Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore (20o Μέρος) - Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου

(20o Μέρος) - Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου

Published by hristospanagia, 2019-08-28 21:34:11

Description: (20o Μέρος) - Απομαγνητοφωνημένες Ομιλίες - Αρχιμ. π.Σάββα Αγιορείτου

Ομιλίες Ορθόδοξης Κατήχησης

ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΣΕ ΗΧΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ, ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ. ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, Η ΚΑΘΑΡΣΗ, Η ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ. ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Κ.Λ.Π. ΠΩΣ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ Η ΚΑΘΑΡΣΗ, Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ ΜΑΣ.

Search

Read the Text Version

πεῖς, τί νά κάνουμε τώρα;.. δέν μπορῶ νά σταματήσω, νά κόψω σχέσεις μαζί του. Ἐφόσον τοῦ τό εἶπες μία - δύο καί δέν δέχεται, δέν ἀλλάζει, μετά ἔχεις συναισθηματική προσκόλληση ἄν πεῖς ὅτι δέν μπορῶ νά σταματήσω. Πρέπει νά σταματήσεις, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό λέει «ἐάν σέ σκανδαλίζει τό μάτι σου, ἔξελε αὐτό, συμφέρει νά πᾶς μ’ ἕνα μάτι στόν παράδεισο, παρά καί μέ τά δυό στήν κόλαση»[21]. Ἕνα συγγενής σου, ἕνας φίλος, ἕνας πολύ δικός σου σάν τό μάτι σου, ὁ ὁποῖος σέ σκανδαλίζει, δηλαδή σέ ρίχνει σέ πειρασμό γιά ν’ ἁμαρτήσεις, θά πρέπει νά τόν βγάλεις ἀπ’ τή ζωή σου. Βέβαια θά πεῖς, ἀμέσως; Μπορεῖς νά τοῦ πεῖς μία, δύο φορές νά μετανοήσει καί ἄν δεῖς ὅτι δέν διορθώνεται, μετά τή δεύτερη φορά θά πρέπει νά σταματήσεις καί νά φύγεις, γιατί θά ἀρχίσεις νά βλάπτεσαι ἐσύ. Βλέπουμε πώς καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς συνιστᾶ αὐτή τήν ξενιτεία, τήν ἀποξένωση ἀκόμα καί ἀπό τούς πολύ δικούς μας ἐφόσον μᾶς ἐμποδίζουν στήν εὐσέβεια. «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε γέροντα: - Πάτερ, ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς ξενιτείας; Ὁ γέροντας σέ ἀπάντηση διηγήθηκε τό ἑξῆς: γνωρίζω ἀδελφό ὁ ὁποῖος περιεφέρετο ὡς ξένος. Αὐτός λοιπόν βρέθηκε στήν ἐκκλησία. Κατά σύμπτωση παρατέθηκε γεῦμα καί κάθισε νά φάει μαζί μέ τούς ἀδελφούς στήν τράπεζα. Μόλις τόν εἶδαν μερικοί ἀδελφοί εἶπαν «ποιός τόν κράτησε αὐτόν γιά νά φάει;» καί ἀπευθυνόμενοι πρός αὐτόν εἶπαν «σήκω καί πήγαινε ἔξω». Ἀμέσως σηκώθηκε ἀπ’ τή θέση του ὁ ξένος καί βγῆκε ἀπ’ τήν τράπεζα. Μερικοί ὅμως ἄλλοι ἐκ τῶν ἀδελφῶν λυπήθηκαν γιά τήν πρός τόν ξένο περιφρόνηση καί τόν κάλεσαν ἐκ νέου στήν τράπεζα. Ἀφοῦ κάθισε στήν τράπεζα, τόν ρώτησαν: Ἄραγε ποιά αἰσθήματα δοκίμασες ὅταν ἐκδιώχθηκες περιφρονητικά καί ἐκ νέου πάλι ὁδηγήθηκες στήν τράπεζα; Καί ὁ ξένος ἀπήντησε μέ ἠρεμία: ἐκείνη τή στιγμή σκέφτηκα ὅτι εἶμαι ὅπως ἕνας σκύλος, ὁ ὁποῖος ὅταν διωχθεῖ, φεύγει καί ἐπανέρχεται πάλι ὅταν τόν καλέσουν»[22]. Ἐδῶ βλέπουμε πάρα πολλά. Βλέπουμε τήν ταπείνωση, βλέπουμε τήν αὐταπάρνηση, βλέπουμε τήν ἀποξένωση, βλέπουμε τήν μή ἐπιθυμία γιά τή δόξα τῶν ἀνθρώπων.. Μεγάλες ἀρετές εἶχε αὐτός. Καί κυκλοφοροῦσε σάν ἕνας πράγματι ξένος ὄχι μόνο ὡς πρός τήν ἐπιθυμία γιά δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί γενικότερα ἦταν ὁ νοῦς του στόν Θεό καί σοῦ λέει, μέ διώξανε.. Γιατί εἶμαι καλύτερος ἀπό τόν σκύλο πού τόν διώχνει κανείς ἀπό τό τραπέζι; Χειρότερος εἶμαι. Ἔφυγε χωρίς νά ταραχτεῖ. Καί γύρισε πάλι ὅταν τόν φώναξαν, ὅπως ὁ σκύλος… ὅταν τόν φωνάζεις, ἀκόμα κι ἄν τόν ἔχεις μαλώσει προηγουμένως, δέν κρατάει κακία, ἔρχεται πίσω. Αὐτή εἶναι πολύ μεγάλη ἀρετή καί εἶναι ταπείνωση καί εἶναι ξενιτεία καί εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό. Καί δίνει στόν ἄνθρωπο αὐτή ἡ ἀρετή μιά πολύ μεγάλη εἰρήνη καί μιά πολύ μεγάλη, θά λέγαμε, προσαρμοστικότητα. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος κάνει μέ ὅλους. Ταιριάζει μέ ὅλους, γιατί εἶναι μέ τόν Θεό. Καί ὅταν εἶσαι μέ τόν Θεό, εἶσαι καί μέ ὅλους. Καί ξένος μέ ὅλους, ἀλλά καί μαζί μέ ὅλους. Γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ ἀποξενώνεσαι ἀπό ὅλους, δέν δένεσαι συναισθηματικά, ἀλλά καί κοινωνεῖς μέ ὅλους ἐν Χριστῷ. 101

«Ἕνας ἀπό τούς πατέρες διηγήθηκε τό ἑξῆς: Κάποτε εἶχα δύο γείτονες. Ὁ ἕνας ἦταν ξένος καί ὁ ἄλλος ντόπιος. Ὁ ξένος ἤτανε λίγο ἀμελής. Ὁ ντόπιος ἦταν πάρα πολύ ἐπιμελής». Ἐννοεῖ στά μοναχικά του καθήκοντα καί στόν πνευματικό του ἀγῶνα. «Συνέβη δέ ὁ ξένος νά πεθάνει νωρίτερα. Ὁ γέροντας, ἐπειδή εἶχε διορατικό χάρισμα, εἶδε πλῆθος ἀγγέλων νά ὁδηγοῦν τήν ψυχή του στόν οὐρανό». Εἶχαν ἀνοίξει τά πνευματικά μάτια τοῦ γέροντος καί ἔβλεπε τόν πνευματικό κόσμο. Ὅταν κοιμήθηκε λοιπόν αὐτός ὁ ξένος μοναχός, εἶχε ἀγγέλους πού ἦρθαν νά πάρουν τήν ψυχή του. «Μόλις ὅμως ἔφτασε στόν οὐρανό καί πλησίαζε νά εἰσέλθει, ἔγινε ἐξέτασις ἐάν ἦταν ἄξιος νά εἰσέλθει», γιατί ἤτανε ἀμελής. «Τότε ἀκούστηκε μιά φωνή ἀπό ἄνω νά λέει, εἶναι πράγματι φανερό ὅτι ὑπῆρξε ὀλίγο ἀμελής, ἀνοίξατέ του ὅμως διά τήν ξενιτεία του»[23]. Βλέπετε; Δηλαδή βρῆκε παρρησία ἡ ψυχή του, γιατί ἀκριβῶς εἶχε φύγει μακριά καί δέν εἶχε αὐτή τήν ἀνθρώπινη παρηγοριά πού εἶχε ὁ ἄλλος μοναχός πού ἦταν ντόπιος καί ἐπιμελής. Καί βλέπετε τήν τιμή πού τοῦ κάνει ὁ Θεός, ἐπειδή δέν ἔχει κανένα δικό του, στήν κηδεία του τοῦ στέλνει ἀγγέλους! «Μετά ἀπό λίγο κοιμήθηκε καί ὁ ντόπιος. Προσῆλθαν δέ διά τήν κηδεία του ὅλοι οἱ συγγενεῖς του. Ὁ διορατικός γέροντας εἶδε ὅτι πουθενά δέν φαινόταν ἄγγελος καί θαύμασε»[24]. Βλέπετε; Ὅταν ἔχεις τήν ἀνθρώπινη παρηγοριά, χάνεις τή θεία. Γι’ αὐτό, θά ἔλεγα, ἔτσι ἁπλά λαϊκά, δέ συμφέρει νά ζητᾶμε ἀνθρώπινα στηρίγματα ποτέ. Νά ἀφηνόμαστε στόν Θεό καί ὁ Θεός βρίσκει πολύ ἀνώτερους καί καλύτερους τρόπους γιά νά μᾶς στηρίζει. Ἀλλά λειτουργοῦμε πολύ κοσμικά πολλές φορές, μέ πολύ ὀρθολογισμό, καί λέμε, τί θά γίνει ἅμα κάνω ὅλα αὐτά πού λέει τό εὐαγγέλιο ἤ ὁ πνευματικός;.. θά μείνω μόνος μου, δέν θά ἔχω κανέναν.. -Μά πότε εἶναι μόνος του ὁ χριστιανός; Ποτέ δέν εἶναι, ὅταν εἶναι πραγματικά χριστιανός. Ὁ ἄλλος λοιπόν ὁ ντόπιος εἶχε τούς δικούς του ἀλλά δέν εἶχε ἀγγέλους καί θαύμασε ὁ διορατικός γέροντας. «Προσέπεσε μέ δάκρυα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἔλεγε: Πῶς ὁ ξένος, ἄν καί ἦταν τόσο ἀμελής, ἀπόλαυσε τέτοια δόξα;». Δέν εἶχε τήν ἀκρίβεια πού εἶχε ὁ ντόπιος κι ὅμως εἶχε δόξα. «Ἐνῶ αὐτός -ὁ ντόπιος- ἄν καί ἐπιμελής, δέν πέτυχε τέτοια δόξα. Ἀμέσως φωνή ἀπ’ τόν οὐρανό τόν πληροφόρησε τά ἑξῆς: Αὐτός ἐδῶ ὁ ἐπιμελής, ὅταν ἔφτασε ἡ στιγμή νά πεθάνει, ἄνοιξε τά μάτια του, εἶδε τούς συγγενεῖς του νά κλαῖνε καί παρηγορήθηκε ἡ ψυχή του». Εἶδε τήν ἀνθρώπινη συμπαράσταση. «Ὁ ξένος ὅμως, ἄν καί ἦταν ἀμελής, ἐντούτοις ὅμως κανέναν δικό του δέν εἶδε κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου του. Ἡ μοναξιά του αὐτή τόν ἔκανε ν’ ἀναστενάξει καί νά κλάψει. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τόν παρηγόρησε καί ἀντί γιά ἀνθρώπους τοῦ ἔστειλε ἀγγέλους»[25]. Βλέπετε τί στοργικό Θεό ἔχουμε καί πόσο -θά τό πῶ πάλι- συμφέρει νά εἴμαστε μαζί Του παρά μέ ἀνθρώπινα στηρίγματα. «Τοῦ Ἀββᾶ Ἡσαΐου. Ἐάν ἀποφασίσεις νά ζήσεις ὡς ξένος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μή θελήσεις νά συνάψεις γνωριμίες μέ τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς οὔτε νά ἔχεις μαζί τους πολλές σχέσεις»[26]. Μιλάει γιά ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει νά μείνει κάπου. Τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς, ὁ γέροντας Ἡσαΐας, μή προσπαθήσεις νά κάνεις 102

σχέσεις, κοινωνικές γνωριμίες κ.λ.π. «γιατί τότε εἶναι προτιμότερο νά παραμείνεις μέ τούς κατά σάρκα συγγενεῖς σου. Ἐάν πάρεις κελί σέ γνώριμό σου τόπο, μήν ἐπιτρέψεις στόν ἑαυτό σου νά ἀποκτήσεις πολλούς φίλους. Εἶναι ἀρκετός ἕνας, γιά νά τόν ἔχεις παραστάτη ὅταν ἀσθενήσεις. Καί πρόσεξε μή χάσεις τήν ὠφέλεια ἀπ’ τήν ξενιτεία. Ἐάν φύγεις σέ τόπο γιά νά κατοικήσεις ἐκεῖ, μή βιαστεῖς νά πάρεις γρήγορα κελί γιά τήν κατοικία σου, μέχρις ὅτου μάθεις πῶς ζοῦν σέ ἐκεῖνο τόν τόπο, μή τυχόν σοῦ συμβεῖ κανένα ἐμπόδιο ἤ διά φροντίδα ἤ διά ἀνάπαυση ἤ ἄλλο πρόσκομμα ἀπό φίλους. Διότι ἄν εἶσαι σοφός, θά ἐννοήσεις ὅλα αὐτά ἐντός ὀλίγων ἡμερῶν καί τόν θάνατό σου καί τή ζωή σου»[27]. Γιατί μπορεῖ νά ὑπάρχει κάτι πού νά σέ ἐμποδίζει στήν πνευματική ζωή. Μή βιαστεῖς νά ἐγκατασταθεῖς ἐκεῖ πού θά πᾶς. Βλέπετε πόσο σοφά οἱ γεροντάδες κατευθύνουν! Καί αὐτό βέβαια ἰσχύει καί γιά τόν χριστιανό πού ζεῖ μέσα στόν κόσμο. Πρίν πᾶς, ἄν θέλεις κάπου νά πᾶς, νά μετακινηθεῖς, νά ἐξετάζεις πῶς εἶναι τό περιβάλλον. Ἤ σοῦ προτείνουν μιά ἐργασία. Νά ἐξετάσεις πῶς εἶναι ἐκεῖ ὁ διευθυντής, οἱ συνεργάτες, ἄν εἶναι κοσμικοί, ἄθεοι κ.λ.π. βλάσφημοι.. συμφέρει νά πᾶς ἐκεῖ; Θά πεῖς, σήμερα οἱ περισσότεροι ἔτσι εἶναι... Ἔ, θά πᾶς στούς ὅσο γίνεται καλύτερους. Νά προσέξεις ποῦ θά πᾶς. Καί ἄν ἐπιτέλους μπορεῖς νά ζήσεις καί φτωχότερα καί χωρίς ἐργασία ἀκόμα καλύτερα. Ἰδίως οἱ γυναῖκες. Γιατί σήμερα μέ τόν φεμινισμό ὑπάρχει κι αὐτό τό μαράζι πολλές φορές τῶν γυναικῶν νά ἐργαστοῦν. Γιά ποιό λόγο; Ἐάν ἀρκοῦν τά χρήματα τοῦ συζύγου, ἄς ζοῦμε καί λίγο φτωχότερα. Ὑπάρχει πολλή ἐργασία στό σπίτι μέ τά παιδιά γιά τίς γυναῖκες. Πολύ πιό ἀσφαλές περιβάλλον καί πολύ πιό βοηθητικό. Καί νά μία ξενιτεία! Αὐτό εἶναι ὄντως ξενιτεία. Νά ξενιτεύσεις ἀπό τόν κόσμο, ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς καί σκέψης, ἀπό τή μόδα πού ἐπιβάλλει σήμερα νά ἐργάζονται σάν εἴλωτες καί οἱ ἄνδρες καί οἱ γυναῖκες καί νά ζήσεις τή χριστιανική ζωή εἰς πεῖσμα ὅλων αὐτῶν πού λένε τά ἀντίθετα. Ὑπεράνω ὅλων λοιπόν, λέει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, ὁ πρῶτος ἀγώνας εἶναι ἡ ξενιτεία. Καί αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς, δηλαδή νά ἀποξενωθεῖς ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τό κακό, ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅσο μπορεῖς, οὔτε κἄν τίς λέξεις ἀκόμα τῆς ἁμαρτίας νά μή λές, γιά νά μή μολύνεις τή σκέψη σου καί τήν καρδιά σου. Οὔτε κἄν καί τίς λέξεις πού ἀφοροῦν στά διάφορα ἁμαρτήματα. «Ἐάν μάλιστα φύγεις κατά μόνας ὡς ἄγνωστος, ἀφήσεις τά πράγματά σου καί ἀπέλθεις εἰς ἄλλο τόπο φέρων ὡς ἐφόδια πίστιν τελεία καί ἐλπίδα καί σταθερά καρδία κατά τῶν θελημάτων σου αὐτό εἶναι ὁ πρῶτος ἀγώνας»[28], λέει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας καί αὐτό εἴπαμε τό κάνει καί ὁ λαϊκός χριστιανός τροπικά. Ἀποδεσμεύεται ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου καί ἀπό τούς συγγενεῖς καί ἀπό τόν τόπο του ἀκόμα, προκειμένου νά ἔχει τόν Θεό. «Οἱ δαίμονες βέβαια θά σέ περικυκλώσουν μέ πολλούς κύκλους, θά σέ φοβερίζουν πώς θά σοῦ συμβοῦν πειρασμοί καί σκληρά πτωχεία καί φοβερές ἀσθένειες. Θά 103

ἐμβάλλουν στόν νοῦ σου ἀνησυχητικές σκέψεις, ὅτι τάχα ἄν περιπέσεις σ’ αὐτές τί θά κάνεις, ἐάν δέν ἔχεις κανέναν νά σέ γνωρίζει ἤ νά σέ φροντίζει. Ἀλλά καί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ σέ δοκιμάζει, γιά νά φανερωθεῖ ὁ ζῆλος σου καί ἡ ἀγάπη σου πρός Αὐτόν»[29]. Μιλάει γιά ἕναν μοναχό πού φεύγει μακριά ἀπό τούς συγγενεῖς του, ὁπότε οἱ δαίμονες τοῦ βάζουν διάφορους τέτοιους λογισμούς. Ἀλλά, ξαναλέω, καί ἕνας χριστιανός ὀφείλει νά ἀποξενωθεῖ ἀπό τούς συγγενεῖς του, ὅταν οἱ συγγενεῖς του δέν ζοῦν κατά Θεόν. Καί μερικοί μάλιστα ἔχουν καί ἐνοχές, γιατί λέει, δέν μπορῶ νά ἐπικοινωνήσω μέ τόν ἀδελφό μου.. μέ τόν πεθερό μου κ.λ.π. Δέν μπορεῖς, ἐάν δέ ζεῖ κατά Θεόν. Δέν ὑπάρχει σημεῖο ἐπικοινωνίας καί δέν πρέπει νά νιώθουμε τύψεις γι’ αὐτό. Θά τούς ἀγαποῦμε ὅλους, στήν καρδιά μας θά τούς ἔχουμε, ἀλλά δέν μποροῦμε νά τούς ἔχουμε στό σπίτι μας οὔτε νά πηγαίνουμε στό δικό τους, γιατί κολλᾶμε τά πνευματικά τους μικρόβια κι ἐμεῖς καί τά παιδιά μας καί τό περιβάλλον μας καί καταστρεφόμαστε. «Ἐάν λοιπόν», λέει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, «ἐγκλειστεῖς μόνος σου εἰς τό κελλίον σου, τότε οἱ δαίμονες σπείρουν στόν νοῦ σου καί ἄλλους βαρυτάτους λογισμούς δειλίας καί συνεχῶς σοῦ ψιθυρίζουν». Ἀντίστοιχα καί τούς χριστιανούς πού ζοῦνε στόν κόσμο. Τούς βάζουνε λογισμούς δειλίας. Τώρα θά ἀποξενωθεῖς.. θά ἀπομονωθεῖς.. δέ γίνεται.. θά χαλάσεις τίς σχέσεις σου κ.λ.π. Καί τί λένε οἱ δαίμονες; «Μόνη ἡ ξενιτεία δέ σώζει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν». Κάνουν καί τόν δάσκαλο οἱ δαίμονες πολλές φορές. «Φέρουν δέ εἰς σέ καί τήν ἐνθύμηση ὅσων βρίσκονται στόν κόσμο καί τῶν σαρκικῶν συγγενῶν καί σοῦ λέγουν – Τί λοιπόν; Ὅλοι αὐτοί δέν εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ;»[30]. Μόνο ἐσύ εἶσαι χριστιανός; Τό ἀκοῦμε πολλές φορές ἀπό τούς κοσμικούς πού μᾶς ἐπιτίθενται καί μᾶς λένε, καλά, ἐσύ τί θές νά μᾶς τό παίξεις τώρα χριστιανός;.. κι ἐμεῖς χριστιανοί εἴμαστε... Ἄσχετα ἄν ἔχουν νά πᾶνε μερικούς μῆνες στήν ἐκκλησία καί δέν ἔχουν κοινωνήσει γιά χρόνια καί δέν ἔχουν ἐξομολογηθεῖ ποτέ... Ἀλλά δηλώνουν χριστιανοί. Λοιπόν, άπό πίσω εἶναι ὁ διάβολος πού τά λέει ὅλα αὐτά. Ὄντως δέν εἶναι χριστιανοί. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάντηση: ναί, δέν εἶστε! Δέν εἶστε.. ὄχι ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε, ἀλλά ξέρουμε τί σημαίνει χριστιανός καί ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε. Ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε… «Μετά ταῦτα σέ κάμνουν νά σκέφτεσαι τίς καιρικές ἀνωμαλίες, τό βάρος τοῦ σώματος καί ἄλλα παρόμοια ἐμφυτεύουν στήν καρδία σου γιά νά τή φέρουν σέ ἀμέλεια». Ἕναν πού πάει μόνος του καί ἀσκητεύει, ὁ διάβολος τοῦ βάζει καί τέτοιους λογισμούς, θά ἀρρωστήσεις, θά ἔχεις νά παλέψεις μέ τίς καιρικές συνθῆκες, μέ τούς λογισμούς τῆς ἀκηδίας πού φέρνουν βάρος στό σῶμα κ.λ.π. «Ἐάν ὅμως ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλπίδα ὑπάρχουν μέσα σ’ αὐτήν», μέσα στήν καρδιά σου, «δέ φέρει κανένα ἀποτέλεσμα ἡ κακία τους, διότι τότε φανερώνεται ὁ πόθος σου, τόν ὁποῖο ἔχεις πρός τόν Θεό, ἐάν βεβαίως ἀγαπᾶς Αὐτόν περισσότερο ἀπό τή σωματική σου ἀνάπαυση»[31]. Βλέπετε καί ὁ Κύριος ὅταν τόν πλησίασε κάποιος καί τοῦ λέει, Κύριε, θά Σέ ἀκολουθήσω, θέλω νά γίνω μαθητής Σου, ἀλλά ἐπίτρεψέ μου νά πάω νά θάψω τόν πατέρα μου, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε ρητά «ἄφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς»[32]. Δέν τόν ἄφησε νά πάει νά θάψει τόν πατέρα του. Τοῦ εἶπε, ἄσε 104

αὐτούς πού εἶναι νεκροί πνευματικά νά θάψουν αὐτόν πού εἶναι νεκρός σωματικά -καί κατά πᾶσα πιθανότητα καί πνευματικά- τόν πατέρα σου καί ἐσύ μείνε κοντά Μου, σέ Μένα πού εἶμαι ἡ ζωή, ἡ ἀλήθεια καί τό φῶς. Βλέπετε πῶς ὁ Κύριος ζητάει τήν ἀποξένωση ἀπό ὅλους αὐτούς οἱ ὁποῖοι ζοῦνε μακριά Του. Ἄν ἀγαπᾶς τόν Θεό λοιπόν καί δέν ἀγαπᾶς τήν ἀνάπαυση τή σωματική, θά τό κάνεις καί δέν θά ὑποταχθεῖς οὔτε θά ἐπηρεαστεῖς ἀπό τούς λογισμούς αὐτούς τῆς δειλίας πού βάζει ὁ διάβολος. Ἔτσι, μία τέτοια ἀποξένωση, ὅσο περνᾶνε τά χρόνια καί πᾶμε πρός τά ἔσχατα, πρός τά χρόνια τοῦ ἀντιχρίστου, θά γίνεται ὅλο καί πιό ἐμφανής, γιατί βλέπετε ὁ κόσμος, ὅσο περνᾶνε τά χρόνια, γίνεται ὅλο καί πιό ἁμαρτωλός, ὅλο καί πιό σαρκικός, ὅλο καί πιό δαιμονικός καί ἀντίστοιχα οἱ χριστιανοί, γιά νά ἐπιβιώσουν σ’ αὐτόν τόν κόσμο, θά πρέπει νά γίνουν ὅλο καί πιό ἅγιοι, ὅλο καί πιό ξεκάθαρα χωρισμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία κι ἀπό τόν κόσμο. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει αὐτή ἡ συναναστροφή καί ἡ ἀνάμειξη καί ἡ ταύτιση τῆς ζωῆς τους μέ τή ζωή μας. Καί ὅλο καί περισσότερο θά φαίνεται αὐτός ὁ ἀποχωρισμός. «Δέν ἐξενιτεύθεις χωρίς λόγο, ἀλλά γιά νά ἑτοιμαστεῖς στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου καί νά γνωρίσεις πῶς τόν καθένα ἀπ’ αὐτούς θά συντρίψεις στήν κατάλληλη περίσταση ἕως ὅτου ἐλευθερωθεῖς ἀπ’ αὐτούς καί φθάσεις στήν ἀνάπαυση τῆς ἀπαθείας»[33]. -Γιατί ὁ μοναχός φεύγει ἀπό τόν κόσμο; Κατεξοχήν γιά νά μάθει νά πολεμάει τόν διάβολο. Μέσα στήν ἡσυχία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ κατ’ ἀρχάς τόν ἑαυτό του, νά δεῖ τά λάθη του, νά βάλει διάγνωση στήν ψυχή του καί ν’ ἀρχίσει τήν πνευματική θεραπεία μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του. Ὅταν θεραπευθεῖ αὐτός, μετά θά μπορεῖ νά βοηθήσει ἐνδεχομένως, ἄν τόν καλέσει ὁ Θεός, καί τόν κόσμο. «Ἄν ἐγκατέλειψες, ἀδελφέ, τόν κόσμο καί τίς ἀνέσεις του, πρόσεχε ἀπό τόν δαίμονα τῆς λύπης, μή τυχόν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης πτωχείας καί τῆς θλίψεως δέν κατορθώσεις νά φθάσεις στό μέτρο τῶν μεγάλων ἀρετῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι: τό νά μήν ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου, νά ὑποφέρεις τήν περιφρόνηση καί τήν ὕβρη καί τό νά μήν ἀναφερθεῖ τό ὄνομά σου πουθενά σ’ αὐτό τόν κόσμο». Βλέπετε; Ὑψηλές ἀρετές μᾶς λέει τώρα ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, τίς ὁποῖες καλεῖται νά ἐξασκήσει ὁ χριστιανός, ὁ κάθε χριστιανός, ὄχι μόνο ὁ ἀσκητής. Νά μήν ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου, δηλαδή νά μή λυπᾶσαι τό σῶμα σου. Νά μήν ὑποκύψεις στούς λογισμούς τῆς δειλίας καί τῆς φιλαυτίας, πού σοῦ λέει, μή νηστεύεις, μή κουράζεσαι… πρόσεχε μή κρυώσεις, μή πονέσεις κ.λ.π. Ὄχι! Γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ θά εἴμαστε ἕτοιμοι καί νά πεθάνουμε ἀκόμα. Νά ὑποφέρεις τήν περιφρόνηση, δηλαδή νά μή λογαριάζεις τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Γιατί ὁ κόσμος ὁπωσδήποτε θά σέ περιφρονήσει καί ὄχι μόνο.. θά σέ καταδιώξει.. καί ὄχι μόνο… θά σέ μισήσει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε «καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων»[34]. Θά γίνετε μισητοί ἀπό ὅλους. Καί ὅσο περνᾶνε τά χρόνια τό βλέπουμε αὐτό, ὁ χριστιανός πλέον γίνεται ὅλο καί λιγότερο ἀνεκτός ἀπό τόν κόσμο. Ἤδη, ἄς 105

ποῦμε, κυριαρχοῦνε οἱ ὁμοφυλόφιλοι… στή νομοθεσία καί στά νομοθετήματα.. κακά τά ψέματα.. Ἄκουσα -ἀπό ἔγκυρα χείλη- στόν Καναδᾶ ὑπάρχει νόμος πού, ἄν οἱ γονεῖς ποῦνε στό παιδί τους ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι κακό πράγμα, τό παιδί τους τό παίρνει τό κράτος! Τούς ἀφαιροῦν τήν ἐπιμέλεια τοῦ παιδιοῦ! Αὐτό εἶναι ἐπίσημος νόμος. Στόν Καναδᾶ αὐτό. Σιγά-σιγά αὐτά θά ἔρθουν κι ἐδῶ. Ἀναγκαστικά λοιπόν θά ὑπάρξει αὐτή ἡ ἀποξένωση καί αὐτή ἡ ἐχθρότητα καί αὐτό τό μίσος ἐδῶ γιά τό ὁποῖο μιλάει ὁ Χριστός μας, ὅτι θά γίνετε μισητοί ἀπό ὅλους. Γιατί ἀκριβῶς ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ποῦμε ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε χριστιανοί. Ἄν γίνουμε ὑποκριτές -Θεός φυλάξοι- τότε βέβαια θά λέμε αὐτά πού λένε κι αὐτοί, ἀλλά θά πᾶμε στόν πάτο τῆς κόλασης, στή χειρότερη κόλαση. Νά μήν ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου, νά ὑποφέρεις τήν περιφρόνηση καί τήν ὕβρη. Βλέπετε σήμερα ὅσοι εἶναι παραδοσιακοί… -Τί θά πεῖ παραδοσιακός; Αὐτός πού ἀκολουθεῖ τήν Ἱερά Παράδοση. Δέν εἶναι ὁ ἀπαρχαιωμένος. Δέν εἶναι ὁ κολλημένος. Δέν εἶναι ὁ ἀγκυλωμένος στό παρελθόν, ὅπως τό λένε. Εἶναι αὐτός πού εἶναι πάντοτε νέος, γιατί ἡ Ἱερά Παράδοσή μας εἶναι πάντοτε νέα, εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας. Κι ὅμως οἱ χριστιανοί πού εἶναι τέτοιοι, τούς λένε παραδοσιακούς, τούς λένε κολλημένους, φονταμενταλιστές κ.λ.π. Ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε ὕβρεις καί ἀπαξίωση. Νά μή σέ νοιάζει αὐτό! Αὐτό εἶναι ἀποξένωση, αὐτό εἶναι ξενιτεία. Νά μή σέ νοιάζει ἄν θά ὑποφέρεις γιά τόν Χριστό. Κι ακόμα, νά μήν ἀναφερθεῖ, λέει, τό ὄνομά σου πουθενά σ’ αὐτό τόν κόσμο. Μεγάλη ἀρετή κι αὐτή, νά ἐπιδιώκεις τήν ἀφάνεια. Ὅσο γίνεται βέβαια… Δέν θά ὑποκρίνεσαι ὅμως. Σήμερα πολλοί ὑποκρίνονται τόν ἀσεβή, ὄχι τόν εὐσεβή, γιατί εἶναι τῆς μόδας ἡ ἀσέβεια, εἶναι τῆς μόδας ἡ ἀθεΐα. Καί εἶναι σέ ἕνα ἐστιατόριο καί δέν κάνει κανένας τόν σταυρό του. Κι ἕνας πού ἔχει λίγο φόβο Θεοῦ, δέν τολμάει.. ἤ τόν κάνει ἔτσι πολύ κρυφά.. σκύβει νά μήν τόν δεῖ κανένας. Γιατί; Γιατί τόν νοιάζει τί θά πεῖ ὁ κόσμος καί φοβᾶται ν’ ἀκούσει ὅτι εἶναι θρησκόληπτος. Θά τόν ποῦνε θρησκόληπτο ἐπειδή ἔκανε τόν σταυρό του.. ἤ θά τόν ποῦνε, τέλος πάντων, διάφορα κοσμητικά ἐπίθετα. Τά ξέρετε, νά μήν τά ἐπαναλαμβάνω. Λοιπόν, νά μή σέ νοιάζει αὐτό καί νά μήν ἐπιδιώκεις ν’ ἀκουστεῖ τό ὄνομά σου, ὅπως ἐπιδιώκουν οἱ ἄνθρωποι οἱ φιλόδοξοι. «Γιατί ἄν ἀγωνιστεῖς νά ἀποκτήσεις αὐτές τίς ἀρετές, αὐτές θά ἑτοιμάσουν τόν στέφανο τῆς ψυχῆς σου»[35]. Ἐσύ νά κάνεις αὐτά πού λέει ὁ Χριστός κι ἄν τότε ἀκουστεῖ τό ὄνομά σου περιφρονητικά καί ἀπαξιωτικά, αὐτό εἶναι τιμή σου. Ἐδῶ λέει νά μήν ἀκουστεῖ τό ὄνομά σου, γιατί συμπλέεις μέ τόν κόσμο. Ὁ κόσμος προβάλλει αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κάνουν τά τοῦ κόσμου. Καί ἡ μασονία καί ὅλοι αὐτοί πού κυριαρχοῦν σήμερα προβάλλουν τούς δικούς τους. Καί νομίζει κανείς ὅτι αὐτοί εἶναι σπουδαῖοι γιατί ὅλα τά Μ.Μ.Ε. αὐτούς δείχνουν. Ὄχι, 106

ἁπλούστατα ἐπειδή ταιριάζουν μ’ αὐτούς πού ἔχουν τά Μ.Μ.Ε. γι’ αὐτό καί προβάλλονται. Ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πολύ καλύτεροι πού δέν προβάλλονται, γιατί εἶναι ἀντίθετοι μέ τά πιστεύω αὐτῶν πού κυριαρχοῦν στά Μ.Μ.Ε. «Γιατί ἄν ἀγωνιστεῖς», λέει, «νά ἀποκτήσεις αὐτές τίς ἀρετές, αὐτές θά ἑτοιμάσουν τούς στεφάνους τῆς ψυχῆς σου»[36]: νά μήν ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου, νά ὑπομείνεις τήν περιφρόνηση καί τήν ὕβρη καί νά μήν ἀναφερθεῖ τό ὄνομά σου πουθενά σ’ αὐτό τόν κόσμο. Ἐάν τά κάνεις αὐτά, λέει, φτάσεις σ’ αὐτές τίς ἀρετές, ἔχεις ἕτοιμα τά στεφάνια σου. Τά στεφάνια τῆς ψυχῆς σου ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ἀπό τόν Θεό. «Ἐπειδή δέν θεωροῦνται πτωχοί ἁπλῶς αὐτοί πού ἀρνήθηκαν τόν κόσμο καί πτωχεύουν μόνο κατά τό φαινόμενο, ἀλλά ἐκεῖνοι πού πτώχευσαν ἀπό κάθε κακία». Ξέρετε, ὑπάρχει μακαρισμός, πού λέει ὁ Χριστός μας «μακάριοι οἱ πτωχοί»[37], ὄχι τῷ πνεύματι, αὐτό εἶναι στό κατά Ματθαῖον. Στό κατά Λουκᾶν λέει «μακάριοι οἱ πτωχοί». Εἶναι μακάριοι δηλαδή αὐτοί πού γίνονται πτωχοί ἑκούσια γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ κατά Χριστόν πτωχεία, ἡ ὁποία εἶναι μεγίστη ἀρετή καί αὐτή τήν ἀσκεῖ ὁ μοναχός, ἀλλά καί ὁ κάθε χριστιανός θά πρέπει νά προσπαθεῖ ὅσο γίνεται νά ζεῖ πτωχικά, μέ ὅσο γίνεται λιγότερα πράγματα. Αὐτοί λοιπόν ὅμως δέν εἶναι πού ζοῦνε πτωχικά μόνο ὡς πρός τά ὑλικά, ἀλλά κατεξοχήν πτωχοί «αὐτοί πού πτωχεύουν ἀπό κάθε κακία καί εἶναι ὅπως οἱ πεινασμένοι τῇ τροφῇ, ἔτσι κι αὐτοί θυμοῦνται καί πεινοῦν τόν Θεό καί ζητοῦν τόν Θεό. Οὔτε πάλι ἀποκτοῦν τήν ἀπάθεια αὐτοί μόνο πού ἔχουν ἐξωτερική θλίψη, ἀλλά ἐκεῖνοι πού φροντίζουν γιά τή διόρθωση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου καί κόβουν τά θελήματά τους καί αὐτοί θά λάβουν τόν στέφανο τῶν ἀρετῶν»[38]. Λέει ὁ Κύριος «μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ῥῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ»[39] καί πάλι λέει εἶστε μακάριοι ἐάν θλιβεῖτε καί ὑπομείνετε θλίψη γιά χάρη τοῦ Κυρίου. Ἀλλά αὐτές οἱ θλίψεις δέν εἶναι μόνο οἱ ἐξωτερικές. Κατεξοχήν θλίψη εἶναι καί τό νά κόψεις τό θέλημά σου καί νά ἀρνηθεῖς τίς ἄνομες ἐπιθυμίες σου καί νά κατευθύνεις τίς ἐσωτερικές σου δυνάμεις πρός τόν Θεό. Γιατί βλέπετε, πῶς σήμερα μᾶς ἔχει πιάσει μιά τεμπελιά καί ὄχι μόνο ἐξωτερικά, σωματικά τεμπελιάζει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά κατεξοχήν καί πνευματικά, καί οὔτε προσευχόμαστε οὔτε μελετοῦμε, ἀδρανεῖ καί ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος. Λοιπόν.. μία θλῖψις εἶναι κι αὐτή, νά κινητοποιήσεις τήν ἐσωτερική σου δύναμη, αὐτό πού λέμε νοῦς, νά τήν κατευθύνεις στόν Θεό. Αὐτό εἶναι κόπος. Νά μπεῖς σ’ αὐτούς τούς ἑκούσιους κόπους, στίς ἑκούσιες θλίψεις, γιά χάρη τοῦ Θεοῦ καί τότε γίνεσαι ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί φτάνεις στήν ἀπάθεια. «Νά προσπαθεῖς ἐπίσης», λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας, «νά ἀντιληφθεῖς καλῶς μέ ποιά πρόφαση θορυβοῦν οἱ λογισμοί πού σέ ταράσσουν». -Γιατί φοβᾶσαι νά ξενιτευθεῖς; Νά ἀποξενωθεῖς ἀπό τόν κόσμο; 107

Νά ἀρνηθεῖς τήν ἀνάπαυση τοῦ κόσμου καί τά καλά τοῦ πολιτισμοῦ, θά λέγαμε, καί τά ὑλικά, χρήματα, ἀγαθά.. καί τούς συγγενεῖς, καί ὅλα αὐτά πού δίνουνε μία -ἐξωτερικά- ἐξασφάλιση. Γιατί σέ θορυβοῦν αὐτοί οἱ λογισμοί, πού σοῦ λένε, πῶς θά γίνεις χριστιανός;.. καί θά ἀπομονωθεῖς ἀπ’ ὅλους.. κ.λ.π. «Διότι πολλές φορές», λέει, «σοῦ φέρνουν ἀμέλεια ἐπειδή σέ ἀπασχολοῦν μέ τή σκέψη νά ἀλλάξεις τόπο χωρίς αἰτία καί πάλι ἐσύ μετανοημένος παραμένεις. Τό κάνουν δέ αὐτό -οἱ δαίμονες- ὥστε ὁ νοῦς σου νά παραμένει ἀργός καί μετέωρος»[40]. Δέν σέ ἀφήνουν οἱ δαίμονες νά ἀλλάξεις τρόπο ζωῆς καί μένεις σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ μετεωρισμοῦ, τῆς ἀργίας καί οὔτε ξεκόβεις ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό αὐτούς πού πρέπει νά ξεκοπεῖς οὔτε καί προχωρεῖς πνευματικά. Εἶναι τέχνη τῶν δαιμόνων κι αὐτή. Καί σέ κρατᾶνε ἔτσι μετέωρο. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀποφασιστικά κάνει τήν ἀποταγή του καί τήν ξενιτεία του ἀπ’ ὅλους καί ἀπ’ ὅλα πού τόν ἐμποδίζουν. «Ὅσοι ἔχουν ἀντιληφθεῖ τήν κακουργία αὐτῶν τῶν λογισμῶν παραμένουν ἀτάραχοι, εὐχαριστοῦντες τόν Κύριο γιά τόν τόπο τόν ὁποῖο ἔδωκε σ’ αὐτούς γιά νά ὑπομένουν»[41]. Ἐδῶ μιλάει καί γιά τούς μοναχούς πού τούς βάζει ὁ διάβολος νά ἀλλάζουν τόπο καί νά πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλον. Γιά τόν χριστιανό πού ζεῖ στόν κόσμο βέβαια, τόν βάζουνε νά ἀναζητάει τίς ἀναπαύσεις τοῦ κόσμου καί νά πάει ἐδῶ.. νά πάει ἐκεῖ.. Καί ἔχουμε ἀνθρώπους πού ἔχουνε γυρίσει ὅλες τίς σέκτες καί ὅλες τίς αἱρετικές ὁμάδες περιπλανώμενοι καί ψάχνουν νά βροῦν... Τί ψάχνουν νά βροῦν; Τελικά εἶναι ὑποδουλωμένοι σ’ αὐτό τό πνεῦμα τό δαιμονικό, γιατί δέν κάνουν τή σωστή ἀποταγή, τή σωστή ξενιτεία. «Ἡ ὑπομονή καί ἡ μακροθυμία καί ἡ ἀγάπη καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά εὐχαριστεῖται εἰς τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες»[42]. Πολλές φορές ὁ διάβολος τί κάνει; Προσπαθεῖ νά σέ βγάλει καί ἀπ’ τόν πνευματικό. Νά σέ διώξει ἀπ’ τόν πνευματικό. Σοῦ βάζει λογισμούς γιά τόν πνευματικό σου, ὥστε νά σέ κάνει περιφερόμενο, νά πηγαίνεις ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, γιατί τάχατες δέν σέ ἀναπαύει αὐτός ὁ πνευματικός, νά πᾶς κάπου ἀλλοῦ. Δέν λέω γιά αὐτές τίς περιπτώσεις τῶν πνευματικῶν χωρίς Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί, δυστυχῶς, ὑπάρχουν καί τέτοιοι στήν ἐποχή μας, καί ἀπ’ αὐτούς πρέπει νά φεύγεις τρέχοντας! Ἀλλά μιλάω γιά ἕναν πνευματικό, ὁ ὁποῖος σοῦ δείχνει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κοπιώδης βέβαια καί ἔχει καί κάποια θλίψη. Δέν πρέπει νά σηκωθεῖς νά φύγεις καί ν’ ἀναζητήσεις κάτι ἄλλο, τάχατες γιά ν΄ ἀναπαυθεῖς περισσότερο, δηλαδή γιά νά ὑπηρετηθοῦν τά πάθη σου σέ τελευταία ἀνάλυση. «Ἡ ὑπομονή καί ἡ μακροθυμία καί ἡ ἀγάπη καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά εὐχαριστεῖται εἰς τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες. Ἡ ἀμέλεια καί ἡ ἀπροσεξία καί ἡ ἀγάπη τῆς ἀναπαύσεως ἀναζητοῦν τόπο στόν ὁποῖο δοξάζονται. Ὁπόταν ἀπό τήν δόξα τῶν πολλῶν ἐξασθενοῦν οἱ αἰσθήσεις καί κατ’ ἀνάγκη τά πάθη πλέον τούς αἰχμαλωτίζουν, τούς καταδυναστεύουν καί καταστρέφουν διά τοῦ μετεωρισμοῦ καί τῆς πλησμοσύνης τήν ἐσωτερική ἐγκράτεια»[43]. Τώρα μιλάει γιά ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος ζεῖ μέ ἀμέλεια, κοιτάει νά ἑλκύσει τή δόξα τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε αὐτή ἡ 108

δόξα, λέει, ἐξασθενεῖ τίς αἰσθήσεις, τήν νήψη, τήν ἐγρήγορση καί ὁδηγεῖ τόν μοναχό στόν μετεωρισμό καί χάνεται ἡ ἐγκράτεια. Ἀλλά τό ἴδιο γίνεται καί μέ ἕναν ὁποιοδήποτε χριστιανό. Ἄν ὁ χριστιανός ἐπιδιώκει νά τά ’χει καλά μέ ὅλους, νά τά ’χει καλά μέ τόν κόσμο, αὐτός ὁπωσδήποτε θά χάσει τήν ἐσωτερική ἐγκράτεια καί θά μετεωρίζεται καί θά ζητάει πάντα πῶς νά ἀρέσει στούς ἄλλους καί ὄχι πῶς νά ἀρέσει στόν Θεό. Θά ποῦμε κι ἕνα τελευταῖο τοῦ Ἁγίου Διαδόχου καί νά σταματήσουμε. «Δέν μπορεῖ ἡ ψυχή νά ἐπιθυμήσει νά χωρισθεῖ ἀπό τό σῶμα, ἐάν ἡ διάθεσή της δέ γίνει τελείως ἀδιάφορη γιά αὐτόν τόν κόσμο»[44]. Βλέπετε τί λέει κι ἐδῶ; Ὄχι μόνο ὁ μοναχός, ἀλλά καί ὁ κάθε χριστιανός, θά πρέπει νά ἔχει αὐτή τήν ἀποσύνδεση ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο. Πῶς λέει στήν πρός Διόγνητον ἐπιστολή, πού εἶναι ἕνα διαμάντι τῶν μεταποστολικῶν χρόνων, τῶν χρόνων μετά τούς Ἀποστόλους, δέν ξέρουμε ποιός τήν ἔχει γράψει, οἱ χριστιανοί, λέει, κατοικοῦν σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά πολιτεύονται στόν οὐρανό. Ὁ νοῦς τους εἶναι ἐκεῖ. Ζοῦμε ἐδῶ, ἀλλά εἶναι σάν νά μή ζοῦμε. Ὁ νοῦς μας θά πρέπει νά εἶναι ἐκεῖ. Νά εἴμαστε ἀποχωρισμένοι, ἀποξενωμένοι, ἀδιάφοροι γιά αὐτό τόν κόσμο. Γι’ αὐτό βλέπετε καί μεταξύ τοῦ χριστιανισμοῦ - τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ πολιτισμοῦ ὑπάρχει μιά ἀντινομία. -Ὁ πολιτισμός τί θέλει νά κάνει; Ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἀθανάσιος ὁ Μυτιληναῖος, θέλει νά φέρει τόν Παράδεισο στή γῆ, νά φτιάξει τόν χαμένο Παράδεισο χωρίς ὅμως νά κυκλοφορεῖ μέσα στόν Παράδεισο ὁ Χριστός!.. ὅπως κυκλοφοροῦσε στόν ἀρχαῖο Παράδεισο. Νά τά ἔχουμε ὅλα καί νά ἔχουμε καί τίς ἡδονές τίς σαρκικές καί νά μήν ἔχουμε τόν Θεό. Ἐνῶ ὁ χριστιανισμός τί μᾶς λέει; «Ούκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»[45]. Δέν ἤρθαμε γιά νά μείνουμε, δέν εἶναι ἐδῶ ἡ πόλη μας. Ἀναζητοῦμε τήν μέλλουσα πόλη. Γι’ αὐτό ὁ χριστιανός θά πρέπει νά ζεῖ μέ μιά τέτοια διάθεση, νά εἶναι ἀποσυνδεδεμένος ἀπό τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου, ὄχι ὅτι δέν θά χρησιμοποιεῖ τά πολιτισμικά ἀγαθά, ἀλλά δέν θά προσκολλᾶται, δέν θά κάνει κατάχρηση, «χρώμενοι ἀλλ΄ οὐ καταχρώμενοι τοῦ κόσμου»[46]. «Ὅλες οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος ἀντιστρατεύονται πρός τήν πίστη, ἐπειδή οἱ μέν αἰσθήσεις συνδέουν τόν ἄνθρωπο μέ τά παρόντα, ἐνῶ ἡ πίστις ὑπόσχεται στόν ἄνθρωπο τήν ὑπερτάτη τελειότητα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν»[47]. Ὅσο κανείς ἐνεργοποιεῖ τίς ἐξωτερικές αἰσθήσεις, κολλάει στά παρόντα, στά γήινα, ἐξασθενεῖ ἡ πίστη. Βλέπετε σήμερα μέ ὅλο αὐτό τόν τεχνικό πολιτισμό καί τήν προσκόλληση τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταλήξει νά λατρεύουν τόν πολιτισμό, ὁπότε μιλᾶμε γιά μιά εἰδωλολατρία, ἔχουν χάσει τήν πίστη τους αὐτοί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καί τό λέει ἐδῶ, τό ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς. «Πρέπει λοιπόν ὁ ξενιτεύων καί ἀγωνιζόμενος», καί αὐτός θά πρέπει νά εἶναι κάθε χριστιανός ὅπως εἴπαμε, «νά μήν ἐνθυμεῖται ποτέ ὡραιόκλαδα καί σκιερά δένδρα ἤ δροσερές πηγές ἤ κήπους μέ διάφορα ἄνθη ἤ οἰκίες πολυτελεῖς ἤ νά ἐνθυμεῖται τίς 109

σχέσεις του μετά τῶν συγγενῶν του οὔτε νά σκέπτεται, ἐάν τύχει, πανηγυρικές τιμές, ἀλλά νά χρησιμοποιεῖ, μετ’ εὐχαριστήσεως τά ἀναγκαῖα, νά θεωρεῖ δέ τόν παρόντα βίο ὡς μία ὁδό ξένη, στερημένη ἀπό πᾶσα σαρκική ἐπιθυμία. Γιατί μόνο ἐάν περιορίσουμε ἔτσι τή διάνοιά μας, θά γίνει δυνατό νά τήν ἐπαναφέρουμε ὁλόκληρη στά ἴχνη τῆς αἰωνίας ζωῆς. Ἐπειδή ἡ ὅρασις καί ἡ γεῦσις, ὡς καί οἱ ὑπόλοιπες αἰσθήσεις, ὅταν τίς μεταχειριζόμαστε ὑπέρ τό μέτρον, διασκορπίζουν τήν μνήμη τῆς καρδιᾶς»[48], τή μνήμη δηλαδή τήν καρδιακή, τήν νοερά προσευχή. Ὅσο ἐνεργοποιεῖς τίς ἐξωτερικές αἰσθήσεις, τί θά φᾶμε.. τί θά πιοῦμε.. τί θά δοῦμε.. κατεξοχήν τί θά δοῦμε, τόσο κλείνουν οἱ ἐσωτερικές αἰσθήσεις. «Πρώτη ἡ Εὔα ἐπαληθεύει μέ τή συμπεριφορά της αὐτό τό πράγμα - διότι ἕως τή στιγμή πού δέν πρόσεξε τό δένδρο», πού εἶχε πεῖ ὁ Θεός νά μή φᾶνε ἀπ’ αὐτό τό δέντρο, «ἐνεθυμεῖτο μέ προσοχή τό θεϊκό πρόσταγμα». Θυμόταν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἄκουσε τόν διάβολο πού τῆς εἶπε, φάε ἀπ’ αὐτό τό δέντρο, καί κοίταξε τό δέντρο, λέει, ἦταν «ὡραῖον εἰς ὅρασιν καί καλός εἰς βρῶσιν ὁ καρπός»[49], ἔχασε τή μνήμη τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς καί ἁμάρτησε, ὅταν ἐνεργοποίησε τίς αἰσθήσεις. Βλέπετε τί ρόλο παίζει ἡ ὅραση καί οἱ ἐξωτερικές αἰσθήσεις. Ὅσο δέν τίς εἶχε ἐνεργοποιημένες καί δέν ἔβλεπε τό δέντρο πού ἀπαγορευόταν νά φάει «σκεπαζότανε μέ τίς πτέρυγες τοῦ θείου ἔρωτος καί ἀγνοοῦσε ἀκόμα καί τή γυμνότητά της. Ἐπειδή ὅμως εἶδε τό δένδρο, εὐχαρίστως καί τό ἄγγιξε μέ πολλή ἐπιθυμία, στή συνέχεια γεύθηκε τόν καρπό μέ κάποια ἐνεργό ἡδονή καί ἀμέσως καταλήφθηκε, ὡς γυμνή, ἀπό φιλόσαρκο διάθεση γιά σωματική σχέση»[50]. Δέν ὑπῆρχε στόν Παράδεισο σαρκική σχέση. Ὑπῆρχε ἡ παρθενία. Ἡ σαρκική σχέση μπῆκε μετά ἀπό τήν πτώση. «Ἀφοῦ δέ κατέστησε ἐμπαθή ὁλόκληρη τήν ἐπιθυμία της, παραδόθηκε στήν ἀπόλαυση τῶν παρόντων, περιπλέξασα καί τόν Ἀδάμ στό πταῖσμα της ἐξαίτιας τῆς εὐχαρίστου γεύσεως καί ὄψεως τοῦ καρποῦ»[51]. Βλέπετε πῶς ἀπό τήν ὅραση γεννιέται ἡ ἐπιθυμία ἡ σαρκική καί ἡ ἁμαρτία. «Ἀπό τότε λοιπόν μέ δυσκολία ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μπορεῖ νά ἐνθυμεῖται τόν Θεό ἤ τίς ἐντολές Του», γιατί κολλήσαμε διά τῶν αἰσθήσεων στά αἰσθητά πράγματα. «Ἐμεῖς λοιπόν ἀποβλέποντες συνεχῶς στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας», ὄχι λοιπόν στά ἔξω, ἀλλά μέσα μας νά βλέπουμε, «καί ἐνθυμούμενοι ἀκαταπαύστως τόν Θεό, ἄς διερχόμαστε ὡς τυφλοί τήν εὐκόλως ἐξαπατῶσα παροῦσα ζωή», τόν παρόντα αἰῶνα τόν ἀπατεῶνα, ὅπως λέμε καί στούς Χαιρετισμούς. Ἄς διερχόμαστε ὡς τυφλοί τήν εὐκόλως ἐξαπατῶσα παροῦσα ζωή! «Γιατί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς πραγματικῆς πνευματικῆς φιλοσοφίας εἶναι τό νά συγκρατεῖς πάντοτε τά μάτια σου νά μήν ἀγαποῦν τίποτε. Αὐτή τήν ἀλήθεια μᾶς διδάσκει καί ὁ πολύπειρος Ἰώβ· ἐάν δέ ἡ καρδία μου ἠκολούθησε πιστά τόν ὀφθαλμό μου». Δέν ἀκολούθησε, λέει, ἡ καρδιά μου τόν ὀφθαλμό μου. Δηλαδή αὐτά πού βλέπεις νά μήν τά κάνεις ἀντικείμενο πόθου καί ἐπιθυμίας. Νά τά βλέπεις ψυχρά. Κι ἄν δέ μπορεῖς, μήν τά βλέπεις καθόλου: «ἤ ὁρῶν μή ἔρα ἤ ἐρῶν μή ὅρα». Τό ξέρετε αὐτό. Ἐάν, λέει βλέπεις, νά μήν πέφτεις σέ ἔρωτα αὐτῶν πού βλέπεις. Ἤ ἄν δέν μπορεῖς, τότε μή 110

βλέπεις καθόλου. «Αὐτό εἶναι γνώρισμα καί κατάσταση τελειότατης ἐγκράτειας καί ξενιτείας»[52]. Βλέπετε πόσο ὡραῖα μᾶς τά λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί πόσο ἀπελευθερωτικά εἶναι ὅλα αὐτά! Γιατί σήμερα ζοῦμε μιά ὑποδούλωση στά πάθη μας, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἀσκοῦμε αὐτή τήν ἀρετή τῆς ξενιτείας. Τῆς ἀποξένωσης δηλαδή τροπικά ἀπό πρόσωπα καί πράγματα, τά ὁποῖα μᾶς δένουν μέ τή γῆ, μέ τήν ὕλη καί μέ τά πάθη. Ὅλα αὐτά εἶναι θεραπευτικά. Καί ξαναλέω, δέν εἶναι διαφορετικά γιά τούς μοναχούς καί διαφορετικά γιά τούς λαϊκούς. Ὅλοι καλούμαστε νά τηρήσουμε τίς ἐντολές κι ἄν κανείς δέν κάνει αὐτή τήν ξενιτεία, δέν ἀσκήσει αὐτή τήν ἀρετή τῆς ἀποταγῆς καί τῆς ξενιτείας ἀπό τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά ζήσει χριστιανικά. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης https://hristospanagia3.blogspot.com [1] Εὐεργετινός, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001 (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός). [2] Α΄Ἰωάν. 5, 19. [3] Β΄Κορ. 6, 17. [4] Κλῖμαξ, Λόγος Γ΄, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος, ἐκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 2009 (στό ἑξῆς: Κλῖμαξ, Λόγος Γ). [5] Κλῖμαξ, Λόγος Γ. [6] Ὅ.π. [7] Ὅ.π. [8] Ματθ. 23, 13. [9] Κλῖμαξ, Λόγος Γ. [10] Εὐεργετινός. [11] Ὅ.π. [12] Ὅ.π. [13] Ὅ.π. [14] Ὅ.π. [15] Πρβλ. Ματθ. 5, 28. [16] Γέν. 12, 1. [17] Α΄Κορ. 5, 9. [18] Πρβλ. Α΄Κορ. 5, 11. [19] Κλῖμαξ, Λόγος Γ. [20] Εὐεργετινός. [21] Ματθ. 18, 9. [22] Εὐεργετινός. [23] Ὅ.π. [24] Ὅ.π. [25] Ὅ.π. [26] Ὅ.π. 111

[27] Ὅ.π. [28] Ὅ.π. [29] Ὅ.π. [30] Ὅ.π. [31] Ὅ.π. [32] Ματθ. 8, 22. [33] Εὐεργετινός. [34] Μάρκ. 13, 13. [35] Εὐεργετινός. [36] Ὅ.π. [37] Λουκ. 6, 20. [38] Εὐεργετινός. [39] Ματθ. 5, 11. [40] Εὐεργετινός. [41] Ὅ.π. [42] Ὅ.π. [43] Ὅ.π. [44] Ὅ.π. [45] Ἑβρ. 13, 14. [46] Α΄Κορ. 7, 31. [47] Εὐεργετινός. [48] Ὅ.π. [49] Γέν. 2, 9. [50] Εὐεργετινός. [51] Ὅ.π. [52] Ὅ.π. 112

Ἡ κατά Χριστόν ξενιτεία – Β΄ Μέρος Συνεχίζουμε σήμερα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο μέρος ἀπό τό κεφάλαιο περί ξενιτείας, πού εἶναι ἡ Ὑπόθεσις 13η τοῦ Εὐεργετινοῦ καί ἔχει τόν ἑξῆς τίτλο: «Ὁ ἀποτασσόμενος πρέπει νά ξενιτεύει, περί ποίας ξενιτείας πρόκειται καί ποιά ὠφέλεια προέρχεται ἐξ αὐτῆς καί ποιοί εἶναι οἱ καταλληλότεροι τόποι πρός ἄσκηση»[1]. Τήν προηγούμενη φορά εἴχαμε πεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἀρετή δέν ἀφορᾶ μόνο στούς μοναχούς, ἀλλά σέ ὅλους τούς χριστιανούς, γιατί ὅλοι οἱ χριστιανοί κάνουμε ἀποταγή τήν ἡμέρα πού βαφτιζόμαστε. Καί βέβαια, ἐπειδή τώρα βαφτιζόμαστε νήπια, ὁ νονός μας, ὁ ἀνάδοχός μας λέει ἀντί γιά μᾶς τό «Ἀποτάσσομαι τῷ Σατανᾷ καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ..» καί ἔτσι ξενιτευόμαστε ἀπό τόν σατανᾶ καί τά ἔργα του, ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό ὅ,τι ἤτανε τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, ὅλοι πρέπει ν’ ἀσκήσουμε τήν ξενιτεία, ἄν ὄχι τοπικά, δηλαδή νά φύγουμε ἀπό τό σπίτι μας καί ἀπό τήν πόλη μας καί ἀπό τό χωριό μας, ἀλλά ὁπωσδήποτε τροπικά, δηλαδή ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας νά εἶναι διαφορετικός ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Γιατί ὁ κοσμικός τρόπος ζωῆς εἶναι ὁ δαιμονικός τρόπος ζωῆς, ἀφοῦ ὁ κόσμος «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[2], ὅπως μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἀναγκαστικά θά ἔχουμε μία σύγκρουση μέ τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν κοσμικά, μικρή ἤ μεγάλη. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «δέν ἦρθα νά βάλω εἰρήνη, ἀλλά μάχαιρα.. νά χωρίσω πατέρα ἀπό γιό, μητέρα ἀπό κόρη..»[3], γιατί ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει σύμπνοια καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν τόν Θεό, δέν θέλουν τόν Χριστό καί τίς ἐντολές Του. Ὁπότε ἀναγκαστικά θά ὑπάρχει αὐτή ἡ διαφοροποίηση καί αὐτή ἡ ἀποξένωσις, πολλές φορές καί μεταξύ συγγενῶν κατά σάρκα. Δέν πρέπει ὁ χριστιανός νά διστάζει ἤ νά νιώθει ἔνοχος πού εἶναι μακριά ἀπό σαρκικούς συγγενεῖς ἐφόσον αὐτοί εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός ὁ ἴδιος, ὁ Χριστός μας, μᾶς εἶπε, ἄν σέ σκανδαλίζει τό μάτι σου, πρέπει νά τό βγάλεις. «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιός σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ, καί εἰ ἡ δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, ἀπόκκοψον αὐτήν»[4] καί ἄν τό δεξιό σου πόδι σέ σκανδαλίζει, νά τό κόψεις. Σέ συμφέρει νά πᾶς μέ ἕνα μάτι, μέ ἕνα χέρι, μέ ἕνα πόδι στόν Παράδεισο παρά καί μέ τά δύο στήν κόλαση[5]. Καί ἐννοεῖ βεβαίως ὁ Κύριος νά ἀποκοποῦμε ἀπό αὐτούς πού εἶναι «πολύτιμοι» γιά μᾶς σάν τό δεξί μας μάτι, τό χέρι, τό πόδι. Εἶναι τόσο πολύ οἰκεῖοι, τόσο πολύ δικοί μας, ὅπως εἶναι οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς μας ἤ κάποιοι φίλοι ἐνδεχομένως πολύ στενοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως μᾶς ἐμποδίζουν -αὐτό θά πεῖ σκανδαλίζω- νά προχωρήσουμε στόν πνευματικό δρόμο, στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί μᾶς βάζουνε παγίδες. Σκάνδαλο στήν κυριολεξία εἶναι ἕνα ξύλο, ἕνα παλούκι, πού εἶναι μπηγμένο στή γῆ καί δέν φαίνεται καί περπατώντας κανείς σκοντάφτει καί πέφτει. Περί ξενιτείας λοιπόν ὁ λόγος καί θά δοῦμε πῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες συμβουλεύουν καί τούς μοναχούς καί ὅλους μας, γιατί πάλι ὅπως ἔχουμε πεῖ, ὁ μοναχός δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἕνας καλός χριστιανός, ὁ ὁποῖος βεβαίως ἔχει πάρει ἀπόφαση νά δοθεῖ ὁλοκληρωτικά εἰς τόν Θεό, 100%, καί νά κάνει καί κάποια δῶρα στόν Θεό, τά ὁποῖα 113

δέν τά ζητάει ὁ Θεός ἀπό ὅλους, ἀλλά ὅσοι θέλουν Τοῦ τά προσφέρουν. Εἶναι ἡ παρθενία, ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ ὑπακοή. Ἄς δοῦμε λοιπόν τί λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. «Ὁ κόσμος», λέει, «αὐτός μοιάζει μέ μία διεφθαρμένη γυναίκα, ἡ ὁποία, μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ κάλλους, σύρει ὅσους τήν βλέπουν στόν πόθο πρός αὐτή»[6]. Καί ὅταν λέει κόσμος ἐννοεῖ βεβαίως ὄχι τούς ἀνθρώπους ὅλους, ἀλλά τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, τό κοσμικό φρόνημα, στό ὁποῖο δυστυχῶς ὑποτάσστονται ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων. Καί λέει ὅτι αὐτός ὁ κόσμος, αὐτό τό σύστημα ἄν θέλετε, εἶναι σάν μία πόρνη, ἡ ὁποία μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ κάλλους, φαίνεται ὅτι εἶναι ὡραία, ἐνῶ εἶναι διεφθαρμένη καί βρωμερά. Φαίνεται ὅτι εἶναι ὡραῖος ὁ κόσμος, ἐνῶ εἶναι διεφθαρμένος καί βρωμερός, σύρει ὅσους τόν βλέπουν στόν πόθο πρός αὐτόν. «Καί ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ἔστω καί λίγο, θά αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό τόν πόθο αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί θά περιπλακεῖ μ’ αὐτόν, δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά χέρια του μέχρις ὅτου τελειώσει τή ζωή του». Ὁ κόσμος εἶναι ἕνας φοβερός τύραννος καί ἄν κανείς λίγο δέν προσέξει καί αἰχμαλωτιστεῖ, πάρα πολύ δύσκολα ξεφεύγει ἀπ’ αὐτό. Βλέπετε καί οἱ ἄντρες καί οἱ γυναῖκες, πού εἶναι ὑποταγμένοι σέ κάποιες συνήθειες, τίς λέμε κοσμικότητα, κοσμικές συνήθειες. Ἰδίως οἱ γυναῖκες πού θέλουν νά βάφονται, νά φτιάχνονται.. καί ὅταν καταλάβουν ὅτι εἶναι λάθος ὅλο αὐτό, γιατί δέν ἐπιτρέπεται νά ἀλλοιώνει κανείς τό σῶμα του, τό πρόσωπό του κ.λ.π. δυσκολεύονται πάρα πολύ, γιατί ἀκριβῶς ὁ κόσμος, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, αὐτόν πού τόν ἀγκαλιάζει, δέν τόν ἀφήνει εὔκολα νά τοῦ ξεφύγει, μέχρις ὅτου τελειώσει τή ζωή του ἀκόμα! «Καί τότε, ὅταν τόν ἀπογυμνώσει ἀπό ὅλα, τόν πετᾶ ἔξω ἀπό τόν οἶκο του κατά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του· καί τότε μόλις ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ὁ κόσμος αὐτός ἦταν πλάνος καί ἀπατεῶνας»[7]. –Γιατί τί σημασία ἔχει ἡ γνώμη τοῦ κόσμου τελικά; Σοῦ προσθέτει κάτι; Σοῦ ἀφαιρεῖ κάτι ὅταν εἶναι ἀρνητική; Τίποτα δέν σοῦ ἀφαιρεῖ. Ἀλλά αὐτό ὁ ἄνθρωπος δέν τό καταλαβαίνει παρά μόνο μπροστά στόν θάνατο. Ἐπειδή, βλέπετε, ξεχνᾶμε τόν θάνατο, δέ θυμόμαστε ἐκείνη τήν τελευταία μας ὥρα, πολύ εὔκολα ὑποτασσόμαστε στό τί θά πεῖ ὁ κόσμος καί τί κάνει ὁ κόσμος καί ἔτσι πλανόμαστε καί ἐξαπατώμεθα. «Ἐάν λοιπόν», λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, αὐτός ὁ μέγας ἀσκητής, «θέλει κανείς νά ἐξέλθει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν καί νά δεῖ τίς παγίδες του, ἄς μείνει μακράν αὐτοῦ». Ὅπως ἕνας παρατηρητής, ἄν θέλει νά δεῖ τή γῆ πῶς εἶναι, θά πρέπει νά βγεῖ ἀπό τή γῆ, καί θά δεῖ ὅτι εἶναι στρογγυλή κ.λ.π. Ἔτσι κι ἐσύ, ἄν θέλεις νά δεῖς τί σημαίνει κόσμος, βγές λίγο ἀπό τόν κόσμο, στάσου λίγο μακριά του, μακριά ἀπό τίς συνήθειες καί ἀπό τόν τρόπο ζωῆς τόν κοσμικό «καί τότε θά μπορέσεις νά ἀντιληφθεῖς τήν ἀσχήμια του»[8], τή βρωμιά του. Ἡ ἀλήθεια γιά τόν κόσμο γίνεται ἀντιληπτή, ὅταν κανείς βγεῖ ἔξω ἀπ’ αὐτόν. 114

Αὐτά τά σοφά μᾶς λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, καί εἶναι πολύ διδακτικά, γιά νά μήν αἰχμαλωτιζόμαστε καί νά μήν ὑποκρινόμαστε. Λέγαμε καί τήν ἄλλη φορά ὅτι σήμερα, ἐπειδή ἐπικρατεῖ στόν κόσμο ἡ ἀσέβεια, πολλοί πού ἔχουν καί λίγο φόβο Θεοῦ καί λίγη χριστιανοσύνη, θά λέγαμε, μέσα τους, ὑποκρίνονται τόν ἀσεβῆ καί ἐνῶ πρέπει νά κάνουν τόν σταυρό τους περνώντας ἀπό μιά ἐκκλησία, διστάζουν καί δέν τόν κάνουν ἤ τόν κάνουν κάτω ἀπ’ τό σακάκι τους, τό ὁποῖο εἶναι μιά ὑποκρισία, ἕνα ψέμα. Ἤ σ’ ἕναν δημόσιο χῶρο, σ’ ἕνα τραπέζι, σέ μιά συνεστίαση, σ’ ἕνα ἐστιατόριο, διστάζουν νά ὁμολογήσουν τήν πίστη τους. Παλαιότερα, πού ἤτανε στή μόδα ἡ εὐσέβεια -ἄς τό ποῦμε ἔτσι- εἶχε πέραση… ἐκτιμᾶτο ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος, εἴχαμε τήν ἀντίστροφη ὑποκρισία. Ἐνῶ δέν ἦταν εὐσεβεῖς οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ γραμματεῖς, ὑποκρίνονταν τόν σωστό, τόν εὐσεβῆ, ἐνῶ ἦταν ἅρπαγες καί ἄδικοι κ.λ.π. Οὔτε τό ἕνα λοιπόν οὔτε τό ἄλλο. Θά πρέπει νά εἴμαστε εὐθεῖς, νά εἴμαστε ἁπλοί, καί γιά νά γίνεις ἁπλός καί νά μήν εἶσαι ὑποκριτής, θά πρέπει νά βγεῖς ἀπό τόν κόσμο, νά κάνεις αὐτή τήν ἀποταγή, νά ἀσκήσεις αὐτή τήν ξενιτεία ὡς πρός τόν τρόπο ζωῆς. Ἡ ὁποία ζητιέται ἀπό ὅλους. Δέν ζητιέται ἀπό ὅλους νά γίνουν μοναχοί, νά φύγουν καί νά πᾶνε μακριά σέ ἀκατοίκητο μέρος καί νά κάνουν ἕνα μοναστήρι καί νά μένουν σ’ ἕνα ἡσυχαστήριο κ.λ.π. ἀλλά ζητιέται ἀπό ὅλους νά φύγουμε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τόν διάβολο καί ἀπό τόν κόσμο πού «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[9]. «Στό Γεροντικό. Κάποτε, στή Σκυθόπολη ζοῦσε ἕνας ἀριστοκράτης». «Ταξεώτης» τό λέει στό ἀρχαῖο κείμενο, εἶχε κάποια ἀνώτερη τάξη, ἤτανε ἀνωτέρας τάξεως, «ὁ ὁποῖος διέπραξε πάρα πολλά ἁμαρτήματα καί παντοιοτρόπως ἐμόλυνε τό σῶμα του»[10]. Ἡ Σκυθόπολις παρεμπιπτόντως ὑπάρχει καί σήμερα. Εἶναι πόλις τῆς Παλαιστίνης καί ὀνομαζότανε Βεθσεάν ἤ Βεθσάν. Καί σήμερα ἑβραϊκά ἔτσι λέγεται. Καί τήν ὀνόμασαν οἱ Ἕλληνες Σκυθόπολη, γιατί εἶχε ἱδρυθεῖ -ὅπως πίστευαν- ἀπό τούς Σκῦθες καί ἦταν καί ἕδρα Ἐπισκόπου. Σήμερα ὑπάρχουν τά ἐρείπια αὐτῆς τῆς ἀρχαίας πόλης. Σ’ αὐτή τήν πόλη λοιπόν ζοῦσε αὐτός ὁ ἁμαρτωλός ἀριστοκράτης «αἰσθάνθηκε ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, συντριβή καί ἀπαρνήθηκε τόν κόσμο καί ἀφοῦ ἔκτισε ἕνα κελί σ’ ἕνα ἐρημικό μέρος, ἀσκήτευε σ’ αὐτό φροντίζοντας γιά τήν ψυχή του. Ὅταν τό ἔμαθαν μερικοί ἀπό τούς γνωστούς του, ἄρχισαν νά τοῦ στέλνουν τακτικά ἄρτους, φοίνικες», χουρμάδες θά λέγαμε, φροῦτα ὡραῖα κ.λ.π. φαγητά «καί ὅλα τά ἀναγκαῖα. Μόλις εἶδε -ὁ ἀναχωρητής- ὅτι βρίσκεται σέ ἀνάπαυση, χωρίς νά τοῦ λείπει τίποτε, λέει στόν ἑαυτό του: Πράγματι ἡ ἀνάπαυσις αὐτή θά μέ ἐκδιώξει ἀπό τήν ἐκεῖ ἀνάπαυση», ἀπό τήν εἰς τόν Παράδεισο ἀνάπαυση. «Ἐγώ δέ δέν εἶμαι ἄξιος νά ἔχω τέτοια ἀνάπαυση. Ἀμέσως λοιπόν ἐγκατέλειψε τό κελί του λέγοντας: Ἐμπρός, ψυχή μου, ἄς πορευθοῦμε πρός τή θλίψη, γιατί τό ψωμί μου πρέπει νά εἶναι ἡ τροφή τῶν ἀλόγων, δηλαδή τό χορτάρι, μέ τό ὁποῖο τρέφονται τά ἄλογα ζῶα, ἐπειδή διέπραξα καί τά ἔργα τῶν ἀλόγων ζώων»[11]. Αὐτός μᾶς διδάσκει καί κάτι σπουδαῖο, ὅτι δέν πρέπει κανείς νά ἔχει εὔκολη τήν ἀπόλαυση, καί μάλιστα ὅταν 115

εἶναι μοναχός, καί νά μήν εἶναι εὔκολος στό νά δέχεται δῶρα καί πράγματα πού τόν ὁδηγοῦν στήν ἀπόλαυση. Παίρνει λοιπόν τή γενναία αὐτή ἀπόφαση νά φύγει ἀπό τόν τόπο του καί αὐτό σημαίνει ξενιτεία. Μία διάσταση σπουδαία τῆς ξενιτείας εἶναι τό νά μήν εἶσαι στήν πατρίδα σου, νά φύγεις ἀπό τούς φίλους σου, τούς γνωστούς καί τούς συγγενεῖς, γιά νά ἔχεις περισσότερη ἄσκηση. Νά εἶσαι σέ ξένους ἀνάμεσα ὡς ξένος καί νά ἔχεις ἔτσι λιγότερη εὐκολία στό νά ἀπολαμβάνεις τά τοῦ κόσμου τούτου. Γιατί ἕνας πού δέν σέ ξέρει, φυσικά καί δέν θά σέ πλησιάζει εὔκολα καί δέν θά σοῦ φέρνει εὔκολα τά ἀγαθά τοῦ τόπου ἐκείνου. Θά πρέπει δηλαδή κανείς νά ἐπιλέγει ὄχι αὐτά πού ἀναπαύουν τήν σάρκα, ἀλλά αὐτά πού δυσκολεύουν τήν σάρκα. Καί ὅταν εἶσαι σ΄ ἕνα τέτοιο περιβάλλον, βοηθιέσαι πολύ στήν ἄσκηση, τήν κατά Θεόν ἄσκηση. Ὅσο κανείς κόβει τίς παρηγοριές τοῦ κόσμου τούτου, τόσο ἀνοίγεται στίς παρηγοριές τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε περιπτώσεις ἀσκητῶν πού εἶχαν μείνει τελείως μόνοι τους, εἶχαν στόν Θεό τήν ἐλπίδα τους καί δέν εἶχαν ἄνθρωπο νά τούς ὑπηρετήσει οὔτε νά τούς κάνει ἕνα ζεστό τσάι ὅταν ἦταν ἄρρωστοι κ.λ.π. ὅπως ὁ Ἅγιος Παΐσιος, καί ἔστειλε ὁ Θεός ἀγγέλους καί τούς ὑπηρετοῦσαν. Ἀλλά ὅταν πῆγαν ἄνθρωποι, ἔφευγε ὁ ἄγγελος… καί θρηνοῦσαν καί ὀδύρονταν, γιατί ἦρθες;.. καλύτερα νά μήν ἐρχόσουν.. μοῦ ἔδιωξες τόν ἄγγελο! Δηλαδή πρέπει νά ἔχουμε αὐτή τήν πίστη πού μετακινεῖ καί ὄρη καί μᾶς κάνει νά ζοῦμε σέ μιά ἄλλη, θά λέγαμε, διάσταση καί κατάσταση, νά ζοῦμε μέσα στόν Θεό, μέ τόν Θεό καί μέ τούς Ἁγίους καί τούς ἀγγέλους. «Μέ ποιόν τρόπο ἀποκόπτει ὁ ἄνθρωπος τήν πρώτη συνήθεια καί συνηθίζει νά ζεῖ στή ζωή τῆς στερήσεως καί τῆς ἀσκήσεως; Νά ζήσει τό σῶμα χωρίς τήν ἱκανοποίηση τῶν στοιχειωδῶν ἀναγκῶν του εἶναι ἀδύνατο, ὅσον ὅμως εἶναι δυνατό συγκρατεϊ αὐτό ὁ νοῦς ἀπό τίς ἀπολαύσεις καί τήν μαλθακότητα, ἐφόσον βεβαίως ὁ ἄνθρωπος παραμένει μακράν τῶν περιστάσεων», τῶν συνθηκῶν ἐκείνων, «οἱ ὁποῖες προκαλοῦν μαλθακότητα, ἐπειδή ὅταν βλέπει τά αἴτια τῶν ἀπολαύσεων καί τῆς μαλθακότητος», τά ὡραῖα φαγητά, τά γλυκά κ.λ.π. «ξυπνάει μέσα του φλογερή γιά αὐτά ἐπιθυμία καί τότε ἤ ἐπιστρέφει πάλι πρός αὐτά τά αἴτια, ἤ ἀναλαμβάνει ἀγῶνα ἰσχυρότατων πολέμων»[12]. Δυσκολεύει πάρα πολύ τόν ἀγῶνα του ἕνας ἄνθρωπος πού παραμένει μέσα στίς ἀφορμές τῶν παθῶν. Γι’ αὐτό δέν εἶναι σωστό αὐτό πού λένε κάποιοι, ἐγώ εἶμαι μέ ὅλους, κάνω παρέα μέ ὅλους, πηγαίνω ὁπουδήποτε καί δέν ἔχω κανένα πρόβλημα. Ἔχεις πρόβλημα! Γιατί ὅσο πιό εὔκολα εἶναι αὐτά τά ὁποῖα διεγείρουν τά πάθη καί ὅσο πιό ἔντονα καί προκλητικά, τόσο δυσκολεύεις τόν ἀγῶνα σου καί πολύ γρήγορα θά βρεθεῖς νά εἶσαι πτῶμα ἐξαίσιο.. ἤ θά ἔχεις πάρα πολύ μεγάλο ἀγῶνα, ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε εὔκολα νά ἀποφευχθεῖ ἐάν ἀσκοῦσες αὐτή τήν ἀπομάκρυνση, τήν ξενιτεία ἀπό τούς τόπους οἱ ὁποῖοι εἶναι πλούσιοι στά ὑλικά πράγματα καί σοῦ ἱκανοποιοῦν τά πάθη σου. Θά πρέπει δηλαδή νά ἐπιδιώκει τούς τόπους ὅπου δέν βρίσκει εὔκολα αὐτά πού ἀναπαύουν τή σάρκα καί ἱκανοποιοῦν τά πάθη. Ἄσκηση λοιπόν, νηστεία ὅταν θέλει νά κάνει κανείς, θά πρέπει νά φτιάξει καί τίς συνθῆκες ἔτσι ὥστε νά βοηθεῖται. Ἄν, ἄς ποῦμε, ἔχει ἕνα ψυγεῖο μέ τά πάντα μέσα 116

στό σπίτι του καί κάθε τόσο τό ἀνοίγει, πολύ δύσκολα θά καταφέρει νά νηστέψει. Ἐνῶ, ὅταν ἀδειάσει τό ψυγεῖο του καί τό σπίτι του ἀπό πράγματα πού δέν χρειάζονται καί κρατήσει τά τελείως ἀπαραίτητα, πολύ πιό εὔκολα θά κάνει τήν ἄσκησή του. Αὐτά ἐδῶ μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι καί ἔχουνε σημασία. Ἄν θέλει κανείς νά προχωρήσει πνευματικά, δέν θά πρέπει νά πηγαίνει λ.χ. στίς καφετέριες.. ὅλα αὐτά τά μέρη πού δίνουν μία ἀπόλαυση κοσμική καί γήινη, ἀλλά νά ἀσκεῖ ἀκριβῶς τήν ξενιτεία, τήν ἀπομάκρυνση ἀπό ὅλα αὐτά, τόν ἐγκλεισμό ὅσο εἶναι δυνατόν, νά μή βγαίνει πολύ ἔξω καί ὅλα αὐτά πού βοηθᾶνε στή νηστεία. Νά διαμορφώσει ἔτσι τή ζωή του, ὥστε νά τά ἔχει. Νά κόψουμε λοιπόν τίς ἀφορμές τῶν παθῶν. «Γι’ αὐτό καί ὁ Λυτρωτής ἡμῶν παρήγγειλε σ’ ἐκεῖνον πού ἤθελε νά Τόν ἀκολουθήσει, νά γυμνωθεῖ προηγουμένως καί νά ρίψει ἀπό ἐπάνω του τά αἴτια τῆς μαλθακότητας καί τοιουτοτρόπως νά Τόν ἀκολουθήσει». Ὅταν Τοῦ εἶπε κάποιος, Κύριε, θά Σέ ἀκολουθήσω ὅπου πᾶς, τοῦ λέει, νά ξέρεις, «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ»[13]. Τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ ἔχουνε φωλιές, Ἐγώ δέν ἔχω.. Πρέπει νά τό πάρεις ἀπόφαση, κι ἄν θέλεις νά Μέ ἀκολουθήσεις, νά μήν ἔχεις αὐτή τήν ἐπιθυμία γιά ἀνάπαυση σαρκική. Κι αὐτό βεβαίως ἰσχύει γιά ὅλους τούς χριστιανούς, ὄχι μόνο γιά τούς μοναχούς. Γιατί χριστιανός αὐτό σημαίνει, ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ καί θά πρέπει νά ρίψεις ἀπό πάνω σου ὅλα τά αἴτια τῆς μαλθακότητας. Γι’ αὐτό βλέπετε οἱ Ἅγιοι, πρόσεχαν τά πάντα καί τό τί ἔτρωγαν καί τό τί φοροῦσαν.. ὅλα νά εἶναι ἔτσι μέ μία σκληρότητα, θά λέγαμε. Καί τά ροῦχα νά εἶναι λίγο σκληρά, λίγο ἄγρια καί λίγο νά τσιμπᾶνε τό σῶμα καί ἡ τροφή νά εἶναι ἁπλή, πρόχειρη δηλαδή καί ὄχι ἡδονική, καί τό στρῶμα νά εἶναι σκληρό. Μερικοί βάζανε καί πέτρες ἀκόμα καί ξάπλωναν πάνω σέ μία ἁπλή κουβέρτα, σέ μία πολύ ἁπλή στρωμνή. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀκριβῶς γιά νά διώχνουνε τά αἴτια τῆς μαλθακότητας, τῆς τρυφῆς, τῆς ἀπόλαυσης τοῦ σώματος. «Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν ὡς ἄνθρωπος ἄρχισε νά πολεμάει ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τόν ἐπολέμησε εἰς ξηροτάτην ἔρημον»[14], σέ μία ἔρημο, πού τή γνωρίζουμε, στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, πού εἶναι τό Σαραντάρειο Ὄρος, πού εἶναι ξηροτάτη. Δέν ὑπάρχει τίποτα. Οὔτε βλάστησις οὔτε νερό. Σ’ αὐτή τήν τοποθεσία πολέμησε καί ὁ Κύριος τόν διάβολο καί ὄχι θά λέγαμε σέ ἕνα σαλόνι πού εἶχε ὅλα τά φαγητά. Λένε μερικοί, ὅταν κάποιος φεύγει γιά μοναχός, γιατί νά φύγει;.. νά κάτσει ἐδῶ μέσα στόν κόσμο, νά παλέψει μέ τούς πειρασμούς, μέ τίς προκλήσεις κ.λ.π. καί νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὅμως οἱ Ἅγιοι δέν κάνανε ἔτσι. Κι ἄν οἱ Ἅγιοι δέν κάνανε ἔτσι, ὁ Προφήτης Μωησῆς καί ὅλοι αὐτοί οἱ μεγάλοι Ἅγιοι.. ὁ Προφήτης Ἠλίας.. –Ἐμεῖς εἴμαστε πιό μεγάλοι Ἅγιοι ἀπό αὐτούς πού θά καθίσουμε μέσα στά αἴτια τῶν πειρασμῶν καί δέν θά βλαφτοῦμε; Ἐπειδή εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι, γι’ αὐτό ἀποφεύγουμε τά αἴτια. Καί ὁ σοφός στρατηγός, πού θέλει νά νικήσει στή μάχη, δέν ἐμπιστεύεται μόνο στίς δυνάμεις του, 117

ἀλλά διαμορφώνει καί ὅλες τίς συνθῆκες πού θά ἐπηρεάσουν τή νίκη, ἔτσι ὥστε νά νικήσει πιό εὔκολα καί πιό ἄκοπα. Θά κόψει τό νερό καί τό φαγητό στήν πόλη πού πολιορκεῖ. Θά τούς δυσκολέψει καί ἔτσι αὐτοί σιγά-σιγά θά παραδοθοῦν. Ἔτσι κι ἕνας πού θέλει νά πολεμήσει τά πάθη, θά πρέπει νά κόψει καί ὅλα τά αἴτια πού τρέφουν τά πάθη. Λόγου χάρη, ἕνας πού θέλει νά κόψει τά σαρκικά πάθη, θά πρέπει νά κόψει ὁτιδήποτε διεγείρει αὐτό τό πάθος εἴτε εἶναι θεάματα ἄπρεπα εἴτε εἶναι ἀκούσματα, γιατί ὁ ἄνθρωπος πορνεύει καί μέ τά μάτια, πορνεύει καί μέ τά αὐτιά. Ἔλεγε ἕνας γέροντας στό Ἅγιο Ὄρος, ὅταν εἶναι νέος ὁ ἄνθρωπος πορνεύει μέ τό σῶμα, μετά πού δέν μπορεῖ ἴσως μέ τό σῶμα, πορνεύει καί μέ τά μάτια, ἤ καί μέ τά αὐτιά καί ἀκούει διάφορες διηγήσεις γαργαλιστικές κ.λ.π. καί κάνει πορνεία – μοιχεία μέσα του. – Ἄν δέν κοποῦν ὅλα αὐτά, πῶς ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι καθαρός καί πῶς θά χαλιναγωγήσει τόν ἑαυτό του; «Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει νά ἐξέλθουμε ἐκ τῆς πόλεως, ἀφοῦ σηκώσουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ»[15]. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε»[16], λέει ἡ Ἁγία Γραφή. – Ἀπό ποιούς νά βγοῦμε; Ἀπό ποιά πόλη νά βγοῦμε; Ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τόν κόσμο, ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. –Καί νά ξεχωριστοῦμε ἀπό ποιούς; Ἀπό ὅλους αὐτούς πού ζοῦνε κοσμικά. Ἄς εἶναι καί συγγενεῖς μας, καί πρώτου βαθμοῦ ἀκόμα. Δέν μπορεῖς νά ζεῖς τή ζωή τους γιά νά τούς ἀρέσεις. Μά μετά λέει, θά μᾶς ἀφήσουνε, θά μᾶς κόψουνε τήν καλημέρα, τίς σχέσεις.. Ἄς μᾶς κόψουν τίς σχέσεις.. Ἐμεῖς καλημέρα θά τούς λέμε, ἀλλά δέ μποροῦμε νά εἴμαστε δίπλα τους καί νά τούς ἔχουμε δίπλα μας καί νά ὑποτασσόμαστε στόν τρόπο ζωῆς πού αὐτοί θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν. Ἐνῶ βλέπετε μιλᾶνε γιά ἐλευθερία οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι καί γιά ἀνθρώπινα δικαιώματα καί γιά ἀξιοπρέπεια κ.λ.π. ὅμως εἶναι οἱ πιό τυραννικοί ἄνθρωποι καί ὅταν δοῦνε ἕναν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔτσι νά προσπαθεῖ νά εἶναι μέ τόν Θεό, ἐξανίστανται καί ἐπαναστατοῦν καί ἀσκοῦν τεράστια δύναμη ἐπιβολῆς ἐπάνω του. Προσπαθοῦν νά τόν διαμορφώσουν ὅπως αὐτοί θέλουν, νά τόν κάνουν ὑποχείριό τους. – Γιατί δέν σέβεσαι ἐσύ πού λές ὅτι εἶσαι ὑπέρ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τήν ἐλευθερία μου; Ἐγώ θέλω νά ζήσω μέ τόν Θεό. 118

–Γιατί σώνει καί καλά θέλεις νά μέ φέρεις στό δικό σου τρόπο ζωῆς; Ἄν δέν εἶναι αὐτό ρατσισμός καί δικτατορία, τί εἶναι; Ἐξέλθετε, λοιπόν. Ἡ τροπική ἔξοδος. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε»[17]. «Ἄς ἐξέλθουμε μαζί μέ τόν Χριστό καί ἄς δεχθοῦμε ἐπάνω μας τούς ἐξευτελισμούς τούς ὁποιους ὑπέμεινε γιά μᾶς», αὐτά τά λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «γιατί γιά νά μᾶς λυτρώσει ἔπαθε ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ἐπειδή μόλις ὁ ἄνθρωπος ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν κόσμο καί τά κοσμικά πράγματα, γρήγορα λησμονεῖ τήν πρώτη του συνήθεια καί δέν βασανίζεται ἐπί πολύ χρόνο μέ τήν ἐνθύμηση τῶν ἀπολαύσεων τοῦ κόσμου»[18]. Φαίνεται νά εἶναι δύσκολο. Ἄν κανείς ὅμως κάνει τό βῆμα, ἤ καί τό πήδημα -πού φαίνεται νά εἶναι πήδημα στό κενό- καί φύγει ἀπ’ ὅλα αὐτά τά κοσμικά, τίς παρέες, τούς ἀνθρώπους τούς κοσμικούς, μέ τούς ὁποίους μέχρι τώρα συναναστρεφόταν, τόν τρόπο ζωῆς τόν κοσμικό, μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, λίγες βδομάδες, θά τά ἔχει ξεχάσει ὅλα καί θά τοῦ φαίνονται ὅλα πάρα πολύ φυσιολογικά καί ὡραῖα καί εὔκολα τά τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο δέν κάνει ὅμως τό βῆμα, τοῦ φαίνεται δύσκολο νά τά ἀποχωριστεῖ. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, ὅταν κοπεῖς ἀπό αὐτά, γρήγορα ἐλευθερώνεσαι καί ἀπό τήν ἐνθύμηση τῶν ἀπολαύσεων τοῦ κόσμου. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι ἔφτασαν σέ τόσο μεγάλα μέτρα ἁγιότητας καί ἄσκησης. «Πάρα πολύ βοηθάει στόν ἀγῶνα αὐτό τό νά ζεῖ στό κελί του», στό σπίτι του θά λέγαμε κατ’ ἀντιστοιχία ὁ χριστιανός, «μέ πτωχεία καί στερήσεις, καί νά εἶναι τό κελί του», τό σπίτι του, «ἄδειο καί γυμνό ἀπό κάθε τι πού θά ἦταν δυνατό νά κινήσει μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπόλαυσης»[19]. Μή θέλεις νά ἔχεις σπίτι πλούσιο, στολισμένο καί μέ ὅλα τά ἀπολαυστικά μέσα τά ὁποῖα διεγείρουν τίς αἰσθήσεις καί τά πάθη. –Γιατί λ.χ. τό σπίτι νά ἔχει τηλεόραση καί ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀναπαύουν τή σάρκα καί ξεκινᾶνε ἀπ’ αὐτά τά πάθη; «Ὅταν οἱ αἰτίες τῆς μαλθακότητας βρίσκονται μακριά ἀπό τόν ἄνθρωπο, δέν κινδυνεύει νά περιπέσει στόν διπλό πόλεμο, τόν ἐξωτερικό καί τόν ἐσωτερικό, δηλαδή τόν πόλεμο –πρῶτον– τῶν αἰσθήσεων καί –δεύτερον– τόν πόλεμο τῶν λογισμῶν»[20]. Λέει στήν Ἁγία Γραφή «ἀνέβη ὁ θάνατος διά τῶν θυρίδων»[21], ἀπό τά παράθυρα τῆς ψυχῆς, τίς θυρίδες, πού εἶναι οἱ αἰσθήσεις, καί μάλιστα τά μάτια καί τά αὐτιά κατεξοχήν, ἀλλά καί ἀπό τή γεύση καί τήν ἀφή καί τήν ὄσφρηση, περνάει ὁ θάνατος. Περνᾶνε δηλαδή οἱ δαίμονες πού διεγείρουν τά πάθη καί ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στίς ἄλογες ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες καί στίς συγκαταθέσεις καί στίς πτώσεις. Ἄν λοιπόν ἀπομακρύνεις τά αἴτια τῆς μαλθακότητας, ἀσκήσεις αὐτή τήν τροπική ξενιτεία, δέν θά πέσεις στόν πόλεμο πού ξεκινάει ἀπό τίς αἰσθήσεις καί δεύτερον στόν πόλεμο πού ξεκινάει ἀπό τούς λογισμούς. –Γιατί καί οἱ λογισμοί πῶς ξεκινοῦν; 119

Εἴτε ἀπό μνῆμες τοῦ παρελθόντος, οἱ ὁποῖες ξυπνᾶνε λόγω διαφόρων πραγμάτων πού εἴτε βλέπουμε εἴτε ἀκοῦμε. Μᾶς ξυπνᾶνε τίς μνῆμες τίς ἐμπαθεῖς.. καί νά πάλι ὁ πόλεμος. Ἐνῶ ἄν δέν ἔβλεπες καί δέν ἄκουγες, δέν θά εἶχες αὐτό τό ξύπνημα τῆς μνήμης καί τόν πόλεμο. «Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κρατάει μακριά ἀπό αὐτόν ὅσα προκαλοῦν τήν ἀπόλαυση, νικᾶ χωρίς κόπο καί εὐκολότερα ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει κοντά του ὅσα διεγείρουν τήν ἐπιθυμία του. Γιατί ὁ ἄνθρωπος σέ κάθε μέλος τοῦ σώματός του ἔχει καί τόν ἀντίστοιχο πόλεμο, γι’ αὐτό πρέπει νά προφυλάσσεται καί νά περιορίζει τόν ἐναντίον του πόλεμο»[22]. Εἶναι θά λέγαμε λαϊκά, τσάμπα κόπος νά ἀφήνεσαι ἔτσι μέ ἐλεύθερες καί λυμένες τίς αἰσθήσεις, χωρίς νά προσέχεις δηλαδή τί βλέπεις, τί ἀκοῦς κ.λ.π. ὁπότε θά συσσωρεύεις μέσα σου ἕνα σωρό προκλήσεις πού διεγείρουν τά πάθη καί τούς λογισμούς. «Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν εἶπε· πρέπει νά ἀποφεύγουμε τά σωματικά, δηλαδή τίς ὕλες, οἱ ὁποῖες ἐρεθίζουν τά πάθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κοντά στόν σωματικό πόλεμο, μοιάζει μέ ἄνδρα, ὁ ὁποῖος στέκει ἐπάνω ἀπό βαθύτατο λάκκο αὐτόν ὁπόταν θέλει νά τοῦ ἐπιτεθεῖ ὁ ἐχθρός τόν ρίχνει εὔκολα μέσα στόν λάκκο»[23]. Εἶναι πολλοί δυστυχῶς πού παίζουν μέ τή φωτιά καί εἶναι στό παρά πέντε νά ἁμαρτήσουν σαρκικά ἤ νά μήν ἁμαρτήσουν. Αὐτό, λέει ὁ ἀββᾶς Ποιμένας, εἶναι σάν ἕναν ἄνθρωπο πού εἶναι στό χεῖλος ἑνός μεγάλου λάκκου, στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ. Ἔ.. ὁ διάβολος μία νά τοῦ δώσει, τόν πετάει μέσα, τόν συντρίβει. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού τρώει καλά, πού κοιμᾶται καλά, πού δέν προσέχει τίς αἰσθήσεις του κ.λ.π. εἶναι σ’ αὐτή τήν κατηγορία, σάν αὐτόν πού βρίσκεται στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ. «Ἐάν ὅμως κανείς βρίσκεται μακριά ἀπό τά σωματικά», δηλαδή προσέχει τίς αἰσθήσεις του, δέν βλέπει ὅ,τι νά ’ναι, δέν ἀκούει ὁτιδήποτε, δέν συναναστρέφεται μέ τόν ὁποιοδήποτε, προσέχει τή διατροφή του, δέν τρώει ἀπρόσεχτα καί μάλιστα ἡδονικά, γαστρίμαργα καί λαίμαργα, προσέχει καί τήν ἀνάπαυσή του, νά μήν εἶναι ὑπερβολική, ὁ ὕπνος του καί ὅλα αὐτά, δηλαδή ἔχει μιά ἐγκράτεια στά σωματικά, ἀνάλογα μέ τίς ἀντοχές του βέβαια πάντα.. αὐτός ὁ ἄνθρωπος λέει «μοιάζει μέ ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀπέχει ἀπό τόν λάκκο», εἶναι σέ ἀπόσταση. «Αὐτός, κι ἐάν ἀκόμα συλληφθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό καί σύρεται πρός τόν βόθρο», τόν λάκκο, «γιά νά ριφθεῖ μέσα, μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ καθώς θά σύρεται καί συγχρόνως νά ζητήσει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ». Ἔχει ἕνα περιθώριο, δέν εἶναι στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καί ζητώντας τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ «ἔρχεται κοντά του, τόν βοηθάει καί ἀφαρπάζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά χέρια τοῦ ἐχθροῦ»[24]. Νά πόσο βοηθάει ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἄσκηση, ἡ ἀποξένωση ἀπό ὅλα αὐτά τά σωματικά, πού λέει ὁ ἀββᾶς Ποιμήν, τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Γιατί κακά τά ψέματα, ὁ κοσμικός τρόπος ζωῆς αὐτό διδάσκει στούς ἀνθρώπους, συνέχεια νά κυνηγοῦν τίς ἀπολαύσεις τῶν αἰσθήσεων. Καί εἶναι στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, νά πέσω ἤ νά μήν πέσω. Καί λέει, ἦταν ἡ κακιά ὥρα καί ἔπεσα στή μοιχεία.. Δέν ἦταν ἡ κακιά ἡ ὥρα, ἤσουν στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ κάθε στιγμή. Ἔ, κάποια στιγμή ὁ 120

διάβολος σοῦ ἔδωσε μία, σέ πέταξε. Τό θέμα εἶναι νά μήν εἶσαι στό χεῖλος, νά εἶσαι σέ ἀπόσταση, νά ἔχεις πάρει τά μέτρα σου. Πάντα νά ἔχεις λάβει τά μέτρα σου, νά εἶσαι μακριά, ὁπότε κι ἄν πέσεις σ΄ ἕναν πειρασμό, νά ἔχεις τόν χρόνο ν’ ἀντισταθεῖς καί νά φωνάξεις βοήθεια ἀπό τόν Θεό. «Κάποιος διηγήθηκε τήν ἑξῆς ἱστορία. Τρεῖς ἐργατικοί ἀδελφοί ἀγαπήθηκαν μεταξύ τους. Ἐξέλεξαν δέ διαφόρους τρόπους πνευματικῆς ζωῆς», διαφορετικούς τρόπους. «Ὁ ἕνας προτίμησε νά συμφιλιώνει ὅσους ἐχθρεύονται καί πολεμοῦν μεταξύ τους, συμφώνως μέ αὐτό πού λέει τό Εὐαγγέλιο «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί»[25]». Πῆρε αὐτή τήν ἐντολή νά ἐφαρμόσει καί ἔκανε ἔργο τῆς ζωῆς του τό νά συμφιλιώνει αὐτούς πού μάλωναν. Ἔργο Θεοῦ. «Ὁ δεύτερος ἀποφασισε νά ἐπισκέπτεται τούς ἀσθενεῖς», γιατί διάβασε στό Εὐαγγέλιο αὐτό πού λέει ὁ Κύριος «ἤμουν ἀσθενής καί Μέ ἐπισκεφτήκατε»[26]. «Ὁ τρίτος ἀνεχώρησε στήν ἔρημο». Ἔγινε ἀσκητής, ἄσκησε τήν ξενιτεία, τήν ἀποταγή τήν πλήρη «γιά νά ἐπιδοθεῖ στήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση μαζί μέ τούς Πατέρες. Ὁ πρῶτος, ἀφοῦ ἐκοπίασε πάρα πολύ μέ τίς ἔριδες καί τίς φιλονικίες τῶν ἀνθρώπων», προσπαθοῦσε νά τούς συμφιλιώσει «καί μή μπορώντας νά τούς ἱκανοποιήσει ὅλους, ἀφοῦ ἀπελπίστηκε, ἦλθε πρός ἐκεῖνον πού φρόντιζε τούς ἀσθενεῖς. Τόν βρῆκε ὅμως κι αὐτόν νά εἶναι λυπημένος καί νά μήν ἔχει τή δύναμη νά τελειώσει τήν ἐντολή», νά ὁλοκληρώσει αὐτό πού εἶχε ἀποφασίσει νά κάνει. Κι αὐτός εἶχε κουραστεῖ. «Ἀφοῦ συμφώνησαν λοιπόν καί οἱ δύο, ἔφυγαν νά συναντήσουν τόν ἀσκητή, θέλοντες νά μάθουν τί πέτυχε ἐκεῖνος ἀπό τήν ἄσκηση στήν ἡσυχία»[27]. Ἐμεῖς οἱ δυό σοῦ λέει ἀποτύχαμε, ἄς πᾶμε νά δοῦμε τόν τρίτο φίλο μας τί ἔκανε.. «Μόλις τόν εἶδαν, τοῦ διηγήθηκαν πρῶτα τά δικά τους, πῶς, δηλαδή, ὁ καθένας εἶχε ἀναρίθμητες θλίψεις καί δέν μπόρεσε νά ἀποτελειώσει τό ἔργο πού εἶχε ἑκουσίως ἀναλάβει καί στή συνέχεια παρακάλεσαν καί ἐκεῖνον νά τούς πεῖ τί ἀπεκόμισε ἀπό τήν ἡσυχία»[28]. Ἐσύ τουλάχιστον τά κατάφερες;… Βρῆκες αὐτό πού ποθοῦσες; Ἁπλά: βρῆκες τή Χάρη; Βρῆκες τό Ἅγιο Πνεῦμα; Τήν εἰρήνη; Τή χαρά; Τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; «Ὁ ἀσκητής βάζει τότε νερό σέ ἕνα δοχεῖο καί τούς λέει: – Προσέξτε τό νερό. Ἦταν δέ ἀκόμα τό νερό στό δοχεῖο ταραγμένο. Μετά ἀπό λίγη ὥρα πάλι τούς λέει: – Προσέξτε καί τώρα τό νερό· ἐν τῷ μεταξύ τό νερό εἶχε ἠρεμήσει πλέον. Καθώς λοιπόν παρατήρησαν, βλέπουν στό νερό, σάν νά ἔβλεπαν σέ καθρέφτη τά πρόσωπά τους. Τότε ὁ ἀσκητής τούς λέει: – Ἔτσι, ἀδελφοί μου, εἶναι κι αὐτός πού βρίσκεται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό τήν ταραχή δέν βλέπει τίς ἁμαρτίες του. Ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν κόσμο καί ἐγκατασταθεῖ σέ ἐρημικό τόπο καί ἡσυχάσουν οἱ αἰσθήσεις του, τότε βλέπει τά ἐλαττώματά του καί διορθώνεται, ἐάν θέλει, μέ τή βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ»[29]. Αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο δίδαγμα. Εἶναι αὐτό πού λέει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «πρῶτον καθαρθῆναι καί εἶτα καθᾶραι· πρῶτον φωτισθῆναι καί εἴτα φωτίσαι». Πρῶτα πρέπει νά καθαριστεῖς καί ἔπειτα νά φροντίσεις νά καθαριστοῦν καί οἱ ἄλλοι. Πρῶτα νά φωτιστεῖς ἐσύ καί μετά νά 121

φωτίσεις. Ἀλλά γιά νά καθαριστεῖς καί νά φωτιστεῖς, θά πρέπει νά δεῖς ἀπό ποιά πράγματα πρέπει νά καθαριστεῖς. Νά δεῖς τά πάθη σου, νά δεῖς τίς βρωμιές σου. Σκεφτεῖτε ἕναν ἄνθρωπο πού θέλει νά καθαρίσει, ἄς ποῦμε, ἕνα ροῦχο καί πάει μέσα στό ἀπόλυτο σκοτάδι. Μπορεῖ νά τό καθαρίσει; Ἀφοῦ δέ βλέπει ποῦ εἶναι ἡ βρωμιά, ποῦ εἶναι ὁ λεκές! Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὅσο εἶναι μέσα στόν κόσμο, δηλαδή ἐννοεῖ μέσα στόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, ὄχι πού ζεῖ μέσα σέ μιά πόλη. Μπορεῖ νά ζεῖς μέσα σέ μιά πόλη καί νά ζεῖς ἡσυχαστικά, χριστιανικά. Μπορεῖς νά δεῖς καί μέσα στήν πόλη τόν ἑαυτό σου, ὅταν δέν ἔχεις τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Μπορεῖ νά γίνει καί μέσα στήν πόλη ἡ κάθαρση. Καί παντοῦ μπορεῖ νά γίνει, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο πού μᾶς δείξανε οἱ Πατέρες. Αὐτό λέει ἐδῶ καί ὁ ἀσκητής. Ἐγώ ἐδῶ πού ἦρθα, ἡσύχασα ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Εἶναι πιό εὔκολο βέβαια στήν ἔρημο, σ’ ἕνα μοναστήρι, ἀλλά καί μέσα στόν κόσμο, ἐάν προσέχει κανείς καί λάβει τά μέτρα του, μπορεῖ. Πῆγα στήν ἔρημο καί ἔγινα σάν τό νερό αὐτό πού βλέπετε τώρα, πού εἶναι σάν καθρέφτης καί εἶδα τόν ἑαυτό μου, εἶδα τά πάθη μου. Καθαρίστηκα ἀπό τά πάθη μου. Καί τώρα βεβαίως, ἄν ἤθελε καί ἔπαιρνε εὐλογία, θά μποροῦσε νά βοηθήσει καί νά κάνει τό ἔργο καί τῶν ἄλλων δύο καί νά τό κάνει ἐπιτυχημένα. Δηλαδή νά συμφιλιώνει αὐτούς πού μάλωναν καί νά ἐπισκέπτεται τούς ἀσθενεῖς καί νά ἔχει καρπό. Οἱ ἄλλοι πῆγαν νά κάνουν πρῶτα τό ἔργο γιά τούς ἄλλους, χωρίς νά ἔχουν ἐργαστεῖ στήν ψυχή τους, ὁπότε κουράστηκαν, ἀπηύδησαν πού λέμε ἔτσι λαϊκά. Γιατί ἀκριβῶς ὁ κόσμος καί οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ, δέν θά σοῦ ποῦνε εὐχαριστῶ. Ἀντίθετα θά σέ κατηγορήσουν κιόλας. Ἐνῶ τούς εὐεργετεῖς, θά σοῦ ἀνταποδώσουν κακό στό καλό ἤ, ἴσως στήν καλύτερη περίπτωση, μιά ἀχαριστία. Δέν θά σοῦ ποῦνε εὐχαριστῶ. Ἕνας στούς δέκα, ἄν θά σοῦ πεῖ εὐχαριστῶ. Ὅπως στούς δέκα λεπρούς ὁ ἕνας εἶπε στόν Κύριο εὐχαριστῶ. Λοιπόν αὐτό, ἄν δέν ἔχεις ἐσύ καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη σου, θά σέ κουράσει, θά σέ ἀπογοητεύσει καί θά σέ ἀπελπίσει. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἐργαστεῖ στόν ἑαυτό του καί δέν ἐπιδιώκει πλέον τήν ἀνταπόδοση, ἀγαπάει γιατί ἔτσι ἀγαπάει ὁ Θεός καί ἔτσι θέλει ὁ Θεός ν’ ἀγαπᾶμε, χωρίς νά περιμένουμε τό εὐχαριστῶ, χωρίς νά περιμένουμε καλή συμπεριφορά, ἀντίθετα νά περιμένουμε κακή συμπεριφορά ἀπ’ αὐτόν πού εὐεργετοῦμε, αὐτός δέν θά κουραστεῖ, θά συνεχίσει ν’ ἀγαπάει παρόλο πού οἱ ἄλλοι δέν θά τόν ἀγαπᾶνε. Καί ἔτσι μπορεῖ κανείς νά βοηθήσει καί τούς ἄλλους νά φωτιστοῦν καί νά καθαρθοῦν. Νά λοιπόν ποιός εἶναι ὁ δρόμος. Πρῶτα θά καθαριστεῖς, θά βγεῖς τροπικά ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, ἄν μπορεῖς καί τοπικά ἀκόμα καλύτερα καί πιό εὔκολα, θά καθαριστεῖς ἀπ’ τά πάθη σου, θά φωτιστεῖς ἐσύ, θά πάρεις τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μετά θά μπορέσεις νά βοηθήσεις καί τούς ἄλλους νά καθαριστοῦν. Πάντα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ βέβαια, ὄχι ὅτι ἐσύ θά τούς καθαρίσεις καί θά τούς φωτίσεις, ἀλλά θά τούς δείξεις τόν δρόμο. Θά δοῦνε σέ σένα τί μποροῦνε νά γίνουν κι αὐτοί. Κι αὐτό εἶναι τό πολύ σημαντικό. Αὐτό ἔχει σημασία πάρα πολύ μεγάλη γιά ὅλους μας. Βλέπετε, οἱ γονεῖς πολλές φορές προσπαθοῦν νά συμμορφώσουν τά παιδιά τους, νά τούς δείξουν τόν δρόμο τόν σωστό, ἀλλά οἱ ἴδιοι 122

δέν ἔχουν ἐργαστεῖ στόν ἑαυτό τους, ἔχουν τά πάθη τους, ἔχουν τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. –Ὁπότε τό παιδί τί βλέπει; Βλέπει μία ὑποκρισία, νά προσποιεῖται ἡ μητέρα τήν καλή ἤ ὁ πατέρας τόν καλό καί νά διδάσκουν στό παιδί ὅτι αὐτά πρέπει νά κάνεις, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν τά κάνουν. Καί φυσικά καί τό παιδί λέει, γιατί νά γίνω σάν κι αὐτούς ὑποκριτής; Καί παίρνει κι αὐτό τόν εὔκολο δρόμο συνήθως, τόν κοσμικό τρόπο, καί γίνεται χειρότερος ἀπ’ τούς γονεῖς καί τό δείχνει κιόλας. Πρῶτα λοιπόν καθαρίζεσαι, ἀποτάσσεσαι, ξενιτεύεις γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, καί μετά βοηθᾶς καί τούς ἄλλους. «Ἕνας γέρων εἶπε: ὅπως ἀκριβῶς σέ δημόσιο δρόμο, ὁ ὁποῖος δηλαδή εἶναι στρωμένος καί καταπατεῖται συνεχῶς», ὅπως εἶναι ἡ ἄσφαλτος λόγου χάρη, «ἐκεῖ δέν ἀναπτύσσεται χλωρό χόρτο, οὔτε φυτρώνει ὁτιδήποτε καί ἄν σπείρεις, παρά μόνο στό άπάτητο ἔδαφος», πού εἶναι καί καλλιεργημένο βέβαια, «φυτρώνουν μέ εὐκολία τά φυτά, ἔτσι γίνεται καί μέ τούς ἀνθρώπους. Ἕως ὅτου βρισκόμαστε στό μέσο τῶν ὑλικῶν ἀπολαύσεων τοῦ κόσμου, ὁ νοῦς συνεχῶς ἐνοχλεῖται ἀπό τίς ἐξωτερικές μέριμνες καί καταπατεῖται, καί ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τά πάθη πού ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα στήν ψυχή του»[30]. Ἄν δέν φύγεις ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἄν δέν φύγεις ἀπ’ ὅ,τι ἐρεθίζει τίς αἰσθήσεις, θεάματα, ἰντερνέτ, καφετέριες, ὅπως εἴπαμε, ὅλα αὐτά τά κοσμικά.. θά εἶσαι καταπατημένος σάν ἕνας δρόμος ὁ ὁποῖος εἶναι ἄσφαλτος. Ἐκεῖ ὅ,τι καί νά σπείρεις, δέ φυτρώνει τίποτα. Ἄν δέ φύγεις ἀπ’ αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς, δέν μπορεῖς νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου, τά πάθη σου καί νά καλλιεργηθεῖς πνευματικά. «Ἄν αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάσει ἀπερχόμενος μακράν παντός περισπασμοῦ καί τῶν φροντίδων, τότε βλέπει τά πάθη πού φυτρώνουν μέσα του καί φαίνονται καθαρά πλέον. Ἐνῶ προηγουμένως αὐτά διέφευγαν τήν προσοχή του, ἄν καί ἦταν μέσα του καί αὐτός ἦταν διαρκῶς μέσα σ’ αὐτά καί περιπατοῦσε καί καταγινόταν μ’ αὐτά»[31]. Βλέπετε; Καί τό λένε οἱ ἄνθρωποι ὅταν μετανοοῦν, ξέρεις πάτερ, ὅλα αὐτά τά χρόνια ἦταν σάν νά ζοῦσα μέσα σ’ ἕνα ὄνειρο… ἤμουνα χαμένος, ἤμουνα χαμένη. Ἀκριβῶς, μέσα στόν κόσμο εἶσαι χαμένος. «Ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη»[32], εἶπε ὁ Κύριος γιά τόν ἄσωτο. Χαμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὅσο εἶναι μακριά τοῦ Θεοῦ, πατημένος δρόμος. Οὔτε τόν ἑαυτό του ξέρει, οὔτε τά πάθη του, οὔτε τόν πλησίον μπορεῖ νά γνωρίσει, οὔτε τόν Θεό. «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε ἕναν Γέροντα: – Εἶναι καλό, ἀββᾶ, νά κατοικήσω στήν ἔρημο;», νά πάω νά γίνω ἐρημίτης. «- Οἱ Ἰσραηλίτες, τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας, ὅταν ἀπαλλάχτηκαν ἀπό τούς περισπασμούς στήν Αἴγυπτο καί κατώκησαν σέ σκηνές, τότε τούς ἀποκαλύφθηκε, πῶς πρέπει νά σέβονται τόν Θεό. Ἐπίσης καί τά πλοῖα, ὅταν βρίσκονται ἀνοικτά στό πέλαγος καί ὑποφέρουν ἀπό τήν τρικυμία, δέ μποροῦν τίποτε νά κάνουν. Ὅταν ὅμως ἔλθουν στό λιμάνι, τότε ἐπιδίδονται στό ἐμπόριο. Ἔτσι 123

γίνεται καί μέ τόν ἄνθρωπο, ἐάν δέ φύγει ἀπό τήν ταραχή καί δέν παραμείνει καρτερικά σ’ ἕναν ἡσυχαστικό τόπο, ποτέ δέν εἶναι δυνατό νά λάβει ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας»[33]. Καί ἕνας ἄνθρωπος πού ζεῖ μέσα στόν κόσμο, ἔχει καί οἰκογένεια ἐνδεχομένως, πάλι θά πρέπει νά φύγει τροπικά ἀπό τήν ταραχή τοῦ κόσμου καί νά ἡσυχάσει. Νά βρίσκει τρόπο καί τόπο νά μελετᾶ, νά προσεύχεται καί ὅταν ἀκόμα εἶναι στήν ἐργασία νά εἶναι μέ τόν νοῦ του στόν Θεό. Νά μή χάνεται, νά μήν ξεχνιέται, νά κάνει κατά δύναμη προσευχή καί μελέτη ὅταν βρεῖ ἔστω λίγο χρόνο, νά παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό του, νά καταγράφει τίς πτώσεις του, νά ἐξομολογεῖται τακτικά. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔρθει σέ ἐπίγνωση ἀληθείας, νά γνωρίσει τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός δηλαδή. «- Καί τί πρέπει νά κάνει, πάτερ μου, γιά νά λάβει τό χάρισμα τῶν ἀρετῶν; ρώτησε πάλι ὀ ἀδελφός. Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: – Ἐάν θέλησει κανείς νά μάθει μία τέχνη, ἀφήνει κάθε ἄλλη φροντίδα καί ἀφιερώνεται σ’ αὐτή μόνο» καί κάνει μόνο αὐτή «καί μένει κοντά στόν δάσκαλο καί ταπεινώνεται καί δέχεται προσβολές· καί ἔτσι μαθαίνει τήν τέχνη. Ἀκριβῶς τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Μοναχό» καί μέ τόν χριστιανό γενικότερα, ὁ ὁποῖος, ἄν θέλει νά μάθει τήν τέχνη τοῦ χριστιανοῦ καί τοῦ χριστιανισμοῦ, νά γίνει πραγματικά ὀρθόδοξος, θά πρέπει «νά σταματήσει κάθε κοσμική ἀσχολία», ἐννοεῖ τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς καί δεύτερον «νά θεωρήσει τόν ἑαυτό του χειρότερο ἀπό κάθε ἄνθρωπο», νά ταπεινωθεῖ δηλαδή. Νά μή θεωρεῖ ὅτι ξέρει, ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη διδασκαλίας. «Καί τέλος νά ἐμπιστευθεῖ τόν ἑαυτό του σέ πνευματικό δάσκαλο»[34] καί τότε θά ἀποκτήσει τήν ἀρετή. Ὁπωσδήποτε χρειάζεται πνευματικός ὁδηγός. Τρία πράγματα λοιπόν τοῦ λέει. Ἄν θέλεις νά ἀποκτήσεις τήν ἀρετή, φύγε ἀπό κάθε κοσμική ἀσχολία, ἀπό κάθε περιττό, ἀπό καθετί πού ὑπηρετεῖ τή φιλοδοξία, τή φιλαργυρία, τή φιληδονία, αὐτό εἶναι ὁ κοσμικός τρόπος ζωῆς. Δεύτερον, νά ταπεινωθεῖς, νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό ὅλους, χειρότερο ἀπό κάθε ἄνθρωπο καί τρίτον, νά βρεῖς πνευματικό ὁδηγό καί νά ἐμπιστευθεῖς τή ζωή σου σ’ αὐτόν, ἐφόσον δεῖς ὅτι εἶναι ὄντως πνευματικός ὁδηγός καί ὁδηγεῖ σωστά. «Ἕνας Γέροντας διηγήθηκε τά ἑξῆς· ὅταν ἤμουν νεώτερος, εἶχα ἕναν Ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος εὐχαριστεῖτο πάντοτε νά πηγαίνει σέ ἀπομακρυσμένες ἐρήμους καί ἐκεῖ νά ἡσυχάζει· μία ἡμέρα λοιπόν τοῦ λέγω. – Γιατί, ἀββᾶ, φεύγεις πάντοτε στίς ἐρήμους; Ἔχω τή γνώμη, ὅτι αὐτός πού μένει κοντά στόν κόσμο καί βλέπει καί παραβλέπει πρός χάριν τοῦ Θεοῦ, ἔχει περισσότερο μισθό ἀπό αὐτόν πού δέν βλέπει τίποτε». Αὐτό πού λέγαμε καί προηγουμένως.. Γιατί φεύγεις; Κάτσε μέσα στόν κόσμο νά βλέπεις καί παραβλέπεις γιά χάρη τοῦ Θεοῦ καί θά πάρεις πιό πολύ μισθό… «Ὁ Γέροντας μοῦ ἀποκρίθηκε· πίστεψέ με, τέκνο μου, ὅτι μέχρις ὅτου φθάσει ὁ ἄνθρωπος στά μέτρα τοῦ Μωϋσέως καί γίνει σχεδόν υἱός τοῦ Θεοῦ, δέν ὠφελεῖται ἀπό τόν κόσμο. Ἐγώ εἶμαι ἀκόμα υἱός τοῦ Ἀδάμ· καί ὅπως ὁ πατήρ μου –ὁ Ἀδάμ– ἔτσι κι ἐγώ μόλις δῶ τόν καρπό τῆς ἁμαρτίας, ἀμέσως τόν ἐπιθυμῶ καί τόν λαμβάνω, τόν τρώγω καί πεθαίνω. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες μας ἔφευγαν στίς ἐρήμους, στίς 124

ὁποῖες δέν ἔβρισκαν τά ἀντικείμενα πού παρασύρουν τόν ἄνθρωπο στά πάθη καί γι’ αὐτό μέ εὐκολία τά φόνευαν»[35]. Βλέπετε πόσο σοφός ἦταν αὐτός ὁ Γέροντας καί πόσο ταπεινός! Δέν εἶμαι στά μέτρα τοῦ Μωϋσέως, εἶμαι υἱός τοῦ Ἀδάμ καί μέ τό πού θά δῶ τόν καρπό πού δέν πρέπει νά φάω, τόν ἐπιθυμῶ καί τόν ἁρπάζω, τόν τρώγω καί πεθαίνω. Γι’ αὐτό φεύγω. Καί ξέρετε καί τό ρητό αὐτό πού λέει «ἤ ὁρῶν μή ἔρα ἤ ἐρῶν μή ὅρα». Ἐάν βλέπεις, νά μήν ἐρωτεύεσαι. Ἐάν δέν μπορεῖς, μή βλέπεις καθόλου. Αὐτό κάνανε καί οἱ Ἅγιοι. Σοῦ λέει, ἐγώ δέν μπορῶ, μέ τό πού θά δῶ κάτι πού κινεῖ τά πάθη, ἀμέσως τό ἐπιθυμῶ. Γι’ αὐτό καλύτερα νά μή βλέπω καθόλου. Γι’ αὐτό φεύγανε στίς ἐρήμους καί γινόταν ἔτσι πολύ πιό εὔκολη ἡ καταπολέμηση τῶν παθῶν. «Ὁ ἀββᾶς Τιθόης εἶπε, ὅτι ξενιτεία εἶναι τό νά κρατάει ὁ ἄνθρωπος κλειστό τό στόμα του, ὁπουδήποτε καί ἐάν βρίσκεται»[36]. Κι ἄν θέλετε νά προσθέσουμε καί κλειστά τά μάτια του καί τά αὐτιά του, νά μήν ἀφήνει δηλαδή τούς ἐρεθισμούς νά περνοῦν μέσα του μέσω τῶν αἰσθήσεων καί ἔτσι νά κινοῦνται τά πάθη. Ἔτσι ξενιτεύει ὁ ἄνθρωπος. Μπορεῖ νά ζεῖ μέσα στόν κόσμο, ἀλλά νά εἶναι ξένος, νά ἀσκεῖ αὐτή τή μεγάλη ἀρετή τῆς ξενιτείας καί νά ἔχει πολύ εὔκολη τήν πνευματική ζωή. Γιατί λένε μερικοί δυστυχῶς: πάτερ, ἐσεῖς καλά εἶστε στό Ἅγιο Ὄρος ἤ στό μοναστήρι, βολευτήκατε ἐκεῖ.. Ἐμεῖς μέσα στόν κόσμο, δέ γίνεται νά ζήσουμε χριστιανικά. Αὐτό εἶναι ψέμα! Ἀλλίμονο.. ἄν δέν μπορεῖς νά ζήσεις πνευματικά ὅπου κι ἄν εἶσαι. Μπορεῖς, ἁπλῶς εἶναι πιό δύσκολο καί θά πρέπει νά προσέχεις πολύ περισσότερο ἀπό ἕναν πού εἶναι στό μοναστήρι καί δέν ἔχει συνέχεια μπροστά του τούς πειρασμούς, ὅπως τούς ἔχεις ἐσύ. «Τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ. Λιμήν γαλήνιος εἶναι κάθε τόπος, στόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εὔκολα ρυθμίζει τή ζωή του· ἐκεῖνοι δέ οἱ ὁποῖοι δέν κυβερνοῦν τή ζωή τους, πίπτουν ὅπως τά φύλλα ἀπό τά δένδρα»[37]. Γαλήνιο λιμάνι εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού κυβερνάει τή ζωή του καί ἔχει πνευματικό ὁδηγό. Αὐτός πού δέν ἔχει καθοδήγηση καί αὐτός πού δέν κυβερνᾶ, δέν ἀσκεῖ ἔτσι ἡγεμονία… «πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ»[38] ζητοῦσε ὁ Δαβίδ ἀπό τόν Θεό. Νά μοῦ δώσεις δηλαδή βούληση ἰσχυρή, ὥστε νά κυβερνῶ τόν ἑαυτό μου, νά ἡγεμονεύω, νά εἶμαι κύριος, νά εἶμαι αὑτοκράτορας (νά κρατῶ ἑαυτόν), τό ὁποῖο βέβαια δέ γίνεται χωρίς τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά θά πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά βοηθήσει μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε, νά γίνει δηλαδή ξένος ὡς πρός τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Ἔχει καί ἕνα πολύ μικρό κεφαλαιάκι, ἄς τό ποῦμε κι αὐτό… ὑπόθεσις 14η «Ἀπό ποῦ γεννιέται κατ’ ἀρχάς στόν ἄνθρωπο ὁ φόβος πρός τόν Θεόν καί ἡ ἀγάπη καί ἐπί πόσον καιρόν ὁ ἄνθρωπος χρεωστεῖ νά φοβῆται καί νά ἀγαπᾶ τόν Θεόν;»[39]. Τό δεύτερο σκέλος, βέβαια, τό καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι γιά πάντα. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά φοβᾶται τόν Θεό, νά σέβεται τίς ἐντολές Του καί περνάει σιγά-σιγά σ’ ἕνα ἀνώτερο εἶδος φόβου, ὅπου πλέον δέ φοβᾶται τήν κόλαση καί τίς ἐπαπειλούμενες τιμωρίες, ἀλλά φοβᾶται μή λυπήσει τόν Θεό. Ἀλλά ξεκινάει κανείς πάντα ἀπό τόν ἀρχικό φόβο, τόν φόβο τῆς κόλασης, ἐργάζεται τίς ἐντολές, ἐργάζεται τίς ἀρετές, 125

τηρεῖ τίς ἐντολές καί σιγά-σιγά αἰσθάνεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀγαπάει κι αὐτός τόν Θεό, ὁπότε μετά ἀναβαθμίζεται καί φτάνει στόν δεύτερο φόβο, νά μή λυπήσει τόν Θεό πού τόσο Τόν ἀγαπᾶ. «Στό Γεροντικό. Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Εὐπρέπειο: – Πῶς ἔρχεται κατ’ ἀρχάς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή;». Καί λέει ὁ γέροντας: «- Ἐάν ἐκλέξει ὁ ἄνθρωπος τήν ταπείνωση καί τήν ἀκτημοσύνη σύντομα ἔρχεται σ’ αὐτόν καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ»[40]. Πῶς συνδέεται, βλέπετε, ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ ταπείνωσις. Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, αὐτός πού ἔχει πεποίθηση στόν ἑαυτό του, ἔχει ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, αὐτός δέν φοβᾶται τόν Θεό, δέν σέβεται τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί πολλές φορές λέει, Ποιός Θεός;.. Ἐγώ!.. Κι αὐτός πού ἔχει πολλά, βασίζεται συνήθως σ’ αὐτά. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «δύσκολα οἱ πλούσιοι -οἱ πολυκτήμονες δηλαδή- θά περάσουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[41]. Γιατί δέν ἔχουν φόβο Θεοῦ. Ἐμπιστεύονται στά κτήματά τους, στά πλούτη τους καί νομίζουν ὅτι μ’ αὐτά εἶναι ἐξασφαλισμένοι. –Θέλεις ν’ ἀποκτήσεις φόβο Θεοῦ; Γίνε φτωχός γιά τόν Χριστό καί ταπεινός. Μήν ἔχεις αὐτοπεποίθηση, ἀλλά Θεοποίθηση. «Ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος εἶπε: ὅπως ἀκριβῶς ὁ λύχνος φωτίζει σέ τόπο σκοτεινό, ἔτσι καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔλθει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τόν φωτίζει καί τόν διδάσκει ὅλες τίς ἀρετές καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ»[42]. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἔνα λυχνάρι καί σιγά-σιγά βλέπει τί εἶναι ὁ Θεός, τί θέλει ὁ Θεός ἀπό αὐτόν, διδάσκεται ἀπό τόν Θεό καί προχωράει στήν πνευματική ζωή. «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε ἕναν Γέροντα: – Πῶς ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή;». Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «- Ἐάν ἐκλέξει ὁ ἄνθρωπος –πρῶτον– τήν ταπείνωση καί –δεύτερον– τήν ἀκτημοσύνη». Αὐτά πού εἶπε καί ὁ προηγούμενος γέροντας, ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπειος. Ἀλλά προσθέτει καί ἄλλα δύο: «καί ἐάν δέν κατακρίνει κανέναν», πού κι αὐτό βέβαια εἶναι ὑπερηφάνεια, εἶναι ἐγωισμός, εἶναι ἀπουσία ταπείνωσης δηλαδή, «καί –τέταρτο– ἄν σέ κάθε πράγμα ἐλέγχει τήν ψυχή του καί τῆς θυμίζει ὅτι πρόκειται κάποτε νά συναντήσει τόν Θεό» καί νά κριθεῖ, ὅταν θά ἔρθει ἡ φοβερή ὥρα τοῦ θανάτου καί κατεξοχήν κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἄν ἔχει αὐτά τά τέσσερα ὁ ἄνθρωπος, «τότε ἔρχεται σ’ αὐτόν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ»[43]. Ταπείνωση. Ἀκτημοσύνη, νά μήν ἔχει προσκόλληση στά ὑλικά πράγματα. Μπορεῖ νά ἔχει χρήματα, νά εἶναι καί πλούσιος ἀκόμα, ἀλλά νά μήν ἔχει τήν τροπική ἀκτημοσύνη, νά μήν ἔχει προσκόλληση σ’ αὐτά. Κι ἄν τά χάσει, νά μή στενοχωρηθεῖ. Ὅπως ἦταν ὁ Ἀβραάμ. Τρίτο, νά μήν κατακρίνει κανέναν καί τέταρτον, πάντοτε νά ἔχει τή μνήμη τῆς κρίσεως, τή μνήμη τοῦ θανάτου, τή μνήμη ὅτι θά συναντηθεῖ μέ τόν Θεό καί θά λογοδοτήσει. 126

Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας καί γιά τήν ξενιτεία, ὡς συμπλήρωμα σ’ αὐτά πού εἴπαμε τήν προηγούμενη φορά, καί γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, νά Τόν παρακαλέσουμε νά τά βάλουμε σέ πράξη ὅλα αὐτά καί ν’ ἀσκήσουμε αὐτή τήν τροπική ξενιτεία ἀπό τόν κόσμο καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ νά ἔχουμε πάντα στήν καρδιά μας. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης https://hristospanagia3.blogspot.com [1] Εὐεργετινός, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001 (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός). [2] Α΄Ἰωάν. 5, 19. [3] Ματθ. 10, 34-35. [4] Ματθ. 5, 29-30. [5] Ὅ.π. [6] Εὐεργετινός. [7] Ὅ.π. [8] Ὅ.π. [9] Α΄Ἰωάν. 5, 19. [10] Εὐεργετινός. [11] Ὅ.π. [12] Ὅ.π. [13] Λουκ. 9, 58. [14] Εὐεργετινός. [15] Ὅ.π. [16] Β΄Κορ. 6, 17. [17] Ὅ.π. [18] Εὐεργετινός. [19] Ὅ.π. [20] Ὅ.π. [21] Ἱερ. 9, 21. [22] Εὐεργετινός. [23] Ὅ.π. [24] Ὅ.π. [25] Ματθ. 5, 9. [26] Ματθ. 25, 36. [27] Εὐεργετινός. [28] Ὅ.π. [29] Ὅ.π. [30] Ὅ.π. [31] Ὅ.π. [32] Λουκ. 15, 32. [33] Εὐεργετινός. [34] Ὅ.π. 127

[35] Ὅ.π. [36] Ὅ.π. [37] Ὅ.π. [38] Ψαλμ. 50, 14. [39] Εὐεργετινός. [40] Ὅ.π. [41] Ματθ. 19, 23. [42] Εὐεργετινός. [43] Ὅ.π. 128

Νηστεία καί ἐγκράτεια Συνεχίζουμε τή σειρά αὐτῶν τῶν πολύ πνευματικῶν θεμάτων ἀπό τό βιβλίο πού ἔχει γράψει ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώβ καί λέγεται «Πνευματικό Ἀλφάβητο»[1] καί μᾶς βάζει στή θεμελιώδη πνευματική πορεία, μᾶς δίνει μᾶλλον τίς ὁδηγίες γιά μία καλή πνευματική ἀρχή, μᾶς βάζει τά θεμέλια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό λέγεται καί Ἀλφάβητο. Μᾶς δίνει δηλαδή τίς βάσεις πάνω στίς ὁποῖες πρέπει νά χτίσουμε τήν πνευματική ζωή, δηλαδή τή σωτηρία μας. Μᾶς μίλησε στήν ἀρχή γιά τούς λογισμούς. Τό πρῶτο κεφάλαιο ἦταν ὁ πόλεμος τῶν λογισμῶν. Μετά μᾶς μίλησε ὁ Ἅγιος γιά τόν φωτισμό, τόν θεῖο φωτισμό, καί τό τρίτο μάθημα ἦταν γιά τή συνείδηση καί γιά τή διάκριση πού πρέπει νά ἔχουμε. Γιατί κανείς μπορεῖ ν’ ἀγωνίζεται, ἀλλά, ἄν δέν ἔχει διάκριση, θά κοπιάζει χωρίς ὠφέλεια. Ὅπως ἕνας πού χτυπάει ἕνα σίδερο, ἀλλά δέν ἔχει σχεδιάσει τί θέλει νά φτιάξει. Δέν θά βγεῖ κάτι καλό. Τό τέταρτο μάθημα πού ἔχει ὁ Ἅγιος εἶναι περί νηστείας καί ἐγκρατείας. Εἶναι βέβαια ἐπίκαιρο αὐτό, γιατί καί τώρα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, νηστεύουμε ἑτοιμαζόμενοι γιά τή μεγάλη γιορτή τῶν Χριστουγέννων, τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ νηστεία, ὅπως μᾶς λένε οἱ ἅγιες γραφές, εἶναι συνηλικιώτης τῆς ἀνθρωπότητας. Τί θά πεῖ αὐτό; Ὅτι ἔχει ἴδια ἡλικία μέ τήν ἡλικία πού ἔχει ἡ ἀνθρωπότητα. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δηλαδή, πού ἦταν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πῆραν ὡς ἐντολή νά νηστεύουνε. Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη ἐντολή πού πῆραν ἀπό τόν Θεό, νά τρῶνε ἀπό ὅλα τά δέντρα πού ἦταν ἐκεῖ στόν Παράδεισο ἐκτός ἀπό ἕνα, ἀπό τό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Ἤτανε, λοιπόν, ἡ πρώτη-πρώτη ἐντολή. Σήμερα πολλοί ἄνθρωποι, δυστυχῶς, λένε ὅτι «ἐντάξει οἱ ἐντολές.. ἀλλά ἡ νηστεία δέν εἶναι τίποτα» καί μποροῦμε νά τή βάζουμε στήν ἄκρη. Παραθεωροῦν τή νηστεία καί δυστυχῶς πολύ λίγοι ἄνθρωποι νηστεύουν στίς μέρες μας. Κι ἄν κάποιος πεῖ ὅτι νηστεύει, τόν κοιτᾶνε καί παράξενα, καί μάλιστα τοῦ ἐπιτίθενται κιόλας.. τί εἶναι αὐτά πού κάνεις;… τάχατες ἀπό ἐνδιαφέρον.. θά κινδυνέψει ἡ ὑγεία σου.. θά ἀρρωστήσεις.. μήν κάνεις ὑπερβολές… Κι ὅμως αὐτή ἡ ἐντολή ἦταν ἡ πρώτη πού δόθηκε στόν ἄνθρωπο καί μάλιστα ἐνῶ ἤτανε μέσα στόν Παράδεισο. Ὄχι ἀφοῦ βγήκαμε ἀπό τόν Παράδεισο, ἀλλά ἐνῶ ἤμασταν μέσα στόν Παράδεισο, μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή νά νηστεύουμε, δηλαδή νά ἐγκρατευόμαστε ἀπό κάποιες τροφές. Καί συγκεκριμένα στόν Παράδεισο, ὅπως εἴπαμε, ἀπό ἐκεῖνο τό δέντρο, ἀπό τούς καρπούς ἐκείνου τοῦ δέντρου, τό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Βλέπουμε ἐπίσης μετά, τούς Ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νά νηστεύουν, πρίν ἔρθουν σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὅπως ἐπίσης ὁ Μωυσῆς, πρίν πάρει τίς ἐντολές ἀπό τόν Θεό στό ὄρος Χωρήβ νήστεψε. Δέν ἔφαγε τίποτα σαράντα μέρες καί σαράντα 129

νύχτες. Καί μάλιστα αὐτό τό ἔκανε δύο φορές. Γιατί, ὅπως γνωρίζετε, τήν πρώτη φορά πού πῆρε τίς θεόγραπτες πλάκες, μετά κατέβηκε κάτω καί τίς ἔσπασε, γιατί ἀγανάκτησε μέ τήν ἀδιαφορία, μᾶλλον μέ τήν ἀγνωμοσύνη τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε τήν ὑπομονή τῶν 40 ἡμερῶν καί ἄρχισε νά εἰδωλολατρεῖ. Μετά ἀνέβηκε καί δεύτερη φορά καί πάλι πῆρε τίς ἐντολές ἀπό τόν Θεό. Ἔχουμε ἐπίσης νηστεία στούς τρεῖς παῖδες εἰς τήν Βαβυλῶνα, οἱ ὁποῖοι μάλιστα τρῶνε ὄσπρια. Ἐνῶ ἦταν μέσα στό βασιλικό ἀνάκτορο καί μποροῦσαν νά τρῶνε ἀπ’ ὅλα, ἔτρωγαν νηστίσιμες τροφές σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἦταν σέ χώρα εἰδωλολατρική, ἦταν αἰχμάλωτοι στή Βαβυλῶνα, τηροῦσαν ὅμως τίς ἐντολές τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἦταν πολύ πιό ἔξυπνοι ἀπό τούς ἄλλους συμμαθητές τους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μαζί τους, πήγαιναν μαζί στή σχολή, ἐκεῖ πού εἶχε ὁ βασιλιάς καί ἔτρωγαν ἀπ’ ὅλα. Ἡ νηστεία βλέπουμε νά εἶναι καί μέσα στή ζωή τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νήστεψε, ἐνῶ δέν εἶχε ἀνάγκη θά λέγαμε. Ἦταν τέλειος, ἀναμάρτητος. Ὅμως παρ’ ὄλα αὐτά μᾶς δίδαξε νά νηστεύουμε πρίν μάλιστα βγοῦμε σέ κάποια μεγάλη δράση, ἀρχίσουμε κάποιο ἔργο σπουδαῖο. Ὅπως ὁ Κύριος ἐνόψει τῆς δημόσιας δράσης Του, τῆς ἐκλογῆς τῶν Ἀποστόλων καί τῆς ἔναρξης τοῦ ἔργου Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ Του ἔργου, τοῦ κηρύγματός Του, νήστεψε 40 μέρες καί 40 νύχτες. Δέν ἔφαγε τίποτα! Γιά νά τό σκεφτοῦμε λίγο αὐτό… Ἐμεῖς λέμε νά κάνουμε ἕνα τριήμερο στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί αὐτό δέν τό κάνουμε σωστό ἐνδεχομένως.. ἐντάξει.. πάλι κάτι θά φᾶμε, κάτι θά πιοῦμε.. Ὁ Κύριος δέν ἔφαγε – δέν ἤπιε τίποτα 40 μέρες. Πόσο σπουδαῖο πράγμα! Τό ἴδιο καί ὁ Μωυσῆς εἴπαμε. Τό ἴδιο καί ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἐπίσης στήν Παλαιά Διαθήκη. Καί πολλοί ἄλλοι ἄνθρωποι ἔκαναν αὐτή τήν νηστεία τῶν 40 ἡμερῶν. Καί ἄλλοι ἅγιοι, καί γυναῖκες, βλέπουμε νά νηστεύουν ἐπίσης πολλές ἡμέρες. «Νηστεύσας», ὁ Κύριος, «ἡμέρας τεσσαράκοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα», λέει στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, «ὕστερον ἐπείνασε»[2] κατά παραχώρηση Θεοῦ. Κατά παραχώρηση δική Του δηλαδή ἐπείνασε, γιά νά φανεῖ καί ἡ ἀνθρώπινή Του φύση. Καί τότε τόν ἐπείραξε ὁ διάβολος, κατά παραχώρησή Του, καί Τοῦ εἶπε νά πεῖ, νά δώσει ἐντολή, ὥστε οἱ πέτρες πού ἦταν ἐκεῖ μπροστά στήν ἔρημο, ἐκεῖ στό Σαραντάρειο Ὄρος πού νήστεψε ὁ Κύριος, νά γίνουν ψωμιά. Πάνω ἀπό τήν Ἰεριχώ εἶναι αὐτό τό βουνό καί τό ἐπισκεπτόμαστε ὅσοι πᾶμε στούς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ εἶναι καί μοναστήρι τώρα ὀρθόδοξο καί ὑπάρχει καί μία πέτρα πού, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ὁ Κύριος ἐκεῖ ἐκαθότανε. Βέβαια ὅλο τό βουνό εἶναι ἁγιασμένο, ἐκεῖ πού νήστεψε ὁ Κύριος καί πάλεψε, δηλαδή κατατρόπωσε τόν διάβολο. Ὁ πρῶτος πειρασμός λοιπόν πού Τοῦ ἔβαλε, ἐνῶ πεινοῦσε ὁ Κύριος, γιά νά φανεῖ καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἤτανε ὁ πειρασμός τῆς φιληδονίας. Καί δέν Τοῦ εἶπε «πές αὐτή ἡ πέτρα νά γίνει ψωμί». Γιατί πόσο χρειάζεται γιά νά χορτάσει ἕνας ἄνθρωπος; Καί μάλιστα ὅταν ἔχεις νά φᾶς μέρες, πολύ λίγο χρειάζεται γιά νά χορτάσεις, γιατί τό 130

στομάχι ἔχει μικρύνει. Τοῦ εἶπε «οἱ πέτρες νά γίνουν ψωμιά»[3]. Δηλαδή, Τόν ἔβαλε στόν πειρασμό τῆς γαστριμαργίας, νά φάει πολύ. Δέν χρειαζότανε ὅλες ἤ πολλές πέτρες νά γίνουνε ψωμιά. Καί μία πέτρα ἦταν ἀρκετή. Καί ὁ Κύριος τόν κατατρόπωσε μ’ ἐκεῖνον τόν λόγο τόν περίφημο, ὅτι δέν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο μέ ψωμί «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπί παντί ῥήματι», ἀλλά μέ κάθε λόγο πού βγαίνει, «ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ»[4]. Βλέπουμε λοιπόν, πῶς ὑπάρχει ἡ νηστεία καί στή ζωή τοῦ Κυρίου. Καί ὅ,τι ἔκανε ὁ Κύριος, λένε οἱ Ἅγιοι, τό ἔκανε γιά μᾶς, γιά νά μᾶς δώσει πρότυπο ζωῆς. Ἑπομένως, δέν δικαιολογεῖται ὁ χριστιανός νά λέει ὅτι ἡ νηστεία δέν εἶναι τίποτα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μέ τή ζωή Του μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει νά νηστεύουμε. Ἐπίσης, ἡ ἐγκράτεια εἶναι πάλι μέσα στό θέμα τό σημερινό καί θά δοῦμε πῶς τό ἀναπτύσσει καί ὁ Ἅγιος Δημήτριος. Ἡ νηστεία ἐντάσσεται μέσα στή γενικότερη ἐγκράτεια. –Ἐγκράτεια τί θά πεῖ; Θά πεῖ ἡ αὐτοσυγκράτηση πού θά πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος καί στό θέμα τῆς κοιλίας, τοῦ φαγητοῦ, νά μή γαστριμαργεῖ, νά μήν τρώει παραπάνω ἀπ’ ὅσο χρειάζεται, ἀλλά καί στό θέμα τῶν ἡδονῶν γενικότερα. Ἡ ἡδονή πού ἔρχεται ἀπό τό φαγητό, ἡ ὁποία τέρπει τόν λάρυγγα καί τό πάθος τό ἀντίστοιχο λέγεται λαιμαργία. Λαιμαργία, δηλαδή αὐτό πού δίνει ἡδονή στό λαιμό. Δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ὑποκύπτει σ’ αὐτό. Πρέπει νά εἶναι ἐγκρατής στίς ἡδονές πού ἔρχονται ἀπό τά φαγητά, στίς ἡδονές τῆς γεύσης. Ἐγκράτεια ὅμως καί στά μάτια. Πρέπει νά συγκρατεῖ τά μάτια του, νά μή βλέπει πονηρά, νά μή βλέπει πράγματα τά ὁποῖα ἐρεθίζουν τή σάρκα. Ἐγκράτεια καί στά αὐτιά. Νά μήν ἀκούει τραγούδια, λόγια, τά ὁποῖα τόν ξεσηκώνουν, τοῦ ξεσηκώνουν τά πάθη. Ἐγκράτεια στήν ἀφή, ἐγκράτεια στόν ὕπνο, ἐγκράτεια στήν ἀνάπαυση γενικότερα. Θά πρέπει νά ἔχουμε σέ ὅλα ἕνα μέτρο, μία αὐτοκυριαρχία, μία αὐτοσυγκράτηση, γιατί ἡ ὑπερβολή σέ ὅλα αὐτά βλάπτει, ὄχι μόνο τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα. Καί οἱ γιατροί μᾶς λένε, ὅτι σήμερα ἐπειδή δέν ἐγκρατευόμαστε στό φαγητό, τρῶμε πολύ, γι’ αὐτό καί ἀρρωσταίνουμε πολύ. Σήμερα οἱ γιατροί λένε, μήν τρῶτε γιά νά ζήσετε. Πρίν ἀπό πενήντα χρόνια, πού οἱ ἄνθρωποι δέν ἤτανε πλούσιοι, ὅπως εἴμαστε σήμερα, ἤτανε πολύ φτωχοί καί δέν τρώγανε σωστά, δέν ὑπήρχανε τότε αὐτές οἱ πολύ δυνατές τροφές πού ἔχουμε τώρα ἄφθονες, πάθαιναν αὐτή τήν ἀρρώστια πού λέγεται φυματίωση καί πέθαιναν. Καί οἱ γιατροί λέγανε τότε, τρῶτε γιά νά ζήσετε! Σήμερα λένε, μήν τρῶτε γιά νά ζήσετε, γιατί τώρα πέσαμε στό ἄλλο ἄκρο. Ἡ ἐγκράτεια λοιπόν εἶναι μία γενικότερη ἀρετή, μία ἀρετή πού κυριαρχεῖ ἐπάνω στή σάρκα καί στίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας γενικότερα. Καί νηστεία εἶναι ἡ ἐγκράτεια στήν ἡδονή πού φέρνει τό φαγητό, στά πολλά φαγητά, στό πάθος τῆς γαστριμαργίας καί στά φαγητά τά νόστιμα, πού εἶναι τό πάθος τῆς λαιμαργίας. 131

«Ἐνετείλατο Κύριος τῷ Ἀδάμ· ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[5]. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή πού δόθηκε στήν ἀνθρωπότητα. Εἶπε ὁ Κύριος, ἀπό ὅλα τά δέντρα τοῦ Παραδείσου θά φᾶτε -ξύλο θά πεῖ δέντρο- ἐκτός ἀπό τό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καί ὅποια μέρα θά φᾶτε ἀπ’ αὐτό, θά πεθάνετε. Κοιτάξτε τώρα καί οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τί νομοθετοῦν! Ὑπάρχει ἱερός Κανόνας πού ἐπιβάλλει τή νηστεία στούς χριστιανούς ὅλους, καί στούς κληρικούς καί στούς λαϊκούς. Εἶναι Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Δηλαδή ἀπό τούς πρώτους Κανόνες, τούς ἀρχαίους Κανόνες πού ἔχουμε στήν Ἐκκλησία. Μετά ἀπό τούς Ἀποστολικούς Κανόνες ἔχουμε τούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔχουμε καί Κανόνες Τοπικῶν Συνόδων. Ἔχουμε καί Κανόνες μεμονομένων Ἁγίων, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου κ.λ.π. Λοιπόν κοιτάξτε, ἕνας ἀπό τούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τί λέει. Ὅποιος κληρικός δέν νηστεύει, καί μάλιστα Τετάρτη – Παρασκευή, πού εἶναι ὅλο τόν χρόνο νηστεία καί πρέπει νά κάνουμε ἀλάδωτο, νά μήν τρῶμε οὔτε λάδι, αὐτός, λέει, νά καθαιρεῖται, καί ὅποιος λαϊκός ἐπίσης δέν νηστεύει Τετάρτη καί Παρασκευή καί τίς Σαρακοστές νά ἀφορίζεται. Ἐκτός φυσικά ἐάν ὑπάρχει λόγος ὑγείας, σωματικῆς ὑγείας. Τότε θά πάρεις τήν ἄδεια ἀπό τόν Πνευματικό σου, δέν θά βάλεις μόνος σου Κανόνα, δέν θά ρυθμίσεις μόνος σου τόν ἑαυτό σου τί θά φᾶς. Θά ρωτήσεις τόν Πνευματικό σου. Καί μάλιστα, λένε οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καί ὅταν σᾶς καταδιώκουν, νά νηστεύετε ὑπέρ ἐκείνων πού σᾶς καταδιώκουν, γιά νά γίνει ὁ Θεός ἵλεως σ’ αὐτούς, νά τούς συγχωρέσει. Καί πάρα πολλά ἄλλα μᾶς ἔχουνε πεῖ οἱ Ἅγιοι γιά τή νηστεία. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι θά δεῖτε ὅτι στή ζωή τους νήστευαν πάρα πολύ καί κανένας δέν ἁγίασε χωρίς νηστεία, χωρίς ἐγκράτεια σ’ αὐτές τίς ἡδονές πού φέρνει τό φαγητό, εἴτε τό πολύ φαγητό εἴτε τό νόστιμο φαγητό. Ἄν νηστεύετε, λέει πάλι ἕνας ἅγιος, ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, προσέξτε καί αὐτό, μήν ὑπερηφανεύεστε. Γιατί μπορεῖ κανείς νά νηστεύει καί νά ἔχει μεγάλη ἰδέα, ὅτι ἐγώ κάνω κάτι πού δέν τό κάνουν οἱ ἄλλοι. Προσέξτε λοιπόν, μήν ὑπερηφανεύεστε. Διαφορετικά, καλύτερα νά τρῶτε κρέας. Γιατί ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι χειρότερη ἁμαρτία ἀπό τήν ἀκρασία. Ἀκρασία εἶναι τό ἀντίθετο τῆς ἐγκράτειας, δέν ἔχω ἐγκράτεια, δέν κρατῶ τόν ἑαυτό μου, δέν συγκρατῶ τόν ἑαυτό μου. Περισσότερο συμφέρει τόν ἄνθρωπο νά τρώει κρέας παρά νά εἶναι ὑπερήφανος καί ἀλαζόνας. Προσοχή λοιπόν καί στό ἕνα καί στό ἄλλο. Γι’ αὐτό βλέπετε καί ὁ Κύριος τί μᾶς λέει; «Ὅταν νηστεύετε, νά μή γίνεστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, γιά νά φανεῖτε στούς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύετε»[6]. Νά φαίνεστε ἐξαντλημένοι καί μέ κίτρινο τό χρῶμα τοῦ δέρματός σας κ.λ.π. καί νά σκυθρωπάζετε, νά κατσουφιάζετε. Δέν τό 132

θέλει αὐτό ὁ Θεός. Ἀλλά ἀντίθετα, νά μή δείχνεις ὅτι νηστεύεις. «Νά νηστεύεις στά κρυφά καί ὁ Θεός πού θά βλέπει τόν κόπο σου, θά σοῦ τό ἀνταποδώσει στά φανερά»[7]. Γι’ αὐτό, καί ὅταν κανείς βρεθεῖ σ΄ ἕνα περιβάλλον πού δέν νηστεύουν, ἐνῶ εἶναι περίοδος νηστείας, καλή ὥρα ὅπως τώρα, δέν εἶναι ἀνάγκη νά πεῖ νηστεύω. Μπορεῖ κάλλιστα νά πεῖ, ὑπάρχει δυνατότητα νά μοῦ δώσετε μία σαλάτα; Χωρίς νά πεῖ ὅτι νηστεύω, ἄν δέν τόν ρωτήσουν. Ἄν τόν ρωτήσουν γιατί;.. νηστεύεις;.. Τότε ναί. Πρέπει νά πεῖ νηστεύω τότε. Εἶναι θέμα ὁμολογίας. Ἐφόσον δέν σέ ρωτᾶνε, καλύτερα νά μήν τό πεῖς, γιά νά τό κάνεις, ὅπως λέει ὁ Κύριος, κρυφά. Καί αὐτό πού κάνεις κρυφά, ὁ Θεός θά σοῦ τό ἀνταποδώσει φανερά. Ἄς πᾶμε στό κείμενο τώρα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ ἀπό τό ὡραῖο βιβλίο, τό «Πνευματικό Ἀλφάβητο». «Δέν θά ἔχεις», λέγει, «ποτέ πνευματική διαύγεια»[8]. Μᾶς ἀρχίζει ὁ Ἅγιος ἀμέσως ἀπό τούς καρπούς τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία ἔχει πάρα πολλούς ὡραίους καρπούς. Ὁ πρῶτος, ἴσως καί σπουδαιότερος, εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦ νοός, ἡ διαύγεια. Ἔχεις καθαρό μυαλό ὅταν νηστεύεις. Ἐνῶ ὅταν τρῶς ἀπ’ ὅλες τίς τροφές αὐτές τίς ζωικές πού ἔχουν καί τά ζωικά λύπη, βλέπετε τό μυαλό δέν εἶναι καθαρό, καί συνάμα, ὅταν κανείς τρώει πολύ τροφή τέτοια, καί τά σαρκικά πάθη ἐρεθίζονται, ξεσηκώνεται ὁ ἄνθρωπος. «Δέν θά ἔχεις ποτέ πνευματική διαύγεια, σωστή κρίση καί θετικά ἀποτελέσματα στόν πόλεμο κατά τῶν παθῶν σου, ἄν δέν ἀγαπήσεις τή νηστεία καί δέν ἀσκηθεῖς σέ γενικότερη ἐγκράτεια ὅλων τῶν ἐπιθυμιῶν σου». Γενικότερα, πρέπει νά συγκρατοῦμε τόν ἑαυτό μας σέ ὅλες τίς ἐπιθυμίες. Νά μήν ἀφηνόμαστε στίς ἐπιθυμίες, στά «θέλω» μας. Γι’ αὐτό καί ὅταν ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε νά Τόν ἀκολουθήσουμε, τί μᾶς εἶπε; «Ὅποιος θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει, νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του»[9]. Καί ἀρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου, σημαίνει ἀρνοῦμαι τίς ἐπιθυμίες μου. Ὡς ἄνθρωπος ἔχω κάποιες ἀνάγκες, πεινάω, διψάω, κουράζομαι.. Ὅλα αὐτά πρέπει νά τά ἱκανοποιήσουμε, ἀλλά μέχρι ἑνός ὁρίου, ὄχι παραπάνω ἀπ’ ὅσο πρέπει. Ὡραῖα, πεινάω; Θά φάω. Ἀλλά πόσο θά φάω; Μέχρι ἐκεῖ πού χρειάζεται. Ὄχι χόρτασα καί τρώω καί παραπάνω ἀπό γαστριμαργία ἤ ἀπό λαιμαργία. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά, τό πάθος τό ὁποῖο ἤτανε ἀδιάβλητο… τά ἀδιάβλητα πάθη εἶναι αὐτά πού ἔχουμε μετά τήν πτώση λόγω τῆς φύσεως τῆς ἀνθρώπινης. Ἀδιάβλητο θά πεῖ ἀνένοχο, δέν ἔχει ἁμαρτία. Πεινᾶς. Αὐτό δέν εἶναι ἁμαρτία, νά πεινᾶς. Εἶναι ἀδιάβλητο πάθος. Εἶναι πάθος ὅμως. Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά πεινᾶμε. Μακάρι νά πᾶμε ὅλοι ἐκεῖ… θά δεῖτε, θά καταργηθεῖ ἡ πεῖνα. Δέν θά πεινάει κανείς, οὔτε θά ἔχει ἀνάγκη νά φάει κανείς. Θά καταργηθεῖ καί ἡ κοιλία. Θά ἔχουμε κοιλιά, ἀλλά δέν θά τρῶμε. Θά εἴμαστε ὅπως οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό. Αὐτές ὅλες οἱ ἀνάγκες μπήκανε στόν ἄνθρωπο μετά τήν πτώση. Εἶναι τά ἀδιάβλητα πάθη. Ἤ διψάω. Εἶναι ἁμαρτία πού διψᾶμε; Ὄχι. Ἤ κουραστήκαμε. Εἶναι ἁμαρτία; Ἤ πού πονᾶμε. Ὄχι, αὐτά ὅλα εἶναι ἀνάγκες ἀνθρώπινες, ἀλλά θά πρέπει νά τά ἱκανοποιήσουμε μέχρι ἐκεῖ πού χρειάζεται. Τό παραπάνω, τό ὁποῖο φέρνει μία ἡδονή σαρκική στόν ἄνθρωπο, αὐτό εἶναι ἁμαρτία 133

καί τότε αὐτό πού εἶναι ἀδιάβλητο, ἀνένοχο, γίνεται διαβλητό, γίνεται ἔνοχο μετά, ὅταν φᾶς παραπάνω ἀπ’ ὅσο πρέπει. Λένε μερικοί «ἔκανα ταράτσα τήν κοιλιά μου..» καί μετά μπορεῖ νά κάνουν καί ἐμετό κ.λ.π. Αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Ἤ κοιμᾶται ὑπερβολικά. Καί ὁ πολύς ὕπνος, ξέρετε, εἶναι σάν τό πολύ φαγητό καί ὅπως ἀρρωσταίνεις ἀπό τό πολύ φαγητό, ἀρρωσταίνεις καί ἀπό τόν πολύ ὕπνο. Πρέπει πάλι νά βάλεις κάποια ὅρια. Νά βάλεις καί τό ξυπνητήρι σου, νά ξυπνήσεις τήν ὥρα πού πρέπει. Δέν θά ἔχεις ποτέ πνευματική διαύγεια», λοιπόν οὔτε θά μπορέσεις νά πολεμήσεις τά πάθη σου, ἐάν δέν ἀγαπήσεις τή νηστεία, λέει ὁ Ἅγιος, καί γενικότερα τήν ἐγκράτεια, τό νά βάζεις ὅρια δηλαδή στήν ἱκαναποίηση τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, τῶν ἀνθρώπινων ἀναγκῶν. Καί γενικότερα ἡ ἐγκράτεια σέ ὅλες τίς ἐπιθυμίες. «Ἀλλιῶς θά δαπανήσεις τή ζωή σου μέσα στό σκοτάδι τῆς συγχύσεως καί τῆς ἀλογίας». Ἀλογία ἔ; Τό ἀντίθετο τῆς λογικῆς. Γίνεσαι ἄλογος, παράλογος, θά κάνεις τρελά πράγματα. Θά εἶσαι μέσα στή σύγχυση. Πότε; Ὅταν ἀφεθεῖς στήν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν σου καί πάρεις σάν ὁδηγό στή ζωή σου τή σάρκα σου καί τίς ἐπιθυμίες της. Τότε θά γίνεις τρελός «καί θά πάρεις ὡς ἀμοιβή τή στέρηση τῆς οὐράνιας μακαριότητας»[10]. Δέν θά μπορέσεις νά πᾶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Φυλάξου ἀπό τήν πολυφαγία καί τό πιοτό»[11]. Ὅταν λέει πιοτό ἐννοεῖ τό ἀλκοόλ, κατά βάση αὐτά τά ποτά πού ὅταν κανείς πιεῖ παραπάνω ἀπ’ ὅσο πρέπει, θολώνει τό μυαλό του, χάνει τή νήψη, παύει νά εἶναι νηφάλιος, συγχύζεται τό μυαλό του καί εἶναι αὐτό πού λέμε μέθη. Μεθάει ὁ ἄνθρωπος καί δέν ξέρει τί κάνει καί πραγματικά γίνεται ἕνα ἐλεεινό θέαμα. Καί ὅταν ξεμεθύσει καί τοῦ ποῦνε οἱ ἄλλοι τό τί ἔκανε, ντρέπεται. Ἀλλά τήν ὥρα πού τά κάνει δέν ντρέπεται. Αὐτό ἔπαθε καί ὁ Νῶε. Τό λέει στήν Παλαιά Διαθήκη. Μέθυσε καί ἔβγαλε τά ροῦχα του καί ἕνα ἀπό τά ἐγγόνια του γελοῦσε καί μετά βέβαια, ὅταν ξεμέθυσε ὁ Νῶε, ἐπετίμησε τόν ἐγγονό του. Ἀλλά βέβαια ἦταν ἕνα θέαμα πολύ ἄσχημο καί μιά συμπεριφορά, καί μία πτώση ὅλο αὐτό. Βλέπετε, πῶς πρέπει πάρα πολύ νά προσέχουμε τήν ὑπερβολή. Ποτέ ὑπερβολή. Καί στό φαγητό ἡ ὑπερβολή ἀπαγορεύεται καί στό ποτό. Καί κατεξοχήν μάλιστα τό ποτό πρέπει νά προσέχουμε, γιατί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀρχίσει νά μεθάει, χάνει τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του καί αὐτά πού ντρέπεται νά τά κάνει ὅταν εἶναι ξεμέθυστος, τά κάνει πολύ πιό εὔκολα, ὅταν εἶναι μεθυσμένος. Βλέπουμε καί στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ἤτανε κάτω ἀπό τό Ὄρος Χωρήβ καί περίμεναν τόν Μωυσῆ νά κατέβει μέ τίς πλάκες, τό ρίξανε στό φαγητό καί στό ποτό. Καί μετά λέει, ἀφοῦ ἔφαγαν καί ἤπιαν ὑπερβολικά «ἀνέστησαν παίζειν»[12]. Αὐτό τό «παίζανε», δέν εἶναι ὅτι παίζανε σάν τά μωρά, ἀλλά κάνανε ἀνηθικότητες. Πέσανε στή σαρκική ἁμαρτία. Ὅταν κανείς πέσει στή γαστριμαργία, μετά πάει καί στίς ἀταξίες πού εἶναι κάτω ἀπό τή γαστέρα, πού ἔχουνε σχέση μέ τά τρομερά σαρκικά πάθη. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἅγιος «φυλάξου ἀπό τήν πολυφαγία καί τό πιοτό. Σ’ αὐτά τά δύο βρίσκεται ἡ ἀρχή κάθε ἁμαρτίας καί πρό παντός τῆς πορνείας»[13]. Ἀρχή κάθε ἁμαρτίας, ξέρετε, εἶναι ἡ πολυφαγία. Κάθε ἁμαρτίας! Καί 134

μάλιστα θανάσιμης ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό, ἄν θέλει κανείς νά κόψει τά πάθη του, νά σταματήσει νά ἁμαρτάνει, θά ἀρχίσει ἀπό τή νηστεία. Θά βάλει κανόνα αὐστηρό, μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του δηλαδή. Θά ρωτήσει τόν πνευματικό του πόσο καί πότε θά τρώει. Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό, νά ἔχει ἕνα πρόγραμμα διατροφῆς καθημερινό καί ὁπωσδήποτε νά ἀκολουθεῖ αὐτά πού λέει ἡ Ἐκκλησία. Ἐκτός φυσικά ἐάν ὑπάρχει λόγος ὑγείας, ὁπότε ρυθμίζεται ἀνάλογα. Γιατί, ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι, δέν εἴμαστε σωματοκτόνοι, δέν θέλουμε νά σκοτώσουμε τό σῶμα, ἀλλά παθοκτόνοι. Καί δέν πρέπει νά πέφτουμε οὔτε στήν ὑπερβολή οὔτε ὅμως καί στήν ἔλλειψη. «Ἡ ἀκράτεια γεννᾶ ὅλα τά κακά», ὅταν κανείς δέν συγκρατεῖ τόν ἑαυτό του. Ἀπό ’κεῖ γεννιοῦνται ὅλα. «Ἀπό τήν πολυφαγία καί τή μέθη βαρύνεται ἡ ψυχή, θολώνει ὁ νοῦς, ἐπαναστατεῖ ἡ σάρκα, ἀποθρασύνεται ὁ σατανᾶς καί ἀποξενώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τή θεία ἀγάπη»[14]. Βλέπετε, ὅλες οἱ ἁμαρτίες γίνονται συνήθως μετά ἀπό τά πολύ καλά τραπέζια, τά πολλά φαγητά καί ποτά, τά φαγοπότια πού λέμε. Μετά ἀκολουθοῦνε οἱ σαρκικές ἁμαρτίες. Ξεσαλώνει ὁ διάβολος καί ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπό τόν Θεό. «Ἄν θέλεις νά φθάσεις ἀπελευθερωμένος στόν οὐρανό, νά νικᾶς τά ἡδονικά πάθη καί νά κυριαρχεῖς ἐπάνω τους μέ τά πνευματικά ὅπλα πού σοῦ ἔχουν παραδώσει ὁ Κύριος καί ἡ Ἐκκλησία»[15]. Ἔχουμε ὅπλα πνευματικά, ἀλλά ὅπως μοῦ ἔλεγε καί ἕνας μακαριστός ἐπίσκοπος, πρέπει καί νά τά χρησιμοποιοῦμε. Ἔχουμε πανίσχυρα πνευματικά ὅπλα. Ἕνα πανίσχυρο ὅπλο εἶναι ἡ νηστεία. Γιά ὅλα τά πάθη! Καί ἰδιαίτερα γιά τά σαρκικά πάθη. –Βλέπετε, γιατί δέν μποροῦμε πολλές φορές νά ἐλέγξουμε τά μάτια μας; Καί τά μάτια μας γίνονται σάν στόμα καί τρῶνε τόν ἄλλον. Δέν μποροῦμε, γιατί δέν ἔχουμε ἐλέγξει πρῶτα τήν κοιλία μας. Ἕνας ἄνθρωπος πού νηστεύει, πολύ πιό εὔκολα ἐλέγχει καί τά μάτια του. Γιατί, ὅπου θέλεις βλέπεις! Λέει, μέ σκανδάλισε. Γιατί σέ σκανδάλισε; Γιατί ἐσύ ἤθελες νά σκανδαλιστεῖς. Ἄς εἶναι ὁ ἄλλος – ἡ ἄλλη ὅπως θέλει ντυμένη ἐπιτέλους.. ἐσύ γιατί νά τόν κοιτάξεις; Τά μάτια ὅπου θέλουμε τά ρίχνουμε. Ἑπομένως.. Βέβαια καί ὁ ἄλλος ἤ ἡ ἄλλη πού δέν ντύνεται σωστά ἔχει ἁμαρτία μεγίστη. Βεβαίως! Ἀλλά ἐσύ, ἐάν δέν θέλεις, δέν θά τήν δεῖς, ὁπότε δέν θά σκανδαλιστεῖς. –Γιατί δέν μποροῦμε νά συγκρατήσουμε τά μάτια μας τά περίεργα; Περιεργαζόμαστε τό κακό καί τήν ἁμαρτία, γιατί προηγουμένως δέν ἔχουμε συγκρατήσει τήν κοιλία. Ἀπό ’κεῖ ξεκινᾶνε ὅλα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριαρχήσει στήν κοιλία, μετά εὔκολα κυριαρχεῖ καί στίς αἰσθήσεις τίς ἄλλες καί στά μάτια καί στά αὐτιά κ.λ.π. 135

Ἄν θέλεις λοιπόν νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τά πάθη, νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό ὅλα καί νά πετάξεις στόν οὐρανό, θά πρέπει νά νικήσεις αὐτές τίς ἡδονές πού συνδέονται μέ τήν κοιλία καί νά χρησιμοποιήσεις τά πνευματικά ὅπλα. Καί μέγιστο ὅπλο, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ νηστεία. Ἕνα ἄλλο μέγιστο ὅπλο εἶναι ἡ προσευχή. –Πῶς θά νικήσεις τά πάθη σου καί μάλιστα τήν γαστριμαργία καί τή λαιμαργία, ἄν δέν προσεύχεσαι; Ἄν δέν τό ζητήσεις ἀπό τόν Θεό; Ἕνα ἄλλο μέγιστο ὅπλο πού ἔχουμε ἐπίσης εἶναι τά ἄγια μυστήρια, ἡ ἱερά ἐξομολόγηση. Θά τό πεῖς στόν πνευματικό, πάτερ, ἔχω ἀδυναμία σ’ αὐτό τό θέμα, κάντε κι ἐσεῖς προσευχή. Καί ἔτσι θά νικήσεις καί θά ἐλευθερωθεῖς. ««Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἐστίν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ»[16]»[17], λέει στήν Ἀποκάλυψη. Σ’ αὐτόν πού θά νικήσει τά πάθη του, θά τοῦ δώσω νά φάει ἀπό τό δέντρο τῆς ζωῆς, νά ἔχει δηλαδή τήν αἰώνια ζωή καί μακαριότητα. –Ξέρετε ποιό εἶναι τό δέντρο τῆς ζωῆς; Ὁ Χριστός! Ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μᾶς προσφέρεται σέ κάθε Θεία Λειτουργία μέ τή Θεία Κοινωνία. Αὐτό εἶναι τό δέντρο τῆς ζωῆς καί αὐτό εἶναι τό δέντρο πού θά μᾶς τρέφει στόν παράδεισο, θά εἶναι ἡ χαρά μας. «Τό Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις». Αὐτά λέγει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο στίς ἐκκλησίες, σέ ὅλους τούς πιστούς πού ἀπαρτίζουμε τήν Ἐκκλησία. Θά πρέπει νά νικήσουμε, γιά νά πάρουμε αὐτή τήν οὐράνια τροφή, τόν Χριστό. «Κι ἀκόμη», λέει ὁ Κύριος, «ἐργάζεσθε μή τήν βρῶσιν τήν ἀπολυμμένην»[18]. Μή τρῶτε τό φαγητό πού χάνεται, μήν ἐργάζεστε γιά αὐτό. Λένε οἱ ἄνθρωποι σήμερα, δουλεύω γιά νά φάω. Καί λέει ὁ Χριστός: μήν δουλεύετε γιά νά τρῶτε! Μήν ἐργάζεστε γιά αὐτό τό φαγητό τό ὁποῖο χάνεται. Τό τρῶς, μετά ἀπό λίγο καταλήγει στό ἔντερο, ἀποβάλλεται ὡς ἀκαθαρσία ἕνα μέρος αὐτοῦ, τό ἄλλο γίνεται χυμός στό σῶμα. Μήν δουλεύετε γι’ αὐτό τό ὁποῖο χάνεται. Ἀλλά τί νά ζητᾶτε καί γιά τί νά ἐργάζεστε; «Τήν βρῶσιν τήν μένουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον»[19]»[20]. Νά ἐργάζεστε γιά τό φαγητό τό ὁποῖο μένει – παραμένει γιά πάντα καί σᾶς χαρίζει τήν αἰώνια ζωή. Καί ποιό εἶναι αὐτό τό φαγητό, αὐτή ἡ βρῶσις; Αὐτό εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία κατεξοχήν, εἶναι ὁ Χριστός. Εἶναι οἱ ἀρετές, οἱ ὁποῖες μᾶς ἑτοιμάζουν, ὥστε νά δεχθοῦμε ἄξια τόν Χριστό, τή Θεία Κοινωνία. Βλέπετε, ὅταν βγαίνει ὁ ἱερέας τί λέει; «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης». Δέν μπορεῖς νά πᾶς νά κοινωνήσεις, ἄν δέν ἔχεις αὐτά τά τρία. Φόβο Θεοῦ, δηλαδή νά σέβεσαι τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, νά τίς τηρεῖς. Νά ἔχεις ἐξομολογηθεῖ. Πόσοι ἄνθρωποι πᾶνε ἀνεξομολόγητοι καί κοινωνοῦν καί παθαίνουν πολύ μεγάλη ζημιά καί σωματική ζημιά καί ἀρρώστιες, καί θανάτους ἀκόμα. Θά πρέπει νά ἔχεις λοιπόν φόβο Θεοῦ. Νά ἔχεις πίστη. Νά εἶσαι ὀρθόδοξος βαφτισμένος καί νά ζεῖς σωστά, σύμφωνα μέ τήν πίστη σου. Γιατί πολλοί λένε, πιστεύω στόν 136

Χριστό… ἀλλά κατά τά ἄλλα τή ζωή τους δέν τήν ἀλλάζουνε, τήν ἀνηθικότητα δέν τήν σταματᾶνε. Αὐτοί δέν πιστεύουν στήν πράξη. Στήν πράξη ἀρνοῦνται τήν πίστη. Δέν μιλᾶμε γι’ αὐτούς. Αὐτοί δέν κάνει νά κοινωνήσουν. Θά πρέπει λοιπόν νά καλλιεργήσεις τή σωστή ὀρθόδοξη ζωή, ὄχι ἁπλῶς νά λές τό Πιστεύω σωστά. Αὐτή εἶναι ἡ «βρῶσις ἡ μένουσα», οἱ ἀρετές δηλαδή, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Καί μετά λέει καί ἀγάπη. Δέν μπορεῖ νά εἶσαι μαλωμένος, τσακωμένος, νά μή λές καλημέρα καί νά πᾶς νά κοινωνήσεις. Θά πάθεις πολύ μεγάλη ζημιά. Αὐτά ὅλα λοιπόν πρέπει νά προσέξουμε καί νά καλλιεργήσουμε αὐτές τίς ἀρετές, ὅλες τίς ἀρετές. Γι’ αὐτή τή βρώση μίλησε ὁ Κύριος. Μ’ αὐτές τίς ἀρετές τρέφεται ἡ ψυχή. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τροφή γιά τόν ἄνθρωπο. Τώρα πού ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ τρεφόμαστε. Καί τρεφόμαστε καί ὅταν τόν τηροῦμε. Ὄχι ἁπλῶς νά τόν ἀκοῦμε, νά τόν ἐφαρμόζουμε. Γι’ αὐτή τή βρώση λοιπόν μιλάει ὁ Κύριος. «Ἡ σάρξ», λέει, «οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν»[21]»[22]. Μήν προσκολλᾶσαι στή σάρκα, στό σαρκικό φρόνημα καί πνεῦμα. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι κυνηγᾶνε πῶς θά καταφέρουν νά ἀναπαύσουν τή σάρκα τους. Αὐτό εἶναι τό κύριο μέλημα τῶν περισσότερων ἀνθρώπων σήμερα, πῶς θά περάσω καλά. Καί ὅταν λένε, νά περάσω καλά, ἐννοοῦν ἡ σάρκα νά περάσει καλά καί δυστυχῶς σκοτώνουν τήν ψυχή τάχατες γιά νά διασκεδάσουν. Νά ξεκουραστῶ.. νά διασκεδάσω.. καί τί κάνουνε; Πᾶνε καί στήνονται μπροστά στίς ὀθόνες, στούς κινηματογράφους ἤ στήν τηλεόραση ἤ στό ἴντερνετ, ἤ καί στό κινητό τους ἀκόμα, καί βλέπουν ὅλους αὐτούς τούς Σοδομίτες ἐκεῖ πέρα πού ἁμαρτάνουν, καί νομίζουν ὅτι διασκεδάζουν καί ξεκουράζονται. Καί τί κάνουν; Σκοτώνουν τήν ψυχή τους μέ ὅλα αὐτά πού βλέπουν. Αὐτή ἡ βρῶσις εἶναι θανατηφόρος καί ὄχι εἰς ζωήν αἰώνιον, ἀλλά εἰς κόλαση αἰώνιο. Γιατί τό παθαίνεις αὐτό; Γιατί δέν ἔχεις μάθει νά ἐγκρατεύεσαι, νά συγκρατεῖς τίς ἐπιθυμίες σου. Νομίζεις ὅτι θά ξεκουραστεῖς, ἄν ἀφεθεῖς στίς ἐπιθυμίες σου, στά ἔνστικτά σου. Αὐτή εἶναι ἡ ὀλέθρια θεωρία τοῦ Φρόυντ, πού ἔχει ποτίσει σήμερα τήν ἀνθρωπότητα. Καί σοῦ λέει μήν πᾶς κόντρα στόν ἑαυτό σου, κάνε αὐτά πού σοῦ λέει τό σῶμα σου, ἡ σάρκα σου, γιατί ἀλλιῶς θά ἔχεις ἀντιδράσεις ἀπό μέσα σου. Αὐτά εἶναι τά μεγάλα ψέματα, πού σήμερα τά περνᾶνε ὡς ἐπιστήμη στούς νέους ἀνθρώπους κατεξοχήν, ἀλλά καί σέ ὅλους. Μᾶς ἔχει ποτίσει αὐτό τό σαρκικό πνεῦμα. Ὄχι! Πρέπει νά πᾶς κόντρα στίς ἐπιθυμίες σου, κόντρα σέ ὅλα αὐτά τά σαρκικά θελήματα, νά συγκρατηθεῖς. Γιατί ἄν ἀφεθεῖς σ’ αὐτά, εἶσαι σάν τόν ἱππέα πού ἀφήνει τά χαλινάρια καί ἀφήνει τό ἄλογο νά τρέχει ὅσο θέλει. Ἔ, τί θά γίνει; Θά σέ πετάξει τό ἄλογο! Θά σέ σκοτώσει. Τό ἄλογο εἶναι τό σῶμα. Ἄν τό ἀφήσεις ἀχαλίνωτο, χωρίς ὅρια, θά χάσεις καί τήν ψυχή σου. Καί τό σῶμα σου θά τό χάσεις. «Ν’ ἀποστρέφεσαι τόν κορεσμό τῆς κοιλιᾶς». Νά μισεῖς αὐτό τό χόρτασμα καί τό ὑπέρ-χόρτασμα. Ὑπάρχουνε τρία μέτρα στό φαγητό: ἐγκράτεια, αὐτάρκεια, κόρος. Τρία. Ἐγκράτεια εἶναι ὅταν σηκώνεσαι ἀπό τό φαγητό μέ λίγη πεῖνα ἀκόμα. Δέν ἔχεις χορτάσει τελείως. Αὐτό εἶναι τό ἄριστο. Τό δεύτερο μέτρο εἶναι ἡ αὐτάρκεια, δηλαδή νά φᾶς τόσο ὅσο σοῦ ἀρκεῖ, νά χορτάσεις. Καί ὁ κόρος εἶναι νά φᾶς παραπάνω. Ἐνῶ ἔχεις χορτάσει, τρῶς κι ἄλλο, πού εἶναι περιττό καί δημιουργεῖ καί 137

ἕνα σωρό ἀρρώστιες καί ψυχικές καί σωματικές. Νά μισήσεις τόν κόρο, αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος. Μή θέλεις νά φτάνεις ποτέ στόν κόρο, δηλαδή ἐνῶ ἔχεις χορτάσει, νά τρῶς κι ἄλλο παραπάνω. Αὐτό εἶναι ἁμαρτία. «Γιά νά μή βρεθεῖς δεμένος στά δεσμά τῶν παθῶν»[23]. Μέ τόν κόρο δένεσαι σέ ὅλα τά πάθη μετά. «Ὑπομένοντας τήν πεῖνα καί τή δίψα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, θά χορτάσεις ἀπό τήν οὐράνια τροφή». Ἔχει λίγο πόνο αὐτό, νά πεινᾶς καί νά διψᾶς γιά τόν Χριστό. Ἀλλά αὐτό θά σέ γεμίσει μέ ὅλα «τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀτελεύτητη εὐφροσύνη στή Βασιλεία Του»[24]. Γιατί; Λέει ὁ Ἀπόστολος στήν πρός Ρωμαίους: δέν εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ φαγητό καί ποτό, ἀλλά ἀρετή καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. «Οὐ γάρ ἐστίν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ»[25]»[26]. Αὐτά πρέπει νά κυνηγήσουμε. Θά καταργηθεῖ ἡ κοιλιά, πρέπει νά τό πάρουμε εἴδηση. Δέν πρέπει νά ζοῦμε γι’ αὐτά, πρέπει νά ἐλευθερωθοῦμε. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι, βλέπετε, προσπαθοῦσαν νά τρῶνε ὅσο γίνεται ἐλάχιστα, ὅσο γίνεται λιγότερο. Γι’ αὐτό καί ἡ πολιτεία τους λεγόταν «ἀγγελική πολιτεία». Οἱ Ἄγγελοι δέν τρῶνε οὔτε πίνουν. Καί οἱ ἄνθρωποι λοιπόν, πού ἔχουν αὐτή τήν ἀποφασιστικότητα, ξεκινᾶνε αὐτή τή ζωή ἀπό ἐδῶ. Ἐνῶ ἐδῶ δέν μπορεῖς νά καταργήσεις βέβαια τελείως τό φαγητό. Πρέπει λίγο νά τρῶς, λίγο νά κοιμᾶσαι. Ὅσο γίνεται λιγότερο.. Ἀγωνιζόντουσαν οἱ Ἅγιοι, γιά νά μιμηθοῦν τούς Ἀγγέλους καί νά ἀπελευθερωθοῦν ἀπό αὐτές τίς ἡδονές τίς γήινες καί τίς ἀνάγκες καί ἔτσι πολύ πιό εὔκολα νά περάσουν καί τά ἀντίστοιχα τελώνια καί νά πᾶνε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἐκεῖ δέν θά ὐπάρχει βρῶσις καί πόσις. «Πόσες γήινες ἀπολαύσεις ἔχεις δοκιμάσει!», λέει ὁ Ἅγιος Δημήτριος, «Πόσες ἡδονές! Κι ὅμως, καπνός καί σύννεφο ἦταν ὅλες καί χάθηκαν. Δέν ἔμεινε τίποτα στά χέρια σου καί στήν ψυχή σου». Πράγματι! Τί ἔμεινε; Τρῶς ἕνα καλό φαγητό. Πρός στιγμήν κάτι… μετά ἀπό λίγο τά ἔχεις ξεχάσει ὅλα. Κι ἄν φᾶς καί παραπάνω, νιώθεις καί ἀηδία καί λές, τί ἤθελα καί τό ἔφαγα αὐτό τό πράγμα. Καί τί μένει τελικά; «Ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως, ψυχική πίκρα, βάρος καί τύψεις καί ντροπή ἀπέναντι στόν Κύριο», ὅταν αὐτές οἱ ἡδονές εἶναι παράνομες. «Κι ὅμως, δέν περνᾶ πολύς καιρός κι ἐπιστρέφεις πάλι ἀλόγιστα», χωρίς λογική, «στά ἴδια»[27], ὅπως τό σκυλί -συγγνώμη, τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή- γυρνάει, λέει, στόν ἐμετό του καί ὅπως ὁ χοῖρος, τό γουρούνι, λούζεται μέσα σ’ αὐτόν τόν βοῦρκο. «Καθάπερ κύων ἐπιστρέψας ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα καί ὕς –εἶναι τό γουρούνι– λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου»[28]. Ἔτσι κι ἐσύ, ἐνῶ γεμίσεις θλίψεις, μετά ξαναγυρνᾶς πάλι στά ἴδια ἁμαρτήματα, γιατί δέν ἔχεις μάθει νά ἐγκρατεύεσαι, νά κυριαρχεῖς ἐπάνω στά πάθη σου καί μάλιστα στήν κοιλία. «Ἄν δέν ζήσεις ἐδῶ οὐράνια, μήν ἀπατᾶσαι ὅτι θά κατακτήσεις τόν οὐρανό»[29]. Ἀπό ἐδῶ θά ἑτοιμαστοῦμε. Γι’ αὐτό ἡ κόλαση οὐσιαστικά φτιάχνεται ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι τά πάθη μας ἡ κόλαση, εἶναι τό γεγονός ὅτι ἀγαποῦμε τό κακό, τήν ἁμαρτία. Κολλᾶμε σ’ αὐτά καί ὅταν φύγεις ἀμετανόητος, δηλαδή χωρίς νά ἔχεις ἀποστραφεῖ καί μισήσει ὅλα αὐτά, αὐτές τίς ἐπιθυμίες πού ἔτρεφες ἐδῶ, θά τίς ἔχεις καί μετά 138

θάνατον, τά σαρκικά πάθη, τή γαστριμαργία, τή λαιμαργία καί ὅλα τά ἄλλα. Ἀλλά ἐκεῖ δέν θά μπορεῖς νά τά ἱκανοποιήσεις. Θά φλέγεσαι ἀπό τήν ἐπιθυμία. Αὐτό εἶναι ἡ κόλαση καί ἡ φωτιά τῆς κόλασης. Γι’ αὐτό, ἀπό ἐδῶ θά ζεῖς οὐράνια, γιά νά μπεῖς στόν οὐρανό. «Μή πλανάσθε». Μή ξεγελιέστε λέει ξεκάθαρα ὀ Ἀπόστολος, οὔτε οἱ πόρνοι οὔτε οἱ μοιχοί οὔτε οἱ ὁμοφυλόφιλοι οὔτε οἱ διεστραμμένοι οὔτε οἱ πλεονέκτες οὔτε οἱ κλέπτες οὔτε μέθυσοι, οὔτε οἱ λοίδοροι -αὐτοί πού ἐμπαίζουν τούς ἄλλους, τούς ἐξευτελίζουν, τούς βρίζουν- οὔτε οἱ ἅρπαγες θά κληρονομήσουν Βασιλεία Θεοῦ! Ξεκάθαρα πράγματα! «Οὔτε πόρνοι.. οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»[30]. Ὅποιος σαγηνεύθηκε ἀπό τά ἀγαθά τῆς γῆς καί τήν ἀπάτη τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς, νά εἶναι βέβαιος πώς θ’ ἀκούσει»[31], αὐτό πού ἄκουσε καί ὁ πλούσιος στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου. Θυμάστε; Τί ἄκουσε; «Ἀπόλαυσες ἐσύ τά ἀγαθά σου στή ζωή σου»[32]. Κάθε μέρα γλεντοῦσες, φοροῦσες τά καλά σου ροῦχα, ἔπινες.. ἔ, τώρα τί κάνεις; Τώρα ὀδυνᾶσαι. Ὁ Λάζαρος; Τί ἀπέλαυσε στή ζωή ἐκείνη; Τίποτε. Λοιπόν, τώρα παρακαλεῖται, τώρα παρηγορεῖται. Μήν τό ἀκούσουμε αὐτό, ἀδελφοί. Γι’ αὐτό, νά ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τά ἀγαθά τῆς γῆς, νά μήν τά ζητᾶμε καί νά μήν εἴμαστε πλεονέκτες στό νά ἱκανοποιοῦμε παραπάνω ἀπ’ ὅσο χρειάζεται δηλαδή τίς φυσικές μας ἀνάγκες. «Τὶς σωματικές σου ἀνάγκες ρύθμισέ τες σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί μήν ἀφήσεις νά ἐξελιχθοῦν σέ πάθη»[33]. Ὁ κόσμος τί λέει; Κάθε λίγο νά ἔχεις κάτι νά βάζεις στό στόμα σου.. νά μασουλᾶς συνέχεια.. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί μετά τί θά γίνεις; Δοῦλος τῆς γεύσης, τῆς ὄσφρησης καί στίς ἄλλες ἡδονές πού εἴπαμε, τίς σαρκικές. Θά πρέπει νά ἔχεις μιά τάξη, τότε θά φάω, τόσο θά φάω. «Τό θεῖο θέλημα εἶναι οἰκεῖο στή φύση σου, ἀφοῦ εἶσαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Ὅλα αὐτά πού λέμε, προσέξτε, δέν εἶναι ἀφύσικα. Εἶναι τό φυσιολογικό μας. Γιατί; Γιατί εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή κατασκευαστήκαμε μέ πρότυπο τόν Χριστό. Εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι ὅπως ἔζησε ὁ Χριστός, πρέπει νά ζήσουμε καί ἐμεῖς. Αὐτό εἶναι τό φυσιολογικό. Ὁ πιό φυσιολογικός ἄνθρωπος πού πέρασε ποτέ ἀπό τή γῆ εἶναι ὁ Χριστός. Σήμερα βλέπετε, μᾶς περνᾶνε γιά φυσιολογικό τό διεστραμμένο, τό πολύ ἁμαρτωλό. –Καί τώρα μάλιστα πού ἔχει τελείως ξεσαλώσει ὁ διάβολος τί μᾶς προβάλλουν ὡς φυσιολογικό; Τήν ὁμοφυλοφιλία! Τήν διαστροφή! Καί σοῦ λέει, ὄχι ἄνδρας καί γυναίκα, ἀλλά «τό», «αὐτό». Τί «αὐτό»; Γονέας ἕνας καί γονέας δύο. Ὄχι πατέρας καί μητέρα. Δέν θά ἀκοῦμε αὐτές τίς λέξεις πλέον. Δέν ὑπάρχουν αὐτές οἱ λέξεις. Τό ἕνα, τό δύο. Νο 1 γονέας, Νο 2… καί τά τρῶμε αὐτά ὅτι εἶναι φυσιολογικά. Γιατί γίνεται αὐτό; Γιατί 139

δέν παίρνουμε ὡς φυσιολογικό τόν Χριστό, ὡς πρότυπο τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ μόνος φυσιολογικός ἄνθρωπος. Καί μετά τούς Ἁγίους, πού μιμήθηκαν τόν Χριστό. Ἀλλά παίρνουμε ὡς πρότυπο αὐτό πού μᾶς διδάσκει ὁ διάβολος καί αὐτό πού πάει νά ἐπικρατήσει στήν κοινωνία. Ἄν καί αὐτοί εἶναι πολύ λίγοι, θέλουν νά ἐπιβληθοῦνε, γιατί ἔχουν ἕναν δυναμισμό, δαιμονικό δυναμισμό. Ὁ διάβολος δίνει κι αὐτός δύναμη. Ἀλλά αὐτή ἡ δύναμή του εἶναι τίποτε, εἶναι μιά θρασύτητα, ἡ ὁποία μπροστά στό φῶς τοῦ Χριστοῦ διαλύεται. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ χριστιανοί σήμερα ἔχουμε γίνει δειλοί καί δέν τολμᾶμε νά ἀρθρώσουμε λόγο καί νά ποῦμε.. τί εἶναι αὐτά πού λέτε καί κάνετε;!.. καί τά περνᾶτε καί στά παιδιά μας στά σχολεῖα;… Λοιπόν, τά πάθη εἶναι ἀντίθετα μέ τή φύση μας. Ὅλα τά πάθη καί ἡ γαστριμαργία καί ἡ λαιμαργία καί τά σαρκικά πάθη, δέν εἶναι τό φυσιολογικό μας, εἶναι τό παρά φύσιν. Ἀλλά σήμερα πᾶνε νά μᾶς τά περάσουν οἱ δαιμωνιώδεις ἄνθρωποι, πού ὑπηρετοῦν τόν διάβολο, ὅτι εἶναι τό φυσιολογικό καί θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νά ἀγωνίζεται νά ἱκανοποιεῖ αὐτά τά πάθη καί νά παίρνει καί βιταμίνες καί δέν ξέρω τί ἄλλο.. γιά νά μπορεῖ νά κάνει αὐτά τά πάθη. Ἐνῶ τό φυσιολογικό τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ὅσο περνάει καί ἡ ἡλικία, νά ἀποδεσμεύεται ἀπό τή σάρκα καί τά σαρκικά πάθη καί νά ζεῖ σιγά-σιγά σάν ἐπίγειος ἄγγελος. «Τά πάθη σου εἶναι ἀνοίκεια». Δέν εἶναι οἰκεῖα τά πάθη, δέν εἶναι τό φυσιολογικό, «γιατί τ’ ἀπέκτησες –τά πάθη- μέ τήν πτώση στήν ὁποία σέ παρέσυρε ὁ διάβολος». Ἀπό ἐκεῖ μπήκανε τά πάθη στόν ἄνθρωπο. «Γι’ αὐτό βάλε μέτρο σέ ὅλες τίς ἀνάγκες σου. «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπί παντί ρήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ»[34]»[35]. Δέν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο μέ ψωμί. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι σοῦ λένε, θέλω ψωμί.. Δέν ζεῖς μόνο μέ ψωμί, ἄνθρωπέ μου! Χρειάζεται καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Χρειάζεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει μέσα του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Χρειάζεται ὁ σαρκωμένος Λόγος, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ γιά νά ζήσεις. Ἀλλιῶς εἶσαι νεκρός ψυχικά – πνευματικά. «Στὸν μέλλοντα αἰῶνα δέν θά τρεφώμαστε μέ ὑλική τροφή καί ὑλικό πιοτό, ἀλλά μέ τή θεία χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τό καινόν βρῶμα –τό καινούριο φαγητό– καί πόμα, γιά τό ὁποῖο μίλησε ὁ Κύριος ὅταν παρέδωσε τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας»[36]. Τί μᾶς εἶπε τότε; «Σᾶς λέω, ὅτι δέν θά πιῶ πλέον ἀπ’ αὐτό τό γέννημα τῆς ἀμπέλου, τό κρασί αὐτό, ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅπου θά τό πίνω αὐτό στή Βασιλεία τοῦ Πατρός Μου»[37]. Τό καινούριο πιοτό τῆς Βασιλείας δέν θά εἶναι ὑλικό κρασί, ἀλλά τό κρασί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. «Μή προσκολλᾶς τά μάτια σου στά ὡραῖα πρόσωπα, γιά νά μήν αἰχμαλωτισθεῖ ἀπ’ τή φθαρτή ὀμορφιά τους ἡ καρδιά σου καί ἐξορισθεῖ ἀπ’ αὐτήν ὁ Κύριος, «ὁ νυμφίος, ὁ κάλλει ὡραῖος παρά πάντας ἀνθρώπους». Ἡ ἀγάπη μας, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, ὁ ἔρωτας πού θά πρέπει νά ἔχουμε, θά πρέπει νά εἶναι ὁ Κύριος, ὁ θεῖος ἔρωτας. Μήν προσκολλᾶς τά μάτια σου καί περιεργάζεσαι ἀνθρώπινα πρόσωπα καί ἀνθρώπινες ὀμορφιές, γιατί θά χάσεις τόν «κάλλει ὡραῖο», Αὐτόν πού εἶναι ὡραιότερος ἀπό 140

ὅλους καί ἀληθινά ὡραῖος, πού εἶναι ὁ Κύριος. «Κάθε ἀνθρώπινος ἔρωτας, δεμένος μέ τή φθαρτή σάρκα, διαλύεται μέ τόν θάνατο»[38]. Καί πολλές φορές διαλύεται καί πρίν τόν θάνατο. Σήμερα οἱ γάμοι κρατᾶνε περίπου πέντε χρόνια. Τό ξέρετε; Καί μετά χωρίζουν. – Ποῦ εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη πού λέγανε ὅτι ἔχουν ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον καί τρελαίνονταν ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον; Μετά ἀπό λίγο μπορεῖ ὁ ἕνας νά κάνει κιμά τόν ἄλλον ἤ νά μή μιλιοῦνται, νά μισοῦνται θανάσιμα. Γιατί ἀκριβῶς αὐτά εἶναι ἀνθρώπινες ἀγάπες καί ἀνθρώπινοι ἔρωτες καί αὐτά διαλύονται. Κι ἄν κρατήσουν, θά κρατήσουν μέχρι τόν τάφο. Μετά δέν κρατάει. Γιατί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά ὑπάρχει γάμος οὔτε θά ὑπάρχουν οἱ σχέσεις αὐτές πού ἔχουμε τώρα, πατέρας – μητέρα – παιδιά. Αὐτά θά καταργηθοῦν, οἱ συγγένειες οἱ σαρκικές. Μία συγγένεια θά διατηρηθεῖ ἡ πνευματική συγγένεια, ἡ πνευματική ἀδελφοσύνη. Αὐτό θά κρατήσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί, γιά σκεφτεῖτε, νά πάει ἡ μάνα σου στήν κόλαση καί ἐσύ νά πᾶς στόν παράδεισο καί νά σκέφτεσαι «ἡ μάνα μου εἶναι στήν κόλαση».. Τί παράδεισο θά ἔχεις τότε; Δέν θά ὑπάρχει αὐτή ἡ σχέση τότε. Καταργοῦνται ὅλα αὐτά στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἀπό ’δῶ ξεκινᾶμε, κάνουμε αὐτή τήν προπόνηση καί δέν κολλάμε στή σάρκα καί στίς σαρκικές σχέσεις καί ὀμορφιές. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος, ἅμα ὁ πατέρας σου, ἡ μάνα σου, δέν εἶναι ἐν Κυρίῳ, ἤ ὁποιοσδήποτε συγγενής σου, κόψ’ τον. Χίλιες φορές νά πᾶς χωρίς αὐτόν στόν παράδεισο, παρά μαζί του στήν κόλαση[39]. …… Ὁ Ἅγιος Πορφύριος λέει, ἡ θεραπεία τῆς κατάθλιψης, πού ἔχει πιάσει σήμερα σχεδόν ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, εἶναι ὁ θεῖος ἔρωτας. –Τί εἶναι ἡ κατάθλιψη; Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καί μάλιστα τῆς μεγαλύτερης ἁμαρτίας, πού εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια, καί μαραζώνει ἡ ψυχή, καί ὁ ἄνθρωπος σάν νά μπαίνει σέ μιά ρουφήχτρα, σέ μιά μαύρη τρύπα καί ἐκεῖ μέσα σάν νά χάνεται ψυχικά καί σωματικά, ἀχρηστεύεται. –Ποιά εἶναι ἡ λύση γιά νά βγεῖς ἀπ’ αὐτή τήν μαύρη τρύπα; Νά ἀγαπήσεις τόν Χριστό, νά ἐρωτευτεῖς τόν Χριστό. Νά πάψεις νά κολλᾶς στά γήινα καί προπάντων στό μεγάλο εἴδωλο, πού εἶναι ὁ ἑαυτός σου. Γιατί κατεξοχήν αὐτό λατρεύει ὁ ἄνθρωπος. Καί μέσα ἀπό τά πάθη οὐσιαστικά τί λατρεύει; Τόν ἑαυτό του, τό ἐγώ του. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη μας ἀρρώστια. «Μήν ἀποδέχεσαι καί μήν ὑποκύπτεις στούς πορνικούς λογισμούς». Μή δέχεσαι σαρκικούς λογισμούς, μή συγκατατίθεσαι. Θά πεῖς, ἔρχονται. Ἄς ἔρχονται. Αὐτό δέν εἶναι ἁμαρτία. Δέν πειράζει αὐτό. Μερικοί στενοχωριοῦνται πού ἔχουν τέτοιους 141

λογισμούς. Δέν πειράζει αὐτό, πειράζει ἅμα τούς δεχτεῖς ἐσύ καί ἀρχίσεις καί τούς περιεργάζεσαι καί ἀρχίσεις καί εὐχαριστιέσαι. Τότε γίνεται ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας. Μήν τούς ἀποδέχεσαι. Μήν ὑποκύπτεις, «γιά νά μήν ἐκπέσεις ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ». Γιατί ἄν ἀγαπήσεις αὐτά τά σαρκικά, τά γήινα, τά βρώμικα, χάνεις τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖς μετά ν’ ἀγαπᾶς τόν Θεό. «Μή ζηλεύεις ἐκείνους πού κάνουν ἔργα τέτοια, γιά τά ὁποῖα «αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν»[40]. Προσέξτε ἐδῶ κάτι. Δέν θέλουμε τά ἁμαρτήματα. Δέν θέλουμε ν’ ἁμαρτήσουμε, ἀλλά πολλές φορές τί παθαίνουμε; Περιεργαζόμαστε τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων καί τά φανταζόμαστε. Καί αὐτό εἶναι ἁμαρτία πάλι. Οὔτε ἐσύ ν’ ἁμαρτάνεις, ἀλλά οὔτε νά περιεργάζεσαι τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων καί νά τά φαντάζεσαι, τά αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν, «γιά νά μήν ἀποδειχθεῖς ἀσυνετώτερος ἀπ’ αὐτούς τούς ἀσυνέτους»[41]. Εἶναι μιά παγίδα κι αὐτό. Βλέπουμε πόσοι ἄνθρωποι σήμερα εἶναι κατά τῆς ὁμοφυλοφιλίας. –Ἀφοῦ εἶσαι κατά τῆς διαστροφῆς καί τῆς ὁμοφυλοφιλίας, γιατί κάθεσαι καί βλέπεις ὅλους αὐτούς τούς Σοδομίτες στήν τηλεόραση καί στό ἴντερνετ; Γιατί; Ἀφοῦ εἶσαι ἐναντίον… καί αὐτό πού κάνεις ἁμαρτία εἶναι καί εἶναι ἡ ἀρχή νά ὑποκύψεις καί ἐσύ μετά σ’ αὐτό τό πάθος. «Βλέποντας τό προσωρινό καί μάταιο τῆς ἐπιθυμίας, περιφρόνησέ την καί ὑψώσου στά θεῖα καί αἰώνια». Ὅλα αὐτά τά γήινα, τά σαρκικά, τελειώνουν πολύ γρήγορα. Μερικά δευτερόλεπτα, μερικά λεπτά κρατάει ἡ ἡδονή καί μετά πάλι τό κενό. Ζῆσε τά αἰώνια, αὐτά πού δέν τελειώνουν ποτέ. «Ἀγάπησε βαθιά τήν ἁγνότητα καί καθαρότητα καί σύναψε πνευματικό γάμο μέ τόν ἁγνό καί καθαρό Ἰησοῦ γιά νά γευθεῖς τίς ἄρρητες ἡδονές τοῦ οὐρανοῦ»[42]. Ὅταν ἀγαπήσεις τόν Χριστό, τότε θά γευθεῖς ἡδονές πού δέν ἔχεις γευθεῖ ποτέ. Νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι εὐχαρίστηση, ξέρω ’γω, τό καλό φαγητό, τό καλό κρασί, ἤ ξέρω ’γω αὐτές οἱ σχέσεις οἱ συζυγικές κ.λ.π. Τίποτα δέν εἶναι αὐτά μπροστά στίς ἡδονές πού δίνει ὁ Θεός, στίς πνευματικές ἡδονές. Ἀλλά γιά νά τίς γευθεῖς αὐτές, χρειάζεται ἁγνότητα, χρειάζεται καθαρότητα, χρειάζεται νά ἀποστασιοποιηθεῖς ἀπό τή σάρκα. «Μέχρι τήν παρακοή καί τήν πτώση του, ὁ Ἀδάμ δέν εἶχε δοκιμάσει τή σαρκική ἐπιθυμία»[43]. Προσέξτε, ὅλη αὐτή ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας μᾶς ἦρθε μετά τήν πτώση. Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι τό φυσιολογικό πράγμα ὁ γάμος. Προσέξτε το αὐτό. Νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ γάμος εἶναι τό φυσιολογικό. Ὄχι, τό φυσιολογικό εἶναι ἡ παρθενία, αὐτό πού εἴχαμε πρίν τήν πτώση. Ὁ γάμος εἶναι μιά παραχώρηση, μιά συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἀθλιότητά μας, στήν ἐμπάθειά μας, πού μπῆκε μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Καί ὁ γάμος θά καταργηθεῖ. Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά ὑπάρχει γάμος. Θά ξαναγυρίσουμε στήν παρθενία. Ὅπως θά ξαναγυρίσουμε καί στήν ἀφαγία. Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα δέν τρώγανε… μετά μπῆκε ἡ ἀνάγκη γιά φαγητό. Μᾶλλον τρώγανε ἀλλά εἴχανε αὐτή τήν ἐγκράτεια, τηροῦσαν αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Τρώγανε ἀπ’ ὅλα ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον τόν καρπό πού εἶπε ὁ Θεός. Μετά, στή Βασιλεία 142

τοῦ Θεοῦ, θά ἀποκατασταθοῦμε στήν πλήρη ἀφαγία, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, στήν πλήρη ἐγκράτεια, στήν πλήρη νηστεία, ἄν θέλετε καί ἔτσι, πού εἶναι τό φυσιολογικό μας. Μέχρι τήν παρακοή, λοιπόν, δέν ὑπῆρχε σαρκική ἐπιθυμία. Μετά τήν παρακοή ἐμφανίστηκε στόν Ἀδάμ καί στήν Εὔα καί τούς συνόδευε σ’ ὅλη τους τή ζωή, ἀφοῦ ἐξορίστηκαν ἀπό τόν παράδεισο. Γεννήθηκε μέ τήν πτώση τους ἡ σαρκική ἐπιθυμία. «Θέλοντας γι’ αὐτό ὁ Κύριος νά «ἐξαγάγῃ τίμιον ἀπό ἀναξίου»[44], ἀποφάσισε νά διακόψει τή βιολογική μας ζωή μέ τόν θάνατο γιά νά μή διαιωνίζεται τό κακό καί γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, μέσω τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, στή ζωή τήν ἄφθαρτη καί αἰώνια, περιβεβλημένους τό ἀρχαῖο θεόμορφο κάλλος»[45]. –Γιά νά μή μείνουμε αἰώνια σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς πτώσης, τί οἰκονόμησε ὁ Θεός; Νά πεθαίνουμε. Νά μπαίνει ἕνα στόπ. Καί μετά τόν θάνατο πλέον ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ν’ ἁμαρτήσει. Γι’ αὐτό εἶναι καλό ὁ θάνατος, γιατί δέν μπορεῖς ν’ ἁμαρτήσεις. Αὐτός πού εἶναι καλός καί ἔζησε μέ μετάνοια, πάει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤ προγεύεται τή Βασιλεία μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία πού θά μπεῖ. Ὁ ἄλλος πού εἶναι κακός καί δέν ἔχει μετανοήσει καί αὐτός καλό παθαίνει μέ τόν θάνατο, γιατί σταματάει νά εἶναι κακός, σταματάει ν΄ ἁμαρτάνει, σταματάει νά βασανίζεται, γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι βάσανο. Σταματάει νά κατεβαίνει καί μένει ἐκεῖ πού εἶναι. «Εἴμαστε λοιπόν πλασμένοι ὄχι γιά τόν θάνατο, ἀλλά γιά τή ζωή, ἀφοῦ εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, τῆς Ζωῆς τοῦ κόσμου»[46]. Ὁ Θεός θέλησε νά μᾶς ξαναντύσει μ’ ἐκεῖνο τό κάλλος πού εἶχε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν τήν πτώση. Πού λέει, ἐνῶ δέν εἶχαν ροῦχα, δέν αἰσθανόντουσαν γυμνοί. Ἦταν ντυμένοι μέ τό θεῖο κάλλος, μέ τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτό τό κάλλος θέλει νά μᾶς ντύσει ὁ Θεός καί νά μᾶς πάει ὄχι μόνο ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Ἀδάμ πρίν τήν πτώση, ἀλλά ἀκόμα πιό ψηλά, νά μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν, νά μᾶς καθίσει στόν θρόνο Του. Νά μᾶς πάει ἐκεῖ πού θά πήγαινε καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἐάν μένανε στήν ὑπακοή. Εἴμαστε πλασμένοι γι΄ αὐτό, γιά τήν αἰώνια ζωή, γιατί εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Ζωή τοῦ κόσμου. «Καί στή ζωή πού μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, στή ζωή πού ἀρχίζει μετά τόν θάνατο, δέν ὑπάρχουν σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἡδονές»[47]. Γι’ αὐτό πρέπει κανείς νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπ’ αὐτή τή ζωή, νά μήν τίς πάρει μαζί του τίς ἐπιθυμίες αὐτές, γιατί θά βασανίζεται μετά θάνατον, γιατί δέν θά μπορεῖ νά τίς ἐκπληρώσει τίς σαρκικές ἐπιθυμίες μετά θάνατον. Γι’ αὐτό, βλέπετε, λέμε, αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑποδουλωμένος στή σάρκα. Ἀλλοίμονο, ἐάν δέν μετανοήσεις! Καί μετά θάνατον πάλι ὑποδουλωμένος στίς σαρκικές ἐπιθυμίες θά εἶσαι, ἀλλά δέν θά μπορεῖς πλέον ἐκεῖ νά τίς ἱκανοποιήσεις καί θά φλέγεσαι. Αὐτό θά εἶναι ἡ κόλασή σου. Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, οὔτε κάνουν γάμο οὔτε προωθοῦν ἄλλους γιά γάμο, ὅπως κάνουν τώρα οἱ γονεῖς. Τά παιδιά τά σπρώχνουν νά 143

παντρευτοῦν.. παντρέψου.. παντρέψου.. καί τά καταπιέζουν πολλές φορές τά παιδιά, λές καί εἶναι μέγα ἁμάρτημα, ἄν κανείς δέν παντρευτεῖ. Δέν εἶμαι κατά τοῦ γάμου, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό -πρέπει νά τό καταλάβουμε- ἡ ἐπιτυχία στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει ἀπολυτοποιηθεῖ ὁ γάμος καί ἕνας πού δέν κάνει γάμο, θεωρεῖται ἀποτυχημένος. Ἄν εἶναι δυνατόν! Ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει τό ἀντίθετο. Ὅλοι, λέει, θέλω νά μείνετε ἄγαμοι. Νά εἶστε σάν καί ἐμένα, νά μήν κάνετε γάμο[48]. Τό λέει στήν Ἁγία Γραφή. Ἀλλά πάλι λέει, ἄν δέν μπορεῖτε καί ἔχετε ἀδυναμία, προκειμένου νά πορνεύεις καί νά κάνεις τά αἴσχη τά σαρκικά, ἄντε… πάρε μία γυναίκα ἐσύ ὁ ἄντρας, πάρε ἕναν ἄντρα ἐσύ ἡ γυναίκα. Εἶναι μία παραχώρηση δηλαδή, δέν εἶναι τό τέλειο καί τό πρέπον. «Στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι»[49], θά ζοῦνε ὅπως οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό «καί θά εὐφραίνονται μέ τήν πανευφρόσυνη παρουσία τοῦ θείου Νυμφίου. Νά γιατί πολλές ἡρωικές ψυχές», οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές, ἀλλά καί ἄνθρωποι πού ζοῦνε στόν κόσμο καί δέν γίνανε μοναχοί ἀλλά ζοῦνε ἐν σωφροσύνη, ἐν παρθενία, τί κάνουν αὐτοί; «Ξεκινοῦν ἀπό τήν παροῦσα ζωή τόν ἀγγελικό δρόμο καί ἑνώνονται ἀπό τώρα μέ τόν Κύριο, περιφρονώντας κάθε γήινο»[50]. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ποτέ δέν ἔκαναν τήν σαρκική ἁμαρτία. Δέν γνώρισαν γυναίκα. Καί τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «καλόν ἀνθρώπῳ γυναικός μή ἅπτεσθαι»[51]. Νά μήν ἀκουμπήσει γυναίκα, εἶναι πολύ καλό. Βλέπετε; Ἐνῶ σήμερα περνάει τό μήνυμα ὅτι τό φυσιολογικό εἶναι αὐτό.. τί θά κάνεις ἄν δέν παντρευτεῖς; Ὄχι, δέν εἶναι αὐτό. –Ποιό εἶναι τό καλό; Τό καλό εἶναι νά βρεῖς τόν Θεό, νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό. Τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά τή ζήσεις ἀπό ἐδῶ καί τώρα. Καί αὐτό τό κάνουν κάποιοι ἄνθρωποι, λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος, ἀπ’ αὐτή τή ζωή, δέν κάνουν γάμο δηλαδή, περιφρονοῦν τελείως τίς σαρκικές ἡδονές, ἐγκρατεύονται, νηστεύουν καί ζοῦνε αὐτή τήν οὐράνια ζωή ἀπό ἐδῶ. Ἤ τουλάχιστον τήν προγεύονται, γιατί στήν τελειότητα δέν μποροῦμε νά τή ζήσουμε ἐδῶ. Εἴπαμε, ἀναγκαστικά λίγο θά φᾶς, λίγο θά κοιμηθεῖς. Καί οἱ Ἅγιοι, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα νά κοιμηθοῦν, ἔλεγαν στόν ὕπνο «ἔλα κακέ δοῦλε», ἔλα νά κοιμηθοῦμε.. καταλάβαιναν ὅτι δέν μποροῦσαν νά μείνουν ξάγρυπνοι τελείως. Ἤ ὅταν ἤτανε νά φᾶνε, πάλι λέγανε, ἄντε νά πᾶμε νά ἱκανοποιήσουμε τήν κοιλία ἄς ποῦμε, νά τῆς δώσουμε τό ἀναγκαῖο ὄφλημα, αὐτό πού χρειάζεται. Δέν μπορεῖς τελείως νά ἀπελευθερωθεῖς. Ἀλλά μπορεῖς ὅμως νά ἐγκρατεύεσαι, νά συγκρατεῖσαι, νά μή λαιμαργεῖς, νά μή γαστριμαργεῖς, γιά νά μήν ὑποδουλωθεῖς καί σ’ αὐτά, ἀλλά καί σέ ὅλα τά ἄλλα πάθη, γιατί, εἴπαμε, ἡ ἱκανοποίηση τῆς λαιμαργίας καί τῆς γαστριμαργίας εἶναι ἡ ἀρχή ὅλων τῶν θανάσιμων παθῶν, ὅλων τῶν παθῶν πού σκοτώνουν τήν ψυχή. Ἀπό ἐκεῖ μετά θά ἔρθει καί ἡ ὑπερηφάνεια, θά ἔρθει καί ἡ πορνεία καί ἡ μοιχεία… ὅλα αὐτά συνδέονται, καί ὁ θυμός. Ὅλα τά θανάσιμα πάθη ξεκινοῦν ἀπό τή λαιμαργία καί τή γαστριμαργία. Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας. Πολύ βασικό τό θέμα τῆς νηστείας καί κλείνω μέ αὐτό πού ἄρχισα, δέν πρέπει νά τό περιφρονοῦμε. Πολλοί τό θεωροῦνε 144

δευτερεῦον. Δέν εἶναι δευτερεῦον. Εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καί ὁ Κύριος, βλέπετε, ἄρχισε τή δημόσια δράση Του μέ νηστεία. Μᾶς κήρυξε μέ τή ζωή Του. Καί μετά ἐξέλεξε τούς Ἀποστόλους καί βγῆκε στό δημόσιο κήρυγμα, ἀφοῦ νήστεψε 40 ὁλόκληρες ἡμέρες. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης https://hristospanagia3.blogspot.com [1] Πνευματικό Ἀλφάβητο, Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ, Ἱ.Μ. Παρακλήτου (στό ἑξῆς: Πνευματικό Ἀλφάβητο). [2] Ματθ. 4, 2. [3] Ματθ. 4, 3. [4] Ματθ. 4, 4. [5] Γεν. 2, 16-17. [6] Ματθ. 6, 16. [7] Ματθ. 6, 18. [8] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [9] Μάρκ. 8, 34. [10] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [11] Ὅ.π. [12] Ἔξ. 32, 6. [13] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [14] Ὅ.π. [15] Ὅ.π. [16] Ἀποκ. 2, 7. [17] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [18] Ἰω. 6, 27. [19] Ὅ.π. [20] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [21] Ἰω. 6, 63. [22] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [23] Ὅ.π. [24] Ὅ.π. [25] Ρωμ. 14, 17. [26] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [27] Ὅ.π. [28] Β΄Πέτρ. 2, 22. [29] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [30] Α΄Κορ. 6, 9-10. [31] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [32] Λουκ. 16, 25. [33] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [34] Ματθ. 4, 4. 145

[35] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [36] Ὅ.π. [37] Ματθ. 26, 29. [38] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [39] Πρβλ. Ματθ. 5, 30. [40] Ἐφεσ. 5, 12. [41] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [42] Ὅ.π. [43] Ὅ.π. [44] Ἱερ. 15, 19. [45] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [46] Ὅ.π. [47] Ὅ.π. [48] Πρβλ. Α΄Κορ. 7, 7. [49] Ματθ. 22, 30. [50] Πνευματικό Ἀλφάβητο. [51] Α΄Κορ. 7, 1. 146

Ἡ ἐξουδένωση προξενεῖ τήν ταπείνωση – Στ΄ Μέρος Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, συνεχίζουμε τήν ἀρκετά ἐκτενῆ δεύτερη ὑπόθεση πού, ὅπως ἔχουμε πεῖ, ἔχει τίτλο ὅτι ἐκ φύσεως ἡ ἐξουδένωση ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση, ἐνῶ ἡ τιμή στήν ὑπερηφάνεια καί γι΄ αὐτό οἱ ταπεινόφρονες προτιμοῦν νά περιφρονοῦνται, νά ἐξουδενώνονται καί χαίρονται ὅταν γίνεται αὐτό, ἐνῶ λυποῦνται ὅταν τμῶνται[1]. Εἴχαμε μείνει στή μέση τῆς διδασκαλίας τοῦ περίφημου Γέροντα, τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ὁ ὁποῖος μιλάει γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀδικίας καί πῶς πρέπει νά στεκόμαστε ἀπέναντι σ’ αὐτόν, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀδικεῖ μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, μᾶς βρίζει, μᾶς ἐξουδενώνει, μᾶς βλάπτει. Μᾶς ἔχει πεῖ ὁ Ἅγιος, τό λέγαμε χθές, ὅτι πρέπει νά τόν ἀντιμετωπίζουμε σάν ἰατρό, σάν ἀπεσταλμένο ἀπό τόν Θεό, σάν τό ἰατρικό ἐργαλεῖο πού χρησιμοποιεῖ ὁ μεγάλος ἰατρός, ὁ Χριστός. Ἔλεγε χαρακτηριστικά, εἶναι ὁ καυτῆρας, ὁ θερμοκαυτῆρας τοῦ Ἰησοῦ αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού μᾶς ἀδικεῖ μέ ὁποιοδήποτε τρόπο καί, ὅπως ὁ γιατρός μέ αὐτό τό ἐργαλεῖο ἀφαιρεῖ τούς καρκίνους τοῦ δέρματος, μᾶς ἀφαιρεῖ καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού μᾶς ἐξουδενώνει τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωισμό, τή λάσπη, τή βρωμιά, τήν ἀκαθαρσία, τήν ἀρρώστια πού ἔχουμε. Εἴχαμε μείνει στό σημεῖο πού ἔλεγε ὅτι πρέπει νά μιμηθοῦμε τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὅταν ἐχλευάζετο, δέν ἀνταπέδιδε τόν χλευασμό καί ἐνῶ ἔπασχε -ἐταλαιπωρεῖτο φοβερά ἀπό τούς Φαρισαίους καί τούς Ἀρχιερεῖς- δέν ἀπειλοῦσε. Ἐνῶ θά μποροῦσε ὄχι μόνο νά ἀπειλήσει, ἀλλά καί νά πραγματοποιήσει τίς ἀπειλές Του. Καί ἐπάνω στόν σταυρό πού ἦταν καί χλευαζόταν ἀπό τούς παραπορευόμενους, ἀπό αὐτούς πού περνοῦσαν ἀπό κάτω καί ἄκουγε πάρα πολύ εἰρωνικά λόγια, ὅπως «ἄν εἶσαι Θεός, κατέβα ἀπό τόν σταυρό.. ἐσύ ἔσωσες ἄλλους, ἄν μπορεῖς σῶσε καί τόν ἑαυτό Σου... αὐτό πού ἔλεγες, ὅτι σώζεις τούς ἄλλους» καί πολλά ἄλλα. Καί ὁ Κύριος τί ἔκανε σ’ ὅλα αὐτά; Ἐνῶ θά μποροῦσε νά κατεβάσει ἕναν ἄγγελο ἤ μιά λεγεώνα ἀγγέλων καί ὅλους αὐτούς νά τούς ἀποκεφαλίσει, νά τούς πάρει τή ζωή, ἀντίθετα τούς ὑπερασπίστηκε μπροστά στόν Θεό-Πατέρα καί εἶπε «ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι»[2]. Συγχώρεσέ τους Πατέρα Μου Οὐράνιε. Καί λέει καί ἕνα ἐπιχείρημα ὑπέρ αὐτῶν, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι. Ὄχι μόνο δηλαδή ζητάει ἀπό τόν Θεό-Πατέρα νά μήν τούς καταλογίσει τή συγκεκριμένη ἁμαρτία τῆς σταυρώσεως, ἀλλά δίνει καί ἕνα ἐπιχείρημα, τούς δικαιολογεῖ. Καί πράγματι πολλοί ἀπ’ αὐτούς δέν ξέρανε τί κάνανε, ποιόν σταυρώνουν, ὅτι σταυρώνανε τόν Θεό. Καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, ξέρετε, εἶχε ἐξαπατηθεῖ, νόμιζε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ὁ Χριστός. Λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ μιά ὁμιλία του στό Μέγα Σάββατο, ὅτι ἀπό τήν ἀρχή, ὅταν ὁ διάβολος εἶδε τόν Χριστό προβληματιζότανε τί νά εἶναι, νά εἶναι ἄνθρωπος ἤ νά εἶναι Θεός; Ἔβλεπε κάποια ἔτσι γεγονότα πού φώναζαν ὅτι εἶναι Θεός. Ἀπ’ τήν ἄλλη ὅμως ἔβλεπε ὅτι κουραζότανε, ὅτι κοιμόταν, ὅτι ἔτρωγε ὅπως κάθε ἄνθρωπος καί κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι εἶναι ἄνθρωπος. 147

Ὁπότε τί σκέφτηκε ὁ διάβολος; Θά Τόν σταυρώσω καί θά πάρω τήν ψυχή Του. Τό σῶμα Του θά σαπίσει καί ἡ ψυχή Του θά ἔρθει σέ μένα. Γιατί ὅλες οἱ ψυχές πηγαίνανε στόν Ἅδη. Ὁ Ἅδης ἤτανε ὁ χῶρος τοῦ διαβόλου. Στήν Παλαιά Διαθήκη καί οἱ δίκαιοι, καί ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Ἰσαάκ καί ὁ Ἰακώβ, ὅλοι πηγαίνανε ἐκεῖ, γιατί ὅλοι ἤμαστε ἔνοχοι τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί δέσμιοι τοῦ πονηροῦ. Ἤτανε ὁ κανόνας μας αὐτός καί ὅλοι πηγαίναμε στή φυλακή. Ὁ Ἅδης ἤτανε ἡ φυλακή. Καί οἱ Ἅγιοι πηγαίνανε ἐκεῖ. Ἁπλῶς ἤτανε σέ ἕναν εἰδικό θεοφρουρούμενο τόπο, ἄς ποῦμε σ΄ ἕνα σαλόνι, ἀλλά τό σαλόνι ἦταν πάλι μέσα στή φυλακή. Ὁ Χριστός μπῆκε στή φυλακή λοιπόν καί ἐξαπάτησε τόν ἀπατεῶνα, λέει ὡραῖα ἡ Πατερική γραμματεία. Ἐξαπατήθηκε, λέει, ὁ ἀπατεώνας. Ἀπατεώνας εἶναι ὁ διάβολος. Ἐξαπατήθηκε ἀπό τόν Χριστό, πού Τόν θεώρησε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καί πῆρε μέν, προσπάθησε νά πάρει, τήν ψυχή Του, ἀλλά ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ ἤτανε μαζί μέ τή Θεότητα καί ὁ Χριστός κατέβηκε στόν Ἅδη καί τά διέλυσε ὅλα καί πῆρε ὅλους αὐτούς πού πίστεψαν, ἐλευθέρωσε τούς δεσμίους, ἔσπασαν οἱ πόρτες τῆς φυλακῆς.. γι’ αὐτό βλέπετε ἡ κάθοδος τοῦ Κυρίου στόν Ἅδη -τήν ἔχουμε καί ἐδῶ- εἰκονίζεται ἔτσι. Δηλαδή πατάει ὁ Χριστός ἐπάνω ἐδῶ, πού αὐτές εἶναι οἱ δύο πύλες, οἱ δύο πόρτες τοῦ Ἅδη καί ἔχει ἔτσι καρφιά, σίδερα.. πού δείχνει ὅτι δέν ἔχει μείνει τίποτα δηλαδή ἀπό τή φυλακή. Ἔχουν ἀνοιχτεῖ οἱ πύλες καί οἱ ψυχές ἔτσι ἐλευθερώνονται. Καί ὁ Χριστός μας βλέπετε ἐδῶ κρατάει μέ τό ἕνα χέρι τόν Ἀδάμ καί μέ τό ἄλλο τήν Εὔα. Τούς σηκώνει, τούς ἐλευθερώνει. Αὐτό ἔπαθε ὁ διάβολος, ἔτσι; Νόμιζε ὅτι παίρνει ἄνθρωπο σκέτο καί πῆρε Θεό. Καί βέβαια δέν μπορεῖς νά τά βάλεις μέ τόν Θεό! Ἐκεῖ πού νόμιζε ὅτι νίκησε καί τελείωσε μέ τόν Χριστό, ἐκεῖ τήν ἔπαθε. Ὁ Χριστός μας λοιπόν, μέχρι τελευταία στιγμή πρίν πεθάνει, χλευαζότανε, ὅπως λέει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, καί δέν ἀνταπέδιδε. «Ἔδωσα», λέει «τά νῶτα μου εἰς μαστίγωσιν»[3]. Τήν πλάτη Μου δηλαδή τήν παρέδωσα στά ὄργανα τοῦ διαβόλου. Οἱ γραμματεῖς, οἱ Φαρισαῖοι, οἱ Ρωμαῖοι κ.λ.π. ἤτανε τά ὄργανα τοῦ σατανᾶ. Πῶς θά ἔπαιρνε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ; Χρησιμοποιώντας κάποιους πού ἦταν ὄργανά του, τούς γραμματεῖς, τούς Φαρισαίους, πού Τόν ὁδήγησαν στόν σταυρό καί οἱ Ρωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐξετέλεσαν ἄς ποῦμε αὐτή τήν ἀπόφαση πού εἶχαν πάρει οἱ «θρησκευόμενοι» τοῦ λαοῦ. Αὐτό εἶναι τό τραγικό! Ὁ Χριστός δέν σταυρώθηκε ἀπό τούς ἀθέους, ἀλλά ἀπό αὐτούς πού τό παίζανε ἔνθεοι, τό παίζανε εὐλαβεῖς. Ἀπό αὐτούς σταυρώθηκε! Καί εἶναι φοβερό αὐτό.. γιατί κι ἐμεῖς σήμερα μπορεῖ νά φαινόμαστε εὐλαβεῖς, ἀλλά νά μήν ἔχουμε τήν πραγματική εὐλάβεια. Πολλοί ὑποκριτές ὑπάρχουνε καί σήμερα, γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, διάδοχοι ἐκείνων, πού φαίνονται ὅτι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν εἶναι. Δέν ζοῦνε σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. «Ἔδωσα», λοιπόν λέει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας... 800 χρόνια π.Χ. εἶναι προφητεία γιά τόν Χριστό! Οἱ προφητεῖες, ξέρετε, εἶναι τρομερή ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός. Γιατί θά λέγαμε: καί ποῦ ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός; Δέν ὑπάρχει γιά κανέναν ἄλλον ἄνθρωπο αὐτό τό φαινόμενο τῶν προφητειῶν. 800 χρόνια πρίν νά μιλᾶνε ἄνθρωποι γιά τόν Χριστό μέ τρομερή ἀκρίβεια. Νά ἐδῶ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας 148

προφητεύει τά πάθη τοῦ Χριστοῦ. «Ἔδωσα τά νῶτα μου εἰς μαστίγωσιν»[4]. Τήν πλάτη Μου δηλαδή τήν παρέδωσα γιά νά μαστιγωθεῖ. «Τάς σιαγόνας μου εἰς ῥαπίσματα», καί δέν ἐγύρισα τό πρόσωπό Μου ἀλλοῦ, «οὐκ ἀπέστραφην γιά νά ἀποφύγω τήν ἐντροπήν τῶν ἐμπτυσμάτων»[5]. Τόν ἔφτυναν τόν Χριστό μας, ἔτσι; Καί ὁ Κύριος δέν ἀπέστρεφε τό πρόσωπό Του. Ἄφηνε νά Τόν φτύσουν, νά Τόν χτυπήσουν, νά Τόν ραπίσουν, νά Τόν κολαφίζουν, νά Τόν φραγγελώσουν. Τό φραγγέλωμα ἦταν ἕνα φοβερό μαρτύριο. Τό φραγγέλιο ἦταν ἕνα μαστίγιο εἰδικό ἀπό ἴνες, ἀπό νεῦρα βοδιοῦ καί πάνω στά νεῦρα εἶχαν δέσει αἰχμηρά μέταλλα καί κοκαλάκια, ὁπότε ὅταν ἔπεφτε πάνω στό δέρμα, καρφωνότανε, ἔμπαινε μέσα καί χτυπώντας το ἔφευγαν κομμάτια κρέας. Καταλάβατε... Γι’ αὐτό εἶχε χάσει πάρα πολύ αἷμα ὁ Κύριος, μετά εἰδικά ἀπό τή φραγγέλωση, καί δέν μπόρεσε νά κουβαλήσει καί τόν σταυρό Του, ἔπεσε κάτω. Λοιπόν, ὅλα αὐτά τά ὑπέμεινε ὁ Κύριος χωρίς νά ὑπερασπιστεῖ τόν ἑαυτό Του. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ζωσιμᾶς, εἶναι πρότυπο γιά μᾶς. Ὁ Ὁποῖος δέν εἶχε φταίξει καί σέ τίποτα. Ἐμεῖς εἴμαστε τόσο ἔνοχοι καί πάλι δέν ἀνεχόμαστε μύγα στό σπαθί μας. «Καί ἐσύ λοιπόν ἀθλία», ἀπευθύνεται ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς στήν ψυχή του, στήν ψυχή μας, «ἐξ ἀφορμῆς μιᾶς προσβολῆς κάθεσαι καί πλάττεις ἀναριθμήτους λογισμούς ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος σέ εὐεργέτησε μέ ἕνα μικρό χτύπημα τῆς φιλοτιμίας σου», τῆς ὑπερηφάνειάς σου. Σοῦ χτύπησε λίγο τόν ἐγωισμό, τήν ὑπερηφάνεια καί ἐσύ ἀντί νά τόν εὐχαριστήσεις τόν ἀδελφό σου αὐτόν, πού εἶναι γιατρός, ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Κύριο, ἐσύ πλάθεις ἕνα σωρό λογισμούς ἐναντίον του «καί δέν καταλαβαίνεις πώς ἔτσι κάνεις κακό στόν ἑαυτό σου, ὅπως οἱ δαίμονες». Γίνεσαι ὁ ἴδιος ἄς ποῦμε φονιάς τῆς ψυχῆς σου. «Γιατί τί περισσότερο μπορεῖ νά σοῦ κάνει ὁ δαίμονας ἀπ’ ὅσο ἐσύ ζημιώνεις τόν ἑαυτό σου, ἀπερίσκεπτη καί δυστυχισμένη;»[6]. Τί περισσότερο μπορεῖ νά σοῦ κάνει ἀπό αὐτό πού κάνεις ἐσύ, πού βλάπτεις τήν ψυχή σου; Ἐνῶ ἔρχεται κάποιος νά σέ βοηθήσει, ἐσύ τοῦ ἐπιτίθεσαι καί ἀφήνεις τήν ψυχή σου νά σαπίσει μέσα στά πάθη της. «Καί πρόσθεσε συμπερασματικά ὁ Γέροντας», ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, «βλέπουμε τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί καθημερινά μελετᾶμε τά Πάθη πού ὑπέφερε γιά μᾶς, ἐμεῖς ὅμως δέν ὑποφέρουμε καμιά προσβολή ҆ πραγματικά ἔχουμε παρεκκλίνει ἀπό τόν ἴσιο δρόμο»[7]. Γιατί χριστιανός τί σημαίνει; Αὐτός πού μιμεῖται τόν Χριστό. Μιμοῦμαι τόν Χριστό σέ ὅλα καί στόν τρόπο πού ἔζησε καί στόν τρόπο πού πέθανε. Γι’ αὐτό λέει ἕνας Θεολόγος, στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε καί πῶς νά πεθαίνουμε. Ὅπως πέθανε ὁ Χριστός. Ἔτσι πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι καί ἐμεῖς γιά τό κάθε μαρτύριο, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἄν θέλει ὁ Θεός νά καθαριστοῦμε ἔτσι, μέσα ἀπό αὐτές τίς ταλαιπωρίες, ἀπό ἀνάλογες ταλαιπωρίες, πού δέν εἶναι ἀνάλογες, εἶναι πολύ μικρότερες. Τή μεγάλη ταλαιπωρία καί τόν μεγάλο πόνο τόν τράβηξε ὁ Χριστός. Ἐμεῖς σταυρουδάκια ἔχουμε. Τόν μεγάλο σταυρό τόν σήκωσε ὁ Χριστός μας. Παρόλα αὐτά οὔτε αὐτό τό ἀνεχόμαστε. Οὔτε τήν παραμικρή προσβολή. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἅγιος Ζωσιμᾶς, ἔχουμε ξεφύγει, δέν εἴμαστε στόν ἴσιο δρόμο. 149

«Ἔλεγε πάλι καί τοῦτο, ὅτι ἄν ζήσει κανείς ὅσα χρόνια ἔζησε ὁ Μαθουσάλας»[8].. Ξέρετε πόσα χρόνια ἔζησε ὁ Μαθουσάλας; 969 χρόνια! Εἶναι ἀληθινά χρόνια, δέν εἶναι μῆνες, ὅπως προσπαθοῦν κάποιοι νά ποῦνε. Εἶναι ἀληθινά πραγματικά χρόνια. Τότε ὄντως ζοῦσαν τόσα χρόνια. Καί ἄλλοι ἔζησαν. Ὁ Ἀδάμ ἔζησε περίπου 930 χρόνια, γιατί ἦταν ὁ ὀργανισμός παρθένος, δέν εἴχαμε τόση φθορά στή φύση καί στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό καί οἱ τροφές ἤτανε πιό καθαρές καί ὑπῆρχε καί τρόπος ἄς ποῦμε διάδοσης τῶν γνώσεων. Γινόταν μέ τήν προφορική παράδοση τότε. Ὁ Ἀδάμ ἄς ποῦμε, μιλοῦσε γιά τόν παράδεισο πού ἔχασε -καί ἡ Εὔα- καί στά παιδιά του. Ἔκανε πολλά παιδιά, δέν ἔκανε μόνο τόν Κάιν καί τόν Ἄβελ... καί στά ἐγγόνια του καί στά δισέγγονά του καί στά τρισέγγονά του. Σκεφτεῖτε 930 χρόνια, εἶχε πολλές γενιές μπροστά του καί τούς δίδασκε ὅλο αὐτό. Ἦταν μιά οἰκονομία κι αὐτή τοῦ Θεοῦ γιά νά διατηρεῖται αὐτή ἡ μνήμη καί στίς ἑπόμενες γενιές. Καί τόσα χρόνια ὅμως νά ζήσεις, 969 χρόνια, «ἄν δέν βαδίσεις αὐτόν τόν δρόμο πού πορεύτηκαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, δηλαδή τό νά δέχεσαι τήν ἀτιμία καί τή ζημία καί νά ὑποφέρεις μέ γενναιότητα αὐτά, δέν θά προχωρήσεις σέ κανένα καλό, ἤ μικρό ἤ μεγάλο, ἀλλά μονάχα θά ξοδεύεις ἄσκοπα τά χρόνια σου»[9]. Ἑπομένως, δέν ἔχει τόση ἀξία πόσα χρόνια θά ζήσουμε, ἀλλά τό πῶς θά ζήσουμε. Γι’ αὐτό λέει πάλι ἕνα ὡραῖο στήν Ἁγία Γραφή, «ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος»[10]. Τά γεράματα δηλαδή δέν εἶναι τά 80-100 χρόνια, ὅπως λέμε, ἀλλά εἶναι ὁ ἀκηλίδωτος βίος. Εἶναι ὅταν ἡ ζωή εἶναι σωστή, χωρίς ἁμαρτίες. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι «γέροντας». Μπορεῖ νά εἶναι νέος στήν ἡλικία, νά μήν ἔχει ζήσει πολλά χρόνια, ἀλλά ὅταν ζεῖ σωστά, ἔχει τή σοφία, τή φρόνηση ἑνός ἀληθινοῦ γέροντα. Ἐνῶ πάλι, μπορεῖ νά εἶναι ἕνας γέρος καί ἐπειδή δέν ζεῖ σωστά καί κάνει τίς ἁμαρτίες πού κάνει ἕνας νεαρός, ὅπως κάνουν συνήθως οἱ ἄσωτοι νέοι, αὐτός δέ λογίζεται πραγματικά γέροντας. Ἀλλά εἶναι ἕνας, ἄς τό ποῦμε, ἀνόητος ἄνθρωπος, πού ξοδεύει τά χρόνια του. «Ἔλεγε πάλι», ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, «ὅτι κάποτε μέ ρώτησε ἕνας ἀδελφός ҆ ἀββᾶ εἶναι πολλές οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί σκοτίζεται ὁ νοῦς μου καί δέν μπορῶ νά τίς γνωρίζω ὅλες. Πές μου λοιπόν τί νά κάνω;». Καμιά φορά ἴσως τό λέτε καί ἐσεῖς, πολλά εἶναι αὐτά πάτερ πού μᾶς λέτε, τί νά πρωτοκάνουμε ἀπό ὅλα αὐτά; Ποιό εἶναι τό κυριότερο; «Καί σ’ αὐτό τοῦ ἀπάντησα ҆ ἀδελφέ, μήν ἀνησυχεῖς ἀπ’ αὐτό. μόνο αὐτό νά σκέπτεσαι καί ὅσο μπορεῖς νά τό τηρεῖς ҆ νά ὑπομένεις δηλαδή μέ εὐχαρίστηση ὅλα ὅσα σοῦ συμβαίνουν καί μέ τόν τρόπο αὐτό εὔκολα θά κατορθώσεις ὅλες τίς ἀρετές». Βλέπετε; Μία συμβουλή πού συνοψίζει ὅλο τό Εὐαγγέλιο. Ὅ,τι σοῦ συμβαίνει, νά τό ὑπομένεις. Μήν ἀντιδρᾶς, μή θυμώνεις, μή γκρινιάζεις, μή γογγύζεις, μήν τά βάζεις μέ τόν Θεό, μήν τά βάζεις μέ τόν συνάνθρωπό σου, μέ κανέναν. Κάνε ὑπομονή, δέξου τα ὅλα ὡς ἀπό Θεοῦ. Καί ὄντως ἀπό Θεοῦ εἶναι , ὅλα ὅσα συμβαίνουν. Δόξασε τόν Θεό πού σέ ἐπισκέφτηκε -μέσα ἀπό τίς θλίψεις μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Θεός, ὅπως εἴπαμε- καί θά δεῖς ὅτι σιγά-σιγά, ἄν ἀσκήσεις αὐτή τήν ἀρετή, θά φτάσεις νά κάνεις ὅλες τίς ἀρετές. Γιατί ἕνας πού ὑπομένει, σιγά-σιγά ἀποκτάει πραότητα, συγχωρητικότητα, ἀγάπη, ταπείνωση, ὁπότε τά ἔχει ὅλα. 150


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook