ευχαριστημένος 54 έχωA τυχώς ο καιρός είναι καλός και έτσι θα πάμε εκ- βέργιος είναι ο εφευρέτης της τυπογραφίας. δρομή. Fortunately the weather is nice, so we’ll Gutenberg was the inventor of the press.Β go on an excursion. εφημερεύω VB [] be the emergency ευχαριστημένος, ευχαριστημένη, ευχαριστη- hospital / pharmacy: Ποιο νοσοκομείο εφημε- ρεύει σήμερα; Which is the emergency hospitalΓ μένο PART [, , today? ] pleased, happy: Είσαι ευχαρι- στημένος με την καινούρια σου δουλειά; Are εφημερεύων, εφημερεύουσα, εφημερεύον you pleased with your new job? PART [, , ]Δ ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο ADJ emergency (hospital / pharmacy): Πού μπορώ να μάθω τα εφημερεύοντα φαρμακεία; Where [, , ] enjoyable, can I find the emergency pharmacies?Ε pleasant: Το ταξίδι μας ήταν πολύ ευχάριστο. εφημερίδα (η) N [] newspaper: Διαβά- ζω εφημερίδα κάθε μέρα. I read the newspaper We had a very pleasant trip. every day.Ζ ευχαριστώ VB [] thank: Σε παρακαλώ, εφημεριδούλα (η) N (diminutive) [] ευχαρίστησε την Άννα εκ μέρους μου. Please, newspaper: Θα πιω τον καφέ μου και θα διαβά- σω την εφημεριδούλα μου. I’ll drink my coffeeΗ thank Anna on my behalf. EXP: -Ορίστε ο καφές and read my newspaper. σας. -Ευχαριστώ πολύ. -Here’s your coffee. - εφορία (η) N [] tax office: Πρέπει να πάωΘ Thank you very much. στην εφορία, για να πληρώσω τον φόρο. I have ευχαρίστως ADV [] gladly, with plea- to go to the tax office to pay the tax.Ι sure: -Θέλεις να πάμε σινεμά; -Ευχαρίστως! - Would you like to go to the cinema? -I’d be glad εφτά επτά to/I’d love to! έχω VB [] 1. have: Έχω δυο παιδιά. I have twoΚ εύχομαι VB [] wish: Σου εύχομαι να γίνεις children. 2. there is/are: Δεν έχει κανένα βενζι- γρήγορα καλά. I wish you a speedy recovery. νάδικο στην γειτονιά. There is no petrol station in the neighbourhood. EXP: -Τι έχεις; ΦαίνεσαιΛ εφέ (το) N [] effect (in a film): Το σκηνικό που στενοχωρημένος. -Κάτι έχω, αλλά δεν μπορώΜ βλέπεις στην ταινία δεν είναι αληθινό. Είναι εφέ. να σου πω. -What is the matter? You look sad. The scenery you see in the movie is not real. It’sΝ a special effect. εφευρέτης (o) N [] inventor: Ο Γουτεμ- -Something is the matter, but I can’t tell you.ΞΟΠΡΣΤΥΦΧΨΩ
Ζ, ζ 55 ζωολογία Α Β Ζ, ζ Γ ΔΖ, ζ (ζήτα) []: the sixth letter of the Greek al- ζητάω / ζητώ VB [ / ] ask: Μου ζήτησε να Ε phabet τον βοηθήσω. He asked me to help him. EXP: Ζ Του ζήτησα συγγνώμη. I apologised to him. Ηζάχαρη (η) Ν [ ] sugar: Θέλεις ζάχαρη στον Θ καφέ σου; Do you want any sugar in your coffee? ζητώ ζητάω Ι ζυγίζω VB [] weigh: Πού μπορώ να ζυγίσω Κζαχαροπλαστείο (το) Ν [] patis- Λ serie: Πάμε στο ζαχαροπλαστείο για να αγορά- αυτά τα μήλα; Where can I weigh these apples? Μ σουμε μία τούρτα. We are going to the patisserie Ν to buy a cake. ζυμαρικό (το) Ν [] pasta: Οι Ιταλοί τρώνε Ξ πολλά ζυμαρικά. Italians eat pasta a lot. Οζέβρα (η) Ν [] zebra: Οι ζέβρες ζουν στις σα- Π βάνες της Αφρικής. Zebras live in the savannas ζω VB [] live: Οι χελώνες ζουν πολλά χρόνια. Ρ of Africa. Tortoises live for many years. EXP: Να ζήσεις! Σ Many happy returns! Τζεσταίνω VB [] 1. warm up: Μπορείς να Υ ζεστάνεις το γάλα για το μωρό, σε παρακαλώ; ζωγραφίζω VB [] paint, draw: Μου αρέ- Φ Can you warm up the milk for the baby, please? σει να ζωγραφίζω στον ελεύθερο χρόνο μου. I Χ 2. be/feel hot: Αν ζεσταίνεσαι, άνοιξε τον κλιμα- like painting in my spare time. Ψ τισμό. If you are hot, turn the air-condition on. Ω ζωδιακός, ζωδιακή, ζωδιακό ADJ [,ζεστασιά (η) Ν [] warmth: Είναι ορφανός , ] zodiac: Ο ζωδιακός κύκλος και δεν ένιωσε ποτέ την ζεστασιά της οικογένει- περιλαμβάνει 12 ζώδια. The zodiac cycle com- ας. He is an orphan and he has never experi- prises 12 signs. enced family warmth. ζώδιο (το) Ν [] sign (of the zodiac): Το ζώ-ζέστη (η) Ν [] heat, warmth: Η ζέστη είναι διό μου είναι Σκορπιός. My sign is Scorpio. ανυπόφορη σήμερα. The heat is unbearable to- day. EXP: Σήμερα κάνει ζέστη. It’s hot today. ζωή (η) Ν [] life: Η ζωή είναι όμορφη, όταν έχεις φίλους. Life is beautiful when you have friends.ζεστός, ζεστή, ζεστό ADJ [, , ] hot, warm: Μου αρέσει να κάνω ζεστό μπάνιο. ζώνη (η) Ν [] belt: Σου αρέσει αυτή η δερμάτι- I like taking a hot bath. || Αυτό το δωμάτιο είναι νη ζώνη; Do you like this leather belt? πολύ ζεστό. This room is really warm. ζωντανός, ζωντανή, ζωντανό ADJ [,ζευγάρι (το) Ν [] 1. pair: Χρειάζομαι ένα , ] 1. alive: Όταν τον μετέ- καινούριο ζευγάρι μπότες. I need a new pair of φεραν στο νοσοκομείο, ήταν ακόμα ζωντανός. boots. 2. couple: Ο Γρηγόρης και η Ελένη είναι When he was taken to hospital, he was still ζευγάρι. Grigoris and Helen are a couple. alive. 2. live: Η μετάδοση της εκπομπής είναι ζωντανή. The broadcast of the show is live.ζεύγος (το) Ν [] couple, pair: Το ζεύγος των ηλικιωμένων περπατάει χέρι-χέρι. The old ζώο (το) Ν [] animal: Το λιοντάρι είναι ο βασι- couple is walking hand-in-hand. λιάς των ζώων. The lion is the king of the ani- mals.ζημιά (η) Ν [] damage: Πόσα πλήρωσες για τις ζημιές; How much did you pay for the damage? ζωολογία (η) Ν [] zoology: Η ζωολογία μελετά τα ζώα και την συμπεριφορά τους. Zool- ogy is the study of animals and their behaviour.
Η, η 56 ησυχάζωA Η, ηΒΓ Η, η (ήτα) []: the seventh letter of the Greek al- σημεριανές ώρες. You should avoid sunbathing phabet at noon. EXP: Κάνω ηλιοθεραπεία δύο ώρες κάθε πρωί. I sunbathe for two hours everyΔ η ART (feminine definite) [] the: Η τουλίπα είναι morning. ένα όμορφο λουλούδι. The tulip is a beautiful ηλιόλουστος, ηλιόλουστη, ηλιόλουστο ADJ [, , ] sunny: Σήμερα ηΕ flower. μέρα είναι ηλιόλουστη. Today is a sunny day.Ζ ή CONJ [] or: Θέλεις πορτοκαλάδα ή λεμονάδα; Do you want an orange or a lemon juice? ηλιοροφή (η) N [] or [] sunroof: ΤοΗ ήδη ADV [] already: Έχω ήδη πλύνει τα πιάτα αυτοκίνητό τους έχει και ηλιοροφή. Their car και τώρα ξεσκονίζω. I’ve already done the wash- has a sunroof as well. ing-up and now I’m dusting.Θ ηθοποιός (ο/η) N [] actor / actress: Η Ει- ρήνη Παππά είναι μια διάσημη Ελληνίδα ηθο- ήλιος (ο) N [] sun: Ο ήλιος λάμπει σήμερα. The sun is shining today. EXP: Έχει ήλιο σήμε- ρα. It’s sunny today. ποιός. Irene Pappa is a famous Greek actress. ηλιοφάνεια (η) N [] sunshine: Οι ψυχο-Ι ηλεκτρικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικό ADJ λόγοι υποστηρίζουν ότι η ηλιοφάνεια κάνει τους [, , ] electrical: Θα ανθρώπους πιο χαρούμενους. PsychologistsΚ αγοράσουμε ηλεκτρικές συσκευές για το και- claim that sunshine makes people happier.Λ νούριο μας σπίτι. We shall buy electrical appli- ήμερoς, ήμερη, ήμερο ADJ [, , ] ances for our new house. domestic: Ο σκύλος είναι ήμερο ζώο. The dog is a domestic animal.Μ ηλεκτρισμός (o) N [] electricity: Οι περισσότερες οικιακές συσκευές λειτουργούν μεΝ ηλεκτρισμό. Most home equipment works by ημέρα / μέρα (η) N [ / ] day: Η ημέρα electricity. έχει είκοσι τέσσερις ώρες. A day has twenty-fourΞ ηλεκτρολόγος (o) N [] electrician: hours. Χρειάζομαι έναν ηλεκτρολόγο για να φτιάξει την ημερολόγιο (το) Ν [] calendar, diary: πρίζα. I need an electrician to fix the socket. Κοίταξα στο ημερολόγιο ποια ημερομηνία πέ-Ο ηλεκτρονικός, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικό ADJ φτει φέτος το Πάσχα. I looked the calendar to [, , ] elec- see what date Easter is this year.Π tronic: Ο μικρός μου αδερφός παίζει συνέχεια ημερομηνία (η) N [] date: Γράψε εδώ με ηλεκτρονικά παιχνίδια. My younger brother την ημερομηνία της γέννησής σου. Fill in the plays electronic games all the time. EXP: Μου date of your birth here. ηρεμώ VB [] calm, relax: Ένα ποτήρι κρα-Ρ έστειλε ένα μήνυμα με ηλεκτρονικό ταχυδρο- μείο. He sent me a message by e-mail. σί μετά από μια κουραστική μέρα με ηρεμεί. A glass of wine after a tiring day relaxes me.Σ ηλικία (η) N [] age: Μπορείς να οδηγήσειςΤ αυτοκίνητο, μόνο όταν φτάσεις στην ηλικία των ήρωας (ο) Ν [] hero: Ο Ηρακλής είναι ένας 18. You can drive a car, only when you reach ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Hercules is a the age of 18. hero of Greek mythology. ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, ηλικιωμένο ADJ Ηρώδειο (το) Ν [] Irodio (Herodus Atticus Theatre): Η συναυλία θα γίνει στο Ηρώδειο τοΥ [, , ] elderly, Σάββατο. The concert will take place at Irodio old: Στο πάρκο ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας on Saturday.Φ που κρατούσε μπαστούνι. There was an old manΧ in the park holding a walking-stick. ηλιοβασίλεμα (το) Ν [] sunset: Το ησυχάζω VB [] calm down, relax: ΔενΨ ηλιοβασίλεμα στην Σαντορίνη είναι πολύ όμορ- μπορείς να ησυχάσεις λίγο το μωρό; Κλαίει φο. The sunset from Santorini is very beautiful. μισή ώρα τώρα. Can’t you calm the baby down? She’s been crying for half an hour. || Πάντα ξα-Ω ηλιοθεραπεία (η) N [] sunbathing: πλώνω μια ώρα το μεσημέρι για να ησυχάσω. I Πρέπει να αποφεύγεις την ηλιοθεραπεία τις με- always lie down for an hour at noon to relax.
ησυχία 57 ηχώησυχία (η) N [] silence, peace: Υπήρχε ηχογραφώ VB [] record: Αυτή την εποχή Α απόλυτη ησυχία. There was absolute silence. η Μαντόνα ηχογραφεί τον νέο της δίσκο. Ma- Β donna is now recording her new album. Γήσυχος, ήσυχη, ήσυχο ADJ [, , ] Δ quiet: Σήμερα ο μικρός μου αδερφός ήταν πολύ ήχος (o) N [] sound: Μου αρέσει πολύ ο ήχος Ε ήσυχος. Δεν έκανε καμία αταξία. My little broth- της κιθάρας. I like the sound of the guitar very Ζ er was very quiet today. He didn’t get into any much. Η mischief. Θ ηχώ (η) N [] echo: Αν φωνάξεις μέσα στην Ιηχείο (το) N [] loud speaker: Πώς συνδέονται σπηλιά, θα ακούσεις την ηχώ της φωνής σου. Κ τα ηχεία με τον υπολογιστή; How can I connect If you shout in the cave, you’ll hear the echo of Λ the loud speakers to the computer? your voice. Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Θ, θ 58 θέσηA Θ, θΒΓ Θ, θ (θήτα) []: the eighth letter of the Greek you like me to help you?Δ alphabet θέμα (το) N [] 1. issue, theme, matter: Θέλω θα PRCL [] shall, will: Αύριο θα κάνουμε πάρτι. να σου μιλήσω για ένα πολύ σημαντικό θέμα. I need to talk to you about a very important mat- Tomorrow we are having a party. ter. 2. subject, topic: Τα θέματα στις εξετάσεις ήταν δύσκολα. The topics in the exams were dif-Ε θάλασσα (η) Ν [] sea: Η θάλασσα έχει γα- ficult. λάζιο χρώμα. The sea has a light blue colour. θεός (ο) N [] god: Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευ-Ζ θαλάσσιος, θαλάσσια, θαλάσσιο ADJ [, αν 12 θεούς. The ancient Greeks worshipped , ] sea, marine, maritime: Όλες 12 gods. οι θαλάσσιες συγκοινωνίες ματαιώθηκαν λόγωΗ των κακών καιρικών συνθηκών. All sea transportΘ was cancelled due to bad weather conditions. θαύμα (το) N [] miracle, wonder: Πιστεύεις θεραπεία (η) Ν [] therapy, treatment, cure: Για κάποιες αρρώστιες δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία. For some illnesses there is still noΙ στα θαύματα; Do you believe in miracles? cure. θαυμάσιος, θαυμάσια, θαυμάσιο ADJΚ [, , ] wonderful: θεραπευτικός, θεραπευτική, θεραπευτικό ADJ Το γεύμα ήταν θαυμάσιο. The meal was won- [, , ] healing, therapeutic: Λένε πως το νερό αυτής της πηγής derful. είναι θεραπευτικό. The water from this spring is said to be therapeutic.Λ θαυμαστικό (το) Ν [] exclamation θερινός, θερινή, θερινό ADJ [, , mark: Βάλε θαυμαστικό μετά το επιφώνημα ] summer: Πού θα περάσετε φέτος τις θε- ρινές σας διακοπές; Where are you spendingΜ “ωχ”. Write an exclamation mark after the ex-Ν clamation “oh”. θέα (η) Ν [] view: Η θέα από το βουνό είναι your summer holidays this year?Ξ υπέροχη. The view from the mountain is won- θέρμανση (η) Ν [] heating: Πόσο πληρώ- derful. νεις για την θέρμανση στο σπίτι σου; How muchΟ θεατής (ο) N [] spectator: Η παράσταση δεν do you pay for the heating in your house? άρεσε στους θεατές. The spectators didn’t like θερμοκρασία (η) Ν [] temperature: the show.Π θεατρικός, θεατρική, θεατρικό ADJ [, Η θερμοκρασία σήμερα θα φτάσει τους 32 βαθ- , ] theatrical: Είναι η καλύτερη μούς. The temperature today will reach 32 de-Ρ θεατρική παραγωγή της χρονιάς. It is the best grees. theatrical production of the year. θερμόμετρο (το) N [] thermometer:Σ θέατρο (το) N [] theatre: Το περασμένο Χρησιμοποιούμε το θερμόμετρο, για να μετρά- Σάββατο πήγαμε στο θέατρο. We went to the με την θερμοκρασία. We use a thermometer toΤ theatre last Saturday. measure the temperature. θεία (η) Ν [] aunt: Απόψε θα επισκεφτούμε την θερμός, θερμή, θερμό ADJ [, ,Υ θεία Μαίρη. We are going to visit aunt Mary to- ] hot: Χθες ήταν μια πολύ θερμή μέρα. night. Yesterday was a very hot day.Φ θείος (ο) N [] uncle: Ο θείος Γιώργος μάς φέρ- θέση (η) Ν [] 1. place, position: Μετά το τη- νει πάντα δώρα, όποτε μας επισκέπτεται. Uncle λεφώνημα, βάλτε το ακουστικό στην θέση του. George always brings us presents whenever he After the phone call, put the receiver back in itsΧ visits us. θέλω VB [] 1. want: Θέλω να γίνω ηθοποιός. place. 2. seat: Η θέση σας είναι στην δεύτερη σειρά. Your seat is in the second row. 3. class: Θέλετε οικονομική ή διακεκριμένη θέση; Do youΨ I want to become an actress. 2. need: Για το want economy or business class? EXP: 1. Αν παστίτσιο θέλεις μακαρόνια και κιμά. You need ήμουν στην θέση σου, δεν θα το έκανα αυτό.Ω spaghetti and minced meat to make a pastitsio. If I were you, I wouldn’t do that. 2. Πρέπει να 3. like to: Θα ήθελες να σε βοηθήσω; Would
Θεσσαλονίκη 59 θώρακας κλείσετε θέση, αν θέλετε να έρθετε στην εκδρο- θύμα (το) N [ ] victim: Έγινε ένα ατύχημα, αλλά Α μή. You have to make a booking, if you want to ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. There was an ac- Β come on the excursion. cident but fortunately there were no victims. Γ ΔΘεσσαλονίκη (η) Ν [] Thessaloniki: Η θυμάμαι VB [] remember: Δεν θυμάμαι Ε Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη πού άφησα τα γυαλιά μου. I can’t remember Ζ της Ελλάδας. Thessaloniki is the second biggest where I left my glasses. Η city in Greece. Θ θυμωμένος, θυμωμένη, θυμωμένο PART Ιθεωρώ VB [] think, believe: Θεωρώ ότι κά- [, , ] angry: Δεν Κ νεις λάθος. I think you are wrong. θέλει να μου μιλήσει. Είναι ακόμα θυμωμένη Λ μαζί μου. She doesn’t want to talk to me. She’s Μθόρυβος (ο) N [] noise: Ακούω έναν παρά- still angry with me. Ν ξενο θόρυβο από την μηχανή του αυτοκινήτου. I Ξ can hear a strange noise from the car engine. θυμώνω VB [] be/get angry: Θύμωσε Ο τόσο πολύ, που το πρόσωπό του κοκκίνισε. He Πθραύση (η) Ν [ ] fracture, breakage: Η ασφά- was so angry that his face went red. Ρ λεια του αυτοκινήτου σας δεν καλύπτει θραύση Σ κρυστάλλων. Your car insurance doesn’t cover θυρίδα (η) Ν [] counter: Για την πληρωμή Τ glass breakage. EXP: Η νέα ταινία του Ρόμπερτ πιστωτικής κάρτας πηγαίνετε στην θυρίδα 3. To Υ Τέιλορ κάνει θραύση στην Αμερική. Robert Tay- pay a credit card go to counter 3. Φ lor’s new film is a huge success in the USA. Χ θώρακας (ο) N [] chest: Έχετε καθόλου Ψθρησκευτικός, θρησκευτική, θρησκευτικό ADJ πόνους στον θώρακα; Do you have any chest Ω [ , , ] religious: pains? Δεν μιλάει ποτέ για τις θρησκευτικές του πεποιθή- σεις. He never talks about his religious beliefs.θρίλερ (το) N [] thriller: Το “Ψυχώ” είναι ψυ- χολογικό θρίλερ. “Psycho” is a psychological thriller.
I, ι 60 ΙσπανίαA Ι, ιΒΓ Ι, ι (γιώτα) []: the ninth letter of the Greek al- σεων. ΙΚΑ means Social Insurance Institute.Δ phabet ικανοποιημένος, ικανοποιημένη, ικανοποι- Ιανουάριος (ο) Ν [] January: Ο Ιανουά-Ε ριος είναι ο πρώτος μήνας του χρόνου. January ημένο PART [, , is the first month of the year. ] satisfied: Είμαι πολύ ικανοποι- ημένος με την πρόοδό σου. I am very satisfied with your progress.Ζ Ιαπωνικά (τα) Ν [] Japanese: Έζησα τρία ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό χρόνια στην Ιαπωνία και ξέρω λίγα Ιαπωνικά. I lived in Japan for three years and I know some ADJ [, , ]Η Japanese. ιατρείο (το) Ν [] consulting room: Ο για- satisfactory: Ο μισθός μου είναι ικανοποιητι- κός, αλλά οι συνθήκες εργασίας δεν είναι καθό- λου καλές. My salary is satisfactory; the workingΘ τρός θα σας εξετάσει στο ιατρείο του σε λίγο. conditions, however, are not good at all. The doctor will examine you in his consultingΙ room shortly. Ιούλιος (ο) Ν [] July: Ο Ιούλιος είναι ο ιατρικός, ιατρική, ιατρικό ADJ [, , έβδομος μήνας του χρόνου. July is the seventh ] medical: Αυτό είναι ένα πολύ χρήσιμο month of the year.Κ ιατρικό βιβλίο. This is a very helpful medical Ιούνιος (o) N [] June: Ο Ιούνιος είναι ο book. έκτος μήνας του χρόνου. June is the sixth month of the year.Λ ιδανικός, ιδανική, ιδανικό ADJ [, , ] ideal: Είναι όμορφος, έξυπνος και Ιρλανδέζα / Ιρλανδή (η) N [ / ]Μ πλούσιος. Είναι ο ιδανικός άντρας. He is hand- Irish: Η γιαγιά μου είναι Ιρλανδέζα. My grand- some, clever and rich. He is the ideal man. mother is Irish.Ν ιδέα (η) N [] idea: Έχω μια ιδέα: γιατί δεν Ιρλανδή (η) Ιρλανδέζα πάμε σινεμά; I’ve got an idea: why don’t we go Ιρλανδία (η) N [] Ireland: Η γιαγιά μου to the cinema? κατάγεται από την Ιρλανδία. My grandmotherΞ ίδιο ADV [] the same, equally: Είναι το ίδιο comes from Ireland. όμορφες. They are equally beautiful. Ιρλανδός (ο) Ν [] Irish: Ο παππούς μου είναι Ιρλανδός. My grandfather is Irish.Ο ιδιοκτήτης (ο) Ν [] owner: Ποιος είναι ο ίσιος, ίσια, ίσιο ADJ [, , ] straight: ιδιοκτήτης αυτού του καταστήματος; Who’s the Η Ντόρα έχει ίσια μακριά μαλλιά. Dora has long straight hair.Π owner of this shop?Ρ ίδιος, ίδια, ίδιο ADJ [, , ] same: Ο ίσκιος (ο) Ν [] shadow, shade: Καθίσαμε ξάδερφός μου κι εγώ μένουμε στον ίδιο δρόμο. κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου να ξεκουρα- My cousin and I live on the same street. στούμε. We sat down in the shade of a tree to rest.Σ ιδιοσυγκρασία (η) N [] character, idiosyncrasy: Η φιλοξενία είναι χαρακτηριστικό ισόγειο (το) Ν [] ground floor: Το γραφείοΤ της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας. Hospitality is a characteristic of the Greek character.Υ ιδιωτικός, ιδιωτική, ιδιωτικό ADJ [, μου είναι στο ισόγειο. My office is on the ground , ] private: Δεν μπορείτε να μπεί- floor.Φ τε. Είναι ιδιωτική περιοχή. You are not allowed ισορροπία (η) N [] balance: Ο ακροβάτης to enter. This is a private area. κρατούσε την ισορροπία του στο ένα πόδι. The acrobat was balancing on one foot.Χ ιδρύω VB [] found, establish: Ο νέος δήμαρ- ισοτιμία (η) N [] exchange/currency rate: χος υποσχέθηκε ότι θα ιδρύσει ένα πολιτιστικό Ποια είναι η ισοτιμία ευρώ και δολαρίου; What’sΨ κέντρο. The new mayor promised to establish a the exchange rate for the euro and the dollar? cultural centre.Ω ΙΚΑ / Ι.Κ.Α. ACRO [] Social Insurance Insti- Ισπανία (η) N [] Spain: Το φλαμένκο είναι tute: ΙΚΑ σημαίνει Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλί- παραδοσιακός χορός της Ισπανίας. Flamenco
Ισπανίδα 61 Ιταλός is a traditional dance in Spain. ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό ADJ [, , Α ] strong: Έχει ισχυρή θέληση και θα πε- ΒΙσπανίδα (η) N [] Spanish: Η γυναίκα μου τύχει στην ζωή του. He has a strong will and he Γ είναι Ισπανίδα και θα μετακομίσουμε στην Μα- will succeed in life. Δ δρίτη. My wife is Spanish and we will move to Ε Madrid. ίσως ADV [] maybe: -Θα έρθεις μαζί μας εκ- Ζ δρομή το Σαββατοκύριακο; -Ίσως. Δεν έχω ΗΙσπανικά (τα) Ν [] Spanish: Μαθαίνω αποφασίσει ακόμη. -Are you coming with us on Θ Ισπανικά εδώ και τρία χρόνια. I’ve been learn- the excursion this weekend? -Maybe. I haven’t Ι ing Spanish for three years. decided yet. Κ ΛΙσπανός (ο) Ν [] Spanish: Ο άντρας μου Ιταλία (η) N [] Italy: Πόσες φορές έχεις πάει Μ είναι Ισπανός και θα μετακομίσουμε στην Μα- στην Ιταλία; How many times have you been to Ν δρίτη. My husband is Spanish and we will move Italy? Ξ to Madrid. Ο Ιταλίδα (η) N [] Italian: Η νέα μας συνάδελ- Πιστορία (η) N [] history, story: Γιαγιά, θα φος είναι Ιταλίδα. Our new colleague is Italian. Ρ μας πεις μια ιστορία με φαντάσματα; Grandma, Σ will you tell us a ghost story? Ιταλικά (τα) Ν [] Italian: Τα Ιταλικά είναι δύ- Τ σκολη γλώσσα; Is Italian a difficult language? Υισχυρίζομαι VB [] claim, argue: Ο ύπο- Φ πτος ισχυρίστηκε ότι δεν ξέρει τίποτα για την Ιταλός (ο) Ν [] Italian: Ο νέος μας συνάδελ- Χ υπόθεση. The suspect claimed that he knows φος είναι Ιταλός. Our new colleague is Italian. Ψ nothing about the case. Ω
Κ, κ 62 καιρικόςA Κ, κΒΓ Κ, κ (κάπα) []: the tenth letter of the Greek θιστικό έχουμε τρεις πολυθρόνες και έναν κανα- πέ. We have three armchairs and a sofa in theΔ alphabet living room. κάδος (ο) N [] bin, bucket: Μην πετάς σκου-Ε πίδια στον δρόμο! Ρίξ’ τα στον κάδο απορριμμά- καθολικός (ο) N [] Catholic: Πότε γιορ- των. Don’t throw litter in the street. Put it in the τάζουν οι καθολικοί το Πάσχα τους; When do Catholics celebrate their Easter? litter bin.Ζ καζίνο (το) N [] casino: Το Λας Βέγκας είναι καθολικός, καθολική, καθολικό ADJ [, γνωστό για τα καζίνα του. Las Vegas is famous , ] 1. Catholic: Το καθολικό for its casinos. Πάσχα πέφτει συνήθως νωρίτερα από το ορθό- δοξο. The Catholic Easter usually precedes theΗ καθαρίζω VB [] clean: Το πάρτι τελείωσε Orthodox. 2. universal: Η ειρήνη είναι καθολικό και τώρα πρέπει να καθαρίσουμε το σπίτι. The αίτημα των λαών. Peace is a universal demand.Θ party is over and now we have to clean up the καθόλου ADV [] 1. at all: Δεν έχω δει καθό- λου τον Γιάννη τελευταία. I haven’t seen John at house. all lately. 2. any: Έχεις καθόλου ελεύθερο χρό- νο; Do you have any spare time?Ι καθαριότητα (η) Ν [] cleanliness, cleaning: Αυτή την εβδομάδα έχει αναλάβει ο Γι- κάθομαι VB [] sit: Γιατί δεν κάθεσαι στον καναπέ; Είναι πιο αναπαυτικά. Why don’t you sitΚ ώργος την καθαριότητα του σπιτιού. This week on the sofa? It’s more comfortable. Giorgos is responsible for cleaning the house. καθρέφτης (ο) N [] mirror: Κοίταξε προ-Λ καθαρισμός (ο) N [] cleaning: Να χρη- σεκτικά τον εαυτό της στον καθρέφτη και είδε σιμοποιείς γαλάκτωμα για τον καθαρισμό του την πρώτη της ρυτίδα. She looked closely at herself in the mirror and saw her first wrinkle.Μ προσώπου. Use emulsion to clean your face.Ν καθαριστικό (το) N [] detergent: Αν πας στο σούπερ μάρκετ, πάρε ένα καθαριστικό για το πάτωμα. If you go to the super-market,Ξ buy a detergent for the floor. καθαρός, καθαρή, καθαρό ADJ [, , καθυστέρηση (η) Ν [] delay: Η καθυ- στέρηση οφείλεται στις κακές καιρικές συνθήκες. The delay is due to bad weather conditions.Ο ] clean: Τα ρούχα μου δεν είναι καθαρά. καθυστερώ VB [] delay, be late: Καθυ- Πρέπει να τα πλύνω. My clothes are not clean. IΠ have to wash them. στέρησα λόγω της κίνησης. I was late due to κάθε PRON [] every: Κάθε πρωί ξυπνάω στις the traffic.Ρ 7.30. I wake up at 7.30 every morning. καθώς CONJ [] as, while: Καθώς προχω- καθηγητής (ο) N [] 1. teacher: Στο τέλος ρούσαμε, ακούσαμε κάποιον να μας φωνάζει.Σ της σχολικής χρονιάς κάναμε ένα δώρο στον κα- As we were walking along, we heard someone θηγητή μας. At the end of the school year we calling us.Τ gave our teacher a present. 2. professor: Ο κύ- και CONJ [] 1. and: Χτες συνάντησα τον Παύλο ριος Χρήστου είναι καθηγητής ελληνικής ιστορί- και την Δώρα. I ran into Paul and Dora yester-Υ ας στο πανεπιστήμιο. Mr. Christou is a professor day. 2. as well, also: -Θέλετε κάτι άλλο; -Ναι, θα of Greek history at the university. αγοράσω και αυτό το καπέλο. -Would you like anything else? -Yes, I’ll take this hat as well. 3. καθηγήτρια (η) Ν [] teacher: Στο τέλοςΦ της σχολικής χρονιάς κάναμε ένα δώρο στην κα- past: Είναι πέντε και δέκα. It’s ten past five. θηγήτριά μας. At the end of the school year we καινούρ(γ)ιος, καινούρ(γ)ια, καινούρ(γ)ιο ADJΧ gave our teacher a present. καθημερινά ADV [] daily: Περπατώ [, , ] new: Σου αρέσουν τα καινούργια μου σκουλαρίκια; Do you like my καθημερινά 5 χιλιόμετρα, για να διατηρούμαι new earrings? καιρικός, καιρική, καιρικό ADJ [, ,Ψ σε φόρμα. I walk 5 kilometres daily to keep in shape. ] weather: Οι καιρικές συνθήκες δεν επέ- τρεψαν την διεξαγωγή του αγώνα. Weather con-Ω καθιστικό (το) N [] living room: Στο κα-
καιρός 63 καλώ ditions didn’t allow the game to be held. νύχτα!”, είπε και έσβησε το φως. “Good night!” Α she said and turned off the light. Βκαιρός (ο) N [] 1. weather: Ο καιρός θα εί- Γ ναι βροχερός αύριο. The weather will be rainy καλησπέρα EXCL [] good evening: Δ tomorrow. 2. time: Ο καιρός περνάει γρήγορα. Καλησπέρα, κύριε Οικονόμου. Τι κάνετε; Good Ε Σύντομα θα είμαστε και πάλι μαζί. Time flies. evening, Mr Economou. How are you? Ζ Soon we’ll be together again. EXP. 1. Πόσο Η καιρό θα μείνεις στην Κρήτη; How long are you καλλιεργώ VB [] cultivate, grow: Σε αυτή Θ going to stay in Crete? 2. -Τι κάνει ο Κώστας; την περιοχή καλλιεργούμε κυρίως καλαμπόκι. Ι -Δεν ξέρω, έχει καιρό να μου τηλεφωνήσει. In this area we grow mainly corn. Κ -How is Costas? -I don’t know. It’s been a long Λ time since he last called me. 3. Τι καιρό θα έχει καλοκαιράκι (το) N (diminutive) [] Μ αύριο; What’s the weather going to be like to- summer: Ήρθε το καλοκαιράκι! Ώρα για διακο- Ν morrow? 4. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πές! Summer is here! It’s time for vacations! Ξ όμορφη πριγκίπισσα. Once upon a time there Ο was a beautiful princess. καλοκαίρι (το) N [] summer: Το καλοκαί- Π ρι ο καιρός είναι ζεστός. The weather is hot in Ρκαίω VB [] 1. burn: Έκαψα όλα τα γράμμα- summer. Σ τά του. I burned all his letters. 2. be spicy (for Τ food): Τι έβαλες σε αυτή την σάλτσα; Καίει πολύ. καλοκαιρινός, καλοκαιρινή, καλοκαιρινό ADJ Υ What did you put in this sauce? It’s too spicy. [, , ] summer: Φ Τις καλοκαιρινές βραδιές στο νησί φυσάει ένα Χκακό (το) N [] evil, wrong, harm: Μου έκανε ευχάριστο αεράκι. A pleasant wind blows on the Ψ μεγάλο κακό, αλλά τον έχω συγχωρέσει. He did island on summer nights. Ω me wrong but I have forgiven him. καλοριφέρ (το) N [] central heating: Κά-κακός, κακή/κακιά, κακό ADJ [, /, νει κρύο. Γιατί δεν ανάβεις το καλοριφέρ; It’s ] 1. bad: Νομίζω ότι έκανε κακή εντύπωση cold. Why don’t you turn on the central heat- στους γονείς της. I think he made a bad impres- ing? sion on her parents. 2. wicked, evil: Και τότε η κακιά μάγισσα τον μεταμόρφωσε σε γουρού- καλός, καλή, καλό ADJ [, , ] fine, νι. And then the wicked witch turned him into a nice, good: Ο Γιώργος είναι καλός άνθρωπος. pig. Δεν έχει κάνει ποτέ κακό σε κανέναν. George is a good man. He has never harmed anybody.καλά (1) ADV [] 1. good, well, nice, fine: Τα πήγα καλά στις εξετάσεις. I did well in the ex- καλούτσικα ADV [] so and so: -Πώς εί- ams. 2. fine, all right: -Πώς είσαι; -Καλά, ευ- σαι; -Καλούτσικα. -How are you? -So and so. χαριστώ. -How are you? -Fine, thank you. EXP: -Ευχαριστώ πολύ! -Να ’στε καλά! -Thank you κάλτσα (η) Ν [] sock: Η αριστερή μου κάλ- very much! -You’re welcome! τσα έχει μια τρύπα. There’s a hole in my left sock.καλά (2) (τα) N [] Sunday best: Φόρεσε τα καλά της και πήγε στην εκκλησία. She wore her κάλυμμα (το) N [] cover: Καλύτερα να βά- Sunday best and went to church. λεις ένα κάλυμμα στον καναπέ, για να μην λε- ρώνεται. You’d better put a cover over the couchκαλάθι (το) N [] basket: Ο κύριος Τάσος μάς to prevent it from getting dirty. έδωσε ένα καλάθι μήλα από το αγρόκτημά του. Mr Tasos gave us a basket of apples from his καλύτερα ADV [] better: Στο διαγώνισμα farm. έγραψες καλά, αλλά μπορείς να γράψεις και κα- λύτερα. You did well in the exam, but you canκαλεσμένος, καλεσμένη, καλεσμένο PART do better. [, , ] guest: Όλοι οι καλεσμένοι πέρασαν υπέροχα στην γα- καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο [, μήλια δεξίωση. All the guests had a wonderful , ] 1. better: Το νέο του βιβλίο time at the wedding reception. είναι καλύτερο από το προηγούμενο. His new book is better than the previous one. 2. bestκαλημέρα EXCL [] good morning: “Κα- (when preceded by article): Είσαι η καλύτερη λημέρα σε όλους!’’, λέει κάθε πρωί, μόλις μπαίνει μαμά του κόσμου. You are the best mοmmy in στο γραφείο. “Good morning everyone!’’ he says the world. every morning as he comes into the office. καλώ VB [] 1. invite: Ξεχάσαμε να καλέσου-καληνύχτα EXCL [] good night: “Καλη- με τον Νίκο στο πάρτι. We forgot to invite Nick to the party. 2. call: Ο κύριος Παπαδόπουλος δεν είναι εδώ. Μπορείτε να καλέσετε αργότερα; Mr. Papadopoulos is not here. Can you call later?
καλώδιο 64 καρότοA καλώδιο (το) N [] cable, wire: Χρειάζομαι καπέλο (το) Ν [] hat: Χρειάζομαι ένα καπέ-ένα καλώδιο, για να συνδέσω τα ηχεία με το λο για το καλοκαίρι. I need a hat for the sum-στερεοφωνικό. I need a wire to connect the loud mer.Β speakers to the stereo.καλώς ADV [] ok: -Αποφασίσαμε να φύγου- καπνίζω VB [] smoke: Μην καπνίζετε εδώ, δεν επιτρέπεται. Don’t smoke in here. It is με. -Καλώς. -We’ve decided to leave. -Ok. EXP: not allowed.Γ -Γεια σας παιδιά! -Καλώς τον! -Hello, guys! - κάπνισμα (το) Ν [] smoking: Το κάπνι- Good to see you! σμα δεν επιτρέπεται στα νοσοκομεία. SmokingΔ καμπίνα (η) Ν [] cabin: Κλείσαμε κα- is not allowed in hospitals. μπίνα, για να κοιμηθούμε στο πλοίο κατά την καπνιστής (ο) Ν [] smoker: Ο μπαμπάςΕ διάρκεια του ταξιδιού. We booked a cabin so we μου είναι καπνιστής. My dad is a smoker. could sleep on the ship during the trip. κάποιος, κάποια, κάποιο PRON [, ,Ζ κάμπινγκ (το) Ν [] camping site: Κοντά ] 1. someone, anyone: Κάποιος μου στην παραλία υπάρχει ένα κάμπινγκ. There’s a πήρε το μολύβι μου. Someone has taken my pencil. 2. some, any: -Έχετε καμία ερώτηση;Η camping site near the beach.Θ Καναδάς (ο) Ν [] Canada: Έχεις πάει ποτέ -Εγώ έχω κάποιες. -Do you have any ques- στον Καναδά; Have you ever been to Canada? tions? -I have some.Ι καναπές (ο) Ν [] couch, sofa: Ο κανα- κάπου ADV [] somewhere: Είπε ότι έπρεπε πές είναι πολύ αναπαυτικός. The couch is very να πάει κάπου, αλλά δεν ήθελε να μου πει πούcomfortable. ακριβώς. He said he had to go somewhere but κανάτα (η) Ν [] jug: Γέμισε την κανάτα με he didn’t want to tell me where exactly.Κ νερό και βάλ’ την στο τραπέζι. Fill the jug with κάρβουνο (το) Ν [] coal, charcoal: Χρει- water and put it on the table. αζόμαστε κάρβουνα για το μπάρμπεκιου από- ψε. We need some charcoal for the barbecueΛ κανείς / κανένας, καμία / καμιά, κανένα PRON [ / , / , ] 1. a, tonight. καρδιά (η) Ν [] heart: Η καρδιά είναι τοΜ any, anyone: Απάντησε κανένας αυτή την ερώ- τηση; Has anyone answered this question? 2. πιο ζωτικό όργανο του ανθρώπου. The heart is man’s most vital organ.Ν no one: Κανένας δεν μπόρεσε να απαντήσει στην ερώτηση. No one could answer the ques- καρδιογράφημα (το) Ν [] cardio- tion. gram: Τι έδειξε το καρδιογράφημα; What did the cardiogram show?Ξ κανόνας (ο) Ν [] rule: Οι κανόνες της γραμματικής είναι δύσκολοι. Grammar rules are καρδιολόγος (ο/η) Ν [] cardiologist: Αυτό το νοσοκομείο έχει τους καλύτερους καρ-Ο difficult. διολόγους. This hospital has the best cardiolo- gists. κανονίζω VB [] plan, arrange: Έχουμε καρδούλα (η) Ν (diminutive) [] heart:Π κανονίσει να περάσουμε τις καλοκαιρινές μας Ακούσαμε την καρδούλα του μωρού μας. We διακοπές στην Σαντορίνη. We’ve planned to heard our baby’s heart. || Έλα στην μαμά, καρ- δούλα μου! Come to mummy, sweetheart!Ρ spend our summer holidays in Santorini. καρέκλα (η) Ν [] chair: Αυτή η καρέκλα κάνω VB [] 1. do: Τι κάνεις εκεί; Διαβάζεις δεν είναι άνετη. This chair is not comfortable.Σ εφημερίδα; What are you doing there? Are you καρναβάλι (το) Ν [] carnival: Έχεις πάει ποτέ στο καρναβάλι του Ρίο; Have you ever reading the newspaper? 2. fit: Αυτό το παντελό-Τ νι δεν μου κάνει. These trousers don’t fit me. 3. make: Θα σας κάνω ένα νόστιμο κέικ. I will makeΥ a delicious cake for you. 4. cost: Πόσο κάνουναυτά τα παπούτσια; How much do these shoesΦ cost? EXP: -Μαρία, τι κάνεις; -Καλά, ευχαριστώ. been to the carnival in Rio? -Maria, how are you? -Fine, thank you. καρνέ (το) Ν [] notepad: Μισό λεπτό, να τοΧ καπάκι (το) Ν [] top, cover: Αφαιρέστε το σημειώσω στο καρνέ μου. Just a moment, let καπάκι από το μπουκάλι. Remove the top of the me write it down in my notepad. EXP: Έχει πά- ντα μαζί του το καρνέ επιταγών του. He alwaysΨ bottle. has his cheque book with him. καπελάκι (το) Ν (diminutive) [] hat: ΤιΩ ωραίο καπελάκι φοράς! What a nice hat you καρότο (το) Ν [] carrot: Τα καρότα αρέσουνare wearing! πολύ στα κουνέλια. Rabbits love carrots.
καρπός 65 καταφέρνωκαρπός (ο) Ν [] fruit: Όταν οι καρποί εί- in this tavern by looking at the menu. 2. phone Α ναι ώριμοι, πέφτουν από τα δέντρα. When the book, directory: -Ξέρεις το τηλέφωνο του δικη- Β fruit is ripe it falls off the trees. EXP: Ποιοι ξηροί γόρου; -Όχι, ψάξ’ το στον κατάλογο. -Do you Γ καρποί σου αρέσουν περισσότερο; Which dried know the lawyer’s phone number? -No, look it Δ fruit and nuts do you like more? up in the phone book. EXP: Θα βρεις το τηλέ- Ε φωνο του γιατρού στον τηλεφωνικό κατάλογο. Ζκαρπούζι (το) Ν [] water melon: Τα καρ- You can find the doctor’s phone number in the Η πούζια είναι καλοκαιρινά φρούτα. Water melons directory. Θ are a summer fruit. Ι καταναλωτικός, καταναλωτική, καταναλωτικό Κκάρτα (η) Ν [] 1. card: Μου έδωσε μία κάρτα ADJ [, , ] Λ με το τηλέφωνό του. He gave me a card with consumer: Τα καταναλωτικά δάνεια έχουν Μ his phone number on it. 2. credit card: Θα πολύ υψηλά επιτόκια. Consumer loans have Ν πληρώσετε με κάρτα; Are you going to pay by very high interest rates. Ξ credit card? 3. phone card: Δεν έχω κάρτα για Ο να πάρω ένα τηλέφωνο. I don’t have a phone καταπληκτικά ADV [] great, terrific: Π card to make a call. EXP: Για να ψωνίσεις από -Το Σάββατο θα πάμε εκδρομή. -Καταπληκτι- Ρ τα duty free, πρέπει να δείξεις την κάρτα επιβί- κά! -On Saturday we will go on an excursion. Σ βασης. To shop in the duty free shops you have -Great! Τ to show your boarding pass. Υ καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό Φκαρτεράω / καρτερώ VB [ / ] ADJ [, , ] Χ wait: Η αγαπημένη του πάντα καρτερούσε πως amazing, astonishing: Το καλοκαίρι διάβασα Ψ κάποια μέρα θα γυρνούσε. His loved one kept ένα καταπληκτικό βιβλίο. I read an amazing Ω waiting for him to come back one day. book last summer.καρτερώ καρτεράω καταπράσινος, καταπράσινη, καταπράσινο ADJ [, , ]καρτοτηλέφωνο (το) Ν [] card lush green: Στις όχθες του ποταμού απλώνεται phone: Υπάρχει ένα καρτοτηλέφωνο στην ένα καταπράσινο λιβάδι. A lush green meadow κεντρική πλατεία. There is a card phone in the unfolds on the river side. central square. κατασκευή (η) Ν [] construction, struc-κασέρι (το) Ν [] yellow cheese: Η φέτα μού ture: Η κατασκευή του κτηρίου κράτησε δύο αρέσει περισσότερο από το κασέρι. I like feta χρόνια. The construction of the building lasted more than yellow cheese. two years.κασκόλ (το) Ν [] scarf: Ταιριάζει αυτό το κα- κατάσταση (η) Ν [] 1. situation: Η κατά- σκόλ με τα γάντια μου; Does this scarf match σταση είναι ανεξέλεγκτη. The situation is out of my gloves? control. 2. condition: Η κατάσταση της ασθε- νούς είναι σταθερή. The patient’s condition isκαστανός, καστανή, καστανό ADJ [, steady. EXP: 1. Γυμνάζομαι, για να διατηρούμαι , ] brown: Η Χριστίνα έχει καστα- σε καλή φυσική κατάσταση. I work out so as to νά μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά. Christina has be fit. 2. Ποια είναι η οικογενειακή σας κατά- brown eyes and long black hair. σταση; What is your marital status?κατάθεση (η) Ν [] deposit: Η κατάθεση κατάστημα (το) Ν [] shop, store: Σήμε- χρημάτων γίνεται μόνο στο ταμείο 3. A money ρα το κατάστημα είναι κλειστό. Today the shop deposit can only be done at cash desk 3. is closed.καταθέτω VB [] deposit: -Πόσα χρήματα καταστροφή (η) Ν [] disaster, destruc- θέλετε να καταθέσετε; -3000 ευρώ. -How much tion, devastation: Ο σεισμός προκάλεσε μεγά- money do you want to deposit? -3000 euros. λη καταστροφή. The earthquake caused huge disaster.καταιγίδα (η) Ν [] storm: Η καταιγίδα κράτησε μόνο δέκα λεπτά. The storm lasted only κατάστρωμα (το) Ν [] deck: Ανεβήκαμε for ten minutes. στο κατάστρωμα και κοιτούσαμε τους γλάρους. We went up on deck and watched the seagulls.καταλαβαίνω VB [] understand: Δυ- στυχώς, δεν καταλαβαίνω καλά τα Ελληνικά. καταφέρνω VB [] manage: Χάρη στην Unfortunately, I don’t understand Greek well. θέλησή του και την σκληρή δουλειά, κατάφε- ρε να περάσει τις εξετάσεις. Thanks to his willκατάλογος (ο) Ν [] 1. menu, catalogue, list: Στον κατάλογο μπορείς να δεις τι φαγητά έχει αυτή η ταβέρνα. You can see what’s served
κατεβάζω κατεβάζω 66 κήποςA power and hard work he managed to pass the νο για την φιλοσοφία του Πλάτωνα. I am reading exams. a text on Plato’s philosophy.Β κατεβάζω VB [] drop: Κατέβασαν τις κεντρικός, κεντρική, κεντρικό ADJ [,τιμές, για να αυξήσουν τις πωλήσεις. They , ] central: Αυτό το βιβλίοdropped the prices to increase sales. μπορείς να το βρεις μόνο σε κάποιο κεντρικόΓ κατεβαίνω VB [] 1. go down: Κατέβηκα βιβλιοπωλείο. You can find this book only in aτις σκάλες όσο πιο γρήγορα μπορούσα. I went central bookstore.Δ down the stairs as fast as I could. 2. get off: κέντρο (το) Ν [] centre: Μένω μακριά απόΚατεβήκαμε από το λεωφορείο και συνεχίσαμε το κέντρο της πόλης. I live away from the townΕ με τα πόδια. We got off the bus and continued on foot. centre. EXP: Αυτό το εμπορικό κέντρο έχει πάντα πολλή κίνηση. This shopping centre is always very busy.Ζ κατηγορούμενος, κατηγορούμενη, κατηγο- κερδίζω VB [] 1. earn, make: Πόσα χρή- ρούμενο PART [, ,Η ] accused: Ο κατηγορούμενος ματα κερδίζεις τον μήνα; How much money do κρίθηκε ένοχος. The accused was found guilty. you make in a month? 2. win: Η ομάδα μας κέρ- δισε φέτος το πρωτάθλημα. Our team won theΘ κάτι PRON [] something, some: Έχω να σου championship this year. πω κάτι. I have something to tell you.Ι κατοικία (η) Ν [] house, residence: Ο κ. κερί (το) Ν [] 1. wax: Ο Πέτρος κατασκευάζειΣπανός θα περάσει το καλοκαίρι στην εξοχική αντικείμενα από κερί και ξύλο. Petros makes ob- jects out of wax and wood. 2. candle: Έστρωσετου κατοικία. Mr. Spanos is spending the sum-Κ mer in his country house. το τραπέζι για το δείπνο και άναψε δύο κεριά. κάτοικος (ο/η) Ν [] inhabitant: Οι κάτοι- She laid the table for dinner and lit two candles.Λ κοι του νησιού είναι πολύ φιλικοί. The island’s Κέρκυρα (η) Ν [] Corfu: Η Κέρκυρα είναιinhabitants are very friendly. ένα από τα νησιά του Ιονίου πελάγους. Corfu isΜ κατσαρός, κατσαρή, κατσαρό ADJ [, one of the Ionian islands. , ] curly: Τα μαλλιά της Μαρίας εί- κερνάω / κερνώ VB [ / ] offer, buy: Ο Νίκος ήθελε να κεράσει τα ποτά για τα γενέθλιά ναι πολύ κατσαρά. Maria’s hair is very curly. του και έτσι εμείς δεν πληρώσαμε τίποτα. Nick wanted to buy us the drinks for his birthday, soΝ κάτω ADV [] 1. down: Έσπρωξα το τραπέζι we didn’t pay anything. κατά λάθος και το βιβλίο έπεσε κάτω. I nudged κερνώ κερνάωΞ the table by mistake and the book fell down. 2. Κεφαλ(λ)ονιά (η) Ν [] Kefalonia: Η Κε-Ο under: Μην βάζεις τα παπούτσια σου κάτω από το κρεβάτι. Don’t put your shoes under the bed.Π 3. bottom: Τα πουκάμισα είναι στο κάτω συρτά- φαλλονιά είναι ένα από τα νησιά του Ιονίου πε- ρι. The shirts are in the bottom drawer. λάγους. Kefalonia is one of the Ionian islands.Ρ καφέ (το) Ν [] brown: Το καφέ είναι το αγαπη- κεφαλαίο (το) Ν [] capital (letter): Το κε- μένο μου χρώμα. Brown is my favourite colour. φαλαίο του μ είναι το Μ. The capital of m is M.Σ καφέ, καφέ, καφέ ADJ [, , ] brown: κεφάλι (το) Ν [] head: Η μπάλα με χτύπησε Έχω ένα άσπρο σκυλάκι με καφέ αυτιά. I have a στο κεφάλι. The ball hit me on the head.Τ white dog with brown ears. καφεδάκι (το) Ν (diminutive) [] coffee: κεφαλονίτικος, κεφαλονίτικη, κεφαλονίτικο Θέλεις ένα καφεδάκι; Would you like a cup of ADJ [, , ]Υ coffee? from Kefalonia: Αυτό το κρασί είναι κεφαλονί- καφενείο (το) Ν [] coffee shop: Θα είμαι τικο. This wine is from Kefalonia.Φ στο καφενείο μέχρι τις πέντε. I’ll be at the coffee κέφι (το) N [] spirit, gusto: Όταν δουλεύεις με shop till five. κέφι, δεν κουράζεσαι. When you work with gus- to you don’t get tired. EXP: Δεν είμαι στα κέφια μου σήμερα. I am in low spirits today.Χ καφές (ο) Ν [] coffee: Το πρωινό μου είναι κα- κεφτές (ο) N [] meatball: Θα ήθελα μια με- φές και κέικ. I have coffee and cake for breakfast.Ψ καφετιέρα (η) Ν [] coffee machine: Αυτή ρίδα κεφτέδες και μια χωριάτικη σαλάτα, παρα- η καφετιέρα κάνει και καπουτσίνο. This coffee καλώ. I’d like a portion of meatballs and a GreekΩ machine makes cappuccino, too. salad, please. κείμενο (το) Ν [] text: Διαβάζω ένα κείμε- κήπος (ο) N [] garden: Φυτέψαμε στον
κι 67 κόβω κήπο μας τριαντάφυλλα. We planted roses in κλάμα (το) N [] crying: Ξύπνησα από τα Α our garden. κλάματα του μωρού. I woke up because of the Β baby’s crying. Γκι CONJ [] + vowel of next word and: Είδα την Δ Ρίτα κι εκείνον τον ψηλό άντρα που γνώρισα στο κλασικός, κλασική, κλασικό ADJ [, Ε πάρτι. I saw Rita and that tall man I met at the , ] classical: Μου αρέσει να Ζ party. ακούω κλασική μουσική. I like listening to clas- Η sical music. Θκιθάρα (η) Ν [] guitar: Άρχισα μαθήματα κι- Ι θάρας πριν από πέντε χρόνια. I started guitar κλέβω VB [] steal: Είναι στην φυλακή, γιατί Κ lessons five years ago. έκλεψε ένα αυτοκίνητο. He is in jail because he Λ stole a car. Μκιλό (το) N [] kilo: Θα ήθελα ένα κιλό πορ- Ν τοκάλια, παρακαλώ. I’d like a kilo of oranges, κλειδί (το) N [] key: Πού είναι τα κλειδιά του Ξ please. αυτοκινήτου; Where are the car keys? Ο Πκιμάς (ο) N [] minced meat: Χρειάζομαι μισό κλειδώνω VB [] lock: Μην ξεχάσεις να Ρ κιλό κιμά, για να φτιάξω κεφτέδες. I need half a κλειδώσεις την πόρτα, όταν φύγεις. Don’t forget Σ kilo of minced meat to make meatballs. to lock the door when you leave. Τ Υκίνδυνος (ο) Ν [] danger: Ο γιατρός είπε κλείνω VB [] 1. close, shut: Θα κλείσω το Φ ότι ο κίνδυνος να μεταδοθεί η ασθένεια είναι παράθυρο, γιατί κάνει κρύο. I’ll shut the window Χ μεγάλος. The doctor said that there is a grave because it’s cold. 2. hang up: Δεν θέλει να μου Ψ danger that the disease will spread. EXP: Οι μιλήσει. Την παίρνω τηλέφωνο, αλλά μου το Ω περιβαλλοντολόγοι κρούουν τον κώδωνα του κλείνει. She doesn’t want to talk to me. I keep κινδύνου για το μέλλον του πλανήτη. Environ- calling her but she hangs up on me. 3. book: mental scientists warn about the future of the Θα ήθελα να κλείσω ένα δίκλινο δωμάτιο για 5 planet. μέρες. I’d like to book a double room for 5 days.κινέζικος, κινέζικη, κινέζικο [, , κλειστός, κλειστή, κλειστό ADJ [, , ] Chinese: Σου αρέσει το κινέζικο φα- ] closed: Τα καταστήματα είναι κλειστά γητό; Do you like Chinese food? μετά τις 9.00 μ.μ. The shops are closed after 9.00 pm.κινηματογράφος (ο) Ν [] cinema: Πάμε κινηματογράφο το βράδυ; What about κλέφτης (ο) N [] thief: Ένας κλέφτης άρπα- going to the cinema tonight? ξε την τσάντα της. A thief grabbed her handbag.κίνηση (η) Ν [] 1. traffic: Το πρωί έχει πάντα κλήση (η) Ν [] ticket: Πήρα κλήση για υπερ- πολλή κίνηση. There’s always a lot of traffic in the βολική ταχύτητα. I got a ticket for exceeding the morning. 2. busy market: Η αγορά σήμερα έχει speed limit. πολλή κίνηση. The market today is very busy. κλίμα (το) Ν [] climate: Το κλίμα της Ελλά-κινητό (το) N [] mobile phone: Να σε πάρω δας είναι μεσογειακό. The climate in Greece is τηλέφωνο στο κινητό σου; Shall I call you on Mediterranean. your mobile? κλιματισμός (ο) Ν [] air-condition:κινητός, κινητή, κινητό ADJ [, , Έχει κλιματισμό το δωμάτιο; Is the room air- ] mobile, movable: Η αστυνομία θα εγκα- conditioned? ταστήσει κινητές μονάδες στην εθνική οδό για την διευκόλυνση των οδηγών. The police will set κλιματολογικός, κλιματολογική, κλιματο- up mobile units on the highway to help drivers. λογικό ADJ [, , EXP: Έχεις κινητό τηλέφωνο; Do you have a ] climatologic: Η μόλυνση του πε- mobile phone? ριβάλλοντος έχει προκαλέσει κλιματολογικές αλλαγές. Environmental pollution has causedκίτρινο (το) N [] yellow: Το κίτρινο είναι το changes in the climate. αγαπημένο μου χρώμα. Yellow is my favourite colour. κλινική (η) Ν [] clinic: Η Ελπίδα είναι νοσο- κόμα και δουλεύει σε μια παιδιατρική κλινική. El-κίτρινος, κίτρινη, κίτρινο ADJ [s, , pida is a nurse and works in a paediatric clinic. ] yellow: Τα καναρίνια είναι κίτρινα. Ca- naries are yellow. κλουβί (το) N [] cage: Πήγαμε στον ζωολογι- κό κήπο και είδαμε τίγρεις μέσα σε κλουβιά. Weκλαίω VB [] cry: Το αγοράκι έκλαιγε όλη την went to the zoo and saw tigers in cages. ώρα. The little boy was crying all the time. κόβω VB [] 1. cut: Έκοψα λίγα λουλούδια
κοιλιά 68 κορίτσιA από τον κήπο μας. I cut some flowers from our αυτό φοβάμαι την θάλασσα. I can’t swim, so I garden. 2. cut off: Αύριο θα κόψουν το ηλεκτρικό am afraid of the sea. ρεύμα για δύο ώρες. The electricity will be cut off κολυμπώ κολυμπάω tomorrow for two hours. 3. quit, stop: Πρέπει να κόμμα (το) Ν [] comma: Βάζουμε κόμμα μετάΒ κόψεις το κάπνισμα. You have to quit smoking. από μια υποθετική πρόταση. We put a comma after a conditional sentence. κοιλιά (η) Ν [] belly: Η κοιλιά του πονάει. κομμάτι (το) N [] piece: Κόψε το ξύλο σεΓ Πρέπει να τον πάτε στο νοσοκομείο. His belly δύο κομμάτια. Cut the wood in two pieces. aches. You must take him to hospital. κομμωτής (ο) N [] hairdresser: Ο Πέτρος είναι πολύ καλός κομμωτής. Peter is a veryΔ κοιμάμαι VB [] sleep: Κοιμάμαι πάντα μία good hairdresser. ώρα κάθε απόγευμα. I always sleep for an hourΕ every afternoon. κοινός, κοινή, κοινό ADJ [s, , ] 1. κομμώτρια (η) Ν [] hairdresser: Η Ελ- πίδα είναι κομμώτρια και έχει δικό της κομμω-Ζ joint: Πήραμε την κοινή απόφαση να χωρίσου- τήριο. Elpida is a hairdresser and owns a hair με. We came to a joint decision to break up. 2. salon.Η public: Η τηλεόραση επηρεάζει σημαντικά την κομοδίνο (το) N [] bedside table: Άφη- κοινή γνώμη. Television strongly influences σα το ρολόι μου στο κομοδίνο. I left my watchΘ public opinion. κοινωνικός, κοινωνική, κοινωνικό ADJ on the bedside table. [, , ] social: Η εγκλη- κομπρέσα (η) Ν [] compress: Αν έχειςΙ ματικότητα είναι ένα σοβαρό κοινωνικό πρό- πυρετό, βάλε μια κομπρέσα με πάγο στο κεφάλι βλημα. Crime is a serious social problem. σου. If you have a fever, put a compress with ice on your head.Κ κοιτάζω VB [] look: Ο Πέτρος κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Peter is looking at κομψός, κομψή, κομψό ADJ [, , ] smart: Δείχνεις πολύ κομψός με αυτόΛ himself in the mirror. το κουστούμι. You look very smart in this suit. κοιτάω / κοιτώ VB [ / ] look: Ο Πέτρος κοντά ADV [] near, close, by: Το σπίτι μου είναι κοντά στην δουλειά μου. My house isΜ κοιτάει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Peter is close to my work. EXP: Καλύτερα να μιλήσουμε looking at himself in the mirror.Ν κοιτώ κοιτάωΞ κοκκινίζω VB [] blush, turn red: “Συγ- από κοντά παρά από το τηλέφωνο. We’d better γνώμη, είπα ψέματα”, είπε η Ερμιόνη και κοκ- meet rather than talk on the phone.Ο κίνισε. “I’m sorry, I lied” Ermioni said and she blushed. κοντός, κοντή, κοντό ADJ [, ,Π κόκκινο (το) N [] 1. red: Το κόκκινο είναι ] short: Αυτό το παντελόνι είναι αρκετά το αγαπημένο μου χρώμα. Red is my favourite κοντό για μένα. These trousers are rather short colour. 2. red traffic light: Στο κόκκινο τα αυ- for me. τοκίνητα πρέπει να σταματούν. Cars must stop κοντούλης, κοντούλα, κοντούλικο ADJ (diminu-Ρ when the traffic lights are red. tive) [, , ] short: Ο Δημήτρης είναι κοντούλης. Dimitris is a bit κόκκινος, κόκκινη, κόκκινο ADJ [, , short.Σ ] red: Θα πιούμε άσπρο ή κόκκινο κρασί; Κοπεγχάγη (η) Ν [] Copenhagen: Το Shall we have white or red wine? σύμβολο της Κοπεγχάγης είναι η μικρή γοργό- να. The symbol of Copenhagen is the little mer-Τ κολλάω / κολλώ VB [ / ] stick: Κόλ-Υ λησε το γραμματόσημο στον φάκελο. Stick the maid. stamp on the envelope. κοπέλα (η) Ν [] girl: Ξέρεις εκείνη την κο-Φ κολλώ κολλάω πέλα; Do you know that girl? κολοκυθάκι (το) N [] zucchini: Τα τηγα- κόρη (η) Ν [] daughter: Η κόρη σου είναι πολύΧ νητά κολοκυθάκια είναι νόστιμο ορεκτικό. Fried κακομαθημένη! Your daughter is really spoiled! zucchini is a delicious starter. κοριτσάκι (το) N (diminutive) [] girl: ΗΨ κολόνια (η) Ν [] perfume: Αυτή η κολόνια Άννα έχει ένα κοριτσάκι τριών ετών. Anna has μυρίζει υπέροχα. This perfume smells wonderful. a three-year-old girl.Ω κολυμπάω / κολυμπώ VB [ / κορίτσι (το) N [] girl: Η Άννα είναι πολύ] swim: Δεν ξέρω να κολυμπάω, γι’ ντροπαλό κορίτσι. Anna is a very shy girl.
κορμί 69 κρασίκορμί (το) N [] body: Η Δανάη έχει πολύ ρείς να με βοηθήσεις να κουνήσω αυτό το τρα- Α ωραίο κορμί. Danae has a very nice body. πέζι; Can you help me move this table? Β Γκόσμημα (το) N [] jewel: Η γιαγιά μου κουνούπι (το) N [] mosquito: Κοντά σε έλη Δ μου χάρισε τα παλιά της κοσμήματα. My grand- υπάρχουν πολλά κουνούπια. There are many Ε mother gave me her old jewellery. mosquitoes near swamps. Ζ Ηκόσμος (ο) N [] 1. world: Η Άννα έχει ταξι- κουνώ κουνάω Θ δέψει σε όλο τον κόσμο. Anna has travelled all κούπα (η) Ν [] cup: Πίνω πάντα καφέ στην Ι around the world. 2. people: Η αίθουσα ήταν γε- Κ μάτη κόσμο. The room was full of people. EXP: αγαπημένη μου κόκκινη κούπα. I always have Λ Έχει πολύ κόσμο και θόρυβο μέσα στην αίθου- my coffee in my favourite red cup. Μ σα. It is very crowded and noisy in the room. Ν κουπόνι (το) N [] coupon: Με αυτό το κου- Ξκόστος (το) N [] cost: Το κόστος μιας με- πόνι κερδίζετε έκπτωση 10% σε όλα μας τα είδη. Ο τακόμισης είναι μεγάλο. The cost of moving to With this coupon you get a 10% discount on all Π another house is high. our products. Ρ Σκοστούμι / κουστούμι (το) N [ / ] κουράζω VB [] tire: Θα είμαι σύντομος. Δεν Τ suit: Λέρωσα το καινούριο μου κοστούμι! I θα σας κουράσω άλλο. I will be brief. I will not Υ stained my new suit! tire you any more. || Περπατούσα δύο ώρες και Φ κουράστηκα. I had been walking for two hours Χκοτόπουλο (το) N [] chicken: Σήμερα θα and I was tired. Ψ μαγειρέψω ψητό κοτόπουλο με πατάτες. Today Ω I’ll cook roast chicken with potatoes. κούραση (η) Ν [] fatigue, tiredness: Η κού- ρασή μου είναι ψυχολογική, όχι σωματική. Theκουβαλάω / κουβαλώ VB [ / ] tiredness I feel is psychological, not physical. carry: Θα με βοηθήσεις να κουβαλήσω τις βα- λίτσες; Will you help me carry the suitcases? κουρασμένος, κουρασμένη, κουρασμένο PART [, , ] tired: Αι-κουβαλώ κουβαλάω σθάνομαι πολύ κουρασμένος. Θα κοιμηθώ γιακουδούνι (το) N [] bell: Το κουδούνι της καμιά ώρα. I feel very tired. I’ll sleep for an hour or so. πόρτας χτύπησε τρεις φορές. The door bell rang three times. κουραστικός, κουραστική, κουραστικό ADJ [, , ] tiring,κουζίνα (η) Ν [] 1. kitchen: Βάλαμε το και- tiresome: Είναι πολύ κουραστικό να δουλεύεις νούργιο μας τραπέζι στην κουζίνα. We put our με τέτοια ζέστη. Working in this heat is very tir- new table in the kitchen. 2. cuisine: Η ινδική ing. κουζίνα είναι πολύ πικάντικη. Indian cuisine is very spicy. 3. stove, cooker: Χάλασε και το ψυ- κουρτίνα (η) Ν [] curtain: Θυμήσου να γείο και η (ηλεκτρική) κουζίνα. Both the refrig- τραβήξεις τις κουρτίνες, πριν φύγεις. Remem- erator and the stove have broken down. ber to draw the curtains before you leave.κουκέτα (η) Ν [] berth: Κλείσαμε κουκέτα, κουστούμι (το) κοστούμι για να κοιμηθούμε στο τρένο κατά την διάρκεια του ταξιδιού. We booked a berth so we could κουταλάκι (το) N (diminutive) [] tea- sleep on the train during the trip. spoon, dessertspoon: Ελένη, χρειάζομαι δύο φλιτζάνια και δύο κουταλάκια ακόμα. Eleni, Iκουμπάρα (η) Ν []b] best woman: Η κα- need two more mugs and two more teaspoons. λύτερή μου φίλη, η Ντίνα, θα είναι κουμπάρα στον γάμο μου. My best friend, Dina, will be the κουτάλι (το) N [] spoon: Αυτά τα κουτάλια best woman at my wedding. είναι ασημένια. These spoons are silver.κουμπάρος (ο) N [] best man: Ο Γιάν- κουτί (το) N [] box: Το δώρο είναι μέσα σ’ ένα νης θα είναι κουμπάρος στον γάμο μας. Giannis μεγάλο κουτί. The present is in a big box. will be the best man at our wedding. κοχύλι (το) N [] conch, shell: Στην παραλίακουμπί (το) N [] 1. button: Έχασα ένα υπάρχουν κοχύλια σε πολλά σχήματα και χρώ- κουμπί από το παλτό μου. I’ve lost a button off ματα. There are shells of various shapes and my coat. 2. button: Η τηλεόραση ανοίγει, όταν colours on the beach. πατάτε το μαύρο κουμπί. You can switch the TV on by pressing the black button. κρασάκι (το) N (diminutive) [] wine: Ήπια λίγο κρασάκι και ζαλίστηκα. I drank some wineκουνάω / κουνώ VB [ / ] move: Μπο- and felt dizzy. κρασί (το) N [] wine: Μου αρέσει να πίνω ένα
κρασομεζές 70 ΚυκλάδεςA ποτηράκι κρασί με το φαγητό μου. I like having Αγόρασα μπριζόλες και λουκάνικα από το κρε- a glass of wine with my meal. οπωλείο. I bought some steaks and sausages from the butcher’s shop.Β κρασομεζές (ο) Ν [] snack to accom- Κρήτη (η) Ν [] Crete: Η Κρήτη είναι το μεγα- pany wine: Το τυρί είναι τέλειος κρασομεζές.Cheese is a perfect snack to accompany wine. λύτερο ελληνικό νησί. Crete is the largest GreekΓ κρατάω / κρατώ VB [ / ] 1. hold: Μπο- island.ρείς να κρατήσεις την τσάντα μου για λίγο; Can κρητικός, κρητική / κρητικιά, κρητικό ADJΔ you hold my bag for a while? 2. keep: Δεν χρει- άζεται να μου επιστρέψεις το βιβλίο. Μπορείς να [, / , ] from Crete, το κρατήσεις. You don’t have to return the book. Cretan: Έχεις πάει ποτέ σε κρητικό γάμο; Have you ever been to a Cretan wedding?Ε You can keep it. 3. last: Η σύσκεψη κράτησε δύο ώρες. The meeting lasted for two hours. κρίμα (το) N [] pity: Είναι κρίμα που δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας. It’s a pity you can’tΖ κράτηση (η) Ν [] reservation, booking: come with us. EXP: -Δυστυχώς δεν θα έρθωΗ Πρέπει να κάνουμε κράτηση, διαφορετικά δεν στην εκδρομή. -Κρίμα! -Unfortunately I am not θα βρούμε τραπέζι. Unless we make a reserva- coming on the excursion. -That’s a pity!Θ tion, we won’t find a table. κράτος (το) N [] 1. state: Στόχος του κρά- κριτική (η) Ν [] review: Αυτή η παράστασητους είναι η διασφάλιση της ισονομίας. The δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές. This show has received glowing reviews. state’s aim is to secure equality before the law. κρύβω VB [] hide: Η μαμά κρύβει τις σοκο-Ι 2. country: Η Ελλάδα είναι ένα κράτος της νό- λάτες από τα παιδιά. Mum hides the chocolates τιας Ευρώπης. Greece is a country in southern from the children. || Όπου και να κρυφτείς θα σε βρω. Wherever you hide I’ll find you.Κ Europe.Λ κρατώ κρατάω κρύο (το) N [] cold: Η ζέστη του καλοκαιριού κραυγή (η) Ν [] scream: Ακούσαμε μια είναι πιο ευχάριστη από το κρύο του χειμώνα. κραυγή μες στην νύχτα και μετά έναν πυροβο- The summer heat is much more pleasant thanΜ λισμό. We heard a scream in the night and then the winter cold. EXP: Κάνει κρύο εδώ μέσα. It’s a shot. cold in here.Ν κρέας (το) N [] meat: Δεν τρώω κρέας. Είμαι κρύος, κρύα, κρύο ADJ [, , ] cold: χορτοφάγος. I don’t eat meat. I am vegetarian. Η θάλασσα τον Μάρτιο είναι ακόμη πολύ κρύα. The sea is still very cold in March.Ξ κρεατικό (το) N [] meat product: ΠήγαΟ για ψώνια, αλλά ξέχασα να αγοράσω κρεατικά. I went shopping but I forgot to buy meat. κρυώνω VB [] be/feel cold: Αν κρυώνετε,Π κρεβάτι (το) N [] bed: Έστρωσες το κρεβά- θα ανάψω την θέρμανση. If you feel cold, I’ll turn τι σου; Did you make your bed?Ρ κρεβατοκάμαρα (η) Ν [] bedroom: the heating on. Η κρεβατοκάμαρα στο παλιό μας σπίτι ήταν με- κτήμα (το) N [] property, farm: Ο παππούς μου έχει ένα κτήμα με ελιές. My grandfatherΣ γάλη. The bedroom in our old house was big. owns a farm with olive trees. κρέμα (η) Ν [] cream: Χρησιμοποιώ ενυδα-τική κρέμα προσώπου. I use a hydrating facial κτήριο / κτίριο (το) N [ / ] building: Σε δύο μήνες θα γκρεμίσουν αυτό το παλιό κτήριο. They’re pulling this old building down in twoΤ cream. κρεμάω / κρεμώ VB [ / ] hang: Θα months.Υ με βοηθήσεις να κρεμάσω τις κουρτίνες; Will κτίριο (το) κτήριο you help me hang the curtains? κυβέρνηση (η) Ν [] government: Η κυ-Φ κρεμμύδι (το) N [] onion: Θέλεις κρεμμύ- βέρνηση ανακοίνωσε την μείωση των φόρων δι στην σαλάτα σου; Do you want onion in your για τους αγρότες. The government announcedΧ salad? tax cuts for farmers. κρεμοσάπουνο (το) N [] creamΨ soap: Το κρεμοσάπουνο κάνει τα χέρια πολύ κυβερνήτης (ο/η) Ν [] governor: Σήμε- απαλά. Cream soap makes hands very soft. ρα θα εκλεγεί ο νέος κυβερνήτης της πολιτείας. The new governor of the state is being elected today.Ω κρεμώ κρεμάω Κυκλάδες (οι) Ν [] Cyclades: Θα πάμε κρεοπωλείο (το) N [] butcher’s shop: κρουαζιέρα στις Κυκλάδες. We are going on a
κυκλαδικός 71 κωμωδία cruise around the Cyclades (islands). Κύπρια (η) Ν [] Cypriot: Η Αλέξια είναι Κύ- Α πρια και ζει στην Λευκωσία. Alexia is Cypriot Βκυκλαδικός, κυκλαδική, κυκλαδικό ADJ and lives in Nicosia. Γ [, , ] Cycladic: Ο Δ κυκλαδικός πολιτισμός άκμασε από το 3200 Κύπρος (η) Ν [] Cyprus: Η Κύπρος είναι Ε π.Χ. ως το 1100 π.Χ. The Cycladic civilisation μια χώρα της ανατολικής Μεσογείου. Cyprus is Ζ flourished from 3200 BC until 1100 BC. a country in the eastern Mediterranean. Η Θκυκλοφορία (η) Ν [] traffic, circulation: κυρία (η) Ν [] 1. madam, Mrs.: Η κυρία Πα- Ι Η κυκλοφορία σε αυτό τον δρόμο είναι πολύ με- παδάκη είναι δικηγόρος. Mrs Papadaki is a law- Κ γάλη. The traffic on this road is heavy. yer. 2. lady: Αυτή η κυρία είναι θεία μου. This Λ lady is my aunt. Μκυκλοφορώ VB [] go/walk around: Εί- Ν ναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη την νύχτα Κυριακή (η) Ν [] Sunday: Την Κυριακή δεν Ξ σε αυτή την γειτονιά. It is dangerous to walk εργάζομαι. I don’t work on Sundays. Ο around alone at night in this neighbourhood. Π κύριος (ο) N [] 1. mister, Mr.: Ο κύριος Πε- Ρκυμαινόμενος, κυμαινόμενη, κυμαινόμε- τρόπουλος μένει στον πρώτο όροφο. Mr. Pet- Σ νο PART [, , ropoulos lives on the first floor. 2. gentleman: Τ ] variable, fluctuating, floating: Ο κύριος αυτός μένει στο διπλανό διαμέρισμα. Υ Η κυμαινόμενη ζήτηση του προϊόντος δεν μας That gentleman lives in the apartment next Φ επιτρέπει να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. door. Χ The fluctuating demand for the product does Ψ not allow us to draw definite conclusions. EXP: κύριος, κύρια, κύριο ADJ [, , ] Ω Μπορείτε να επιλέξετε σταθερό ή κυμαινόμενο main, primary: Το κύριο συστατικό του τζατζι- επιτόκιο. You can choose between fixed and κιού είναι το γιαούρτι. Yogurt is the main ingredi- floating interest rate. ent of tzatziki.κυνηγάω / κυνηγώ VB [ / ] chase: κωδικός (ο) N [] code, password: Πρέπει Ένας αστυνομικός κυνήγησε τον κλέφτη. A po- να απομνημονεύσεις τον κωδικό πρόσβασης. liceman chased the thief. You have to memorise the access password.κυνηγώ κυνηγάω κωμωδία (η) Ν [] comedy: Οι κωμωδί- ες του Αριστοφάνη παίζονται σε όλο τον κόσμο. Aristophanes’s comedies are performed all around the world.
Λ, λ 72 λέξηA Λ, λΒΓ Λ, λ (λάμδα) []: the eleventh letter of the some vegetables to make a salad.Δ Greek alphabet λάχανο (το) N [] cabbage: Θέλω μια σα- λάδι (το) N [] oil: Το λάδι ελιάς είναι πολύ θρε- λάτα με λάχανο και καρότο. I want a salad with cabbage and carrot.Ε πτικό. Olive oil is very nutritious. λαχείο (το) N [] lottery: Ο Νίκος κέρδισε το λάθος (το) N [] 1. mistake, error: Το κείμε- λαχείο των 2.000.000 ευρώ. Nikos won theΖ νο είχε πολλά ορθογραφικά λάθη. The text had 2.000.000 euros lottery. many spelling mistakes. 2. wrong, mistake: Εί-Η ναι λάθος να μην σεβόμαστε το περιβάλλον. It’s λαχτάρα (η) N [] longing: Η λαχτάρα της wrong not to respect the environment. EXP: Συγ- να τον δει ήταν μεγάλη. Her longing to see him γνώμη, έκανα λάθος. I’m sorry, I was wrong. was great. λαιμός (ο) N [] neck: Φορούσε ένα διαμα- λαχταράω / λαχταρώ VB [ / ] long: Η μητέρα του λαχταρούσε να τον δει. HisΘ ντένιο κολιέ στον λαιμό της. She was wearing a mother was longing to see him. diamond necklace around her neck.Ι λακκάκι (το) N (diminutive) [] dimple: Όταν λαχταρώ λαχταράω χαμογελάει, σχηματίζονται λακκάκια στα μάγου- λεβέντης (ο) N [] fine young man: ΟΚ λά της. When she smiles, two dimples appear Γιώργος είναι ένας λεβέντης δυο μέτρα ψηλός. George is a fine young man who is two metres on her cheeks. tall.Λ λαμβάνω VB [] receive: Έλαβα χθες μια λέγομαι VB [] one’s name is: Λέγομαι υπέροχη ανθοδέσμη από άγνωστο αποστολέα. I Κωνσταντίνα, αλλά με φωνάζουν Ντίνα. My name is Constantina, but people call me Dina.Μ received a beautiful bouquet yesterday from an unknown sender. λείος, λεία, λείο ADJ [, , ] smooth: Στον δρόμο είχε σχηματιστεί μια λεία επιφάνεια πά-Ν λάμπα (η) N [] 1. lamp: Αγόρασα μια γου. A smooth surface of ice had formed on the ωραία παλιά λάμπα για το σαλόνι. I bought a road. nice old lamp for the living room. 2. bulb: Πρέπει λείπω VB [] 1. be away, out: Όποτε σε παίρ-Ξ να αλλάξουμε την λάμπα στην κρεβατοκάμαρα. νω τηλέφωνο στο γραφείο σου, πάντα λείπεις. We must replace the bulb in the bedroom. Whenever I call you in your office you’re alwaysΟ λαμπερός, λαμπερή, λαμπερό ADJ [, away. 2. miss: Σας έλειψα καθόλου; Did you , ] bright, shining: Ο Γιώρ- miss me at all?Π γος έχει λαμπερά γαλανά μάτια. George hasΡ bright blue eyes. Λαμπρή (η) N [] Easter day: Την ημέραΣ της Λαμπρής έβρεχε. It was raining on Easter λειτουργώ VB [] operate: Η επιχείρησή Day. μας λειτουργεί από το 1950. Our business hasΤ λάμπω VB [] shine, radiate: Κοίτα πώς been operating since 1950. λάμπει αυτό το δαχτυλίδι! Look how this ring λειώνω / λιώνω VB [ / ] pound, squash: Πόσες σκελίδες σκόρδο να λειώσω; How manyΥ shines! EXP: Η Ελένη έλαμπε από χαρά στον cloves of garlic should I squash? γάμο της. Helen was radiating at her wedding. λαός (ο) N [] people: Ο λαός εκλέγει την κυ- λεκάνη (η) N [] toilet seat: Μην ξεχάσεις ναΦ βέρνηση. People elect the government. απολυμάνεις την λεκάνη. Don’t forget to disin- λατινικός, λατινική, λατινικό ADJ [, fect the toilet seat.Χ , ] Latin: Έχω σπουδάσει κλασι- λεμονάκι (το) N (diminutive) [] lemon κή φιλολογία με ειδίκευση στην λατινική λογο- juice: Θέλεις λεμονάκι στην σαλάτα; Do you want some lemon juice in the salad?Ψ τεχνία. I’ve studied classical philology and my λέξη (η) N [] word: Πες μου ένα συνώνυμο speciality is Latin literature.Ω λαχανικό (το) N [] vegetable: Αγόρασα της λέξης “κούραση”. Tell me a synonym for the λαχανικά, για να φτιάξω μια σαλάτα. I bought word “fatigue”.
λεξικό 73 λίποςλεξικό (το) N [] dictionary: Βρείτε τις άγνω- εντυπωσιακή. The ending of the ceremony was Α στες λέξεις του κειμένου στο λεξικό. Look up the impressive. EXP: Πάντα κοιτάζω την ημερο- Β unknown words of the text in the dictionary. μηνία λήξης, όταν αγοράζω τρόφιμα. I always Γ check the expiry date, when I buy food. Δλεπτό (το) N [] 1. minute: Η ώρα έχει εξήντα Ε λεπτά. There are sixty minutes in an hour. 2. ληστεία (η) N [] robbery: Χθες έγινε ληστεία Ζ cent: Κοστίζει 6 ευρώ και 75 λεπτά. It costs 6 στην τράπεζα. There was a robbery at the bank Η euros and 75 cents. EXP: Ένα λεπτό, παρακα- yesterday. Θ λώ! Just a moment, please! Ι λιακάδα (η) N [] sun, sunshine: Μου αρέ- Κλεπτός, λεπτή, λεπτό ADJ [, , ] σουν πολύ οι χειμωνιάτικες λιακάδες. I love Λ thin, slim: Η Ζωή είναι πολύ λεπτή και ψηλή. winter sunshine. EXP: Παρά την χθεσινή βροχή Μ Zoe is very thin and tall. σήμερα έχει λιακάδα. Despite yesterday’s rain Ν it is sunny today. Ξλεπτότερος, λεπτότερη, λεπτότερο ADJ Ο [, , ] 1. thinner: Η λιγάκι ADV [] a little, a bit: Πεινάω λιγάκι, Π Ζωή είναι λεπτότερη από την Εύα. Zoe is thin- αλλά δεν θα φάω τίποτα, γιατί κάνω δίαιτα. I am Ρ ner than Eva. 2. thinnest (when preceded by a bit hungry but I am not eating anything be- Σ article): Η Ζωή είναι η λεπτότερη από όλες μου cause I am on a diet. Τ τις φίλες. Zoe is the thinnest of all my friends. Υ λίγο ADV [] 1. a little, a bit: Μπορείς να χα- Φλερωμένος, λερωμένη, λερωμένο PART μηλώσεις λίγο την μουσική, σε παρακαλώ; Can Χ [, , ] dirty: Μην you turn the music down a little, please? 2. a Ψ μπαίνεις με τα παπούτσια στο σπίτι. Είναι λε- while, a minute: Μπορείς να έρθεις λίγο στο Ω ρωμένα. Don’t come into the house with your γραφείο μου; Can you come to my office for a shoes on. They are dirty. minute?λευκό (το) N [] white: Το λευκό είναι το αγα- λίγος, λίγη, λίγο ADJ [, , ] 1. some, πημένο μου χρώμα. White is my favourite co- little: Βάλε λίγο ακόμα αλάτι στο φαγητό. Put lour. some more salt in the food. 2. few: Θα καλέσω μόνο λίγους καλούς φίλους στο πάρτι. I’ll inviteλευκός, λευκή, λευκό ADJ [, , ] only a few good friends to the party. white: Η Μαίρη φορούσε ένα μακρύ λευκό φό- ρεμα. Mary was wearing a long white dress. λιγότερος, λιγότερη, λιγότερο ADJ [, , ] 1. less: Έχω πια λιγότερολεφτά (τα) N [] money: Πόσα λεφτά κερδίζεις ελεύθερο χρόνο από ό,τι παλιά. I have less τον μήνα; How much money do you make in a spare time now than in the past. 2. least (when month? preceded by article): Ο Ανδρέας έχει τον λι- γότερο ελεύθερο χρόνο από όλους τους φίλουςλέω VB [] 1. say, tell: Τι λες; Δεν σε ακούω. μας. Andrew has the least spare time of all our What are you saying? I can’t hear you. 2. think: friends. Λέω να μείνω στο σπίτι απόψε. I am thinking of staying home tonight. EXP: 1. Με λένε Πέ- λιμάνι (το) N [] port: Το πλοίο φεύγει από το τρο. My name is Peter. 2. Λέγετε; Ποιος είναι λιμάνι του Πειραιά στις 5. The ship departs from στο τηλέφωνο παρακαλώ; Hello? Who’s on the Piraeus port at 5 o’clock. phone, please? 3. Τα λέμε το Σάββατο, λοιπόν. See you on Saturday, then. 4. Τι λες, πάμε βόλ- λίμνη (η) N [] lake: Μας αρέσει να περπατάμε τα στην παραλία; What about going for a walk δίπλα στην λίμνη. We like walking by the lake. on the beach? 5. Τι θα πει άμιλλα; What does rivalry mean? λιμνούλα (η) N (diminutive) [] lake: Στην λιμνούλα του πάρκου υπάρχουν πολλές πάπι-λεωφορείο (το) N [] bus: Πήρα το λεω- ες. There are many ducks in the park lake. φορείο, για να πάω στο αεροδρόμιο. I took the bus to go to the airport. λιομάζωμα (το) N [] olive harvest: Το λιομάζωμα γίνεται το φθινόπωρο. The olive har-λεωφόρος (η) N [] avenue: Το μουσείο vest takes place in autumn. βρίσκεται στην λεωφόρο Αλεξάνδρας. The mu- seum is on Alexandras avenue. λίπασμα (το) N [] fertiliser: Δεν χρησι- μοποιούμε λιπάσματα για την καλλιέργεια τωνλήγω VB [] expire: Πρέπει να ανανεώσω το λαχανικών. We don’t use fertilisers in vegetable διαβατήριό μου, γιατί λήγει. I need to renew my growing. passport because it expires. λίπος (το) N [] fat: Όταν κάνεις δίαιτα, πρέπειλήξη (η) N [] ending: Η λήξη της τελετής ήταν να τρως κρέατα που δεν έχουν λίπος, όπως το
λίρα 74 λύσηA κοτόπουλο. When you’re on a diet, you should λόγω PREP [] due to, because of: Καθυστέ- eat meat with no fat, like chicken. ρησα λόγω της κίνησης. I was late due to the traffic.Β λίρα (η) N [] pound: Ένα αεροπορικό εισιτήριο λοιπόν CONJ [] well, so: Λοιπόν, πάμε μια για Λονδίνο κοστίζει περίπου 300 λίρες. An air- plane ticket to London costs approximately 300 βόλτα με το αυτοκίνητο; Well, shall we go for aΓ pounds. drive? λίστα (η) N [] list: Κάνε μια λίστα με τα πράγ- Λονδίνο (το) N [] London: Στο ΛονδίνοΔ ματα που θέλεις από το σούπερ μάρκετ. Make a συνήθως βρέχει. It usually rains in London. list of the things you want from the supermarket. λόρδος (ο) N [] lord: Ο λόρδος ΒύρωναςΕ λίτρο (το) N [] litre: Πρέπει να πίνουμε καθη- ήταν ένας μεγάλος φιλέλληνας. Lord Byron was μερινά τουλάχιστον 1,5 λίτρο νερό. We should a great philhellene.Ζ drink at least 1.5 litres of water daily. λούζω VB [] wash one’s hair: Ο κομμωτής λιώνω λειώνω με έλουσε. The hairdresser washed my hair. || Λούζομαι τρεις φορές την εβδομάδα. I wash myΗ λογαριασμός (ο) N [] 1. bill: Τώρα hair three times a week. που τελειώσαμε το φαγητό ας ζητήσουμε τον λο- γαριασμό. Now that we’ve finished eating let’s λουκάνικο (το) N [] sausage: Θέλεις ένα σάντουιτς με λουκάνικο; Would you like a sau-Θ ask for the bill. 2. account: Οι γονείς άνοιξαν sage sandwich? έναν νέο τραπεζικό λογαριασμό για τα παιδιάΙ τους. The parents opened a new bank account λουκουμάς (ο) N [] doughnut: Οι λου-Κ for their children. EXP: 1. Έχω έναν λογαριασμό κουμάδες με μέλι και καρύδια είναι το αγαπη- ταμιευτηρίου σε αυτή την τράπεζα. I have a sav- μένο μου γλύκισμα. Doughnuts with honey and ings account at this bank. 2. Έχω έναν λογαρι- nuts are my favourite pastry.Λ ασμό όψεως σε αυτή την τράπεζα. I have a de- λουλούδι (το) N [] flower: Τα τριαντάφυλλα mand deposit account at this bank. 3. Έχω έναν είναι τα αγαπημένα μου λουλούδια. Roses areΜ τρεχούμενο λογαριασμό σε αυτή την τράπεζα. I have a current account at this bank. my favourite flowers. Λυκαβηττός (ο) N [] Lycabetus (hill inΝ λόγια (τα) N [ ] words: Τα λόγια του με πλήγωσαν. the centre of Athens): Στον λόφο του Λυκα- His words hurt me. EXP: Με λίγα λόγια, αποφάσι- βηττού υπάρχει ένα ανοιχτό θέατρο. There is an open-air theatre on Lycabetus hill.Ξ σα να παραιτηθώ. In a word, I decided to quit. λύκος (ο) N [] wolf: Ένας λύκος επιτέθηκε λογικά ADV [] rationally, logically: Αν σκε- στο κοπάδι του και σκότωσε δύο πρόβατα. AΟ φτείς λογικά, θα βρεις την λύση του προβλήμα- wolf attacked his flock and killed two sheep. τος. If you think logically, you will find the solu-Π tion to the problem. EXP: Θέλω να φάω τώρα! Πεινάω σαν λύκος! I λογική (η) N [] logic, sense: Πρέπει να απο- want to eat now! I am starving!Ρ φασίσεις με την λογική σου, όχι με το συναίσθη- λύνω VB [] solve: Αν δεν λύσεις τον γρίφο, μα. You must base your decision on logic, not δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις το παιχνίδι. If on emotions. you don’t solve the puzzle, you won’t be able toΣ λογικός, λογική, λογικό ADJ [, , continue the game. ] reasonable: Αγοράσαμε το σπίτι μας σε λογική τιμή. We bought our house at a reason- λυπάμαι VB [] be sorry: Λυπάμαι πολύ, αλλά δεν είναι δυνατό να δεχτούμε το αίτημάΤ able price. σας. I am really sorry but it is not possible to ac- cept your request. λόγος (ο) N [] reason: Ο λόγος που δεν λύση (η) N [] solution: Η λύση του προβλήμα-Υ σου τηλεφώνησα ήταν ότι είχα πολλή δουλειά. τος είναι πιο απλή από ό,τι νομίζετε. The solution to the problem is simpler than you think. The reason why I didn’t call you was that I wasΦ very busy.ΧΨΩ
Μ, μ 75 μακιγιάζ Α Β Μ, μ Γ ΔΜ, μ (μι) []: the twelfth letter of the Greek al- Μάης / Μάιος (ο) N [ / ] May: Ο Μάης Ε phabet είναι ο πέμπτος μήνας του χρόνου. May is the Ζ fifth month of the year. Ημα CONJ [] but: Ήθελα να έρθω, μα δεν είχα Θ χρόνο. I wanted to come but I didn’t have time. μαθαίνω VB [] 1. learn: Μαθαίνω Ελ- Ι ληνικά, γιατί θέλω να δουλέψω στην Ελλάδα. Κμαγεία (η) N [] magic, witchcraft: Στον Με- I’m learning Greek because I want to work in Λ σαίωνα οι άνθρωποι πίστευαν στην μαγεία. In Greece. 2. hear: Έχεις μάθει νέα του; Have you Μ the Middle Ages people believed in witchcraft. heard from him? Ν Ξμάγειρας (ο) N [] cook: Ο φίλος μου, ο Νί- μάθημα (το) N [] 1. class: Ποια μαθήματα Ο κος, είναι μάγειρας σε ένα γαλλικό εστιατόριο. πήρες αυτό το εξάμηνο; Which classes did you Π My friend Nikos is a cook at a French restau- take this semester? 2. lesson: Η Χημεία είναι Ρ rant. δύσκολο μάθημα. Chemistry is a difficult les- Σ son. Τμαγείρεμα (το) N [] cooking: Μου αρέσει Υ πολύ το μαγείρεμα. I like cooking very much. μαθηματικά (τα) N [] mathematics: Φ Η κόρη μου απεχθάνεται τα μαθηματικά. My Χμαγειρεύω VB [] cook: Η μητέρα μου daughter hates mathematics. Ψ μαγειρεύει υπέροχα. My mother cooks wonder- Ω fully. μαθηματικός, μαθηματική, μαθηματικό ADJ [, , ] mathe-μαγεμένος, μαγεμένη, μαγεμένο PART matical: Οι μαθηματικές εξισώσεις είναι δύσκο- [, , ] bewitched, λες. The mathematical equations are difficult. enchanted: Είμαι μαγεμένη από την προσωπι- κότητά του. I am enchanted by his personality. μαθητής (ο) N [] student, pupil, school- boy: Είναι μαθητής στην πέμπτη τάξη του Δημο-μαγικός, μαγική, μαγικό ADJ [, , τικού. He is a student in the fifth grade of primary ] magic: Η μάγισσα κρατούσε ένα μαγικό school. ραβδί. The witch was holding a magic wand. μαθήτρια (η) N [] student, pupil, school-μαγιό (το) N [] swimming suit: Θέλεις να girl: Τώρα στην αίθουσα υπάρχει μόνο μία μα- βάλουμε τα μαγιό μας και να κάνουμε ηλιοθερα- θήτρια. There is only one schoolgirl in the class- πεία; Would you like us to put on our swimming room now. suits and sunbathe? μαϊμού (η) N [] monkey, ape: Οι μπανάνεςμάγισσα (η) N [] witch: Και τότε, η κακιά αρέσουν πολύ στις μαϊμούδες. Monkeys like μάγισσα τον μεταμόρφωσε σε γουρούνι. And bananas a lot. then, the wicked witch transformed him into a pig. μαϊντανός (ο) N [] parsley: Γαρνίρετε την μακαρονάδα με λίγο μαϊντανό. Garnish theμαγουλάκι (το) N (diminutive) [] cheek: spaghetti with some parsley. Τα μαγουλάκια σου έχουν κοκκινίσει. Your cheeks have turned red. Μάιος (ο) Μάης μακαρονάδα (η) N [] spaghetti: Ημάγουλο (το) N [] cheek: Τον φίλησε στο μάγουλο και του είπε καληνύχτα. She kissed μητέρα μου κάνει την καλύτερη μακαρονάδα him on the cheek and said goodnight. του κόσμου. My mother makes the best spa- ghetti in the world.μαζεύω VB [] 1. collect: Ο Αντώνης μα- ζεύει παλιά νομίσματα. Antonis collects old μακαρόνι (το) N [] spaghetti, macaroni: coins. 2. harvest: Πότε μαζεύετε τις ελιές; When Θα φάμε μακαρόνια με σάλτσα ντομάτας για με- do you harvest the olives? σημεριανό. We’re having spaghetti with tomato sauce for lunch.μαζί ADV [] 1. together: Ο αδερφός μου κι εγώ επιστρέφουμε σπίτι μαζί. My brother and I μακιγιάζ (το) N [] make up: Η Άννα δεν πη- return home together. 2. with: Θα έρθεις μαζί γαίνει ποτέ στην δουλειά της χωρίς μακιγιάζ. Anna μας στην εκδρομή; Are you coming on the ex- never goes to work without any make-up on. cursion with us?
μακριά 76 μαχαίριA μακριά ADV [] far: Το ταχυδρομείο είναι μαξιλάρι (το) Ν [] pillow: Υπάρχουν δύομακριά από εδώ. The post office is far from μαξιλάρια πάνω στο κρεβάτι. There are two pil- lows on the bed.here.Β μακρινός, μακρινή, μακρινό ADJ [, μαραίνω VB [] dry, wither: Ξέχασα να πο-Γ , ] faraway: Θέλω να ταξιδέψω τίσω τα λουλούδια και μαράθηκαν. I forgot to σε μια μακρινή χώρα, την Κίνα. I want to travel water the flowers and they withered up. to a faraway country, China. μαρίδα (η) N [] whitebait: Ήπιαμε ούζο καιΔ μακρύς, μακριά, μακρύ ADJ [, , φάγαμε μαρίδες τηγανητές. We drank ouzo and ] long: Η Κατερίνα έχει μακριά ξανθά μαλ- ate fried whitebait.Ε λιά. Katerina has long blond hair. μάρκα (η) N [] make: Τι μάρκα είναι το αυ- μαλακός, μαλακή / μαλακιά, μαλακό ADJ τοκίνητό σου; What make is your car?Ζ [, / , ] soft: Αυτό μαρούλι (το) N [] lettuce: Θέλω μια σαλάτατο σαπούνι κάνει το δέρμα μου πολύ μαλακό. με μαρούλι. I want a lettuce salad.Η This soap makes my skin very soft. μαλακτικό (το) N [] fabric softener: Αν Μάρτιος (ο) N [] March: Ο Μάρτιος είναι ο πρώτος μήνας της άνοιξης. March is the firstΘ πας στο σούπερ μάρκετ, πάρε ένα μαλακτικό month of spring. για τα ρούχα. If you go to the super-market, buy μας (1) PRON (possessive) [] our: Τα παι-Ι a fabric softener. διά μας είναι μικρά ακόμα. Our children are still μάλιστα (1) ADV [] yes, of course, cer- young.Κ tainly: -Ξέρετε τον κύριο Οικονόμου; -Μάλιστα, μας (2) PRON (personal) [] us: Κανένας δεντον ξέρω. -Do you know Mr Economou? -Of μας κάλεσε στο πάρτι. No one invited us to thecourse, I do. party.Λ μάλιστα (2) EXCL [] right, I see: -Να το μασάζ (το) N [] massage: Κάνω μασάζ,σπίτι μου! -Μάλιστα! Ώστε εδώ μένεις! -Here’s γιατί με πονάει η μέση μου. I am having a mas-Μ my house! -Right! So this is where you live! sage because my lower back aches.μαλλί (το) N [] 1. wool: Η γιαγιά μου αγό- μάστορας (ο) N [] workman: Ο μάστο-Ν ρασε μαλλί, για να μου πλέξει ένα πουλόβερ. ρας διορθώνει τα κεραμίδια στην σκεπή. The My grandmother has bought some wool to knit workman is repairing the roof tiles.Ξ a pullover for me. 2. hair (in plural only): Η μάτι (το) N [] eye: Τα μάτια της αδερφής μου Γεωργία βάφει τα μαλλιά της. Georgia dyes είναι πράσινα. My sister’s eyes are green.Ο her hair. μάλλινος, μάλλινη, μάλλινο ADJ [, ματιά (η) N [] glance, look, gaze: Η ματιάΠ , ] woollen: Τα γάντια μου είναι του ήταν τόσο έντονη, που αισθάνθηκα αμήχα- μάλλινα. My gloves are woollen. να. His gaze was so intense that I was embar- rassed.Ρ μάλλον ADV [] probably, likely: Μάλλον ματσάκι (το) N (diminutive) [] bunch: Θαθα πάω στο πάρτι, αλλά δεν είμαι ακόμη σίγου- ήθελα ένα ματσάκι σέλινο, παρακαλώ. I’d like aΣ ρος. I’ll probably go to the party but I am not bunch of celery, please. sure yet. μαύρισμα (το) N [] suntan: Χρησιμοποί-Τ μανάβης (ο) N [] greengrocer: Ο μανά- ησε αυτό το αντηλιακό για γρήγορο μαύρισμα. βης μού είπε ότι τα λαχανικά είναι πολύ φρέσκα. Use this sunscreen for a quick suntan.The greengrocer told me that the vegetables μαύρο (το) N [] black: Το μαύρο είναι τοΥ were very fresh. αγαπημένο μου χρώμα. Black is my favourite μανάβικο (το) N [] greengrocer’s: Θα colour.Φ πάω στο μανάβικο να αγοράσω ντομάτες. I’ll go μαυροδάφνη (η) N [] mavrodafni:to the greengrocer’s to buy tomatoes. Η μαυροδάφνη είναι ένα είδος γλυκού κόκκι-Χ μανίκι (το) N [] sleeve: Δεν μου αρέσουν τα νου κρασιού. Mavrodafni is a kind of sweet red πουκάμισα με κοντά μανίκια. I don’t like short- wine.Ψ sleeved shirts. μαύρος, μαύρη, μαύρο ADJ [, , μανταρίνι (το) N [] tangerine: Τα μα- ] black, dark: Μου αρέσει αυτή η μαύρη τσάντα. I like this black bag.Ω νταρίνια είναι τα αγαπημένα μου φρούτα. Tan- μαχαίρι (το) N [] knife: Πάρε το μαχαίρι και gerines are my favourite fruit.
μαχαιριά 77 μένω κόψε το ψωμί σε φέτες. Take the knife and cut served snacks with live music on Saturday. Α the bread into slices. Β μεζές (ο) N [] snack, starter, appetizer: Θα Γμαχαιριά (η) N [] stab wound: Βρέθη- πιούμε ούζο και θα φάμε μεζέδες. We’ll drink Δ κε νεκρός με τρεις μαχαιριές στην πλάτη. He ouzo and have snacks. Ε was found dead with three stab wounds on the Ζ back. μεζονέτα (η) N [] detached house (with Η two floors): Μένουν σε μια μεζονέτα στα προ- Θμε (1) PRON [] me: Ο διευθυντής με απέλυσε. άστια. They live in a detached house in the sub- Ι The director fired me. urbs. Κ Λμε (2) PREP [] 1. with: Τον καφέ μου τον πίνω μεθαύριο ADV [] the day after tomor- Μ πάντοτε με ζάχαρη. I always have my coffee row: Το επόμενο μάθημα θα γίνει μεθαύριο, στις Ν with sugar. 2. by: Θα φύγεις με το λεωφορείο 6. Next class will be the day after tomorrow, at Ξ ή με ταξί; Are you leaving by bus or by taxi? 3. 6. Ο in: Θα το κάνεις με αυτόν τον τρόπο. You’ll do it Π in this way. μεθάω / μεθώ VB [ / ] get drunk: Η Ρ Μαρία ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε. Maria drank ΣΜεγάλη Βρετανία (η) N [ ] Great a lot of wine and got drunk. Τ Britain: Ο Andrew είναι από την Μεγάλη Βρε- Υ τανία. Andrew comes from Great Britain. μεθυσμένος, μεθυσμένη, μεθυσμένο PART Φ [, , ] drunk: Χμεγάλος, μεγάλη, μεγάλο ADJ [, , Είναι μεθυσμένος και δεν μπορεί να καταλάβει Ψ ] 1. big: Το δώρο ήρθε μέσα σε ένα με- τι κάνει. He is drunk and he doesn’t understand Ω γάλο κουτί. The present came in a big box. 2. what he is doing. big, older: Η μεγάλη μου αδερφή έχει γενέθλια σήμερα. It’s my big sister’s birthday today. μεθώ μεθάωμεγαλύτερος, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο ADJ μείγμα / μίγμα (το) N [ / ] mixture: [, , ] 1. bigger: Όταν είναι έτοιμο το μείγμα, προσθέστε λίγο Ο ελέφαντας είναι μεγαλύτερος από το ποντίκι. νερό. When the mixture is ready, add some wa- An elephant is bigger than a mouse. 2. biggest ter. (when preceded by article): Είναι το μεγαλύ- τερο σπίτι της περιοχής. It is the biggest house μείωση (η) N [] decrease, reduction, drop: in the area. Η μείωση της τιμής του πετρελαίου θα επηρεά- σει την αγορά. The drop in the petrol price willμεγαλώνω VB [] grow up: Όταν με- affect the market. γαλώσω, θέλω να γίνω αστροναύτης. When I grow up, I want to be an astronaut. μελετάω / μελετώ VB [ / ] study, look into: Θα μελετήσω την έκθεσή σας καιμέγαρο (το) N [] palace, mansion: Είναι θα σας απαντήσω σε μια βδομάδα. I will look at πολύ πλούσιος. Ζει σε ένα πραγματικό μέγαρο. your report and answer you in a week. He is very rich. He lives in a real palace. EXP: Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών βρίσκεται στην μελέτη (η) N [] study: Είμαι σίγουρος ότι με λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. The Athens Con- σκληρή μελέτη θα περάσεις τις εξετάσεις. I’m cert Hall is on Vasilisis Sofias avenue. sure that by studying hard you’ll pass the ex- ams.μέγεθος (το) N [] 1. size: Αυτό το μέγε- θος δεν μου κάνει. This size doesn’t fit me. 2. μελετώ μελετάω magnitude: Το μέγεθος του σεισμού ήταν 4 μελιτζάνα (η) N [] aubergine: Πόσες βαθμοί της κλίμακας Ρίχτερ. The magnitude of the earthquake was 4 degrees on the Richter μελιτζάνες βάζεις στον μουσακά; How many au- scale. bergines do you need for a moussaka?μεζεδάκι (το) N (diminutive) [] snack, μελωδικά ADJ [] melodiously: Η Αφρο- starter, appetizer: Στην ταβέρνα σερβίρουν το δίτη τραγουδάει μελωδικά. Aphrodite sings me- ούζο με πολλά μεζεδάκια. At the tavern they lodiously. serve ouzo with many starters. μελωδικός, μελωδική, μελωδικό ADJ [,μεζεδοπωλείο (το) N [] type of res- , ] melodious: Όλη την ημέρα taurant, which serves “mezedes” (snacks): ψιθυρίζει έναν μελωδικό σκοπό. She’s been Το Σάββατο πήγαμε σε ένα μεζεδοπωλείο με humming a melodious tune all day long. ζωντανή μουσική. We went to a restaurant that μένω VB [] 1. stay: Θα μείνεις λίγο ακόμα; Will you stay a little longer? 2. live: Μένω στην Ελλάδα. I live in Greece.
Μεξικό 78 μέτροA Μεξικό (το) N [] Mexico: Το Μεξικό είναι το φαγητό, βγήκαμε στον κήπο για καφέ. After χώρα της Λατινικής Αμερικής. Mexico is a coun- lunch, we went out to the garden for coffee. || Τοtry in Latin America. Σάββατο πήγαμε για ψώνια και μετά για φαγητόΒ μέρα (η) ημέρα μερίδα (η) N [] portion: Θα θέλαμε τρεις σε μια ταβέρνα. On Saturday we went shopping and then we went for lunch at a taverna.Γ μερίδες πατάτες τηγανητές. We’d like three por- tions of French fries. μετακομίζω VB [] move (house): Στο τέλος της εβδομάδας θα μετακομίσουμε στο καινούριο μας σπίτι. At the end of the week μερικός, μερική, μερικό ADJ [, , we’re going to move to our new home.Δ ] 1. some, a few (in plural): Μερικοί μετάξι (το) Ν [] silk: Φορούσε μια υπέροχη άνθρωποι είναι πάντοτε χαμογελαστοί. Some εσάρπα από μετάξι. She was wearing a won- derful silk scarf.Ε people are always smiling. 2. partial, part (in singular): Λόγω έλλειψης χρημάτων, θα προ- μεταξύ PREP [] between: Το έργο θα ολο- κληρωθεί μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου. The proj-Ζ χωρήσουμε προς το παρόν στην μερική απο- ect will be completed between March and May.Η κατάσταση της ζημιάς. Due to a lack of money, for the time being we are going ahead a partialΘ reparation of the damage. μεταπτυχιακό (το) Ν [] postgradu- μέρος (το) N [] 1. place: Μου αρέσει να επι- ate studies: Τελείωσες το μεταπτυχιακό σου;σκέπτομαι διαφορετικά μέρη κάθε καλοκαίρι. I Have you finished your postgraduate studies? like visiting different places every summer. 2. μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακή, μεταπτυχιακόΙ part: Το δεύτερο μέρος της παράστασης ήταν ADJ [, , ] λίγο βαρετό. The second part of the show was a postgraduate: Ο Κώστας είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Costas isΚ little boring. EXP: Είμαι με το μέρος σου. I amΛ on your side. μες ADV [] inside, in: Ο Γιώργος είναι μες στο a postgraduate student at the University of Ath- ens.Μ σπίτι. George is in the house. μεταφορά (η) Ν [] transfer, transport: Η μέσα ADV [] 1. in, inside: Μπες μέσα, γιατί μεταφορά από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείοΝ κάνει κρύο έξω. Get in because it’s cold outside. συμπεριλαμβάνεται στην τιμή. Transport from 2. inside: Το αυτοκίνητο είναι μέσα στο γκαράζ. the airport to the hotel is included in the price.Ξ The car is inside the garage. μεταφράζω VB [] translate: Η καθηγή- μεσαίος, μεσαία, μεσαίο ADJ [, , τρια μάς είπε να μεταφράσουμε το κείμενο από] medium: Αυτό είναι το μικρό ή το με- τα Αγγλικά στα Ελληνικά. The teacher told us toΟ σαίο μέγεθος; Is this the small or the medium size? translate the text from English to Greek. μεταφραστικός, μεταφραστική, μεταφραστικόΠ μέση (η) N [] middle: Το αυτοκίνητο σταμά- τησε ξαφνικά στην μέση του δρόμου. The car ADJ [, , ] translation: Μπορείτε να δώσετε το πτυχίο σας stopped suddenly in the middle of the road. για μετάφραση στην μεταφραστική υπηρεσία της πρεσβείας. You can have your degree trans-Ρ μεσημέρι (το) N [] noon, midday: Θα lated at the embassy translation services. συναντηθούμε στις 12 το μεσημέρι. We’ll meet μετράω / μετρώ VB [ / ] count:Σ at 12 noon. Μπορείς να μετρήσεις μέχρι το εκατό; Can you count to a hundred?Τ μεσίτης (ο) N [] real estate agent: Αναθέ- σαμε σε έναν μεσίτη να μας βρει σπίτι. We had μετρητά (τα) Ν [] cash: Δεν έχω καθόλουΥ a real estate agent find us a house. μετρητά επάνω μου. I have no cash on me. μέσος, μέση, μέσο ADJ [, , ] 1.Φ average: Η μέση τιμή για ένα δίκλινο δωμάτιο μετρό (το) Ν [] underground, tube, metro:σε αυτή την περιοχή είναι 50 ευρώ. The aver- Πόσο κάνει το εισιτήριο του μετρό; How much isage price for a double room in this area is 50 the ticket for the underground?Χ euros. 2. intermediate: Τελείωσα τα μαθήματα μέτρο (το) Ν [] 1. metre: Ένα χιλιόμετρο εί- Ελληνικών για αρχάριους και τώρα θα συνεχίσω ναι χίλια μέτρα. One kilometre is one thousandΨ στο μέσο επίπεδο. I’ve finished the beginners’ metres. 2. measure: Η αστυνομία θα πάρει πρό- Greek lessons and I am going on to the interme- σθετα μέτρα για την ασφάλεια των αγώνων. TheΩ diate level now. μετά ADV [] after, afterwards, then: Μετά police are taking additional measures to ensure the safety of the games.
μετρώ 79 μιλώμετρώ μετράω temporarily out of order. Α Βμέχρι (1) PREP [] till, until, to: Χτες έπαιζα μηχανικός (ο/η) Ν [] engineer: Ο ξά- Γ σκάκι από τις 8.00 μέχρι τις 10.00. Yesterday I δελφός μου είναι μηχανικός. My cousin is an Δ played chess from 8.00 till 10.00. engineer. EXP: Ο αδερφός μου είναι μηχανικός Ε πληροφορικής και δουλεύει σε μια μεγάλη εται- Ζμέχρι (2) CONJ [] until: Θα μείνουμε στην ρεία πληροφορικής. My brother is a computer Η παραλία, μέχρι να νυχτώσει. We’ll stay at the engineer and works for a big informatics com- Θ beach, until it gets dark. pany. Ι Κμήλο (το) Ν [] apple: Πόσα μήλα χρειάζεσαι μια / μία ART (feminine indefinite) [ / ] Λ για να φτιάξεις μια μηλόπιτα; How many apples a, an, one: Στο σπίτι έχω μια γάτα. I have a cat Μ do you need to make an apple pie? at home. Ν Ξμηλόπιτα (η) Ν [] apple pie: Πόσα μήλα μία μια Ο χρειάζεσαι για να φτιάξεις μια μηλόπιτα; How Π many apples do you need to make an apple μίγμα (το) μείγμα Ρ pie? Σ μικροκύματα (τα) Ν [] microwaves: Τμην / μη PRCL [ / ] 1. not: Μην ανοίγεις το Λένε ότι τα μικροκύματα δεν είναι πολύ υγιει- Υ παράθυρο, γιατί κάνει κρύο. Don’t open the win- νά για το μαγείρεμα. It is said that microwaves Φ dow because it’s cold. 2. non-: Στην παράσταση are not very healthy for cooking. EXP: Ψήστε το Χ συμμετέχουν μη επαγγελματίες ηθοποιοί. Non- στον φούρνο μικροκυμάτων για δέκα λεπτά. Ψ professional actors take part in the show. Cook it in the microwave oven for ten minutes. Ωμήνας (ο) Ν [] month: Αυτόν τον μήνα είχα μικρός, μικρή, μικρό ADJ [, , ] πολλή δουλειά. I had a lot of work this month. 1. small: Το δωμάτιό σου είναι πολύ μικρό! EXP: Πόσο του μηνός έχουμε/είναι σήμερα; Your room is really small! 2. young: Όταν ήμουν What’s the date today? μικρός, έπαιζα με στρατιωτάκια. When I was young, I used to play with toy soldiers.μήνυμα (το) Ν [] message: Υπάρχει ένα μήνυμα για τον κ. Παπαδόπουλο. There is a μικρότερος, μικρότερη, μικρότερο ADJ message for Mr Papadopoulos. [, , ] 1. smaller: Η κόκκινη τσάντα είναι μικρότερη από την μπλε.μήπως CONJ [] by any chance: Μήπως The red bag is smaller than the blue one. 2. ξέρετε πού είναι η οδός Γεωργίου; Do you by smallest (when preceded by article): Είναι το any chance know where Georgiou street is? μικρότερο δωμάτιο του σπιτιού. It is the small- est room in the house.μητέρα (η) Ν [] mother: Έχω την καλύτερη μητέρα του κόσμου! I’ve got the best mother in μικρούλης, μικρούλα, μικρούλι / μικρούλικο the world! ADJ (diminutive) [, , / ] 1. small: Κοίτα αυτό το μικρούλιμητρικός, μητρική, μητρικό ADJ [, κουτάκι. Look at this small box. 2. young, baby: , ] mother, maternal: Η νταντά Εσύ είσαι ο μικρούλης της οικογένειας. You are μου με μεγάλωσε με μητρική στοργή. My nanny the baby in the family. raised me with maternal affection. μικρόφωνο (το) Ν [] microphone:μηχανάκι (το) Ν (diminutive) [] motor- Χρησιμοποίησε το μικρόφωνο, για να ηχογρα- bike: Μην οδηγείς το μηχανάκι χωρίς κράνος. φήσεις την φωνή σου. Use the microphone to Don’t ride a motorbike without a helmet. record your voice.μηχανή (η) Ν [] 1. machine: Αυτή η μηχα- Μιλάνο (το) Ν [] Milan: Το Μιλάνο είναι νή κάνει πολύ θόρυβο. This machine makes a πόλη της βόρειας Ιταλίας. Milan is a city in north- lot of noise. 2. motorbike: Μην οδηγείς μηχανή ern Italy. χωρίς κράνος. Don’t ride a motorbike without a helmet. EXP: Έβαλα ένα καινούριο φιλμ στην μιλάω / μιλώ VB [ / ] 1. speak: Μιλάω φωτογραφική μηχανή. I put a new film in the τρεις ξένες γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά και Γερ- camera. μανικά. I speak three foreign languages: Eng- lish, French and German. 2. talk: Μιλήσαμεμηχάνημα (το) Ν [] machine, equip- αρκετή ώρα και αποφασίσαμε τι θα κάνουμε. ment: Χάλασε το φωτοτυπικό μηχάνημα του We talked for a long time and decided what we γραφείου. The office photocopy machine is out should do. of order. EXP: Το μηχάνημα αυτόματης ανάλη- ψης (ΑΤΜ) είναι προσωρινά εκτός λειτουργίας. μιλώ μιλάω The automatic transactions machine (ATM) is
μισθός μισός 80 μου (1)A μισθός (ο) Ν [] salary: Παραιτήθηκε από ] permanent: Μένω προσωρινά στην την δουλειά του, γιατί ο μισθός του δεν ήταν ικα- Θεσσαλονίκη για τις σπουδές μου. Η μόνιμη κα-νοποιητικός. He quit his job because his salary τοικία μου είναι στην Αθήνα. I live in ThessalonikiΒ wasn’t satisfactory enough. μισός, μισή, μισό ADJ [, , ] half: temporarily for my studies. My permanent resi- dence is in Athens.Γ Θα ήθελα μισό κιλό φέτα, παρακαλώ. I’d like μόνο ADV [] only: Το σούπερ μάρκετ είναιhalf a kilo of feta cheese, please. EXP: Είναι μόνο δύο τετράγωνα μακριά. The super-market is only two blocks away.Δ τρεις και μισή. It’s half past three. μονόδρομος (ο) N [] one-way μισώ VB [] hate: Τον μισώ. I hate him. street: Δεν μπορείς να στρίψεις εδώ. Είναι μο- νόδρομος. You can’t turn here. It’s a one-way μνημείο (το) Ν [] monument, memorial: street. μονοκατοικία (η) Ν [] detachedΕ Ο Παρθενώνας είναι ένα από τα πιο εντυπω- house: Η Ελένη μένει σε μια μεγάλη μονοκα- τοικία. Helen lives in a big detached house. σιακά μνημεία στον κόσμο. The Parthenon isΖ one of the most impressive monuments in theΗ world. μοβ (το) Ν [] purple: Το μοβ είναι το αγαπημέ- μονόκλινο (το) N [] single-bed room: νο μου χρώμα. Purple is my favourite colour. Θέλω ένα μονόκλινο για δύο μέρες. I want a single-bed room for two days.Θ μοβ, μοβ, μοβ ADJ [, , ] purple: Φο- ρούσε μια μοβ κορδέλα στα μαλλιά της. She was μονοπάτι (το) N [] path, track: Υπάρχει wearing a purple ribbon on her hair. ένα μονοπάτι που οδηγεί σε μια υπέροχη ερη-Ι μόδα (η) Ν [] fashion: Μου αρέσει πολύ η μική παραλία. There is a path that leads to a μόδα του ‘60. I really like the 60’s fashion. beautiful solitary beach.Κ μοιάζω VB [] resemble, look like: Μοι- μόνος, μόνη, μόνο ADJ [, , ] άζεις πολύ με την αδερφή σου. You look very alone: Αυτό το σαββατοκύριακο θα είμαι μό- νος στο σπίτι. I am going to be home alone thisΛ much like your sister. weekend. μοιράζω VB [] deliver: Δουλειά του είναι μορφή (η) Ν [] figure: Είδα μια μορφή να με παρακολουθεί από μακριά. I saw a figure watch-Μ να μοιράζει την αλληλογραφία στους υπαλλή- ing me from a distance. λους της εταιρείας. His job is to deliver the mail μορφωμένος, μορφωμένη, μορφωμένο PARTΝ to the company employees. [, , ] edu- cated: Μου αρέσει να μιλώ με μορφωμένους μόλις (1) ADV [] just, only: Σε δέκα μόλις ανθρώπους. I like talking with educated people.Ξ λεπτά φτάσαμε. We arrived in just ten minutes. μορφώνω VB [] educate: Ο παππούς μού έλεγε πάντα ότι πρέπει να μορφωθώ, για μόλις (2) CONJ [] as soon as: Μόλις έφτα- να πετύχω στην ζωή μου. My grandfather al- ways used to tell me that I have to be educatedΟ σε στο ξενοδοχείο, τηλεφώνησε στο σπίτι του. As to succeed in my life. soon as he arrived at the hotel, he called home. Μόσχα (η) Ν [] Moscow: Η Μόσχα είναι ηΠ μολυβάκι (το) Ν (diminutive) [] pencil: πρωτεύουσα της Ρωσίας. Moscow is the capital Πάρε το μολυβάκι σου και προσπάθησε να ζω- of Russia.Ρ γραφίσεις κάτι. Take your pencil and try to draw something.Σ μολύβι (το) Ν [] pencil: Να γράψετε τις απαντήσεις σας με μολύβι. Write your answersΤ in pencil. μοναδικός, μοναδική, μοναδικό ADJ [, μοσχάρι (το) N [] 1. calf: Το μοσχάρι εί- , ] unique: Έχει ένα μοναδι- ναι το μικρό της αγελάδας. The calf is a young cow. 2. veal: Θα ήθελα μια μερίδα μοσχάρι στονΥ κό ταλέντο να σε πείθει. He has unique talent for φούρνο με πατάτες. I’d like a portion of roast persuading. veal with potatoes please.Φ μοναχοπαίδι (το) N [] only child: Εί-Χ ναι μοναχοπαίδι, γι’ αυτό είναι κακομαθημένος. He is an only child; that’s why he is spoiled. μοσχαρίσιος, μοσχαρίσια, μοσχαρίσιο ADJ [, , ] veal,Ψ μοναχός, μοναχή, μοναχό ADJ [, beef: Η μοσχαρίσια μπριζόλα είναι νόστιμη στα , ] alone: Έφυγαν όλοι και είμαι κάρβουνα. Veal steak is tasty when grilled.Ω μοναχή μου. They all left and I am alone. μου (1) PRON (possessive) [] my: Αυτό είναι μόνιμος, μόνιμη, μόνιμο ADJ [, , το αυτοκίνητό μου. This is my car.
μου (2) 81 μπίραμου (2) PRON (personal) [] 1. me: Δεν μου μπαλκόνι (το) N [] balcony: Το μπαλκό- Α είπε τίποτα. He said nothing to me. 2. for me: νι είναι γεμάτο γλάστρες. The balcony is full of Β Τραγούδησέ μου, σε παρακαλώ. Sing for me, flower-pots. Γ please. Δ μπαλόνι (το) N [] balloon: Προτείνω να Εμούντζα (η) Ν [] open palm (insulting αγοράσουμε πολύχρωμα μπαλόνια για το πάρ- Ζ gesture): Έδωσε μια μούντζα στον άλλο οδηγό. τι. I suggest buying some coloured balloons for Η He opened his palm in an insulting way at the the party. Θ other driver. Ι μπαμπάς (ο) N [] father, dad: Ο μπαμπάς Κμους (το) N [] mousse: Για επιδόρπιο θα ήθε- μου είναι καθηγητής και η μαμά μου μηχανικός. Λ λα ένα μους μπανάνα. I’d like a banana mousse My dad is a high-school teacher and my mother Μ for dessert. is an engineer. Ν Ξμουσακάς (ο) N [] moussaka: Το μεση- μπανάνα (η) Ν [] banana: Η μαϊμού ξε- Ο μέρι φάγαμε μουσακά. We had moussaka for φλουδίζει την μπανάνα πολύ γρήγορα. The Π lunch. monkey is peeling the banana very fast. Ρ Σμουσείο (το) N [] museum: Θα επισκεφτού- μπανανόφλουδα (η) Ν [] banana Τ με το μουσείο με τις κούκλες την Κυριακή. We skin: Για να φας μια μπανάνα, πρέπει να βγά- Υ are going to visit the doll museum on Sunday. λεις την μπανανόφλουδα. To eat a banana, Φ you have to peel off the skin. Χμουσική (η) Ν [] music: Μου αρέσει να Ψ ακούω μουσική. I like listening to music. μπανιέρα (η) N [] bath: Γέμισα την μπανιέ- Ω ρα με νερό για να κάνω αφρόλουτρο. I filled theμουσικός, μουσική, μουσικό ADJ [, bath with water to have a bubble-bath. , ] musical: Η μουσική εκδήλωση του σχολείου είχε μεγάλη επιτυχία. The school’s μπάνιο (το) N [] 1. bathroom: Το μπάνιο του musical show was very successful. σπιτιού μας είναι μικρό. The bathroom in our house is small. 2. swim: Πάμε για μπάνιο τώραμουστάκι (το) N [] moustache: Κοίτα! Ο ή αργότερα; Shall we go for a swim now or later? Πέτρος άφησε μουστάκι. Look! Peter has grown EXP: Μόλις έφτασα στο ξενοδοχείο, έκανα ένα a moustache. μπάνιο. I took a bath as soon as I arrived at the hotel.μοχλός (ο) N [] lever: Μόλις τράβηξε τον μοχλό, η μηχανή άρχισε να δουλεύει. As soon μπαρ (το) N [] pub, bar: Πάμε στο μπαρ για as he pulled the lever, the machine started ένα ποτό; Shall we go to the pub for a drink? working. μπαράκι (το) N (diminutive) [] pub, bar:μπα EXCL [] no: -Λες να έρθει η Άννα σημέρα; Πάμε σε κανένα μπαράκι το βράδυ; Shall we go -Μπα, δεν νομίζω. -Do you think Anna is coming to a pub tonight? today? -Νο, I don’t think so. μπάσκετ (το) N [] basketball: Παίζω μπά-μπαίνω VB [] go in, get in: Να χτυπήσουμε, σκετ τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. I πριν μπούμε; Should we knock before we go play basketball at least twice a week. in? μπαταρία (η) Ν [] battery: Πρέπει να βά-μπακάλης (ο) N [] grocer: Ο κύριος Γιάν- λεις μπαταρίες στο ραδιόφωνο για να δουλέψει. νης, ο μπακάλης της γειτονιάς, είναι πάντα πολύ You have to put some batteries in the radio to φιλικός. Mr. Giannis, the neighbourhood grocer, make it work. is always very friendly. μπεζ (το) N [] beige: Το μπεζ είναι το αγαπημέ-μπακάλικο (το) N [] grocer’s: Προτιμώ να νο μου χρώμα. Beige is my favourite colour. ψωνίζω από το μπακάλικο της γειτονιάς παρά από το σούπερ μάρκετ. I prefer shopping at the μπεζ, μπεζ, μπεζ ADJ [, , ] beige: Η neighbourhood grocer’s to the super-market. Ελένη έβαψε το σαλόνι της μπεζ. Helen painted her living room beige.μπακλαβάς (ο) N [] baklava: Ο μπακλα- βάς είναι ένα παραδοσιακό γλυκό με καρύδια μπερδεύω VB [] confuse: Συγγνώμη, και σιρόπι. Baklava is a traditional pastry with μπερδεύτηκα και ξέχασα το ραντεβού μας. I’m walnuts and syrup. sorry, I got confused and I forgot our date.μπαλκονάκι (το) N (diminutive) [] bal- μπίρα / μπύρα (η) Ν [ / ] beer: Τι θα πιεί- cony: Το σπίτι έχει ένα μικρό μπαλκονάκι. The τε; Κρασί ή μπίρα; What will you have? Wine house has a small balcony. or beer?
μπιραρία 82 μωρόA μπιραρία / μπυραρία (η) Ν [ / ] beer range from 5 to 6 Beaufort. house, pub: Σε αυτή την μπιραρία μπορείς να μπράβο EXCL [] bravo: Μπράβο! Αυτή εί-Β πιεις μπύρες από όλα τα μέρη το κόσμου. You ναι η σωστή απάντηση. Bravo! That’s the correct can drink beers from all around the world in this answer.Γ beer house. μπισκότο (το) N [] biscuit: Η μαμά μου μπριζόλα (η) Ν [] steak: Οι μπριζόλες φτιάχνει υπέροχα μπισκότα σοκολάτας. My σού αρέσουν ψητές ή τηγανητές; Do you like theΔ mother makes delicious chocolate biscuits. steaks grilled or fried? μπιφτέκι (το) N [] beefsteak, hamburger:Ε Τα μπιφτέκια γίνονται με κιμά. Hamburgers are μπροστά ADV [] 1. ahead: Αυτή προχω- made with minced-meat. ρούσε μπροστά κι εγώ την ακολουθούσα. She was walking ahead and I was following her. 2. in front of: Το βάζο είναι μπροστά από την τηλεό- ραση. The vase is in front of the TV.Ζ μπλε (το) N [] blue: Το μπλε είναι το αγαπημέ- μπύρα (η) μπίρα νο μου χρώμα. Blue is my favourite colour. μπλε, μπλε, μπλε ADJ [, , ] blue: Σήμε- μπυραρία (η) μπιραρία μυαλό (το) N [] mind: Δεν μπορώ να κατα-Η ρα ο ουρανός έχει ένα πολύ ωραίο μπλε χρώμα. The sky has a very beautiful blue colour today. λάβω τι είχε στο μυαλό του, όταν το έκανε αυτό. I can’t understand what he had in mind whenΘ μπλούζα (η) Ν [] sweater, blouse: Τα μανί-Ι κια αυτής της μπλούζας είναι πολύ μακριά. The he did that. sleeves of this sweater are very long. μύδι (το) N [] mussel: Τα μύδια είναι πολύΚ μπογιά (η) Ν [] paint: Θα χρησιμοποιήσω νόστιμα θαλασσινά. Mussels is a very tasty sea κόκκινη μπογιά για τον τοίχο. I’ll use red paint food.Λ for the wall. μυζήθρα (η) Ν [] cream cheese: Προτι- μπολ (το) N [] bowl: Τι έχει μέσα αυτό το μπολ; μώ την φέτα από την μυζήθρα. I prefer feta to What’s in this bowl? cream cheese.Μ μπομπονιέρα (η) Ν [] boboniera Μύκονος (η) Ν [] Mykonos: Η Μύκονος (sugared almonds in white cloth): Μετά τους είναι από τα ωραιότερα ελληνικά νησιά. MykonosΝ γάμους και τα βαφτίσια μοιράζουν μπομπονι- is one of the most beautiful Greek islands. έρες. After weddings and baptisms they give μυρίζω VB [] smell: Το φαγητό μυρίζειΞ bobonieres. μπορώ VB [] 1. can: Μπορείς να μου κάνεις υπέροχα! The food smells wonderful. μυρωδιά (η) Ν [] smell, odour: Μμμ, αυ-Ο μια χάρη; Can you do me a favour? 2. may: τός ο καφές έχει καταπληκτική μυρωδιά! Mmm, Μπορώ να περάσω; May I come in? 3. might, this coffee has a great smell!Π be possible, may: Μπορεί να έρθω. Δεν ξέρω μυστικό (το) Ν [] secret: Θα σου πω ένα ακόμη. I might come. I don’t know yet. EXP: - μυστικό. I’ll tell you a secret.Ρ Θα έρθεις; -Δεν ξέρω ακόμη. Μπορεί. -Are you coming? -I don’t know yet. Maybe. μυτερός, μυτερή, μυτερό ADJ [, ,Σ μπότα (η) Ν [] boot: Αγόρασα ένα ζευγάρι ] pointed, sharp: Η βάρκα τσακίστη- δερμάτινες μπότες. I bought a pair of leather κε στους μυτερούς βράχους. The boat wasΤ boots. smashed on the pointed rocks. μπουκάλι (το) N [] bottle: Θα ήθελα ένα μπουκάλι νερό, παρακαλώ. I’d like a bottle of μύτη (η) Ν [] nose: Η μύτη του κοκκίνισε, επει-Υ water, please. δή κάθισε στον ήλιο. He’s got a red nose be- μπούκλα (η) Ν [] curl: Ήταν ένα όμορφο κο- cause he was sitting in the sun.Φ ρίτσι με ξανθιές μπούκλες. She was a beautiful μυώ VB [] initiate: Οι ιερείς μυούσαν τους νέ- girl with blond curls. ους στα μυστικά της θρησκείας. The priests initi-Χ μπουφάν (το) N [] jacket: Έχει ζέστη εδώ ated the young men in the secrets of religion. μέσα. Γιατί δεν βγάζεις το μπουφάν σου; It’s hot μυωπία (η) Ν [] myopia, short-sighted- ness: Φοράω γυαλιά, γιατί έχω μυωπία. I wear glasses because I am short-sighted.Ψ in here. Why don’t you take off your jacket? μωρό (το) N [] baby: Το μωρό μας μόλις Μποφόρ (το) N [] Beaufort: Οι άνεμοι θα κυ- έβγαλε το πρώτο του δόντι. Our baby has justΩ μαίνονται από 5 ως 6 Μποφόρ. The winds will grown his first tooth.
Ν, ν 83 νεροχύτης Α Β Ν, ν Γ ΔΝ, ν (νι) []: the thirteenth letter of the Greek al- Νέα Υόρκη (η) N [ ] New York: Έχεις πάει Ε phabet ποτέ στην Νέα Υόρκη; Have you ever been to Ζ New York? Ηνα (1) CONJ [] to: Τρέξε να τον προλάβεις. Run Θ to catch him up. νεανικότερος, νεανικότερη, νεανικότερο ADJ Ι [, , ] more Κνα (2) PRCL [] here, there: Να το αυτοκίνητό youthful: Το ντύσιμό σου είναι νεανικότερο από Λ μας. Here’s our car. ό,τι θα έπρεπε. Your clothes are more youthful Μ than is appropriate. Ννα ζήσεις! EXP [ ] many happy returns!: Ξ “Να ζήσεις!” φώναξαν όλοι, μόλις η Άννα έσβη- νεαρός (ο) N [] young man: Ένας νεαρός Ο σε τα κεράκια της τούρτας. Everyone wished βρήκε το πορτοφόλι μου και μου το επέστρεψε. A Π “Many happy returns!” to Anna when she blew young man found my wallet and returned it to me. Ρ out the candles of her cake. Σ νεκρός, νεκρή, νεκρό ADJ [, , ] Τνα τα εκατοστίσεις! EXP [ ] live dead: Δυστυχώς, όταν έφτασε το ασθενοφόρο, Υ to be a hundred! / happy birthday! / many ήταν ήδη νεκρός. Unfortunately, when the am- Φ happy returns!: Γιώργο, αυτό το δώρο είναι για bulance arrived, he was already dead. Χ τα γενέθλιά σου. Να τα εκατοστίσεις! George, Ψ this gift is for your birthday. May you live to be νέο (το) N [] news: Δεν έχω ακούσει καλά νέα Ω a hundred! εδώ και πολύ καιρό. I haven’t heard any good news for a long time.ναι ADV [] 1. yes: -Σου αρέσει να κάνεις σκι; - Ναι, μου αρέσει πάρα πολύ. -Do you like skiing? νέος, νέα, νέο ADJ [, , ] 1. young: Είδα -Yes, I like it a lot. 2. hello?: Ναι; Ποιος είναι έναν νέο άντρα να στέκεται στην πόρτα. I saw a παρακαλώ στο τηλέφωνο; Hello? Who’s on the young man standing at the door. 2. new: Θα με- phone, please? τακομίσουμε στο νέο μας σπίτι. We are moving to our new house. 3. modern: Ο νέος τρόπος ζωήςνάρκισσος (ο) N [] 1. narcissus, daffodil: στις πόλεις προκαλεί πολύ άγχος. The modern Στον κήπο μας έχουμε πολλούς νάρκισσους. In way of life in cities is very stressful. our garden we have many daffodils. 2. narcis- sist: Είναι τόσο νάρκισσος, που κοιτάζεται συνέ- νεότερος, νεότερη, νεότερο ADJ [, χεια στον καθρέφτη. He is such a narcissist that , ] 1. younger: Είναι τρία χρόνια looks at himself in the mirror all the time. νεότερος από την γυναίκα του. He is three years younger than his wife. 2. youngest (when pre-νάτος, νάτη, νάτο PRCL [, , ] (t)here ceded by article): Είναι το νεότερο παιδί της οι- he is, (t)here she is, (t)here it is: Νάτος! Βγαί- κογένειας. He is the youngest child in the family. νει από το αεροπλάνο. There he is! He’s coming out of the aeroplane. νεράιδα (η) N [] fairy: Τότε η νεράιδα με- ταμόρφωσε τον βάτραχο σε όμορφο πρίγκιπα.ναυμαχία (η) N [] naval battle: Η ναυ- Then the fairy turned the frog into a handsome μαχία της Σαλαμίνας έγινε το 480 π.Χ. The na- prince. EXP: Η καλή νεράιδα έδωσε στην Στα- val battle of Salamis took place in 480 BC. χτοπούτα ένα πανέμορφο φόρεμα. The fairy godmother gave Cinderella a beautiful dress.ναυπηγείο (το) N [] shipyard: Το πλοίο επισκευάζεται στο ναυπηγείο. The ship is being νεράκι (το) N (diminutive) [] water: -Θα repaired in the shipyard. πιεις κάτι; -Ένα νεράκι, ευχαριστώ. -Anything to drink? -A glass of water, thank you.ναυτικός (ο) N [] seaman: Ο παππούς μου, που ήταν ναυτικός, είχε ταξιδέψει σε όλο νερό (το) N [] water: Μπορείς να μου δώσεις τον κόσμο. My grandfather, who was a seaman, ένα ποτήρι νερό, σε παρακαλώ; Could you give travelled all over the world. me a glass of water, please?ναυτικός, ναυτική, ναυτικό ADJ [, , νεροχύτης (ο) N [] sink: Υπήρχαν πολλά ] nautical: Η απόσταση μεταξύ των δύο άπλυτα πιάτα στον νεροχύτη. There were many νησιών είναι 5 ναυτικά μίλια. The distance be- dirty dishes in the sink. tween the two islands is 5 nautical miles.
νεύρο 84 νότιοςA νεύρο (το) N [] nerve: Τα νεύρα του είναι you behaved badly towards your mother yes- τεντωμένα μετά το ατύχημα. His nerves are on terday. EXP: -Όχι, δεν θέλω να με βοηθήσεις. -Όπως νομίζεις. -No, I don’t want you to helpΒ edge after the accident. EXP: 1. Έχω νεύρα me. -It’s up to you. αυτή την στιγμή και δεν θέλω να σου μιλήσω. Iam nervy / in a bad mood right now and I don’t νομικός, νομική, νομικό ADJ [, ,Γ want to talk to you. 2. Τα παιδιά μού έσπασαν ] law: Χτες αγόρασα δύο νομικά βιβλία. τα νεύρα με τις φωνές τους. The children made I bought two law books yesterday.Δ a nervous wreck of me with their shouting. νευρολογία (η) N [] neurology: Η νευ- νομός (ο) N [] prefecture, county: Η Ελλά-Ε ρολογία είναι κλάδος της ιατρικής. Neurology is δα έχει 52 νομούς. Greece has 52 prefectures. a branch of medicine. νόμος (ο) N [] law: Ο νόμος τιμωρεί αυστη- νησί (το) N [] island: Χιλιάδες τουρίστες επι- ρά την κλοπή. The law punishes theft severely.Ζ σκέπτονται κάθε χρόνο τα νησιά του Αιγαίου. Νορβηγία (η) N [] Norway: Η πρωτεύου- Thousands of tourists visit the Aegean islands σα της Νορβηγίας είναι το Όσλο. Oslo is the every year. capital of Norway.Η νηστικός, νηστική, νηστικό ADJ [, Νορβηγίδα (η) N [] Norwegian: Η νι- , ] hungry, not having eaten: Εί- κήτρια του διαγωνισμού ήταν Νορβηγίδα. The winner of the contest was Norwegian.Θ μαι νηστικός από το πρωί. I have not eaten any- thing since this morning. Νορβηγικά (τα) N [] Norwegian: Ο Γιώρ-Ι νικάω / νικώ VB [ / ] win, defeat: Ποια γος μιλάει Nορβηγικά. George speaks Norwe- ομάδα νίκησε στον αγώνα; Which team won the gian.Κ match? Νορβηγός (ο) N [] Norwegian: Ο νικητής του διαγωνισμού ήταν Νορβηγός. The winner of νικητής (ο) N [] winner: Ποιος ήταν ο νι- the contest was Norwegian.Λ κητής του αγώνα; Who was the winner of the νοσοκόμα (η) N [] nurse: Μια νοσοκό-Μ match? μα θα σου δίνει το φάρμακό σου κάθε 8 ώρες. νικώ νικάω A nurse will be giving you your medicine every νιότη (η) N [] youth: Απόλαυσε την νιότη σου, 8 hours. νοσοκομείο (το) N [] hospital: Η θείαΝ γιατί δεν ξαναγυρίζει πίσω. Enjoy your youth be- cause it won’t come back. μου βγήκε από το νοσοκομείο πριν από τρεις ημέρες. My aunt was discharged from hospitalΞ νιπτήρας (ο) N [] basin: Πλύνε τα χέρια three days ago. σου στον νιπτήρα. Wash your hands in the ba- νοσοκόμος (ο) N [] nurse: Δύο νοσο- κόμοι τον μετέφεραν στο χειρουργείο. Two maleΟ sin. nurses took him to the operating theatre. νιώθω / νοιώθω VB [] 1. feel: Δεν νιώθω νόστιμα ADV [] tastily: Το ψητό σου ήταν καλά. Έχω πονοκέφαλο και κρυώνω. I’m not πολύ νόστιμα μαγειρεμένο. Your roast was very tastily cooked.Π feeling well. I’ve got a headache and I’m cold. 2. sense: Ένιωσα ότι δεν μου έλεγε την αλήθεια. I νόστιμος, νόστιμη, νόστιμο ADJ [, , ] 1. tasty, delicious: Το φαγητόΡ sensed that he wasn’t telling me the truth. ήταν πολύ νόστιμο. The food was delicious. 2. pretty: Η Βίκυ είναι νόστιμη. Vicky is pretty. Νοέμβριος (ο) N [] November: Ο Νο- νοστιμούλης, νοστιμούλα, νοστιμούλικοΣ έμβριος είναι ο ενδέκατος μήνας του χρόνου. November is the eleventh month of the year. ADJ (diminutive) [, , ] pretty: Η Βίκυ είναι νοστιμούλα.Τ νόημα (το) N [] meaning, sense: Μπορείς Vicky is quite pretty. να μου πεις το νόημα αυτής της φράσης; Can νότα (η) N [ note: Η κλίμακα της δυτικής μου- σικής έχει επτά νότες. The western music scaleΥ you tell me the meaning of this phrase? νοιάζομαι VB [] care about: Δεν νοιάζε-Φ ται για κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. He doesn’t care about anyone but himself.Χ νοίκι (το) ενοίκιοΨ νοικιάζω ενοικιάζω νοιώθω νιώθω has seven notes. νότιος, νότια, νότιο ADJ [, , ]Ω νομίζω VB [] think: Νομίζω ότι συμπερι- south, southern: Η Ελλάδα βρίσκεται στην νό- φέρθηκες άσχημα χτες στην μητέρα σου. I think τια Ευρώπη. Greece is in southern Europe.
νοτιότερος 85 νωρίςνοτιότερος, νοτιότερη, νοτιότερο ADJ της κουζίνας είναι γεμάτα τρόφιμα. The kitchen Α [, , ] 1. further to cupboards are full of foods. Β the south: Η Αθήνα είναι νοτιότερη από την Γ Θεσσαλονίκη. Athens is further to the south than ντουσιέρα (η) N [] shower: Οι ντουσιέρες Δ Thessaloniki. 2. southernmost (when pre- των γυναικών είναι στο υπόγειο του γυμναστηρί- Ε ceded by article): Η Γαύδος είναι το νοτιότερο ου. The women’s showers are in the basement Ζ νησί της Ελλάδας και το νοτιότερο σημείο της of the gym. Η Ευρώπης. Gavdos is the southernmost island of Θ Greece and the southernmost point of Europe. ντρέπομαι VB [] be ashamed: Πρέπει Ι να ντρέπεσαι για την συμπεριφορά σου. You Κνούμερο (το) N [] 1. number: Το τυχερό should be ashamed of your behaviour. Λ μου νούμερο είναι το 13. My lucky number is Μ 13. 2. (phone) number: Συγγνώμη! Πρέπει να ντύνω VB [] dress: Όταν ήμουν μικρή, με Ν πήρα λάθος νούμερο. I’m sorry! I must have έντυνε η μητέρα μου. When I was young, my Ξ called the wrong number. 3. size: Τι νούμερο mother used to dress me. || Μισό λεπτό! Ντύ- Ο φοράς; What’s your size? νομαι και φεύγουμε σε πέντε λεπτά. Just a mo- Π ment. I am getting dressed and we’re leaving in Ρντεκόρ (το) N [] decor: Θα αγοράσω καινού- five minutes. Σ ρια έπιπλα, γιατί θέλω να αλλάξω το ντεκόρ του Τ σπιτιού μου. I am buying new furniture because νύφη (η) N [] 1. daughter-in-law: Η νύφη μου Υ I want to change the decor of my house. είναι πολύ όμορφη. My daughter-in-law is very Φ beautiful. 2. bride: Η νύφη έφτασε στην εκκλη- Χντετέκτιβ (ο/η) N [] or [] detec- σία σε μια λευκή λιμουζίνα. The bride arrived at Ψ tive, private investigator: Προσέλαβε έναν the church in a white limousine. Ω ντετέκτιβ να παρακολουθεί την γυναίκα του. He hired a private investigator to spy on his wife. νυφικό (το) N [] wedding dress: Διάλεξες νυφικό για τον γάμο σου; Have you chosen aντομάτα (η) N [] tomato: Ντομάτα, αγγού- wedding dress for your wedding? ρι και φέτα είναι τα βασικά συστατικά της χω- ριάτικης σαλάτας. Tomato, cucumber and feta νύχι (το) N [] nail: Πολλές γυναίκες βάφουν τα cheese are the basic ingredients of the Greek νύχια τους. Many women polish their nails. salad. νύχτα (η) N [] night: Πέρασα όλη την νύχταντόπιος, ντόπια, ντόπιο ADJ [, , διαβάζοντας, γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ. I ] local: Να αγοράσετε από το χωριό ντό- spent all night reading because I couldn’t sleep. πιο τυρί. Είναι πολύ νόστιμο. Buy some local cheese from the village. It’s delicious. νυχτιά (η) N [] night: Ήταν μια όμορφη κα- λοκαιρινή νυχτιά. It was a beautiful summerντουλάπα (η) N [] wardrobe, closet: night. Η ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς μου είναι άσπρη. My bedroom wardrobe is white. νωρίς ADV [] early: Ξύπνησα νωρίς το πρωί και έφυγα για την δουλειά. I woke up early in theντουλάπι (το) N [] cupboard: Τα ντουλάπια morning and left for work.
Ξ, ξ 86 ξεναγόςA Ξ, ξΒΓ Ξ, ξ (ξι) []: the fourteenth letter of the Greek al- leave a message? -No, I’ll call back later.Δ phabet ξανάρχομαι VB [] come again, come ξαδέλφη / ξαδέρφη (η) N [ / ] back: Μας άρεσε πολύ η Μύκονος. Θα ξανάρ- θουμε σίγουρα. We really liked Mykonos. WeΕ cousin: Όλες οι ξαδέλφες μου έχουν μπλε μά- are definitely coming back. τια. All my cousins have blue eyes.Ζ ξάδελφος / ξάδερφος (ο) N [ / ] ξανθός, ξανθιά / ξανθή, ξανθό ADJ [, cousin: Έρχεται ο ξάδελφός μου από την Γερ- / , ] blond: Η Κατερίνα μανία αύριο. My cousin from Germany is coming έχει μακριά ξανθά μαλλιά. Katerina has long blond hair. tomorrow. ξαπλώνω VB [] lie down, go to bed: ΑνΗ ξαδελφούλης / ξαδερφούλης (ο) N (diminutive) δεν αισθάνεσαι καλά, καλύτερα να ξαπλώσεις. [ / ] cousin: Ο ξαδελφού- If you’re not feeling well, you’d better lie down.Θ λης μου είναι τέσσερα χρόνια μικρότερός μου. ξαφνικά ADV [] suddenly: Ξαφνικά, My little cousin is four years younger than me. ακούσαμε κάποιον να ζητάει βοήθεια. Suddenly, we heard someone calling for help.Ι ξαδέρφη (η) ξαδέλφη ξεδιψάω / ξεδιψώ VB [ / ] ξάδερφος (ο) ξάδελφος quench one’s thirst: Βρήκαμε μια πηγή στο δάσος και σταματήσαμε να ξεδιψάσουμε. WeΚ ξαδερφούλης (ο) ξαδελφούληςΛ ξαναγαπάω / ξαναγαπώ VB [ / ] love again: Δεν έχω ξαναγαπήσει came across a spring in the forest and stopped άλλον άνθρωπο τόσο πολύ. I have never loved to quench our thirst.Μ anyone like this before. ξεδιψώ ξεδιψάωΝ ξαναγαπώ ξαναγαπάω ξαναγίνομαι VB [] 1. become/be ξεθωριασμένος, ξεθωριασμένη, ξεθωριασμέ-Ξ again: Μακάρι να μπορούσαμε να ξαναγίνουμε νο PART [, , νέοι! If only we could be young again! 2. hap- ] faded: Αυτή η μπλούζα είναιΟ pen again: Δεν θα ξαναγίνει. Στο υπόσχομαι. It ξεθωριασμένη. This blouse is faded. won’t happen again. I promise. ξεκινάω / ξεκινώ VB [ / ] 1. start: ΗΠ ξαναγυρνάω / ξαναγυρνώ VB [n / παρουσίαση θα ξεκινήσει στις δέκα το πρωί. The ] come back: Ξαναγύρισα, γιατί presentation is starting at ten o’clock in the morn-Ρ ξέχασα τα κλειδιά μου. I came back because I ing. 2. leave: Ξεκινάμε για το θέατρο σε πέντε λε- forgot my keys. πτά. We are leaving for the theatre in five minutes.Σ ξαναγυρνώ ξαναγυρνάω ξεκινώ ξεκινάω ξανακαλώ VB [] call back: -Η ΕλένηΤ λείπει αυτή την στιγμή. Θέλετε να αφήσετε κά- ξεκουράζω VB [] rest, relax, have ποιο μήνυμα; -Όχι, θα ξανακαλέσω αργότερα. a rest: Με ξεκουράζει πολύ ο μεσημεριανός ύπνος. A nap at noon really relaxes me. || Τώρα -Eleni is out at the moment. Would you like to που ξεκουράστηκες, μπορούμε να συνεχίσου- με; Now that you had a rest, can we go on?Υ leave a message? -No, I’ll call back later. ξανακάνω VB [] do again, repeat: Μην ξεκούραση (η) N [] rest: Χρειάζομαι ξε- κούραση, για να συνέλθω από την αρρώστια. IΦ το ξανακάνεις αυτό ποτέ. Never do that again. need some rest to recover from my illness. ξαναλέω VB [] say again, repeat: Συγ- ξενάγηση (η) N [] guided tour: ΠήγαμεΧ γνώμη, δεν κατάλαβα. Tο ξαναλέτε; I’m sorry, I για ξενάγηση στον αρχαιολογικό χώρο των Δελ- didn’t understand. Could you repeat that? φών. We went on a guided tour to the DelphiΨ ξαναπαίρνω VB [] call back: -Η Ελέ- archaeological site. νη λείπει αυτή την στιγμή. Θέλετε να αφήσετε ξεναγός (ο/η) N [] guide: Ο ξεναγός μάςΩ κάποιο μήνυμα; -Όχι, θα ξαναπάρω αργότερα. μίλησε για τον ναό του Απόλλωνα. The guide -Eleni is out at the moment. Would you like to told to us about the temple of Apollo.
ξεναγώ 87 ξυρίζωξεναγώ VB [] guide, take around: Ένας ζέστη. Uncover the baby, it’s very hot. || Μην ξε- Α αρχαιολόγος μάς ξενάγησε στο μουσείο. An ar- σκεπάζεσαι, θα κρυώσεις. Don’t uncover your- Β chaeologist took us around in the museum. self, you’ll get cold. Γ Δξενοδοχείο (το) N [] hotel: Το περα- ξεσπάω / ξεσπώ VB [ / ] burst Ε σμένο καλοκαίρι μείναμε σε ένα ξενοδοχείο κο- out/into, explode: Όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Ζ ντά στην παραλία. Last summer we stayed in a Everybody burst out laughing. Η hotel near the beach. Θ ξεσπώ ξεσπάω Ιξενομανία (η) N [] xenomania: Αγο- ξετρελαίνω VB [] drive mad, really Κ ράζει μόνο ξένα προϊόντα, γιατί είναι θύμα της Λ ξενομανίας. She buys only foreign products be- like: Με ξετρελαίνουν τα παγωτά. I really love Μ cause she is a victim of xenomania. ice-creams. Ν Ξξένος (ο) N [] 1. foreigner: Δυο ξένοι με ξεχνάω / ξεχνώ VB [ / ] forget: Ο ρώτησαν πώς θα πάνε στην Ακρόπολη. Two for- Ποτέ δεν θα μπορούσα να ξεχάσω το όνομά Π eigners asked me how to go to the Acropolis. 2. σου. I could never forget your name. Ρ stranger: Χτες σε ζήτησε ένας ξένος, αλλά δεν Σ θυμάμαι το όνομά του. A stranger asked for you ξεχνώ ξεχνάω Τ yesterday, but I don’t remember his name. ξηρός, ξηρή, ξηρό ADJ [, , ] dry: Υ Φξένος, ξένη, ξένο ADJ [, , ] oth- Το κλίμα της χώρας είναι ξηρό. The country’s Χ er’s/others’, not one’s own: Μην παίρνεις την climate is dry. EXP: Ποιοι ξηροί καρποί σου Ψ ξένη μπάλα! Έχεις την δική σου. Don’t take oth- αρέσουν περισσότερο, τα καρύδια ή τα αμύγδα- Ω er people’s ball! You have your own. 2. foreign: λα; Which dried fruit do you like more, walnuts Η Ηλέκτρα μιλάει πέντε ξένες γλώσσες. Electra or almonds? speaks five foreign languages. ξίδι (το) N [] vinegar: Μην βάλεις πολύ ξίδι στην σαλάτα. Don’t put too much vinegar on theξενοφοβία (η) N [ ] xenophobia: Η ξε- salad. νοφοβία είναι φόβος προς τους ξένους. Xeno- ξοδεύω VB [] spend: Ξοδεύει πολλά phobia is a fear of foreigners. χρήματα για ρούχα. She spends a lot of money on clothes.ξενυχτάω / ξενυχτώ VB [ / ] spend the night: Πού ξενύχτησες χθες βράδυ; ξύλινος, ξύλινη, ξύλινο ADJ [, , Where did you spend the night yesterday? ] wooden: Μου αρέσουν τα ξύλινα σκεύη. I like wooden utensils.ξενυχτώ ξενυχτάω ξύλο (το) N [] wood: Όλα μας τα έπιπλα είναιξενώνας (ο) N [] guesthouse, φτιαγμένα από ξύλο. All our furniture is made guestroom: Μείναμε σε έναν ξενώνα στην of wood. παραλία. We stayed at a guesthouse on the beach. ξυπνάω / ξυπνώ VB [ / ] wake up, get up: Ξυπνήστε παιδιά! Η ώρα είναι 9! Wakeξεπερνάω / ξεπερνώ VB [ / ] up, guys! It is 9 o’clock! get over: Ο Ανδρέας δεν μπόρεσε ποτέ να ξε- περάσει τον χωρισμό τους. Andreas could nev- ξυπνητήρι (το) N [] alarm clock: Έβα- er get over the separation. λα το ξυπνητήρι στις 7 το πρωί. I set the alarm clock for 7 in the morning.ξεπερνώ ξεπερνάωξεροβόρι (το) N [] dry north wind: Το ξυπνώ ξυπνάω ξεροβόρι που φυσούσε για δυο μέρες έκανε ξυπόλητος, ξυπόλητη, ξυπόλητο ADJ κακό στις καλλιέργειες. The dry north wind that [, , ] barefooted: was blowing for two days damaged the crops. Μην περπατάς ξυπόλητος. Θα κρυώσεις. Don’t walk barefoot. You’ll get cold.ξέρω VB [] know: Ξέρεις πού είναι τα γυαλιά μου; Do you know where my glasses are? || Δεν ξυρίζω VB [] shave: Ξυρίζεται κάθε πρωί. ξέρω καλά Ελληνικά. I don’t know Greek well. He shaves every morning. || Ο Γιώργος αποφά- σισε να ξυρίσει το μουστάκι του. George decid-ξεσκεπάζω VB [ ] uncover, take the ed to shave off his moustache. cover off: Ξεσκέπασε το μωρό, κάνει πολλή
Ο, ο 88 οικογένειαA Ο, οΒΓ Ο, ο (όμικρον) []: the fifteenth letter of the ογδόντα τέσσερις, ογδόντα τέσσερις, ογδόντα τέσσερα NUM [ , Greek alphabet , ] eighty-four: Αυτό το σπίτι χτίστηκε πριν από ογδόντα τέσσερα χρό-Δ ο ART (masculine definite) [] the: Ο ήλιος λά- νια. This house was built eighty-four years ago. μπει. The sun is shining. ογδόντα τρεις, ογδόντα τρεις, ογδόντα τρίαΕ ό,τι PRON [] whatever: Δεν θα μου λες εσύ τι NUM [ , , να κάνω. Θα κάνω ό,τι θέλω. You won’t tell me ] eighty-three: Στο μεγάλο πάρκο της πό- λης μας υπάρχουν ογδόντα τρία παγκάκια. InΖ what to do. I’ll do whatever I like. the big park of our town there are eighty-three ογδόντα NUM [] eighty: Ο παππούς benches.Η του Πέτρου είναι ογδόντα χρόνων. Peter’s όγδοος, όγδοη, όγδοο NUM [, , granddad is eighty years old. ] eighth: Ο Μάνος τερμάτισε όγδοος στον αγώνα δρόμου. Manos finished eighth inΘ ογδόντα δύο NUM [ ] eighty-two: Στο μουσείο της πόλης μου υπάρχουν ογδόνταΙ δύο αγάλματα της κλασικής περιόδου. In theΚ museum of my town there are eighty-two stat- the race. ues from the classical period. οδηγός (ο/η) N [] 1. driver: Ο οδηγός του ογδόντα ένας, ογδόντα μία, ογδόντα ένα NUM αυτοκινήτου τραυματίστηκε ελαφριά. The carΛ [ , , ] eighty-one: Η μαμά μου κάνει συλλογή από κι- driver was slightly injured. 2. guide: Ο οδηγόςΜ νέζικα βάζα. Έχει ήδη ογδόντα ένα! My mother της ομάδας μάς έδειξε το μονοπάτι. The team collects Chinese vases. She has eighty-one al-Ν ready! guide showed us the path. EXP: Αγόρασα έναν ογδόντα εννέα / ογδόντα εννιά NUM τουριστικό οδηγό των Κυκλάδων. I bought a tourist guide of the Cyclades. / [ ] eighty-nine: Η γιαγιά οδηγώ VB [] drive: Πότε έμαθες να οδηγείς; When did you learn to drive?Ξ μου είναι ογδόντα εννέα χρόνων. My grandma is eighty-nine years old. οδοντίατρος (ο/η) N [] dentist: Αν σε πονάει το δόντι σου, καλύτερα να πας στονΟ ογδόντα εννιά ογδόντα εννέα οδοντίατρο. If your tooth hurts, you’d better go to the dentist.Π ογδόντα έξι NUM [ ] eighty-six: οδοντόβουρτσα (η) N [] tooth- Αυτό το εστιατόριο άνοιξε πριν από ογδόνταΡ έξι χρόνια. This restaurant opened eighty-six brush: Βουρτσίζω τα δόντια μου με ηλεκτρική years ago. οδοντόβουρτσα. I brush my teeth with an elec- tric toothbrush.Σ ογδόντα επτά / ογδόντα εφτά NUM [ οδοντόκρεμα (η) N [] toothpaste: ] / [ ] eighty-seven: Ο Κώστας στις εκλογές του σχολείου πήρε ογδόντα επτά Τελείωσε η οδοντόκρεμα. Πώς θα βουρτσίσωΤ ψήφους. Costas received eighty-seven votes in the school elections. τα δόντια μου; The toothpaste is finished. How am I going to brush my teeth?Υ ογδόντα εφτά ογδόντα επτά οδός (η) N [] street, road: Μένω στην οδό ογδόντα οκτώ / ογδόντα οχτώ NUM Πανός. I live in Panos street.Φ / ] eighty-eight: Η δασκά- οθόνη (η) N [] screen: Η οθόνη του υπο- λα μου έχει να διορθώσει ογδόντα οκτώ τεστ. λογιστή μου έχει μερικές γρατζουνιές. There areΧ My teacher has eighty-eight tests to correct. ογδόντα οχτώ ογδόντα οκτώ some scratches on my computer screen. οικία (η) N [] house, home, residence: Οικία Παπαδοπούλου. Παρακαλώ; Hello? Papado-Ψ ογδόντα πέντε NUM [ ] eighty- poulou residence. five: Η Μυρσίνη έχει στο σπίτι της ογδόνταΩ πέντε βιβλία με θέμα την θάλασσα. Myrsini has οικογένεια (η) N [] family: Έλα, θα σε eighty-five books about the sea at home. γνωρίσω στην οικογένειά μου. Come, I’ll intro-
οικογενειακός 89 όπερα duce you to my family. agreed to my proposal. Α Βοικογενειακός, οικογενειακή, οικογενειακό ADJ ομιλητής (ο) N [] speaker: Ο επόμενος Γ [, , ] family: Ο ομιλητής είναι καθηγητής πανεπιστημίου. The Δ οικογενειακός μας γιατρός μένει πολύ κοντά next speaker is a professor. Ε στο σπίτι μας. Our family doctor lives very close Ζ to our house. ομιλία (η) N [] speech: Στο τέλος της ομι- Η λίας του ευχαρίστησε όσους τον βοήθησαν. At Θοικολογία (η) N [] ecology: Η οικολογία the end of his speech he thanked those who Ι είναι μια επιστήμη που ασχολείται με το περιβάλ- had helped him. Κ λον. Ecology is a science concerned with the Λ environment. ομίχλη (η) N [] mist, fog: Υπήρχε παντού Μ ομίχλη. There was fog everywhere. Νοικολόγος (ο/η) Ν [] ecologist, conser- Ξ vationist: Ο Ηλίας είναι οικολόγος και είναι μέ- ομολογώ VB [] confess, admit: Κατά Ο λος της Greenpeace. Elias is an ecologist and a την ανάκριση ομολόγησε ότι ήταν ο αρχηγός Π member of Greenpeace. της συμμορίας. During the interrogation he con- Ρ fessed that he was the leader of the gang. Σοικονομία (η) N [] economy: Η παγκό- Τ σμια οικονομία περνάει κρίση. The world econ- όμορφα ADV [] nice, nicely: Αισθάνομαι Υ omy is going through a crisis. τόσο όμορφα, όταν είμαι μαζί σου! I feel so nice Φ when I’m with you! Χοίκος (ο) N [] house, firm: Ποιος εκδοτικός Ψ οίκος θα εκδώσει το βιβλίο του; Which publish- όμορφος, όμορφη, όμορφο ADJ [, Ω ing house is printing his book? , ] beautiful, good-looking, handsome, pretty: Η αδερφή του Κώστα είναιοκτώ / οχτώ NUM [] / [] eight: Το χταπό- πολύ όμορφη. Costa’s sister is very beautiful. δι έχει οκτώ πλοκάμια. The octopus has eight tentacles. ομπρέλα (η) N [] umbrella: Πάρε την ομπρέλα μαζί σου. Άκουσα ότι θα βρέξει. TakeΟκτώβριος (ο) N [] October: Ο Οκτώ- the umbrella. I’ve heard it is going to rain. βριος είναι ο δέκατος μήνας του χρόνου. Octo- ber is the tenth month of the year. όμως CONJ [] however, though, but: Θα προσπαθήσω να έρθω, όμως δεν μπορώ ναΟλλανδέζα / Ολλανδή (η) N [ / ] σου το υποσχεθώ. I’ll try to come. I can’t prom- Dutch: Η φίλη του Νίκου είναι Ολλανδέζα. ise you though. Nick’s girlfriend is Dutch. ονειρεύομαι VB [] dream, have aΟλλανδή (η) Ολλανδέζα dream: Ονειρεύομαι να γίνω μια μέρα διάσημηΟλλανδία (η) N [] Holland: Ο ξάδερφός τραγουδίστρια. I dream of being a famous singer one day. μου σπουδάζει στην Ολλανδία. My cousin stud- ies in Holland. όνειρο (το) N [] dream: Το όνειρό μου είναι να γίνω ηθοποιός. My dream is to become anΟλλανδικά (τα) N [] Dutch: Η Κατερίνα actor. μαθαίνει Ολλανδικά. Katerina is learning Dutch. όνομα (το) N [] name: Το όνομα του κυρίουΟλλανδός (ο) N [] Dutch: Οι καινούριοι είναι Στέλιος Παπαδόπουλος. The gentleman’s μας γείτονες είναι Ολλανδοί. Our new neigh- name is Stelios Papadopoulos. bours are Dutch. ονομάζω VB [] 1. name, call: Πώς θαολόκληρος, ολόκληρη, ολόκληρο ADJ ονομάσεις το σκυλάκι σου; What will you call [, , ] whole, entire: Στο your little dog? 2. one’s name is: Ονομάζομαι επόμενο τεύχος θα δημοσιευθεί ολόκληρη η συ- Κώστας Παπαδόπουλος. My name is Costas νέντευξη. The entire interview will be published Papadopoulos. in the next issue. ονοματεπώνυμο (το) N [] fullόλος, όλη, όλο (1) ADJ [, , ] 1. all: name: Γράψτε εδώ το ονοματεπώνυμό σας, Έβρεχε όλες τις μέρες που μείναμε στο Λονδί- παρακαλώ. Write your full name here, please. νο. It rained all the days we stayed in London. 2. whole, entire: Θέλω όλο το κομμάτι της πίτσας, οξύς, οξεία, οξύ ADJ [, , ] acute: όχι μόνο το μισό. I want the whole piece of pizza, Έχω έναν οξύ πόνο στο στομάχι. I’ve got an not just half of it. acute pain in my stomach.όλος, όλη, όλο (2) PRON [, , ] all: Όλοι όπερα (η) N [] opera: Θα δούμε την όπερα του συμφώνησαν με την πρότασή μου. They all Μότσαρτ “Οι γάμοι του Φίγκαρο”. We are going to
όπλο 90 όσοςA watch Mozart’s opera “The Marriage of Figaro”. λύμπι! Shall we go to the beach? I feel like a όπλο (το) N [] gun: Είναι παράνομο να έχεις swim! EXP: Καλή όρεξη! Good appetite!Β όπλο χωρίς άδεια. It is illegal to carry a gun ορθόδοξος (ο) N [] Orthodox Chris-without a licence. tian: Πότε έχουν οι ορθόδοξοι το Πάσχα τους; When do the Orthodox Christians have theirΓ οπλοφορώ VB [] carry arms: Τον συνέ- Easter? λαβαν, γιατί οπλοφορούσε. They arrested himbecause he was carrying an arm. ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο ADJΔ όποιος, όποια, όποιο PRON [, , ] whoever, whichever: Διάλεξε όποιο σου αρέ- [, , ] Orthodox: σει. Choose whichever you like. Στο νησί υπάρχει και ορθόδοξη και καθολική εκκλησία. There is an Orthodox and a CatholicΕ όποτε ADV [] whenever: Όποτε μπορείτε, church on the island. περάστε από το γραφείο μου. Come by my of- ορίζοντας (ο) N [] horizon: Στον ορί-Ζ fice whenever you can. ζοντα φαίνονται οι κορυφές των βουνών. The peaks of the mountains are visible on the ho- όπου ADV [] 1. where: Η Αθήνα είναι η πόλη rizon.Η όπου γεννήθηκα. Athens is the city where I was ορίστε EXCL [] 1. here you are: -Μου δί- born. 2. wherever: Πήγαινε όπου θέλεις. Go νεις το μολύβι σου; -Ορίστε. -Could you give me your pencil? -Here you are. 2. yes, please: Ορί-Θ wherever you like. στε, παρακαλώ. Μπορώ να σας βοηθήσω; Yes, please. Can I help you? 3. pardon?: Ορίστε; οπτικός (ο/η) N [] optician: Πρέπει να Δεν άκουσα τι είπατε. Pardon? I couldn’t hear what you said.Ι πάω στον οπτικό, για να φτιάξω καινούργια γυ- αλιά. I have to go to the optician’s to have newΚ eye-glasses made.Λ όπως ADV [] as: Όπως σου είπα χθες, πρέ- πει να προσπαθήσεις περισσότερο. As I told you ορμάω / ορμώ VB [ / ] rush (at):Μ yesterday, you have to try harder. Όρμηξε έξω φωνάζοντας “Φωτιά, φωτιά!” He οπωσδήποτε ADV [] in any case, rushed out shouting “Fire, fire!”Ν howsoever, definitely: -Θα έρθετε στο πάρτι; - ορμώ ορμάω Θα έρθουμε οπωσδήποτε. -Are you coming to the party? -We are definitely coming. οροσειρά (η) N [] mountain range: Ποια είναι η ψηλότερη οροσειρά του κόσμου; Which οργανισμός (ο) N [] organisation: Οι is the highest mountain range in the world?Ξ δημόσιοι οργανισμοί δεν λειτουργούν το σαβ- ορόσημο (το) Ν [] milestone: Αυτό το γε- βατοκύριακο. Public organisations don’t work on γονός είναι ορόσημο στην ιστορία της χώρας. This event is a milestone in the country’s his-Ο weekends. EXP: Ο ΟΤΕ είναι ένας οργανισμός tory. κοινής ωφέλειας. ΟΤΕ is a public benefit or- οροφοδιαμέρισμα (το) N []Π ganisation. floor-apartment: Μένουν σε ένα οροφοδια- μέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. They live in a όργανο (το) N [] instrument: Παίζεις κα- floor-apartment in the centre of Athens.Ρ νένα άλλο μουσικό όργανο εκτός από το πιάνο;Σ Do you play any other musical instrument apart from the piano? όροφος (ο) N [] floor: Μένουμε στον τρίτο οργανώνω VB [] organise: Το γραφείο όροφο αυτής της πολυκατοικίας. We live on the μας θα οργανώσει αυτή την επίδειξη μόδας. Our third floor of this block of flats. ορχήστρα (η) N [] orchestra, band: ΗΤ office is going to organise this fashion show.Υ ορεινά (τα) N [] highlands: Στα ορεινά ορχήστρα παίζει παλιά ελληνικά τραγούδια. TheΦ υπάρχουν ακόμη χιόνια. In the highlands there orchestra is playing old Greek songs. is still snow. ορεκτικό (το) N [] appetizer, starter: Πα- όσο ADV [] as long as, as much as: Θα σεΧ ραγγείλαμε σαγανάκι και κεφτέδες για ορεκτικά. βοηθήσω όσο μπορώ. I will help you as much We ordered fried cheese and meatballs for start- as I can. EXP: Όσο κι αν το θέλεις, δεν θα έρθω μαζί σου. No matter how much you want it, IΨ ers. am not coming with you. όρεξη (η) N [] appetite: Έχω χάσει την όρε-Ω ξή μου τελευταία. I’ve lost my appetite lately. 2. όσος, όση, όσο PRON [, , ] 1. as mood: Πάμε στην παραλία; Έχω όρεξη για κο- many/much as: Φέρε τόσα ποτήρια, όσοι είναι οι καλεσμένοι. Bring as many glasses as the number of guests. 2. all, everything: Σου είπα
όσπριο 91 όψη όσα ξέρω. I’ve told you everything I know. queue at the post-office for almost half an hour. Αόσπριο (το) N [] legume, pulse: Τα όσπρια EXP: Το όνειρό του ήταν να αγοράσει κάποτε Β ένα πιάνο με ουρά. His dream was to buy a Γ είναι πλούσια σε πρωτεΐνες. Legumes are rich grand piano some day. Δ in protein. ουρανός (ο) N [] sky: Ο ουρανός είναι Ε συννεφιασμένος. The sky is cloudy. Ζόταν CONJ [] when: Όταν φτάσω σπίτι, θα σε Η πάρω τηλέφωνο. I’ll call you when I get home. ούτε CONJ [] 1. not (even): Δεν μου τηλεφώ- Θ νησε ούτε μια φορά. He did not even call me ΙΟΤΕ / Ο.Τ.Ε. ACRO [] Greek Telecommunica- once. 2. neither: -Δεν θέλω να πάω σινεμά. - Κ tions Organisation: ΟΤΕ σημαίνει Οργανισμός Ούτε εγώ. -I don’t want to go to the cinema. - Λ Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος. ΟΤΕ means Greek Neither do I. Μ Telecommunications Organisation. Ν οφθαλμίατρος (ο/η) N [] ophthal- Ξότι CONJ [] that: Ο Αλέξης λέει ότι δεν τον εν- mologist, eye specialist: Ο οφθαλμίατρος Ο διαφέρει το θέμα. Alexis says that he is not inter- μου συνέστησε να φορέσω γυαλιά. The ophthal- Π ested in the subject. mologist has advised me to wear glasses. Ρ Σουζάκι (το) N (diminutive) [] ouzo: Παραγ- όχημα (το) N [] vehicle: Ο ύποπτος οδηγεί Τ γείλαμε ουζάκι και μεζέδες. We ordered ouzo ένα μπλε όχημα. The suspect is driving a blue Υ and starters. vehicle. Φ Χουζερί (το) N [] ouzeri (kind of restaurant, όχι ADV [] 1. no: Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω Ψ which serves mainly ouzo and snacks): Στην άλλο ποτό. No, thanks, I won’t have another Ω Πλάκα έχει πολύ καλά ουζερί. There are very drink. 2. not: -Θέλεις να έρθεις μαζί μας; -Ναι, good ouzeris in Plaka. γιατί όχι; -Would you like to come with us? -Yes, why not?ούζο (το) N [] ouzo: Χτες το βράδυ στην τα- βέρνα ήπιαμε ούζο. We had ouzo at the tavern οχτώ οκτώ last night. όψη (η) N [] look, appearance, face: Από τηνουρά (η) N [] 1. tail: Πάτησα την ουρά του σκύ- όψη του κατάλαβα ότι ήταν θυμωμένος. I under- λου κατά λάθος. I accidentally stepped on the stood by the look on his face that he was angry. dog’s tail. 2. queue: Στάθηκα στην ουρά στο τα- χυδρομείο για περίπου μισή ώρα. I stood in the
Π, π 92 πανίA Π, πΒΓ Π, π (πι) []: the sixteenth letter of the Greek al- παίζω VB [] 1. play: Τα παιδιά παίζουν στον κήπο. The children are playing in the garden. phabet 2. be on (for a movie, play etc.): Ποιο έργο παίζει το Εθνικό Θέατρο; Which play is on at theΔ παγετός (o) N [] frost: Η οδήγηση είναι National Theatre? 3. play a role (for an actor): επικίνδυνη λόγω του παγετού. Driving is dan- Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ έπαιξε την Κλεοπάτρα στονΕ gerous due to the frost. παγωμένος, παγωμένη, παγωμένο PART κινηματογράφο. Elizabeth Taylor played the role of Cleopatra in the film. 4. work: Η τηλεόρασηΖ [, , ] freezing, χάλασε και δεν παίζει. The television broke iced, cool: Πήγαμε για κολύμπι το σαββατοκύ- down and it is not working. ριακο, αλλά το νερό ήταν παγωμένο. We went παίρνω VB [] 1. take, get: Παίρνω λεωφο-Η swimming last weekend but the water was freez- ρείο για να πάω στην δουλειά μου. I take the bus to work. 2. receive, get: Χτες πήρα μια ing. κάρτα από τον Ανέστη. Yesterday I received a card from Anestis. 3. order: Τι θα πάρετε; WhatΘ παγωνιά (η) N [] freeze: Έχει παγωνιά would you like to order? 4. call: Πάρε τον Κώ- σήμερα. Να ανάψουμε την θέρμανση; It’s freez- στα και πες του ότι θα αργήσουμε. Call CostasΙ ing today. Shall we turn the heating on? and tell him that we’re going to be late. 5. have: παγώνω VB [] freeze: Εκείνο τον χειμώνα Θα πάρουμε το πρωινό μας στο δωμάτιο. We’llΚ έκανε τόσο κρύο, που πάγωσε η λίμνη. It was so cold that winter, that the lake froze.Λ παγωτό (το) N [] ice-cream: Σου αρέσει τοΜ παγωτό σοκολάτα; Do you like chocolate ice- cream? have our breakfast in the bedroom.Ν παθολόγος (ο/η) N [] general practi- πακέτο (το) N [] packet: Να μην ξεχάσεις tioner (GP): Ο Γιώργος είναι ένας πολλά υπο- να αγοράσεις ένα πακέτο ζάχαρη. Don’t forgetΞ σχόμενος νέος παθολόγος. George is a very to buy a packet of sugar. promising young GP. παιδαγωγός (ο/η) N [] pedagogue, πάκο (το) N [] pack, packet: Θέλω ένα πάκο educator: Ο καλός παιδαγωγός πρέπει να τσιγάρα, παρακαλώ. I want a pack of cigarettes,Ο γνωρίζει παιδική ψυχολογία. A good educator please. παλάμη (η) N [] palm: Έχει μεγάλες παλά- should have a sound background in child psy- μες. He’s got big palms.Π chology. πάλι ADV [] again: Θέλω να δω πάλι αυτό το έργο. I want to see that film again.Ρ παιδάκι (το) N (diminutive) [] child: Τι χα- παλιά ADV [] in the old days, at one time: ριτωμένο παιδάκι! What a cute child! Δούλευα παλιά σε αυτή την εταιρεία, αλλά μετά παραιτήθηκα. I worked for this company once παϊδάκι (το) N [] cutlet: Τα παϊδάκια but then I quit.Σ στα κάρβουνα είναι το αγαπημένο μου φαγητό. παλιός, παλιά, παλιό ADJ [, , ] Grilled cutlets are my favourite food. old: Πέταξα τα παλιά μου ρούχα. I threw my old clothes away.Τ παιδεύω VB [] give somebody a rough time, torture: Μην με παιδεύεις άλλο. Πες μου παλτό (το) N [] coat: Φόρεσε το παλτό σου,Υ τι έγινε. Don’t torture me any more. Tell me what happened.Φ παιδί (το) N [] 1. child: Είμαι παντρεμένος γιατί κάνει κρύο. Put on your coat because it’s και έχω δυο παιδιά. I am married and have two cold.Χ children. 2. guy: Θα βγω με τα παιδιά απόψε. πανεπιστήμιο (το) N [] university: I’m going out with the guys tonight. EXP: Πού Σπούδασα νομική στο πανεπιστήμιο της Αθή- νας. I studied law at the university of Athens.Ψ είσαι παιδί μου; Where are you, my dear? πανί (το) N [] cloth: Η Ελένη καθάρισε το τζά- παιδίατρος (ο/η) N [] paediatrician: μι με ένα πανί. Eleni cleaned the glass with aΩ Μπορείς να μου συστήσεις έναν καλό παιδίατρο; piece of cloth. Could you recommend me a good paediatrician?
πανσιόν 93 παραλαβήπανσιόν (η) N [] guesthouse: Όλα τα παραγγέλνω παραγγέλλω Α ξενοδοχεία ήταν γεμάτα και έτσι τελικά μείναμε παραγωγός (ο/η) N [] producer: -Τι Β σε μια πανσιόν. All the hotels were full and so Γ finally we stayed at a guesthouse. δουλειά κάνει; -Είναι παραγωγός ταινιών. -What Δ does he do for a living? -He’s a film producer. Επάντα ADV [] always: Πάντα χτυπάω την Ζ πόρτα του διευθυντή, πριν μπω στο γραφείο του. παραδείσιος, παραδείσια, παραδείσιο ADJ Η I always knock on the headmaster’s door before [, , ] paradise: Στον Θ I go into his office. ζωολογικό κήπο είδαμε παραδείσια πουλιά. We Ι saw some paradise birds at the zoo. Κπαντελόνι (το) N [] trousers: Σου αρέ- Λ σει το καινούριο μου παντελόνι; Do you like my παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό Μ new trousers? ADJ [, , ] Ν traditional: Στο Λαογραφικό Μουσείο είδαμε Ξπαντζάρι (το) N [] beetroot: Τα βραστά παραδοσιακές φορεσιές του νησιού. We saw Ο παντζάρια είναι πολύ νόστιμη σαλάτα. Boiled some traditional island costumes in the Folklore Π beetroot makes a very tasty salad. Museum. Ρ Σπαντοπωλείο (το) N [] grocer’s: παραθαλάσσιος, παραθαλάσσια, παραθαλάσ- Τ Προτιμώ το παντοπωλείο της γειτονιάς από σιο ADJ [, , ] Υ το σούπερ μάρκετ. I prefer the neighbourhood by the sea: Έχει ένα καταπληκτικό παραθαλάσ- Φ grocer’s to the super-market. σιο σπίτι στο νησί. He has a wonderful house by Χ the sea on the island. Ψπαντού ADV [] everywhere, all over: Ω Υπήρχε παντού ομίχλη. There was fog every- παραθερίζω VB [] spend the sum- where. mer: Φέτος θα παραθερίσουμε στην Μύκονο. We are going to spend the summer in Mykonosπαντρεμένος, παντρεμένη, παντρεμένο PART this year. [, , ] married: Πόσο καιρό είσαι παντρεμένος; How παράθυρο (το) N [] window: Άνοιξε το long have you been married? παράθυρο, σε παρακαλώ. Κάνει πολλή ζέστη. Please, open the window. It’s very hot.παντρεύω VB [] 1. marry, wed: Θα μας παντρέψει ο μητροπολίτης. The metropoli- παραιτούμαι VB [] quit, resign, give tan bishop will marry us. 2. get married: Τελικά up: Παραιτήθηκα από την προηγούμενη δου- θα παντρευτείς; Are you going to get married λειά μου, γιατί δεν ήμουν ικανοποιημένος με τον after all? μισθό μου. I quit my previous job because I was not satisfied with my salary.πάνω επάνωπαπάς (ο) N [] priest: Οι παπάδες στην Ελ- παρακαλάω / παρακαλώ VB [ / ] 1. ask: Τον παρακάλεσα να με βοη- λάδα φοράνε μαύρα ρούχα. Priests in Greece θήσει. I asked him to help me. 2. beg: Ακόμα και wear black clothes. να με παρακαλάς, δεν θα σου κάνω αυτή την χάρη. I won’t do you this favour even if you begπαπούτσι (το) N [] shoe: Τα παπούτσια me. EXP: 1. -Ευχαριστώ πολύ για τις πληρο- μου βράχηκαν στην βροχή. My shoes got wet φορίες. -Παρακαλώ. -Thank you very much for in the rain. the information. -You’re welcome. 2. Παρακα- λώ; Ποιος είναι; (όταν απαντάμε στο τηλέφωνο)παππούς (ο) N [] grandfather: Ο παπ- Hello? Who is it? (when answering the phone) πούς μου έχει άσπρα μαλλιά. My grandfather 3. Καθίστε, παρακαλώ! Sit down, please! 4. - has white hair. Συγγνώμη για το λάθος. -Παρακαλώ. -I’m sorry for the mistake. -That’s all right.παρά PREP [] to: Η ώρα είναι τέσσερις παρά τέταρτο. It’s a quarter to four. παρακαλώ παρακαλάω παρακολουθώ VB [] 1. watch: Παρα-πάρα ADV [] very: Ευχαριστώ πάρα πολύ! Thank you very much! κολούθησα τον αγώνα μαζί με τους φίλους μου. I watched the game with my friends. 2. attend:παραγγελία (η) N [] order: Η πα- Πόσα μαθήματα θα παρακολουθήσεις αυτό το ραγγελία σας είναι έτοιμη, κύριε. Your order is εξάμηνο; How many classes are you attending ready, sir. this semester?παραγγέλλω / παραγγέλνω VB [ / παραλαβή (η) N [] receipt, collection: ] order: Τι θέλετε να παραγγείλου- με, μακαρονάδα ή πίτσα; What would you like to order, spaghetti or pizza?
παραλαμβάνω 94 πατάω Για την παραλαβή συστημένης επιστολής θα used to only hang round with boys. παρένθεση (η) Ν [] round bracket, pa-A πρέπει να δείξετε την ταυτότητά σας. To receive registered mail you have to show your identity renthesis: Βάλε αυτή την φράση σε παρενθέ- σεις. Put this phrase in round brackets.Β card.Γ παραλαμβάνω VB [] receive: Δεν έχω Παρίσι (το) N [] Paris: Το Παρίσι είναι η παραλάβει ακόμη το δέμα που μου έστειλες. I still πρωτεύουσα της Γαλλίας. Paris is the capital of haven’t received the parcel you sent me. France. παραλήπτης (ο) N [] receiver, ad- παρκάρισμα (το) N [] parking: Δεν επιτρέπεται το παρκάρισμα σε αυτό τον δρόμο.Δ dressee: Γράψε το όνομα και την διεύθυνση του Parking is not allowed on this road. παραλήπτη στο κάτω δεξί μέρος του φακέλου. παρκάρω VB [] park: Πού πάρκαρες τοΕ Write the addressee’s name and address on the αυτοκίνητό σου; Where did you park your car? bottom right side of the envelope. πάρκιν / πάρκινγκ (το) N [ / [] carΖ παραλία (η) N [] beach: Στο νησί υπάρ- park: Άφησα το αυτοκίνητο στο πάρκιν. I left the χουν πολλές υπέροχες αμμώδεις παραλίες. car in the car park.Η There are many wonderful sandy beaches on the island.Θ παράλληλα ADV [] in parallel, along πάρκινγκ (το) πάρκιν with, at the same time: Η Μαρία εργαζόταν ως πάρκο (το) N [] park: Την Κυριακή πήγαμεΙ σερβιτόρα παράλληλα με τις σπουδές της. Ma- για πικνίκ στο πάρκο. We went to the park for a ria worked as a waitress along with her studies. picnic on Sunday.Κ παραμύθι (το) N [] fairy tale: Όταν ήμουν παρουσία (η) N [] presence, attendance:μικρή, ο μπαμπάς μου μου διάβαζε παραμύθια Η παρουσία του προέδρου στην συνέλευση εί- ναι απαραίτητη. The president’s presence at theΛ για να κοιμηθώ. When I was a child my father meeting is vital. used to read fairy tales to me to send me toΜ sleep. παρανυφάκι (το) N (diminutive) [] παρουσιάζω VB [] 1. show, present: Η εταιρεία μας θα παρουσιάσει το νέο της μοντέ- λο στην έκθεση αυτοκινήτων. Our company willΝ bridesmaid, maid of honour: Στην Ελλάδα present the new model at the car exhibition. 2. τα παρανυφάκια είναι συνήθως μικρά παιδιά. appear: Πρέπει να παρουσιαστώ ως μάρτυραςBridesmaids in Greece are usually young chil- dren. στο δικαστήριο. I have to appear in court as a witness.Ξ παραπάνω ADV [] more: Μέσα στην αίθουσα ήταν παραπάνω από πενήντα άτομα. παρουσιάστρια (η) N [] presenter: Η παρουσιάστρια αυτή είναι πολύ αγαπητή στοΟ There were more than fifty people in the room. κοινό. This presenter is very popular with the viewers.Π παραπονιέμαι VB [] complain: Η Ελπίδα μού παραπονιέται ότι δεν της τηλεφω-Ρ νώ συχνά. Elpida complains that I don’t often πάρτι (το) N [] party: Θα πας στο πάρτι τηςcall her. Μαρίας απόψε; Are you going to Maria’s partyΣ Παρασκευή (η) N [] Friday: Η Παρα- tonight? σκευή είναι η πέμπτη εργάσιμη μέρα της εβδο- παστίτσιο (το) N [] pastitsio (roast spa-Τ μάδας. Friday is the fifth working day of the ghetti with minced meat and sauce): Για το week. παστίτσιο θα χρειαστούμε μακαρόνια και κιμά. We’ll need spaghetti and minced meat to makeΥ παράσταση (η) N [] performance, pastitsio. show: Όταν φτάσαμε, η παράσταση είχε ήδηΦ αρχίσει. When we arrived, the show had already πατάτα (η) N [] potato: Η Ζωή μαγείρεψεstarted. μοσχάρι με πατάτες στον φούρνο. Zoe cooked roast veal with potatoes. EXP: Το σουβλάκι το παρέα (η) N [] 1. party, group: Ήμαστε μια θέλετε με ρύζι ή με τηγανητές πατάτες; Would παρέα από 10 άτομα. We were a group of ten you like rice or French fries with your souvla- ki?Χ people. 2. company, friends: Φέτος θα πάω δι- πατάω / πατώ VB [ / ] 1. step: Πάτη- ακοπές με την παρέα μου στην Μύκονο. I am σα ένα καρφί και έπρεπε να κάνω εμβόλιο. I stepped on a nail and I had to be vaccinated.Ψ going to Mykonos on vacations with my friendsΩ this year. EXP: Όταν ήμουν μικρή, έκανα πα- ρέα μόνο με αγόρια. When I was a little girl I
πατέρας 95 πενήντα ένας 2. press: Πληκτρολογήστε τον κωδικό σας και πεθερά (η) N [] mother-in-law: Είμαι τυχε- Α πατήστε το πλήκτρο Enter. Type your password ρός! Η πεθερά μου είναι μια πολύ γλυκιά κυρία. Β and press the Enter key. I’m lucky! My mother-in-law is a very sweet lady. Γ Δπατέρας (ο) N [] father: Ο πατέρας μου ερ- πεθερός (το) N [] father-in-law: Ο πεθε- Ε γάζεται σε μια τράπεζα. My father works in a bank. ρός μου μας βοήθησε να βάψουμε το σπίτι. My Ζ father-in-law helped us paint the house. Ηπατερίτσα (η) N [] crutch: Όταν έσπασα Θ το πόδι μου, περπατούσα με πατερίτσες για πείθω VB [] convince: Τελικά, πείσαμε την Ι έναν μήνα. When I broke my leg I was walking Μαρία να έρθει στην εκδρομή. We finally con- Κ on crutches for a month. vinced Maria to come on the excursion. Λ Μπατούσα (η) N [] sole: Έτριψα τις πατού- πεινάω / πεινώ VB [ / ] be hungry: - Ν σες μου, για να ξεκουράσω τα πόδια μου. I Θέλεις να σου φτιάξω ένα σάντουιτς; -Όχι, ευ- Ξ rubbed the soles of my feet to soothe them. χαριστώ. Δεν πεινάω καθόλου. -Would you like Ο me to make you a sandwich? -No, thanks. I am ΠΠάτρα (η) N [] Patra(s): Στην Πάτρα γίνεται not hungry at all. Ρ το πιο γνωστό καρναβάλι της Ελλάδας. The most Σ famous Carnival in Greece takes place in Patra. πεινώ πεινάω Τ πειράζω VB [] tease: Γιώργο, σταμάτα να Υπατρώνυμο (το) N [] father’s name: Φ Γράψτε το πατρώνυμό σας στην αίτηση. Write πειράζεις τα κορίτσια. George, stop teasing the Χ your father’s name on the application form. girls. EXP: -Συγγνώμη. -Δεν πειράζει. Όλοι κά- Ψ νουμε λάθη. -I’m sorry. -Never mind / It’s OK. Ωπατώ πατάω We all make mistakes.πάτωμα (το) N [] floor: Μόλις είχα σφουγ- Πειραιάς (ο) N [] Piraeus: Ο Πειραιάς είναι γαρίσει το πάτωμα, ο σκύλος μπήκε μέσα με τα το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας. Piraeus is πόδια του λερωμένα! I had just mopped the floor the biggest port in Greece. when the dog came in with his dirty paws! πειρατής (ο) N [] pirate: Oι πειρατές είχανπαύω VB [] stop, cease: “Πάψε να μ’ ενο- κρύψει τον θησαυρό σε μια σπηλιά. The pirates χλείς!’’, φώναξε η αδερφή μου. “Stop bothering had hidden the treasure in a cave. me!’’, my sister shouted. πελάτης (ο) N [] customer, client: Πάνταπαχαίνω VB [] 1. be fattening: Μην τρως φερόμαστε στους πελάτες μας με σεβασμό. We τόσες σοκολάτες. Παχαίνουν. Don’t eat so always treat our customers with respect. many chocolates. They are fattening. 2. get fat, put on weight: Έχω παχύνει. Έχω πάρει του- πέλμα (το) N [] sole: Περπάτησα πολλές λάχιστον δύο κιλά. I’ve put on weight. I have put ώρες και με πονάνε τα πέλματα των ποδιών on at least two kilos. μου. I walked for hours and the soles of my feet are killing me.παχύς, παχιά, παχύ ADJ [, , ] fat: Όταν ήμουν παιδί, ήμουν αρκετά παχύς, αλλά πελώριος, πελώρια, πελώριο ADJ [, , αργότερα αδυνάτισα. When I was a child, I was ] huge: Ένας πελώριος βράχος έπεσε πάνω quite fat but I lost weight later. στον δρόμο. A huge rock fell on the road.πάω / πηγαίνω VB [ / ] 1. go: Κάθε μέρα Πέμπτη (η) N [] Thursday: Η Πέμπτη είναι πάω στο σχολείο με τα πόδια. Every day I go to η τέταρτη εργάσιμη μέρα της εβδομάδας. Thurs- school on foot. 2. suit: Μου πάει αυτό το που- day is the fourth working day of the week. κάμισο; Does this shirt suit me? 3. take: Πήγα το παιδί στον γιατρό, γιατί είχε πυρετό. I took the πέμπτος, πέμπτη, πέμπτο NUM [, , child to the doctor, cause he had a fever. EXP: ] fifth: Μένω στον πέμπτο όροφο αυτής 1. Πώς πάει; What news? 2. Πάνε ώρες/μέ- της πολυκατοικίας. I live on the fifth floor of this ρες/μήνες... που δεν έχω μιλήσει στον Γιώργο. block of flats. It has been hours/days/months... since I last talked to Giorgos. πενήντα NUM [] fifty: Ο Νηρέας είχε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες. Nireas had fiftyπεδινά (τα) N [] lowlands: Στα πεδινά daughters, the Nireides. έβρεχε όλο το σαββατοκύριακο. In the lowlands, it was raining all weekend. πενήντα δύο NUM [ ] fifty-two: Πε- νήντα συν δύο κάνουν πενήντα δύο. Fifty plusπεθαίνω VB [] die: Ο παππούς μου πέθα- two equals fifty-two. νε πριν από έξι χρόνια. My grandfather died six years ago. πενήντα ένας, πενήντα μία, πενήντα ένα NUM [ , , ]
πενήντα εννέα 96 περιορίζωA fifty-one: Οι δυο τάξεις μαζί έχουν πενήντα ένα five-room flat in the suburbs. παιδιά. There are fifty-one children altogether in πέντε NUM [] five: Δύο και τρία κάνουνΒ the two classes. πέντε. Two plus three equals five. πενήντα εννέα / πενήντα εννιά NUM [ πεπόνι (το) N [] melon: Τα πεπόνια είναι ] / [ ] fifty-nine: Εξήντα μεί- καλοκαιρινά φρούτα. Melons is a summer fruit. ον ένα ίσον πενήντα εννέα. Sixty minus one πέρα ADV [] 1. beyond, farther: Βλέπεις εκεί-Γ equals fifty-nine. νο το βουνό πέρα από το ποτάμι; Can you seeΔ πενήντα εννιά πενήντα εννέα that mountain beyond the river? 2. away, at a distance: Να μένεις πάντα πέρα από καβγάδες.Ε πενήντα έξι NUM [] or [ Always stay away from fights. ] fifty-six: Η Νίκη έχει πενήντα έξι γραμ- περαστικός (ο) N [] passer-by: Πολλοί ματόσημα από την Ινδία. Niki has got fifty-sixΖ stamps from India. περαστικοί σταματούν στην βιτρίνα του νέου πενήντα επτά / πενήντα εφτά NUM [ καταστήματος. Many passers-by stop at the newΗ / [ ] fifty-seven: Εξήντα μεί- shop-window. ον τρία ίσον πενήντα επτά. Sixty minus three περαστικός, περαστική, περαστικό ADJΘ equals fifty-seven. πενήντα εφτά πενήντα επτά [, , ] passing, short, brief: Ήταν μόνο μια περαστική μπόρα. It was only a passing storm. EXP: Σας εύχομαιΙ πενήντα οκτώ / πενήντα οχτώ NUM [ περαστικά! I wish you a speedy recovery! / [ ] fifty-eight: Η Ζωή έχειΚ πενήντα οκτώ κοχύλια στην συλλογή της. Zoe περιβάλλον (το) N [] environment: Τοhas fifty-eight shells in her collection. περιβάλλον του σπιτιού με ηρεμεί. The home environment relaxes me. πενήντα οχτώ πενήντα οκτώ περιβαλλοντολογία (η) Ν []Λ πενήντα πέντε NUM [ ] fifty- environmental science: Η περιβαλλοντολο- five: Πενήντα και πέντε κάνουν πενήντα πέντε. γία είναι πολύ ενδιαφέρουσα επιστήμη. Environ- mental science is very interesting.Μ Fifty plus five equals fifty-five. πενήντα τέσσερις, πενήντα τέσσερις, πενήντα περιβόλι (το) N [] orchard: Έχουμε πολ- λές πορτοκαλιές στο περιβόλι μας. We haveΝ τέσσερα NUM [ , many orange trees in our orchard. , ] fifty-four: Αυτό το σπί- τι κτίστηκε πριν από πενήντα τέσσερα χρόνια. περίεργος, περίεργη, περίεργο ADJ [, , ] 1. curious: Είμαι περίεργοςΞ This house was built fifty-four years ago. να μάθω γιατί δεν ήρθε στο ραντεβού. I am curi- ous to hear why he hasn’t turned up. 2. strange, πενήντα τρεις, πενήντα τρεις, πενήντα τρία weird: Είναι περίεργο που η Ελένη άργησε. Εί- ναι πάντα συνεπής. It’s strange Helen is late.Ο NUM [ , , She is always punctual. ] fifty-three: Εξήντα μείον επτά ίσον πενή- περιθώριο (το) N [] room: Είναι η τρίτηΠ ντα τρία. Sixty minus seven equals fifty-three. φορά που προσπαθώ. Δεν έχω πια περιθώρια πενιά (η) N [] stroke of the string: ΈπαιξεΡ μερικές πενιές με την κιθάρα του και μας τρα-Σ γούδησε. He stroked the string with his guitar and sang for us. για λάθη. It’s the third time I have tried. There’s πενταετής, πενταετής, πενταετές ADJ no room for mistakes any more. περιλαμβάνω VB [] include: Η τιμήΤ [, , ] lasting five years: Η θητεία του προέδρου της Ελληνι- του ξενοδοχείου περιλαμβάνει και πρωινό. The κής Δημοκρατίας είναι πενταετής. The President hotel price includes breakfast.Υ of the Hellenic Republic serves for five years. περιμένω VB [] wait, expect: Περιμέ- νω το πλοίο για τον Πειραιά. I am waiting for the πεντακάθαρος, πεντακάθαρη, πεντακάθα- ship to Piraeus.Φ ρο ADJ [, , περιοδικό (το) N [] magazine: Η αδερ- ] spotless: Το σπίτι της είναι φή μου αγοράζει συνέχεια περιοδικά! My sister always buys magazines!Χ πάντα πεντακάθαρο, επειδή το καθαρίζει κάθεΨ μέρα. Her house is always spotless as she cleans it every day.Ω πεντάρι (το) N [] five-room flat: Μένου- περιορίζω VB [] 1. reduce, cut downμε σε ένα πεντάρι στα προάστια. We live in a on: Πρέπει να περιορίσουμε τα έξοδα. We have
περιουσία 97 πιάνω to reduce expenses. 2. limit, confine: Οι φιλο- περνώ περνάω Α δοξίες του περιορίζονται στο να είναι συνεπής Β υπάλληλος. His ambitions are confined to being περπατάω / περπατώ VB [ / ] Γ a reliable assistant. walk: Ενώ περπατούσα στον δρόμο, συνάντη- Δ σα τον Γιάννη. As I was walking along the street Επεριουσία (η) N [] fortune, property: I met Giannis. Ζ Έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία στο κα- Η ζίνο. He spent almost all of his fortune at the περπατώ περπατάω Θ casino. πέρυσι ADV [] or [] last year: Πήγα ένα Ι Κπεριοχή (η) N [] area, part: Είναι η πρώ- ταξίδι στην Ιταλία πέρυσι. I went on a trip to Italy Λ τη φορά που έρχομαι σε αυτή την περιοχή της last year. Μ πόλης. It’s the first time I have come to this part Ν of the city. πετάω / πετώ VB [ / ] 1. fly: Ο αετός Ξ πετάει πολύ ψηλά. The eagle flies very high. 2. Οπεριπέτεια (η) N [] adventure: Στην throw (away): Μην πετάτε σκουπίδια στον δρό- Π Οδύσσεια εξιστορούνται οι περιπέτειες του μο. Don’t throw litter in the street. 3. take off: Ρ Οδυσσέα. The Odyssey recounts the adven- Τι ώρα πετάει το αεροπλάνο; What time is the Σ tures of Ulysses. plane taking off? Τ Υπερίπου ADV [] about, approximately: Η πέτρα (η) N [] stone: Έριξα μια μικρή πέτρα Φ παραλία είναι περίπου τριάντα μέτρα από το ξε- στην λίμνη. I threw a small stone in the lake. Χ νοδοχείο μας. The beach is about thirty metres Ψ from our hotel. πετράδι (το) N [] precious stone: Αγόρα- Ω σε ένα δαχτυλίδι με ένα τεράστιο πετράδι. Sheπερίπτερο (το) N [] kiosk, news-stand, bought a ring with a huge precious stone. stall: Το περίπτερο στην γωνία πουλάει τσιγά- ρα. The kiosk in the corner sells cigarettes. πετσέτα (η) N [] napkin, tissue: Καθάρισε το στόμα σου με την πετσέτα. Clean your mouthπερισσότερο ADV [] more: Προσπά- with the napkin. θησε περισσότερο. Θα τα καταφέρεις. Try more/harder. You can do it. πετώ πετάω πέφτω VB [] 1. fall: Έπεσα από τις σκάλεςπερισσότερος, περισσότερη, περισσότερο ADJ [, , ] 1. more: Αν και χτύπησα το γόνατό μου. I fell down the stairs είχα περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θα έκανα μα- and hurt my knee. 2. drop: Αύριο η θερμοκρασία θήματα κιθάρας. If I had more spare time, I would θα πέσει. The temperature will drop tomorrow. take guitar lessons. 2. most (when preceded by EXP: Έπεσα στο κρεβάτι στις δέκα το βράδυ. I article): Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι γιατροί. went to bed at ten o’clock in the evening. Most of my friends are doctors. πηγάδι (το) N [] well: Στον κήπο της γιαγιάς μου υπάρχει ένα παλιό πηγάδι. There is an oldπεριττός, περιττή, περιττό ADJ [, , well in my grandmother’s garden. ] redundant, superfluous, unnecessary: Δεν θα αγοράσω τίποτα περιττό, μόνο ό,τι είναι πηγαίνω πάω απαραίτητο. I will not buy anything redundant, πηγή (η) N [] spring: Το νερό αυτής της πηγής only what is necessary. είναι πάντα κρύο. The water from this spring isπερνάω / περνώ VB [ / ] 1. pass by: always cold. Πέρασα από το σπίτι σου χτες, αλλά δεν ήσουν πηδάω / πηδώ VB [ / ] jump: Το καγκου- εκεί. I passed by your house yesterday, but you ρό μπορεί να πηδήξει σε απόσταση 13 μέτρων. A weren’t there. 2. pass: Πέρασα τις εξετάσεις. I kangaroo can jump up to 13 metres. passed the exams. 3. come in: Περάστε, πα- ρακαλώ. Μην στέκεστε στην πόρτα. Come in, πηδώ πηδάω please. Don’t stand at the door. 4. have a (good/ πια ADV [] any more, no more: Δεν σε αντέ- bad/…) time: Δεν πέρασα καλά στο πάρτι της Άννας. I didn’t have a good time at Anna’s party. χω πια. I can’t bear you any more. 5. spend: Περάσαμε τις καλοκαιρινές μας δια- πιάνο (το) N [] piano: Ο Κώστας παίζει πιά- κοπές στην Μύκονο. We spent our summer holi- days in Mykonos. EXP: 1. Ο καιρός περνάει. νο από 6 χρόνων. Costas has been playing the Time goes by. 2. Έχει περάσει καιρός από piano since he was six years old. τότε. It’s been a long time since then. πιάνω VB [] 1. touch: Έπιασα το μέτωπό του και κατάλαβα ότι είχε πυρετό. I touched his forehead and realised that he had a fever. 2. catch: Πιάσε την μπάλα! Catch the ball! EXP: 1. Έπιασε βροχή/χιόνι/... It started to rain/
πιάτο 98 πλαστικόςA snow/... 2. Τον έπιασα στα πράσα. I caught που έχω δει ποτέ. Andreas is the most hand- him red-handed. 3. Έπιασα σειρά στο τα- some man I have ever seen.Β χυδρομείο και περίμενα μισή ώρα περίπου. πιπέρι (το) N [] pepper: Το αλάτι και το πι- I queued up at the post-office and waited for πέρι νοστιμίζουν το φαγητό. Salt and pepperalmost half an hour. 4. Το κινητό δεν πιάνει σε add flavour to food.Γ αυτή την περιοχή. The mobile has no signal in this area. πιπεριά (η) N [] pepper: Έχεις δοκιμάσει ποτέ κόκκινες πιπεριές; Have you ever tasted πιάτο (το) N [] 1. plate: Υπάρχουν μόνο πέ- red peppers? πιρούνι (το) N [] fork: Αυτά τα πιρούνια εί-Δ ντε πιάτα στο τραπέζι. Φέρνεις άλλα δύο, σε πα- ρακαλώ; There are only five plates on the table. ναι ασημένια. These forks are silver. πισίνα (η) N [] swimming pool: Το ξενοδο-Ε Will you bring two more, please? 2. dish: Εκτός από κρασί μάς πρόσφεραν και ένα πιάτο με διά-Ζ φορα είδη τυριών. Apart from wine they offered χείο έχει και πισίνα. The hotel has a swimming us a dish with various kinds of cheese. EXP: Πα- pool as well.Η ραγγείλαμε ψάρια στα κάρβουνα για κύριο πιά- πιστεύω VB [] 1. believe: Μην τον πι-το. We had grilled fish for the main course. στεύεις! Λέει συνέχεια ψέματα. Don’t believeΘ πιγκ-πογκ (το) N [] or [ ] him! He lies all the time. 2. think: Πες μου, εσύ ping-pong, table tennis: Έχεις παίξει ποτέ τι πιστεύεις γι’ αυτό; Tell me, what do you think about this?Ι πιγκ-πογκ; Have you ever played ping-pong? πιστωτικός, πιστωτική, πιστωτικό ADJ πιθανός, πιθανή, πιθανό ADJ [, , [, , ] credit: Θα πλη-Κ ] possible, likely: Θα σκεφτούμε όλες τις ρώσετε με μετρητά ή με πιστωτική κάρτα; Will πιθανές λύσεις. We shall think of all the possible you pay cash or by credit card?Λ solutions. πίσω ADV [] 1. back: Χτες στο σινεμά καθό- πικ νικ / πικνίκ (το) N [] picnic: Οργανώ- μουν πίσω και δεν έβλεπα καλά. Yesterday atΜ νουμε ένα πικ νικ στην εξοχή την επόμενη Κυρι- the cinema I was sitting at the back and couldn’t ακή. Θα έρθεις; We’re organising a picnic in the see well. 2. behind: Πίσω από το σχολείο countryside next Sunday. WIll you come? υπάρχουν αθλητικές εγκαταστάσεις. Behind the πικάντικος, πικάντικη, πικάντικο ADJ school there are sports facilities. 3. back: Θα γυρίσω πίσω σε δυο ώρες. I’ll be back in twoΝ [, , ] spicy: hours. Δεν μου αρέσει η ανατολίτικη κουζίνα, γιατί είναι πίτα (η) N [] pie: Η γιαγιά μου κάνει πολύ νό-Ξ πολύ πικάντικη. I don’t like eastern cuisine be- στιμες πίτες. My grandmother makes very deli- cause it is very spicy. cious pies.Ο πιλοτάρω VB [] pilot: Ο Αντώνης πιλοτά- πίτσα (η) N [] pizza: Η πίτσα είναι ιταλικό φα- ρει αεροπλάνα από τα 18 του. Antonis has been γητό. Pizza is an Italian food. πιτσαρία (η) N [] pizzeria: Θα παραγγεί-Π flying aeroplanes since he was 18.Ρ πιλότος (ο/η) N [] pilot: Ο πιλότος ανακοί- λουμε πίτσα. Έχεις το τηλέφωνο της πιτσαρίας; νωσε ότι πετάμε στα 14.000 πόδια. The pilot an- We’ll order pizza. Do you have the phone num- nounced that we are flying at 14.000 feet. ber of this pizzeria?Σ πίνακας (ο) N [] 1. table: Μπορείς να βρεις πλαγιά (η) Ν [] slope: Η πλαγιά του βουνού το όνομά μου σ’ αυτόν τον πίνακα; Can you find ήταν καταπράσινη. The mountain slope was aΤ my name on this table? 2. painting: Θέλω νααγοράσω έναν πίνακα για το σαλόνι μου. I wantΥ to buy a painting for my living room. lush green.πινακίδα (η) Ν [] sign: Τι δείχνει εκείνη η πλάι ADV [pli] beside, next to: Ο άντρας πουΦ πινακίδα; What does that sign show? καθόταν πλάι μου ήταν ο μπαμπάς μου. The πίνω VB [] drink: Πάντα πίνει ένα ποτηράκι man sitting next to me was my dad.Χ κρασί με το φαγητό του. He always has a glass πλάκα (η) N [] fun, joke: Ήταν μόνο μια πλά-of wine with his meal. κα. Μην θυμώνεις. It was only a joke. Don’t be angry. EXP: 1. Έχει πλάκα. It’s funny. 2. ΔενΨ πιο ADV [] 1. more: Ο Ανδρέας είναι πιο όμορ- το εννοεί. Κάνει πλάκα. He doesn’t mean it. He φος από τον Κώστα. Andreas is more handsome is joking. πλαστικός, πλαστική, πλαστικό ADJ [,Ω than Costas. 2. most (when preceded by ar- ticle): Ο Ανδρέας είναι ο πιο όμορφος άνδρας
πλατεία 99 ποιητής , ] plastic: Κρατούσε μια πλα- υπολογιστές και αποφάσισε να σπουδάσει πλη- Α στική σακούλα. She was holding a plastic bag. ροφορική. He is very good at computers so he Β decided to study computer science. Γπλατεία (η) N [] square: Σταματήσαμε στην Δ κεντρική πλατεία του χωριού για καφέ. We πληρωμή (η) N [] payment: Η πληρωμή Ε stopped in the main square of the village for a θα καθυστερήσει αυτό τον μήνα. Payment will be Ζ cup of coffee. delayed this month. EXP: Μπορείτε να ζητήσετε Η την αυτόματη πληρωμή των δόσεων από τον Θπλάτη (η) N [] back: Με πονάει η πλάτη μου. λογαριασμό σας. You may ask for automatic in- Ι My back hurts. stalments coverage from your account. Κ Λπλατύς, πλατιά, πλατύ ADJ [, , ] πληρώνω VB [] pay: Πόσο πλήρωσες Μ wide, broad: Ο δρόμος στο σημείο αυτό είναι γι’ αυτό το καπέλο; How much did you pay for Ν πλατύς, αλλά στενεύει παρακάτω. The street this hat? Ξ is wide at this point but it gets narrow further Ο down. πλοίο (το) N [] boat, ship: Μου αρέσει να ταξι- Π δεύω με πλοίο. I like travelling by boat. Ρπλέκω VB [] knit: Η γιαγιά μου μου έπλεξε Σ ένα ζευγάρι γάντια. My grandmother has knitted πλούσιος, πλούσια, πλούσιο ADJ [, Τ a pair of gloves for me. , ] rich, wealthy: Ο Πέτρος κατάγε- Υ ται από πλούσια οικογένεια. Peter comes from Φπλένω VB [] wash: Ο Αντώνης πλένει το a rich family. Χ αυτοκίνητό του κάθε Σάββατο. Anthony washes Ψ his car every Saturday. || Κάθε πρωί μόλις ξυ- πλουσιότερος, πλουσιότερη, πλουσιότερο Ω πνήσω, πλένομαι. I wash every morning as ADJ [, , ] 1. rich- soon as I get up. er: Ο Παναγιώτης είναι πλουσιότερος από τον Γρηγόρη. Panagiotis is richer than Grigoris. 2.πλευρά (η) N [] side: Ποτέ δεν έχω πάει σ’ richest (when preceded by article): Είναι ο αυτή την πλευρά του νησιού. I’ve never been to πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο. He is this side of the island. the richest man in the world.πλέω VB [] sail: Η βαρκούλα έπλεε στην λί- πλυντήριο (το) N [] washing machine: μνη. The boat was sailing on the lake. Βάλε τα ρούχα στο πλυντήριο, σε παρακαλώ. Put the clothes in the washing machine, please.πληγή (η) N [] wound, injury, cut: Βάλε ιώ- EXP: Βάλε τα ποτήρια στο πλυντήριο πιάτων. διο στην πληγή σου, για να μην μολυνθεί. Put Put the glasses in the dishwasher. some iodine on your wound so that it doesn’t get infected. πνευμονία (η) N [] pneumonia: Βγάλε τα βρεγμένα ρούχα, γιατί θα πάθεις πνευμονία.πληγώνω VB [] hurt: Τα λόγια σου με Take off those wet clothes or you’ll catch pneu- πλήγωσαν πολύ. Your words really hurt me. monia.πληκτρολόγιο (το) N [] keyboard: ποδήλατο (το) N [] bicycle: Ο πατέρας Πάτησε τα βελάκια στο πληκτρολόγιο, για να μου μου αγόρασε ένα καινούριο ποδήλατο. My μετακινήσεις τον δρομέα. Press the arrow but- father has bought me a new bicycle. EXP: Μου tons on the keyboard to move the cursor. αρέσει να κάνω ποδήλατο στην εξοχή. I like cycling in the countryside.πληκτρολογώ VB [] type: Πληκτρο- λογήστε το όνομά σας και πατήστε το κουμπί πόδι (το) N [] foot: Χτύπησα το πόδι μου παί- “Επόμενο”. Type in your name and click on the ζοντας ποδόσφαιρο. I hurt my foot playing foot- “Next” button. ball. EXP: Πάντα πηγαίνω στην δουλειά με τα πόδια. I always go to work on foot.πλήρης, πλήρης, πλήρες ADJ [, , ] full: Το λεωφορείο είναι πλήρες. Δεν ποδόσφαιρο (το) N [] football: Θα υπάρχουν άλλες ελεύθερες θέσεις. The bus is παίξουμε ποδόσφαιρο την Κυριακή. Θα έρ- full. There are no more seats. θεις; We’re playing football on Sunday. Will you come?πληροφορία (η) N [] information: Οι πληροφορίες σχετικά με την ληστεία στην τρά- ποίημα (το) N [] poem: Μου αρέσει να δια- πεζα είναι ακόμη ανεπιβεβαίωτες. The informa- βάζω ποιήματα της Ρομαντικής Περιόδου. I like tion concerning the bank robbery is still uncon- reading poems of the Romantic Period. firmed. ποιητής (ο) N [] poet: Αυτός ο ποιητής έζη-πληροφορική (η) N [] computer sci- σε τον 18ο αιώνα. This poet lived in the 18th ence, informatics: Είναι πολύ καλός στους
ποικιλία 100 Πορτογαλίδα century. πολυκατοικία (η) N [] block of flats: Η πολυκατοικία που μένω έχει δέκα ορόφους.A ποικιλία (η) N [] variety: Σε αυτό το κατά- The block of flats where I live has ten floors. στημα υπάρχει μεγάλη ποικιλία ρούχων. There πολύς, πολλή, πολύ ADJ [, , ] 1. muchΒ is a great variety of clothes in this shop. (singular): Ο καφές μου δεν έχει πολλή ζάχαρη.Γ ποιος, ποια, ποιο PRON [, , ] who, There isn’t much sugar in my coffee. 2. many (plu- which: Ποιος είναι αυτός με το μουστάκι; ral): Έβγαλα πολλές φωτογραφίες στις διακοπές Who’s that man with the moustache? || Ποιο μου. I took many photographs during my holidays.Δ είναι το αυτοκίνητο του Αντώνη; Which is An- πολυτέλεια (η) N [] luxury: Μείναμε έκ- thony’s car?Ε ποιότητα (η) N [] quality: Τα προϊόντα μας θαμβοι από την πολυτέλεια του σπιτιού του. We είναι πάντα άριστης ποιότητας. Our products were stunned by the luxury in his house.Ζ are always of excellent quality. πολυτελής, πολυτελής, πολυτελές ADJ πολεμάω / πολεμώ VB [ / ] make [, , ] luxurious: Το σπί- τι τους είναι πολυτελές. Έχει πισίνα και γήπεδοΗ war, fight: Ο παππούς μου πολέμησε στον τένις. Their house is luxurious. It has a swim- Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. My grandfatherΘ fought in the Second World War. ming pool and a tennis court. πόλεμος (ο) N [] war: Όταν τελείωσε ο Πολυτεχνείο (το) Ν [] Polytechnic School: Ο αδερφός μου σπουδάζει αρχιτεκτονι-Ι πόλεμος, οι δύο χώρες ήταν σε πλήρη απο- κή στο Πολυτεχνείο. My brother studies archi- διοργάνωση. When the war was over the two tecture at the Polytechnic School. countries had been completely disrupted.Κ πολεμώ πολεμάω πόλη (η) N [] city, town: Η πόλη που μένω πονάω / πονώ VB [ / ] hurt: Με πονά- ει το χέρι μου. My arm hurts.Λ είναι κοντά σε θάλασσα. The town where I live is near the sea. πονηρός, πονηρή, πονηρό ADJ [, , ] cunning, sly: Είναι πολύ πονηρή γυ-Μ πολιτικός (ο/η) N [] politician: Ξεκίνησε ναίκα. She is a very cunning woman.την καριέρα του ως δικηγόρος και στην συνέχεια πονηρούλης, πονηρούλα, πονηρούλικο ADJΝ έγινε πολιτικός. He started his career as a law- (diminutive) [, , ] yer and then he became a politician. smart: Πονηρούλη! Προσπαθείς να με ξεγελά- σεις! Smart guy! You are trying to fool me. πολιτικός, πολιτική, πολιτικό ADJ [, πονοκέφαλος (ο) Ν [] headache:Ξ , ] civil: Έκαναν πολιτικό γάμο. Έχεις μια ασπιρίνη; Έχω έναν τρομερό πονοκέ- They had a civil wedding. φαλο. Do you have an aspirin? I have a terrible headache.Ο πολιτισμός (ο) N [] civilisation, cul- πόνος (o) Ν [] pain: Αισθάνομαι έναν πόνο ture: Ο πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδας επη- στο στομάχι μου. I have a pain in my stomach. ποντίκι (το) Ν [] 1. mouse: Όταν είδε τοΠ ρέασε τον δυτικό πολιτισμό. The Ancient Greek civilisation influenced western civilisation. ποντίκι, άρχισε να φωνάζει. When she saw the mouse, she started screaming. 2. mouse: Πάτη-Ρ πόλος (ο) N [] pole: Οι πιγκουίνοι ζουν στον σε το αριστερό πλήκτρο του ποντικιού. Click the Νότιο Πόλο. Penguins live in the South Pole. left mouse button. EXP: Όταν λείπει η γάτα, χο- ρεύουν τα ποντίκια. When the cat’s away, theΣ πολύ ADV [] 1. very: Οδηγεί πολύ προσεκτι- mice will play. κά. She drives very carefully. 2. long: Η σύσκε- πονώ πονάωΤ ψη δεν κράτησε πολύ. The meeting did not last long. 3. much: Ο άντρας της είναι πολύ νεότε- ρος από την ίδια. Her husband is much youngerΥ than she is.Φ πολυθρόνα (η) N [] armchair: Οι γονείς πόρτα (η) N [] door, entrance: Κλείνεις την μου μου έκαναν δώρο μια δερμάτινη πολυθρό- πόρτα, σε παρακαλώ; Can you close the door, please?Χ να για το γραφείο μου. My parents bought me a Πορτογαλία (η) N [] Portugal: Η πρω- leather armchair for my office.Ψ πολυκατάστημα (το) Ν [] depart- τεύουσα της Πορτογαλίας είναι η Λισαβόνα. ment store: Αγόρασα την τηλεόρασή μου από The capital of Portugal is Lisbon.Ω ένα πολυκατάστημα. I bought my TV set from Πορτογαλίδα (η) N [] Portuguese: Ηa department store. ξαδέρφη της γυναίκας μου είναι Πορτογαλίδα.
Πορτογαλικά 101 πράγματι My wife’s cousin is Portuguese. ποταμός (ο) Ν [] river: Ο ποταμός Νείλος Α βρίσκεται στην Αίγυπτο. River Nile is in Egypt. ΒΠορτογαλικά (τα) Ν [] Portuguese: Η Γ Μαρία είναι καθηγήτρια Πορτογαλικών. Maria ποτέ ADV [] 1. never: Ποτέ δεν έχω δει κρο- Δ is a Portuguese teacher. κόδειλο. I have never seen a crocodile. 2. ever: Ε Έχεις πάει ποτέ στο Λονδίνο; Have you ever ΖΠορτογάλος (ο) Ν [] Portuguese: Ο been to London? Η ξάδελφος της γυναίκας μου είναι Πορτογάλος. Θ My wife’s cousin is Portuguese. πότε ADV [] when: Πότε θα πάτε διακοπές, Ι τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο; When are you going Κπορτοκαλαδίτσα (η) N (diminutive) [] on vacation, in July or August? Λ orange juice: Θα πιείτε μια πορτοκαλαδίτσα; Μ Will you have an orange juice? ποτηράκι (το) Ν (diminutive) [] glass: Ν -Θα πιείτε κάτι; -Μόνο ένα ποτηράκι νερό, Ξπορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί ADJ ευχαριστώ. -Anything to drink? -Just a glass of Ο [, , ] orange: Η water, thank you. Π θεία Μαίρη τυλίγει πάντα τα δώρα της με πορ- Ρ τοκαλί χαρτί. Aunt Mary always wraps her pres- ποτήρι (το) Ν [] glass: Έσπασα κατά λάθος Σ ents in orange paper. ένα ποτήρι. I broke a glass by accident. Τ Υπορτοκαλί (το) Ν [] orange: Το πορτο- ποτίζω VB [] water: Πότισες χτες τα φυτά; Φ καλί είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Orange is Did you water the plants yesterday? Χ my favourite colour. Ψ ποτό (το) Ν [] drink: Το βράδυ θα πάμε για Ωπορτοκάλι (το) Ν [] orange: Το πορτο- ένα ποτό στο μπαρ. Tonight we’re going to the κάλι είναι το αγαπημένο μου φρούτο. Orange is pub for a drink. my favourite fruit. πού ADV [] where: Νίκη, πού είσαι; Δεν σε βλέ-πορτοκαλιά (η) N [] orange tree: Η πω! Niki, where are you? I can’t see you! αυλή τους είναι γεμάτη πορτοκαλιές. Their yard is full of orange trees. που (1) PRON [] that: Ο αριθμός που καλείτε είναι κατειλημμένος. The number that you areπορτούλα (η) N (diminutive) [] door: Μια calling is busy. πορτούλα οδηγεί στον κήπο. A little door leads to the garden. που (2) CONJ [] because: Στενοχωρήθηκα που δεν μου τηλεφώνησε. I am upset becauseπορτοφόλι (το) Ν [] wallet, purse: Είχα εί- he didn’t call me. κοσι ευρώ και μια πιστωτική κάρτα μέσα στο πορ- τοφόλι που μου έκλεψαν. I had twenty euros and πουθενά ADV [] anywhere, nowhere: Δεν a credit card in the wallet that was stolen. μπορώ να βρω πουθενά το βιβλίο μου. I can’t find my book anywhere.ποσό (το) Ν [] amount: Για την επισκευή του σπιτιού θα χρειαστούμε ένα μεγάλο ποσό χρη- πουκάμισο (το) Ν [] shirt: Μου αρέ- μάτων. We’ll need a great amount of money to σουν τα πολύχρωμα πουκάμισα. I like colourful repair the house. shirts.πόσο ADV [] 1. how (adverb used to ask for πουλάω / πουλώ VB [ / ] sell: Θέλω size, quantity, duration etc.): Πόσο κάνει αυτό να πουλήσω το αυτοκίνητό μου. I want to sell το παντελόνι, παρακαλώ; How much do these my car. trousers cost, please? || Πόσο μακριά είναι ο σταθμός; How far is it to the station? || Πόσο και- πουλί (το) Ν [] bird: Ο αετός είναι ο βασιλιάς ρό έμεινες στο Παρίσι; How long did you stay in των πουλιών. The eagle is the king of birds. Paris? 2. so (much) (as an exclamation to ex- press emphasis): Πόσο παράξενο είναι! It is so πουλόβερ (το) Ν [] sweater, jumper, jer- strange! || Πόσο σ’ αγαπώ! I love you so much! sey, pullover: Το πουλόβερ που φοράω είναι του πατέρα μου. The pullover I’m wearing is myπόσος, πόση, πόσο PRON [, , ] father’s. 1. how much (singular): Πόση ζάχαρη θέλεις στον καφέ σου; How much sugar do you want πουλώ πουλάω in your coffee? 2. how many (plural): Πόσος Πράγα (η) N [] Prague: Έχεις πάει ποτέ στην κόσμος ήταν χθες στο πάρτι; How many people were there at the party yesterday? Πράγα; Have you ever been to Prague? πράγμα (το) N [] thing: Τα πράγματα θα βελ-ποτάμι (το) Ν [] river: Διασχίσαμε το ποτάμι με μία βάρκα. We crossed the river on a boat. τιωθούν για σένα. Things will get better for you. πράγματι ADV [] indeed: -Σήμερα κάνει πολλή ζέστη. -Πράγματι. -It’s very hot today. -In- deed.
πραγματικά 102 προέλευση πραγματικά ADV [] really: Αν πραγμα- and so much hard work I deserve a promotion. προβάλλω VB [] show: Αυτό το κανάλιA τικά θέλεις να με βοηθήσεις, μην ανακατεύεσαι. If you really want to help me, stay out of this. προβάλλει πάντα παλιές ταινίες. This channel always shows old films.Β πραγματικότητα (η) N [] reality:Γ Πρέπει να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα. προβλέπω VB [] foresee, expect: Οι You have to face reality. EXP: Θα προσπαθήσω μετεωρολόγοι προβλέπουν βροχή το σαββατο- πολύ για να κάνω το όνειρό μου πραγματικότη- κύριακο. Meteorologists expect rain during the τα. I’ll try hard to make my dream come true. weekend.Δ πραγματοποιώ VB [] make some- thing come true: Είμαι στην διάθεσή σας, για να πρόβλημα (το) N [] problem: Για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια λύση! There’s a solutionΕ πραγματοποιήσω κάθε επιθυμία σας. I am at to every problem! your disposal to make all your wishes come true. προβληματικός, προβληματική, προβληματικόΖ πρακτορείο (το) Ν [] agency: Η Μαρία ADJ [, , ] δουλεύει σε ένα πρακτορείο. Maria works in an problematic: Η συμπεριφορά σου είναι προ- agency. EXP: Κλείσαμε τα δωμάτιά μας μέσω βληματική. Your behaviour is problematic.Η ενός ταξιδιωτικού πρακτορείου. We booked προβολή (η) N [] screening (of a film): our rooms through a travel agency. Ο σκηνοθέτης και οι πρωταγωνιστές ήταν πα- ρόντες στην πρώτη προβολή της ταινίας. TheΘ πράσινο (το) Ν [] 1. green: Το πράσινο director and the leading actors were present at είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Green is my fa- the first screening of the film.Ι vourite colour. 2. grass, vegetation: Μην πατά- τε το πράσινο. Don’t step on the grass. πρόγονος (ο/η) N [] ancestor: Περηφα- νεύεται ότι ο λόρδος Βύρωνας είναι πρόγονόςΚ πράσινος, πράσινη, πράσινο ADJ [, του. He takes pride in Lord Byron being his an- , ] green: Οι κάμποι την άνοιξη cestor.Λ γίνονται πράσινοι. The fields become green in πρόγραμμα (το) N [] 1. programme: spring. Έχει ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα απόψε στην τηλεόραση για τους πλανήτες. There’s an inter-Μ πράσο (το) N [] leek: Έκανα μια νόστιμη esting programme about the planets on TV to- πίτα με πράσα. I made a delicious leek-pie. night. 2. schedule: Στην δουλειά, το πρόγραμ- EXP: Τον έπιασα στα πράσα. I caught him μά μου είναι πιεσμένο. My schedule is really tight at work. 3. computer programme: Για ναΝ red-handed. τερματίσετε το πρόγραμμα, πατήστε το κουμπί «Έξοδος». To stop the programme click on the πρεμιέρα (η) N [] opening night, pre-Ξ miere: Στην πρεμιέρα της παράστασης ήταν πολύς κόσμος. There were a lot of people at theΟ opening of the show. πρέπει VB [] must, have to: Πρέπει να “Exit” button. προγραμματισμός (το) N [] pro-Π δουλέψεις σκληρά, για να πετύχεις. You have to gramming, planning: Θα κάνουμε μια συνάντη- work hard in order to succeed. ση για τον ετήσιο προγραμματισμό των δρα-Ρ πρίζα (η) N [] socket: Δεν μπορώ να σιδε-Σ ρώσω. Δεν υπάρχει καμία πρίζα σε αυτό το δω- μάτιο. I can’t do the ironing. There is no socket στηριοτήτων μας. We’ll have a meeting aboutΤ in this room. the annual planning of our activities. EXP: Η πριν (1) ADV [] earlier, before: Δεν άκουσα Pascal είναι μία από τις πρώτες γλώσσες προ- γραμματισμού. Pascal is one of the first (com- puter) programming languages.τι μου είπατε πριν. I didn’t hear what you saidΥ to me earlier. πρόεδρος (ο/η) N [] president, chair-πριν (2) CONJ [] before: Με πήρε τηλέφωνο, person: Ο πρόεδρος της εταιρείας παραιτήθη-Φ λίγο πριν φύγω. He called me just before I left. κε. The president of the company has resigned.πριν (3) PREP [] ago: Πήγα για πρώτη φορά προειδοποιώ VB [] warn: Εγώ σε είχαΧ στο εξωτερικό πριν από δέκα χρόνια. I first went προειδοποιήσει ότι δεν πρέπει να την εμπι- abroad ten years ago. στεύεσαι. I had warned you that you shouldn’tΨ προαγωγή (η) N [] promotion: Πιστεύω trust her. ότι μετά από τόσα χρόνια στην εταιρεία και τόση προέλευση (η) N [] origin: Δεν γνωρίζωΩ σκληρή δουλειά μού αξίζει μια προαγωγή. I be- την προέλευση αυτού του προϊόντος. I don’t lieve that after so many years in the company know the origin of this product.
προηγούμενος 103 προσφέρωπροηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο προς το κέντρο της πόλης. Follow the signs to Α ADJ [, , ] the centre of the city. Β last, previous: Την προηγούμενη εβδομάδα Γ αγόρασα έναν υπολογιστή. I bought a computer προσβολή (η) N [] offence, insult: Δεν Δ last week. θα ανεχτώ αυτή την προσβολή. I will not toler- Ε ate this insult. Ζπροϊόν (το) N [] product, goods: Το κυριότε- Η ρο γεωργικό προϊόν του νησιού είναι η ελιά. The προσεκτικά ADV [] carefully: Μετά Θ main agricultural product of the island is olives. το ατύχημα οδηγεί πάντοτε πολύ προσεκτικά. Ι Since the accident he has been driving very Κπροϊστάμενος (o) N [] head, supe- carefully. Λ rior: Ο προϊστάμενος του τμήματος μάς κάλεσε Μ σε σύσκεψη. The head of the department called προσεκτικός, προσεκτική, προσεκτικό ADJ Ν us to a meeting. [, , ] careful: Ξ Πρέπει είσαι πολύ προσεκτικός, όταν οδηγείς. Οπροκαλώ VB [] 1. cause, provoke: Το κά- You have to be very careful when you drive. Π πνισμα προκαλεί σοβαρές ασθένειες. Smoking Ρ causes serious diseases. 2. challenge: Σε προ- προσέχω VB [] 1. be careful: Πρέπει να Σ καλώ να αποδείξεις ότι μπορείς να το κάνεις. I προσέχεις, όταν οδηγείς. You have to be care- Τ challenge you to prove that you can do it. ful when you drive. 2. take care: Η μαμά μού ζή- Υ τησε να προσέχω τον αδερφό μου, όσο θα λεί- Φπροκαταβολή (η) N [] payment in ad- πει. Mοm asked me to take care of my brother Χ vance: Για να παραγγείλετε τα έπιπλα, πρέπει while she is away. 3. pay attention: Προσέχεις Ψ να δώσετε προκαταβολή 500 ευρώ. To order καθόλου αυτά που σου λέω; Are you paying any Ω the furniture you have to pay 500 euros in ad- attention to what I’m saying? vance. προσθέτω VB [] add: Λιώστε το σκόρδοπρολαβαίνω VB [] 1. catch (up): Ξύ- και μετά προσθέστε λίγο λάδι. Pound the garlic πνησα αργά σήμερα και έπρεπε να τρέξω για να and then add some oil. προλάβω το λεωφορείο. I woke up late today and I had to run to catch the bus. 2. have time: προσκαλώ VB [] invite: Σας προσκάλε- Προλαβαίνεις να πιεις έναν καφέ μαζί μου; Do σε η Άννα στο πάρτι της; Did Anna invite you to you have some time to have a coffee with me? her party?προμήθεια (η) N [] commission: Η τρά- πρόσκληση (η) N [] invitation: Πήραμε πεζα παίρνει προμήθεια για την ανταλλαγή συ- μια πρόσκληση για τον γάμο της Άννας. We re- ναλλάγματος. The bank takes a commission for ceived an invitation to Anna’s wedding. currency exchange. προσλαμβάνω VB [] hire: Η εται-προνόμιο (το) N [] privilege, preroga- ρεία μας θα προσλάβει δύο νέους πωλητές. tive: Λόγω της θέσης του στην εταιρεία έχει το Our company will hire two new salesmen. προνόμιο να επιλέγει τους συνεργάτες του. Be- cause of to his position in the company he has προσοχή (η) N [] attention: Τα έντονα the prerogative to choose his associates. χρώματα τράβηξαν την προσοχή του. The vivid colours attracted his attention.προξενώ VB [] cause: Η καταιγίδα προ- ξένησε μεγάλη καταστροφή στις καλλιέργειες. προσπάθεια (η) N [] effort: Η προσπά- The storm caused huge damage to the crops. θεια αυτών των επιστημόνων είναι αξιοθαύμα- στη. The effort of these scientists is admirable.προοδεύω VB [] progress: Οι γονείς χαίρονται, όταν τα παιδιά τους προοδεύουν στις προσπαθώ VB [] try: Δεν πειράζει που σπουδές τους. Parents are happy when their απέτυχες στις εξετάσεις. Μπορείς να προσπα- children progress with their studies. θήσεις ξανά. It doesn’t matter that you failed the exams. You can try again.πρόπερσι ADV [] two years ago, the year before last year: Τελείωσα το σχολείο προστασία (η) N [] protection: Ο δά- πρόπερσι. I finished school two years ago. σκαλος μάς μίλησε για την προστασία από τους σεισμούς. The teacher told us about protectionπροπωλώ VB [] sell/book in advance: against earthquakes. Όλα τα εισιτήρια για την συναυλία έχουν προ- πωληθεί. All the tickets for the concert have πρόσφατα ADV [] recently: Δεν έχω δει τον been sold in advance. Γιάννη πρόσφατα. I haven’t seen John recently.προς PREP [] to: Ακολούθησε τις πινακίδες προσφέρω VB [] offer: Να σας προσφέ- ρω ένα ποτό; Can I offer you a drink?
Search
Read the Text Version
- 1
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- 8
- 9
- 10
- 11
- 12
- 13
- 14
- 15
- 16
- 17
- 18
- 19
- 20
- 21
- 22
- 23
- 24
- 25
- 26
- 27
- 28
- 29
- 30
- 31
- 32
- 33
- 34
- 35
- 36
- 37
- 38
- 39
- 40
- 41
- 42
- 43
- 44
- 45
- 46
- 47
- 48
- 49
- 50
- 51
- 52
- 53
- 54
- 55
- 56
- 57
- 58
- 59
- 60
- 61
- 62
- 63
- 64
- 65
- 66
- 67
- 68
- 69
- 70
- 71
- 72
- 73
- 74
- 75
- 76
- 77
- 78
- 79
- 80
- 81
- 82
- 83
- 84
- 85
- 86
- 87
- 88
- 89
- 90
- 91
- 92
- 93
- 94
- 95
- 96
- 97
- 98
- 99
- 100
- 101
- 102
- 103
- 104
- 105
- 106
- 107
- 108
- 109
- 110
- 111
- 112
- 113
- 114
- 115
- 116
- 117
- 118
- 119
- 120
- 121
- 122
- 123
- 124
- 125
- 126
- 127
- 128
- 129
- 130
- 131
- 132
- 133