Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore Glossary-Filoglossia

Glossary-Filoglossia

Published by heretizmata, 2017-12-01 00:13:14

Description: Glossary-Filoglossia

Search

Read the Text Version

προσφορά 104 πύληA προσφορά (η) N [] offer: Αυτή η προ- προχωρημένος, προχωρημένη, προχωρη-σφορά ισχύει για τρεις μέρες. This offer is valid μένο PART [, ,Β for three days. ] advanced: Φέτος είμαι στην τάξη προσωπάκι (το) N (diminutive) [] face: των Αγγλικών για προχωρημένους. I am in the Έχει πολύ γλυκό προσωπάκι. She has a very advanced English class this year.Γ cute face. προχωρώ  προχωράωπροσωπικός, προσωπική, προσωπικό ADJ πρόωρα ADV [] prematurely, early: ΤαΔ [, , ] personal: δέντρα φέτος άνθισαν πρόωρα. The trees Έμαθα από προσωπική εμπειρία ότι η ζωή εί- bloomed early this year.Ε ναι άδικη κάποιες φορές. I have learned from my πρώην, πρώην, πρώην ADJ [, , ] own personal experience that life is sometimes ex-, former: Τα παιδιά μου ζουν με την πρώηνΖ unfair. σύζυγό μου. My children live with my ex-wife. πρόσωπο (το) N [] face: Ο Γιώργος έχει πρωί (το) N [] morning: Το πρωί, όταν ξυ-Η ένα σημάδι στο πρόσωπό του. George has a mark on his face. πνάω, κάνω γυμναστική. When I wake up in the morning I exercise.Θ πρόταση (η) N [] 1. proposal: Σκέφτομαι πρωινό (το) N [] 1. morning: Θυμάμαι ένανα δεχτώ την πρότασή του. I think I’ll accept his πρωινό στην Σαντορίνη. I remember one morn-Ι proposal. 2. suggestion: Οι προτάσεις του για την ανάπτυξη της εταιρείας ήταν ενδιαφέρου- ing in Santorini. 2. breakfast: Για πρωινό θέλωσες. His suggestions for the development of the μόνο λίγο γάλα. I only want some milk for break-Κ company were interesting. fast.προτείνω VB [] suggest: -Τι να πάρουμε; πρώτα ADV [] first, firstly: Πρώτα θα πάω για ψώνια και μετά θα μαγειρέψω. I’ll go shop- -Σας προτείνω τα μύδια σαγανάκι. Είναι πολύ ping first and then I’ll cook.Λ νόστιμα! -What shall we order? -I suggest fried πρωταγωνιστώ VB [] play the lead- mussels. They are delicious! ing role: Στην ταινία πρωταγωνιστεί η Μέριλ Στριπ. Meryl Streep plays the leading role in theΜ προτεραιότητα (η) N [] priority: ΑυτήΝ την περίοδο της ζωής μου δίνω προτεραιότητα film. στην δουλειά μου. At this period of my life, my πρωτεύουσα (η) N [] capital: Η ΑθήναΞ job takes priority. προτιμάω / προτιμώ VB [ / ] είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας. Athens is the capital of Greece.Ο prefer: Προτίμησε να πάρει ταξί παρά να περι- πρώτος, πρώτη, πρώτο NUM [, , μένει το λεωφορείο. He preferred to take a taxi ] first: Ο Νίκος κέρδισε το πρώτο βραβείοΠ than wait for the bus. στον διαγωνισμό. Nikos won the first prize in the προτιμώ  προτιμάω contest.Ρ προϋπηρεσία (η) N [] previous ser- πτηνό (το) Ν [] bird: Πόσα είδη πτηνών ζουνvice: Έχω πέντε χρόνια προϋπηρεσία στις στο νησί; How many bird species live on the is-Σ δημόσιες σχέσεις. I have five years of previous land? service in public relations. πτήση (η) N [] flight: Η πτήση 762 από Λον- δίνο φτάνει σε είκοσι λεπτά. Flight 762 from Lon-Τ προφορά (η) N [] pronunciation: Η don arrives in twenty minutes. προφορά είναι σημαντική, όταν μαθαίνεις μιαξένη γλώσσα. Pronunciation is important when πτυχίο (το) N [] degree: Θα κάνω πάρτι,Υ learning a foreign language. όταν πάρω το πτυχίο μου. I’ll have a party when προχθές / προχτές ADV [ / ] the I get my degree.Φ day before yesterday: Πήγαμε στο θέατρο πτώμα (το) N [] corpse: Έχεις δει ποτέ σουπροχθές. We went to the theatre the day before πτώμα; Have you ever seen a corpse?Χ yesterday. προχτές  προχθές πτώση (η) N [] drop: Αύριο περιμένουμε πτώση της θερμοκρασίας και βροχές. A drop in temperature and rain are expected tomorrow.Ψ προχωράω / προχωρώ VB [ / ] πύλη (η) N [] gate: Μας σταμάτησε ένας φρου- walk: Προχωρούσε αργά κοιτάζοντας τις βιτρί-Ω νες. She was walking along slowly looking at the ρός στην πύλη της εισόδου. A guard stopped us shop-windows. at the entrance gate.

πύργος 105 πώςπύργος (ο) N [] tower: Η περιοχή ήταν οχυ- as a salesman in a pharmaceutical company. Α ρωμένη με πολλούς πύργους στον Μεσαίωνα. Β The area was fortified with many towers during πωλήτρια (η) N [] 1. shop assistant: Η Γ the Middle Ages. Δανάη εργάζεται ως πωλήτρια σε ένα κατάστη- Δ μα ρούχων. Danae works as a shop assistant Επυρετός (ο) N [] fever: Δεν αισθάνομαι in a clothes shop. 2. saleswoman: Η Μαρίνα Ζ καλά. Νομίζω πως έχω πυρετό. I’m not feeling δουλεύει ως πωλήτρια σε μια φαρμακευτική Η well. I think I have a fever. εταιρεία. Marina works as a saleswoman in a Θ pharmaceutical company. Ιπυροβολώ VB [] shoot: Ο αστυνομικός Κ πυροβόλησε τον ληστή. The policeman shot πωλώ VB [] sell (formal, mainly in passive Λ the robber. voice): Το σπίτι πωλήθηκε την προηγούμενη Μ βδομάδα. The house was sold last week. EXP: Νπυροσβεστική (η) N [] fire brigade: Εί- Πωλείται διαμέρισμα. Apartment for sale. Ξ δαμε καπνό στο δάσος και καλέσαμε αμέσως την Ο πυροσβεστική. We saw smoke in the wood and πωπώ EXCL [] Good heavens!, oh!: Π immediately called the fire brigade. Πωπώ! Κοίτα αυτόν τον τεράστιο παπαγάλο! Ρ Good heavens! Look at this huge parrot! Σπώληση (η) N [] sale: Η εταιρεία αύξησε τις Τ πωλήσεις τον προηγούμενο χρόνο. The com- πως CONJ [] that: Ο Αλέξης λέει πως δεν τον Υ pany increased sales last year. ενδιαφέρει το θέμα. Alexis says that he is not in- Φ terested in the subject. Χπωλητής (o) Ν [ ] 1. shop assistant: Ο Άρης Ψ εργάζεται ως πωλητής σε ένα κατάστημα υπολογι- πώς ADV [] 1. how: Πώς γράφεται αυτή η λέξη; Ω στών. Aris works as a shop assistant in a comput- How do you spell this word? 2. what: -Πώς σε ers shop. 2. salesman: Ο Πάνος δουλεύει ως πω- λένε; -Με λένε Μαρία. -What’s your name? -My λητής σε μια φαρμακευτική εταιρεία. Panos works name is Maria.

Ρ, ρ 106 ρούχοA Ρ, ρΒΓ Ρ, ρ (ρο) []: the seventeenth letter of the Greek κρασί; What do you prefer, retsina or red wine?Δ alphabet ρεύμα (το) N [] 1. electricity: Αύριο θα κό- ράβω VB [] have a piece of clothing made: ψουν το ρεύμα για δύο ώρες. The electricity will be cut off tomorrow for two hours. 2. air flow:Ε Έραψα ένα φόρεμα για τον γάμο της φίλης μου. Το ψυχρό ρεύμα αέρα από τον Βορρά προκαλεί I had a dress made for my friend’s wedding. πτώση της θερμοκρασίας. The cold air flow from the North causes the temperature to drop.Ζ ραγισμένος, ραγισμένη, ραγισμένο PART [, , ] cracked: ρήτορας (ο) N [] orator, rhetorician: Ο Αυτό το ποτήρι είναι ραγισμένο. Μην το χρησι- Λυσίας ήταν ένας αρχαίος Έλληνας ρήτορας.Η μοποιείς! This glass is cracked. Don’t use it. Lycias was an ancient Greek orator. ράδιο (το) N [] radio: Το ράδιο παίζει κλασική μουσική. The radio is playing classical music. ρηχά (τα) N [] shallow water: Δεν ξέρω καλό κολύμπι, γι’ αυτό κολυμπώ μόνο στα ρηχά. I can’tΘ ραδιοκασετόφωνο (το) N [] ra- swim well, so I only swim in shallow water. dio and cassette player: Το ραδιοκασετόφω-Ι νο στο αυτοκίνητό μου χάλασε. My car stereo ρίγα (η) N [] stripe: Δεν μου αρέσουν οι ρίγες στο πουκάμισό σου. I don’t like the stripes onΚ has stopped working. your shirt. ραδιόφωνο (το) N [] radio: Άκουσα τοΛ νέο τραγούδι του Χούλιο Ιγκλέσιας στο ραδιό- ριγέ, ριγέ, ριγέ ADJ [, , ] striped: Αγό- φωνο. I heard Julio Iglesias’s new song on the ρασα ένα ριγέ πουκάμισο. I bought a striped shirt.Μ radio. ρίχνω VB [] 1. pour: Ρίξε λίγο ακόμα λάδι ραντεβού (το) N [] appointment, date: στην σαλάτα. Pour some more oil in the salad. Έχω ραντεβού με τον δικηγόρο μου το μεσημέριΝ και το βράδυ έχω ραντεβού με την φίλη μου. I’ve 2. throw: Μην ρίχνετε σκουπίδια στον δρόμο. got an appointment with my lawyer at noon and Don’t throw litter in the street. EXP: Ρίχνει χιό- νι. It’s snowing.Ξ a date with my girlfriend in the evening. EXP: 1. ροδάκινο (το) N [] peach: Τα ροδάκινα Έκλεισα ραντεβού με τον οδοντίατρο για τηνΟ επόμενη Δευτέρα. I made an appointment with the dentist for next Monday. 2. Ραντεβού στις είναι φρούτα του καλοκαιριού. Peaches are a δέκα λοιπόν. Meet you at ten then. 3. Έδωσα summer fruit.Π ραντεβού με την Ζωή στις 5. I made a date with ροζ (το) N [] pink: Το ροζ είναι το αγαπημένο Zoe for 5. μου χρώμα. Pink is my favourite colour.Ρ ράφι (το) N [] shelf: Υπάρχουν μερικά καθαρά ροζ, ροζ, ροζ ADJ [, , ] pink: Έδεσε μια ποτήρια στο πάνω ράφι. There are some clean ροζ κορδέλα στα μαλλιά της. She tied a pink glasses on the top shelf. band round her hair.Σ ρεβίθι (το) N [] chickpea: Δεν μου αρέσουν ροκ, ροκ, ροκ ADJ [, , ] rock: Οι Pink καθόλου τα ρεβίθια. I don’t like chickpeas at all. Floyd είναι ένα ροκ συγκρότημα. Pink Floyd is a rock band.Τ ρεκόρ (το) Ν [] record: Ο αθλητής έχει το παγκόσμιο ρεκόρ στον δρόμο των 100 μέτρων. ρολόι (το) N [] 1. clock: Το ρολόι της εκκλη- σίας χτύπησε οχτώ η ώρα. The church clockΥ The athlete holds the world record in the 100 struck eight o’ clock. 2. watch: Μου χάρισαν ένα metres race. πολύ ακριβό ρολόι. I was given a very expen- sive watch.Φ ρεσεψιόν (η) Ν [] reception (desk):Χ Αφήστε το κλειδί του δωματίου στην ρεσεψιόν. Leave the room key at the reception. ρόμπα (η) Ν [] robe, dressing gown: ΣτοΨ ρέστα (τα) N [] change: Ορίστε τα ρέστα σας. σπίτι φορώ πάντα μια ρόμπα. I always wear a Here’s your change. dressing gown when I am at home.Ω ρετσίνα (η) N [] retsina (resinated white ρούχο (το) N [] clothes: Σου αρέσουν τα Greek wine): Τι προτιμάς, ρετσίνα ή κόκκινο καινούργια μου ρούχα; Do you like my new clothes?

ρύζι 107 ρωτώρύζι (το) N [] rice: Το ρύζι είναι το αγαπημένο είναι από την Ρωσία. My friend Elena is from Α φαγητό των Κινέζων. Rice is the favourite food Russia. Β of the Chinese. Ρωσίδα (η) N [] Russian: Δεν καταλαβαίνει Γ Ελληνικά. Είναι Ρωσίδα. She doesn’t under- Δρυθμός (ο) N [] 1. rhythm, beat: Μου αρέ- stand Greek. She is Russian. Ε σει ο ρυθμός αυτού του τραγουδιού. I like the Ρωσικά (τα) N [] Russian: Δεν καταλαβαίνω Ζ rhythm of this song. 2. rate: Οι πωλήσεις μας λέξη στα Ρωσικά. I don’t understand a word of Η αυξάνονται με ρυθμό 2% τον χρόνο. Our sales Russian. Θ are increasing at a rate of 2% per year. Ρώσος (ο) N [] Russian: Δεν καταλαβαίνει Ι Ελληνικά. Είναι Ρώσος. He doesn’t understand Κρυτίδα (η) N [] wrinkle: Χρησιμοποιώ κρέ- Greek. He is Russian. Λ μα προσώπου κατά των ρυτίδων. I use a facial ρωτάω / ρωτώ VB [ / ] ask: Και μετά τι σε Μ cream for wrinkles. ρώτησε; And then what did she ask you? Ν ρωτώ  ρωτάω ΞΡώμη (η) N [] Rome: Η Ρώμη είναι η πρωτεύ- Ο ουσα της Ιταλίας. Rome is the capital of Italy. Π ΡΡωσία (η) N [] Russia: Η φίλη μου η Έλενα Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Σ, σ 108 σαράντα πέντεA Σ, σΒΓ Σ, σ (σίγμα) []: the eighteenth letter of the Σαντορίνη (η) N [] Santorini: Η Σα- ντορίνη είναι ένα από τα ωραιότερα ελληνικά Greek alphabet νησιά. Santorini is one of the most beautiful Greek islands.Δ Σάββατο (το) N [] Saturday: Πολλοί άνθρω- ποι πάνε για ψώνια το Σάββατο. Many people σάουνα (η) N [] sauna: Μετά την γυμναστική κάναμε σάουνα, για να χαλαρώσουμε. After theΕ go shopping on Saturday. gym we had a sauna to relax.Ζ σαββατοκύριακο (το) N [] weekend: Κάθε σαββατοκύριακο επισκεπτόμαστε την θεία σάπιος, σάπια, σάπιο ADJ [, , Άννα. We visit aunt Anna every weekend.Η σαγανάκι (το) N [] saganaki (food fried ] rotten: Στο ψυγείο υπάρχουν μόνο λίγα and served hot in a pan): Το σαγανάκι είναι σάπια φρούτα. There is only some rotten fruit in μεζές που τρώγεται ζεστός. Saganaki is a starter the refrigerator. σαπούνι (το) N [] soap: Πλύνε τα χέρια σουΘ which must be eaten while hot. με σαπούνι πριν από το φαγητό. Wash your hands with soap before lunch.Ι σακάκι (το) N [] jacket: Τι γραβάτα να φο- ρέσω με αυτό το σακάκι; What tie should I wear σαράντα NUM [] forty: Διαβάζω το πα- with this jacket? ραμύθι “Ο Αλή Μπαμπά και οι σαράντα κλέ- φτες”. I am reading the story of “Ali Baba andΚ σακίδιο (το) N [] rucksack: Έβαλε λίγα the forty thieves’’. ρούχα στο σακίδιό του και έφυγε για το ταξίδι σαράντα δύο NUM [ ] forty-two: ΗΛ του. He put some clothes in his rucksack and Φωτεινή είναι είκοσι δύο χρόνων. Σε είκοσι χρό- left for his trip. νια θα είναι σαράντα δύο. Fotini is twenty-two years old. In twenty years she will be forty-two.Μ σαλάμι (το) N [] salami: Θέλω ένα σάντου- ιτς με τυρί και σαλάμι. I want a sandwich with σαράντα ένας, σαράντα μία, σαράντα ένα NUM [ ,  ,  ]Ν cheese and salami. forty-one: Πενήντα μείον εννέα ίσον σαράντα σαλάτα (η) N [] salad: Θέλεις λάδι στην σα- ένα. Fifty minus nine equals forty-one.Ξ λάτα; Would you like some olive oil in the salad? σαράντα εννέα / σαράντα εννιά NUM [ EXP: 1. Η χωριάτικη σαλάτα αποτελείται από  /  ] forty-nine: Σαράντα και ντομάτα, φέτα, αγγούρι, κρεμμύδι και ελιές. A εννέα κάνουν σαράντα εννέα. Forty plus nine equals forty-nine.Ο Greek salad consists of tomato, feta cheese, cucumber, onion and olives. 2. Η μητέρα μου σαράντα εννιά  σαράντα εννέαΠ μού είπε να κόψω την σαλάτα. My mother told me to make the salad.Ρ σαλόνι (το) N [] living room: Στο σαλόνιΣ έχουμε τρεις πολυθρόνες και έναν καναπέ. We σαράντα έξι NUM [ ] forty-six: Ο have three armchairs and a sofa in the living Γιάννης είναι τριάντα έξι. Σε δέκα χρόνια θα είναιΤ room. EXP: Το σαλόνι του αυτοκινήτου μου σαράντα έξι. John is thirty-six. In ten years he είναι δερμάτινο. My car interior is leather. will be forty-six. σάλτσα (η) Ν [] sauce: Σήμερα θα φάμε μα- σαράντα επτά / σαράντα εφτά NUM [Υ καρόνια με σάλτσα ντομάτας. We are having  / [ ] forty-seven: Ο δάσκαλός spaghetti with tomato sauce today. μας έχει να διορθώσει σαράντα επτά τεστ. Our teacher has forty-seven tests to correct.Φ σαμπουάν (το) N [] shampoo: Αυτό το σαράντα εφτά  σαράντα επτά σαμπουάν κάνει τα μαλλιά μου πολύ μαλακά.Χ This shampoo makes my hair very soft. σαν (1) PRCL [] like: Τρώει σαν πουλάκι. She σαράντα οκτώ / σαράντα οχτώ NUM [  / [ ] forty-eight: Πενήντα μείον δύο ίσον σαράντα οκτώ. Fifty minus twoΨ eats like a bird (=very little). equals forty-eight. σαν (2) CONJ [] when: Σαν βγει ο ήλιος, θαΩ αρχίσουμε την δουλειά. When the sun rises, σαράντα οχτώ  σαράντα οκτώ we’ll start work. σαράντα πέντε NUM [ ] forty-

