Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore Γαβριέλλα Παπαδέλη - Παράπλευρος Κόσμος

Γαβριέλλα Παπαδέλη - Παράπλευρος Κόσμος

Published by jimpap, 2022-01-22 18:46:49

Description: "Προσπάθησα να θυμηθώ τα χαράματα της ζωής μου με την
πρόθεση να αναβιώσω σημαντικές στιγμές που έζησα
κοντά σε ορισμένα πρόσωπα, τα οποία το ρεύμα της
ζωής σύντομα πήρε από κοντά μου. Άρχισα να
φαντάζομαι ένα ταξίδι στον χρόνο ως μέσο για να
διηγηθώ διάφορα γεγονότα που αναφέρονται στα
νεανικά μου χρόνια."
Γαβριέλλα Παπαδέλη

Search

Read the Text Version

ΓαβριέλλαMarconi-Παπαδέλη Παράπλευρος κόσμος Θεσσαλονίκη 2021

Γαβριέλλα Marconi-Παπαδέλη Παράπλευρος κόσμος Θεσσαλονίκη 2021 [1]

Την επιμέλεια του κειμένου και την τελική μορφοποίηση του βιβλίου έκανε ο ανιψιός μου γιατρός Αντώνης Παπαγιάννης, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά. [2]

ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΑΦΗΝΟΥΝ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΕΝΑ ΑΝΕΞΙΤΗΛΟ ΣΤΙΓΜΑ Αφιερώνω το γραπτό αυτό στα τρία πρόσωπα που αποτελούν το κέντρο του κόσμου μου και δίνουν ξεχωριστό νόημα στη ζωή μου: στον σύζυγο μου Νίκο, στον γιό μου Δημήτρη και ειδικά στη εγγονή μου Γαβριέλλα που επίσης υπεραγαπώ. Ελπίζω ότι κάποτε, όταν θα έχει μεγαλώσει, θα θελήσει να διαβάσει αυτές τις μικρές ιστορίες που αναφέρονται στα νεανικά χρόνια της γιαγιάς Γαβριέλλας. [3]

[4]

Πρόλογος Το έτος 2015, στην αρχή του καλοκαιριού, άρχισα να γράφω. Ήταν μία επιθυμία που είχα από πάντα, αλλά ποτέ δεν αποφάσιζα να την πραγματοποιήσω, ίσως επειδή νόμιζα ότι δεν είχα την ικανότητα να φέρω σε πέρας ένα τόσο σοβαρό εγχείρημα. Όμως κάποια στιγμή απελευθερώθηκα και αποφάσισα να συγκεν- τρώσω και να οργανώσω τις σκέψεις μου. Προσπάθη- σα να θυμηθώ τα χαράματα της ζωής μου με την πρόθεση να αναβιώσω σημαντικές στιγμές που έζησα κοντά σε ορισμένα πρόσωπα, τα οποία το ρεύμα της ζωής σύντομα πήρε από κοντά μου. Άρχισα να φαντάζομαι ένα ταξίδι στον χρόνο ως μέσο για να διηγηθώ διάφορα γεγονότα που αναφέρονται στα νεανικά μου χρόνια. Οφείλω να επισημάνω ότι η καταγωγή μου είναι από την Ιταλία όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα και σπούδασα. Συνεπώς ο δικός μου γραπτός λόγος, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια που ζω στην Ελλάδα, υστερεί κάπως, κυρίως στη σύνταξη. Αυτό ίσως μπορεί να θεωρηθεί και χαριτωμένο. Για τα ορθογραφικά λάθη ευτυχώς φροντίζει ο αγαπημένος μου υπολογιστής! [5]

[6]

Ο παράπλευρος κόσμος (Ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο) Όταν η καθημερινότητα δεν με χωράει, η φαντασία μου τρέχει σε άλλους τόπους και άλλους χρόνους. Έτσι ορισμένες φορές ξεκινώ να κάνω ένα ταξίδι χωρίς να ξέρω το γιατί και το πού ακριβώς θα με βγάλει. Συγχρόνως έχω την βεβαιότητα ότι μόνο πιστεύοντας ακόμα στα όνειρα το μικρό κομμάτι τις ζωής που ίσως μου απομένει μου ανήκει αποκλειστικά. Έτσι επιχείρη- σα να ταξιδέψω με την δύναμη της φαντασίας μου και να βρεθώ σε έναν ιδανικό τόπο, αποστασιοποιημένη από τις κουραστικές καθημερινές εικόνες του κόσμου που μας περιβάλλει. Σιγά σιγά αισθάνθηκα την επιθυ- μία να ανατρέξω σε προσωπικές εμπειρίες και να καταγράψω κάποια γεγονότα που είναι στενά συνδε- δεμένα με ορισμένες παιδικές και νεανικές μου αναμνήσεις, με κύριους πρωταγωνιστές τα πρόσωπα εκείνα που έπαιξαν το σημαντικότερο ρόλο στη ζωή μου. Στην ηλικία των έξι ετών περίπου έζησα την απώλεια τον παππούδων μου, αλλά δεν βίωσα συνειδητά εκείνο το στενόχωρο γεγονός, διότι ως μικρό παιδί δεν είχα ζήσει άλλη φορά μια παρόμοια εμπειρία και προπαντός δεν μου ήταν κατανοητό, πώς και πότε τελειώνει οριστικά και αμετάκλητα ο χρόνος που [7]

χαρίζεται στον κάθε άνθρωπο. Το γεγονός αυτό μου γέννησε δειλά και αόριστα το ερώτημα και μαζί την περιέργεια να μάθω που πηγαίνουν τα άτομα τα οποία μια κάποια στιγμή φεύγουν για πάντα από κοντά μας. Αργότερα η μητέρα μου εξήγησε με απλό τρόπο την έννοια «για πάντα», όπως και γιατί όλοι λυπούνται τόσο πολύ όταν αναπόφευκτα, προπαντός τα άτομα μεγάλης ηλικίας, φεύγουν από τη ζωή. Όμως είχε προσθέσει κάτι σημαντικό, μια μεγάλη αλήθεια που ίσως βοηθά ώστε να απαλύνεται η θλίψη: «Οι άνθρω- ποι φεύγουν πραγματικά μόνο όταν τους ξεχνάς». Αργότερα άρχισα υποσυνείδητα να φαντάζομαι την ύπαρξη ενός τόπου διαφορετικού που θα μου άρεζε να επισκεφτώ κι εκεί να συναντήσω ορισμένα ξεχωριστά και αγαπημένα μου πρόσωπα, τα οποία σταδιακά είχαν φύγει από κοντά μου. Στην αρχή όλες αυτές οι σκέψεις ήταν σαν ένα όνειρο, δημιούργημα της φαντασίας μου, που ελεύθερα άφηνα να πλάθει εικόνες, σύμφωνα με τα διάφορα συναισθήματα που πάλευαν μέσα μου. Αργότερα τοποθέτησα τις σκέψεις μου σε ένα πιο συνειδητοποιημένο πλαίσιο και με την πάροδο του χρόνου έκτισα πάνω από τις μνήμες της παιδικής μου ηλικίας ένα δικό μου δομημένο σενάριο. Διαμόρφωσα έτσι την εικόνα ενός απέραντου κήπου με πρωτοφανή αλλιώτικη ομορφιά και γοητευτική ατμόσφαιρα. Με βάση τα δεδομένα αυτά οδηγήθηκα [8]

στην ιδέα της ύπαρξης ενός ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, δηλαδή ενός άλλου χώρου, σιωπηλού και γαλήνιου, που συνορεύει άμεσα με τον κόσμο στον οποίο ζούμε, όπου ο άνθρωπος παλεύει με κάθε δυνατό τρόπο για την επιβίωση. Από καιρό σκεφτόμουν να ταξιδέψω εκεί στο φανταστικό μου κόσμο και να χαθώ στα όνειρά μου. Όταν έφτασα στον προορισμό που είχα φανταστεί από καιρό, στάθηκα σχεδόν διστακτικά μπροστά στο θέαμα αυτού του ιδιαίτερα όμορφου περιβάλλοντος. Όλη η φύση ήταν πλημμυρισμένη από το βαθύ γαλάζιο φως του ουρανού. Ταυτόχρονα είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε άλλη διάσταση. Ήταν σαν να γεννήθηκε ένας άλλος κόσμος μέσα στον κόσμο μου. Γύρισα το βλέμμα πίσω και κοίταξα για άλλη μια φορά τον τόπο όπου ζούσα και σιγά σιγά άφηνα πίσω μου. Τότε διαπίστωσα ότι αυτό που έβλεπα τώρα δεν μου ήταν πια ευχάριστο. Παρατήρησα από μακριά τον αγαπημένο μου κόσμο και μου φάνηκε διαφορετικός, θαμπός και άχρωμος, σαν ψεύτικος. Από εδώ και από εκεί ξεπηδούσαν ξεθωριασμένες σκιές κτιρίων και οι άνθρωποι, μόνοι και δυστυχισμένοι, φαίνονταν να περπατούν στους δρόμους δίχως προορισμό. Στο σύνολο, ένα τοπίο στεγνό δίχως πράσινο και γεμάτο σκουπίδια. Καμία ελπίδα στο σβησμένο φως του ήλιου. Όμως αγαπούσα και συγχρόνως μισούσα εκείνο τον τόπο. Αναρωτιόμουν για την αιτία αυτής της [9]

αλλαγής και δεν ήθελα να πιστέψω, πώς είχα καταλή- ξει σε τόση απογοήτευση. Τελικά κατάλαβα ότι είχα επιλέξει ένα δύσκολο και παράξενο ταξίδι, μια νοητή απόδραση πέρα από τα σύννεφα, για να συναντήσω ένα μικρό μέρος του μακρινού παρελθόντος μου, όπου σαν σε όνειρο φευγαλέο κυριαρχούσαν μνήμες, γεμάτες από τα πρόσωπα που σημάδεψαν σημαντικές περιόδους της ζωής μου και φεύγοντας μου άφησαν πολύτιμες αναμνήσεις. Ορισμένες φορές τα θυμάμαι, άλλες αισθάνομαι ένα κενό. Με το πέρασμα του χρόνου οι εικόνες εξασθε- νούν ή αλλάζουν μορφή. Εδώ στον παράπλευρο κόσμο ήρθα να συναντήσω τον προσωπικό συναισθηματικό μου κόσμο με όλα εκείνα τα όνειρα που είχα φυλάξει επί χρόνια στο κρυφό ημερολόγιο του νου μου. Εκεί που προσπαθούσα να συγκρατήσω αυτά τα πρωτόγνωρα συναισθήματα, από το βάθος του κήπου εμφανίστηκαν άυλες ανθρώπινες μορφές, οι οποίες προχωρώντας με ανάλαφρο βάδισμα σαν να μην ακουμπούσαν στον έδαφος με πλησίαζαν περιβάλλοντάς με σε μια σιωπηλή αγκαλιά. Στις αόριστες αυτές μορφές δεν ήταν αναγνωρίσιμες συγκεκριμένες λεπτομέρειες, όμως εγώ μπορούσα να διακρίνω ορισμένα χαρακτηριστικά κοινά με τα πρόσωπα εκείνα που υπήρξαν οδηγοί στα βιώματά [10]

μου και είχα καλέσει στο όνειρο μου με τη δύναμη της σκέψης Νομίζω τελικά ότι οι προσωπικές εμπειρίες που βιώσαμε στη διάρκεια της ζωής μας επιστρέφουν συνειδητά στον προσωπικό μας συναισθηματικό κόσμο όταν είμαστε πια ενήλικες. Ορισμένες εικόνες και καταστάσεις μέσα στα χρόνια ασυναίσθητα κατα- γράφονται και αποθηκεύονται στο μυαλό μας, όπως στον σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή. Κάποια στιγμή ψάχνοντας βγαίνουν στην επιφάνεια συγκεκριμένες, ανάγλυφες και φορτισμένες με έντονα συναισθήματα. Οι εικόνες αυτές που μένουν από το παρελθόν έχουν λεπτομέρειες που δεν είχαμε προσέξει στο διάστημα που τις βιώναμε, διότι ήμασταν απασχολημένοι με πιεστικές καταστάσεις και διάφορα άγχη, φυλακισμέ- νοι στον ίδιο τον εαυτό μας, κουβαλώντας τις εμμονές μας και τις ενοχές μας. Αυτές οι υπαρξιακές αναζητή- σεις που μακρόχρονα με απασχολούσαν ήταν η αφορμή να αποφασίσω να απελευθερωθώ και να διηγηθώ ορισμένες μικρές ιστορίες παρμένες από τις σημαντικότερες αναμνήσεις μου. [11]

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ Οι γονείς μου – Η θεία Μπίτσε, αδελφή της μαμάς, και οι παππούδες Άντζελο και Κατερίνα – Οι παππούδες γονείς του πατέρα μου, Αδελίνα και Ερμενετζίλντο – Οι θείοι Αλμπέρτο, αδελφός της μαμάς, και η σύζυγος του Αμίνα – Η δασκάλα Ντ’ Άντζελο [12]

ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ Τα δυο λατρεμένα πρόσωπα που μέσα από τον έρωτά τους μου χάρισαν τη ζωή. Στάθηκαν πάντα δίπλα μου, κι έτσι έμαθα να είμαι ισορροπημένο και υπεύθυνο άτομο. Με προστάτεψαν και με αγάπησαν ως το τέλος της ζωής τους και ίσως πιο πέρα, σε μια άλλη διάσταση. Εκεί τους φαντάζομαι γαλήνιους, πάντα έτοιμους να περάσουν από τα όνειρα μου, για να μου θυμίζουν ότι η ζωή αξίζει να τη [13]

ζήσεις με τις καλές και τις κακές στιγμές της, με απλό- τητα, ψυχική γενναιοδωρία και δύναμη. Αχώριστοι και αγαπημένοι, υπήρξαν για μένα ένα σημαντικό και θετικό δείγμα ζωής. Ακόμα και σήμερα μετά από τόσα χρόνια τους βλέπω συχνά στα όνειρά μου να με περι- μένουν να επιστρέψω στο σπίτι. Ίσως δεν ξεπέρασα ποτέ ορισμένες ενοχές, και πάνω από όλα ότι τους στέρησα την παρουσία μου στα τελευταία χρόνια της ζωή τους, όταν την είχαν περισσότερο ανάγκη. Η ΜΗΤΕΡΑ μου, βέρα μιλανέζα από καταγωγή, στα νιάτα ήταν πολύ όμορφη, λεπτή και κομψή, και έτσι διατηρήθηκε σε όλη τη ζωή της. Γνώρισε τον πατέρα μου στο Μιλάνο ήδη πτυχιούχο χημικό. Όταν παντρεύ- τηκε ήταν μόλις είκοσι ετών, και είχαν μεταξύ τους έντεκα χρόνια διαφορά. Στις φωτογραφίες του γάμου τους, που ακόμα υπάρχουν και τις ξαναείδα πρόσφατα μετά από πολλά χρόνια, φαίνεται πόσο ωραίο ζευγάρι ήταν. Η μητέρα είχε ισχυρό και επίμονο χαρακτήρα και προσπαθούσε, όταν μπορούσε, να επιβάλλεται στους άλλους. Ήταν άψογη νοικοκυρά, μανιώδης για την τάξη, και για τον λόγο αυτό έκανε υπερβολικά συχνά παρατηρήσεις και υποδείξεις. Πολλές φορές εκνευ- ριζόμουν τόσο που έκανα το αντίθετο από ό,τι μου έλεγε. Εγώ από τη μεριά μου έδειχνα να έχω κλειστό [14]

χαρακτήρα και λίγο αντιδραστικό λόγω της νεαρής ηλικίας μου, τότε που όλα σου φταίνε και δεν ξέρεις ακριβώς τι θέλεις. Αυτό που με στενοχωρούσε περισσότερο ήταν όταν με παρουσίαζε στις γνωστές της σαν το παιδί φαινόμενο και έδειχνε με καμάρι τις ζωγραφιές μου. Ντρεπόμουν αφάνταστα ακούγοντας διάφορα κολακευτικά σχόλια. Εκείνες τις στιγμές θα ήθελα να εξαφανιστώ και να κρυφτώ στο εργαστήριό μου, ένα δωμάτιο στο ημιυπόγειο του σπιτιού που είχα οργανώσει κατάλληλα για να ζωγραφίζω, και να ασχοληθώ με ό,τι άλλο αγαπούσα. Όμως, αν εξαιρέ- σουμε αυτές τις μικρές διαφορές μεταξύ μας, οφείλω να αναγνωρίσω ότι η μητέρα μου υπήρξε το πρόσωπο που κατανόησε και ενθάρρυνε τις προτιμήσεις μου και γενικά την αγάπη μου για την τέχνη, αν και ακόμα δεν είχα μια ξεκάθαρη ιδέα για το τι ήθελα να κάνω στο μέλλον. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου, ο μικρότερος από τρία αδέλφια, είχε γεννηθεί στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, όπου οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί για να βρουν μια καλύ- τερη τύχη. Στην αρχή όλα πήγαν ομαλά και κατάφεραν με σκληρή δουλειά να αποκτήσουν μια καλή περιου- σία. Στη συνέχεια όμως ορισμένες ριψοκίνδυνες και τελικά λανθασμένες επενδύσεις στάθηκαν αιτία να [15]

χαθεί μεγάλο μέρος των χρημάτων που είχαν αποκτή- σει μέσα στα χρόνια. Έτσι η οικογένεια, αναγκασμένη πλέον να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, επέστρε- ψε στη πατρίδα, την Ιταλία, όπου ξεκίνησε μια νέα ζωή. Όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, όπου ο πατέρας σπούδασε στο Πολυτεχνείο, πήρε το πτυχίο στην ειδικότητα της Βιομηχανικής Χημείας και, το σπουδαιότερο, γνώρισε την όμορφη κοπέλα που θα γινόταν η μαμά μου. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, ήρεμος και μεθοδικός. Σπάνια χαλού- σε τη ζαχαρένια του με άσκοπες ή έντονες συζητήσεις. Τα απογεύματα μετά τη δουλειά, στις ώρες ανάπα- υσης, διάβαζε τη εφημερίδα του και άκουγε μουσική. Με τον τρόπο αυτό απομονωμένος στον δικό του κόσμο μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υπερβολές της μητέρας μου. Αγαπούσε ιδιαίτερα τη δουλειά του και περνούσε πολλές ώρες στο εργαστήριό του υπερβαί- νοντας κατά πολύ το κανονικό ωράριο εργασίας. Η εταιρεία όπου εργαζόταν παρασκεύαζε εκρηκτικά υλικά για ειρηνικούς σκοπούς όπως δυναμίτη για την διάνοιξη σηράγγων, φυσίγγια για το κυνήγι και άλλα που δεν γνωρίζω. Στην εταιρία είχε την θέση του υποδιευθυντή και η φύση της δουλειάς, λόγω επι- κινδυνότητας, απαιτούσε για κάθε ενδεχόμενο ιδιαί- τερη προσοχή και ετοιμότητα. Η απαραίτητη ζώνη ασφαλείας μεταξύ του εργοστασίου και της κατοι- [16]

κημένης περιοχής ήταν αρκετά μεγάλη και τριγύρω ήταν ερημιά, μόνο χωράφια. Για να διανύσει την απόσταση από το σπίτι έως το εργαστήριο όπου εργαζόταν, χρησιμοποιούσε χειμώνα καλοκαίρι το παραδοσιακό μέσο μεταφοράς, το παλαιό του ποδή- λατο, κάνοντας συγχρόνως μια καλή γυμναστική. Οι συνηθισμένες ασχολίες του ήταν το διάβασμα (βιβλία λογοτεχνίας και περιοδικά) και η μουσική, προπαντός κλασική, που άκουγε από τους αγαπημέ- νους και χιλιοπαιγμένους δίσκους του. Όταν αποκτή- σαμε τηλεόραση, προτιμούσε να παρακολουθεί αθλητικά προγράμματα, προπαντός ποδόσφαιρο και μποξ. Μας έλεγε ότι σε νεαρή ηλικία είχε ασχοληθεί με [17]

τα δύο αθλήματα ερασιτεχνικά και ίσως τα αγαπούσε ιδιαίτερα επειδή νοσταλγούσε την περίοδο εκείνη της ζωής του. Αγαπούσε επίσης πολύ το σινεμά και το θέατρο, γι’ αυτό σχεδόν μία φορά την εβδομάδα μαζί με τη μητέρα πήγαιναν στη πόλη για να παρακολουθή- σουν ένα από τα δύο θεάματα. Μετά το τέλος της παράστασης ένας περίπατος στην αγορά ήταν η αφορμή για να συναντήσουν κάποια γνωστά πρόσωπα και παρέα να καθίσουν στο ωραιότερο ζαχαροπλα- στείο της πόλης όπου σύχναζαν περισσότερο άτομα κάποιας ηλικίας. Ο πατέρας απέκτησε δίπλωμα οδή- γησης σε ηλικία πενήντα ετών περίπου και δεν τόλ- μησε ποτέ να αντιμετωπίσει πολύ μεγάλες αποστά- σεις. Καθώς ήταν κλεισμένος στον προσωπικό του κόσμο για ξεκούραση, του αρκούσαν οι σύντομες εκδρομές στη χώρα. Τις μέρες της άδειάς του από τη δουλειά τις περνούσε μαζί μας σε κάποιο παραδο- σιακό χωριό στα πανέμορφα βουνά των Άλπεων όπου παραθερίζαμε. Όταν ο πατέρας με το τέλος της άδειάς του επέστρεφε στην πόλη, η μητέρα, εγώ και ο αδελφός μου παραμέναμε στο χωριό σχεδόν όλο το καλοκαίρι και περνούσαμε ξέγνοιαστα τον υπόλοιπο χρόνο τον διακοπών μας. Εγώ απέφευγα να σκεφτώ την ημέρα της επιστροφής μας στην πόλη και ειδικά την έναρξη του νέου σχολικού έτους. Αναπόφευκτα όμως και με λύπη ξαναγυρνούσαμε όλοι μας στη [18]

γνωστή καθημερινότητα, κρατώντας κρυφά την ελπίδα ότι ο επόμενος χρόνος θα μας έβρισκε γερούς να παραθερίζουμε ξανά στα θαυμάσια βουνά μας. 1. Η φυγή – Η ζωή στο Μιλάνο (Τα δύσκολα χρόνια του πολέμου) Στην μικρή πόλη Νάρνι κοντά στη Ρώμη της Ιταλίας εργαζόταν ο πατέρας μου ως χημικός σε ένα εργοστά- σιο κατασκευής εκρηκτικών υλών. Εκεί στα χρόνια του πολέμου γεννηθήκαμε πρώτα εγώ (Αύγουστος 1941) και μετά από περίπου τρία χρόνια ο αδελφός μου Τζιάν Μάρκο (Ιανουάριος 1944). Όταν η ευρύτερη περιοχή της κεντρικής Ιταλίας πέρασε στα χέρια των Γερμανών και των φασιστών, οι συνθήκες διαβίωσης χειροτέρεψαν, κι έτσι αναγκαστικά μεταναστεύσαμε και οι τέσσερεις στην πόλη του Μιλάνο στη βόρεια Ιταλία κάνοντας ένα περιπετειώδες ταξίδι με μια μοτοσικλέτα με ‘καλάθι’ και τον οδηγό της. Ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο που ο μπαμπάς μου μπόρεσε να βρει με μεγάλη δυσκολία. Είχαμε χάσει τα πάντα μένοντας μόνο με τα ρούχα που φορούσαμε και μια βαλίτσα όπου χωρούσαν ίσα ίσα τα λιγοστά υπάρ- χοντά μας. Όλα τα γεγονότα μου τα διηγήθηκε η μαμά μου αρκετά χρόνια αργότερα. Όταν φτάσαμε στην [19]

πόλη ήταν το έτος 1944. Εγώ ήμουν τρεισήμισι ετών και ο αδελφός μου μερικών μηνών. Η θεία μου η Μπίτσε, αδελφή της μητέρας μου, μας φιλοξένησε επί χρόνια στο νοικιασμένο διαμέρισμα όπου ζούσε μαζί με τους γονείς της, τους παππούδες Κατερίνα και Άντζελο. Ο πατέρας μου έμενε μαζί με τους γονείς του σε άλλη περιοχή της πόλης διότι δεν χωρούσαμε και οι τέσσερεις στο μικρό διαμέρισμα της θείας. Ερχόταν όμως να μας δει όσο πιο τακτικά μπορούσε και όλοι μαζί ως μόνη διασκέδαση κάναμε έναν περίπατο στη [20]

γειτονιά. Αρκετό καιρό αργότερα, όταν πλέον είχαν καλυτερέψει οι δύσκολες συνθήκες που είχαν δημι- ουργηθεί εξαιτίας του πολέμου, ο πατέρας μας πήγαινε πιο συχνά να επισκεφθούμε τους γονείς του, τους παππούδες Αδελίνα και Ερμενετζίλντο. 2. Η φιλοξενία της θείας Η κατοικία όπου έμενε η θεία ήταν ένα από τα τρία διαμερίσματα που βρισκόταν στον τέταρτο και τελευ- ταίο όροφο μίας παλαιάς πολυκατοικίας δίχως ανελ- κυστήρα. Αυτό το μεγάλο μειονέκτημα μας δυσκόλευε όλους, προπαντός στο ανέβασμα. Θυμάμαι μόνο ελά- χιστα στιγμιότυπα σαν αναλαμπές από τον πρώτο χρόνο που μας φιλοξενούσε η θεία στο σπίτι της. Ήταν το διάστημα προς το τέλος του πολέμου. Τότε ήμουν πολύ μικρή και ο φόβος που με κυρίευε όταν έβλεπα τους μεγάλους ταραγμένους να ανησυχούν έμεινε σαν κακό όνειρο στο υποσυνείδητό μου. Εκείνο το τρέξιμο από τις σκάλες όλοι μαζί από τον τέταρτο όροφο προς το καταφύγιο στο υπόγειο της πολυκατοι- κίας και οι σειρήνες του συναγερμού που προειδο- ποιούσαν για έναν πιθανό βομβαρδισμό υπήρξαν εμπειρίες που άφησαν κάποια ίχνη στη μνήμη μου σαν μια πληγή που αργεί να κλείσει. [21]

Αυτές οι μνήμες ξαναζωντάνεψαν όταν πολλά χρόνια αργότερα επέστρεψα στο Μιλάνο όπου πλέον φοιτή- τρια ξεκίνησα τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο, στην αρχιτεκτονική σχολή. Τότε η θεία, που έμενε ακόμη στο ίδιο σπίτι, πάλι με φιλοξένησε για τα πρώτα δύο χρόνια. Ύστερα έφυγα και συνέχισα τις ίδιες σπουδές στη Φλωρεντία. Το διαμέρισμα όπου ζούσε η θεία ήταν σχετικά μικρό αλλά με καλή διαρρύθμιση και φωτεινό. Αποτελούνταν από ένα καθιστικό, τραπεζαρία αρκετά μεγάλη που επικοινωνούσε άμεσα με μια στενόμακρη κουζίνα- μαγειρείο, από μια αρκετά μεγάλη σάλα, μια κρεβατο- κάμαρα και το λουτρό. Για την ίδια ως ανύπανδρη ήταν επαρκές, αλλά με τη δική μας εισβολή η κατά- σταση άλλαξε ριζικά. Στριμωχτήκαμε στο μικρό διαμέ- ρισμα οι δυο παππούδες, εγώ, ο νεογέννητος αδελφός μου, η μητέρα μας και η θεία. Η συμβίωση δεν ήταν πάντα εύκολη αλλά οι ανάγκες της εποχής μας επέβαλ- λαν ορισμένες θυσίες. Έτσι μοιραστήκαμε όπως μπο- ρούσαμε τα δωμάτια και τη καθημερινότητά μας. Ο παππούς Άντζελο ήταν πολύ όμορφος ακόμα στα γεράματα, τουλάχιστον έτσι τον έβλεπα με τα παιδικά μου μάτια. Δυστυχώς τον γνώρισα στο τέλος. Είχε κάτασπρα πυκνά μαλλιά, μεγάλα γυριστά μουστάκια, και η λεβέντικη κορμοστασιά του προκαλούσε αίσθημα σεβασμού. Η γιαγιά μου ήταν μικροκαμω- [22]

μένη με γκρίζα μαλλιά μαζεμένα πάντα σε κότσο. Φιλάσθενη, είχε πρόβλημα με την καρδιά της, αλλά μεγάλη ψυχική δύναμη και καθαρό μυαλό. Μου κρατούσε συντροφιά λέγοντας διάφορα παραμύθια. Μετά η μνήμη μου έχει ένα κενό ίσως επειδή τότε, σαν μικρό παιδί, δεν μπορούσα να αξιολογήσω ορισμένα γεγονότα ή δεν ήθελα να αποδεχτώ ότι στην ουσία μερικά γεγονότα με στενοχωρούσαν. Σε γενικές γραμμές ήμουν ήσυχο και λίγο ντροπαλό παιδί και ορισμένες φορές με την ώριμη συμπεριφορά μου έδειχνα μεγαλύτερη από την ηλικία μου. Μου άρεζε να παίζω ήσυχα χωρίς να απασχολώ ιδιαίτερα τους άλλους και αγαπούσα να αυτοσχεδιάζω και να βρίσκω από μόνη μου διάφορους τρόπους παιχνιδιού. Απέναντι από το διαμέρισμα της θείας ένα ανδρόγυνο, η κυρία Άννα, ο σύζυγος της Μάριο και τα δύο παιδιά τους, μας έκαναν συντροφιά και η παρουσία τους μας βοήθησε να ξεπεράσουμε τη δύσκολη προσαρμογή στον νέο τρόπο ζωής. Η κυρία Άννα, γλυκύτατη και πάντα πρόθυμη, έγινε αμέσως καλή φίλη της μητέρας. Όποτε μπορούσαν, ίσως σαν αντίδραση στις διάφορες στερήσεις που επέβαλλαν οι δύσκολοι καιροί, φορού- σαν τα καλύτερα φουστάνια τους σαν κυρίες της υψηλής κοινωνίας και πίνανε μαζί παρέα ένα τσάι κουβεντιάζοντας για τα διάφορα καθημερινά προβλή- ματα και συμβουλεύοντας η μία την άλλη. Τις κοιτού- [23]

σα με θαυμασμό και παρατηρούσα το κάθε τι στο ντύσιμό τους που ξεχώριζε από το καθημερινό. Μεγαλώνοντας έπαιρνα μέρος και εγώ σε αυτές τις συναντήσεις και έπαιζα με τα δύο κορίτσια της κυρία Άννας. Ήταν λίγο μεγαλύτερα από εμένα αλλά ταιριά- ξαμε από την αρχή, και αυτή η καλή επικοινωνία μεταξύ μας συνεχίσθηκε και τα επόμενα χρόνια. Ο αγαπημένος μας παιδότοπος ήταν εκτός σπιτιού και βρισκόταν σε ένα ευρύχωρο πλατύσκαλο τρία σκαλο- πάτια πιο ψηλά από τον όροφό μας Από εκείνο το σημείο υπήρχε το μοναδικό πέρασμα προς την σοφίτα της πολυκατοικίας. Από εκεί σπάνια περνούσε κάποιος, κι έτσι μακριά από περίεργα βλέμματα δημιουργήσαμε έναν δικό μας χώρο για να παίζουμε και να διασκεδάζουμε στον ελεύθερο χρόνο. Εγώ όμως από την πρώτη στιγμή κοιτούσα με περιέργεια και δισταγμό τη μικρή ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό της σοφίτας, η οποία ήταν πάντα κλειδω- μένη. Ορισμένες φορές είχα την αίσθηση ότι πίσω της κρυβόταν ένα μυστήριο, αλλά γρήγορα ξεπερνούσα αυτή την ιδέα. Χάρη στη φαντασία που διαθέταμε, την ανεκτικότητα και την υπομονή της μαμάς μου και της κυρία Άννας, δημιουργήσαμε ένα ιδιαίτερο περιβάλ- λον πλουτίζοντας τον χώρο με διάφορα αντικείμενα που μετά από παρακάλια μας παραχωρούσαν οι μητέρες μας. Σταδιακά αποκτήσαμε ένα παλιό χαλάκι, [24]

μαξιλάρια και ένα ξύλινο καφάσι που μετατρέψαμε σε τραπεζάκι. Σιγά σιγά προσθέσαμε στολίδια φτιαγμένα από χαρτόνι που κατασκεύαζαν τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια με βάση τις γνώσεις που είχαν αποκομίσει από το σχολείο. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη όταν μας χάρισαν μια μικρή κουζίνα μαζί με τον εξοπλισμό της, φλιτζανάκια και πιατάκια, κι έτσι άρχισε η μαγειρική. Με λίγα μακαρόνια, φασόλια και αλλά στερεά υλικά που παίρναμε από τα σπίτια μας ετοιμάζαμε γεύματα για τις κούκλες μας. Μια φορά πήραμε κρυφά νερό και αλεύρι με την πρόθεση να ζυμώσουμε ψωμί. Το από- τέλεσμα; Μεγάλη αποτυχία. Καταφέραμε μόνο να λερώσουμε τα πάντα και να εισπράξουμε μια ξεγυρι- σμένη κατσάδα από τις μητέρες μας. Ένα επίσης διασκεδαστικό παιχνίδι ήταν το ‘κατάστημα’. Στήναμε επάνω από το πρόχειρο τραπεζάκι που διαθέταμε άδεια κουτιά από σπίρτα, μολύβια και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα μπορέσαμε να συγκεντρώνουμε. Εναλλάξ η μία από εμάς έπαιζε το ρόλο της πωλήτριας και οι άλλες δύο ήταν οι πελάτισσες. Επιστρατεύοντας την πλούσια φαντασία μας περνούσαμε δημιουργικά και ευχάριστα τις ελεύθερες ώρες της ημέρας. Σε μια περίοδο δύσκολη για όλους ξεφεύγαμε με διάφορους τρόπους από τη γκρίζα πραγματικότητα που εν μέρει επηρέαζε και εμάς. [25]

Ευτυχώς τα παιδιά πάντα παίζουν ακόμα και μέσα στη δυστυχία και τα συντρίμμια που αφήνει ο πόλεμος. Στις συναντήσεις μας δεν έπαιρνε μέρος ο αδελφός μου διότι ήταν πολύ μικρότερος από εμάς και προ- παντός γιατί ήταν αγόρι. Το καθήκον της φροντίδας του είχαν οι παππούδες, οι οποίοι με την επίβλεψη της μητέρας τον απασχολούσαν με διάφορα παιχνίδια. 3. Η βιτρίνα και τα φυλαγμένα αντικείμενα Η θεία μου είχε το βαρύ καθήκον να μας συντηρήσει όλους διότι ο πατέρας μου από καιρό ήταν άνεργος. Εργαζόταν πρωί και απόγευμα ως γραμματέας σε δύο εταιρείες, γι’ αυτό τον λόγο την βλέπαμε λίγο και μόνο το βράδυ αν δεν αργούσε πολύ. Την Κυριακή όμως ήταν σπίτι και βοηθούσε τη μητέρα στις δουλειές του σπιτιού και στα λίγα ψώνια. Η καλύτερη στιγμή για μένα ήταν όταν ασχολιόταν με το συμμάζεμα της σάλας και ιδιαίτερα όταν άνοιγε την βιτρίνα (τη λεγό- μενη κρισταλλιέρα στα ιταλικά) για να ξεσκονίζει τα εκεί φυλαγμένα άπειρα μικροαντικείμενα. [26]

Η βιτρίνα ήταν για μένα ένα μαγικό τεράστιο γυάλινο κουτί όπου θα βουτούσα ευχαρίστως τα χέρια μου για να αγγίξω ό,τι περίεργο βρισκόταν στο εσωτερικό του. Η θεία δεν μου επέτρεπε να τα αγγίξω γιατί φοβόταν να μη σπάσω κάτι πολύτιμο γι’ αυτήν. Έτσι, σχεδόν κρυμμένη πίσω από το φουστάνι της, το βλέμμα μου τριγύριζε ανυπόμονα αρπάζοντας όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε. Μια πορσελάνινη μπαλαρίνα με το πλούσιο δαντελωτό φόρεμα ήταν ένα από αγαπημένα μου αντικείμενα. Πανέμορφη, σε μια ιδιαίτερη και κομψή στάση, ξεχώριζε από όλα τα υπόλοιπα. Ένα αντικείμενο που μου προκαλούσε ένα είδος φόβου και [27]

απέφευγα να τον κοιτάξω ήταν ένας παράξενος χαρτοκόπτη. Η λαβή του είχε τη μορφή ενός ποδιού αετού με μεγάλα κυρτά νύχια με τα οποία κρατούσε μία μικρή γυάλινη σφαίρα με χρώμα πράσινο και καφέ νερά. Η απόδοση στο σύνολό της ήταν πολύ ρεαλι- στική. Η φαντασία μου ίσως έτρεχε πολύ, αλλά ενστικτωδώς παρομοίαζα τη μικρή σφαίρα με ένα ανθρώπινο μάτι και για τον λόγο αυτό ήταν το μόνο αντικείμενο που απέφευγα να κοιτάξω. Ωστόσο θαύ- μαζα τα διάφορα αγαλματάκια, τα μπουκαλάκια, τις μπομπονιέρες και οτιδήποτε άλλο μέσα στα χρόνια φίλοι, γνωστοί και συγγενείς χάριζαν στη θεία μου σε γιορτές και επετείους. Μια μικρή συλλογή με πορσε- λάνινες μπαλαρίνες, καθεμιά σε διαφορετική στάση χορού, κέντριζε το ενδιαφέρον μου. Πόσο ήθελα να τα αρπάξω για να δημιουργήσω ένα δικό μου σκηνικό! Μάταια όμως, έμεναν πάντα εκεί στο κέντρο του ραφιού, στην ίδια σειρά που η θεία φρόντισε με επιμέλεια να μην αλλάζει. Δεν καταλάβαινα το γιατί, και μου φαινόταν επίσης περίεργο πώς η θεία δεν έπαιζε με όλα εκείνα τα ωραία πραγματάκια αλλά απλά τα ξεσκόνιζε και τα τακτοποιούσε ξανά στην ίδια θέση. Όμως εγώ θα τα είχα ανακατέψει όλα. Κάθε φορά φανταζόμουν έναν διαφορετικό τρόπο ανά- δειξής τους, αλλά η επιθυμία αυτή που ορισμένες φορές εξέφρασα δειλά δίνοντας τολμηρές συμβουλές [28]

και λύσεις δεν εισακούστηκε ποτέ. Μετά από χρόνια η θεία μου αποσύρθηκε λόγω ηλικίας σε ήχο ευγηρίας εκτός πόλεως και πούλησε ή χάρισε όλο το περιεχό- μενο του σπιτιού. Σε μένα χάρισε τέσσερα από τα αγαπημένα μου αντικείμενα που βρίσκονταν μια ζωή στην περίφημη βιτρίνα: την πρώτη μπαλαρίνα με το ροζ δαντελλένιο φόρεμα που ήταν από πάντα στην καρδιά μου και τις άλλες τρείς μικρότερες, το αυγό με το αγγελουδάκι που κάθεται στην κορυφή του και τη χωριατοπούλα με τις πάπιες. Τώρα μετά από πολλά χρόνια περιμένουν τον ίδιο θαυμασμό από την εγγονή μου, τη μικρή Γαβριέλλα. Αυτό θέλω να ελπίζω, ακόμα κι αν ξέρω ότι τα παιδιά σήμερα, λογικά, έχουν άλλες προτιμήσεις. 4. Οι επισκέψεις στο σπίτι των παππούδων Η συνοικία όπου κατοικούσαν οι παππούδες, γονείς του πατέρα μου, ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι μας και εκείνη την εποχή το μοναδικό μέσο μεταφοράς που υπήρχε ήταν το τραμ. Η διαδρομή μου φαινόταν σαν ολόκληρο ταξίδι, αρκετά διασκεδαστικό για μάς τα παιδιά διότι αλλάζαμε περιβάλλον και βλέπαμε με περιέργεια και ενδιαφέρον καινούργιες περιοχές. Αλλά [29]

πάνω από όλα δεχόμασταν με χαρά τις αγκαλιές των παππούδων που μας είχαν επιθυμήσει τόσο πολύ περιμένοντας τον ερχομό μας. Μας περίμεναν επίσης γλυκά και μικρά δώρα, απλά και συγχρόνως για μας τόσο σπουδαία. Το διαμέρισμα όπου κατοικούσαν μου φαινόταν μεγάλο και με περίεργη πολύπλοκη διαρρύθμιση. Από την είσοδο έμπαινες κατευθείαν σε ένα πολύ ευρύ- χωρο χώρο υποδοχής διακοσμημένο με διάφορα μικροέπιπλα και αντικείμενα, τόσα που μου έκανε εντύπωση πώς χωρούσαν. Ήταν η καρδιά του σπιτιού και σημείο πρόσβασης στα υπόλοιπα δωμάτια. [30]

Μια κουνιστή πολυθρόνα βρισκόταν σε ένα γωνιακό σημείο του χώρου και στο κάθισμά της ήταν τοποθε- τημένα ωραία ζωγραφισμένα μεταξωτά μαξιλάρια με παραστάσεις λουλουδιών. Ένα μαξιλάρι ξεχώριζε από τα υπόλοιπα. Είχε ζωγραφισμένο το πρόσωπο ενός κοριτσιού με ωραία γαλαζοπράσινα μάτια και μακριά ξανθά μαλλιά. Όταν πολύ μικρή πρωτοείδα το μαξιλάρι αυτό, ενθουσιάστηκα, το πήρα σφιχτά στην αγκαλιά μου σαν να ήταν μια κούκλα και το κρατούσα μαζί μου γυρίζοντας σε όλο το σπίτι και για όλο το διάστημα που παρέμενα επίσκεψη στους παππούδες. Όμως το πιο εντυπωσιακό και αξιόλογο έπιπλο στον χώρο εκείνο ήταν μια παλιά κονσόλα με μεγάλο καθρέφτη, διακοσμημένη με πολύ κομψό και λιτό σκάλισμα. Μπαίνοντας στο σπίτι την έβλεπες με την πρώτη ματιά να δεσπόζει με τον όγκο και την ομορφιά της. Αλλά το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν πάντα η κουνιστή πολυθρόνα με τα μαξιλάρια. Ένας άλλος χώρος που με γοήτευε ιδιαίτερα ήταν το γραφείο του παππού όπου αγαπούσε να περνά αρκετές ώρες της ημέρας. Όταν μεγάλωσα και ήμουν πλέον ικανή να καταλάβω πολύ περισσότερα πράγματα, με συνόδευε εκεί, πάντα ο ίδιος, και μου διηγιόταν παλιές ιστορίες για τον τόπο όπου είχε ζήσει χρόνια, δηλαδή το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ο χώρος ήταν γεμάτος με πολλά πράγματα και είχε μια παράξενη [31]

μυρωδιά που πιθανότατα προερχόταν από τη σκόνη που καθόταν επάνω σε βιβλία και στοίβες εφημερίδων και από τον καπνό της πίπας που κάπνιζε ο παππούς όταν διάβαζε τις αγαπημένες του εφημερίδες. Μου άρεσε να παρατηρώ το μεγάλο έπιπλο του γραφείου με τα πολλά μικρά συρτάρια και την κυλιόμενη περσί- δα που έκλεινε την όψη και να γυρίζω σαν σβούρα καθισμένη στην δερμάτινη περιστρεφόμενη πολύ- θρόνα. Ήταν τόσο μεγάλη για μένα που φαινόμουν σαν ένα σπουργίτι μέσα στη φωλιά του. [32]

Ωραίο ήταν το παιχνίδι μέχρι που ο παππούς αναγκα- ζόταν να με μαλώσει λιγάκι διότι γυρνούσα ασταμά- τητα και με υπερβολική φόρα. Άλλο σημείο ενδιαφέ- ροντος για μένα ήταν μια βιτρίνα με ξύλινο πλαίσιο που κάλυπτε έναν τοίχο ολόκληρο. Εκεί μέσα ήταν τοποθετημένα πολλά και διάφορα μικροαντικείμενα λαϊκής τέχνης από την Αργεντινή όπου είχε ζήσει η οικογένεια. Από τα πιο εντυπωσιακά ήταν οι συλλογές με ωρολόγια, πίπες και παλιά βιβλία. Ο παππούς, επειδή γνώριζε τις αδυναμίες μου, άνοιγε τη βιτρίνα και μου έδινε να κρατήσω στα χέρια μου ό,τι επιθυμούσα. Μια μέρα μου χάρισε κάτι που είχα βάλει στο μάτι από καιρό αλλά δεν τολμούσα να ζητή- σω, τρεις κάρτες με εξωτικά πολύχρωμα πουλιά από την Αργεντινή. Το αξιόλογο και περίεργο είναι ότι τα [33]

πουλιά αυτά είναι φτιαγμένα με φυσικά μικρά και πολύχρωμα πούπουλα. Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δεν έχω συναντήσει κάτι παρόμοιο και τα φυλάγω στο προσωπικό μου «συρτάρι των αναμνή- σεων» μαζί με άλλα αντικείμενα τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία για μένα 5. Οι γιορτές των Χριστουγέννων Το στόλισμα του δένδρου και η Φάτνη - Τα δώρα – το γιορτινό γεύμα (έτος 1946) Το στόλισμα του δένδρου - η Φάτνη Για εμάς τα παιδιά τα Χριστούγεννα ήταν η ωραιότερη γιορτή του χρόνου. Όλα τα γεγονότα έρχονται ξανά στη μνήμη μου με αρκετές λεπτομέρειες, ίσως γιατί η ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών μου προκαλούσε γαλήνη και ευτυχία έτσι όπως και τώρα που τα θυμά- μαι. Οι σημαντικές στιγμές όπως οι διάφορες ετοιμα- σίες που γινόντουσαν την ημέρα της παραμονής, τα δώρα, το παραδοσιακό γεύμα, ήταν ευχάριστα γεγο- νότα για όλους μας και τα περίμενα με λαχτάρα. Για μένα οι πολυαναμενόμενες διακοπές από το σχολείο ήταν σαν το κερασάκι στην τούρτα. Σήμερα που είμαι [34]

πια αρκετά μεγάλη θα ήθελα να έχω την ικανότητα να αισθανθώ ξανά τέτοια αθώα συναισθήματα. Όμως και τώρα οι διαδικασίες των γιορτών συνεχίζουν να μου αρέσουν και προσπαθώ να κρατήσω σχεδόν όλα τα έθιμα. Θυμάμαι πώς η διακοπή λίγων ημερών από την εργασία που περίμενα με μεγάλη ευχαρίστηση, ήταν μια ανάσα μακριά από την ρουτίνα. Τώρα πλέον συν- ταξιούχος έχω πολύ χρόνο στην διάθεση μου για να ασχοληθώ με πράγματα που μου αρέσουν και κρατούν ζωντανά το πνεύμα και τη μνήμη μου. Την παραμονή των Χριστουγέννων εγώ και ο αδελφός μου ήμασταν ήσυχοι σαν αγγελούδια, δεν μαλώναμε, δεν φέρναμε αντιρρήσεις και γι’ αυτό υπήρχε μια συγκεκριμένη εξήγηση. Μας λέγανε την εξής παράξενη ιστορία: Την ημέρα των Χριστουγέννων κυκλοφορούσε ψηλά στον ουρανό μια αόρατη άμαξα που μετέφερε τον μικρό Χριστό. Περνούσε με την άμαξα έξω από τα σπίτια όπου κατοικούσαν παιδιά και παρατηρούσε εάν ήταν φρόνιμα έτσι ώστε μετά τα μεσάνυχτα να αφήσει ή όχι τα δώρα που κάθε παιδί είχε ζητήσει στέλνοντας πρωτύτερα ένα γράμμα με τις επιθυμίες του. «Περνάει η Ρόνδα» (περίπολος), μας προειδοποιούσε η μαμά, και έτσι ήταν μια καλή ευκαιρία για να υπάρχει απόλυτη ησυχία. Εγώ και προπαντός ο αδελφός μου πιστέψαμε επί χρόνια σε αυτή την ιστορία και πάντα λάβαμε το δώρο που επιθυμούσαμε και, όπως λέγανε [35]

τότε στα παιδιά, έφερνε ο Μικρός Χριστός (ο Τζεζού Μπαμπίνο). Στην πραγματικότητα οι γονείς μας και η θεία φρόντιζαν να αγοράζουν τα δώρα και τη νύχτα της παραμονής, όταν κοιμόμασταν, τα τοποθετούσαν κρυφά κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πιστεύω ότι η ιστορία με τη Ρόνδα που ανέφερα πρωτύτερα υποστηρίζει ένα λανθασμένο και αντιπαιδαγωγικό τρόπο σκέψης, δηλαδή ότι ο φόβος της τιμωρίας αποτελεί το μοναδικό κίνητρο για μια καλύτερη συμπεριφορά. Μικρά παιδιά τότε, βλέπαμε τα πάντα σαν παραμύθι ή στα πλαίσια ενός παιχνιδιού. Η μέρα της παραμονής ήταν αφιερωμένη στο στόλισμα του δένδρου. Ο μπαμπάς μας έφερνε ένα αληθινό μικρό έλατο που στήναμε σε μια γωνία του καθιστικού και το στολίζαμε όλοι μαζί όπως συνηθίζεται και σήμερα στην Ιταλία. Σε μας τα παιδιά άρεζε πολύ να αφαιρούμε από τα στολίδια το χαρτί εφημερίδας με το οποίο τα είχαμε τυλίξει ώστε να αποθηκεύονται με ασφάλεια για την επόμενη χρονιά. Η διαδικασία του ξετυλίγματος ήταν διπλά διασκεδαστική διότι βλέπαμε ξανά με θαυμασμό τα στολίδια και συγχρόνως χαζεύαμε τα κομμάτια από τις παλιές εφημερίδες όπου μπορούσες να διαβάσεις τμήματα από άρθρα με ξεχασμένες ειδήσεις. Πρώτα τοποθετούσαμε στα κλαδιά του δένδρου τα λαμπάκια και μετά ανάμεσά [36]

τους κρεμούσαμε διάφορα πανέμορφα στολίδια όπως χρωματιστές μπάλες, σπιτάκια, ζωάκια, τον πλέον απαραίτητο Άγιο Βασίλη και άλλα. Όλα ήταν κατασκευασμένα από ένα πολύ εύθραυστο υλικό, γι’ αυτό σχεδόν δεν τολμούσαμε να τα αγγί- ξουμε από τον φόβο μήπως σπάσουν. Ύστερα κρεμού- σαμε ανάμεσα σε όλα καραμέλες, μπισκότα και μαντολάτα τυλιγμένα σε διαφανές χρωματιστό χαρτί, μέχρι και μανταρίνια. Στο τέλος σκορπίζαμε μικρά κομμάτια βαμβάκι ώστε να δημιουργηθεί η ψευ- δαίσθηση του χιονισμένου δένδρου. Είχαμε και μια μικρή Φάτνη, η οποία τα πρώτα χρόνια αποτελούνταν μόνο από μια ξύλινη καλύβα όπου στο εσωτερικό [37]

τοποθετούσαμε τα αγαλματάκια της Παναγίας και του Αγ. Ιωσήφ, το νεογέννητο Χριστό, το γαϊδούρι, την αγελάδα και στο εξωτερικό της καλύβας τους τρεις Μάγους με τα δώρα τους. Τοποθετούσαμε αυτό το μικρό σύνολο στη βάση του δένδρου σε μια βάση λίγο υπερυψωμένη ώστε να ξεχωρίζει από το γύρω περιβάλλον. Κάθε χρόνο ξοδεύοντας το περιεχόμενο του κουμπαρά μας αγοράζαμε νέα αγαλματάκια τα οποία απεικόνιζαν στην πλειοψηφία χωρικούς και βοσκούς. Σταδιακά δημιουργούσαμε το περιβάλλον της φάτνης εμπλουτίζοντάς το με σπιτάκια, δένδρα και ζώα όπως σε ένα αληθινό χωριό. Ξεχώριζε μια λίμνη με πάπιες, χήνες και μια μικρή γέφυρα να την διασχίζει. Παραδίπλα συμπλήρωναν την σύνθεση ένα πηγάδι, δύο χωριατοπούλες που κρατούσαν τις στάμνες τους και τριγύρω μερικά πρόβατα. Για τον φόντο κατασκευάζαμε βουνά με ένα ειδικό χαρτί και διαμορφώναμε το έδαφος χρησιμοποιώντας ψιλό χαλίκι και βρύα που μαζεύαμε μόνοι μας ή παρέα με άλλα παιδιά. Το στήσιμο της Φάτνης αφορούσε αποκλειστικά εμένα και τον αδελφό μου. Ασχολιόμασταν με μεγάλη ευχαρίστηση επί ώρες και χαιρόμασταν αφάνταστα όταν κατά την εκτίμηση μας είχαμε πετύχει ένα καλό αποτέλεσμα. Με τα χρόνια η Φάτνη μεγάλωνε σε έκταση και γινόταν όλο και πιο εντυπωσιακή. Ακόμα [38]

και σήμερα έχω διατηρήσει όλα τα αγαλματάκια και τις διάφορες κατασκευές. Με την εγκατάστασή μου στην Ελλάδα μετέφερα με άλλα αγαπημένα μου αντικείμενα και όλη τη Φάτνη. Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα ασχολιόμουν με το στήσιμό της για προσωπική μου ευχαρίστηση και γιατί μου θύμιζε πολλά και μοναδικά γεγονότα από τα παιδικά μου χρόνια. Τώρα που απέκτησα μια εγγονή θα ασχοληθώ με ακόμη μεγαλύτερη χαρά για να της προσφέρω μια νέα εμπειρία και να χαρούμε μαζί. Τα δώρα Τα μεσάνυχτα της παραμονής οι γονείς μας πήγαιναν στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν την Λειτουρ- γία και η θεία συνήθως έμενε σπίτι για να μας προσέ- χει διότι κοιμόμασταν νωρίς. Εγώ βέβαια προσπαθού- σα να μένω ξύπνια για να δω επιτέλους το μικρό Χρι- στό να αφήνει τα δώρα κάτω από το δένδρο, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερα. Δεν φανταζόμουν ότι στην πραγματικότητα οι γονείς διαλέγοντας την κατάλληλη στιγμή τοποθετούσαν τα δώρα μας κάτω από το δένδρο. Το πρωί νωρίς τρέχαμε για να δούμε τα δώρα μετά από τόση αναμονή. Η χαρά μας ήταν απερίγρα- πτη όταν βρίσκαμε ακριβώς αυτό που είχαμε ονει- ρευτεί. Δεν θυμάμαι χρονικά σε ποια Χριστούγεννα αναφέρομαι, αλλά έχω πολύ ζωντανή την εικόνα ενός [39]

δώρου που στην κυριολεξία λάτρεψα. Πρόκειται για μια κούκλα που είχε την όψη μωρού φαλακρού και παχουλού με φυσικές διαστάσεις και με μία ιδιαίτερη κατασκευή που την έκανε να μοιάζει αληθινή. Ο κορμός της ως τα σημεία των κλειδώσεων, αγκώνες και γόνατα, ήταν από ύφασμα παραγεμισμένο με βαμβάκι. Τα υπόλοιπα μέρη του σώματος όπως κεφάλι, μπράτσα και γάμπες ήταν φτιαγμένα από ένα απροσδιόριστο σκληρό υλικό. Η διαφορά μεταξύ των υλικών στα σημεία της ένωσής τους προκαλούσε μια ελεύθερη κίνηση στα μπράτσα και τις γάμπες. Ένα φορεματάκι με άσπρα και κόκκινα καρουδάκια κάλυπτε το σώμα της κούκλας ως τα ποδαράκια της. Όταν την είχα αγκαλιά ξεγελούσα τους πάντες, δίνοντας την εντύπωση ότι ντάντευα ένα αδελφάκι και η ιδέα αυτή με διασκέδαζε πολύ. Για να φαίνονται όλα περισσότερο αληθινά είχαμε φορέσει στο κεφαλάκι της ένα δικό μου παλιό δαντελένιο σκουφάκι που μου έβαζε η μαμά μου όταν ήμουν τριών η τεσσάρων μηνών και στα ποδαράκια δικά μου πλεκτά παπου- τσάκια. Όλα αυτά η μαμά μου τα είχε φυλάξει για ενθύμιο, όπως και εγώ ακόμα σήμερα έχω κρατημένο στο συρτάρι μου εκείνο το δαντελένιο σκουφάκι. Πριν φύγω από την πατρίδα μου την Ιταλία για να εγκατα- σταθώ στην Ελλάδα χάρισα την πολύ αγαπημένη κούκλα στην ανιψιά μου, αλλά δεν έμαθα ποτέ την [40]

τύχη της. Λόγω της ιδιαιτερότητας και της παλαιότητάς της θα μπορούσε να έχει μια ξεχωριστή θέση σε ένα Μουσείο παιχνιδιών για να την θαυμάζουν όπως εγώ όλα τα παιδιά. Αυτή θα ήταν μια δίκαια κατάληξη. Το γεύμα των Χριστουγέννων Το γεύμα των Χριστουγέννων ήταν επίσης ξεχωριστό γεγονός. Την παραμονή η μαμά και η θεία άρχιζαν τις προετοιμασίες κάνοντας τα απαραίτητα ψώνια και παρασκευάζοντας κάποια φαγητά όπως η γέμιση για το κοτόπουλο και τα γλυκά, έτσι ώστε την επόμενη ημέρα να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο για τις υπόλοιπες ετοιμασίες. Η απασχόλησή μου περιορι- ζόταν στο να τριγυρίζω δοκιμάζοντας κρυφά τις διά- φορες λιχουδιές. Το πρώτο διάστημα αμέσως μετά τον πόλεμο οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμέ- νες και συνεπώς το τραπέζι πιο λιτό. Έπειτα η οικο- γένεια επανήρθε σε πιο ομαλή κατάσταση διότι εργα- ζόταν επιτέλους και ο πατέρας μου εκτός από τη θεία. Τα παραδοσιακά φαγητά για τις γιορτές των Χριστου- γέννων ήταν η σούπα με χειροποίητα ζυμαρικά (τορτελλίνι), η καθιερωμένη γαλοπούλα ή κότα γεμι- στή, αλλαντικά και τυριά. Όσο για τα γλυκά, η μαμά πάντα παρασκεύαζε ένα είδος κέικ με μαρμελάδα, τη γνωστή Πάστα φρόλλα (Πάστα Φλώρα) και ένα δεύ- [41]

τερο, εξίσου νόστιμο, που αποτελούνταν από στρώσεις μπισκότων ποτισμένων με λικέρ και ανάμεσα τους κρέμα σοκολάτας. Όμως τα πιο συνηθισμένα παραδο- σιακά γλυκά που δεν έλειπαν από κάθε τραπέζι ήταν το κλασσικό Χριστουγεννιάτικο κέικ, το Πανεττόνε, και ένα είδος μαντολάτο απίθανο και αξέχαστο, το λεγό- μενο Τορρόνε, που η θεία πάντα συνεπής και γενναιό- δωρη φρόντιζε να αγοράζει από το καλύτερο και πιο φημισμένο ζαχαροπλαστείο του Μιλάνο που υπάρχει ακόμα σήμερα και κρατάει την πολύ καλή ποιότητα των προϊόντων του... Ως γνωστή γλυκατζού αυτά θυμάμαι με μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Περισσότερη αξία για μένα είχε η χαλαρή και χαρούμενη ατμό- σφαιρα που ήταν το αποτέλεσμα της ομαδικής εργασίας και της παρέας. Όταν τα πάντα ήταν έτοιμα καθόμασταν όλοι μαζί στο ωραία στρωμένο τραπέζι περιμένοντας να σερβιριστεί το αναμενόμενο γεύμα που, με αργούς ρυθμούς, με διάφορες κουβέντες, αστεία και παιχνίδια, τελείωνε το βράδυ. Η καλύτερη στιγμή για μένα ήταν όταν έφτανε η σειρά για τα γλυκά. Είχα προνοήσει να αφήσω αρκετό χώρο στο στομάχι μου αποκλειστικά για να απολαμβάνω στο μέγιστο τα γλυκά που λάτρευα και για τα οποία είχα εξασφαλίσει μια διπλή δόση τουλάχιστον για την κρέμα με τα μπισκότα που προτιμούσα. Έπειτα ερχόταν στην παρέα μας η κυρία Άννα με την οικογέ- [42]

νειά της και έτσι συνεχίζαμε ευχάριστα το γλέντι μέχρι το βράδυ. Αδειάζαμε το τραπέζι από τα πιάτα, κερνού- σαμε τα γλυκά μας στους καλεσμένους και στη συνέχεια παίζαμε μανιωδώς επιτραπέζια παιχνίδια, από τα οποία το αγαπημένο ήταν η Τόμπολα. Το παιχνίδι αυτό, που συνεχίζει να διασκεδάζει πολλούς και σήμερα, μπορεί να κρατήσει ώρες και ακριβώς έτσι γινόταν και τότε, βράδιαζε δίχως να το καταλάβουμε. Στη διάρκεια του παιχνιδιού τρώγαμε καραμέλες, σοκολατάκια και προπαντός ξηρούς καρπούς που η μαμά μου είχε φροντίσει πρωτύτερα να μοιράσει σε μερικά μπολ που τοποθετούσε σε διάφορα σημεία του τραπεζιού έτσι ώστε να είναι προσιτά σε όλους. Το βράδυ αργά, κουρασμένοι και χορτασμένοι, συμμα- ζεύαμε τον χώρο του καθιστικού όπου είχαμε γευματίσει και την κουζίνα αναπολώντας τις χαρούμενες στιγμές που είχαμε περάσει. Κάθε χρόνο επαναλαμβάναμε όλα αυτά σαν μια ωραία και τρυφερή ιστορία που μένει στη μνήμη και προπαντός στην καρδιά. 6. Στη λίμνη του Κόμο Δεν θυμάμαι για ποιο λόγο, περίπου δύο χρόνια μετά από την εγκατάστασή μας στην πόλη του Μιλάνο, [43]

φύγαμε προσωρινά από το σπίτι της θείας και μεταφερθήκαμε για μερικούς μήνες εγώ, ο αδελφός και η μητέρα μας στην πόλη του Κόμο, φημισμένη για τη λίμνη της. Από εκείνη την εποχή μου έρχονται στο νου πολλές διάσπαρτες εικόνες και θυμάμαι εντονό- τερα τα γεγονότα που ίσως τότε με είχαν αγγίξει περισσότερο. Νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα μικρό αλλά σε πολύ καλό σημείο στην παραλία της λίμνης. Ο πατέρας, ο οποίος στο μεταξύ είχε βρει δουλειά, δεν ήταν καθημερινά μαζί μας αλλά ερχόταν κάθε σαββα- τοκύριακο με το τρένο. Πάλι μια αλλαγή τόπου και τρόπου ζωής. Παρόλα αυτά περνούσα ευχάριστα διότι στην ουσία ήταν σαν να έκανα διακοπές πριν αρχίσω την πρώτη τάξη του σχολείου. Τις Κυριακές, όταν ερχόταν ο πατέρας, μας πήγαινε [44]

βαρκάδα στη λίμνη ή κάναμε εκδρομές με ένα μικρό πλοίο στην απέναντι όχθη. Η φύση ήταν πανέμορφη και η ατμόσφαιρα γαλήνια. Περνούσαμε τόσο όμορφα όλοι μαζί που δεν ήθελα να φύγει ο πατέρας. Για τους τρείς μας οι καθημερινές κυλούσαν ήρεμα. Μερικά πρωινά πηγαίναμε με τη μαμά για ψάρεμα εφοδιασμένοι με τον κατάλληλο εξοπλισμό όπως καλάμια, δολώματα και ένα ειδικό μικρό πανέρι για την συγκομιδή της πιθανής ψαριάς. Σπάνια βέβαια πιάναμε περισσότερο από μερικά ψαράκια, τα οποία μετά από δική μου απαίτηση ξαναπετούσαμε στο νερό με την ελπίδα να σωθούν. Με τον αδελφό μου διασκε- δάζαμε πετώντας πέτρες στο νερό και κάνοντας αγώνες ποιος από τους δυο τις πετούσε πιο μακριά. Θυμάμαι ακόμα όταν ξέσπασε μια φοβερή καταιγίδα. Εμείς οι δύο κρυμμένοι στο σπίτι βλέπαμε από το παράθυρο του καθιστικού την επιφάνεια της λίμνης να φουσκώνει και το νερό να ξεχειλίζει στους δρόμους φθάνοντας μέχρι το ισόγειο του σπιτιού. Θυμάμαι τους περιπάτους κατά μήκος του δρόμου που πλεύριζε τη λίμνη, στολισμένου επί χιλιόμετρα με θάμνους και πικροδάφνες. Ο δρόμος αυτός οδηγούσε και στην φημισμένη για την ομορφιά της νεοκλασική Έπαυλη Καρλόττα (Βίλλα Καρλόττα) και τον εντυπωσιακό κήπο της με σπάνια φυτά. Αγαπημένος προορισμός ήταν ο τεράστιος κήπος γύρω από την έπαυλη, γνωστός για [45]

την καλλιέργεια της αζαλέας. Μεγάλες εκτάσεις φυτεμένες με αυτό το πανέμορφο φυτό πρόσφεραν μια μοναδική πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων. Ανάμεσα σε άλλα φυτά υπήρχε και ένα πολύ ιδιαίτερο που αμέσως μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Είχε μορφή θάμνου με λεπτά κλαδιά και πυκνά μικρά φύλλα. Πρωτοφανές και συνάμα θαυμαστό για μένα ήταν ότι με το παραμικρό άγγιγμα του χεριού τα φύλλα μαζεύονταν. Σχεδόν ανατρίχιαζα αλλά συγχρόνως ευχαριστιόμουν με την περίεργη αίσθηση που μου προκαλούσε, παρόμοια με αυτή που νιώθουμε αγγίζοντας και χαϊδεύοντας ένα μικρό ζώο. Συνεπώς όλο το ενδιαφέρον μου ήταν συγκεντρωμένο σε αυτό το παιχνίδι που μου πρόσφερε η φύση. Ένα πρωί η μαμά μου δεν μας πήγε βόλτα διότι έπρεπε να ασχοληθεί με διάφορες δουλειές του σπιτιού. Εγώ και ο αδελφός μου από τη βαρεμάρα μαλώναμε συνέ- χεια. Ο αδελφός μου, μεγάλο πειραχτήρι, ως συνήθως δεν με άφηνε σε ησυχία ίσως επειδή εγώ ως μεγαλύ- τερη τον περιφρονούσα και δεν καταδεχόμουν να ασχοληθώ με τα παιχνίδια που ήθελε ο ίδιος. Έτσι κυνηγιόμασταν, φωνάζαμε, δηλαδή αρπαζόμασταν σαν τα κοκόρια. Η μαμά δικαίως κάποια στιγμή βαρέθηκε την τόση φασαρία και για τιμωρία μας απομόνωσε στο μπάνιο, το μόνο σημείο του σπιτιού που δεν ήταν ακόμα αναστατωμένο λόγω καθαριό- [46]

τητας. Φοβερή ιδέα! εκεί μέσα βρήκαμε επιτέλους τρόπο να παίξουμε μαζί. Επειδή ό,τι γίνεται κρυφά είναι πιο ελκυστικό, η συνεργασία μας ήταν άψογη. Για να μην ακουστεί θόρυβος ρίχναμε σιγά σιγά νερό στην μπανιέρα γεμίζοντας πρώτα πολλές φορές ένα ποτήρι στη βρύση του νιπτήρα. Έπειτα εγώ έκανα βαρκούλες με τα φύλλα ενός περιοδικού. Αποτέλεσμα: οι βαρκούλες μούσκεψαν εντελώς, διαλύθηκαν και έγιναν όλες μαζί μια μάζα που έπλεε στο θολό βρόμικο νερό. Βγάζοντας την τάπα που συγκρατούσε το νερό το κακό μεγάλωσε διότι η αποχέτευση βούλωσε. Η μαμά στο μεταξύ, παρατη- ρώντας ότι κάναμε πολλή ησυχία, ξαφνικά άνοιξε την πόρτα και μας βρήκε αναστατωμένους για τη ζημιά που είχαμε προκαλέσει και προπαντός διαπίστωσε ότι είχε προστεθεί μια επιπλέον εργασία στην ήδη [47]

κουραστική ημέρα. Βγήκαμε δειλά-δειλά από τον διασκεδαστικό τόπο της φυλάκισής μας και ευτυχώς η μαμά δεν είχε πλέον ούτε το κουράγιο να μας μαλώσει. Έτσι με αστεία και σοβαρά γεγονότα ο χρόνος περνούσε και αρχίσαμε να σκεφτόμαστε την επιστροφή στην πόλη. 7. Η επιστροφή στην πόλη – Το σχολείο Την επιστροφή από τη λίμνη στην πόλη την θεωρού- σαμε σχεδόν σαν απειλή διότι δεν θέλαμε να αντιμε- τωπίσουμε νέες καταστάσεις. Για μένα ειδικά ήταν δεδομένη μια σοβαρή αλλαγή στη ζωή μου, η έναρξη της πρώτη χρονιάς στο σχολείο. Από καιρό σκεφτό- μουν σιωπηλά πόσο δύσκολο θα ήταν να αποχωριστώ τη μαμά μου έστω και για λίγες ώρες, αν θα κατά- φερνα να συνεννοηθώ με άγνωστα παιδιά και πώς θα ήταν η δασκάλα. Νόμιζα ότι με περίμενε μια δύσκολη όσο και αναγκαία εμπειρία. Μερικές φορές είχα ακούσει από κάποια μεγαλύτερα παιδιά να εκφράζουν αρνητικές εντυπώσεις για το σχολείο. Δεν ήξερα από πού να πιαστώ για να οργανώσω τις σκέψεις μου. Το μόνο που με παρηγορούσε και με δελέαζε ήταν ότι με περίμεναν μια μεγάλη τσάντα, μια όμορφη ποδιά και καινούργια παπούτσια. Η ποδιά μου τελικά ήταν [48]

άσπρη και για να φορεθεί εύκολα κούμπωνε στην πλάτη. Μπροστά είχε δύο τσέπες και αντίστοιχες πιέτες απ’ όπου ξεκινούσε μία λεπτή ζώνη. Το σύνολο συμπλήρωνε ένας μικρός γιακάς που έκλεινε με ένα ροζ φιόγκο. Η στιγμή του χτενίσματος ήταν πιο βαρετή από κάθε άλλη φορά. Οι κοτσίδες έπρεπε να είναι ισόπαχες και καλά τεντωμένες. Περιττό να περιγράψω πόσο υπέφερα για να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα τόσο καλό όσο το θεωρούσε απαραίτητο η μαμά. Ο φόβος μου ήταν μήπως αποφάσιζε να δέσει την απόληξη των κοτσιδιών με ροζ φιογκάκια. Μετά από βασανιστικές δοκιμές ευτυχώς προτίμησε να χρησι- μοποιήσει δύο σχεδόν αόρατα λαστιχάκια. Έπειτα φόρεσα τη ποδιά, κοίταξα σχεδόν κρυφά στον καθρέ- φτη που ήταν κρεμασμένος στο χολ και τότε είδα την εικόνα μου τόσο αλλαγμένη. Το αποτέλεσμα μου φάνηκε κατώτερο από τις προσδοκίες μου. Θυμάμαι ότι δεν μου είχε αρέσει καθόλου ο ροζ φιόγκος που μου θύμιζε μωρουδιακό ένδυμα. Ευχαρίστως θα τον είχα ξηλώσει και κρύψει κάπου ώστε να αποφύγω τέτοια εμφάνιση. Αλλά για να μη στενοχωρήσω τη μαμά μου προσποιήθηκα την αδιάφορη. Από τότε δεν αγαπώ το ροζ χρώμα και δεν περιλαμβάνεται στις ενδυματολογικές μου προτιμήσεις. Πήρα την τσάντα και ξεκίνησα για το σχολείο με ύφος σχεδόν ηρωικό συνοδευόμενη από τη μαμά. Στη διαδρομή σκεφτό- [49]


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook