπάρχει μια κατεύθυνση Πιο εύκολη απ τις άλλες, σαν καινούρια Μήπως και σωπάσω εγώ για λίγο Και κυλήσουν όλα όπως μου ζήτησες Κι αν πάλι δεν μπορείς, δεν ξέρεις Εκεί που σου έδειξα εναλλακτικές, δες και ακολούθησε Στο δρόμο που σου μίλησα σκληρά Και διαπραγματευτήκαμε για τις γνωστές εναλλακτικές μας . Αλίκη 65
[2] [Το κλειδί στην εξώπορτα] Έχω ένα συνήθειο σαν οικογενειακό κουσούρι Όταν οι άνθρωποι σηκώνονται να φύγουν στέκομαι όρθια στα όρια της εξώπορτας για να σιγουρευτώ πως είμαι πλέον μόνη Η σιγουριά ποτέ δεν έρχεται γιατί όλο γυρίζουν κάποιος ξεχνάει τα κλειδιά, κάποιος τον αναπτήρα οι φίλοι μου αγαπούν τα μικροπράγματα κι ας τα παραμελούνε Τουλάχιστον είναι ευθείς. Φεύγουν για να ξανάρθουν Έτσι κι εσύ, λοιπόν, αν θες να γίνεις φίλος Μην στέκεσαι μετέωρος στα όρια της πόρτας Φύγε ή μείνε, για πάντα ή για λίγο - λίγο με νοιάζει- απαιτήσεις δεν έχω απ' τους ανθρώπους εδώ και χρόνια Μόνο μια φιλική συμβουλή /Να φεύγεις κάθε τόσο αφήνοντας μια λέξη κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας/ Κατερίνα Ζ. 66
[3] [μερικές φορές μετά το γεύμα] Την ώρα αυτή που κάθομαι να γράψω το ημίφως έχει κάνει τις σκιές του δωματίου ακόμη πιο έντονες λες και κάποιο αόρατο χέρι ήρθε και τράβηξε διάπλατα τις κουρτίνες κι απλώθηκαν σχεδόν σ’ όλο το πάτωμα οι σκιές απ’ τα αντικείμενα -άλλωστε δεν είναι πολλά αυτά, δυο πολυθρόνες, ένα στρώμα, πέντε έξι στοίβες με βιβλία κι ένα μεγάλο παράθυρο, αυτά είναι όλα αυτά είναι όλα που αξίζουν- πιάνω την πένα αλλά αρνείται να κάτσει στο moleskine τετράδιό μου -moleskine χρησιμοποιώ, μη ρωτάς γιατί, είναι μεγάλη ιστορία- περιμένω να συρθεί πάνω στις ίσιες γραμμές αλλά φαίνεται πως περιμένει να έρθει κάποιος άλλος να γράψει για μένα, αλλά κανείς δεν πρόκειται να έρθει. Το ξέρω πως καθένας μονάχος του πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στον θάνατο. Ο Ρίτσος είναι πεσμένος ανάσκελα στην στοίβα με την ποίηση, καλά τα λέει. 67
Καθένας μονάχος του πορεύεται. Καθένας μονάχος του στο γράψιμο πορεύεται. Η τέχνη σε διεκδικεί αποκλειστικά και δεν επιτρέπονται τρίτοι σ’ αυτή τη σχέση. Αργύρης Φ. 68
[4] [Βιολογική Απορρύθμιση και Επιβίωση] η Επιβίωση ενός οργανισμού επιτυγχάνεται από το σύνολο των βιολογικών διεργασιών που συντηρούν την ακεραιότητα του συστήματος νευρωνικά κυκλώματα υπεύθυνα για τις ενορμήσεις και τα ένστικτα μας προειδοποιούν για κάθε εξωτερικό ερέθισμα, μας κινητοποιούν ή μας αδρανοποιούν για κάθε σφάλμα ή κίνδυνο ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή από θηρευτές ή αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος είμαστε έτσι σε ετοιμότητα ή σε καταστολή και τα δύο μικροί θάνατοι εγκεφαλική και σωματική συντήρηση και διαιώνιση ενός εαυτού η άνιση μάχη και η φυγή με σκοπό την Επιβίωση και η Βιολογική Απορρύθμιση -αυτό το εγγενές σφάλμα του είδους- δηλητηριάζει τελικώς την εγκεφαλική λειτουργία δια της υπερ-υποκειμενοποίησης ενός -ιδεαλιστικά μόνο- αντικειμενικού κόσμου μετρήσιμων αξιών ο άνθρωπος -έλλογο ον- στο χάος παλεύει χωρίς μέτρο και χωρίς καμία αντικειμενική αλήθεια 69
χωρίς μέτρο και χωρίς καμία αντικειμενική αλήθεια χαμένος ανάμεσα σε εμπόδια και κουτάκια και βλέμματα ένας αγώνας με την αβεβαιότητα τον τυφλώνει εγκλωβισμένος στο σκοτεινό άπειρο του σύμπαντος παραιτείται οικειοθελώς από τον μοναδικό αγώνα που θα ‘πρεπε να τον διέπει να έρθει αντιμέτωπος με το ριζωμένο εγωιστικό εμπειρικό εγώ του και να εξυψωθεί πάνω από την αρχή της αιτιότητας κι όσο το γενετικό υλικό αδυνατεί να φέρει τη δεξιότητα αυτή να χειρίζεται τον παλαιολιθικό νου του ο σκληρός νους συνεχίζει να επιβιώνει στην διαδικασία της φυσικής διαλογής εύκολη λύση ή ένας μικρός εγωισμός εμπόδιο στην εξελικτική πορεία κι εσύ σαν άνθρωπος επαναπαύεσαι στην αδυναμία του είδους σου να κρίνεις με όρους ηθικής συνείδησης και αυτονομίας διαλέγοντας να συνεχίζεις να παλεύεις με άπειρα θηρία έξω από σένα μα όσο δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θες τούτο προσπάθησε μονάχα, να επιλέγεις μόνος σου τα θηρία που με πάθος θες να μάχεσαι για εκείνα αυτό δεν είναι εξάλλου ελευθερία; Καλυψώ 70
[5] [No man’s land] Άρχισες μ’ έναν ασυνάρτητο μονόλογο, έναν αποφθεγματικό επικήδειο. Δεν σκέφτηκα, σαν χειρονομία συμπόνιας. Ανταπέδωσα τα παιχνίδια. Σκέφτηκες ότι ταιριάζαμε στο μπόι. Άλλο ένα χέρι να βάλεις πάνω στο σωρό. Η πρόοδος της εκστρατείας; Το στόμα μου που έσπασε αμέσως κι ας ήταν ακόμα πολύ κρύο. Το ήπιες σα να διψούσες για αίμα. Άνηκες εμφανώς στη χθεσινή βραδιά, μαζί με τ’ απομεινάρια απ’ τους γενναίους πρωτοπόρους. Κάναμε ταυτόχρονη μεταβολή μα παραλίγο να συγκρουστούμε. Έφυγες επιθετικά καθημερινός. Και τώρα τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς. Ίρις Α. 71
[6] Αξίες και αρχές, τα πρώτα βήματα, την πρώτη αλφαβήτα μαθαίνοντας. Ζωγραφίζοντας σε ένα άδειο χαρτί, με τους μαρκαδόρους εκείνους και τα μολύβια. Τα όνειρα τα παιδικά να μην σταματάνε, να μην έχουν μέτρο και φραγμό. Μα γιατί να το κάνει έτσι άραγε; Εγώ θα το έκανα σίγουρα διαφορετικά.. Είμαι ίδιος άνθρωπος το ξέρω, Είμαι θαρρώ όμως και κάτι άλλο μέσα μου. Αναγνωρίζεις την ατελείωτη προσπάθεια για το ιδανικό, κάθε φορά που νομίζεις ότι το αγγίζεις, σου ξεγλιστρά. Κι αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως θες, τούτο προσπάθησε μονάχα. αυτόν τον κόπο να καταφέρεις κάτι παραπάνω, Να μην χάσεις αυτή τη σπίθα. Μαρίνα 72
[7] [Μονάχα] \"Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στην δόξα και τον θάνατο.\" Και καθένας το γνωρίζει ή το μαθαίνει μονάχα στη συνέχεια. Πώς όλοι στη ζωή του είναι περαστικοί, που κάποιοι θα κοντοσταθούν και κάποιοι μεμιάς θα προσπεράσουν. Δεν το διάλεξε, δεν το επιθύμησε, ούτε καν το σκέφτηκε. Μονάχα συνέβη. Και συμβαίνει. Να ήξεραν κάποιοι - όχι όλοι- πως όταν φεύγουν αφήνουν κάτι πίσω τους. Μια εικόνα, μια λέξη, μια στιγμή που θα μείνει εκεί μοναχά για όσο θα επιτρέψει ο χρόνος. Μα και παίρνουν κάτι μαζί τους. Άγνωστο τι αλλά διαφορετικό για τον καθένα. Και τραβάει καθένας μονάχος το μονοπάτι της ζωής του, φτάνει σε σταυροδρόμια, πέφτει σε αδιέξοδα, αλλάζει πορεία και όταν κάπου κάπου σταματάει να ξαποστάσει αναλογίζεται ότι συντροφιά σε όλη τη διαδρομή του κρατούσε μονάχα μια φωνή μέσα του. Η φωνή αυτή τον καθοδηγούσε, βυθίζοντας και υψώνοντας τον. Ήταν πυξίδα και οδηγός του. Μονάχα που αυτή η φωνή του θύμιζε τις εικόνες, τις λέξεις και τις στιγμές που κάποτε έζησε με τους κάποιους της ζωής του. Και έτσι η απουσία γίνεται η πιο ηχηρή παρουσία. Μονάχος πορεύεται καθένας. Μοναχικός ποτέ... Ανδρομάχη 73
[Θνητή γυναίκα] Δυο μέλισσες πολιορκούν μια σταγόνα όπως δυο μνηστήρες την Πηνελόπη. Όταν ήμουν μικρή ταυτιζόμουν με τη Ναυσικά, τώρα νιώθω σαν την Κίρκη. Η Πηνελόπη είναι η φυσική μου εξέλιξη, η προδιαγεγραμμένη μου μοίρα. Αν και μάγισσα κάπως νιώθω. Σαν να σε περιμένω κιόλας. Μην κολακεύεσαι. Δεν απωθώ τους μνηστήρες για χάρη σου. Ούτε είμαι εδώ να σε διδάξω. Τόσα χρόνια σ' ανοιχτές θάλασσες οφείλεις να γνωρίζεις από μόνος σου τους κινδύνους του έρωτα. Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε πρέπει να σου πω γιατί περιμένω. Περιμένω χωρίς να προσδοκώ, χωρίς να επιμένω. Περιμένω μουδιασμένα, καθαρά παθητικά. Ίσως αμφισβητώ την ίδια την αναμονή, ψεύδομαι πως δεν περιμένω κάτι, απλά κάθομαι εδώ και ξαποσταίνω. Περιμένω το ξύπνημα του κορμιού Περιμένω το ξύπνημα του μυαλού Περιμένω να γράψω ένα ποίημα που να τσακίζει κόκκαλα κι όχι μια νερόβραστη αηδία. Στο μεταξύ οι μνηστήρες κατατρώγουν το βιος της Πηνελόπης. Η αναμονή αυξάνει την επιθυμία και η επιθυμία την απόλαυση. Κανείς όμως δεν μας είπε το πλαφόν. Κατερίνα Ζ. 74
Ο ήλιος τρύπωσε από τη χαραμάδα Άνοιξε τα μάτια της Σήμερα είναι μιαν άλλη μέρα Τι και αν δεν κοιμήθηκε ποτέ Τι και αν οι σκέψεις δεν σταμάτησαν Σήμερα είναι μιαν άλλη μέρα Όσο για τους κύκλους μακιγιάζ Τα δάκρυα ρυάκια που κυλησανε και πάνε Σήμερα είναι μιαν άλλη μέρα Δεν έχει άλλο χρόνο για χάσιμο Το μυαλό της πηγάδι με θολά νερά Σήμερα είναι μιαν άλλη μέρα Θα γεμίσει την καρδιά με λογική Θα πνίξει τους χτύπους της ίσα για να μην τους ακούει Σήμερα είναι μιαν άλλη μέρα Δεν υπάρχει άλλη επιλογή Έτσι κι αλλιώς το αποφάσισε πως Σήμερα θα ναι μιαν άλλη μέρα Μόνο μην συναντήσει τυχαία τα μάτια του Μη και παραδοθεί στο βλέμμα του Και είναι σήμερα άλλη μια μέρα Ανδρομάχη 75
Παράλογες σκέψεις μου πέρασαν από το μυαλό, κάποιες φορές είναι μία τρέλα. Είχε πάντα έναν περίεργο τρόπο σκέψεις, περνούσε τα απογεύματα μόνος. Συμφιλιώθηκε με αυτή τη μοναχικότητα και αυτό δεν αλλάζει. Προσπαθώντας να μείνω αλώβητη από αυτή την κατάσταση καμπύλες ή ακανόνιστες διαδρομές στον νου μου. Λένε ότι τα όρια μεταξύ λογικού και μη είναι λεπτά, αυτό διαπιστώνω ιδιοις όμμασι και η ώρα περνά μαρτυρικά. Το βλέμμα παγωμένο κάπου στο υπερπέραν, απομονωμένος αισθητηριακά. Η σπίθα του να αλλάξει, με γεμίσει με αυταπάτες. Μαρίνα 76
[The shame of desire] Κάπου ανάμεσα στο απελθόν μέλλον και το παρόν ζει κι’ αυτή. Απ’ όλες τις χίμαιρες, η πιο θλιβερή. Μαζεύει συναισθήματα σαν εμμονικός συλλέκτης, τα στοιβάζει το ένα πάνω στο άλλο. Πρόχειρες ευρεσιτεχνίες κρατάνε τις πόρτες της ντουλάπας κλειστές. Ρούχα που έπρεπε να έχει πετάξει, αλλά λυπάται να τα δει να φεύγουν μακριά της. Χθόνια θεότητα για όσους μετανιώνουν βράδυ. Αλλά μην φοβάσαι, πάντα πλήγωνε τον εαυτό της πρώτο. Ίρις Α. 77
[προτιμήσανε να παραμείνουν μέσα] Παραδέχομαι, τον νοσταλγώ μόνο όταν το επιλέξω Περιποιημένος παλιά, η θαλπωρή του απλόχερη Έκανε την προσπάθεια του να μοιάζει αβίαστη Το εκτιμούσαμε όλοι μας Κομμάτι μας, ξέρω πως δεν μας ανήκει πια Φοβόμαστε να το αντικρύσουμε Το πώς γέμιζε τις νύχτες μας Μπορούσαν να γλιστρούνε τότε ανενόχλητες Aπλά ο χώρος του, σήμερα αφιλόξενος για τους άλλους Το επέλεξε εκείνος Γιατί ήταν η μόνη λύση, έτσι μας είπε ο χαζός Κι ας άκουγε από πίσω φωνές να προσκαλούν Γι αυτόν ακούστηκαν αρχικά ξένες Ύστερα εχθρικές Ο χώρος του με το κατώφλι, το ονόμασε πέλαγος Όπως την κάθε αλλαγή, την πραγματικά ασήμαντη Θα του μιλά συνέχεια για ασφάλεια Για τα ξεχωριστά του όρια Κι εμείς θα τον θυμόμαστε αμυδρά Αλίκη 78
[ ιρλανδικό ψωμί ] δόσεις Τέσσερα ραγισμένα φλιτζάνια στο πάγκο της κουζίνας Ένα ποτήρι χλωρίνη Μισό φλιτζάνι μαύρη μπύρα Δυο παιδιά σε φωτογραφία Ένα φλιτζάνι πινέζες Ένας σπάγκος Μισός κήπος Τέσσερα ζευγάρια μάτια στο απέναντι παράθυρο εκτέλεσις Κοσκινίζουμε σε ένα μεγάλο μπολ τις πινέζες με τον σπάγκο. Περιχύνουμε με ζεστή μαύρη μπύρα και δένουμε το κεφάλι. Με το μαχαίρι χαράζουμε μια τρύπα στη μέση και προσθέτουμε τη χλωρίνη. Πλάθουμε σε αλευρωμένη επιφάνεια και πιέζουμε τη τρύπα με το δάχτυλο. Αν χρειάζεται, προσθέτουμε λίγη χλωρίνη ακόμη. Σκάβουμε ένα λάκκο στον κήπο. Ψήνουμε σε μέτριο φούρνο μέχρι να μηδενίσει το ρολόι. Μόλις κρυώσει το ψωμί, το τοποθετούμε στον λάκκο. Αργύρης Φ. 79
[Möbius strip] Λουλούδι, μαχαίρι, κλειδί. Πότε βλέπει κανείς φαντάσματα; Στον καθρέφτη αποκόπηκε απότομα. Λαχανιαστά, σα να πνιγόταν. Ερχόταν κι έφευγαν. Έχοντας μόλις συνείδηση του εαυτού άνοιξε την πόρτα. Ανοιξιάτικο ρόδο σε κολλημένο πικάπ. Θολές αυταπάτες σε κρεβάτι ντυμένο με μεταξωτά πανιά. Αγαπημένη μου, αν είμαι ένοχος, συγχώρεσέ με. Ίρις Α. 80
Μία εμμονή δική της, αρχίζει και τελειώνει σε έλλειψη Ήχος που με τάραξε στο διάλειμμα μου Μας αφηγείται υποτίθεται, για να αφήσει πίσω της μόνο τα ερωτηματικά Δε θέλει να μας πει, ίσως να αφυπνίσει Προβληματίζομαι ακόμη αν θέλω να προσπαθήσω. Το βλέπεις, θα προσθέσει κάτι τελευταίο και θα αρχίσει ξανά Ξανά και ξανά να κεντήσει την σκέψη Να μοιράσει τη φωνή της Επενδύει στη μορφή αρτηρίες και ραφές και μας εξηγεί για δυσφορία Μα η εικόνα που μου δίνει μου παγώνει την ακοή. Κι ας έχουμε να κάνουμε με φυγή ανακουφιστική για μένα και το μυαλό Διχοτομεί αυστηρά την αγαπημένη μου ασχολία Τον χρόνο που έκλεβε ο καθένας με τον τρόπο του, σήμερα ξεχάσαμε πως Ίσως θελήσει να βάλει μια τελεία στη ροή, οι δρόμοι που κέντησε να βρουν το τέλος τους Ίσως μπορέσω να την ακολουθήσω κι εγώ. Αλίκη 81
[Γυναίκα σε κομμάτια] Τα θραύσματα, τα θρύμματα Μάζεψε τα ψίχουλα απ' το τραπέζι και καταπίεσε γι ακόμη μια φορά την τάση της να ανοίξει την πόρτα και να φύγει απ' το σπίτι με φώτα ανοιχτά, την τηλεόραση αναμμένη. Αργότερα θα την έψαχναν. Οι άντρες του χωριού θα οίκτιραν το σύζυγο. Οι γυναίκες βαθιά μέσα τους, κρυφά απ' τους άλλους, θα την μακάριζαν που άφησε πίσω της μια ζωή στρωμένη. Η γειτονιά θα έλεγε \"δεν είχε δώσει δικαιώματα, άτολμη ήταν πάντοτε\" Αργότερα θα την έψαχναν. Θα κυνηγούσαν τα στοιχεί-ά Μα δεν θα έβρισκαν παρά θραύσματα, θρύμματα Κομμάτια μιας γυναίκας. Κατερίνα Ζ. 82
[Ο αργαλειός του λογισμού σου] Πρώτα πλύνε το μαλλί, βράστο σε καζάνι να καθαρίσει καλά, Έχει σημασία η πρώτη ύλη Άπλωσε το μετά στον ήλιο να στεγνώσει Να φύγει το βάρος της υγρασίας Να μείνει ατόφιο το υλικό Και ξαίστο με τα λανάρια να φύγουν τα άχρηστα κομμάτια Τώρα έχεις το νήμα που είναι στα χέρια σου το πόσο λεπτό θα καταφέρεις να το κάνεις Μην τεμπελιάσεις, έχει σημασία για τη συνέχεια Τύλιξε το κλωσμένο στην ανέμη Πρόσεξε το αδράχτι Το σφονδύλι βοηθός σου Τώρα ήρθε η ώρα που περίμενες Να υφάνεις την απόφαση σου Και αν ήδη κουράστηκες μη σταματάς Τέτοια υφαντά δεν βρίσκεις αλλού, δεν αγοράζονται μήτε πωλούνται Μονάχος σου μπορείς μόνο να υφάνεις το νήμα της ζωής σου. Ανδρομάχη 83
[Ο αργαλειός του λογισμού σου] Πρώτα πλύνε το μαλλί, βράστο σε καζάνι να καθαρίσει καλά, Έχει σημασία η πρώτη ύλη Άπλωσε το μετά στον ήλιο να στεγνώσει Να φύγει το βάρος της υγρασίας Να μείνει ατόφιο το υλικό Και ξαίστο με τα λανάρια να φύγουν τα άχρηστα κομμάτια Τώρα έχεις το νήμα που είναι στα χέρια σου το πόσο λεπτό θα καταφέρεις να το κάνεις Μην τεμπελιάσεις, έχει σημασία για τη συνέχεια Τύλιξε το κλωσμένο στην ανέμη Πρόσεξε το αδράχτι Το σφονδύλι βοηθός σου Τώρα ήρθε η ώρα που περίμενες Να υφάνεις την απόφαση σου Και αν ήδη κουράστηκες μη σταματάς Τέτοια υφαντά δεν βρίσκεις αλλού, δεν αγοράζονται μήτε πωλούνται Μονάχος σου μπορείς μόνο να υφάνεις το νήμα της ζωής σου. Ανδρομάχη 84
Διασχίζοντας τον δρόμο χάνεσαι στις σκέψεις. Βήμα γοργό. Έχεις το χειρότερο σενάριο στον νου σου. Κάτι θα συμβεί. Πάντα θαύμαζες τους χαλαρούς ανθρώπους. Ζήσε. Περνάς απέναντι και στρίβεις στο στενό δεξιά. Κοντοστέκεσαι. Χάθηκα σκέφτεσαι, δεν είναι αυτός ο δρόμος. Πειράζει; Μαρίνα 85
[haute couture] Οι ραφές σου πια δεν υπάρχουν. Οι κόγχες των ματιών σου έχουν ξηλωθεί και τα χείλη σου ανοιγοκλείνουν μηχανικά, καθώς γλιστράς τα φασόν σου επάνω μου. Το κοίλου του λαιμού σου δεν είναι παρά μόνο μια ευθεία καμπύλη που στράβωσε καθ’ ύψος. Ημίφωνο ή όχι, το ψέμα της γλώσσας θα αρθρωθεί ενάντια στον ήχο των κυμάτων. Οι ατσάλινες φλέβες θα σχιστούν απ’ το νήμα που υφαίνει τις εγκεφαλικές σου συνάψεις. Και τότε εγώ θα περάσω στις βελόνες και θα αρχίσω να ρε ράβω μ’ ανάποδες κινήσεις. Μέχρι που πλέον όλες οι ραφές σου να πέσουν κάτω απ’ τις σκάλες του πενταγράμμου. Έως ότου ο εβένινος μοχλός της παλιάς μηχανής να συνθλίψει το χέρι μου. Αργύρης Φ. 86
[Saltwater] Τ' αργό ψιχάλισμα Πράσινες φλέβες στην πέτρα Δεν τις γνώριζα μήτε με γνώριζαν Μέσ’ στις θαλασσινές σπηλιές Σκληρές σαν κοχύλι σα φυσιογνωμίες ύστερα από σιωπή άλλες αγάπες μου θύμισαν μέσα στη δίψα μου θύμισαν πως τ' αλατόνερο δεν είναι για να το πιείς πως δεν έχω τίποτε ζωντανό κοντά μου Και πως θα πεθάνω απ’ τη δίψα /but you can't live on love and salt water's no drink/ Κατερίνα Ζ. 87
Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες γυαλίζοντας στ' αργό ψιχάλισμα, άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν που μ' άφησαν να τις αγγίξω ύστερ' απ' τη σιωπή μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια. Το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου. Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση, όλα σκληρά σαν τα κοχύλια μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου. Ύστερα πλατάνια και πικροδάφνες και σκληρή σιωπή. Μαρίνα 88
[Δίψα] Απ’ τη σιωπή μου μίλησαν φυσιογνωμίες με φλέβες που θύμιζαν πράσινη θάλασσα. Άλλες αγάπες που μ’ άφησαν να τις αγγίξω. «Να κρατήσεις σκληρά τα μάτια. Τίποτε άλλο ζωντανό.» Ίρις Α. 89
[Φτερά] Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος Θα πεις και που δεν ήταν τότε θάλασσα; Ήμασταν σκυφτοί και οι δύο στο χάρτη Κομπολόι κρατούσες από κοράλλια Γύρισες και μου πες πως το Μάρτη Σ' άλλους παράλληλους θα χεις μπει Τότε στη ματιά σου να περνάει είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο να παίζει, να πονάει Τα παράθυρα δεν βρίσκονται ή δεν μπορώ να τα βρω και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει Και όπως μας φυσούσε ο ανοιξιάτικος αέρας μπόρεσα να φανταστώ πως θα πετάξουμε Και τα κομμάτια οι θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τούς φράχτες Άκουσα το θόρυβο του φουστανιού μου σαν δύο φτερά που ανοιγοκλείνουν Ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος Μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις, πως ποτέ δεν υπήρξες Ας είναι ωστόσο - τι ωφελεί; Ανδρομάχη 90
Each lamb, dying to swim That’s all you are Just skin and blood, consumed by want, Inside a wave that pours down, Lead by She, mother of another thirst You want to give yourself To feast on love To be owned by the sea Is slaughter And salt water’s no lover And like violent children We break ourselves so we can’t teach Break not have to think Break not have to breath And break upon the beach Αλίκη 91
[Salt Slow] the sea is our violent slaughter. upon the beach we’re dying; we’re thirsty of water and we feast on the salt. each lover is out of your own body like a wave that consumes children. she can teach you to give your skin over to another body. all that you want is to swim but you can’t. you have to drink the water. Αργύρης Φ. 92
Αλίκη 93
In cre ati ve wri ting
Search