σαράντα τέσσερις 109 σημαντικός five: Χθες στα γενέθλιά μου έλαβα σαράντα νάριο για το διαδίκτυο. Next week I’m going to Α πέντε κάρτες! Yesterday, on my birthday, I re- attend a seminar on the internet. Β ceived forty-five cards! Γ σεντόνι (το) N [] sheet: Θέλω ένα ζευγά- Δσαράντα τέσσερις, σαράντα τέσσερις, σαρά- ρι σεντόνια για διπλό κρεβάτι. I’d like a pair of Ε ντα τέσσερα NUM [ ,  sheets for a double bed. Ζ ,  ] forty-four: Σαράντα Η και τέσσερα κάνουν σαράντα τέσσερα. Forty Σεπτέμβριος (ο) N [] September: Ο Θ plus four equals forty-four. Σεπτέμβριος είναι ο ένατος μήνας του χρόνου. Ι September is the ninth month of the year. Κσαράντα τρεις, σαράντα τρεις, σαράντα τρία Λ NUM [ ,  ,  σερβίρω VB [] serve, offer: Είμαστε έτοι- Μ ] forty-three: Πενήντα μείον επτά ίσον σαρά- μοι να φάμε. Μπορείτε να μας σερβίρετε. We Ν ντα τρία. Fifty minus seven equals forty-three. are ready to eat. You may serve us. Ξ Οσας (1) PRON (possessive) [] your (plural): σέρβις (το) N [] service: Το σέρβις σε αυτό Π Αυτό είναι το σπίτι σας, υποθέτω. This is your το εστιατόριο είναι άψογο. The service in this Ρ house, I suppose. restaurant is perfect. Σ Τσας (2) PRON (personal) [] you (plural): Να σερβιτόρος (ο) N [] waiter: Δώσαμε την Υ σας πάρω τηλέφωνο αύριο; Shall I call you to- παραγγελία μας στον σερβιτόρο. We gave the Φ morrow? waiter our order. Χ Ψσβήνω VB [] turn off: Σβήσε τα φώτα, σε σερφάρω VB [] 1. surf: Θα αγοράσω μια Ω παρακαλώ. Turn off the lights, please. ιστιοσανίδα και θα μάθω να σερφάρω. I am go- ing to buy a surfboard and learn to surf. 2. surf:σε (1) PRON [] you (singular): Σε πήρε τηλέ- Όταν έχω ελεύθερο χρόνο, σερφάρω στο διαδί- φωνο η Μαρία. Maria called you. κτυο. When I have some spare time, I surf the internet.σε (2) PREP [] 1. on: Δεν ανεβαίνω ποτέ σε μη- χανή. I never sit on a bike. 2. in, at: Μένουμε σε σηκώνω VB [] 1. pick up: Δεν μπορώ να διαμέρισμα. We live in an apartment. 3. to: Το σηκώσω την βαλίτσα. Είναι πολύ βαριά. I can’t βράδυ θα πάω σε μία φίλη μου. I’m going to a pick up the suitcase. It’s too heavy. 2. answer: friend’s tonight. Will someone answer the phone? Θα σηκώσει κανείς το τηλέφωνο; 3. wake up, get up: Τι ώρασέικερ (το) N [] shaker, mixer: Βάλτε καφέ, σηκώνεσαι το πρωί; What time do you get up in ζάχαρη και νερό στο σέικερ και ανακινήστε το. the morning? 4. withdraw: Σήκωσα 2.000 ευρώ Put some coffee, sugar and water in the shaker από τον λογαριασμό μας. I withdrew 2.000 euros and shake it. from our account.σειρά (η) N [] 1. row: Ο Πέτρος είναι ο τρί- σήμα (το) N [] signal: Το σήμα του ραδιοφω- τος στην σειρά. Peter is the third in the row. 2. νικού σταθμού σε αυτή την περιοχή είναι πολύ series, serial: Έχει πρωταγωνιστήσει σε κάποι- αδύναμο. The radio station signal in this area is ες από τις πιο επιτυχημένες σειρές της τηλεόρα- very weak. σης. He played the leading part in some of the most successful TV series. 3. number: Μπορώ σημάδι (το) N [] mark: Αυτό το μαύρο άλο- να σου πω μια σειρά επιχειρήματα, για να σε γο έχει ένα λευκό σημάδι στο κεφάλι του. This πείσω. I can give you a number of arguments black horse has a white mark on its head. to convince you. EXP: Έπιασα σειρά στο τα- χυδρομείο και περίμενα μισή ώρα περίπου. I σημαία (η) N [] flag: Η ελληνική σημαία εί- queued up at the post-office and waited for al- ναι γαλάζια και άσπρη. The Greek flag is light most half an hour. blue and white.σεισμολόγος (ο/η) N [] seismologist: σημαίνω VB [] mean: “Τι σημαίνει ‘κυβέρ- Οι σεισμολόγοι δήλωσαν ότι το επίκεντρο του νηση’;”, με ρώτησε ο γιος μου. “What does ‘gov- σεισμού ήταν στην θάλασσα. The seismologists ernment’ mean?”, my son asked me. announced that the seismic epicentre was in the sea. σημαιούλα (η) N (diminutive) [] flag: Στην παρέλαση τα παιδιά κρατούσαν σημαιούλες. Theσελίδα (η) N [] page: Ανοίξτε τα βιβλία σας children were holding little flags at the parade. στην σελίδα 56. Open your books at page 56. σημαντικός, σημαντική, σημαντικό ADJσεμινάριο (το) N [] seminar: Την επό- [, , ] im- μενη εβδομάδα θα παρακολουθήσω ένα σεμι- portant, significant: Έχουμε να πάρουμε μια σημαντική απόφαση. We have an important

σημασία 110 σκιA decision to make. γωτό με σιρόπι σοκολάτα. I like ice-cream with σημασία (η) N [] 1. meaning: Ποια είναι η chocolate sauce.Β σημασία της λέξης “λογική”; What is the mean- Σίφνος (η) N [] Sifnos: Φέτος θα πάμε δι-ing of the word “logic”? 2. importance: Πρέπει ακοπές στην Σίφνο. We are going to Sifnos onνα καταλάβουμε την σημασία της ισορροπημέ- νης διατροφής για την υγεία μας. We have to holidays this year.Γ understand the importance of a balanced diet σκάβω VB [] dig: Ο σκύλος μας σκάβει συ- νέχεια τρύπες στον κήπο. Our dog digs holes in to our health. the garden all the time.Δ σημείωμα (το) N [] note: Μου άφησε ένα σκάκι (το) N [] chess: Ο Κασπάροφ είναι σημείωμα στο οποίο έγραφε ότι θα αργήσει. He πρωταθλητής στο σκάκι. Kasparov is a chess champion.Ε left me a note saying that he is going to be late. EXP: Στο βιογραφικό σημείωμα πρέπει να γρά- σκάλα (η) N [] ladder: Ανέβηκε στην σκάλα, ψεις για τις σπουδές σου και την προϋπηρεσία για να φτάσει στο επάνω ράφι. She climbed on the ladder to reach the top shelf. EXP: H ΣκάλαΖ σου. In your curriculum vitae you have to write του Μιλάνου είναι από τις πιο γνωστές όπερες about your studies and your previous experi- του κόσμου. La Scala in Milan is one of the world’s most famous opera houses.Η ence. Σκανδιναβία (η) N [] Scandinavia: O σήμερα ADV [] today: Σήμερα πρέπει να χειμώνας στην Σκανδιναβία είναι πολύ κρύος. Winter in Scandinavia is very cold.Θ πάω στον οδοντίατρο. I have to go to the dentist σκανδιναβικός, σκανδιναβική, σκανδινα- today. βικό ADJ [, ,Ι σιγά ADV [] 1. quietly: Μιλάς πολύ σιγά, δεν ] Scandinavian: Η Φινλανδία είναι σε ακούω. You are speaking very quietly. I can’t σκανδιναβική χώρα. Finland is a Scandinavian country.Κ hear you. 2. slowly: Περπατήσαμε σιγά προς σκάφος (το) N [] boat, craft: Κέρδισε το λα- την παραλία. We walked slowly to the beach. χείο και αγόρασε ένα σκάφος. He won the lot- tery and bought a boat.Λ σίγουρα ADV [] sure, definitely: Αυτός εί- ναι σίγουρα ο άντρας που λήστεψε την τράπεζα. σκελίδα (η) N [] clove: Χρειάζομαι τρεις This is definitely the man who robbed the bank. σκελίδες σκόρδο για να βάλω στο φαγητό. I need three cloves of garlic to put in the food.Μ σίγουρος, σίγουρη, σίγουρο ADJ [, , ] sure, certain: Είμαι σίγουρη ότι σκεπάζω VB [] cover: Σκέπασε το μωρό με την κουβέρτα, γιατί θα κρυώσει. Cover theΝ θα το μετανιώσεις. I am sure you’ll regret it. baby with the blanket, because she’ll get cold. σίδερο (το) N [] iron: Στερέωσε την πόρτα || Σκεπάσου, θα κρυώσεις. Cover yourself orΞ με ένα κομμάτι σίδερο. He fixed the door with a you’ll get cold. piece of iron.Ο σιδερώνω VB [] iron, press: Έπλυνα τα ρούχα μου και τώρα πρέπει να τα σιδερώσω. IΠ washed my clothes and now I have to iron them.Ρ σιδηροδρομικός, σιδηροδρομική, σιδηρο- σκέπτομαι / σκέφτομαι VB [ / ] δρομικό ADJ [, , think: Σκέπτομαι να μετακομίσω σε άλλο σπίτι.Σ ] railway, rail: Η χώρα διαθέτει εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο. The country I am thinking of moving to a new house.has an extensive railway network.Τ σιδηρόδρομος (ο) N [] railway: Πότε σκέφτομαι  σκέπτομαιΥ θα είναι έτοιμος ο καινούργιος σιδηρόδρομος; σκέψη (η) N [] thought: Κάθε μέρα γράφωWhen is the new railway going to be ready? τις σκέψεις μου στο ημερολόγιό μου. I write myσινεμά (το) N [] cinema: Στο σινεμά της thoughts in my diary every day.Φ γειτονιάς παίζει μια ασπρόμαυρη ταινία. There’s σκηνή (η) N [] 1. stage: Οι ηθοποιοί έκαναν a black and white film on at the local cinema. πρόβα στην σκηνή του θεάτρου. The actorsΧ σινεμαδάκι (το) N [] cinema: Το Σάββα- were rehearsing on stage. 2. scene: Το έργο το πήγαμε σινεμαδάκι με τους φίλους μας. We είχε πολλές ενδιαφέρουσες σκηνές. The film had many interesting scenes.Ψ went to the cinema on Saturday with our friends. σκι (το) N [] ski: Το σκι είναι το αγαπημένο μου σιρόπι (το) N [] syrup: Να παίρνετε αυτό το σπορ. Skiing is my favourite sport. EXP: ΈχειςΩ σιρόπι δύο φορές την ημέρα. You should take δοκιμάσει ποτέ να κάνεις σκι; Have you ever this syrup twice a day. EXP: Μου αρέσει το πα-

σκληρά 111 Σουηδός tried to ski? σκυλάκι (το) N (diminutive) [] puppy: Η Ασκληρά ADV [] hard: Έχεις εργαστεί πολύ σκύλα μου γέννησε τέσσερα σκυλάκια. My dog Β gave birth to four puppies. Γ σκληρά και χρειάζεσαι διακοπές. You’ve worked Δ really hard and you need a holiday. σκύλος (ο) N [] dog: Θα ήθελα έναν σκύλο, Ε για να μου κρατάει παρέα. I’d like a dog to keep Ζσκληρός, σκληρή, σκληρό ADJ [, , me company. Η ] hard, tough: Το μαξιλάρι που αγόρασα Θ είναι πολύ σκληρό και θα το επιστρέψω. The σοβαρά ADV [] seriously: Σκέφτομαι σο- Ι pillow I bought is very hard and I am going to βαρά να παραιτηθώ από την δουλειά μου. I am Κ return it. seriously thinking of quitting my job. EXP: Μι- Λ λάω σοβαρά! I am serious! Μσκόνη (η) N [] dust: Έχει πολλή σκόνη στο Ν γραφείο μου. There’s a lot of dust on my desk. σοβαρολογώ VB [] be serious: Σο- Ξ βαρολογείς; Δεν θα έρθεις στο πάρτι; Are you Οσκορδαλιά (η) N [] garlic sauce/paste: serious? You are not coming to the party? Π Μια μερίδα μπακαλιάρο με σκορδαλιά, παρα- Ρ καλώ! Can I have some cod with garlic sauce, σοβαρός, σοβαρή, σοβαρό ADJ [, Σ please? , ] serious: Δεν χρειάζεται να είσαι Τ σοβαρός όλη την ώρα. You don’t have to be se- Υσκόρδο (το) N [] garlic: Το σκόρδο έχει rious all the time. Φ δυνατή μυρωδιά. Garlic has a strong smell. Χ σοκάκι (το) N [] back street, alley: Στα σο- Ψσκοτάδι (το) N [] dark, darkness: Όταν κάκια του χωριού υπάρχουν πολλά μαγαζιά με Ω πέφτει το σκοτάδι, φοβάμαι. When darkness είδη παραδοσιακής τέχνης. In the alleys of the falls I get scared. village there are many shops with traditional art products.σκοτεινά ADV [] dark: Είναι πολύ σκοτει- νά εδώ μέσα! It’s very dark in here! σοκολάτα (η) N [] chocolate: Πάντα τρώω λίγη σοκολάτα μετά το φαγητό. I alwaysσκοτεινιάζω VB [] 1. darken, become eat some chocolate after meals. dark: Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε και άρχισε να βρέχει. Suddenly the sky became dark and it σολομός (ο) N [] salmon: Για πρώτο πι- started to rain. 2. it gets dark: Το καλοκαίρι σκο- άτο παρήγγειλε καπνιστό σολομό. She ordered τεινιάζει πιο αργά από ό,τι τον χειμώνα. In sum- smoked salmon as a starter. mer it gets dark later than in winter. σου (1) PRON (possessive) [] your: Αυτό είναισκοτεινός, σκοτεινή, σκοτεινό ADJ [, λοιπόν το σπίτι σου! So, this is your house. , ] dark: Το δωμάτιο είναι πολύ σκοτεινό. Ανοίξτε τις κουρτίνες! The room is σου (2) PRON (personal) [] you: Σου είπε τα very dark. Open the curtains! καλά νέα; Did he tell you the good news?σκουλαρίκι (το) N [] earring: Έχασα τα και- σουβλάκι (το) N [] souvlaki (skewered νούρια μου σκουλαρίκια. I lost my new earrings. meat): -Τι θα πάρετε; -Ένα σουβλάκι και μια χωριάτικη σαλάτα, παρακαλώ. -What would youσκούπα (η) N [] broom: Χρειάζομαι μια like to order? -I’d like a souvlaki and a Greek σκούπα, για να σκουπίσω το πάτωμα. I need a salad, please. EXP: Θέλω ένα σουβλάκι απ’ broom to sweep the floor. EXP: Η (ηλεκτρική) όλα. I want a souvlaki with everything (i.e. σκούπα χάλασε και έτσι δεν μπορώ να καθαρί- onion, tomato and tzatziki). σω το σπίτι. The vacuum cleaner has broken down, so I can’t clean the house. Σουηδέζα / Σουηδή (η) N [ / ] Swed- ish: Η γυναίκα του αδερφού μου είναι Σουηδέ-σκουπίδι (το) N [] garbage, litter: Μην πε- ζα. My brother’s wife is Swedish. τάτε σκουπίδια στον δρόμο. Don’t throw litter in the street. Σουηδή (η)  Σουηδέζα Σουηδία (η) N [] Sweden: Η πρωτεύουσασκουπίζω VB [] 1. sweep, clean: Θα με βοηθήσεις να σκουπίσουμε το πάτωμα; Will της Σουηδίας είναι η Στοκχόλμη. The capital of you help me sweep the floor? 2. wipe: Βγες αμέ- Sweden is Stockholm. σως από την πισίνα και σκουπίσου. Get out of the pool immediately and wipe yourself. Σουηδικά (τα) N [] Swedish: Μαθαίνω Σουηδικά, γιατί το επόμενο καλοκαίρι θα πάωσκούρος, σκούρα, σκούρο ADJ [, , στην Στοκχόλμη. I’m learning Swedish because ] dark: Αγόρασα ένα σκούρο κόκκινο φό- I am going to Stockholm next summer. ρεμα. I bought a dark red dress. Σουηδός (ο) N [] Swedish: Ο άντρας της

σούπερ μάρκετ 112 σταθερόςA αδερφής μου είναι Σουηδός. My sister’s hus- squander, waste: Η Ελπίδα σπαταλάει όλα της τα band is Swedish. χρήματα σε ρούχα και κοσμήματα. Elpida squan-Β σούπερ μάρκετ (το) N [ ] super-mar- ders all her money on clothes and jewellery. ket: Ψωνίζω στο σούπερ μάρκετ τουλάχιστον σπαταλώ  σπαταλάωΓ τρεις φορές τον μήνα. I go to the super-market at least three times a month. σπάω  σπάζω σουπίτσα (η) N (diminutive) [] soup: Με σπεσιαλιτέ (η) Ν [] speciality: Ο μουσα- πονάει ο λαιμός μου. Θα φάω μόνο μια σου- κάς είναι η σπεσιαλιτέ αυτού του εστιατορίου.Δ πίτσα. I have a sore throat. I will only have a Moussaka is a speciality of this restaurant. soup. σπηλιά (η) Ν [] cave: Οι αρκούδες ζουν σεΕ σοφία (η) N [] wisdom: Θαυμάζω την σοφία σπηλιές. Bears live in caves. των γερόντων. I admire the wisdom of the el- σπίρτο (το) Ν [] match: Ανάβει το τσιγάροΖ derly. του με σπίρτα και όχι με αναπτήρα. He lights his cigarette with matches and not with a lighter. σοφός, σοφή, σοφό ADJ [, , ] wise: σπιτάκι (το) Ν (diminutive) [] house: ΤότεΗ Ένας σοφός γέροντας του είπε πού θα βρει τον η Χιονάτη είδε ένα μικρό σπιτάκι! Then Snow θησαυρό. A wise old man told him where to find White saw a tiny house! the treasure. σπίτι (το) Ν [] 1. house: Το σπίτι μου έχειΘ σοφότερος, σοφότερη, σοφότερο ADJ [, έναν μεγάλο κήπο. My house has a big garden. , ] 1. wiser: Όσο μεγαλώνεις, 2. home: Απόψε θα μείνω σπίτι. Δεν θα πάωΙ τόσο σοφότερος γίνεσαι. The older you get, the πουθενά. Tonight I’ll stay at home. I’m not going wiser you become. 2. wisest (when preceded anywhere.Κ by article): Είναι η σοφότερη γυναίκα στον κό- σπορ, σπορ, σπορ ADJ [, , ] σμο. She is the wisest woman in the world. sports: Του αρέσουν τα σπορ αυτοκίνητα. He likes sports cars.Λ σπάζω / σπάω VB [ / ] 1. break: Έσπα- σα το αγαπημένο βάζο της μαμάς. I broke my σπουδάζω VB [] study: Σπουδάζω ιατρι- κή στο Πανεπιστήμιο. I’m studying medicine atΜ mother’s favourite vase. 2. fracture: Ο Νίκος University. είχε ένα ατύχημα και έσπασε το πόδι του. NikosΝ had an accident and fractured his leg. EXP: Ταπαιδιά μού έσπασαν τα νεύρα με τις φωνές σπουδές (οι) Ν [] studies: Επέστρεψα στιςΞ τους. The children made a nervous wreck of σπουδές μου μετά από μια μεγάλη περίοδο δι- me with their screaming. ακοπών. I went back to my studies after a longΟ σπανάκι (το) Ν [] spinach: Ο Ποπάι τρώει holiday. σπανάκι, γι’ αυτό είναι τόσο δυνατός. Popeye σπυράκι (το) N (diminutive) [] pimple: Θα eats spinach, that’s why he is so strong. πάω στον δερματολόγο, γιατί έχω σπυράκια στο πρόσωπο. I’ll go to the dermatologist be-Π σπανακόπιτα (η) Ν [] spinach pie: Η cause I’ve got pimples on my face. γιαγιά μου φτιάχνει την καλύτερη σπανακόπιτα. στάβλος (ο) Ν [] stable, stall: Στο κέντροΡ My grandmother makes the best spinach pie. της φάρμας υπήρχε ένας στάβλος. There was a stable in the middle of the farm.Σ σπάνια ADV [] rarely, seldom, scarcely: Σπάνια πηγαίνω στο σινεμά. I rarely go to the cinema. σταδιακός, σταδιακή, σταδιακό ADJ [, , ] gradual: Είμαι πολύ ευχαρι-Τ σπάνιος, σπάνια, σπάνιο ADJ [, , στημένη από την σταδιακή πρόοδό σου. I am ] rare: Είναι ένα σπάνιο είδος σαύρας. It very pleased with your gradual progress. is a rare species of lizard. στάζω VB [] leak: Πρέπει να φωνάξουμεΥ σπανιότερος, σπανιότερη, σπανιότερο ADJ υδραυλικό. Η βρύση στο μπάνιο στάζει. We have to call the plumber. The tap in the bath- [, , ] 1. rarer: room is leaking.Φ Αυτό το είδος σαύρας είναι σπανιότερο στην σταθερό (το) Ν [] cable phone: Τηλεφώ-Χ Ελλάδα από ό,τι στην Αφρική. This species of lizards is rarer in Greece than in Africa. 2. rar-Ψ est (when preceded by article): Αυτό είναι το νησέ μου στο σταθερό, γιατί χάλασε το κινητό σπανιότερο είδος σαύρας στην Ευρώπη. This μου. Call me on the cable phone, because myis the rarest species of lizard in Europe. mobile is out of order.Ω σπαταλάω / σπαταλώ VB [ / ] σταθερός, σταθερή, σταθερό ADJ [,

στάθμη 113 στραβά , ] firm, steady: Έριξε το ακό- στενεύω VB [] make/get narrow: Ο δρό- Α ντιο με σταθερό χέρι. He threw the javelin with μος στενεύει εδώ. Δεν μπορείς να περάσεις με Β a steady hand. EXP: 1. Πάρε με στο κινητό. Το αυτοκίνητο. The road gets narrower here. You Γ σταθερό τηλέφωνο δεν λειτουργεί. Call me on can’t get through by car. Δ my mobile. The cable phone is not working. 2. Ε Μπορείτε να επιλέξετε σταθερό επιτόκιο ή κυ- στενό (το) Ν [] alley-way, lane: Χαθήκαμε Ζ μαινόμενο. You can choose between fixed and στα στενά του κάστρου. We got lost in the alley- Η floating interest rate. ways of the castle. Θστάθμη (η) Ν [] level: Η στάθμη του νερού Ι στην λίμνη έχει ανέβει. The level of the water in στενός, στενή, στενό ADJ [, , ] Κ this lake has risen. tight: Πρέπει να αλλάξω αυτό το παντελόνι, γιατί Λ είναι πολύ στενό. I must change these trousers Μσταθμός (ο) Ν [] station: Ο σταθμός ήταν because they’re very tight. Ν γεμάτος κόσμο. The station was full of people. Ξ στενοχωρημένος  στεναχωρημένος Οσταματάω / σταματώ VB [ / ] stop: Π Όταν το φανάρι είναι κόκκινο, πρέπει να σταμα- στενοχωρώ  στεναχωρώ Ρ τάμε. When the traffic lights are red we have to στερεοφωνικό (το) N [] stereo: Ένα Σ stop. Τ καλό στερεοφωνικό κοστίζει ακριβά. A good Υσταματώ  σταματάω stereo costs a lot. Φστάση (η) N [ ] stop: Πρέπει να κατέβω στην Χ στέφανα (τα) Ν [] wedding wreaths: Η γι- Ψ επόμενη στάση. I have to get off at the next stop. αγιά μου φυλάει ακόμη τα στέφανά της σε ένα Ωσταφύλι (το) Ν [] grape: Το κρασί γίνεται παλιό κουτί. My grandmother still keeps her wedding wreaths in an old box. από τα σταφύλια. Wine is made from grapes.στάχτη (η) N [] ash: Μην ρίχνεις την στάχτη στηθοσκόπιο (το) Ν [] stethoscope: Ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή με το στηθοσκό- του τσιγάρου σου στο πάτωμα. Don’t drop the πιό του. The doctor examined the patient with ash from your cigarette on the floor. his stethoscope.στεγαστικός, στεγαστική, στεγαστικό ADJ στοιχείο (το) Ν [] 1. element, part: Η ειλι- [, , ] housing: κρίνεια είναι στοιχείο της προσωπικότητάς του. Πήραμε στεγαστικό δάνειο, για να αγοράσουμε Honesty is a part of his personality. 2. detail, σπίτι. We took a housing loan to buy a house. datum: Γράψτε τα προσωπικά σας στοιχεία στην αίτηση. Write your personal details on theστέγη (η) N [] roof: Μετά την καταιγίδα έπρεπε application form. να επισκευάσουμε την στέγη. After the storm we had to repair the roof. EXP: Ενοικιάζεται επαγ- στοιχίζω VB [] cost: Πόσο σου στοίχισε γελματική στέγη. Business premises for rent. η επισκευή του αυτοκινήτου; How much did the car repair cost you?στέλεχος (το) Ν [] executive: Τα στελέχη της εταιρείας έχουν σύσκεψη. The company ex- στολή (η) N [] uniform: Οι αστυνομικοί πά- ecutives are having a meeting. ντα φορούν στολή. Policemen always wear a uniform.στέλνω VB [] 1. send: Ο ξάδερφός μου από την Αμερική μού έστειλε ένα γράμμα. My cousin στολίζω VB [] 1. decorate, adorn: Θέλεις from America sent me a letter. 2. mail: Θα σου να στολίσουμε μαζί το χριστουγεννιάτικο δέ- στείλω ένα δέμα με το δώρο για τα γενέθλιά ντρο; Would you like to decorate the Christmas σου. I will mail you your birthday present. tree with me? 2. dress up, make more attrac- tive: Η Μαρία στολίστηκε και βγήκε έξω. Mariaστεναχωρημένος / στενοχωρημένος, στενα- dressed up and went out. χωρημένη / στενοχωρημένη, στεναχωρημέ- νο / στενοχωρημένο PART [ / στόμα (το) Ν [] mouth: Μην έχεις ανοιχτό ,  / , το στόμα σου, όταν τρως. Don’t eat with your  / ] sad: Είμαι στε- mouth open. ναχωρημένος, γιατί έχασα το πορτοφόλι μου. I am upset because I’ve lost my wallet. στομάχι (το) Ν [] stomach: Το στομάχι μου είναι έτοιμο να εκραγεί. Έφαγα τόσο πολύ!στεναχωρώ / στενοχωρώ VB [ / My stomach is so full I’m about to burst. I ate ] make somebody sad: Με στενα- so much! χωρεί που δεν με καταλαβαίνεις. It makes me sad that you don’t understand me. στραβά ADV [] in the wrong way: Αν ξε- κινήσει κάτι στραβά, μετά δεν διορθώνεται. If

στρίβω 114 συμμετοχήA something starts in the wrong way, it can’t be Οι Pink Floyd είναι ένα ροκ συγκρότημα. Pink fixed later. EXP: Όλα μου πάνε στραβά. Every- Floyd are a rock band.Β thing is going wrong. συγχαρητήρια (τα) Ν [[]] congratula- στρίβω VB [] turn: Στο τέλος του δρόμου tions: Συγχαρητήρια! Τα κατάφερες! Congratu-στρίψε δεξιά. At the end of the street turn right. lations! You made it! || Να δώσεις στον Γιάννη ταΓ στριμμένος, στριμμένη, στριμμένο PART [, , ] shrewish: Εί- θερμά μου συγχαρητήρια για την επιτυχία του. ναι πολύ στριμμένη γυναίκα. Συνέχεια φωνάζει Offer Giannis my warmest congratulations on his success.Δ και μαλώνει με όλους. She is a very shrewish σύγχρονος, σύγχρονη, σύγχρονο ADJΕ woman. She is always shouting and quarrelling [, , ] modern: Ο σύγ- with everybody. χρονος άνθρωπος έχει πολύ άγχος. ModernΖ στρογγυλός, στρογγυλή, στρογγυλό ADJ man is under great stress. [, , ] round: Το συγχωρώ VB [] forgive: Συγχώρεσέ με.Η τραπέζι της κουζίνας μου είναι στρογγυλό. My Δεν ήθελα να σου φωνάξω. Forgive me. I didn’t kitchen table is round. mean to shout at you.Θ στροφή (η) N [] turn: Στην επόμενη στροφή συζητάω / συζητώ VB [ / ] talk, dis-πήγαινε δεξιά. Go right at the next turn. cuss: Στην συνάντηση συζητήσαμε για το μέλ-Ι στρώμα (το) Ν [] bed, mattress: Δεν κοι- λον της εταιρείας. We talked about the compa- μήθηκα καλά. Το στρώμα ήταν πολύ σκληρό. I ny’s future at the meeting.Κ didn’t sleep well. The bed was very hard. συζήτηση (η) N [] discussion: Μετά την στρώνω VB [] lay: Δεν σου είπα να στρώ- ομιλία του θα ακολουθήσουν ερωτήσεις από το σεις το τραπέζι; Didn’t I tell you to lay the table? κοινό και συζήτηση. After his speech questionsΛ στυλ (το) Ν [] style: Μου αρέσει πολύ ο Παύ- from the audience and a discussion will follow.λος. Έχει στυλ. I really like Paul. He’s got style. συζητώ  συζητάωΜ στυλό (το) Ν [] pen: Προτιμώ να γράφω με στυλό παρά με μολύβι. I prefer writing with a συλλαμβάνω VB [] arrest: Η αστυνο- μία συνέλαβε έναν ύποπτο για την ληστεία. The police arrested a suspect for the robbery. pen rather than with a pencil. σύλλογος (ο) Ν [] club, association: ΟΝ συ  εσύ σύλλογος αποφοίτων του σχολείου μας διοργα-Ξ συγγενής (o/η) N [] relative: Αυτό το κα- νώνει τον ετήσιο χορό. Our school’s graduates club organises the annual ball. λοκαίρι θα επισκεφθώ κάποιους συγγενείς μου στην Αμερική. This summer I am visiting some συμβαίνει VB [] happen: Την τελευταία εβδομάδα συνέβησαν πολλά περίεργα πράγ-Ο relatives of mine in the USA. ματα. Many strange things happened last week. EXP: Τι συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις; What’s the συγγνώμη (η) N [] apology: Δεν δέχομαι matter? Why are you shouting?Π την συγγνώμη σου! I won’t accept your apolo- σύμβολο (το) Ν [] symbol: Ποιο είναι το σύμ- gy! EXP: 1. Μου ζήτησε συγγνώμη για την συ- βολο της ειρήνης; What’s the symbol of peace?Ρ μπεριφορά της. She apologised to me for herΣ behaviour. 2. -Λάθος κάνετε! Εδώ δεν υπάρχει κανένας με το όνομα Σταματόπουλος. -Ω, συγ-Τ γνώμη! -You’re making a mistake! There is no συμβουλεύω VB [] advise: Εγώ θα σεone here by the name Stamatopoulos. -Oh, I’m συμβούλευα να ξαναπροσπαθήσεις. I’d advisesorry! 3. Συγγνώμη, τι ώρα είναι; Excuse me, you to try again.Υ what time is it? συμβουλή (η) N [] advice: Δεν ξέρω τι νασυγγραφέας (o/η) N [] or [] κάνω. Σε παρακαλώ, δώσε μου μια συμβουλή.Φ author, writer: Ποιος είναι ο συγγραφέας αυ- I don’t know what to do. Please, give me some τού του βιβλίου; Who’s the author of this book? advice.Χ συγκλονιστικός, συγκλονιστική, συγκλονι- συμμαθητής (ο) Ν [] schoolmate, class-στικό ADJ [, , mate: Με τον φίλο μου τον Ντίνο ήμαστε συμμα-Ψ ] shocking, overwhelming: Το θητές στο δημοτικό. My friend Dinos and I were ταξίδι αυτό ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. classmates at primary school.Ω This trip was a shocking experience. συμμετοχή (η) N [] participation: Η συμ- συγκρότημα (το) Ν [] band, group: μετοχή στην διαδήλωση ήταν μαζική. Participa-

συμπαθώ 115 συνήθως tion in the demonstration was massive. EXP: συνάνθρωπος (ο) N [] fellow-man: Α Συμπληρώστε αυτή την φόρμα, για να δηλώσε- Πρέπει να βοηθάμε τους συνανθρώπους μας, Β τε συμμετοχή. To enrol, fill in this form. όταν έχουν ανάγκη. We should help our fellow- Γσυμπαθώ VB [] like, be fond of: Συ- men when they are in need. Δ μπαθώ πολύ την Μαρία. Είναι πολύ καλή κοπέ- Ε λα. I really like Maria. She is a very nice girl. συναντάω / συναντώ VB [ / ] Ζ meet: Τον συνάντησα τυχαία στον κινηματο- Ησυμπεριφέρομαι VB [] behave: γράφο. I met him by chance at the cinema. Θ Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν παιδί! Stop Ι behaving like a child! συναντώ  συναντάω Κ συναυλία (η) N [] concert: Το βράδυ θα Λσυμπεριφορά (η) N [] behaviour, atti- Μ tude: Tον κατηγόρησαν για προσβλητική συμπε- πάμε στην συναυλία των REM. We are going to Ν ριφορά. He was accused of offensive behaviour. the REM concert this evening. Ξ Οσυμπληρώνω VB [] fill in: Μόλις συνάχι (το) N [] cold: Περπατούσα στην Π συμπληρώσετε την αίτηση, δώστε την σε μένα. βροχή και έτσι άρπαξα συνάχι. I was walking in Ρ When you have filled in the application, give it the rain so I caught a cold. Σ to me. Τ συνδρομητής (ο) N [] subscriber: Ο Υσυμπόσιο (το) N [] 1. symposium, αδερφός μου είναι συνδρομητής σε επτά πε- Φ feast: Στους αρχαίους Έλληνες άρεσαν πολύ τα ριοδικά! My brother is a subscriber to seven Χ συμπόσια. Ancient Greeks enjoyed symposi- magazines! Ψ ums a lot. 2. symposium: Αύριο αρχίζει ένα ια- Ω τρικό συμπόσιο με θέμα τον καρκίνο. A medical συνεννοούμαι VB [] communicate, symposium on cancer is starting tomorrow. understand each other: Δεν μιλά ούτε Αγγλικά ούτε Ελληνικά και δεν μπορούμε να συνεννοη-σύμπτωμα (το) N [] symptom: Αμέσως θούμε. He doesn’t speak English or Greek so μόλις ο γιατρός άκουσε τα συμπτώματα, μου we can’t communicate. είπε ότι έχω γρίπη. As soon as the doctor heard my symptoms, he told me that I had influenza. συνέντευξη (η) N [] interview: Διά- βασα στην εφημερίδα της Κυριακής μια πολύσυμφέρων, συμφέρουσα, συμφέρον PART ενδιαφέρουσα συνέντευξη του διάσημου πια- [, , ] beneficial: Νο- νίστα. I read a very interesting interview with μίζω ότι αυτή είναι η πιο συμφέρουσα προσφο- the famous pianist in Sunday’s paper. EXP: O ρά. I think this is the most beneficial offer. Κώστας θα πάρει συνέντευξη από τον διάση- μο πιανίστα. Costas will interview the famousσύμφωνα ADV [] according: Σύμφωνα pianist. με την ανακοίνωση, οι εξετάσεις θα αρχίσουν την επόμενη βδομάδα. According to the announce- συνεργάτης (ο) N [] associate: Οι συ- ment, the exams start next week. νεργάτες μου εργάζονται πολύ σκληρά. My as- sociates work really hard.σύμφωνος, σύμφωνη, σύμφωνο ADJ [, , ] agreed: -Να συναντηθούμε συνεργείο (το) N [] car service station: Ο αύριο στις 9; -Σύμφωνοι! -Shall we meet tomor- μηχανικός στο συνεργείο μού είπε ότι τα φρένα row at 9? -Agreed! είναι χαλασμένα. The mechanic at the car serv- ice station told me the brakes are damaged.συμφωνώ VB [] agree: Δεν συμφωνώ με την άποψή σου. I don’t agree with you. συνέχεια / συνεχώς ADV [() / ] all the time, always: Η Ελένη μιλάει συνέχεια στο τηλέ-συνάδελφος (ο/η) N [] colleague: Σή- φωνο. Helen speaks on the phone all the time. μερα θα πάμε για φαγητό με τους συναδέλφους από την εταιρεία. We are going to have dinner συνέχιση (η) N [] continuation, keeping with my colleagues from the company today. up: Με την συνέχιση των προσπαθειών θα πε- τύχουμε τον στόχο μας. We’ll achieve our goalσυναλλαγή (η) N [] transaction: Μπορείτε by keeping up our efforts. τώρα να κάνετε τις τραπεζικές σας συναλλαγές μέσω του διαδικτύου. You can now make your συνεχώς  συνέχεια bank transactions through the internet. συνηθίζω VB [] be/get used to: Προσπα-συνάλλαγμα (το) N [] exchange, cur- θώ να συνηθίσω το νέο μου σπίτι. I am trying to rency: Όταν ταξιδεύεις στο εξωτερικό, χρειάζε- get used to my new house. σαι συνάλλαγμα. You need foreign exchange when you travel abroad. συνήθως ADV [] usually: Το Σάββατο το πρωί πηγαίνω συνήθως για ψώνια. I usually go

σύνθεση 116 σχεδιάζωA shopping on Saturday morning. the companion of your life, give us a call. σύνθεση (η) N [] texture, composition: συρτάκι (το) N [] syrtaki (Greek folkΒ Η σύνθεση του υλικού προστατεύει από ερε- dance): Ο Άντονι Κουήν στην ταινία “Ζορμπάς” θισμούς του δέρματος. The composition of this χόρευε συρτάκι. Anthony Quinn danced thematerial is designed to protect from skin irrita- syrtaki in the film “Zorba the Greek”.Γ tions.συνθέτης (το) N [] composer: Ο Μπε- συρταράκι (το) N (diminutive) [] drawer: Τα γυαλιά σου είναι στο συρταράκι του μπάνιου. τόβεν είναι ένας γνωστός συνθέτης κλασικής Your glasses are in the bathroom drawer. συρτάρι (το) N [] drawer: Έβαλα τα κλειδιάΔ μουσικής. Beethoven is a famous classical com- σου στο πάνω συρτάρι. I put your keys in the poser. top drawer.Ε συνθήκη (η) N [] condition: Δεν μπορώ ναΖ δουλέψω με αυτές τις συνθήκες. I can’t work under these conditions. συσκευασία (η) N [] pack, package, packaging: Διαλέγω προϊόντα σε χάρτινη συ-Η συννεφάκι (το) N (diminutive) [] cloud: σκευασία, γιατί ανακυκλώνεται. I choose prod- Δεν θα βρέξει. Έχει μόνο λίγα συννεφάκια στον ucts in paper packaging because they can be ουρανό. It isn’t going to rain. There are only a few clouds on the sky. recycled. συσκευή (η) N [] appliance, device: ΑυτήΘ συννεφιά (η) N [] overcast sky: Για αύ- ριο προβλέπεται συννεφιά και βροχή. Overcast η συσκευή δουλεύει με μπαταρίες; Does thisΙ skies and rain are expected tomorrow. EXP: Σή- device work with batteries? μερα έχει συννεφιά. It is cloudy today. συστημένος, συστημένη, συστημένο ADJΚ συννεφιάζω VB [] become cloudy: Ο [, , ] registered: καιρός θα είναι καλός το πρωί. Γρήγορα, όμως, Παρακαλώ, στείλτε την αίτησή σας με συστημέ- νη επιστολή. Please, send your application byΛ θα συννεφιάσει. The weather will be fine in the registered mail. morning. Soon, however, it will become cloudy. συχνά ADV [] often: Δεν πηγαίνω για ψώνιαΜ σύννεφο (το) N [] cloud: Ξαφνικά ο ου- πολύ συχνά. I don’t go shopping very often. ρανός γέμισε μαύρα σύννεφα και άρχισε να σφιχτά ADV [] tight(ly): Κράτησε σφιχτάΝ βρέχει. Suddenly the sky was covered in black το χέρι της και προχώρησαν. He held her hand clouds and it started to rain. tight and they walked on.Ξ συννεφούλα (η) N (diminutive) [] cloud: σφουγγάρι (το) N [] sponge: Έτριψε Συννεφούλα να γυρίσεις σου ζητώ... My little απαλά την πληγή με ένα σφουγγάρι. He rubbed cloud, I ask you to come back... the wound softly with a sponge.Ο σύνορο (το) N [] border, frontier: Στα σύ- σφουγγαρίζω VB [] mop: Μόλις νορα γίνεται έλεγχος των διαβατηρίων. Pass- είχα σφουγγαρίσει το πάτωμα, ο σκύλος μπή- κε μέσα με τα πόδια του λερωμένα! I had justΠ ports are checked at the borders. mopped the floor when the dog came in with his dirty paws! συνταγή (η) N [] 1. prescription: Ο για- σφραγίδα (η) N [] stamp: Όλα τα επίσημαΡ τρός δεν μου έδωσε κάποια συνταγή για το έγγραφα έχουν σφραγίδα και υπογραφή. There κρύωμά μου. The doctor didn’t give me a pre- is a stamp and a signature on all official docu-Σ scription for my cold. 2. recipe: Σύμφωνα με τηνΤ συνταγή, χρειάζομαι τέσσερα αυγά για να κάνω το κέικ. According to the recipe, I need four eggs ments.to make the cake.Υ σύντομα ADV [] soon: Τα αποτελέσμα- σφράγισμα (το) N [] filling: Πήγα στοντα των εξετάσεων θα ανακοινωθούν σύντομα. οδοντίατρο και έκανα ένα σφράγισμα. I went toΦ The exam results will be announced soon. the dentist and had a filling. συντροφιά (η) N [] party, company, σφυγμός (ο) N [] pulse: Ο σφυγμός τουΧ group: Μια συντροφιά από νέα παιδιά τραγου- ασθενούς είναι πολύ αδύναμος. The patient’s δούσε στην παραλία. A group of young people pulse is very weak.Ψ were singing on the beach. σχεδιάζω VB [] 1. draw, sketch: Μου σύντροφος (ο/η) N [] companion: Αν αρέσει να σχεδιάζω τοπία. I like drawing land-Ω δεν έχετε βρει ακόμα τον σύντροφο της ζωής scapes. 2. plan: Το επόμενο καλοκαίρι σχεδιά- σας, τηλεφωνήστε μας. If you still haven’t found ζω να πάω διακοπές στην Πάρο. Next summer

σχεδιαστής 117 σωστός I’m planning to go to Paros for a vacation. σχισμή (η) N [] slot: Τοποθετήστε την κάρτα Α σας στην σχισμή. Insert your card in the slot. Βσχεδιαστής (ο) N [] designer: Ο μπα- Γ μπάς μου είναι σχεδιαστής αυτοκινήτων. My σχοινί (το) N [] rope: Τράβα το σχοινί για να Δ father is a car designer. ανοίξει η πόρτα. Pull the rope to open the door. Ε Ζσχέδιο (το) N [] 1. pattern: Αυτή η φούστα σχολείο (το) N [] school: Το σαββατοκύρια- Η έχει παράξενο σχέδιο. This skirt has a strange κο το σχολείο είναι κλειστό. School is closed on Θ pattern. 2. plan, design: Ο αρχιτέκτονας έκανε the weekend. Ι τα σχέδια του καινούργιου μας σπιτιού. The ar- Κ chitect has drawn the plans of our new house. σχολή (η) N [] school, faculty: Η κόρη μου Λ αποφοίτησε από την Φιλοσοφική Σχολή του Πα- Μσχεδόν ADV [] almost: Έχω σχεδόν τε- νεπιστημίου Αθηνών. My daughter graduated Ν λειώσει με το καθάρισμα του σπιτιού. I’ve almost from the Philosophical School of the University Ξ finished cleaning the house. of Athens. Ο Πσχέση (η) N [] relationship: Είχαμε κάποτε σώμα (το) N [] body: Με πονάει όλο μου το Ρ σχέση, αλλά δεν είμαστε μαζί πια. We had a re- σώμα. My whole body hurts. Σ lationship once, but we are no longer together. Τ σωστός, σωστή, σωστό ADJ [, , ] Υσχήμα (το) N [] shape: -Τι σχήμα έχει το right, correct, true: Αυτός δεν είναι ο σωστός Φ πιάτο; -Κυκλικό. -What is the shape of a plate? τρόπος για να το αντιμετωπίσουμε. This is not Χ -Circular. the right way to deal with it. Ψ Ωσχηματίζω VB [] dial: Μετά το μπιπ, σχηματίστε τον αριθμό. After the beep, dial the number.

Τ, τ 118 ταχυδρομικόςA Τ, τΒΓ Τ, τ (ταυ) []: the nineteenth letter of the Greek ταξί (το) N [] taxi, cab: Θα πάρω ένα ταξί, για να πάω στο αεροδρόμιο. I’ll take a taxi to go toΔ alphabet the airport. Τ.Κ. ACRO Postal Code: Τ.Κ. σημαίνει Ταχυδρο- μικός Κώδικας. Τ.Κ. means Postal Code. ταξιδεύω VB [] travel: Θα ήθελα πολύ να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο. I would veryΕ τα PRON [] them: Τοποθέτησέ τα στην σωστή much like to travel around the world. σειρά. Put them in the right order. ταξίδι (το) N [] travel, trip, journey: ΤοΖ ταβέρνα (η) N [] tavern, restaurant with σαββατοκύριακο θα πάμε ταξίδι στο χωριό της local foods: Στην Πλάκα υπάρχουν πολλές πα- γιαγιάς. We’re going on a trip to grandma’s vil- ραδοσιακές ταβέρνες. At Plaka there are many lage this weekend. EXP: Καλό ταξίδι! Have a nice trip / flight!Η traditional taverns. ταξιδιωτικός, ταξιδιωτική, ταξιδιωτικό ADJΘ τάβλι (το) N [] backgammon: Παίζουμε τά- βλι; Shall we play backgammon? [, , ] travel- ταγέρ (το) N [] suit: Η Άννα φοράει πάντα ling, travel: Σου αρέσει ο καινούριος μου ταξιδιω- τικός σάκος; Do you like my new travelling bag?Ι ταγέρ στην δουλειά. Anna always wears a suit at work. ταξιτζής (ο) N [] taxi-driver: Ο ταξιτζής με βοήθησε να μεταφέρω την βαλίτσα μου. TheΚ ταινία (η) N [] film, movie: Στην ταινία αυτή taxi-driver helped me carry my suitcase. παίζει ο Ντάστιν Χόφμαν. Dustin Hoffman playsΛ in this film. ταιριάζω VB [] 1. suit: Το μαύρο δεν μου ταραγμένος, ταραγμένη, ταραγμένο PART [, , ] rough: ΟιΜ ταιριάζει. Black doesn’t suit me. 2. match: Δεν άνεμοι θα κυμαίνονται από 5 ως 6 Μποφόρ και η νομίζω ότι ταιριάζει το πράσινο πουκάμισο με το θάλασσα θα είναι ταραγμένη. The winds will range from 5 to 6 Beaufort and the sea will be rough.Ν κόκκινο παντελόνι. I don’t think the green shirt and the red trousers match.Ξ τακτοποιώ VB [] arrange, put in order: ταράτσα (η) N [] terrace: Η θέα από την Μόλις έφτασα από το ταξίδι και πρέπει να τακτο- ταράτσα μας είναι υπέροχη. The view from our terrace is wonderful.Ο ποιήσω τα ρούχα μου. I have just arrived from ταύρος (ο) N [] bull: Τα κέρατα του ταύρου είναι my trip and I have to put my clothes in order. πολύ μυτερά. The bull’s horns are very pointed. ταυτότητα (η) N [] identity card: Ο αστυ-Π ταλέντο (το) N [] talent: Δεν πρέπει να αφήσεις το ταλέντο σου να πάει χαμένο. YouΡ should not waste your talent. EXP: Έχει ταλέ- νομικός τού ζήτησε την άδεια οδήγησης και την ντο στην ζωγραφική. He is a talented painter. ταυτότητά του. The policeman asked for hisΣ ταμείο (το) N [] till, cashier: -Πού να πληρώ- driving license and identity card. σω; -Στο ταμείο, παρακαλώ. -Where do I pay? ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονο ADJΤ -At the till, please. ταμίας (ο/η) N [] teller: Οι ταμίες στις τρά- [, , ] simulta- neous, at the same time: Πρέπει να γίνει ταυ- τόχρονη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων τωνΥ πεζες είναι πάντα ευγενικοί. Tellers in banks are εκλογών από όλους τους τηλεοπτικούς σταθ- always polite.Φ ταμιευτήριο (το) N [] savings bank: Θα μούς. Αll television stations should announce καταθέσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο. I’ll depos- the elections results at the same time. it the money in the savings bank. EXP: Έχω έναν ταχυδρομείο (το) N [] post-office: Πρέ-Χ λογαριασμό ταμιευτηρίου σε αυτή την τράπεζα. πει να πάω στο ταχυδρομείο να στείλω ένα δέμα. I have a savings account at this bank. I have to go to the post-office to send a parcel.Ψ ταμπέλα (η) N [] sign: Στην πόρτα του EXP: Μου έστειλε ένα μήνυμα με ηλεκτρονικό γραφείου υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε “Δι- ταχυδρομείο. He sent me a message by e-mail.Ω ευθυντής”. There was a sign on the office door ταχυδρομικός, ταχυδρομική, ταχυδρομικό ADJ saying “Director”. [, , ] post,

ταχυδρόμος 119 τζάκι postal, mail: Θυμάμαι τον ταχυδρόμο να έρχε- τα πολύτιμα αντικείμενα πρέπει να δηλωθούν Α ται στο χωριό με το ποδήλατό του και τον ταχυ- στις τελωνειακές αρχές. All valuable objects Β δρομικό σάκο στην πλάτη του. I remember the have to be declared to the customs authorities. Γ postman coming to the village on his bicycle and Δ with his mail sack on his back. τένις (το) N [] tennis: Σου αρέσει να παίζεις Ε τένις; Do you like playing tennis? Ζταχυδρόμος (ο/η) N [] postman / post Η woman: Ο ταχυδρόμος έρχεται κάθε πρωί στις τεράστιος, τεράστια, τεράστιο ADJ [, Θ 8. The postman comes every morning at 8. , ] huge: Ο γίγαντας είχε τερά- Ι στια χέρια και τεράστιο κεφάλι. The giant had Κταχύς, ταχεία, ταχύ ADJ [, , ] fast: Η huge arms and a huge head. Λ οικονομία της χώρας αναπτύσσεται με ταχείς ρυθ- Μ μούς. The country’s economy is developing fast. τεσσάρι (το) N [] four-room flat: Μένουμε Ν σε ένα τεσσάρι. We live in a four-room flat. Ξταχύτητα (η) N [] speed: Το να οδηγεί κα- Ο νείς με ταχύτητα 220 χιλιομέτρων την ώρα είναι τέσσερις, τέσσερις, τέσσερα NUM [, Π καθαρή τρέλα! Driving at the speed of 220 kilo- , ] four: Μόνο τέσσερις μαθητές Ρ metres per hour is pure madness! EXP: Ο αδερ- παρακολούθησαν το μάθημα. Only four students Σ φός μου έλαβε μέρος σε αγώνα ταχύτητας. My attended the class. Τ brother took part in a car race. Υ Τετάρτη (η) N [] Wednesday: Κάθε Τετάρτη Φτελεία (η) N [] full stop: Στο τέλος της πρό- πηγαίνω σινεμά. Every Wednesday I go to the cin- Χ τασης βάζουμε τελεία. We put a full stop at the ema. Ψ end of a sentence. Ω τέταρτο (το) N [] 1. quarter: Θέλω το ένα τέ-τέλεια ADV [] perfect, great: Τέλεια! Οι ταρτο από τα κέρδη. I want a quarter of the profit. ασκήσεις σου είναι όλες σωστές. Perfect! Your 2. quarter (of an hour): Θα είμαι σπίτι σε ένα τέ- exercises are all correct. ταρτο. I’ll be home in a quarter of an hour.τέλειος, τέλεια, τέλειο ADJ [, , ] per- τέταρτος, τέταρτη, τέταρτο NUM [, , fect: Αυτά τα παπούτσια είναι τέλεια. Θα τα αγο- ] fourth: Την τέταρτη φορά που έκανα ράσω. These shoes are perfect. I’ll buy them. σκι, έσπασα το πόδι μου. The fourth time I went skiing, I broke my leg.τελειώνω VB [] or [] 1. finish, be over: Τι ώρα τελειώνεις την δουλειά; What time τέτοιος, τέτοια, τέτοιο PRON [, , ] do you finish work? 2. graduate: Πότε τελείω- such, like this: Έχεις ξαναδεί τέτοιο λουλούδι; σες το Πανεπιστήμιο; When did you graduate Have you ever seen a flower like this before? from University? 3. end: Εδώ τελειώνει ο δρό- μος. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω. The road ends τετράδιο (το) N [] exercise book, copy- here. We have to go back. 4. be out of: Μας book: “Ανοίξτε τα τετράδια και κρατήστε σημει- τελείωσε η ζάχαρη. Πρέπει να αγοράσουμε. We ώσεις”, λέει η δασκάλα στους μαθητές. “Open are out of sugar. We have to buy some. your exercise books and take notes”, the teach- er says to the students.τελείως ADV [] fully, completely: Ξέχασα τα γενέθλιά σου τελείως! I completely forgot τετραήμερος, τετραήμερη, τετραήμερο ADJ your birthday. [, , ] four-day: Θα πάμε μια τετραήμερη εκδρομή στην Μονεμ-τελευταία ADV [] lately: Δεν κοιμάμαι καλά βασιά. We are going on a four-day excursion to τελευταία. I haven’t been sleeping well lately. Monemvasia.τελευταίος, τελευταία, τελευταίο ADJ [, τέχνη (η) N [] art: Η γλυπτική είναι μια τέχνη , ] last: Την τελευταία ημέρα των που άνθισε στην Αρχαία Ελλάδα. Sculpting is an διακοπών μας αρρώστησα. I fell ill on the last art that flourished in Ancient Greece. day of our holidays. τεχνολογία (η) N [] technology: Η εξέ-τελικά ADV [] eventually, finally: Τελικά ποιο λιξη της τεχνολογίας κατά τον εικοστό αιώνα καπέλο αγόρασες; Which hat did you finally buy? ήταν θεαματική. The development of technology during the twentieth century was spectacular.τέλος (το) N [] end: Το σπίτι μου είναι στο τέ- λος εκείνου του δρόμου. My house is at the end τζαζ (η) N [] jazz: Η μπάντα έπαιζε τζαζ. The of that street. EXP: Τέλος πάντων. Σε συγχω- band played jazz. ρώ. Anyway. I forgive you. τζάκι (το) N [] fireplace: Τα κρύα βράδια τουτελωνειακός, τελωνειακή, τελωνειακό ADJ χειμώνα μαζευόμαστε γύρω από το τζάκι και συ- [, , ] customs: Όλα ζητάμε. On cold winter nights we gather around

τζαμί 120 τον the fireplace and talk. λώ. Call her, please. 2. it: Νέα πιστωτική κάρ- τα. Ζητήστε την τώρα στις τράπεζες. New creditA τζαμί (το) N [] mosque: Το τζαμί είναι ιερός card. Ask for it now at any bank. χώρος για τους μουσουλμάνους. The mosque is της (1) PRON (possessive) [] her: Πάντα προ- σέχει τα βιβλία της. She always takes good careΒ a sacred place for Muslims. of her books.Γ τζάμι (το) N [] window pane, glass: Η μπά- λα έπεσε πάνω στο τζάμι και το έσπασε. The ballhit the glass and broke it. της (2) PRON (personal) [] her: Της χάρισε έναΔ τζατζίκι (το) N [] tzatziki (cucumber and όμορφο δαχτυλίδι. He gave her a beautiful ring.yogurt salad): Τα βασικά συστατικά του τζατζικιού τι PRON [] what: Πες μου, τι συμβαίνει; Τι έχεις;Ε είναι γιαούρτι, αγγούρι και σκόρδο. The basic ingre- Tell me, what’s wrong? What’s the matter? || Τι dients of tzatziki are yogurt, cucumber and garlic. ώρα είναι; What time is it?Ζ τηγανητός, τηγανητή, τηγανητό ADJ [, τιμή (η) N [] price: Η τιμή του πετρελαίου έχει, ] fried: Θα ήθελα μια μερίδα τη- αυξηθεί. The price of oil has risen.Η γανητά κολοκυθάκια. I’d like a portion of fried zucchini, please. τιμόνι (το) N [] steering-wheel: Πρέπει να τηλεόραση (η) N [] television: Πάτα το κρατάς σταθερά το τιμόνι, όταν οδηγείς. You must hold the steering-wheel firmly when you drive.Θ μαύρο κουμπί, για να ανοίξει η τηλεόραση. τιμωρία (η) N [] punishment: Η συνήθης Press the black button to turn on the television.Ι τηλεπικοινωνία (η) N [] telecommu- τιμωρία για το παράνομο παρκάρισμα είναι έναnication: Η πληροφορική και οι τηλεπικοινω- χρηματικό πρόστιμο. The usual punishment forΚ νίες έχουν αναπτυχθεί πολύ τα τελευταία χρό- illegal parking is a fine. νια. Informatics and telecommunications have τίνος PRON [] whose: Τίνος είναι αυτό τοΛ greatly developed in recent years. βιβλίο; Whose book is this? τηλεφωνητής (ο) N [] operator: Ο τηλε- φωνητής που μου έδωσε τις πληροφορίες ήταν τίποτα / τίποτε PRON [ / ] 1. nothing: Δεν έχει τίποτα καλό στην τηλεόραση σήμερα.Μ πολύ ευγενικός. The operator who gave me the There is nothing good on television tonight. 2. information was very kind. something, anything: Χρειάζεσαι τίποτα από το σούπερ μάρκετ; Do you need anything from theΝ τηλεφωνήτρια (η) N [] operator: Η τη- super-market? EXP: -Σ’ ευχαριστώ πολύ. -Τίπο- λεφωνήτρια που μου έδωσε τις πληροφορίες τα. -Thank you very much. -Don’t mention it. τίποτε  τίποταΞ ήταν πολύ ευγενική. The operator who gave me τις PRON [] them: Τις είδα να μπαίνουν στο κα- the information was very kind. τάστημα. I saw them going into the shop.Ο τηλεφωνικά ADV [] on the phone, by phone: Μπορείτε να παραγγείλετε τα προϊόντα του καταλόγου τηλεφωνικά. You can order cat- τίτλος (ο) N [] title: Δεν θυμάμαι τον τίτλο της ταινίας που είδα την προηγούμενη βδομάδα. I don’tΠ alogue products by phone. remember the title of the film I saw last week. EXP: Οι τίτλοι σπουδών σας είναι εντυπωσιακοί. Νομί- τηλεφωνικός, τηλεφωνική, τηλεφωνικό ADJ ζω ότι θα πάρετε την δουλειά. Your qualificationsΡ [, , ] telephone: Είχα μια τηλεφωνική συνομιλία με τον διευθυντή μου. I are impressive. I think you’ll get the job.Σ had a telephone conversation with my manager. το (1) ART (neuter definite) [] the: Το τριαντά- τηλέφωνο (το) N [] 1. telephone: Το τηλέ- φυλλο μυρίζει ωραία. The rose smells nice. το (2) PRON [] it: Χρειάζομαι το ποδήλατό σου.Τ φωνο είναι στο σαλόνι πάνω στο μικρό τραπέζι. The telephone is in the living room on the small Θα μου το δανείσεις; I need your bicycle. Will you lend it to me?Υ table. 2. phone number: Ποιο είναι το τηλέφω- νο του Κώστα; What’s Costa’s phone number? τοίχος (ο) N [] wall: Πρέπει να βάψω τουςΦ 3. phone call: Μαρία, έλα γρήγορα! Έχεις τη- τοίχους του δωματίου μου. I have to paint the λέφωνο. Maria, come quickly! There’s a phone walls of my room.Χ call for you. EXP: Θα σε πάρω τηλέφωνο το τολμάω / τολμώ VB [ / ] dare: Δεν βράδυ στο σπίτι. I’ll call you tonight at home. τόλμησα να της πω την αλήθεια. I didn’t dare tell her the truth.Ψ τηλεφωνώ VB [] phone, call: Τηλεφώ- νησα στην Χλόη, για να της θυμίσω το ραντεβούΩ μας. I called Chloe to remind her of our date. τολμώ  τολμάω την PRON [] 1. her: Φώναξέ την, σε παρακα- τον PRON [] him: Τον ξέρω καλά. I know him well.

τονίζω 121 τραπέζιτονίζω VB [] 1. stress, emphasise: Ο διευθυ- [, , ] tourist(ic): Το νησί Α ντής τόνισε ότι δεν θα επιτρέψει άλλα λάθη. The αυτό είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Β managing director stressed that he would not tol- This island is a popular tourist destination. Γ erate any more mistakes. 2. put a stress, accent: τούρτα (η) Ν [] cake: Είχε ένα κεράκι πάνω στην Δ Άκου την λέξη και τόνισε την σωστή συλλαβή. τούρτα των γενεθλίων του. There was one candle Ε Listen to the word and put the stress on the right on his birthday cake. Ζ syllable. τους (1) PRON (possessive) [] their: Το σκυλί Η τους είναι πολύ άγριο. Their dog is very fierce. ΘΤοξότης (ο) N [] Sagittarius: -Τι ζώδιο εί- τους (2) PRON (personal) [] them: Τους ζήτησα Ι σαι; -Τοξότης. -What’s your sign? -Sagittarius. να κάνουν ησυχία. I asked them to be quiet. Κ τραβάω / τραβώ VB [ / ] pull: Τραβήξ- Λτοποθετώ VB [] place, put: Θα με βοηθή- τε την πόρτα για να ανοίξει. Pull the door to open. Μ σεις να τοποθετήσουμε τα έπιπλα στην θέση τους; EXP: Τράβα μια γραμμή από το ένα σημείο στο Ν Will you help me put the furniture in place? άλλο. Draw a line from one dot to the other. Ξ Οτόσο ADV [] so: Αυτό το αυτοκίνητο είναι τόσο τραβώ  τραβάω Π ακριβό! This car is so expensive! Ρ τραγανός, τραγανή, τραγανό ADJ [, Στόσος, τόση, τόσο PRON [, , ] so , ] crisp, crunchy: Μμμ, αυτά τα Τ many/much: Σου τηλεφώνησα τόσες φορές και μπισκότα είναι πολύ τραγανά. Mmm, these bis- Υ δεν απαντούσες! I called you so many times but cuits are very crunchy. Φ you didn’t answer the phone. Χ τραγουδάω / τραγουδώ VB [ / ] Ψτότε ADV [] 1. then, at the time: Αγόρασα sing: Η Μαρία τραγουδάει πολύ καλά και θα Ω το πρώτο μου αυτοκίνητο πριν από 20 χρό- πάρει μέρος σε διαγωνισμό τραγουδιού. Maria νια. Ήμουν φοιτητής τότε. I bought my first car sings very well and she is going to take part in a twenty years ago. I was a student at the time. 2. singing contest. then, in this case: -Εγώ είμαι ελεύθερος αύριο το απόγευμα. –Τότε, μπορούμε να βρεθούμε αύ- τραγούδι (το) N [] song: Ένα καλό τρα- ριο στις 4. -I am free tomorrow afternoon. -Then γούδι εκτός από καλή μουσική πρέπει να έχει we can meet tomorrow at 4. και καλούς στίχους. A nice song must have nice lyrics as well as nice music.του (1) PRON (possessive) [] 1. his: Τα Ελληνι- κά του είναι πολύ καλά. His Greek is very good. τραγουδιστής (ο) N [] singer: Ο τραγου- 2. its: Αυτή είναι η θέση του. This is its place. διστής πήρε την κιθάρα του και άρχισε να τραγου- δά. The singer took his guitar and started singing.του (2) PRON (personal) [] 1. him: Να του δώσω το τηλέφωνό σου; Shall I give him your τραγουδίστρια (η) N [] singer: Η Μαρία phone number? 2. it: Το μωρό αρχίζει να κλαίει Κάλλας ήταν διάσημη τραγουδίστρια της όπερας. αν δεν του δίνεις σημασία. The baby starts cry- Maria Kallas was a famous opera singer. ing if you don’t pay any attention to it. τραγουδώ  τραγουδάωτουαλέτα (η) N [] 1. toilet: Πού είναι η του- τραγωδία (η) N [] 1. tragedy: Η ‘Μήδεια’ αλέτα, παρακαλώ; Where is the toilet, please? 2. dressing table: Στο υπνοδωμάτιο έχουμε δύο είναι κωμωδία ή τραγωδία; Is ‘Medea’ a comedy κομοδίνα και μια τουαλέτα. We have two bedside or a tragedy? 2. tragedy: Η σχέση τους κατέληξε tables and a dressing table in the bedroom. σε τραγωδία. Their affair ended in tragedy. τρακάρω VB [] crash a car: Τράκαρα,τουλάχιστον ADV [] at least: Σου έδω- αλλά ευτυχώς δεν τραυματίστηκα. I crashed the σε το τηλέφωνό της, τουλάχιστον; Did she give car but fortunately I wasn’t injured. you her phone number at least? τράπεζα (η) N [] bank: Πρέπει να πάω στην τράπεζα. Μου τελείωσαν τα λεφτά. I mustτουλίπα (η) Ν [] tulip: Η τουλίπα είναι το go to the bank. I’ve run out of money. εθνικό λουλούδι της Ολλανδίας. The tulip is Hol- land’s national flower. τραπεζαρία (η) N [] 1. dinner table: Αγοράσαμε μια ξύλινη τραπεζαρία. We boughtτουρισμός (ο) N [] tourism: Η οικονομία a wooden dinner table. 2. dining room: Η τρα- της χώρας στηρίζεται στον τουρισμό. The coun- πεζαρία είναι δίπλα στο σαλόνι. The dining room try’s economy relies on tourism. is next to the living room.τουρίστας (ο) N [] tourist: Kάθε χρόνο επι- τραπέζι (το) N [] table: Τα πιάτα και τα πο- σκέπτονται την Ελλάδα πολλοί τουρίστες. Many tourists visit Greece every year.τουριστικός, τουριστική, τουριστικό ADJ

τραπεζικός 122 τρίκλινοςA τήρια είναι επάνω στο τραπέζι. The dishes and [ ,  ,  ] the glasses are on the table. EXP: 1. Απόψε thirty-one: Σαράντα μείον εννέα ίσον τριάντα ένα. Forty minus nine equals thirty-one.έχω τραπέζι τους γονείς μου. I have invited myΒ parents to dinner tonight. 2. Αύριο θα κάνω το τριάντα εννέα / τριάντα εννιά NUM [τραπέζι στο αφεντικό μου. I’m having my boss ] / [ ] thirty-nine: Σαράντα μεί-Γ to dinner tomorrow. τραπεζικός, τραπεζική, τραπεζικό ADJ [, ον ένα ίσον τριάντα εννέα. Forty minus one equals thirty-nine. , ] bank: Θέλω να καταθέσω τριάντα εννιά  τριάντα εννέα τριάντα έξι NUM [ ] thirty-six: ΣτοΔ 1.000 ευρώ σε αυτόν τον τραπεζικό λογαριασμό. I’d like to deposit 1.000 euros in this bank account. πάρτι ήρθαν τριάντα έξι καλεσμένοι. Thirty-six guests came to the party.Ε τραπεζομάντιλο (το) N [] table- cloth: Πάρε ένα καθαρό τραπεζομάντιλο από τριάντα επτά / τριάντα εφτά NUM [ ]Ζ το συρτάρι και στρώσε το τραπέζι. Take a clean / [ ] thirty-seven: Στο σπίτι έχω τρι- tablecloth from the drawer and lay the table. άντα επτά βιβλία με θέμα το Βυζάντιο. At home I have thirty-seven books on Byzantium.Η τραύμα (το) N [] wound: Ευτυχώς, το τραύ-Θ μα δεν είναι σοβαρό. Fortunately, the wound is not serious. τριάντα εφτά  τριάντα επτάΙ τραχύς, τραχιά, τραχύ ADJ [, , ] τριάντα οκτώ / τριάντα οχτώ NUM [ ] rough: Η σφαίρα κύλησε αργά πάνω στην τρα- / [ ] thirty-eight: Στην μικρή λίμνη του χιά επιφάνεια. The ball rolled slowly on the πάρκου ζουν τριάντα οκτώ χρυσόψαρα. Thirty- rough surface. eight goldfish live in the small lake of the park.Κ τρεις, τρεις, τρία NUM [, , ] three: Έχω τριάντα οχτώ  τριάντα οκτώ τρεις αδερφές. I’ve got three sisters. τριάντα πέντε NUM [ ] thirty-Λ τρελά ADV [] madly: Είμαι τρελά ερωτευμέ- five: Τριάντα και πέντε κάνουν τριάντα πέντε.Μ νος με την Άννα. I am madly in love with Anna. Thirty plus five equals thirty-five. τρελαίνω VB [] 1. drive mad: Με τρέλα-Ν νε με τις φωνές του. He drove me mad with his τριάντα τέσσερις, τριάντα τέσσερις, τριάντα screams. 2. love: Τρελαίνομαι για παγωτό! I τέσσερα NUM [ ,  ,  ] thirty-four: Έχω τριά-Ξ love ice-cream! ντα τέσσερα γραμματόσημα από την Βραζιλία. τρελός, τρελή, τρελό ADJ [, , ] I’ve got thirty-four stamps from Brazil.Ο crazy: Είσαι τρελός; Αυτό που θέλεις να κάνεις τριάντα τρεις, τριάντα τρεις, τριάντα τρία NUM είναι πολύ επικίνδυνο. Are you crazy? What youΠ want to do is very dangerous. [ ,  ,  ] thir- τρένο (το) N [] train: Έχω αργήσει, θα χάσω ty-three: Στο πάρτι της Αθηνάς ήρθαν τριάντα τρία παιδιά. Thirty-three children came to Athe- na’s party. το τρένο. I’m late. I’m going to miss the train. τριαντάφυλλο (το) N [] rose: Τα τρι- αντάφυλλα είναι τα αγαπημένα μου λουλούδια.Ρ τρεχούμενος, τρεχούμενη, τρεχούμενο ADJ Roses are my favourite flowers. [, , ] running, τριάρι (το) N [] three-room flat: Μένουμε σεΣ flowing: Η περιοχή έχει πολλά τρεχούμενα ένα τριάρι. We live in a three-room flat.νερά. The area has a lot of running water. EXP:Τ Έχω έναν τρεχούμενο λογαριασμό σε αυτή την τρίβω VB [] grate: Τρίψε λίγο τυρί για τα μα-τράπεζα. I have a current account at this bank. καρόνια. Grate some cheese for the spaghetti.Υ τρέχω VB [] run: Ξύπνησα αργά σήμερα και έπρε- τριγυρνάω / τριγυρνώ VB [n / ] hangπε να τρέξω για να προλάβω το λεωφορείο. I woke around: Τον είδα να τριγυρνάει στην γειτονιά. IΦ up late today and I had to run to catch the bus. τριάντα NUM [] thirty: Αγόρασα τριάντα saw him hanging around the neighbourhood.Χ τριαντάφυλλα για την επέτειο του γάμου μας. I τριγυρνώ  τριγυρνάω bought thirty roses for our wedding anniversary. τρίκλινο (το) N [] three-bed room: ΘέλωΨ τριάντα δύο NUM [ ] thirty-two: Στο ένα τρίκλινο για μένα, την γυναίκα μου και την κτήμα μας έχουμε τριάντα δύο δέντρα. We have κόρη μου. I want a three-bed room for myself,Ω thirty-two trees on our farm. my wife and my daughter. τριάντα ένας, τριάντα μία, τριάντα ένα NUM τρίκλινος, τρίκλινη, τρίκλινο ADJ [, , ] three-bed: Θα ήθελα να κλεί-

Τρίτη 123 τώρα σω ένα τρίκλινο δωμάτιο για δυο μέρες, παρα- τσαντάκι (το) Ν (diminutive) [] bag, Α καλώ. I’d like to book a three-bed room for two handbag: Αγόρασα ένα δερμάτινο τσαντάκι. I Β days, please. bought a leather bag. Γ ΔΤρίτη (η) N [] Tuesday: Η Τρίτη είναι η δεύ- τσεκ (το) Ν [] cheque: Πώς θέλετε να πληρώ- Ε τερη εργάσιμη μέρα της εβδομάδας. Tuesday is σετε, μετρητά ή με τσεκ; How would you like to Ζ the second working day of the week. pay, cash or check? Η Θτρίτος, τρίτη, τρίτο NUM [, , ] third: Το τσέπη (η) Ν [] pocket: Η τσέπη μου είχε μια Ι τρίτο μου παιδί είναι αγόρι. My third child is a boy. τρύπα και έχασα τα χρήματά μου. My pocket had Κ a hole and I lost my money. Λτριτώνω VB [] happen for a third time: Μ Απολύθηκα, χώρισα και χθες τράκαρα και τρίτω- τσιγάρο (το) Ν [] cigarette: Μην ανάβεις Ν σε το κακό! I got fired, I broke up and I crashed τσιγάρο εδώ. Δεν επιτρέπεται. Don’t light a cig- Ξ my car yesterday, so three bad things happened! arette in here. It’s not allowed. Ο Πτρίφτης (ο) N [] grater: Πλύνε τον τρίφτη, τσίλι (το) Ν [] chilli: Μαγείρεψα μεξικάνικο κοτό- Ρ πριν τον χρησιμοποιήσεις. Wash the grater be- πουλο με τσίλι. I made Mexican chicken with chilli. Σ fore you use it. Τ τσιμπάω / τσιμπώ VB [ / ] bite: Υτρόλεϊ (το) N [] trolley-bus: Αν πάρεις το Με τσίμπησε μια μέλισσα. I was bitten by a bee. Φ τρόλεϊ, θα φτάσεις πιο νωρίς. If you take the Χ trolley-bus, you’ll arrive sooner. τσιμπώ  τσιμπάω Ψ Ωτρόπος (ο) N [] way: Δεν συμφωνώ με τον τσιπούρα (η) Ν [] dorado (type of fish): τρόπο που χειρίστηκες το θέμα. I don’t agree Πήγαμε σε μία ωραία ψαροταβέρνα και φάγαμε with the way you handled the situation. τσιπούρα. We went to a nice fish tavern and ate dorado.τροφή (η) N [] food: Αγόρασες τροφή για τον σκύλο; Did you buy food for the dog? τσίπουρο (το) Ν [] raki: Θα πιούμε τσίπου- ρο και θα φάμε χταποδάκι στα κάρβουνα. We’llτρόφιμο (το) N [] food: Πήραμε μαζί μας drink raki and eat grilled octopus. τρόφιμα και πήγαμε για πικνίκ στην εξοχή. We took some food with us and went for a picnic in τσίχλα (η) Ν [] chewing gum: Μου αρέσουν the countryside. οι τσίχλες με γεύση φράουλα. I like strawberry- flavoured chewing gum.τροχός (ο) N [] wheel: Ο ένας τροχός του αυτοκινήτου καταστράφηκε από το τρακάρισμα. τύπος (ο) Ν [] character, type: Ο Αλέξης μου A wheel of the car was ruined in the crash. φαίνεται πολύ παράξενος τύπος. Alexis seems to me a very weird character.τρύπα (η) N [] hole: Η κάλτσα σου έχει μια τρύπα. There is a hole in your sock. τυραννία (η) Ν [] tyranny, oppression: Η χώρα υπέφερε πολλά χρόνια από την τυραννία.τρυπάω / τρυπώ VB [ / ] pierce: Αύριο The country suffered tyranny for many years. θα τρυπήσω τα αυτιά μου. I am having my ears pierced tomorrow. τύραννος (ο) Ν [] tyrant: Το αφεντικό της ήταν σωστός τύραννος. Her boss was a real tyrant.τρυπώ  τρυπάω τυρί (το) Ν [] cheese: Η φέτα είναι παραδοσιακότρυφερός, τρυφερή, τρυφερό ADJ [, ελληνικό τυρί. Feta is a traditional Greek cheese. , ] tender, affectionate: Της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο. He gave her a τυροκομικός, τυροκομική, τυροκομικό ADJ tender kiss on the cheek. [, , ] cheese: Συγγνώμη, πού είναι τα τυροκομικά (προϊόντα);τρώω VB [] eat: Ποτέ δεν τρώω θαλασσινά. I Excuse me, where are the cheese products? never eat sea-food. τυχαία ADV [] accidentally, by chance:τσάι (το) Ν [] tea: Πίνεις το τσάι σου με λεμόνι Βρήκα τυχαία αυτό το παλιό βιβλίο σε ένα πα- ή με γάλα; Do you have tea with lemon or milk? λαιοπωλείο. I found this old book by chance in an antique-shop.τσακώνομαι VB [] quarrel, fight: Όταν ήμαστε μικροί, τσακωνόμασταν με τον αδερφό τύχη (η) Ν [] luck, fortune: Η τύχη δεν με ευ- μου συνέχεια. When we were young, my brother νόησε σε αυτές τις εξετάσεις. Luck wasn’t on my and I used to fight all the time. side in these exams.τσάντα (η) Ν [] bag, handbag: Αγόρασα τώρα ADV [] now: Το πρωί είχα πονοκέφαλο, μια δερμάτινη τσάντα και παπούτσια. I bought a αλλά τώρα είμαι καλά. I had a headache in the leather handbag and shoes. morning, but now I am fine.

Υ, υ 124 υπόθεσηA Υ, υΒΓ Υ, υ (ύψιλον) []: the twentieth letter of the υπάρχω VB [] exist, be, there is/are: Υπάρχει καθόλου τυρί στο ψυγείο; Is there anyΔ Greek alphabet cheese in the fridge? υγεία (η) N [] health: Πώς είναι η υγεία σου;Ε How’s your health? EXP: “Στην υγειά σου!” υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο ADJ [, μου είπε και ήπιε μια γουλιά κρασί. “Cheers/ , ] wonderful: Πήγαμε σε μια υπέροχη παραλία στην άλλη πλευρά του νησι- Here’s to your health!’’ he told me and he had a sip of wine. ού. We went to a wonderful beach on the other side of the island.Ζ υγιεινά ADV [] healthily: Είναι πολύ σημαντικό για την φυσική μας κατάσταση να τρώμε υγιεινά. υπερωρία (η) N [] overtime: Αυτή την βδομάδα έχω πολλή δουλειά και κάνω κάθεΗ It is very important for our fitness to eat healthily. μέρα υπερωρίες. I have so much work to do υγιεινή (η) N [] hygiene: Σύμφωνα με τους this week, that I have been doing overtime every day.Θ κανόνες της υγιεινής, πρέπει πάντα να πλένου- με τα χέρια μας πριν από το φαγητό. According υπηκοότητα (η) N [] citizenship: ΟΙ to the rules of hygiene, we must always wash παππούς του Νίκου είναι Κύπριος, αλλά ο Νίκος our hands before meals. γεννήθηκε στην Ελλάδα και απέκτησε ελληνική υπηκοότητα. Nikos’s grandfather is Cypriot, butΚ υγιεινός, υγιεινή, υγιεινό ADJ [, , Nikos was born in Greece and he was granted ] healthy: Κάνει πολύ υγιεινή ζωή: αθλεί- Greek citizenship.Λ ται, δεν καπνίζει και δεν πίνει αλκοόλ. He leads a υπηρεσία (η) N [] 1. service: Εκτιμούμε very healthy life: he exercises, he doesn’t smoke τις υπηρεσίες που προσφέρατε στην εταιρεία, γι’ αυτό αποφασίσαμε να σας δώσουμε αύξηση.Μ and doesn’t drink alcohol. We appreciated your service to the company, υδραυλικός (o/η) N [] plumber: Ο so we decided to give you a salary raise. 2. or- ganisation, body: Σε ποια υπηρεσία πρέπει ναΝ υδραυλικός επισκεύασε την βρύση. The plumb- er repaired the tap.Ξ υδραυλικός, υδραυλική, υδραυλικό ADJ [, , ] hydraulic: Το απευθυνθώ για την έκδοση διαβατηρίου; WhichΟ τιμόνι του αυτοκινήτου μου είναι υδραυλικό. My car’s steering-wheel is hydraulic. organisation should I see about a new pass- port?Π ύδρευση (η) N [] water supply: Δεν έχουμε υπνοδωμάτιο (το) N [] bedroom: νερό λόγω βλάβης στο σύστημα ύδρευσης. We Θέλω να αλλάξω την διακόσμηση στο υπνοδω-Ρ have no water because of damage to the water μάτιό μου. I want to change the decoration in supply system. my bedroom.Σ υλικό (το) N [] ingredient: Έχεις αγοράσει υπόγειος, υπόγεια, υπόγειο ADJ [, , όλα τα υλικά για την τούρτα; Have you bought ] underground: Η διάβαση για τους πε-Τ all the ingredients for the cake? ζούς είναι υπόγεια. The pedestrian passage is ύμνος (ο) N [] hymn: Στην εκκλησία ψέλνου- underground. με ύμνους. We sing hymns in church. υπογραφή (η) N [] signature: Αυτή δεν είναι η υπογραφή μου. Το έγγραφο είναι πλα-Υ υπάλληλος (ο/η) N [] employee, clerk, στό. This is not my signature. This document is assistant: Ρωτήστε τον υπάλληλο στην υποδο- forged. EXP: Πού βάζω υπογραφή; Where do I sign?Φ χή. Ask the clerk at the reception. EXP: 1. Είναι δημόσιος υπάλληλος. Εργάζεται στο Υπουρ- υποδοχή (η) N [] 1. welcome: Η υποδοχήΧ γείο Παιδείας. He is a public servant. He works τους με συγκίνησε. Their welcome touched me. for the Ministry of Education. 2. Είναι ιδιωτικόςΨ υπάλληλος. Δουλεύει σε μία εταιρεία Πληροφο- 2. reception: Ρωτήσαμε στην υποδοχή του ξε- ρικής. He is in the private sector. He works for νοδοχείου για δωμάτιο. We asked for a room atΩ an Informatics company. 3. Είναι τραπεζικός the hotel reception. υπάλληλος. He is a bank clerk. υπόθεση (η) N [] 1. assumption, hypoth-

υποθέτω 125 υψηλός esis: Δεν γνωρίζουμε την αιτία του ατυχήματος, υπόσχομαι VB [] promise: Υπόσχομαι Α μόνο υποθέσεις κάνουμε. We don’t know the να σε πάρω τηλέφωνο, μόλις φτάσω. I promise Β cause of the accident, we’re just making as- to call you as soon as I arrive. Γ sumptions. 2. case, issue: Ο δικηγόρος μας Δ ανέλαβε αυτή την υπόθεση. Our lawyer took υπουργείο (το) N [] ministry: Το Yπουρ- Ε over this case. γείο Oικονομίας θα ανακοινώσει τον ετήσιο Ζ προϋπολογισμό. The Ministry of Finance will Ηυποθέτω VB [] suppose, assume: Υπέ- announce the annual budget. Θ θεσα ότι δεν θα ήσουν σπίτι, γι’ αυτό δεν σου Ι τηλεφώνησα. I assumed that you wouldn’t be υπουργός (ο/η) N [] minister: Ο Υπουρ- Κ home; that’s why I didn’t call you. γός Παιδείας θα δώσει σήμερα συνέντευξη τύ- Λ που. The Minister of Education is giving a press Μυποκρίνομαι VB [] pretend: Υποκρί- conference today. Ν νεται πως δεν τον ενδιαφέρω, αλλά στην πραγ- Ξ ματικότητα του αρέσω πολύ. He pretends he is υποφέρω VB [] suffer: Υποφέρει από μια Ο not interested in me but the truth is he likes me σοβαρή ασθένεια. He is suffering from a serious Π very much. illness. Ρ Συπολογίζω VB [] estimate: Έχουν υπο- υποχρεωτικός, υποχρεωτική, υποχρεωτικό ADJ Τ λογίσει το μέγεθος της ζημιάς; Have they esti- [, , ] obliga- Υ mated the extent of the damage? tory, required: Είναι υποχρεωτικό να υπακούς Φ τους νόμους. Obeying the law is obligatory. Χυπολογιστής (ο) N [] computer: Ο Ψ υπολογιστής μου χάλασε. My computer has υποψιάζομαι VB [] suspect: Υποψι- Ω broken down. άζομαι ποιος μπορεί να το έκανε, αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρος. I suspect someone of havingυπομονή (η) N [] patience: Χρειάζεται done that, but I am not absolutely sure. επιμονή και υπομονή για να τα καταφέρεις. You need to be insistent and patient to make it. ύστερα ADV [] then, after, afterwards: Πή- γαμε στο θέατρο και ύστερα σε ένα εστιατόριουποπτεύομαι VB [] suspect: “Ποιον για φαγητό. We went to the theatre and then to υποπτεύεστε ως αρχηγό της συμμορίας;”, ρώ- a restaurant for dinner. τησε ο δημοσιογράφος τον αστυνομικό. “Who do you suspect is the gang leader?” the reporter ύφασμα (το) N [] fabric, cloth: Δες πόσο asked the policeman. απαλό είναι το ύφασμα! Είναι καθαρό μετάξι. Feel how soft the fabric is! It’s pure silk.υποστηρίζω VB [] argue: Ο δικηγόρος υποστήριξε ότι η κατάθεση του μάρτυρα ήταν υψηλός, υψηλή, υψηλό ADJ [, , ψευδής. The lawyer argued that the witness’s ] high: Αύριο αναμένονται υψηλές θερ- testimony was false. μοκρασίες σε όλη την χώρα. High temperatures are expected tomorrow all over the country.

Φ, φ 126 φέρνωA Φ, φΒΓ Φ, φ (φι) []: the twenty-first letter of the Greek tastic: Περάσαμε πολύ ωραία. Ήταν μια φαντα- στική εμπειρία! We had a great time. It was aΔ alphabet fantastic experience! φαβορί (το) Ν [] favourite: Η ταινία θεωρεί-Ε ται το φαβορί για τα Όσκαρ. This movie is the φαξ (το) Ν [] 1. fax: Εντάξει, έλαβα το φαξ που favourite for the Oscar awards. μου έστειλες. Ok, I received the fax you sent φαγητό (το) Ν [] meal, food: Έτοιμο το φα- me. 2. fax machine: Αυτή η συσκευή είναι και τηλέφωνο και φαξ. This is a telephone and a faxΖ γητό! The meal’s ready! machine. φαίνομαι VB [] look, seem: Σήμερα φαί- νεσαι κουρασμένος. You look tired today. φαρδύς, φαρδιά, φαρδύ ADJ [, , ] wide, large: Έχω αδυνατίσει και όλα ταΗ φαινόμενο (το) Ν [] phenomenon: Οι ρούχα μου μου είναι πια πολύ φαρδιά. I’ve lost σεισμοί είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην Ια- weight and all my clothes are now very large on me.Θ πωνία. Earthquakes are a common phenom- φαρμακείο (το) Ν [] 1. pharmacy: Αν enon in Japan. πας στο φαρμακείο, θα μου πάρεις ασπιρίνες; If you go to the pharmacy, will you buy someΙ φάκελος (ο) Ν [] envelope: Ρία, έχεις κα- aspirins for me? 2. medicine-chest: Έβαλες τις νέναν φάκελο; Θέλω να στείλω ένα γράμμα. ασπιρίνες στο φαρμακείο; Did you put the aspi- rins in the medicine-chest?Κ Ria, have you got an envelope? I need to send φάρμακο (το) Ν [] medicine: Θυμήσου να a letter. πάρεις το φάρμακό σου, πριν πέσεις για ύπνο. Remember to take your medicine before you goΛ φακή (η) N [] lentil: Τουλάχιστον μια φορά to bed. την βδομάδα τρώμε όσπρια, φακές ή φασόλια. φασαρία (η) N [] 1. noise: Δεν σε ακούω.Μ We eat pulses, lentils or beans at least once a Έχει πολλή φασαρία εδώ μέσα. I can’t hear week. you. There’s so much noise in here. 2. trouble: Γιατί μπλέκεις συνέχεια σε φασαρίες; Why doΝ φαλακρός, φαλακρή, φαλακρό ADJ [, you always get into trouble? , ] bald: Βλέπεις εκείνο τον φαλα- κρό άντρα; Can you see that bald man? φασολάδα (η) N [] bean soup: Η φασο- λάδα είναι ελληνικό παραδοσιακό φαγητό. BeanΞ φανάρι (το) Ν [] traffic light: Το φανάρι εί- soup is a traditional Greek food. ναι πράσινο. Μπορείς να φύγεις. The traffic light φασόλι (το) Ν [] bean: Τουλάχιστον μια φοράΟ is green. You can go. την εβδομάδα τρώμε όσπρια, φακές ή φασόλια. We eat pulses, lentils or beans at least once a φανελάκι (το) Ν [] t-shirt: Θα φορέσω το week.Π κόκκινο φανελάκι και το μαύρο παντελόνι. I will Φεβρουάριος (ο) Ν [] February: Ο Φε- wear the red t-shirt and the black trousers. βρουάριος είναι ο δεύτερος μήνας του χρόνου. February is the second month of the year.Ρ φαντάζομαι VB [] imagine: Πώς φαντάζεσαι την ζωή σου σε δέκα χρόνια απόΣ τώρα; How do you imagine your life in ten years from now?Τ φαντασία (η) N [] imagination: Μερικά παιδιά έχουν ζωηρή φαντασία. Some kids haveΥ a vivid imagination. EXP: Η “Περιπέτεια στο διά- στημα” είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασί-Φ ας. “Adventure in Space” is a science fiction φεγγαράκι (το) Ν (diminutive) [] film. moon: Το φεγγαράκι φώτιζε τον σκοτεινό ουρα- νό. The moon lit up the dark sky.Χ φανταστικά ADV [] fantastic, terrific, φεγγάρι (το) Ν [] moon: Το φεγγάρι φώ- great: Το πάρτι είχε μεγάλη επιτυχία! Περάσαμε τιζε τον σκοτεινό ουρανό. The moon lit up theΨ φανταστικά! The party was a big success! We dark sky. had a fantastic time!Ω φανταστικός, φανταστική, φανταστικό ADJ φέρνω VB [] bring: Μπορείς, σε παρακα- [, , ] fan- λώ, να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; Could you

φέτα 127 φιλοσοφία please bring me a glass of water? ρά του χειρογράφου ήταν τέτοια, που η ανάγνω- Α σή του ήταν αδύνατη. The damage to the manu- Βφέτα (η) N [] 1. feta: Η φέτα είναι παραδοσι- script was such that it was impossible to read. Γ ακό ελληνικό τυρί. Feta is a traditional Greek Δ cheese. 2. piece, slice: Θα φάω μια φέτα ψωμί φιδίσιος, φιδίσια, φιδίσιο ADJ [, , Ε με βούτυρο για πρωινό. I’ll have a slice of bread ] snake: Αγόρασα παπούτσια από φιδί- Ζ with butter for breakfast. σιο δέρμα. I bought shoes made of snake skin. Η Θφετινός, φετινή, φετινό ADJ [, , φιλάκι (το) Ν (diminutive) [] kiss: Δώσε ένα Ι ] this year’s: Η φετινή παραγωγή ήταν φιλάκι στην μαμά! Give mοmmy a kiss! Κ μικρότερη σε σύγκριση με πέρυσι. This year’s Λ production has been reduced since last year. φιλάω / φιλώ VB [ / ] kiss: Την αγκάλιασε Μ τρυφερά και την φίλησε. He hugged her gently Νφέτος ADV [] this year: Φέτος θα αγοράσω and kissed her. Ξ καινούργιο αυτοκίνητο. I’m going to buy a new Ο car this year. φίλη (η) N [] 1. friend: Η φίλη μου η Μαρία Π μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι πρόσφατα. Ρφετούλα (η) N (diminutive) [] piece, slice: My friend Maria has moved to a new house re- Σ Θα φάω μόνο μια φετούλα ψωμί με βούτυρο. I’ll cently. 2. girlfriend: Η καινούρια μου φίλη είναι Τ only eat a slice of bread with butter. ξανθιά. My new girlfriend is blonde. Υ Φφεύγω VB [] leave, go, depart: Μην φεύ- φιλί (το) Ν [] kiss: Μου έδωσε ένα φιλί και Χ γεις ακόμη, θέλω να σου μιλήσω. Don’t go yet. I έφυγε τρέχοντας. She gave me a kiss and ran Ψ want to talk to you. away. Ωφήμη (η) N [] rumour: Έχω ακούσει κάποιες φιλικός, φιλική, φιλικό ADJ [, , ] φήμες για σένα. I’ve heard some rumours about friendly: Όλοι ήταν πολύ φιλικοί και με έκαναν you. να αισθανθώ σαν στο σπίτι μου. Everybody was very friendly and made me feel at home.φθάνω / φτάνω VB [ / ] 1. arrive: Πότε φθάνει η θεία σου στην Ελλάδα; When does φιλικότερος, φιλικότερη, φιλικότερο ADJ your aunt arrive in Greece? 2. go up to, rise: [, , ] 1. more Η θερμοκρασία έφθασε τους 35 βαθμούς. The friendly: Ο Αιμίλιος είναι φιλικότερος από τον temperature rose to 35 degrees. 3. reach: Μπο- Πέτρο. Emil is more friendly than Peter. 2. most ρείς να φθάσεις εκείνο το βιβλίο στο πάνω ράφι friendly (when preceded by article): Απολαύ- της βιβλιοθήκης; Can you reach that book on the στε το ποτό σας στο φιλικότερο περιβάλλον. top shelf of the bookcase? 4. be enough: Φθά- Enjoy your drink in a friendly environment. νουν τέσσερα αβγά, για να φτιάξουμε την ομελέ- τα; Are four eggs enough to make the omelette? φιλολογία (η) N [] philology, literature: EXP: Φτάνει πια. Δεν θα το ανεχτώ άλλο αυτό. Η αδερφή μου έχει σπουδάσει φιλολογία. My That’s enough. I won’t tolerate this any more. sister has studied literature.φθηνότερος / φτηνότερος, φθηνότερη / φτηνό- φιλοξενία (η) N [] hospitality: Οι Έλλη- τερη, φθηνότερο / φτηνότερο ADJ [ νες είναι γνωστοί για την φιλοξενία τους. The / ,  / ,  / Greeks are known for their hospitality. ] 1. cheaper: Αυτό το σακάκι είναι φθη- νότερο από το άλλο. This jacket is cheaper than φιλόξενος, φιλόξενη, φιλόξενο ADJ [, the other one. 2. cheapest (when preceded by , ] hospitable: Οι χωρικοί article): Αυτό το εστιατόριο είναι το φθηνότερο ήταν πολύ φιλόξενοι. The villagers were very της περιοχής. This restaurant is the cheapest in hospitable. the area. φιλοξενώ VB [] house: Η γκαλερί θαφθινοπωρινός, φθινοπωρινή, φθινοπωρινό φιλοξενήσει την έκθεση του διάσημου ζωγρά- ADJ [, , ] φου. The gallery will house the exhibition of the autumn: Τον Σεπτέμβριο αρχίζουν οι φθινοπω- famous painter. ρινές βροχές. Autumn rainfalls start in Septem- ber. φίλος (ο) Ν [] 1. friend: Είμαστε φίλοι από το δημοτικό. We’ve been friends since primaryφθινόπωρο (το) Ν [] autumn: Το φθι- school. 2. boyfriend: Ο νέος της φίλος είναι μη- νόπωρο τα φύλλα των δέντρων κιτρινίζουν. In χανικός. Her new boyfriend is an engineer. autumn the leaves of the trees become yellow. φιλοσοφία (η) N [] philosophy: Το διδα-φθορά (η) N [] corruption, damage: H φθο- κτορικό του αφορά στην φιλοσοφία του Πλάτω- να. His thesis is about Plato’s philosophy.

φιλώ 128 φροντιστήριο φιλώ  φιλάω -Sometimes. 2. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη πριγκίπισσα. Once upon a timeA Φινλανδέζα / Φινλανδή (η) N [ / there was a beautiful princess. ] Finn, Finnish: Είναι Φινλανδέζα και φοράω / φορώ VB [ / ] wear: Πολύ ωραίο το πουκάμισο που φοράς. That’s a niceΒ μένει στο Ελσίνκι. She’s Finnish and lives in Hel-sinki.Γ Φινλανδή (η)  Φινλανδέζα shirt you’re wearing.Δ Φινλανδία (η) N [] Finland: Στην Φιν- φόρεμα (το) Ν [] dress: Αυτό το φόρεμα λανδία τον χειμώνα κάνει πολύ κρύο. It’s very σου πηγαίνει πολύ. This dress really suits you.cold in Finland during winter. φόρμα (η) N [] track suit: Φόρεσε την φόρ-Ε Φινλανδικά (τα) N [] Finnish: Μόνο μα γυμναστικής και πήγε για τρέξιμο. He put on στην Φινλανδία μιλάνε Φινλανδικά; Do they his track suit and went jogging. only speak Finnish in Finland? φόρος (ο) Ν [] tax: Πόσο φόρο πληρώνεις, αν έχεις ιστιοφόρο; How much tax do you pay ifΖ Φινλανδός (το) Ν [] Finn, Finnish: Στο you own a sailing-boat? αεροπλάνο καθόταν δίπλα μου ένας Φινλανδός. φορώ  φοράωΗ A Finn was sitting next to me in the aeroplane.Θ Φλαμανδικά (τα) N [] Flemish: Στο φουαγιέ (το) Ν [] foyer, lounge: Μέχρι ναΒέλγιο μιλάνε Φλαμανδικά και Γαλλικά. In Bel- αρχίσει η παράσταση, περιμένουμε στο φουαγιέ του θεάτρου. Until the show starts, we wait in theΙ gium they speak Flemish and French. theatre foyer. φλας (το) Ν [] indicator, flash: Ο διακόπτηςΚ των φλας βρίσκεται στα αριστερά του τιμονιού. φουντούκι (το) Ν [] hazelnut: Οι σκί-The indicator switch is on the left of the steering ουροι τρώνε φουντούκια. Squirrels eat hazel- nuts. wheel. EXP: Αρκετά μέτρα πριν στρίψεις, πρέ- φούρνος (ο) Ν [] 1. oven: Μόλις έβγαλα πει να βγάλεις φλας. You should signal quite a το φαγητό από τον φούρνο και είναι καυτό. I’veΛ few metres before you turn. just taken the food out of the oven and it’s hot.Μ φλερτάρω VB [] flirt, court: Ο Μενέλαοςμε φλέρταρε όλο το βράδυ, αλλά εμένα δεν μου 2. bakery: Αγόρασες ψωμί από τον φούρνο;Ν αρέσει. Menelaos flirted with me all night long, Did you buy bread from the bakery? EXP: Σου but I don’t like him. αρέσει το μοσχαράκι στον φούρνο; Do you like roast veal?Ξ φοβάμαι VB [] be afraid: Το κοριτσάκι φο- φούστα (η) N [] skirt: Η Ελένη φορούσε χτες βάται τον σκύλο. The girl is afraid of the dog. μια πολύ ωραία φούστα. Helen was wearing a very beautiful skirt yesterday.Ο φοβερός, φοβερή, φοβερό ADJ [, , ] terrible: Έγινε ένα φοβερό ατύχημα σή- Φρανκφούρτη (η) N [] Frankfurt: Έχεις μερα. There was a terrible accident today. πάει ποτέ στην Φρανκφούρτη; Have you ever been to Frankfurt?Π φόβος (ο) N [] fear: Όταν πέφτουν κεραυ- νοί την νύχτα, τρέμω από φόβο. When there is φράουλα (η) N [] strawberry: Μου αρέσουν πολύ οι φράουλες. I really like strawberries.Ρ lightning in the night I shiver with fear. φραπές (ο) Ν [] Greek frappe: Το καλοκαί-Σ φοιτητής (ο) Ν [] student: Ο γιος μου είναι ρι πίνω συνήθως φραπέ. I usually drink Greek φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. My son is frappe in the summer.Τ a student at the University of Athens. φοιτητικός, φοιτητική, φοιτητικό ADJ [,Υ , ] student: Για να μπεις στην βιβλι- φράχτης (ο) Ν [] fence: Πηδήξαμε τον φρά-οθήκη, πρέπει να έχεις μαζί σου την φοιτητική χτη και βρεθήκαμε μέσα στην αυλή του εγκατα-σου κάρτα. You have to have your student card λειμμένου σπιτιού. We jumped over the fenceΦ with you to get into the library. and found ourselves in the yard of the aban- φοιτώ VB [] study at: Η Άννα φοιτά στο Πα- doned house.Χ νεπιστήμιο της Αθήνας. Anna is studying at the φρέσκος, φρέσκια, φρέσκο ADJ [, ,University of Athens. ] fresh: Σε αυτή την ταβέρνα σερβίρουνΨ φορά (η) N [] time: Είναι η πρώτη φορά που πάντα φρέσκα ψάρια. They always serve fresh επισκέπτομαι την Ελλάδα. It’s the first time I have fish in this tavern.Ω visited Greece. EXP: 1. -Πηγαίνεις ποτέ σινεμά; φροντιστήριο (το) Ν [] 1. crammer:-Καμιά φορά. -Do you ever go to the cinema? Δεν τα καταφέρνει στα μαθηματικά και αποφά-

φρούτο 129 φωλιά σισε να πάει σε φροντιστήριο. He is not good He always carries a small wooden cross as a Α at maths, so he decided to go to a crammer. 2. talisman. Β foreign language school: Ο Ανδρέας διδάσκει Γ Αγγλικά σε ένα φροντιστήριο. Andreas teaches φυλάω / φυλώ VB [ / ] 1. guard: Έχουμε Δ English at a foreign language school. ένα σκύλο για να φυλάει το σπίτι. We have a Ε dog to guard the house. 2. keep: Η γιαγιά μου Ζφρούτο (το) Ν [] fruit: Τα φρούτα έχουν πολ- φυλούσε το νυφικό της σε ένα παλιό σεντού- Η λές βιταμίνες και κάνουν καλό στην υγεία. Fruit κι. My grandmother used to keep her wedding Θ has many vitamins and is good for your health. dress in an old chest. Ι Κφρουτοσαλάτα (η) N [] fruit salad: φυλλάδιο (το) N [] leaflet, brochure: Θα Λ Για επιδόρπιο θα πάρω μια φρουτοσαλάτα. I’ll διαφημίσουμε την εταιρεία μας με τηλεοπτικά Μ have a fruit salad for dessert. σποτ, αφίσες και φυλλάδια. We’ll advertise our Ν company with TV spots, posters and leaflets. Ξφρυγανιά (η) N [] toast: Για πρωινό θα Ο φάω φρυγανιές με βούτυρο και μέλι. I’ll have φύλλο (το) N [] leaf: Το φθινόπωρο τα φύλλα Π toast with butter and honey for breakfast. των δέντρων κιτρινίζουν και πέφτουν. The leaves Ρ of the trees turn yellow and fall in autumn. Σφρύδι (το) Ν [] eyebrow: Ο Πέτρος έχει παχιά Τ φρύδια. Peter has thick eyebrows. φύλο (το) N [] sex, gender: Στην έρευνα πή- Υ ραν μέρος άτομα και των δύο φύλων. People of Φφταίω VB [] be to blame, be responsible: both sexes took part in the research. Χ Μην με κατηγορείς! Δεν φταίω μόνο εγώ για ό,τι Ψ έγινε. Don’t blame me! I am not the only one φυλώ  φυλάω Ω responsible for what happened. φυσάω / φυσώ VB [ / ] 1. blow: Έναςφτάνω  φθάνω κρύος άνεμος φυσούσε χτες βράδυ. A cold windφτέρνα (η) Ν [] heel: Τα καινούργια μου was blowing last night. 2. be windy: Φυσάει τόσο, που δεν μπορώ να ανοίξω την ομπρέλα παπούτσια με χτύπησαν στις φτέρνες. My new μου. It is so windy that I can’t open my umbrel- shoes hurt my heels. la.φτερνίζομαι VB [] sneeze: Πρέπει να φύση (η) N [] nature: Είμαι μέλος μιας οικολο- χρησιμοποιείς χαρτομάντιλο, όταν φτερνίζε- γικής οργάνωσης για την προστασία της φύσης. σαι. You should use a handkerchief when you I am a member of an ecological organisation for sneeze. the protection of nature.φτερό (το) N [] wing: Ο αετός άνοιξε τα φτε- φυσικός, φυσική, φυσικό ADJ [, , ρά του και πέταξε ψηλά στον ουρανό. The eagle ] 1. physics: Ο Νεύτωνας ανακάλυψε τον spread its wings and flew high into the sky. φυσικό νόμο της βαρύτητας. Newton discov- ered the physics law of gravity. 2. natural: Είναιφτηνά ADV [] cheap: Αγόρασα αυτή την φού- φυσικό το χρώμα των μαλλιών σου; Is your hair στα πολύ φτηνά. I got this skirt very cheap. colour natural? EXP: Γυμνάζομαι, για να έχω καλή φυσική κατάσταση. I work out to be fit.φτηνός, φτηνή, φτηνό ADJ [, , ] cheap: Είναι πολύ φτηνό. Θα το αγοράσω. It is φυσιολατρικός, φυσιολατρική, φυσιολατρικό very cheap. I’ll buy it. ADJ [, , ] na- ture loving: Είμαι μέλος του φυσιολατρικούφτηνότερος  φθηνότερος συλλόγου της πόλης μου. I am a member of myφτιάχνω VB [] 1. make: Θα φτιάξω μια town’s nature lovers’ club. πορτοκαλάδα, γιατί διψάω. I’ll make an orange φυσώ  φυσάω juice because I’m thirsty. 2. fix, repair: Καλέ- σαμε τον ηλεκτρολόγο, για να φτιάξει την τη- φυτεύω VB [] plant: Φυτέψαμε στον κήπο λεόραση. We called the electrician to repair the μας τριαντάφυλλα. We planted roses in our gar- television. den.φύλακας (ο) N [] guard: Αν δεις κάτι ύπο- φυτό (το) N [] plant: Μου αρέσουν τα φυτά. πτο, κάλεσε τους φύλακες. If you see anything Γι’ αυτό το μπαλκόνι μου είναι γεμάτο γλάστρες. suspicious, call the guards. I love plants. That’s why my balcony is full of flower-pots.φυλακή (η) N [] jail: Είναι στην φυλακή, γιατί λήστεψε μια τράπεζα. He is in jail because he φωλιά (η) N [] nest: Κοίτα σ’ εκείνο το δέντρο! robbed a bank. Μια φωλιά! Look at that tree! There’s a nest!φυλαχτό (το) N [] talisman: Έχει πάντα μαζί του έναν μικρό ξύλινο σταυρό για φυλαχτό.

φωνάζω 130 φωτοτυπίαA φωνάζω VB [] 1. call, shout: Φωνάζω, φωτιά (η) Ν [] fire: Κάθισε δίπλα στην φωτιά αλλά κανείς δεν έρχεται. I’m shouting, but no να ζεσταθείς. Sit by the fire to warm yourself.Β one is coming. 2. invite: Φωνάξαμε κάποιους φωτογραφία (η) Ν [] photograph, pic- φίλους για φαγητό. We invited some friends for ture: Κοιτάζω τις φωτογραφίες από τις καλοκαι- dinner. 3. call: Φώναξε τον γιατρό. Δεν αισθά- ρινές μας διακοπές στην Σαντορίνη. I am lookingΓ νομαι καλά. Call the doctor. I’m not feeling well. φωνή (η) N [] voice: Ξαφνικά, ακούσαμε μια at the photographs from our summer holidays on Santorini.Δ δυνατή φωνή να ζητάει βοήθεια. Suddenly, we φωτογραφικός, φωτογραφική, φωτογραφικό heard a loud voice calling for help. ADJ [, , ]Ε φως (το) N [] light: Είναι σκοτεινά εδώ. Μπο- photographic: Αγόρασε πολύ ακριβό φωτο- ρείς να ανάψεις το φως; It’s dark in here. Can γραφικό εξοπλισμό. He bought very expensive photographic equipment. EXP: Αγόρασα και- you turn on the light? νούργια φωτογραφική μηχανή. I bought a new camera.Ζ φωτεινός, φωτεινή, φωτεινό ADJ [, , φωτογράφος (ο/η) N [] photographer: ] well lit, sunny: Το καινούργιο σου διαμέ- Η Ισμήνη είναι φωτογράφος και εργάζεται για ένα περιοδικό. Ismini is a photographer andΗ ρισμα είναι φωτεινό; Is your new apartment well works for a magazine. lit?Θ φωτεινότερος, φωτεινότερη, φωτεινότερο ADJ φωτοτυπία (η) Ν [] photocopy: Βγάλε [, , ] 1. better lit, φωτοτυπίες τις σελίδες 10 με 23 του βιβλίου. sunnier: Το σαλόνι είναι φωτεινότερο από την Make photocopies of pages 10 to 23 of theΙ κουζίνα. The living room is sunnier than the book.Κ kitchen. 2. best lit, sunniest (when preceded by article): Το σαλόνι είναι το φωτεινότερο δω-Λ μάτιο του σπιτιού. The living room is the sunni- est room in the house.ΜΝΞΟΠΡΣΤΥΦΧΨΩ

Χ, χ 131 χαρά A Β Χ, χ Γ ΔΧ, χ (χι) []: the twenty-second letter of the Greek χαλώ  χαλάω Ε alphabet χαμηλά ADV [] low: Το αεροπλάνο πετούσε Ζ Ηχαζός, χαζή, χαζό ADJ [, , ] silly: πολύ χαμηλά. The plane was flying really low. Θ Έχω έναν πολύ χαζό σκύλο. I’ve got a very silly Ι dog. χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό ADJ [, , Κ ] low: Το ταβάνι στο δωμάτιό μου είναι Λχαζούλης, χαζούλα, χαζούλικο ADJ (diminu- πολύ χαμηλό. The ceiling in my room is very Μ tive) [, , ] silly: Ο σκύλος low. Ν μου είναι χαζούλης. My dog is silly. Ξ χαμηλότερος, χαμηλότερη, χαμηλότερο ADJ Οχαϊδεύω VB [] caress, stroke, fondle: [, , ] 1. lower: Π Της χάιδεψε τρυφερά το χέρι και την αγκάλιασε. Αυτό το κατάστημα έχει χαμηλότερες τιμές από Ρ He caressed her hand gently and hugged her. το διπλανό. In this shop prices are lower than in Σ the one next door. 2. lowest (when preceded Τχαιρετάω / χαιρετώ VB [ / ] say hel- by article): Στο κατάστημά μας θα βρείτε τις χα- Υ lo/goodbye: Χαιρέτησε την θεία σου! Say hello μηλότερες τιμές της αγοράς. You’ll find the low- Φ to your aunt! est prices in the market in our shop. Χ Ψχαίρετε EXP [] hello: -Χαίρετε. Τι κάνετε; χαμογελάω / χαμογελώ VB [ / Ω -Καλά, ευχαριστώ. -Hello. How are you? -Fine, ] smile: Η Ελένη είναι πολύ ευχάριστος thank you. άνθρωπος. Συνέχεια χαμογελάει. Eleni is a very pleasant person. She smiles all the time.χαιρετισμός (ο) N [] regard: Δώσε τους χαιρετισμούς μου στην γυναίκα σου. Give χαμόγελο (το) N [] smile: Ένα χαμόγε- my regards to your wife. λο δεν κοστίζει τίποτα. A smile costs nothing.χαιρετώ  χαιρετάω χαμογελώ  χαμογελάωχαίρομαι VB [] be glad: Χαίρομαι που μα- χαμός (ο) N [] loss: Δεν έχει ξεπεράσει τον θαίνω ότι είσαι καλά. I am glad to hear that you χαμό του πατέρα του. He hasn’t overcome his are fine. father’s loss. EXP: Γίνεται χαμός σήμερα στους δρόμους. The streets are very crowded today.χαίρω πολύ EXP [ ] nice to meet you: χάντρα (η) N [] bead: Η Άννα φορούσε -Αυτός είναι ο κύριος Οικονόμου. -Χαίρω πολύ. στον λαιμό της ένα κολιέ με μπλε χάντρες. Anna -This is Mr Economou. -Nice to meet you. was wearing a necklace with blue beads around her neck.χαλάκι (το) N (diminutive) [] rug: Σκούπισε τα παπούτσια σου στο χαλάκι της πόρτας. Wipe χάνω VB [] 1. lose: Έχασα τα κλειδιά μου. your shoes on the door rug. I’ve lost my keys. || Δεν είχα ξαναέρθει σε αυτή την γειτονιά και χάθηκα. I had never been in thisχαλάρωση (η) N [] relaxation: Μετά το neighbourhood before and I was lost. 2. miss: μασάζ θα αισθανθείς φοβερή χαλάρωση. You’ll Άργησα, γιατί έχασα το λεωφορείο. I’m late be- feel really relaxed after the massage. cause I missed the bus.χαλάω / χαλώ VB [ / ] 1. break down: χάος (το) N [] chaos: Στο δωμάτιό μου επι- Χάλασε το ψυγείο και πρέπει να καλέσουμε τον κρατεί χάος! My room is in a state of chaos! τεχνικό. The refrigerator has broken and we have to call the technician. 2. spend, waste: χάπι (το) N [] pill: Παίρνεις καθόλου χάπια Μην χαλάς περισσότερα χρήματα από όσα βγά- για το στομάχι σου; Are you taking any pills for ζεις. Don’t spend more money than you make. your stomach? 3. ruin: Ο Ανέστης χαλάει ό,τι πιάνει στα χέρια του. Anestis ruins everything he touches. EXP: χαρά (η) N [] joy, happiness: Πάντα αισθάνο- Φαίνεται πως χαλάει ο καιρός. It seems that μαι μεγάλη χαρά, όταν ταξιδεύω στο εξωτερικό. I the weather is getting worse. always feel great joy when I travel abroad. EXP: 1. Γεια χαρά. Τι κάνεις; Hello. How are you? 2.χάλια ADV [] awful, really bad: Αισθάνομαι Άντε, γεια χαρά. Θα σε δω αύριο. OK, bye-bye. χάλια εξαιτίας της αποτυχίας μου στις εξετάσεις. I feel awful because of my failure in the exams.

χάρακας 132 χήραA See you tomorrow. 3. -Πώς είσαι; -Μια χαρά. πολύ. Χασμουριόμουν συνέχεια στο μάθημα. I -How are you? -I’m fine. am very sleepy. I was yawning all the time dur-Β χάρακας (ο) N [] ruler: Αν δεν μπορείς να ing class. κάνεις μια ευθεία γραμμή, χρησιμοποίησε τον χείλος (το) N [] lip: Έκαψε το πάνω χείλοςχάρακα! If you can’t draw a straight line, use του με το τσιγάρο. He burnt his upper lip with hisΓ the ruler! cigarette.χαρακτήρας (ο) N [] 1. character: Η χειμερία νάρκη (η) EXP [ ] hiberna-Δ Μαρίνα έχει οξύθυμο χαρακτήρα. Marina has tion: Την άνοιξη οι αρκούδες ξυπνούν από την an irritable character. 2. character: Γράψτε την χειμερία νάρκη. Bears wake up from hiberna-Ε απάντησή σας σε ένα κείμενο όχι μεγαλύτερο tion in spring. από 4000 χαρακτήρες. Write your answer in a χειμώνας (ο) N [] winter: Τον χειμώναΖ text that is not longer than 4000 characters. χαρακτηριστικός, χαρακτηριστική, χαρακτη- κάνει κρύο, ενώ το καλοκαίρι κάνει ζέστη. It’s cold in winter, but it’s hot in summer.Η ριστικό ADJ [, , χειρίζομαι VB [] handle, cope with: Η ] characteristic: Ο Γιώργος μιλάει κατάσταση είναι κρίσιμη. Πρέπει να σκεφτούμεπάντα με χαρακτηριστικό ενθουσιασμό. GeorgeΘ always speaks with characteristic enthusiasm. σοβαρά πώς θα την χειριστούμε. The situation χάραμα (το) N [] dawn, day-break: Το αε- is critical. We have to seriously think how we should handle it.Ι ροπλάνο μας φεύγει τα χαράματα. Our plane χειρότερα ADV [] 1. worse: Στο πάρτι της leaves at dawn. Μαρίας πέρασα χειρότερα από ό,τι στου Αντώ-Κ χάρη (η) N [] favour: Θα μου κάνεις μια χάρη; νη. I had a worse time at Maria’s party than in Will you do me a favour? EXP: Θα το κάνω μόνο Antonis’s. 2. worst: Έγραψα χειρότερα απόΛ για χάρη της Αναστασίας. I’ll do it but only for όλους στις εξετάσεις. I did worst in the exams. Anastasia’s sake. χειροτερεύω VB [] get worse: Ο και- ρός θα χειροτερέψει αύριο. The weather willΜ χαρίζω VB [] give away: Χάρισε όλα του get worse tomorrow. τα βιβλία, πριν φύγει για την Αμερική. He gaveΝ away all his books before leaving for America. χαρούμενος, χαρούμενη, χαρούμενο PART χειρότερος, χειρότερη, χειρότερο ADJ [, , ] 1. worse: Οι βαθ- [, , ] happy: Γιατί μοί μου αυτό το εξάμηνο ήταν χειρότεροι από είσαι τόσο χαρούμενη; Why are you so happy? το προηγούμενο. My grades this semester were worse than those of the previous one. 2. worst:Ξ χαρτάκι (το) N (diminutive) [] paper: Είναι η χειρότερη ταινία που έχω δει ποτέ. It is Έγραψε σε ένα χαρτάκι το τηλέφωνό του. He the worst film I have ever seen.Ο wrote his telephone number on a piece of pa-Π per. EXP: Θα πας στο σούπερ μάρκετ, σε παρα- χειρουργείο (το) N [] operating theatre:καλώ; Σου έγραψα ένα χαρτάκι για τα ψώνια. Έπρεπε να τον πάνε γρήγορα στο χειρουργείο.Ρ Will you go to the super-market, please? I have They had to rush him to the operating theatre. made a shopping list for you. χειρουργός (o/η) Ν [] surgeon: Ο και- νούργιος χειρουργός του νοσοκομείου μας εί-Σ χάρτης (ο) N [] map: Σημειώνω στον χάρτη ναι πολύ έμπειρος. Our hospital’s new surgeon τα μέρη που επισκέπτομαι κάθε χρόνο. I mark onthe map the places I visit every year. is very experienced.Τ χαρτί (το) N [] 1. paper: Γράψτε το όνομά σας χελιδόνι (το) N [] swallow: Όταν έρχο-σε ένα χαρτί. Write your name on a piece of pa- νται τα χελιδόνια, σημαίνει ότι μπαίνει η άνοιξη.Υ per. 2. cards (the game - in plural only): Έχει When the swallows come, it means that spring χάσει πολλά λεφτά παίζοντας χαρτιά. He has is here.Φ lost a lot of money playing cards. χελώνα (η) N [] tortoise: Οι χελώνες ζουν χάρτινος, χάρτινη, χάρτινο ADJ [, , πολλά χρόνια. Tortoises live for many years.Χ ] made of paper: Κρατούσε μια χάρτινη χέρι (το) N [] hand: Πήρε τον τυφλό από το σακούλα. She was holding a paper bag. χέρι και τον βοήθησε να περάσει τον δρόμο.Ψ χασάπικο (το) N [] butcher’s: Θυμήσου She took the blind man by the hand and helped να αγοράσεις κιμά από το χασάπικο. Remem- him cross the street.Ω ber to buy some minced meat at the butcher’s. χήρα (η) N [] widow: Η Ελένη είναι χήρα εδώ χασμουριέμαι VB [] yawn: Νυστάζω και χρόνια. Helen has been a widow for years.

χήρος 133 χρωμόσωμαχήρος (ο) N [] widower: Ο Γιάννης είναι χή- fat: Ο Γιάννης είναι λίγο χοντρούλης. Πρέπει να A ρος και έχει δύο παιδιά. John is a widower and κάνει δίαιτα. Giannis is a little fat. He has to go Β has two children. on a diet. Γ Δχθες / χτες ADV [ / ] yesterday: Συνάντη- χορεύω VB [] dance: Μου αρέσει πολύ να Ε σα τον Γιώργο χθες. I met George yesterday. χορεύω στα πάρτι. I like dancing at parties very Ζ much. Ηχθεσινός / χτεσινός, χθεσινή / χτεσινή, χθε- Θ σινό / χτεσινό ADJ [/, χορός (ο) N [] dance: Το φλαμένγκο είναι Ι /, /] of yesterday: ένας παραδοσιακός ισπανικός χορός. Flamen- Κ Η χθεσινή καταιγίδα προκάλεσε σοβαρά προ- co is a traditional Spanish dance. Λ βλήματα. Yesterday’s storm caused serious Μ problems. χορτάρι (το) N [] grass: Ξαπλώσαμε στο Ν χορτάρι και κοιτούσαμε τα σύννεφα. We lay Ξχίλια NUM [] a/one thousand: Πεντακόσια και down on the grass and watched the clouds. Ο πεντακόσια κάνουν χίλια. Five hundred plus five Π hundred equals one thousand. χρειάζομαι VB [] need: Χρειαζόμαστε Ρ ξύλα για το τζάκι. We need some wood for the Σχιλιάδα (η) N [] thousand: Παραγγείλαμε fire. Τ μια χιλιάδα διαφημιστικά έντυπα. We ordered a Υ thousand brochures. || Χιλιάδες κόσμου παρα- χρήμα (το) N [] money: Μπορείς να μου δα- Φ κολούθησαν τον αγώνα. Thousands of people νείσεις κάποια χρήματα; Can you lend me some Χ watched the game. money? Ψ Ωχίλιοι, χίλιες, χίλια NUM [, , ] a thou- χρησιμοποιώ VB [] 1. use: Χρησιμο- sand: Σου το έχω πει χίλιες φορές. I’ve told you ποίησε αυτό το κλειδί, για να ανοίξεις την πόρτα. a thousand times. Use this key to open the door. 2. take advan- tage of: Δεν θα επιτρέψω να με χρησιμοποιείςχιλιόμετρο (το) N [] kilometre: Το λι- πια. I will not allow you to take advantage of me μάνι είναι περίπου δύο χιλιόμετρα μακριά. The any more. port is about two kilometres away. Χριστούγεννα (τα) N [] Christmas: Ταχιόνι (το) N [] snow: Μου αρέσει να κάνω σκι Χριστούγεννα είναι η αγαπημένη μου γιορτή, στο χιόνι. I like skiing in the snow. γιατί παίρνω πολλά δώρα. Christmas is my fa- vourite holiday because I get many presents.χιονίζει VB [] snow: Πάντα χιονίζει τα Χρι- στούγεννα. It always snows at Christmas. χρονιά (η) N [] year: Το 1996 ήταν η καλύ- τερη χρονιά της ζωής μου. 1996 was the bestχιούμορ (το) N [] 1. humour: Το χιούμορ year of my life. και η αισιοδοξία του τον κάνουν πολύ αγαπητό στους άλλους. His humour and optimism make χρόνος (o) Ν [] 1. time: Ο χρόνος είναι him very popular. 2. sense of humour: Ο Κώ- χρήμα. Time is money. 2. year: Επισκέφθηκα την στας έχει πολύ καλό χιούμορ. Costas has a Ελλάδα πριν από δυο χρόνια. I visited Greece great sense of humour. two years ago. EXP: 1. Θέλεις να πάμε στην Μύ- κονο του χρόνου; Shall we go to Mykonos nextχλωρίνη (η) N [] chlorine: Για να απολυ- year? 2. Και του χρόνου, Μαρία! Many happy μάνω το μπάνιο, χρησιμοποιώ χλωρίνη. I use returns, Maria! 3. Χρόνια πολλά. Many happy chlorine to decontaminate the bathroom. returns / Happy name day / Happy birthday. 4. Πόσων χρόνων είσαι; How old are you?χοιρινός, χοιρινή, χοιρινό ADJ [, , ] pork: Οι χοιρινές μπριζόλες είναι το χρυσός, χρυσή, χρυσό ADJ [, , ] αγαπημένο μου φαγητό. Pork steakes are my gold, golden: Της έκανε δώρο ένα υπέροχο favourite food. χρυσό δαχτυλίδι. She gave her a wonderful golden ring as a present.χοντραίνω VB [] put on weight, get fat: Αν τρως γλυκά, θα χοντρύνεις. If you eat χρώμα (το) N [] colour: Ποιο είναι το αγα- sweets, you’ll get fat. πημένο σου χρώμα; What’s your favourite co- lour?χοντρός, χοντρή, χοντρό ADJ [, , ] fat: Αν τρως πολύ, θα γίνεις χρωμοσαμπουάν (το) N [] col- χοντρός. If you eat too much, you’ll become our rinse: Η Γεωργία βάφει τα μαλλιά της με fat. χρωμοσαμπουάν. Georgia dyes her hair with a colour rinse.χοντρούλης, χοντρούλα, χοντρούλικο ADJ (di- minutive) [, , ] χρωμόσωμα (το) N [] chromosome:

χταποδάκι 134 χωρώΑ Τα χρωμοσώματα του ανθρώπου περιέχουν χυμώ  χυμάω πληροφορίες για τις καταβολές του. Human χώρα (η) N [] country: Ποιες είναι οι χώρεςΒ chromosomes carry information about a per- της Ευρώπης; Which are the countries of Eu- son’s attributes. rope?Γ χταποδάκι (το) N (diminutive) [] octo- χωράφι (το) N [] field: Τα χωράφια είναι γε- pus: Θα πιούμε ούζο και θα φάμε χταποδάκι μάτα λουλούδια την άνοιξη. The fields are full of στα κάρβουνα. We’ll drink ouzo and eat grilled flowers in spring.Δ octopus. χτενίζω VB [] comb, brush one’s hair: Η χωράω / χωρώ VB [ / ] fit: Δεν χωράνε 100 άνθρωποι σε αυτή την αίθουσα. 100 peopleΕ Ράνια χτενίζει την κούκλα της. Rania brushes can’t fit in this room. χωριάτικο ADJ her doll’s hair. || Κάθε πρωί κάνω μπάνιο και χωριάτικος, χωριάτικη,Ζ χτενίζομαι. Every morning I have a bath and I [, , ] village: Τα πε- brush my hair. ρισσότερα χωριάτικα σπίτια είναι φτιαγμένα από πέτρα. Most village houses are made of stone.Η χτες  χθες χωρίζω VB [] break up: Ο Γιώργος και η χτυπάω / χτυπώ VB [ / ] 1. knock: Κά- Ελένη χώρισαν τον περασμένο μήνα. GeorgeΘ ποιος χτυπάει την πόρτα. Someone is knocking and Helen broke up last month. on the door. 2. beat: Ο άντρας της την χτυπού-Ι σε, γι’ αυτό ζήτησε διαζύγιο. Her husband was χωριό (το) N [] village: Από ποιο χωριό κα- beating her; that’s why she asked for a divorce. τάγεσαι; Which village do you come from?Κ 3. ring: Χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν θα απαντήσει χωρίς PREP [] without: Έναν καφέ χω- κανείς; The phone is ringing. Isn’t anyone going ρίς ζάχαρη, παρακαλώ. Coffee without sugar, to answer it? 4. hurt / be hurt: Είχα ένα ατύχημα please. με το αυτοκίνητο και χτύπησα το χέρι μου. I had χωρισμένος, χωρισμένη, χωρισμένο PARTΛ a car accident and I hurt my arm. 5. shake: Χτυ- [, , ] divorced: πήστε τον καφέ με λίγο νερό. Shake the coffee Η Άννα είναι χωρισμένη, γι’ αυτό μένει μόνη της. Anna is divorced; that’s why she lives byΜ with a little water.Ν χτυπώ  χτυπάω herself. χυμάω / χυμώ VB [ / ] rush, dash: Μό- χώρος (o) Ν [] site, area: Ο αρχαιολογικόςΞ λις ακούσαμε τον συναγερμό της φωτιάς, χυμή- χώρος είναι ανοιχτός για το κοινό από τις 10 ξαμε προς την έξοδο. As soon as we heard the π.μ. ως τις 4 μ.μ. The archaeological site is openΟ fire alarm, we rushed for the exit. to the public from 10 a.m. to 4 p.m. χυμός (o) Ν [] juice: Θα ήθελα έναν χυμό χωρώ  χωράωΠ πορτοκάλι, παρακαλώ. I’d like an orange juice, please.ΡΣΤΥΦΧΨΩ

Ψ, ψ 135 ψωνίζω Ψ, ψ A ΒΨ, ψ (ψι) []: the twenty-third letter of the Greek ψιλά (τα) N [] small change: Δεν έχω ψιλά. Γ alphabet Μπορείς να μου δανείσεις 12 λεπτά; I have no Δ small change. Can you lend me 12 cents? Εψαλίδι (το) N [] scissors: Ο κουρέας είναι Ζ πολύ επιδέξιος με το ψαλίδι. The barber is very ψιλικατζίδικο (το) N [] mini market: Η efficient with the scissors. Πηγαίνω στο ψιλικατζίδικο, για να αγοράσω Θ τσιγάρα και εφημερίδες. I am going to the mini Ιψαράδικο (το) N [] fish shop: Σήμερα market to buy cigarettes and newspapers. Κ στο ψαράδικο είχε πολύ φρέσκα ψάρια. The Λ fish at the fish shop was very fresh today. ψιχαλίζει VB [] drizzle: Ξαφνικά συννέ- Μ φιασε και άρχισε να ψιχαλίζει. Suddenly, it be- Νψαρεύω VB [] fish: Σου αρέσει να ψαρεύ- came cloudy and started to drizzle. Ξ εις; Do you like fishing? Ο ψίχουλο (το) N [] crumb: Μόλις σκούπισα Πψάρι (το) N [] fish: Τα ψάρια είναι πολύ νό- το πάτωμα και το γέμισες με ψίχουλα. Να είσαι Ρ στιμα, όταν ψήνονται στα κάρβουνα. Fish are πιο προσεκτικός, όταν τρως! I just swept the Σ very tasty when grilled. floor and you threw crumbs all over it. Be more Τ careful when you eat! Υψαρικό (το) Ν [] sea-food, fish: Σε αυτή Φ την ταβέρνα σερβίρουν και κρέας και ψαρικά. ψυγείο (το) N [] refrigerator: Γέμισε τα μπολ Χ They serve both meat and fish in this tavern. και βάλ’ τα στο ψυγείο. Fill the bowls and put Ψ them in the refrigerator. Ωψαροταβέρνα (η) Ν [] fish tavern, fish house: Χτες το βράδυ φάγαμε αστακό σε ψυχιατρική (η) N [] psychiatry: Η ψυ- μια ψαροταβέρνα. We had lobster at a fish tav- χιατρική ασχολείται με τις ψυχικές ασθένειες. ern last night. Psychiatry is concerned with mental illnesses.ψάχνω VB [] search, look for: Ψάχνω για ψυχίατρος (ο/η) N [] psychiatrist: Ο δουλειά στις μικρές αγγελίες. I am looking in the ψυχίατρος της έδωσε μερικά χάπια, για να την classified ads for a job. ηρεμήσει. The psychiatrist gave her some pills to calm her.ψέμα (το) N [] lie: Αν λες συνέχεια ψέματα, στο τέλος κανείς δεν θα σε πιστεύει. If you tell ψυχολογία (η) N [] psychology: Με lies all the time, nobody is going to believe you ενδιαφέρει πολύ η ψυχολογία του παιδιού. I’m in the end. very interested in child psychology.ψεύτικος, ψεύτικη, ψεύτικο ADJ [, ψυχολογικός, ψυχολογική, ψυχολογικό ADJ , ] false: Έδωσε ψεύτικο όνομα, [, , ] psycho- γιατί δεν ήθελε να ξέρει κανείς πού βρίσκεται. He logical: Μετά τις συνεχείς αποτυχίες έχει κάποια gave a false name because he didn’t want any- ψυχολογικά προβλήματα. After successive fail- one to know where he was. ures he has some psychological problems.ψηλά ADV [] high: Ο αετός πετάει ψηλά στον ψυχρά ADV [] coldly: Με χαιρέτησε πολύ ουρανό. The eagle flies high in the sky. ψυχρά. He greeted me very coldly.ψηλός, ψηλή, ψηλό ADJ [, , ] tall: ψυχρός, ψυχρή, ψυχρό ADJ [, , Η Ελένη είναι πολύ ψηλή κοπέλα. Helen is a ] cold: Ο χειμώνας στην Σουηδία είναι very tall girl. πολύ ψυχρός. Winter in Sweden is very cold.ψήνω VB [] bake: Ψήστε το φαγητό στους ψωμί (το) N [] bread: Πόσο ψωμί χρειαζό- 180 βαθμούς. Bake the food at 180 degrees. μαστε για αύριο; How much bread do we need EXP: Την Κυριακή ψήσαμε μπιφτέκια στα κάρ- for tomorrow? βουνα. We grilled hamburgers on Sunday. ψώνια (τα) N [] shopping: Θα πάμε για ψώ-ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακό ADJ [, νια το Σάββατο το πρωί. We’re going shopping , ] digital: Το ρολόι μου είναι on Saturday morning. ψηφιακό. My watch is digital. ψωνίζω VB [] buy, shop: Θέλεις να πάμεψιθυριστά ADV [] in a whisper: “Πάμε αύριο να ψωνίσουμε; Would you like to go μια βόλτα;”, μου είπε ψιθυριστά. “Shall we go shopping with me tomorrow? for a walk?” she asked me in a whisper.

Ω, ω 136 ωχ!A Ω, ωΒΓ Ω, ω (ωμέγα) []: the twenty-forth letter of preceded by article): Είναι το ωραιότερο φό- the Greek alphabet ρεμα που έχω δει ποτέ. It is the nicest dress IΔ ωκεανός (o) N [] ocean: Ο Ειρηνικός είναι have ever seen. ο μεγαλύτερος ωκεανός της Γης. The Pacific is ωράριο (το) N [] working-hours: Ποιο είναι το θερινό ωράριο των καταστημάτων; What areΕ the biggest ocean in the world. the shops’ summer working-hours? ώρα (η) N [] 1. hour: Φεύγουμε σε μία ώρα. We are leaving in an hour. 2. time: Τι ώρα είναι; ωροσκόπιο (το) N [] horoscope: Κάθε μέρα διαβάζω το ωροσκόπιό μου στην εφημερί-Ζ What’s the time? 3. time: -Μπορώ να σου μιλή- δα. I read my horoscope in the newspaper every σω; -Λυπάμαι, δεν έχω ώρα τώρα. -Can I talk day. to you? -I am sorry, I don’t have time right now. ως PREP [] until: Έμεινα στο πάρτι ως αργάΗ 4. o’ clock: Είναι πέντε η ώρα. It’s five o’ clock. την νύχτα. I stayed at the party until late into the night.Θ EXP: 1. Έφτασα πριν από λίγη ώρα. I arrived a short while ago. 2. Με την φίλη μου μιλάμε στοΙ τηλέφωνο με τις ώρες. I talk on the phone for ώσπου CONJ [] until, by the time: Ώσπου hours with my friend. 3. Συγγνώμη, έχετε ώρα; να φτάσω στο σπίτι, εσύ θα έχεις μαγειρέψει. ByΚ Excuse me, what’s the time? the time I get home, you will have cooked. ωραία ADV [] great, fine, lovely, nice: Ωραία, ωφέλεια (η) N [] benefit: Στην ομιλία του ανέλυσε τις ωφέλειες του τουρισμού για την θα πάμε για μπάνιο! Great, we’ll go swimming! χώρα. In his speech he analysed the benefits of tourism for the country.Λ ωραίος, ωραία, ωραίο ADJ [, , ] nice, lovely, fine: Ωραίος καιρός για έναν πε- ωφελώ VB [] benefit, do good: Λίγες μέρες διακοπές στο βουνό θα ωφελήσουν πολύ τηνΜ ρίπατο. Nice weather for a walk. ωραιότερος, ωραιότερη, ωραιότερο ADJ υγεία σου. A few days vacations on the moun- tain will do you good.Ν [, , ] 1. nicer, more beautiful: Το κόκκινο φόρεμα είμαι ωραιότερο ωχ! EXCL [] oh, ah, ouch: Ωχ! Ξέχασα να κλει- από το μαύρο. The red dress is nicer than the δώσω την πόρτα! Oh! I forgot to lock the door!Ξ black one. 2. nicest, most beautiful (whenΟΠΡΣΤΥΦΧΨΩ


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook