Αυτός ήταν φιλονορμανδός και πίστευε ότι ο Πάπας θα μπορούσε να ασκεί εξουσία στους βασιλιάδες των κρατών και έτσι αποφάσισε να τον αντικαταστήσει με τον Πάπα Βίκτωρ τον 3ο. Έτσι ενώ ο Ροβέρτος ήταν απασχολημένος με τα ζητήματα της Ιταλίας, ο Αλέξιος κατάφερε να νικήσει τον Βοημούνδο με την συνδρομή του βενετικού στόλου και του Σέρβου βασιλιά Κωνσταντίνο Μποντίν. Μετά από αυτό ο Ροβέρτος αποφάσισε να ξαναεισβάλει στην Ελλάδα όμως αρρώστησε και πέθανε στην Κεφαλονιά. Κατόπιν, οι Πετσενέγκοι ηττήθηκαν από τον Αλέξιο στον Έβρο. Το 1095μχ ο Αλέξιος Κομνηνός έγραψε στον Πάπα Ουρβανό τον 2ο ζητώντας του βοήθεια έναντι των Σελτζούκων Τούρκων. Μια τέτοια έκκληση από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα είχε ξαναγίνει και μάλιστα από τον Πάπα Γρηγόριο τον 7ο.
Όμως καμία από τις προηγούμενες εκκλήσεις για βοήθεια δεν είχε την ακόλουθη έκβαση. Ο Πάπας Ουρβανός ο 2ος είδε την έκκληση του Αλεξίου ως μια χρυσή ευκαιρία για να επανορθώσει το σχίσμα των εκκλησιών και για να μπορέσει να επιβληθεί ο παπισμός στους βαρώνους και επισκόπους της χριστιανοσύνης. Άλλο ένα όφελος θα ήταν η ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους μουσουλμάνους που είχε χαθεί έχω και 400 χρόνια. Στο Κλερμόντ της Γαλλίας ο πάπας Ουρβανός κάλεσε μια συνέλευση από κληρικούς και ευγενείς και ζήτησε από ιππότες και στρατιώτες να πάρουν τα όπλα και να κατευθυνθούν προς την Ανατολή σε βοήθεια των αδερφών χριστιανών εκεί και να απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ από τον μουσουλμανικό ζυγό. Επίσης, έκανε σε όσους θα πήγαιναν όχι για την δόξα ή τον χρυσό αλλά για την
πίστη τους και μόνο μια δελεαστική προσφορά την άφεση των αμαρτιών τους. Αυτό ήταν σπουδαίο για τους ιππότες της εποχής που ζούσαν σε καθεστώς φόβου αφού ζούσαν βίαιο βίο παραβιάζοντας τον νόμο του θεού. Μετά την ομιλία του το κοινό του παπά Ουρβανού άρχισε να φωνάζει το σύνθημα ‘deus vult’ δηλαδή ‘είναι θεού θέλημα’.
Το συμβούλιο του Clermont
Προετοιμασίες για την σταυροφορία και η σταυροφορία του λαού Μετά την ομιλία του πάπα Ουρβανού άρχισαν οι προετοιμασίες τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός που είχε προβλέψει την συγκέντρωση κάποιου είδους δύναμης για να τον βοηθήσει σύντομα συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να φροντίσει μια πολύ μεγαλύτερη δύναμη πολεμιστών. Καθώς οι ηγέτες άρχισαν να συγκεντρώνουν τους στρατούς τους εκείνοι που θα έπαιρναν μέρος στην σταυροφορία ξεκίνησαν να μαζεύουν χρήματα για την άμεση αγορά εξοπλισμού και προμηθειών. Ενώ οι προετοιμασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη αρκετές λιγότερο οργανωμένες ομάδες στρατιωτών και αγροτών γνωστές ως ‘Λαϊκή Σταυροφορία’ ξεκίνησαν σε όλη την Ευρώπη. Η πιο γνωστή από αυτές τις σταυροφορίες ήταν αυτή
του Πέτρου του ερημίτη και του συνεργάτη του Walter Sansavoir. Αυτός ο όχλος αγροτών έφτασε στην Κωνσταντινούπολη αφού προκάλεσε αναταραχές στην Ουγγαρία και στην Βουλγαρία. Ο Αλέξιος δέχτηκε τον Πέτρο και τον συμβούλεψε να περιμένει την άφιξη της κύριας δύναμης της σταυροφορίας όμως οι υποστηρικτές του Πέτρου ήταν απείθαρχοι και στις 6 Αυγούστου του 1096μχ διέσχισαν τον Βόσπορο ενώ ο Πέτρος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Αφού λεηλάτησαν κάποιες περιοχές έπεσαν σε ενέδρα και εξολοθρεύτηκαν από τους Τούρκους. Η κύρια δύναμη της σταυροφορίας αναχώρησε τον Αύγουστο του 1096μχ: αποτελούνταν από τέσσερα μεγάλα σώματα και από ένα πέμπτο μικρότερο. Ο επικεφαλής του μικρότερου σώματος ήταν ο Ούγος του Βερμαντουά, που ήταν αδερφός του βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππου του Ά.
Έφυγε πριν από τους άλλους αλλά ναυάγησε καθώς διέσχιζε την Ανδριατική από το Μπάρι στο Δυρράχιο. Εκεί κάποια Βυζαντινά πλοία έσωσαν αυτόν και κάποια κομμάτια του στρατού του και τον συνόδευσαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν που ήταν αρχηγός του πρώτου μεγάλου στρατού και δούκας της Κάτω Λωραίνης έφυγε από εκεί μαζί με τους αδερφούς του προς την Κωνσταντινούπολη παίρνοντας την χερσαία διαδρομή και διασχίζοντας την Ουγγαρία. Ο τρίτος στρατός συγκεντρώθηκε από τον Ραΰμούνδο τον Δ’ της Τουλούζης ο οποίος αποχώρησε από εκεί με τον επίσκοπο Αντεμαρ που ήταν ο αρχηγός της σταυροφορίας και έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη στις 21 Απριλίου. Εντωμεταξύ ο τέταρτος στρατός υπό τον Ροβέρτο της Φλάνδρας διέσχισε την Ανδριατική μαζί με
τον Στέφανο Τουμπλουά και τον ξαδερφό του Ροβέρτο της Νορμανδίας. Η δεύτερη δύναμη οργανώθηκε από τον Βοημούνδο του Τάραντα ο οποίος είχε πριν λίγο καιρό προσπαθήσει να κατακτήσει το Βυζάντιο το οποίο και τώρα πήγαινε να βοηθήσει. Αυτό το γεγονός έκανε τον αυτοκράτορα Αλέξιο καχύποπτο. Η παρουσία τεράστιων στρατιωτικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη προκαλούσε πολλά προβλήματα στον Αλέξιο εφόσον δημιουργούσαν αναταραχές οπότε ζήτησε από κάθε ηγέτη της σταυροφορίας να του υποσχεθεί ότι θα αποκαταστήσει κάθε κατακτημένο έδαφος που άνηκε στην αυτοκρατορία πριν από τις τουρκικές εισβολές και να του ορκιστεί πίστη. Ως αντάλλαγμα θα του παρέχονταν πλούσια δώρα. Μόνο ο Ραυμούνδος αρνήθηκε να ορκιστεί δίνοντας μόνο έναν όρκο φιλίας.
Η πρώτη σταυροφορία Στα τέλη του Μαΐου του 1097μχ οι σταυροφόροι μαζί με ένα μέρος του βυζαντινού στρατού έφτασαν στην πρωτεύουσα του τουρκικού σουλτανάτου την Νίκαια. Αυτή παραδόθηκε στους βυζαντινούς στις 19 Ιουνίου. Οι σταυροφόροι αναχώρησαν για την Αντιόχεια στις 26 Ιουνίου αντιμετωπίζοντας δυσκολίες περνώντας μέσα από τα βουνά της Ανατολίας. Στο Δορύλαιο την 1 Ιουλίου οι Τούρκοι υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν επιτέθηκαν στους σταυροφόρους οι οποίοι παρά την υπερβολική ζέστη κατάφεραν να κρατήσουν τις θέσεις τους μέχρι την έλευση ενισχύσεων που ανάγκασε τους Τούρκους σε υποχώρηση. Μια σημαντική νίκη σε ανοιχτό πεδίο επιτεύχθηκε με την συνεργασία μεταξύ διαφόρων δυτικών δυνάμεων και των Ελλήνων. Η περαιτέρω προέλαση στην Ανατολία ήταν ακόμα πιο επίπονη,
με πολλές απώλειες ιδιαίτερα στην περιοχή των βουνών του Ταύρου. Ενώ οι σταυροφόροι έφτασαν στην Αντιόχεια στις 20 Οκτωβρίου, ο αδερφός του Γοδεφρύδου, Βαλδουίνος, αποσπάστηκε από τον κύριο στρατό για να εμπλακεί στην Αρμενική πολική ιδρύοντας την κομητεία της Έδεσσας, το πρώτο σταυροφορικό κράτος. Η μεγάλη πόλη της Εγγέος Ανατολής, Αντιόχεια, που ήταν περικυκλωμένη από τεράστια στρατεύματα σταυροφόρων, παρά την βοήθεια Γενοβέζικών πλοίων και του πατριάρχη της Ιερουσαλήμ που τότε ήταν στην Κύπρο, δεν έπεσε εύκολα. Αντιθέτως, η πολιορκία της ήταν χρονοβόρα και με πολλές αντιξοότητες και απώλειες που οφείλονταν σε αρρώστιες και λιμό. Η άνοιξη έφερε την απειλή της αντεπίθεσης από μια δύναμη ενίσχυσης υπό τον Κερμπόγκα της Μουσούλης. Η κατάσταση φαίνονταν απελπιστική και ορισμένοι σταυροφόροι προσπάθησαν να
επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Πέτρος ο ερημίτης ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τον επίσκοπο Αντεμαρ όμως πήρε συγχώρεση από τον τελευταίο. Ένας άλλος λιποτάκτης ήταν ο Γάλλος ιππότης Στέφανος του Μπλουά που αποχώρησε από το κύριο σώμα του στρατού αφού έκρινε ότι η κατάσταση στην Αντιόχεια ήταν μη αναστρέψιμη. Στο δρόμο της επιστροφής συνάντησε τον αυτοκράτορα Αλέξιο και τον ενημέρωσε για τα τεκταινόμενα στην Αντιόχεια πείθοντας τον να εγκαταλείψει τον αγώνα. Όταν ενημερώθηκαν οι σταυροφόροι επ’αυτού θεώρησαν ότι δεν είχαν πλέον υποχρέωση να του παραχωρήσουν την πόλη. Εντωμεταξύ ο Βοημούνδος πρότεινε ο πρώτος που θα εισέρχονταν στην πόλη να γίνει ο κάτοχος αυτής. Η πρόταση του αυτή οφείλονταν στην διαπραγμάτευση που είχε προηγηθεί με έναν διοικητή της πόλη που θα του επέτρεπε την είσοδό του σ’αυτήν.
Στις 3 Ιουνίου του 1098μχ επιτέθηκαν στην πόλη την οποία και κατέκτησαν. Η νίκη αυτή όμως ήταν ημιτελής εφόσον ένα μεγάλο τουρκικό στράτευμα ήρθε και περικύκλωσε την πόλη. Τελικά αυτό ανετράπη μετά από μια αποφασιστική μάχη. Το κόστος όμως ήταν βαρύ αφού μια επιδημία έπληξε το στράτευμα αφαιρώντας αναρίθμητες ζωές συμπεριλαμβανομένης και αυτής του επισκόπου Αντεμαρ. Οι ηγέτες της σταυροφορίας μετά τον θανατό του ήρθαν σε ρήξη για το ποιος τελικά θα πάρει την Αντιόχεια με τον Βοημούνδο να την διεκδικεί και τον Ραημούνδο να επιμένει να επιστραφεί στον αυτοκράτορα. Μη μπορώντας να συμβιβαστούν αρνήθηκαν να συνεχίσουν προς την Ιερουσαλήμ γεγονός που οδήγησε στην διακοπή της σταυροφορίας μέχρι οι στρατιώτες να απειλήσουν να γκρεμίσουν τα τείχη της Αντιόχειας κάτι που ανάγκασε τους ηγέτες να συνεχίσουν
Ο στρατός ξεκίνησε για την Ιερουσαλήμ τον Ιανουάριο του 1099μχ υπό την ηγεσία του Ραυμούνδος τον οποίο ακολούθησε ο Ταγκρέδος, ο Ροβέρτος της Νορμανδίας και αργότερα ο Γοδεφρύδος και ο Ροβέρτος της Φλάνδρας. Ο Βοημούνδος παρέμεινε στην Αντιόχεια. Όχι πολύ μακριά από την Βηρυττό ο στρατός εισήλθε στο έδαφος των Φατμιδών που στις 7 Ιουνίου 1099μχ ο χριστιανικός στρατός στρατοπέδευσε μπροστά στην Ιερουσαλήμ. Ο στρατός προχώρησε στο Ορος των Ελαίων. Στις 13 Ιουλίου οι άνδρες του Γοδεφρύδου κατέλαβαν ένα τμήμα των τειχών με τους άλλους να ανεβαίνουν σε πολιορκητικές σκάλες. Ο Ταγκρέδος και ο Ραυμούνδος όταν άνοιξε η πύλη μπήκαν μέσα και ο μουσουλμάνος κυβερνήτης παραδόθηκε. Μετά ακολούθησε μια μεγάλη σφαγή μουσουλμάνων και Εβραίων.
Οι σταυροφόροι μετά από τρία χρόνια πέτυχαν τον σκοπό τους με τα σταυροφορικά κράτη που ιδρύθηκαν να είναι το βασίλειο της Αρμενίας στην Κιλικία, η κομητεία της Έδεσσας, το βασίλειο της Αντιόχειας, η κομητεία της Τρίπολης και το βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Η δεύτερη σταυροφορία Ήταν φανερό πως η κομητεία της Εδεσσης ηταν η πιο ευάλωτη από τα σταυροφορικα κράτη όμως η απώλεια της εξέπληξε τους χριστιανούς της Ανατολής και της Δύσης. Υπήρξαν επείγουσες εκκλησεις για βοήθεια από τα υπόλοιπα σταυροφορικα κράτη οι οποίες έφτασαν στην Ευρώπη με τον Πάπα Ευγενιο τον Γ´ να ξεκινά μια νέα σταυροφορία το 1045μχ. Αυτή χαιρετήθηκε στην Γαλλία από τον Μπερναρ και με την βοήθεια μεταφραστών και στην Γερμανία. Όπως και στην πρώτη σταυροφορία πολλοί προσκυνητές ανταποκρίθηκαν σε αντίθεση με την πρώτη ομως η δεύτερη ηγήθηκε από τους δυο μεγαλυτερους ηγεμόνες της Ευρωπης τον βασιλιά Λουδοβίκο Ζ´ της Γαλλίας και τον αυτοκράτορα Κορναρντ τον Γ´ την Αγίας
Ρωμαικής Αυτοκρατορίας. Η κατάσταση στην Ανατολή ήταν επίσης διαφορετική αφού ο αυτοκράτορας Εμμανουηλ Κομνηνός δεν είδε θετικά την έλευση μιας νεας σταυροφορίας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει τον όλεθρο στην εξωτερική του πολιτική η οποία περιελάμβανε μια συμμαχία με τον Πάπα, τον Γερμανό αυτοκράτορα και την Βενετία κατά των Νορμανδων. Θα διαταρασσόταν επισης και οι ειρηνικές του σχέσεις με τον Τούρκο σουλτάνο αφού ανακωχή είχε υπογραφθει μαζί του όποτε μια νεα σταυροφορία θα τον έκανε να επιτεθεί στα βυζαντινά εδάφη. Ο Κόνραντ έφυγε τον Μάιο του 1147μχ συνοδευόμενος από πολλούς Γερμανούς ευγενείς, βασιλιάδες της Πολωνίας, της Βοημίας και τον Φρειδερίκο της Σουηβιας. Τα απείθαρχα στράτευματα του δημιούργησαν ένταση στην Κωνσταντινούπολη ωστόσο ο Κόνραντ και ο Εμμανουηλ διατήρησαν καλες σχέσεις.
Ο Κόνραντ απορρίπτοντας την συμβουλή του Εμμανουηλ να ακολουθήσει την παράκτια διαδρομή από την Μικρά Ασία μετέφερε την κυρία δύναμη του πέρα από την Νικαια στην Ανατολή. Στις 25 Οκτωβρίου στο Δορυλαιο ο στρατός του Κόνραντ καταστράφηκε από τους Τούρκους με τον πρώτο μαζί με λίγους επιζώντες να υποχωρεί στην Νικαια. Ο Λουδοβίκος ο Ζ ´ ακολούθησε την χερσαία διαδρομή και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Οκτωβρίου. Μερικοί από τους θερμοκέφαλους οπαδους του όταν άκουσαν ότι ο Εμμανουηλ είχε συναψει ανακωχή με τους Τουρκους παρεξηγωντας εντελώς τα κίνητρα του τον κατηγόρησαν για προδοσία και παρότρυναν τον Γάλλο βασιλιά να ακολουθήσει τον βασιλιά Ροζέ στην επίθεση του κατά των βυζαντινών. Ο Λουδοβίκος ακολουθησε την γνώμη των συμβούλων του και συμφώνησε με τον αυτοκράτορα Εμμανουηλ να του δωσει
πίσω ο,τι κατακτήσει. Τον Νοέμβριο οι Γάλλοι έφτασαν στην Νικαια που έμαθαν για την ήττα του Κόνραντ. Αυτος και ο Λουδοβίκος ξεκίνησαν κατά μηκος της παράκτιας διαδρομης για να φτάσουν στην Έφεσο. Ο Κονραντ αρρώστησε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου ο Εμμανουηλ έστειλε γιατρούς και κατάφερε να αναρρώσει επιστρέφοντας τελικά στην Άκρα τον Απριλιο του 1148μχ. Οι προμήθειες των σταυροφόρων εξαντλήθηκαν με τους σταυροφόρους να επιτίθενται σε βυζαντινές πολεις ανεπιτυχώς. Ταυτόχρονα είχε χαθεί ένα μεγάλο κομμάτι του στρατού από τουρκικές επιθέσεις όταν έφτασε στην Αντιόχεια του Πρίγκιπα Ρευμοντ. Φτάνοντας εκεί έγινε αντιληπτό ότι η ανακατάληψη της Έδεσσας δεν ήταν πια εφικτή αφού τα στρατεύματα αυτά δε θα μπορούσαν να
αντιμετωπίσουν τον Νουρ Αλ Ντιν. Ο Ρευμοντ πρότεινε μια επίθεση στο Χαλεπι όμως ο Λουδοβίκος έφυγε κατευθείαν γι την Ιερουσαλήμ αναγκάζοντας τον να ακολουθήσει. Στην Ιερουσαλήμ όπου ο Κόνραντ είχε ήδη φτάσει δημιουργήθηκε ενας στρατός 50.000 ανδρών ο οποιος αποφασίστηκε να επιτεθεί στη Δαμασκό. Στις 28 Ιουλίου μετά από μια τετραήμερη πολιορκία ο στρατος έμεινε εκτεθειμμενος στον στρατό του Νουρ Αλ Ντιν που είχε έρθει σε βοήθεια του ηγεμόνα της Δαμασκου Ουνουρ και διατάχθηκε σε υποχωρηση. Ήταν μια ταπεινωτική αποτυχία. Ο Κόνραντ έφυγε για την Κωνσταντινούπολη όπου και συμμάχησε κατά των Νορμανδων και ο Λουδοβίκος κατηγόρησε το Βυζάντιο για την αποτυχία ζητώντας από τον Πάπα να γίνει σταυροφορία κατά του Βυζάντιο πράγμα που απορρίφθηκε.
Δεύτερη σταυροφορία
Τρίτη σταυροφορία
Κατά την διάρκεια των 25 ετών μετά την δεύτερη σταυροφορία το βασίλειο της Ιερουσαλήμ διοικούνταν από τους δυο πιο ικανούς ηγεμόνες τον Βαλδουινο τον Γ´ και τον Αμαλρικο τον Ά. Επίσης εκείνη την εποχή η Ιερουσαλήμ είχε γίνει υποτελής του Βυζαντίου με τον Εμμανουηλ Κομνηνό. Το 1153μχ ο βασιλιας Βαλδουινος κατέλαβε την Ασκαλον επεκτείνοντας το βασίλειο προς τα νότια. Η κατάληψη της Δαμασκού από τον Νουρ Αλ Ντιν ήταν ένα βημα πριν την πλήρη περικύκλωση των σταυροφορικων στρατών από μια μουσουλμανική δύναμη. Το 1187μχ ο χαλίφης της Αιγύπτου Σαλαντιν κατέστρεψε τους Φραγγους στη μάχη του Χατιν και μέχρι το τελους του 1187μχ ο πρωτος είχε καταλάβει την Ιερουσαλήμ. Ο Πάπας Γρηγόριος ο Ή κάλεσε νεα σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Τον σταυρο πήρε ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος και προγραμμάτισε
την συγκέντρωση του στρατού στο Ρεγκενσμπρουκ. Ο Φρειδερίκος δημιούργησε αναταραχές περνώντας από τα Βαλκάνια και αφού έφτασε στην Ανατόλια ήρθε σε σύγκρουση με τους Τούρκους τους οποίους και νίκησε στην μάχη του Φιλομελιωνα και στην του Ικονίου. Ενώ διέσχιζε τον ποταμό Σαλέφ στις 10 Ιουνίου του 1190μχ το άλογο του Φρειδερίκου γλίστρισε στο ποτάμι πνίγοντας τον. Μετά από αυτό μεγάλο μέρους του στρατού του επέστρεψε στην Γερμανία δια θαλασσης και ο γιος του αυτοκράτορα, Φρειδερικος της Σουηβιας οδηγησε τους υπόλοιπους άντρες στην Αντιόχεια. Εντωμεταξύ, ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, άρχισε να συγκεντρώνει στρατό για σταυροφορία και έφτασε στη Σικελια με σκοπό να φτάσει στην Ανατολή. Στο δρόμο προς την Εγγυς Ανατολή κατέκτησε την Κύπρο.
Στην Άκρα συγκεντρώθηκαν πολλά στρατεύματα για να αντιμετωπίσουν τον Σαλαντιν. Ο Ριχάρδος έφτασε εκεί στις 8 Ιουνιου του 1191μχ και άρχισε αμεσως να επιβλέπει την κατασκευή πολιορκητικων όπλων για την επίθεση στην πόλη που έπεσε στις 12 Ιουλίου. Μετά το γεγονός αυτό αποφάσισε να προχωρήσει στην πόλη της Γιαφα αφού ο ελεγχος της ήταν απαραίτητος για την επίθεση στην Ιερουσαλήμ . Ο Σαλαντιν, ωστόσο, επιτέθηκε στον στρατό του Ριχάρδου στο Αρσουφ με τον τελευταίο να απωθεί τον στρατό των μουσουλμάνων καταλαμβάνοντας ακολουθως την Γιαφα. Τον Νοέμβριο του 1191μχ ο στρατος των σταυροφόρων προχώρησε στην Ιερουσαλήμ ομως λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών αναγκάστηκε να επιστρέψει. Τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου ο στρατός της Αλαντιν επιτέθηκε αιφνίδια στην Γιαφα και την κατέλαβε.
Ο Ριχάρδος μόλις το πληροφορήθηκε διάταξε μια δύναμη 2000 ανδρών να επιτεθεί αιφνίδια δια θαλασσης. Τελικά πέτυχε την κατάληψη της πόλης και αντιστάθηκε στην απόπειρα επανακατάληψης της από τον Σαλαντιν τρέποντας τον σε φυγή . Στις 2 Σεπτεμβρίου ο τελευταίος αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη ειρηνης με τον Ριχάρδο ενώ ο ιδιος μετά από λίγο καιρό αναχώρησε για την Αγγλία. Έτσι, λοιπόν, ολοκληρώθηκαν οι τρεις σταυροφορίες.
Δ’ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ(1201-1204)
•
1 Τ Ο Ο'Π .Σ r t1ir)(· ο πάττι::ις: ιL α.;; Γ '
Π\"ΟU L' μ ς . Η pπ ι ι. - . 11Τ- ' u αρχ μάδι α· υπ.ο εrra μ οcλ. ο ομία: αιπ α πpω' Ι' α:δ · μ ι α ς _ Μ α: u θ
Η Άλωση Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν το αποτέλεσμα της πολιορκίας της απόρθητης βυζαντινής πρωτεύουσας, την οποία προστάτευε ο Αυτοκράτορας ΙΑ Παλαιολόγος αντιμαχόμενος του Σουλτάνου Μωάμεθ Β’ που ηγήθηκε των Τούρκων. Η πολιορκία κράτησε από τις 6 Απριλίου ως την Τρίτη 29 Μαΐου 1453.
Κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Το Βυζάντιο ήταν προ πολλού εξασθενημένο από τους τελευταίους αιώνες. Η Άλωση του 1204, η επανάκτηση της Πόλης το 1261 οι θρησκευτικές διαμάχες, η έλλειψη βοήθειας και οι κακές σχέσεις με την Δύση συνέβαλλαν όλα στην παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη. Τελικά όλα αυτά οδήγησαν στην Άλωση της Πόλης το 1453 και την ολοκληρωτική καταρροή της αυτοκρατορίας με την πτώση του Σαλμενίκου το 1461 και της Ηπείρου το 1479.
Αντιμαχόμενες πλευρές
Οθωμανοί Τούρκοι -Στρατηγός Μωάμεθ Β -100.000 άνδρες στρατό και 150 πλοία -70 κανόνια φτιαγμένα από έναν Ούγγρο μεταλλουργό -Εδαφικό πλεονέκτημα: το οθωμανικό σουλτανάτο είχε κερδίσει σημαντικές περιοχές από το Βυζάντιο, όπως η Καλλίπολη που έπεσε το 1354, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να περικυκλώσουν την Πόλη. -Ο Μωάμεθ ο Β αυτοαποκαλούνταν ο συνεχιστής της Ρωμαϊκής οικουμένης μετά την άλωση και έδωσε στον εαυτό και τους διαδόχους του τον τίτλο Kayser-i Rûm, δηλαδή Βασιλεύς των Ρωμαίων. Οι Έλληνες στην οθωμανική αυτοκρατορία θα κατείχαν τη «2η θέση», μετά τον λαό των Τούρκων.
Βυζάντιο -Καθοδηγητής Κων/νος Παλαιολόγος ΙΑ -7500 άνδρες στρατό και 25 πλοία -Είχαν ως πλεονέκτημα τα τείχη της πόλης, τα οποία ήταν γεμάτα με τάφρους
Χρώματα των Αντιμαχόμενων Ύστερα από την άλωση οι Τούρκοι έκλεψαν το σχέδιο του βυζαντινού λαβάρου και αντικατέστησαν τον κίτρινο σταυρό με τη μουσουλμανική ημισέληνο. Κανονικά, τα χρώματα των Ελλήνων τότε ήταν κυρίως κόκκινο και κίτρινο, ενώ τώρα είναι μπλε, και αντίστοιχα αρχικά το χρώμα των Τούρκων ήταν το πράσινο αλλά σταδιακά έγινε το κόκκινο.
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Μύθοι και θρύλοι για την Άλωση της Πόλης Το ημερολόγιο έγραφε 29 Μαΐου 1453 όταν η χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία έπεσε. Όσον αφορά την άλωση της Πόλης ο θρύλος λέει ότι ήταν «θέλημα Θεού». Από τότε το φρόνημα των Ελλήνων το κρατάνε ζωντανό ακριβώς αυτοί οι θρύλοι για την επανάκτησή της, οι οποίοι συντηρούν τις ελπίδες του έθνους επί αιώνες. Όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. «Πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι».
Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Ο λαοφιλέστερος θρύλος έχει να κάνει με τον τελευταίο αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Όταν αλώθηκε η Πόλη ο βασιλιάς κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα του ναού της Αγίας Σοφίας και παρέμεινε κρυμμένος εκεί. Το πτώμα του δε βρέθηκε ποτέ και πιστεύεται ότι Άγγελος Κυρίου το έκρυψε και το μαρμάρωσε. Όταν η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη τότε ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα ξυπνήσει.
Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ Την ώρα που οι Τούρκοι έμπαιναν στον ναό, ο παπάς διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από το ιερό. Σε εκείνο το σημείο υπήρχε μία πόρτα, η οποία ως δια μαγείας έγινε τοίχος που κανένας δεν κατάφερε να τον γκρεμίσει ως σήμερα. Όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει την ημιτελή λειτουργία.
Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ «Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει στην άμμο του Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη βυθού, θ ανέβει στην επιφάνεια όπως από χρυσό και από πάνω της ανεβαίνει ο δύτης. Θ’ αρμενίσει μόνη της κατά κρέμονταν 30 στέμματα των το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από ‘κει που αυτοκρατόρων. Σύμφωνα με την θ’ αράξει…» παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β’ καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος διέταξε να μεταφέρουν την Αγία Τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την Πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Τρία καράβια ενετικά ξεκίνησαν γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια αλλά το τρίτο από αυτά βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά. Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η Αγία Τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή και αναδύεται μια ευωδία.
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ Στην Ήπειρο ένα πουλί έφερε την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που πότιζαν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι. Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμού σταμάτησαν να κυλάνε και θα συνεχίσουν πάλι μόλις απελευθερωθεί η Πόλη.
ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ Κάποιος καλόγερος τηγάνιζε ψάρια κοντά στην όχθη ενός ποταμού όταν ένα πουλί μετέφερε το μήνυμα της άλωσης της Πόλης. Τότε ο καλόγερος σάστισε και τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδηξαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Όταν απελευθερωθεί η Πόλη τότε θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμά τους.
ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέλφια από την Κρήτη. Μετά την πτώση της εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Ο σουλτάνος, εντυπωσιασμένος από την παληκαριά τους, τους επέτρεψε να φύγουν με ασφάλεια και με ένα καράβι να επιστρέψουν στην Κρήτη. Εκείνοι, σκεπτόμενοι ότι πρέπει να παραμείνουν ζωντανοί για να ξαναπάρουν τη Πόλη από τους άπιστους, δέχτηκαν. Το πλοίο τους δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη αλλά περιπλανιέται αιώνια στο πέλαγος μέχρι την στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες.
Μαθητές που συνεργάστηκαν για το ιστορικό περιοδικό: Αποστόλου, Ασημακόπουλος, Βαλαβάνης, Βελισσαρίου, Γιαννακούρας, Δαρμή Διαθεσοπούλου, Ζάκκας, Ιωαννίδης, Κολλιπέτσα, Λεμονή, Μανώλη, Παούρης, Παπαμίχου, Πλατανιάς, Ροδινού, Σαλλή, Σαμουρίδης, Σαντς, Σκαλούμπακα, Σουβαλιώτη, Σπυρίδων, Τετράδη, Φιλόπουλος, Ψάλτης, Ψύρρας Αγλαμίση, Βουλαλάς, Βούτσικα, Γλωσσιώτη, Γρηάς, Θεοδωρίδου, Καναβού, Καξίρα, Κούτρα, Κρητικού, Μαστροκώστας, Μουστάκα, Μπεκρής, Μποναφάτσος, Ντέντες, Ξυγκάκης, Παπαβασιλείου, Παπανδρέου, Παπαστεφάνου, Πρεβεζάνου, Ρέκκα, Σφυρής, Τζιβολιά, Τσιαγκλή, Χατζηκάλφας Αναστασίου, Αργύρη, Βεστάρχη, Γιωργάκης, Δημητρακόπουλο, Κολοκοτρώνη, Κυριαζάκης, Λαγουμιτζής, Λειβαδάρας- Μαξούρας, Μαιχόσογλου Χρ και Γ, Μακρίδης, Μαραγκός, Μίχας, Μπουρίκου, Νάκου, Πέγκας, Πετρόγιαννου, Σαρίδη, Σκουτέλης, Χαντζής, Χατζόπουλος Ασημινάκης, σακαρούδη, Τσοπάνογλου Μάρκου Αγγ, Αθανασέα, Βαρβατσούλης, Βενετοπούλου, Γαβαθά, Γεωργάς, Κακαβίτσας, Κλείτσα Κρουκ, Λεβίδης, Λυμπεράτου, Μαλεσιάδας, Μητσέλλη, Μπέσιου, Παπαδόπουλος, Παπαθεοδώρου, Σαρρής, Σουπιάδη Αλ και Μ. Σπέντζος, Σταυριανάκη, Χαρτά Χαρτοφύλακας, Χριστοδούλου, Χρυσαειδής Υπεύθυνη καθηγήτρια: Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου
Search
Read the Text Version
- 1
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- 8
- 9
- 10
- 11
- 12
- 13
- 14
- 15
- 16
- 17
- 18
- 19
- 20
- 21
- 22
- 23
- 24
- 25
- 26
- 27
- 28
- 29
- 30
- 31
- 32
- 33
- 34
- 35
- 36
- 37
- 38
- 39
- 40
- 41
- 42
- 43
- 44
- 45
- 46
- 47
- 48
- 49
- 50
- 51
- 52
- 53
- 54
- 55
- 56
- 57
- 58
- 59
- 60
- 61
- 62
- 63
- 64
- 65
- 66
- 67
- 68
- 69
- 70
- 71
- 72
- 73
- 74
- 75
- 76
- 77
- 78
- 79
- 80
- 81
- 82
- 83
- 84
- 85
- 86
- 87
- 88
- 89
- 90
- 91
- 92
- 93
- 94
- 95
- 96
- 97
- 98
- 99
- 100
- 101
- 102
- 103
- 104
- 105
- 106
- 107
- 108
- 109
- 110
- 111
- 112
- 113
- 114
- 115
- 116
- 117
- 118
- 119
- 120
- 121
- 122
- 123
- 124
- 125
- 126
- 127
- 128
- 129
- 130
- 131
- 132
- 133
- 134
- 135
- 136
- 137
- 138
- 139
- 140
- 141
- 142
- 143
- 144
- 145
- 146
- 147
- 148
- 149
- 150
- 151
- 152
- 153
- 154
- 155
- 156
- 157
- 158
- 159
- 160
- 161
- 162
- 163
- 164
- 165
- 166
- 167
- 168
- 169
- 170
- 171
- 172
- 173
- 174
- 175
- 176
- 177
- 178
- 179
- 180
- 181
- 182
- 183
- 184
- 185
- 186
- 187
- 188
- 189
- 190
- 191
- 192
- 193
- 194
- 195
- 196
- 197
- 198
- 199