ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ Δεν ΗΤΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ ΧΩΡΙΣ ΗΧΟΥΣ. Δεν ήταν χωρίς παρεισφρήσεις. Υπήρχαν παρουσίες μέσα του που μου έκαναν ερωτήσεις τις οποίες δεν μπορούσα να απαντήσω, ερωτήσεις που αντιλαμβανόμουν ως επιτακτι κές και στις οποίες αποτύγχανα. Εκείνες οι φωνές μου έλεγαν ξανά και ξανά, Παράβαση. Αυτό που με είχε αγγίξει δεν με έστειλε σε μια σιωπή χωρίς σκέψεις, αλλά σε μια ονειρική αρένα όπου ήμουν το θήραμα. Τ θ ΘΥΜΗΘΗΚΑ ΑΥΤΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ. Τη στιγμή που ξύπνησα δεν είχα την αίσθηση του χρόνου που είχε περάσει. Έκλεισα τα μάτια μου στους αλληλοπλεγμένους δρόμους των Παλιών Πόλεων. Τα άνοιξα ξανά παλεύοντας να ανασάνω, μέσα σε ένα δωμάτιο. Ή ταν γκρίζο, χωρίς διακόσμηση. Ή ταν ένα μικρό δωμάτιο. Ή μουν σε ένα κρεβάτι, όχι, ήμουν από πάνω του. Ή μουν ξαπλωμέ νος πάνω από τα σκεπάσματα φορώντας ρούχα που δεν αναγνώριζα. Ανακάθισα. Γκρίζο πάτωμα από τραχύ ελαστικό υλικό, ένα παράθυρο που έρι χνε φως πάνω μου, ψηλοί γκρίζοι τοίχοι, λερωμένοι και ραγισμένοι σε διάφορα σημεία. Ένα γραφείο και δυο καρέκλες. Σαν ένα πρόχειρο δωμάτιο γραφείου. Ένα ημισφαιρικό περίβλημα κάμερας από σκού ρο γυαλί στην οροφή. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος. Στεκόμουν εκεί, ανοιγόκλεινα τα μάτια μου, χωρίς να αισθάνομαι όσο αδύναμος θα περίμενα να είμαι. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Το παράθυρο ήταν πολύ ψηλά για να μπορέσω να δω έξω. Πήδηξα ψηλά,
3 0 8 ChinaMieville κάτι το οποίο έφερε μια μικρή ζαλάδα στο κεφάλι μου, αλλά το μόνο που είδα ήταν ουρανός. Τα ρούχα που φορούσα ήταν καθαρά και χωρίς κανένα απολύτως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Μου έκαναν αρκετά καλά. Τότε θυμήθηκα αυτό που ήταν μαζί μου στο σκοτάδι, και ο ρυθμός της καρδιάς και της αναπνοής μου άρχισε να γίνεται γρηγορότερος. Η απόλυτη ησυχία ήταν εκνευριστική. Άρπαξα το χαμηλότερο άκρο του παραθύρου και τραβήχτηκα προς τα πάνω, ενώ τα μπράτσα μου έτρεμαν. Χωρίς να έχω κάτι να ακουμπήσω τα πόδια μου, δεν μπορούσα να μείνω σε αυτή τη στάση για πολύ. Από κάτω μου απλώ νονταν οροφές. Σκεπές με πλάκες, δορυφορικά πιάτα, επίπεδο τσιμέ ντο, δοκοί στήριξης και κεραίες, οι σταγονοειδείς θόλοι, σπειροειδείς πύργοι, αεροθάλαμοι, οι πλάτες από κάτι που μπορούσε να είναι γκαργκόιλ. Δεν μπορούσα να καταλάβω πού ήμουν, ούτε τι μπορεί να με φρουρούσε απέξω, παρακολουθώντας με από την κάμερα. «Κάθισε.» Στο άκουσμα της φωνής έπεσα με δύναμη κάτω. Σηκώθηκα με δυσκολία στα πόδια μου και γύρισα. Κάποιος στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας. Με το φως πίσω του, ήταν σαν ένα κομμάτι από σκοτάδι, μια μαυρίλα. Ό ταν προχώρησε προς τα μέσα, είδα ότι ήταν ένας άντρας δεκαπέντε με είκοσι χρόνια μεγαλύτερος μου. Σκληρός και τετράγωνος, με ρούχα τόσο ακαθόρι στα όσο τα δικά μου. Ή ταν κι άλλοι πίσω του: μια γυναίκα οτην ηλι κία μου κι άλλος ένας άντρας λίγο μεγαλύτερος. Τα πρόσωπά τους ήταν εντελώς ανέκφραστα. Έμοιαζαν με ανθρωπόμορφο πηλό, λίγο πριν ο Θεός φυσήξει ζωή μέσα του. «Κάθισε.» Ο μεγαλύτερος άντρας έδειξε μια καρέκλα. «Φύγε από τη γωνία.» Ή ταν αλήθεια. Είχα κολλήσει στη γωνία. Το συνειδητοποίησα. Ηρέμησα την αναπνοή μου και όρθωσα το σώμα μου. Απομάκρυνα τα χέρια μου από τους τοίχους. Στάθηκα με αξιοπρέπεια. Μετά από αρκετή ώρα είπα: «Τι ντροπή.» Μετά: «Με συγχωρείτε.» Κάθισα εκεί που μου υπέδειξε ο άντρας. Ό ταν μπόρεσα να ελέγξω τη φωνή μου, είπα: «Είμαι ο Τίαντορ Μπόρλου. Εσείς;»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 309 Καθόταν και με κοίταζε, με το κεφάλι γερμένο στη μια μεριά, αφη- ρημένος και περίεργος σαν πουλί. «Παράβαση» είπε. «ΠΑΡΑΒΑΣΗ» ΕΙΠΑ. Ανέπνευσα με δυσκολία. «Ναι, Παράβαση.» Μετά από λίγη ώρα είπε: «Τι περίμενες; Τι περιμένεις;» Ή ταν υπερβολικό; Κάποια άλλη στιγμή ίσως να μπορούσα να απαντήσω. Κοίταζα γύρω νευρικά σαν να περίμενα να δω κάτι σχεδόν αόρατο στις γωνίες. Έτεινε το δεξί του χέρι προς το μέρος μου, με το δείκτη και το μεσαίο του δάχτυλο να σχηματίζουν διχάλα, έδειξε τα μάτια μου και μετά τα δικά του: Κοίταζε με. Υπάκουσα. Ο άντρας με κοίταξε κάτω από τα φρύδια του. «Η κατάσταση» εί πε. Συνειδητοποίησα ότι και οι δυο μιλούσαμε Μπες. Δεν ακουγόταν σαν κάτοικος της Μπες, ούτε της Ουλ Κόμα, αλλά σίγουρα δεν ήταν Ευρωπαίος ή Βορειοαμερικανός. Η προφορά του ήταν επίπεδη. «Έκανες παραβίαση, Τίαντορ Μπόρλου. Βίαιη. Σκότωσες έναν άν θρωπο.» Με κοίταξε ξανά. «Πυροβόλησες από την Ουλ Κόμα κατευ θείαν στην Μπεσέλ. Γι’αυτό είσαι στην Παράβαση.» Έπλεξε τα χέρια του. Παρακολούθησα πώς κινούνταν τα λεπτά του κόκαλα κάτω από το δέρμα του: ακριβώς σαν τα δικά μου. «Τ’όνομά του ήταν Γιόρτζα- βιτς. Εκείνου που σκότωσες. Τον θυμάσαι;» «Εγώ...» «Τον ήξερες από πριν.» «Πώς το ξέρεις;» «Εσύ μας το είπες. Εξαρτάται από μας το πώς θα βυθιστείς στο σκοτάδι, το πόσο θα μείνεις εκεί, τι θα δεις και τι θα πεις όσο είσαι εκεί, πότε θα επανέλθεις. Αν επανέλθεις. Από πού τον ήξερες;» Κούνησα το κεφάλι μου, αλλά... «Από τους Αληθινούς Πολίτες» είπα ξαφνικά. «Ήταν εκεί όταν τους ανέκρινα.» Ή ταν αυτός που είχε καλέσει τον Γκοζ το δικηγόρο. Ή ταν ένας από τους σκληρούς, αλαζο- νικούς εθνικιστές. «Ήταν στρατιώτης» είπε ο άντρας. «Έξι χρόνια στις ένοπλες δυνά μεις της Μπεσέλ. Ελεύθερος σκοπευτής.»
310 China M ieville Δεν παραξενεύτηκα. Ή ταν μια εκπληκτική βολή. «Η Γιολάντα!» Σήκωσα το βλέμμα. «Χριστέ μου, ο Ντατ. Τι συνέβη;» «Ο ανώτερος ντετέκτιβ Ντατ δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να κινήσει πλήρως το δεξιό του βραχίονα, αλλά θα γίνει καλά. Η Γιολάντα Ρο- ντρίγκεζ είναι νεκρή.» Με παρατηρούσε. «Η βολή που χτύπησε τον Ντατ προοριζόταν για κείνη. Η δεύτερη βολή ήταν αυτή που τη βρή κε στο κεφάλι.» «Να πάρει ο διάολος.» Για λίγο μπορούσα μόνο να κοιτάζω κάτω. «Η οικογένειά της το ξέρει;» «Το ξέρει.» «Χτυπήθηκε κανένας άλλος;» «Όχι. Τίαντορ Μπόρλου, έκανες παραβίαση.» «Τη σκότωσε. Δεν ξέρετε τι άλλο έχει-» Ο άντρας έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας. Κουνούσα ήδη το κεφάλι μου απολογητικά, με απόγνωση, όταν είπε: «Ο Γιόρτζαβιτς δεν παραβίασε, Μπόρλου. Πυροβόλησε πάνω από τα σύνορα, στο Μέγαρο Ζεύξης. Ποτέ δεν παραβίασε. Οι δικηγόροι μπορεί να έρ θουν σε αντιπαράθεση: Το έγκλημα πραγματοποιήθηκε στην Μπεσέλ όπου πατήθηκε η σκανδάλη ή στην Ουλ Κόμα όπου χτύπησαν οι σφαίρες; Ή και στις δύο;» Άπλωσε τα χέρια του σε ένα εκλεπτυσμένο ποιος νοιάζεται; «Εκείνος δεν παραβίασε ποτέ. Εσύ το έκανες. Γι’ αυτό βρίσκεσαι τώρα εδώ, στην Παράβαση.» ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ, ήρθε φαγητό. Ψωμί, κρέας, φρούτο, τυρί, νερό. Αφού έφαγα, άρχισα να σπρώχνω και να τραβάω την πόρτα, αλλά δεν μπο ρούσα να την ανοίξω με κανέναν τρόπο. Ψηλάφισα τη βαφή της, αλλά μόνο ξεφλούδιζε - ή άνοιγε μ’έναν τρόπο πιο περίπλοκο απ’αυτό που μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω. Ο Γιόρτζαβιτς δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πυροβολούσα, ούτε καν ο πρώτος που σκότωνα, όμως δεν είχα σκοτώσει πολλούς. Δεν είχα ξανασκοτώσει κάποιον που δεν με σημάδευε με όπλο. Περίμενα να νιώσω τις τύψεις. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, αλλά ήταν λόγω του μέρους όπου βρισκόμουν, όχι λόγω ενοχής.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 311 Ήμουν μόνος για πολλή ώρα. Περπατούσα γύρω στο δωμάτιο, πα ρακολουθούσα την κάμερα που ήταν κρυμμένη στο ημικυκλικό περί βλημα. Τραβήχτηκα πάλι πάνω για να κοιτάξω ξανά από το παράθυ ρο τις σκεπές. Ό ταν η πόρτα ξανάνοιξε, είχε πέσει το λυκόφως. Μπή κε η ίδια τριάδα. «Ο Γιόρτζαβιτς» είπε ο μεγαλύτερος άντρας, ξανά στα Μπες. «Έκα νε παραβίαση κατά έναν τρόπο. Ό ταν τον πυροβόλησες, τον έκανες να παραβιάσει. Τα θύματα της παραβίασης πάντα παραβιάζουν. Αλληλε- πίδρασε έντονα με την Ουλ Κόμα. Έτσι ξέρουμε γι’ αυτόν. Είχε οδη γίες από κάπου. Ό χι από τους Αληθινούς Πολίτες. Τα πράγματα έχουν ως εξής» είπε. «Έκανες παραβίαση, οπότε μας ανήκεις.» «Τι γίνεται τώρα;» «Ό,τι θέλουμε εμείς. Παραβίασε, και είσαι δικός μας.» Μπορούσαν να με εξαφανίσουν χωρίς δυσκολία. Υπήρχαν μόνο φήμες για το τι μπορούσε να σημαίνει αυτό. Κανείς δεν άκουγε ούτε καν ιστορίες γι’ αυτούς που έπιανε η Παράβαση και -τι;- εξέτιαν την ποινή τους. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει είτε να είναι εντυπωσιακά μυ στικοπαθείς είτε δεν απελευθερώθηκαν ποτέ. «Επειδή εσύ ίσως δεν μπορείς να δεις τη δικαιοσύνη σε αυτό που κάνουμε, δεν σημαίνει ότι είναι άδικο, Μπόρλου. Αν θέλεις, μπορείς να το δεις όλο αυτό σαν τη δίκη σου.» «Πες μας τι έκανες και γιατί, και ίσως διακρίνουμε τρόπους για να προβούμε σε ενέργειες. Π ρέπει να διορθώσουμε μια παραβίαση. Πρέπει να γίνουν έρευνες: μπορούμε να μιλήσουμε σε εκείνους που δεν παραβίασαν, αν έχουν σχέση και το αποδείξουμε. Καταλαβαίνεις; Υπάρχουν ελαφρές και σκληρές κυρώσεις. Έχουμε το φάκελό σου. Είσαι αστυνομικός.» Τι ήταν αυτό που έλεγε; Αυτό μας έκανε συναδέλφους; Δεν μίλησα. «Γιατί το έκανες αυτό; Πες μας. Πες μας για τη Γιολάντα Ροντρί- γκεζ και για τη Μαχάλια Γκίαρι.» Δεν μίλησα για αρκετή ώρα, αλλά δεν είχα κανένα σχέδιο. «Γνωρί ζεις; Τι γνωρίζεις;» «Μπόρλου.»
3 1 2 China Mieville «Τι είναι εκεί έξω;» Έ δειξα την πόρτα. Την είχαν αφήσει λίγο ανοιχτή. «Ξέρεις που είσαι» είπε. «Θα δεις τι είναι εκεί έξω. Κάτω από ποιες συνθήκες, εξαρτάται από το τι θα πεις και θα κάνεις τώρα. Πες μας τι σε έφερε εδώ. Η θεωρία συνωμοσίας εκείνου του ανόητου που επα νεμφανίστηκε, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Μπόρλου, πες μας για την Ορσίνι.» Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΣΕ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΣΕΠΙΑΣ από το διάδρομο ήταν όλο κι όλο ό,τι άφηναν να με φωτίζει, μια σφήνα, μια φέτα ανεπαρκούς φω τισμού που κρατούσε τον ανακριτή μου στη σκιά. Μου πήρε ώρες να τους περιγράφω την υπόθεση. Δεν υποκρίθηκα, επειδή θα πρέπει να τα ήξεραν ήδη όλα. «Γιατί παραβίασες;» είπε ο άντρας. «Δεν το ήθελα. Ή θελα να δω πού πήγαινε ο δολοφόνος.» «Κι αυτό παραβίαση ήταν. Ή ταν στην Μπεσέλ.» «Ναι, μα ξέρεις... ξέρεις ότι αυτό συμβαίνει συνέχεια. 'Οταν χαμο γέλασε, το ύφος του, εγώ απλά... Σκεφτόμουν τη Μαχάλια και τη Γιο- λάντα...» Βημάτισα πιο κοντά προς την πόρτα. «Πώς ήξερε ότι θα βρίσκεστε εκεί;» «Δεν ξέρω» είπα. «Είναι εθνικιστής, και μάλιστα από τους τρελαμέ νους, αλλά προφανώς είχε γνωριμίες.» «Και πού υποτίθεται ότι κολλάει η Ορσίνι σε όλα αυτά;» Κοιταχτήκαμε. «Σου είπα ό,τι ξέρω» είπα. Κράτησα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου και κοίταξα πάνω από τα δάχτυλά μου. Ο άντρας και η γυναίκα στην πόρτα φαίνονταν να μην πολυπροσέχουν. Έτρεξα με ορμή καταπάνω τους, χωρίς προειδοποίηση, όπως πίστευα. Ένας τους -δεν ξέρω ποιος- με γράπωσε στον αέρα και με πέταξε πάνω στον απέναντι τοίχο και στη συνέχεια σωριάστηκα κάτω. Κάποιος με χτύπησε, πρέπει να ήταν η γυναίκα, γιατί το κεφάλι μου πήγε με φόρα προς τα πάνω και είδα πως ο άντρας στεκόταν ακόμα στην πόρτα. Ο μεγαλύτερος άντρας καθόταν στο τραπέζι και περίμενε. Η γυναίκα κάθισε πάνω στην πλάτη μου και μου έκανε κεφαλο
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 313 κλείδωμα. «Μπόρλου, είσαι στην Παράβαση. Σε αυτό το δωμάτιο δι εξάγεται η δίκη σου» είπε ο μεγαλύτερος άντρας. «Κι εδώ μπορεί να τελειώσει. Είσαι πέρα από το νόμο τώρα. Εδώ ζει η απόφαση, και η απόφαση είμαστε εμείς. Για άλλη μια φορά. Πες μας πώς αυτή η υπόθεση, αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι φόνοι, συνδέονται με αυτή την ιστορία για την Ορσίνι.» Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα είπε στη γυναίκα: «Τι κάνεις;» «Δεν πνίγεται» του είπε. Ό σο μου το επέτρεπε η λαβή της, γελούσα. «Αυτό δεν έχει σχέση με μένα» είπα στο τέλος, όταν μπόρεσα να μιλήσω. «Θεέ μου. Ερευνάτε την Ορσίνι.» «Δεν υπάρχει κανένα τέτοιο μέρος» είπε. «Έτσι μου λένε όλοι. Και παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να συμβαί νουν διάφορα, άνθρωποι εξακολουθούν να εξαφανίζονται ή να πεθαί νουν, κι αυτή η λέξη εμφανίζεται ξανά και ξανά, Ορσίνι.» Η γυναίκα με άφησε. Κάθισα στο πάτωμα και κούνησα το κεφάλι μου σε όλα αυτά. «Ξέρεις γιατί δεν ήρθε ποτέ σε σας;» είπα. «Η Γιολάντα; Πίστευε πως εσείς είστε η Ορσίνι. Αν έλεγες Πως γίνεται να υπάρχει κάποιο με'ρος ανάμεσα στην πόλη και την πόλη; εκείνη θα έλεγε Πιστεύεις στην Παρά βαση; Πού βρίσκεται λοιπόν; Αλλά είχε άδικο, έτσι δεν είναι; Δεν είστε η Ορσίνι.» «Δεν υπάρχει Ορσίνι.» «Τότε γιατί τα ρωτάτε όλα αυτά; Τ ι προσπαθούσα να αποφυγω τόσες μέρες; Μόλις είδα την Ορσίνι, ή κάτι που της μοιάζει πολύ, να πυροβολεί το συνεργάτη μου. Ξέρετε ότι παραβίασα. Τι σας νοιάζουν τα υπόλοιπα; Γιατί απλά δεν με τιμωρείτε;» «Όπως λέμε-» «Τι, αυτό είναι έλεος; Δικαιοσύνη; Κάνε μου τη χάρη. »Αν υπάρχει κάτι άλλο ανάμεσα στην Μπεσέλ και την Ουλ Κόμα, τότε ποια είναι η δική σας θέση; Κυνηγάτε. Επειδή ξαφνικά επέστρε ψε. Δεν ξέρετε που είναι η Ορσίνι, ή τι συμβαίνει. Είστε...»Ας πάει στο διάολο. «Είστε φοβισμένοι.»
3 1 4 ChinaMieville *** Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ έφυγαν και επέστρεψαν με έναν παλιό προβολέα ταινιών, σέρνοντας το καλώδιό του στο διάδρομο. Τον πείραξαν λιγάκι, έκανε έναν βόμβο και μετέτρεψε τον τοίχο σε οθόνη. Πρόβαλε σκηνές από μια ανάκριση. Μετακινήθηκα προς τα πίσω για να βλέπω καλύτερα, ενώ ακόμα καθόμουν στο πάτωμα. Ανακρινόμενος ήταν ο Μποντέν. Μερικά παράσιτα, άρχισε να μι λάει στα Ίλιταν, και είδα ότι οι ανακριτές του ήταν μύίτσια. «...δεν ξέρω τι συνέβη. Ναι, ναι, κρυβόμουν, επειδή κάποιος με κυνηγούσε. Κάποιος προσπαθούσε να με σκοτώσει. Κι όταν άκουσα ότι ο Μπόρλου και ο Ντατ θα έφευγαν από δω, δεν ήξερα αν μπορού σα να τους εμπιστευτώ, αλλά σκέφτηκα ότι ίσως μπορούσαν να βγά λουν και μένα.» «...όπλο;» Η φωνή του ανακριτή ήταν αλλοιωμένη. «Επειδή κάποιος προσπαθούσε να με σκοτώσει, γι’ αυτό. Ναι, είχα όπλο. Μπορείς να προμηθευτείς ένα στα μισά στενάκια της ανατολι κής Ουλ Κόμα, όπως ξέρεις πολύ καλά. Ζω εδώ για χρόνια, ξέρεις.» Κάτι. «Όχι.» «Γιατί όχι;» Αυτό ακούστηκε καθαρά. «Επειδή δεν υπάρχει Ορσίνι» είπε ο Μποντέν. Κάτι. «Λοιπόν, δεν δίνω δεκάρα τι πιστεύεις, ή τι πίστευε η Μαχά- λια, ή τι είπε η Γιολάντα, ή τι υπαινισσόταν ο Ντατ, και όχι, δεν έχω ιδέα ποιος με κυνηγάει. Αλλά δεν υπάρχει τέτοιο μέρος.» Ένας μεγάλος δυνατός θόρυβος από την αλλαγή ήχου-εικόνας και εμφανίστηκε ο Άικαμ. Το μόνο που έκανε ήταν να κλαψουρίζει. Του έκαναν ερωτήσεις αλλά εκείνος τις αγνοούσε και κλαψούριζε. Η εικόνα άλλαξε ξανά και ο Ντατ βρισκόταν στη θέση του Άικαμ. Δεν φορούσε στολή και ο βραχίονάς του ήταν δεμένος και κρεμόταν από το λαιμό του. «Δεν ξέρω, γαμώτο» φώναζε. «Γιατί ρωτάτε εμένα, διάολε; Πηγαί νετε να βρείτε τον Μπόρλου, γιατί απ’ ό,τι φαίνεται ξέρει κάτι παρα πάνω από μένα για το τι στο διάολο συμβαίνει. Ορσίνι; Ό χι, δεν πι
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 315 στεύω, να πάρει, γιατί δεν είμαι παιδάκι, αλλά ένα πράγμα είναι σί γουρο, τιαρότι είναι προφανές ότι η Ορσίνι είναι μια μπουρδα και μί ση, σίγουρα κάτι συμβαίνει, άνθρωποι μαθαίνουν πληροφορίες τις οποίες δεν θα έπρεπε να μπορούν, και άλλοι εξακολουθούν να πυρο- βολουνται στο κεφάλι από άγνωστες δυνάμεις. Κωλόπαιδα. Γι’ αυτό συμφώνησα να βοηθήσω τον Μπόρλου, χέστηκα αν είναι παράνομο, γι’ αυτό αν είναι να μου πάρετε το σήμα, κάντε το να τελειώνουμε. Και, όπως νομίζεις - μην πιστεύεις στην Ορσίνι αν δεν θέλεις, ούτε γω πιστεύω. Αλλά έχε το κεφάλι σου σκυμμένο σε περίπτωση που αυτή η γαμημένη ανύπαρκτη πόλη σε πυροβολήσει στη μούρη. Που είναι ο Τίαντορ; Τι του έχετε κάνει;» Η εικόνα πάγωσε στον τοίχο. Οι ανακριτές με κοίταξαν στο φως της μεγεθυσμένης μονόχρωμης εικόνας του αγριεμένου Ντατ. «Λοιπόν» είπε ο μεγαλύτερος άντρας. Έκανε ένα νεύμα προς τον τοί χο. «Ακόυσες τον Μποντέν. Τι συμβαίνει. Τι γνωρίζεις για την Ορσίνι;» Η ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΗΤΑΝ ΕΝΑΤΙΠΟΤΑ. Είναι ένα τίποτα. Αυτό είναι γνωστό. Τα πράγματα είναι απλά. Η Παράβαση δεν έχει πρεσβείες, δεν έχει στρατό, δεν έχει αξιοθέατα. Η Παράβαση δεν έχει συνάλλαγμα. Αν διαπράξεις παραβίαση, θα σε κυκλώσει. Η Παράβαση είναι ένα κενό γεμάτο από αγριεμένους αστυνομικούς. Αυτά τα ίχνη που οδηγούσαν ξανά και ξανά στην Ορσίνι συνιστου- σαν συστηματική παραβίαση, μυστικούς παρα-κανόνες, μια πόλη- παράσιτο εκεί όπου δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από το τίποτα, τίποτα εκτός από την Παράβαση. Αν η Παράβαση δεν ήταν η Ορσίνι, τι άλλο μπορούσε να ήταν εκτός από παρωδία του εαυτου της, για να αφήνει κάτι τέτοιο να διαιωνίζεται; Γι’ αυτό ο ανακριτής μου, όταν με ρώτησε Υπάρχει η Ορσίνι; εννοούσε: «Επομένως, είμαστε σε πόλεμο;» Έστρεψα την προσοχή τους στη συνεργασία μας. Τόλμησα να πα ζαρέψω. «Θα σας βοηθήσω...» συνέχιζα να λέω, με μια τραβηγμένη παύση, μια έλλειψη που υπονοούσε αν. Ή θελα τους δολοφόνους της Μαχάλια Γκίαρι και της Γιολάντα Ροντρίγκεζ και μπορούσαν να το
3 1 6 China Mieville καταλάβουν, αλλά δεν ντράπηκα να παζαρέψω. Το γεγονός ότι υπήρ χαν περιθώρια συναλλαγής, ένας τρόπος, μια μικρή πιθανότητα να μπορέσω να ξεφυγω από την Παράβαση ήταν μεθυστικό. «ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΝΑ ΕΡΘΕΤΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ άλλη μια φορά παλιότερα» είπα. Με παρακολουθούσαν όταν ήμουν γεωπροσδιοριστικά κοντά στο σπίτι μου. «Άρα, είμαστε συνεργάτες;» είπα. «Έχεις παραβιάσει. Αλλά θα είναι καλύτερο για σένα να μας βοη θήσεις.» «Πραγματικά πιστεύεις ότι η Ορσίνι τους σκότωσε;» είπε ο άλλος άντρας. Θα ξεμπέρδευαν άραγε μαζί μου άν υπήρχε και η παραμικρή πιθανότητα η Ορσίνι να είναι εδώ, αναδυόμενη αλλά ακόμα άφαντη; Οι άνθρωποί της να περπατούν στους δρόμους, χωρίς να τους βλέ πουν οι κάτοικοι της Μπεσέλ και της Ουλ Κόμα, θεωρώντας ότι ανή κουν στην άλλη πόλη. Να κρύβονται σαν βιβλία στη βιβλιοθήκη. «Τι συμβαίνει;» είπε η γυναίκα, βλέποντας την έκφρασή μου. «Σας έχω πει ό,τι ξέρω, και δεν είναι πολλά. Η Μαχάλια ήξερε πραγματικά τι συνέβαινε και είναι νεκρή. Αλλά άφησε κάτι πίσω της. Το είπε σε έναν φίλο. Είπε στη Γιολάντα ότι είχε συνειδητοποιήσει την αλήθεια όταν διάβαζε τις σημειώσεις της. Ποτέ δεν βρήκαμε κά τι τέτοιο. Αλλά ξέρω πώς δουλευε. Ξέρω που βρίσκονται οι σημειώ σεις της.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΦΥΓΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ - α ς το ονομάσουμε β ά σ η - το πρω ί, εγώ π α ρέα με το μεγαλύτερο άντρα της Π αράβασης, και συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα σε ποια πόλη βρισκόμασταν. Είχα μείνει ξύπνιος το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας παρακολου θώντας αποσπάσματα ανακρίσεων, από την Ουλ Κόμα και την Μπε- σέλ. Έ ναν συνοριοφυλακα της Μπες και έναν της Ουλ Κόμα, κά ποιους περαστικούς και από τις δυο πόλεις, οι οποίοι δεν γνώριζαν τίποτα. «Ο κόσμος άρχισε να ουρλιάζει...» Οδηγοί αυτοκινήτων πάνω από τους οποίους είχαν περάσει σφαίρες. «Κόργουι» είπα, όταν το πρόσωπό της εμφανίστηκε στον τοίχο. «Επομένως, που είναι;» Κάποιο σφάλμα στην ηχογράφηση έκανε τη φωνή της να ακουγεται πολύ μακρινή. \"Ηταν θυμωμένη αλλά έλεγ χε τον εαυτό της. «Που διάολο έχει μπλέξει το αφεντικό; Ναι, ήθελε να τον βοηθήσω να βγάλει κάποιον έξω.» Αυτά ήταν όλα που επαλή- θευσαν, επανειλημμένα, οι ανακριτές της στην Μπες. Την απείλησαν ότι θα χάσει τη δουλειά της. Το αντιμετώπισε το ίδιο περιφρονητικά με τον Ντατ, ήταν όμως πιο προσεκτική στο πώς το εξέφρασε. Δεν ήξερε τίποτα. Η Παράβαση μου έδειξε σύντομες σκηνές από κάποιον που ανέ- κρινε την Μπιζάγια και τη Σαρίσκα. Η Μπιζάγια έκλαιγε. «Δεν με εντυπωσιάζουν όλα αυτά» είπα. «Απλά είναι βάναυσα.» Οι πιο ενδιαφέρουσες ανακρίσεις ήταν εκείνες των συντρόφων του Γιόρτζαβιτς, που ανήκαν στους ακραίους εθνικιστές της Μπεσέλ. Ανα
318 China Mieville γνώρισα κάποιον που ήταν με τον Γιόρτζαβιτς. Κοίταζαν βλοσυρά τους ανακριτές τους, τους ηολισζάι. Κάποιοι αρνήθηκαν να μιλήσουν χωρίς το δικηγόρο τους. Υπήρχαν και σκληρές ανακρίσεις, με έναν αστυνομικό να γέρνει στο τραπέζι και να γρονθοκοπεί κάποιον στο πρόσωπο. «Άντε γαμήσου» φώναξε ο άντρας που αιμορραγουσε. «Είμαστε στην ίδια γαμημένη μεριά, γαμημένε ηλίθιε. Είσαι πολίτης της Μπες, γαμώτο, δεν είσαι από τη γαμημένη την Ουλ Κόμα, ούτε από τη γα μημένη την Παράβαση...» Με υπεροψία, ουδετερότητα, μίσος, ή, συχνά, υποχωρητικότητα και συνεργασία, οι εθνικιστές αρνήθηκαν οποιαδήποτε γνώση των πράξεων του Γιόρτζαβιτς. «Δεν έχω ξανακούσει ποτέ γι’αυτή την ξένη γυναίκα. Ποτέ δεν την ανέφερε. Ή ταν φοιτήτρια;» είπε ένας. «Ξέρεις, κάνουμε ό,τι είναι σωστό για την Μπεσέλ. Και δεν χρειάζεται να ξέ ρεις γιατί. Αλλά...» Ο άντρας που παρακολουθούσαμε έκανε αγωνιώ δεις κινήσεις με τα χέρια του, προσπαθώντας να εξηγήσει τι ήθελε να πει χωρίς να προκαλέσει αντέγκληση. «Είμαστε αναθεματισμένοι στρατιώτες. Σαν εσάς. Για την Μπεσέλ. Έτσι, αν ακούσεις ότι κάτι πρέπει να γίνει, αν λάβεις οδηγίες, όπως ότι κάποιος πρέπει να προειδοποιηθεί, κομμουνιστές ή ενωτικοί ή προδότες ή της Ουλ Κόμα ή ότι συγκεντρώνονται οι γαμημένοι γλεί- φτες της Παράβασης ή οτιδήποτε, κάτι πρέπει να γίνει, εντάξει. Αλλά ξέρεις γιατί. Δεν ρωτάς, αλλά τις περισσότερες φορές ξέρεις ότι πρέ πει να γίνει. Όμως, δεν ξέρω γιατί αυτή η Ροντρίγκεζ... Δεν πισιευω ότι το έκανε ο Γιόρτζαβιτς, κι αν το έκανε δεν...» Έδειχνε θυμωμένος. «Δεν ξέρω γιατί.» «Σίγουρα έχουν διασυνδέσεις στο βαθύ κράτος» είπε ο συνομιλητής μου από την Παράβαση. «Αλλά σε μία τόσο μπερδεμένη υπόθεση όπως αυτή, μπορείς να δεις ότι υπάρχει πιθανότητα ο Γιόρτζαβιτς να μην ήταν ένας Αληθινός Πολίτης. Ή τουλάχιστον όχι μόνο, αλλά ένας αντιπρόσωπος κάποιας περισσότερο κρυφής οργάνωσης.» «Ίσως ενός περισσότερο κρυμμένου μέρους» είπα. «Νόμιζα ότι πα ρακολουθούσατε τα πάντα.»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 319 «Κανείς δεν παραβίασε.» Έβαλε κάτι χαρτιά μπροστά μου. «Αυτά είναι τα ευρήματα των ηολισζάι της Μπεσέλ, που ερεύνησαν το διαμέ ρισμα του Γιόρτζαβιτς. Τίποτα που να τον συνδέει με κάτι σαν την Ορσίνι. Αύριο θα ξεκινήσουμε νωρίς.» «Πού τα βρήκατε όλα αυτά;» ρώτησα, καθώς αυτός και οι σύντρο φοί του σηκώθηκαν όρθιοι. Με κοίταξε με μια ανέκφραστη αλλά πε ριφρονητική ματιά καθώς έφευγε. ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΝΥΧΤΑ. Αυτή τη φορά ήταν μό νος του. Τον περίμενα. Ανέμισα τα χαρτιά. «Αν υποθέσουμε ότι οι συνάδελφοί μου έκαναν καλή δουλειά, τότε δεν υπάρχει τίποτα. Κάποιες πληρωμές που γίνο νταν σε τακτά διαστήματα, αλλά όχι πολλά χρήματα - θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Πέρασε τις εξετάσεις πριν μερικά χρόνια, μπο ρούσε να περάσει στην άλλη μεριά - δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο, αν και με τέτοιες πολιτικές ιδέες...» Σήκωσα τους ώμους μου. «Συν δρομές, βιβλία, συνεργάτες, στρατιωτικός φάκελος, ποινικό μητρώο, μέρη που σύχναζε, και όλα αυτά τον χαρακτηρίζουν σαν έναν συνηθι σμένο, βίαιο εθνικιστή.» «Η Παράβαση τον παρακολουθούσε. Ό πως όλους τους διαφωνού- ντες. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ασυνήθιστων διασυνδέσεων.» «Με την Ορσίνι, εννοείς.» «Καμία ένδειξη.» Τελικά με οδήγησε έξω από το δωμάτιο. Ο διάδρομος είχε την ίδια ξεφλουδισμένη μπογιά, ένα φθαρμένο άχρωμο χαλί, διαδοχικές πόρ τες. Ακόυσα βήματα, και καθώς στρίψαμε σε μια στριφογυριστή σκά λα μια γυναίκα πέρασε δίπλα μας και ένευσε στιγμιαία αναγνωρίζο ντας το συνοδό μου. Μετά πέρασε ένας άντρας, και τότε βρεθήκαμε σε έναν προθάλαμο με διάφορους άλλους ανθρώπους. Αυτά που φο ρούσαν θα ήταν νόμιμα τόσο στην Μπεσέλ όσο και την Ουλ Κόμα. Ακόυσα συζητήσεις και στις δύο γλώσσες και σε μια τρίτη, μια ανάμειξη των δύο ή μια αρχαΐζουσα μορφή που τις συνδύαζε. Ακόυσα ήχους δακτυλογράφησης. Δεν μου πέρασε από το μυαλό να το βάλω
3 2 0 China Mieville στα πόδια ή να επιτεθώ στο συνοδό μου και να προσπαθήσω να ξεφύ- γω. Το παραδέχομαι αυτό. Με παρακολουθούσαν στενά. Στους τοίχους ενός γραφείου από το οποίο περάσαμε υπήρχαν πί νακες αναρτήσεων γεμάτοι σημειώματα και ράφια γεμάτα φακέλους. Μια γυναίκα έσκιζε ένα χαρτί από έναν εκτυπωτή. Ένα τηλέφωνο χτύπησε. «Έλα» είπε ο άντρας. «Είπες ότι ξέρεις που βρίσκεται η αλήθεια.» Υπήρχαν διπλές πόρτες, πόρτες που οδηγούσαν έξω. Τις περάσα με και τότε, όταν το φως με έλουσε, ήταν που συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα σε ποια πόλη βρισκόμασταν. ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΡΧΙΚΟ ΠΑΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗΛΟΠΛΕΓΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ, συ νειδητοποίησα ότι πρέπει να ήμασταν στην Ουλ Κόμα. Εκεί βρισκό ταν ο προορισμός μας. Ακολούθησα το συνοδό μου κάτω στο δρόμο. Έπαιρνα βαθιές αναπνοές. Ή ταν πρωί, είχε θόρυβο και ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος αλλά όχι βροχερός, και είχε δυνατό αέρα. Έ κα νε κρύο. Ο αέρας μου έκοβε την ανάσα. Αποπροσανατολίστηκα ευχά ριστα από την πολυκοσμία, από την κίνηση των παλτοφορεμένων κατοίκων της Ουλ Κόμα, το μούγκρισμα των αυτοκινήτων που κινού νταν αργά σ’ αυτό το δρόμο που ήταν κυρίως για πεζούς, τις φωνές των εφημεριδοπωλών, τους πωλητές ρούχων, βιβλίων και φαγητού. Αγνοούσα οτιδήποτε άλλο. Ακούστηκε ηχηρό πλατάγισμα καλωδίων από πάνω μας καθώς ένας από τους αεροθαλάμους της Ουλ Κόμα ταρακουνήθηκε από το δυνατό άνεμο. «Δεν χρειάζεται να σου πω να μην το βάλεις στα πόδια» είπε ο άντρας. «Δεν χρειάζεται να σου πω να μην αρχίσεις να φωνάζεις. Ξέ ρεις ότι μπορώ να σε σταματήσω. Και ξέρεις ότι δεν σε παρακολουθώ μόνο εγώ. Είσαι στην Παράβαση. Λέγε με Ασίλ.» «Το δικό μου τ’ όνομα το ξέρεις.» «Όσο θα είσαι μαζί μου, θα σε λένε Τάι.» Το Τάι, όπως και το Ασίλ, δεν ήταν παραδοσιακά ονόματα ούτε της Μπεσέλ ούτε της Ουλ Κόμα, θα μπορούσαν να ανήκουν και στις δύο. Ο Ασίλ με οδήγησε μέσα από μια αυλή, κάτω από προσόψεις με
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 321 φιγούρες και καμπάνες, βιντεοθόνες με πληροφορίες συναλλάγματος. Δεν ήξερα πού βρισκόμασταν. «Πεινάς» είπε ο Ασίλ. «Μπορώ να περιμένω.» Με οδήγησε σε έναν παράδρομο, άλλον έναν αλληλοπλεγμένο παράδρομο όπου πάγκοι της Ουλ Κόμα πουλού σαν προγράμματα υπολογιστών και διακοσμητικά αντικείμενα δίπλα από ένα σουπερμάρκετ. Με έπιασε από το μπράτσο και με οδήγησε, αλλά εγώ δίστασα και τραβήχτηκα στιγμιαία προς τα πίσω, γιατί δεν υπήρχε πουθενά φαγητό, παρά μόνο πάγκοι με ζυμαρικά και ψωμί που όμως βρίσκονταν στην Μπεσέλ. Προσπάθησα να τους αγνοήσω, αλλά δεν υπήρχε καμία αμφιβο λία. Η πηγή της μυρωδιάς που αγνοούσα ήταν ο προορισμός μας. «Προχώρα» μου είπε, και με οδήγησε μέσα από τη μεμβράνη που χώριζε τις δύο πόλεις. Σήκωσα το πόδι μου στην Ουλ Κόμα και πάτη σα στην Μπεσέλ, εκεί που βρισκόταν το φαγητό. Πίσω μας ήταν μια γυναίκα από την Ουλ Κόμα με μαλλιά πανκ στο χρώμα του βατόμουρου που πρόσφερε έναντι χρημάτων ξεκλείδωμα κινητών τηλεφώνων. Μας κοίταξε με έκπληξη, που μετατράπηκε σε κατάπληξη. Στη συνέχεια την είδα να μας αγνοεί βιαστικά, καθώς ο Ασίλ παράγγελνε φαγητό στην Μπεσέλ. Ο Ασίλ πλήρωσε σε μάρκα της Μπες. Έβαλε το χάρτινο πιάτο στο χέρι μου και με οδήγησε πίσω κατά μήκος του δρόμου για να πάμε στο σουπερμάρκετ. Το σουπερμάρκετ βρισκόταν στην Ουλ Κόμα. Αγόρασε με δηνάρια ένα χυμό πορτοκάλι και μου το έδωσε. Κράτησα το φαγητό και το χυμό. Με οδήγησε στη μέση του αλλη- λοπλεγμένου δρόμου. Η όρασή μου φάνηκε να ξεδιπλώνεται σαν άνοιγμα πλάνου του Χίτσκοκ, κάποιο τέχνασμα της κάμερας και βάθος του πλάνου, έτσι που ο δρόμος επιμηκύνθηκε και η εστίασή του άλλαξε. Όλα όσα μέ χρι τώρα αγνοούσα, αυτή τη στιγμή συνυπήρχαν σε ένα απότομο κο ντινό πλάνο. Με κατέκλυσαν ήχοι και μυρωδιές. Οι φωνές της Μπεσέλ, το κου δούνισμα των ρολογιών στους πύργους, ο θόρυβος και οι μεταλλικοί
322 C hina M ieville ήχοι των τραμ, η μυρωδιά από τις καμινάδες, οι παλιές μυρωδιές, με κατέκλυζαν σαν κύματα μαζί με αρώματα από μπαχαρικά και κραυ γές στα Ίλιταν από την Ουλ Κόμα, το θόρυβο ενός ελικοπτέρου της μιλίτσια, τη φασαρία από τα γερμανικά αυτοκίνητα. Τα χρώματα από τα φώτα της Ουλ Κόμα και από τις βιτρίνες δεν επίσκιαζαν πια τα ωχρά χρώματα και τα κτίρια της γειτονικής πόλης, της πατρίδας μου. «Που βρίσκεσαι;» είπε ο Ασίλ. Μίλησε με τέτοιο τρόπο, ώστε μόνο εγώ μπορούσα να τον ακούσω. «Είμαι...» «Βρίσκεσαι στην Μπεσέλ ή στην Ουλ Κόμα;» «...Σε καμία. Βρίσκομαι στην Παράβαση.» «Είσαι εδώ μαζί μου.» Περπατήσαμε μέσα σε ένα αλληλοπλεγμένο πρωινό πλήθος. «Στην Παράβαση. Δεν ξέρουν αν σε βλέπουν ή αν σε αγνοούν. Μην ανατριχιάζεις. Δεν είσαι σε καμία από τις δυο. Είσαι και στις δυο.» Χτύπησε με τα δάχτυλά του το στήθος μου. «Ανέπνευσε.» ΜΑΣ ΟΔΗΓΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΣΤΗΝ Ουλ Κόμα, στο οποίο κάθισα ακί νητος, σαν να είχαν κολλήσει πάνω μου σαν ιστός αράχνης τα κατά λοιπα της Μπεσέλ και θα τρόμαζαν τους υπόλοιπους επιβάτες. Βγή καμε και πήραμε ένα τραμ στην Μπεσέλ, το οποίο μου έδινε μια ωραία παραπλανητική αίσθηση, σαν να βρισκόμουν πίσω στην πόλη μου. Περπατούσαμε και στις δυο πόλεις. Το αίσθημα οικειότητας που δημιουργούσε η Μπεσέλ αντικαταστάθηκε από κάτι πολύ πιο παρά ξενο. Σταματήσαμε μπροστά από την πρόσοψη της Πανεπιστημια κής Βιβλιοθήκης της Ουλ Κόμα που ήταν κατασκευασμένη από γυαλί και ατσάλι. «Τι θα έκανες αν άρχιζα να τρέχω;» είπα. Εκείνος δεν είπε τίποτα. Ο Ασίλ έβγαλε μια συνηθισμένη δερμάτινη θήκη και έδειξε στο φύλακα το σήμα της Παράβασης. Ο άντρας το κοίταξε για λίγο και μετά πετάχτηκε όρθιος. «Θεέ μου» είπε. Ή ταν μετανάστης -α πό την Τουρκία, κρίνοντας από τον τρόπο που μιλούσε τα Τλιταν-, αλλά βρισκόταν εδώ αρκετό
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 323 καιρό και καταλάβαινε τι έβλεπε. «Εγώ, εσείς, τι μπορώ να...;» Ο Ασίλ του έκανε νόημα να κάτσει πάλι στην καρέκλα του και προχώρησε. Η βιβλιοθήκη ήταν νεότερη από την αντίστοιχη στην Μπεσέλ. «Δεν θα έχει κάποια σήμανση» είπε ο Ασίλ. «Αυτό είναι το θέμα» είπα. Καταφυγαμε στο χάρτη και το υπόμνη μά του. Τα βιβλία ιστορίας της Μπεσέλ και της Ουλ Κόμα ήταν προ σεκτικά και ξεχωριστά κατηγοριοποιημένα, αλλά τοποθετημένα σε κοντινά ράφια και βρίσκονταν στον τέταρτο όροφο. Οι φοιτητές από τα τραπεζάκια της βιβλιοθήκης κοίταζαν τον Ασίλ καθώς περνούσε. Είχε πάνω του μια αίσθηση εξουσίας διαφορετική από εκείνη των γονιών ή των δασκάλων. Πολλά από τα βιβλία μπροστά από τα οποία στεκόμασταν δεν ήταν μεταφρασμένα, αλλά ήταν στην πρωτότυπη αγγλική ή γαλλική γλώσσα. Τα Μυστικά της Πρόδρομης Εποχής, Τα Κυριολεκτικά και τα Παράκτια: Μπεσέλ, Ουλ Κόμα και Θαλάσσια Σημειολογία. Ψάχναμε για ώρα - υπήρχαν πολλά ράφια. Αφού πέρασα σπρώχνοντας έναν μπερ δεμένο προπτυχιακό φοιτητή, σαν να ήμουν εγώ εκείνος που είχε την εξουσία εκεί, βρήκα εντέλει αυτό που έψαχνα, ένα βιβλίο χωρίς καμία σήμανση, στο προτελευταίο ράφι, τρεις σειρές πίσω από τον κεντρικό διάδρομο. Δεν είχε τυπωμένο στην άκρη της ράχης του κάποιο σημά δι κατηγοριοποίησης. «Εδώ.» Η ίδια έκδοση με αυτή που είχα. Εκείνο το ψυχεδελικό εξώφυλλο που θύμιζε τις Πύλες της Αντίληψης του Χάξλεϊ, ένας μακρο- μάλλης άντρας που περπατάει σε έναν δρόμο φτιαγμένο με δυο δια φορετικές (και ψεύτικες) αρχιτεκτονικές τεχνοτροπίες. Μάτια κοιτού σαν από τις σκιές. Το άνοιξα μπροστά στον Ασίλ. Ανάμεσα στην Πόλη και την Πόλη. Αξιοσημείωτα φθαρμένο. «Αν όλα αυτά είναι αλήθεια» είπα χαμηλόφωνα «τότε μας παρακο λουθούν. Εσένα και εμένα, αυτή τη στιγμή.» Του έδειξα ένα από τα ζευγάρια μάτια που υπήρχαν στο εξώφυλλο. Ξεφύλλισα τις σελίδες. Φάνηκαν σημειώσεις από μελάνι. Οι περισ σότερες σελίδες είχαν σχόλια με μικροσκοπικά πρόχειρα γράμματα: κόκκινα, μαύρα και μπλε. Η Μαχάλια είχε χρησιμοποιήσει μια πένα
324 China Mieville πολύ καλής ποιότητας και οι σημειώσεις της έμοιαζαν με πλεγμένα μαλλιά. Χρόνια σχολιασμού της μυστικιστικής της εργασίας. Κοίταξα πίσω μου και ο Ασίλ έκανε το ίδιο. Δεν ήταν όμως κανένας εκεί. ΟΧΙ, διαβάσαμε στις σημειώσεις της. ΚΑΘΟΛΟΥ και ΑΛΗΘΕΙΑ; ΣΥΓΚΡΙΣΗ Μ Ε ΧΑΡΙΣ Κ ΑΙ ΛΟΙΠΟΥΣ και ΠΑΡΑΛΟΓΟ!! ΤΡΕΛΟ!! και τα λοιπά. Ο Ασίλ το πήρε από τα χέρια μου. «Καταλάβαινε την Ορσίνι καλύτερα από τον καθένα» είπα. «Εδώ έκρυβε την αλήθεια.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ «Και ο ι δυ ο π ρ ο σ π α θ ο ύ ν να ΜΑΘΟΥΝ τ ι σου έ χ ε ι συμβεί» είπ ε ο Ασίλ. «Η Κόργουι και ο Ντατ.» «Τι τους είπες;» Μια ματιά που σήμαινε: Αεν τονςμύάμε καθόλου. Εκείνο το απόγευ μα μου έφερε δεμένα έγχρωμα φωτοαντίγραφα από κάθε σελίδα, εξώφυλλο και οπισθόφυλλο από το αντίγραφο του Ανάμεσα της Μαχά- λια, που βρισκόταν στην Ουλ Κόμα. Αυτό ήταν το σημειωματάριό της. Με προσπάθεια και προσοχή, μπορούσα να ακολουθήσω μια αλλη λουχία λογικής σε καθεμιά από τις μπερδεμένες σελίδες κι έτσι να εντοπίσω καθεμιά από τις αναγνώσεις της ξεχωριστά. Εκείνο το βράδυ ο Ασίλ περπάτησε μαζί μου στις δυο πόλεις. Τα κυκλικά και δαιδαλώδη δρομάκια της Ουλ Κόμα περιστοίχιζαν τα χαμηλά ενδοηπειρωτικά, μεσαιωνικά τοΰβλινα κτίρια της Μπεσέλ, με τις ανάγλυφες φιγούρες από μαντιλοφορεμένες γυναίκες και πολεμι στές. Μυρωδιές βραστών φαγητών και σκούρου ψωμιού της Μπεσέλ ανακατεμένες με τις έντονες μυρωδιές της Ουλ Κόμα, φωτεινά χρώ ματα και ρούχα σε αποχρώσεις γκρίζου και βασάλτη, μπερδεμένοι ήχοι, χαρούμενοι και κυματιστοί, αλλά και πιο πνιχτοί, πιο λαρυγγώ- δεις. Το να βρίσκεσαι και στις δύο πόλεις δεν ήταν σαν να βρίσκεσαι στην Μπεσέλ και την Ουλ Κόμα, αλλά σαν να βρίσκεσαι σε ένα τρίτο μέρος, σε καμία ή και στις δύο· στην Παράβαση. Οι άνθρωποι και στις δυο πόλεις έδειχναν ανήσυχοι. Είχαμε επι στρέφει μέσα από τις δύο αλληλοπλεγμένες πόλεις όχι όμως στα γρα
3 2 6 C hina M ieville φεία που είχα ξυπνήσει -εκείνα βρίσκονταν στο Ρουσάι Μπει στην Ουλ Κόρα ή στο Τουσας Προσπέκτα στην Μπεσέλ, όπως κατάλαβα αργότερα- αλλά κάπου άλλου, σε ένα σχετικά κομψό κτίριο με θυρω ρείο, όχι σε μεγάλη απόσταση από τα μεγαλύτερα κεντρικά γραφεία. Στον τελευταίο όροφο τα δωμάτια εκτείνονταν σε βάθος περίπου δυο ή τριών κτιρίων και μέσα σε αυτό το λαβύρινθο δωματίων πηγαινοέρ χονταν άνθρωποι της Παράβασης. Υπήρχαν ανώνυμα υπνοδωμάτια, κουζίνες, γραφεία, υπολογιστές που έμοιαζαν απαρχαιωμένοι, τηλέ φωνα, κλειδωμένα ερμάρια. Λιγομίλητοι άντρες και γυναίκες. Καθώς οι δυο πόλεις αναπτύσσονταν, διάφορες περιοχές και χώροι είχαν ανοίξει ανάμεσά τους, ή δεν είχαν διεκδικηθεί ή αποτελούσαν εκείνες τις αμφισβητούμενες ντισένσι. Εκεί ζουσε η Παράβαση. «Τι γίνεται αν σας διαρρήξουν; Δεν συμβαίνει αυτό;» «Καμιά φορά.» «Τότε...» «Τότε έχουν παραβιάσει και μας ανήκουν.» Οι γυναίκες και οι άντρες παρέμεναν απασχολημένοι με συζητή σεις που γίνονταν στα Μπες, στα Ίλιταν και σε κείνη την τρίτη μορ φή. Το χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά υπνοδωμάτιο στο οποίο με έβαλε ο Ασίλ είχε κάγκελα στα παράθυρα, και σίγουρα κάπου μια κάμερα. Υπήρχε μια εσωτερική τουαλέτα. Δεν έφυγε. Δυο ή τρεις ακόμα της Παράβασης ήρθαν κοντά μας. «Δες γύρω σου» είπα. «Εσείς οι ίδιοι είστε η απόδειξη ότι όλα αυτά μπορεί να είναι αληθινά.» Οι ενδιάμεσοι αόρατοι χώροι που έκαναν την Ορσίνι να φαίνεται τόσο παράλογη στους περισσότερους κατοίκους της Μπεσέλ και της Ουλ Κόμα δεν ήταν μόνο πιθανοί αλλά και αναπόφευκτοι. Γιατί η Παράβαση δεν πίστευε ότι μπορού σε να αναπτυχθεί ζωή σε αυτό το μικρό κενό; Η ανησυχία είχε πλέον μετατραπεί σε κάτι σαν Δεν τους έχουμε δει ηοτέ, που ήταν ένα πολύ διαφορετικό θέμα. «Δεν μπορεί» είπε ο Ασίλ. «Ρώτα τους ανωτέρους σου. Ρώτα τις δυνάμεις. Δεν ξέρω.» Τι άλ λες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, δυνάμεις υπήρχαν στην Παράβαση;
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 327 «Ξέρεις ότι μας παρακολουθούν. Ή ότι παρακολουθούσαν εκείνους -τη Μαχάλια, τη Γιολάντα, τον Μποντέν- κάποιοι, από κάπου.» «Δεν υπάρχει κάτι που να συνδέει το σκοπευτή με οτιδήποτε.» Αυτό το είπε κάποιος από τους άλλους, στα Ίλιταν. «Εντάξει.» Ανασήκωσα τους ώμους μου. Μίλησα στα Μπες. «Αρα ήταν απλά ένας τυχαίος, πολύ τυχερός ακροδεξιάς. Αν το λες εσυ. Ή μήπως σκέφτεσαι ότι κρύβονται οι εσόριστοι πίσω από αυτό;» είπα. Κανείς τους δεν αρνήθηκε την ύπαρξη των μυθικών προσφύγων που περιφέρονταν στον κενό ενδιάμεσο χώρο. «Χρησιμοποίησαν τη Μα χάλια και όταν τελείωσαν, τη σκότωσαν. Σκότωσαν τη Γιολάντα με τέτοιο τρόπο που να μην μπορείτε να τους κυνηγήσετε. Λες και κείνο που φοβούνται περισσότερο από οτιδήποτε στην Μπεσέλ, την Ουλ Κόμα, ή οπουδήποτε, είναι η Παράβαση.» «Όμως» μια γυναίκα έδειξε προς το μέρος μου «κοίτα τι έκανες.» «Παραβίαση;» Τους είχα δείξει έναν δρόμο για αυτό τον πόλεμο. «Ναι. Τ ι ήξερε η Μαχάλια; Κάτι είχε καταλάβει για τα σχέδιά τους. Τη σκότωσαν.» Η νυχτερινή λάμψη που κάλυπτε την Ουλ Κόμα και την Μπεσέλ με φώτισε μέσα από το παράθυρο. Είπα τη δυσοίωνη άποψή μου σε ένα αυξανόμενο κοινό ανθρώπων της Παράβασης, με τα πρόσωπά τους να θυμίζουν κουκουβάγιες. Με κλείδωσαν μέσα για τη νύχτα. Διάβασα τις σημειώσεις της Μα χάλια. Μπορούσα να διακρίνω φάσεις σημειώσεων, όχι όμως σε κά ποια χρονολογική σειρά ανά σελίδα - όλα τα σχόλια ήταν σε διαδοχι κά επίπεδα, ένα παλίμψηστο μιας αναπτυσσόμενης ερμηνείας. Αυτό που έκανα ήταν αρχαιολογική έρευνα. Στην αρχή, στα χαμηλότερα επίπεδα των σχολίων, το γράψιμό της ήταν πιο προσεκτικό, οι σημειώσεις μεγαλύτερες και πιο καθαρο γραμμένες, με περισσότερες αναφορές σε άλλους συγγραφείς και στα δικά της δοκίμια. Η ιδιόλεκτός της και οι ανορθόδοξες συντομογρα- φίες της δυσκόλευαν την πλήρη κατανόηση. Άρχισα σελίδα σελίδα να προσπαθώ να διαβάσω, να καταγράψω αυτές τις πρώιμες σκέψεις. Αυτό που διέκρινα περισσότερο ήταν η οργή της. Ένιωσα κάτι να απλώνεται πάνω από τους νυχτερινούς δρόμους.
3 2 8 China Mieville Ή θελα να μιλήσω σε κείνους που γνώριζα στην Μπεσέλ και την Ουλ Κόμα αλλά μπορούσα μόνο να κοιτάζω. Ό ποια κι αν ήταν τα αόρατα αφεντικά -αν υπήρχαν- που περίμε- ναν στο εσωτερικό της Παράβασης, ο Ασίλ ήταν εκείνος που ήρθε το επόμενο πρωί και με βρήκε να διαβάζω ξανά και ξανά τις ίδιες σημει ώσεις. Με οδήγησε κατά μήκος ενός διαδρόμου σε ένα γραφείο. Σκέ- φτηκα να το βάλω στα πόδια - δεν έβλεπα κάποιον να με παρακολου θεί. Θα με σταματούσαν όμως. Κι αν δεν το έκαναν, πού θα πήγαινα, κυνηγημένος ενδιάμεσος πρόσφυγας; Υπήρχαν περίπου δώδεκα άνθρωποι της Παράβασης στο μικρό δωμάτιο, καθιστοί, όρθιοι, ακουμπώντας σε άκρες γραφείων, μιλώ ντας χαμηλόφωνα σε δύο ή τρεις γλώσσες. Μια συζήτηση σε εξέλιξη. Γιατί με είχαν φέρει εδώ; «...ο Γκοσάριαν λέει ότι δεν έχει, μόλις πήρε...» «Και με τη Σούσουρ Στρας; Δεν ακούστηκε εκεί κάτι...;» «Ναι, αλλά όλοι έχουν λογοδοτήσει.» Ή ταν ένα συμβούλιο διαχείρισης κάποιας κρίσης. Χαμηλόφωνες ομιλίες στα τηλέφωνα, γρήγορες ματιές σε λίστες. Ο Ασίλ μου είπε: «Τα πράγματα προχωράνε.» Ή ρθαν κι άλλοι και πήραν μέρος στη συζήτηση. «Και τώρα τι;» Η ερώτηση προήλθε από μια νεαρή γυναίκα με μαντίλα, σαν αυτές που φοράνε οι παντρεμένες γυναίκες στις παρα δοσιακές οικογένειες της Μπες, και απευθυνόταν σε μένα, το φυλακι σμένο, καταδικασμένο σύμβουλο. Την αναγνώρισα από την προηγού μενη νύχτα. Στο δωμάτιο επικράτησε σιωπή και όλος ο κόσμος με κοιτούσε. «Πες μου ξανά για τότε που πήραν τη Μαχάλια» είπε. «Προσπαθείτε να πλησιάσετε την Ορσίνι;» είπα. Δεν είχα κάτι να της προτείνω, παρόλο που αισθανόμουν πολύ κοντά σε κάτι. Συνέχισαν στον ίδιο γρήγορο ρυθμό, χρησιμοποιώντας κώδικες επικοινωνίας και αργκό που δεν γνώριζα, αλλά μπορούσα να καταλά βω ότι ο ένας επιχειρηματολογούσε στον άλλο και προσπάθησα να καταλάβω πάνω σε ποιο ζήτημα - κάποια στρατηγική, κάποιο ζήτημα κατεύθυνσης. Περιοδικά, όλοι μέσα στο δωμάτιο μουρμούριζαν κάτι
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 329 που ακουγόταν τελικό, περίμεναν, και σήκωναν ή δεν σήκωναν το χέρι τους, και κοίταζαν γύρω για να μετρήσουν πόσοι έκαναν το ένα ή το άλλο. «Πρέπει να καταλάβουμε τι μας έφερε εδώ» είπε ο Ασίλ. «Εσυ τι θα έκανες για να ανακαλύψεις τι ήξερε η Μαχάλια;» Οι σύντροφοί του άρχιζαν να γίνονται πιο νευρικοί, διακόπτοντας ο ένας τον άλλο. Θυ μήθηκα τα λόγια του Τζάρις και της Γιολάντα σχετικά με το πόσο θυμωμένη ήταν η Μαχάλια στο τέλος. Πετάχτηκα πάνω απότομα. «Τι συμβαίνει;» είπε ο Ασίλ. «Πρέπει να πάμε στην ανασκαφή» είπα. Με κοίταξε προσεκτικά. «Ποιοι συμφωνουν;» είπε ο Ασίλ. «Να πάμε με τον Τάι.» Τα τρία τέταρτα του δωματίου σήκωσαν γρήγορα τα χέρια τους. «Είπα τη γνώμη μου γι’ αυτόν» είπε η γυναίκα με τη μαντίλα, που δεν σήκωσε το δικό της. «Δεκτό» είπε ο Ασίλ. «Αλλά.» Της έκανε νόημα να κοιτάξει γύρω στο δωμάτιο. Είχε χάσει στην ψηφοφορία. Έφυγα μαζί με τον Ασίλ. Στους δρόμους υπήρχε κάποια ένταση στην ατμόσφαιρα. «Το αισθάνεσαι αυτό;» είπα. Ένευσε καταφατικά. «Χρειάζομαι... μπορώ να τηλεφωνήσω στον Ντατ;» είπα. «Όχι. Ακόμα δεν έχει αναλάβει καθήκοντα. Κι αν τον δ εις..» «Τότε;» «Είσαι στην Παράβαση. Καλύτερα για αυτόν να τον αφήσεις ήσυ χο. Θα δεις ανθρώπους που ξέρεις. Μην τους φέρεις σε δύσκολη θέ ση. Πρέπει να ξέρουν που βρίσκεσαι.» «Ο Μποντέν...» «Είναι υπό την επιτήρηση της μιλίτοια. Για την προστασία του. Κα νείς στην Μπεσέλ ή την Ουλ Κόμα δεν μπορεί να βρει κάποια σύνδε ση ανάμεσα στον Γιόρτζαβιτς και τον Μποντέν. Ό ποιος κι αν ήταν αυτός που προσπάθησε να τον σκοτώσει-» «Εξακολουθείς να λες ότι δεν ήταν η Ορσίνι; Ό τι δεν υπάρχει Ορσίνι;» «-μπορεί να προσπαθήσει ξανά. Οι ηγέτες των Αληθινών Πολιτών είναι με την ηολισζάι. Αλλά αν ο Γιορτζ και όποιο άλλο από τα μέλη
3 3 0 China Mieville τους ανήκε σε κάποια κρυφή οργάνωση, δεν φαίνεται να το γνωρί ζουν. Είναι εκνευρισμένοι μ’ αυτό. Είδες τις ανακρίσεις.» «Που βρισκόμαστε; Προς τα που είναι η ανασκαφή;» Μα ς ΟΔΗΓΗΣΕ ΜΕΣΩ ΜΙΑΣ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ συγκοινωνιακών παραβιάσεων. Μπαινοβγαίναμε στις δυο πόλεις, σχηματίζοντας κατά τη διαδρομή μας ένα τούνελ Παράβασης. Αναρωτήθηκα που είχε το όπλο του και τι όπλο να ήταν. Ο φύλακας στην πύλη του Μπολ Γι’αν με αναγνώρισε και χαμογέλασε μ’ένα χαμόγελο που γρήγορα έσβησε. Ίσω ς είχε ακούσει ότι είχα εξαφανιστεί. «Δεν πλησιάζουμε τους ακαδημαϊκούς, δεν ρωτάμε τους φοιτητές» είπε ο Ασίλ. «Καταλαβαίνεις ότι είμαστε εδώ για να εξετάσουμε το υπόβαθρο και τις συνθήκες της παραβίασής σου.» Ερευνούσα το δικό μου έγκλημα. «Θα ήταν ευκολότερο αν μπορούσαμε να μιλήσουμε στη Νάνσι.» «Σε κανέναν από τους ακαδημαϊκούς, σε κανέναν από τους φοιτη τές. Ξεκίνα. Ξέρεις ποιος είμαι;» Αυτό το είπε στο φύλακα. Πήγαμε στον Μπουίντζε, που στάθηκε με την πλάτη ακουμπισμέ νη στον τοίχο του γραφείου του. Μας κοίταξε, τον Ασίλ με μεγάλο, ολοφάνερο φόβο, εμένα με φόβο που ενείχε σύγχυση: Μπορώ να μιλή σω γι’ αυτά που λέγαμε πριν; Τον είδα να σκέφτεται, Ποιος είναι αυτός; Ο Ασίλ κατηυθυνε και τους δυο μας στο πίσω μέρος του δωματίου, σε ένα σκιερό σημείο. «Δεν έχω παραβιάσει» ψιθύριζε συνεχώς ο Μπουίντζε. «Μας προκαλείς να ερευνήσουμε;» είπε ο Ασίλ. «Η δουλειά σου είναι να εμποδίζεις τις κλοπές» είπα. Ο Μπουίντζε ένευσε καταφατικά. Τι ήμουν εγώ; Ούτε εκείνος ούτε εγώ ξέραμε. «Τα καταφέρνεις;» «Χριστέ μου... Σας παρακαλώ. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσαν αυτά τα παιδιά να κλέψουν είναι παίρνοντας ένα αντικείμενο από το έδαφος και βάζοντάς το κατευθείαν στην τσέπη τους, έτσι ώστε αυτό να μην ταξινομηθεί ποτέ. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορούν να κά νουν, γιατί κάνουμε σωματικό έλεγχο σε όλους όταν φεύγουν από την
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 331 ανασκαφή. Ούτως ή άλλως, κανένας δεν θα μπορούσε να πουλήσει αυτά τα πράγματα. Ό πω ς είπα, τα παιδιά κάνουν βόλτες γύρω στο χώρο, και μπορεί να κάνουν παραβίαση όταν στέκονται ακίνητα. Τι μπορείς να κάνεις; Δεν μπορείς να το αποδείξεις. Δεν σημαίνει ότι είναι κλέφτες.» «Εκείνη είπε στη Γιολάντα ότι μπορούσες να γίνεις κλέφτης χωρίς να το ξέρεις» είπα στον Ασίλ. «Στο τέλος. Τι έχετε χάσει;» ρώτησα τον Μπουίντζε. «Τίποτα!» Μας πήγε στην αποθήκη με τα τεχνουργήματα, κάνοντας πρόθυμα τα πάντα για να μας βοηθήσει. Καθ’ οδόν, δυο φοιτητές που μου θύ μιζαν κάτι μας είδαν, έμειναν ακίνητοι -υπήρχε κάτι στο περπάτημα του Ασίλ, που εγώ αντέγραφα- και οπισθοχώρησαν. Εκεί ήταν τα ερ μάρια όπου βρίσκονταν τα ευρήματα, στα οποία φυλάσσονταν τα τε λευταία αντικείμενα που είχαν βγει από το έδαφος και είχαν καθαρι στεί. Θυρίδες γεμάτες από την απίστευτη ποικιλία υπολειμμάτων της Πρόδρομης Εποχής, θαυμαστά και ακόμα ανεξήγητα απομεινάρια από φιάλες, μηχανικές αναπαραστάσεις του ηλιακού συστήματος, κε φαλές πελέκεων, κομμάτια περγαμηνών. «Ο υπεύθυνος της νυχτερινής βάρδιας μπαίνει μέσα, βεβαιώνεται ότι όλοι αφήνουν ό,τι έχει βρεθεί, κλειδώνει, αφήνει το κλειδί. Κανέ νας δεν φεύγει από το χώρο αν δεν τον ψάξουμε. Ούτε καν γκρινιά- ζουν γι’ αυτό. Ξέρουν ότι έτσι είναι.» Έκανα νόημα στον Μπουίντζε να ανοίξει το ερμάριο. Κοίταξα τη συλλογή· κάθε κομμάτι στο συρτάρι φώλιαζε στο μικρό σπιτάκι του, σε θήκη από πολυεστέρα. Τα ψηλότερα συρτάρια δεν είχαν ακόμα γεμίσει. Τα κάτω συρτάρια ήταν γεμάτα. Κάποια από τα εύθραυστα κομμάτια ήταν τυλιγμένα με ειδικό ύφασμα, προστατευμένα από την έκθεση. Άνοιξα τα συρτάρια το ένα κάτω από το άλλο εξετάζοντας τα ταξινομημένα ευρήματα. Ο Ασίλ ήρθε και στάθηκε δίπλα μου και κοίταξε κάτω στο τελευταίο σαν να ήταν ένα φλιτζάνι τσαγιού, λες και τα τεχνουργήματα ήταν φύλλα τα οποία κάποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην τέχνη της φυλλομαντείας.
3 3 2 China Mieville «Ποιος έχει τα κλειδιά κάθε νύχτα;» ρώτησε ο Ασίλ. «Εγώ, εμ, εξαρτάται.» Ο φόβος του Μπουίντζε για μας ήταν έκδη- λος, αλλά δεν πίστευα ότι θα έλεγε ψέματα. «Οποιοσδήποτε. Δεν είναι σημαντικό. Όλοι το κάνουν κάποιες φορές. Όποιος εργάζεται αργά. Υπάρχει ένα πρόγραμμα, αλλά πάντα το αγνοούν...» «Αφού δώσουν τα κλειδιά πίσω στην ασφάλεια, φεύγουν;» «Ναι.» «Κατευθείαν;» «Ναι. Συνήθως. Μπορεί να πάνε στο γραφείο τους για λίγο, να περ πατήσουν σιο χώρο, αλλά συνήθως δεν μένουν εδώ.» «Στο χώρο;» «Είναι ένα πάρκο. Είναι... όμορφο.» Σήκωσε τους ώμους του. «Δεν υπάρχει, όμως, τρόπος να φύγουν. Μετά από λίγα μέτρα γίνεται ξένο και πρέπει να επιστρέφουν εδώ. Δεν ηιεύγουν χωρίς να τους ψάξουμε.» «Πότε κλείδωσε τελευταία φορά η Μαχάλια;» «Πολλές φορές. Δεν ξέρω...» «Η τελευταία φορά.» «...Τη νύχτα που εξαφανίστηκε» είπε μετά από λίγο. «Δώσε μου μια λίστα με ποιους κλείδωναν και πότε.» «Δεν μπορώ! Έχουμε μια, αλλά όπως είπα τις μισές φορές εξυπη ρετούν ο ένας τον άλλο...» Άνοιξα τα χαμηλότερα συρτάρια. Ανάμεσα στις μικροσκοπικές ακατέργαστες φιγούρες, τα περίπλοκα Πρόδρομα φαλλικά σύμβολα και τα αρχαία σταγονόμετρα, υπήρχαν κάποια αντικείμενα που ήταν τυλιγμένα. Τα άγγιξα απαλά. «Αυτά είναι παλιά» είπε ο Μπουίντζε που με παρακολουθούσε. «Τα έχουν ξεθάψει εδώ και χρόνια.» «Κατάλαβα» είπα, διαβάζοντας τις ετικέτες. Είχαν ανακαλυφθεί κατά τις πρώτες μέρες της ανασκαφής. Ο θόρυβος που έκανε η καθη- γήτρια Νάνοι καθώς έμπαινε με έκανε να γυρίσω. Σταμάτησε απότο μα, κοίταξε έντονα τον Ασίλ, εμένα. Άνοιξε το στόμα της. Είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Ουλ Κόμα, ήταν εκπαιδευμένη να βλέπει τις λε πτομέρειες. Αναγνώρισε αυτό που είδε. «Καθηγήτρια» είπα. Ένευσε
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 333 με το κεφάλι της. Κοίταξε τον Μπουίντζε και αυτός εκείνη. Ένευσε και αποχώρησε. «Όταν η Μαχάλια ήταν υπευθυνη για τα κλειδιά, πήγαινε βόλτες αφού κλείδωνε, έτσι δεν είναι;» είπα. Ο Μπουίντζε σήκωσε τους ώμους του μπερδεμένος. «Προσφερόταν επίσης να κλειδώνει όταν δεν ήταν η σειρά της. Ό χι μόνο μια φορά.» Ό λα τα μικρά τεχνουρ γήματα βρίσκονταν στα υφασμάτινα κρεβατάκια τους. Δεν τα έψα ξα εξονυχιστικά, αλλά ψηλάφισα στο πίσω μέρος του συρταριού, χωρίς να επιδείξω αυτό που φανταζόμουν πως θεωρείτο κατάλληλη φροντίδα. Ο Μπουίντζε μετακινήθηκε, αλλά δεν θα με προκαλουσε. Στο πίσω μέρος του τρίτου συρταριού από πάνω, το οποίο περιείχε αντικείμενα που είχαν έρθει στο φως εδώ και πάνω από έναν χρόνο, ένα από τα τυλιγμένα σε ύφασμα αντικείμενα μου άφησε μια αίσθηση αγγίζοντάς το που με έκανε να σταματήσω. «Πρέπει να φοράς γάντια» είπε ο Μπουίντζε. Το ξετύλιξα και μέσα είχε εφημερίδα, με την οποία ήταν τυλιγμένο ένα κομμάτι ξύλο που είχε ακόμα κομμάτια μπογιάς πάνω του και σημάδια εκεί που εφάρμοζαν βίδες. Ούτε αρχαίο ούτε σκαλισμένο: ένα κομματάκι από μια πόρτα, ένα απόλυτο κομμάτι από τίποτα. Ο Μπουίντζε κοίταξε με έκπληξη. Το σήκωσα ψηλά. «Ποιας δυνα στείας είναι αυτό;» είπα. «Μη συνεχίζεις» μου είπε ο Ασίλ. Με ακολούθησε έξω. Ο Μπουί ντζε ήρθε πίσω μας. «Είμαι η Μαχάλια» είπα. «Μόλις έχω κλειδώσει. Μόλις έχω προ- σφερθεί να το κάνω, παρόλο που είναι σειρά κάποιου άλλου. Και τώρα πάω μια μικρή βόλτα.» Μας οδήγησα έξω στον ανοιχτό χώρο, περάσαμε την προσεκτικά σκαμμένη σε διαδοχικά επίπεδα τρύπα, μέσα από την οποία οι φοι τητές μάς κοίταξαν έκπληκτοι. Προχωρήσαμε προς την ερημιά, όπου βρίσκονταν αυτά τα χαλάσματα ιστορίας, και πέρα από αυτά έξω από την πύλη, που άνοιγε με τις πανεπιστημιακές ταυτότητες, η οποία άνοιξε για μας με ένα μικρό σπρώξιμο, εξαιτίας του που και ποιοι
3 3 4 China Mieville ήμασταν, και μας έβγαλε στο πάρκο. Στην ουσία αυτός ο χώρος που ήταν τόσο κοντά στην ανασκαφή δεν ήταν πάρκο, αλλά ένα τμήμα με χαμηλή βλάστηση και μερικά δέντρα που το διέσχιζαν μονοπάτια. Μπορούσαμε να δούμε κάποιους κατοίκους από την Ουλ Κόμα, αλλά κανένας τους δεν ήταν αρκετά κοντά. Το έδαφος μεταξύ της ανασκα- φής και του χώρου του πάρκου δεν ανήκε αποκλειστικά στην Ουλ Κόμα. Η Μπεσέλ παρεισέδυε. Είδαμε άλλες μορφές στα όρια του ξέφωτου: κάτοικοι της Μπες κάθονταν στα βράχια ή δίπλα από την αλληλοπλεγμένη λιμνοΰλα. Το πάρκο ήταν μόνο ελάχιστα στην Μπεσέλ, λίγα μέτρα στο τέλος της βλάστησης, ένα ρυάκι διασταυρώσεων από μονοπάτια και θάμνους και μια μικρή αποκλειστική έκταση που διαχώριζε τα δυο τμήματα της Ουλ Κόμα. Οι χάρτες έδειχναν ξεκάθαρα στους περιπατητές που μπορούσαν να πάνε. Ή ταν εδώ στην αλληλοπλεγμένη περιοχή που οι φοιτητές μπορεί να στέκονταν, σκανδαλιστικά, σε απόσταση αναπνο ής από μια ξένη δύναμη, ένας πορνογραφικός διαχωρισμός. «Η Παράβαση παρακολουθεί σημεία όπως αυτό» μου είπε ο Ασίλ. «Υπάρχουν κάμερες. Θα βλέπαμε οποιονδήποτε εμφανιζόταν ξαφνι κά στην Μπεσέλ που δεν προήλθε από εκεί.» Ο Μπουίντζε είχε μείνει πίσω. Ο Ασίλ μίλησε με τρόπο που να μην μπορεί να τον ακούσει. Ο Μπουίντζε προσπαθούσε να μη μας κοιτά ζει. Προχώρησα. «Ορσίνι...» είπα. Δεν υπήρχε τρόπος να μπεις ή να βγεις σε αυτό το μέρος από την Ουλ Κόμα, αλλά μόνο μέσα από την ανασκαφή του Μπολ Γι’αν. «Ντισένσι; Μαλακίες. Δεν τα παρέδιδε έτσι. Αυτό έκανε. Έ χεις δει τη Μεγάλη Απόδραση;» Περπάτησα προς την άκρη της αλ- ληλοπλεγμένης ζώνης, όπου η Ουλ Κόμα σταματούσε για κάποια μέτρα. Βέβαια, ήμουν στην Παράβαση τώρα, και θα μπορούσα να περιπλανηθώ και στην Μπεσέλ αν ήθελα, αλλά σταμάτησα σαν να ήμουν μόνο στην Ουλ Κόμα. Περπάτησα στην άκρη του χώρου που μοιραζόταν με την Μπεσέλ, όπου η Μπεσέλ γινόταν για λίγο απο κλειστική και τη χώριζε από την υπόλοιπη Ουλ Κόμα. Σιγουρεύτηκα ότι ο Ασίλ με παρακολουθούσε. Προσποιήθηκα ότι έβαζα το κομμά
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 335 τι του ξύλου στην τσέπη μου, βάζοντας το στην πραγματικότητα μέσα από τη ζώνη μου, μέσα από το παντελόνι μου. «Είχε τρυπήσει τις τσέπες της.» Περπάτησα μερικά βήματα στην αλληλοπλεγμένη περιοχή, ρίχνο ντας το -ευτυχώς λείο- ξύλο κάτω στο πόδι μου. Έ μεινα ακίνητος όταν έφτασε στο έδαφος. Στάθηκα σαν να παρατηρούσα τον ορίζοντα και κούνησα το πόδι μου ελαφρά, κάνοντάς το να πέσει στο χώμα, όπου το πίεσα λίγο με το πόδι μου και έσπρωξα χορτάρια και λάσπη πάνω του. Ό ταν απομακρύνθηκα, χωρίς να κοιτάζω πίσω, το ξύλο δεν φαινόταν, ήταν αόρατο, εκτός κι αν ήξερες που είναι. «Όταν φεύγει, κάποιος από την Μπεσέλ -ή κάποιος που μοιάζει με τους κατοίκους της Μπεσέλ, επομένως δεν υπάρχει κάτι περίερ γο για να παρατηρήσεις- έρχεται εδώ» είπα. «Στέκεται και κοιτάζει τον ουρανό. Ψαχουλεύει με τις φτέρνες του. Ξεθάβει κάτι. Κάθεται σε έναν βράχο για λίγα, ακουμπάει το έδαφος, βάζει κάτι στην τσέ πη του. »Η Μαχάλια δεν θα έπαιρνε τα πρόσφατα αντικείμενα, επειδή μό λις τα είχαν τοποθετήσει, επομένως θα γινόταν αντιληπτό. Όμως, ενώ κλειδώνει, μπορεί πολύ εύκολα να ανοίξει τα ηαλιά συρτάρια.» «Τι παίρνει;» «Ίσως ό,τι βρει μπροστά της. Τσως ακολουθεί οδηγίες. Στο Μπολ Γι’αν τους ψάχνουν κάθε βράδυ, άρα γιατί να νομίζουν ότι κάποιος κλέβει; Ποτέ δεν είχε κάτι πάνω της. Τα άφηνε εδώ, στην αλληλο- πλεγμένη περιοχή.» «Όπου κάποιος ερχόταν για να τα πάρει. Μέσα από την Μπε σέλ.» Γύρισα και κοίταξα αργά προς όλες τις κατευθύνσεις. «Αισθάνεσαι ότι σε παρακολουθούν;» είπε ο Ασίλ. «Εσύ;» Μια πολύ μακριά σιωπή. «Δεν ξέρω.» «Ορσίνι.» Γύρισα ξανά. «Με έχει κουράσει αυτό.» Σηκώθηκα όρθι ος. «Πραγματικά.» Γύρισα. «Είναι εξαντλητικό.» «Τι σκέφτεσαι;» είπε ο Ασίλ.
3 3 6 ChinaMieville Ο θόρυβος από έναν σκύλο στο δάσος μάς έκανε να κοιτάξουμε προς τα πάνω. Ο σκύλος βρισκόταν στην Μπεσέλ. Ή μουν έτοιμος να τον αγνοήσω, αλλά δεν υπήρχε λόγος. Ή ταν ένα λαμπραντόρ, ένα φιλικό σκουρόχρωμο ζώο που βγήκε από τη χαμηλή βλάστηση μυρίζοντας δεξιά και αριστερά και ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας. Ο Ασίλ άπλωσε το χέρι του προς το σκύλο. Ο ιδιοκτήτης του εμφανίσιηκε, χαμογέλασε, ξαφνιάστηκε, απομάκρυνε το βλέμμα του μπερδεμένος και φώναξε το σκύλο να έρθει κοντά του. Γύρισε σε κείνον, κοιτάζοντας πίσω του εμάς. Ο άντρας προσπαθούσε να μας αγνοήσει, αλλά δεν το κατάφερνε και πιθανότατα αναρωτιόταν για ποιο λόγο διακινδυνεύαμε παίζοντας με ένα ζώο σε μια τόσο ασταθή αστική τοποθεσία. Ό ταν ο Ασίλ συνάντη σε τη ματιά του, ο άντρας απομάκρυνε το βλέμμα του. Πρέπει να είχε καταλάβει που και, επομένως, τι ήμασταν. ΣΥΜΦΩΝΑ μ ε ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ, το κομμάτι ξυλου αντικαθιστούσε έναν χάλκινο σωλήνα που περιείχε γρανάζια που είχαν κολλήσει στην ίδια θέση για αιώνες. Έλειπαν τρία ακόμα κομμάτια από εκείνες τις πρώ τες ανασκαφές, όλα τους βρίσκονταν μέσα σε περιτυλίγματα, όλα αντικατεστημένα από τσαλακωμένα χαρτιά, πέτρες, το πόδι μιας κού κλας. Υποτίθεται ότι ήταν τα απομεινάρια μιας διατηρημένης δαγκά- νας αστακού που περιείχε κάποιον πρώιμο μηχανισμό με γρανάζια. Ένας διαβρωμένος μηχανισμός, σαν κάποιος μικροσκοπικός εξά ντας. Μια χούφτα γεμάτη καρφιά και βίδες. Ψάξαμε το έδαφος σε κείνη την οριακή περιοχή. Βρήκαμε λακ- κουβίτσες, παλιά ξυσίματα και τα σχεδόν ξεραμένα υπολείμματα λου- λουδιών, αλλά δεν βρήκαμε προχειροθαμμένους ανεκτίμητους θη σαυρούς της Πρόδρομης Εποχής. Κάποιος τους είχε μαζέψει από καιρό. Κανείς δεν μπορούσε να τους πουλήσει. «Τότε αυτό είναι παραβίαση» είπα. «Απ’ όπου κι αν έρχονται ή πηγαίνουν αυτοί οι άνθρωποι της Ορσίνι, δεν μπορεί να έχουν μαζέ ψει αυτά τα αντικείμενα στην Ουλ Κόμα, άρα αυτό έγινε στην Μπε σέλ. Λοιπόν, ίσως γι’ αυτους να μην έφυγαν ποτέ από την Ορσίνι.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 337 Αλλά για τους περισσότερους ανθρώπους αφέθηκαν στην Ουλ Κόρα και μαζεύτηκαν στην Μπεσέλ, άρα είναι παραβίαση.» Ο Τ Α Ν ε π ις τ ρ ε φ α μ ε , ο Ας ιλ τηλεφώνησε σε κάποιον και όταν φτάσα με στα κεντρικά, άνθρωποι της Παράβασης λογομαχούσαν και ψήφι ζαν με το γρήγορο και αόριστο τρόπο τους, πάνω σε ζητήματα που για μένα ήταν τελείως ξένα. Έμπαιναν στο δωμάτιο στα μέσα της περί εργης επιχειρηματολογίας, έκαναν τηλεφωνήματα από τα κινητά τους, διέκοπταν συνεχώς ο ένας τον άλλο. Η ατμόσφαιρα ήταν τετα μένη, με αυτό τον ιδιαίτερο, ανέκφραστο τρόπο της Παράβασης. Υπήρχαν αναφορές από τις δυο πόλεις, στις οποίες χαμηλόφωνα πρόσθετον δεδομένα όσοι κρατούσαν τηλεφωνικές συσκευές, μεταφέ- ροντας μηνύματα από άλλους ανθρώπους της Παράβασης. «Όλοι σε επιφυλακή» επαναλάμβανε συνεχώς ο Ασίλ. «Αρχίζει.» Φοβόντουσαν πυροβολισμούς στο κεφάλι και φόνους σε ληστείες με παραβιάσεις. Ο αριθμός των μικρών παραβιάσεων αυξανόταν. Η Παράβαση βρισκόταν όπου μπορούσε, αλλά τους ξέφευγαν πολλά. Κάποιος είπε ότι εμφανίζονταν γκράφιτι στους τοίχους της Ουλ Κόμα που θύμιζαν δουλειά καλλιτεχνών της Μπεσέλ. «Τα πράγματα έχουν να γίνουν τόσο άσχημα από τότε που, λοι πόν...» είπε ο Ασίλ. Μου εξηγούσε ψιθυριστά καθώς η συζήτηση συ νεχιζόταν. «Αυτή είναι η Ράινα. Ασχολείται με το θέμα αδιάκοπα.» «Ο Σάμουν θεωρεί πως και μόνο η αναφορά στην Ορσίνι είναι παραχώ ρηση.» «Ο Μπάιον διαφωνεί.» «Πρέπει να είμαστε έτοιμοι» είπε ο ομιλητής. «Βρήκαμε κάτι.» «Εκείνη το βρήκε, η Μαχάλια. Ό χι εμείς» είπε ο Ασίλ. «Εντάξει, εκείνη το βρήκε. Ποιος ξέρει πότε θα συμβεί ό,τι είναι να συμβεί; Είμαστε στο σκοτάδι και ξέρουμε ότι ο πόλεμος ξεκίνησε, αλλά δεν βλέπουμε για να σημαδέψουμε.» «Δεν μπορώ να το παρακολουθήσω» είπα σιγανά στον Ασίλ. Με συνοδέυσε πίσω στο δωμάτιο. Ό ταν συνειδητοποίησα ότι με κλείδωνε μέσα, φώναξα διαμαρτυρόμενος. «Πρέπει να θυμάσαι για ποιο λόγο είσαι εδώ» είπε πίσω από την πόρτα.
3 3 8 ChinaMieville Κάθισα στο κρεβάτι και προσπάθησα να διαβάσω τις σημειώσεις της Μαχάλια με διαφορετικό τρόπο. Δεν προσπάθησα να ακολουθή σω τη ροή μιας συγκεκριμένης πένας, την πορεία μιας συγκεκριμένης περιόδου των μελετών της, για να αναδομήσω την προέλευση μιας σκέψης. Αντίθετα, διάβασα όλα τα σχόλια σε κάθε σελίδα, οι απόψεις χρόνων τοποθετημένες μαζί. Είχα προσπαθήσει να κάνω τον αρχαιο λόγο στις σημειώσεις της, οριοθετώντας τες. Τώρα διάβαζα κάθε σε λίδα χωρίς να ακολουθώ μια χρονική συνέχεια, χωρίς χρονολογική ροή, κρίνοντάς την ξεχωριστά. Στο εσωτερικό του οπισθόφυλλου ανάμεσα από στρώσεις οργισμέ νης θεωρίας, διάβασα γραμμένο με μεγάλα γράμματα πάνω από πα- λιότερα μικρότερα ΑΛΛΑ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΣΕΡΜΑΝ. Μια γραμμή οδηγούσε από εκεί σε ένα σχόλιο στην απέναντι σελίδα: ΡΟΣΕΝ ΑΝΤΙΘΕΣΗ. Τα ονόματα αυτά μου ήταν οικεία από τις προηγούμενες έρευνες. Γύρισα μερικές σελίδες πίσω. Με την ίδια πένα και βιαστικό γράψιμο διάβασα δίπλα σε ένα παλιότερο σχόλιο: ΟΧΙ - ΡΟΣΕΝ, ΒΙ- ΤΖΝΙΤΣ. Ισχυρισμοί γεμάτοι κριτική, ολοένα και περισσότερες προ τάσεις με θαυμαστικά στο βιβλίο. ΟΧΙ, ένας δείκτης ένωνε τη λέξη «όχι» με το πρωτότυπο τυπωμένο κείμενο, αλλά με ένα σχόλιο στους δικούς της παλιότερους, ενθουσιώδεις σχολιασμούς. Μια επιχειρημα τολογία με τον εαυτό της. ΓΙΑΤΙ ΜΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ; ΠΟΙΟΣ; «Έι» φώναξα. Δεν ήξερα που ήταν η κάμερα. «Έι, Ασίλ. Φωνάξτε τον Ασίλ.» Δεν σταμάτησα να κάνω φασαρία μέχρι που ήρθε. «Πρέπει να μπω στο διαδίκτυο.» Με πήγε σε μια αίθουσα υπολογιστών, σε κάτι που έμοιαζε με ένα μοντέλο 486 ή κάτι αντίστοιχα παλιό, με ένα λειτουργικό σύστημα που δεν αναγνώριζα, κάποια αυτοσχέδια απομίμηση των windows, αλλά ο επεξεργαστής και η σύνδεση ήταν πολύ γρήγορα. Υπήρχαν και διάφο ροι άλλοι μέσα στο γραφείο εκτός από εμάς τους δυο. Ο Ασίλ στεκόταν πίσω μου καθώς πληκτρολογούσα. Παρακολουθούσε τις έρευνές μου, και, φυσικά, βεβαιωνόταν ότι δεν στέλνω ι-μέιλ σε κάποιον. «Μπες σε όποια σελίδα θέλεις» μου είπε ο Ασίλ, και είχε δίκιο. Μπορούσα να μπω σε ιστοχώρους που ζητούσαν πληρωμή και προ-
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 339 στατευονταν από κωδικό απλά με ίο πάτημα ενός πλήκτρου. «Τι είδους σύνδεση είναι αυτή;» Δεν περίμενα και ούτε πήρα κά ποια απάντηση. Έψαξα Σέρμαν, Ροσέν, Βιτζνιτς. Στους χώρους συζη τήσεων που είχα επισκεφτεί πρόσφατα, οι τρεις συγγραφείς ήταν αντικείμενο άγριου χλευασμού. «Κοίτα.» Πήρα τους τίτλους από τις βασικές τους εργασίες, έψαξα τους κα ταλόγους του Άμαζον για μια γρήγορη και πρόχειρη περίληψη των διατριβών τους. Πήρε μερικά λεπτά. Ακουμπησα στην πλάτη της κα ρέκλας. «Κοίτα. Κοίτα. Σέρμαν, Ροσέν, Βίτζνιτς είναι όλοι τους μισητά πρό σωπα στους χώρους συζητήσεων του fracturedcity.org» είπα. «Γιατί; Επειδή έγραψαν βιβλία στα οποία ισχυρίζονταν ότι ο Μποντέν έλεγε μαλακίες. Ό τι όλο το επιχείρημα ήταν μια μπουρδα.» «Έτσι λέει κι αυτός.» «Δεν είναι αυτό το θέμα, Ασίλ. Κοίτα.» Σελίδες και σελίδες στο Ανά μεσα στην Πόλη και τ ψ Πόλη. Του έδειξα τις πρώτες σημειώσεις που κράτησε η Μαχάλια και στη συνέχεια τις τελευταίες. «Το θέμα είναι ότι εκείνη τους παραθέτει. Στο τέλος. Στις τελευταίες της σημειώσεις.» Γύρισα κι άλλες σελίδες, δείχνοντάς του. «Αλλαξε γνώμη» είπε τελικά. Κοιταχτήκαμε για αρκετή ώρα. «Όλο αυτό το θέμα σχετικά με τα παράσιτα και ότι έκανε λάθος και ανακάλυψε ότι ήταν κλέφτης» είπα. «Διάολε. Δεν σκοτώθηκε επει δή ήταν κάποια, μια από τους αναθεματισμένους λίγους εκλεκτούς που ήξερε το φοβερό μυστικό για την ύπαρξη της τρίτης πόλης. Δεν σκοτώθηκε επειδή συνειδητοποίησε ότι η Ορσίνι της έλεγε ψέματα, ότι τη χρησιμοποιούσε. Δεν ήταν αυτά τα ψέματα για τα οποία έλεγε. Η Μαχάλια σκοτώθηκε επειδή σταμάτησε εντελώς να πιστεύει στην Ορσίνι.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΕΞΙ ΠΑΡΟΛΟ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΑ και άρχισα να θυμώνω, ο Ασίλ και οι συ νάδελφοί του δεν με άφηναν να πάρω την Κόργουι ή τον Ντατ. «Γιατί όχι, διάολε;» είπα. «Θα μπορούσαν να το κάνουν. Καλά λοι πόν, κάντε ό,τι διάολο είναι αυτό που κάνετε, βρείτε το μόνοι σας. Ο Γιόρτζαβιτς εξακολουθεί να είναι η καλύτερη άκρη που ε'χουμε, αυτός ή κάποιος από τους συνεργάτες του. Ξέρουμε ότι εμπλέκεται. Προ σπαθήστε να βρείτε τις ακριβείς ημερομηνίες που η Μαχάλια κλείδω σε, κι αν είναι δυνατόν να μάθουμε που βρισκόταν ο Γιόρτζαβιτς κα θένα από αυτά τα βράδια. Πρέπει να μάθουμε αν τα μάζευε αυτός. Η ηολισζάι παρακολουθεί τους ΑΠ. Ίσ ω ς ξέρουν. Ίσω ς ακόμα και οι ηγέτες τους να αποκαλυψουν κάτι, αν είναι τόσο δυσαρεοτημένοι. Και ελέγξτε επίσης που βρισκόταν και ο Σιέντρ - κάποιος με πρόσβαση σε πληροφορίες του Μεγάρου Ζεύξης είναι αναμεμειγμένος.» «Δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε όλες τις μέρες που η Μαχάλια είχε τα κλειδιά. Ακόυσες τον Μπουίντζε: οι μισές περιπτώσεις δεν ήταν προγραμματισμένες.» «Άσε με να πάρω την Κόργουι και τον Ντατ. Θα ξέρουν πώς να τα βρουν.» «Εσύ.» Ο Ασίλ μίλησε απότομα. «Βρίσκεσαι στην Παράβαση. Μην το ξεχνάς. Δεν μπορείς να απαιτείς. Ό λα αυτά που κάνουμε είναι έρευνες για τη διχί) σον παραβίαση. Το καταλαβαίνεις;» Δεν μου έδιναν υπολογιστή στο κελί. Παρακολούθησα τον ήλιο να ανατέλλει, την ατμόσφαιρα πέρα από το παράθυρό μου να αντανακλά
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 341 το φως. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο αργά ήταν. Τελικά αποκοι μήθηκα, και ξύπνησα με τον Ασίλ να έχει επιστρέφει στο δωμάτιο. Έπινε κάτι - ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να τρώει ή να πίνει οτιδήποτε. Έτριψα τα μάτια μου. Είχε αρκετό φως για να είναι μέρα. Ο Ασίλ δεν έδειχνε ίχνος κούρασης. Έριξε κάτι χαρτιά στα πόδια μου και έδειξε έναν καφέ και ένα χάπι δίπλα στο κρεβάτι μου. «Δεν ήταν και τόσο δύσκολο» είπε. «Υπογράφουν όταν επιστρέφουν τα κλειδιά, έτσι βρήκαμε όλες τις ημερομηνίες. Εδώ έχεις τα κανονι κά προγράμματα, τα οποία άλλαξαν, και τα φύλλα με τις υπογραφές. Αλλά είναι πάρα πολλά. Δεν μπορούμε να συνδέσουμε με κάτι τον Γιόρτζαβιτς, πόσο μάλλον τον Σιέντρ ή κάποιον άλλο εθνικιστή, για τόσες πολλές νύχτες. Αυτό καλύπτει πάνω από δύο χρόνια.» «Μια στιγμή.» Έβαλα τις δύο λίστες δίπλα δίπλα. «Ξέχνα για πότε είχε αρχικά προγραμματιστεί - μην ξεχνάς ότι εκτελούσε εντολές από το μυστηριώδη σύνδεσμό της. Ό ταν δεν ήταν η σειρά της να πάρει τα κλειδιά αλλά εκείνη το έκανε, αυτό πρέπει να βρούμε. Σε κανέναν δεν αρέσει αυτή η δουλειά -πρέπει να μείνεις μέχρι αργά-, άρα οι μέρες που ψάχνουμε είναι εκείνες που ξαφνικά γύρισε και είπε σε κείνον που είχε σειρά “θα το κάνω εγώ”. Αυτές είναι οι μέρες που έλαβε κά ποιο μήνυμα. Που της είπαν να παραδώσει. Ας δούμε λοιπόν, ποιος έκανε τι τότε. Αυτές είναι οι ημερομηνίες. Και δεν είναι πάρα πολλές.» Ο Ασίλ κούνησε το κεφάλι του - μέτρησε τα εν λόγω βράδια. «Τέσ σερα, πέντε. Τρία κομμάτια λείπουν.» «Αρα κάποιες από αυτές τις μέρες δεν συνέβη τίποτα. Τσως ήταν φυσιολογικές αλλαγές και δεν ακολουθούσε οδηγίες. Εξακολουθούν να είναι αυτές που πρέπει να ψάξουμε.» Ο Ασίλ κούνησε ξανά το κε φάλι του καταφατικά. «Για κείνες τις μέρες πρέπει να δούμε τις κινή σεις των εθνικιστών.» «Πώς το οργάνωσαν αυτό; Γιατί;» «Δεν ξέρω.» «Περίμενε εδώ.» «Θα ήταν ευκολότερο αν απλά με άφηνες να έρθω μαζί σου. Γιατί δεν θέλεις ξαφνικά;»
3 4 2 China Mieville «Περίμενε.» Κι άλλη αναμονή, και παρόλο που δεν φώναξα στην κρυφή κάμε ρα, κοίταξα με άγριο βλέμμα όλους τους τοίχους, για να με καταγρά ψει. «Όχι.» Η φωνή του Ασίλ ήρθε από ένα μεγάφωνο που δεν μπορού σα να δω. «Ο Γιόρτζαβιτς ήταν υπό την παρακολούθηση της ηολισζάι τουλάχιστον τις δυο από αυτές τις νύχτες. Δεν πλησίασε στο πάρκο.» «Και ο Σιέντρ;» απηυθυνα την ερώτηση στο κενό. «Όχι. Είναι καλυμμένος για τέσσερις από εκείνες τις νύχτες. Θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος από τους ηγέτες των εθνικιστών, αλλά είδαμε τα στοιχεία που έχει η Μπεσέλ για όλους αυτους και δεν υπάρχει τίποτα ύποπτο.» «Σκατά. Τι εννοείς ο Σιέντρ είναι “καλυμμένος”;» «Ξέρουμε που ήταν, και δεν ήταν πουθενά κοντά. Βρισκόταν σε συναντήσεις εκείνα τα βράδια και τις μέρες που ακολούθησαν.» «Συναντήσεις με ποιον;» «Ήταν στο Εμπορικό Επιμελητήριο. Είχαν εμπορικές εκδηλώ σεις εκείνες τις μέρες.» Σιωπή. Αφού δεν μίλησα για αρκετή ώρα είπε: «Τι; Τι;» «Σκεφτόμαστε λάθος.» Έκλεισα τα δάχτυλά μου στον αέρα, σαν να προσπαθούσα να πιάσω κάτι. «Απλά επειδή ήταν ο Γιόρτζαβιτς που πάτησε τη σκανδάλη και επειδή ξέρουμε ότι η Μαχάλια είχε εκνευρί σει τους εθνικιστές. Δεν είναι όμως διαολεμένη σύμπτωση το γεγονός ότι αυτά τα εμπορικά γεγονότα πραγματοποιήθηκαν τις συγκεκριμέ νες νύχτες που η Μαχάλια προθυμοποιήθηκε να κλειδώσει;» Κι άλλη μεγάλη σιωπή. Θυμήθηκα την καθυστέρηση πριν μπορέσω να δω την Επιτροπή Επιτήρησης, λόγω μιας από αυτές τις εκδηλώσεις. «Μετά γίνονται δεξιώσεις για τους προσκεκλημένους, έτσι δεν είναι;» «Προσκεκλημένους;» «Τις εταιρείες. Εκείνες που προσεγγίζει η Μπεσέλ - γι’ αυτό γίνο νται αυτά τα πράγματα, για να κλείσουν συμβόλαια. Ασίλ, βρες ποιοι βρίσκονταν εκεί, εκείνες τις ημερομηνίες.» «Στο Εμπορικό Επιμελητήριο...»
Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 343 «Κοίτα τις λίστες καλεσμένων για τις δεξιώσεις που ακολουθούσαν. Κοίτα τα δελτία τύπου λίγες μέρες μετά, και θα δεις ποιος υπέγραψε ποιο συμβόλαιο. Ξεκίνα.» «Για τ’ όνομα του Χριστού» είπα λίγο αργότερα στη σιωπή, όταν εξακολουθούσα να βηματίζω νευρικά μόνος μέσα στο δωμάτιό μου. «Γιατί, διάολε, δεν με αφήνετε να βγω; Είμαι ηολισζάι, πανάθεμά σας, αυτή είναι η δουλειά μου. Είστε καλοί για να τρομάζετε τον κόσμο, αλλά σε αυτό είστε σκατά.» «Έχεις παραβιάσει» είπε ο Ασίλ ανοίγοντας την πόρτα. «Για σένα γίνεται όλη αυτή η έρευνα.» «Σωστά. Περίμενες απέξω μέχρι να πω κάτι στο οποίο θα μπορού σες να κάνεις θεαματική είσοδο;» «Αυτή είναι η λίστα.» Πήρα το χαρτί. Εταιρείες -καναδικές, γαλλικές, ιταλικές και βρετανικές, κάνα δυο μικρότερες αμερικανικές- δίπλα στις διάφορες ημερομηνίες. Πέντε ονόματα ήταν κυκλωμένα με κόκκινο. «Οι υπόλοιποι πήγαν στη μια ή τη άλλη εκδήλωση, αλλά εκείνοι με το κόκκινο ήταν εκεί όλες τις νύχτες που η Μαχάλια είχε τα κλειδιά» είπε ο Ασίλ. «ΡέντιΤεκ προγράμματα υπολογιστών. Μπέρνλεϊ - τι κάνουν αυτοί;» «Εταιρεία συμβούλων.» «Η ΚόρΙντεκ έχει ηλεκτρονικά εξαρτήματα. Τ ι είναι αυτό που εί ναι γραμμένο δίπλα τους;» Ο Ασίλ κοίταξε. «Ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας τους ήταν ο Γκορς, από τη μητρική εταιρεία, Σίαρ και Κορ. Ή ρθε για να συναντηθεί με τον το πικό επικεφαλής της ΚόρΙντεκ, αυτόν που διευθύνει το παράρτημα της Μπεσέλ. Πήγαν και οι δύο στις δεξιώσεις μαζί με τον Νισέμου και τον Μπούριτς και τα υπόλοιπα μέλη.» «Σκατά» είπα. «Εμείς... Ποια απ’ όλες τις μέρες ήταν εδώ;» «Όλες.» «Όλες; Ο διευθύνων σύμβουλος της μητρικής εταιρείας; Της Σίαρ και Κορ; Σκατά...» «Πες μου» είπε μετά από λίγο.
3 4 4 China Mihville «Οι εθνικιστές δεν θα μπορούσαν να το πετύχουν αυτό. Περίμε- νε.» Σκύφτηκα. «Ξέρουμε ότι έχουν κάποιον στο Μέγαρο Ζεύξης, αλλά... τι διάολο θα μπορούσε να κάνει ο Σιέντρ γι’ αυτούς τους τύπους; Η Κόργουι έχει δίκιο - είναι ένας γελοίος. Ποιο να είναι το σχέδιό του;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Ασίλ, πώς δουλεύει αυτό; Μπορείτε απλά να τραβήξετε αυτές τις πληροφορίες και από τις δύο πόλεις, σωστά; Μπορείτε... Τι θέση έχετε διεθνώς; Η Παράβα ση εννοώ. »Πρέπει να κυνηγήσουμε την εταιρεία.» ΕΙΜΑΙ Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ, ένας άβαταρ, είπε ο Ασίλ. Ό που έχει γίνει παραβίαση, μπορώ να κάνω τα πάντα. Αλλά με άφη σε να το επεξεργασιώ για πολλή ώρα. Ο τρόπος του άκαμπτος, αυτή η αδιαφάνεια, η έλλειψη της παραμικρής αχτίδας από τις σκέψεις του - ήταν δύσκολο ακόμα και να καταλάβω αν με είχε ακούσει. Ούτε διαφωνούσε ούτε συμφωνούσε. Στεκόταν, ενώ του εξέφραζα τους ισχυρισμούς μου. Ό χι, δεν μπορούν να τα πουλήσουν, είπα, δεν είναι αυτό που θέ λουν. Όλοι είχαμε ακούσει τις φήμες για τα τεχνουργήματα της Πρό δρομης Εποχής. Τις ανεξήγητες φυσικές τους ιδιότητες. Τις δυνάμεις τους. Θέλουν να δουν αν είναι αληθινές. Βάζουν τη Μαχάλια να τους προμηθεύει. Και για να το πετύχουν, την κάνουν να πιστεύει ότι έχει έρθει σε επαφή με την Ορσίνι. Ό μως το κατάλαβε. Η Κόργουι είχε πει κάποτε κάτι για τις τουριστικές περιηγήσεις που υπέμεναν οι εκπρόσωποι αυτών των εταιρειών στην Μπεσέλ. Οι σοφέρ τους θα μπορούσαν να τους πηγαίνουν σε οποιαδήποτε απο κλειστική ή αλληλοπλεγμένη περιοχή, σε οποιοδήποτε χαριτωμένο πάρκο για να ξεμουδιάσουν τα πόδια τους. Η Σίαρ και Κορ έκανε έρευνα και ανάπτυξη. Ο Ασίλ με κοίταξε έντονα. «Αυτό δεν είναι λογικό» είπε. «Ποιος θα έριχνε λεφτά σε προληπτικές ανοησίες...;» «Πόσο σίγουρος είσαι; Ό τι δεν υπάρχει κάποια αλήθεια στις ιστο ρίες; Και ακόμα κι αν έχεις δίκιο, η CIA πλήρωσε κάποιους εκατομ
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 345 μύρια δολάρια για να προσπαθήσουν να σκοτώσουν κατσίκια κοιτά ζοντας τα» είπα. «Πόσο να πλήρωσε η Σίαρ και Κορ για να στήσει κάτι τέτοιο; Μερικές χιλιάδες δολάρια; Δεν χρειάζεται να πιστεύουν λέξη: αξίζουν αυτά τα λεφτά μόνο και μόνο για την απίθανη περίπτωση που κάποια από αυτές τις ιστορίες αποδειχτεί ότι κρύβει αλήθεια μέ σα της. Τα αξίζει μόνο και μόνο από περιέργεια.» Ο Ασίλ έβγαλε το κινητό του και άρχισε να κάνει κλήσεις. Η νύχτα είχε μόλις αρχίσει. «Πρέπει να γίνει μυστική σύσκεψη» είπε. «Διακυ- βευονται πολλά. Ναι, κάν’το.» «Μυστική σύσκεψη. Στο σημείο.» Πά- νω-κάτω είπε τα ίδια πολλές φορές. «Μπορείς να κάνεις τα πάντα» είπα. «Ναι. Ναι... Χρειάζεται μια επίδειξη δύναμης. Η Παράβαση σε όλο της το μεγαλείο.» «Άρα με πιστεύεις; Ασίλ, με πιστεύεις;» «Πώς θα μπορούσαν να το κάνουν; Πώς θα μπορούσαν ξένοι σαν αυτούς να επικοινωνήσουν μαζί της;» «Δεν ξέρω, αλλά αυτό είναι που πρέπει να μάθουμε. Θα πλήρωσαν κάποιους ντόπιους - ξέρουμε από πού ήρθαν αυτά τα χρήματα στον Γιορτζ.» Ή ταν μικροποσά. «Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν να δημιούργησαν την Ορσίνι μόνο και μόνο για τη Μαχάλια.» «Δεν θα έστελναν εδώ το διευθύνοντα σύμβουλο της μητρικής εται ρείας απλά και μόνο για ασήμαντες, τυπικές χειραψίες, πόσο μάλλον κάθε φορά που η Μαχάλια κλείδωνε. Έλα τώρα. Η Μπεσέλ είναι χαμένη υπόθεση, και μας έχουν ήδη πετάξει ένα κόκαλο μόνο με την παρουσία τους εδώ. Πρέπει να υπάρχει κάποια σύνδεση...» «Ω, θα το ερευνήσουμε. Ό μως εκείνοι δεν είναι πολίτες της μίας ούτε πολίτες της άλλης, Τάι. Δεν έχουν το...» Σιωπή. «Το φόβο» είπα. Τον παγωμένο φόβο της Παράβασης, την αντα νακλαστική υπακοή που υπήρχε στην Ουλ Κόμα και την Μπεσέλ. «Δεν έχουν αυτή την αντίδραση σε μας, επομένως αν κάνουμε κάτι, πρέπει να δείξουμε ισχύ - χρειαζόμαστε πολλούς από μας, μια ηχηρή παρουσία. Κι αν αυτό είναι αλήθεια, θα σημάνει το κλείσιμο μιας
346 China M ieville μεγάλης επιχείρησης στην Μπεσέλ. Θα προκαλέσει κρίση στην πόλη. Καταστροφή. Και δεν θα αρέσει σε κανέναν. »Δεν είναι πρώτη φορά που η πόλη ή η πόλη διαφωνεί με την Πα ράβαση, Τάι. Έ χει ξαναγίνει. Έχουν υπάρξει πόλεμοι με την Παρά βαση.» Περίμενε, ενώ αυτή η εικόνα πλανιόταν στον αέρα. «Αυτό δεν ωφελεί κανέναν. Άρα πρέπει να έχουμε ισχυρή παρουσία.» Η Παρά βαση έπρεπε να προκαλέσει φόβο. Το καταλάβαινα. «Έλα» είπα. «Βιάσου.» Όμως η συγκέντρωση των άβαταρ της Παράβασης από οπουδήπο τε είχαν τα πόστα τους, αυτή η προσπάθεια με την τόσο διασπαρμένη εξουσία, μια χαοτική συγκέντρωση, δεν ήταν μεγάλη. Οι άνθρωποι της Παράβασης απαντούσαν τα τηλέφωνά τους, συμφωνούσαν, διαφωνού σαν, έλεγαν ότι θα έρθουν ή δεν θα έρθουν, έλεγαν ότι θα ακούσουν τον Ασίλ. Αυτό καταλάβαινα από τα δικά του λεγάμενα στις συνομιλίες. «Πόσους χρειάζεσαι;» είπα. «Τι περιμένεις;» «Είπα, χρειαζόμαστε παρουσία.» «Αισθάνεσαι τι συμβαίνει εκεί έξω;» είπα. «Το ένιωσες στον αέρα.» Είχαν περάσει περισσότερες από δυο ώρες. Είχα τονωθεί από κάτι στο φαγητό και το ποτό που μου είχαν δώσει, βημάτιζα και παραπο νιόμουν για τη φυλάκισή μου. Ο Ασίλ άρχισε να δέχεται περισσότερα τηλεφωνήματα. Περισσότερα από τα μηνύματα που είχε αφήσει - τα νέα είχαν εξαπλωθεί. Στο διάδρομο υπήρχε αναβρασμός, γρήγορα βήματα, ομιλίες, φωνές και αποκρίσεις στις φωνές. «Τι συμβαίνει;» Ο Ασίλ είχε στραμμένη την προσοχή του στο τηλέφωνο και όχι στο θόρυβο που ερχόταν απέξω. «Όχι» είπε. Η φωνή του δεν πρόδιδε τί ποτα. Το ξαναείπε αρκετές φορές μέχρι που έκλεισε το τηλέφωνο και με κοίταξε. Για πρώτη φορά, σε κείνο το ανέκφραστο πρόσωπο έμοιαζε να σχηματίζεται κάτι σαν υπεκφυγή. Δεν ήξερε πώς να πει αυτό που είχε να πει. «Τι έγινε;» Οι φωνές απέξω έγιναν εντονότερες και τώρα ακουγό- ταν φασαρία και από το δρόμο. «Σύγκρουση.»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 347 «Αυτοκινήτων;» «Λεωφορείων. Δυο λεωφορείων.» «Παραβίασαν;» Ένευσε καταφατικά. «Ήταν στην Μπεσέλ. Το ένα εμβόλισε πλευ ρικά το άλλο, στην πλατεία Φιν.» Μια μεγάλη αλληλοπλεγμένη πλα τεία. «Συρθήκαν και έπεσαν σε έναν τοίχο στην Ουλ Κόμα.» Δεν είπα κάτι. Οποιοδήποτε ατύχημα προκαλοόσε παραβίαση, απαιτούσε ολο φάνερα την ανάμειξη της Παράβασης, την ξαφνική εμφάνιση μερι κών άβαταρ που θα σφράγιζαν το χώρο, ξεκαθαρίζοντας τις συνθή κες, απομακρυνοντας τους αθώους, συλλαμβάνοντας τους παραβάτες, επιστρέφοντας την εξουσία στις αστυνομίες των δυο πόλεων όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν υπήρχε τίποτα σε μια κυκλοφοριακή παραβία ση που να δικαιολογεί τη φασαρία που άκουγα απέξω, άρα θα πρέπει να είχε συμβεί και κάτι άλλο. «Ήταν λεωφορεία που μετέφεραν πρόσφυγες σε καταυλισμούς. Έχουν σκορπίσει, και δεν έχουν περάσει από εκπαίδευση. Διαπράτ- τουν παραβιάσεις παντού, περιπλανώνται ανάμεσα στις πόλεις χωρίς να έχουν ιδέα τι κάνουν.» Μπορούσα να φανταστώ τον πανικό των παραβρισκόμενων και των περαστικών, πόσο μάλλον εκείνων των αθώων οδηγών της Μπε σέλ και της Ουλ Κόμα, που είχαν βγει απελπισμένα από την πορεία τους παρακάμπτοντας τα γερμένα οχήματα, που εισέρχονταν και εξέρχονταν λόγω αναγκαιότητας στην τοποταυτισμένη πόλη, προ σπαθώντας σκληρά να ανακτήσουν τον έλεγχο και να επαναφέρουν το όχημά τους στην αρχική του πορεία. Αντιμετωπίζοντας σιη συνέχεια πολυάριθμους φοβισμένους και τραυματισμένους εισβολείς, που δεν είχαν πρόθεση να παραβιάσουν αλλά δεν είχαν και άλλη επιλογή, που δεν ήξεραν τη γλώσσα για να ζητήσουν βοήθεια, παραπαίοντας έξω από τα διαλυμένα λεωφορεία, με παιδιά να κλαίνε στην αγκαλιά τους, αιμορραγώντας και στις δυο πλευρές των συνόρων. Πλησιάζοντας ανθρώπους που έβλεπαν, χωρίς να είναι εξοικειωμένοι με τα εθνικά χαρακτηριστικά -ρούχα, χρώματα, χτενίσματα, τρόπους-, να ταλα ντεύονται μπρος και πίσω ανάμεσα στις χώρες.
3 4 8 ChinaMihvillh «Έχουμε διατάξει κλείσιμο συνόρων» είπε ο Ασίλ. «Καθολικό σφράγισμα. Καθαρισμό των δρόμων. Η Παράβαση βρίσκεται έξω σε πλήρη ανάπτυξη, παντού, μέχρι αυτό να τελειώσει.» «Τι;» Στρατιωτική Παράβαση. Δεν είχε συμβεί σε όλη μου τη ζωή. Απα γόρευση εισόδου και στις δυο πόλεις, καμία διέλευση ανάμεσά τους, απόλυτη επιβολή όλων των κανονισμών της Παράβασης. Η αστυνο μία κάθε πόλης σε αναμονή για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις υπό τις εντολές της Παράβασης, βοηθοί για όσο διαρκουσε το κλείσιμο των συνόρων. Αυτός ήταν ο ήχος που άκουγα, αυτές οι μηχανικές φωνές πάνω από τον ολοένα αυξανόμενο βρυχηθμό των σειρήνων: μεγάφω να που ανακοίνωναν και στις δυο γλώσσες το κλείσιμο των συνόρων. Απομακρυνθείτε από τους δρόμους. «Για μια σύγκρουση λεωφορείων...;» «Ήταν σκόπιμη» είπε ο Ασίλ. «Είχε στηθεί ενέδρα. Από τους ενωτι- κους. Έγινε. Βρίσκονται παντού. Υπάρχουν αναφορές για παραβιά σεις παντού.» Ανακτούσε τον αυτοέλεγχό του. «Οι ενωτικοί ποιας πόλης...;» είπα, και η ερώτησή μου έμεινε μισή καθώς μάντεψα την απάντηση. «Και των δυο. Δουλεύουν από κοινού. Δεν ξέρουμε καν αν αυτοί που σταμάτησαν τα λεωηιορεία ήταν ενωτικοί της Μπες.» Εννοείται πως δούλευαν μαζί. Αυτό το ξέραμε. Ό χ ι όμως ότι αυτές οι μικρές ομάδες από πρόθυμους ουτοπιστές μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Ό τι μπορούσαν να προκαλέσουν αυτή την κατάσταση κατάρρευσης, ότι μπορούσαν να το κάνουν πραγματικότητα. «Βρίσκονται παντού και στις δύο πόλεις. Αυτή είναι η εξέγερσή τους. Προσπαθούν να μας ενώσουν.» Ο Ας ιλ ΑΡΓΟΠΟΡΟΥΣΕ. Αυτό με έκανε να συνεχίσω να μιλάω, αυτό, το ότι παρέμενε στο δωμάτιο περισσότερα λεπτά από όσα χρειαζόταν να μείνει. Έλεγχε το περιεχόμενο από τις τσέπες του, προετοιμαζόταν με στρατιωτική πειθαρχία. Ό λα τα μέλη της Παράβασης είχαν κληθεί έξω. Τον περίμεναν. Οι σειρήνες συνέχιζαν, οι φωνές συνέχιζαν.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 349 «Ασίλ, για τ’όνομα του Θεού, ακούσε με. Άκουσέ με. Νομίζεις πως αυτό είναι σύμπτωση; Έλα τύρα. Ασίλ, μην ανοίξεις αυτή την πόρτα. Νομίζεις ότι πλησιάζουμε στη λύση, νομίζεις ότι ξεδιαλύνουμε όλη αυτή την κατάσταση, ότι φτάνουμε τόσο κοντά και εντελώς ξαφνικά γίνεται μια γαμημένη εξέγερση; Κάποιος το κάνει αυτό, Ασίλ. Για να βγάλει εσένα και την Παράβαση έξω, μακριά από κείνον. »Πώς ανακάλυψες ποιες εταιρείες ήταν εδώ, και πότε; Τις νύχτες που έκανε παραδόσεις η Μαχάλια;» Ή ταν ανέκφραστος. «Είμαστε η Παράβαση» είπε τελικά. «Μπο ρούμε να κάνουμε οτιδήποτε θέλουμε...» «Αία πάρει, Ασίλ. Δεν είμαι κάποιος παραβάτης για να με τρομά ξεις. Πρέπει να μάθω. Πώς ερευνάτε;» Μετά από λίγο είπε: «Παγιδευμένα τηλέφωνα. Πληροφοριοδότες.» Κοίταξε ψηλά στο παράθυρο, καθώς η φασαρία έγινε για μια στιγμή εντονότερη. Περίμενε δίπλα στην πόρτα για να του πω κι άλλα. «Πράκτορες ή συστήματα σε γραφεία στην Μπεσέλ και την Ουλ Κόμα σας δίνουν τις πληροφορίες που χρειάζεστε, σωστά; Επομένως, κάποιος, κάπου έψαχνε σε βάσεις δεδομένων προσπαθώντας να βρει ποιος από το Εμπορικό Επιμελητήριο της Μπες ήταν που και πότε. »Το πήραν μυρωδιά, Ασίλ. Έστειλες κάποιον να ψάξει και είδαν ότι κάποιος ερευνά αρχεία. Ποια άλλη απόδειξη χρειάζεσαι για να κατα λάβεις ότι είμαστε κοντά στο να βρούμε κάτι; Έ χεις δει τους ενωτι- κους. Δεν είναι τίποτα. Ούτε της Μπεσέλ, ούτε της Ουλ Κόμα, δεν έχει διαφορά, είναι μια μικροσκοπική ομάδα από αφελείς ψευτοεπανα στάτες. Υπάρχουν περισσότεροι πράκτορες παρά ταραξίες. Κάποιος έδωσε εντολή. Κάποιος το κατασκεύασε όλο αυτό επειδή κατάλαβε ότι πλησιάζουμε. »Μια στιγμή» είπα. «Το σφράγισμα... Δεν αφορά μόνο το Μέγαρο Ζεύξης, σωστά; Ό λα τα σύνορα προς κάθε κατεύθυνση έχουν κλείσει και καμιά πτήση δεν προσγειώνεται ούτε φεύγει, σωστά;» «Η Μπες Ερ και η Ιλιτάνια είναι καθηλωμένες. Τα αεροδρόμια δεν δέχονται εισερχόμενες πτήσεις.» «Και οι ιδιωτικές πτήσεις;»
3 5 0 China Mieville «...Η οδηγία είναι ίδια, αλλά δεν βρίσκονται υπό την εξουσία μας όπως οι εθνικοί αερομεταφορείς, επομένως είναι λίγο πιο-» «Αυτό είναι. Δεν μπορείς να τους κρατήσεις στο έδαφος, όχι έγκαι ρα. Κάποιος προσπαθεί να φύγει. Πρέπει να πάμε στο κτίριο της Σίαρ και Κορ.» «Εκεί είναι που-» «Εκεί είναι που συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Αυτό...» έδειξα προς το παράθυρο. Ακούσαμε το σπάσιμο γυαλιών, τις φωνές, τους έξαλλους θορύβους αυτοκινήτων σε πανικόβλητη βιασύνη, τους ήχους από τις συμπλοκές. «Αυτό είναι αντιπερισπασμός.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΕΠΤΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ περνάγαμε μέσα από τις τελευταίες αναταραχές, τις νευρικές συσπάσεις μιας μικρής εξέγερσης που είχε σβήσει πριν καλά καλά γεννηθεί και δεν το ήξερε. Παρ’ όλα αυτά, οι τελευταίες αυτές ταραχές παρέμεναν επικίνδυνες και κυκλοφορούσαμε με στρατιωτικό τρόπο. Καμία απαγόρευση κυκλοφορίας δεν θα μπορούσε να συ γκροτήσει αυτό τον πανικό. Άνθρωποι έτρεχαν και στις δυο πόλεις κατά μήκος του δρόμου μπροστά μας, ενώ οι φωνές από τις δημόσιες ανακοινώσεις στα Μπες και τα Ίλιταν τους προειδοποιούσαν ότι η Παράβαση είχε διατάξει κλείσιμο συνόρων. Παράθυρα έσπαγαν. Κάποιες μορφές που είδα να τρέχουν το έκαναν περισσότερο με ζάλη παρά με τρόμο. Δεν ήταν ενωτικοί, ήταν πολύ μικροί και χωρίς σκοπό. Έ φηβοι που πέταγαν πέτρες, διαπράττοντας την πιο παράνομη πράξη της ζωής τους, μι κρές εκτοξευμένες παραβιάσεις που έσπαγαν τα τζάμια σε μια πόλη στην οποία ούτε ζούσαν ούτε βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή. Ένα πυ ροσβεστικό όχημα της Ουλ Κόμα, με τη μηχανή του να βρυχάται, ανέπτυξε ταχύτητα κατά μήκος του δρόμου προς το σημείο που φω τιζόταν ο νυχτερινός ουρανός. Έ να όχημα πυρόσβεσης της Μπες ακο λούθησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Προσπαθούσαν ακόμα να δι ατηρήσουν τους διαχωρισμούς τους, οι μεν να καταπολεμάνε τη φω τιά στη μια μεριά της μοιρασμένης πρόσοψης, οι δε στην άλλη. Αυτά τα παιδιά καλά θα έκαναν να έφευγαν γρήγορα από τους δρόμους, γιατί η Παράβαση βρισκόταν παντού. Αόρατοι στους πε
3 5 2 ChinaMievilli ρισσότερους από αυτούς που βρίσκονταν ακόμα έξω εκείνη τη νύχτα, διατηρώντας τις μεθόδους κάλυψής τους. Ενώ έτρεχα, είδα άλλους της Παράβασης να κινούνται μέσα σ’ αυτό που θα μπορούσε να χα ρακτηριστεί ως αστικός πανικός των πολιτών της Μπεσέλ και της Ουλ Κόμα, αλλά η κίνησή τους ήταν κάπως διαφορετική, με περισ σότερο σκοπό, κίνηση θηρευτή, όπως του Ασίλ και η δική μου. Μπο ρούσα να τους ξεχωρίσω εξαιτίας της πρόσφατης εξάσκησης, όπως και κείνοι εμένα. Είδαμε μια συμμορία ενωτικών. Ή ταν συγκλονιστικό ακόμα κα. για μένα, που ζούσα τόσες μέρες στο ενδιάμεσο, να τους βλέπω vc τρέχουν μαζί, και από τα δύο μέρη, με ρούχα που παρά τα διεθνικό πανκ-ροκ τζάκετ και τα ραμμένα σύμβολα τους διαχώριζαν ξεκάθαρο σε κείνους που ήταν εναρμονισμένοι με τα ιδιαίτερα αστικά χαρακτη ριστικά και σε κείνους που, ανεξάρτητα από την επιθυμία, ήταν είττ από την Μπεσέλ είτε από την Ουλ Κόμα. Τώρα αποτελούσαν μια ομά δα, κουβαλώντας μαζί τους μια θεμελιώδη παραβίαση, καθώς πήγαι ναν από τοίχο σε τοίχο γράφοντας με σπρέι συνθήματα σε ένα κατό κάποιον τρόπο καλλιτεχνικό συνδυασμό Μπες και Ίλιταν, λέξεις που, απόλυτα ευανάγνωστες, αν και καλλιτεχνικές, έλεγαν ΜΑΖΙ! ΕΝΟ ΤΗΤΑ! και στις δύο γλώσσες. Ο Ασίλ πλησίασε. Κουβαλούσε ένα όπλο που είχε ετοιμάσει πριν φύγουμε. Δεν το είχα δει από κοντά. «Δεν έχουμε χρόνο...» άρχισα να λέω, αλλά από τις σκιές γύρω από αυτή την ανταρσία μια μικρή ομάδα μορφών δεν αναδύθηκε ακριβώς, αλλά μάλλον εμφανίστηκε ξαφνικά στο προσκήνιο. Πα ράβαση. «Πώς μπορείτε και κινήστε έτσι;» είπα. Οι άβαταρ ήταν λιγότεροι αριθμητικά, αλλά κινήθηκαν άφοβα προς την ομάδα, όπου με απότομες, όχι υπερβολικές αλλά πολύ βάναυσες λαβές και ρίψεις εξουδετέρωσαν τρία μέλη της συμμορίας. Κάποιοι από τους υπόλοιπους ανασυντάχθηκαν και τα μέλη της Παράβασης τράβη ξαν τα όπλα τους. Δεν άκουσα τίποτα, αλλά δύο ενωτικοί σωριά στηκαν στο έδαφος. «Χριστέ μου» είπα, αλλά συνεχίσαμε να προχωράμε.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 353 Με το γρήγορο και επαγγελματικό γύρισμα ενός κλειδιού, ο Ασίλ άνοιξε στην τύχη ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, το οποίο είχε επιλέ- ξει με ασαφή κριτήρια. «Μπες μέσα.» Κοίταξε πίσω. «Ο τερματισμός επιτυγχάνεται καλύτερα μακριά από βλέμματα. Θα τους μετακινή σουν. Αυτή είναι μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και οι δύο πόλεις είναι στην Παράβαση τώρα.» «Χριστέ μου...» «Μόνο όπου δεν μπορεί να αποφευχθεί. Μόνο για να εξασφαλίσου με τις πόλεις και την Παράβαση.» «Και οι πρόσφυγες;» «Υπάρχουν κι άλλες δυνατότητες.» Έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. Υπήρχαν λιγοστά αυτοκίνητα στους δρόμους. Οι φασαρίες φαί νονταν πάντα να βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση. Βλέπαμε μικρές ομάδες Παράβασης να κινούνται. Αρκετές φορές, κάποιος της Παράβασης εμφανιζόταν μέσα στο χάος και έμοιαζε έτοιμος να μας σταματήσει, αλλά κάθε φορά ο Ασίλ κοίταζε έντονα ή χτυπούσε το σήμα του ή έκανε κάποιον μυστικό κώδικα χτυπώντας τα δάχτυλά του, δηλώνοντας την ιδιότητά του ως άβαταρ, και μας άφηναν να περάσουμε. Είχα παρακαλέσει να έρθουν μαζί μας κι άλλοι της Παράβασης. «Δεν θα έρθουν» είχε πει. «Δεν θα το πιστέψουν. Θα έπρεπε να βρί σκομαι μαζί τους.» «Τι εννοείς;» «Όλοι ασχολούνται με αυτό. Δεν προλαβαίνω να εκθέσω τα επιχει- ρήματά μου.» Με αυτά τα λόγια, ξεκαθαρίστηκε ξαφνικά πόσο λίγα ήταν τα μέλη της Παράβασης. Πόσο λεπτή ήταν η γραμμή. Η ακατέργαστη δημο κρατία της μεθοδολογίας τους, οι αποκεντρωμένες αυτο-διαταγές τους σήμαιναν ότι ο Ασίλ μπορούσε να εκτελέσει αυτή την αποστολή, για τη σημασία της οποίας τον είχα πείσει, αλλά εξαιτίας της κρίσης ήμασταν μόνοι. Ο Ασίλ μας οδήγησε διασχίζοντας λεωφόρους, μέσα από σύνορα γεμάτα ένταση, και αποφεύγοντας μικρές αναταραχές. Στις γωνίες
3 5 4 China Mieville υπήρχαν μύίτσια και ηολισζάι. Μερικές φορές μέλη της Παράβασης αναδύονταν μέσα από τη νύχτα, με αυτή τη μυστηριώδη κίνηση που είχαν τελειοποιήσει, και διέταζαν την τοπική αστυνομία να κάνει κά τι -να πάρει κάποιον ενωτικό ή κάποιο πτώμα μακριά, να φρουρήσει κάτι- και μετά εξαφανίζονταν ξανά. Δυο φορές τους είδα να συνοδεύ ουν τρομοκρατημένους βορειοαφρικανούς άντρες και γυναίκες από κάπου προς κάπου άλλου, πρόσφυγες που αποτελούσαν το εναρκτή ριο λάκτισμα αυτής της κατάρρευσης. «Δεν είναι δυνατόν αυτό, έχουμε...» Ο Ασίλ διέκοψε τον εαυτό του, άγγιξε το ακουστικό του καθώς έφταναν αναφορές. Ό ταν τελείωναν όλα, θα υπήρχαν καταυλισμοί γεμάτοι ενωτι- κους. Βρισκόμασταν σε μια στιγμή κατά την οποία η κατάληξη ήταν ξεκάθαρα προδικαομένη, όμως οι ενωτικοί εξακολουθούσαν να προσπαθούν να κινητοποιήσουν πληθυσμούς που αντιτίθονταν από λυτα στην αποστολή τους. Ίσως η ανάμνηση της κοινής αυτής δρά σης να ενίσχυε όποιον από αυτούς παρέμενε μετά από αυτή τη νύ χτα. Θα πρέπει να είναι μεθυστικό να μπορούν να διασχίζουν τα σύνορα και να υποδέχονται τους ξένους συντρόφους τους διαμέσου εκείνου που είχαν ξαφνικά μετατρέψει σε έναν ενιαίο δρόμο, να φτιάχνουν τη δική τους χώρα, ακόμα κι αν ήταν για λίγα δευτερόλε πτα τη νύχτα, μπροστά από ένα βιαστικά γραμμένο σύνθημα κι ένα σπασμένο παράθυρο. Θα πρέπει να είχαν καταλάβει μέχρι τώρα ότι οι μάζες δεν θα πήγαιναν μαζί τους, όμως δεν οπισθοχώρησαν στις αντίστοιχες πόλεις τους. Πώς θα μπορούσαν να οπισθοχωρήσουν τώρα; Περηφάνια, απόγνωση, ή γενναιότητα τους ωθούσε να συνε- χίσουν. «Δεν είναι δυνατόν» είπε ο Ασίλ. «Δεν υπάρχει περίπτωση ο επικε φαλής της Σίαρ και Κορ, κάποιος ξένος, να κρύβεται πίσω από αυτό... Έχουμε...» Ακούσε κάτι, πήρε μια παράξενη έκφραση. «Χάσαμε άβαταρ.» Τι πόλεμος, ένας αιματηρός πλέον πόλεμος ανάμεσα στους αφοσιωμέ- νους να ενώσουν τις πόλεις και στη δύναμη επιφορτισμένη να τις κρα- τάει χωρισμένες.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 355 Η λέξη ΕΝΟΤΗΤΑ ήταν μισογραμμένη στην πρόσοψη του Μεγά ρου Ουνγκιρ, που αποτελούσε επίσης και το Παλάτι Σουλ Κιμπάι, κι έτσι τώρα στο κτίριο ήταν γραμμένο, με μπογιά που έσταζε, κάτι που δεν έβγαζε νόημα. Αυτό που αποκαλουσαμε επιχειρηματικές περιο χές της Μπεσέλ δεν βρίσκονταν κοντά στις αντίστοιχες της Ουλ Κόμα. Τα κεντρικά της Σίαρ και Κορ ήταν στις όχθες του Κολίνιν, αποτελού σαν μια από τις ελάχιστες επιτυχίες στις προσπάθειες αναζωογόνησης των περιοχών στις αποβάθρες της Μπεσέλ που αργοπέθαιναν. Περά σαμε τα σκοτεινά νερά. Στο ξαφνικό άκουσμα ενός ήχου κοιτάξαμε και οι δυο πάνω. Ο ουρανός έπρεπε να είναι ήσυχος λόγω της απαγόρευσης πτήσεων. Το μοναδικό αντικείμενο στον αέρα ήταν ένα ελικόπτερο, το οποίο φω τιζόταν από τα πανίσχυρα φώτα του καθώς περνούσε από πάνω μας. «Αυτοί είναι» είπα. «Αργήσαμε πολύ.» Ό μως το ελικόπτερο ερχό ταν από τα δυτικά, προς την όχθη του ποταμού. Δεν έφευγε. Ερχόταν για να τους πάρει. «Πάμε.» Ακόμα και σε μια τόσο ταραγμένη νύχτα, η οδηγητική δεινότητα του Ασίλ με άφησε άναυδο. Έστριψε περνώντας τη σκοτεινή γέφυρα, μπήκε ανάποδα σε έναν αποκλειστικό μονόδρομο της Μπεσέλ, τρο μάζοντας τους πεζούς που προσπαθούσαν να ξεφυγουν από τη νύχτα, διέσχισε μια αλληλοπλεγμένη πλατεία και μετά έναν αποκλειστικό δρόμο στην Ουλ Κόμα. Έσκυβα μπροστά για να μπορώ να βλέπω το ελικόπτερο να κατεβαίνει στις οροφές δίπλα στο ποτάμι, μισό χιλιό μετρο μπροστά μας. «Προσγειώθηκε» είπα. «Βιάσου.» Φάνηκε η ανακατασκευασμένη αποθήκη, και στις δυο πλευρές της οποίας υπήρχαν αεροθάλαμοι κτιρίων της Ουλ Κόμα. Έξω δεν υπήρ χε κανένας, αλλά παρά την προχωρημένη ώρα στο κτίριο της Σίαρ και Κορ υπήρχαν αναμμένα φώτα και φρουροί στην είσοδο. Κινήθη καν επιθετικά προς το μέρος μας όταν μπήκαμε μέσα. Το λογότυπο της Σ&Κ, φτιαγμένο με ανοξείδωτο ατσάλι, γυαλισμένο και φωτισμέ νο με λάμπες φθορίου, ήταν τοποθετημένο πάνω στους τοίχους σαν να αποτελούσε κάποια μορφή τέχνης. Διάφορα εταιρικά ενημερωτι
3 5 6 China M ieville κά φυλλάδια, φτιαγμένα να δείχνουν σαν περιοδικά, ήταν τοποθετη μένα στα τραπεζάκια δίπλα σε καναπέδες. «Πάρτε δρόμο αμέσως» είπε ένας άντρας. Πρώην στρατιωτικός της Μπες. Έβαλε το χέρι του στη δερμάτινη θήκη του όπλου του και οδήγησε τους άντρες του εναντίον μας. Μετά από μια στιγμή σταμά τησε απότομα. Είχε δει πώς κινούνταν ο Ασίλ. «Μείνετε εκεί που είστε» είπε ο Ασίλ, κοιτάζοντας με βλοσυρό ύφος για να τους τρομοκρατήσει. «Όλη η Μπεσέλ ανήκει στην Πα ράβαση απόψε.» Δεν χρειάστηκε να δείξει το σήμα του. Οι άντρες έκαναν πίσω. «Ξεκλειδώστε το ασανσέρ τώρα, δώστε μου τα κλειδιά να φτάσω στο ελικοδρόμιο και μείνετε εδώ. Κανένας άλλος δεν μπαίνει μέσα.» Αν οι άντρες της ασφάλειας ήταν ξένοι, αν είχαν έρθει από τη χώρα προέλευσης της Σίαρ και Κορ ή είχαν στρατολογηθεί από τα γραφεία που διατηρούσε στην Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική, ίσως να μην εί χαν υπακούσει. Εδώ όμως ήταν Μπεσέλ και οι άντρες της ασφάλειας ήταν από την Μπες, και έκαναν ό,τι τους είπε ο Ασίλ. Μέσα στο ασαν σέρ έβγαλε το όπλο του. Έ να μεγάλο πιστόλι άγνωσιου σχεδιασμοΰ. Είχε ένα περίβλημα γύρω από την κάννη του, κάποιου είδους μεγάλο σιγαστήρα. Χρησιμοποίησε το κλειδί που μας είχε δώσει η ασφάλεια για να πάμε στα εταιρικά επίπεδα, τέρμα πάνω. Η ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΞΕ μέσα σε ριπές δυνατου παγωμένου αέρα, ανάμεσα σε θολωτές οροφές και κεραίες. Οι αντηρίδες των αεροθαλάμων της Ουλ Κόμα, οι καθρεπτικές προσόψεις των επιχειρήσεων της Ουλ Κό- μα μερικά στενά πιο κάτω, οι μυτερές κορυφές των ναών και στις δυο πόλεις, κι εκεί, στο σκοτάδι και τον αέρα μπροστά μας, πίσω από κάγκελα ασφαλείας, βρισκόταν το ελικοδρόμιο. Το σκούρο όχημα περίμενε με την έλικά του να γυρίζει πολύ αργά, σχεδόν αθόρυβα. Συγκεντρωμένη μπροστά του ήταν μια ομάδα αντρών. Δεν μπορούσαμε να ακούσουμε πολλά πέρα από τον ήχο της μη χανής και τις σειρήνες από την καταστολή των εξεγέρσεων των ενω τικών γύρω μας. Οι άντρες δίπλα στο ελικόπτερο δεν μας άκουσαν
Search
Read the Text Version
- 1
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- 8
- 9
- 10
- 11
- 12
- 13
- 14
- 15
- 16
- 17
- 18
- 19
- 20
- 21
- 22
- 23
- 24
- 25
- 26
- 27
- 28
- 29
- 30
- 31
- 32
- 33
- 34
- 35
- 36
- 37
- 38
- 39
- 40
- 41
- 42
- 43
- 44
- 45
- 46
- 47
- 48
- 49
- 50
- 51
- 52
- 53
- 54
- 55
- 56
- 57
- 58
- 59
- 60
- 61
- 62
- 63
- 64
- 65
- 66
- 67
- 68
- 69
- 70
- 71
- 72
- 73
- 74
- 75
- 76
- 77
- 78
- 79
- 80
- 81
- 82
- 83
- 84
- 85
- 86
- 87
- 88
- 89
- 90
- 91
- 92
- 93
- 94
- 95
- 96
- 97
- 98
- 99
- 100
- 101
- 102
- 103
- 104
- 105
- 106
- 107
- 108
- 109
- 110
- 111
- 112
- 113
- 114
- 115
- 116
- 117
- 118
- 119
- 120
- 121
- 122
- 123
- 124
- 125
- 126
- 127
- 128
- 129
- 130
- 131
- 132
- 133
- 134
- 135
- 136
- 137
- 138
- 139
- 140
- 141
- 142
- 143
- 144
- 145
- 146
- 147
- 148
- 149
- 150
- 151
- 152
- 153
- 154
- 155
- 156
- 157
- 158
- 159
- 160
- 161
- 162
- 163
- 164
- 165
- 166
- 167
- 168
- 169
- 170
- 171
- 172
- 173
- 174
- 175
- 176
- 177
- 178
- 179
- 180
- 181
- 182
- 183
- 184
- 185
- 186
- 187
- 188
- 189
- 190
- 191
- 192
- 193
- 194
- 195
- 196
- 197
- 198
- 199
- 200
- 201
- 202
- 203
- 204
- 205
- 206
- 207
- 208
- 209
- 210
- 211
- 212
- 213
- 214
- 215
- 216
- 217
- 218
- 219
- 220
- 221
- 222
- 223
- 224
- 225
- 226
- 227
- 228
- 229
- 230
- 231
- 232
- 233
- 234
- 235
- 236
- 237
- 238
- 239
- 240
- 241
- 242
- 243
- 244
- 245
- 246
- 247
- 248
- 249
- 250
- 251
- 252
- 253
- 254
- 255
- 256
- 257
- 258
- 259
- 260
- 261
- 262
- 263
- 264
- 265
- 266
- 267
- 268
- 269
- 270
- 271
- 272
- 273
- 274
- 275
- 276
- 277
- 278
- 279
- 280
- 281
- 282
- 283
- 284
- 285
- 286
- 287
- 288
- 289
- 290
- 291
- 292
- 293
- 294
- 295
- 296
- 297
- 298
- 299
- 300
- 301
- 302
- 303
- 304
- 305
- 306
- 307
- 308
- 309
- 310
- 311
- 312
- 313
- 314
- 315
- 316
- 317
- 318
- 319
- 320
- 321
- 322
- 323
- 324
- 325
- 326
- 327
- 328
- 329
- 330
- 331
- 332
- 333
- 334
- 335
- 336
- 337
- 338
- 339
- 340
- 341
- 342
- 343
- 344
- 345
- 346
- 347
- 348
- 349
- 350
- 351
- 352
- 353
- 354
- 355
- 356
- 357
- 358
- 359
- 360
- 361
- 362
- 363
- 364
- 365
- 366
- 367
- 368
- 369
- 370
- 371
- 372
- 373
- 374
- 375
- 376
- 377
- 378
- 379
- 380
- 381
- 382
- 383
- 384
- 385
- 386
- 387
- 388