Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore Sessions in Creative Writing

Sessions in Creative Writing

Published by Argiris Re-bE, 2020-08-20 06:15:23

Description: Sessions in Creative Writing

Keywords: sessions,creativewriting,creative,writing

Search

Read the Text Version

sessions

sessions Σύλληψη - Επιμέλεια - Σχεδιασμός Έκδοσης Αργύρης Φυτάκης Συμμετέχοντες (με αλφαβητική σειρά): Ίρις Α. Ιωάννα-Μαρία Β. Κατερίνα Ζ. Μαρίνα Κ. Ανδρομάχη Κ. Καλυψώ Μ. (Και παραχώρηση φωτογραφίας) Αργύρης Φ. Αλίκη Χ. (Και παραχώρηση φωτογραφίας) ©Ιδιωτική Έκδοση, 2020 Το έργο «sessions» διατίθεται υπό την άδεια Creative Commons. Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση- Όχι Παράγωγα Έργα. 4.0 Διεθνές 2

Στους συν-συγγραφείς μου 3

Σύντομος πρόλογος Από τις πρώτες ημέρες του lockdown, αυτής της ιδιαίτερης περιόδου που ζήσαμε, σκέφτηκα τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για να περάσουν όσο πιο δημιουργικά οι ώρες του εγκλεισμού. Σίγουρα, το νέτφλιξ θα έπαιρνε φωτιά αλλά τι θα γινόταν εάν λίγοι φίλοι «συναντιόμασταν» διαδικτυακά σε ένα ιδιότυπο σεμινάριο δημιουργικής γραφής; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι εκείνη την περίοδο είχαμε όλοι άπλετο χρόνο για να αναλογιστούμε και να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση με τον εαυτό μας. Η δική μου προσέγγιση ισχυρίζεται ότι ένα κομμάτι του εαυτού μας μπορεί να βρεθεί μέσω της γραφής. Είναι η θεραπευτική της ιδιότητα αυτή που μας καλεί μια εσωτερική φωνή που όλοι μας κρύβουμε. Γι’ αυτό και όλοι γράφουμε. Γιατί όλοι μπορούμε να γράψουμε. Ο εαυτός μας είναι ατομικός και συνάμα συλλογικός. Δεν μένει παρά να τον εκφράσουμε. 4

Ευχαριστίες Θέλω να ευχαριστήσω τους συμμετέχοντες αυτών των «συναντήσεων», την Μαρίνα, την Αλίκη, την Καλυψώ, την Κατερίνα, την Ίριδα, την Ιωάννα και την ξαδέρφη μου, την Ανδρομάχη γιατί από την πρώτη στιγμή πίστεψαν σ’ αυτό το session και το ακολούθησαν μέχρι τέλους. Σας ευχαριστώ θερμά και σας αφιερώνω αυτό το λεύκωμα, οι φωνές σας είναι εκεί και είναι δικιές σας! Ευελπιστώ πως η συνολική διαδικασία σας άνοιξε νέους ορίζοντες και σας βοήθησε να βρείτε ένα κομμάτι του εαυτού σας. Αργύρης 5

[1] Κάθε τέλος και μια νέα αρχή 6

{Κείμενο αναφοράς] Εκείνα τα χρόνια δούλευα στο αγώγι. Τρίπολη- Αθήνα εξακόσιες δραχμές. Είχα μια κράισλερ, πετούσε. Δεκατρείς Μαΐου, με το παλαιό. Έκανε μια ζέστη, χρόνια είχα να τη θυμηθώ. Μετράω με το παλαιό εγώ. Ήρθε ένας, είχε το παιδί του διφθερίτη. Το είχε κουβαλήσει πρώτα στον Παπαδημητρίου. Σπουδασμένος στη Γαλλία ο Παπαδημητρίου. Του λέει, πάρε το αεροπλάνο να το πας στην Αθήνα το παιδί. Δεν είχαν τα μέσα εδώ. Έρχεται αυτός με τη γυναίκα του, μπαίνουν στην κούρσα χωρίς συμφωνία. ― Από πού είσαι; τον ρωτάω. ― Από το Βαλτεσινίκο, μου λέει. Το πατάω εγώ το αυτοκίνητο, τα φώτα αναμμένα, έντεκα το πρωί, άντε δώδεκα. Κάνω δυόμισι ώρες μέχρι το Παίδων. Τότε, με κείνους τους δρόμους. Σταματάω μπροστά στην πύλη, βγαίνει τώρα ο άντρας με το αγοράκι αγκαλιά. Θα ήταν ως τριών ετών. Το πηγαίνει μέσα. Εγώ περίμενα. Έρχεται καμιά φορά, του λέω: Τι έγινε; Μου λέει θα το γλιτώσω, το έμπασαν στο θάλαμο. Μου λέει τι σου χρωστάω; Τι να του γυρέψω, όσα ήθελα μπορούσα, δε με είχε συμφωνήσει. Αλλά με μισό παπούτσι ήτανε. Του λέω είσαι ευχαριστημένος να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές; Βγάζει ένα πεντακοσάρικο, εκείνο είχε όλο κι όλο. Τον είδα που δίσταζε. ― Τι είναι; Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Ντρεπότανε. ― Και για ναύλα, να πάω εδώ στο Αιγάλεω, σ’ ένα συγγενή μου; 7

Του λέω δώσ’ μου τέσσερα κατοστάρικα. Τι να του πω που ήταν με μισό παπούτσι. Θανάσης Βαλτινός Ερώτηση; Αν ήσασταν ταξιτζής και ο πελάτης σας ζητούσε σκ- όντο, τι θα του απαντούσατε; Ακολουθήστε το ύφος του συγγραφέα. 8

[1] Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Ευθύς μου ‘ρθε στο νου σαν κεραυνός το παιδί, οι γονείς, η θλίψη, το παπούτσι. Μαχαίρι στην καρδιά. -Δωσ’ μου διακόσιες δραχμές ίσα για τα πετρέλαια. Το βλέμμα του δεν το ξεχνώ ως σήμερα. Ανδρομάχη [2] Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Ντρεπότανε. – Έλα μαζί μου εδώ δίπλα να μου κάνεις τράκα αν θέλεις, του λέω και βγάζω το κουτί με τα τσιγάρα απ’ την τσέπη του πουκαμίσου. Αρμένικα, τα πέρασε ξάδερφος ξαδέρφου με βάρκα από Τουρκία απέναντι. Τον βλέπω που τα μάτια του πέφτουνε στο πακέτο και μετά στα δάχτυλά μου. – Άντε πάμε, του ξαναλέω. Σβήνω την κούρσα, παίρνω τα κλειδιά. Είχε παραδίπλα ένα παγκάκι κάτω από έναν ίσκιο. Μικρό, απ’ αυτά τα μίζερα που κάνουν οι πρωτευουσιάνοι να μην πιάνουν πολύ χώρο. Κάτσαμε και το γόνατό του ακουμπούσε το δικό μου, πήγαινε πάνω-κάτω. – Πάρε να ηρεμήσεις, του δίνω ένα τσιγάρο. – Ευχαριστώ, μου λέει, εκεί δα στο θάλαμο κόντεψε να μου κοπεί η ανάσα. Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Είπα στη γυναίκα μου να βγω να σε πληρώσω αλλά πιότερο ήταν για ν’ 9

ανασάνω σωστά. Τραβάει μια μεγάλη τζούρα και λίγο σαν να σιάζει η κορμοστασιά του. Ήταν απ’ αυτούς τους νέους που μοιάζουν πιο μεγάλοι απ’ ότι είναι, απ’ αυτούς που τους έχει ξεστραγγίξει η ζωή. Κι εγώ έτσι είμαι, με γέρασε η κράισλερ πριν την ώρα μου. – Και είστε χρόνια μαζί με τη γυναίκα; ρωτάω και τραβάω μια τζούρα. – -Μας παντρέψανε πριν έξι χρόνια, δεν μας ρωτήσανε κιόλας. Κάναμε το παιδί πριν τρία. Δεν θα κάναμε άλλο. Αλλά λέει η μάνα μου αν αυτό μας βγει αρρωστιάρικο… Θα πρέπει… Σκύβει το κεφάλι. Φαίνεται να ντρέπεται πιο πολύ απ’ όταν μου ζήτησε τις πενήντα δραχμές πίσω. Νομίζω ξέρω την ντροπή του. – Κι όλο κάνεις αυτό που πρέπει ε; τον προκαλώ. Τζογάρω και το ξέρω. Ίσως σηκωθεί να φύγει, μείνει με μισό παπούτσι και χωρίς λεφτά. Δεν γλιτώνεις εύκολα απ’ το κάθε Βαλτεσινίκο. Με κοιτάει και θυμάμαι ακόμα είχε κάτι μάτια σαν τον ουρανό που με τη ζέστη ξεθωριάζει το γαλάζιο του. Σκύβει, όπως μας κρύβουν κάτι θάμνοι, και το στόμα του έχει τη γεύση απ’ τα αρμένικα τσιγάρα. Όπως και το δικό μου. Όταν τραβιόμαστε το γόνατό του πια δεν τρέμει. Παίρνω το χέρι μου από το λαιμό του που ο σφυγμός του βαράει δυνατά, βγάζω ένα κατοστάρικο και του το δίνω. Πάει να πει κάτι αλλά τον κόβω μ’ άλλο ένα φιλί. – Κράτα τα, του λέω και του βάζω και το πακέτο με τα τσιγάρα στο χέρι. Έχω κουτιά ολόκληρα από δαύτα. Κάτι χρόνια μετά πέρασα απ’ το Βαλτεσινίκο αλλά δεν τον είδα ποτέ. Ίρις Α. 10

[3] Κράτα τους παράδες σου. Ας είναι το παιδί σου καλά και τα λεφτά πάνε κι έρχονται. Και που ’σαι; πάρε και τούτα ‘δω … δεν είναι πολλά, αλλά είναι θαρρώ αρκετά για την τζούρα νικοτίνης σου. Καλή τύχη! Ιωάννα Β. [4] Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Τίποτα δεν θέλω, του λέω. Κράτα τες να πάρεις του παιδιού σου μια σοκολάτα, όταν γίνει καλά. Να γιάνει το παιδί σου, αυτό έχει σημασία τώρα. Τι να του πω που ήταν με μισό παπούτσι. Έβαλα την όπισθεν και ξεκίνησα για το χωριό. Αργύρης Φ. [5] Μου αφήνεις λέει πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Για λίγα δεύτερα, παρατήρησα το ένα του μάτι να ‘ναι καρφωμένο πάνω μου, και το άλλο να τρεμοπαίζει χαμένο στο διάστημα. Το πέτο του είχε κίτρινους λεκέδες από τον ιδρώτα, όπως όταν μιλάει το δέρμα ανθρώπου που σκάβει με τ’ αλέτρια. Ο παππούς μου ο συγχωρεμένος, θυμάμαι ερχόταν από το περβόλι μας αρματωμένος με λεμόνια, πορτοκάλια, ντομάτες όλο χαρά. Μύριζε το σπίτι φρεσκάδα και ζέση. Ας ειν’ καλά οι κόποι έλεγε. Ωραίος κι αυτός ο ιδρώτας. Γλυκό ψωμί ζυμώνει. 11

Μα αυτό το πέτο του, κίτρινο και τσαλακωμένο, πιο λερωμένο ακόμη και απ’ του πάππου μου, πάνω από το ολοζώντανο στήθος που διέγραφε το πουκάμισό του. Κίτρινος ο λεκές, λευκός ο ιδρώτας σκεφτόμουν. Κι αυτός χαλάλι. Ξυπνάει απ’ το λήθαργο μεμιάς, διακόπτω κι εγώ τις εικόνες του νου μου. Σκύβει και με κοφτή κίνηση του αριστερού άκρου μου απιθώνει το 500αρικο. – Ορίστε, μου λέει. – Φίλε μου, με έχεις ήδη πληρώσει, του απαντώ, καλή τύχη. Σαστισμένος ο καημένος όπως ήταν, δεν βάσταξε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις. Τον είδα απλά να ξεσύρει το κορμί του με ένα ευχαριστώ και να χάνεται. Τι τα θες, ακόμη αγνοώ την τύχη αυτού και του παιδιού του. Ας είν’ καλά οι κόποι, που ‘λεγε κι ο παππούς μου. Καλυψώ [6] Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Τον κακομοίρη τον λυπήθηκα τον φουκαρά. Το είχε μεγάλη έγνοια το μωρό… Έκαμα και γω εκείνη τη στιγμή τις προσθαφαιρέσεις στο μυαλό μου να του φτάσουν του ανθρώπου. Άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, από χωριό... Όλοι, συγγενείς και φίλοι ήταν κάτω... στα μέρη του. Το ξανασκέφτηκα. Ας ερχόταν μωρέ στο σπίτι ένα δωμάτιο το είχαμε να τους φιλοξενήσουμε τους ανθρώπους. Είχαν ένα πράο και αθώο βλέμμα και αυτός και η γυναίκα του. Αυτό το αυθεντικό και απλό, της επαρχίας... Έτσι που στεκόταν μπροστά μου περιμένοντας να του αποκριθώ, έβλεπες τις τσέπες, χιλιοτρύπιτες να προβάλλουν μέσα τους τα λιγοστά 12

λεφτά του. Τίποτα άλλο δεν είχε. Ένα μικρό τσαντάκι με τα ρούχα του. Η γυναίκα του πιο πίσω μιλιά δεν έβγαλε. Βγήκε από το αμάξι και κοιτούσε χάμε. Τι να τους πω και γω; Τέτοιο δεινό με τη υγεία μας δεν είχαμε εμείς. Δόξα τω θεώ. Θυμάμαι όμως και γω τη φορά που ξέμεινα με το ταξί στη μέση του πουθενά και δεν βρισκόταν άνθρωπος τριγύρω. Να έχει κλείσει και το κινητό. Δράμα σου λέω… Είχε πιάσει και νύχτα άσε! Μέχρι που πέρασε ένα φορτηγό, τύχη δεν μπορείς να φανταστείς.. Ήταν ένας πλανόδιος καλαθάς που πουλούσε την πραμάτεια του από εδώ και από εκεί. Με πήρε που λες ο άνθρωπος να ξημερωθώ κάπου και να ζητήσω βοήθεια από κανένα συνεργείο την επόμενη. Ήρθαν τελικά και κάθισαν σε εμάς δυο βράδια μέχρι να δουν τι θα κάνουν. Το μπαλκονάκι με τις γαρυφαλλιές τους θύμισε τον κήπο τους στο χωριό. Βάλανε εκεί δυο καρεκλάκια και κάθονταν με τις ώρες αντίκρυ σκεπτικοί. Άιντε φέρε μου τώρα έναν ελληνικό διπλό σκέτο! Με τούτα και με εκείνα ξέχασα και γιατί ήρθα! Τέλος πάντων για να τελειώσω την ιστορία καλύτερα πήγε το μικρό τις επόμενες μέρες! Κρατήσαμε και επαφή, μου ‘στελναν και κανένα γράμμα με την αλλαγή κάθε χρόνο, παράδοση, γίναμε φίλοι καρδιακοί ... Ώρες, ώρες έτσι όπως τα σκέφτεσαι λες πώς μια τέτοια τυχαία συνάντηση, μια άσκοπη στιγμή για κάποιον άλλον, που θα του έτρωγε τον χρόνο του, μια ακόμη κούρσα ίσως, μπορεί τελικά να ενώσει … Μαρίνα 13

[7] Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Κοντοστέκομαι για λίγο. Μιας και δεν έχω βρεθεί σε τέτοιο δίλλημα αναρίθμητες φορές. Ποιός ζήτησε ποτέ από περαστικό στο δρόμο του άγευστες υποδείξεις; Αρχίζω να ψάχνω για χαρτί και μολύβι. Του δίνω τον αριθμό μου. – Τί είναι αυτό; Απόρησε. – Γύρνα μέσα να καθίσεις με το παιδί σου, να ακούσεις τους γιατρούς. Αν μετά θες ακόμη τσιγάρο, πάρε με τηλέφωνο. Το πακέτο που σου χρωστάω θα συνοδεύεται από μία εξήγηση. Αλίκη [8] Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Τετρακόσιες πενήντα κι ούτε δραχμή παραπάνω, του λέω. Του 'δωσα τα ρέστα και γκάζωσα. Έχω κι εγώ ανάγκες ρε φίλε. Βάλε βενζίνες, βάλε τη φθορά, αμάξι είναι κι όχι ό, τι κι ό, τι. Να φάει θέλει, δεν φταίω εγώ γι αυτό. Να μου 'λεγε για κάνα σάντουιτς ναι μάλιστα. Αν τα 'θελε για το κατιτίς του μωρού, τότε ναι. Για τσιγάρα, ρε φίλε, ε όχι μου 'ρθε να του πω. Μα τον λυπήθηκα. Με μισό παπούτσι ήτανε. Έκανα το σωστό. Πενήντα δραχμές. Η δουλειά μας έκανε όπως είμαστε. Τόσες ώρες στο τιμόνι, χάνεις και βρίσκεις τον εαυτό σου. Και τον χάνεις πάλι. Αν είχες δει αυτά που είδα. Στην αρχή εύκολα σε πιάνουν 14

κορόιδο. Ειδικά άμα σε δούνε πονεσιάρη. Εγώ στην ηλικία σου ήμουνα και πολύ αισθηματίας, να πούμε. Τώρα, δηλαδή, άμα εσύ μου ζητούσες πενήντα δραχμές για τσιγάρα θα στα ‘δωνα. Καπνίζεις, μάτια μου; Καλά κάνεις. Δεν υπάρχει πιο σιχαμένο πράγμα απ' τη γυναίκα που καπνίζει, δεν μπορώ να το βλέπω, μου γυρνάνε τ' άντερα, μα το θεό. Άσε που είναι κι έξοδα. Λοιπόν που σ' αφήνω; Εδώ καλά είναι; Τρακόσες δραχμές και μην μου κάνεις παζάρια. Δε στην είπα τυχαία την ιστορία, την λέω σε όλους όσους μπαίνουν εδώ. Σε λίγο θα την ξέρει όλη η πόλη, θα τη δούμε και σε κανένα βιβλίο γραμμένη. Κατερίνα Ζ. 15

[2] Αφηγήματα 16

[1] [Body of Water] Ποτέ δεν πίστευα ότι δυο άγνωστοι μπορούσαν να γνωριστούν σε ένα πάρκο. Αυτά που βλέπομε στο Χόλυγουντ δηλαδή. Ή μάλλον ποτέ δεν πίστευα ότι εγώ, ένας τόσο εσωστρεφής και κλειστός άνθρωπος, θα μπορούσα να πιάσω συζήτηση με κάποιον άγνωστο σε ένα σχετικά ουδέτερο έδαφος. Ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έχω ακόμη αμφιβολίες αν τελικά ήμουν εγώ εκείνος αλλά οπωσδήποτε μένω έκπληκτος που ήμουν έτσι εγώ. Ας το πάρουμε από την αρχή λοιπόν. Κοίταξα το ρολόι μου και συνειδητοποίησα ότι η συνάντηση με τον εκδότη καθυστερούσε ακόμη τουλάχιστον δύο ώρες. Είχα κατέβει αρκετά νωρίς στο κέντρο εκείνη τη ζεστή μέρα κάπου στις αρχές Ιουλίου. Ήμουν πολύ τυχερός που βρήκα να παρκάρω σε ένα σημείο που δεν είχε πολλή κίνηση και ήταν αρκετά κοντά στο στενό που βρισκόταν ο εκδοτικός οίκος. Για να σκοτώσω την ώρα μου αποφάσισα να πάω μια βόλτα στο διπλανό πάρκο. Δεν το συνηθίζω, βέβαια, να κάθομαι σε χώρους που εύκολα μπορούν οι άλλοι να με διαβάσουν, αλλά αυτό συνήθως συμβαίνει σε χώρους όπου υπάρχουν γνωστοί, λόγου χάρη πίσω στα πάτρια εδάφη, αλλά εδώ, στην πόλη, θα απολάμβανα την ανωνυμία μου, ακουμπώντας πάνω σε ένα μεσαίου μεγέθους τσιμεντένιο πεζουλάκι. Η σκιά που ο μεγάλος πλάτανος έριχνε πάνω στο μέρος που καθόμουν με έκανε να αναπολήσω τα καλοκαιρινά πρωινά που περνούσαμε στην πλατεία του χωριού, όπου τεράστια πλατάνια περικύκλωναν το πέτρινο οικοδόμημα στη 17

που περνούσαμε στην πλατεία του χωριού, όπου τεράστια πλατάνια περικύκλωναν το πέτρινο οικοδόμημα στη μέση του οποίου υπήρχε ένα σιντριβάνι με αναβλύζοντα νερό. Μερικές φορές είχε και κάτι ψάρια. Μερικές φορές. Κι αυτό γιατί τα μικρά παιδιά που βουτούσαν τα χέρια τους και έτρεχαν πάνω κάτω με τις μανάδες να τα φωνάζουν να σταματήσουν. Αυτή ήταν η αίσθηση και το αίσθημα που μου ήρθε, καθώς ένιωθα το αέρα να αναμιγνύεται με τη δροσιά του ίσκιου και με ένα απαλό θρόισμα των φύλλων να φτάνει και να κινεί αέρινα το πάνω μέρος του λευκού πουκαμισού μου. Απεχθάνομαι τα κοντομάνικα πουκάμισα κι έτσι συνηθίζω να διπλώνω τα μανίκια του κανονικού, μακρυμάνικου πουκάμισου. Αυτό το απαλό αεράκι ήταν ό,τι πρέπει για εκείνη την ώρα. Καθόμουν επάνω στο πεζουλάκι και σκεφτόμουν όλα αυτά τα πράγματα, καθώς επίσης, και τους τρόπους με τους οποίους θα διαχειριζόμουν την επερχόμενη συνάντηση. Δεν είμαι εγώ ο άνθρωπος που πολύ εύκολα διαχειρίζεται τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις. Έστριψα το κεφάλι μου αριστερά και πήρα μια πανοραμική λήψη του πάρκου. Δεν ήταν και πολύ μεγάλο, ωστόσο, διέθετε αρκετά ψηλά δέντρα που φρόντιζαν να χαρίσουν παχιά σκιά στους περαστικούς που ήθελαν να ξαποστάσουν, να πάρουν μια ανάσα δροσερού αέρα, να αποτινάξουν τον διαρκή βόμβο της πόλης και των υποχρεώσεων. Πράγματι, εκείνος ο Ιούλης ήταν πολύ ζεστός, ήδη από τις πρώτες μέρες του μήνα. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν στα μέσα και στα τέλη του; Θα έβραζαν τα τσιμέντα, αυτό θα ήταν το μόνο σίγουρο. Ευτυχώς που σε λίγες μέρες θα πήγαινα στο πατρικό, να περάσω τις ζεστές μέρες του μήνα κάτω από τον πλάτανο της μικρής πλακόστρωτης πλατείας του χωριού. Επανέρχομαι στο πάρκο. Όσοι σταματούσαν ήταν περαστικοί και δεν καθόταν παραπάνω από δέκα λεπτά. Συνήθως, οι περισσότεροι περίμεναν κάποιον άλλο και στη συνέχεια 18

έφευγαν. Στρίβοντας το κεφάλι μου προς τα αριστερά, συνειδητοποίησα ότι καθόταν στο ίδιο πεζούλι με εμένα μια κοπέλα. Ήταν κοκκινομάλλα, με λίγες φακίδες ραντισμένη εδώ και εκεί στο πρόσωπό της. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και ένα ψάθινο καπέλο. Πρέπει να ήταν έως τριάντα ετών. Το πολύ. Παρατήρησα ότι στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο. Με διακριτικό τρόπο κάρφωσα το βλέμμα μου στο τίτλο του βιβλίου, αλλά πριν προλάβω να γυρίσω με περιττή αδιακρισία το κεφάλι μου στα δίπλα για να διαβάσω τον τίτλο, κατάλαβα αμέσως ποιο βιβλίο ήταν από το εξώφυλλό του. Ήταν μια συλλεκτική συλλογή αγγλικής Βικτωριανής ποίησης. Την ίδια συλλογή είχα κι εγώ και εξακολουθεί έως σήμερα να κατέχει τιμητική θέση στη βιβλιοθήκη μου. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ότι κάποιος άνθρωπος, μάλιστα νέος, διαβάζει Βικτωριανή ποίηση και ειδικότερα από το πρωτότυπο. Θα μου πεις ότι κι εσύ τη διάβαζες, αλλά η δική μου συμπεριφορά σε οτιδήποτε αγγλικό και Βικτωριανό δεν είναι η πιο φυσιολογική που μπορείς να βρεις σε ένα άτομο της ηλικίας μου. Ήθελα να τη ρωτήσω πως κι έτσι τη διάβαζε. Κι όχι μόνο τη διάβαζε, αλλά σημείωνε ανεπαίσθητα με ένα μικρό μολύβι επάνω της. Η περιέργεια μου ήταν μεγάλη αλλά το άγχος μου μεγαλύτερο που θα ξεκινούσα μια κουβέντα με ένα άγνωστο για μένα άτομο. «Μήπως έχετε ένα λεπτό» τη ρώτησα, μη μπορώντας να ακούσω τίποτα άλλο από την καρδιά μου που χτυπούσε σαν τρελή από το άγχος της. «Φυσικά» χαμογέλασε μέσα από τα κάτασπρα ίσια δόντια της. «Πείτε μου». «Πως κι έτσι διαβάζετε αγγλική Βικτωριανή ποίηση; Θέλω να πω ότι δεν είναι και πολύ συνηθισμένο ανάγνωσμα», πήγα να γελάσω αλλά το έπνιξα. 19

«Κι εσείς που το ρωτάτε, γιατί διαβάζετε Βικτωριανή ποίηση; Θα τολμούσα να πω ότι κι εσείς αφήνεστε στο λόγο του T(ennyson)» Είχα ενθουσιαστεί. Είχε καταλάβει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι νόμιζα ότι θα καταλάβαινε. Την κοίταξα έκπληκτος. «Εν πάση περιπτώσει, είναι για τη διδακτορική διατριβή μου. Κι ας μιλάμε στον ενικό». Φαινόταν από τον τρόπο που μιλούσε ότι έβγαζε μια Βικτωριανή αθωότητα και μια δυναμικότητα ταυτοχρόνως. Πήρα το θάρρος να απλώσω το χέρι για να συστηθώ. «Amy Κονταξάκη» μου απάντησε εκτείνοντας το χέρι της προς την μεριά μου. «Ελληνο-ιρλανδέζα. Μαμά από Δουβλίνο, μπαμπάς από Κρήτη. Ξέρεις τουρισμός που οδηγεί σε γάμο» γέλασε. Γέλασα κι εγώ. Το γέλιο της ήταν βαθύ και σίγουρο. «Κάνει πολύ ζεστή σήμερα. Τι λες, πάμε μια βόλτα στην παραλία να μας φυσήξει λίγο θαλασσινός αέρας;» Συνειρμικά σκέφτηκα το ραντεβού με τον εκδότη και το χέρι μου πήγε ενστικτωδώς στην εφαρμογή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο κινητό μου. Εκείνη μάζεψε τα βιβλία της μέσα σε μια υφασμάτινη τσάντα και κατευθύνθηκε προς το ποδήλατό της. «Θα πάμε με το αμάξι» πρότεινα εγώ. «Ξέρω ένα μέρος πολύ καλό» ένιωσα σίγουρος. «Το ποδήλατο θα το βάλουμε στο πορτ-μπαγκάζ». Σε λίγη ώρα βρισκόμασταν στο αυτοκίνητο. Είχαμε πάρει ήδη τον δρόμο προς την παραλιακή. Τα δάχτυλά της ήταν πάνω στο καντράν του ραδιοφώνου, ψάχνοντας να βρει την κατάλληλη συχνότητα. Άνοιξα τα παράθυρα και ο ήχος του κινούμενου αέρα, που έπεφτε με μανία στα πρόσωπά μας, ανακατευόταν αρμονικά με τον τόνο της φωνής της. Μιλήσαμε για το διδακτορικό της, για Βικτωριανή ποίηση, για βιβλία και μουσικές. Μετά από περίπου ένα τέταρτο είχαμε παρκάρει το 20

αυτοκίνητο κάτω από μια παχιά σκιά. Πατήσαμε στην άμμο και ταυτόχρονα και οι δυο βγάλαμε τα παπούτσια μας. Δεν φορούσα κάλτσες με τα loafers εκείνη τη μέρα κι έτσι όλα ήταν πιο εύκολα. Η παραλία που πήγαμε ήταν ερημική. Απέραντη αλλά ερημική. Στο βάθος της ακτής διέκρινα ορισμένους λουόμενους αλλά ήταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Εκεί που στένευε ο κόλπος υπήρχαν κάτι βράχια. Από πάνω τους έπεφτε καλή σκιά. Η ζέστη βέβαια εξακολουθούσε να είναι ανυπόφορη. «Θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στην ερευνά σου» ξεκίνησα τη συζήτηση με την ελπίδα ότι δεν είχε ήδη βαρεθεί. «Φυσικά, θα σου δώσω το mail μου. Γενικά αυτό μόνο χρησιμοποιώ. Απεχθάνομαι τα κοινωνικά δίκτυα» μου είπε καθώς έβγαζε ένα μικρό σημειωματάριο και μου έσκισε μια σελίδα. Μου έδωσε το χαρτί και θαύμασα τα τέλεια γράμματά της σε αντίθεση με τα δικά μου ορνιθοσκαλίσματα. «Θα σου στείλω σύντομα» την διαβεβαίωσα. Το πουκάμισο είχε κολλήσει στην πλάτη μου από τη ζέστη κι ήμουν σίγουρος ότι θα φαινόταν απαίσια από πίσω. Ευτυχώς καθόμασταν αντικριστά. Κοίταξα την Amy και οίκτιρα τον εαυτό μου που δεν είχα βάλει κοντό παντελόνι. Ένα μπλε τσίνο γυρισμένο στον αστράγαλο δεν έκανε τίποτα. Θα τολμήσω να προτείνω να βουτήξουμε. Δεν με αναγνωρίζω. Εγώ να προτείνω τέτοια πράγματα σε ένα άτομο που το ήξερα ούτε μια ώρα. Ο χτύπος της καρδιάς ανέβηκε πάλι ως τα αυτιά. «Ζέστη σήμερα… Τι λες, βουτάμε για μια δροσιά;» «Θα σε στενοχωρήσω αλλά εγώ δεν μπαίνω ποτέ στη θάλασσα. Μονάχα την κοιτώ απ’ έξω». «Κι αυτό γιατί;» σκέφτηκα μήπως το παρακάνω αλλά ήδη η γλώσσα είχε αρθρώσει τις λέξεις. «Γιατί είμαστε body of water. Το 70 τοις εκατό του ανθρώπου αποτελείται από νερό. Είμαι ήδη μέσα στο νερό. 21

Γιατί να μπω σε επιπλέον». Ήθελα να συνοφρυώσω το βλέμμα μου αλλά δεν το έκανα. Τι να εννοούσε. Δεν τόλμησα να ρωτήσω. Αρκέστηκα λέγοντας ότι είναι μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση. «Και τώρα πρέπει να φεύγω» έκανε. Σκέφτηκα μήπως το είχα παρακάνει με την πρόταση περί βουτιάς. «Αλήθεια, πρέπει να με συγχωρήσεις, έχω μια επείγουσα συνάντηση» είπε καθώς σηκωνόταν από το βράχο. Ήταν πανέμορφη. «Ωραία, θα σε πετάξω εγώ» «Όχι δεν είμαι μακριά, θα πάρω το ποδήλατό μου και θα φύγω. Αλήθεια δεν χρειάζεται». Περπάτησε μέχρι το ξεκλείδωτο αυτοκίνητο, πήρε το ποδήλατο και ήρθε προς το μέρος μου. «Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία και τη βόλτα. Θα περιμένω να μου στείλεις για την έρευνα. Αντίο, body of water» μου είπε καθώς έστριβε τον ίσιο κορμό της μακριά μου. Πέρασε αρκετός καιρός από τότε. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι είχε γίνει εκείνη την μέρα. Μήπως ήμουν αρκετά ενοχλητικός με τις ερωτήσεις; Μα ακόμη και τώρα εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου που ήμουν εγώ εκείνος. Κι αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πως θυμήθηκα εκείνη την ιστορία. Ψέματα λέω. Κάθε μέρα τη θυμάμαι. Στέκομαι τώρα μπροστά από τη σελίδα με τις επαφές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μου. Ελαχιστοποιώ το παράθυρο και ανοίγω τον εξερευνητή αρχείων. Βρίσκω ένα έγγραφο με τίτλο Body of Water. Είναι ένα ποίημα. Ένα ποίημα για εκείνη. Ανοίγω το έγγραφο και έρχομαι αντιμέτωπος με λέξεις τοποθετημένες πάνω σε μια λευκή σελίδα. Αργύρης Φ. 22

[2] [Σκηνές από ένα science fiction] Εκδοχή 1 Disclaimer Αυτό που θα διαβάσετε ουδέ μία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Οποιαδήποτε ομοιότητα σε πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική…. ΣΚΗΝΗ 1 Σε κάποιο διαμέρισμα στην Αθήνα Χ. - Μωρό, τι έχει το δέμα τελικά; Καλυψώ - Τι να σου πω, χωρίς όνομα αποστολέα, ή καμιά εταιρεία καλλυντικών με συμπονάει για τα -άντα μου και στέλνει χαριστικά συνδρομή ή κανένας θαυμαστής. Λες να ‘ναι εκείνος ο παλιός συμμαθητής απ’ το σχολείο; Χ. - (γέλιο επιδοκιμασίας) τι μωρό έχω εγώ με χιούμορ Καλυψώ - Καθόλου χιούμορ, ανοικτό έχω το φέις, μπες δες, με ‘χει πρήξει στα γλυκόλογα. Εν πάσει περιπτώσει, διάλεξε χέρι. Χ. - Το δεξί; Καλυψώ -Ωραία, άνοιξέ το εσύ. Πάω σούπερ μάρκετ (κλάιν!) 23

ΣΚΗΝΗ 2 Μια σκηνή απ’ το μέλλον. Γιώργος - Ο ανυποψίαστος ας τον ονομάσουμε Χ, άνθρωπός μας, ανοίγει το δέμα και τότε ΜΠΟΥΜΜΜΜΜΜΜ (σκύβει με σατανικό ύφος και γουρλωτά μάτια και πετάγεται απότομα) Καλυψώ - (γέλιο με δάκρυα (ναι, να το κάνει, δεν κατάλαβαααα!!!!!) ) ρε Γιώργο παύλα Χ, φάρσα στον ίδιο σου τον εαυτό θα κάνεις ; Αυτοσαμποτάρεσαι; Γιώργος -Θέλω να πεθάνω ακμαίος γαμώ Καλυψώ -Ξέχνα το! (γέλιο με νάζι … ) Εγώ αποφασίζω. Γιώργος -Για πες τι θα βάλεις τελικά ; Καλυψώ -Δεν ξέρω ακόμη ακριβώς. Θα στείλω χρήματα σίγουρα. Τα χρειαζόμουν εκείνη την περίοδο για την μικρή μου εταιρία. Καλά ντάξει, θα πάθω ΣΟΚ για επίδαυρο!, το ‘θέλαμε το δράμα μας Γιώργος -Στάνταρ! (γέλιο γέλιο γέλιο) ΣΚΗΝΗ 3 Και πάλι πίσω στην Αθήνα …. 24

Γιώργος Παύλα Χ -Να σου πω ρε Καλυψώ, μας χρωστούσε κανένας δανεικά; Καλυψώ -Όχι, γιατί; Γιώργος- -Βρήκα κάτι μετρητά 10.000 ευρώ σε ένα μικρότερο φάκελο και μια κάρτα μπορδοροδοκοκκινωπή που έλεγε “Κίπ ιτ σίμπλ μάι λίτλ γκέρρρρλ. ΙΙφ γιου φέικ ιτ, γιουλλλ μέικ ιτ”. Καλυψώ -(γέλιο απορίας με απόγνωση, με εντυπωσιασμό και με φόβο, όλα μαζί, στέκεται λίγο, συνοφρυωνει φρύδια, τώρα παίρνει απόφαση, τώρα) μου κάνεις πλάκα, να δω Γιώργος -Για την ακρίβεια, νόμιζα εσύ μου κάνεις πλάκα ! Τα γράμματα αυτά είναι δικά σου! Καλυψώ -Έλα ρε Γιώργο, πού τα βρήκα, στη Συγγρού; Γιώργος -Είχε και κάτι άλλο το δέμα Καλυψώ -Τι; Γιώργος -Κάτι σαν ημερολόγιο, δικό σου. Σαν από αυτά που έγραφες στα φοιτητικά σου χρόνια, φαντάζομαι αναλύοντας μέσα σ’ όλα, τη θεωρία της σχετικότητας. (γέλιο ειρωνείας) Καλυψώ -Bullshit! Καλυψώ -Ρε μαλάκα, η ερευνητική μου ! Καλυψώ 25

[3] Δεν ήθελα να κάτσω πάλι με την ίδια συντροφιά. Άγνωστο που να έχω ξαναπετύχει μου θεριεύει την γνωστή μου αμηχανία, με ξέρεις. Πάλι καλά που έχω κατακτήσει και μία νωχελικότητα στις κινήσεις μου αυτές τις μέρες. Και να μην έχει ένα άδειο παγκάκι σε αυτό το -ο Θεός να το κάνει πάρκο- αυτό δίπλα στο γήπεδο! Τον είδα να με κοιτάζει που κάθισα, εγώ φυσικά ως αγγούρι αυθεντικό δεν κούνησα βλέφαρο. Τώρα θα κάνω την ανατροπή; Κρίμα θα είναι. Μου χαμογέλασε. Ήθελε έναν καλό οδοντίατρο. Κάθομαι κι εγώ στη γωνίτσα μου γρήγορα γρήγορα - δε θέλω να το σχολιάσεις - Περιμένω, περιμένω μπας και φύγει και ηρεμήσουν τα νεύρα μου. Δε μου έφταιγε σε τίποτα ο Χριστιανός αλλά ήλπιζα για λίγη δυσεύρετη ηρεμία. Πες μου πως με κοροϊδεύεις.. Χρειάζομαι την πολύτιμη βοήθειά σας, μου λέει.Έχετε λίγο χρόνο να μου διαθέσετε; Εξαρτάται, θα πω. Μπορείτε να μου πείτε τι γράφει εδώ κάτω; έχει έναν όρο στα αγγλικά, αλλά αυτό το άθλημα δεν το ασκώ. Μισό λεπτό να δω.. Να δεν έχω τα γυαλιά μαζί μου. Θες να μου τον προφέρεις; Κνοτς! Σούπα τα έκανα; Όχι, σημαίνει κόμπος. Αν επιτρέπεται, τι μελετάς τόσες μέρες; Εσύ που ξέρεις πως έχει μέρες; Έπιασα να κλείσω την τσάντα μου, να βρω λίγο το χρόνο να ανασυνταχθώ. Τελικά δε θα μάθω να το βουλώνω.. Εκείνος μάλλον με λυπήθηκε. Διαβάζω το ”Πως να μάθετε καλαθοπλεχτική σε 30 μέρες”. Μου έχουν μείνει μόνο οι 22 και ίσα ίσα που προλαβαίνω! Δε με νοιάζει, η πωλήτρια μου υποσχέθηκε. 26

Δε με νοιάζει, η πωλήτρια μου υποσχέθηκε. Ήταν το τελευταίο που περίμενα να ακούσω. Οι περισσότεροι προτιμούν κάτι πιο κλασσικό. Μάθε τέχνη κι άστηνε, λένε αγαπητή μου. Που ξέρεις τι σου ξημερώνεται αύριο; ‘Ολο και κάτι έχω κάτι στο νου μου..του είπα Δεν μπορεί, κάτι θα έχεις κι εσύ που θες να ξεκινήσεις εδώ και καιρό. Έχεις λίγο χρόνο στη μέρα σου; Χρόνο έχω, διάθεση δε μου βρίσκεται. Ζωγραφική ήθελα να μάθω αλλά δύσκολο. Ανοησίες, αν μου επιτρέπεις. Αύριο φέρε την ίδια ώρα μολύβι και χαρτί. Βρήκες και το πρώτο σου θύμα, υπόσχομαι να κάτσω ακίνητος! Εγώ θα διαβάζω το βιβλίο μου, εσύ μπορείς να ζωγραφίζεις. Μα… Κοίτα, το σωστό είναι να σε αφήσω να το σκεφτείς. Θα σηκωθώ να γυρίσω γιατί πιάστηκα. Αν το θελήσεις, εγώ αύριο εδώ θα είμαι. Έσκυψε και μου φίλησε το χέρι γλυκά, μία κίνηση τόσο παράταιρη στον χώρο που βρισκόμασταν. Πόσο ντράπηκα έτσι σκαφιδωμένο που έχει γίνει, δεν φαντάζεσαι! Καταλαβαίνεις τώρα Ρούλα μου; Άκυρη η εκδρομή του Ζορπίδη, δεν έρχομαι Παναγία Σουμελά. Αλίκη 27

[4] Το τελευταίο πράγμα που είδα, ήταν το ξυπνητήρι να αναβοσβήνει 12:07 πριν να χώσει τα μακριά αρπακτικά νύχια της στο στήθος μου και το άλλο της χέρι να καλύπτει τις κραυγές μου. Σηκώθηκα και ανακάθισα, ανακουφισμένος ότι ήταν μόνο ένα όνειρο, αλλά όταν είδα το ξυπνητήρι να λέει 12:06, άκουσα την πόρτα της ντουλάπας να ανοίγει. Η καρδιά μου έσφιξε μέσα μου, προετοιμασμένος να ξαναδώ μπροστά μου το ίδιο αυτό όνειρο να ξαναζωντανεύει. Τη μια να με πλησιάζει με ένα τρυφερό χάδι και να θέλει να με τυλίξει στην αγκαλιά της και την άλλη επιθετική να έρχεται προς τα πάνω μου και να τραβάει τη σάρκα μου με μένος, σαν να θέλει να μου βγάλει τα σωθικά. Έρχεται πάντα την ίδια ώρα, πιστή στο ραντεβού μας, ένα κοινό μυστικό. Μια στον ύπνο μου παίρνει τη μορφή μακρινού ονείρου, την άλλη με ξυπνάει ο θόρυβος από το έμψυχο σώμα της, που τριγυρνάει στο σπίτι και κάτι ψάχνει. Να το βρήκε λες αυτή τη φορά και να είναι καλή μαζί μου ή να χάθηκε πάλι μέσα στο σορό τα πράγματα και να πρέπει να αντιμετωπίσω την οργή της; Ξαφνιάστηκα η αλήθεια είναι αυτή τη φορά, πρώτη φορά έρχεται δυο φορές μέσα στην νύχτα να με βρει. Ακούγεται θόρυβος μέσα, ακόμη δεν θα βρήκε κάτι ανάμεσα στα πουλόβερ, τα δυο παντελόνια, στα παλιομοδίτικα πια κουστούμια μου και τις ξεχασμένες γραβάτες, άλλης εποχής απομεινάρια. Κανένα ενδιαφέρον δεν είχαν πλέον αυτά τα ενδελεχώς τακτοποιημένα κρεμαστάρια, δεν χρειαζόταν η τόση οργάνωση που είχαν πια. Ας τα κάνει άνω κάτω, μπας και βρει αυτό που θέλει να σταματήσει επιτέλους αυτό το καθημερινό μαρτύριο. Μου παραλύει τα άκρα, με καταστρέφει και ξέρω ότι η σχέση μας δεν έχει ημερομηνία λήξης. Θα μπορούσε να είχε πάρει διαζύγιο, είχε την επιλογή, αλλά έτσι είναι νομίζει η αγάπη, ένα κτήμα, που 28

ακόμη και τώρα που με την αυτοκαταστροφικότητα της εξαφανίστηκε από προσώπου γης, έκοψε κάθε επαφή, με βλέπει ώρες ώρες καχύποπτα και ψάχνει να βρει τα ‘μυστικά’ μου. Δεν γνωρίζει όμως ότι ψάχνοντας και σκαλίζοντας τα αντικείμενα ξεχνάς στην τελική τι είναι τελικά αυτό που ψάχνεις… Μαρίνα 29

[5] Και σήμερα εκεί είναι. Τον βλέπω. Σήμερα είναι διαφορετικός, πιο άνετος θα έλεγα… Και πάλι τυπικός στην ώρα του, στην ώρα μας. Τι ώρα δηλαδή… ώρες ολόκληρες που ξεκινούν από τις 10 και μισή το πρωί! Αυτό θα πει συνέπεια… Νιώθω σαν να γνωριζόμαστε καιρό και ας είναι μόλις μία εβδομάδα που τον πρωτοείδα. Πώς γίνεται να μην τον πρόσεξα τόσο καιρό! Αλλά μήπως έτυχε να μείνω για τόσους μήνες συνεχόμενα σπίτι και μάλιστα χωρίς δουλειά, χωρίς καμία υποχρέωση; Ποτέ! Ίσως και για αυτόν ισχύει το ίδιο. Υπό νορμάλ συνθήκες, την προ ιού εποχή, δεν υπήρχε ούτε χρόνος ούτε λόγος και ούτε σου καν περνούσε από το μυαλό να κάθεσαι στο παράθυρο με τις ώρες. Άσε που θα σε περνούσαν οι γείτονες για περίεργο, αν όχι για τρελό! Βλέπεις, μέχρι πρότινος κυριαρχούσαν τα προσωπικά δεδομένα και η ιδιωτικότητα! Τώρα τα δεδομένα μας δεν θέλουμε να ναι προσωπικά. Θέλουμε να τα μοιραστούμε! Για αυτό και όλοι καθόμαστε στα παράθυρα και κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Έτσι κάνουμε και εμείς. Φτιάχνουμε εγώ τσάι και αυτός καφέ και καθόμαστε αντικριστά. Μαγειρεύουμε, τρώμε, διαβάζουμε, καθαρίζουμε, κοιμόμαστε. Κυρίως όμως απλά κοιταζόμαστε. Μόνο που δεν μιλάμε… Δεν έχουμε μιλήσει και ποτέ δηλαδή… Ούτε το όνομα του ξέρω. Ξέρω μόνο ότι εγώ είμαι εδώ και αυτός εκεί. Τι μαγευτική απλότητα! Να είναι άραγε αυτό που μας συνδέει μια βαθύτερη πνευματικότητα; Μια συμπόνια για την κοινή μοίρα των ανθρώπων; Ένας αλλιώτικος έρωτας; 30

Ας είναι ό,τι είναι… Αρκεί να μην είναι μόνο στο μυαλό μου… Τρέμω και μόνο στην ιδέα! Αποκλείεται! Τι σκέφτομαι! Να, ορίστε! Μόλις μου χαμογέλασε...! Ανδρομάχη 31

[6] [Χτύπα ξύλο] «Σε περιόδους μεγάλου άγχους το φαινόμενο είναι σύνηθες», είπε ο γιατρός με ένα κρύο χαμόγελο κοιτώντας με στο μέτωπο. «Πείτε μου, υποφέρετε από πονοκεφάλους; » «Ναι γιατρέ». «Η περίοδος σας είναι σταθερή;» «Μάλιστα.» «Ε τότε δεν έχετε να ανησυχείτε, αγαπητή μου. Συμπτώματα απλής κούρασης. Θα σας γράψω εδώ κάποια υπνωτικά και θα σας συνιστούσα να τρώτε καλά. Δεν θέλουμε να χάσουμε κι άλλο βάρος, έτσι; Κούνησα το κεφάλι μου κι έσυρα τα πόδια μου στην έξοδο. Η Μάρθα με υποβάσταζε. «Ξέρεις πόσα χρόνια μένω μόνη μου; Πάντα ήμουν εύκολη στον ύπνο». «Ίσως να φταίει η μετακόμιση, Άννα μου. Πιέστηκες», μου είπε με μια συγκατάνευση, όπως μιλάνε στους τρελούς. «Το απόγευμα κιόλας θα έρθω να σου κάνω παρέα.» «Θα μείνεις και το βράδυ;» είπα κλείνοντας για λίγο τα μάτια μου. Ευχόμουν από μέσα μου να πει ναι. «Ε ξέρεις τώρα, θα έρθει ο Τάκης το βράδυ. Σου υπόσχομαι όμως ότι μες στην εβδομάδα θα πω και στις άλλες να μαζευτούμε. Έλα μωρέ, χαμογέλα λίγο». Μα η Μάρθα δεν ήρθε το βράδυ. Ο Τάκης αποφάσισε να της κάνει έκπληξη κι έσκασε μύτη νωρίτερα με ένα μπουκάλι ουίσκι και πραλίνες. Δεν το συνηθίζει το ρεμάλι. Κάτι δεν πάει καλά, σκέφτηκα. Αλλά δεν ήθελα να της χαλάσω τη χαρά. Κλείσαμε το τηλέφωνο κι ένιωσα 32

αμέσως τους τοίχους να με πλακώνουν. Δεν είναι ότι δεν μου άρεσε το καινούργιο σπίτι, μια χαρά ήταν. Άνετο, καλόγουστο κι επιτέλους δικό μου. Είχα κουραστεί να ζω στο νοίκι. Ίσως να φταίει το ξύλο. Από την ημέρα που έξυσα τη σταγόνα της μπογιάς με το μαχαιράκι, το κεφαλάρι του κρεβατιού μου με εκδικείται. Εκείνη την ημέρα δημιούργησα άθελά μου μια πληγή στο καλογυαλισμένο έπιπλο. Στενοχωρήθηκα γιατί ήταν καινούργιο. Πανάκριβο μου βγήκε το κρεβάτι γιατί ήταν αυθεντική καρυδιά, κανονικό ξύλο κι όχι πριονίδια. Με τον καιρό, η πληγή γινόταν όλο και πιο ρηχή, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Από τότε το ξύλο άρχισε να βγάζει ήχους. Μικρά κρακ, διακριτικά, μα τόσο δυνατά ώστε να μην περνούν απαρατήρητα. «Ανοησίες», είπε η μαμά μου. «Βρε χαζό, συστέλλεται και διαστέλλεται με την αλλαγή της θερμοκρασίας. Το ξύλο είναι ζωντανό. Θα το συνηθίσεις.» Εγώ όμως δεν μπορούσα να το συνηθίσω, μάλιστα οι ήχοι μου φαινόντουσαν κάθε νύχτα και πιο δυνατοί. Έφτασα να μην κοιμάμαι, να κάθομαι να μετράω την ώρα για το πότε θα ακουστεί το κρακ. Όχι απόψε, είπα και κατάπια το υπνωτικό. Λίγο μετά οι ολοκαίνουργιες μωβ παλ κουρτίνες μου φάνηκαν ασημένιες και το σιελ ταβάνι μου φάνηκε θάλασσα. Ένιωσα μια γλυκιά ζέστη στη μέση μου και ευφορία πλημύρισε όλο μου το κορμί. Τα άκρα μου βυθίστηκαν στο στρώμα κι όλα σκοτείνιασαν. Έπειτα δεν άκουσα τίποτα πέρα από έναν ελαφρύ συριγμό στ' αυτί. Τότε ήταν που ένιωσα στο δωμάτιο μια παρουσία. Δεν ήμουν σίγουρη για τη μορφή της, αλλά ήμουν βέβαιη για το σκοπό της. Πήγα να κουνήσω τα χέρια μου αυθόρμητα μα μου ήταν αδύνατον. Ήταν λες και κάποιος με κρατούσε από τους καρπούς στο έδαφος. 33

Τότε πήγα να μαζέψω τα πόδια μου αλλά ούτε αυτό μπορούσα να κάνω. Ο κορμός μου ήταν καθηλωμένος στο στρώμα και η παρουσία έχει έρθει στο κρεβάτι μαζί μου. Δεν άργησε να ανέβει πάνω μου, κάτι που δυσκόλεψε την αναπνοή μου. Το τελευταίο πράγμα που είδα, ήταν το ξυπνητήρι να αναβοσβήνει 12:07, όσο το ένα της χέρι κάλυπτε τις κραυγές μου και το άλλο χωνόταν αρπακτικά μέσα μου. Ανακάθισα, στο κρεβάτι. Ήταν μόνο ένα όνειρο, σκέφτηκα κι ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε απ' τα πνευμόνια μου. Σηκώθηκα να αλλάξω τις ιδρωμένες πιτζάμες και το μάτι μου έπεσε στο ξυπνητήρι. 12:06, αναβόσβηναν οι κόκκινοι αριθμοί και τότε κρακ άκουσα την ξύλινη πόρτα της ντουλάπας να ανοίγει. Μέσα από τα ανοιξιάτικα πουκάμισά ξεπρόβαλε ένα χέρι. Τα δάχτυλα μακριά και τα νύχια επίσης. Στον δείκτη και στον παράμεσο φορούσε δαχτυλίδια. Κάποιες τρίχες φύτρωναν από τον καρπό και πάνω. Το πλάσμα συνέχισε να αναδύεται σαν βρέφος που γεννιέται με δυσκολία μέσα από μια οπή δέρματος. Πρώτα φάνηκε το κεφάλι. Τα λιγοστά μαλλιά του ήταν μαύρα και κρέμονταν, μαραμένα πράσα το τεράστιο μέτωπό του. Ήταν ψηλό, με αντρίκεια κορμοστασιά, σαν ήρωας γοτθικού μυθιστορήματος, επιβλητικό όσο ένα δέντρο χωρίς ρίζες. Τα πόδια, λεπτά καλάμια. Το πρόσωπο χλωμό, τα μάτια μαύρα από κόγχη σε κόγχη. Τα χείλη του καλοσχηματισμένα και γύρω από τα χείλη του υπολείμματα ξεραμένου σάλιου, λες κι από την προσπάθεια είχε αφυδατωθεί. Που και που άνοιγε το στόμα του, σαν να υπέφερε, αφήνοντας τα κιτρινισμένα δόντια του να ξεπροβάλλουν. Όταν βγήκε εξ’ ολοκλήρου από τη ντουλάπα, έμεινε να με κοιτάζει. Είχε βυθιστεί τόσο πολύ στους ώμους του, λες από αμηχανία. Σαν να ήθελε να χαμηλώσει στο ύψος μου, να με κοιτάξει στα μάτια. Το λυπήθηκα λίγο. Θυμήθηκα τη συμβουλή ενός τουρίστα χειρομάντη που είχα συναντήσει 34

στο Μοναστηράκι: «Αυτά τα πράγματα δεν θα σε πειράξουν, άμα δεν τα φοβάσαι». Όχι από φόβο, αλλά από έλεος μίλησα πρώτη. «Θέλεις λίγο νερό;». Το πλάσμα έγνεψε το κεφάλι του κι εγώ έσπευσα στην κουζίνα. Όταν γύρισα το βρήκα να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Πήρε το ποτήρι κι άρχισε να χτυπάει το γυαλί με τα δαχτυλίδια του. Ο ήχος μάλλον τον διασκέδαζε γιατί φανέρωνε τα δόντια του σε μία απόπειρα χαμόγελου. «Ποιος είσαι, σε ξέρω;» πήρα το θάρρος να ξαναμιλήσω. Αλλά το φτωχό πλάσμα δεν απάντησε. Βάλθηκε να ανοίγει διάπλατα το στόμα του και να μου το δείχνει. Η γλώσσα του έλειπε. «Θέλω να φύγεις» του είπα παίρνοντας το ρίσκο. Το πλάσμα μάζεψε πάλι τους ώμους του, λες και ήθελε να κοντύνει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και μπήκε πάλι στη ντουλάπα. Σε μια παρόρμηση θάρρους ξανάνοιξα την πόρτα της ντουλάπας και το βρήκα σαν γάτα κουλουριασμένο καρτερικά δίπλα στη σιδερώστρα. Η πρότερη επιβλητική του κορμοστασιά είχε συρρικνωθεί, δυσανάλογα με το κεφάλι του. «Γιατί πήγες να μου κάνεις κακό πριν; Εγώ βλέπεις πόσο καλή είμαι μαζί σου» είπα επιτακτικά. Το πλάσμα κουλουριάστηκε περισσότερο. Μου έδειξε τα δόντια του και μετά το στομάχι του. Υπέθεσα ότι πεινούσε. Για να μην ρισκάρω να γίνω εγώ το δείπνο του, το πήγα στην κουζίνα και του έδωσα να φάει ένα κοτόπουλο που είχα στην κατάψυξη. Δεν θα έλεγα ότι το έφαγε με όρεξη, ίσως γιατί το γεύμα του δεν ήταν ζωντανό, ίσως γιατί λόγω της γλώσσας το πλάσμα είχε απολέσει τη γεύση, πάντως το έφαγε ολόκληρο. Η μυρωδιά της αναπνοής του έφτανε μέχρι τον καναπέ. Έπειτα σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε στη βιβλιοθήκη. Γύρισε και με κοίταξε με ευγνωμοσύνη, κατόπιν συρρικνώθηκε, κουλουριάστηκε μπροστά στο έπιπλο και μάλλον κοιμήθηκε. 35

Εγώ, βέβαια, δεν έκλεισα μάτι. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα, κλείδωσα την πόρτα του δωματίου για παν ενδεχόμενο και περίμενα να ξημερώσει με το κινητό στο χέρι. Με το πρώτο πρωινό φως ξεκλείδωσα και έψαξα να το βρω. Άφαντο. Δεν μίλησα σε κανέναν για την παράξενη νύχτα. Ήδη με αντιμετώπιζαν σαν άρρωστη. Πήρα πέντε έξι φθηνά κοτόπουλα από το σουπερμάρκετ και τα βόλεψα στην κατάψυξη. Ήξερα τι με περίμενε κι αυτό με έκανε πιο ήρεμη. Έμεινα ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα. Στις 12:06, πιστός στο ραντεβού, ο νυχτερινός επισκέπτης έκανε την εμφάνισή του μέσα από τη ντουλάπα με τον ίδιο δραματικό τρόπο, αυτή τη φορά χωρίς να με βλάψει. Τον οδήγησα στην κουζίνα, έφαγε το ωμό κοτόπουλο και κουλουριάστηκε σαν γάτα μπροστά στη βιβλιοθήκη. Η ίδια ρουτίνα συνεχίστηκε για ένα μήνα. Με τον καιρό συνήθισα την παρουσία του και σιγά- σιγά άρχισα να κοιμάμαι φυσιολογικά. Σταδιακά επανήλθα στα κιλά μου κι έπειτα τα ξεπέρασα. Στην αρχή σκέφτηκα ότι ίσως αυτό να οφειλόταν στους πόνους, ίσως στο ότι έπαψα να έχω περίοδο. Το σπίτι το πούλησα έξι μήνες μετά. Στο καινούργιο μου σπίτι ακόμη γεμίζω την κατάψυξη με κοτόπουλα, για παν ενδεχόμενο. Το πλάσμα δεν εμφανίστηκε ξανά. Καμιά φορά ακούω τριγμούς στο ξύλο της βιβλιοθήκης. Ναι, την βιβλιοθήκη την κράτησα όπως κι όλα τα ξύλινα έπιπλα. Όπου να 'ναι γεννάω. Ίσως το πλάσμα ξανάρθει για να γνωρίσει το νέο μέλος της οικογένειας. Κατερίνα Ζ. 36

[7] ”Μήπως έχετε ένα λεπτό;” ρώτησε ο άγνωστος που διάβαζε δίπλα μου στο παγκάκι του πάρκου. Εγώ, βυθισμένη στις σκέψεις μου, πάτησα μια κραυγή τρομάζοντας έναν σκυλάκο που κοιμόταν παραπέρα. “Ωχ συγγνώμη δεν ήθελα να σας τρομάξω!” είπε, και ξεροκατάπιε απ την ντροπή. Ήταν ένα αγόρι που το πρόσωπο του μου φαινόταν οικείο. “Ίσως να το συναντάω δεώ στο πάρκο.” σκέφτηκα. “Δεν φταις εσύ παλικάρι μου, είχα χαθεί στις σκέψεις μου και με επανέφερες στην πραγματικότητα. Χρειάζεσαι κάτι;” “Η αλήθεια είναι ότι σας παρατηρώ μέρες που έρχεστε εδώ, κάθε μέρα την ίδια ώρα στο ίδιο παγκάκι κρατώντας αυτό το βιβλίο, που όμως ποτέ δεν διαβάζετε! Σαν να περιμένετε κάποιον! Ήθελα απλά να ρωτήσω αν είστε καλά ή αν θα μπορούσα να κάνω κάτι για σας!” “Σ’ευχαριστώ παιδί μου για το ενδιαφέρον! Είναι μια συνήθεια, μια ανάγκη μου για να θυμάμαι τα παλιά… Πολλά χρόνια πριν γνώρισα ένα παλικάρι, καλή ώρα σαν και εσένα, ψηλό, με φακίδες και δυο μάτια καθαρά γεμάτα καλοσύνη.. Τον πρωτοείδα εδώ, σ’αυτό το πάρκο, και αμέσως ένιωσα την καρδιά μου να σκιρτάει. Έρωτας με την πρώτη ματιά που λένε. Μια μέρα, μη θέλοντας να δώσει δικαίωμα στον πατέρα μου, γιατί εκείνη την εποχή τα αγόρια δεν τολμούσαν και δεν επιτρεπόταν ούτε ένα χαμόγελο να χαρίσουν στα κορίτσια, ήρθε και κάθισε δήθεν τυχαία δίπλα μου, σ’αυτό το παγκάκι. Μετά από δυο τρεις κλεφτές ματιές, άφησε το βιβλίο του, με κοίταξε με νόημα και έφυγε. Εγώ το πήρα διακριτικά και μόλις φτάσαμε στο κατώφλι του σπιτιού μας, έτρεξα στην κάμαρη μου να το ξεφυλλίσω! Βρήκα ένα γράμμα όλο αγάπη και γλυκόλογα και εγώ διαβάζοντας το να πετάω στα ουράνια! Από τότε λοιπόν, αυτό το βιβλίο έγινε ο μάρτυρας του έρωτά μας, ο αγγελιοφόρος που κάθε μέρα με λαχτάρα καρτερούσα! 37

Οι σελίδες του είναι γεμάτες αγάπη, χαρές, ραντεβουδάκια μα και κλάματα και καυγάδες. Έτσι πέρασε σχεδόν ένας χρόνος, και ακολούθησε μια ολόκληρη ζώη αφού ήρθε και με ζήτησε και παντρευτήκαμε αμέσως! Πέρασαν εξήντα χρόνια γεμάτα με τον ίδιο ενθουσιασμό και τα ίδια συναισθήματα που γνώρισε αυτό το βιβλίο. Μόνη πια, έρχομαι εδώ για να θυμάμαι πόσο απλόχερα μου χάρισε η ζωή την αγάπη και τον έρωτα! Και είμαι πολύ ευγνώμων γι αυτό! Ιωάννα 38

[8] Το τελευταίο πράγμα που είδα, ήταν το ξυπνητήρι να αναβοσβήνει 12:07 πριν να χώσει τα μακριά αρπακτικά νύχια του στο στήθος μου και το άλλο του χέρι να καλύπτει τις κραυγές μου. Σηκώθηκα και ανακάθισα, ανακουφισμένη ότι ήταν μόνο ένα όνειρο, αλλά όταν είδα το ξυπνητήρι να λέει 12:06, άκουσα την πόρτα της ντουλάπας να ανοίγει. Ένιωθα λες και ήμουν 6 χρονών στον διαγωνισμό χορού λίγα δευτερόλεπτα πριν ανακοινωθεί ο νικητής, γνωρίζοντας ότι δεν θα ήμουν εγώ. Ή 26 χρονών γυρνώντας το κεφάλι μου δεξιά, ξέροντας ότι θα δω Αυτόν να φιλιέται με κάποια άλλη κάτω από νέον φώτα. Έτσι και τώρα. Όταν το κοκαλιασμένο χέρι πρόβαλε μέσα από τα σκοτάδια της ντουλάπας ήξερα μέσα μου: όπως και κάθε άλλο βράδυ, είχε έρθει για μένα. Έκανα τα χέρια μου μπουνιές και έσφιξα, ανοίγοντας ματωμένα μισοφέγγαρα στις παλάμες με τα νύχια μου. Ήμουν έτοιμη να παλέψω. Αργούσε να ξεδιπλωθεί και αυτή η αναμονή ήταν χειρότερη της καταιγίδας. Πρώτα βγήκε το ένα σκελετωμένο χέρι και μετά το άλλο, σαν σπασμένα κλαδιά μέσα σε ανοιχτό τάφο που τα μπερδεύεις με απομεινάρια νεκρού. Αυτός ήταν όμως ζωντανός. Λευκή πέτσα τεντωμένη πάνω σε μακριά κόκαλα, διάφανη σε σημεία με τις φλέβες να φεγγίζουν τυρκουάζ στο σκοτάδι. Ένα δαχτυλίδι έπεσε στο πάτωμα, κατρακύλησε και σταμάτησε μπροστά από τα πόδια του κρεβατιού μου. Δεν ξέρω αν έφυγε από τα λιπόσαρκα δάχτυλά του ή αν το ξέρασε το στόμα που είδα μισάνοιχτο να διαγράφεται μέσα απ’ τα σκοτάδια της ντουλάπας. Έμπηξα πιο βαθιά τα νύχια μου στις παλάμες. «Δεν θα τρέξεις; Δεν θα φωνάξεις;» με ρώτησε και η φωνή του ήταν σαν επιθανάτιος ρόγχος. Ήξερα ήδη πολύ καλά 39

τον αργόσυρτο τόνο που παίρνουν οι λέξεις όταν με το ζόρι βγαίνουν απ’ το λαρύγγι. «Όχι» του απάντησα και πάτησα τα πόδια μου στο πάτωμα. Σηκωθήκαμε και οι δύο όρθιοι ταυτόχρονα, σαν να είχαμε χορέψει τον ίδιο χορό αρκετές φορές και οι κινήσεις μας ήταν πια μυϊκή μνήμη. Ήταν ψηλός αυτό το βράδυ, αλλά πάντα ήταν έτσι. Ψηλότερος από εμένα και αναγκάστηκα να ρίξω το κεφάλι μου προς τα πίσω για να τον αντικρύσω, αφήνοντας έτσι τον λαιμό μου εκτεθειμένο. Πριν προλάβω καν να πάρω ανάσα, τα μακριά του πόδια τον έφεραν μπροστά μου και με περιτύλιξε σαν αναρριχώμενο φυτό. Το ένα του χέρι μου έκλεισε το στόμα και το άλλο άρχισε να πιέζει το στέρνο μου. Σαν να ήθελαν τα μακριά του νύχια να χωθούν κάτω από τη σάρκα μου, κάτω από τους μύες, να ξηλώσουν τις φλέβες και τις αρτηρίες, να ανοίξουν ένα ένα τα κόκαλα του θώρακά μου και να γρατζουνήσουν την καρδιά μέχρι να μείνει ένα μάτσο από ματωμένες κρεάτινες λωρίδες. «Μα δεν έχεις καρδιά, έτσι δεν είναι;» είπε διαβάζοντας τις σκέψεις μου. Δάγκωσα την λεπτή πέτσα στα δάχτυλά του που μου έκλειναν το στόμα. Ένιωσα τη γεύση του αίματος περισσότερο σαν ανάμνηση στη γλώσσα μου. Στις δικές του φλέβες κυλούσε μόνο κάτι οξύ και άπιαστο. «Ενοχές λέγονται, γλυκιά μου» έκρωξε και το πρόσωπό του πήρε έναν μορφασμό σαν να προσπαθούσε να μιμηθεί το ανθρώπινο χαμόγελο. Οι άκρες των σκασμένων χειλιών του ανέβηκαν και μαζί ανασήκωσαν το ξεραμένο δέρμα του προσώπου του. Δίπλα από το στόμα του εμφανίστηκαν ρωγμές και χλωμές φολίδες δέρματος άρχισαν να ξεκολλάνε και να πέφτουν πάνω μου. Τα μάτια του χωμένα βαθιά στο κρανίο γυάλισαν και τα αγγεία γύρω από αυτά άρχισαν να σπάνε μαυρίζοντας τις κόγχες. Ξεφύσησε 40

περιπαικτικά και η αποφορά του θανάτου με τύλιξε. Δάγκωσα πιο δυνατά τα δάχτυλά του για να μείνω όρθια. «Είσαι έξυπνη, αλλά όχι αρκετά έξυπνη» είπε με μένος καθώς με έσπρωξε στο κούφωμα της πόρτας. Το κεφάλι μου βάρεσε με δύναμη στο ξύλο και για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα την ευτυχία του να χάνω τις αισθήσεις μου. Δεν με άφησε να πέσω όμως, έμπηξε τα νύχια του πιο δυνατά στο στήθος μου και ο πόνος με ανασήκωσε. «Για πόσο καιρό νομίζεις μπορείς να το κάνεις αυτό;» με ρώτησε και η σαπρή ανάσα του έσταζε ειρωνεία. «Τέλειωσε το τότε» του είπα. «Τέλειωσε το. Ή εγώ ή εσύ.» Έκανε ένα βήμα πίσω και με ζύγισε με το βλέμμα του. Το φως από το παράθυρο της κουζίνας χτύπησε το κούτελό του γυμνό και πάλευκο, τα λιγοστά ξερά μαλλιά τραβηγμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του ήταν μακριά και ανακατεμένα. Θυμήθηκα πως κάπου είχα διαβάσει ότι τα μαλλιά και τα νύχια μεγαλώνουν και μετά θάνατον στους νεκρούς. Έτσι ήταν κι αυτός. Στιγμιαία αναρωτήθηκα αν η νεκροκεφαλή στο πατάρι είχε κι αυτή τούφες μακριές από μπούκλες, δύο φορές πιο μακριές απ’ όσο ήταν όταν τον έκλεισα εκεί μέσα, τρεις φορές πιο μακριές από την τελευταία φορά που τις χάιδεψα. «Θα παίξουμε ένα παιχνίδι τότε» μου ανακοίνωσε και ξεκόλλησε τα χέρια του από πάνω μου, κάνοντας ένα βήμα πίσω. «Θα σου πω έναν γρίφο. Όχι εύκολο. Αν τον λύσεις θα σε αφήσω να κάνεις ότι θες. Θα σε αφήσω ήσυχη. Ίσως αυτή τη φορά να μην με σκοτώσεις» γέλασε χαιρέκακα. «Αν χάσεις… Θα σε ξαναβλέπω κάθε βράδυ.» «Πως ξέρω ότι λες αλήθεια; Ότι θα τηρήσεις αυτά που λες;» τον ρώτησα. «Γλυκιά μου, ακόμη και τα τέρατα παίζουμε με βάση 41

τους κανόνες. Ειδικά τα τέρατα που έχεις δημιουργήσει εσύ.» «Πες μου τον γρίφο τότε» είπα και άνοιξα τις παλάμες μου. Σταγόνες αίματος άρχισαν να κυλάνε από τις πληγές προς τις άκρες των δαχτύλων και να μένουν για δευτερόλεπτα μετέωρες στα νύχια μου πριν πέσουν στο μάρμαρο. «Τι σε πλήγωσε τόσο και τον σκότωσες;» με ρώτησε και ο τόνος του ήταν δικαστή που επιβάλλει την ποινή. Έχασα μία ανάσα, δύο. Ένιωσα έναν σιδερένιο κλοιό να σφίγγει τα αυτιά μου. Ζαλίστηκα και έγειρα πίσω για να στηριχτώ. Η ανθρωπόμορφη ερινύα χάθηκε από μπροστά μου και βρέθηκα μήνες πριν, κάτω από νέον φώτα, πνιγμένη από καπνούς. Πρώτη ανάσα: βάζει το χέρι του στο λαιμό της. Δεύτερη ανάσα: την φιλάει και είμαι σίγουρη ότι η γεύση του είναι η ίδια όπως ήταν όταν φιλούσε εμένα. Το σκηνικό θόλωσε και βρέθηκα πάλι στον διάδρομό μου, μόνο που δεν ήταν το τέρας απέναντί μου. Ήταν Αυτός. Και εγώ. Και τα χέρια μου που έσφιγγαν τον λαιμό του. Πρώτη ανάσα: τα νύχια μου έχουν βαφτεί κόκκινα από τα αίμα του. Δεύτερη ανάσα: στοιβάζω το σώμα του σε εκείνο το παλιό μπαούλο που είχε αφήσει ο προηγούμενος νοικιάρης του σπιτιού. Τρίτη ανάσα και γύρισα στο παρόν. 12 και 15 πρώτα λεπτά. Το βλέμμα μου έπεσε στο πατάρι όπου κάτω από κουτιά, σαπισμένους σωλήνες και σκουπίδια βρισκόταν το μπαούλο. Η πρώτη φορά είναι η δύσκολη σκέφτηκα και χίμηξα στην ερινύα. Δεν με περίμενε, δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Έχωσα τα νύχια μου στους κροτάφους του και τα κατέβασα. Αίμα δεν έτρεξε αλλά κορδέλες ξεσκισμένης σάρκας ακολούθησαν την πορεία των δαχτύλων μου. Η αποφορά μεγάλωσε. Πήρα το κεφάλι του στα δυο μου χέρια και το βάρεσα στην κάσα της πόρτας. Πρώτη ανάσα: τα μάτια του μέσα στις μαυρισμένες κόγχες θόλωσαν. Δεύτερη ανάσα: το κρανίο του έβγαλε τον πρώτο κρότο και σάλιο πετάχτηκε από το στόμα του καθώς με 42

ρώτησε «Γιατί» «Δεν παίζω με βάση τους κανόνες. Ειδικά για τέρατα που έχω δημιουργήσει εγώ» του απάντησα και βάρεσα με ακόμη περισσότερη δύναμη το κεφάλι του στο ξύλο ξανά και ξανά και ξανά. Όταν σταμάτησα είχα χάσει το μέτρημα, η ανάσα μου έβγαινε σε συγχορδία με τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς μου. Στα πόδια μου είχα πια έναν μπόγο ζαρωμένης σάρκας, ξεσκισμένης, βαθουλωμένης. Η αποφορά είχε κατακλύσει το μικρό μου διαμέρισμα. Δεν ήξερα αν προερχόταν από το τέρας που έλιωνε στο πάτωμα του διαδρόμου μου ή από Αυτόν που έλιωνε στο πατάρι μου. Δεν με ενδιέφερε. 12 και 33 πρώτα λεπτά: φόρεσα το δαχτυλίδι που βρήκα στα πόδια του κρεβατιού μου, ξάπλωσα και τράβηξα το πάπλωμα πάνω από το κεφάλι μου. «Συγγνώμη για το αίμα στο στόμα σου. Μακάρι να ήταν το δικό μου» ψιθύρισα σαν βραδινή προσευχή και έκλεισα τα μάτια μου. Ίρις Α. 43

[3] 100 δευτερόλεπτα σε 100 λέξεις 44

[1] [Για τον Ματίς] Περήφανη πια, παλλόμενη με ένταση θέλησε να κατακλύσει, η φιγούρα της να πάψει να διαγράφεται μορφή λιγότερη. Ήρθε επιτέλους, κουρασμένη από τόση συνύπαρξη που της έκρυψε στοιχεία για να μη φοβάται, ποιός αυτή ή οι υπόλοιποι; Στέκεται λοιπόν στη μέση χωρίς τη σύνεση προστασίας, αποχρώσεις ευγενικές στον απέναντι τα αγαπημένα μοτίβα ντροπής της. Αδυνατώ να μην την προσέξω και δυσκολεύομαι να την κατανοήσω πια. Προηγουμένως μπορούσα να την μετρήσω στα χέρια μου, τώρα δες πως ξεγλιστράει. Διαλέγει να μη με κοιτάζει και αυτό έχει αρχίσει να με πληγώνει. Γνωρίζω όμως πως δε θα κάνει βήμα πίσω, δε θα μπορέσεις να προσπεράσεις. Αλίκη [2] [Δωμάτιο με θέα] σ’ ένα στενό δωμάτιο με θέα, έμαθα για το κόκκινο δελεαστικό, γάργαρο, μεθυστικό ήπια κρασί από το στόμα σου άγγιζα με τα μάτια σου, την επέκταση του σώματός μου ο χρόνος διαστέλλεται αλλάζει χρώμα τι όμορφη θέα είναι η αθανασία μου; 45

μπορώ να την έχω τώρα; αχόρταγο κόκκινο, πονηρό, θολώνει το νου, παραλύει τις κινήσεις με δαγκώνει, με τρυπάει, με σκίζει τι είναι αυτό το ξένο ζώο; πώς το δαμάζεις; σε ρωτούσα με φόβο κι όσο δεν απαντούσες αγαλλίαζα την αθανασία μου μες στο στενό δωμάτιο και φιλώ τρυφερά το μέτωπό σου Καλυψώ αναστέλλοντας ακόμη έτσι την στιγμή του θανάτου μου [3] «Τι φύτεψες πάλι; Δεν σου έφτανε ο κήπος, τώρα μας έβαλες και στο σπίτι γλάστρες!!» «Άστα κάτω, τα καφεδάκια μου είναι! Έξω τα έβλεπε πολύ ο ήλιος και ξεραινόντουσαν οι άκρες τους…» «Πρέπει σώνει και ντε να γεμίσουμε με εξωτικά φρούτα εδώ μέσα! Βάλε τα τουλάχιστον στο δωμάτιο σου, να μην τα βλέπουμε ούτε εμείς!» «Όταν μια μέρα κάνω παραγωγή θα με παρακαλάτε να σας δώσω καφέ, τώρα κράζετε!!!» «Κάτσε να ψηλώσουν πρώτα, που μου θες και να βγάλουν και κόκκους εσύ, γιατί έτσι όπως τα βλέπω κοντά θα μείνουν και αυτά!» «Υπονοείς κάτι για το ύψος μου πάλι;» Μαρίνα 46

[4] Ήταν βαθύ κόκκινο, με κυανά κλαδιά και άνθη. Και βελούδο, τόσο απαλό που έτσι όπως το ακουμπούσες νόμιζες ότι θα χαθεί το δάχτυλο σου μέσα στο σχέδιο και θα γίνει ένα με αυτό. Τρεις βδομάδες της πήρε για να το τελειώσει. Πολύς χρόνος για τη γιαγιά μου που, βλέπεις, τα υφαντά ήταν το φόρτε της. \"Τέτοια υλικά ήταν δυσεύρετα τότες\", μου λέγε, \"δεν αφήνω ούτε σπιθαμή χαμένη. Θα το 'χεις προίκα σα παντρευτείς, θα κοσμεί το τραπέζι σου.\" Να ήξερε άραγε την δύναμη του; Η ζεστασιά της, η μυρωδιά της και το βελονάκι στο χέρι της που πήγαινε πέρα δώθε… Ανδρομάχη [5] [Ασκήσεις ανορθόδοξου πολέμου] Το όνομά μου ξεχνιέται εύκολα. Ονομάζομαι Σαμ και είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος. Αυτά έλεγε στον καθρέφτη του ο Σάμιουελ Γουάιλι κάθε πρωί πριν πιεί καφέ. Κι ας μην τα πολυπίστευε. Κι εκεί ήταν η αχίλλειος πτέρνα του. Γιατί ο Σαμ Γουάιλι ήταν νεοστρατολογηθής δολοφόνος με συνείδηση. Το σπίτι ήταν γαλάζιο κι εμείς το βάψαμε κόκκινο. Το τραπέζι στρωμένο λες κι η οικογένεια θα δειπνούσε σε λίγο. Να σου πω ένα μυστικό που δεν σας μαθαίνουν στο σχολείο. Η οικογένεια δεν θα δειπνήσει ούτε σήμερα, ούτε αύριο. Μόνο τα πλατάνια στον κήπο τους θα φυσάνε αέναα γιατί μόνο αυτά είναι αθάνατα. Κατερίνα Ζ. 47

[6] [Ισκιώνεσθαι] Στις 12 παρά τέταρτο ξεκινάει να στρώνει το τραπέζι της τραπεζαρίας. Της καλής, με τον κόκκινο σοβά και το ζωγραφιστό διάκοσμο, που την κρατάει πάντα κλειστή. Βγάζει πιατέλες με φρούτα, το κρυστάλλινο βάζο με λουλούδια φρέσκα από τον κήπο, την καράφα με την λεμονάδα. Το μέτωπό της ακόμη στάζει αίμα από την πέτρα που της πέταξαν τα παιδιά του χωριού φωνάζοντας «Μάγισσα! Ερωμένη του διαβόλου!». Αλλά όταν στις 12 ακριβώς αρχίζει να διαγράφεται η μορφή του στην παλιά καρέκλα, φάντασμα και αγαπημένος, πίνει την κρύα λεμονάδα και του χαμογελάει. Στον πάτο της καράφας ίχνη δηλητηρίου. Σύντομα θα είναι μαζί του. Ίρις Α. [7] [Αρμονία στο Κόκκινο ή η κυρία Άλεν] Για την κυρία Άλεν δεν έχω να σας πω πολλά. Μονάχα ότι έμενε σ’ ένα σπιτάκι στο τέλος του δρόμου. Είχαν μετακομίσει, αυτή κι ο άντρας της, πριν από τον πόλεμο. Ήσυχη γυναίκα, δεν έβγαινε πολύ. Δυο τρεις φορές την πέτυχα έξω. Μια μέρα, ένα πρωινό, ποιος ξέρει πόσα καλοκαίρια πριν, με μήνυσε η μάνα να της πάω νεράντζια για γλυκό. Ακόμη θυμάμαι το εσωτερικό του σπιτιού της, ένα χαμόσπιτο όλο κι όλο με κόκκινη ταπετσαρία στον τοίχο και κόκκινο ασορτί τραπεζομάντηλο. Πήρε τα νεράντζια και μου ‘δωσε μερικά ροδάκινα, μου χαμογέλασε κι έφυγα. Από τότε δεν την άκουσα ξανά. Αργύρης Φ. 48

[4] Twitterature: Ιστορίες του Twitter I People are haunted by the fear of death. People are fascinated by its vastness. You stopped wondering a long time ago, my love. Your cheeks faded, your lips dried out but your name will never be forgotten. 'Cause, my dark angel, you're now the opposite of death. You are a poet. @katerinaz II The car lights shine between her calves, making the blood on her feet glisten. Somewhere in the valley below he’s sleeping; ignorant, unfeeling and uncaring. Somewhere in the woods behind lies the body she buried. He wasn’t worth killing over and she can already taste the regret. @irisalpha III Όταν άκουσε τα βαριά του βήματα να πλησιάζουν, δεν ήξερε πως να πάρει τα πόδια της. Με δεξιοτέχνες κινήσεις η κρύα λεπίδα έσκιζε στα δύο τη σάρκα της. Δεν ήθελε να ουρλιάξει. Δεν ήθελε να του πει την αλήθεια. Μονάχα ψιθύρισε το όνομά του. Μέχρι που η φωνή της πλάνταξε στο αίμα. @argirisf 49

IV Κοίταξα. Ήταν μία εικόνα τυπωμένη σε πλαστικό, με θέληση δική της είχε απομακρύνει για λίγο το γκρίζο και θύμιζε καλοκαίρι. Υποσχόταν για ταξίδια που μπορούσαμε να κάνουμε φέτος. Της είπα θα συνεχίσω να ψάχνω για τέτοιες εικόνες στην βόλτα μου. Ξέρουν οι άτιμες να λένε ψέματα. @alice V Εκείνο το πέτρινο σπίτι με τις τριανταφυλλιές γύρου γύρου, που παίζαμε μικροί τι να απέγινε άραγε; Με έχει πιάσει αυτές τις μέρες μια νοσταλγία. Διασχίζοντας τα στενά σοκάκια του χωριού, με το κεφάλι σκυφτό να αποφύγεις τον έντονο ήλιο σκέφτεσαι διάφορα. Τα πράγματα γύρω μας αλλάζουν. @marina 50


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook