1 5 4 China Mihville «Μπόρλου, το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Σιέντρ είχε μόλις μάθει για το τετ α τετ της προηγούμενης μέρας, είχε σοκαριστεί όταν ανα κάλυψε ότι αναφέρθηκε τ’ όνομά του και τηλεφώνησε εκτός εαυτοΰ για να απειλήσει με διάφορες κυρώσεις εναντίον σου για συκοφαντία, αν αναφερθεί ξανά τ’όνομά του σε συζητήσεις τέτοιου περιεχομένου. Δεν ξέρω και ούτε θέλω να μάθω τι σε οδήγησε σε αυτή την αδιέξοδη έρευνα, αλλά ίσως θα πρέπει να αναρωτηθείς κατά πόσο είναι πραγ ματικά τυχαίες διάφορες συμπτώσεις, Μπόρλου. Το ίδιο πρωινό, λί γες ώρες μετά την απίστευτα εποικοδομητική δημόσια αντιπαράθεσή σου με τους πατριώτες, εμq)αvίστηκαv αυτά τα στοιχεία και ανακλή θηκε η Παράβαση. Και όχι, δεν έχω ιδέα τι μπορεί να σημαίνει αυτό, όμως είναι μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση, δεν νομίζεις;» «Μη ΡΩΤΑΣ ΕΜΕΝΑ, ΜΠΟΡΛΟΥ» είπε η Τάσκιν όταν της τηλεφώνησα. «Δεν ξέρω. Μόλις το έμαθα κι εγώ. Τα μόνα που ακούω είναι διάφο ρες φήμες. Ο Νισέμου δεν είναι ευχαριστημένος με την εξέλιξη, ο Μπουριτς είναι εκνευρισμένος, η Κατρίνια μπερδεμένη και ο Σιέντρ κατευχαριστημένος. Αυτό ακουγεται. Ποιος διέρρευσε τι, ποιος κο ντράρει ποιον, δεν ξέρω. Λυπάμαι.» Της ζήτησα να έχει το νου της μήπως ακούσει κάτι. Είχα δυο μέρες για να προετοιμαστώ. Ο Γκάντλεμ είχε προωθήσει τα στοιχεία μου στα αρμόδια τμήματα της Μπεσέλ και σε κάποιον ομόλογό μας στην Ουλ Κόμα, που θα ήταν ο σύνδεσμός μου. «Και απάντα τα αναθεμα τισμένα τα μηνυματά σου» μου είπε. Θα κανόνιζαν την άδεια εισόδου μου καθώς και το προπαρασκευαστικό σεμινάριο. Επέστρεψα στο σπίτι και διάλεξα ρούχα, έβαλα την παλιά μου βαλίτσα πάνω στο κρε βάτι και κατέβασα ορισμένα βιβλία από τη βιβλιοθήκη. Έ να από αυ τά ήταν φρέσκο απόκτημα. Το είχα παραλάβει μέσω ταχυδρομείου το πρωί και είχα πληρώσει παραπάνω για να μου το στείλουν κατευ θείαν. Το είχα παραγγείλει στο διαδίκτυο από έναν υπερσΰνδεσμο του fracturedcity.org. Το αντίτυπο του Ανάμεσα στην Πόλη και την Πόλη που μου είχαν στείλει ήταν παλιό και φθαρμένο. Ή ταν ακέραιο αλλά το εξώφυλλο
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 155 ήταν διπλωμένο προς τα πίσω, οι σελίδες του γεμάτες κηλίδες και ήταν γεμάτο σχόλια από δυο τουλάχιστον διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες. Είχα καταβάλει ένα εξωφρενικό αντίτιμο, παρά τις ατέλειες που είχε, γιατί ήταν παράνομο στην Μπεσέλ. Δεν διακιν δύνευα και πολύ προσθέτοντας τ’ όνομά μου στη λίστα των αποδε κτών. Ή ταν εύκολο για μένα να εξακριβώσω ότι το βιβλίο θεωρού νταν, στην Μπεσέλ τουλάχιστον, περισσότερο ένα ντροπιαστικό πισωγυρισμα παρά κάτι επικίνδυνο και στασιαστικό. Το ίδιο ίσχυε και για την πλειοψηφία των παράνομων βιβλίων στην πόλη. Η επι βολή κυρώσεων ήταν σπάνια και οι λογοκριτές δεν ενδιαφέρονταν και πολύ. Είχε εκδοθεί από έναν αναρχοχίπικο εκδοτικό οίκο που είχε κλεί σει εδώ και καιρό, αν και κρίνοντας από το ύφος των εισαγωγικών σελίδων ήταν περισσότερο στεγνό απ’ ό,τι άφηνε να εννοηθεί το φα- νταχτερό του εξώφυλλο. Οι λέξεις ήταν τυπωμένες κυματιστά στις σελίδες. Δεν υπήρχε κατάλογος περιεχομένων και αυτό με έκανε να αναστενάξω. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και τηλεφώνησα στις δυο γυναίκες που έβλεπα για να τους πω ότι θα πήγαινα στην Ουλ Κόμα. Η Μπιζάγια, η αρθρογράφος, μου είπε: «Ωραία, μην ξεχάσεις να επισκεφτείς την γκαλερί Μπρουνάι. Υπάρχει και μια έκθεση του Κουνέλλη*. Πάρε μου μια κάρτα.» Η Σαρίσκα, η ιστορικός, έδειξε να ξαφνιά ζεται περισσότερο και να στενοχωριέται που μπορεί να έλειπα για αρκετό καιρό. «Έχεις διαβάσει το Ανάμεσα στην Πόλη και την Πόλη;» τη ρώτησα. «Βέβαια, όταν ήμουν φοιτήτρια. Το εξώφυλλο που είχε για καμου- φλάζ ήταν 0 Πλούτος των Εθνών. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 μπορούσες να βρεις απαγορευμένα βιβλία να πωλουνται κρυμμένα κάτω από εξώφυλλα άλλων, νόμιμων. Γιατί ρωτάς;» «Πώς σου είχε φανεί;» «Εκείνη την εποχή μου είχε φανεί καταπληκτικό. Συν του ότι ήμουν Γιάννης Κουνέλλης, Έλληνας καλλιτέχνης (Σ.Τ.Μ.).
156 China Mieville απίστευτα θαρραλέα που το διάβαζα. Αργότερα το θεώρησα γελοίο. Περνάς επιτέλους την εφηβεία, Τίαντορ;» «Ίσως. Δεν με καταλαβαίνει κανένας. Δεν ζήτησα να γεννηθώ.» Δεν θυμόταν συγκεκριμένα πράγματα από το βιβλίο. «Δεν μπορώ να το πιστέψω» είπε η Κόργουι όταν της τηλεφώνησα και της είπα τα νέα. Το επαναλάμβανε συνεχώς. «Το ξέρω. Αυτό είπα κι εγώ στον Γκάντλεμ.» «Με βγάζουν απ’την υπόθεση;» «Δεν ξέρω ποιους εννοείς, αλλά δυστυχώς, ναι, δεν μπορείς να έρθεις.» «Αρα αυτό ήταν; Σταματάω, έτσι απλά;» «Λυπάμαι.» «Να πάρει ο διάολος. Το ερώτημα» είπε υστέρα από ένα λεπτό όπου δεν μιλούσε κανείς μας, απλά ακούγαμε τη σιωπή και την αναπνοή ο ένας του άλλου σαν ερωτευμένοι έφηβοι «είναι ποιος θα ήθελε να αποκαλυφθούν αυτά τα στοιχεία. Ό χι, το ερώτημα είναι πώς ήρθαν στα χέρια τους αυτά τα στοιχεία. Γιατί; Πόσες γαμημένες ώρες κατα γραφής υπάρχουν, πόσες κάμερες; Από πότε έχουν το χρόνο να κά τσουν και να τις δουν όλες; Και γιατί αυτή τη συγκεκριμένη φορά;» «Δεν πρέπει να φύγω κατευθείαν. Και σκεφτόμουν... Το σεμινάριό μου είναι μεθαύριο...» «Και;» «Σκεφτόμουν.» «Τι;» «Με συγχωρείς, απλά το σκεφτόμουν λιγάκι. Αυτά τα στοιχεία που μας ήρθαν σαν χαστούκι από το πουθενά. Θέλεις να κάνεις μια τε λευταία μικρή έρευνα; Μερικά τηλεφωνήματα και κάνα δυο επισκέ ψεις. Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που θέλω να ξεκαθαρίσω πριν ετοι μαστεί η βίζα μου και τα διάφορα. Σκεφτόμουν το φορτηγάκι που ταξίδεψε σε ξένα μέρη. Θα μπορούσες να μπλέξεις με αυτό που σου ζητάω.» Το τελευταίο το είπα αστειευόμενος, σαν να ήταν κάτι ελκυ στικό. «Φυσικά, δεν είσαι πια στην υπόθεση, άρα θα είναι κάπως παράνομο.» Αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 157 Μπορούσα να δικαιολογήσω οτιδήποτε έκανε. Εγώ μπορεί να έμπλε κα, εκείνη όμως όχι. «Διάολε, αν είναι έτσι, συμφωνώ» είπε εκείνη. «Αν δεν σου δίνουν άδεια για κάτι, τότε ο μόνος τρόπος που μπορείς να το κάνεις είναι χωρίς άδεια.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΚΑ «ΝΑΙ;» Ο Μίκιαελ Κούρους με κοίταξε προσεκτικά πίσω από την πόρ τα που οδηγούσε στο άθλιο γραφείο του. «Επιθεωρητή, εσύ είσαι; Τι... τι συμβαίνει;» «Κύριε Κούρους. Έ να μικρό ζήτημα.» «Άφησέ μας να μπούμε, κύριε Κούρους» είπε η Κόργουι. Εκείνος άνοιξε περισσότερο την πόρτα για να μπορέσει να τη δει, αναστέναξε και μας άνοιξε. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» Έσφιγγε και ξέσφιγγε τα χέρια του. «Πώς τα πας χωρίς το φορτηγάκι;» ρώτησε η Κόργουι. «Δυσκολεύομαι πολύ, αλλά με βοηθάει ένας φίλος.» «Καλοσύνη του.» «Βέβαια» είπε ο Κούρους. «Πότε έβγαλες βίζα ΟΠΙ για το φορτηγάκι σου, κύριε Κούρους;» είπα. «Δεν, τι, τι;» είπε. «Δεν, εγώ δεν-» «Είναι πολύ ενδιαφέρον που κομπιάζεις έτσι» είπα. Η αντίδρασή του επιβεβαίωσε τις σκέψεις μου. «Δεν είσαι τόσο ανόητος ώστε να το αρνηθείς κατηγορηματικά, γιατί, όπως γνωρίζεις, όλες οι άδειες κα ταγράφονται. Από την άλλη, τι σε ρωτάμε; Και γιατί δεν μας δίνεις μια απλή απάντηση; Τι πρόβλημα υπάρχει με αυτή την ερώτηση;» «Μπορείς, σε παρακαλώ, να μας δείξεις την άδειά σου, κύριε Κού ρους;» Κοίταξε την Κόργουι για αρκετά δευτερόλεπτα. «Δεν την έχω εδώ. Την έχω στο σπίτι μου. Ή -»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 159 «Δεν μπορούμε να τη δούμε λοιπόν;» είπα. «Λες ψέματα. Αυτή ήταν μια τελευταία μικρή ευκαιρία που σου δώσαμε, με μεγάλη γενναιοδωρία, κι εσύ την πέταξες στα σκουπίδια. Δεν έχεις την άδειά σου. Τη βίζα Οδηγού Πιστοποιημένης Ικανότητας πολλα πλής χρήσης εισόδου-εξόδου από και προς την Ουλ Κόμα. Σωστά; Και δεν την έχεις γιατί σου την έκλεψαν. Σου την έκλεψαν όταν σου έκλεψαν και το φορτηγάκι. Βασικά, η άδεια βρισκόταν μέσα στο φορτηγάκι σου όταν σου το έκλεψαν, όπως επίσης και ο παλιός οδικός χάρτης σου.» «Ακουστέ» είπε «σας έχω πει, δεν ήμουν εκεί, δεν έχω οδικό χάρτη, έχω GPS στο κινητό μου. Δεν ξέρω τίποτα για-» «Αυτό δεν είναι αλήθεια, είναι αλήθεια όμως ότι το άλλοθι σου στέκει. Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν πιστεύουμε ότι διέπραξες εσυ το φόνο, ούτε καν ότι εσυ ξεφορτώθηκες το πτώμα. Δεν είναι αυτοί οι λόγοι που έχουμε εκνευριστεί.» «Το πρόβλημά μας» είπε η Κόργουι «είναι ότι δεν μας είπες ποτέ για την άδεια. Το ερώτημα είναι ποιος την πήρε και τι σου έδωσε ως αντάλλαγμα.» Το πρόσωπό του άλλαξε χρώμα. «Ω, Θεέ μου» είπε. Ανοιγόκλεισε το στόμα του μερικές φορές κι έκατσε βαριά στην καρέκλα. «Ω, Θεέ μου, μια στιγμή. Δεν είχα καμία σχέση με τίποτα απ’ ό,τι έγινε, δεν πήρα τίποτα...» Είχα παρακολουθήσει πολλές φορές τη βιντεοσκόπηση από την κάμερα κλειστού κυκλώματος. Το φορτηγάκι είχε περάσει από τη φρουρουμενη επίσημη δίοδο του Μεγάρου Ζεύξης χωρίς την παραμι κρή ένδειξη δισταγμού. Αν ο οδηγός δεν έκανε παραβίαση περνώντας από κάποιον αλληλοπλεγμένο δρόμο ή δεν άλλαζε τις πινακίδες του για να ταιριάζουν με κάποια πλαστή άδεια, τότε θα έπρεπε να δείξει στους συνοριοφύλακες έγγραφα διέλευσης που δεν θα προκαλούσαν υποψίες. Υπήρχε ένας συγκεκριμένος τύπος άδειας που απλοποιούσε και επέσπευδε τις διαδικασίες της διέλευσης. «Μήπως χρωστούσες χάρη σε κάποιον;» είπα. «Σου έκαναν μια προσφορά που δεν μπορούσες να αρνηθείς; Σε εκβίασαν; Άφησες τα
1 6 0 China Mieville χαρτιά στο ντουλαπάκι του συνοδηγου. Ό σο λιγότερα ήξερες, τόσο το καλύτερο για κείνους.» «Για ποιον άλλο λόγο θα απέφευγες να μας πεις ότι είχες χάσει τα χαρτιά σου;» είπε η Κόργουι. «Μία και μοναδική ευκαιρία» είπα. «Τι έχεις να πεις λοιπόν;» «Ω, Θεέ μου, ακουστέ με.» Ο Κουρους κοίταξε γύρω του απεγνω σμένα. «Σας παρακαλώ, ακουστέ με. Ξέρω πως δεν έπρεπε να αφήσω τα χαρτιά στο φορτηγάκι. Πάντα τα παίρνω, σας δίνω το λόγο μου, σας το ορκίζομαι. Τα ξέχασα μία και μοναδική φορά, και τυχαίνει να είναι τότε που μου έκλεψαν το φορτηγάκι.» «Γι’ αυτό και δεν ανέφερες την κλοπή, έτσι δεν είναι;» είπα. «Δεν μας ανέφερες την κλοπή, γιατί ήξερες ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να μας πεις και για τα χαρτιά, και απλά ήλπιζες ότι το όλο θέμα θα περνούσε απαρατήρητο.» «Ω, Θεέ μου.» Είναι σχετικά εύκολο να διακρίνει κάποιος τα αυτοκίνητα της Ουλ Κόμα που έχουν περάσει νόμιμα στην Μπεσέλ από τις πινακίδες τους, τα αυτοκόλλητα στα παράθυρα και το μοντέρνο τους σχεδίασμά. Το ίδιο ισχύει και για τα αυτοκίνητα της Μπεσέλ που έχουν περάσει στην Ουλ Κόμα, τα οποία αναγνωρίζονται από τις άδειες και τον παλιομο δίτικο, κατά τους γείτονές μας, σχεδίασμά τους. Οι άδειες οχημάτων, και ιδιαίτερα η πολλαπλής εισόδου ΟΠΙ, δεν είναι ούτε φτηνές ούτε εύκολο να αποκτηθούν και παραχωρουνται υπό συγκεκριμένες συν θήκες και κανονισμούς ασφαλείας. Ένας από αυτους τους κανονι σμούς είναι να μην αφήνονται ποτέ αφύλακτες στο όχημα για το οποίο έχουν εκδοθεί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνουμε το λα θρεμπόριο ευκολότερο απ’ όσο ήδη είναι. Ή ταν βέβαια σχετικά συ νηθισμένο να τις ξεχνάνε στο ντουλαπάκι ή κάτω από το κάθισμα ή να αφήνονται επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν για κάποια παράνο μη δραστηριότητα. Ο Κουρους γνώριζε ότι αντιμετώπιζε, στην καλύ τερη περίπτωση, ένα τσουχτερό πρόστιμο και τη μόνιμη ανάκληση του δικαιώματος του να μεταβαίνει στην Ουλ Κόμα. «Σε ποιον έδωσες το φορτηγάκι σου, Μίκιαελ;»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 161 «Σου ορκίζομαι στο Θεό, επιθεωρητή, δεν το έδωσα σε κανέναν. Δεν ξέρω ποιος το πήρε. Αλήθεια δεν ξέρω.» «Λες ότι ήταν μια τρομερή σύμπτωσή Ό τι κάποιος που ήθελε να φορτώσει ένα πτώμα από την Ουλ Κόμα απλά έτυχε να κλέψει ένα φορτηγάκι που είχε την άδεια διέλευσης να τον περιμένει μέσα στο ντουλαπάκι; Πολύ βολικό.» «Στη ζωή μου, επιθεωρητή, δεν ξέρω. Ίσως αυτός που βούτηξε το φορτηγάκι να βρήκε την άδεια και να την πούλησε σε κάποιον άλλο...» «Βρήκε κάποιον που χρειαζόταν άδεια διέλευσης την ίδια νύχτα που το έκλεψε; Πρέπει να είναι ο πιο τυχερός κλέφτης όλων των εποχών.» Ο Κούρους κατέρρευσε. «Σας παρακαλώ» είπε. «Ψάξτε τους τραπεζι κούς μου λογαριασμούς. Ψάξτε το πορτοφόλι μου. Κανένας δεν μου έδω σε τίποτα. Από τότε που μου έκλεψαν το φορτηγάκι δεν έχω καταφέρει να κάνω τίποτα, δεν έχω κάνει ούτε μια δουλειά. Δεν ξέρω τι να κάνω...» «Θα βάλω τα κλάματα» είπε η Κόργουι. Την κοίταξε καταρρακω μένος. «Στη ζωή μου» είπε. «Ψάξαμε το μητρώο σου, Μίκιαελ» είπα. «Δεν εννοώ το ποινικό σου μητρώο, αυτό το κοιτάξαμε την προηγούμενη φορά. Εννοώ το μη τρώο σου στη συνοριοφυλακή της Μπεσέλ. Σου έγινε τυχαίος έλεγχος μερικούς μήνες αφού έβγαλες την άδειά σου. Πριν από λίγα χρόνια. Είδαμε καταγραφές Πρώτης Παρατήρησης σε αρκετά παραπτώμα τα, αλλά το σοβαρότερο όλων ήταν ότι είχες ξεχάσει την άδειά σου στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Είχες αυτοκίνητο τότε, έτσι δεν εί ναι; Πώς τα κατάφερες και ξεγλίστρησες; Εκπλήσσομαι που δεν ακύ ρωσαν την άδειά σου επιτόπου.» «Πρώτο παράπτωμα» είπε εκείνος. «Τους ικέτεψα. Ένας από τους τύπους που το ανακάλυψαν είπε ότι θα μίλαγε με έναν φίλο του και θα κανόνιζε να μετατραπεί σε επίσημη προειδοποίηση.» «Τον δωροδόκησες;» «Βέβαια. Εννοώ, του έδωσα κάτι. Δεν θυμάμαι το ποσό.» «Και γιατί όχι; Θέλω να πω, έτσι δεν πήρες και την άδεια; Αλλά γιατί να μπεις στον κόπο;»
162 China M ieville Μακρά σιωπή. Οι άδειες οχημάτων ΟΠΙ προορίζονται ως επί το πλείστον για επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους υπαλλή λους απ’ ό,τι το άθλιο δείγμα εμπορικής επιχείρησης που είχε ο Κού ρους, δεν είναι όμως ασυνήθιστο οι μικρέμποροι να σπρώχνουν τις αιτήσεις τους χρησιμοποιώντας μερικά δολάρια - καθώς τα μάρκα της Μπες είναι δύσκολο να συγκινήσουν τους μεσάζοντες της Μπεσέλ ή τους υπαλλήλους έκδοσης αδειών της πρεσβείας της Ουλ Κόμα. «Σε περίπτωση» είπε ανέλπιδα «που χρειαζόμουν βοήθεια για να φέρω πράγματα. Ο ανιψιός μου έχει περάσει την εκπαίδευση, το ίδιο και κάποιοι φίλοι, θα μπορούσαν να το οδηγήσουν, να με βοηθήσουν. Ποτέ δεν ξέρεις.» «Επιθεωρητή;» Η Κόργουι με κοίταζε. Συνειδητοποίησα ότι το είχε επαναλάβει πάνω από μια φορά. «Επιθεωρητή;» Έ ριξε μια γρήγορη ματιά οτον Κούρους, Τι κάνουμε; «Συγγνώμη» της είπα. «Απλά σκεφτόμουν.» Της έκανα νόημα να με ακολουθήσει στην άκρη του δωματίου, προειδοποιώντας με το δάχτυ λό μου προτεταμένο τον Κουρους να μείνει εκεί που ήταν. «Θα τον πάω μέσα» είπα χαμηλόφωνα «όμως κάτι δεν... κοίταξε' τον. Έχω μια ιδέα. Άκου, θέλω να ψάξεις να βρεις κάποια πράγματα. Ό σο πιο γρήγορα μπορείς, γιατί αύριο θα πρέπει να πάω σε κείνο το αναθεματισμένο το σεμινάριο, άρα νομίζω πως η σημερινή νύχτα θα είναι μεγάλη. Μπορείς να το κάνεις; Αυτό που θέλω είναι μια λίστα με όλα τα φορτηγάκια που αναφέρθηκαν ως κλεμμένα στην Μπεσέλ εκείνη τη νύχτα, και θέλω να μάθω τι ακριβώς συνέβη στην κάθε πε ρίπτωση.» «Όλα τα φορτηγάκια...;» «Μην πανικοβάλλεσαι. Τα οχήματα θα είναι πολλά, περιορίσου μόνο στα φορτηγάκια αυτού του μεγέθους και μόνο για εκείνη τη νύ χτα. Βρες μου ό,τι μπορείς για το καθένα από αυτά, καθώς και κάθε σχετικό έγγραφο, εντάξει; Το συντομότερο δυνατόν.» «Κι εσύ τι θα κάνεις;» «Θα δω αν μπορώ να κάνω αυτό το άθλιο υποκείμενο να πει την αλήθεια.»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 163 *** Η ΚΟΡΓΟΥΙ, μέσω κ ολα κ εία ς, π ειθ ο ύ ς κ α ι κ α λή ς γνώ σ ης υ π ο λ ο γ ι στών, κατόρθωσε να πάρει στα χέρια της τις πληροφορίες μέσα σε λίγες ώρες. Για να μπορέσεις να κάνεις κάτι τέτοιο τόσο γρήγορα, επιταχύνοντας τα υπηρεσιακά γρανάζια, σημαίνει ότι ξέρεις από τε λετές βουντού. Τις πρώτες δυο ώρες που εκείνη έψαχνε διάφορα πράγματα, κάθισα με τον Κούρους σε ένα κελί και τον ρώτησα με διάφορους τρόπους και χρησιμοποιώντας ένα πλήθος διαφορετικών διατυπώσεων Ποιος πήρε το φορτηγάκι σου; και Ποιος πήρε την άδειά σου; Κλαψούριζε και ζητούσε το δικηγόρο του, ο οποίος, όπως του είπα, θα ερχόταν σύντομα. Δυο φορές προσπάθησε να θυμώσει, αλλά την περισσότερη ώρα επαναλάμ βανε ότι δεν ήξερε τίποτα και ότι δεν είχε δηλώσει τις κλοπές -χαρτιά και φορτηγάκι- γιατί είχε φοβηθεί πως θα έμπλεκε άσχημα. «Ιδίως γιατί με έχουν ήδη προειδοποιήσει μία φορά, καταλαβαίνεις τι εννοώ;» Αφού τελείωσε η εργάσιμη μέρα, καθίσαμε με την Κόργουι στο γραφείο μου για να δούμε τι είχε γίνει. Θα ήταν, όπως της ξαναείπα, μια μεγάλη νύχτα. «Με τι κατηγορίες κρατάμε τον Κούρους;» «Στο παρόν στάδιο για Ακατάλληλη Φύλαξη Αδειας και Παράλει ψη Αναφοράς Εγκλήματος. Ανάλογα με το τι θα ανακαλύψουμε το βράδυ, μπορεί να προστεθεί και Συνωμοσία σε Δολοφονία, όμως έχω ένα προαίσθημα...» «Δεν πιστεύεις ότι είναι ανακατεμένος, έτσι δεν είναι;» «Δεν θα τον έλεγες και εγκληματική ευφυΐα, δεν νομίζεις;» «Δεν λέω ότι το σχεδίασε αυτός, αφεντικό. Τσως να μην ξέρει και τίποτα. Για το συγκεκριμένο συμβάν. Δεν πιστεύεις όμως ότι ξέρει ποιος του πήρε το φορτηγάκι; Ή ότι επρόκειτο να κάνουν κάτι;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Δεν είδες πώς έκανε.» Έβγαλα την κασέτα της ανάκρισης από την τσέπη μου. «Αν έχουμε λίγο χρόνο, βάλε να την ακούσεις.» Χρησιμοποιούσε τον υπολογιστή μου για να φορτώσει τις πληρο φορίες που είχαμε σε φύλλα εργασίας. Μετέτρεπε τις ιδέες που μουρ-
164 China Mieville μουριζα με ασάφεια σε διαγράμματα. «Αυτό λέγεται “εξόρυξη δεδομέ νων”.» Είπε τις τελευταίες λέξεις στα αγγλικά. «Ποιος από τους δυο μας είναι το καναρίνι του ορυχείου*;» είπα. Δεν απάντησε. Συνέχισε να πληκτρολογεί και να πίνει βαρύ καφέ «φτιαγμένο όπως πρέπει» και να μουρμουρίζει παράπονα για το λογι σμικό του υπολογκπή μου. «Εδώ είναι ό,τι έχουμε.» Ή ταν περασμένες δυο. Εξακολουθούσα να κοιτάζω τη νύχτα της Μπεοέλ έξω από το παράθυρο του γραφείου μου. Η Κόργουι ξεχώρισε τα χαρτιά που είχε εκτυπώσει. Έξω από το πα ράθυρο ακουγονταν εξασθενημένοι ήχοι από κορναρίσματα και μα κρινός θόρυβος αυτοκινήτων. Μετακινήθηκα στην καρέκλα μου, θέλο ντας να πάω για κατούρημα από τη σόδα με καφεΐνη που είχα πιει. «Συνολικός αριθμός από φορτηγάκια που αναφέρθηκαν κλεμμένα εκείνη τη νύχτα, δεκατρία.» Διέτρεξε το χαρτί με το ακροδάχιυλό της. «Τρία από τα οποία βρέθηκαν καμένα ή με κάποιον τρόπο βανδαλι- σμένα.» «Τα έκλεψαν για να κάνουν το κέφι τους.» «Ακριβοΐς. Άρα μας μένουν δέκα.» «Πότε αναφέρθηκε η κλοπή τους;» «Όλα εκτός από τρία, συμπεριλαμβανομένου του λεβέντη στο κελί μας, είχαν αναφερθεί μέχρι το τέλος της επόμενης μέρας.» «Ωραία. Τώρα που είναι αυτό που λέει... πόσα από αυτά τα φορ τηγάκια έχουν άδειες διέλευσης στην Ουλ Κόμα.» Έπιασε ένα άλλο φΰλλο στα χέρια της. «Τρία.» «Πολλά μου φαίνονται. Τρία στα δεκατρία;» «Είναι πολύ περισσότερες οι άδειες για φορτηγάκια απ’ ό,τι για τα οχήματα στο σύνολό τους, λόγω των διαφόρων εισαγωγών-εξαγωγών για τις οποίες χρησιμοποιούνται.» «Και πάλι όμως. Ποια είναι τα ποσοστά των πόλεων συγκεντρωτικά;» * Οι ανθρακωρύχοι συνήθιζαν να έχουν μαζί τους στα ορυχεία ένα καναρίνι. Όταν εκείνο πέθαινε, καταλάβαιναν ότι υπήρχαν δηλητηριώδη αέρια (Σ.τ.Μ.).
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 165 «Από τι; Από φορτηγάκια με άδειες; Δεν μπορώ να τα βρω» είπε αφοΰ πληκτρολόγησε κάτι και κοίταξε για λίγο την οθόνη. «Είμαι σί γουρη πως υπάρχει κάποιος τρόπος να τα μάθουμε, αλλά δεν μπορώ να βρω πώς γίνεται.» «Εντάξει, αν μας μείνει χρόνος, θα το ψάξουμε. Βάζω στοίχημα όμως πως είναι λιγότερο από τρία στα δεκατρία.» «Ίσως... πράγματι, το ποσοστό ακούγεται υψηλό.» «Εντάξει, ας δοκιμάσουμε κάτι άλλο. Από αυτά τα τρία με τις άδειες που κλάπηκαν, πόσοι ιδιοκτήτες έχουν προηγούμενες προειδο ποιήσεις για παραβίαση κανονισμού;» Κοίταξε στα χαρτιά της και μετά εμένα. «Και οι τρεις. Σκατά. Και οι τρεις για ακατάλληλη φύλα ξη. Σκατά.» «Ακριβώς. Αυτό δεν μπορεί να είναι σύμπτωση, έτσι δεν είναι; Του λάχιστον από σιατιστικής πλευράς. Τι συνέβη στα άλλα δυο;» «Ήταν... Περίμενε λίγο. Ανήκαν στον Γκορτζ Φέντερ και στη Σά λια Αν Μαχμουντ. Βρέθηκαν το επόμενο πρωί. Παρατημένα.» «Έλειπε τίποτα;» «Ήταν λίγο χτυπημένα, κάποιες κασέτες, μερικά ψιλά από το φορ τηγάκι του Φέντερ, ένα ipod από το φορτηγάκι της Μαχμουντ.» «Για να δω τις ώρες - υπάρχει μήπως κάποιος τρόπος να δούμε με ποια σειρά κλάπηκαν; Ξέρουμε αν οι άλλοι δυο έχουν ακόμα τις άδειές τους;» «Δεν την έχουμε αυτή την πληροφορία, αλλά μπορούμε να το μά θουμε αΰριο.» «Δες το αν μπορείς. Αν και βάζω στοίχημα ότι τις έχουν. Από ποιες περιοχές κλάπηκαν τα φορτηγάκια;» «Από τη Γιουσλάβτζια, από το Μπροβ Προζ και του Κουρους από το Μασλίν.» «Και που βρέθηκαν;» «Του Φέντερ στο... Μπροβ Προζ. Χριστέ μου. Της Μαχμουντ στο Μασλίν. Σκατά. Λίγο πριν την Πρόσπεκ Στρας.» «Τέσσερα στενά από το γραφείο του Κουρους.» «Σκατά.» Έκατσε πιο αναπαυτικά. «Εξήγησέ το μου, αφεντικό.»
166 ChinaMieville «Από τα τρία φορτηγάκια που κλάπηκαν εκείνη τη νύχτα και είχαν βίζες, όλα τους είχαν καταγεγραμμένο το παράπτωμα εγκατάλειψης άδειας στο ντουλαπάκι του συνοδηγου.» «Ο κλέφτης ήξερε;» «Κάποιος είχε βγει για κυνήγι βίζας. Κάποιος με πρόσβαση στα μητρώα της συνοριοφυλακής. Χρειάζονταν ένα όχημα για να περά σουν από το Μέγαρο Ζεύξης. Ή ξεραν ποιοι είχαν τη συνήθεια να ξε χνάνε τα χαρτιά στο ντουλαπάκι. Πρόσεξε τις περιοχές.» Σχέδιασα στα γρήγορα έναν πρόχειρο χάρτη της Μπεσέλ. «Πρώτα έκλεψαν του Φέντερ, αλλά, για καλό του κυρίου Φέντερ, αυτός και το προσωπικό του πήραν το μάθημά τους και παίρνουν τα χαρτιά μαζί τους. Ό ταν οι κλέφτες μας το συνειδητοποιούν, χρησιμοποιούν το φορτηγάκι για να έρθουν εδώ, κοντά στο σημείο που η Μαχμουντ παρκάρει το δικό της. Το παραβιάζουν και το παίρνουν γρήγορα, αλλά διαπιστώνουν ότι και η κυρία Μαχμουντ κρατάει πλέον τα χαρτιά στο γραφείο της. Αφού το κάνουν να φαίνεται σαν ληστεία, το παρατάνε κοντά στο επόμενο που βρίσκεται στη λίστα τους και συνεχίζουν κατά τον ίδιο τρόπο.» «Και το επόμενο ήταν του Κουρους.» «Και κείνος έχει παραμείνει συνεπής στις παλιότερες συνήθειές του και έχει αφήσει την άδειά του στο φορτηγάκι. Άρα βρήκαν αυτό που ήθελαν και έφυγαν κατευθείαν για το Μέγαρο Ζεύξης και την Ουλ Κόμα.» Σιωπή. «Τι στο διάολο συμβαίνει;» «Συμβαίνει... κάτι ύποπτο, αυτό συμβαίνει. Η δουλειά έχει γίνει από μέσα. Πολύ μέσα. Που μέσα, δεν ξέρω. Κάποιος με πρόσβαση στα μητρώα συλλήψεων.» «Και τι διάολο κάνουμε; Τι κάνουμε;» επανέλαβε όταν έμεινα σιω πηλός για αρκετή ώρα. «Δεν ξέρω.» «Πρέπει να ενημερώσουμε κάποιον.» «Ποιον; Και να του πούμε τι; Δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας.» «Με...» Ή ταν έτοιμη να πει δουλεύεις, αλλά ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να καταλάβει ότι είχα δίκιο.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 167 «Αυτοί οι συσχετισμοί μπορεί να είναι αρκετοί για μας, δεν είναι όμως αποδείξεις, δεν είναι αρκετοί για να κάνεις κάτι.» Κοιτάξαμε για λίγο ο ένας τον άλλο. «Όπως και να ’χει... ό,τι κι αν είναι αυτό... όποιος και να ναι από πίσω...» Κοίταξα τα χαρτιά. «Έχουν πρόσβαση σε πράγματα που...» είπε η Κόργουι. «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί» είπα. Εκείνη συνάντησε το βλέμ μα μου. Άλλη μια από εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές που δεν μιλούσε κανείς μας. Κοιτάξαμε αργά τριγύρω στο δωμάτιο. Δεν ξέρω τι ανα ζητούσαμε, αλλά υποπτεύομαι ότι εκείνη τη στιγμή ένιωθε τόσο ανα στατωμένη όσο έδειχνε. Σαν κάποιος να την κυνηγούσε, να την παρα κολουθούσε. «Άρα τι κάνουμε;» με ρώτησε. Ή ταν ανησυχητικό να ακους τέτοια ταραχή στη φωνή της Κόργουι. «Υποθέτω ό,τι κάναμε ως τώρα. Ερευνάμε.» Ανασήκωσα αργά τους ώμους μου. «Έχουμε ένα έγκλημα να διαλευκάνουμε.» «Δεν ξέρουμε ποιους μπορούμε να εμπιστευτούμε, αφεντικό. Ό χι πια.» «Το ξέρω.» Ξαφνικά δεν μπορούσα να πω τίποτα άλλο. «Άρα ίσως δεν θα έπρεπε να μιλάς σε κανέναν. Εκτός από μένα.» «Με βγάζουν απ’την υπόθεση. Τι μπορώ να...;» «Απλά να απαντάς το τηλέφωνό σου. Αν σε χρειαστώ για να με βοηθήσεις σε κάτι, θα σε πάρω.» «Που οδηγουν όλα αυτά;» Ή ταν μια ερώτηση που, τη δεδομένη στιγμή, δεν είχε κανένα νόη μα. Ειπώθηκε απλά για να γεμίσει τη σχεδόν απόλυτη ησυχία μέσα στο γραφείο, να καλύψει τους όποιους περίεργους και υπόπτους θορύβους ακουγονταν - κάθε κλικ, κάθε τρίξιμο, θα μπορούσε να ήταν ο ήχος της στιγμιαίας αποστολής πληροφοριών ενός ηλεκτρονικού κοριού. «Αυτό που πραγματικά θα ήθελα» είπε «είναι να γίνει επίκληση στην Παράβαση. Γάμησέ τους όλους, θα ήταν ωραίο να ξαμολήσουμε την Παράβαση πάνω τους. Θα ήταν ωραίο να μην ήταν δικό μας πρόβλημα.» Ναι. Η σκέψη της Παράβασης να ζητά εκδίκηση από κάποιον για κάτι που έκανε. «Κάτι ανακάλυψε. Η Μαχάλια.»
1 6 8 China Mieville Η εμπλοκή της Παράβασης έμοιαζε σωστή. Ξαφνικά όμως θυμή θηκα την έκφραση στο πρόσωπο του κυρίου Γκίαρι. Ανάμεσα στις πόλεις, η Παράβαση αγρυπνούσε. Κανείς μας δεν γνώριζε τις δυνά μεις της. «Ναι. Ίσως.» «Δεν συμφωνείς;» «Συμφωνώ, απλά... δεν μπορούμε να κάνουμε επίκληση. Πρέπει εμείς να προσπαθήσουμε να ξεδιαλύνουμε την υπόθεση, μόνοι μας.» «Εμάς; Εγώ κι εσύ, αφεντικό; Κανένας απ’ τους δυο μας δεν ξέρει τι στο διάολο συμβαίνει.» Η φωνή της Κόργουι είχε γίνει ψιθυριστή μέχρι να τελειώσει την πρότασή της. Η Παράβαση ήταν πέραν του ελέγχου ή της κατανόησής μας. Ό που και να οδηγούσε αυτή η κατάσταση, ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε συμβεί στη Μαχάλια Γκίαρι, εμείς οι δυο ήμασταν οι μόνοι ερευνητές, δεν μπορούσαμε να εμπιστευτούμε κανέναν άλλο, και σύντομα η Μαχάλια θα έμενε μόνη της. Το ίδιο κι εγώ. Μόνος σε μια ξένη πόλη.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΥΛ ΚΟΜΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑ Ε β λ επ α τ ο υ ς ε σ ω τ ε ρ ικ ο ύ ς δ ρ ο μ ο υ ς τ ο υ Μ εγά ρο υ Ζεύ ξ η ς μέσα από το αυτοκίνητο της αστυνομίας. Δεν πηγαίναμε γρήγορα και οι σειρήνες μας ήταν κλειστές, αλλά για κάποιον αόριστο λόγο επίδειξης τα φώτα αναβόσβηναν, φωτίζοντας με διακεκομμένο μπλε φως το τσιμέντο γύρω μας. Είδα τον οδηγό μου να με κοιτάζει. Λεγόταν αστυ φύλακας Ντιετζεστάν και δεν τον είχα ξαναδεί. Δεν είχα καταφέρει να πάρω την Κόργουι ούτε σαν συνοδό μου. Είχαμε διασχίσει την Παλιά Πόλη της Μπεσέλ από τις χαμηλές υπέργειες διαβάσεις για να βρεθούμε στον ανισόπεδο κόμβο των πε ρίχωρων του Μεγάρου Ζεύξης και τελικά να κατεβουμε στην παρακα μπτήριο. Περάσαμε κάτω από τμήματα της πρόσοψης -όπου οι κα ρυάτιδες έμοιαζαν κάπως με μορφές από την ιστορία της Μπες- προς τη μεριά που ήταν η Ουλ Κόμα, μέσα στο ίδιο το μέγαρο, όπου υπήρ χε ένας φαρδύς δρόμος φωτισμένος από παράθυρα και γκρίζα φώτα, παράλληλα με τον οποίο, από τη μεριά της Μπες, σχηματιζόταν μια μεγάλη ουρά από πεζούς που ζητούσαν ημερήσια άδεια διέλευσης. Στο βάθος, πέρα από τα πίσω κόκκινα φώτα των οχημάτων, μπορού σαμε να δούμε τα μπροστινά φώτα των αυτοκινήτων της Ουλ Κόμα, πιο χρυσά απ’τα δικά μας. «Έχεις ξαναπάει στην Ουλ Κόμα, επιθεωρητή;» «Πριν από πολύ καιρό.» Ό ταν φάνηκαν οι πύλες των συνόρων, ο Ντιετζεστάν μου ξαναμί λησε: «Έτσι ήταν και τότε;» Ή ταν νέος.
1 7 2 China Mieville «Πάνω-κάτω.» Λόγω του αυτοκίνητου της ηολισζάι, κινοΰμασταν στη λωρίδα των επισήμων, πίσω από σκουρόχρωμες εισαγόμενες Μερσεντές που μάλ λον μετέφεραν πολίτικους ή επιχειρηματίες σε διερευνητικές αποστο λές. Η ουρά αναμονής των φτηνότερων αυτοκινήτων που περίμεναν με τις μηχανές αναμμένες, και ανήκαν σε κοινούς ταξιδιώτες, σε κο μπιναδόρους και επισκέπτες, ήταν πολύ μεγαλύτερη. «Επιθεωρητής Τίαντορ Μπόρλου» είπε ο φρουρός κοιτάζοντας τα χαρτιά μου. «Σωστά.» Διάβασε προσεκτικά ό,τι ήταν γραμμένο. Αν ήμουν τουρίστας ή έμπορος που ήθελα μια ημερήσια άδεια, η διέλευσή μου θα ήταν γρηγορότερη και οι ερωτήσεις πιο αδιάφορες. Ως επίσημος επισκέ πτης, όμιος, δεν θα είχα χαλαρή αντιμετώπιση. Ή ταν μια από εκείνες τις καθημερινές γραφειοκρατικές ειρωνείες. «Και οι δυο σας;» «Το γράιρει εκεί, λοχία. Μόνο εγώ. Αυτός είναι ο οδηγός μου. Εμέ να θα με παραλάβουν και ο αστυφύλακας θα επιστρέφει κατευθείαν πίσω. Βασικά, αν κοιτάξεις, νομίζω ότι μπορείς να δεις αυτους που με περιμένουν σιην Ουλ Κόμα.» Μόνο σε κείνο το σημείο, σε κείνη τη σύγκλιση, μπορούσαμε να κοιτάξουμε πέρα από το απλό, φυσικό σύνορο και να δούμε τους γεί- τονές μας. Πέρα από αυτό τον ανυπόστατο χώρο, πέρα από το σημείο ελέγχου της Ουλ Κόμα που ήταν στραμμένο στην αντίθετη κατεύθυν ση από εμάς, στεκόταν μια μικρή ομάδα αστυνομικών της μιλίτσια γύρω από ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο, του οποίου τα φώτα αναβό σβηναν το ίδιο επιδεικτικά με τα δικά μας, αλλά σε διαφορετικό χρώ μα και με πιο σύγχρονο μηχανισμό (αναβόσβηναν πραγματικά, δεν είχαν περιστρεφόμενες καλυπτρες όπως οι δικές μας λάμπες). Τα φώ τα των περιπολικών της Ουλ Κόμα ήταν κόκκινα και μπλε, ένα μπλε πιο σκούρο από εκείνο του κοβαλτίου που είχαν τα περιπολικά της Μπεσέλ. Τα αυτοκίνητά τους ήταν μολυβί Ρενό με αεροδυναμικό σχε δίασμά. Θυμάμαι την εποχή που οδηγούσαν τα άσχημα μικρά Για-
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 173 ντάζι που κατασκεύαζαν οι ίδιοι, τα οποία ήταν πιο χοντροκομμένα από τα δικά μας. Ο φρουρός γύρισε και τους κοίταξε. «Είναι η ώρα που έχουμε κανονίσει» του είπα. Οι μιλίταια ήταν πολύ μακριά για να τους δούμε καθαρά. Πάντως περίμεναν κάτι. Ο φρουρός δεν βιάστηκε καθόλου φυσικά -μπορεί να είσαι αστυνομικός, αλλά δεν θα έχεις -καλύτερη αντιμετώπιση, εμείς φυλάξτε τα σύνορα, φίλε- και αφού δεν είχε κάποιον λόγο για να πράξει διαφο ρετικά, χαιρέτησε στρατιωτικά με ένα σχεδόν σαρδόνιο ύφος και μας έκανε νόημα να περάσουμε ενώ η μπάρα σηκωνόταν. Αφού περάσαμε το κομμάτι του δρόμου που ανήκε στην Μπες, αυτά τα εκατό περίπου μέτρα που διανύσαμε, και τα οποία δεν ανήκαν σε κανέναν, τα αι- σθανθήκαμε διαφορετικά κάτω από τα λάσιιχά μας. Περάσαμε τις επόμενες συνοριακές πύλες και βρεθήκαμε στην άλλη πλευρά, με τους ένστολους μιλίταια να έρχονται προς το μέρος μας. Ακούστηκε δυνατός θόρυβος από σασμάν. Το αυτοκίνητο που εί χαμε δει να περιμένει ανέπτυξε ξαφνικά ταχύτητα, κινήθηκε γύρω από τους αστυνομικούς που μας πλησίαζαν κι έστριψε σιαματώντας απότομα μπροστά τους, βγέιζοντας ένα τραχύ και κοφτό γονή από τη σειρήνα του. Ένας άνιρας βγήκε έξω και φόρεσε το ασιυνομικό του καπέλο. Ή ταν λίγο νεότερος από μένα, γεροδεμένος και μυώδης, και οι κινήσεις του απέπνεαν εξουσία. Φορούσε την επίσημη γκρίζα στο λή της μιλίταια με διακριτικά βαθμού. Προσπάθησα να θυμηθώ τι σήμαιναν. Οι συνοριακοί φρουροί είχαν σταματήσει ξαφνιασμένοι. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος τους. «Μπορείτε να φύγετε» τους είπε φωναχτά και τους έκανε νόημα να απομακρυνθούν. «Αναλαμβάνω εγώ. Επιθεωρητή Μπόρλου;» Μιλού σε Ίλιταν. Ο Ντιετζεστάν κι εγώ βγήκαμε από το αυτοκίνητο. Αγνόη σε τελείως τον αστυφύλακα. «Επιθεωρητής Τίαντορ Μπόρλου, Ειδε χθή Εγκλήματα της Μπεσέλ, σωστά;» Έσφιξε με δύναμη το χέρι μου. Έδειξε προς το αυτοκίνητό του, στο οποίο περίμενε ο δικός του οδη γός. «Παρακαλώ. Είμαι ο ανώτερος ντετέκτιβ Κιούσιμ Ντατ. Πήρες το μήνυμά μου, επιθεωρητή; Καλώς ήλθες στην Ουλ Κόμα.»
174 China Mieville ME TO ΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, το Μέγαρο Ζεύξης είχε επεκταθεί' αρ χιτεκτονικές προσθήκες καθορισμένες από την Επιτροπή Επιτήρη σης στις διάφορες ιστορικές ενσαρκώσεις της. Στεκόταν σε ένα μεγά λο κομμάτι γης και στις δυο πόλεις. Το εσωτερικό του ήταν πολύπλο κο - οι διάδρομοι συνήθως ξεκινούσαν ως αποκλειστικοί της Μπεσέλ ή της Ουλ Κόμα και στην πορεία γίνονταν αλληλοπλεγμένοι, περνώ ντας από δωμάτια που ανήκαν στη μια ή την άλλη πόλη και από κά ποια από εκείνα τα παράξενα δωμάτια και χώρους που δεν ανήκαν σε καμία από τις πόλεις ή ανήκαν και στις δυο. Αυτοί οι χώροι υπήρχαν μόνο στο Μέγαρο Ζεύξης και βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Επιτρο πής Επιτήρησης και των μελών της. Τα επεξηγηματικά διαγράμματα του εσωτερικού του κτιρίου ήταν όμορφα αλλά αποθαρρυντικά συ νονθυλεύματα χρωμάτων. Στο ισόγειο όμως η κατάσταση ήταν διαφορετική - εκεί που ο φαρ δύς δρόμος εισερχόταν στις πρώτες πύλες με τα συρματοπλέγματα, εκεί που η συνοριοφυλακή της Μπεσέλ έκανε νοήματα στις νέες αφί ξεις να προχωρούν στις αντίστοιχες γραμμές αναμονής τους· πεζοί, χειράμαξες, ζώα που τραβούσαν καρότσες, μικρά αυτοκίνητα, φορ τηγάκια, υπήρχαν δευτερεύουσες γραμμές για όλων των ειδών τις άδειες, όλες προχωρούσαν με διαφορετική ταχύτητα και οι μπάρες στην κάθε πύλη υψώνονταν και κατέβαιναν σε ανεξάρτητους χρόνους. Μια ανεπίσημη αλλά αρχαία αγορά υπάρχει στο σημείο που το Μέ γαρο Ζεύξης συνδέεται με την Μπεσέλ και είναι ορατή από τις πύλες. Παράνομοι μικροπωλητές τριγύριζαν με την ανοχή των αρχών στις σειρές των αυτοκινήτων, πουλώντας ψημένους ξηρούς καρπούς και χάρτινα παιχνίδια. Πέρα από τις πύλες της Μπεσέλ, κάτω από τον κύριο όγκο του Με γάρου Ζεύξης, υπήρχε η ουδέτερη ζώνη. Η άσφαλτος δεν είχε δια γράμμιση. Ο χώρος δεν ανήκε ούτε στην επικράτεια της Μπεσέλ ούτε της Ουλ Κόμα, άρα ποιο σύστημα διαγράμμισης έπρεπε να εφαρμο στεί; Ακόμα πιο πέρα, στην άλλη άκρη του μεγάρου, εμείς από την Μπεσέλ δεν μπορούσαμε να μην παρατηρήσουμε ότι οι άλλες πύλες φυλάσσονταν καλύτερα από τις δικές μας. Ένοπλοι φρουροί από την
Η ΠΟΛΗ & ΤΗ ΠΟΛΗ 175 Ουλ Κόμα παρακολουθούσαν, οι περισσότεροι όχι προς τη μεριά μας, αλλά προς τις δικές τους προσεκτικά διαχωρισμένες γραμμές αναμο νής για τους επισκέπτες της Μπεσέλ. Η συνοριοφυλακή της Ουλ Κόμα δεν είναι ανεξάρτητο κυβερνητικό τμήμα όπως συμβαίνει στην Μπε σέλ. Είναι μιλίταια, αστυνομικοί, όπως είναι οι ηολισζάι. Παρότι μεγαλύτερος από ένα ρωμαϊκό αμφιθέατρο, ο θάλαμος κυ κλοφορίας του Μεγάρου Ζεύξης δεν είναι περίπλοκος. Είναι ένας άδειος χώρος περιτοιχισμένος από αρχαιότητα. Από το κατώφλι της Μπεσέλ, πάνω από τον κόσμο και τα αυτοκίνητα που προχωρούσαν αργά, μπορούσες να δεις το φως της μέρας να περνάει από πέρα, από την Ουλ Κόμα. Μπορούσες να δεις τα κεφάλια επισκεπτών από την Ουλ Κόμα ή συμπολιτών μας που επέστρεφαν να πλησιάζουν, το πά νω μέρος από τους φράχτες της Ουλ Κόμα με το αγκαθωτό συρματό πλεγμα στην άλλη μεριά του μεγάρου, πέρα από εκείνη την άδεια έκταση ανάμεσα στα σημεία ελέγχου. Μπορούσες να φανταστείς την αρχιτεκτονική της Ουλ Κόμα απλά κοιτάζοντας την τεράστια πύλη, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα. Ο κόσμος συνωστιζόταν για να κοιτάξει στην άλλη πλευρά εκείνου του κόμβου. Καθώς πηγαίναμε προς το Μέγαρο, έβαλα τον οδηγό -προς έκπλη ξή του- να ακολουθήσει μια μεγάλη κυκλική διαδρομή για την είσοδο του Μεγάρου Ζεύξης στην Μπεσέλ, μια διαδρομή που μας έβγαλε στην Καρν Στρας. Στην Μπεσέλ είναι ένας ασήμαντος εμπορικός δρό μος της Παλιάς Πόλης, είναι όμως αλληλοπλεγμένος και η Ουλ Κόμα επικρατεί, καθώς η πλειονότητα των κτιρίων ανήκει στη γείτονα πό λη. Η τοποταύτισή του στην Ουλ Κόμα είναι η ιστορική, περίφημη λεωφόρος Ουλ Μέιντιν, στην οποία καταλήγει η έξοδος από το Μέγα ρο Ζεύξης. Οδηγήσαμε δήθεν συμπτωματικά δίπλα από την έξοδο του Μεγάρου Ζεύξης στην Ουλ Κόμα. Την είχα αγνοήσει καθώς οδηγούσαμε στην Καρν Στρας, ή τουλά χιστον είχα δείξει να την αγνοώ, όμως γεωπροσδιοριστικά δίπλα μας υπήρχαν οι ουρές των κατοίκων της Ουλ Κόμα που έμπαιναν στο μέγαρο, και η συνεχής ροή των κατοίκων της Μπες που εξέρχονταν από αυτό φορώντας τα ειδικά διακριτικά των επισκεπτών και περπα
176 ChinaMieville τούσαν στον ίδιο φυσικό χώρο στον οποίο μπορεί να βρίσκονταν μια ώρα νωρίτερα, κοιτάζοντας έκθαμβοι την αρχιτεκτονική της Ουλ Κο μά - κάτι που θα θεωρούνταν παραβίαση αν το έκαναν νωρίτερα. Δίπλα από την έξοδο της Ουλ Κόμα βρίσκεται ο Ναός του Μοιραί ου Φωτός. Είχα δει φωτογραφίες του πολλές φορές και παρόλο που τον αγνόησα σχολαστικά όταν περάσαμε από δίπλα του, αντιλήφθηκα τα μεγαλόπρεπα προπύργιά του, και παραλίγο να πω στον Ντιετζε- στάν ότι ανυπομονούοα να τον δω από κοντά. Τώρα φως, ξένο φως, με έλουσε καθώς βγήκα με ταχύτητα από το Μέγαρο Ζεύξης. Κοιτού σα παντού. Χάζεψα το ναό από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου τού Ντατ. Βρισκόμουν ξαφνικά, και αυτό ήταν εκπληκτικό, στην ίδια πό λη που βρισκόταν και ο ναός. «Πρώτη φορά στην Ουλ Κόμα;» «Όχι, αλλά έχω να έρθω πολύ καιρό.» ΕΙΧΑΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΧΡΟΝΙΑ από τότε που είχα δώσει τις εξετάσεις για πρώτη φορά. Η άδεια διέλευσής μου είχε λήξει από καιρό και βρι σκόταν σε ένα επίσης ληγμένο διαβατήριο. Αυτή τη φορά είχα παρα κολουθήσει ένα ταχύρρυθμο σεμινάριο διάρκειας δύο ημερών. Ή μουν μόνο εγώ και οι διάφοροι εκπαιδευτές από την πρεσβεία της Ουλ Κόμα στην Μπεοέλ. Εξοικείωση με τα Ίλιταν, ανάγνωση ποικί λων κειμένων σχετικά με την ιστορία και την ασακή γεοιγραφία της Ουλ Κόμα, απαραίτητες γνώσεις τοπικής νομοθεσίας. Ο σκοπός όμως αυτής της εκπαίδευσης είναι, όπως άλλωστε και της αντίστοιχης δικής μας, να βοηθήσει κυρίως έναν κάτοικο της Μπεσέλ να αντιμετωπίσει την πιθανώς τραυματική εμπειρία του να υπάρχει μόνο στην Ουλ Κό μα και να αγνοεί καθετί γνωστό και οικείο, το μέρος όπου έζησε όλη του τη ζωή, βλέποντας μόνο εκείνα τα κτίρια που για δεκαετίες ολό κληρες προσποιούνταν ότι δεν υπήρχαν. «Η παιδαγωγική εγκλιματισμού έχει προοδεύσει πολύ με τους υπο λογιστές» είπε μια από τις εκπαιδεύτριές μου, μια νεαρή γυναίκα που επαινούσε συνεχώς τα Τλιτάν μου. «Σήμερα έχουμε πολύ πιο εξεζητη μένους τρόπους για να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα, συνεργαζόμα
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 177 στε με νευροεπιστήμονες, με <5,τι μπορείς να φανταστείς.» Με καλο- μάθαιναν γιατί ήμουν ηολισζάι. Οι κοινοί ταξιδιώτες θα περνούσαν πιο συμβατική εκπαίδευση και θα τους έπαιρνε περισσότερο καιρό να θεωρηθούν ικανοί. Με έβαλαν να καθίσω σε κάτι που αποκαλούσαν εξομοιωτή της Ουλ Κόμα, έναν θάλαμο που στο εσωτερικό του αντί για τοίχους είχε οθόνες. Στις οθόνες πρόβαλλαν εικόνες και βίντεο της Μπεσέλ με τα Μπες κτίρια υπερτονισμένα και τα γειτονικά της Ουλ Κόμα υποτονι- σμένα σε φωτισμό και εστίαση. Μετά από ατέλειωτα δευτερόλεπτα, ξανά και ξανά, αντέστρεφαν τον οπτικό αντίκτυπο έτσι ώστε στο ίδιο τοπίο η Μπεσέλ υποχωρούσε ενώ η Ουλ Κόμα επικρατούσε. Πώς θα μπορούσε κάποιος να μη σκεφτεί τις ιστορίες με τις οποίες μεγαλώσαμε; Τις ιστορίες με τις οποίες σίγουρα μεγάλωσαν και οι κάτοικοι της Ουλ Κόμα. Άντρας από την Ουλ Κόμα και νέα από την Μπεσέλ συναντιούνται στο Μέγαρο Ζεύξης και επιστρέφουν στα σπί τια τους, για να συνειδητοποιήσουν ότι γεωπροσδιοριστικά μένουν σε διπλανά σπίτια. Συνεχίζουν τη ζωή τους νομότυπα αλλά μόνοι, ξυπνώ ντας την ίδια ώρα, περπατώντας σε αλληλοπλεγμένους δρόμους δίπλα δίπλα σαν ζευγάρι, ο καθένας στην πόλη του, χωρίς να παραβιάζουν, χωρίς καν να αγγίζουν ο ένας τον άλλο, χωρίς να αφήνουν ούτε μια λέξη να περάσει τα σύνορα. Υπήρχαν λαϊκά παραμύθια για αποστά τες που παραβίασαν και απέφυγαν την Παράβαση ζώντας ανάμεσα στις πόλεις, όχι ως εξόριστοι, αλλά περισσότερο ως εσόριστοι, απο- φεύγοντας τη δικαιοσύνη και την τιμωρία μέσω της ολικής ανυπαρξί ας. Το μυθιστόρημα του Παλάνιουκ Το Ημερολόγιο ενός Εσόριοτου είχε απαγορευτεί στην Μπεσέλ (σίγουρα και στην Ουλ Κόμα), όμως, όπως και ο περισσότερος κόσμος, είχα διαβάσει μια πειρατική έκδοση. Έδωσα εξετάσεις, δείχνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα με έναν κέρσορα έναν ναό της Ουλ Κόμα, έναν πολίτη της Ουλ Κόμα, ένα ανοιχτό φορτηγάκι της Ουλ Κόμα που διένειμε λαχανικά. Ή ταν ελα φρώς προσβλητικά πράγματα, σχεδιασμένα να με τσακώσουν να βλέ πω ακούσια την Μπεσέλ. Δεν έμοιαζε καθόλου με την πρώτη φορά που είχα περάσει την ίδια εκπαίδευση. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός
1 7 8 China Mieville από τότε που οι ίδιες εξετάσεις περιλάμβαναν ερωτήσεις σχετικές με τα διαφορετικά εθνικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της Ουλ Κόμα, και βλέποντας διάφορες φωτογραφίες στερεοτυπικών φυσιογνωμιών έπρεπε ο εξεταζόμενος να αποφασίσει αν αναπαριστούσαν κάτοικο της Μπες, της Ουλ Κόμα, ή «Άλλο» (Εβραίο, μουσουλμάνο, Ρώσο, Έ λ ληνα, οποιονδήποτε, ανάλογα με τις εθνικές νευρώσεις της εποχής). «Είδες το ναό;» είπε ο Ντατ. «Κι αυτό εκεί κάποτε ήταν ένα κολέ γιο. Αυτά είναι συγκροτήματα διαμερισμάτων.» Έδειχνε με το δάχτυ λό του ορισμένα κτίρια καθώς οδηγούσαμε. Είχε πει στον οδηγό του, στον οποίο δεν με είχε συστήσει, να περάσει από διάφορα μέρη. «Είναι παράξενο;» με ρώτησε. «Πρέπει να αισθάνεσαι πολύ περί εργα.» Ναι. Κοίταζα ό,τι μου έδειχνε ο Ντατ. Δεν έβλεπα φυσικά, αλλά δεν μπορούσα να μην αντιλαμβάνομαι τα διάφορα οικεία μέρη από τα οποία περνούσαμε γεωπροσδιοριστικά, τους δρόμους στους οποίους περπατούσα όταν ήμουν στην πόλη μου. Τώρα όμως βρισκόμουν σε μια άλλη πόλη, οι συγκεκριμένες καφετέριες που σύχναζα και από τις οποίες περνούσαμε ήταν άλλου, σε μια άλλη χώρα. Υπήρχαν στο φό ντο, τόσο ανύπαρκτες όσο και η Ουλ Κόμα όταν βρισκόμουν στη χώ ρα μου. Κράτησα την αναπνοή μου. Αγνοούσα την Μπεσέλ. Είχα ξε- χάσει πώς ήταν. Είχα προσπαθήσει να τη φανταστώ, αλλά δεν τα είχα καταφέρει. Έβλεπα την Ουλ Κόμα. Ή ταν μέρα, άρα το φως ερχόταν από το συννεφιασμένο, ψυχρό ουρανό και όχι από τις λάμπες με νέον που είχα δει σε τόσα τηλεοπτι κά προγράμματα σχετικά με τη γειτονική χώρα, την οποία προφανώς οι παραγωγοί θεωρούσαν ευκολότερο να φανταζόμαστε στη φαντα- χτερή της νύχτα. Ό μω ς αυτό το χλωμό φως της μέρας φώτιζε όλο και περισσότερα ζωηρά χρώματα απ’ ό,τι στην Μπεσέλ. Η Παλιά Πόλη της Ουλ Κόμα είχε σήμερα, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, μετατραπεί σε οικονομική ζώνη. Παλιές δαντελωτές σκεπές δίπλα σε αστραφτερό ατσάλι. Οι τοπικοί πλανόδιοι μικροπωλητές φορούσαν μανδύες, μπα λωμένα πουκάμισα και παντελόνια και πουλούσαν ρύζι και καλαμά κια με κρέας σε καλοντυμένους άντρες και γυναίκες (δίπλα τους περ
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 179 νούσαν οι απλοϊκοί σε εμφάνιση συμπατριώτες μου, τους οποίους προσπαθούσα να αγνοώ, και οι οποίοι πήγαιναν σε πιο ήσυχους προ ορισμούς) μπροστά από τις εισόδους γυάλινων συγκροτημάτων. Μετά από ήπια κριτική της Ουνέσκο, στην ουσία μια προειδοποί ηση προς κάποιες ευρωπαϊκές επενδύσεις, η Ουλ Κόμα πρόσφατα πέρασε νομοσχέδια ελεγχόμενης δόμησης για να σταματήσει τους χειρότερους από τους αρχιτεκτονικούς βανδαλισμούς που προκάλεσε η απότομη ανάπτυξη. Κάποια από τα πιο κακόγουστα πρόσφατα έρ γα γκρεμίστηκαν, αλλά και πάλι τα παραδοσιακά μπαρόκ περίτεχνα κτίρια των περιοχών πολιτιστικής κληρονομιάς της Ουλ Κόμα είχαν καταντήσει θλιβερά απομεινάρια δίπλα στους γιγάντιους, νέους γεί- τονές τους. Ό πω ς και όλοι οι κάτοικοι της Μπεσέλ, είχα συνηθίσει κι εγώ να ψωνίζω στις ξένες σκιές μιας ξένης επιτυχίας. Παντού Ίλιταν. Στους συνεχιζόμενους σχολιασμούς του Ντατ, από τους μικροπωλητές, τους ταξιτζήδες και τους οδηγούς που έβριζαν. Συνειδητοποίησα το εύρος του υβρεολόγιου που αγνοούσα στους αλ- ληλοπλεγμένους δρόμους της πόλης μου. Όλες οι πόλεις του κόσμου έχουν το δικό τους οδικό σχέδιο, και παρόλο που δεν βρισκόμασταν ακόμα σε αποκλειστικές περιοχές της Ουλ Κόμα -πράγμα που σήμαι- νε ότι εκείνοι οι δρόμοι είχαν τις διαστάσεις και το σχήμα αυτών που γνώριζα-, στις απότομες στροφές που παίρναμε μου φαίνονταν πιο μπερδεμένοι. Ή ταν όσο παράξενο περίμενα να είναι, να βλέπω και να αγνοώ, να υπάρχω μόνο στην Ουλ Κόμα. Περάσαμε από στενούς παράδρομους που στην Μπεσέλ δεν χρησιμοποιούνταν πολύ ή ήταν πεζόδρομοι (ήταν σχεδόν έρημοι στην πόλη μου, ενώ εδώ έβριθαν από κόσμο). Ο οδηγός μας πατούσε διαρκώς την κόρνα. «Ξενοδοχείο;» είπε ο Ντατ. «Μάλλον θα θέλεις να τακτοποιηθείς και να φας κάτι, έτσι δεν είναι; Σε ποιο να σε πάω; Είμαι σίγουρος πως κάποιο πρέπει να έχεις στο μυαλό σου. Μιλάς καλά τα \"Ιλιταν, Μπόρλου. Καλύτερα απ’ ό,τι μιλάω εγώ τα Μπες.» Γέλασε. «\"Εχω κάποιες σκέψεις. Κάποια μέρη που θα ’θελα να δω.» Πήρα στα χέρια μου το σημειωματάριό μου. «\"Ελαβες το ντοσιέ που σου έστειλα;»
1 8 0 China Mieville «Φυσικά, Μπόρλου. Περιλαμβάνει τα πάντα, έτσι δεν είναι; Είναι ό,τι έχεις κάνει μέχρι τώρα; Θα σε ενημερώσω σχετικά με το τι έχου με κάνει κι εμείς, αλλά» σήκωσε ψηλά τα χέρια του μιμούμενος ότι παραδίνεται «η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν και πολλά να σου πω. Νομίζαμε ότι θα γινόταν επίκληση στην Παράβαση. Γιατί δεν τους την έδωσες; Σου αρέσει να φορτώνεσαι δουλειά;» Γέλιο. «Όπως και να ’χει, εμένα μου ανατέθηκε όλη αυτή η ιστορία μόλις πριν από δυο μέρες, άρα μην περιμένεις και πολλά πράγματα. Τώρα όμως την ερευνούμε κανονικά.» «Έχετε καμία ιδέα που μπορεί να σκοτώθηκε;» «Δεν θα το έλεγα. Υπάρχει μόνο αυτή η καταγραφή της κάμερας κλειστού κυκλώματος που δείχνει το φορτηγάκι να περνάει από το Μέγαρο Ζεύξης. Δεν ξέρουμε που πήγε μετά. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο. Ό πω ς έχουν τα πράγματα...» Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι ένα φορτηγάκι από την Μπε- σέλ δεν θα πέρναγε απαρατήρητο στην Ουλ Κόμα, όπως το ίδιο θα ίσχυε για ένα φορτηγάκι της Ουλ Κόμα στην Μπεσέλ. Η αλήθεια όμως είναι ότι, εκτός κι αν κάποιος παρατηρούσε το αυτοκόλλητο στο παρ- μπρίζ, ο κόσμος θα θεωρούσε ότι ένα ξένο φορτηγάκι σαν αυτό δεν θα μπορούσε να βρίσκεται στην πόλη τους κι έτσι θα το αγνοούσαν. Οι πιθανοί μάρτυρες δεν θα γνώριζαν καν ότι υπήρχε κάτι να προσέξουν. «Αυτό είναι το κυριότερο που θέλω να εντοπίσω.» «Ασφαλώς. Τίαντορ ή μήπως Τίαντ; Ποιο απ’τα δυο προτιμάς;» «Κι επίσης θα ήθελα να μιλήσω στους καθηγητές και τους φίλους της. Μπορείς να με πας στο Μπολ Γι’αν;» «Ντατ, Κιους, μπορείς να χρησιμοποιείς όποιο θέλεις. Άκου, απλά για να το βγάλουμε απ’ τη μέση και να αποφυγουμε τα μπερδέματα. Ξέρω ότι ο κομισάριος σου σου το έχει ήδη εξηγήσει» -απολάμβανε ολοφάνερα την ξένη λέξη- «αλλά όσο βρίσκεσαι εδώ, αυτή είναι μια έρευνα της Ουλ Κόμα κι εσυ δεν έχεις αστυνομική ιδιότητα. Μη με παρεξηγήσεις, είμαστε ευγνώμονες για τη συνεργασία και θα δουλέ ψουμε μαζί σε ό,τι στοιχεία έχουμε, αλλά εγώ θα είμαι ο αστυνομικός εδώ. Εσυ, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είσαι ένας σύμβουλος.»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 181 «Φυσικά.» «Με συγχωρείς, ξέρω ότι αυτές οι μαλακίες περί κυριότητας είναι απλώς μαλακίες. Μου είπαν - έχεις προλάβει να μιλήσεις με το αφεντι κό μου; Το συνταγματάρχη Μουάσι; Τέλος πάντων, ήθελε να βεβαιωθεί ότι τα έχουμε ξεκαθαρίσει αυτά τα πράγματα πριν αρχίσουμε να μιλά με. Είσαι βέβαια επίτιμος προσκεκλημένος της μύίτοια της Ουλ Κόμα.» «Δεν είμαι όμως περιορισμένος... μπορώ να μετακινούμαι;» «Έχεις την άδειά σου και σφραγίδες και όλα τα απαραίτητα.» Άδεια μεμονωμένης εισόδου, διάρκειας ενός μήνα. «Και βέβαια μπο ρείς. Αν θέλεις, μπορείς να κάνεις τον τουρίστα για μια-δυο μέρες, αλλά να ξέρεις ότι όταν είσαι μόνος σου, είσαι απλά και μόνο ένας τουρίστας. Σύμφωνοι; Αν και θα ήταν καλύτερα αν δεν το έκανες. Αυτό που εννοώ είναι ότι, σκατά, δεν πρόκειται να σε εμποδίσει κά ποιος, αλλά όλοι ξέρουμε ότι είναι δύσκολο να περιηγηθείς αν δεν ξέρεις τα κατατόπια. Θα μπορούσες να παραβιάσεις χωρίς να το θέ λεις και τότε τι θα κάναμε;» «Κατάλαβα. Πώς σκοπεύεις να συνεχίσεις με την υπόθεση;» «Κοίτα.» Ο Ντατ γύρισε στο κάθισμά του για να με κοιτάξει. «Σε λίγο θα φτάσουμε στο ξενοδοχείο. Τέλος πάντων, άκου: αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι τα πράγματα γίνονται... Μάλλον δεν θα ’χεις ακούσει για την άλλη... Ό χι, δεν ξέρουμε καν αν είναι κάτι σημαντικό και μόλις το μάθαμε κι εμείς. Κοίτα, ίσως να έχουμε κά ποια επιπλοκή στην υπόθεση.» «Τι; Για ποιο πράγμα μιλάς;» «Φτάσαμε» είπε ο οδηγός. Κοίταξα έξω, αλλά παρέμεινα στο αυτο κίνητο. Ή μασταν δίπλα από το «Χίλτον» στο Ασιάν, λίγο έξω από την Παλιά Πόλη της Ουλ Κόμα. Βρισκόταν στην άκρη ενός αποκλειστι κού δρόμου γεμάτου χαμηλές μοντέρνες τσιμεντένιες κατοικίες της Ουλ Κόμα, στη γωνία μιας πλατείας με σειρές από ομοιόμορφα του- βλινα σπίτια της Μπες και ψεύτικες παγόδες της Ουλ Κόμα. Ανάμεσά τους υπήρχε ένα άσχημο σιντριβάνι. Δεν την είχα επισκεφτεί ποτέ. Τα κτίρια και τα πεζοδρόμια στα όριά της ήταν αλληλοπλεγμένα, αλλά η ίδια η κεντρική πλατεία ήταν αποκλειστική της Ουλ Κόμα.
1 8 2 China Mieville «Ακόμα δεν είμαστε σίγουροι. Ό πω ς καταλαβαίνεις, πήγαμε στην ανασκαφή και μιλήσαμε με την Ιζ Νάνοι, τους υπόλοιπους επιτηρητές της Γκίαρι, τους συμφοιτητές της και τα λοιπά. Κανένας δεν ήξερε τί ποτα. Ό λοι νόμιζαν ότι απλά εξαφανίστηκε για κάποιες μέρες. Μετά έμαθαν τι είχε συμβεί. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι αφού μιλήσαμε με μερικούς από τους φοιτητές, λάβαμε ένα τηλεφώνημα από κάποιον. Αυτό συνέβη χτες. Σχετικά με την καλύτερη φίλη της Γκίαρι - επίσης φοιτήτρια, την οποία είδαμε όταν πήγαμε να τους μιλήσουμε. Γιολάντα Ροντρίγκεζ. Κυριολεκτικά συγκλονίστηκε. Δεν μπορέσαμε να μάθουμε και πολλά από κείνη. Κατέρρεε συνεχώς. Είπε ότι έπρεπε να φύγει, τη ρώτησα αν χρειαζόταν κάποια βοήθεια και τα λοιπά, και κείνη μου απάντησε ότι είχε κάποιον που θα τη φρόντιζε. Ένας δικός μας νεα ρός, μας είπε κάποιος από τους άλλους. Αν γνωρίσεις άντρα από την Ουλ Κόμα...» Άπλωσε το χέρι του και μου άνοιξε την πόρτα. Δεν βγήκα. «Τελικά πήρε τηλέφωνο;» «Όχι, αυτό προσπαθώ να σου πω, ο πιτσιρικάς που πήρε τηλέφωνο δεν ήθελε να μας πει τ’ όνομά του, αλλά τηλεφωνούσε σχετικά με την Ροντρίγκεζ. Έτσι φαίνεται - και έλεγε ότι δεν είναι σίγουρος, ότι μπο ρεί να μην είναι τίποτα και τα λοιπά και τα λοιπά. Τέλος πάντων. Δεν την έχει δει κανένας τώρα τελευταία. Τη Ροντρίγκεζ. Και κανένας δεν μπορεί να τη βρει στο τηλέφωνο. » «Έχει εξαφανιστεί;» «Χριστέ μου, Τίαντ, μη γίνεσαι μελοδραματικός. Ίσω ς απλά να είναι άρρωστη, ίσως να έχει κλείσει το τηλέφωνό της. Δεν λέω ότι δεν θα πάμε να δούμε, απλά ας μη μας πιάνει πανικός, εντάξει; Δεν ξέ ρουμε αν έχει όντως εξαφανιστεί.» «Και βέβαια το ξέρουμε. Οτιδήποτε κι αν έχει συμβεί, έστω κι αν δεν της έχει συμβεί τίποτα, δεν μπορεί να τη βρει κανένας. Αυτός εί ναι και ο ορισμός της λέξης. Έ χει εξαφανιστεί.» Ο Ντατ μου έριξε μια ματιά από τον καθρέφτη και στη συνέχεια κοίταξε τον οδηγό του. «Εντάξει, επιθεωρητή» είπε. «Η Γιολάντα Ροντρίγκεζ έχει εξαφα νιστεί.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΡΙΑ «ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ, ΑΦΕΝΤΙΚΟ;» Η τηλεφωνική σύνδεση του ξενοδοχείου με την Μπεσέλ είχε καθυστέρηση και μιλούσαμε σχεδόν συλλαβιστά με την Κόργουι, στην προσπάθεια να μην επικαλύπτονται οι φωνές μας. «Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να σου πω. Είναι παράξενο να εί σαι εδώ.» «Είδες τα δωμάτιά της;» «Τίποτα το αξιόλογο. Απλά φοιτητικά καταλύματα μαζί με μερικά άλλα, σε ένα κτίριο που νοικιάζεται από το πανεπιστήμιο.» «Βρήκες τίποτα δικό της;» «Μερικές φτηνές εκτυπώσεις, κάποια βιβλία γεμάτα δυσανάγνω στες σημειώσεις στα περιθώρια των σελίδων, τίποτα από τα οποία δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Λίγα ρούχα. Ένας υπολογιστής, ο οποίος είτε διαθέτει κωδικοποίηση βιομηχανικής κλίμακας είτε δεν περιέχει τίποτα το αξιοσημείωτο. Και σ’ αυτό πρέπει να πω ότι εμπι στεύομαι τους κομπιουτεράδες της Ουλ Κόμα περισσότερο απ’ τους δικούς μας. Πολλά ι-μέιλ του τύπου Γεια σον, μαμά, ο’ αγαηάΐύ, και μερικά δοκίμια. Μάλλον χρησιμοποιούσε διακομιστές μεσολάβησης καθώς και λογισμικό εκκαθάρισης και αναδιάταξης από το διαδί κτυο, γιατί δεν υπήρχε τίποτα το ενδιαφέρον στην προσωρινή μνήμη του υπολογιστή της.» «Δεν έχεις ιδέα τι είναι όλα αυτά, έτσι δεν είναι, αφεντικό;» «Καμία απολύτως. Έβαλα τους τεχνικούς να μου τα γράψουν όλα, μαζί με το πώς προφέρονται.» Ίσως κάποια μέρα να τελείωναν όλα
1 8 4 China Mieville αυτά τα αστεία περί της άγνοιας μου για το διαδίκτυο. «Και μιας και μιλάμε γι’ αυτά, έχει να ενημερώσει την προσωπική της ιστοσελίδα στο MySpace από τότε που ήρθε στην Ουλ Κόμα.» «Άρα δεν έχεις μάθει κάτι καινούριο για κείνη;» «Δυστυχώς όχι, η δύναμη δεν ήταν μαζί μου.» Το δωμάτιό της ήταν πράγματι υπερβολικά μονότονο και αδιάφορο. Αντιθέτως, το δωμάτιο της Γιολάντα, που βρισκόταν στον επόμενο διάδρομο και το οποίο είχαμε επίσης ερευνήσει προσεκτικά, ήταν γεμάτο με μοδάτα μπιχλι μπίδια, μυθιστορήματα, cd και αρκετά φανταχτερά παπούτσια. Ο υπολογιστής της είχε κάνει φτερά. Είχα ψάξει προσεκτικά το δωμάτιο της Μαχάλια, ανατρέχοντας συχνά σε φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί όταν μπήκε μέσα η μιλί- κηα, πριν τα βιβλία και τα διάφορα στοιχεία καταγραφουν και στα λουν για ανάλυση. Η πρόσβαση στο δωμάτιο είχε αποκλειστεί και αστυνομικοί απαγόρευαν στους φοιτητές να πλησιάσουν. Ό ταν όμως κοίταξα έξω από την πόρτα, πίσω από το μικρό σωρό με τα στεφάνια λουλουδιών, μπόρεσα να διακρίνω τους συμφοιτητές της Μαχάλια να συνωστίζονται και στις δυο άκρες του διαδρόμου, νεαροί άντρες και γυναίκες που φορούσαν τα διακριτικά των επισκεπτών σε εμφανές σημείο στα ρούχα τους. Ψιθύριζαν ο ένας στον άλλο. Είδα περισσότε ρους από έναν να σκουπίζουν τα δάκρυά τους. Δεν βρήκαμε ούτε σημειωματάρια ούτε ημερολόγια. Ο Ντατ είχε συγκατατεθεί στην αίτησή μου για avuypaqia από τα πανεπιστημια κά εγχειρίδια της Μαχάλια, τα οποία ήταν γεμάτα με μια πληθώρα σχολιασμών - απ’ό,τι φαινόταν, αυτή ήταν η αγαπημένη της μέθοδος μελέτης. Βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι μου. Ό ποιος κι αν ήταν εκεί νος που έβγαλε τα φωτοαντίγραφα, το είχε κάνει βιαστικά, με αποτέ λεσμα η γραφή του βιβλίου και τα χειρόγραφα σχόλια να έχουν αλλοι ωθεί. Ενώ μιλούσα στην Κόργουι, διάβαζα μερικές παραμορφωμένες γραμμές από τις τηλεγραφικές απόψεις της Μαχάλια σε ένα βιβλίο με τον τίτλο Η Ιστορία της Ουλ Κόμα από τους Ανθρώπους της. «Πώς είναι ο σύνδεσμός σου;» ρώτησε η Κόργουι. «Ο αντίστοιχος εγώ της Ουλ Κόμα;»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 185 «Βασικά νομίζω ότι εγώ είμαι εσύ εκείνου.» Η φράση δεν ήταν η καλύτερη που μπορούσα να βρω, αλλά γέλασε. «Πώς είναι τα γραφεία τους;» «Σαν τα δικά μας, με καλύτερα γραφικά είδη. Μου πήραν το όπλο.» Η αλήθεια είναι ότι το αστυνομικό τους τμήμα ήταν αρκετά πιο διαφορετικό από το δικό μας. Είχε πράγματι καλύτερο εξοπλισμό, αλλά επίσης ήταν μεγάλο και ανοιχτό, γεμάτο λευκοπίνακες και θέ σεις εργασίας από τις οποίες συζητούσαν και λογομαχούσαν οι αστυ νομικοί που κάθονταν δίπλα δίπλα. Αν και είμαι σίγουρος ότι οι πε ρισσότεροι τοπικοί μύ,ίτσια πρέπει να είχαν ενημερωθεί για τον ερχο μό μου, προκαλούσα την έντονη περιέργειά τους καθώς ακολουθούσα τον Ντατ περνώντας το γραφείο του -ήταν αρκετά υψηλόβαθμος ώστε να έχει το δικό του δωματιάκι- για να πάμε στο γραφείο του διοικητή του. Ο συνταγματάρχης Μουσάι με είχε υποδεχτεί αδιάφορα, μιλώ ντας για ένα πολύ καλό σημάδι αλλαγής των σχέσεων μεταξύ των χω ρών μας, προάγγελο μελλοντικής συνεργασίας, για το ότι οποιαδήπο τε βοήθεια χρειαζόμουν να μη δίσταζα, και μετά με είχαν αναγκάσει να τους παραδώσω το όπλο μου. Αυτό δεν είχε προσυμφωνηθεί και προσπάθησα να αντιδράσω, αλλά τα παράτησα γρήγορα για να μη χαλάσω τις σχέσεις μας από τόσο νωρίς. Ό ταν είχαμε φύγει από εκεί, είχαμε πάει σε ένα άλλο δωμάτιο γεμάτο με όχι και τόσο φιλικά βλέμματα. «Γεια σου, Ντατ» είχε πει κάποιος χαιρετώντας τον καθώς περνούσαμε, αγνοώντας εμένα. «Είμαι κόκκινο πανί, έτσι δεν είναι;» είχα ρωτήσει και ο Ντατ είχε απαντήσει «Μην παρεξηγείσαι τόσο εύκολα. Μην ξεχνάς ότι είσαι από την Μπες. Τι περίμενες;» «Μπάσταρδοι!» είπε η Κόργουι. «Δεν το πιστεύω ότι έκαναν κάτι τέτοιο.» «Η άδεια οπλοφορίας μου δεν ισχύει στην Ουλ Κόμα, η επίσκεψή μου έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και τα λοιπά και τα λοιπά.» Άνοιξα ■ το ντουλάπι δίπλα από το κρεβάτι. Δεν είχε ούτε καν μια βίβλο. Δεν ήξερα αν αυτό οφειλόταν στο ότι η Ουλ Κόμα δεν ασχολούνταν με τη θρησκεία ή στην επιρροή των πλέον ανίσχυρων αλλά σεβαστών Ναϊτών.
1 8 6 China Mieville «Μπάσταρδοι. Άρα δεν έχουμε τίποτα νεότερο;» «Θα σε ειδοποιήσω αν προκόψει κάτι.» Έ ριξα μια ματιά στις συν θηματικές φράσεις που είχαμε συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε -Έχω πεθυμήσει τα ζυμαρικά της Μπες = Έχω μπλέξει, Έχω κάτι στο μυαλό μου = Ξέρω ποιος το έκανε- δεν ήταν καθόλου κατάλληλες. «Αισθάνομαι τελείως ηλίθια» μου είχε πει όταν τις σκεφτήκαμε. «Το ξέρω» της είχα απαντήσει «κι εγώ το ίδιο. Πρέπει όμως.» Δεν μπορούσαμε να υποθέ σουμε ότι οι συνομιλίες μας δεν θα παρακολουθουνταν από εκείνη την άγνωστη δύναμη που μας είχε χειριστεί έντεχνα στην Μπεσέλ. Τι είναι πιο ανόητο και παιδιάστικο, να υποθέτεις ότι υπάρχει κάποια συνωμοσία ή ότι δεν υπάρχει τίποτα; «Ίδιος καιρός με την πατρίδα εδώ» είπα. Γέλασε. Η χρήση αυτής της στερεότυπης φράσης σήμαινε ουδέν νεότερο. «Και τώρα;» «Πάμε στο Μπολ Γι’αν.» «Τι; Τώρα;» «Δυστυχώς όχι. Ή θελα να πάω νωρίτερα σήμερα, αλλά δεν το κα νόνισαν και τώρα είναι πολό αργά.» Αφού είχα κάνει ντους, έφαγα και τριγύρισα στο μικρό, κοινότοπο δωμάτιο, διερωτώμενος αν θα ανα γνώριζα μια συσκευή ηχητικής παρακολούθησης ακόμα κι αν την έβλεπα, πήρα τρεις φορές τον αριθμό που μου είχε δώσει ο Ντατ μέχρι να καταφέρω να τον βρω. «Τίαντορ» μου είχε πει. «Με συγχωρείς, έπαιρνες τηλέφωνο; Ή μουν πηγμένος, προσπαθούσα να συμμαζέψω κάτι εκκρεμότητες. Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;» «Ήθελα να δω πώς θα συνεχίσουμε. Σχετικά με την επίσκεψη στο χώρο της ανασκαφής...» «Ωχ, σκατά, έχεις δίκιο. Άκου, Τίαντορ, δεν πρόκειται να πάμε απόψε.» «Μα δεν τους είπες ότι θα πάμε;» «Τους είπα ότι μάλλον θα πάμε. Κοίτα, θα χαρουν που θα πάνε σπίτια τους και δεν θα χρειαστεί να μας περιμένουν. Θα πάμε αύριο πρωί πρωί.»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 187 «Και σχετικά με την πως-τη-λένε Ροντρίγκεζ;» «Ακόμα δεν έχω πειστεί ότι έχει... όχι, δεν επιτρέπεται να το πω αυτό, έτσι δεν είναι; Δεν έχω πειστεί πως το γεγονός ότι δεν μπορούμε να τη βρούμε είναι ύποπτο, πώς σου φαίνεται αυτό; Δεν έχουν περάσει και πολλές μέρες. Αν όμως και αύριο δεν μπορούμε να τη βρούμε και δεν απαντάει στα ι-μέιλ της, τα μηνυματά της και τα λοιπά, τότε τα πράγματα θα δείχνουν σίγουρα χειρότερα. Τότε θα βάλουμε το τμή μα Αγνοούμενων Προσώπων να ασχοληθεί.» «Άρα...» «Άρα, κοίτα, δεν θα μπορέσω να περάσω από κει απόψε. Μπο ρείς... Έ χεις διάφορα να κάνεις, έτσι δεν είναι; Λυπάμαι γι’ αυτό, αλλά έχω ένα σωρό πράγματα να τακτοποιήσω, αντίγραφα από τις σημειώσεις μας, και κείνες οι πληροφορίες που ήθελες για το Μπολ Γι’αν, την πανεπιστημιουπολη και όλα αυτά. Έχεις υπολογιστή; Έχεις πρόσβαση στο διαδίκτυο;» «...Ναι.» Ένας υπηρεσιακός φορητός υπολογιστής και μια ξενοδο χειακή σύνδεση έθερνετ που κόστιζε δέκα δηνάρια η βραδιά. «Ωραία λοιπόν. Και είμαι σίγουρος πως έχουν υπηρεσία βιντεοπα- ραγγελίας. Για να μη σε πιάσουν οι μοναξιές.» Γέλασε. ΔΙΑΒΑΣΑ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟ Ανάμεσα στην Πόλη και την Πόλη αλλά σταμάτησα. Ο συνδυασμός πληροφοριών, ιστορικών λεπτομερειών, και προκατει λημμένων συνεπώς, ήταν κουραστικός. Παρακολούθησα λίγη τηλεόρα ση της Ουλ Κόμα. Υπήρχαν περισσότερες ταινίες απ’ό,τι στην τηλεό ραση της Μπεσέλ, καθώς και περισσότερα και πιο θορυβώδη τηλεπαι χνίδια. Όλα, ένα-δυο κανάλια πριν ή μετά από ειδησεογραφικές ανα φορές για τις επιτυχίες του προέδρου Ουλ Μακ και τα πακέτα της Νέας Αναμόρφωσης: επισκέψεις στην Κίνα και την Τουρκία, εμπορι κές αποσιολές στην Ευρώπη, έπαινοι από κάποιους στο ΔΝΤ, δυσανα- σχέτηση από την Ουάσινγκτον. Οι κάτοικοι της Ουλ Κόμα είχαν εμμο νή με τα οικονομικά. Ποιος μπορούσε να τους κατηγορήσει; «Γιατί όχι, Κόργουι;» Πήρα έναν χάρτη και σιγουρεύτηκα ότι όλα μου τα έγγραφα, η ταυτότητα της ηολισζάι, το διαβατήριο και η βίζα
1 8 8 China Mieville μου βρίσκονταν στην εσωτερική μου τσέπη. Καρφίτσωσα το διακρι τικό του επισκέπτη στο πέτο μου και βγήκα έξω στο κρύο. Τώρα υπήρχε το νέον. Παντού γύρω μου, σε κόμβους και σπείρες, εξάλειφε τα αδύναμα φώτα της μακρινής πατρίδας μου. Ζωηρές ομι λίες στα Τλιταν. Τη νύχτα ήταν μια πόλη πιο πολύβουη από την Μπε- σέλ. Τώρα μπορούσα να δω τις φιγούρες που δούλευαν στο σκοτάδι και μέχρι τώρα ήταν αόρατες σκιές. Μπορούσα να δω τους άστεγους να κοιμούνται στρωματσάδα σε παράδρομους, τους άπορους της Ουλ Κόμα με τους οποίους εμείς στην Μπεσέλ είχαμε πια εξοικειωθεί. Τους αντιμετωπίζαμε ως παρεισφρήσεις που αγνοούσαμε και περ νούσαμε από πάνω ή γύρω τους. Διέσχισα τη γέφυρα Γουαχίντ, ενώ στα αριστερά μου περνούσαν τρένα. Κοίταξα το ποτάμι που εδώ ονομαζόταν Σαχ-Έιν. Άραγε το νερό αλληλοπλέκεται με το ίδιο το νερό; Αν ήμουν στην Μπεσέλ, όπως ήταν αυτοί οι περαστικοί που δεν έβλεπα, θα κοίταζα τον ποταμό Κολίνιν. Το Μπολ Γι’αν ήταν αρκετά μακριά από το «Χίλτον», μία ώρα δρόμος από την οδό Μπαν Γι. Ή ξερα ότι περνούσα από δρόμους της Μπεσέλ που τους γνώριζα καλά, δρόμους με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ ό,τι οι τοποταυτίσεις τους στην Ουλ Κόμα. Τους αγνόησα, αλλά ήξερα ότι τα σοκάκια πέρα από την οδό Μάντρας ανήκαν μόνο στην Μπεσέλ και ότι οι άντρες που μπαινόβγαιναν κρυ φά εκεί πήγαιναν στις φτηνότερες πόρνες της Μπεσέλ, τις οποίες, αν δεν κατάφερνα να αγνοήσω, ίσως τις διέκρινα σαν φαντάσματα με μίνι φούστες σε εκείνη τη σκοτεινιά της Μπεσέλ. Πού βρίσκονταν οι οίκοι ανοχής της Ουλ Κόμα, κοντά σε ποιες γειτονιές της Μπεσέλ; Κάποτε, στην αρχή της σταδιοδρομίας μου, είχα αναλάβει την αστυ νόμευση ενός φεστιβάλ μουσικής σε ένα αλληλοπλεγμένο πάρκο. Η έξαψη των παρευρισκόμενων έφτασε σε τέτοιο σημείο, που πολλοί προχώρησαν σε δημόσια συνουσία. Εγώ και ο συνάδελφος που είχα τότε δεν είχαμε κατορθώσει να αποτρέψουμε την ψυχαγωγία των πε ραστικών της Ουλ Κόμα, τους οποίους προσπαθούσαμε να αγνοήσου με και οι οποίοι περνούσαν προσεκτικά πάνω από ζευγάρια που πη διόντουσαν, αγνοώντας τα σχολαστικά.
Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 189 Σκέφτηκα να πάρω χον υπόγειο, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ (δεν έχουμε στην Μπεσέλ), αλλά θα μου έκανε καλό να περπατήσω. Έλεγ ξα τα Ίλιτάν μου κρυφακούγοντας κάποιες συνομιλίες. Είδα κατοί κους της Ουλ Κόμα να με αγνοούν, λόγω του ντυσίματός μου και του τρόπου που κινούμουν, να αντιλαμβάνονται καθυστερημένα το δια κριτικό του επισκέπτη που φορούσα και στη συνέχεια να με βλέπουν. Υπήρχαν παρέες νεαρών της Ουλ Κόμα έξω από θορυβώδη μαγαζιά με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Κοίταξα, μπορούσα να δω, αεροθάλαμοι, μικρά, κάθετα τοποθετημένα αερόπλοια, συγκρατημένα από πλαίσια με δοκούς στήριξης. Κάποτε αποτελούσαν υπερυψωμένες αστικές σκοπιές για φύλαξη από μια πιθανή επίθεση· τις τελευταίες δεκαετίες ήταν κακόγουστα νοσταλγικά μνημεία- σήμερα χρησίμευαν για την ανάρτηση διαφημιστικών πινακίδων. Ακούστηκε ο ήχος μιας σειρήνας τον οποίο αγνόησα αμέσως. Ή ταν ένα αυτοκίνητο της ηολισζάι που περνούσε. Αντί γι’ αυτό, επι κεντρώθηκα στους ντόπιους, οι οποίοι ανέκφραστα και με βιαστικές κινήσεις έκαναν σιην άκρη για να το αφήσουν να περάσει. Αυτό ήταν το χειρότερο είδος παρείσφρησης. Είχα σημειώσει τη θέση του Μπολ Γι’αν στο χάρτη μου. Πριν έρθω στην Ουλ Κόμα, είχα σκεφτεί να πάω στην τοποταύτιση της ανασκαφής, στη φυσική αντιστοίχιση του χώρου στην Μπεσέλ, και να ρίξω συμπτωματικά μια ματιά, όμως δεν θέλησα να το διακινδυνεύσω. Δεν πήγα καν στα όρια, εκεί όπου τα ερείπια και το πάρκο αποτελούν, έστω και για πολύ λίγο, έδαφος της Μπεσέλ. Ασήμαντος, έλεγε ο κόσμος, όπως και οι υπόλοιποι από τους αρχαιολογικούς μας χώρους. Η συντριπτική πλειονότητα των σπουδαιότερων αρχαιολογικών χώρων βρισκόταν στο έδαφος της Ουλ Κόμα. Πέρασα ένα κτίριο ευρωπαϊκής τεχνοτροπίας της Ουλ Κόμα, κοί ταξα κάτω στην πλαγιά -είχα προσχεδιάσει τη διαδρομή-, είδα την οδό Τίαν Ούλμα σε όλο το μήκος της, άκουσα το μακρινό ήχο (από την άλλη πλευρά των συνόρων, δεν πρόλαβα να τον αγνοήσω) από το καμπανάκι ενός τραμ που πέρναγε το δρόμο στην Μπεσέλ, μισό χι λιόμετρο μπροστά μου, στη χώρα όπου γεννήθηκα, και είδα στο ορο
1 9 0 China Mieville πεδίο στο τέλος του δρόμου, κάτω από το μισοφέγγαρο, το πάρκο και τα ερείπια του Μπολ Γι’αν. Τα περιέβαλλαν φράχτες από σανίδες, αλλά επειδή βρισκόμουν ψηλότερα, μπορούσα να δω πάνω από αυτους τους τοίχους. Ένα ανι σοϋψές τοπίο με δέντρα και λουλούδια. Κάποια κομμάτια του ήταν πιο άγρια, άλλα πιο περιποιημένα. Στο βορειότερο άκρο του πάρκου, εκεί που βρίσκονταν και τα ερείπια, εκείνο που αρχικά έμοιαζε με έρημη έκταση ήταν ένας θαμνότοπος διάσπαρτος με αρχαία σπαράγ ματα πεσμένων ναών, διαδρόμους σκεπασμένους με καραβόπανο που συνέδεαν μεγάλες τέντες και προκατασκευασμένες εγκαταστάσεις γραφείων, σε κάποια από τα οποία τα φώτα ήταν ακόμα αναμμένα. Το έδαφος φανέρωνε σημάδια ανασκαφών. Το μεγαλύτερο μέρος της εκσκαφής ήταν κρυμμένο και προστατευμένο από χοντρές τέντες. Φώτα λαμπύριζαν διάστικτα στο σκοτάδι. Κάποιες λάμπες ήταν σπα σμένες και δεν διέχεαν τίποτα, παρά μόνο περισσότερο σκοτάδι. Είδα μορφές να κινούνται. Φυλακές ασφαλείας, που προστάτευαν αυτές τις κάποτε λησμονημένες αναμνήσεις. Σε κάποια σημεία η βλάστηση του πάρκου και τα χαλάσματα του ίδιου του αρχαιολογικού χώρου διακό πτονταν απότομα από τις πίσω πλευρές κτιρίων, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονταν στην Ουλ Κόμα (αλλά κάποια όχι), τα οποία έμοιαζαν να συνωστίζονται πνίγοντας το χώρο, πνίγοντας την ιστορία. Η ανασκαφή στο Μπολ Γι’αν είχε περίπου έναν χρόνο ακόμα πριν η ασφυκτική αναγκαιότητα εξάπλωσης της πόλης τη στραγγαλίσει. Τα χρήματα θα διαπερνούσαν το φτιαγμένο από σανίδα και αυλακωτή λαμαρίνα φράχτη, και με επίσημες δηλώσεις λύπης και αναγκαιότη τας θα ξεφύτρωνε στην Ουλ Κόμα άλλο ένα (αλληλοπλεγμένο με την Μπεσέλ) συγκρότημα γραφείων. Κοίταξα στο χάρτη μου τη διαδρομή και την απόσταση μεταξύ του Μπολ Γι’αν και των γραφείων του πανεπιστημίου της Ουλ Κόμα που είχαν παραχωρηθεί στο Τμήμα Αρχαιολογίας του Πρινς οφ Γουέιλς. «Έι, εσϋ!» Ή τα ν ένας αστυνομικός της μιΧίτσια, με το χέρι στη λαβή του όπλου του. Έ νας συνάδελφός του βρισκόταν ένα βήμα πί σω του.
Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 191 «Τι κάνεις εδώ;» Με κοίταξαν προσεκτικά. «Κοίτα.» Ο αστυνομικός που στεκόταν πίσω έδειξε το διακριτικό του επισκέπτη στα ρούχα μου. «Τι κάνεις εδώ;» «Με ενδιαφέρει η αρχαιολογία.» «Εμένα μου λες. Ποιος είσαι;» Έκανε μια σ φ ά κα με τα δάχτυλά του για να του δείξω τα χαρτιά μου. Οι λιγοστοί πεζοί από την Μπες πέρασαν, πιθανώς ασυνείδητα, στην άλλη μεριά του δρόμου. Λίγα πράγματα προκαλουν μεγαλύτερη ανησυχία απ’ ό,τι μια κοντινή, ξέ νη φασαρία. Ή ταν αργά, αλλά υπήρχαν μερικοί περαστικοί από την Ουλ Κόμα αρκετά κοντά ώστε να ακούσουν τη συνομιλία και δεν προ- σποιήθηκαν ότι δεν άκουγαν. Ορισμένοι σταμάτησαν για να δουν. «Είμαι...» Τους έδωσα τα χαρτιά μου. «Τία Ντερ Μπόρλο.» «Κάπως έτσι.» «Αστυνομία;» Με κοίταξαν ολότελα μπερδεμένοι. «Βρίσκομαι εδώ βοηθώντας τη μιλήαια σε μια διεθνή έρευνα. Προ τείνω να τηλεφωνήσετε σιον ανώτερο ντετέκτιβ Ντατ της Ομάδας Δολοφονιών.» «Σκατά.» Απομακρύνθηκαν λίγο ώστε να μην τους ακούω και μίλη σαν μεταξύ τους. Ο ένας είπε κάτι στον ασύρματο. Ή ταν πολύ σκο τεινά για να μπορέσω να φωτογραφίσω το Μπολ Γι’αν με την κάμερα του φτηνού κινητού μου. Μου ήρθε η μυρωδιά από κάποιο έντονα καρυκευμένο φαγητό του δρόμου. Έτεινε όλο και περισσότερο να γίνει η μυρωδιά που χαρακτήριζε την Ουλ Κόμα. «Εντάξει, επιθεωρητή Μπόρλου.» Ο ένας τους μου έδωσε πίσω τα έγγραφα. «Συγγνώμη γι’ αυτό που έγινε» είπε ο συνάδελφός του. «Δεν πειράζει.» Έδειχναν ενοχλημένοι και περίμεναν. «Έτσι κι αλ λιώς, επέστρεφα στο ξενοδοχείο μου» είπα. «Θα σε συνοδεύσουμε, επιθεωρητή.» Δεν μπορούσα να τους μετα πείθω. Το επόμενο πρωί που ήρθε ο Ντατ για να με πάρει, δεν είπε τίπο τα πέρα από αβρότητες όταν μπήκε στην τραπεζαρία και με βρήκε να
1 9 2 China Mieville δοκιμάζω το «Παραδοσιακό Τσάι της Ουλ Κόμα», το οποίο ήταν αρωματισμένο με γλυκιά κρέμα και κάποιο δυσοσμο μυρωδικό. Με ρώτησε πώς ήταν το δωμάτιο. Μόνο αφού είχα μπει στο αυτοκίνητό του και το ξεκίνησε απότομα, πιο γρήγορα και πιο βίαια απ’ ό,τι ο οδηγός του την προηγούμενη μέρα, μου είπε τελικά: «Θα προτιμούσα να μην το είχες κάνει αυτό χτες το βράδυ.» ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ του προγράμματος «Αρχαιολογία της Ουλ Κόμα» του πανεπιστημίου Πρινς οφ Γουέιλς βρίσκονταν κυ ρίως στο Μπολ Γι’αν. Πήγα στον αρχαιολογικό χώρο για δεύτερη φο ρά μέσα σε λιγότερο από δώδεκα ώρες. «Δεν μας έχω κλείσει ραντεβού» είπε ο Ντατ. «Μίλησα με τον καθηγη τή Ρόσαμπουξ, τον επικεφαλής του προγράμματος. Ξέρει ότι ξαναρχό μαστε, τους υπόλοιπους όμως οκέφτηκα ότι κάπου θα τους πετΰχουμε.» Σε αντίθεση με τη μακρινή θέα που είχα την προηγούμενη νύχτα, από κοντά οι τοίχοι έκρυβαν τελείως τον αρχαιολογικό χώρο. Υπήρ χαν μιλίτσια σε διάφορα σημεία εξωτερικά και φυλακές ασφαλείας στο εσωτερικό. Το σήμα του Ντατ μας έφερε κατευθείαν στο μικρό συγκρότημα προχειροφτιαγμένων γραφείων. Είχα έναν κατάλογο με το προσωπικό και τους φοιτητές. Πρώτα πήγαμε στο γραφείο του Μπερνάρνι Ρόσαμπουξ. Ή ταν ένας λεπτός, νευρώδης άντρας περί που δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ο οποίος μιλούσε τα Τλιταν με έντονη προφορά Κεμπέκ. «Είμαστε όλοι συντετριμμένοι» μας είπε. «Δεν την ήξερα την κοπέ λα, ξέρετε. Την έβλεπα μόνο στο κοινόχρηστο δωμάτιο. Μόνο ποια είναι.» Το γραφείο του βρισκόταν σε ένα τροχόσπιτο, φάκελοι και βιβλία σε προσωρινά ράφια, φωτογραφίες του από διάφορους χώ ρους ανασκαφών. Ακούσαμε νεαρούς να περνάνε απέξω κουβεντιάζο ντας. «Θα σας βοηθήσουμε φυσικά όσο μπορούμε. Πολλούς από τους φοιτητές δεν τους γνωρίζω. Ό χ ι αρκετά. Αυτή τη στιγμή έχω τρεις φοιτητές υποψήφιους για διδακτορικό. Ο ένας είναι στον Καναδά, οι άλλοι δυο νομίζω βρίσκονται εκεί.» Έδειξε προς τη μεριά της κόριας ανασκαφής. «Αυτοΰς τους ξέρω.»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 193 «Και η Ροντρίγκεζ.» Με κοίταξε δείχνοντας μπερδεμένος. «Γιολά- ντα; Ή ταν μαθήτρια σας; Την έχετε δει;» «Δεν ανήκει στους τρεις δικούς μου, επιθεωρητή. Πολύ φοβάμαι άτι δεν μπορώ να σας πω πολλά πράγματα. Έχουμε... έχει χαθεί;» «Ναι. Τι γνωρίζετε για κείνη;» «Ω, Θεέ μου. Έ χει χαθεί; Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτή. Τη Μαχάλια Γκίαρι την ήξερα εξ ονόματος φυσικά, αλλά ουσιαστικά δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, παρά μόνο σε κάποιο πάρτι καλωσορίσματος καινού ριων φοιτητών που είχε γίνει πριν από κάποιους μήνες.» «Ήταν πολύ παλιάτερα» είπε ο Ντατ. Ο Ράσαμπουξ τον κοίταξε. «Είδατε; Είναι αδύνατον να υπολογίσεις το πέρασμα του χρόνου. Αλήθεια είχε γίνει πολύ παλιάτερα; Αυτά που μπορώ να σας πω για κείνη τα ξέρετε ήδη. Η επιτηρήτριά της είναι αυτή που μπορεί πραγ ματικά να σας βοηθήσει. Έχετε γνωρίσει την Ισαμπέλε;» Είπε στη γραμματέα του να μας τυπώσει μια λίστα προσωπικού και φοιτητών. Δεν του είπα ότι είχαμε ήδη μία. Κρίνοντας από τα ονόμα τα, και όπως επέβαλλε ο νόμος, δύο από τους αρχαιολόγους που ανα φέρονταν σιη λίσια ήταν από την Ουλ Κόμα. «Έχει άλλοθι για την Γκίαρι» είπε ο Ντατ όταν φύγαμε. «Είναι ένας από τους ελάχιστους που έχουν. Έγινε αργά τη νύχτα και, όπως κατα λαβαίνεις, οι περισσότεροι δεν μπορούν να αποδείξουν τίποτα. Σχε δόν κανένας δεν έχει άλλοθι που να μπορεί να υποστηρίξει. Ο καθη γητής είχε τηλεφωνική διάσκεψη με έναν συνάδελφό του ο οποίος βρισκόταν σε διαφορετική χρονική ζώνη την ώρα περίπου της δολο φονίας. Το επιβεβαιώσαμε.» Ψάχναμε να βρούμε το γραφείο της Ισαμπέλε Νάνοι, όταν κάποιος φώναξε τ’ όνομά μου. Έ νας κομψός άντρας λίγο μεγαλύτερος από εξήντα, με γκρίζα γενειάδα και γυαλιά, ερχόταν βιαστικά προς το μέρος μας περνώντας ανάμεσα από πρόχειρα δωμάτια. «Είστε ο επι θεωρητής Μπόρλου;» Έ ριξε μια ματιά στον Ντατ αλλά, όταν είδε τα διακριτικά της Ουλ Κόμα, με ξανακοίταξε. «Ακόυσα ότι μπορεί να ερχόσασταν. Χαίρομαι που τυχαίνει να σας συναντήσω. Είμαι ο Ντέ- ιβιντ Μποντέν.»
194 China Mievilli: «Καθηγητή Μποντέν.» Έσφιξα το χέρι του. «Απολαμβάνω το βι βλίο σας.» Έδειξε φανερά ξαφνιασμένος. Κούνησε το κεφάλι του. «Υποθέτω αναφέρεστε στο πρώτο μου βιβλίο. Κανένας δεν αναφέρεται στο δεύ τερο.» Άφησε το χέρι μου. «Αυτό θα μπορούσε να σας οδηγήσει στη φυλακή, επιθεωρητή.» Ο Ντατ με κοίταζε έκπληκτος. «Που είναι το γραφείο σας, καθη- γητά; Είμαι ο ανώτερος ντετέκτιβ Ντατ. Θα ήθελα να σας μιλήσω.» «Δεν έχω γραφείο, ντετέκτιβ Ντατ. Έ ρχομαι εδώ μόνο μια φορά την εβδομάδα. Και μη με αποκαλείτε καθηγητή. Απλά διδάκτωρ. Ή έστω Ντέιβιντ.» «Πόσο θα μείνετε σήμερα, διδάκτωρ;» ρώτησα. «Θα μπορούσαμε να σας μιλήσουμε λίγο;» «Θα... φυσικά, επιθεωρητή. Αν το θέλετε. Ό πω ς είπα, όμως, δεν έχω γραφείο. Συνήθως συναντάω τους φοιτητές στο διαμέρισμά μου.» Μου έδωσε μια κάρτα και, όταν ο Ντατ έδειξε να ξαφνιάζεται, έδωσε και σε κείνον μία. «Ο αριθμός μου βρίσκεται στην κάρτα. Αν θέλετε, μπορώ να περιμένω. Μάλλον θα βρούμε κάποιο μέρος να μιλήσουμε.» «Άρα δεν ήρθατε για να δείτε εμάς;» ρώτησα. «Όχι, σας βρήκα κατά τύχη. Κανονικά σήμερα δεν θα έπρεπε να ήμουν εδώ, αλλά η φοιτήτρια που επιτηρώ δεν εμφανίστηκε χτες και σκέφτηκα ότι μπορεί να τη βρω εδώ.» «Η φοιτήτρια που επιτηρείτε;» είπε ο Ντατ. «Ναι. Μου εμπιστεύονται μόνο τη συγκεκριμένη.» Χαμογέλασε. «Γι’ αυτό και δεν έχω γραφείο.» «Πώς λέγεται η φοιτήτριά σας;» «Τ’ όνομά της είναι Γιολάντα, ντετέκτιβ. Γιολάντα Ροντρίγκεζ.» Τρομοκρατήθηκε όταν του είπαμε ότι δεν μπορούσε να τη βρει κανείς. Τραύλισε προσπαθώντας να πει κάτι. «Χάθηκε; Μετά απ’ό,τι συνέβη στη Μαχάλια, τώρα η Γιολάντα; Ω, Θεέ μου, ξέρετε τι-» «Το ψάχνουμε» είπε ο Ντατ. «Μη βγάζετε βιαστικά συμπεράσματα.»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 195 Ο Μποντέν έδειχνε συγκλονισμένος. Παρόμοιες αντιδράσεις συνα ντήσαμε και από τους συναδέλφους του. Συναντήσαμε έναν έναν τους τέσσερις ακαδημαϊκούς που υπήρχαν στο χώρο της ανασκαφής, πε ριλαμβανόμενου του Θάου’τι, του ανώτερου από τους δυο αρχαιολό γους της Ουλ Κόμα, ενός νέου, λιγομίλητου άντρα. Μόνο η Ισαμπέλε Νάνοι, μια ψηλή καλοντυμένη γυναίκα με δυο διαφορετικά ζευγάρια γυαλιά περασμένα με κορδόνια στο λαιμό της, γνώριζε ότι η Γιολάντα είχε εξαφανιστεί. «Χαίρομαι που σας συναντώ, επιθεωρητή, ντετέκτιβ.» Έσφιξε το χέρι μας. Είχα διαβάσει την κατάθεσή της. Υποστήριζε ότι βρισκόταν στο σπίτι της την ώρα που δολοφονήθηκε η Μαχάλια, αλλά δεν μπο ρούσε να το αποδείξει. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω» έλεγε συνεχώς. «Πείτε μας για τη Μαχάλια. Έχω την αίσθηση ότι ήταν πασίγνω στη εδώ, μόνο ο διευθυντής σας δεν την ξέρει.» «Όχι και τόσο, τώρα πια» είπε η Νάνσι. «Κάποτε, ίσως. Ο Ρόσα- μπουξ σας είπε πως δεν τη γνωρίζει; Αυτό είναι λίγο... ανειλικρινές. Είχε ταράξει λίγο τα νερά.» «Στο συνέδριο» είπα. «Στην Μπεσέλ.» «Ακριβώς. Στα νότια. Ή ταν κι αυτός εκεί. Οι περισσότεροι από εμάς είχαν πάει. Εγώ, ο Ντέιβιντ, ο Μάρκους, η Ασίνα. Ό πω ς και να χει, είχε συγκεντρώσει τα βλέμματα σε περισσότερες από μία συνε δριάσεις, κάνοντας ερωτήσεις για τις ντισένσι, για την Παράβαση, για τέτοια πράγματα. Τίποτα ρητά παράνομο, αλλά κάπως προσβλητικό, θα μπορούσες να πεις. Πράγματα που θα περίμενες από το Χόλι- γουντ ή κάτι τέτοιο, και όχι από τους ερευνητές της Ουλ Κόμα ή της προ-Σχίσματος περιόδου ή ακόμα και της Μπεσέλ. Μπορούσες να δεις ότι όλες οι μεγάλες προσωπικότητες που είχαν έρθει για την έναρξη των διαδικασιών, να προσφωνήσουν τις εκδηλώσεις και όλα αυτά, είχαν αρχίσει να παραξενεύονται. Κάποια στιγμή τελικά, εκεί νη ξεσπαθώνει και αρχίζει να ωρύεται περί της Ορσίνι. Ο Ντέιβιντ έρχεται φυσικά σε δύσκολη θέση, το πανεπιστήμιο ντροπιάζεται και κείνη παραλίγο να την πετάξουν έξω με τις κλοτσιές. Υπήρχαν κά
196 China Mieville ποιοι αντιπρόσωποι από την Μπεσέλ που έκαναν ολόκληρη φασαρία για το όλο θέμα.» «Αλλά τελικά δεν την έδιωξαν;» «Πιστεύω πως ο κόσμος σκέφτηκε ότι ήταν ακόμα νέα. Κάποιος όμως πρέπει να την έβαλε κάτω και να της είπε δυο λογάκια, γιατί μετά καταλάγιασε. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν ότι οι αντίστοιχοι αντι πρόσωποι της Ουλ Κόμα, κάποιοι από τους οποίους είχαν έρθει, πρέ πει να συμφωνούσαν με τους ομολόγους τους από την Μπες που είχαν γίνει έξω φρένων. Ό ταν έμαθα ότι επέστρεφε για να κάνει το διδακτο ρικό της μαζί μας, είχα ξαφνιαστεί που με τέτοιες αμφίβολες απόψεις τής είχαν επιτρέψει την είσοδο. Ό μω ς τα είχε αφήσει όλα αυτά. Πεί τε μου, έχετε καμιά υποψία για το τι συνέβη στη Γιολάντα;» Ο Ντατ κι εγώ κοιταχτήκαμε. «Δεν είμαστε ακόμα βέβαιοι ότι της έχει συμβεί κάτι» είπε ο Ντατ. «Το ψάχνουμε.» «Μάλλον δεν είναι τίποτα» έλεγε ξανά και ξανά. «Συνήθως όμως τη βλέπω τριγύρω, κι έχουν περάσει μερικές μέρες, νομίζω, που δεν έχει φανεί. Αυτό είναι που με κάνει... νομίζω σας είπα ότι η Μαχάλια είχε εξαφανιστεί για λίγο, πριν... βρεθεί.» «Γνωρίζονταν μεταξύ τους;» ρώτησα. «Ήταν οι καλύτερες φίλες.» «Κάποιος που μπορεί να γνωρίζει κάτι;» «Έβλεπε έναν ντόπιο νεαρό. Η Γιολάντα, εννοώ. Έτσι λένε οι φή μες. Δεν ξέρω όμως ποιος είναι.» «Επιτρέπεται αυτό;» ρώτησα. «Είναι ενήλικες, επιθεωρητή, ντετέκτιβ Ντατ. Είναι νεαροί ενήλι κες, συμφωνώ, αλλά δεν μπορούμε να τους το απαγορεύσουμε. Εμείς, χμ, τους μαθαίνουμε πόσο επικίνδυνη και δύσκολη είναι η ζωή στην Ουλ Κόμα, πόσο μάλλον ο έρωτας, αλλά το τι κάνουν όσο είναι εδώ...» Ανασήκωσε τους ώμους της. Ο Ντατ χτύπησε το πόδι του νευρικά όταν της μίλησα. «Θα ήθελα να τους μιλήσω» είπε. Κάποιοι βρίσκονταν στη μικρή, πρόχειρη βιβλιοθήκη διαβάζοντας άρθρα. Ό ταν αργότερα η Νάνοι μας οδήγησε στο χώρο της κυρίας
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 197 ανασκαφής, είδαμε και κάποιους άλλους που στέκονταν, κάθονταν και εργάζονταν σε κείνη τη βαθιά τρύπα με τις κατακόρυφες πλευρές. Κοίταξαν ψηλά, κάτω από ένα πλέγμα λεπτών σχοινιών που διακρι- νόταν στις σκιές. Εκείνη η σκούρα γραμμή - υπολείμματα κάποιας αρχαίας φωτιάς; Και κείνη η λευκή; Γύρω από εκείνη τη μεγάλη τέντα υπήρχαν άγριες θαμνώδεις εκτά σεις γεμάτες αγκάθια και αγριόχορτα, ανάμεσα σε διάσπαρτα, αρχι τεκτονικά θραύσματα. Η ανασκαφή είχε σχεδόν το μέγεθος ενός γη πέδου ποδοσφαίρου και ήταν χωρισμένη σε τομείς μέσω του πλέγμα τος των σχοινιών. Ο πυθμένας της ήταν σκαμμένος σε διάφορα βάθη, όλα με επίπεδο δάπεδο. Η συμπαγής γη που αποτελούσε τον πυθμένα διακοπτόταν από ανόργανα σχήματα, παράξενα αναδυόμενα ανιικεί- μενα: θρυμματισμένα αγγεία, άτεχνα και περίτεχνα αγαλματίδια, χάλκινα, οξειδωμένα μηχανήματα. Οι φοιτητές κοίταξαν ψηλά από τα τμήματα στα οποία βρίσκονταν, ο καθένας σε διαφορετικό βάθος, ανάμεσα από τα σχοινιά που οριοθετούσαν τους χώρους, κρατώντας μυτερές σπάτουλες και μαλακές βούρτσες. Δυο από τα αγόρια κι ένα κορίτσι ήταν γκοθ, κάτι πολύ πιο σπάνιο στην Ουλ Κόμα απ’ό,τι στην Μπεσέλ ή στις χώρες τους. Θα πρέπει να τραβούσαν όλη την προσο χή. Χαμογελούσαν γλυκά στον Ντατ και σε μένα, πίσω από έντονη βαφή ματιών και λάσπη αιώνων. «Εδώ βλέπετε τι κάνουμε» είπε η Νάνοι. Στεκόμασταν σε κάποια απόσταση από τις εκσκαφές. Κοίταξα κάτω τους πολλούς δείκτες σή μανσης που ήταν τοποθετημένοι στο σκαμμένο χώμα. «Καταλαβαίνε τε πώς είναι τα πράγματα εδώ; Κάτω από το χώμα θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε.» Μιλούσε αρκετά σιγανά ώστε οι φοιτητές της, αν και πρέπει να καταλάβαιναν ότι κουβεντιάζαμε, να μην μπορούν να καταλάβουν τι λέμε. «Δεν έχουμε βρει ποτέ γραπτές αναφορές από την Πρόδρομη Εποχή, εκτός από κάποια ποιητικά αποσπάσματα από τα οποία δεν μπορούμε να βγάλουμε νόημα. Έχετε ακουστά τους Γκαλιμόφριαν; Όταν βρέθηκαν τα πρώτα προ-Σχίσματος ευρήματα και αφού η πι θανότητα αρχαιολογικού λάθους αποκλείστηκε απρόθυμα» γέλασε «ο
1 9 8 China Mieville κόσμος τους δημιούργησε για να εξηγήσει τι ήταν όλα αυτά τα πράγ ματα που έβγαιναν από τη γη. Έ νας υποθετικός πολιτισμός πριν την Ουλ Κόμα και την Μπεσέλ, ο οποίος έβγαλε με συστηματικές ανα- σκαφές όλα τα τεχνουργήματα της περιοχής, από χιλιάδες χρόνια πριν έως τις συλλογές με τα σερβίτσια των γιαγιάδων τους, τα ανακά τεψε όλα μαζί και τα έθαψε πάλι, ή τα ξεφορτώθηκε.» Η Νάνοι με είδε που την κοίταζα. «Δεν υπήρξαν» μου είπε καθη- συχαστικά. «Αυτό το ξέρουμε τώρα. Οι περισσότεροι από μας τουλά χιστον. Αυτό» έδειξε την τρύπα «Λεν είναι ανακάτεμα. Είναι τα απο- μεινάρια ενός υλικου πολιτισμού. Απλά δεν είμαστε ακόμα απολύτως σίγουροι ποιου πολιτισμού. Χρειάστηκε να μάθουμε ότι δεν έπρεπε να προσπαθούμε να βρούμε μια αλληλουχία. Έ πρεπε απλά να κοι τάξουμε.» Αντικείμενα από ένα ευρυ φάσμα εποχών, όλα μαζί. Κανένας από τους πολιτισμούς της ευρυτερης περιοχής δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στους τοπικούς προ-Σχίσματος κατοίκους -εκείνους τους πα ράξενους άντρες και γυναίκες, τους πολίτες-μάγους σύμφωνα με τα παραμυθία, που εφάρμοζαν ξόρκια στα απορρίμματά τους, που χρη σιμοποιούσαν αστρολάβους που θα εντυπώσιαζαν τον Άρζασελ, τον Άραβα αστρονόμο, ή ακόμα και τους αστρονόμους του Μεσαίωνα, σκευή από πηλό, πέτρινους πελέκεις που θα μπορούσε να είχε φτιάξει ο πρωτόγονος προ-προπάππους μου, γρανάζια, περίπλοκα σχεδιασμέ να έντομα-παιχνίδια-, των οποίων τα ερείπια βρίσκονται σε διάφορα σημεία κάτω από την Ουλ Κόμα, και πιο σπάνια κάτω από την Μπεσέλ. «Από δω ο ανώτερος ντετέκτιβ Ντατ τι\\ςμύίτσια και ο επιθεωρητής Μπόρλου της ηολισζάι» έλεγε η Νάνσι στους φοιτητές που βρίσκονταν μέσα στην τρύπα. «Ο επιθεωρητής Μπόρλου βρίσκεται εδώ για να βοηθήσει στην έρευνα του... του τι συνέβη στη Μαχάλια.» Αρκετοί αναστέναξαν. Ο Ντατ διέγραφε ονόματα κι εγώ έκανα το ίδιο, καθώς οι φοιτητές έρχονταν ένας ένας να μας μιλήσουν στο κοι νόχρηστο δωμάτιο. Ό λοι τους είχαν ξαναπεράσει τη διαδικασία, όμως ήρθαν πειθήνια σαν πρόβατα και απάντησαν σε ερωτήσεις που πρέπει να είχαν βαρεθεί να ακουνε.
Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 199 «Ανακουφίστηκα όταν κατάλαβα ότι έχετε έρθει για τη Μαχάλια» είπε η γυναίκα με την γκοθ εμφάνιση. «Το ξέρω πως δεν ακουγεται ωραίο. Νόμιζα όμως ότι είχατε βρει τη Γιολάντα και ότι κάτι της είχε συμβεί.» Το όνομά της ήταν Ρεμπέκα Σμιθ Ντέιβις, ήταν πρωτοετής και δούλευε στην ανακατασκευή πήλινων σκευών. Την πήραν τα κλά ματα όταν άρχισε να μιλάει για τη νεκρή φίλη της και τη χαμένη φίλη της. «Νόμιζα ότι την είχατε βρει και... ξέρετε, ότι ήταν...» «Δεν είμαστε καν βέβαιοι ότι η Ροντρίγκεζ έχει εξαφανιστεί» είπε ο Ντατ. «Έτσι λέτε. Όμως, ξέρετε... με τη Μαχάλια και όλα αυτά...» Κούνησε το κεφάλι της. «Και οι δυο τους ασχολούνταν με περίεργα πράγματα.» «Ορσίνι;» είπα. «Ναι. Και διάφορα άλλα. Αλλά ναι, με την Ορσίνι. Αν και η Γιολά ντα ασχολούνταν περισσότερο μ’ αυτά τα πράγματα απ’ό,τι η Μαχά λια. Ο κόσμος έλεγε ότι η Μαχάλια ήταν κάποτε πολύ βαθιά μπλεγ μένη μ’ όλα αυτά όταν πρωτοξεκίνησε, αλλά φαντάζομαι ότι τώρα ασχολούνταν πολύ λιγότερο.» Επειδή ήταν νεότεροι και διασκέδαζαν μέχρι αργά, πολλοί από τους φοιτητές είχαν άλλοθι για τη νύχτα του θανάτου της Μαχάλια, σε αντίθεση με τους καθηγητές τους. Κάποια ακαθόριστη στιγμή, ο Ντατ ανακήρυξε επισήμως τη Γιολάντα αγνοούμενο πρόσωπο και οι ερω τήσεις του έγιναν πιο ακριβείς, οι σημειώσεις του μεγαλύτερες. Δεν ωφεληθήκαμε και πολύ. Κανένας δεν ήταν σίγουρος πότε την είχε δει για τελευταία φορά, παρά μόνο ότι δεν την είχε δει για μέρες. «Έχετε κάποια ιδέα για το τι μπορεί να συνέβη στη Μαχάλια;» Ο Ντατ ρώτησε όλους τους φοιτητές. Εισπράτταμε το ένα όχι μετά το άλλο. «Δεν πιστεύω σε συνωμοσίες» είπε ένα από τα αγόρια. «Αυτό που συνέβη ήταν... απίστευτα φριχτό. Όμως, ξέρετε, η θεωρία ότι υπάρ χει κάποιο μεγάλο μυστικό...» Κούνησε το κεφάλι του. Αναστέναξε. «Η Μαχάλια ήταν... μπορούσε να εξοργίσει έναν άνθρωπο και ό,τι έγινε έγινε επειδή πήγε στο λάθος μέρος της Ουλ Κόμα με το λάθος άνθρωπο.» Ο Ντατ κρατούσε σημειώσεις.
200 China M ieville «Όχι» είπε μια κοπέλα. «Κανένας δεν την ήξερε. Μπορεί να νόμι ζες πως την ήξερες, αλλά μετά συνειδητοποιούσες ότι ασχολούνταν με όλα εκείνα τα μυστικά πράγματα για τα οποία δεν ήξερες τίποτα. Νομίζω πως τη φοβόμουν λιγάκι. Τη συμπαθούσα, αλήθεια, ήταν όμως κάπως ζωηρή. Και έξυπνη. Μπορεί να έβλεπε κάποιον. Κανέναν τρελό ντόπιο. Κάτι τέτοιο θα έκανε... Ασχολούνταν με περίεργα πράγ ματα. Την έβλεπα πάντα στη βιβλιοθήκη -έχουμε κάτι κάρτες ανά γνωσης για τη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου- και κράταγε όλες εκεί νες τις μικρές σημειώσεις στα βιβλία της.» Έκανε μικρές κινήσεις γραψίματος και κούνησε το κεφάλι της, καλώντας μας να συμφωνή σουμε ότι αυτό ήταν πολύ παράξενο. «Περίεργα πράγματα;» είπε ο Ντατ. «Ω, ξέρεις, ακούς διάφορα.» «Σίγουρα κάποιον εξόργισε.» Η νεαρή γυναίκα μίλησε δυνατά και γρήγορα. «Κάποιον από τους τρελάρες. Ξέρετε για την πρώτη φορά που πήγε στις πόλεις; Πέρα στην Μπεσέλ; Παραλίγο να μπλέξει σε καβγά. Με κάτι ακαδημαϊκούς και κάτι πολιτικούς. Σε κάποιο αρχαιο λογικό συνέδριο. Είναι δύσκολο να κάνεις κάτι τέτοιο. Είναι εντυπω σιακό που κατάφερε να την αφήσουν να επιστρέφει.» «Οροίνι.» «Ορσίνι;» είπε ο Ντατ. «Ναι.» Ο τελευταίος ομιλητής ήταν ένα αδύνατο και καθωσπρέπει αγόρι. Φορούσε ένα λερωμένο με λάσπες μπλουζάκι που είχε τυπωμένο κάτι που έμοιαζε με χαρακτήρα παιδικού τηλεοπτικού προγράμματος. Το όνομά του ήταν Ρόμπερτ. Μας κοίταξε θλιμμένα. Ανοιγόκλεισε απε γνωσμένα τα μάτια του. Τα Ίλιτάν του δεν ήταν καλά. «Σε πειράζει να του μιλήσω στ’ αγγλικά;» είπα στον Ντατ. «Όχι» είπε εκείνος. Έ να αντρικό κεφάλι ξεπρόβαλε από το άνοιγμα της πόρτας και μας κοίταξε. «Συνέχισε εσύ» μου είπε ο Ντατ. «Θα γυρίσω σε ένα λεπτό.» Έ φυγε, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. «Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησα το αγόρι.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 201 «Ο διδάκτορας Ουλ Χουαν» είπε. Ο έτερος των ακαδημαϊκών από την Ουλ Κόμα που εργαζόταν στην ανασκαφή. «Θα βρείτε ποιος το έκανε;» Θα απαντούσα με τις συνηθισμένες, ευγενικές, ανούσιες βε βαιότητες, αλλά έδειχνε πολύ ταραγμένος για να τις ακούσει. Με κοί ταξε και δάγκωσε τα χείλη του. «Σας παρακαλώ» είπε. «Τι εννοούσες όταν είπες Ορσίνι;» τον ρώτησα τελικά. «Εννοώ» κούνησε το κεφάλι του «δεν ξέρω. Το σκέφτεσαι συνέχεια και σε κάνει νευρικό. Ξέρω ότι είναι ανόητο, αλλά η Μαχάλια ήταν παλιά πολΰ μπλεγμένη σ’ αυτό το θέμα, και η Γιολάντα μπλεκόταν όλο και περισσότερο -τσακωνόμασταν συνέχεια μαζί της εξαιτίας αυ- του- και μετά εξαφανίζονται και οι δυο...» Χαμήλωσε το βλέμμα και έκλεισε τα μάτια με το χέρι του, σαν να μην είχε τη δύναμη να τα ανοιγοκλείσει. «Εγώ ήμουν εκείνος που τηλεφώνησε για τη Γιολάντα. Αφού δεν μπορούσα να τη βρω. Δεν ξέρω» είπε. «Απλά σε βάζει σε σκέψεις.» Δεν είχε τίποτα άλλο να πει. «ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ» είπε ο Ντατ. Μου έδειχνε το δρόμο ανάμεσα σιους διαδρόμους των γραφείων για να ξαναβγουμε έξω από το Μπολ Γι’αν. Κοίταξε τις ατέλειωτες σημειώσεις που είχε κρατήσει και τακτοποίησε τις επαγγελματικές κάρτες και τα χαρτάκια με τα τηλέφωνα. «Δεν ξέρω ακόμα τι ακριβώς έχουμε, αλλά έχουμε κάποια πράγματα. Πιθανώς. Σκατά.» «Τίποτα από τον Ουλ Χουαν;» ρώτησα. «Τι; Όχι.» Μου έριξε μια ματιά. «Επιβεβαίωσε τα περισσότερα από αυτά που είπε η Νάνοι.» «Ξέρεις τι έχει ενδιαφέρον που δεν μας είπαν;» «Ε; Δεν σε πιάνω» είπε ο Ντατ. «Σοβαρά, Μπόρλου» είπε καθώς πλησιάζαμε στην πύλη. «Τι εννοείς;» «Αυτή ήταν μια ομάδα παιδιών από τον Καναδά, σωστά;» «Οι περισσότεροι. Ένας είναι Γερμανός, ένας Γιάνκης.» «Άρα όλοι τους Αγγλο-Ευρω-Αμερικανοί. Ας μην κοροϊδευόμαστε - μπορεί να μας φαίνεται λίγο αγενές, αλλά ξέρουμε και οι δυο τι συναρπάζει πιο πολύ τους επισκέπτες της Μπεσέλ και της Ουλ Κόμα.
2 0 2 China Mieville Πρόσεξες ποιο πράγμα δεν ανέφερε κανένας τους, για κανέναν λόγο, οΰτε καν για να το συσχετίσουν με κάτι;» «Τι θέλεις να...» Ο Ντατ σταμάτησε. «Παράβαση.» «Κανείς τους δεν ανέφερε την Παράβαση. Λες και αισθάνονταν άβολα. Γνωρίζεις καλά, όπως κι εγώ, ότι σε κανονικές συνθήκες αυ τό είναι το ένα και μοναδικό πράγμα για το οποίο ενδιαφέρονται οι ξένοι. Σίγουρα οι άνθρωποι εδώ έχουν εξοικειωθεί κάπως καλύτερα απ’ ό,τι οι συμπατριώτες τους, αλλά και πάλι.» Κάναμε νόημα στους φυλακές που άνοιξαν την πύλη για να τους ευχαριστήσουμε και βγή καμε έξω. Ο Ντατ κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά. «Αν κάποιος που γνωρίζαμε εξαφανιζόταν ξαφνικά, χωρίς να αφήσει ούτε ένα αναθεματισμένο ίχνος και χωρίς κανένας να το περιμένει, όπως τώ ρα, είναι ένα από τα πράγματα που θα σκεφτόμασταν, έτσι δεν εί ναι; Ό σο κι αν δεν το θέλαμε» είπα. «Φαντάσου εκείνους που το βρίσκουν πολύ δυσκολότερο απ’ό,τι εμείς να μην παραβιάζουν κάθε λεπτό.» «Αστυνόμοι!» Ή ταν κάποιος από το προσωπικό ασφαλείας, ένας αθλητικός νέος άντρας, με κούρεμα μοϊκάνα στο στιλ του Ντέιβιντ Μπέκαμ. Ή ταν νεότερος από τους περισσότερους συναδέλφους του. «Περιμένετε μια στιγμή.» Πλησίασε τρέχοντας προς το μέρος μας. «Ήθελα απλά να μάθω» είπε. «Ερευνάτε τη δολοφονία της Μαχά- λια Γκίαρι, έτσι δεν είναι; Ή θελα να μάθω... ήθελα να μάθω αν ξέρε τε τίποτα. Αν έχετε βρει κάτι. Μπορεί να έχουν φύγει;» «Γιατί;» είπε μετά από λίγο ο Ντατ. «Εσυ ποιος είσαι;» «Εγώ, κανένας, κανένας. Απλά... Είναι λυπηρό, είναι φριχτό, και όλοι μας, εγώ και οι υπόλοιποι από εμάς, τους φυλακές, αισθανόμα στε άσχημα και θέλουμε να ξέρουμε αν, αυτός που, αν αυτός που το έκανε...» «Με λένε Μπόρλου» είπα. «Εσυ πώς λέγεσαι;» «Με λένε Άικαμ. Άικαμ Τσοΰε.» «Ήσουν φίλος της;» «Εγώ, ναι, ήμουν λίγο. Ό χ ι πραγματικά, αλλά ξέρετε, την ήξερα. Λέγαμε ένα γεια. Απλά θέλω να μάθω αν έχετε βρει τίποτα.»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 203 «Και να έχουμε βρει, Αικαμ, δεν μπορούμε να σου πούμε» είπε ο Ντατ. «Όχι τώρα» είπα. Ο Ντατ με κοίταξε. «Πρέπει πρώτα να ξεκαθα ρίσουμε τι έχει γίνει. Καταλαβαίνεις. Θα μπορούσαμε όμως να σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις;» Για μια στιγμή έδειξε ανήσυχος. «Δεν ξέρω τίποτα. Αλλά δεν με πειράζει. Ανησυχούσα μήπως φυ γουν από την πόλη, μήπως περάσουν τη μιλίτσια. Αν υπήρχε τρόπος να κάνουν κάτι τέτοιο. Υπάρχει;» Τον έβαλα να γράψει τον αριθμό του τηλεφώνου του στο σημειω ματάριό μου πριν επιστρέφει στη θέση του. Ο Ντατ κι εγώ τον παρα κολουθούσαμε καθώς απομακρυνόταν. «Ανακρίνατε τους φυλακές;» ρώτησα ενώ κοιτούσα τον Τσουε. «Φυσικά. Τίποτα το ιδιαίτερο. Υπάρχουν φυλακές ασφαλείας, αλ λά αυτός εδώ ο χώρος είναι υπό την αιγίδα του Υπουργείου και οι έλεγχοι είναι λίγο πιο αυστηροί από το συνηθισμένο. Οι περισσότεροι είχαν άλλοθι για τη νύχτα που δολοφονήθηκε η Μαχάλια.» «Είχε και αυτός;» «Θα το κοιτάξω, αλλά δεν θυμάμαι να είχε τ’ όνομά του κόκκινη ένδειξη, άρα μάλλον είχε.» Ό ταν ο Αικαμ Τσουε έφτασε στην πύλη, γύρισε και μας είδε να παρακολουθούμε. Σήκωσε διατακτικά το χέρι του για να μας αποχαι- ρετήσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ ΑΝ ΒΑΛΕΙΣ ΤΟΝ ΝΤΑΤ ΝΑ ΚΑΤΣΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ-βασικά ήταν τεϊ οποτείο, γιατί βρισκόμασταν στην Ουλ Κόμα- η επιθετική του ενέρ γεια κάπως εξασθενεί. Εξακολουθούσε να χτυπάει τα νευρικά δάχτυ λά του στην άκρη του τραπέζιου με έναν πολύπλοκο ρυθμό που δεν θα μπορούσα να αντιγράψω, αλλά συνάντησε το βλέμμα μου χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του. Άκουγε προσεκτικά και έκανε σοβαρές προτάσεις στο πώς θα έπρεπε να κινηθούμε. Έστριβε το κεφάλι του για να διαβάσει τις σημειώσεις που έγραφα. Λάμβανε μηνύματα από το κέντρο του. Ενώ καθόμασταν εκεί, έκανε μια πραγματικά μεγάλη προσπάθεια να κρύψει το γεγονός ότι δεν με συμπαθούσε. «Πισιεύω πως πρέπει να θέσουμε ένα πρωτόκολλο σχετικά με τις ανακρίσεις» ήταν το μόνο που είπε όταν καθίσαμε. «Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι...» - μουρμούρισα μια μασημένη συγγνώμη. Οι υπάλληλοι του τεϊοποτείου δεν δέχονταν να πάρουν χρήματα από τον Ντατ - και αυτός δεν επέμεινε και πολύ. «Ειδική έκπτωση για τη μ,ιλίτσια» είπε η σερβιτόρα. Το μαγαζί ήταν γεμάτο. Ο Ντατ κοίτα ξε ένα υπερυψωμένο τραπέζι δίπλα από το μπροστινό παράθυρο μέ χρι να αντιληφθεί το επίμονο βλέμμα του ο άντρας που καθόταν εκεί, ο οποίος σηκώθηκε και καθίσαμε εμείς. Είχαμε θέα σε έναν σταθμό του μετρά. Ανάμεσα στις διάφορες αφίσες που ήταν κολλημένες σε έναν διπλανό τοίχο, υπήρχε και μια που είδα και στη συνέχεια αγνό ησα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν η αφίσα που είχα κανονίσει να εκτυπωθεί για να αναγνωρίσουμε τη Μαχάλια. Δεν ήξερα αν είχα δί
Search
Read the Text Version
- 1
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- 8
- 9
- 10
- 11
- 12
- 13
- 14
- 15
- 16
- 17
- 18
- 19
- 20
- 21
- 22
- 23
- 24
- 25
- 26
- 27
- 28
- 29
- 30
- 31
- 32
- 33
- 34
- 35
- 36
- 37
- 38
- 39
- 40
- 41
- 42
- 43
- 44
- 45
- 46
- 47
- 48
- 49
- 50
- 51
- 52
- 53
- 54
- 55
- 56
- 57
- 58
- 59
- 60
- 61
- 62
- 63
- 64
- 65
- 66
- 67
- 68
- 69
- 70
- 71
- 72
- 73
- 74
- 75
- 76
- 77
- 78
- 79
- 80
- 81
- 82
- 83
- 84
- 85
- 86
- 87
- 88
- 89
- 90
- 91
- 92
- 93
- 94
- 95
- 96
- 97
- 98
- 99
- 100
- 101
- 102
- 103
- 104
- 105
- 106
- 107
- 108
- 109
- 110
- 111
- 112
- 113
- 114
- 115
- 116
- 117
- 118
- 119
- 120
- 121
- 122
- 123
- 124
- 125
- 126
- 127
- 128
- 129
- 130
- 131
- 132
- 133
- 134
- 135
- 136
- 137
- 138
- 139
- 140
- 141
- 142
- 143
- 144
- 145
- 146
- 147
- 148
- 149
- 150
- 151
- 152
- 153
- 154
- 155
- 156
- 157
- 158
- 159
- 160
- 161
- 162
- 163
- 164
- 165
- 166
- 167
- 168
- 169
- 170
- 171
- 172
- 173
- 174
- 175
- 176
- 177
- 178
- 179
- 180
- 181
- 182
- 183
- 184
- 185
- 186
- 187
- 188
- 189
- 190
- 191
- 192
- 193
- 194
- 195
- 196
- 197
- 198
- 199
- 200
- 201
- 202
- 203
- 204
- 205
- 206
- 207
- 208
- 209
- 210
- 211
- 212
- 213
- 214
- 215
- 216
- 217
- 218
- 219
- 220
- 221
- 222
- 223
- 224
- 225
- 226
- 227
- 228
- 229
- 230
- 231
- 232
- 233
- 234
- 235
- 236
- 237
- 238
- 239
- 240
- 241
- 242
- 243
- 244
- 245
- 246
- 247
- 248
- 249
- 250
- 251
- 252
- 253
- 254
- 255
- 256
- 257
- 258
- 259
- 260
- 261
- 262
- 263
- 264
- 265
- 266
- 267
- 268
- 269
- 270
- 271
- 272
- 273
- 274
- 275
- 276
- 277
- 278
- 279
- 280
- 281
- 282
- 283
- 284
- 285
- 286
- 287
- 288
- 289
- 290
- 291
- 292
- 293
- 294
- 295
- 296
- 297
- 298
- 299
- 300
- 301
- 302
- 303
- 304
- 305
- 306
- 307
- 308
- 309
- 310
- 311
- 312
- 313
- 314
- 315
- 316
- 317
- 318
- 319
- 320
- 321
- 322
- 323
- 324
- 325
- 326
- 327
- 328
- 329
- 330
- 331
- 332
- 333
- 334
- 335
- 336
- 337
- 338
- 339
- 340
- 341
- 342
- 343
- 344
- 345
- 346
- 347
- 348
- 349
- 350
- 351
- 352
- 353
- 354
- 355
- 356
- 357
- 358
- 359
- 360
- 361
- 362
- 363
- 364
- 365
- 366
- 367
- 368
- 369
- 370
- 371
- 372
- 373
- 374
- 375
- 376
- 377
- 378
- 379
- 380
- 381
- 382
- 383
- 384
- 385
- 386
- 387
- 388