Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore Εικονογραφημένο λεξικό Α-Β΄Γ

Εικονογραφημένο λεξικό Α-Β΄Γ

Published by 2ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΙΝΔΟΥ, 2022-01-18 07:41:11

Description: Εικονογραφημένο λεξικό Α-Β΄Γ

Search

Read the Text Version

α Η διάρκεια της μέρας β μεσημέρι γ βράδυ δ ε πρωί ζ η θ ι κ λ μ απόγευμα ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω 100

διαβάζω διαδηλώνω α β νηπιαγωγείο και πριν από το διαβάτης [ο] ουσιαστικό (διαβάτες) γ γυμνάσιο. δήμος, δημοτικός δ O διαβάτης είναι κάποιος που ε δη-μο-τι-κό περνάει από το δρόμο. ζ η διαβάζω, διαβάζομαι ρήμα (διάβασα, περαστικός θ δια-βά-της ι θα διαβάσω) κ διάβολος [ο] ουσιαστικό (διάβολοι, λ Όταν διαβάζεις κάτι που είναι μ γραμμένο, φτιάχνεις με τα γράμματα διαβόλοι) ν λέξεις και με τις λέξεις προτάσεις, κι ξ έτσι καταλαβαίνεις τι θέλει να πει. O Θεός είναι καλός, ενώ ο ο διάβολος κακός. O Θεός είναι στον π O Κώστας διαβάζει το παραμύθι παράδεισο, ενώ ο διάβολος στην ρ «Η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι». κόλαση. σατανάς Θεός σ τ Όταν διαβάζεις τα μαθήματά Λέμε ότι κάποιος είναι σκέτος υ σου, μελετάς τα βιβλία του σχολείου. διάβολος, όταν είναι πολύ ζωηρός φ και ζαβολιάρης. χ διάβασμα δια-βά-ζω ψ διαβολάκι, διαολάκι ω διάβαση [η] ουσιαστικό (διαβάσεις) διά-βο-λος Η διάβαση είναι μέρος απ’ όπου -Λέμε και διάολος. μπορεί να περάσει κάποιος. διαγωνίζομαι ρήμα (διαγωνίστηκα, Η Αθηνά και ο Κώστας πέρασαν από τη διάβαση των πεζών και θα διαγωνιστώ) διαγωνισμός συνέχισαν βιαστικοί. Αργότερα βρήκαν μία υπόγεια διάβαση και διαγώνισμα [το] ουσιαστικό πέρασαν απέναντι. διαβατήριο (διαγωνίσματα) δι-ά-βα-ση ‘η πόλη’ Όταν έχεις διαγώνισμα στο διαβατήριο [το] ουσιαστικό σχολείο, έχεις γραπτές εξετάσεις. (διαβατήρια) διαγωνισμός, διαγωνίζομαι δι-α-γώ-νι-σμα Το διαβατήριο είναι ένα μικρό βιβλιαράκι που έχει επάνω μία διαγωνισμός [ο] ουσιαστικό φωτογραφία σου. Το δείχνεις στο αεροδρόμιο κάθε φορά που θέλεις (διαγωνισμοί) να ταξιδέψεις σε κάποιες χώρες του εξωτερικού. O θείος Τάκης πήγε O διαγωνισμός είναι ένας αγώνας ταξίδι στην Αίγυπτο και πήρε μαζί το ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους για διαβατήριό του. δι-α-βα-τή-ρι-ο να βγει πρώτος ο καλύτερος. Η Αθηνά πήρε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό ζωγραφικής του σχολείου της. Διαγωνίστηκε με τους συμμαθητές της στη ζωγραφική. διαγώνισμα δι-α-γω-νι-σμός διαδηλώνω ρήμα (διαδήλωσα, θα διαδηλώσω) διαδήλωση 101

διαδήλωση διαιρώ α διαδήλωση [η] ουσιαστικό διάδρομος [ο] ουσιαστικό (διάδρομοι) β (διαδηλώσεις) O διάδρομος σ’ ένα σπίτι ή ένα κτίριο είναι ένας μακρύς και στενός Όταν γίνεται μία διαδήλωση, χώρος που οδηγεί στα δωμάτια. γ πολλοί άνθρωποι βγαίνουν στους O διάδρομος στο λεωφορείο δρόμους ή τις πλατείες για να είναι ένα στενό δρομάκι ανάμεσα στα καθίσματα για να μπορεί να δ δείξουν ότι είναι θυμωμένοι με περνάει ο κόσμος. κάτι ή για να ζητήσουν κάτι. Στις O διάδρομος σ’ ένα αεροδρόμιο ε διαδηλώσεις οι άνθρωποι κρατούν είναι ένας μεγάλος χώρος ζ πανό και φωνάζουν όλοι μαζί. για να Η θεία Κατερίνα πήγε σε μία προσγειώνονται τα αεροπλάνα. η διαδήλωση για την ειρήνη. Είδε πολλούς διαδηλωτές που δι-ά-δρο-μος θ διαδήλωναν για την ειρήνη. διαζύγιο [το] ουσιαστικό (διαζύγια) δι-α-δή-λω-ση Όταν ένας άντρας και μία γυναίκα ι παίρνουν διαζύγιο, σταματούν να είναι πια παντρεμένοι. Για να βγει ένα κ διαζύγιο, πρέπει να το αποφασίσει το δικαστήριο. O μπαμπάς κι η μαμά λ του Νίκου έχουν πάρει διαζύγιο. μ γάμος δι-α-ζύ-γι-ο ν διαίρεση [η] ουσιαστικό (διαιρέσεις) ξ διαδηλωτής [ο], διαδηλώτρια [η] διαιρώ ο ουσιαστικό (διαδηλωτές, διαδηλώτριες) διαιρώ, διαιρούμαι ρήμα (διαίρεσα, θα διαδήλωση διαιρέσω) π διαδίκτυο [το] ουσιαστικό Όταν διαιρώ έναν αριθμό μ’ έναν ρ Το διαδίκτυο είναι ένας τρόπος άλλο, μετρώ πόσες φορές χωράει ο για να επικοινωνούν οι άνθρωποι σ’ δεύτερος αριθμός στον πρώτο. σ όλο τον κόσμο με τη βοήθεια του Κάνω διαίρεση. «Αν διαιρέσουμε το οκτώ με το δύο, παίρνουμε ηλεκτρονικού υπολογιστή. τέσσερα» είπε η δασκάλα. τ Μέσα από το διαδίκτυο βρίσκουμε πολλαπλασιάζω υ πληροφορίες και στέλνουμε O χρόνος διαιρείται σε δώδεκα μηνύματα ο ένας στον άλλο. μήνες. Χωρίζεται σε δώδεκα μήνες. διαίρεση δι-αι-ρώ φ ίντερνετ και ιντερνέτ δι-α-δί-κτυ-ο χ ψ - Μέσα στο όνομά μου μπορείς να . βρεις τη λέξη δρόμος. Ποιος είμαι; ω .......................................................... 102

δίαιτα διαλύω α β δίαιτα [η] ουσιαστικό (δίαιτες) διακόπτω, διακόπτομαι ρήμα γ δ Όταν κάνεις δίαιτα, τρως λιγότερο (διέκοψα, θα διακόψω) ε για να χάσεις κιλά. O θείος ζ Αλέκος κάνει δίαιτα για ν’ αδυνατίσει Ένα μεγάλο φορτηγό η και τρώει μόνο φρούτα και λαχανικά. αναποδογύρισε κι έχει διακόψει την θ κυκλοφορία στο δρόμο. ι δί-αι-τα Σταμάτησε για λίγο την κυκλοφορία. κ λ διαιτητής [ο] ουσιαστικό (διαιτητές) Όταν διακόπτεις κάποιον, δεν τον μ αφήνεις να μιλήσει, αλλά τον ν O διαιτητής παρακολουθεί αν οι σταματάς συνέχεια. Όταν γίνεται ξ παίκτες σ’ ένα παιχνίδι παίζουν διακοπή νερού ή διακοπή ρεύματος ο δίκαια κι ακολουθούν τους κανόνες. στο σπίτι μας, δεν έχουμε νερό ή π ρεύμα, επειδή υπάρχει κάποια βλάβη. ρ O διαιτητής του ποδοσφαιρικού σ αγώνα έβγαλε το δι-α-κό-πτω τ Νίκο έξω με υ κόκκινη κάρτα, διαλέγω, διαλέγομαι ρήμα (διάλεξα, θα φ γιατί είχε χτυπήσει χ το συμμαθητή του. διαλέξω) ψ ω δι-αι-τη-τής Όταν διαλέγεις κάτι, συγκρίνεις πολλά πράγματα κι αποφασίζεις ότι διακοπές [οι] ουσιαστικό ένα από αυτά σου αρέσει περισσότερο. O Κώστας κοίταξε Στις διακοπές δε δουλεύουμε όλα τα γλυκά του ζαχαροπλαστείου ούτε πάμε στο σχολείο αλλά και διάλεξε μία πάστα. δια-λέ-γω ξεκουραζόμαστε. Το καλοκαίρι πηγαίνουμε συνήθως διακοπές στη διάλειμμα [το] ουσιαστικό (διαλείμματα) θάλασσα, ενώ το χειμώνα στο βουνό. Όταν κάνεις διάλειμμα, σταματάς δι-α-κο-πές για λίγο τη δουλειά σου για να ξεκουραστείς. Μόλις χτυπήσει το διακόπτης [ο] ουσιαστικό (διακόπτες) κουδούνι, σταματάει το διάλειμμα κι αρχίζει το μάθημα. διά-λειμ-μα Όταν ανοίγεις ένα διακόπτη, πατάς ένα κουμπί για να κάνεις μία διαλύω, διαλύομαι ρήμα (διέλυσα, θα μηχανή να δουλέψει ή ένα φωτάκι ν’ ανάψει. «Αθηνά, άνοιξε το διαλύσω) διακόπτη! Δε βλέπουμε τίποτα και θα σκοντάψουμε» φώναξε ο Κώστας Όταν διαλύεις κάτι, το στην Αθηνά που έπαιζε με τα φώτα. καταστρέφεις. Η Αθηνά έριξε κάτω τη φωτογραφική μηχανή και τη διακόπτω διέλυσε. δι-α-κό-πτης Όταν διαλύεις κάτι μέσα σε νερό ή σε γάλα, το ανακατεύεις μέχρι να λιώσει. «Για να φτιάξεις αυτό το γλυκό, διαλύεις τη ζάχαρη μέσα στο γάλα και ρίχνεις δύο αυγά» είπε η κυρία Μαργαρίτα στη θεία Έλλη. δι-α-λύ-ω 103

διαμάντι διασκεδάζω α διαμάντι [το] ουσιαστικό (διαμάντια) και τελειώνει γρήγορα. Η διάρκεια Το διαμάντι είναι μία σκληρή της ταινίας ήταν μεγάλη. Κράτησε β πολύτιμη πέτρα τρεις ώρες. δι-άρ-κει-α γ που μοιάζει διαρκώ ρήμα (διήρκεσα, θα διαρκέσω) με κρύσταλλο. Όταν κάτι διαρκεί, συνεχίζει να δ Με την πέτρα αυτή φτιάχνουμε πολύ ακριβά κοσμήματα. γίνεται. «Ο αγώνας διαρκεί δύο ε Η θεία Κατερίνα έχει ένα ώρες» είπε ο Κώστας. Η Αθηνά ζ αστραφτερό κολιέ από διαμάντια. διαρκώς ξεχνάει το σάντουιτς στο Όταν κάποιος είναι διαμάντι, είναι σπίτι. Συνέχεια το ξεχνάει. δι-αρ-κώ η πολύ καλός κι έξυπνος άνθρωπος. δια-μά-ντι διάσημος, διάσημη, διάσημο επίθετο θ διαμαρτύρομαι ρήμα (διάσημοι, διάσημες, διάσημα) ι (διαμαρτυρήθηκα, θα διαμαρτυρηθώ) Όταν είσαι διάσημος, σε ξέρουν πολλοί άνθρωποι. Η Αθηνά λέει Όταν διαμαρτύρεσαι για κάτι, κ λες ότι δε συμφωνείς με κάτι ή πως η Ροζαλία είναι διάσημη στη παραπονιέσαι για κάτι. γειτονιά. Όλοι την ξέρουν. λ Ο Κώστας διαμαρτύρεται πάντα γνωστός δι-ά-ση-μος για το πρωινό ξύπνημα. Όταν κάνω μ μία διαμαρτυρία, λέω σ’ όλους ότι δε διασκεδάζω ρήμα (διασκέδασα, θα συμφωνώ με κάτι. Η θεία Κατερίνα ν διασκεδάσω) πήγε σε μία διαδήλωση διαμαρτυρίας Όταν διασκεδάζεις με κάτι, ξ ενάντια στον πόλεμο. περνάς ωραία, επειδή κάνεις κάτι που δι-α-μαρ-τύ-ρο-μαι σου αρέσει. Η Αθηνά διασκεδάζει ο διαμέρισμα [το] ουσιαστικό όταν ακούει τις ιστορίες του θείου Αλέκου. Όταν διασκεδάζεις κάποιον, τον π (διαμερίσματα) κάνεις να περνάει ωραία. Ο θείος Το διαμέρισμα είναι ένα σπίτι με ρ δύο ή περισσότερα δωμάτια που Αλέκος διασκεδάζει την Αθηνά με τις βρίσκεται στον όροφο ή στο ισόγειο ιστορίες του. σ μίας πολυκατοικίας. Οι ιστορίες του θείου είναι Σε διαμερίσματα μένουν και ζουν οι διασκέδαση για την Αθηνά. τ άνθρωποι στις πόλεις. Της δίνουν κέφι και χαρά. «Τι υ δι-α-μέ-ρι-σμα διασκεδαστικές που είναι! Περνάω φ διάρκεια [η] ουσιαστικό (διάρκειες) τόσο ωραία! Τι διασκεδαστικός Η διάρκεια ενός ταξιδιού είναι ο χ χρόνος από τη στιγμή που αρχίζει που είναι αυτός μέχρι και τη στιγμή που τελειώνει. ο θείος. Με ψ Όταν κάτι έχει μεγάλη διάρκεια, κάνει να γελάω» κρατάει πολλή ώρα. Αντίθετα όταν σκέφτεται. ω κάτι έχει μικρή διάρκεια, κρατάει λίγο δι-α-σκε-δά-ζω 104

διασκέδαση διάφανος διασκέδαση [η] ουσιαστικό διασώζω, διασώζομαι ρήμα (διέσωσα, α β (διασκεδάσεις) διασκεδάζω θα διασώσω) γ δ διασταύρωση [η] ουσιαστικό Όταν διασώζεις κάποιον, τον ε σώζεις από μεγάλο κίνδυνο ή από ζ (διασταυρώσεις) θάνατο. Χθες παραλίγο να πατήσει η τη Ροζαλία ένα φορτηγό. Για καλή της θ Η διασταύρωση είναι το τύχη τη διέσωσε ο κύριος Δημήτρης. ι μέρος όπου συναντιούνται δύο ή κ περισσότεροι δρόμοι. Το σπίτι της γλιτώνω Η διάσωση της λ Ελένης βρίσκεται στη διασταύρωση Ροζαλίας έγινε χθες. δι-α-σώ-ζω μ των οδών Θράκης και Ηπείρου. ν διάσωση [η] ουσιαστικό (διασώσεις) ξ δι-α-σταύ-ρω-ση ο διασώζω π διάστημα [το] ουσιαστικό (διαστήματα) ρ διαταγή [η] ουσιαστικό (διαταγές) σ Το διάστημα είναι το μέρος που τ βρίσκεται έξω από την ατμόσφαιρα διατάζω υ της γης. Στο διάστημα υπάρχουν τ’ φ αστέρια και οι πλανήτες. διατάζω, διατάζομαι ρήμα (διέταξα, θα χ ψ Όταν κάτι κρατάει για μεγάλο διατάξω) ω διάστημα, κρατάει πολύ, ενώ, όταν κάτι κρατάει για μικρό διάστημα, Όταν διατάζεις κάποιον, του κρατάει λίγο. Η βροχή κράτησε δίνεις εντολή να κάνει κάτι. για ένα διάστημα μισής ώρας περίπου. Ήταν όμως αρκετό για να Η κακιά βασίλισσα διέταξε τη γίνει ο Κώστας και ο Νίκος μούσκεμα. Χιονάτη να φύγει. Όταν δίνεις σε κάποιον διαταγή, του λες πως Το διαστημόπλοιο είναι μία πρέπει να κάνει κάτι. Όταν είσαι μηχανή που μπορεί να ταξιδέψει στις διαταγές κάποιου, κάνεις ό,τι στο διάστημα. δι-ά-στη-μα σου λέει. εντολή δι-α-τά-ζω διασχίζω, διασχίζομαι ρήμα (διέσχισα, διατηρώ, διατηρούμαι ρήμα (διατήρησα, θα διασχίσω) θα διατηρήσω) Όταν διασχίζεις ένα δρόμο, Όταν διατηρείς κάτι, το κρατάς σε περνάς από τη μία πλευρά του στην καλή κατάσταση. Η Αλίκη διατηρεί άλλη. τη σιλουέτα της με το τρέξιμο. Όταν ένα ποτάμι διασχίζει μία διατήρηση δι-α-τη-ρώ πόλη, περνάει μέσα απ’ αυτήν την πόλη από τη μία ως την άλλη άκρη διάφανος, διάφανη, διάφανο επίθετο της. δι-α-σχί-ζω (διάφανοι, διάφανες, διάφανα) Όταν κάτι είναι διάφανο, μπορούμε να δούμε μέσα απ’ αυτό. Τα τζάμια από τα Ποιος έσωσε τη Ροζαλία από τις ρόδες του φορτηγού; Ψάξε στις λέξεις διασώζω, σώζω 105

διαφέρω διεύθυνση α παράθυρα είναι διάφανα. «Πρέπει να κάνεις γρήγορα, β αδιάφανος, θαμπός, θολός διαφορετικά θ’ αργήσεις στο δι-ά-φα-νος σχολείο» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον γ διαφέρω ρήμα Κώστα. αλλιώς, αλλιώτικα δ Όταν δύο πράγματα ή δύο διαφορά, διαφορετικός, διαφέρω άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους, δε δι-α-φο-ρε-τι-κά ε μοιάζουν καθόλου. διαφορετικός, διαφορετική, Η κασετίνα της Αθηνάς διαφέρει ζ από εκείνη της Ελένης: η μία είναι διαφορετικό επίθετο (διαφορετικοί, ξύλινη και καφέ και η άλλη πλαστική διαφορετικές, διαφορετικά) διαφέρω και κόκκινη. μοιάζω Οι δύο η διαφωνία [η] ουσιαστικό (διαφωνίες) θ κασετίνες έχουν διαφορά. Όταν δύο ή περισσότεροι ομοιότητα Είναι διαφορετικές. άνθρωποι έχουν διαφωνία, δεν ι αλλιώτικος ίδιος, όμοιος έχουν την ίδια γνώμη για κάτι. δι-α-φέ-ρω Μετά τη διαφωνία τους για το κ διαφημίζω, διαφημίζομαι ρήμα ποιος θα γίνει αρχηγός στο παιχνίδι ο λ (διαφήμισα, θα διαφημίσω) διαφήμιση Κώστας και ο Νίκος ξανάγιναν φίλοι. συμφωνία Ο Κώστας και ο μ διαφήμιση [η] ουσιαστικό (διαφημίσεις) Νίκος διαφώνησαν για το ποιος θα ν γίνει αρχηγός στο παιχνίδι. Η διαφήμιση είναι μία εικόνα που βλέπουμε σ’ ένα χαρτί ή στην συμφωνώ δι-α-φω-νί-α ξ τηλεόραση κι έχει σκοπό να κάνει διαφωνώ ρήμα (διαφώνησα, θα κάτι γνωστό και να θέλει ο κόσμος να διαφωνήσω) διαφωνία το αγοράσει. Η Αθηνά είδε στην ο τηλεόραση μία διαφήμιση σχολικών δίδυμος, δίδυμη, δίδυμο επίθετο π τσαντών. Της άρεσε πολύ και ζήτησε (δίδυμοι, δίδυμες, δίδυμα) από την κυρία Μαργαρίτα να της την Όταν κάποιος είναι δίδυμος, ρ αγοράσει. γεννήθηκε από την ίδια μητέρα Όταν κάνεις διαφήμιση κάποιου την ίδια μέρα με τον αδερφό ή την σ πράγματος, το κάνεις γνωστό για να αδερφή του, και μοιάζουν πολύ. (σαν ουσιαστικό) Δίδυμα λέμε τα το αγοράσει ο κόσμος. Το τ διαφημίζεις. Η τηλεόραση παιδιά που γεννήθηκαν από την ίδια υ διαφήμιζε σχολικές τσάντες. μητέρα την ίδια στιγμή. δι-α-φή-μι-ση δί-δυ-μος Δες μοιάζω φ διαφορά [η] ουσιαστικό (διαφορές) διεύθυνση [η] ουσιαστικό (διευθύνσεις) χ διαφέρω Η διεύθυνση είναι η οδός και ο ψ διαφορετικά επίρρημα αριθμός του σπιτιού μας στην πόλη ω που ζούμε. Η διεύθυνση του Νίκου Όταν λέμε διαφορετικά, εξηγούμε είναι Κηφισίας 43, Αθήνα. τι θα γίνει, αν δεν κάνουμε κάτι. δι-εύ-θυν-ση 106

διευθυντής δικαστήριο α β διευθυντής [ο], διευθύντρια [η] για ποιο λόγο έκανε ένα λάθος και γ καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούσε δ ουσιαστικό (διευθυντές, διευθύντριες) να κάνει αλλιώς. Η δασκάλα ε δικαιολόγησε το Νίκο που άργησε ζ O διευθυντής είναι κάποιος λίγο, επειδή ήξερε ότι τα λεωφορεία η που φροντίζει για όλα και παίρνει έχουν απεργία. θ αποφάσεις σ’ ένα σχολείο, ένα ι νοσοκομείο, μία εταιρεία, μία Όταν δικαιολογείσαι για ένα κ τράπεζα, μία εφημερίδα ή μία λάθος ή για κάτι κακό που έκανες, λ ορχήστρα. O διευθυντής της εξηγείς πως δεν μπορούσες να μ εφημερίδας αποφάσισε να δώσει κάνεις αλλιώς. O Κώστας ν αύξηση στην κυρία Μαργαρίτα. δικαιολογήθηκε στην κυρία ξ Μαργαρίτα για τη ζημιά που έκανε. ο υπεύθυνος O διευθυντής ενός π σχολείου το διευθύνει. O Νίκος άργησε στο σχολείο το ρ πρωί και η δικαιολογία του ήταν ότι σ δι-ευ-θυ-ντής έχασε το λεωφορείο. τ υ διευθύνω ρήμα (διεύθυνα, θα δι-και-ο-λο-γώ φ χ διευθύνω) διευθυντής δίκαιος, δίκαιη, δίκαιο επίθετο (δίκαιοι, ψ ω διήγηση [η] ουσιαστικό (διηγήσεις) δίκαιες, δίκαια) διηγούμαι Όταν ένας δάσκαλος είναι δίκαιος, βάζει σ’ όλους τους μαθητές διηγούμαι και διηγιέμαι ρήμα το βαθμό που πραγματικά αξίζουν κι όχι μεγαλύτερο ή μικρότερο. (διηγήθηκα, θα διηγηθώ) άδικος Η δασκάλα της Αθηνάς Όταν διηγείσαι μία ιστορία, είναι πολύ δίκαιη. Όσα παιδιά περιγράφεις με λόγια σε κάποιον κάτι διάβασαν πολύ πήραν Α, ενώ όσα που έχει γίνει. O Νίκος διηγήθηκε παιδιά διάβασαν λιγότερο πήραν Β. στην Αθηνά και στην Ελένη μία αστεία ιστορία. Τα κορίτσια γέλασαν με τη Πάντα φέρεται με δικαιοσύνη και διήγηση του Νίκου. δι-η-γού-μαι δεν κάνει αδικίες. αδικία Ξέρει επίσης να ξεχωρίζει ποιος έχει δίκιο. δικάζω, δικάζομαι ρήμα (δίκασα, θα δί-και-ος δικάσω) δικαστήριο δικαιοσύνη [η] ουσιαστικό δικαιολογώ, δικαιολογούμαι ρήμα δίκαιος (δικαιολόγησα, θα δικαιολογήσω) δικαστήριο [το] ουσιαστικό Όταν δικαιολογείς κάποιον, ξέρεις (δικαστήρια) Το δικαστήριο είναι ένα κτίριο όπου κάποιοι αποφασίζουν ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο με τη βοήθεια των νόμων. Το δικαστήριο είναι και το σύνολο των ανθρώπων που φροντίζουν να υπάρχει δικαιοσύνη 107

δικαστής διόρθωση α σε μία πόλη ή ένα κράτος. διεύθυνσή της στην Αλίκη. β Το δικαστήριο αποφάσισε πως οι Λες σε κάποιο φίλο σου ότι σου κλέφτες του μαγαζιού τη δίνει, όταν σε κάνει να γ του κυρίου Δημήτρη νευριάζεις. πρέπει να Όταν δίνω μία απάντηση, απαντώ. δ φυλακιστούν. παίρνω Στα δικαστήρια δώρο, ε δικάζουν οι δικαστές, δόση όταν γίνονται δίκες. δί-νω ζ δι-κα-στή-ρι-ο η δικαστής [ο], [η] ουσιαστικό (δικαστές) δικαστήριο θ -Προσοχή στην ορθογραφία: θα δώσω, -Λέμε και η δικαστίνα. έδωσα, δώρο αλλά δόθηκα, δόση. Πότε λέμε ι δίκη [η] ουσιαστικό (δίκες) ότι κάποιος δίνει ξύλο σε κάποιον άλλο; Ψάξε την απάντηση στο Ξ, στη λέξη ξύλο. κ δικαστήριο διόδια [τα] ουσιαστικό λ δικηγόρος [ο], [η] ουσιαστικό Όταν ταξιδεύουμε με το (δικηγόροι) αυτοκίνητο σε μεγάλους δρόμους, μ Ένας δικηγόρος ξέρει τους πρέπει να σταματήσουμε στα νόμους και υπερασπίζεται τους διόδια. Εκεί πληρώνουμε χρήματα ν ανθρώπους στις δίκες που γίνονται για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ξ στα δικαστήρια. O δικηγόρος του το ταξίδι μας. δι-ό-δι-α ο κυρίου Δημήτρη κατηγόρησε τους κλέφτες για παράνομη συμπεριφορά. διορθώνω, διορθώνομαι ρήμα δίκη, δικαστήριο δι-κη-γό-ρος (διόρθωσα, θα διορθώσω) π -Λέμε και η δικηγορίνα. Όταν διορθώνεις κάτι, το φτιάχνεις ή το κάνεις καλύτερο. ρ δίκιο [το] ουσιαστικό δίκαιος O κύριος Μιχάλης διόρθωσε τη σ δίνω, δίνομαι ρήμα (έδωσα, θα δώσω) χαλασμένη βρύση, γιατί η θεία του παραπονιόταν πως έσταζε όλο το O Κώστας έδωσε στην Αθηνά ένα βράδυ. τ δώρο. Έβαλε το δώρο στο χέρι της Όταν ο δάσκαλος διορθώνει ένα υ Αθηνάς. Της το χάρισε. διαγώνισμα, βρίσκει τα λάθη και τα Η Αθηνά έδωσε τη διεύθυνσή της αλλάζει με τις σωστές απαντήσεις. Όταν διορθώνεσαι, γίνεσαι φ στην Αλίκη. Είπε ή έγραψε τη καλύτερος σε κάτι. O Κώστας χ Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το διορθώθηκε στην ορθογραφία. μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε διόρθωση δι-ορ-θώ-νω ψ μέσα στο λεξικό τις λέξεις διόρθωση [η] ουσιαστικό (διορθώσεις) δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, διορθώνω ω καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή 108

διορίζω δίσκος διορίζω, διορίζομαι ρήμα (διόρισα, θα διπλός, διπλή, διπλό επίθετο (διπλοί, α β διορίσω) διπλές, διπλά) γ δ Όταν διορίζεις κάποιον, του Όταν κάτι το έχεις διπλό, το έχεις ε δίνεις δουλειά στο δημόσιο. δύο φορές. Ο Κώστας χάρισε στην ζ Αθηνά ένα βιβλίο, γιατί το είχε διπλό. η Όταν διορίζεσαι δάσκαλος, θ βρίσκεις δουλειά σ’ ένα δημόσιο Οι γονείς της Αθηνάς κοιμούνται σε ι σχολείο. Παίρνεις διορισμό. διπλό κρεβάτι, δηλαδή σε κρεβάτι για κ δύο άτομα. μονός δι-πλός λ Ένας φίλος του κυρίου Γιάννη μ διορίστηκε δάσκαλος στο Βόλο. διπλώνω, διπλώνομαι ρήμα (δίπλωσα, ν ξ δι-ο-ρί-ζω θα διπλώσω) ο π διορισμός [ο] ουσιαστικό (διορισμοί) Όταν διπλώνεις κάτι, παίρνεις ρ τις άκρες του και τις ακουμπάς τη σ διορίζω μία πάνω στην άλλη. Ο Κώστας τ δίπλωσε το χαρτί στα τέσσερα κι υ δίπλα επίρρημα έφτιαξε ένα χάρτινο καραβάκι. φ χ Όταν κάτι βρίσκεται δίπλα σου, Όταν διπλώνεσαι στα δύο από ψ είναι πολύ κοντά σε σένα. τον πόνο, πονάς τόσο πολύ, που ω λυγίζεις το σώμα σου στα δύο. Η Αθηνά κάθεται δίπλα στην Ελένη στην τάξη. Η Αθηνά διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο Όταν δύο σπίτια βρίσκονται στην κοιλιά της. δίπλα δίπλα, είναι κολλητά το ένα με το άλλο. Όταν δύο άνθρωποι δι-πλώ-νω κάθονται δίπλα δίπλα, ο ένας ακουμπάει τον άλλο. δισκέτα [η] ουσιαστικό (δισκέτες) (σαν ουσιαστικό) Οι δίπλα ή οι δίσκος διπλανοί είναι οι γείτονές μας. δίσκος [ο] ουσιαστικό (δίσκοι) Οι δίπλα κάνουν φασαρία τα μεσημέρια και δεν αφήνουν το μωρό Βάζουμε ένα δίσκο στο της θείας Κατερίνας να κοιμηθεί. στερεοφωνικό για ν’ ακούσουμε μουσική. Σήμερα οι δίσκοι που κοντά, πλάι μακριά χρησιμοποιούμε για ν’ ακούμε δί-πλα μουσική λέγονται σιντί. διπλανός, διπλανή, διπλανό (διπλανοί, Με το δίσκο σερβίρουμε φαγητά και ποτά. διπλανές, διπλανά) επίθετο δίπλα διπλάσιος, διπλάσια, διπλάσιο επίθετο (διπλάσιοι, διπλάσιες, διπλάσια) Όταν κάτι είναι διπλάσιο από κάτι άλλο, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο από εκείνο. δι-πλά-σι-ος 109

α τα λουλούδια β τριαντάφυλλο γ παπαρούνα δ τουλίπα ε κυκλάμινο ζ η θ ι κ λ μαργαρίτα μ ν ξ ο π ρ σ γαρίφαλο τ υ φ χ ψ ω 110

διστάζω δοκιμάζω α β Στο άθλημα της δισκοβολίας οι διψώ και διψάω ρήμα (δίψασα, θα διψάσω) γ αθλητές πετούν μακριά ένα δ μεταλλικό δίσκο. Η δισκέτα είναι Όταν διψάς, θέλεις να πιεις νερό. ε ένας μικρός δίσκος που τον βάζουμε Η Αθηνά ήπιε πολύ νερό μετά τη ζ στον υπολογιστή και αντιγράφουμε γυμναστική, γιατί διψούσε πολύ. η σ’ αυτόν πληροφορίες για να τις Όταν διψάς για κάτι, το θέλεις θ μεταφέρουμε σ’ έναν άλλο πάρα πολύ. Η Αθηνά ένιωθε ι υπολογιστή. δισκοβολία δί-σκος δίψα. Ήταν διψασμένη. δι-ψώ κ λ διστάζω ρήμα (δίστασα, θα διστάσω) διώροφος, διώροφη, διώροφο μ ν Όταν διστάζεις, περιμένεις λίγο επίθετο (διώροφοι, διώροφες, διώροφα) ξ πριν να κάνεις κάτι, επειδή δεν είσαι ο σίγουρος ή γιατί φοβάσαι. Όταν ένα κτίριο είναι διώροφο, π έχει δύο πατώματα. Διώροφο ρ O Κώστας δίστασε να μπει στην μπορεί να είναι κι ένα λεωφορείο. σ αυλή του κυρίου Μιχάλη, γιατί δεν τ ήταν σίγουρος ότι η μπάλα έπεσε εκεί. O Νίκος μένει σε μία διώροφη υ πολυκατοικία. όροφος φ O δισταγμός του δεν κράτησε χ πολύ. δι-στά-ζω δι-ώ-ρο-φος ψ ω δίχτυ [το] ουσιαστικό (δίχτυα) διώχνω, διώχνομαι ρήμα (έδιωξα, θα Το δίχτυ είναι ένα πλεκτό διώξω) ύφασμα με πολλές τρύπες που το χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να Όταν διώχνεις κάποιον ή κάτι, το πιάνουν ψάρια. κάνεις να φύγει μακριά. Η Αθηνά ήταν στενοχωρημένη, επειδή έχασε τη Στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ το Ροζαλία κι έδιωχνε όποιον πήγαινε δίχτυ κρατάει την μπάλα, όταν στο δωμάτιό της. κάποιος βάζει γκολ ή καλάθι. απομακρύνω διώ-χνω O Κώστας έριξε την μπάλα στα δίχτυα του τερματοφύλακα. δοκιμάζω, δοκιμάζομαι ρήμα δί-χτυ (δοκίμασα, θα δοκιμάσω) δίψα [η] ουσιαστικό διψώ Όταν δοκιμάζεις κάτι, το ελέγχεις για να δεις αν δουλεύει σωστά. διψασμένος, διψασμένη, διψασμένο Η Αθηνά δοκίμασε το μετοχή (διψασμένοι, διψασμένες, καινούριο της ποδήλατο και ήταν ενθουσιασμένη. διψασμένα) διψώ Όταν δοκιμάζεις ένα φαγητό, τρως λίγο για να δεις αν είναι ωραίο. Όταν δοκιμάζεις ρούχα ή παπούτσια, τα φοράς για να δεις αν σου ταιριάζουν. Όταν κάνεις μία δοκιμή, προσπαθείς να δεις αν μπορείς να καταφέρεις κάτι. Μετά τη βόλτα η Αθηνά έκανε μία δοκιμή να πιει το γάλα κλείνοντας τη μύτη της. δο-κι-μά-ζω 111

δολοφονώ δουλεύω α δολοφονώ, δολοφονούμαι ρήμα δορυφόρος της Γης. Δορυφόρος είναι και μία μηχανή β (δολοφόνησα, θα δολοφονήσω) που τη στέλνουμε στο διάστημα Όταν κάποιος δολοφονεί γύρω από τη γη για να μαζέψει γ κάποιον, τον σκοτώνει με πονηρό τρόπο αφού το έχει αποφασίσει από πληροφορίες για τον καιρό ή εικόνες για την τηλεόραση και να δ πριν. Όταν κάποιος είναι δολοφόνος, έχει σκοτώσει επίτηδες τις στείλει πίσω στη γη. Η Αλίκη ε κάποιον άνθρωπο, δηλαδή επειδή παρακολουθεί γαλλική τηλεόραση το ήθελε. φονιάς δο-λο-φο-νώ μέσω δορυφόρου. ζ δο-ρυ-φό-ρος δόλωμα [το] ουσιαστικό (δολώματα) η δόση [η] ουσιαστικό (δόσεις) Το δόλωμα είναι το σκουλήκι που Η δόση από ένα φάρμακο είναι θ ο ψαράς κρεμάει στο αγκίστρι του η ποσότητα που πρέπει να πάρουμε για να πιάσει ψάρια. δό-λω-μα κάθε φορά. «Να το φάρμακό σου! ι δόντι [το] ουσιαστικό (δόντια) Η δόση είναι τρία κουταλάκια κάθε κ μέρα» είπε ο γιατρός στον Κώστα. λ Τα δόντια φυτρώνουν μέσα στο μ στόμα σου, είναι μικρά και άσπρα Όταν αγοράζεις κάτι με δόσεις, και σε βοηθούν να δαγκώνεις και να μασάς το φαγητό σου. συμφωνείς πως θα το ξεπληρώσεις Τα δόντια μίας χτένας είναι οι σιγά σιγά δίνοντας λίγα χρήματα κάθε φορά. δό-ση ν μύτες της που μας βοηθούν να δουλειά [η] ουσιαστικό (δουλειές) ξ ο χτενίζουμε τα μαλλιά. δουλεύω οδοντόβουρτσα, οδοντογιατρός, δουλεύω ρήμα (δούλεψα, θα δουλέψω) οδοντόκρεμα Όταν δουλεύεις κάπου, κάνεις ένα δό-ντι π επάγγελμα και παίρνεις χρήματα. Η κυρία Μαργαρίτα δουλεύει σε ρ μία εφημερίδα. εργάζομαι Όταν μία συσκευή δουλεύει, σ λειτουργεί σωστά. Στο σπίτι της Αθηνάς, η τηλεόραση είχε χαλάσει και τ δε δούλευε. «Δε σε πιστεύω, Νίκο! Λες αλήθεια υ δοξάρι [το] ουσιαστικό (δοξάρια) ή με δουλεύεις;» είπε η Αθηνά φ βιολί πειραγμένη. Με κοροϊδεύεις; «Η δουλειά του δημοσιογράφου χ δορυφόρος [ο] ουσιαστικό είναι δύσκολη» είπε η κυρία ψ Μαργαρίτα στη θεία Έλλη. «Όταν (δορυφόροι) γυρίζω από τη δουλειά, είμαι αρκετά κουρασμένη. Ξεκουράζομαι λίγο κι O δορυφόρος είναι ένα σώμα αρχίζω να κάνω κι άλλες δουλειές στο στον ουρανό που γυρνάει γύρω από ω έναν πλανήτη. Η Σελήνη είναι ο 112

δοχείο δυνατός σπίτι. Να ψωνίσω, να μαγειρέψω, να δρόμος [ο] ουσιαστικό (δρόμοι) α καθαρίσω, ξέρεις εσύ» είπε. β O δρόμος είναι μία λωρίδα στο γ εργασία δου-λεύ-ω έδαφος που πάνω της τρέχουν δ τ’ αυτοκίνητα, τα λεωφορεία και τα ε δοχείο [το] ουσιαστικό (δοχεία) φορτηγά. οδός ζ η Μέσα σ’ ένα δοχείο βάζουμε Όταν κάνεις αγώνα δρόμου, θ τρόφιμα για να μπορούμε να τα αγωνίζεσαι μαζί με άλλους αθλητές ι μεταφέρουμε. O θείος Αλέκος για το ποιος θα βγει πρώτος στο κ έστειλε ένα δοχείο με λάδι από το τρέξιμο. λ χωριό. μ δρό-μος ‘η πόλη’ ν Το δοχείο απορριμμάτων είναι ο ξ σκουπιδοτενεκές. δο-χεί-ο δροσερός, δροσερή, δροσερό επίθετο ο π δράκος [ο], δράκαινα [η] ουσιαστικό (δροσεροί, δροσερές, δροσερά) ρ σ (δράκοι, δράκαινες) δροσιά τ υ Στα παραμύθια ο δράκος είναι δροσιά [η] ουσιαστικό (δροσιές) φ ένα φανταστικό τέρας με φτερά που χ σκοτώνει βγάζοντας φωτιά από το Όταν έχει δροσιά, φυσάει ένα ψ στόμα του. δρά-κος ευχάριστο αεράκι που δεν είναι ούτε ω ζεστό ούτε πολύ κρύο. Όταν κάτι ‘τα παραμύθια’ είναι δροσερό, είναι λίγο κρύο τόσο ώστε να σ’ ευχαριστεί. δρο-σιά δράμα [το] ουσιαστικό (δράματα) δύναμη [η] ουσιαστικό (δυνάμεις) Όταν ζεις ένα δράμα, σου συμβαίνει κάτι πολύ άσχημο. Όταν έχεις δύναμη, έχεις πολλή ενέργεια και είσαι πολύ γερός. δρά-μα O Κώστας έχει τόση δύναμη που δραχμή [η] ουσιαστικό (δραχμές) σηκώνει δύο βαλίτσες στο κάθε χέρι. Η δραχμή ήταν το νόμισμα της δυνατός, δυναμώνω δύ-να-μη Ελλάδας πριν από το ευρώ. δυναμώνω ρήμα (δυνάμωσα, θα Ένα ευρώ είναι 340.75 δυναμώσω) δραχμές. Όταν δυναμώνεις, γίνεσαι πιο δραχ-μή δυνατός. Η γυμναστική δυναμώνει το σώμα. Γι’ αυτό και η Αλίκη τρέχει δρομολόγιο [το] ουσιαστικό κάθε μέρα. (δρομολόγια) Όταν δυναμώνεις το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, ανοίγεις την ένταση Όταν ένα τρένο κάνει το του ήχου. χαμηλώνω δύναμη, δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Αθήνα, δυνατός δυ-να-μώ-νω κάνει την ίδια διαδρομή κάθε μέρα. δυνατός, δυνατή, δυνατό επίθετο «Το πρώτο δρομολόγιο του τρένου αρχίζει νωρίς το πρωί» είπε ο (δυνατοί, δυνατές, δυνατά) θείος Αλέκος. δρο-μο-λό-γι-ο Όταν είσαι δυνατός, είσαι πολύ 113

δυσάρεστος δυστυχισμένος α γερός και μπορείς να σηκώσεις δυσκολεύομαι ρήμα (δυσκολεύτηκα, β βαριά πράγματα. γερός θα δυσκολευτώ) δύσκολος αδύναμος δυσκολία [η] ουσιαστικό (δυσκολίες) γ Όταν ένας θόρυβος είναι δυνατός, ακούγεται πολύ. Όταν δύσκολος δ ένας πονοκέφαλος είναι δυνατός, τον αισθάνεσαι πολύ έντονα. Όταν δύσκολος, δύσκολη, δύσκολο επίθετο ε ο αέρας είναι δυνατός, φυσάει γρήγορα και έντονα. (δύσκολοι, δύσκολες, δύσκολα) ζ Όταν κάτι είναι δυνατό, μπορεί να γίνει. «Είναι δυνατό να βρεθεί Όταν κάτι είναι δύσκολο, δεν η η Ροζαλία;» σκεφτόταν η Αθηνά. μπορείς να το καταλάβεις ή να το κάνεις χωρίς κόπο. πιθανό αδύνατο Όταν σφίγγεις κάτι δυνατά, το O Κώστας στραμπούληξε το πόδι του και του ήταν δύσκολο να θ περπατήσει. ι σφίγγεις με μεγάλη δύναμη. Όταν εύκολος O Κώστας μιλάς δυνατά, δίνεις πολλή ένταση δυσκολευόταν στο περπάτημα. στη φωνή σου. δύναμη, δυναμώνω Περπατούσε με δυσκολία. O Νίκος κ δυ-να-τός είδε ότι ο Κώστας περπατούσε λ δυσάρεστος, δυσάρεστη, δύσκολα κι ανησύχησε. δύ-σκο-λος μ δυσάρεστο επίθετο (δυσάρεστοι, δυσάρεστες, δυσάρεστα) δυστύχημα [το] ουσιαστικό ν Όταν κάτι είναι δυσάρεστο, σε (δυστυχήματα) ξ στενοχωρεί ή σ’ ενοχλεί. Τα νέα Το δυστύχημα είναι ένα πολύ ήταν πολύ δυσάρεστα για τον Κώστα. σοβαρό ατύχημα. «Έγινε ένα ο O καιρός χάλασε και η εκδρομή δεν σοβαρό δυστύχημα στην εθνική οδό μπορούσε να γίνει. και σκοτώθηκαν πέντε άτομα» είπε ο π ευχάριστος δυ-σά-ρε-στος θείος Τάκης. δυστυχισμένος, ρ δύση [η] ουσιαστικό δυστυχώς δυ-στύ-χη-μα Όταν έχουμε δύση του ηλίου, ο δυστυχία [η] ουσιαστικό σ ήλιος φεύγει στο τέλος της μέρας κι δυστυχισμένος έρχεται η νύχτα. τ Η δύση είναι ένα από τα τέσσερα δυστυχισμένος, δυστυχισμένη, σημεία του ορίζοντα. υ Όταν κάτι βρίσκεται ή κινείται δυστυχισμένο μετοχή (δυστυχισμένοι, δυστυχισμένες, δυστυχισμένα) προς τη δύση, είναι δυτικό. δύ-ση φ Όταν είσαι δυστυχισμένος, είσαι πολύ λυπημένος, επειδή σου Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την χ εκδρομή του Κώστα, ψάξε στις συνέβη κάτι δυσάρεστο. ευτυχισμένος, χαρούμενος ψ λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, Νιώθεις δυστυχία. δυστύχημα, ω σέβομαι δυστυχώς δυ-στυ-χι-σμέ-νος 114

το δωμάτιο κάδρο α βιβλιοθήκη β γ κεραία δ ε βιβλία ζ η τηλεόραση θ ι ράφι κ λ πρίζα μ ν βίντεο ξ ο τραπεζάκι π ρ χαλί σ σκαμνί τ 115 υ φ χ ψ ω

δυστυχώς δώρο α δυστυχώς επίρρημα Όταν λες δυστυχώς, λυπάσαι για β κάτι που έγινε ή εύχεσαι να είχες γ καλύτερη τύχη. «Δυστυχώς δεν έγραψα καλά στις εξετάσεις» είπε δ η Αλίκη. ευτυχώς δυστυχία, δυστύχημα, δυστυχώς ε δυ-στυ-χώς ζ δωμάτιο [το] ουσιαστικό (δωμάτια) Το δωμάτιο είναι ο χώρος σ’ η ένα σπίτι που έχει τους δικούς του θ τοίχους, τη δική του πόρτα και το δικό του ταβάνι. Το δωμάτιο της ι Αθηνάς έχει γαλάζιους τοίχους και βλέπει στον κήπο. κ δω-μά-τι-ο ‘το δωμάτιο’ λ δωρεάν επίρρημα Όταν παίρνεις κάτι δωρεάν, δε μ δίνεις καθόλου χρήματα. τζάμπα ν δω-ρε-άν δώρο [το] ουσιαστικό (δώρα) ξ Το δώρο είναι κάτι που δίνεις σε ο κάποιον, επειδή τον αγαπάς ή επειδή γιορτάζει. O θείος π Σταμάτης άνοιξε τα δώρα που του έφεραν για τα γενέθλιά του. ρ «Τι σου δώρισαν;» ρώτησε η θεία Κατερίνα. χαρίζω σ δώ-ρο τ υ φ χ ψ ω 116

εγκέφαλος έθιμο Εε α β εγκέφαλος [ο] ουσιαστικό (εγκέφαλοι) εγωιστής [ο], εγωίστρια [η] ουσιαστικό γ δ μυαλό (εγωιστές, εγωίστριες) ε ζ έγκλημα [το] ουσιαστικό (εγκλήματα) Εγωιστής είναι αυτός που η σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και θ Το έγκλημα είναι μία κακή πράξη, θέλει να γίνεται συνέχεια το δικό του. ι αντίθετη στους νόμους. Το να κ σκοτώνει κανείς ανθρώπους είναι ε-γω-ι-στής λ έγκλημα. μ έδαφος [το] ουσιαστικό (εδάφη) ν έ-γκλη-μα ξ Το έδαφος είναι η επιφάνεια της ο εγκυκλοπαίδεια [η] ουσιαστικό γης. Η μπάλα ξέφυγε από τα χέρια π του Ίγκλι κι έπεσε στο έδαφος. γη ρ (εγκυκλοπαίδειες) σ έ-δα-φος τ Η εγκυκλοπαίδεια είναι μια σειρά υ από βιβλία, σιντί ή ντιβιντί που έδρα [η] ουσιαστικό (έδρες) φ μας δίνουν χ πληροφορίες για Η έδρα είναι το γραφείο της ψ πολλά και δασκάλας ή του δάσκαλου στο ω διαφορετικά σχολείο. έ-δρα πράγματα με αλφαβητική εθελοντής [ο], εθελόντρια [η] σειρά ουσιαστικό (εθελοντές, εθελόντριες) ε-γκυ-κλο-παί-δεια Είσαι εθελοντής, όταν κάνεις έγκυος [η] ουσιαστικό (έγκυες) δουλειά με τη θέλησή σου και χωρίς να παίρνεις χρήματα. Η έγκυος είναι μια γυναίκα που έχει ένα μωρό στην κοιλιά της. ε-θε-λο-ντής έ-γκυ-ος έθιμο [το] ουσιαστικό (έθιμα) εγχείρηση [η] ουσιαστικό (εγχειρήσεις) Το έθιμο είναι μία ιδιαίτερη συνήθεια ή ένας τρόπος ζωής που Όταν κάνεις μια εγχείρηση, ο έχουν οι κάτοικοι ενός τόπου. γιατρός διορθώνει ή βγάζει ένα άρρωστο μέρος του σώματός σου «Το Πάσχα εμείς οι Έλληνες για να το γιατρέψει. έχουμε έθιμο να βάφουμε κόκκινα Η θεία του Μιχάλη έκανε - Σ υζήτησε στην τάξη με τους εγχείρηση στη μέση της, επειδή την συμμαθητές σου για τα έθιμα του πονούσε πολύ. τόπου σου. Υπάρχουν έθιμα στον τόπο σου που ξεχωρίζουν; εγχειρίζω εγ-χεί-ρη-ση Ποια είναι αυτά; 117

είδηση εκατομμυριούχος α αυγά» είπε η δασκάλα. εισιτήριο [το] ουσιαστικό (εισιτήρια) β συνήθεια έ-θι-μο Το εισιτήριο είναι ένα χαρτάκι που αγοράζεις για να μπορείς γ είδηση [η] ουσιαστικό (ειδήσεις) να ταξιδέψεις ή να μπεις στον κινηματογράφο και το θέατρο. Η είδηση είναι μία νέα ει-σι-τή-ρι-ο δ πληροφορία. O Κώστας έφερε την ευχάριστη είδηση: «Η Ροζαλία είσοδος [η] ουσιαστικό (είσοδοι) ε βρέθηκε». Όταν βλέπουμε ειδήσεις στην Όταν απαγορεύεται η είσοδος σ’ ένα μέρος, δεν επιτρέπεται να μπεις ζ τηλεόραση ή ακούμε ειδήσεις από το ραδιόφωνο, μαθαίνουμε τι εκεί. Έξω από το χειρουργείο η συμβαίνει στον κόσμο κάθε μέρα. γράφει: «Απαγορεύεται η είσοδος». θ νέο ειδοποιώ Μόνο οι γιατροί και οι νοσοκόμες εί-δη-ση επιτρέπεται να μπουν εκεί μέσα. ι ειδοποιώ, ειδοποιούμαι ρήμα Η είσοδος ενός σπιτιού είναι η πόρτα απ’ όπου (ειδοποίησα, θα ειδοποιήσω) κ μπαίνουμε λ Όταν ειδοποιείς κάποιον, του σ’ αυτό. μ φέρνεις μία είδηση για κάτι που έγινε. έξοδος O Κώστας ειδοποίησε τους εί-σο-δος άλλους ότι βρέθηκε η Ροζαλία. είδηση, ειδοποίηση ν ει-δο-ποι-ώ ξ εικόνα [η] ουσιαστικό (εικόνες) εισπράκτορας [ο], [η] ουσιαστικό ο Η εικόνα είναι μία ζωγραφιά, ένα (εισπράκτορες) σχέδιο ή μία φωτογραφία. O εισπράκτορας είναι ένας Το λεξικό που κρατάς στα χέρια π σου έχει μέσα του πολλές εικόνες. υπάλληλος που μαζεύει τα χρήματα που χρωστούν οι άνθρωποι. ρ Στην εκκλησία η εικόνα είναι μία Στα λεωφορεία ο εισπράκτορας ζωγραφιά του Χριστού, της Παναγίας είναι ένας υπάλληλος που πληρώνεται σ ή των Αγίων. ει-κό-να για να κόβει εισιτήρια στους επιβάτες. τ ειρήνη [η] ουσιαστικό ει-σπρά-κτο-ρας Ύστερα από πολλά χρόνια πολέμου -Λέμε και η εισπρακτόρισσα. υ η Ελλάδα και η Τουρκία έκαναν εκατομμύριο [το] αριθμητικό φ ειρήνη. Σταμάτησαν να πολεμούν. (εκατομμύρια) `οι αριθμοί’ πόλεμος εκατομμυριούχος [ο], [η] χ ειρηνικός ει-ρή-νη ουσιαστικό (εκατομμυριούχοι) ψ Ποιος έφερε τα νέα για τη Ροζαλία; Ψάξε στις λέξεις είδηση, Εκατομμυριούχος είναι κάποιος που έχει πάρα πολλά χρήματα. ω ειδοποιώ ε-κα-τομ-μυ-ρι-ού-χος 118

εκδίκηση εκνευρίζω εκδίκηση [η] ουσιαστικό (εκδικήσεις) έκθεση, γράφει ό,τι σκέφτεται για α ένα θέμα. έκ-θε-ση β Όταν παίρνεις εκδίκηση από γ κάποιον, του κάνεις κακό για το κακό εκκλησία [η] ουσιαστικό (εκκλησίες) δ που σου έχει κάνει αυτός πιο πριν. ε Η εκκλησία είναι ο τόπος όπου οι ζ O Κώστας χάλασε το στιλό της Χριστιανοί προσεύχονται και η Αθηνάς κι εκείνη για εκδίκηση του λατρεύουν το Θεό. εκ-κλη-σί-α θ έσκισε το τετράδιο. ι έκλειψη [η] ουσιαστικό (εκλείψεις) κ Τον εκδικήθηκε. εκ-δί-κη-ση λ Όταν έχουμε έκλειψη ηλίου, το μ εκδικούμαι ρήμα (εκδικήθηκα, θα φεγγάρι μπαίνει μπροστά από τον ν ήλιο και τον κρύβει για λίγο. Όταν ξ εκδικηθώ) εκδίκηση έχουμε έκλειψη σελήνης, ο ήλιος ο μπαίνει μπροστά από τη σελήνη και π εκδότης [ο], εκδότρια [η] ουσιαστικό την κρύβει για λίγο. έ-κλει-ψη ρ σ (εκδότες, εκδότριες) εκμεταλλεύομαι ρήμα τ υ O εκδότης είναι το πρόσωπο ή η (εκμεταλλεύτηκα, θα εκμεταλλευτώ) φ εταιρεία που τυπώνει ένα βιβλίο, ένα χ περιοδικό ή μία εφημερίδα και το Όταν εκμεταλλεύεσαι κάτι ή ψ πουλάει. Σήμερα η κυρία κάποιον, τον χρησιμοποιείς για ω Μαργαρίτα είχε ραντεβού με τον να κερδίσεις εσύ. O Κώστας εκδότη της εφημερίδας όπου εκμεταλλεύτηκε την μπαλιά που του εργάζεται. εκ-δό-της έδωσε ο Ίγκλι για να βάλει γκολ. εκδρομή [η] ουσιαστικό (εκδρομές) εκμετάλλευση εκ-με-ταλ-λεύ-ο-μαι Η εκδρομή είναι ένας σύντομος περίπατος ή ένα σύντομο ταξίδι με εκνευρίζω, εκνευρίζομαι ρήμα σκοπό τη διασκέδασή μας. (εκνεύρισα, θα εκνευρίσω) O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν εκδρομή, μόλις έφτιαξε ο καιρός. Όταν εκνευρίζεις κάποιον, τον εκ-δρο-μή Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε έκθεση [η] ουσιαστικό (εκθέσεις) στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, Έκθεση είναι ο χώρος όπου πρόγραμμα, σέβομαι τοποθετούμε αντικείμενα ή έργα τέχνης για να τα θαυμάσει ο κόσμος και να τ’ αγοράσει. O κύριος Γιάννης ήθελε να πάει σε μία έκθεση αυτοκινήτων, αλλά τελικά πήγε στην έκθεση ζωγραφικής της θείας Κατερίνας. Όταν ένας ζωγράφος κάνει έκθεση, παρουσιάζει τα έργα του στον κόσμο. Όταν ένας μαθητής γράφει 119

εκπαιδευτής εκτιμώ α ενοχλείς. Οι φωνές των παιδιών εκπομπή [η] ουσιαστικό (εκπομπές) β που παίζουν στη γειτονιά Μία εκπομπή είναι ένα πρόγραμμα εκνευρίζουν τον κύριο Μιχάλη. στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. γ Εκνευρίζεται πολύ εύκολα. Ο Κώστας είδε στην τηλεόραση θυμώνω, τσατίζω νεύρο μία εκπομπή για τα ζώα της Αφρικής. δ ε-κνευ-ρί-ζω εκ-πο-μπή ε εκπαιδευτής [ο], εκπαιδεύτρια [η] έκπτωση [η] ουσιαστικό (εκπτώσεις) ουσιαστικό (εκπαιδευτές, εκπαιδεύτριες) Όταν σου κάνουν έκπτωση, αγοράζεις κάτι πιο φτηνά. ζ εκπαιδεύω Τα παπούτσια έκαναν 50 ευρώ η εκπαιδευτικός [ο], [η] ουσιαστικό αλλά με την έκπτωση η κυρία Μαργαρίτα τα πήρε 42 ευρώ. θ (εκπαιδευτικοί) Οι εκπτώσεις γίνονται δύο φορές Εκπαιδευτικούς λέμε τους το χρόνο και τότε αγοράζεις ό,τι θέλεις σε πιο χαμηλή τιμή. ι δασκάλους, τους νηπιαγωγούς και τους καθηγητές. εκπαιδεύω έκ-πτω-ση κ εκ-παι-δευ-τι-κός έκρηξη [η] ουσιαστικό (εκρήξεις) λ εκπαιδεύω, εκπαιδεύομαι ρήμα Όταν γίνεται έκρηξη σ’ ένα κτίριο, ακούγεται δυνατός θόρυβος και το (εκπαίδευσα, θα εκπαιδεύσω) κτίριο τινάζεται στον αέρα και πέφτει. μ Όταν εκπαιδεύεις κάποιον, του Με την έκρηξη ενός ηφαιστείου, δείχνεις πώς να κάνει κάτι. πετάγεται από μέσα του λάβα. ν Ο δάσκαλος της ιππασίας εκπαίδευσε τη θεία Κατερίνα έ-κρη-ξη ξ ν’ ανεβαίνει σε άλογο και να τρέχει έκταση [η] ουσιαστικό (εκτάσεις) ο μ’ αυτό. Ήταν ο εκπαιδευτής της, δηλαδή ο δάσκαλος που την Έκταση είναι ο χώρος που πιάνει μία επιφάνεια. π εκπαίδευσε, που της έδωσε την εκπαίδευση που χρειαζόταν. «Πόση είναι η έκταση της Ελλάδας;» ρώτησε ο Ίγκλι τον ρ εκ-παι-δεύ-ω Κώστα. σ έκπληξη [η] ουσιαστικό (εκπλήξεις) έ-κτα-ση Όταν κάτι είναι έκπληξη, δεν τ περιμένεις να συμβεί. Το πάρτι εκτιμώ και εκτιμάω, εκτιμώμαι ρήμα υ για τη γιορτή του θείου Σταμάτη (εκτίμησα, θα εκτιμήσω) ήταν έκπληξη. Δεν του είχε πει Όταν εκτιμάς κάποιον, τον φ κανείς τίποτα. συμπαθείς και τον σέβεσαι. Νιώθεις Η έκπληξη είναι το συναίσθημα εκτίμηση γι’ αυτόν. χ που νιώθεις, όταν δεν περιμένεις να Η Αθηνά εκτιμά τους γίνει κάτι. Η Κοκκινοσκουφίτσα ανθρώπους που αγαπούν και φροντίζουν τα ζώα. ψ ένιωσε μεγάλη έκπληξη: η φωνή της γιαγιάς ήταν πολύ χοντρή. ε-κτι-μώ ω έκ-πλη-ξη 120

εκτυπωτής ελαφρύς α β εκτυπωτής [ο] ουσιαστικό (εκτυπωτές) που τα φύλλα του γ είναι σαν βελόνες δ O εκτυπωτής είναι ένα μηχάνημα και το στολίζουμε ε που τυπώνει λέξεις τα Χριστούγεννα. ζ και εικόνες από η έναν υπολογιστή έ-λα-το θ σ’ ένα χαρτί. ι ελάττωμα [το] ουσιαστικό (ελαττώματα) κ ε-κτυ-πω-τής λ Αν έχεις ελαττώματα, έχεις κακές μ εκφωνητής [ο], εκφωνήτρια [η] συνήθειες. O κύριος Μιχάλης έχει ν ένα μεγάλο ελάττωμα. Είναι πολύ ξ ουσιαστικό (εκφωνητές, εκφωνήτριες) απότομος με όλον τον κόσμο. ο π O εκφωνητής είναι κάποιος που Όταν ένα καινούριο ρούχο έχει ρ διαβάζει δυνατά ένα κείμενο. ελάττωμα, είναι χαλασμένο. σ Όταν μία καινούρια συσκευή έχει τ Εκφωνητής ελάττωμα, δε δουλεύει σωστά. υ στο ραδιόφωνο φ ή την τηλεόραση ε-λάτ-τω-μα χ είναι ο ψ δημοσιογράφος ελαττώνω, ελαττώνομαι ρήμα ω που λέει τις ειδήσεις. (ελάττωσα, θα ελαττώσω) εκ-φω-νη-τής Όταν ελαττώνεις κάτι, το κάνεις μικρότερο ή λιγότερο. έλα ρήμα έρχομαι Από τότε που άρχισε δίαιτα, ο ελαστικός, ελαστική, ελαστικό επίθετο θείος Αλέκος ελάττωσε το φαγητό. (ελαστικοί, ελαστικές, ελαστικά) μειώνω, λιγοστεύω αυξάνω ε-λατ-τώ-νω Όταν κάτι είναι ελαστικό, αν το τεντώσουμε ξαναπαίρνει το σχήμα ελάφι [το] ουσιαστικό (ελάφια) που είχε στην αρχή. O θείος Αλέκος λέει ότι τώρα που κάνει δίαιτα Το ελάφι είναι ένα όμορφο ζώο προτιμάει τα ελαστικά ρούχα, αφού με λεπτά και ψηλά πόδια που ζει ανοίγουν και μαζεύουν ανάλογα με το στα δάση. Το αρσενικό ελάφι έχει σώμα μας. στο κεφάλι του κέρατα. ε-λά-φι Όταν κάποιος είναι ελαστικός, `τα ζώα’ δεν είναι αυστηρός. ελαφρύς, ελαφριά, ελαφρύ επίθετο Η κυρία Μαργαρίτα ήταν ελαστική και δεν τιμώρησε τον Κώστα που (ελαφριοί, ελαφριές, ελαφριά) έσπασε το βάζο. Όταν κάτι είναι ελαφρύ, ζυγίζει ε-λα-στι-κός λίγο. Η βαλίτσα της Αθηνάς είναι τόσο ελαφριά, που ο Κώστας τη έλατο [το] ουσιαστικό (έλατα) σηκώνει μ’ ένα χέρι. Το έλατο είναι ένα ψηλό δέντρο Το καλοκαίρι φοράμε ελαφριά - To στολίζουμε τα Χριστούγεννα. . Ποιο δέντρο είναι; ....................... 121

ελάχιστος ελιά α ρούχα. βαθμούς που παίρνουν σε κάθε β Όταν ένα φαγητό είναι ελαφρύ, μάθημα. Ο ελεγκτής είναι κάποιος το χωνεύεις εύκολα. βαρύς που ελέγχει αν οι επιβάτες έχουν γ ε-λα-φρύς εισιτήριο. ε-λέγ-χω - Λέμε και ελαφρός, ελαφριά, ελαφρό. ελευθερία [η] ουσιαστικό (ελευθερίες) δ ελεύθερος ε ελεύθερος, ελεύθερη, ελεύθερο ζ επίθετο (ελεύθεροι, ελεύθερες, ελεύθερα) Όταν είσαι ελεύθερος, μπορείς η να πας όπου θέλεις και να κάνεις θ βαριά-ελαφρύ ό,τι θέλεις. Η Αθηνά άνοιξε την πόρτα από το κλουβί κι άφησε τον ελάχιστος, ελάχιστη, ελάχιστο επίθετο Πιτσικόκο ελεύθερο. σκλάβος, ι φυλακισμένος Του έδωσε την (ελάχιστοι, ελάχιστες, ελάχιστα) ελευθερία του. σκλαβιά Τον κ Όταν κάτι είναι ελάχιστο, είναι ελευθέρωσε. σκλαβώνω, πάρα πολύ λίγο ή πάρα πολύ μικρό. φυλακίζω ε-λεύ-θε-ρος λ Ο θείος Αλέκος άρχισε να κάνει δίαιτα και πίνει τον καφέ του με ελέφαντας [ο] ουσιαστικό (ελέφαντες) μ ελάχιστη ζάχαρη, δηλαδή με πολύ Ο ελέφαντας είναι ένα μεγάλο ζώο με μεγάλα αυτιά, μακριά μύτη, ν λίγη. ε-λά-χι-στος ελεγκτής [ο], ελέγκτρια [η] ουσιαστικό ξ προβοσκίδα και μακριά στριφτά (ελεγκτές, ελέγκτριες) ελέγχω δόντια, τους χαυλιόδοντες. ο έλεγχος [ο] ουσιαστικό (έλεγχοι) Ο ελέφαντας ζει σε ζεστά μέρη. π ελέγχω ε-λέ-φα-ντας ‘τα ζώα’ ρ ελέγχω, ελέγχομαι ρήμα (έλεγξα, θα ελιά [η] ουσιαστικό (ελιές) ελέγξω) Η ελιά είναι ένας μικρός σ Όταν ελέγχεις κάτι, το κοιτάζεις στρόγγυλος μαύρος ή πράσινος προσεκτικά για να δεις αν είναι καρπός μ’ ένα κουκούτσι στη μέση. τ σωστό. Η δασκάλα έλεγξε τις Το δέντρο που κάνει τις ελιές ασκήσεις που είχαν οι μαθητές για είναι η ελιά. υ το σπίτι. Όταν κάνεις έλεγχο, Η ελιά στο πρόσωπο είναι ένα εξετάζεις κάτι ή κάποιον για να δεις σκούρο σημαδάκι. ε-λιά αν είναι σωστός ή αληθινός. φ χ Ο έλεγχος των μαθητών γράφει ψ Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο; Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, ω πηδώ, προετοιμάζω 122

έλικας εμετός α β έλικας [ο] ουσιαστικό (έλικες) ή στους Έλληνες. Το ελληνόπουλο γ είναι ένα παιδί από την Ελλάδα. δ ελικόπτερο ε Ελ-λά-δα ζ ελικόπτερο [το] ουσιαστικό ‘ο χάρτης της Ελλάδας’ η θ (ελικόπτερα) Έλληνας [ο], Ελληνίδα [η] ουσιαστικό ι κ Το ελικόπτερο πετάει στον (Έλληνες, Ελληνίδες) Ελλάδα λ ουρανό και μεταφέρει λίγα άτομα. μ Μοιάζει με αεροπλάνο αλλά μπορεί ελληνικός, ελληνική, ελληνικό επίθετο ν ν’ ανέβει κάθετα προς τον ουρανό. ξ Έχει στην κορυφή του έναν έλικα, (ελληνικοί, ελληνικές, ελληνικά) ο που γυρίζει γύρω γύρω και γι’ αυτό π λέγεται ελικόπτερο. Ελλάδα ρ σ ε-λι-κό-πτε-ρο ελληνόπουλο [το] ουσιαστικό τ υ έλκηθρο [το] ουσιαστικό (έλκηθρα) (ελληνόπουλα) Ελλάδα φ χ O Άγιος Βασίλης ταξιδεύει μέσα ελπίδα [η] ουσιαστικό (ελπίδες) ψ σ’ ένα έλκηθρο. Με το έλκηθρο ω γλιστράει στις χιονισμένες πλαγιές. ελπίζω Μερικές φορές τα έλκηθρα τα σέρνουν σκυλιά ή τάρανδοι. ελπίζω ρήμα (έλπιζα, θα ελπίσω) έλ-κη-θρο Όταν ελπίζεις να γίνει κάτι, το θέλεις πολύ κι εύχεσαι να γίνει. Ελλάδα [η] ουσιαστικό O πρίγκιπας έλπιζε να ξυπνήσει η Η Ελλάδα είναι η χώρα μας, ο Χιονάτη με το φιλί του. τόπος όπου ζούμε. Είχε την ελπίδα ότι η Χιονάτη θα Έλληνας είναι αυτός που έχει ξυπνήσει. καταγωγή από την Ελλάδα. Όταν κάτι είναι ελληνικό, ανήκει στην Ελλάδα ελ-πί-δα εμβόλιο [το] ουσιαστικό (εμβόλια) Το εμβόλιο είναι μία ένεση που κάνουμε για να μην κολλάμε αρρώστιες. Η θεία του κυρίου Μιχάλη έκανε το εμβόλιο κατά της γρίπης για να μην αρρωστήσει το χειμώνα. εμ-βό-λι-ο εμετός [ο] ουσιαστικό (εμετοί) Όταν κάποιος κάνει εμετό, είναι άρρωστος και βγάζει από το στόμα ό,τι έχει φάει κι έχει πιει. O Κώστας έφαγε χαλασμένο ψάρι κι έκανε εμετό πολλές φορές. ε-με-τός 123

ο χάρτης της Ελλάδας α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω 124

εμπιστεύομαι εμφάνιση α β εμπιστεύομαι ρήμα (εμπιστεύτηκα, εμπόρευμα [το] ουσιαστικό γ δ θα εμπιστευτώ) (εμπορεύματα) έμπορος ε ζ Όταν εμπιστεύεσαι κάποιον, εμπόριο [το] ουσιαστικό (εμπόρια) η πιστεύεις πως είναι τίμιος και πως θ δε θα κάνει κάτι για να σε πληγώσει. έμπορος ι κ Η Αθηνά εμπιστεύεται τον Κώστα έμπορος [ο], [η] ουσιαστικό (έμποροι) λ και του λέει όλα τα μυστικά της. μ O έμπορος είναι κάποιος που ν Όταν εμπιστεύεσαι κάτι σε αγοράζει και πουλάει πράγματα. ξ κάποιον, του το δίνεις για να το ο φυλάξει. Όταν πηγαίνει διακοπές, O μανάβης είναι ένας έμπορος π η Αθηνά εμπιστεύεται τη Ροζαλία φρούτων. Αγοράζει φρούτα από ρ στην Ελένη. τους αγρότες και τα πουλάει στον σ κόσμο. Το εμπόρευμα είναι όλα τ Όταν έχεις εμπιστοσύνη σε τα πράγματα που πουλάει ένας υ κάποιον, τον εμπιστεύεσαι. έμπορος. Όταν κάνεις εμπόριο, φ αγοράζεις και μετά πουλάς χ ε-μπι-στεύ-ο-μαι εμπορεύματα. εμπορικός ψ ω εμπιστοσύνη [η] ουσιαστικό έ-μπο-ρος εμπιστεύομαι εμπρός και μπρος επίρρημα εμποδίζω, εμποδίζομαι ρήμα «Προχωρήστε λίγο εμπρός παρακαλώ» είπε η δασκάλα στον (εμπόδισα, θα εμποδίσω) Κώστα και στην Αθηνά. Όταν εμποδίζεις κάποιον, δεν τον μπροστά πίσω αφήνεις να περάσει ή να κάνει κάτι. ε-μπρός O κύριος Μιχάλης στάθηκε εμφανίζω, εμφανίζομαι ρήμα μπροστά στην πόρτα της αυλής για να εμποδίσει τα παιδιά να περάσουν. (εμφάνισα, θα εμφανίσω) εμπόδιο ε-μπο-δί-ζω Η Χιονάτη είδε να εμφανίζεται μπροστά της μία γριά. εμπόδιο [το] ουσιαστικό (εμπόδια) Παρουσιάστηκε μπροστά της μία γριά. εξαφανίζομαι Το εμπόδιο είναι κάτι που βρίσκεται στο δρόμο μας και δε μας εμφάνιση αφήνει να περάσουμε ή να κάνουμε εμ-φα-νί-ζω κάτι. Η Κοκκινοσκουφίτσα βρήκε ένα εμπόδιο μπροστά της. Ένα εμφάνιση [η] ουσιαστικό (εμφανίσεις) δέντρο είχε πέσει και της έκλεινε το δρόμο. Η ξαφνική εμφάνιση της γριάς τρόμαξε τη Χιονάτη. Η γριά εμποδίζω ε-μπό-δι-ο παρουσιάστηκε ξαφνικά και τρόμαξε τη Χιονάτη. εξαφάνιση Η εμφάνισή σου είναι το ντύσιμό σου και η εξωτερική σου εικόνα. Η κυρία Μαργαρίτα προσέχει την 125

έναρξη ενοχλώ α εμφάνισή της και φαίνεται πάντα Όταν ενθουσιάζεις κάποιον, τον β όμορφη. εμ-φά-νι-ση κάνεις να είναι πολύ χαρούμενος. εμφανίζομαι Όταν ενθουσιάζεσαι ή είσαι γ έναρξη [η] ουσιαστικό (ενάρξεις) ενθουσιασμένος με κάτι, χαίρεσαι Η έναρξη της σχολικής χρονιάς πολύ με κάτι. είναι η αρχή της, το ξεκίνημά της. δ Ο Κώστας ενθουσιάστηκε με ε λήξη έ-ναρ-ξη τη νίκη της ομάδας ζ ενδιαφέρομαι ρήμα (ενδιαφέρθηκα, του στο ποδόσφαιρο. Ένιωσε θα ενδιαφερθώ) ενθουσιασμό. η Όταν ενδιαφέρεσαι για κάτι, εν-θου-σι-ά-ζο-μαι θέλεις πολύ να ασχολείσαι μ’ αυτό. θ Η Αθηνά ενδιαφέρεται για τη ενθουσιασμός [ο] ζωγραφική και στον ελεύθερο χρόνο ενθουσιάζομαι ι της ζωγραφίζει τοπία. κ Όταν ενδιαφέρεσαι για κάποιον, ενθύμιο [το] ουσιαστικό (ενθύμια) τον συμπαθείς. Το ενθύμιο είναι ένα αντικείμενο λ Όταν κάτι σ’ ενδιαφέρει, δείχνεις που το κρατάς για να σου θυμίζει ένα μεγάλη φροντίδα, προσοχή ή αγάπη πρόσωπο που αγαπάς ή ένα μέρος μ γι’ αυτό. Το βρίσκεις ενδιαφέρον και που έχεις επισκεφτεί. Η Αθηνά δείχνεις το ενδιαφέρον σου γι’ αυτό. ν εν-δι-α-φέ-ρο-μαι μάζεψε πολλά κοχύλια και τα κράτησε σαν ενθύμια από τις διακοπές της ξ ενδιαφέρων, ενδιαφέρουσα, στην Κρήτη. σουβενίρ εν-θύ-μι-ο ενδιαφέρον επίθετο (ενδιαφέροντες, ο ενδιαφέρουσες, ενδιαφέροντα) εννοώ, εννοούμαι ρήμα (εννόησα, θα π ενδιαφέρομαι εννοήσω) ρ ενέργεια [η] ουσιαστικό (ενέργειες) Όταν εννοείς κάτι, έχεις κάτι στο σ μυαλό σου. «Όταν κάποιος είναι τ «Οι ενέργειές μας είναι πιο υποκριτής, άλλο λέει κι άλλο εννοεί» σημαντικές από τα λόγια μας» είπε η είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. θεία Έλλη. Αυτά που κάνουμε είναι πιο σημαντικά από αυτά που λέμε. εν-νο-ώ υ πράξη ενοίκιο [το] ουσιαστικό (ενοίκια) Όταν κάποιος έχει ενέργεια, έχει νοικιάζω δύναμη και θέληση. φ «Τι ενέργεια που έχει ο Κώστας! ενοχλητικός, ενοχλητική, ενοχλητικό χ Παίζει ποδόσφαιρο για ώρες» είπε ο επίθετο (ενοχλητικοί, ενοχλητικές, κύριος Γιάννης. ε-νέρ-γει-α ενοχλητικά) ενοχλώ ψ ενθουσιάζω, ενθουσιάζομαι ρήμα ενοχλώ ενοχλούμαι ρήμα (ενόχλησα, ω (ενθουσίασα, θα ενθουσιάσω) θα ενοχλήσω) 126

ένοχος ενυδρείο α β Όταν ενοχλείς κάποιον, κάνεις φύγει κανείς πριν τις τρεις. γ κάτι που τον πειράζει ή τον ανησυχεί. διαταγή ε-ντο-λή δ ε O Κώστας ενοχλεί τη Ροζαλία. έντομο [το] ουσιαστικό (έντομα) ζ Πειράζει συνέχεια την ουρά της κι η εκείνη τρέχει να κρυφτεί. Το έντομο είναι ένα μικρό ζώο με θ έξι πόδια και φτερά. Η πεταλούδα, η ι Όταν κάτι σ’ ενοχλεί, σε πειράζει. μύγα και το κουνούπι είναι έντομα. κ «Μ’ ενοχλούν οι φωνές των λ παιδιών» είπε ο κύριος Μιχάλης. έ-ντο-μο ‘τα έντομα’ μ «Είναι τόσο ενοχλητικές». ν ε-νο-χλώ έντονος, έντονη, έντονο επίθετο ξ ο ένοχος, ένοχη, ένοχο επίθετο (ένοχοι, (έντονοι, έντονες, έντονα) ένταση π ρ ένοχες, ένοχα) εντύπωση [η] ουσιαστικό (εντυπώσεις) σ τ Όταν είσαι ένοχος για κάτι, έχεις Όταν κάτι σου κάνει εντύπωση, υ κάνει κάτι κακό. O Κώστας είναι τραβάει την προσοχή σου. φ ένοχος για τη ζημιά που έγινε στο χ σπίτι. Εκείνος έσπασε το βάζο. Το όμορφο φόρεμα της θείας ψ Κατερίνας έκανε εντύπωση ω Όταν νιώθεις ένοχος, νιώθεις σ’ όλους τους καλεσμένους. άσχημα, επειδή έχεις κάνει κάτι κακό. Όλοι είχαν την εντύπωση ότι ήταν O Κώστας νιώθει ένοχος, επειδή πολύ ακριβό. Νόμιζαν ότι έκανε πολλά για χάρη του παραλίγο να τιμωρηθεί λεφτά. η Αθηνά. αθώος Ήταν πολύ εντυπωσιακό φόρεμα. έ-νο-χος εντυπωσιάζω ένταση [η] ουσιαστικό (εντάσεις) ε-ντύ-πω-ση Όταν ένας ήχος έχει μεγάλη εντυπωσιάζω, εντυπωσιάζομαι ένταση, είναι πολύ δυνατός. Είναι έντονος. ρήμα (εντυπωσίασα, θα εντυπωσιάσω) Η Αθηνά χαμήλωσε την ένταση Όταν εντυπωσιάζεις κάποιον, του ραδιοφώνου, γιατί ακουγόταν τον κάνεις να έχει καλή γνώμη για πολύ δυνατά. έ-ντα-ση σένα και τραβάς την προσοχή του. έντιμος, έντιμη, έντιμο επίθετο (έντιμοι, Το όμορφο φόρεμα της θείας Κατερίνας εντυπωσίασε όλους τους έντιμες, έντιμα) καλεσμένους. εντύπωση Όταν είσαι έντιμος, δεν κλέβεις ε-ντυ-πω-σι-ά-ζω ούτε κοροϊδεύεις ούτε λες ψέματα. ενυδρείο [το] ουσιαστικό (ενυδρεία) τίμιος ανέντιμος έ-ντι-μος Το ενυδρείο είναι ένα γυάλινο εντολή [η] ουσιαστικό (εντολές) Όταν δίνεις μία εντολή, διατάζεις κάποιον να κάνει κάτι. O διευθυντής της κυρίας Μαργαρίτας έδωσε εντολή να μη 127

α τα έντομα β πεταλούδα γ μύγα δ κουνούπι αράχνη ε μυρμήγκι πασχαλίτσα ζ η ακρίδα κάμπια θ κατσαρίδα ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω 128










































Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook