Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore CHINA MIEVILLE - Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

CHINA MIEVILLE - Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

Published by elen maglara, 2020-04-13 08:19:03

Description: CHINA MIEVILLE - Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

Search

Read the Text Version

Ή ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 255 και θα μπορούσαμε να περπατήσουμε δίπλα δίπλα στο δρόμο απέχο­ ντας μόνο μερικά εκατοστά, αλλά ανήμποροι να αποδεχτούμε ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Ό πω ς στην παλιά ιστορία. Ό χι ότι θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Να πρέπει να αγνοείς γνωστούς ή φίλους είναι μια σπάνια και φοβερά άβολη κατάσταση. Αυτό που έκανα ήταν να περάσω κοντά από το σπίτι μου. Ή μουν σχεδόν σίγουρος ότι θα έβλεπα κάποιον από τους γείτονές μου, κανένας από τους οποίους, νομίζω, δεν ήξερε ότι ήμουν στο εξω­ τερικό, και γι’ αυτό το λόγο θα περίμενα να με χαιρετήσει, πριν πα­ ρατηρήσει το σήμα επισκέπτη της Ουλ Κόμα που είχα και προσπα­ θήσει βιαστικά να διορθώσει την παραβίαση. Τα φώτα τους ήταν αναμμένα, αλλά ήταν όλοι μέσα στα σπίτια τους. Στην Ουλ Κόμα ήμουν στην οδό Ιόι. Είναι εξίσου αλληλοπλεγμένη με τη Ρόσιντ Στρας στην οποία έμενα. Το κτίριο που βρισκόταν δυο πόρτες απόσταση από το ίδιο μου το σπίτι ήταν μια κάβα ποτών της Ουλ Κόμα που διανυκτέρευε, και οι μισοί πεζοί γύρω μου βρίσκονταν στην Ουλ Κόμα. Επομένως μπορούσα να σταματήσω, γεωπροσδιορι- στικά, κοντά στην μπροστινή πόρτα του σπιτιού μου και εννοείται να την αγνοήσω, αλλά παράλληλα να την αντιλαμβάνομαι, με ένα αίσθη­ μα το οποίο δεν μπορούσα να περιγράφω. Σιγά σιγά πλησίασα πιο κοντά, διατηρώντας το βλέμμα μου στις εισόδους της Ουλ Κόμα. Κάποιος με παρακολουθούσε. Έμοιαζε με ηλικιωμένη γυναίκα. Με δυσκολία μπορούσα να τη δω στο σκοτάδι, δεν διέκρινα καμία λεπτομέρεια του προσώπου της, αλλά ο τρόπος με τον οποίο στεκόταν είχε κάτι περίεργο. Παρατήρησα τα ρούχα της και δεν μπόρεσα να καταλάβω σε ποια πόλη βρισκόταν. Τέτοιες στιγμές αβεβαιότητας είναι συνηθισμένες, αλλά αυτή τη φορά κράτησε πολύ παραπάνω από το φυσιολογικό. Η ανησυχία μου δεν μειωνόταν, αλλά αυξανόταν, όσο το μέρος που βρισκόταν παρέμενε απροσδιόριστο. Είδα κι άλλους σε παρόμοιες σκιές και δεν μπορούσα να καταλάβω που βρίσκονται. Φαίνονταν σαν να αναδύονται - όχι σαν να με πλησι­ άζουν, ούτε καν σαν να κινούνται, αλλά να στέκονται με τέτοιο τρόπο ώστε να έρχονται ξαφνικά στο προσκήνιο. Η γυναίκα εξακολουθούσε

256 China Mieville να με κοιτάζει έντονα κι έκανε ένα ή δυο βήματα προς το μέρος μου. Επομένως, είτε βρισκόταν στην Ουλ Κόμα είτε παραβίαζε. Αυτό με έκανε να πισωπατήσω. Συνέχισα να οπισθοχωρώ. Μεσο­ λάβησε μια δυσάρεστη παύση, μέχρις ότου, σαν αργοπορημένη ηχώ, εκείνη και οι άλλοι έκαναν το ίδιο και εξαφανίστηκαν ξαφνικά στο σκοτάδι. Έφυγα από κει, όχι ακριβώς τρέχοντας, αλλά βιαστικά. Βγή­ κα σε καλύτερα φωτισμένες λεωφόρους. Δεν πήγα κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Αφού η καρδιά μου ηρέμησε και πέρασα κάποια λεπτά κάπου με κόσμο, περπάτησα στο ίδιο υπε­ ρυψωμένο σημείο που είχα βρεθεί παλιότερα, το οποίο έβλεπε στο Μπολ Γι’αν. Ή μουν πολύ περισσότερο προσεκτικός στην εξέτασή μου απ’ όσο ήμουν τότε. Προσπάθησα να αφουγκραστώ αυτό το ση­ μείο της Ουλ Κόμα, και για όση ώρα παρακολουθούσα την αφώτιστη εκσκαφή δεν εμφανίστηκαν μιλίτσια. Σε τέτοια απόσταση είχαν την τάση να είναι είτε επιθετικά παρόντες είτε τελείως απόντες. Αναμφί­ βολα θα υπήρχε κάποια μέθοδος που εξασφάλιζε την άμεση παρέμ­ βαση της αστυνομίας της Ουλ Κόμα, αλλά δεν τη γνώριζα. Στο «Χίλτον» ζήτησα να με ξυπνήσουν στις 5 π.μ. και ρώτησα την κοπέλα σιην υποδοχή αν θα μπορούσε να μου εκτυπώσει ένα μήνυμα, καθώς το μικροσκοπικό δωμάτιο που ονόμαζαν «επιχειρηματικό κέ­ ντρο» ήταν κλειστό. Το έκανε αρχικά σε χαρτί που είχε πάνω το λογό­ τυπο του ξενοδοχείου. «Σε πειράζει να το ξανακάνεις σε απλό χαρτί;» είπα. Της έκλεισα το μάτι. «Μήπως και πέσει σε λάθος χέρια.» Χαμο­ γέλασε, χωρίς να είναι σίγουρη σε τι είδους προσωπική υπόθεση είχε μυηθεί. «Μπορείς να μου το διαβάσεις;» «Επείγον. Έλα ΑΜΕΣΩΣ. Μην πάρεις τηλέφωνο.» «Τέλειο.» Το επόμενο πρωί επέστρεψα στο μέρος που έβλεπε στην ανασκαφή, έχοντας ακολουθήσει μια κυκλική πορεία με τα πόδια μέσα από την πόλη. Παρόλο που όπως απαιτούσε ο νόμος φορούσα το σήμα του επισκέπτη, το είχα τοποθετήσει στην άκρη του πέτου μου, όπου λόγω του διπλωμένου ρούχου ήταν ορατό μόνο σε κείνους που ήξεραν πού να κοιτάξουν. Το είχα καρφιτσωμένο σε ένα τζάκετ που ήταν αυθεντι­

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 257 κού σχεδιασμού της Ουλ Κόμα, και το οποίο όπως και το καπέλο μου δεν ήταν καινούριο, αλλά για μένα ήταν. Είχα ξεκινήσει αρκετές ώρες πριν ανοίξουν τα μαγαζιά, αλλά ένας έκπληκτος άντρας της Ουλ Κόμα που συνάντησα στο μακρινότερο σημείο του περιπάτου μου ήταν πλου­ σιότερος κατά μερικά δηνάρια και ελαφρύτερος κατά μερικά ρούχα. Τίποτα δεν μου εγγυόταν ότι δεν με παρακολουθούσαν, αλλά δεν νομίζω ότι το έκανε η μύίτσια. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τότε που είχε ξημερώσει, αλλά οι κάτοικοι της Ουλ Κόμα βρίσκονταν παντού. Δεν θα διακινδύνευα να πλησιάσω κι άλλο στο Μπολ Γι’αν. Καθώς η μέρα ξεκινούσε, η πόλη γέμιζε με εκατοντάδες παιδιά. Εκείνα που φορούσαν την αυστηρή σχολική περιβολή της Ουλ Κόμα και δεκάδες παιδιά του δρόμου. Προσπάθησα να περνάω σχετικά απαρατήρητος, παρακολου­ θούσα πίσω από τους υπερμήκεις τίτλους της Ουλ Κόμα Νασιόνα, τρώγο­ ντας τηγανητό φαγητό του δρόμου για πρωινό. Στην ανασκαφή άρχισε να καταφτάνει κόσμος. Έφταναν συχνά σε μικρές ομάδες, ήταν πολύ μακριά για να καταλάβω ποιος ήταν ποιος καθώς έμπαιναν μέσα επι­ δεικνύοντας τις άδειες εισόδου τους. Περίμενα για λίγο. Πλησίασα ένα κοριτσάκι που φορούσε αθλητικά παπούτσια μεγα­ λύτερου μεγέθους και κομμένο τζιν, το οποίο με κοίταξε σκεπτικό. Έβγαλα ένα χαρτονόμισμα των πέντε δηναρίων και έναν σφραγισμέ­ νο φάκελο. «Βλέπεις αυτό το μέρος; Βλέπεις την πύλη;» Ένευσε καταφατικά, σε επιφυλακή. Αυτά τα παιδιά, μεταξύ άλλων, ήταν και ευκαιριακοί αγγελιοφόροι. «Από πού είσαι;» είπε. «Από το Παρίσι» απάντησα. «Αλλά αυτό είναι μυστικό. Μην το πεις σε κανέναν. Έχω μια δουλειά για σένα. Πιστεύεις ότι θα μπορούσες να πείσεις εκείνους τους φύλακες να φωνάξουν κάποιον για σένα;» Ένευσε καταφατικά. «Θα σου πω ένα όνομα και θέλω να πας εκεί πέρα και να βρεις τον άνθρωπο με αυτό το όνομα, και μόνο εκείνον, και να του παραδώσεις αυτό το μήνυμα.» Είτε ήταν ειλικρινής είτε είχε συνειδητοποιήσει -έξυπνο κορίτσι- ότι από εκεί που στεκόμουν μπορούσα να δω σχεδόν ολόκληρη τη

2 5 8 ChinaMieville διαδρομή της μέχρι την πόρτα του Μπολ Γι’αν. Το παρέδωσε. Διέσχι­ σε τα πλήθη, μικροσκοπική και γρήγορη - όσο νωρίτερα τελείωνε αυτή η προσοδοφόρα αποστολή, τόσο γρηγορότερα θα έβρισκε κι άλλη. Ή ταν εύκολο να καταλάβεις γιατί αποκαλουσαν εκείνη και τα υπόλοιπα άστεγα παιδιά «εργατοποντικάκια». Λίγα λεπτά αφότου έφτασε στις πύλες, κάποιος εμφανίστηκε, προ­ χωρώντας γρήγορα, ντυμένος ζεστά, με το κεφάλι κάτω, περπατώντας άκαμπτα και γρήγορα μακριά από την ανασκαφή. Παρόλο που ήταν μακριά, από το γεγονός ότι ήταν μόνος του και επειδή τον είχαν φω­ νάξει από την πύλη, μπόρεσα να καταλάβω ότι ήταν ο Άικαμ Τσοΰε. Τ ο ΕΙΧΑ ΞΑΝΑΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟ. Μπορούσα να τον παρακολουθώ, αλλά σε μια πόλη που δεν γνώριζα ήταν δύσκολο να κάνω κάτι τέτοιο, φροντί­ ζοντας ταυτόχρονα να παραμένω αθέατος. Το έκανε ευκολότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε να είναι - δεν κοίταξε πίσω του ούτε μια φορά, ακο­ λουθώντας όλους σχεδόν τους μεγαλύτερους, περισσότερο συνωστι­ σμένους και αλληλοπλεγμένους δρόμους, οι οποίοι υπέθεσα ότι απο­ τελούσαν την πιο άμεση διαδρομή. Το πιο επικίνδυνο σημείο ήταν όταν πήρε λεωφορείο. Ή μουν κο­ ντά του και μπορούσα να κρυφτώ πίσω από την εφημερίδα μου, έχο- ντάς τον στο οπτικό μου πεδίο. Έκανα έναν μορφασμό όταν χτύπησε το κινητό μου, αλλά δεν ήταν το πρώτο που χτυπούσε μέσα στο λεω­ φορείο και ο Άικαμ δεν με κοίταξε. Ή ταν ο Ντατ. Έκανα εκτροπή στην κλήση και το έβαλα σιο αθόρυβο. Ο Τσούε αποβιβάστηκε και με οδήγησε σε μια υποβαθμισμένη αποκλειστική ζώνη της Ουλ Κόμα με οικιστικά συγκροτήματα, η οποία βρισκόταν μετά το Μπίσαμ Κο, αρκετά μακριά από το κέντρο. Εδώ δεν υπήρχαν όμορφοι σπειροειδείς πύργοι ούτε διαφημιστικές πινακίδες. Η πυκνόκτιστη περιοχή με τα τσιμεντένια κτίρια δεν ήταν εγκαταλειμμένη αλλά γεμάτη θόρυβο και ανθρώπους ανάμεσα σε εκτάσεις από σκουπίδια. Έμοιαζε με τις φτωχότερες περιοχές της Μπεσέλ, αλλά ήταν ακόμα φτωχότερη, με ήχους σε διαφορετική γλώσσα, γεμάτη παιδιά και μικροαπατεώνες με διαφορετικό ντύσιμο.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 259 Μόνο όταν ο Τσουε μπήκε σε μια από τις ετοιμόρροπες πολυκατοικί­ ες και άρχισε να ανεβαίνει, αναγκάστηκα να προχωρήσω με πραγμα­ τικά μεγάλη προσοχή, ανεβαίνοντας όσο πιο αθόρυβα μπορούσα τις τσιμεντένιες σκάλες, δίπλα από γκράφιτι και σκατά ζώων. Μπορούσα να τον ακούω να κινείται γρήγορα μπροστά από μένα, μέχρι που τε­ λικά σταμάτησε και χτύπησε σιγανά μια πόρτα. Επιβράδυνα. «Εγώ είμαι» τον άκουσα να λέει. «Εγώ είμαι, είμαι εδώ.» Μια φωνή απάντησε ταραγμένα, παρόλο που αυτή η εντύπωση μπορεί να μου δημιουργήθηκε επειδή περίμενα να προκληθεί ταρα­ χή. Συνέχισα να ανεβαίνω αθόρυβα και προσεκτικά. Ευχήθηκα να είχα το όπλο μου. «Εσυ μου είπες» είπε ο Τσουε. «Εσυ το είπες. Άσε με να μπω. Τι συμβαίνει;» Η πόρτα έτριξε λίγο και η δεύτερη φωνή ακούστηκε ψιθυριστή, αλλά λίγο δυνατότερη. Το μόνο που μας χώριζε τώρα ήταν μια λεκια­ σμένη κολόνα. Κράτησα την αναπνοή μου. «Αφού εσυ είπες...» Η πόρτα άνοιξε κι άλλο, άκουσα τον Άικαμ να προχωράει μπροστά, έστριψα κι έτρεξα γρήγορα στο μικρό χώρο πίσω του. Δεν είχε χρόνο να με αντιληφθεί ή να γυρίσει. Τον έσπρω­ ξα δυνατά και έπεσε πάνω στη μισάνοιχτη πόρτα, ανοίγοντάς τη διάπλατα, πετώντας στο πλάι κάποιον που βρισκόταν μπροστά του και καταλήγοντας φαρδυς-πλατυς στο πάτωμα του δωματίου. Άκου­ σα μια κραυγή, είχα όμως μπει κι εγώ μέσα στο δωμάτιο κι έκλεισα την πόρτα με δύναμη. Στάθηκα μπροστά της, εμποδίζοντας την έξο­ δο, κοιτάζοντας κατά μήκος ενός σκοτεινού διαδρόμου ανάμεσα από δωμάτια -εκεί που αγκομαχοΰσε και πάλευε να σηκωθεί ο Τσουε-τη νεαρή γυναίκα που στρίγκλιζε και πισωπατουσε κοιτάζοντάς με με τρόμο. Έβαλα το δάχτυλό μου στα χείλη και, σίγουρα από σύμπτωση επει­ δή τελείωσε η αναπνοή της, η κοπέλα σιώπησε. «Όχι, Άικαμ» είπα. «Δεν το είπε εκείνη. Το μήνυμα δεν ήταν από εκείνη.» «Άικαμ» είπε η κοπέλα μέσα από αναφιλητά.

260 China M ieville «Σταμάτα» είπα. Έβαλα ξανά το δάχτυλό μου στα χείλη. «Δεν θα σου κάνω κακό, δεν είμαι εδώ για να σου κάνω κακό, αλλά και οι δυο ξέρουμε ότι υπάρχουν άλλοι που το θέλουν. Θέλω να σε βοηθήσω, Γιολάντα.» Στρίγκλισε ξανά, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν από φόβο ή από ανακούφιση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ Ο ΑΪΚΑΜ ΣΗΚΩΘΗΚΕ ΟΡΘΙΟΣ και προσπάθησε να μου επιτεθεί. Ή ταν μυώδης και είχε τα χέρια του σε τέτοια θέση σαν να γνώριζε πυγμα­ χία, αλλά, αν πράγματι γνώριζε, δεν πρέπει να ήταν καλός μαθητής. Τον έριξα κάτω και πίεσα το πρόσωπό του πάνω στο λερωμένο χαλί, γυρίζοντας το χέρι του πίσω από την πλάτη του. Η Γιολάντα φώναξε το όνομά του. Μισοσηκώθηκε, ακόμα και με μένα πάνω του, έτσι πί­ εσα ξανά το πρόσωπό του κάτω, σιγουρεΰοντας ότι μάτωσε η μύτη του. Παρέμεινα ανάμεσα στους δυο τους και την πόρτα. «Αρκετά» είπα. «Είσαι έτοιμος να ηρεμήσεις; Δεν βρίσκομαι εδώ για να της κάνω κακό.» Από άποψη δύναμης, στο τέλος θα κατάφερ- νε να επικρατήσει, εκτός κι αν αναγκαζόμουν να του σπάσω το χέρι. Κανένα από τα δυο ενδεχόμενα δεν ήταν επιθυμητό. «Γιολάντα, για όνομα του Θεού.» Συνάντησα το βλέμμα της, ενώ συγκροτούσα τον Άικαμ. «Έχω όπλο - δεν νομίζεις ότι θα σε είχα πυροβολήσει αν ήθελα να σου κάνω κακό;» Χρησιμοποίησα αγγλικά για να πω το ψέμα. «Καμ» είπε στο τέλος, και κείνος ηρέμησε σχεδόν αμέσως. Με κοί­ ταξε, πισωπάτησε μέχρι που ακουμπησε με τα χέρια απλωμένα στον τοίχο στο τέλος του διαδρόμου. «Πονάς το χέρι μου» είπε ο Άικαμ από κάτω μου. «Λυπάμαι που το ακούω αυτό. Αν τον αφήσω, θα είναι ήρεμος;» Αυτό το είπα πάλι στ’ αγγλικά, σε κείνη. «Βρίσκομαι εδώ για να σε βοηθήσω. Ξέρω ότι φοβάσαι. Με ακους, Άικαμ;» Δεν ήταν δύσκολο να

2 6 2 China Mieville πηδάω από τη μια ξένη γλώσσα στην άλλη, έχοντας την αδρεναλίνη στα ύψη. «Αν σε αφήσω, θα πας να φροντίσεις τη Γιολάντα;» Δεν έκανε τίποτα για να σκουπίσει το αίμα που έσταζε από τη μύτη του. Κράτησε το πονεμένο χέρι του και, αφού δεν μπορούσε να αγκα­ λιάσει τη Γιολάντα, με κάποιον τρόπο έγειρε στοργικά πάνω της. Έβαλε το σώμα του ανάμεσα σε κείνη και σε μένα. Εκείνη με κοίταξε από πίσω του με ανησυχία, όχι με τρόμο. «Τι θέλεις;» είπε. «Ξέρω ότι φοβάσαι. Δεν είμαι μιλίτσια της Ουλ Κόμα - δεν τους εμπιστεύομαι περισσότερο απ’ ό,τι εσύ. Δεν πρόκειται να τους ειδο­ ποιήσω. Άφησέ με να σε βοηθήσω.» Σ ε ΑΥΤΟ ΠΟΥ Η ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΡΟΝΤΡΙΓΚΕΖ αποκαλούσε καθιστικό, λού­ φαξε φοβισμένη σε μια παλιά καρέκλα, που πιθανότατα είχαν πάρει από κάποιο εγκαταλειμμένο διαμέρισμα του ίδιου ορόφου. Υπήρχαν αρκετά παρόμοια έπιπλα, σπασμένα σε διάφορα σημεία, αλλά καθα­ ρά. Τα παράθυρα έβλεπαν στην αυλή, από την οποία μπορούσα να ακούσω τα αγόρια της Ουλ Κόμα να παίζουν μια πιο σκληρή δική τους εκδοχή του ράγκμπι. Δεν φαίνονταν μέσα από τα ασπρισμένα τζάμια. Μέσα σε κουτιά, τριγύρω στο δωμάτιο, υπήρχαν βιβλία και άλλα πράγματα. Έ νας φτηνός φορητός υπολογιστής, ένας φτηνός εκτυπω­ τής μελάνης. Όμως, απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω, δεν είχαν ρεύ­ μα. Δεν υπήρχαν αφίσες στους τοίχους. Η πόρτα για το δωμάτιο ήταν ανοιχτή. Στάθηκα γέρνοντας πάνω της κοιτάζοντας τις δυο φωτογρα­ φίες στο πάτωμα. Η μια έδειχνε τον Άικαμ και η άλλη, σε καλύτερη κορνίζα, έδειχνε τη Γιολάντα και τη Μαχάλια να χαμογελούν πίσω από κοκτέιλ. Η Γιολάντα σηκώθηκε και έκατσε ξανά. Απέφευγε να συναντήσει το βλέμμα μου. Δεν προσπαθούσε να κρύψει το φόβο της, ο οποίος δεν είχε υποχωρήσει, αν και δεν ήμουν πλέον εγώ η άμεση αιτία του. Φοβόταν να δείξει τις αυξανόμενες ελπίδες της ή να αφεθεί σε αυτές. Είχα ξαναδεί αυτή την έκφραση. Δεν είναι ασυνήθιστο για τους αν­ θρώπους να λαχταρούν τη σωτηρία.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 263 «Ο Άικαμ κάνει καλή δουλειά» είπα. Χρησιμοποιούσα πάλι αγγλι­ κά. Ο Άικαμ, παρόλο που δεν τα μιλούσε, δεν ζήτησε μετάφραση. Στεκόταν δίπλα στην καρέκλα της Γιολάντα και με παρακολουθούσε. «Τον είχες βάλει να βρει πώς μπορείτε να βγείτε από την Ουλ Κόμα χωρίς να σας πάρουν είδηση. Βγάλατε κάποια άκρη;» «Πώς ήξερες ότι είμαι εδώ;» «Το αγόρι σου κάνει ακριβώς αυτό που του ζήτησες. Ψάχνει να βρει τι συμβαίνει. Για ποιο λόγο να τον ενδιέφερε η Μαχάλια Γκίαρι; Ποτέ δεν είχαν μιλήσει. Για σένα, όμως, ενδιαφέρεται. Επομένως, κάτι δεν πάει καλά, όταν, όπως του είπες να κάνει, ρωτάει τα πάντα σχετικά με κείνη. Σε βάζει σε σκέψεις. Γιατί θα το έκανε αυτό; Εσύ, εσύ νοιαζόσουν για κείνη και νοιάζεσαι και για τον εαυτό σου.» Σηκώθηκε ξανά και έστρεψε το πρόσωπό της προς τον τοίχο. Πε- ρίμενα να πει κάτι και, όταν δεν το έκανε, συνέχισα. «Κολακεύομαι που τον έβαλες να ρωτήσει εμένα. Εκείνο τον αστυνομικό που πιστεύ­ εις πως ήταν πολύ πιθανόν να μην έχει σχέση με όλα αυτά. Τον ξένο.» «Δεν ξέρεις!» Γύρισε προς το μέρος μου. «Δεν σε εμπιστεύομαι-» «Καλά, καλά, ποτέ δεν είπα ότι με εμπιστεύεσαι.» Μια περίεργη διαβεβαίωση. Ο Άικαμ μας παρακολουθούσε να συζητάμε. «Άοιπόν, ποτέ δεν βγαίνεις από δω;» είπα. «Τι τρως; Κονσέρβες; Υποθέτω έρ­ χεται ο Άικαμ, αλλά όχι συχνά...» «Δεν μπορεί να έρχεται συχνά. Πώς κατάφερες να με βρεις, » «Μπορεί να σου εξηγήσει εκείνος. Έλαβε ένα μήνυμα να γυρίσει πίσω. Αν μη τι άλλο, προσπαθούσε να σε φροντίσει.» «Το κάνει αυτό.» «Το βλέπω.» Από το θόρυβο καταλάβαμε ότι κάτι σκυλιά άρχισαν να τσακώνονται απέξω. Οι ιδιοκτήτες τους πήραν και κείνοι μέρος. Το τηλέφωνό μου έκανε έναν βόμβο που ακούστηκε ακόμα και στο αθόρυβο. Εκείνη ξαφνιάστηκε και απομακρύνθηκε, σαν να υπήρχε περίπτωση να την πυροβολήσω με αυτό. Η οθόνη μου έδειξε ότι ήταν ο Ντατ. «Κοίτα» είπα. «Το κλείνω. Το κλείνω.» Αν ο Ντατ πρόσεχε, θα κα­ ταλάβαινε ότι του το είχα κλείσει, επειδή η κλήση του είχε εκτραπεί

2 6 4 ChinaMihville σε φωνητικό μήνυμα πριν σταματήσει να χτυπάει. «Τι συνέβη; Ποιος σε πλησίασε; Γιατί εξαφανίστηκες;» «Δεν τους έδωσα την ευκαιρία. Είδες τι συνέβη στη Μαχάλια. Ή ταν φίλη μου. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν θα γινόταν έτσι, όμως είναι νεκρή.» Το είπε με τέτοιο τρόπο που ακούστηκε σχε­ δόν σαν δέος. Το πρόσωπό της έσπασε και κούνησε το κεφάλι της. «Τη σκότωσαν.» «Οι γονείς σου δεν έχουν νέα σου...» «Δεν μπορώ, δεν μπορώ, πρέπει...» Δάγκωσε τα νύχια της και κοί­ ταξε ψηλά. «Όταν βγω έξω...» «Κατευθείαν σεην πρεσβεία της πρώτης χώρας που θα συναντή­ σεις; Μέσα από τα βουνά; Γιατί όχι εδώ; Ή στην Μπεσέλ;» «Ξέρεις γιατί.» «Ας πούμε ότι δεν ξέρω.» «Επειδή εκείνοι είναι και εδώ, είναι και εκεί. Κάνουν κουμάντο. Ψ ά­ χνουν να με βρουν. Απλά και μόνο επειδή εξαφανίσιηκα νωρίς δεν μ’ έχουν βρει ακόμα. Είναι έτοιμοι να με σκοτώσουν όπως σκότωσαν τη φίλη μου. Επειδή ξέρω ότι υπάρχουν. Επειδή ξέρω ότι είναι αληθι­ νοί.» Και μόνο ο τόνος της φωνής της ήταν αρκετός για να κάνει τον Άικαμ να την αγκαλιάσει. «Ποιοι;» Ας το ακούσουμε. «Το τρίτο μέρος. Ανάμεσα στην πόλη και την πόλη. Η Ορσίνι.» ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ ΠΡΙΝ, θα της έλεγα ότι ήταν ανόητη ή παρανοϊκή. Ο δισταγμός μου -όταν μου μίλησε για τη συνωμοσία, πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα στα οποία περίμενε να της πω ότι είχε άδικο, εγώ όμως παρέμεινα σιωπηλός- επαλήθευσε την άποψή της, την έκανε να νομί­ ζει ότι συμφωνώ. Με κοίταξε και με θεώρησε συνωμότη και, μη γνωρίζοντας τι συμ­ βαίνει, συμπεριφερόμουν σαν τέτοιος. Δεν μπορούσα να της πω ότι η ζωή της δεν βρισκόταν σε κίνδυνο. Ούτε του Μποντέν -ίσως να ήταν ήδη νεκρός-, ούτε η δική μου, ούτε ότι θα μπορούσα να την προστα­ τεύσω. Δεν μπορούσα να της πω σχεδόν τίποτα.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 265 Η Γιολάντα είχε μείνει κρυμμένη σε αυτό το μέρος που είχε βρει και προετοιμάσει ο πιστός της Άικαμ, σε μια περιοχή της πόλης που εκείνη δεν σκόπευε ποτέ να επισκεφτεί, και ούτε που ήξερε πώς λέγε­ ται πριν τη μέρα της άφιξής της, μετά από μια περίπλοκη, κυκλική και μυστική μεταμεσονύκτια διαδρομή. Είχαν κάνει και οι δυο τους ό,τι μπορούσαν για να κάνουν το μέρος υποφερτό, αλλά ήταν ένα εγκαταλειμμένο παλιό και βρόμικο σπίτι σε μια φτωχογειτονιά, το οποίο δεν μπορούσε να εγκαταλείψει από φόβο ότι θα γίνει αντιληπτή από τις αόρατες δυνάμεις που ήξερε ότι την ήθελαν νεκρή. Θα έλεγα ότι δεν θα μπορούσε να έχει δει κάτι αντίστοιχο με αυτό το μέρος στο παρελθόν, αλλά αυτό μπορεί να μην ήταν αλήθεια. Ίσως είχε παρακολουθήσει μια ή δυο φορές κάποιο ντοκιμαντέρ όπως Η Σκοτεινή Πλευρά τον Ονείρου της Ουλ Κόρα ή Η Αρρώστια τον Νέου Λύ­ κου ή οτιδήποτε άλλο. Οι ταινίες για τη γείτονα χώρα δεν ήταν γενι­ κότερα δημοφιλείς στην Μπεσέλ, διανέμονταν σπάνια, επομένως δεν θα έπαιρνα όρκο, αλλά δεν θα ήταν περίεργο αν είχε κάνει μεγάλη επιτυχία κάποιο ντοκιμαντέρ με φόντο τις συμμορίες στις φτωχογει­ τονιές της Ουλ Κόμα - την εξιλέωση κάποιου μικροέμπορου ναρκω­ τικών, την εντυπωσιακή δολοφονία αρκετών άλλων. Ίσως η Γιολάντα να είχε δει τις υποβαθμισμένες περιοχές της Ουλ Κόμα, αλλά να μη σκόπευε ποτέ να τις επισκεφτεί. «Ξέρεις τους γείτονές σου;» Δεν χαμογέλασε. «Από τις φωνές τους.» «Γιολάντα, ξέρω ότι φοβάσαι.» «Έπιασαν τη Μαχάλια, έπιασαν το διδάκτορα Μποντέν, τώρα θα πιάσουν εμένα.» «Ξέρω ότι φοβάσαι, αλλά πρέπει να με βοηθήσεις. Θα σε βγάλω από δω, αλλά πρέπει να μάθω τι συνέβη. Αν δεν μάθω, δεν μπορώ να σε βοηθήσω.» «Να με βοηθήσεις;» Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. «Θέλεις να σου πω τι τρέχει; Είσαι σίγουρος πως θέλεις να μετακομίσεις εδώ; Θα πρέπει, ξέρεις. Αν μάθεις τι συμβαίνει, θα έρθουν και για σένα.» «Θέλω.»

2 6 6 China Mieville Αναστέναξε και κοίταξε κάτω. Ο Άικαμ της είπε στα Ίλιταν «Είσαι εντάξει;» και εκείνη σήκωσε τους ώμους της, Ίσιος. «ΠΩΣ ΒΡΗΚΕ Η ΜΑΧΑΛΙΑΤΗΝ ΟΡΣΙΝΙ;» «Δεν ξέρω.» «Που βρίσκεται;» «Δεν ξέρω κι ούτε θέλω να μάθω. Υπάρχουν σημεία πρόσβασης, είπε. Δεν μου είπε τίποτα παραπάνω κι αυτό μου ήταν αρκετό.» «Γιατί δεν το είπε σε κανέναν άλλο εκτός από σένα;» Δεν έδειχνε να ξέρει κάτι για τον Τζάρις. «Δεν ήταν τρελή. Είδες τι έγινε με το διδάκτορα Μποντέν; Δεν πα­ ραδέχεσαι ότι θέλεις να μάθεις για την Ορσίνι. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε έρθει εδώ, αλλά δεν θα το έλεγε σε κανέναν. Έτσι το θέλουν. Οι κάτοικοι της Ορσίνι. Είναι ιδανικό γι’αυτοΰς να μην ξέρει κανένας ότι είναι πραγματικοί. Αυτό ακριβώς θέλουν. Έτσι εξουσιάζουν.» «Το διδακτορικό της...» «Δεν νοιαζόταν γι’ αυτό. Απλά έκανε τα απαραίτητα για να κρατά- ει την καθηγήτρια Νάνοι μακριά. Είχε έρθει εδώ για την Ορσίνι. Συ­ νειδητοποιείς ότι εκείνοι επικοινώνησαν μαζί της;» Με κοίταξε με νόημα. «Σοβαρά. Ή ταν λίγο... την πρώτη φορά που ήταν σε ένα συ­ νέδριο, στην Μπεσέλ, είχε πει περισσότερα απ’όσα έπρεπε. Υπήρχαν ένα σωρό πολιτικοί και διάφοροι τέτοιοι εκεί, καθώς και ακαδημαϊ­ κοί και προκάλεσε μια-» «Έκανε εχθρούς. Το έμαθα.» «Ω, όλοι ξέραμε ότι οι εθνικιατές είχαν στραμμένο το βλέμμα τους πάνω της, εθνικιστές και των δυο πλευρών, δεν ήταν όμως αυτό το θέμα. Τότε ήταν που την είδε η Ορσίνι. Βρίσκονται παντού.» Σίγουρα είχε καταφέρει να γίνει αναγνωρίσιμη. Η Σούρα Κατρίνια την είχε δει. Θυμήθηκα το πρόσωπό της στην Επιτροπή Επιτήρησης όταν ανέφερα το περιστατικό. Ό πω ς και ο Μίκελ Μπουριτς, θυμήθη­ κα, και μερικοί άλλοι. Τσως να την είχε δει και ο Σιέντρ. Ίσω ς υπήρ­ χαν κι άλλοι άγνωστοι ενδιαφερόμενοι. «Αφού πρωτοξεκίνησε να γρά­ φει για κείνους, αφού διάβαζε όλα αυτά τα πράγματα στο Ανάμεσα,

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 267 και τα έγραφε και τα ερευνούσε, κρατώντας όλες τις τρελές σημειω- σούλες της» έκανε με το χέρι της μικροσκοπικές κινήσεις βιαστικού γραψίματος «έλαβε ένα γράμμα.» «Σ’το έδειξε;» Ένευσε καταφατικά. «Δεν το κατάλαβα όταν το είδα. Ή ταν στη μητρική γλώσσα. Της Πρόδρομης Εποχής, παλαιό γραφή, πριν τα Μπες και τα Ίλιταν.» «Τι έγραφε;» «Μου είπε. Ή ταν κάτι σαν: Σε παρακολουθούμε. Καταλαβαίνεις. Θα ήθελες να μάθεις περισσότερα; Υπήρξαν κι άλλα.» «Σ’τα έδειξε;» «Όχι αμέσως.» «Τι της έλεγαν; Γιατί;» «Επειδή τους είχε ανακαλύψει. Καταλάβαιναν ότι ήθελε να συμμε- τάσχει σε όλο αυτό. Γι’ αυτό τη στρατολόγησαν. Την έβαζαν να κάνει πράγματα γι’αυτούς, σαν, σαν μύηση. Να τους δίνει πληροφορίες, να παραδίδει πράγματα.» Τα πράγματα που έλεγε ήταν αδύνατα. Με τα μάτια της με προκαλουσε να την κοροϊδέψω, αλλά παρέμεινα σιωπη­ λός. «Της έδωσαν διευθύνσεις όπου έπρεπε να αφήνει γράμματα και αντικείμενα. Σε ντισέναι. Μηνύματα από το ένα μέρος στο άλλο. Εκεί­ νη απαντούσε. Της έλεγαν διάφορα πράγματα. Για την Ορσίνι. Μου είπε λίγα γι’ αυτήν, και την ιστορία και αυτά, και ήταν σαν... Μέρη που κανένας δεν μπορεί να δει, επειδή νομίζουν ότι είναι στην άλλη πόλη. Οι κάτοικοι της Μπες νομίζουν ότι είναι εδώ, οι κάτοικοι της Ουλ Κόμα νομίζουν ότι είναι στην Μπεσέλ. Οι άνθρωποι της Ορσίνι δεν είναι σαν εμάς. Μπορούν να κάνουν πράγματα που δεν είναι...» «Τους συνάντησε;» Η Γιολάντα στάθηκε δίπλα στο παράθυρο, κοιτάζοντας έξω και προς τα κάτω σε μια γωνία που την κρατούσε μακριά από το φως που εισερ­ χόταν από τα ασπρισμένα τζάμια. Γύρισε να με κοιτάξει και δεν είπε τίποτα. Είχε ηρεμήσει, αλλά η ηρεμία της έκρυβε απελπισία. Ο Άικαμ την πλησίασε. Τα μάτια του πηγαινοέρχονταν ανάμεσά μας, σαν να ήταν θεατής σε αγώνα τένις. Τελικά η Γιολάντα σήκωσε τους ώμους της.

2 6 8 China Mieville «Δεν ξέρω.» «Πες μου.» «Ήθελε. Δεν ξέρω. Ξέρω ότι στην αρχή είπαν όχι.» Όχι ακόμα είχαν πει. «Της είπαν διάφορα, για την ιστορία, για πράγματα που κάναμε. Αυτά τα πράγματα, της Πρόδρομης Εποχής... είναι δικά τονς. 'Οταν η Ουλ Κόμα τα βγάζει από το έδαφος, ή ακόμα και η Μπεσέλ, δημιουρ- γείται όλο αυτό το θέμα σχετικά με το ποιανού είναι, που βρέθηκαν, ξέρεις, όλα αυτά. Δεν είναι της Ουλ Κόμα ούτε της Μπεσέλ. Είναι της Ορσίνι. Πάντα ήταν. Της είπαν για πράγματα που είχαμε βρει, για τα οποία δεν θα μπορούσε να ξέρει κανείς, εκτός αν τα είχε βάλει ο ίδιος εκεί. Αυτή είναι η ιστορία τους. Βρίσκονταν εδώ πριν χωριστούν ή ενωθούν η Ουλ Κόμα και η Μπεσέλ γύρω τους. Ποτέ δεν έφυγαν.» «Απλά βρίσκονταν θαμμένα εκεί, μέχρι που μια ομάδα Καναδών αρχαιολόγων-» «Εκεί τα κρατούσαν. Αυτά τα πράγματα δεν ήταν χαμένα. Το έδα­ φος κάτω από την Ουλ Κόμα και την Μπεσέλ είναι η αποθήκη τους. Είναι όλα τής Ορσίνι. Ή ταν όλα δικά τους, κι εμείς απλά... νομίζω ότι τους έλεγε που σκάβαμε, τι βρίσκαμε.» «Έκλεβε για εκείνους.» «Εμείς κλέβαμε από εκείνους... Ποτέ δεν έκανε παραβίαση, ξέρεις.» «Τι; Νόμιζα ότι όλοι σας-» «Εννοείς... σαν παιχνίδι; Ό χι η Μαχάλια. Δεν μπορούσε. Είχε πολ­ λά να χάσει. Ή ταν πολύ πιθανό κάποιος να παρακολουθούσε, είπε. Ποτέ δεν παραβίασε, ούτε ακόμα και με κάποιον από εκείνους τους τρόπους που δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, με το να στέκεσαι απλά εκεί, ξέρεις. Δεν θα έδινε στην Παράβαση κάποια ευκαιρία να την πιάσει.» Αναρίγησε ξανά. Έκατσα κάτω οκλαδόν και κοίταξα τριγύ­ ρω. «Άικαμ» είπε στα Ίλιταν. «Μπορείς να μας φέρεις κάτι να πιού­ με;» Δεν ήθελε να φύγει από το δωμάτιο, αλλά μπορούσε να δει ότι εκείνη δεν με φοβόταν πια. «Αυτό που έκανε» είπε «ήταν να πηγαίνει σε κείνα τα μέρη που της άφηναν γράμματα. Οι ντισένσι είναι είσοδοι στην Ορσίνι. Ή ταν πολύ κοντά στο να γίνει μέρος όλου αυτού. Έτσι πίστευε. Στην αρχή.» Περί-

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 269 μένα, και μετά από λίγο συνέχισε. «Εξακολουθούσα να τη ρωτάω τι συνέβαινε. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά τις τελευταίες δυο βδομά­ δες. Σταμάτησε να πηγαίνει στην ανασκαφή, στις συναντήσεις, παντού.» «Το έμαθα.» «“Τ ι συμβαίνει;” έλεγα και ξανάλεγα και στην αρχή μου έλεγε “Τ ί­ ποτα”, αλλά στο τέλος μου είπε ότι φοβόταν. “Κάτι δεν πάει καλά” είπε. Είχε απογοητευθεί νομίζω επειδή η Ορσίνι δεν την άφηνε να προσχωρήσει και τρελαινόταν από τη δουλειά. Μελετούσε σκληρότε­ ρα απ’ όσο την είχα δει ποτέ. Τη ρώτησα τι συνέβαινε. Απλά ξανάλε- γε ότι φοβόταν. Είπε ότι διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις σημειώσεις της κι ότι καταλάβαινε διάφορα πράγματα. Άσχημα πράγματα. Είπε ότι μπορεί να ήμασταν κλέφτες και να μην το ξέραμε.» Ο Άικαμ επέστρεψε. Έφερε για μένα και τη Γιολάντα ζεστά κου- τάκια Κόρα-Οράντζα. «Νομίζω ότι είχε κάνει κάτι που είχε εξοργίσει την Ορσίνι. Ή ξερε ότι είχε μπλέξει, όπως και ο Μποντέν. Έτσι είπε λίγο πριν-» «Για ποιο λόγο θα τον σκότωναν;» είπα. «Ούτε που πιστεύει στην Ορσίνι πια.» «Ω, Θεέ μου, φυσικά και ξέρει ότι υπάρχουν. Φυσικά και το ξέρει. Το αρνιόταν για χρόνια για να μη χάσει τη δουλειά του, έχεις όμως διαβάσει το βιβλίο του; Κυνηγούν όποιον ξέρει κάτι γι’ αυτούς. Η Μαχάλια μου είπε ότι ο Μποντέν είχε μπλέξει. Λίγο πριν εξαφανιστεί. Ο Μποντέν ήξερε πολλά, κι εγώ το ίδιο.» «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Να μείνω εδώ. Να κρυφτώ. Να φύγω εκτός.» «Θα τα καταφέρεις;» είπα. Με κοίταξε δυστυχισμένα. «Το αγόρι σου έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Με ρωτούσε πώς ένας εγκληματί­ ας θα μπορούσε να βγει από την πόλη.» Χαμογέλασε. «Άφησέ με να σε βοηθήσω.» «Δεν μπορείς. Βρίσκονται παντού.» «Δεν το ξέρεις αυτό.» «Πώς μπορείς να με κρατήσεις ασφαλή; Θα έρθουν και για σένα τώρα.»

2 7 0 China Mieville Κάθε λίγο ακουγόταν έξω από το διαμέρισμα ο ήχος από κάποιον ποο ανέβαινε, φωνές και ο θόρυβος από ένα φορητό mp3 player, που έπαιζε μουσική ραπ ή τέκνο της Ουλ Κόμα, αρκετά δυνατά για να είναι ενοχλητική. Τέτοιοι καθημερινοί ήχοι θα μπορούσαν να είναι κάλυψη. Η Κόργουι βρισκόταν μια πόλη μακριά. Ακουγοντας τώρα προσεκτικά, φαινόταν ότι κάθε λίγο θόρυβοι σταματούσαν δίπλα στην πόρτα του διαμερίσματος. «Δεν ξέρουμε ποια είναι η αλήθεια» είπα. Σκόπευα να πω περισσό­ τερα, αλλά συνειδητοποιώντας ότι δεν ήμουν σίγουρος ποιον προσπα­ θούσα να πείσω και για ποιο θέμα, δίστασα. Με διέκοψε. «Η Μαχάλια ήξερε. Τι κάνεις;» Είχα βγάλει το τηλέφωνό μου. Το κράτησα με τα δυο χέρια ψηλά, σαν να παραδινόμουν. «Μην πανικοβάλλεσαι» είπα. «Απλά σκεφτόμουν... πρέπει να δού­ με προσεκτικά τι θα κάνουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που ίσως μπορούν να μας βοηθήσουν-» «Σταμάτα» είπε. Ο Άικαμ έδειχνε έτοιμος να μου επιτεθεί ξανά. Ετοιμάστηκα να παραμερίσω, αλλά κούνησα το τηλέφωνο ώστε να δει ότι δεν ήταν ανοιχτό. «Υπάρχει μια επιλογή που δεν επιδίωξες ποτέ» είπα. «Θα μπορού­ σες να βγεις έξω, να διασχίσεις το δρόμο προς τα κάτω και να βγεις στη Γιάχουντ Στρας. Βρίσκεται στην Μπεσέλ.» Με κοίταξε σαν να είμαι τρελός. «Να σταθείς εκεί και να κουνήσεις τα χέρια σου. Θα μπορούσες να παραβιάσεις.» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Άλλος ένας ακούστηκε να ανεβαίνει τρέχοντος προς τα πάνω, και οι τρεις μας περιμέναμε. «Σκέφτηκες ποτέ ότι θα άξιζε τον κόπο; Ποιος μπορεί να αγγίξει την Παράβαση Αν η Ορσίνι σε κυνηγάει...» Η Γιολάντα κοίταζε τα κουτιά με τα βιβλία της, τα πακεταρισμένα υπάρχοντά της. «Τσως να ήσουν πιο ασφαλής.» «Η Μαχάλια έλεγε ότι είναι εχθροί» είπε. Ακουγόταν απόμακρη. «Μια φορά είπε ότι όλη η ιστορία της Μπεσέλ και της Ουλ Κόμα ήταν η ιστορία του πολέμου ανάμεσα στην Ορσίνι και την Παράβαση. Η Μπεσέλ και η Ουλ Κόμα είχαν στηθεί σαν κινήσεις σκακιου σε αυτό τον πόλεμο. Θα μπορούσαν να μου κάνουν οτιδήποτε.»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 271 «Έλα τώρα» τη διέκοψα. «Ξέρεις ότι οι περισσότεροι ξένοι που παραβιάζουν απλά απελαύνονται-» Αλλά με διέκοψε και κείνη. «Ακόμα κι αν ήξερα τι θα έκαναν, το οποίο κανείς μας δεν γνωρίζει, σκέψου το. Έ να χιλιόχρονο μυστικό, που βρίσκεται ανάμεσα στην Ουλ Κόμα και την Μπεσέλ, και μας παρακολουθεί συνεχώς, είτε το ξέρουμε είτε όχι. Με συγκεκριμένους σκοπούς. Πιστεύεις ότι θα ήμουν περισσότερο ασφαλής αν με είχε η Παράβαση; Στην Παράβα­ ση; Δεν είμαι η Μαχάλια. Δεν είμαι σίγουρη ότι η Ορσίνι και η Πα­ ράβαση είναι εχθροί.» Με κοίταξε και δεν την αντιμετώπισα περι­ φρονητικά. «Ίσως δουλεύουν μαζί. Ή ίσως όταν κάνετε επίκληση, απλά να παραδίδετε την εξουσία στην Ορσίνι, για αιώνες τώρα, ενώ όλοι σας κάθεστε εκεί λέγοντας ο ένας στον άλλο ότι είναι ένα παρα­ μύθι. Νομίζω ότι Ορσίνι είναι το όνομα με το οποίο αυτοαποκαλείται η Παράβαση.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ Σ τ η ν ΑΡΧΗ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ να μ π ω ΜΕΣΑ. Μετά η Γιολάντα δεν ήθελε να φύγω. «Θα σε δουν! Θα σε βρουν! Θα σε πιάσουν και μετά θα έρθουν για μένα.» «Δεν μπορώ να μείνω εδώ.» «Θα σε πιάσουν.» «Δεν μπορώ να μείνω εδώ.» Με παρακολουθούσε να βηματίζω κατά μήκος του δωματίου, προς το παράθυρο και πίσω προς την πόρτα. «Μη - δεν μπορείς να πάρεις τηλέφωνο από δω.» «Πρέπει να σταματήσεις να πανικοβάλλεσαι.» Αλλά σταμάτη­ σα, επειδή δεν ήμουν σίγουρος αν θα ’πρεπε να πανικοβάλλεται ή όχι. «Άικαμ, υπάρχει άλλος τρόπος να βγούμε α π’ αυτό το κτί­ ριο;» «Όχι από εκεί που μπήκαμε;» Το βλέμμα του για μια στιγμή φάνηκε προσηλωμένο και κενό. «Κάποια από τα κάτω διαμερίσμα­ τα είναι άδεια, ίσως θα μπορούσαμε να περάσουμε από κει...» «Εντάξει.» Είχε αρχίσει να βρέχει και σταγόνες της βροχής άρχι­ σαν να πέφτουν στα θαμπωμένα παράθυρα. Κρίνοντας από το αμυ- δρό σκοτείνιασμα των ασπρισμένων παραθύρων, είχε μόλις αρχίσει να συννεφιάζει. Ή ίσως να είχαν ξεθωριάσει τα χρώματα. Έμοιαζε όμως πιο ασφαλές να αποδράσουμε έτσι, παρά με καλό καιρό ή με ήλιο με δόντια όπως ήταν το πρωί. Άρχισα πάλι να βηματίζω στο δωμάτιο.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 273 «Είσαι μόνος σου στην Ουλ Κόμα» ψιθύρισε η Γιολάντα. «Τι μπο­ ρείς να κάνεις;» Μετά από λίγο την κοίταξα. «Με εμπιστεύεσαι;» της είπα. «Όχι.» «Κρίμα. Δεν έχεις επιλογή. Θα σε βγάλω από δω. Είμαι έξω απ’τα νερά μου εδώ, αλλά...» «Τι θέλεις να κάνεις;» «Θα σε πάρω από δω και θα σε πάω πίσω στα μέρη μου, εκεί που μπορώ να κανονίσω κάποια πράγματα. Θα σε πάω στην Μπεσέλ.» Διαμαρτυρήθηκε. Δεν είχε πάει ποτέ στην Μπεσέλ. Και οι δυο πό­ λεις ελέγχονταν από την Ορσίνι, και οι δυο επιβλέπονταν από την Παράβαση. Τη διέκοψα. «Τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις; Η Μπεσέλ είναι η πόλη μου. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω το σύστημα εδώ. Δεν έχω διασυνδέσεις. Δεν ξέρω πώς λειτουργούν τα πράγματα. Αλλά μπορώ να σε βγάλω από την Μπεσέλ, και εσυ μπορείς να με βοηθήσεις.» «Δεν μπορείς-» «Γιολάντα, βουλωσ’το. Άικαμ, μην κάνεις άλλο βήμα.» Δεν υπήρχε χρόνος γι’ αυτή την αδράνεια. Η Γιολάντα είχε δίκιο. Δεν μπορούσα να της υποσχεθώ κάτι παραπάνω από μια προσπάθεια. «Μπορώ να σε βγάλω έξω, αλλά όχι από δω. Άλλη μια μέρα. Περίμενε εδώ. Άικαμ, η δουλειά σου τελείωσε. Δεν δουλεύεις άλλο στο Μπολ Γι’αν. Η δου­ λειά σου είναι να μείνεις εδώ και να προσέχεις τη Γιολάντα.» Δεν θα μπορούσε να προσφέρει μεγάλη προστασία, αλλά οι διαρκείς παρεμ­ βάσεις του σιο Μπολ Γι’αν στο τέλος θα τραβούσαν την προσοχή κι άλλων ανθρώπων εκτός από τη δική μου. «Θα επιστρέψω. Καταλα­ βαίνεις; Και θα σε βγάλω από δω.» Η Γιολάντα είχε φαγητό για λίγες μέρες, μια διατροφή με κονσέρ­ βες. Αυτό το μικρό καθιστικό-κρεβατοκάμαρα, άλλο ένα μικρότερο γεμάτο μόνο με υγρασία, η κουζίνα με την παροχή ρεύματος και αε­ ρίου αποσυνδεμένη. Το μπάνιο δεν ήταν καλό, αλλά δεν θα πάθαιναν τίποτα αν το χρησιμοποιούσαν για μια-δυο μέρες ακόμα. Ο Άικαμ είχε φέρει κουβάδες με νερό από κάποια κοινόχρηστη εξωτερική

2 7 4 China Mieville βρύση και τους είχαν έτοιμους για χρήση στο καζανάκι της τουαλέ­ τας. Τα πολλά αποσμητικά χώρου που είχε φέρει έβγαζαν μια δυσω­ δία διαφορετική απ’ αυτή που θα υπήρχε κανονικά. «Μείνε» είπα. «Θα επιστρέφω.» Ο Άικαμ αναγνώρισε τη φράση, παρόλο που ήταν στα αγγλικά. Χαμογέλασε, κι έτσι επανέλαβα τις λέξεις για χάρη του με αυστριακή προφορά. Η Γιολάντα δεν το κατά­ λαβε. «Θα σε βγάλω από δω» της είπα. Στο ισόγειο, μερικά σπρωξίματα σε πόρτες με οδήγησαν σε ένα άδειο διαμέρισμα, που είχε καταστραφεί από φωτιά πριν από πολύ καιρό αλλά ακόμα μύριζε κάρβουνο. Στάθηκα στο παράθυρο της κου­ ζίνας που ήταν χωρίς τζάμια και παρακολούθησα έξω τα σκληρότερα αγόρια και κορίτσια, που αρνουνταν να φυγουν από τη βροχή. Παρα­ κολούθησα για πολλή ώρα, κοιτάζοντας σε όλες τις σκιές που μπορού­ σα να δω. Είδα μόνο εκείνα τα παιδιά. Με τα μανίκια μου κατεβασμέ- να μέχρι τα ακροδάχτυλα για να μην κοπώ από κάποιο γυαλί, πήδηξα έξω στην αυλή. Αν κάποιο από τα παιδιά με είδε να εμφανίζομαι, δεν το έδειξε. Ξέρω πώς να κοιτάζω για να βεβαιωθώ ότι δεν με ακολουθεί κα­ νείς. Περπάτησα γρήγορα μέσα από τους δαιδαλώδεις παράδρομους του συγκροτήματος ανάμεσα από κάδους και αυτοκίνητα, γκράφιτι και παιδικές χαρές, μέχρι που κατάφερα να βγω από τα αδιέξοδα δρομάκια και να μπω στους δρόμους της Ουλ Κόμα - και της Μπε- σέλ. Ανακουφισμένος που είχα γίνει ένας από τους πολλούς περαστι­ κούς αντί για μια μοναδική φιγούρα που τριγυρίζει, πήρα μερικές βαθιές ανάσες, υιοθέτησα τον τρόπο περπατήματος των υπολοίπων για να αποφεύγω τη βροχή και μετά από λίγο άνοιξα το τηλέφωνό μου. Έβγαλε διάφορους επικριτικούς ήχους για το πλήθος των μηνυ­ μάτων που είχα χάσει. Ό λα ήταν από τον Ντατ. Πέθαινα της πείνας και δεν ήμουν σίγουρος πώς να γυρίσω στην Παλιά Πόλη. Περιπλα- νήθηκα ψάχνοντας για κάποιον σταθμό του μετρό, αλλά τελικά βρή­ κα έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Του τηλεφώνησα. «Ντατ.» «Μπόρλου εδώ.»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 275 «Που στο διάολο είσαι; Που ήσουν;» Ή ταν θυμωμένος, αλλά μιλού­ σε συνωμοτικά, η φωνή του χαμήλωνε ενώ άλλαζε θέσεις και μουρ­ μούριζε στο τηλέφωνο, δεν δυνάμωνε. Καλό σημάδι. «Προσπαθώ να σε βρω εδώ και τόσες αναθεματισμένες ώρες. Είναι όλα... Είσαι κάλά; Τι στο διάολο συμβαίνει;» «Είμαι καλά, αλλά...» «Συνέβη κάτι;» Στη φωνή του διακρινόταν θυμός, αλλά όχι μόνο θυμός. «Ναι, κάτι συνέβη. Δεν μπορώ όμως να μιλήσω.» «Σκατά δεν μπορείς.» «Άκου. Άκου. Πρέπει να σου μιλήσω, αλλά δεν έχω καιρό γι’ αυτά. Αν θέλεις να μάθεις τι συμβαίνει, συνάντησέ με, δεν ξέρω» ξεφύλλισα το χάρτη μου «στο Κάινγκ Σε, στην πλατεία δίπλα στο σταθμό, σε δυο ώρες. Και Ντατ, μη φέρεις κανέναν μαζί σου. Τ α πράγματα είναι σοβαρά. Συμβαίνουν πολλά περισσότερα απ’όσα ξέρεις. Δεν ξέρω σε ποιον να μιλήσω. Θα με βοηθήσεις λοιπόν;» Τον άφησα να περιμένει μία ώρα. Τον παρακολουθούσα από τη γωνία, όπως σίγουρα ήξερε ότι θα έκανα. Ο σταθμός του Κάινγκ Σε είναι ο μεγαλύτερος τερματικός σταθμός της πόλης, γι’ αυτό η πλα­ τεία που βρίσκεται απέξω βρίθει από κατοίκους της Ουλ Κόμα που κάθονται σε καφετέριες, από καλλιτέχνες του δρόμου, από ανθρώ­ πους που αγοράζουν cd και ηλεκτρονικά από πάγκους. Η τοποταυτι- ση της πλατείας στην Μπεσέλ δεν ήταν εντελώς άδεια, έτσι κάτοικοι της Μπεσέλ που δεν έβλεπα βρίσκονταν επίσης γεωπροσδιοριστικά εκεί. Έμεινα στη σκιά ενός περιπτέρου με τσιγάρα που ήταν διαμορ­ φωμένο, ως φόρος τιμής, σαν μια από τις πρόχειρες καλύβες που υπήρχαν κάποτε σε αφθονία στους υγρότοπους της Ουλ Κόμα, στους οποίους οι ρακοσυλλέκτες έψαχναν στην αλληλοπλεγμένη λάσπη για οτιδήποτε χρήσιμο. Είδα τον Ντατ να με ψάχνει, αλλά έμεινα εκτός οπτικού πεδίου ενώ σκοτείνιαζε και παρακολουθούσα για να δω αν θα κάνει κάποιο τηλεφώνημα (δεν έκανε) ή τίποτα σινιάλα με τα χέρια (δεν έκανε). Μόνο δυσανασχετούσε ολοένα και περισσότερο καθώς έπινε τσάι και κοιτούσε βλοσυρά τις σκιές. Τελικά μπήκα στο οπτικό

2 7 6 China Mieville του πεδίο και κούνησα το χέρι μου κάνοντας μια μικρή συνηθισμένη κίνηση, την οποία αντιλήφθηκε με αποτέλεσμα να εστιάσει το βλέμμα του πάνω μου. «Τι στο διάολο συμβαίνει;» είπε. «Μίλησα με το αφεντικό σου. Και με την Κόργουι. Ποια στο διάολο είναι αυτή; Τ ι συμβαίνει;» «Καταλαβαίνω γιατί είσαι νευριασμένος. Μιλάς όμως χαμηλόφω­ να, πράγμα που σημαίνει ότι είσαι προσεκτικός και ότι θέλεις να μά­ θεις τι συμβαίνει. Έ χεις δίκιο. Έχουμε κάτι. Βρήκα τη Γιολάντα.» Ό ταν κατάλαβε ότι δεν ήθελα να του πω που βρισκόταν, εξοργί­ στηκε τόσο που άρχισε να απειλεί για διεθνές επεισόδιο. «Εδώ δεν είσαι στη γαμημένη την πόλη σου» είπε «έρχεσαι εδώ, χρησιμοποιείς τις πηγές μας, καθυστερείς τις έρευνές μας» και ουτω καθεξής. Συνέ­ χιζε όμως να κρατάει χαμηλά τη φωνή του και περπατούσε μαζί μου, έτσι άφησα το θυμό του να ξεθυμάνει λίγο και άρχισα να του εξηγώ γιατί φοβόταν η Γιολάντα. «Και οι δυο γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να την καθησυχάσουμε» είπα. «Έλα τώρα. Κανείς μας δεν γνωρίζει πραγματικά τι διάολο συμ­ βαίνει. Σχετικά με τους ενωτικους, τους εθνικιστές, τη βόμβα, την Ορ- σίνι. Σκατά, Ντατ, από όσα ξέρουμε...» Με κοίταξε περιμένοντας και του είπα: «Ό,τι κι αν είναι-» έριξα μια ματιά γύρω για να δείξω όλα όσα συνέβαιναν «είναι κάτι άσχημο.» Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. «Τότε γιατί στο διάολο μιλάς μαζί μου;» «Επειδή χρειάζομαι κάποιον. Αλλά ναι, έχεις δίκιο, μπορεί να είναι λάθος. Είσαι ο μοναδικός που μπορεί να καταλάβει... το μέγεθος του τι μπορεί να συμβαίνει. Θέλω να την πάρω από δω. Άκουσέ με: αυτό δεν έχει να κάνει με την Ουλ Κόμα. Δεν εμπιστεύομαι τους δικούς μου περισσότερο απ’ό,τι εσυ. Θέλω να βγάλω αυτό το κορίτσι έξω, μακριά και από την Ουλ Κόμα και από την Μπεσέλ. Και δεν μπορώ να το κάνω από δω. Την παρακολουθούν εδώ.» «Ίσως να μπορούσα εγώ.» «Προσφέρεσαι;» Δεν είπε τίποτα. «Ορίστε. Εγώ προσφέρομαι. Έχω διασυνδέσεις πίσω στα μέρη μου. Ό ταν είσαι μπάτσος για τόσο καιρό, μπορείς να βγάλεις εισιτήρια και πλαστά έγγραφα. Μπορώ να

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 277 την κρύψω. Μπορώ να μιλήσω μαζί της στην Μπεσέλ πριν τη φυγα- δεΰσω, και να μάθω κάτι παραπάνω για όλα αυτά. Αυτά δεν σημαίνει ότι παραιτούμαστε. Το αντίθετο. Αν την απομακρύνουμε από τον κίν­ δυνο, θα μας δοθεί η δυνατότητα να διευρύνουμε το οπτικό μας πεδίο. Ίσω ς έτσι μπορέσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει.» «Είπες ότι η Μαχάλια έχει κάνει ήδη εχθρούς στην Μπεσέλ. Νόμι­ ζα πως ήθελες να τους πιάσεις για το φόνο.» «Τους εθνικιστές; Αυτό δεν βγάζει νόημα πια. Πρώτον, όλα αυτά είναι πολύ πιο πάνω από τον Σιέντρ και τους δικούς του και δεύτερον η Γιολάντα δεν έχει εξοργίσει κανέναν στην Μπεσέλ. Δεν έχει πάει ποτέ της εκεί. Εκεί μπορώ να κάνω τη δουλειά μου.» Εννοούσα ότι μπορού­ σα να υπερβώ τη δουλειά μου - θα μπορούσα να διαχειριστώ κατα­ στάσεις και να αξιοποιήσω κάποιες χάρες. «Δεν προσπαθώ να σε αφήσω απέξω, Ντατ. Θα σου πω τι ξέρω, αν εκείνη μου πει κάτι πα­ ραπάνω. Τσως ακόμα και να επιστρέφω για να κυνηγήσουμε μαζί τους εγκληματίες, αλλά πρέπει να πάρω αυτό το κορίτσι μακριά από δω. Φοβάται μέχρι θανάτου, Ντατ, και δεν μπορούμε να πούμε ότι φοβάται χωρίς λόγο.» Ο Ντατ κουνούσε όλη την ώρα το κεφάλι του. Ούτε συμφωνούσε ούτε διαφωνούσε μαζί μου. Μετά από λίγο ξαναμίλησε λακωνικά. «Έστειλα την ομάδα μου στους ενωτικούς. Κανένα σημάδι του Τζά- ρις. Ούτε που ξέρουμε το πραγματικό όνομα αυτού του παλιομπά- σταρδου. Αν κάποιος από τα φιλαράκια του ξέρει πού βρίσκεται ή αν έβλεπε τη Μαχάλια, δεν πρόκειται να το πει.» «Τους πιστεύεις;» Σήκωσε τους ώμους του. «Το ψάχνουμε. Δεν μπορούμε να βρούμε κάτι. Δεν φαίνεται να ξέρουν κάτι. Σε κάνα δυο από αυτούς είναι φα­ νερό ότι το “Μάργια” κάτι τους θυμίζει, αλλά οι περισσότεροι ούτε καν τη συνάντησαν ποτέ.» «Όλο αυτό δεν έχει να κάνει μαζί τους.» «Ω, μπλέκονται σε πολλά πράγματα, μην ανησυχείς. Έχουμε χα­ φιέδες που μας λένε ότι θα κάνουν εκείνο και το άλλο, ότι θα ρίξουν τα σύνορα, ότι σχεδιάζουν ό,τι επανάσταση μπορείς να φανταστείς...»

2 7 8 China Mieville «Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Ό λα αυτά τα ακουμε συνέχεια.» Έ μεινε σιωπηλός, ενώ του απαριθμούσα ξανά τι είχε συμβεί το διάστημα που είχαμε την υπόθεση. Βαδίζαμε αργά στα σκοτεινά ση­ μεία και ταχύναμε το βήμα μας όπου οι λάμπες έριχναν το φως τους. Ό ταν του είπα ότι σύμφωνα με τη Γιολάντα, η Μαχάλια είχε πει ότι ο Μποντέν βρισκόταν επίσης σε κίνδυνο, σταμάτησε. Μείναμε αρκετά δευτερόλεπτα σε αυτή την παγωμένη σιωπή. «Σήμερα, ενώ εσυ έπαιζες με τη μικρή Μις Παράνοια, ψάξαμε το διαμέρισμα του Μποντέν. Δεν υπάρχουν ίχνη βίαιης εισόδου, ούτε ίχνη πάλης. Τίποτα. Φαγητό παρατημένο στην άκρη, βιβλία ανοιχτά πάνω στην καρέκλα. Βρήκαμε όμως ένα γράμμα πάνω στο γραφείο του.» «Από ποιον;» «Η Γιάλγια μου είπε ότι εσυ μπορεί να καταλάβαινες. Το γράμμα δεν λέει από ποιον. Δεν είναι στα Τλιταν. Είχε μόνο μια λέξη. Νόμιζα ότι ήταν γραμμένη με περίεργα Μπες, αλλά δεν είναι. Είναι στην Πρόδρομη γλώσσα.» «Τι; Τ ι γράφει;» «Το πήγα στη Νάνσι. Είπε ότι είναι μια παλιά μορφή της γραφής που δεν έχει ξαναδεί και ότι δεν θα έβαζε και το χέρι της στη φωτιά και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά είναι σχεδόν σίγουρη ότι πρόκειται για προειδοποίηση.» «Προειδοποίηση για τι;» «Απλά προειδοποίηση. Σαν το σύμβολο της νεκροκεφαλής με τα σταυρωτά κόκαλα. Μια λέξη που είναι προειδοποίηση.» Ή ταν αρκετά σκοτεινά και δεν μπορούσαμε να δούμε καθαρά ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Χωρίς να το κάνω σκόπιμα, μας είχα οδηγήσει κοντά σε μια διασταύρωση με έναν αποκλειστικό δρόμο της Μπες. Αυτά τα χαμηλά τουβλινα κτίρια με τον καφετί φωτισμό, οι άντρες και γυναί­ κες που περπατούσαν με τα μακριά παλτά τους κάτω από κρεμαστές πινακίδες σε αποχρώσεις σέπιας, από τα οποία δεν έβλεπα τίποτα, παρεμβάλλονταν ανάμεσα από τις φωτισμένες από λάμπες νατρίου γυάλινες προσόψεις και επιχειρήσεις της Ουλ Κόμα, σαν κάτι παλιό και αναχρονιστικό.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 279 «Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να χρησιμοποιήσει τέτοιου είδους...;» «Μη μου πεις για αναθεματισμένες μυστικές πόλεις. Μην το πεις.» Ο Ντατ έδειχνε πολύ σκεπτικός και κυνηγημένος. Έδειχνε άρρωστος. Γύρισε, προχώρησε γρήγορα προς τη γωνία μιας εισόδου και γρονθο- κόπησε την παλάμη του οργισμένος αρκετές φορές. «Τι στο διάολο;» είπε, κοιτάζοντας σιο σκοτάδι. Ό ,τι υπήρχε σαν την Ορσίνι θα υπήρχε, αν κάποιος αποδεχόταν τις ιδέες της Γιολάντα και της Μαχάλια; Κάτι τόσο μικρό, τόσο ισχυ­ ρό, που κατοικούσε μέσα σε έναν άλλο οργανισμό. Πρόθυμο να σκο­ τώσει. Έ να παράσιτο. Μια αδυσώπητη πόλη-παράσιτο. «Ακόμα κι αν... ακόμα κι αν, ας πούμε, κάτι πάει στραβά με τους δικούς μου ή τους δικούς σου, οτιδήποτε» είπε στο τέλος ο Ντατ. «Κάποιος τους ελέγχει. Τους εξαγοράζει.» «Οτιδήποτε. Ακόμα κι αν.» Μιλούσαμε ψιθυριστά κάτω από το συριγμό μιας ξένης κρεμασμέ­ νης ταμπέλας που βρισκόταν στην Μπεσέλ και πηγαινοερχόταν από τον αέρα. «Η Γιολάντα είναι πεπεισμένη ότι η Παράβαση είναι η Ορσίνι» του είπα. «Δεν λέω ότι σύμφωνο) μαζί της -δεν ξέρω τι είναι αυτό που λέω-, αλλά της υποσχέθηκα ότι θα τη βγάλω από δω.» «Η Παράβαση μπορεί να τη βγάλει από δω.» «Βάζεις το χέρι σου στη φωτιά ότι η Γιολάντα κάνει λάθος; Βάζεις το χέρι σου σιην αναθεματισμένη τη φωτιά ότι δεν έχει τίποτα να φοβηθεί απ’αυτούς;» Μιλούσα ψιθυριστά. Αυτή η κουβέντα ήταν επι­ κίνδυνη. «Δεν έχουν λόγο να ανακατευθούν ακόμα -δεν έχει γίνει κα­ μία γαμημένη παραβίαση- και εκείνη θέλει να παραμείνει έτσι η κατάσταση.» «Επομένως, τι θέλεις να κάνεις;» «Θέλω να την πάρω από δω. Δεν λέω ότι κάποιοι εδώ την έχουν βάλει στο στόχαστρο, δεν λέω ότι έχει δίκιο σε ό,τι λέει, αλλά κάποιος σκότωσε τη Μαχάλια και κάποιος απείλησε τον Μποντέν. Κάτι συμ­ βαίνει στην Ουλ Κόμα. Ζητάω τη βοήθειά σου, Ντατ. Έλα μαζί μου. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό με τον επίσημο τρόπο. Δεν πρόκει­ ται να συνεργαστεί με οτιδήποτε επίσημο. Της υποσχέθηκα ότι θα τη

2 8 0 China Mieville φροντίσω, και αυτή δεν είναι η πόλη μου. Θα με βοηθήσεις; Ό χι, δεν μπορούμε να το ρισκάρουμε ακολουθώντας τις τυπικές διαδικασίες. Θα με βοηθήσεις λοιπόν; Πρέπει να την πάω στην Μπεσέλ.» Δεν πήγαμε πίσω στο ξενοδοχείο εκείνη τη νύχτα, ούτε στο σπίτι του Ντατ. Δεν αφήσαμε την ανησυχία να κυριαρχήσει πάνω μας, αλλά αφή­ σαμε τις σκέψεις μας να μας παρασύρουν, συμπεριφερόμασταν σαν όλα αυτά να μπορούσαν να είναι αλήθεια. Αντί γι’ αυτό περπατήσαμε. «Για τ’ όνομα, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι κάνω κάτι τέτοιο» έλεγε και ξανάλεγε. Κοίταζε πίσω μας πιο συχνά από μένα. «Μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο να ρίξουμε την ευθυνη σε μένα» του είπα. Παρά το γεγονός ότι είχα ρισκάρει λέγοντάς του ό,τι ήξερα, δεν είχα κάποια τέτοια απαίτηση, να τον εμπλέξω σε όλο αυτό, να διακινδυνεύσει και κείνος το ίδιο. «Βάλε μας μέσα στα πλήθη» του είπα. «Και σε αλληλοπλεγμένους χώρους.» Ό σο πιο πολύς κόσμος, τόσο το καλύτερο, και στα σημεία όπου μπερδεύονται οι πόλεις δημιουργουνται μοντέλα παρεμβολής που είναι δύσκολο να καταλάβεις ή να προβλέψεις. Είναι κάτι παραπά­ νω από μια πόλη και μια πόλη, είναι στοιχειώδης αστική αριθμητική. «Η βίζα μου γράφει πάνω πως μπορώ να βγω οποιαδήποτε στιγμή θελήσω» είπα. «Μπορείς να της βγάλεις μια άδεια εξόδου;» «Το σίγουρο είναι ότι μπορώ να βγάλω για μένα. Μπορώ να βγάλω μια για έναν αναθεματισμένο μηάτσο, Μπόρλου.» «Να σ’ το θέσω αλλιώς. Μπορείς να βγάλεις μια βίζα εξόδου για την αστυνομικό Γιολάντα Ροντρίγκεζ;» Με κοίταξε έντονα. Ακόμα μι­ λούσαμε ψιθυριστά. «Δεν θα έχει καν διαβατήριο της Ουλ Κόμα...» «Λοιπόν, μπορείς να την περάσεις στην άλλη μεριά; Δεν ξέρω πώς είναι οι συνοριοφΰλακές σας.» «Ω, σκατά» είπε ξανά. Καθώς ο αριθμός των περαστικών μειώθηκε, η βόλτα μας έπαψε να αποτελεί κάλυψη και διακινδυνεύαμε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. «Ξέρω ένα μέρος» είπε ο Ντατ. Ένα κλαμπ για ποτό, ο ιδιοκτήτης του οποίου τον χαιρέτησε με σχεδόν πιστευτή χαρά, στο υπόγειο απέναντι από μια τράπεζα στα προάσττα της Πα­

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 281 λιάς Πόλης της Ουλ Κόμα. Ή ταν γεμάτο καπνό και άντρες που κοι­ τούσαν τον Ντατ γνωρίζοντας τι είναι, παρότι φορούσε πολιτικά. Για μια στιγμή φάνηκε σαν να νόμιζαν ότι είχε έρθει για να κάνει συλλή­ ψεις για το σόου που έδιναν ντυμένοι σαν γυναίκες, αλλά εκείνος τους έγνεψε να συνεχίσουν κανονικά. Ο Ντατ έκανε νόημα στον ιδιοκτήτη να του δώσει το τηλέφωνο. Ο άντρας, με σφιγμένα χείλη, του το πέρα­ σε πάνω από τον πάγκο και κείνος το έδωσε σε μένα. «Χριστέ μου, ας το κάνουμε λοιπόν» είπε. «Μπορώ να την περάσω στην άλλη μεριά.» Είχε μουσική και ο θόρυβος από τις συζητήσεις ήταν πολύ δυνατός. Τράβηξα το τηλέφωνο όσο έφτανε το καλώδιό του και κάθισα οκλαδόν κάτω από το μπαρ, στο ύψος της μέσης των αν­ θρώπων που βρίσκονταν γύρω μου. Ή ταν πιο ήσυχα. Έ πρεπε να συν­ δεθώ με τηλεφωνητή για να μπορέσω να καλέσω εξωτερικό, κάτι που δεν μου άρεσε. «Κόργουι, Μπόρλου εδώ.» «Χριστέ μου. Δώσε μου ένα λεπτό. Χριστέ μου.» «Κόργουι, συγγνώμη που σε παίρνω τόσο αργά. Μ’ ακους;» «Χριστέ μου. Τι ώρα... Που είσαι; Δεν μπορώ ν’ακούσω λέξη, είσαι καλ-» «Είμαι σ’ ένα μπαρ. Άκου, με συγχωρείς για την ώρα. Θέλω να οργανώσεις κάτι για μένα.» «Χριστέ μου, αφεντικό, με δουλεύεις;» «Όχι. Έλα, Κόργουι, σε χρειάζομαι.» Μπορούσα να τη φανταστώ, να τρίβει το πρόσωπό της, ίσως να περπατάει νυσταγμένη με το τηλέ­ φωνο στο χέρι στην κουζίνα και να πίνει κρύο νερό. Ό ταν μίλησε ξανά, ήταν περισσότερο συγκεντρωμένη. «Τι συμβαίνει;» «Επιστρέφω.» «Σοβαρά; Πότε;» «Γι’ αυτό σε παίρνω. Ο Ντατ, ο τύπος που δουλεύουμε μαζί εδώ, θα έρθει στην Μπεσέλ. Θέλω να μας συναντήσεις. Μπορείς να τα τακτο­ ποιήσεις όλα και να μην πεις λέξη σε κανέναν; Κόργουι, μιλάμε για μυστική αποστολή. Σοβαρά. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά.»

2 8 2 China Mieville Μεγάλη παύση. «Γιατί εγώ, αφεντικό; Και γιατί στις δυο και μισή το πρωί;» «Επειδή είσαι καλή και επειδή είσαι το συνώνυμο της διακριτικό­ τητας. Δεν θέλω να μαθευτεί τίποτα. Θέλω εσένα με ένα αυτοκίνητο, με το όπλο σου κι αν μπορούσες και ένα για μένα, και αυτό είναι όλο. Και θέλω να τους κλείσεις ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Ό χ ι σε κάποιο από τα συνηθισμένα του τμήματος.» Και άλλη μεγάλη παύση. «Και, άκου... θα έχει μαζί του και μια αστυνομικό.» «Τι; Ποια;» «Είναι μνοτική αστυνομικός. Τ ι λες; Ή θελε ένα δωρεάν ταξίδι.» Του έριξα μια απολογητική ματιά, παρόλο που δεν μπορούσε να με ακούσει λόγω της τρομερής φασαρίας. «Αυτό να μη μαθευτεί, Κόρ- γουι. Είναι απλά μια περίεργη στιγμή στην όλη έρευνα, εντάξει; Και κάποια στιγμή θα χρειαστώ τη βοήθειά σου για να βγάλω κάτι, ένα πακέτο, έξω από την Μπεσέλ. Καταλαβαίνεις;» «...Έτσι νομίζω, αφεντικό. Αφεντικό, κάποιος παίρνει και σε ζητά­ ει. Ρωτάει τι γίνεται με την έρευνά σου.» «Ποιος; Τι εννοείς τι γίνεται με την έρευνά μου;» «Δεν ξέρω ποιος είναι, δεν λέει τ’ όνομά του. Θέλει να ξέρει ποιους συλλαμβάνεις, πότε επιστρέφεις, αν βρήκες το κορίτσι που έχει χαθεί, τι σχέδια έχεις. Δεν ξέρω πώς βρήκε το τηλέφωνο του γραφείου μου, αλλά είναι προφανές ότι κάτι ξέρει.» Έκανα νόημα στον Ντατ να με προσέξει. «Κάποιος ρωτάει διάφο­ ρα» του είπα. «Δεν λέει τ’ όνομά του;» ρώτησα την Κόργουι. «Όχι και δεν αναγνωρίζω τη φωνή του. Η γραμμή είναι σκατά.» «Πώς ακοΰγεται;» «Ξένος. Αμερικανός. Και φοβισμένος.» Σε μια κακή, διεθνή, τηλε­ φωνική γραμμή. «Διάολε» είπα στον Ντατ, με το χέρι πάνω στο ακουστικό. «Ο Μπο- ντέν είναι κάπου εκεί έξω. Προσπαθεί να με βρει. Πρέπει να αποφεύ­ γει τα τηλέφωνα που έχουμε εδώ για να μην τον εντοπίσουν... Είναι Καναδός, Κόργουι. Άκουσέ με, πότε πήρε;» «Κάθε μέρα, χτες και σήμερα, δεν αφήνει τα στοιχεία του.»

Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 283 «Ωραία. Άκου. Ό ταν ξαναπάρει, πες του το εξής. Δώσε του αυτό το μήνυμα από μένα. Πες του ότι έχει μια ευκαιρία. Περίμενε, σκέφτο­ μαι... Πες του ότι εμείς... Πες του ότι θα φροντίσω να είναι ασφαλής, ότι μπορώ να τον βγάλω έξω. Πρέπει. Ξέρω ότι φοβάται μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν, αλλά δεν έχει καμία ελπίδα μόνος του. Αυτό να μεί­ νει μεταξύ μας, Κόργουι.» «Χριστέ μου, έχεις πάρει απόφαση να μου γαμήσεις την καριέρα.» Ακούστηκε κουρασμένη. Περίμενα σιωπηλά, μέχρι να βεβαιωθώ ότι θα το κάνει. «Σ’ ευχαριστώ. Απλά πίστεψέ με ότι θα καταλάβει και σε παρακα­ λώ μη με ρωτήσεις τίποτα. Πες του ότι τώρα ξέρουμε περισσότερα. Σκατά, δεν θα το ’λεγα περισσότερα.» Μια δυνατή στριγκλιά από το σωσία της Ούτε Λέμπερ που ήταν στολισμένος με πούλιες με έκανε να μορφάσω. «Απλά πες του ότι ξέρουμε περισσότερα και πες του ότι πρέπει να μας πάρει τηλέφωνο.» Κοίταξα τριγύρω, μήπως μου έρθει καμιά έμπνευση, και μου ήρθε. «Ποιο είναι το κινητό της Γιάλγια;» ρώτησα τον Ντατ. «Ε;» «Δεν θέλει να πάρει στο δικό μου ή στο δικό σου, επομένως...» Μου το είπε κι εγώ το μετέφερα στην Κόργουι. «Πες στο μυστηριώδη άν­ θρωπο να πάρει σε αυτό το νούμερο, και μπορούμε να τον βοηθήσου­ με. Και πάρε με κι εσύ σε αυτό το νούμερο, εντάξει; Από αύριο και στο εξής.» «Τι στο διάολο;» είπε ο Ντατ. «Τι στο διάολο κάνεις;» «Θα πρέπει να δανειστείς το τηλέφωνό της. Χρειαζόμαστε ένα για να μπορέσει να μας βρει ο Μποντέν - είναι πολύ φοβισμένος και δεν ξέρουμε ποιος παρακολουθεί τα δικά μας. Αν επικοινωνήσει μαζί μας, ίσως εσύ θα πρέπει να...» Δίστασα. «Τι;» «Χριστέ μου, Ντατ, όχι τώρα, εντάξει; Κόργουι;» Δεν ήταν εκεί. Η γραμμή είχε αποσυνδεθεί, είτε από την ίδια, είτε λόγω του παλιού τηλεφωνικού κέντρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ τ ο υ ΝΤΑΤ πήγα μαζί του την επόμενη μέρα. «Όσο δεν εμφανίζεσαι, τόσο πιο πολύ θα αναρωτιούνται όλοι τι στο διάολο συμβαίνει και θα σε προσέχουν όλο και πιο πολύ» είπε. Κάτι που ίσχυε. Πολλές ματιές από τους συναδέλφους του καρφώθηκαν πάνω μου. Ένευσα προς τους δυο που είχαν προσπαθήσει ανόρεχτα να ξεκινήσουν καβγά μαζί μου. «Γίνομαι παρανοϊκός» του είπα. «Όχι, πράγματι σε κοιτάνε. Πάρε.» Μου έδωσε το κινητό της Γιάλ- για. «Δεν νομίζω να σε ξανακαλέσει ποτέ για δείπνο.» «Τι είπε;» «Εσυ τι λες; Είναι δικό της το αναθεματισμένο το τηλέφωνο. Νεύ­ ριασε πολύ. Της είπα ότι το χρειαζόμαστε, μου είπε να πάω να γαμη- θώ, την παρακάλεσα, είπε όχι, το πήρα και κατηγόρησα εσένα.» «Μπορούμε να βρούμε και μια στολή; Για τη Γιολάντα...» Στριμω- χτήκαμε μπροστά στον υπολογιστή του. «Μπορεί να υπάρχει και πιο εύκολος τρόπος να περάσει.» Τον παρακολούθησα να χρησιμοποιεί την τελευταία έκδοση των Windows. Την πρώτη φορά που χτύπησε το τηλέφωνο της Γιάλγια παγώσαμε και κοιταχτήκαμε. Εμφανίστηκε ένας αριθμός που δεν ήξερε κανείς μας. Το απάντησα χωρίς να μιλή­ σω, ενώ τον κοίταζα ακόμα στα μάτια. «Γιαλ; Γιαλ;» Μια γυναικεία φωνή στα Τλιταν. «Η Μάι είμαι, εί­ σαι... Γιαλ;» «Γεια, δεν είμαι η Γιαλ...»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 285 «Ω, γεια σου, Κιούσιμ...;» αλλά σταμάτησε. «Ποιος είσαι;» Ο Ντατ μου πήρε το τηλέφωνο. «Ναι; Γεια σου, Μάι. Ναι, είναι ένας φίλος μου. Όχι, καλά το κατά­ λαβες. Έπρεπε να δανειστώ το τηλέφωνο της Γιαλ για κάνα δυο μέρες, δοκίμασες να πάρεις στο σπίτι; Εντάξει λοιπόν, τα λέμε.» Η οθόνη σκο­ τείνιασε και μου το έδωσε πίσω. «Αυτός είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο έπρεπε να τα αποφόγουμε όλα αυτά. Θα δεχτείς άπειρα τηλεφω­ νήματα από τις φίλες της που θα σε ρωτάνε αν θέλεις ακόμα να πας σε κάποια θεραπεία προσώπου ή αν είδες την ταινία με τον Τομ Χανκς.» Μετά το δεύτερο και το τρίτο παρόμοιο τηλεφώνημα, δεν ξαφνια­ ζόμασταν όταν χτυπούσε το κινητό. Παρ’όλα αυτά, τα τηλεφωνήματα δεν ήταν και τόσα πολλά, παρά τα λεγάμενα του Ντατ, και κανένα δεν αφορούσε τέτοια θέματα. Φαντάστηκα τη Γιάλγια στο τηλέφωνο του γραφείου της να κάνει αμέτρητα θυμωμένα τηλεφωνήματα κατηγο­ ρώντας το σύζυγό της και το φίλο του για όλη αυτή την αναστάτωση. «Θέλουμε να της φορέσουμε στολή;» Ο Ντατ μίλησε χαμηλόφωνα. «Εσύ θα φοράς τη δική σου, έτσι δεν είναι; Δεν είναι πάντα καλύ­ τερο να κρύβεσαι σε κοινή θέα;» «Θέλεις κι εσυ στολή;» «Δεν είναι καλή ιδέα;» Κούνησε αργά το κεφάλι του. «Θα κάνει κάποια πράγματα πιο εύκολα από μια άποψη... Πιστεύω ότι μπορούμε να περάσουμε από το δικό μου κομμάτι με τα αστυνομικά έγγραφα και τις εντολές μου.» Οι μιλίτσια, πόσο μάλλον οι ανώτεροι ντετέκτιβ, υπερίσχυαν κατά πο­ λύ των συνοριακών φρουρών της Ουλ Κόμα. «Εντάξει.» «Θα αναλάβω εγώ την είσοδο στην Μπεσέλ.» «Η Γιολάντα είναι καλά;» «Ο Άικαμ είναι μαζί της. Δεν μπορώ να πάω πίσω... Ό χι πάλι. Κά­ θε φορά που...» Ακόμα δεν είχαμε καμία υποψία πώς, ή ποιοι, μπορεί να μας παρακολουθούσαν. Ο Ντατ ήταν υπερκινητικός, και μετά την τρίτη ή τέταρτη φορά που ξέσπασε σε κάποιον συνάδελφό του για κάποιο φανταστικό πα­ ράπτωμα, τον πήρα μαζί μου για ένα πρόωρο μεσημεριανό γεύμα.

2 8 6 China Mieville Ή ταν βλοσυρός και δεν μιλούσε, κοιτάζοντας έντονα όποιον περνού­ σε δίπλα μας. «Θα σταματήσεις;» είπα. «Θα είμαι τόσο αναθεματισμένα χαρούμενος όταν φύγεις» είπε. Το τηλέφωνο της Γιάλγια χτύπησε και το κράτησα στο αυτί μου χωρίς να μιλήσω. «Μπόρλου;» Χτύπησα με τα δάχτυλά μου το τραπέζι για να τραβή­ ξω την προσοχή του Ντατ και έδειξα το τηλέφωνο. «Μποντέν, που είσαι;» «Προστατεύω τον εαυτό μου, Μπόρλου.» Μου μίλαγε στα Μπες. «Δεν ακούγεσαι σαν να αισθάνεσαι ασφαλής.» «Όχι βέβαια. Δεν είμαι ασφαλής. Είμαι; Το ερώτημα είναι πόσο πολύ έχω μπλέξει.» Η φωνή του ακουγόταν πολύ σφιγμένη. «Μπορώ να σε βγάλω έξω.» Μπορούσα; Ο Ντατ αναπήδησε με ένα έντονο τι στο διάολο; «Υπάρχουν τρόποι. Πες μου πού είσαι.» Έβγαλε κάτι σαν γέλιο. «Ναι βέβαια» είπε. «Απλά θα σου πω πού είμαι.» «Προτείνεις κάτι άλλο; Δεν μπορείς να ζήσεις για πάντα κρυμμέ­ νος. Βγες από την Ουλ Κόμα και ίσως να μπορέσω να κάνω κάτι. Η Μπεσέλ είναι το λημέρι μου.» «Ούτε καν ξέρεις τι συμβαίνει...» «Έχεις μια ευκαιρία.» «Θα με βοηθήσεις όπως βοήθησες και τη Γιολάντα;» «Δεν είναι χαζή» είπα. «Με αφήνει να βοηθήσω.» «Τι; Τ τ[βρήκες; Τι...» «Ό,τι είπα σε σένα το είπα και σε κείνη. Δεν μπορώ να βοηθήσω κανέναν σας εδώ. Ίσως μπορέσω να σας βοηθήσω στην Μπεσέλ. Ό ,τι κι αν είναι αυτό που συμβαίνει, όποιος κι αν είναι αυτός που σας κυ­ νηγάει...» Προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν τον άφησα. «Ξέρω αν­ θρώπους εκεί. Εδώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Πού είσαι;» «...Πουθενά. Δεν έχει σημασία. Θα... Πού είσαι εσύ; Δεν θέλω να-» «Έκανες καλά που έμεινες κρυμμένος τόσο καιρό. Αλλά δεν μπο­ ρείς να το κάνεις για πάντα.»

Ή ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 287 «Όχι. Ό χι. Θα σε βρω. Θα... περάσετε τώρα;» Ασυναίσθητα κοίταξα γύρω μου και χαμήλωσα ξανά τη φωνή μου. «Σύντομα.» «Πότε;» «Σύντομα. Θα σου πω όταν ξέρω. Πώς θα επικοινωνήσω μαζί σου;» «Δεν θα επικοινωνήσεις μαζί μου, Μπόρλου. Θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σου. Κράτα αυτό το τηλέφωνο.» «Κι αν πάρεις αργά;» «Θα σε παίρνω κάθε δυο ώρες. Πολύ φοβάμαι ότι θα σε ενοχλήσω πολύ.» Το έκλεισε. Κοίταξα το τηλέφωνο της Γιάλγια και μετά από λίγο έστρεψα το βλέμμα μου στον Ντατ. «Ξέρεις πόσο πολύ μου τη δίνει να μην ξέρω πού μπορώ να στρα­ φώ;» ψιθύρισε ο Ντατ. «Ποιον μπορώ να εμπιστευτώ;» Ανακάτεψε κάτι χαρτιά. «Τι πρέπει να πω και σε ποιον;» «Ξέρω.» «Τι συμβαίνει;» είπε. «Θέλει κι αυτός να βγει έξω;» «Ναι, θέλει. Φοβάται. Δεν μας εμπιστεύεται.» «Δεν μου φαίνεται καθόλου παράξενο.» «Ούτε εμένα.» «Δεν έχω έγγραφα γι’ αυτόν.» Συνάντησα το βλέμμα του και περί- μενα. «Χριστέ μου, Μπόρλου, σκοπεύεις να...» ψιθύρισε οργισμένα. «Εντάξει, εντάξει, θα δω τι μπορώ να κάνω.» «Πες μου εμένα τι να κάνω» του είπα, χωρίς να τραβήξω το βλέμμα μου «σε ποιον να τηλεφωνήσω, πώς να διευκολύνω την κατάσταση, και μπορείς να μου ρίξεις όλο το φταίξιμο. Ρίξε όλη την ευθύνη σε μένα, Ντατ. Σε παρακαλώ. Αλλά φέρε μια επιπλέον στολή σε περίπτωση που έρθει.» Τον έβλεπα, τον κακομοίρη, να υποφέρει. Ή ταν μετά τις 7 μ.μ. εκείνο το βράδυ όταν η Κόργουι μου τηλεφώ­ νησε. «Είμαστε έτοιμοι» είπε. «Έχω τα χαρτιά.» «Κόργουι, σου το χρωστάω, σου το χρωστάω.» «Αφεντικό, νομίζεις ότι δεν το ξέρω αυτό; Είσαι εσύ, ο δικός σου ο Ντατ και η, χμ, “συνάδελφός” του, σωστά; Θα περιμένω.»

2 8 8 China Mieville «Φέρε μαζί την ταυτότητά σου και να είσαι έτοιμη να βοηθήσεις με το Αλλοδαπών. Ποιος άλλος; Ποιος άλλος ξέρει;» «Κανείς. Αναλαμβάνω πάλι λοιπόν καθήκοντα οδηγού σου. Τι ώρα;» Το ερώτημα ήταν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να γίνεις αόρα­ τος; Πρέπει να υπάρχει ένα διάγραμμα, μια προσεκτικά σχεδιασμένη καμπύλη. Περνάει κάποιος περισσότερο απαρατήρητος όταν δεν υπάρχουν άλλοι εκεί ή όταν είναι ένας από τους πολλούς; «Όχι πολύ αργά. Ό χ ι στις δυο το πρωί για παράδειγμα.» «Χαίρομαι που το ακούω.» «Θα ήμασταν οι μόνοι που θα περνούσαν. Αλλά ούτε και μέρα με­ σημέρι. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος κάποιος να μας αναγνωρίσει ή κάτι τέτοιο.» Με το σκοτάδι. «Οκτώ» είπα. «Αύριο το απόγευμα.» Ή ταν χειμώνας και νύχτωνε νωρίς. Και πάλι θα είχε πολύ κόσμο, αλλά στα αμυδρά απογευματινά χρώματα θα είναι όλοι νωθροί. Εύ­ κολο να περάσουμε απαρατήρητοι. ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ ΟΛΑ ΩΣ ΔΙΑ ΜΑΓΕΙΑΣ. Υπήρχαν δουλειές που έπρεπε να κάνουμε και τις κάναμε. Έπρεπε να ολοκληρώσουμε αναφορές προ­ όδου και να επικοινωνήσουμε με οικογένειες. Παρακολουθούσα, και με περιστασιακές προτάσεις που έκανα πάνω από τον ώμο του, βοή­ θησα τον Ντατ να συντάξει ένα γράμμα που να λέει με ευγένεια και λύπη απολύτως τίποτα στον κύριο και την κυρία Γκίαρι, οι οποίοι πλέον είχαν να κάνουν με τη μιλίτσια της Ουλ Κόμα. Δεν μου έδινε καμία αίσθηση δύναμης το να είμαι παρών σαν φάντασμα σε εκείνο το γράμμα, γνωρίζοντάς τους, βλέποντάς τους μέσα από τις λέξεις οι οποίες θα είναι σαν γυαλί μονής όψης, ώστε να μην μπορούν να κοι­ τάξουν ανάποδα και να αναγνωρίσουν εμένα, ως έναν από τους συγ­ γραφείς. Είπα στον Ντατ ένα μέρος -δεν ήξερα τη διεύθυνση, έπρεπε να περιγράφω τη γενικότερη τοπογραφία της περιοχής, το οποίο ανα­ γνώρισε-, ένα τμήμα από ένα πάρκο που βρισκόταν πολύ κοντά στο μέρος που κρυβόταν η Γιολάντα, για να με συναντήσει στο τέλος της

H ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 289 ερχόμενης με'ρας. «Αν ρωτήσει κανείς, πες του ότι δουλεύω από το ξενοδοχείο. Πες τους για όλο εκείνο το γελοίο χαρτομάνι που μας αναγκάζουν να συμπληρώνουμε στην Μπεσέλ και με κρατάει απα­ σχολημένο.» «Είναι το μοναδικό θέμα για το οποίο συζητάμε, Τίαντ.» Ο Ντατ δεν μπορούσε να σταθεί σε ένα μέρος, ήταν τόσο αγχωμένος, τόσο ανήσυχος για την έλλειψη εμπιστοσύνης σε οτιδήποτε, τόσο προβλη­ ματισμένος. Δεν ήξερε προς τα που να στραφεί. «Είτε ρίξω την ευθύνη σε σένα είτε όχι, βλέπω να περνάω την υπόλοιπη αναθεματισμένη καριέρα μου κάνοντας τον τροχονόμο σε κάποιο σχολείο.» Είχαμε συμφωνήσει ότι ήταν αρκετά πιθανό να μην ξανακούσουμε νέα από τον Μποντέν, αλλά μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα στο κινητό της καημένης της Γιάλγια. Ή μουν σίγου­ ρος ότι ήταν ο Μποντέν, παρόλο που δεν είπε τίποτα. Τηλεφώνησε ξανά λίγο πριν τις επτά το επόμενο πρωί. «Δεν ακούγεσαι καλά, διδάκτωρ.» «Πώς είναι τα πράγματα;» «Τι θέλεις να κάνεις;» «Θα περάσετε; Η Γιολάντα είναι μαζί σου; Θα έρθει;» «Έχεις μια ευκαιρία, διδάκτωρ.» Έγραφα βιαστικά ώρες στο ση­ μειωματάριό μου. «Αν δεν σκοπεύεις να με αφήσεις να έρθω να σε πάρω. Αν θέλεις να φύγεις, να είσαι έξω από την κεντρική πύλη κυ­ κλοφορίας του Μεγάρου Ζεύξης στις 7 μ.μ.» Το έκλεισα. Προσπάθησα να κρατήσω σημειώσεις, σχέδια στο χαρτί, αλλά δεν μπορούσα. Ο Μποντέν δεν με ξαναπήρε. Είχα το τηλέφωνο στο τραπέζι ή στο χέρι μου κατά τη διάρκεια του πρώι­ μου πρωινού μου. Δεν δήλωσα αναχώρηση από το ξενοδοχείο - δεν θα πρόδιδα τις κινήσεις μου. Έ ψαξα τα ρούχα μου για οτιδήποτε που δεν θα ήθελα να αφήσω, αλλά δεν υπήρχε κάτι. Πήρα την παράνομη έκδοση του Ανάρεσα στην Πόλη και την Πόλη, κι αυτό ήταν όλο. Μου πήρε σχεδόν ολόκληρη τη μέρα για να φτάσω στην κρυψώνα της Γιολάντα και του Άικαμ. Η τελευταία μου μέρα στην Ουλ Κόμα.

2 9 0 China Mievillh Άλλαξα διάφορα ταξί μέχρι να φτάσω στο τέλος της πόλης. «Πόσο καιρό θα κάτσεις;» με ρώτησε ο τελευταίος οδηγός. «Κάνα δυο βδομάδες.» «Θα σου αρέσει εδώ» είπε με ενθουσιώδη τόνο σε Ίλιταν για αρχά­ ριους. «Η καλύτερη πόλη του κόσμου.» Ή ταν Κούρδος. «Δείξε μου τότε τα αγαπημένα σου μέρη στην πόλη. Δεν συναντάς δυσκολίες;» είπα. «Δεν καλωσορίζουν όλοι τους ξένους, άκουσα...» Έκανε έναν ήχο αποδοκιμασίας. «Ηλίθιοι υπάρχουν παντού, αλλά είναι η καλύτερη πόλη.» «Πόσο καιρό είσαι εδώ;» «Τέσσερα χρόνια και κάτι. Ή μουν έναν χρόνο σε καταυλισμό...» «Καταυλισμό προσφύγων;» «Ναι, στον καταυλισμό, και τρία χρόνια σπούδαζα για να πάρω την υπηκοότητα της Ουλ Κόμα. Μαθαίνεις να μιλάς τα Ίλιταν και μαθαί­ νεις, ξέρεις, να μην, ξέρεις, να μη βλέπεις το άλλο μέρος, για να μην κάνεις παραβίαση.» «Σκέφτηκες ποτέ να πας στην Μπεσέλ;» Ξεφύσηξε πάλι. «Τι υπάρχει στην Μπεσέλ; Η Ουλ Κόμα είναι το καλύτερο μέρος.» Πρώτα με πήγε από το θερμοκήπιο με τις ορχιδέες και το στάδιο Ζίνσις Καν, μια τουριστική διαδρομή που προφανώς είχε ξανακάνει, κι όταν τον ενθάρρυνα να συμπεριλάβει κι άλλες προσωπικές του προτιμήσεις άρχισε να μου δείχνει τους κοινοτικούς κήπους, όπου δίπλα από τους γηγενείς της Ουλ Κόμα έπαιζαν σκάκι άνθρωποι από το Κουρδιστάν, το Πακιστάν, τη Σομαλία και τη Σιέρα Λεόνε, οι οποί­ οι είχαν καταφέρει να περάσουν τους αυστηρούς κανόνες εισόδου στη χώρα. Οι διάφορες κοινότητες αντιμετώπιζαν η μια την άλλη με μια κόσμια διστακτικότητα. Σε ένα σταυροδρόμι από κανάλια, ο οδηγός, προσέχοντας μην πει τίποτε αναμφίβολα παράνομο, μου έδειξε το σημείο όπου πλοιάρια από τις δύο πόλεις -σκάφη αναψυχής από την Ουλ Κόμα, μερικά μεταγωγικά σκάφη που δεν βλέπαμε από την Μπε­ σέλ- μπερδεύονταν μεταξύ τους. «Βλέπεις;» είπε.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 291 Ένας άντρας από την απέναντι μεριά ενός κοντινού καναλιού, μι- σοκρυμμένος ανάμεσα σε ανθρώπους και μικρά δέντρα, κοιτούσε κατευθείαν εμάς. Συνάντησα το βλέμμα του -προς στιγμήν δεν ήμουν σίγουρος, αλλά μετά αποφάσισα ότι πρέπει να βρισκόταν στην Ουλ Κόμα, επομένως δεν ήταν παραβίαση- μέχρι που έστρεψε το κεφάλι του άλλου. Προσπάθησα να δω που πήγε, αλλά είχε χαθεί. Ό ταν άρχισα να επιλέγω ανάμεσα στα διάφορα αξιοθέατα που πρότεινε ο οδηγός, φρόντισα η τελική διαδρομή να διασχίζει όλη την πόλη. Κοιτούσα από τους καθρέφτες καθώς εκείνος οδηγούσε, κατα­ χαρούμενος από τα χρήματα που θα κέρδιζε. Αν μας ακολουθούσαν ακόμα, θα σήμαινε ότι ήταν πολύ έμπειροι και προσεκτικοί κατάσκο­ ποι. Μετά από τρεις ώρες περιήγησης, τον πλήρωσα ένα εξωφρενικό ποσό, σε ένα συνάλλαγμα πολύ πιο σκληρό από εκείνο με το οποίο πληρωνόμουν, και τον έβαλα να με αφήσει σε κάτι στενάκια γεμάτα με τύπους που πουλούσαν πειρατικό λογισμικό δίπλα από καταστή­ ματα φτηνών μεταχειρισμένων ειδών, κοντά στη γωνία του συγκροτή­ ματος όπου κρύβονταν η Γιολάντα και ο Άικαμ. Στην αρχή σκέφτηκα ότι είχαν φύγει και έκλεισα τα μάτια μου, αλλά εξακολούθησα να επαναλαμβάνω ψιθυριστά κοντά στην πόρτα: «Εγώ είμαι, ο Μπόρλου, εγώ είμαι» μέχρι που τελικά η πόρτα άνοιξε και ο Άικαμ με συνοδέυσε μέσα. «Ετοιμάσου» είπα στη Γιολάντα. Μου φάνηκε βρόμικη, αδυνατι- ομένη και περισσότερο τρομαγμένη από την τελευταία φορά που την είδα. «Πάρε τα χαρτιά σου. Να είσαι έτοιμη να συμφωνήσεις με οτι­ δήποτε πούμε εγώ ή οι συνεργάτες μου σε οποιονδήποτε στα σύνορα. Και κάνε τον αγαπητικό σου να συνηθίσει στην ιδέα ότι δεν θα έρθει μαζί μας, γιατί δεν θέλουμε να δημιουργηθεί κάποια σκηνή στο Μέ­ γαρο Ζεύξης. Σε παίρνουμε από δω.» ΤΟΝ ΑΝΑΓΚΑΣΕ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ. Έδειχνε ότι δεν θα έκανε αυτό που του ζητάει, αλλά τελικά τον έπεισε. Δεν πίστευα ότι θα μείνει ήσυχος. Απαιτούσε ξανά και ξανά να μάθει γιατί δεν μπορούσε να έρθει. Του έδειξε πού είχε γραμμένο το τηλέφωνό του και του ορκίστηκε ότι

292 China M ieville θα του τηλεφωνήσει από την Μπεσέλ και από τον Καναδά και ότι θα τον αναζητούσε. Χρειάστηκε να του δώσει πολλές τέτοιες υποσχέσεις μέχρι που στο τέλος στάθηκε κοιτάζοντάς μας δυστυχισμένα, σαν κά­ ποιος που έχει παραμεληθεί, καθώς κλείσαμε την πόρτα πίσω μας και περπατήσαμε γρήγορα μέσα από τις σκιές που σχημάτιζε το φως προς τη γωνία του πάρκου, εκεί που περίμενε ο Ντατ σε ένα αστυνο­ μικό αυτοκίνητο χωρίς διακριτικά. «Γιολάντα.» Της ένευσε από τη θέση του οδηγού. «Κακό σπυρί στον κώλο μου.» Ένευσε και σε μένα. Ξεκινήσαμε. «Τι στο διάολο; Ποιον ακριβώς έχεις εξοργίσει, δεσποινίς Ροντρίγκεζ; Μου ’χεις καταστρέ­ φει τη ζωή και μ’έχεις αναγκάσει να συνεργαστώ με αυτό τον παλαβό ξένο. Υπάρχουν ρούχα πίσω» είπε. «Εννοείται ότι είμαι χωρίς δουλειά τώρα.» Πολύ πιθανό να μην υπερέβαλε καθόλου. Η Γιολάντα τον κοίταξε επίμονα μέχρι που της έριξε και κείνος μια ματιά από τον καθρέφτη και της είπε απότομα: «Για τ’ όνομα, τι νο­ μίζεις, ότι σε παίρνω μάτι;» κι εκείνη στριμώχτηκε στο πίσω κάθισμα και άρχισε να βγάζει τα ρούχα της, αντικαθιστώντας τα με τη στολή της μιλίτσια που της είχε φέρει και που σχεδόν της έκανε. «Δεσποινίς Ροντρίγκεζ, πρόσεχέ με, κάνε ό,τι σου λέω. Υπάρχει μια αποκριάτικη στολή και για τον άλλον μας πιθανό καλεσμένο. Κι αυτό είναι για σένα, Μπόρλου. Ίσως μας γλιτώσει από διάφορα προβλή­ ματα.» Ένα τζάκετ με διπλωμένο το διακριτικό της μιλίτσια. Το ξεδί­ πλωσα για να φαίνεται. «Μακάρι να είχε και βαθμό πάνω. Θα σε είχα υποβιβάσει.» Δεν έκανε άσκοπους κύκλους, ούτε έκανε το λάθος του ένοχα νευ­ ρικού να οδηγεί πιο αργά και πιο προσεκτικά από τα υπόλοιπα αυτο­ κίνητα γύρω μας. Ακολουθήσαμε τους κεντρικούς δρόμους και ανα­ βόσβηνε τα μπροστινά φώτα του στις παραβάσεις των άλλων οδηγών, όπως κάνουν οι οδηγοί στην Ουλ Κόμα, μικρά μηνύματα ενός κώδικα οδικού εκνευρισμού, σαν εχθρικά σήματα μορς - αναβοσβήνω, πετάχτψ κες μπροστά μου, αναβοσβήνω, αποφάσισε επιτέλους. «Πήρε ξανά» είπα ήσυχα στον Ντατ. «Μπορεί να είναι εκεί. Σ’αυτή την περίπτωση...»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 293 «Έλα κακό σπυρί στον κώλο μου, πες το μου ξανά. Σ’ αυτή την περίπτωση θα έρθει μαζί μας, σωστά;» «Πρέπει να φύγει από δω. Έφερες επιπλέον χαρτιά;» Βλαστήμησε και χτύπησε το τιμόνι. «Σκατά, πραγματικά εύχομαι να μπορούσα να βρω έναν τρόπο να πείσω τον εαυτό μου να μην μπλέξει σε όλες αυτές τις μαλακίες. Ελπίζω να μην έρθει. Ελπίζω να τον ιιάρει η γαμημένη Ορσίνι.» Η Γιολάντα τον κοίταξε έντονα. «Θα μιλήσω σ’ όποιον είναι σε υπηρεσία. Να έχεις έτοιμο το πορτοφόλι σου. Στη χειρότερη, θα του δώσω τα δικά μου γαμημένα χαρτιά.» Είδαμε το Μέγαρο Ζεύξης, πάνω από τις ταράτσες και μέσα από καλώδια τηλεφώνων και αεροθαλάμους, πολύ πριν φτάσουμε εκεί. Από τη μεριά που ήρθαμε, από την πίσω μεριά του κτιρίου στην Ουλ Κόμα, περάσαμε αγνοώντας όσο μπορούσαμε την έξοδο στην Μπε- σέλ, τις ουρές των κατοίκων της Μπες και των επισκεπτών από την Ουλ Κόμα που επέστρεφαν, και που στριμώχνονταν με υπομονετικό εκνευρισμό. Τα φώτα ενός αυτοκινήτου της αστυνομίας της Μπες αναβόσβηναν. Ήμασταν υποχρεωμένοι να μη δούμε τίποτα και δεν είδαμε, γνωρίζαμε όμως πολύ καλά ότι σύντομα θα βρισκόμασταν σε κείνη τη μεριά. Οδηγήσαμε γύρω από το τεράστιο κτίριο και βγήκαμε στην είσοδο της λεωφόρου Ουλ Μάιντιν, απέναντι από το Ναό του Μοιραίου Φωτός, εκεί που προχωρούσε η αργοκίνητη ουρά προς την Μπεσέλ. Εκεί πάρκαρε ο Ντατ -κακό παρκάρισμα που δεν το διόρ­ θωσε, λοξά στο ρείθρο του πεζοδρομίου, με τον αλαζονικό τρόπο των μιλίτσια, και τα κλειδιά να κρέμονται σε ετοιμότητα- και βγήκαμε περνώντας ανάμεσα από τα νυχτερινά πλήθη προς το μεγάλο προαύ­ λιο και τα σύνορα του Μεγάρου Ζεύξης. Οι εξωτερικοί φρουροί της μιλίτσια δεν μας ρώτησαν τίποτα, ού­ τε καν μας μίλησαν, καθώς διασχίσαμε τις γραμμές των ανθρώπων και περπατήσαμε στους δρόμους περνώντας ανάμεσα από τα στά­ σιμα αυτοκίνητα, αλλά μας άφησαν να περάσουμε από πόρτες που απαγορευόταν η είσοδος και μας οδήγησαν στο εσωτερικό του Με­ γάρου Ζεύξης, όπου το τεράστιο οικοδόμημα περίμενε να μας κα­ ταβροχθίσει.

294 China M ieville Κοίταζα παντού καθώς πλησιάζαμε. Τα μάτια μας δεν σταματού­ σαν να κινούνται. Περπατούσα πίσω από τη Γιολάντα, η οποία κινού­ νταν αμήχανα λόγω της αμφίεσής της. Ύψωσα το βλέμμα μου πάνω από τους μικροπωλητές που πουλούσαν φαγητό και μικροπράγματα, τους φρουρούς, τους τουρίστες, τους άστεγους άντρες και γυναίκες, τους υπόλοιπους μιλίτσια. Από τις διάφορες εισόδους είχαμε διαλέξει την πιο ανοιχτή, πλατιά και λιγότερο μπερδεμένη, η οποία βρισκόταν κάτω από μια παλιά τούβλινη καμάρα, με ανεμπόδιστη θέα πέρα από τον άδειο ενδιάμεσο χώρο, πάνω από τις μάζες του πλήθους που γέ­ μιζαν τον τεράστιο θάλαμο και στα δύο σημεία ελέγχου - αν και ήταν αισθητά περισσότεροι εκείνοι που από τη μεριά της Μπεσέλ ήθελαν να εισέλθουν στην Ουλ Κόμα. Από αυτή τη θέση, από αυτή την πλεονεκτική οπτική γωνία, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό δεν χρειαζόταν να αγνοούμε τη γείτονα πόλη. Μπορούσαμε να κοιτάμε κατά μήκος του δρόμου που συνέδεε την Ουλ Κόμα μαζί της, πέρα από τα σύνορα, το χώρο της ουδέτερης ζώνης και τα επόμενα σύνορα, κατευθείαν στην ίδια την Μπεσέλ. Ευθεία μπροστά. Μπλε φώτα μάς περίμεναν. Έ νας μώλω­ πας της Μπες μόλις που ήταν ορατός πέρα από τη χαμηλωμένη μπά­ ρα που διαχώριζε τις πολιτείες, τα φώτα που είχαμε δει λίγο νωρίτερα να αναβοσβήνουν. Καθώς περάσαμε τα εξώτερα τμήματα της αρχιτε­ κτονικής του Μεγάρου Ζεύξης, είδα στην άλλη άκρη του μεγάρου μια φιγούρα με τη στολή της ηολισζάι να στέκεται στην υψωμένη πλατφόρ­ μα από την οποία οι φρουροί της Μπες παρακολουθούσαν το πλήθος. Μια γυναίκα - ήταν ακόμα πολύ μακριά, στις πύλες που βρίσκονταν στη μεριά της Μπεσέλ. «Κόργουι.» Δεν κατάλαβα ότι είπα τ’όνομά της δυνατά μέχρι που ο Ντατ μου είπε: «Αυτή είναι;» Ήμουν έτοιμος να του πω ότι είναι πολύ μακριά για να είμαι σίγουρος, αλλά μου είπε: «Για περίμενε λίγο.» Κοιτούσε πίσω, προς την κατεύθυνση από την οποία είχαμε έρθει. Στεκόμασταν κάπως ξεχωριστά από τους περισσότερους από εκεί­ νους που πήγαιναν στην Μπεσέλ, ανάμεσα σε σειρές από φιλόδοξους ταξιδιώτες και πάνω στην άκρη ενός πεζοδρομίου στον οποίο τα οχή­

Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 295 ματα προχωρούσαν αργά. Ο Ντατ είχε δίκιο, κάτι δεν πήγαινε καλά με έναν από τους άντρες πίσω μας. Δεν ήταν η εμφάνισή του που τον έκανε να ξεχωρίζει: λόγω κρυου, ήταν τυλιγμένος με έναν μονοκόμ­ ματο μανδύα από αυτους που φοράνε στην Ουλ Κόμα. Ερχόταν όμως προς το μέρος μας διασχίζοντας κάπως διαγώνια τις γραμμές των υπόλοιπων πεζών και έβλεπα πίσω του δυσαρεστημένες φάτσες. Προ­ χωρούσε σπρώχνοντας και κατευθυνόταν προς το μέρος μας. Η Γιο- λάντα είδε που κοιτάζαμε και κλαψούρισε. «Πάμε» είπε ο Ντατ, έβαλε το χέρι του στην πλάτη της και την έκανε να περπατήσει γρηγορότερα προς την είσοδο του τούνελ. Βλέ­ ποντας όμως πως η φιγούρα πίσω μας προσπαθούσε όσο του επέτρε­ πε το πλήθος γύρω του να επιταχύνει, να ξεπεράσει τη δική μας ταχύ­ τητα και να μας πλησιάσει, γύρισα ξαφνικά και άρχισα να προχωράω προς το μέρος του. «Πάρ’ την από δω» είπα στον Ντατ πίσω μου, χωρίς να κοιτάζω. «Πήγαινέ την στα σύνορα. Γιολάντα, πήγαινε σε κείνη τη γυναίκα της ηολισζάι.» Επιτάχυνα το βήμα μου. «Φύγετε.» «Περίμενε» μου είπε η Γιολάντα, αλλά άκουσα τον Ντατ να της λέει να προχωρήσουν. Ή μουν επικεντρωμένος στον άντρα που πλησίαζε. Δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί ότι πήγαινα προς το μέρος του· δίστα­ σε και έβαλε το χέρι του μέσα στο παλτό του, άπλωσα κι εγώ το χέρι μου στο πλευρό μου, αλλά θυμήθηκα ότι δεν είχα όπλο σε αυτή την πόλη. Ο άντρας πισωπάτησε ένα ή δυο βήματα. Σήκωσε τα χέρια του και ξετύλιξε το κασκόλ του. Φώναξε τ’ όνομά μου. Ή ταν ο Μποντέν. Τράβηξε κάτι, ένα πιστόλι που έτρεμε μέσα στην παλάμη του, σαν το κράτημα και μόνο να του προκαλουσε αλλεργία. Βουτηξα πάνω του και άκουσα ένα δυνατό σφύριγμα πίσω μου. Άλλο ένα σφύριγμα από πίσω μου και κραυγές. Ο Ντατ έβγαλε μια κραυγή και φώναξε τ’ όνομά μου. Ο Μποντέν κοιτούσε πάνω από τον ώμο μου. Κοίταξα πίσω μου. Ο Ντατ ήταν γονατισμένος ανάμεσα σε αυτοκίνητα μερικά μέτρα πιο πέρα. Ή ταν κουλουριασμένος και μούγκριζε. Οι οδηγοί είχαν σκύψει μέσα στα σχήματά τους. Οι κραυγές τους εξαπλώνονταν στις ουρές

2 9 6 ChinaMieville των πεζών ταξιδιωτών στην Μπεσέλ και την Ουλ Κόμα. Ο Ντατ έσκυ­ ψε πάνω στη Γιολάντα που κείτονταν άψυχα στο έδαφος. Δεν μπορού­ σα να τη δω καθαρά, αλλά είχε αίματα παντού στο πρόσωπό της. Ο Ντατ κρατούσε σφιχτά τον ώμο του. «Χτυπήθηκα!» φώναξε. «Η Γιολάντα είναι... Χριστέ μου, Τίαντ, την πυροβόλησαν, την πέτυχαν...» Μια αναταραχή άρχισε να δημιουργείται στο βάθος της αίθουσας. Πέρα από τα αυτοκίνητα που κινούνταν αργά, είδα στην άλλη άκρη της τεράστιας αίθουσας μια αναταραχή στο πλήθος που βρισκόταν στην Μπεσέλ, κινήσεις πανικόβλητων ζώων. Άνθρωποι διασκορπίζο­ νταν μακριά από μια φιγούρα, που στηρίζονταν σε κάτι, όχι, σήκωνε κάτι στα δυο της χέρια. Σημάδευε. Με ένα τυφέκιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ Αλλος ένας α π ο εκ είν ο υ ς τ ο υ ς ξ α φ ν ικ ο ύ ς σ φ υ ριχ το ύ ς ή χ ο υ ς, που μετά βίας ακούστηκε πάνω από τα αυξανόμενα ουρλιαχτά κατά μήκος του τούνελ. Έ νας πυροβολισμός, που έσβησε ή καταπνίγηκε λόγω της ακουστικής του χώρου, αλλά τη στιγμή που τον άκουσα ήμουν ήδη πάνω στον Μποντέν και τον είχα σπρώξει κάτω, και η εκρηκτική πρόσκρουση της σφαίρας στον τοίχο πίσω του ακούστηκε πιο δυνατά από τον ίδιο τον πυροβολισμό. Θραύσματα από τον τοίχο σκόρπισαν παντού. Ένιωσα τον πανικό στην αναπνοή του Μποντέν, έβαλα το χέρι μου στον καρπό του, τον πίεσα μέχρι που άφησε το όπλο του και τον κράτησα κάτω, εκτός οπτικού πεδίου του σκοπευτή που τον σημάδευε. «Κάτω! Όλοι κάτω!» φώναζα. Τα πλήθη έπεφταν με μια απίστευτη νωθρότητα στα γόνατα, οι φοβισμένες αντιδράσεις και οι κραυγές τους γίνονταν ολοένα και περισσότερο υπερβολικές καθώς συνειδητο­ ποιούσαν τον κίνδυνο. Άλλος ένας ήχος, κι άλλος ένας, το απότομο φρενάρισμα ενός αυτοκινήτου και ένας συναγερμός, άλλος ένας εκρη­ κτικός ήχος καθώς μια σφαίρα χτυπούσε στα τούβλα. Κράτησα τον Μποντέν στην άσφαλτο. «Τίαντ!» Ή ταν ο Ντατ. «Πες μου» του φώναξα. Οι φρουροί ήταν παντού, κρατώντας όπλα, κοιτάζοντας παντού, φωνάζοντας ανόητες και άστοχες διαταγές ο ένας στον άλλο. «Χτυπήθηκα, αλλά είμαι εντάξει» αποκρίθηκε. «Η Γιολάντα χτυ­ πήθηκε στο κεφάλι.»

298 China M ieville Κοίταξα πάνω1οι πυροβολισμοί είχαν σταματήσει. Κοίταξα πιο κάτω, εκεί όπου ο Ντατ κυλιόταν κρατώντας σφιχτά την πληγή του και η Γιολάντα κειτόταν νεκρή. Σηκώθηκα λίγο περισσότερο και είδα μι- λίτσια να πλησιάζουν τον Ντατ και το νεκρό σώμα που φύλαγε, και πολύ μακριά ηολισζάι να τρέχουν προς το μέρος απ’ όπου είχαν έρθει οι πυροβολισμοί. Στην Μπεσέλ οι αστυνομικοί σπρώχνονταν και πα­ ρεμποδίζονταν από το υστερικό πλήθος. Η Κόργουι κοιτούσε προς όλες τις κατευθύνσεις - μπορούσε άραγε να με δει; Φώναζα. Ο σκο­ πευτής έτρεχε. Ο δρόμος του ήταν μπλοκαρισμένος, αλλά χρησιμοποιούσε το τυ­ φέκιό του σαν ρόπαλο, όταν χρειαζόταν, και οι άνθρωποι έφευγαν από το δρόμο του. Θα υπήρχαν διαταγές να κλείσουν την είσοδο, αλλά πόσο γρήγορα θα το έκαναν; Κινούνταν προς ένα τμήμα του πλήθους που δεν τον είχε δει να πυροβολεί, το οποίο τον περιέβαλλε, και ήταν τόσο καλός που σίγουρα θα πετουσε ή θα έκρυβε το όπλο του. «Να πάρει ο διάολος.» Με δυσκολία τον έβλεπα. Κανείς δεν τον σταματούσε. Ή θελε κάποια απόσταση ακόμα μέχρι να βγει έξω. Κοί­ ταξα, προσεκτικά, κάθε χαρακτηριστικό του, τα μαλλιά και τα ρούχα του: κομμένα κοντά, το πάνω μέρος μιας γκρίζας φόρμας με κουκού­ λα, μαύρο παντελόνι. Ό λα χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Είχε πετάξει το όπλο του; Ή ταν μέσα στο πλήθος. Σηκώθηκα όρθιος κρατώντας το όπλο του Μποντέν. Έ να παμπά­ λαιο Ρ38, που όμως ήταν οπλισμένο και καλοδιατηρημένο. Περπά­ τησα προς το σημείο ελέγχου, αλλά δεν υπήρχε κανένας τρόπος να περάσω από κει, από όλο αυτό το χάος, σε καμία περίπτωση, ιδίως τώρα που οι φρουροί και στις δύο πλευρές ήταν αναστατωμένοι και έσπρωχναν με τα όπλα τους τον κόσμο. Ακόμα κι αν η στολή που φορούσα με βοηθούσε να περάσω από τις γραμμές της Ουλ Κόμα, στην Μπες θα με σταματούσαν και ο σκοπευτής ήταν πολύ μακριά για να τον πιάσω. Δίστασα. «Ντατ, κάλεσε στον ασύρματο για βοή­ θεια, πρόσεχε τον Μποντέν» φώναξα, και μετά γύρισα κι έτρεξα προς την αντίθετη κατεύθυνση, έξω στην Ουλ Κόμα, προς το αυτοκίνητο του Ντατ.

Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 299 Ο κόσμος παραμέριζε, με έβλεπαν να έρχομαι με τη στολή της μιλίτσια, έβλεπαν το πιστόλι που κρατούσα και σκόρπιζαν. Οι μιλί- τσια έβλεπαν έναν δικό τους, που αναζητούσε κάτι, και δεν με στα­ ματούσαν. Άνοιξα τα φώτα έκτακτης ανάγκης και έβαλα μπρος τη μηχανή. Έφυγα με μεγάλη ταχύτητα με το αυτοκίνητο να ουρλιάζει, απο- φευγοντας τοπικά και ξένα αυτοκίνητα γύρω από το Μέγαρο Ζεύξης. Η σειρήνα με μπέρδευε, δεν ήμουν συνηθισμένος στις σειρήνες που είχαν στην Ουλ Κόμα, ένα ονον ονον περισσότερο διαπεραστικό από τον ήχο που έβγαζαν οι δικές μας σειρήνες. Ο σκοπευτής πάλευε, θα πρέπει να πάλευε, για να ανοίξει δρόμο μέσα από το γεμάτο τρομαγ­ μένους και μπερδεμένους ταξιδιώτες τούνελ. Τα φώτα και η σειρήνα άνοιγαν τους δρόμους μπροστά μου, επιδεικτικά στην Ουλ Κόμα, ενώ στους τοποταυτισμένους δρόμους της Μπεσέλ ο κόσμος αντιδροΰοε με το συνηθισμένο ανέκφραστο πανικό σε ένα ξένο δράμα. Έστριψα απότομα το τιμόνι και το αυτοκίνητο έκοψε δεξιά, χτυπώντας πάνω στις γραμμές του τραμ της Μπες. Που ήταν η Παράβαση; Όμως, δεν είχε γίνει καμία παραβίαση. Δεν είχε γίνει καμία παραβίασή, παρόλο που μια γυναίκα είχε θρασυ- τατα δολοφονηθεί, διαμέσου ενός συνόρου. Επίθεση, μια δολοφονία και μια απόπειρα δολοφονίας, εκείνες όμως οι σφαίρες είχαν περάσει από το σημείο ελέγχου στο Μέγαρο Ζεύξης, διασχίζοντας τον κόμβο που συνέδεε τις δυο πόλεις. Έ νας στυγερός, πολύπλοκος, άγριος φό­ νος, αλλά με τον προσεκτικό σχεδιασμό που είχε κάνει ο δολοφόνος -είχε τοποθετηθεί ακριβώς στο σημείο που μπορούσε να κοιτάει ανοι­ χτά κατά μήκος των τελευταίων μέτρων της Μπεσέλ πάνω από το φυσικό σύνορο, και μέσα στην Ουλ Κόμα, για να μπορεί να σημαδέ­ ψει με ακρίβεια αυτό το μοναδικό σημείο επικοινωνίας των δυο πόλε­ ων- αυτός ο φόνος είχε διαπραχθεί αν μη τι άλλο με πλεόνασμα προ­ σοχής για τα σύνορα των πόλεων, τη μεμβράνη ανάμεσα στην Ουλ Κόμα και την Μπεσέλ. Δεν υπήρξε παραβίαση, η Παράβαση δεν είχε δύναμη εδώ, και μόνο η αστυνομία της Μπες βρισκόταν τώρα στην ίδια πόλη με το δολοφόνο.

3 0 0 China Mieville Έστριψα ξανά δεξιά. Ή μουν πάλι πίσω εκεί που ήμασταν πριν από μία ώρα, στην οδό Γουέιπεϊ της Ουλ Κόμα, που μοιραζόταν το αλληλοπλεγμένο γεωγραφικό πλάτος και μήκος με την είσοδο της Μπες στο Μέγαρο Ζεύξης. Οδήγησα το αυτοκίνητο όσο κοντά μου επέτρεπε το πλήθος και φρέναρα απότομα. Βγήκα έξω και πήδηξα στην οροφή του - δεν θα πέρναγε πολλή ώρα μέχρι να εμφανιστεί η αστυνομία της Ουλ Κόμα και να ρωτήσει εμένα, τον υποτιθέμενο συ­ νάδελφό τους, τι ακριβώς έκανα, αλλά τώρα είχα πηδήξει στην ορο­ φή. Μετά από δισταγμό ενός δευτερολέπτου, δεν κοίταξα τους κατοί­ κους της Μπες που έβγαιναν από το τούνελ τρέχοντας μακριά από την επίθεση. Αντίθετα κοίταξα ολόγυρα, στην Ουλ Κόμα, και μετά προς την κατεύθυνση του μεγάρου, χωρίς να αλλάξω την έκφρασή μου, χωρίς να προδίδω ότι μπορεί να κοίταζα οπουδήποτε άλλου εκτός από την Ουλ Κόμα. Το κατάφερνα πολύ καλά. Τα φώτα του αστυνο­ μικού αυτοκινήτου που αναβόσβηναν χρωμάτιζαν τα πόδια μου κόκ­ κινα και μπλε. Με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα τι συνέβαινε στην Μπε- σέλ. Πολλοί περισσότεροι ταξιδιώτες προσπαθούσαν ακόμα να εισέλ­ θουν στο Μέγαρο Ζεύξης παρά να το εγκαταλείψουν, αλλά καθώς ο πανικός μέσα απλωνόταν, δημιουργούσε μια επικίνδυνη αντίθετη ροή. Υπήρχε αναταραχή, κόσμος οπισθοχωρούσε, όσοι βρίσκονταν πίσω και δεν ήξεραν τι ήταν αυτό που είχαν δει ή ακούσει, παρεμπό­ διζαν την άτακτη φυγή εκείνων που ήξεραν πολύ καλά. Οι κάτοικοι της Ουλ Κόμα έκαναν πως δεν έβλεπαν την αναταραχή στη μεριά της Μπες, κοίταζαν αλλού και διέσχιζαν το δρόμο για να αποφύγουν το ξένο πρόβλημα. «Βγείτε έξω, βγείτε έξω-» «Αφήστε μας να μπούμε, τι...;» Μέσα στον ορυμαγδό των πανικόβλητων ανθρώπων που προσπα­ θούσαν να φύγουν είδα έναν άντρα να κινείται με μεγάλη βιασύνη. Μου έκανε εντύπωση η προσοχή που έδειχνε να μην τρέχει πολύ γρή­ γορα, να μη φαίνεται πολύ, να σηκώνει το κεφάλι του. Πίστεψα ότι ήταν, μετά ότι δεν ήταν, μετά ότι ήταν, ο σκοπευτής. Προσπαθούσε

Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 301 να περάσει σπρώχνοντας από μια τελευταία οικογένεια που φώναζε και μια χαοτική γραμμή από ηολισζάι της Μπες που προσπαθούσαν να επιβάλει την τάξη χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς ήταν αυτό που έπρε­ πε να κάνουν. Σπρώχνοντας προς τα έξω, ξεμακραίνοντας με το βια­ στικό αλλά προσεκτικό βηματισμό του. Πρέπει να φώναξα κάτι. Γιατί παρά την απόσταση, ο δολοφόνος κοίταξε πίσω. Τον είδα να με βλέπει και αντανακλαστικά να με αγνοεί, λόγω της στολής μου, λόγω του ότι βρισκόμουν στην Ουλ Κόμα, αλλά ακόμα κι αν χαμήλωσε το βλέμμα του, κάτι αναγνώρισε και άρχισε να απομακρύνεται ακόμα γρηγορότερα. Τον είχα ξαναδεί, αλλά δεν μπο­ ρούσα να θυμηθώ που. Κοίταξα γύρω μου με απελπισία, αλλά κανένας από τους ηολισζάι της Μπεσέλ δεν ήξερε ότι έπρεπε να τον ακολουθή­ σει, κι εγώ βρισκόμουν στην Ουλ Κόμα. Πήδηξα από την οροφή του αυτοκινήτου και άρχισα να περπατάω γρήγορα πίσω από το δολοφόνο. Τους κατοίκους της Ουλ Κόμα τους έσπρωχνα από το δρόμο μου. Οι κάτοικοι της Μπες προσπαθούσαν να με αγνοούν αλλά έπρεπε να κάνουν βιαστικά στην άκρη για να βγουν από το δρόμο μου. Έβλεπα τις παραξενεμένες τους εκφράσεις. Περπατούσα γρηγορότερα από το δολοφόνο. Δεν είχα τα μάτια μου πάνω του, αλλά σε κάποιο ση­ μείο της Ουλ Κόμα που μου επέτρεπε να τον έχω στο οπτικό μου πεδίο. Τον ακολουθούσα χωρίς να εστιάζω πάνω του, δεν παραβίαζα. Διέσχισα την πλατεία και πέρασα κοντά από δύο μιλίτσια της Ουλ Κόμα, οι οποίοι με ρώτησαν παραξενεμένα κάτι το οποίο αγνόησα. Ο άντρας πρέπει να άκουσε τον ήχο των βημάτων μου. Ή μουν μερικές δεκάδες μέτρα μακριά όταν εκείνος γύρισε. Τα μάτια του άνοιξαν με κατάπληξη όταν με κοίταξε, κάτι που, παραμένοντας προ­ σεκτικός, δεν έκανε για πολύ. Με κατέγραψε στο μυαλό του. Κοίταξε πίσω στην Μπεσέλ και επιτάχυνε το βήμα του, πλησιάζοντας διαγώ­ νια προς την Έ ρμαν Στρας, έναν κεντρικό δρόμο, πίσω από ένα τραμ της περιοχής Κόλιουμπ. Στην Ουλ Κόμα ο δρόμος στον οποίο βρισκό­ μασταν ήταν η οδός Σακ Ουμίρ. Επιτάχυνα κι εγώ. Κοίταξε πίσω ξανά και συνέχισε πιο γρήγορα, τρέχοντας ελαφρά μέσα στον κόσμο της Μπες, κοιτώντας γρήγορα δεξιά και αριστερά,

3 0 2 ChinaMieville μέσα στις καφετερίες που φωτίζονταν από χρωματιστά κεριά, μέσα στα βιβλιοπωλεία της Μπεσέλ - στην Ουλ Κόμα αυτά τα δρομάκια ήταν πιο ήσυχα. Έ πρεπε να είχε μπει σε κάποιο μαγαζί. Ίσω ς δεν το έκανε επειδή θα είχε να αντιμετωπίσει αλληλοπλεγμένα πλήθη και στα δυο πεζοδρόμια, ίσως το σώμα του να αντιδρουσε στα αδιέξοδα, σιους κλειστούς χώρους, όταν καταδιωκόταν. Άρχισε να τρέχει. Ο δολοφόνος έτρεξε προς τα αριστερά, σε ένα μικρότερο δρομάκι, κι εγώ συνέχισα να τον ακολουθώ. Ή ταν γρήγορος. Ή ταν πιο γρήγο­ ρος από μένα τώρα. Έτρεχε σαν στρατιώτης. Η απόσταση μεταξύ μας μεγάλωνε. Οι μικροπωλητές και οι περαστικοί της Μπες κοίταζαν το δολοφόνο. Ό σοι βρίσκονταν στην Ουλ Κόμα κοίταζαν εμένα. Το θή­ ραμά μου πήδηξε πάνω από έναν κάδο που του έκλεινε το δρόμο με μεγαλύτερη άνεση απ’ό,τι θα τα κατάφερνα εγώ. Ή ξερα που πήγαινε. Οι Παλιές Πόλεις της Μπεσέλ και της Ουλ Κόμα είναι έντονα αλληλο- πλεγμένες. Φτάνοντας στα όριά τους αρχίζουν οι διαχωρισμοί σε ξένες και αποκλειστικές περιοχές. Αυτό δεν ήταν, δεν θα μπορούσε να είναι, μια καταδίωξη. Ή ταν απλά δυο άνθρωποι που έτρεχαν. Τρέχαμε, εκείνος στην πόλη του, εγώ πίσω του, γεμάτος οργή, στη δική μου. Έβγαλα μια κραυγή. Μια ηλικιωμένη γυναίκα γύρισε και με κοί­ ταξε. Δεν τον κοίταζα, εξακολουθούσα να μην τον κοιτάζω, αλλά κοί­ ταζα διακαώς, νόμιμα, την Ουλ Κόμα, τα φώτα της, τα γκράφιτι, τους πεζούς, πάντα την Ουλ Κόμα. Στεκόταν δίπλα από έναν σιδερένιο φράχτη που ήταν φτιαγμένος με τον παραδοσιακό τρόπο της Μπες. Ή ταν πολύ μακριά. Βρισκόταν σε έναν αποκλειστικό δρόμο, έναν δρόμο που υπήρχε μόνο στην Μπεσέλ. Σταμάτησε για να κοιτάξει προς την κατεύθυνσή μου καθώς εγώ προσπαθούσα να πάρω ανάσα. Σε αυτό το χιλιοστό του χρόνου, πολύ μικρό για να κατηγορηθεί ότι διέπραξε έγκλημα, αλλά σίγουρα εσκεμμένα, με κοίταξε ολοφάνερα. Τον ήξερα, αλλά δεν θυμόμουν από που. Με κοίταξε από το κατώφλι εκείνης της αποκλειστικά ξένης γεωγραφίας και σχημάτισε ένα μικρό θριαμβευτικό χαμόγελο. Προχώρησε προς ένα μέρος στο οποίο δεν μπορούσε να πάει κανείς από την Ουλ Κόμα. Σήκωσα το πιστόλι και τον πυροβόλησα.

Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 303 ΤΟΝ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΑ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ. Μπορούσα να δω την έκπληξή του καθώς έπεφτε. Ουρλιαχτά από παντού, πρώτα λόγω του πυροβολι­ σμού, μετά λόγω του νεκρού σώματος και του αίματος, και σχεδόν ταυτόχρονα από όλους τους ανθρώπους που είχαν δει λόγω του τρο­ μερού παραπτώματος. «Παράβαση.» «Παράβαση.» Νόμιζα ότι ήταν οι σοκαρισμένες δηλώσεις εκείνων που ήταν αυ- τόπτες μάρτυρες στο έγκλημα. Ό μως ξαφνικά αναδύθηκαν ασαφείς φιγούρες από κει που δευτερόλεπτα πριν δεν υπήρχε καμία ιδιαίτερη κίνηση, παρά μόνο οι άσκοποι και μπερδεμένοι ψίθυροι των περαστι­ κών. Εκείνοι που εμφανίστηκαν ξαφνικά, με πρόσωπα τόσο ανέκφρα­ στα, που δεν θύμιζαν σε τίποτα πρόσωπα, ήταν εκείνοι που έλεγαν τη λέξη. Ή ταν μια δήλωση που περιέγραφε ταυτόχρονα το είδος του εγκλήματος και την ταυτότητά τους. «Παράβαση.» Κάτι με μοχθηρά χαρακτηριστικά με άρπαξε με τρό­ πο που δεν θα μπορούσα να ελευθερωθώ, αν το προσπαθούσα. Είδα σκοτεινές φιγούρες να κινούνται γύρω από το σώμα του δολοφόνου που είχα σκοτώσει. Μια φωνή κοντά στο αυτί μου. «Παράβαση.» Μια δύναμη με έσπρωχνε χωρίς προσπάθεια μακριά από τον τόπο μου, με μεγάλη ταχύτητα, πέρα από τα κεριά της Μπεσέλ και το νέον της Ουλ Κόμα, σε κατευθύνσεις που δεν είχαν λογική σε καμία από τις δύο πόλεις. «Παράβαση» και κάτι με άγγιξε και με τον ήχο αυτής της λέξης βυθίστηκα στο σκοτάδι, στο λήθαργο και την ανυπαρξία.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΒΑΣΗ


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook