Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore CHINA MIEVILLE - Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

CHINA MIEVILLE - Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

Published by elen maglara, 2020-04-13 08:19:03

Description: CHINA MIEVILLE - Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

Search

Read the Text Version

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 205 κιο, αν εκείνος ο τοίχος ήταν πια ξένος για μένα, αποκλειστικός στην Μπεσέλ, ή αλληλοπλεγμένος και αποτελούσε έναν χώρο προβολής πληροφοριών από διαφορετικές πόλεις. Κάτοικοι της Ουλ Κόμα ανέβαιναν από το σταθμό, πρόβαλλαν στο δρόμο, τους κοβόταν η αναπνοή από την ξαφνική αλλαγή θερμοκρασίας και ζάρωναν μέσα στα φλις μπουφάν τους. Στην Μπεσέλ -αν και προ­ σπαθούσα να αγνοώ τους πολίτες της Μπες που έβγαιναν από το συγκοι­ νωνιακό σταθμό Γιαν-τζίλους, ο οποίος κατά τύχη βρισκόταν μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από τον υπόγειο σταθμό της Ουλ Κόμα- ήξερα ότι οι άνθρωποι θα φορούσαν γούνες. Ανάμεσα στα πρόσωπα της Ουλ Κόμα διέκρινα ανθρώπους που τους έκανα για Ασιάτες, Άραβες, ακόμα και μερικούς για Αφρικανούς. Πολλοί περισσότεροι απ’ό,τι στην Μπεσέλ. «Έχετε τις πόρτες σας ορθάνοιχτες;» «Όχι» είπε ο Ντατ. «Η Ουλ Κόμα χρειάζεται ανθρώπους, όμως όλοι αυτοί που βλέπεις είναι προσεκτικά επιλεγμένοι, έχουν περάσει τις εξετάσεις και ξέρουν πώς λειτουργούν τα πράγματα. Κάποιοι κά­ νουν και παιδιά. Τα αραπάκια της Ουλ Κόμα!» Γέλασε με ευχαρίστη­ ση. «Έχουμε περισσότερους απ’ ό,τι εσείς, αλλά όχι γιατί είμαστε πιο χαλαροί.» Είχε δίκιο. Ποιος θα ήθελε να πάει στην Μπεσέλ; «Και όσοι δεν τα καταφέρνουν;» «Ω, έχουμε κι εμείς τους καταυλισμούς μας, όπως κι εσείς, εδώ και κει, γύρω από τα προάστια. Ο ΟΗΕ δεν είναι ευχαριστημένος, ούτε η Διεθνής Αμνηστία. Σας κάνουν και εσάς τη ζωή δύσκολη για τις συν­ θήκες διαβίωσης; Θέλεις τσιγάρα;» Ένα περίπτερο τσιγάρων βρισκό­ ταν μόλις λίγα μέτρα από την είσοδο του μαγαζιού. Δεν είχα συνειδη­ τοποιήσει ότι το κοίταζα. «Η αλήθεια είναι πως όχι. Αλλά, ναι, θέλω. Περιέργεια. Δεν νομίζω να έχω καπνίσει ποτέ τσιγάρα της Ουλ Κόμα.» «Περίμενε.» «Όχι, μη σηκώνεσαι. Δεν καπνίζω πια, το έχω κόψει.» «Έλα τώρα, δες το σαν εθνογραφία, δεν βρίσκεσαι στη χώρα σου... Με συγχωρείς, θα σταματήσω. Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που φέρο­ νται έτσι.»

2 0 6 China M ieville «Δηλαδή;» «Να δελεάζουν αυτους που το ’χουν κόψει. Και να φανταστείς δεν είμαι καν καπνιστής.» Γέλασε και ήπιε μια γουλιά. «Τότε θα ήταν κάποια αρρωστημένη δυσαρέσκεια από μέρους μου που κατάφερες να το κόψεις. Θα πρέπει να σε αντιπαθώ πολύ. Τέτοιος μοχθηρός μπάσταρδος που είμαι.» Γέλασε. «Κοίτα, με συγχωρείς που, ξέρεις, πεταγόμουν έτσι στις συζητήσεις...» «Απλά πιστεύω πως χρειαζόμαστε κάποιο πρωτόκολλο. Δεν θέλω να νομίζεις...» «Το εκτιμώ αυτό.» «Ωραία, όλα καλά. Τι θα έλεγες να αναλάβω εγώ την επόμενη;» είπε. Κοίταξα την Ουλ Κόμα. Είχε πολλή συννεφιά για να κάνει τόσο κρύο. «Είπες πως αυτός ο τύπος ο Τσουε έχει άλλοθι;» «Ναι. Με πήραν και μου το επιβεβαίωσαν. Οι περισσότεροι από εκείνους τους σεκιουριτάδες είναι παντρεμένοι και οι γυναίκες τους θα βεβαιώσουν ότι ήταν μαζί τους, το οποίο, σύμφωνοι, δεν αποδεικνυει τίποτα, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε κάποια σύνδεση μεταξύ κά­ ποιου από αυτους και της Γκίαρι, εκτός από ένα γεια στο διάδρομο. Ο συγκεκριμένος, ο Τσουε, ήταν έξω εκείνη τη νύχτα μαζί με μια παρέα φοιτητών. Είναι αρκετά νέος ώστε να συναναστρέφεται μαζί τους.» «Αρκετά πειστικό. Και συνηθισμένο.» «Συμφωνώ. Ό μω ς δεν έχει σχέσεις με κανέναν και με τίποτα. Ο μικρός είναι δεκαεννιά χρονών. Πες μου για το φορτηγάκι.» Τα είπα για άλλη μια φορά. «Χριστέ μου, θα χρειαστεί να επιστρέφω κι εγώ μαζί σου; Απ’ ό,τι φαίνεται ψάχνουμε για κάποιον από την Μπες.» «Κάποιος από την Μπεσέλ πέρασε με το φορτηγάκι τα σύνορα. Ό μω ς ξέρουμε ότι η Γκίαρι σκοτώθηκε στην Ουλ Κόμα. Άρα, εκτός κι αν ο δολοφόνος τη σκότωσε, πέρασε γρήγορα στην Μπεσέλ, έκλεψε ένα φορτηγάκι, γύρισε γρήγορα πίσω, τη φόρτωσε, ξαναπέρασε γρή­ γορα στην Μπεσέλ για να ξεφορτωθεί το πτώμα -και γιατί άραγε να παράτησαν το πτώμα εκεί που το παράτησαν;-, έχουμε να κάνουμε με ένα διασυνοριακό τηλεφώνημα που το ακολούθησε μια χάρη. Άρα δυο δράστες.»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 207 «Ή παραβίαση.» Μετακινήθηκα άβολα στη θέση μου. «Ναι» είπα. «Ή παραβίαση. Απ’<5,τι βλέπουμε όμως, κάποιος μπή­ κε σε αρκετά μεγάλο κόπο για \\ α μ ψ παραβιάσει. Και να σιγουρευτεί ότι το γνωρίζουμε.» «Η περιβόητη βιντεοκασέτα. Είναι περίεργο πώς εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά...» Τον κοίταξα, αλλά δεν έδειχνε να χλευάζει. «Δεν είναι;» «Έλα τώρα, Τίαντορ, μη μου πεις ότι εκπλήσσεσαι; Ό ποιος το έκανε, ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να ξέρει ότι δεν πρέπει να κάνει μαλακίες με τα σύνορα· κάνει ένα τηλεφώνημα σε κάποιον φίλο του στη μεριά σου, και τώρα έχει χεστεί πάνω του μην εμφανιστεί η Πα­ ράβαση και τον πάρει. Κι αυτό θα ήταν άδικο. Άρα βρίσκουν κάποια μικρή βοήθεια μέσα από το Μέγαρο Ζεύξης, ή από κάποιον στην Τροχαία ή κάτι τέτοιο, και τους λέει τι ώρα πέρασαν. Δεν μπορείς να πεις ότι οι γραφειοκράτες της Μπες είναι αδιάφθοροι.» «Καθόλου.» «Ορίστε λοιπόν. Βλέπεις; Δείχνεις πιο χαρούμενος.» Αν ήταν έτσι, η συνωμοσία θα ήταν μικρότερη, απ’ ό,τι με τις άλλες πιθανότητες που είχαμε. Κάποιος γνώριζε ποια φορτηγάκια να διαλέξει. Παρακολούθησε προσεκτικά ένα σωρό μαγνητοσκοπήσεις. Τι άλλο; Εκείνη την παγωμένη αλλά όμορφη μέρα, που το κρύο μετέτρεπε τα χρώματα της Ουλ Κόμα σε συνηθισμένες αποχρώσεις, ήταν δύσκο­ λο, φάνταζε παράλογο να βλέπεις την Ορσίνι στις γωνίες. «Ας τα πάρουμε από την αρχή» είπε. «Δεν πρόκειται να βγάλουμε κάποια άκρη ψάχνοντας αυτόν το γαμημένο που οδηγούσε το φορτη­ γάκι. Ας ελπίσουμε ότι ασχολούνται οι δικοί σου μ’ αυτό. Δεν έχουμε τιηοτα εκτός από μια περιγραφή για το φορτηγάκι, και ποιος από την Ουλ Κόμα πρόκειται ποτέ να παραδεχτεί ότι ίσως και να είδε ένα φορτηγάκι από την Μπεσέλ, με ή χωρίς άδεια, να κυκλοφορεί εδώ; Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το μηδέν. Ποια ήταν η πληροφορία που εί­ χες;» Τον κοίταξα. Τον κοίταξα προσεκτικά και έφερα στο μυαλό μου την αλληλουχία των γεγονότων.

208 China M ieville «Πότε σταμάτησε η Γκίαρι να είναι Πτώμα Αγνώστων Στοιχείων; Τι το ξεκίνησε;» Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου βρίσκονταν οι σημειώσεις που είχα πάρει από τους Γκίαρι. Το ι-μέιλ της και το τηλέφωνό της βρί­ σκονταν στο σημειωματάριό μου. Δεν είχαν το πτώμα της κόρης τους, ούτε μπορούσαν να επιστρέφουν για να το πάρουν. Η Μαχάλια Γκία- ρι βρισκόταν ξαπλωμένη στο ψυγείο περιμένοντας. Εμένα, θα μπο­ ρούσες να πεις. «Ένα τηλεφώνημα.» «Αλήθεια; Πληροφοριοδότης;» «...Περίπου. Οι πληροφορίες του με οδήγησαν στον Ντρόντιν.» Του έδειξα να θυμηθεί το ντοσιέ, ότι δεν ήταν όπως περιγράφονταν εκεί. «Τι θέλεις να... Ποιος;» «Λοιπόν, άκου πώς έχουν τα πράγματα.» Έμεινα σιωπηλός για αρ­ κετή ώρα. Κάποια στιγμή κοίταξα το τραπέζι κι άρχισα να κάνω σχέδια στο χυμένο τσάι μου. «Δεν ξέρω τι να .. Το τηλεφώνημα έγινε από δω.» «Από την Ουλ Κόμα;» Ένευσα καταφατικά. «Τι oco διάολο; Από ποιον;» «Δεν ξέρω.» «Γιατί σε πήραν;» «Είδαν τις αφίσες μας. Ναι. Τις αφίσες μας στην Μτιεσέλ.» Ο Ντατ έσκυψε μπροστά. «Σκατά είδαν. Ποιοι;» «Καταλαβαίνεις ότι αυτό με κάνει...» «Και βέβαια καταλαβαίνω.» \"Ηταν γεμάτος ένταση, μιλούσε γρήγο­ ρα. «Και βέβαια καταλαβαίνω, αλλά είσαι αστυνομικός, τι νομίζεις, ότι θα σου τη φέρω; Μεταξύ μας. Ποιος ήταν;» Δεν ήταν κάτι ασήμαντο. Αν ήμουν συνεργός σε παραβίαση, τώρα ήταν κι αυτός συνεργός ενός συνέργου σε παραβίαση. Δεν έδειχνε να ανησυχεί γι’ αυτό. «Νομίζω πως ήταν ενωτικοί. Ξέρεις, υποστηρικτές της ένωσης.» «Σου το είπαν;» «Όχι, αλλά το συμπέρανα από το τι είπαν και από το πώς το είπαν. Ό πω ς και να ’χει, ξέρω πως ήταν τελείως λάθος, αλλά ήταν αυτό που

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 209 με έσπρωξε στη σωστή κατεύθυνση... Τι;» Ο Ντατ κάθισε πίσω. Τα δάχτυλά του έπαιζαν γρηγορότερα και δεν με κοίταζε. «Σκατά, τώρα έχουμε κάτι. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δεν μου το είπες νωρίτερα.» «Περίμενε, Ντατ.» «Εντάξει, μπορώ να - καταλαβαίνω ότι αυτό σε φέρνει σε δύσκολη θέση.» «Δεν έχω ιδέα ποιος μπορεί να ήταν.» «Έχουμε ακόμα χρόνο, μπορούμε να παραδώσουμε την υπόθεση και να τους εξηγήσουμε ότι απλά άργησες λίγο...» «Να παραδώσουμε τι; Δεν έχουμε τίποτα.» «Έχουμε έναν μπάσταρδο ενωτικό που ξέρει κάτι, αυτό έχουμε. Πάμε.» Σηκώθηκε και κούνησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του. «Πάμε πού;» «Πάμε να ερευνήσουμε, διάολε!» «ΜΑ ΒΕΒΑΙΑ» είπε ο Ντατ. Άνοιγε δρόμο στην Ουλ Κόμα με τη σειρή­ να να ουρλιάζει. Έστριβε, φωνάζοντας και τρομάζοντας τους πολίτες της Ουλ Κόμα που σκόρπιζαν δεξιά και αριστερά, λοξοδρομούσε αμί­ λητος για να αποφύγει τους πεζούς και τα αυτοκίνητα της Μπες, επι­ ταχύνοντας με την ανέκφραστη νευρικότητα μιας περίστασης ξένης έκτακτης ανάγκης. Αν χτυπούσαμε κάποιον από αυτούς, θα προκα- λούσαμε μια γραφειοκρατική καταστροφή. Μια παραβίαση τώρα δεν θα βοηθούσε καθόλου. «Γιάρι, εδώ Ντατ» φώναξε στο κινητό του. «Μήπως ξέρεις αν η κεντρική επιτροπή των ενωτικών είναι μέσα αυτή τη στιγμή; Τέλεια, ευχαριστώ.» Το έκλεισε με έναν απότομο θόρυβο. «Απ’ ό,τι φαίνεται, κάποιοι από αυτούς είναι εκεί. Ή ξερα φυσικά ότι είχες μιλήσει με τους ενωτικούς της Μπες. Διάβασα την αναφορά σου. Πόσο ανόητος είμαι» έδωσε ελαφρά χαστούκια στο μέτωπό του με την άκρη του χεριού του «δεν σκέφτηκα να πάω να μιλήσω και στα δικά μας τα φιντανάκια. Παρόλο που ψνσικά αυτοί οι καριόληδες, αυτοί οι καριόληδες, περισσότερο από όλους τους άλλους καριόληδες

2 1 0 China Mieville -και να ξέρεις ότι έχουμε το μερίδιό μας σε καριόληδες, Τ ίαντ- μιλά­ νε μεταξύ τους. Ξέρω πού συχνάζουν.» «Εκεί πηγαίνουμε;» «Τους μισώ αυτούς τους άθλιους. Ελπίζω... Δεν χρειάζεται φυσικά να πω ότι έχω συναντήσει σπουδαίους ανθρώπους από την Μπες στη ζωή μου.» Με κοίταξε. «Δεν έχω κάτι με το μέρος, ελπίζω να το επι- σκεφτώ κάποια στιγμή, και είναι πολύ ευχάριστο που τα πάμε τόσο καλά τώρα τελευταία, ξέρεις, καλύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Και ποιος ήταν ο λόγος για όλες αυτές τις μαλακίες; Ό μως είμαι από την Ουλ Κόμα και να με πάρει ο διάολος αν θέλω να αλλάξει αυτό. Φα­ ντάζεσαι την ενοποίηση;» Γέλασε. «Θα ήταν μια γαμημένη καταστρο­ φή! Ισχύς εν τη ενώσει και μαλακίες. Ξέρω, λένε πως οι διασταυρώ­ σεις κάνουν πιο δυνατά τα ζώα, αλλά φαντάζεσαι να κληρονομήσουμε την αίσθηση του χρόνου που έχουν οι άνθρωποι της Ουλ Κόμα και την αισιοδοξία των ανθρώπων της Μπες;» Με έκανε να γελάσω. Περάσαμε ανάμεσα από δυο αρχαίες, πο­ λυκαιρισμένες, πέτρινες κολόνες που στέκονταν στις άκρες του δρό­ μου. Τις αναγνώρισα από φωτογραφίες, άργησα να θυμηθώ ότι εκείνη που βρισκόταν στην ανατολική μεριά του δρόμου ήταν η μόνη που μπορούσα να δω, η μόνη που βρισκόταν στην Ουλ Κόμα. Η άλλη βρισκόταν στην Μπεσέλ. Τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι περισ­ σότεροι. Ή ταν ένα από τα αμφιλεγόμενα μέρη που προκαλούσαν αντιπαράθεση. Τα κτίρια της Μπες, που δεν κατάφερα να αγνοήσω τελείως, όπως είδα από μια γρήγορη ματιά ήταν καθαρά και περι- ποιημένα, σε αντίθεση με εκείνα της Ουλ Κόμα που ήταν παντού γύρω μας, παρατημένα και σε άσχημη κατάσταση. Περάσαμε κα­ νάλια, και για μερικά δευτερόλεπτα δεν ήξερα σε ποια πόλη βρι­ σκόμασταν ή αν βρισκόμασταν και στις δυο. Ο Ντατ πάτησε από­ τομα φρένο μπροστά από μια χορταριασμένη, απεριποίητη αυλή στην οποία υπήρχε ένα από καιρό παρατημένο Σιτροέν, ανάμεσα σε θεριεμένες τσουκνίδες που θύμιζαν τη ζώνη αέρα γύρω από ένα χόβερκραφτ, και βγήκε από το αυτοκίνητο πριν καν προλάβω να λύσω τη ζώνη μου.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 211 «Σε άλλες εποχές» είπε ο Ντατ «όλοι αυτοί οι καριόληδες θα ήταν ήδη πίσω από τα κάγκελα.» Πλησίασε δρασκελίζοντας την ετοιμόρ­ ροπη πόρτα. Δεν υπάρχουν νόμιμοι υποστηρικτές της ενοποίησης στην Ουλ Κόμα. Δεν υπάρχουν νόμιμα ούτε σοσιαλιστικά ούτε θρη­ σκευτικά κόμματα. Από τον καιρό της Αργυρής Ανανέωσης που έλαβε χώρα πριν από περίπου έναν αιώνα υπό την εποπτεία του στρατηγού Ίλσα, η Ουλ Κόμα είχε μόνο το Λαϊκό Εθνικό Κόμμα. Πολλά παλιά κτίρια και γραφεία είχαν ακόμα κρεμασμένα πορτρέτα του Ιά Ίλσα, συχνά κάτω από τη φράση «Αδέρφια του Ίλσα, ο Ατατουρκ και ο Τίτο». Συνήθως στα παλιότερα γραφεία υπήρχε ένα ξεθωριασμένο μπάλωμα ανάμεσα σε αυτούς τους δυο, που κάποτε φιλοξενούσε τον αδερφό Μάο. Τώρα όμως βρισκόμασταν στον εικοστό πρώτο αιώνα και ο πρόε­ δρος Ουλ Μακ (του οποίου το πορτρέτο μπορείς να δεις σε μέρη όπου τα διοικητικά στελέχη είναι πιο δουλοπρεπή), όπως και ο προκάτοχός του, πρόεδρος Ουμπιρ, είχε αναγγείλει όχι βέβαια μια αποκήρυξη, αλλά μια επέκταση του Εθνικού Δρόμου, η οποία έβαζε τέλος στο συντηρητικό τρόπο σκέψης - μια γκλασνοοτρόνκα, όπως ειδεχθώς την αποκαλούσαν οι διανοούμενοι της Ουλ Κόμα. Με όλα αυτά τα μαγα­ ζιά με τα cd, τα βίντεο, τις εταιρείες λογισμικού, τις γκαλερί, τις ανα- δυόμενες οικονομικές αγορές της Ουλ Κόμα, το ανατιμημένο δηνά­ ριο, έφτασε, είπαν, η Νέα Πολιτική, μια διατυμπανισμένη διαλλακτι­ κότητα προς τις μέχρι πρότινος επικίνδυνες απόψεις. Ό χι ότι οι ριζο­ σπαστικοί πυρήνες, ούτε βέβαια τα κόμματα, είχαν νομιμοποιηθεί, αλλά οι ιδεολογίες τους είχαν αρχίσει να λαμβάνονται κάποιες φορές υπόψη. Ό σο κρατούσαν χαμηλό προφίλ σε συναντήσεις και σε θέμα­ τα προσηλυτισμού, γίνονταν αποδεκτά. «Ανοίξτε!» Ο Ντατ χτύπησε δυνατά την πόρτα. «Εδώ μαζεύονται οι ενωτικοί» μου είπε. «Μιλάνε όλη την ώρα στο τηλέφωνο με τους δι­ κούς σας, στην Μπεσέλ - αυτή είναι και η δουλειά τους, σωστά;» «Ως τι συγκεντρώνονται;» «Θα τους ακούσεις σε λίγο να λένε ότι είναι απλά μια παρέα φίλων που μαζεύτηκαν για να τα πούνε. Ούτε κάρτες μέλους ούτε τίποτα, δεν

2 1 2 China Mieville είναι ηλίθιοι. Δεν θα χρειαζόταν και πολύ ψάξιμο για να ανακαλύψου- με κάποιου είδους λαθρεμπόριο, δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που βρίσκομαι εδώ.» «Γιατί βρισκόμαστε εδώ;» Κοίταξα γύρω μου τις ετοιμόρροπες προσόψεις των κτιρίων της Ουλ Κόμα, γεμάτες με γκράφιτι γραμμένα στα Ίλιταν, που απαιτούσαν από τον τάδε να πάει να γαμηθεί και πληροιρορούσαν τον κόσμο ότι ο δείνα έπαιρνε πίπες. Η Παράβαση πρέπει να παρακολουθούσε. Με κοίταξε και μου είπε «Όποιος κι αν ήταν αυτός που σε πήρε τηλέφωνο, το έκανε από εδώ. Ή συχνάζει εδώ. Είμαι σχεδόν απολύ­ τως βέβαιος. Θέλω να μάθω τι γνωρίζουν τα επαναστατημένα φιλαρά­ κια σου. Ανοίξτε!» φώναξε προς τη μεριά της πόρτας. «Μη σε ξεγελά­ σει η όλη συμπεριφορά του τύπου για ηοιονς μιλάς; που θα έχουν. Θα μπορούσαν άνετα να σπάσουν στο ξύλο κάποιον που θα δήλωνε ότι είναι κατά της γαμημένης ενοποίησης. Ανηίί,τε.» Αυτή τη φορά η πόρτα υπάκουσε και άνοιξε μια χαραμάδα, φανε­ ρώνοντας μια μικρόσωμη νέα γυναίκα που είχε ξυρισμένα τα πλάγια του κεφαλιού της, για να φανούν τα τατουάζ με ψάρια και λίγα γράμ­ ματα από κάποιο πολύ παλιό αλφάβητο. «Ποιος...; Τ ι θέλετε;» Ίσως να είχαν στείλει εκείνη να ανοίξει ελπίζοντας ότι το μέγεθος της θα αποκάρδιωνε κάποιον από το να κάνει αυτό που έκανε ο Ντατ αμέσως μετά, δηλαδή να σπρώξει την πόρτα με δύναμη, στέλνοντας την κοπέλα παραπατώντας προς τα πίσω στο βρόμικο διάδρομο. «Όλοι εδώ τώρα!» φώναξε ο Ντατ, δρασκελίζοντας το διάδρομο δίπλα από την αναστατωμένη κοπέλα με την πανκ εμφάνιση. Μετά από μερικές στιγμές σύγχυσης και αφού η σκέψη να προ­ σπαθήσουν να βγουν έξω πρέπει να πέρασε από το μυαλό τους και να απορρίφθηκε, τα πέντε άτομα που βρίσκονταν μέσα στο σπίτι συγκεντρώθηκαν στην κουζίνα τους, κάθισαν στις μισοδιαλυμένες καρέκλες όπου τους έβαλε ο Ντατ και απέφευγαν να μας κοιτάξουν. Ο Ντατ στάθηκε στην κορυφή του τραπεζιού και έγειρε προς το μέρος τους.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 213 «Λοιπόν» είπε. «Ακουστέ. Κάποιος έκανε ένα τηλεφώνημα, το οποίο ο αξιότιμος συνάδελφός μου από δω θυμάται πάρα πολύ καλά, και θέλουμε πάρα πολύ να μάθουμε ποιος ήταν αυτός που ήταν τόσο πρόθυμος να μας βοηθήσει. Δεν θα σπαταλήσω το χρόνο σας προ­ σποιούμενος πως πιστεύω ότι κάποιος από εσάς πρόκειται να το πα­ ραδεχτεί, αντί γι’ αυτό, λοιπόν, ένας ένας από εσάς γύρω από το τρα­ πέζι θα αρχίσει να λέει “Επιθεωρητή, έχω κάτι να σου πω”.» Τον κοίταζαν. Χαμογέλασε και τους έκανε νόημα να ξεκινήσουν. Δεν ξε­ κίνησαν, και ο Ντατ έδωσε ένα χαστούκι στον άντρα που καθόταν πιο κοντά του, προκαλώντας κραυγές από τους συντρόφους του, φωνές πόνου από τον άντρα κι ένα επιφώνημα έκπληξης από μένα. Ό ταν ο άντρας σήκωσε αργά το κεφάλι του, στο μέτωπό του είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια μελανιά. «“Επιθεωρητή, έχω κάτι να σου πω”» είπε ο Ντατ. «Θα συνεχί- σουμε έτσι μέχρι να βρούμε εκείνον που το έκανε. Ή εκείνη.» Μου έριξε μια ματιά. Είχε ξεχάσει να με ρωτήσει αν ήταν άντρας ή γυ­ ναίκα. «Αυτό είναι το καλό με τους μπάτσους.» Ετοιμάστηκε να ρίξει άλλο ένα χαστούκι με την ανάστροφη της παλάμης του στο πρόσωπο του ίδιου άντρα. Κούνησα το κεφάλι μου και ύψωσα λίγο τα χέρια μου, ενώ οι ενωτικοί που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι γύ­ ρω από το τραπέζι άρχισαν να στενάζουν. Ο άντρας που ετοιμαζό­ ταν να χαστουκίσει ο Ντατ προσπάθησε να σηκωθεί, όμως ο Ντατ τον άρπαξε από τον ώμο με το άλλο χέρι και τον έσπρωξε πάλι πίσω στην καρέκλα. «Πες το, Γιόχαν!» φώναξε η κοπέλα με την πανκ εμφάνιση. «Επιθεωρητή, έχω κάτι να σου πω.» Αυτό συνεχίστηκε γύρω από το τραπέζι. «Επιθεωρητή, έχω κάτι να σου πω.» «Επιθεωρητή, έχω κάτι να σου πω.» Ένας από τους άντρες μιλούσε αρκετά αργά στην αρχή, κάτι που μπορεί να έκανε επίτηδες για να προκαλέσει, αλλά ο Ντατ τον κοίτα­ ξε, έδειξε να παραξενεύεται και χαστούκισε για άλλη μια φορά το φίλο του. Ό χ ι πολύ δυνατά, αλλά αυτή τη φορά βγήκε αίμα. «Ιησού Χριστέ!»

2 1 4 China Mieville Στεκόμουν ταραγμένος δίπλα στην πόρτα. Ο Ντατ τους έβαλε να το ξαναπουν, μαζί με τ’ όνομά τους. «Λοιπόν;» μου είπε. Δεν ήταν καμία από τις δυο κοπέλες, φυσικά. Από τους άντρες, η φωνή του ενός ήταν τσιριχτή, και η προφορά Ίλιταν υπέθεσα πως ήταν από κάποιο μέρος της πόλης που δεν γνώριζα. Θα μπορούσε να είναι κάποιος από τους άλλους δυο. Ένας συγκεκριμένα -ο νεότερος, που όπως μας είχε πει λεγόταν Νταχάρ Τζάρις, όχι ο άντρας που φοβέριζε ο Ντατ, αλλά ένα αγόρι που φόραγε ένα πολύ φθαρμένο τζιν μπουφάν με την επιγραφή ΌχιΣημαίνειΟχι γραμμένη στα αγγλικά στο πίσω μέ­ ρος, που υποψιαζόμουν ότι ήταν το όνομα κάποιου συγκροτήματος και όχι κάποιο σλόγκαν- είχε μια φωνή που μου θύμιζε κάτι. Αν τον άκου- γα να λέει τις ίδιες λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει ο συνομιλητής μου ή αν τον άκουγα να μιλάει οτην ίδια, χαμένη από καιρό ιδιόλεκτο, θα ήταν ευκολότερο να σιγουρευτώ. Ο Ντατ με είδε να τον κοιτάζω και έδειξε προς το μέρος του ερωτηματικά. Κούνησα το κεφάλι μου. «Πες το ξανά» του είπε ο Ντατ. «Όχι» είπα, αλλά ο Τζάρις ήδη επαναλάμβανε μηχανικά τη φρά­ ση. «Μιλάει κανείς σας τα παλιά Τλιταν ή Μπες; Τη μητρική γλώσ­ σα;» Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Ξέρω, ξέρω» είπα. «Δεν υπάρχουν Ίλιταν, ούτε Μπες και τα λοιπά. Τα μιλάει κανείς σας;» «Όλοι μας» είπε ο μεγαλύτερος άντρας. Δεν είχε σκουπίσει το αίμα από τα χείλη του. «Ζουμε στην πόλη και αυτή είναι η γλώσσα της πόλης.» «Πρόσεχε» είπε ο Ντατ. «Θα μπορούσα να σε βάλω μέσα γι’ αυτό που είπες. Αυτός είναι, έτσι δεν είναι;» Έδειξε ξανά τον Τζάρις. «Άσ’το» είπα. «Ποιος ήξερε τη Μαχάλια Γκίαρι;» είπε ο Ντατ. «Την Μπιέλα Μαρ;» «Μάργια» είπα. «Κάτι.» Ο Ντατ έψαξε στην τσέπη του για να βρει τη φωτογραφία της. «Δεν είναι κανένας απ’ αυτους» είπα. Ή μουν στην πόρτα και έβγαινα από το δωμάτιο. «Άσ’το. Δεν είναι κανείς από αυτους. Πάμε να φυγουμε. Πάμε να φυγουμε.»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 215 Ή ρθε κοντά μου με παραξενεμένη έκφραση. «Ορίστε;» μου ψιθύρι­ σε. Κούνησα ελάχιστα το κεφάλι μου. «Πες μου τι συμβαίνει, Τίαντορ.» Τελικά έσφιξε τα χείλη του και επέστρεψε στους ενωτικους. «Να είστε φρόνιμοι» τους είπε. Απομακρύνθηκε και κείνοι επέμειναν να τον κοι­ τάζουν, πέντε τρομοκρατημένα και μπερδεμένα πρόσωπα, ένα από τα οποία έσταζε αίμα. Το δικό μου πρόσωπο ήταν ανέκφραστο, μάλλον από την προσπάθεια που κατέβαλλα να μην εκδηλώσω τίποτα. «Μ’ έχεις μπερδέψει, Μπόρλου.» Οδηγούσε πολύ πιο ήρεμα στην επιστροφή απ’ ό,τι όταν ερχόμασταν. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι συνέβη μόλις τώρα. Θέλησες να τα παρατήσουμε και φύγαμε από τη σημαντικότερη ένδειξη που είχαμε. Το μόνο που βγάζει νόημα είναι ότι ανησυχείς για συνενοχή. Γιατί, σύμφωνοι, αν δεχόσουν ένα τηλε­ φώνημα, προχωρούσες σε συνομιλία και μετά τους αποκάλυπτες αυτή την πληροφορία, τότε ναι, αυτό είναι παραβίαση. Κανείς όμως δεν πρόκειται να ασχοληθεί μαζί σου, Μπόρλου. Είναι μια μικρή και ασή­ μαντη παραβίαση, και γνωρίζεις όπως κι εγώ ότι θα το αφήσουν να περάσει έτσι, αν μπορέσουμε να εξιχνιάσουμε κάτι μεγαλύτερο.» «Δεν ξέρω πώς λειτουργούν αυτά τα πράγματα στην Ουλ Κόμα» είπα. «Στην Μπεσέλ η παραβίαση είναι παραβίαση.» «Μαλακίες. Και τι σημαίνει αυτό; Γι’ αυτό πρόκειται; Αυτό είναι;» Έκοψε ταχύτητα πίσω από ένα τραμ της Μπεσέλ. Το αυτοκίνητο ανα­ ταράχτηκε περνώντας πάνω από τις ξένες σιδηροτροχιές στον αλλη- λοπλεγμένο δρόμο. «Σκατά, Τίαντορ. Μπορούμε να βρούμε μια λύση. Μπορούμε να σκεφτουμε κάτι, δεν υπάρχει πρόβλημα, αν αυτό είναι που σε προβληματίζει.» «Δεν είναι αυτό.» «Εύχομαι να είναι αυτό. Πραγματικά το εύχομαι. Τι άλλο μπορεί να είναι; Άκου, δεν είναι απαραίτητο να ενοχοποιηθείς ή τίποτα τέ­ τοιο-» «Δεν είναι αυτό. Αυτός που έκανε το τηλεφώνημα δεν βρισκόταν ανάμεσά τους. Δεν είμαι καν σίγουρος αν το τηλεφώνημα έγινε από το εξωτερικό. Από δω. Δεν ξέρω τίποτα στα σίγουρα. Θα μπορούσε να ήταν ένα παραπλανητικό τηλεφώνημα.»

2 1 6 ChinaMieville «Κατάλαβα.» Ό ταν με άφησε στο ξενοδοχείο, δεν βγήκε από το αυτοκίνητο. «Έχω αρκετή γραφική δουλειά» είπε. «Το ίδιο κι εσυ, είμαι σίγουρος. Για κανένα δίωρο. Πρέπει να ξαναμιλήσουμε στην καθηγήτρια Νάνοι και θέλω να ξαναπώ δυο κουβέντες με τον Μπο- ντέν. Το εγκρίνεις αυτό; Αν πηγαίναμε εκεί με το αυτοκίνητο και τους κάναμε μερικές ερωτήσεις, θα ήταν αποδεκτές αυτές οι μέθοδοι;» Μετά από μερικές προσπάθειες, κατάφερα να βρω την Κόργουι. Στην αρχή προσπαθήσαμε να τηρήσουμε τον ανόητο κώδικά μας, αλλά δεν τα καταφέραμε για πολύ. «Συγγνώμη, αφεντικό, δεν είναι ότι δεν είμαι καλή μ’ αυτές τις μα- λακίες, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να καταφέρω να αποσπάσω τον υπηρεσιακό φάκελο του Ντατ από τη μίλίταια. Θα προκαλέσεις ένα αναθεματισμένο διεθνές επεισόδιο. Τι θέλεις να βρεις;» «Απλά θέλω να ξέρω ποια είναι η ιστορία του.» «Τον εμπιστεύεσαι;» «Ποιος ξέρει; Είναι της παλιάς σχολής εδώ.» «Αλήθεια;» «Σκληρές ανακρίσεις.» «Θα το πω στον Νόστιν, θα χαρεί πολύ να έρθει. Ακουγεσαι ταραγ­ μένος, αφεντικό.» «Απλά κάνε μου τη χάρη και δες μήπως μπορείς να βρεις τίποτα, εντάξει;» Ό ταν το έκλεισα, πήρα στα χέρια μου το Ανάμεσα ατψ Πόλη και τ ψ Πόλη και μετά το άφησα πάλι κάτω.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ «Ακ ό μ α κανένα ν ε ο τ ε ρ ο για τ ο φ ο ρ τ η γ ά κ ι;» ρώ τησα. «Δεν εμφανίζεται σε καμία από τις κάμερες που έχουμε δει» είπε ο Ντατ. «Και κανένας μάρτυρας. Από τη στιγμή που πέρασε το Μέγαρο Ζεύξης από τη μεριά σας, έγινε καπνός.» Ξέραμε και οι δυο ότι λόγω της κατασκευής του και των πινακίδων του που ανήκαν στην Μπες, όποιος και να το είχε κοιτάξει στην Ουλ Κόμα θα είχε θεωρήσει ότι βρισκόταν άλλου και θα το είχε αγνοήσει βιαστικά, χωρίς καν να το δει να περνάει. Ό ταν ο Ντατ μου έδειξε στο χάρτη πόσο κοντά σε έναν σταθμό ήταν το διαμέρισμα του Μποντέν, του πρότεινα να χρησιμοποιήσου­ με τη δημόσια συγκοινωνία για να πάμε. Είχα χρησιμοποιήσει το με­ τρά της Μόσχας και του Παρισιού, και τον υπόγειο του Λονδίνου. Η αρχιτεκτονική των σταθμών της Ουλ Κόμα ήταν κάποτε πιο μπρου- ταλιοτική* από οποιοσδήποτε άλλης πόλης - το μετρό ήταν αποτελε­ σματικό και μέχρι ενός σημείου εντυπωσιακό, αλλά έμοιαζε αμείλι­ κτο μέσα στο μπετόν που το κατέκλυζε. Είχε ανακαινιστεί πριν από μια δεκαετία περίπου, τουλάχιστον εκείνοι οι σταθμοί που βρίσκο­ νταν στις εσωτερικές ζώνες. Ο καθένας είχε ανατεθεί και σε έναν δι­ αφορετικό καλλιτέχνη ή σχεδιαστή, στους οποίους είχαν πει με μια * Ο μπρουταλισμός ήταν μια τάση της αρχιτεκτονικής βάσει της οποίας οι όψεις των κτιρίων διαμορφώνονταν με γυμνό, ακατέργαστο μπετόν, χωρίς καμιά διακοσμητική επε'νδυση (Σ.τ.Μ.).

2 1 8 ChinaMieville δόση υπερβολής, όχι τόσο μεγάλης όσο θα νόμιζε κάποιος, ότι το κόστος δεν ήταν πρόβλημα. Το αποτέλεσμα ήταν ασυνάρτητο, κάποιες φορές εξαιρετικό, και έντονα πολυποίκιλο. Ο κοντινότερος σταθμός στο ξενοδοχείο μου ήταν μια υπερβολική απομίμηση Αρ Νουβό. Τα τρένα ήταν καθαρά, γρήγορα και γεμάτα και σε ορισμένες γραμμές, όπως αυτή εδώ, δεν είχαν οδηγό. Ο σταθμός Ουλ Γιρ, που βρισκόταν λίγα στενά πριν την ευχάριστη, αδιάφορη γειτονιά όπου έμενε ο Μποντέν, ήταν μια ανά­ μειξη γραμμών του καλλιτεχνικού ρεύματος του κονστρουκτιβισμού και χρωμάτων του περίφημου ζωγράφου Καντίνσκι. Είχε δημιουργη- θεί από καλλιτέχνη της Μπες. «Το ξέρει ο Μποντέν ότι πηγαίνουμε να τον δούμε;» Ο Ντατ σήκωσε το χέρι του κάνοντάς μου νόημα να περιμένω. Εί­ χαμε ανέβει στο επίπεδο του δρόμου και είχε το κινητό στο αυτί του, ακουγοντας κάποιο μήνυμα. «Ναι» είπε μετά από ένα λεπτό, κλείνοντας το τηλέφωνο. «Μας περιμένει.» Ο Ντέιβινι Μποντέν έμενε σε ένα διαμέρισμα στο δεύτερο όροφο ενός ψηλόλιγνου κτιρίου και είχε όλο τον όροφο δικό του. Μέσα είχε στοιβάξει αντικείμενα τέχνης, διάφορα υπολείμματα, αρχαία από τις δυο πόλεις και, στο αδαές βλέμμα μου, από μία τρίτη, εκείνη που προϋπήρχε και την οποία διαδέχτηκαν οι άλλες δυο. Από πάνω του, όπως μας είπε, έμενε μια νοσοκόμα με το γιο της, ενώ από κάτω του ένας γιατρός με καταγωγή από το Μπαγκλαντές, που είχε όμως ζήσει στην Ουλ Κόμα περισσότερο από τον ίδιο. «Δυο εκπατρισμένοι στο ίδιο κτίριο» είπα. «Δεν θα το αποκαλοΰσα σύμπτωση» είπε εκείνος. «Παλιότερα, πριν φΰγει από τη ζωή, έμενε από πάνω μια πρώην Πάνθηρας.» Τον κοι­ τάξαμε. «Μια γυναίκα που ανήκε στους Μαυρους Πάνθηρες, η οποία είχε διαφυγει όταν σκοτώθηκε ο Φρεντ Χάμπτον. Τα μέρη στα οποία μπορούσε να καταφυγει ήταν η Κίνα, η Κούβα και η Ουλ Κόμα. Όταν πρωτοήρθα εδώ, όταν σου έλεγε ο σύνδεσμός σου στην κυβέρνηση ότι είχε βρεθεί ένα διαμέρισμα, το έπαιρνες, και να με πάρει και να με

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 219 σηκώσει αν τα κτίρια στα οποία στεγαζόμασταν δεν ήταν όλα γεμάτα αλλοδαπούς. Τουλάχιστον μπορούσαμε να θρηνούμε όλοι μαζί για όλα εκείνα που νοσταλγούσαμε από τις πατρίδες μας. Έχετε ακουστά τον Μάρμιτ; Ό χι; Τότε προφανώς δεν έχετε γνωρίσει ποτέ έναν εξό­ ριστο Βρετανό κατάσκοπο.» Έβαλε σε μένα και τον Ντατ δυο ποτή­ ρια κόκκινο κρασί, χωρίς να ρωτήσει αν θέλουμε. Μιλούσαμε στα Τλιταν. «Όλα αυτά ήταν πριν χρόνια, ξέρετε. Η Ουλ Κόμα δεν είχε τότε ούτε παπούτσια να φορέσει. Έ πρεπε να σκεφτεί πώς να κάνει τα πράγματα πιο λειτουργικά χωρίς κόστος. Πάντα έμενε και κάποιος από την Ουλ Κόμα σε καθένα από αυτά τα κτίρια. Ή ταν πολΰ πιο εύκολο για κάποιον να παρακολουθεί τους ξένους επισκέπτες όταν είναι όλοι μαζεμένοι σε ένα μέρος.» Ο Ντατ συνάντησε το βλέμμα του. Άντε γαμήσου, όλες αυτές οι αλή­ θειες δεν με πτοούν, έλεγε η έκφρασή του. Ο Μποντέν χαμογέλασε κά­ πως ντροπαλά. «Δεν ήταν λίγο προσβλητικό;» είπα. «Τιμημένοι επισκέπτες, συ- μπαθουντες όντες, να παρακολουθούνται με αυτό τον τρόπο;» «Ίσως να ήταν για κάποιους» είπε ο Μποντέν. «Οι κατάσκοποι που βρίσκονταν στην Ουλ Κόμα, οι πραγματικοί ταξιδιώτες, αυτοί θα ήταν μάλλον αρκετά ενοχλημένοι. Αυτοί όμως ήταν και εκείνοι που ήταν διατεθειμένοι να ανεχθούν τα πάντα. Ποτέ δεν παραπονέθηκα ιδιαίτερα για το γεγονός ότι παρακολουθούμαι. Είχαν δίκιο να μη με εμπιστεύονται.» Ή πιε μια γουλιά από το κρασί του. «Πώς τα πας με το Ανάμεσα, επιθεωρητή;» Οι τοίχοι του ήταν βαμμένοι σε μπεζ και καφέ χρώματα που ήθε­ λαν φρεσκάρισμα, και ήταν γεμάτοι ράφια, βιβλία, λαϊκή τέχνη από την Ουλ Κόμα και την Μπεσέλ και παλιούς χάρτες και από τις δύο πόλεις. Σε κάποιες επιφάνειες ακουμπούσαν αγαλματίδια, κεραμικά θραύσματα και μικροί μηχανισμοί με γρανάζια. Το σαλόνι δεν ήταν μεγάλο και ήταν τόσο παραγεμισμένο με διάφορα αντικείμενα που ασφυκτιούσε. «Βρισκόσασταν εδώ όταν σκοτώθηκε η Μαχάλια;» είπε ο Ντατ. «Δεν έχω άλλοθι, αν αυτό είναι που θέλετε να μάθετε. Μπορεί η

2 2 0 China Mieville γειτόνισσά μου να με ακούσε να τριγυρίζω στο σπίτι, αλλά δεν είμαι σίγουρος, μπορείτε να τη ρωτήσετε.» «Πόσο καιρό είστε εδώ;» ρώτησα. Ο Ντατ έσφιξε τα χείλη του χω­ ρίς να με κοιτάξει. «Θεέ μου, χρόνια ολόκληρα.» «Και γιατί εδώ;» «Δεν καταλαβαίνω.» «Απ’ ό,τι βλέπω, έχετε τόσα αντικείμενα από την Μπεσέλ όσα και από την Ουλ Κόμα.» Έδειξα ένα από τα πολλά παλιά έργα ή αντίγρα­ φα έργων από την Μπεσέλ. «Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που καταλήξατε εδώ και όχι στην Μπεσέλ; Ή κάπου αλλού;» Ο Μποντέν γύρισε τα χέρια με τις παλάμες του στραμμένες προς το πάνω σε μια ένδειξη απορίας. «Είμαι αρχαιολόγος. Δεν ξέρω πόσα γνωρίζετε για αυτά τα πράγματα. Τα περισσότερα από τα τεχνουργήματα που είναι άξια λόγου, περιλαμβανομένων εκείνων που τώρα καταλαβαίνουμε ότι φτιάχτηκαν από τεχνίτες της Μπες, βρίσκονται στο έδαφος της Ουλ Κόμα. Απλά έτσι ήταν πάντα. Την όλη κατάσταση δεν βοήθη­ σε ποτέ η ηλίθια προθυμία της Μπεσέλ να ξεπουλάει αυτά τα λι­ γοστά ευρήματα που μπόρεσε να ξεθάψει σε οποιονδήποτε ήθελε να τα αγοράσει. Η Ουλ Κόμα φερόταν πάντα εξυπνότερα σε αυτό το θέμα.» «Ακόμα και για μια ανασκαφή όπως το Μπολ Γι’αν;» «Εννοείς υπό ξένη επίβλεψη; Ασφαλώς. Τεχνικά, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ανήκει στους Καναδούς. Απλά έχουν κάποια δικαιώματα διαχείρισης και καταγραφής. Συν το κύρος που αποκτούν από δημο­ σιεύσεις και μια σημαντική προβολή. Και βέβαια, τα φράγκα από τις ξεναγήσεις σε μουσεία. Οι Καναδοί, πίστεψέ με, χαίρονται σαν μικρά παιδιά για τον αποκλεισμό των ΗΠΑ. Θέλεις να δεις κάποιον να γίνε­ ται πράσινος από θυμό; Πες σε έναν Αμερικανό αρχαιολόγο ότι εργά­ ζεσαι στην Ουλ Κόμα. Έχεις δει τους νόμους της Ουλ Κόμα για την εξαγωγή αρχαιοτήτων;» Έκλεισε τα χέρια του με τα δάχτυλα πλεγμέ­ να σχηματίζοντας μια παγίδα. «Όποιος θέλει να δουλέψει στην Ουλ

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 221 Κόμα ή στην Μπεσέλ, πόσο μάλλον για την Πρόδρομη Εποχή, κατα­ λήγει εδώ, αν μπορεί να έρθει.» «Η Μαχάλια ήταν Αμερικανίδα αρχαιολόγος...» είπε ο Ντατ. «Φοιτήτρια» τον διόρθωσε ο Μποντέν. «'Οταν θα τελείωνε το διδα­ κτορικό της, θα δυσκολευόταν πολύ να παραμείνει εδώ.» Στεκόμουν όρθιος κοιτάζοντας το δωματιάκι που φιλοξενούσε το γραφείο του. «Μπορώ να...;» Έδειξα προς τα μέσα. «Εγώ... βέβαια.» Ντρεπόταν για το μέγεθος του χώρου. Ή ταν ακό­ μα πιο γεμάτο με αρχαία απ’ ό,τι το σαλόνι του. Το γραφείο του ήταν ένα συνονθύλευμα από χαρτιά, καλώδια υπολογιστών, έναν χάρτη εύ­ ρεσης δρόμων της Ουλ Κόμα, φθαρμένο και αρκετά παλιό. Ανάμεσα στο χάος από τα χαρτιά υπήρχαν και κάποια με μια παράξενη και αρχαία γραφή, που δεν ήταν ούτε Ίλιταν ούτε Μπες. Ή ταν προ- Σχίσματος. Δεν μπορούσα να τη διαβάσω. «Αυτά εδώ τι είναι;» «Ω» μόρφασε με απογοήτευση. «Έφτασε χτες το πρωί. Ακόμα λαμ­ βάνω περίεργα ι-μέιλ. Από τότε που έγραψα το Ανάμεσα. Πράγματα που βρίσκουν διάφοροι και λένε ότι είναι η γραφή της Ορσίνι. Υποτί­ θεται πως πρέπει να τα αποκωδΐκοηοιώ γι’ αυτούς. Ίσως οι κακόμοιροι να πιστεύουν πράγματι ότι έχουν βρει κάτι.» «Αυτό μπορείτε να το αποκωδικοποιήσετε;» «Αστειεύεσαι; Ό χι. Δεν σημαίνει τίποτα.» Έκλεισε την πόρτα. «Κα­ νένα νέο από τη Γιολάντα;» είπε. «Αρχίζω να ανησυχώ σοβαρά.» «Πολύ φοβάμαι πως όχι» είπε ο Ντατ. «Το έχει αναλάβει το τμήμα Αγνοούμενων Προσώπων. Είναι πολύ καλοί. Συνεργαζόμαστε στενά.» «Πρέπει να τη βρούμε οπωσδήποτε, αστυνόμοι. Είμαι... Είναι πολύ σημαντικό.» «Ξέρετε αν θα ήθελε κάποιος να κάνει κακό στη Γιολάντα;» «Στη Γιολάντα; Ό χι βέβαια, είναι αγαπητή, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον. Η Μαχάλια δεν ήταν έτσι. Εννοώ... η Μαχάλια ήταν. .. αυτό που της συνέβη ήταν τρομερά φριχτό. Φριχτό. Ή ταν έξυπνη, πολύ έξυπνη, και πεισματάρα και γενναία και όχι μόνο αυτά... Αυτό που θέλω να πω είναι ότι μπορώ να φανταστώ τη Μαχάλια να εξαγριώνει

2 2 2 China Mieville κάποιον. Μπορούσε να το κάνει αυτό. Τέτοιος άνθρωπος ήταν και αυτό το λέω ως φιλοφρόνηση. Πάντα όμως υπήρχε ο φόβος ότι η Μαχάλια θα εξαγριώσει το λάθος άνθρωπο.» «Ποιον μπορεί να εξαγρίωσε;» «Δεν μιλάω συγκεκριμένα, ντετέκτιβ, δεν έχω ιδέα. Δεν είχαμε και πολλές επαφές εγώ και η Μαχάλια. Δεν την ήξερα σχεδόν καθόλου.» «Η πανεπιστημιουπολη είναι μικρή» είπα. «Σίγουρα όλοι σας γνω­ ρίζατε όλους τους φοιτητές.» «Σωστά. Ό μω ς ειλικρινά την απέφευγα. Δεν είχαμε μιλήσει για πολύ καιρό. Δεν είχαμε κάνει και πολύ καλή αρχή. Τη Γιολάντα, αντι- θέτως, την ξέρω. Και δεν μοιάζουν καθόλου. Μπορεί να μην είναι το ίδιο έξυπνη, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν που να μην τη συ­ μπαθεί, πόσο μάλλον να θέλει να της κάνει κακό. Ό λοι είναι συγκλο­ νισμένοι. Ακόμα και οι ντόπιοι που εργάζονται εδώ.» «Ήταν το ίδιο συντετριμμένοι και για τη Μαχάλια;» ρώτησα. «Για να είμαι ειλικρινής, αμφιβάλλω αν τη γνώριζε κανείς τους.» «Ένας από τους φυλακές έδειχνε να τη γνωρίζει. Ή ρθε και μας ρώτησε για κείνη. Για τη Μαχάλια. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν το αγόρι της ή κάτι τέτοιο.» «Κάποιος από τους φυλακές; Αποκλείεται. Συγγνώμη, αυτό ακού­ στηκε λίγο αυθαίρετο. Αυτό που εννοώ είναι ότι θα εκπλησσόμουν. Βάσει των όσων ξέρω για τη Μαχάλια, εννοώ.» «Τα οποία είναι λίγα απ’ ό,τι μας είπατε.» «Ναι. Όμως, ξέρετε, μαθαίνεις πράγματα σχετικά με το ποιος κάνει τι, ποιοι φοιτητές έκαναν τι. Κάποιοι από αυτοΰς -η μία είναι η Γιολά­ ντα- κάνουν παρέα με το προσωπικό από την Ουλ Κόμα, όχι όμως η Μαχάλια. Θα με ενημερώσετε αν βρείτε κάτι για τη Γιολάντα; Πρέπει να τη βρείτε. Ακόμα κι αν έχετε κάποια υποψία για το που μπορεί να βρίσκεται, σας παρακαλώ, αυτό που συμβαίνει είναι τρομερό.» «Είσαστε ο επιτηρητής της Γιολάντα» είπα. «Πάνω σε τι κάνει το διδακτορικό της;» «Ω.» Κούνησε το χέρι του στον αέρα. «“Αναπαριστώντας το Φυλό και το Άλλο στα Τεχνουργήματα της Πρόδρομης Εποχής”. Εξακολου­

Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 223 θώ να προτιμώ το “προ-Σχίσματος”, αλλά δυστυχώς δημιουργεί ένα ατυχές λογοπαίγνιο* στα αγγλικά, γι’αυτό και ο όρος Πρόδρομη Επο­ χή έχει προτιμηθεί.» «Είπατε ότι δεν είναι έξυπνη;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Είναι όσο ευφυής χρειάζεται. Είναι μια χα­ ρά. Απλά... Δεν υπάρχουν πολλοί σαν τη Μαχάλια στα μεταπτυχιακά προγράμματα.» «Τότε γιατί δεν ήσασταν ο επιτηρητής της;» Με κοίταξε σαν να τον κοροΐδευα. «Για τις μαλαχίες που έκανε, επιθεωρητή» είπε τελικά. Σηκώθηκε όρθιος και γύρισε την πλάτη του, έδειχνε ότι ήθελε να βηματίσει στο δωμάτιο, αλλά ήταν πολύ μικρό. «Ναι, ήταν περίεργες οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γνωριστήκαμε.» Στράφηκε ξανά προς το μέρος μας. «Ντετέκτιβ Ντατ, επιθεωρητή Μπόρλου. Ξέρετε πόσους διδα­ κτορικούς φοιτητές έχω; Έναν. Και αυτό επειδή δεν την ήθελε κανέ­ νας άλλος. Την κακομοίρα. Δεν έχω γραφείο στο Μπολ Γι’αν. Δεν εί­ μαι μόνιμος ούτε πρόκειται να γίνω. Ξέρετε ποιος είναι ο επίσημος τίτλος μου στο Πρινς οφ Γουέιλς; Είμαι ένας Ανταποκριτής Λέκτορας. Μη με ρωτήσετε τι σημαίνει αυτό. Βασικά, μπορώ να σας πω τι ση­ μαίνει αυτό - σημαίνει Είμαστε οι πρωτοπόροι στην έρευνα για την Ονλ Κόμα, την Μπεσέλ και την Πρόδρομη Εποχή, και χρειαζόμαστε όσα ονόμα­ τα μπορούμε να έχουμε, και μπορούμε ακόμα και να δελεάσουμε μερικούς πλούσιους τρελάρες για να έρθουν στο πρόγραμμά μας με αυτό τον τίτλο, αλλά δεν είμαστε τόσο ανόητοι ώστε να τους δώσουμε πραγματική δουλειά.» «Λόγω του βιβλίου;» «Λόγω του Ανάμεσα στην Πόλη και την Πόλη. Λόγω του ότι ήμουν ένας μαστουρωμένος νεαρός με έναν επιτηρητή που με παραμελούσε και μια ροπή προς το μυστήριο. Δεν έχει σημασία αν λίγο αργότερα γυρίσεις και πεις “Mea culpa, τα έκανα θάλασσα, δεν υπάρχει Ορσίνι, με συγχωρείτε.” Δεν έχει σημασία ότι το ογδόντα πέντε τοις εκατό της * Η λέξη cleavage εκτός από την ερμηνεία σχίσμα, περιγράφει και το χώρισμα του γυναικείου στήθους (Σ.τ.Μ.).

2 2 4 China Mieville ερευνάς μου κρατάει ακόμα και χρησιμοποιείται. Με ακούτε; Δεν έχει σημασία οτιδήποτε άλλο κάνεις. Δεν μπορείς να το αφήσεις πίσω, όσο σκληρά κι αν προσπαθήσεις. »Όταν λοιπόν, όπως συμβαίνει συχνά, έρχεται κάποιος και μου λέει ότι η δουλειά που τα γάμησε όλα είναι τόσο σπουδαία και ότι θα ήθελε πολύ να δουλέψει μαζί μου -γιατί αυτό ακριβώς έκανε η Μαχάλια στο συνέδριο που είχε γίνει στην Μπεσέλ όταν την πρωτο- γνώρισα- και ότι είναι τόσο γελοίο το γεγονός ότι η αλήθεια κρύβεται ακόμα από τις πόλεις, και ότι εκείνη είναι με το μέρος μου... Γνωρί­ ζετε, επί τη ευκαιρία, ότι όταν πρωτοήρθε εδώ όχι μόνο πέρασε κρυ­ φά ένα αντίγραφο του Ανάμεσα στην Μπεσέλ, αλλά μου είπε ότι θα το έβαζε στα ράφια του τομέα ιστορίας της βιβλιοθήκης του πανεπι­ στημίου, για τ’ όνομα του Θεού; Για να το βρει ο κόσμος; Μου το είπε με καμάρι. Της είπα να το ξεφορτωθεί αμέσως, αλλιώς θα ειδο­ ποιούσα την πολισζάι. Ό πω ς και να ’χει, όταν μου είπε όλα αυτά, ναι, νεύριασα. »Συναντάω αυτούς τους ανθρώπους σχεδόν σε κάθε συνέδριο που πηγαίνω. Τους λέω ότι έκανα λάθος και κείνοι νομίζουν είτε ότι έχω εξαγοραστεί από κάποια μυστική εξουσία, είτε ότι φοβάμαι για τη ζωή μου. Ή ότι έχω αντικατασταθεί από κάποιου είδους ρομπότ.» «Μιλούσε ποτέ η Γιολάντα για τη Μαχάλια; Δεν ήταν άσχημο να αισθάνεστε έτσι για την καλύτερή της φίλη...» «Πώς να αισθάνομαι; Δεν υπήρχε τίποτα, επιθεωρητή. Της είπα ότι δεν θα την επιτηρούσα και με κατηγόρησε για δειλία ή συνθηκο­ λόγηση ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι. Αυτό ήταν και το τέλος. Πίστευα ότι με τα χρόνια λίγο-πολύ θα σταματούσε να ασχολείται με την Ορ- σίνι εφόσον είχε ενταχθεί και στο πρόγραμμα. Είχα δίκιο, τα παρά­ τησε. Αυτό ήταν. Και άκουσα πως ήταν έξυπνη.» «Έχω την εντύπωση ότι η καθηγήτρια Νάνοι ήταν λίγο απογοητευ­ μένη από εκείνη.» «Μπορεί. Δεν ξέρω. Δεν θα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που θα ήταν σκέτη απογοήτευση σια γραπτά του, εξακολουθούσε όμως να έχει μια φήμη.»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 225 «Η Γιολάντα δεν ασχολούνταν με την Ορσίνι; Αυτός δεν ήταν ο λόγος που μελετούσε μαζί σας;» Αναστέναξε και έκατσε ξανά στην καρέκλα. Το άτονο σήκω-κάτσε του δεν μου προκαλουσε καμία εντύπωση. «Πίστευα πως όχι. Δεν θα δεχόμουν να την επιτηρήσω. Και όχι, όχι στην αρχή... την ανέφερε όμως πρόσφατα. Ανέφερε τις ντιαέναι και το τι θα μπορούσε να ζει εκεί, όλα αυτά. Ή ξερε πώς αισθανόμουν γι’ αυτό και προσπαθούσε να συμπεριφέρεται σαν να ήταν όλα υποθετι­ κά. Ακοόγεται γελοίο, αλλά δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου ότι μπορεί να οφειλόταν στην επιρροή της Μαχάλια. Της μιλούσε γι’ αυτά τα πράγματα; Γνωρίζετε κάτι;» «Πείτε μας για τις ντισένσι» είπε ο Ντατ. «Ξέρετε που βρίσκονται;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ξέρεις που βρίσκονται κάποιες, ντετέ- κτιβ. Η ύπαρξη πολλών από αυτές δεν αποτελεί μυστικό. Κάποιες πίσω αυλές εδώ, ένα εγκαταλειμμένο κτίριο εκεί. Τα πρώτα πέντε περίπου μέτρα του πάρκου Νουίστου; Ντισένσονς. Τις διεκδικεί η Ουλ Κόμα, τις διεκδικεί και η Μπεσέλ. Είναι ισοδύναμα αλληλοπλεγμένες ή εκτός συνόρων και στις δυο πόλεις, ενώ η διαφωνία συνεχίζεται. Απλά δεν υπάρχει κάτι το τόσο σημαντικό σχετικά με αυτά τα σημεία.» «Θα ήθελα μια λίστα από εσάς.» «Αν το προτιμάτε. Θα την έχετε πιο γρήγορα από το τμήμα σας, και η δίκιά μου θα είναι πιθανώς είκοσι χρόνια πίσω. Από καιρό σε καιρό κάποιες επιλύονται και εμφανίζονται καινούριες. Και υπάρ­ χουν και οι μυστικές.» «Θα ήθελα μια λίστα. Μια στιγμή, μυστικές; Αν κανένας δεν γνω­ ρίζει ότι αμφισβητούνται, τότε πώς υπάρχουν;» «Αθόρυβα. Αμφισβητούνται μυστικό, ντετέκτιβ Ντατ. Πρέπει να απο­ κτήσεις τον κατάλληλο τρόπο σκέψης για όλες αυτές τις ανοησίες.» «Διδάκτωρ Μποντέν...» είπα και σταμάτησα. «Έχετε κάποιον λόγο να πιστεύετε ότι μπορεί κάποιος να έχει κάτι εναντίον σας;» «Γιατί;» Ξαφνικά είχε τρομάξει. «Τι έχετε ακούσει;» «Τίποτα, απλά...» είπα και σταμάτησα. «Υπάρχει η υποψία ότι κά­ ποιος έχει βάλει στο στόχαστρό του όλους όσοι έχουν ασχοληθεί με

2 2 6 China Mieville την Ορσίνι.» Ο Ντατ δεν έκανε καμία κίνηση για να με διακόψει. «Ίσως θα πρέπει να προσέχετε.» «Τι; Δεν ασχολούμαι με την Ορσίνι. Έχω σταματήσει εδώ και χρόνια.» «Όπως λέτε κι εσείς ο ίδιος, εφόσον εσείς τα ξεκινήσατε όλα αυ­ τά... Πολύ φοβάμαι πως είστε ο μπροστάρης, είτε σας αρέσει είτε όχι. Έχετε λάβει κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί απειλή;» v'0y%.» «Σας είχαν κάνει διάρρηξη.» Ή ταν ο Ντατ που μίλησε. «Πριν από μερικές εβδομάδες.» Τον κοιτάξαμε και οι δυο. Ο Ντατ δεν έδειξε να αισθάνεται ντροπή απάτην έκπληξή μου. Ο Μποντέν ανοιγόκλεινε το στόμα του. «Αυτή ήταν απλά μια διάρρηξη» είπε. «Ούτε που μου πήραν τίποτα.» «Ναι, γιατί μάλλον κάτι τους είχε τρομάξει - αυτό είχαμε υποθέσει τότε» είπε ο Ντατ. «Ίσως να μην είχαν ποτέ σκοπό να πάρουν κάτι.» Ο Μποντέν -κ α ι πιο διακριτικά εγώ- κοιτάξαμε ολόγυρα στο δω­ μάτιο σαν να περιμέναμε να αποκαλυφθεί ξαφνικά κάποιο απειλητι­ κό σύμβολο ή κάποιος ηλεκτρονικός κοριός ή κάποια απειλή γραμμέ­ νη με μπογιά στον τοίχο. «Ντετέκτιβ, επιθεωρητή, όλα αυτά είναι τελείως παράλογα, δεν υπάρχει Ορσίνι...» «Ναι» είπε ο Ντατ «αλλά υπάρχουν πολλοί τρελοί.» «Κάποιοι από τους οποίους» συμπλήρωσα «για τον άλφα ή βήτα λόγο, ενδιαφέρονται για ορισμένες από τις ιδέες που εξετάζατε εσείς, η δεσποινίς Ροντρίγκεζ και η δεσποινίς Γκίαρι...» «Δεν θα έλεγα ότι κάποια από τις δύο εξέιαζε ιδέες...» «Τρόπος του λέγειν» είπε ο Ντατ. «Το θέμα είναι ότι τράβηξαν την προσοχή κάποιου. Ό χι, δεν ξέρουμε γιατί, δεν ξέρουμε καν αν υπάρ­ χει κάποιο γιατί.» Ο Μποντέν μας κοίταζε τελείως σοκαρισμένος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΞΙ Ο ΝΤΑΤ ΠΗΡΕ ΤΗ ΛΙΣΤΑ που του έδωσε ο Μποντέν και έστειλε έναν υφιστάμενό του να τη συμπληρώσει. Στη συνέχεια έστειλε αστυνομι­ κούς στα καταγραμμένα μέρη, στα εγκαταλειμμένα κτίρια, στα ρεί­ θρα πεζοδρομίων, στους μικρούς χώρους περιπάτου στις όχθες του ποταμού, να ερευνήσουν και να ψαχουλέψουν στα όρια αμφισβητού­ μενων, λειτουργικά αλληλοπλεγμένων χώρων. Εκείνο το βράδυ ξανα­ μίλησα με την Κόργουι -αστειεύτηκε για άλλη μια φορά λέγοντας πως ήλπιζε να είναι ασφαλής η γραμμή-, αλλά δεν είχαμε τίποτα χρήσιμο να πούμε ο ένας στον άλλο. Η καθηγήτρια Νάνοι είχε στείλει στο ξενοδοχείο αντίγραφα από τα κεφάλαια του διδακτορικού της Μαχάλια. Υπήρχαν δυο που ήταν σχεδόν τελειωμένα και άλλα δυο που ήταν πρόχειρα σχεδιασμένα. Μετά από λίγη ώρα σταμάτησα να τα διαβάζω και, αντί γι’ αυτά, κοί­ ταξα τις φωτοτυπίες από τα γεμάτα σχόλια σημειωματάριά της. Υπήρχε μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στα κάπως κοινότοπα, με βα­ ρετό ύφος κεφάλαια και στις γεμάτες θαυμαστικά και βιαστικές προ­ σθήκες σημειώσεις της, στις οποίες η Μαχάλια διαφωνούσε με ό,τι έλεγε πρωτύτερα και με το κυρίως κείμενο. Στο τέλος τα άφησα κι αυτά για να διαβάσω το βιβλίο του Μποντέν. Το Ανάμεσα στην Πόλη και την Πόλη ήταν προκατειλημμένο. Ή ταν φανερό πως υπάρχουν μυστικά στην Μπεσέλ και την Ουλ Κόμα, μυ­ στικά τα οποία όλοι γνωρίζουν. Δεν ήταν απαραίτητο να επιβεβαιώ­ νεις την ύπαρξη κρυμμένων μυστικών. Παρ’όλα αυτά, οι παλιές ιστό-

2 2 8 China Mieville ρίες, τα μωσαϊκά και τα ανάγλυφα, τα τεχνουργήματα στα οποία αναφερόταν το βιβλίο ήταν σε κάποιες περιπτώσεις εντυπωσιακά - πανέμορφα και εκπληκτικά. Οι περιγραφές του νεαρού Μποντέν για κάποια ακόμα άλυτα μυστήρια σχετικά με τα ευρήματα της Πρόδρο­ μης ή προ-Σχίσματος περιόδου ήταν από ευφυείς έως πειστικές. Υπο­ στήριζε με έντεχνο τρόπο ότι οι ακατανόητοι μηχανισμοί που είχαν κατ’ ευφημισμό ονομαστεί «ρολόγια» δεν ήταν καν μηχανισμοί αλλά κουτιά με πολύπλοκους θαλάμους, σχεδιασμένα απλά και μόνο για να συγκρατουν τα γρανάζια που περιείχαν. Τα συνεχή σννεηώς του ήταν παράλογα, όπως τώρα παραδεχόταν. Και βέβαια θα υπήρχε παράνοια για έναν επισκέπτη αυτής της πό­ λης, στην οποία οι ντόπιοι θα κοίταζαν, και θα κοίταζαν έντονα, στην οποία εγώ ήμουν υπό παρακολούθηση από την Παράβαση, και της οποίας οι κλεφτές ματιές δεν θα έμοιαζαν με τίποτα απ’ό,τι είχα βιώσει. Αργότερα, ενώ κοιμόμουν, το κινητό μου χτύπησε. Ή ταν το τηλέ­ φωνο της Μπες και έδειχνε ότι η κλήση ήταν διεθνής. Η χρέωση θα έφτανε στα υψη, αλλά το πλήρωνε η κυβέρνηση. «Μπόρλου» είπα. «Επιθεωρητή...» Η προφορά ήταν Ίλιταν. «Ποιος είναι;» «Μπόρλου, δεν ξέρω γιατί εσυ... δεν μπορώ να μιλήσω πολύ. Εγώ... σ’ ευχαριστώ.» «Τζάρις.» Ανακάθισα και ακουμπησα τα πόδια μου στο πάτωμα. Ή ταν ο νεαρός ενωτικός. «Είναι...» «Δεν είμαστε γαμημένοι σύντροφοι, ξέρεις.» Αυτή τη φορά δεν μι­ λούσε στα Παλιά \"Ιλιταν, αλλά γρήγορα στη δική του, καθημερινή γλώσσα. «Γιατί θα ’πρεπε να είμαστε;» «Σωστά. Δεν μπορώ να μιλήσω πολύ.» «Εντάξει.» «Το είχες καταλάβει ότι ήμουν εγώ, έτσι δεν είναι; Αυτός που σου τηλεφώνησε στην Μπεσέλ.» «Δεν ήμουν σίγουρος.»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 229 «Σωστά. Εκείνο το τηλεφώνημα δεν συνέβη ποτέ.» Δεν είπα τίποτα. «Ευχαριστώ για τις προάλλες» είπε. «Που δεν το είπες. Συνάντησα τη Μάργια όταν ήρθε εδώ.» Δεν την είχα αποκαλέσει με αυτό το όνομα εδώ και πολύ καιρό, εκτός από τη στιγμή που ο Ντατ είχε ανακρίνει τους ενωτικους. «Μου είπε ότι γνώριζε τους αδερφούς και τις αδερφές μας πέρα από τα σύνορα, πως είχε συνεργαστεί μαζί τους. Όμως δεν ήταν μια από εμάς, ξέρεις.» «Ξέρω. Με έσπρωξες στη σωστή κατεύθυνση στην Μπεσέλ...» «Βουλωσ’το. Σε παρακαλώ. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν, αλλά αυτά για τα οποία ρωτούσε ήταν... Ή ταν ανακατεμένη με πράγματα που δεν μπορείς να φανταστείς.» Δεν ήθελα να τον προλάβω. «Ορσίνι.» Πρέπει να ερμήνευσε τη σιωπή μου ως ένδειξη δέους. «Δεν της και­ γόταν καρφάκι για την ενοποίηση. Έθετε τους πάντες σε κίνδυνο για να μπορεί να χρησιμοποιεί τις βιβλιοθήκες και τις διασυνδέσεις μας... Τη συμπαθούσα πραγματικά, αλλά μύριζε μπελάδες. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η Ορσίνι. »Μπόρλου, ττ\\ βρήκε, που να πάρει ο διάολος. »Είσαι εκεί; Καταλαβαίνεις τι λέω; Τη βρήκε...» «Πώς το ξέρεις;» «Μου το είπε. Οι άλλοι δεν το ξέρουν. Ό ταν συνειδητοποιήσαμε πόσο... επικίνδυνη ήταν, της απαγορεύσαμε να έρχεται στις συνα­ ντήσεις. Νόμιζαν πως ήταν κατάσκοπος ή κάτι τέτοιο. Αλλά δεν ήταν.» «Κράτησες επαφή μαζί της;» Δεν είπε τίποτα. «Γιατί, αφού ήταν τόσο...;» «Εγώ... εκείνη ήταν...» «Γιατί μου τηλεφώνησες; Στην Μπεσέλ;» «...Της άξιζε κάτι καλύτερο από ένα νεκροταφείο απόρων.» Ξαφνιάστηκα που γνώριζε αυτό τον όρο. «Ήσασταν μαζί, Τζάρις;» είπα. «Δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για κείνη. Ποτέ δεν ρώτησα. Ποτέ δεν συνάντησα τους φίλους της. Ή μασταν προσεκτικοί. Όμως μου είπε για την Ορσίνι. Μου έδειξε όλες τις σημειώσεις της. Ήταν... Άκου,

2 3 0 China Mieville Μπόρλου, δεν θα με πιστέψεις, αλλά είχε έρθει σε επαφή. Υπάρχουν μέρη-» «Ντισένσι;» «Όχι, βουλωσ’ το. Ό χ ι αμφιλεγόμενα. Μέρη που όλοι στην Ουλ Κόμα πιστεύουν ότι βρίσκονται στην Μπεσέλ και όλοι στην Μπεσέλ πιστεύουν ότι βρίσκονται στην Ουλ Κόμα. Δεν βρίσκονται σε καμία. Είναι η Ορσίνι. Τα βρήκε αυτά τα μέρη. Μου είπε ότι βοηθούσε.» «Κάνοντας τι;» Το τελευταίο το είπα γιατί η σιωπή τραβούσε πολύ. «Δεν γνωρίζω πολλά. Τους προστάτευε. Ή θελαν κάτι. Έτσι είπε. Κάτι τέτοιο. Ό ταν όμως μια φορά τη ρώτησα “Πώς ξέρεις ότι η Ορ­ σίνι είναι με το μέρος μας;” εκείνη γέλασε και μου είπε “Δεν το ξέρω, δεν είναι.” Δεν μου έλεγε πολλά. Δεν ήθελα να γνωρίζω. Έτσι κι αλ­ λιώς, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου γι’ αυτό. Πίστευα ότι μπορεί να πέρναγε στη μεριά σας μέσα από κάποια από αυτά τα μέρη, αλλά...» «Πότε την είδες τελευταία φορά;» «Δεν ξέρω. Λίγες μέρες πριν... πριν γίνει ό,τι έγινε. Άκου, Μπόρλου, αυτό που πρέπει να ξέρεις είναι το εξής: ήξερε ότι κινδύνευε. Θύμωσε και νεύριασε πολύ όταν είπα κάτι για την Ορσίνι. Την τελευταία φο­ ρά. Είπε ότι δεν καταλάβαινα τίποτα. Είπε κάτι σαν να μην ήταν σί­ γουρη αν αυτό που έκανε ήταν αποκατάσταση ή έγκλημα.» «Τι σημαίνει αυτό;» «Δεν ξέρω. Είπε ότι η Παράβαση δεν ήταν τίποτα. Σοκαρίστηκα όταν το άκουσα. Μπορείς να το διανοηθείς; Είπε ότι όποιος γνώριζε την αλήθεια για την Ορσίνι, διέτρεχε κίνδυνο. Είπε πως δεν ήταν πολ­ λοί, αλλά όποιος γνώριζε, δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί πόσο χωμένος στα σκατά ήταν, δεν θα το πίστευε. Είπα “Ακόμα κι εγώ;” και κείνη απάντησε “Ίσως, ίσως να σου έχω ήδη αποκαλυψει πολλά.”» «Τι πιστεύεις ότι εννοούσε;» «Τι ξέρεις για την Ορσίνι, Μπόρλου; Για ποιον γαμημένο λόγο θα πίστευε κάποιος ότι είναι ακίνδυνο να μπλέξει με την Ορσίνι; Πώς νομίζεις ότι μένει κάτι κρυμμένο για αιώνες; Με το να φέρεται ωραία; Θεέ μου! Πιστεύω πως κάποια στιγμή άρχισε να δουλεύει για την Ορσίνι, αυτό είναι που πιστεύω, και νομίζω πως όλοι αυτοί είναι πα­

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 231 ράσιτα και της είπαν πως τους βοηθούσε, αλλά εκείνη ανακάλυψε κάτι κι όταν το συνειδητοποίησε, τότε τη σκότωσαν.» Βρήκε πάλι την ψυχραιμία του. «Στο τέλος, κουβαλούσε και ένα μαχαίρι μαζί της, για προστασία. Από την Ορσίνι.» Γέλασε δυστυχισμένα. «Τη σκότωσαν, Μπόρλου. Και θα σκοτώσουν όποιον τους δημιουργήσει προβλήματα. Ακόμα και κείνους που έστρεψαν την προσοχή πάνω τους.» «Και με σένα τι γίνεται;» «Την έχω γαμήσει, αυτό γίνεται. Εκείνη χάθηκε, άρα είμαι κι εγώ χαμένος. Η Ουλ Κόμα μπορεί να πάει να γαμηθεί, το ίδιο και η Μπε- σέλ και η γαμημένη η Ορσίνι επίσης. Αυτό είναι το αποχαιρετιστήριο μου. Ακούς τον ήχο από τους τροχούς; Σε ένα λεπτό, όταν θα ’χουμε τελειώσει, αυτό το τηλέφωνο θα πεταχτεί έξω από το γαμημένο το παράθυρο και άντε στο καλό. Αυτό το τηλεφώνημα είναι ένα αποχαι­ ρετιστήριο δώρο, για κείνη.» Η φωνή του στις τελευταίες λέξεις είχε γίνει ψιθυριστή. Ό ταν συ­ νειδητοποίησα ότι το είχε κλείσει, προσπάθησα να τον πάρω, αλλά η γραμμή του ήταν νεκρή. Ετ ρ ιψ α ΓΙΑ ΠΟΑΛΗ ΩΡΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ μ ο υ . Υπερβολικά πολλή. Έγραψα μερικές βιαστικές σημειώσεις στο χαρτί με το λογότυπο του ξενοδο­ χείου, όχι επειδή θα μου χρησίμευαν κάπου, απλά για να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη. Έκανα μια λίστα με όλους τους εμπλεκόμε­ νους. Κοίταξα το ρολόι και έκανα έναν υπολογισμό της ώρας σε μια άλλη χρονική ζώνη. Κάλεσα έναν διεθνή αριθμό από το τηλέφωνο του ξενοδοχείου. «Κυρία Γκίαρι;» «Ποιος είναι;» «Κυρία Γκίαρι, είμαι ο Τίαντορ Μπόρλου. Από την αστυνομία της Μπεσέλ.» Έμεινε σιωπηλή. «Εμείς... Θα μπορούσα να ρωτήσω πώς είναι ο κύριος Γκίαρι;» Περπάτησα ξυπόλητος μέχρι το παράθυρο. «Είναι καλά» είπε μετά από λίγο. «Θυμωμένος.» Ή ταν προσεκτική. Δεν μπορούσε να αποφασίσει για μένα. Τράβηξα λίγο τις βαριές κουρτίνες και κοίταξα έξω. Δεν είχε σημασία που ήταν περασμένα

2 3 2 China Mieville μεσάνυχτα, διακρίνονταν ακόμα κάποιες φιγούρες στο δρόμο, όπως πάντα. Αραιά και πού περνούσε και κάποιο αυτοκίνητο. Τέτοια ώρα ήταν πιο δύσκολο να καταλάβεις ποιος ήταν από δω και ποιος ήταν ξένος, άρα αόρατος τη μέρα. Τα χρώματα των ρούχων ήταν δυσδιά­ κριτα λόγω του φωτισμού από τις λάμπες του δρόμου και το βιαστικό νυχτερινό περπάτημα αλλοίωνε τη γλώσσα του σώματος. «Ήθελα να σας πω για άλλη μια φορά πόσο λυπάμαι για ό,τι συνέ­ βη και να βεβαιωθώ ότι είστε καλά.» «Έχετε κάτι να μου πείτε;» «Εννοείτε αν έχουμε πιάσει αυτόν που το έκανε αυτό στην κόρη σας; Λυπάμαι, κυρία Γκίαρι, αλλά όχι. Ή θελα όμως να σας ρωτή­ σω...» Περίμενα, αλλά δεν έκλεισε, ούτε είπε κάτι. «Σας είπε ποτέ η Μαχάλια αν έβλεπε κάποιον εδώ;» Ακούστηκε μόνο κάποιος ήχος. Αφού περίμενα μερικά δευτερόλε­ πτα, συνέχισα. «Γνωρίζετε τη Γιολάντα Ροντρίγκεζ; Και γιατί έψαχνε συγκεκριμένα τους εθνικιστές της Μπες ο κύριος Γκίαρι; Ό ταν έκανε την παραβίαση; Η Μαχάλια ζούσε στην Ουλ Κόμα.» Ακούστηκε πάλι ο ήχος και κατάλαβα ότι έκλαιγε. Άνοιξα το στόμα μου, αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να την ακούω. Ή ταν πια αργά, αλλά καθώς συνερχόμουν από τον ύπνο, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να είχα χρησιμοποιήσει άλλο τηλέφωνο, αν ήταν σωστές οι υποψίες που είχαμε με την Κόργουι. Η κυρία Γκίαρι δεν είχε κλεί­ σει το τηλέφωνο, οπότε μετά από λίγο είπα το όνομά της. «Γιατί με ρωτάτε για τη Γιολάντα;» είπε μετά από λίγο. Είχε κατα­ φέρει να ελέγξει τη φωνή της. «Και βέβαια την έχω γνωρίσει, είναι φίλη της Μαχάλια. Είναι...;» «Απλά προσπαθούμε να τη βρούμε. Όμως...» «Ω, Θεέ μου, έχει εξαψανιστεί; Η Μαχάλια της εμπιστευόταν τα πάντα. Μήπως γι’ αυτό...; Είναι...;» «Σας παρακαλώ, μην κάνετε έτσι, κυρία Γκίαρι. Σας ορκίζομαι ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι έχει συμβεί κάτι δυσάρεστο. Μπορεί απλά να έχει φύγει για μερικές μέρες. Σας παρακαλώ.» Άρχισε πάλι να κλαίει, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 233 «Ούτε καν μας μιλούσαν στην πτήση» είπε. «Ο σύζυγός μου συνήλ­ θε λίγο πριν φτάσουμε και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί.» «Κυρία Γκίαρι, είχε η Μαχάλια σχέση με κάποιον από δω; Κά­ ποιον που γνωρίζετε; Εννοώ στην Ουλ Κόμα.» «Όχι» είπε αναστενάζοντας. «Θα σκέφτεστε, “Πώς να ξέρει κάτι τέτοιο η μητέρα της;” όμως θα το ήξερα. Δεν μου έλεγε λεπτομέρειες, αλλά...» Προσπάθησε να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό της. «Υπήρχε κά­ ποιος με τον οποίο έκανε παρέα, αλλά δεν της άρεσε έτσι όπως το εννοείτε. Είπε ότι ήταν πολύ μπερδεμένη κατάσταση.» «Ποιο ήταν τ’ όνομά του;» «Νομίζετε δεν θα σας το είχα πει; Δεν ξέρω. Νομίζω τον γνώρισε από πολίτικους κύκλους.» «Αναφερθήκατε στην οργάνωση Πρώτα η Κόμα.» «Ω, το κορίτσι μου τους είχε τρελάνει όλους.» Γέλασε για λίγο. «Εί­ χε εκνευρίσει τους ανθρώπους και στις δυο πλευρές. Ακόμα και τους ενωσιακούς, έτσι δεν λέγονται; Ο Μάικλ θα πήγαινε να τους βρει όλους. Ή ταν πιο εύκολο να βρούμε ονόματα και διευθύνσεις για την Μπεσέλ. Εκεί βρισκόμασταν. Θα πήγαινε να τους δει όλους, με τη σειρά. Ή θελε να τους βρει όλους, γιατί... ένας από αυτούς το έκανε αυτό.» Της υποσχέθηκα όλα αυτά που ήθελε να της υποσχεθώ, ξύνοντας το μέτωπό μου και κοιτάζοντας το νυχτερινό περίγραμμα της Ουλ Κόμα. Ό χ ι πολύ αργότερα, με ξύπνησε ένα τηλεφώνημα από τον Ντατ. «Ακόμα είσαι στο γαμημένο το κρεβάτι; Σήκω.» «Πόση ώρα θα κάνεις να...» Ή ταν πρωί, αλλά όχι και τόσο νωρίς. «Είμαι κάτω. Κατέβα, μην καθυστερείς. Κάποιος έστειλε μια βόμβα.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΠΤΑ ΣΤΟ ΜΠΟΛ ΓγΑν, οι άντρες της μονάδας εξουδεχέρωσης εκρηκτικών της Ουλ Κόμα κάθονταν νωχελικά έξω από το δωματιάκι που υποκα- θισιοΰσε το χώρο παραλαβής αλληλογραφίας, μιλώντας με μερικούς άντρες της ασφάλειας που τους κοιτούσαν με δέος, μασώντας τσίχλες, τετράγωνοι μέσα στις προστατευτικές στολές τους. Οι άντρες της μο­ νάδας είχαν σηκωμένη την προσωπίδα τους, σχηματίζοντας γωνία με το μέτωπό τους. «Είσαι ο Ντατ; Είναι εντάξει, ντετέκτιβ» είπε ένας, κοιτάζοντας τα διακριτικά του Ντατ. «Μπορείτε να μπείτε.» Μου έριξε ένα βλέμμα και άνοιξε την πόρτα του μικροσκοπικού δωματίου. «Ποιος τη βρήκε;» είπε ο Ντατ. «Ένα από τα παιδιά της ασφάλειας. Ξύπνιος. Άικαμ Τσούε. Τι; Τι;» Κανείς μας δεν είπε τίποτα. Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφο­ ρα. «Είπε ότι κάτι δεν του άρεσε στην αφή. Πήγε στους μύίτσια που ήταν απέξω και τους ζήτησε να ρίξουν μια ματιά.» Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με θυρίδες και υπήρχαν μεγάλα καφε- τιά δέματα, άλλα ανοιγμένα κι άλλα κλειστά, σε γωνίες και σε πλα­ στικά κουτιά πάνω σε τραπέζια. Στο κέντρο του δωματίου, πάνω σε ένα σκαμνί περιτριγυρισμένο από σκισμένα κομμάτια φακέλου και πεσμένα γράμματα που είχαν πάνω τους ίχνη από πατημασιές, βρι­ σκόταν εκτεθειμένο ένα ανοιγμένο πακέτο, από το εσωτερικό του οποίου προεξείχαν ηλεκτρονικοί μηχανισμοί, σαν στήμονες ενός λουλουδιού.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 235 «Αυτός είναι ο μηχανισμός» είπε ο άντρας. Διάβασα τα Ίλιταν στην κέβλαρ στολή του, το όνομά του ήταν Τάιρο. Μίλησε στον Ντατ, όχι σε μένα, δείχνοντας με έναν μικρό δείκτη λέιζερ, τοποθετώντας την κόκκινη κουκίδα πάνω οε αυτό στο οποίο αναφερόταν. «Δυο στρώσεις φακέλου.» Έκανε σχήματα με το φως πάνω στο χαρτί. «Ανοίξαμε τον πρώτο, τίποτα. Μέσα υπήρχε ένας άλλος. Ανοίξαμε και ‘κείνον...» Χτύ­ πησε τα δάχτυλά του δείχνοντας τα καλώδια που προεξείχαν. «Ωραία δουλειά. Κλασική.» «Παλιομοδίτικη;» «Μπα, απλά τίποτα το εντυπωσιακό. Αλλά ωραία δουλειά. Δεν έχει φτιαχτεί, όμως, μόνο για να κάνει φασαρία - δεν έγινε για να τρομά­ ξει κάποιον, έγινε για να κάνει ζημιά. Και θα σου πω και κάτι. Το βλέπεις αυτό; Πολύ σιοχευμένη. Συνδέεται με την ετικέτα.» Τα υπο- λείμματά της ήταν ορατά στο χαρτί, μια κόκκινη ταινία στον εσωτε­ ρικό φάκελο, με τυπωμένο στα Μπες Τραβήξτε εδώ για να ανοίξει. «Όποιος πήγαινε να το ανοίξει, θα έσκαγε μέσα στη μούρη του και θα τον έριχνε κάτω. Αλλά, εκτός κι αν ήταν πάρα πολύ άτυχος, όποιος στεκόταν δίπλα του θα χρειαζόταν μόνο ένα καινούριο χτένισμα. Η έκρηξη ήταν στοχευμένη.» «Έχει αφοπλιστεί;» ρώτησα τον Τάιρο. «Μπορώ να την ακουμπή- σω;» Δεν κοίταξε εμένα αλλά τον Ντατ, που του ένευσε να απαντήσει. «Δακτυλικά αποτυπώματα» είπε ο Τάιρο, αλλά σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. Πήρα ένα στιλό από ένα από τα ράφια και έβγαλα το μελάνι του, για να μη λερώσω τίποτα. Σκάλισα μαλακά το χαρτί, πιέζοντας ελαφρά προς τα κάτω τον εσωτερικό φάκελο. Ακό­ μα και μετά το σκίσιμό του από τη μονάδα εξουδετέρωσης, ήταν εύκολο να διαβαστεί το όνομα που ήταν γραμμένο πάνω του: Ντέι- βιντ Μποντέν. «Δες εδώ» είπε ο Τάιρο. Ψαχουλεψε απαλά. Κάτω από το πακέτο στην εσωτερική μεριά του εξωτερικού φακέλου, κάποιος είχε γράψει βιαστικά, στα Ίλιταν, Η καρδιά ενός λύκον. Αναγνώρισα το στίχο αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ από που. Ο Τάιρο το τραγούδησε και χα­ μογέλασε πλατιά.

2 3 6 China Mieville «Είναι ένα παλιό παραδοσιακό τραγούδι της χώρας» είπε ο Ντατ. «Δεν ήταν εκφοβισμός, ούτε προοριζόταν για εκτεταμένη κατα­ στροφή» μου είπε σιγανοί ο Ντατ. Καθίσαμε στο γραφείο που είχαμε επιτάξει. Απέναντι μας, βρισκόταν ο Άικαμ Τσούε, ο οποίος προσπα­ θούσε ευγενικά να αποφύγει να κρυφακούσει. «Η έκρηξη θα ήταν θανατηφόρα. Τι διάολο;» «Με Ίλιταν πάνω του, σταλμένο από την Μπεσέλ» είπα. Η έρευνα για δακτυλικά αποτυπώματα δεν απέφερε τίποτα. Και οι δύο φάκελοι είχαν γραφτεί πρόχειρα, η διεύθυνση στον εξωτερικό και το όνομα του Μποντέν στον εσωτερικό σε μια χαοτική γραφή. Το πακέτο είχε σταλεί από την Μπεσέλ από ένα ταχυδρομείο που δεν ήταν γεωπροσδιοριστικά μακριά από την ανασκαφή, ωστόσο θα είχε ακολουθήσει ολόκληρη τη διαδρομή μέσω του Μεγάρου Ζεύξης. «Θα βάλουμε τους τεχνικούς να το κοιτάξουν» είπε ο Ντατ. «Να δούμε αν μπορούμε να το ακολουθήσουμε αντίστροφα, αλλά δεν έχουμε κάτι που να μας οδηγεί σε κάποιο πρόσωπο. Ίσως οι δικοί σου να μπορέσουν να βρουν κάτι.» Οι πιθανότητες να μπορέσουμε να ανασκευάσουμε τη διαδρομή του δέματος μέσα από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες της Ουλ Κόμα και της Μπεσέλ ήταν μηδαμινές. «Άκου.» Βεβαιώθηκα ότι ο Άικαμ δεν μπορούσε να ακούσει. «Ξέ­ ρουμε ότι η Μαχάλια είχε εκνευρίσει κάποιους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές πίσω στα μέρη μου. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, τέτοιες οργανώ­ σεις δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν στην Ουλ Κόμα, αλλά αν από κάποια αθέλητη παράλειψη κάποιοι από αυτούς βρίσκονται επίσης κι εδώ, υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να τους έχει εκνευρίσει κι αυτούς, συμφωνείς; Ή ταν ανακατεμένη σε πράγματα που μπορεί να ήταν σχε­ διασμένα για να τους ενοχλούν. Ξέρεις, υπονόμευση της δύναμης της Ουλ Κόμα, μυστικές ομάδες, πορώδη σύνορα, όλα αυτά. Ξέρεις.» Με κοίταξε ανέκφραστος. «Σωστά» είπε στο τέλος. «Και οι δύο φοιτητές που έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ορσίνι εξαφανίστηκαν. Και τώρα έχουμε μια βόμβα προς τον κύριο Ανάμεσα στις Πόλεις.» Κοιταχτήκαμε.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 237 Μετά από λίγο, είπα με πιο δυνατή φωνή: «Καλή δουλειά, Άικαμ. Ή ταν εντυπωσιακό αυτό που έκανες.» «Έχεις ξαναπιάσει ποτέ βόμβα, Άικαμ;» είπε ο Ντατ. «Ορίστε; Όχι.» «Ούτε στη θητεία σου;» «Δεν έχω υπηρετήσει ακόμα, ντετέκτιβ.» «Επομένως, πώς ξέρεις τι αίσθηση έχει μια βόμβα όταν την αγγίζεις;» Ανασήκωμα των ώμων. «Δεν ήξερα, δεν ξέρω, απλά... Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ή ταν πολύ βαρύ.» «Πάω στοίχημα ότι αυτό το μέρος λαμβάνει πολλά βιβλία ταχυδρο- μικώς» είπα. «Ίσως και εξαρτήματα υπολογιστών, που είναι αρκετά βαριά. Πώς κατάλαβες ότι αυτό ήταν διαφορετικό;» «...Ήταν διαφορετικά βαρύ. Ή ταν σκληρότερο. Κάτω από τους φακέλους. Μπορούσες να καταλάβεις ότι δεν είναι χαρτί, ήταν σαν μέταλλο ή κάτι τέτοιο.» «Με την ευκαιρία, ο έλεγχος της αλληλογραφίας περιλαμβάνεται στα καθήκοντά σου;» ρώτησα. «Όχι, αλλά βρισκόμουν εκεί, απλά έτυχε. Σκεφτόμουν ότι θα μπο­ ρούσα να μεταφέρω τα δέματα. Αυτό ήθελα να κάνω και τότε σήκωσα εκείνο εκεί, με το οποίο... κάτι δεν πήγαινε καλά.» «Έχεις καλό ένστικτο.» «Ευχαριστώ.» «Σκέφτηκες να το ανοίξεις;» «Όχι! Δεν ήταν για μένα.» «Για ποιον ήταν;» «Δεν ήταν για κανέναν.» Ο εξωτερικός φάκελος δεν είχε όνομα πα­ ραλήπτη πάνω του, μόνο τη διεύθυνση της ανασκαφής. «Αυτός είναι άλλος ένας λόγος, ίσως γι’ αυτό να το κοίταξα, επειδή σκέφτηκα ότι ήταν παράξενο.» Με τον Ντατ ανταλλάξαμε χαμηλόφωνα κάποιες κουβέντες. «Εντά­ ξει, Άικαμ» είπε ο Ντατ. «Μας έχεις δώσει τα στοιχεία σου, σε περί­ πτωση που σε χρειαστούμε ξανά; Ό ταν πας έξω, θα στείλεις, σε πα­ ρακαλώ, μέσα το αφεντικό σου και την καθηγήτρια Νάνοι;»

2 3 8 China Mieville Φτάνοντας στην πόρτα, δίστασε. «Μάθατε κάτι νεότερο για την Γκίαρι; Ξέρετε τι συνέβη; Ποιος τη σκότωσε;» Του είπαμε όχι. Ο Κάι Μπουίντζε, ο προϊστάμενος ασφαλείας, ένας γεροδεμένος πενηντάρης, πρώην στρατιωτικός θα έλεγα, μπήκε μέσα μαζί με την Ισαμπέλε Νάνοι. Εκείνη, και όχι ο Ρόσαμπουξ, είχε προσφερθεί να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε. Έτριβε τα μάτια της. «Που εί­ ναι ο Μποντέν;» είπα στον Ντατ. «Ξέρει;» «Του τηλεφώνησε η καθηγήτρια όταν η μονάδα εξουδετέρωσης εκρηκτικών άνοιξε τον εξωτερικό φάκελο και είδαν μέσα γραμμένο τ’ όνομά του.» Ένευσε στη Νάνσι. «Ακούσε κάποιον από τη μονάδα να το διαβάζει φωναχτά. Κάποιος έχει πάει να τον βρει. Καθηγήτρια Νάνοι.» Κοίταξε προς τα πάνω. «Ο Μποντέν λαμβάνει πολλή αλληλο­ γραφία εδώ;» «Όχι τόση πολλή. Δεν έχει καν γραφείο. Αλλά ναι. Αρκετή από ξένους, κάποια από πιθανούς φοιτητές, ανθρώπους που δεν ξέρουν που μένει ή που υποθέτουν ότι η βάση του είναι εδώ.» «Του τα προωθείτε εσείς μετά;» «Όχι, κάθε λίγες μέρες έρχεται να τσεκάρει. Τα περισσότερα τα πετάει.» «Κάποιος πραγματικά...» είπα χαμηλόφωνα στον Ντατ. Δίστασα. «Προσπαθεί να μας προσπεράσει, να μάθει τι κάνουμε.» Με όσα συ- νέβαιναν, ο Μποντέν μπορεί να ήταν επιφυλακτικός με κάποιο πακέ­ το που θα έφτανε σπίτι του. Χωρίς τον εξωτερικό φάκελο και χωρίς τη σφραγίδα του ταχυδρομείου, ίσως και να το θεωρούσε εσωτερική αλληλογραφία, κάτι σταλμένο από κάποιον από τους συναδέλφους του, που θα είχε μόνο το όνομά του γραμμένο πάνω, και να έσκιζε την ταινία. «Σαν κάποιος να ήξερε ότι τον είχαμε προειδοποιήσει να προ­ σέχει.» «Θα τον φέρουν εδώ;» είπα μετά από λίγο. Ο Ντατ ένευσε καταφατικά. «Κύριε Μπουίντζε» είπε ο Ντατ. «Σας είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο στο παρελθόν;» «Όχι σαν αυτό. Σίγουρα λαμβάνουμε, ξέρετε, κάποια γράμματα από διάφορους ηλίθιους. Με συγχωρείτε.» Έ ριξε μια ματιά στη Νάν-

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 239 σι που ήταν ατάραχη. «Όμως, ξέρετε, δεχόμαστε προειδοποιήσεις από τόπους του στιλ Αφήστε-το-Παρελθόν-Ήσυχο, ανθρώπους που λένε ότι προδίδουμε την Ουλ Κόμα, άλλους που πιστεύουν στους ιπτά­ μενους δίσκους και διάφορους περίεργους. Αλλά μια πραγματική... αλλά αυτό; Μια βόμβα;» Κούνησε το κεφάλι του. «Αυτό δεν είναι αλήθεια» είπε η Νάνοι. Την κοιτάξαμε. «Αυτό έχει ξανασυμβεί. Ό χ ι εδώ. Αλλά σε κείνον. Ο Μποντέν έχει ξαναγί- νει στόχος.» «Από ποιον;» είπα. «Ποτέ δεν αποδείχτηκε κάτι, αλλά το βιβλίο του είχε εκνευρίσει πολύ κόσμο όταν κυκλοφόρησε. Τους δεξιούς. Ανθρώπους που πί­ στευαν ότι ήταν ασεβής.» «Εθνικιστές» είπε ο Ντατ. «Ούτε που θυμάμαι από ποια πόλη ήταν. Και οι δύο πλευρές τα είχαν βάλει μαζί του. Πιθανώς ήταν και το μοναδικό θέμα στο οποίο συμφωνούσαν. Αλλά αυτό έγινε πριν χρόνια.» «Κάποιος τον θυμήθηκε» είπα. Ο Ντατ κι εγώ κοιταχτήκαμε και με τράβηξε παραπέρα. «Από την Μηεσέλ» είπε. «Με ένα μικρό άντε γαμήσου στα Ίλιταν πάνω του.» Σήκωσε τα χέρια του ψηλά: Καμιά ιδέα; «Πώς λέγονται αυτοί οι άνθρωποι;» είπα μετά από ένα διάστημα σιωπής. «Πρώτα η Κόμα.» Με κοίταξε. «Τι; Πρώτα η Κόμα;» είπε. «Ήρθε από την Μηεσέλ.» «Τσως κάποιος σύνδεσμός τους εκεί.» «Ένας κατάσκοπος; Ένας εθνικιστής της Ουλ Κόμα στην Μπεσέλ;» «Βέβαια. Μην κάνεις έτσι - δεν είναι τόσο δύσκολο να το πιστέ­ ψεις. Το έστειλαν από εκεί για να καλύψουν τα ίχνη τους.» Ο Ντατ κούνησε δύσπιστατο κεφάλι του. «Εντάξει...» είπε. «Παρα­ μένει κάτι πολύ δύσκολο για να οργανωθεί, και δεν είσαι-» «Ποτέ δεν συμπάθησαν τον Μποντέν. Μπορεί να σκέφτηκαν πως αν έχει ακούσει ότι τον έχουν βάλει στο μάτι, ίσως να είναι πολύ προ­ σεκτικός, αλλά όχι με ένα πακέτο από την Μπεσέλ» είπα. «Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις» είπε.

2 4 0 ChinaMieville «Που συχνάζουν τα μέλη της Πρώτα η Κόμα;» είπα. «Έτσι δεν λέγονται; Ίσω ς θα έπρεπε να επισκεφτουμε-» «Αυτό προσπαθώ να σου πω» είπε. «Δεν υπάρχει κάπου να πάμε. Δεν υπάρχει “Πρώτα η Κόμα”, όχι με τον τρόπο που εσύ νομίζεις. Δεν ξέρω πώς είναι στην Μπεσέλ, αλλά εδώ...» «Στην Μπεσέλ γνωρίζω ακριβώς που συχνάζει η δική μας εκδοχή αυτών των τύπων. Εγώ και η βοηθός μου τους επισκεφτήκαμε πρό­ σφατα.» «Συγχαρητήρια, αλλά τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι εδώ. Δεν είναι σαν μια αναθεματισμένη ουμ,μορία με καρτούλες μελών και ένα σπίτι στο οποίο ζουν όλοι μαζί. Δεν είναι ενωτικοί και δεν είναι τίποτα χίπηδες.» «Δηλαδή δεν έχετε υπερεθνικιστές;» «Όχι, δεν λέω αυτό, έχουμε αρκετούς, αλλά σου λέω ότι δεν ξέρω ποιοι είναι ή πού μένουν, φροντίζουν πολύ συνετά να παραμείνει έτσι, και αυτό που λέω είναι ότι ο όρος “Πρώτα η Κόμα” είναι απλά μια ονομασία που επινόησε κάποιος δημοσιογράφος.» «Πώς είναι δυνατόν οι ενωτικοί να συναθροίζονται, ενώ αυτοί εδώ όχι; Ή μήπως δεν μπορούν;» «Επειδή οι ενωτικοί είναι γελοίοι. Επικίνδυνοι γελοίοι μερικές φο­ ρές, σύμφωνοι, αλλά και πάλι. Οι άνθρωποι στους οποίους αναφέρε- σαι είναι σοβαροί. Παλιοί στρατιώτες, τέτοιου είδους. Εννοώ ότι πρέ­ πει να... το σεβαστείς αυτό...» Δεν μου έκανε εντύπωση που δεν τους επέτρεπαν να συγκεντρώνο­ νται δημοσίως. Ο σκληρός εθνικισμός τους θα μπορούσε να βλάψει το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα στο δικό του γήπεδο, κάτι που δεν θα επέτρε­ παν οι κυβερνώντες. Αντίθετα, οι ενωτικοί ήταν ελεύθεροι ή τρόπον τινά ελεύθεροι να προσπαθούν να ενώσουν τους ντόπιους. «Τι μπορείτε να μας πείτε γι’αυτόν;» είπε ο Ντατ στους άλλους που μας παρακολουθούσαν, υψώνοντας τη φωνή του. «ΤονΆικαμ;» είπε ο Μπουίντζε. «Τίποτα. Εργατικός. Χαζός σαν τού­ βλο. Δηλαδή, κοίτα, έτσι θα έλεγα μέχρι σήμερα, αλλά λαμβάνοντας υπόψη αυτό που μόλις έκανε, το παίρνω πίσω. Δεν είναι τόσο σκληρός

H ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 241 όσο δείχνει. Είναι πολύ δυνατός αλλά άκακος. Συμπαθεί τα παιδιά, τον κάνει να αισθάνεται ωραία να συναναστρέφεται με έξυπνους ξένους. Γιατί; Πες μου πως δεν τον θεωρείς ύποπτο, ντετέκτιβ; Αυτό το πακέτο ήρθε από την Μηεσέλ. Πώς διάολο θα μπορούσε αυτός-» «Έτσι έγινε» είπε ο Ντατ. «Κανείς δεν κατηγορεί κανέναν, πόσο μάλλον τον ηρώα της ημέρας. Τυπικές ερωτήσεις.» «Είπες ότι ο Τσουε τα πήγαινε καλά με τους φοιτητές;» Αντίθετα από τον Τάιρο, ο Μπουίντζε δεν ζήτησε άδεια για να μου απαντήσει. Συνάντησε το βλέμμα μου και ένευσε. «Με κάποιον συγκεκριμένο; Ή ταν καλοί φίλοι με τη Μαχάλια Γκίαρι;» «Με την Γκίαρι; Ό χι βέβαια. Η Γκίαρι πιθανότατα δεν ήξερε ούτε τ’ όνομά του. Θεός σχωρέσ’ την.» Έκανε το Σύμβολο του Μεγάλου Ύπνου με το χέρι του. «Ο Άικαμ είναι φίλος με κάποιους από αυτούς, αλλά όχι με την Γκίαρι. Κάνει παρέα με τον Τζέικομπς, τον Σμιθ, τη Ροντρίγκεζ, τον Μπράουνινχκ...» «Απλά επειδή μας ρώτησε-» «Έδειχνε πολύ ενδιαφέρον να μάθει αν έχουμε πληροφορίες για την υπόθεση της Γκίαρι» είπε ο Ντατ. «Ναι;» Ο Μπουίντζε ανασήκωσε τους ώμους του. «Ε, αυτό μας ανα­ στάτωσε πραγματικά όλους. Ασφαλώς θα θέλει να μάθει τι έγινε.» «Αναρωτιέμαι...» είπα. «Αυτό το μέρος είναι πολύπλοκο και παρα­ τηρώ ότι, παρόλο που είναι κατά κύριο λόγο αποκλειστικό, υπάρχουν ορισμένα σημεία που αλληλοπλέκονται. Και πρέπει να είναι εφιάλτης για κάποιον να τα παρακολουθεί. Κύριε Μπουίντζε, όταν μιλήσαμε στους φοιτητές, ούτε ένας τους δεν αναφέρθηκε στην Παράβαση. Κα­ θόλου. Δεν την ανέφεραν καν. Μια ομάδα ξένων παιδιών; Ξέρετε πό­ σο μεγάλη εμμονή έχουν οι ξένοι με αυτό το θέμα. Μια από τις φίλες τους είναι εξαφανισμένη και δεν αναφέρουν καν τον πιο διαβόητο μπαμπούλα της Ουλ Κόμα και της Μπεσέλ, που στο κάτω κάτω είναι και αληθινός. Είναι δυνατόν; Αυτό είναι κάτι που μας κάνει να αναρω­ τιόμαστε τι φοβούνται.» Ο Μπουίντζε με κοίταξε έντονα. Έ ριξε μια ματιά στη Νάνσι. Κοί­ ταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα γέλασε.

242 China M ieville «Αστειεύεσαι; Εντάξει τότε. Εντάξει λοιπόν, αστυνόμοι. Ναι, φυσι­ κά και φοβούνται, αλλά όχι ότι κάποιος παραβιάζει από δεν ξέρω και γω που, για να τους δημιουργήσει προβλήματα. Αυτό σκέφτεστε;» Κούνησε το κεφάλι του. «Φοβούνται επειδή δεν θέλουν να τους πιά- σουν.» Σήκωσε τα χέρια του ψηλά σαν να παραδίνεται. «Με πιάσατε, αστυνόμοι. Γίνονται παραβιάσεις που δεν μπορούμε να σταματήσου­ με. Αυτοί οι μικροί διάβολοι παραβιάζουν όλη την ώρα.» Μας κοίταξε στα μάτια. Ό χι αμυντικά. Μας έλεγε πώς έχουν τα πράγματα. Έδειχνα τόσο σοκαρισμένος όσο ο Ντατ; Η έκιρραση της καθηγήτριας Νάνοι έδειχνε αν μη τι άλλο ότι ήταν σε αμηχανία. «Ασφαλώς έχεις δίκιο» είπε ο Μπουίντζε. «Δεν μπορείς να αποφυ- γεις όλες τις παραβιάσεις, όχι σε ένα μέρος όπως αυτό, και όχι με παιδιά σαν αυτά. Αυτά τα παιδιά δεν είναι από δω, και δεν με νοιάζει πόσο τα εκπαιδεύετε, δεν έχουν ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο. Μη μου πεις ότι δεν συμβαίνει το ίδιο και στα μέρη σου, Μπόρλου. Νομίζεις ότι θα είναι υπάκουοι; Νομίζεις ότι όσο περιπλανιόνται γύρω στην πόλη πραγματικά αγνοούν την Μπεσέλ; Έλα τώρα. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ευχόμαστε να έχουν συναίσθηση ώστε να μην κάνουν κάτι τραβηγμένο, όμως σίγουρα βλέπουν πέρα από τα σύνορα. Ό χι, δεν μπορούμε να το αποδείξουμε και γι’ αυτό το λόγο η Παράβαση δεν πρόκειται να έρθει, εκτός αν τα σκοτώσουν τελείως. Ω, έχει συμβεί. Αλλά πολύ πιο σπάνια απ’ ό,τι πιστεύεις. Και έχει περάσει πολύς καιρός.» Η καθηγήτρια Νάνοι εξακολουθούσε να κοιτάζει κάτω στο τραπέ­ ζι. «Νομίζεις υπάρχει κάποιος από τους ξένους που δεν παραβιάζει;» είπε ο Μπουίντζε και έγειρε προς το μέρος μας ανοίγοντας τα δάχτυ­ λά του. «Το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι λίγη διακριτι­ κότητα, έτσι δεν είναι; Κι όταν έχεις μαζεμένους αρκετούς νέους αν­ θρώπους, θα το τραβήξουν σίγουρα στα άκρα. Ίσω ς να μη μιλάμε μόνο για μερικές ματιές. Εσυ έκανες πάντα αυτό που σου έλεγαν; Αυτά τα παιδιά, όμως, είναι έξυπνα.» Με τις άκρες των δάχτυλων του σχεδίασε χάρτες πάνω στο τραπέζι. «Η Μπολ Γι’αν αλληλοπλέκεται εδώ, εδώ, και το πάρκο εδώ και εδώ.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 243 Και ναι, πέρα από τα όρια σε αυτή την κατεύθυνση εισέρχεται μια αποκλειστική περιοχή της Μπεσέλ. Επομένως, όταν αυτά τα παιδιά μεθάνε ή δεν ξέρω και γω τι, νομίζεις ότι δεν προκαλουν το ένα το άλλο να πάει να σταθεί σε ένα αλληλοπλεγμένο σημείο του πάρκου; Και τότε, ποιος ξέρει αν δεν το κάνουν, ίσως στέκονται ακίνητοι εκεί, χωρίς να λένε ούτε μια λέξη, χωρίς να κινούνται καν, περνάνε στην Μπεσέλ και μετά επιστρέφουν πίσω. Δεν χρειάζεται να κάνεις ούτε ένα βήμα για να το καταφέρεις αυτό, όχι όταν είσαι σε αλληλοπλεγ- μένη περιοχή. Ό λα είναι εδώ.» Χτύπησε με τα δάχτυλα το μέτωπό του. «Κανένας δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα. Ίσω ς λοιπόν, την επό­ μενη φορά που το κάνουν, να απλώσουν το χέρι τους, να πάρουν ένα αναμνηστικό και να επιστρέφουν κατευθείαν πίσω στην Ουλ Κόμα με μια πέτρα ή κάτι τέτοιο από την Μπεσέλ. Αν βρίσκονταν εκεί όταν το πήραν, τότε από εκεί είναι, σωστά; Ποιος ξέρει; Ποιος θα μπορούσε να το αποδείξει;» «Όσο δεν το κάνουν φανερά, τι μπορείς να κάνεις; Ακόμα και η Παράβαση, δεν μπορεί να ελέγχει όλη την ώρα για παραβιάσεις. Έλα τώρα. Αν το έκανε, ούτε ένα από αυτά τα ξένα παιδιά δεν θα βρισκό­ ταν ακόμα εδώ. Έτσι δεν είναι, καθηγήτρια;» Την κοίταξε καλοσυνά­ τα. Εκείνη δεν είπε τίποτα, αλλά με κοίταξε ντροπιασμένη. «Κανένας τους δεν ανέφερε την Παράβαση, ντετέκτιβ Ντατ, επειδή είναι όλοι τους ένοχοι μέχρι το κόκαλο.» Ο Μπουίντζε χαμογέλασε. «Έι, μη με παρεξηγήσετε, είναι απλά άνθρωποι, τους συμπαθώ. Αλλά μην κάνε­ τε το θέμα μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα.» Καθώς τους συνοδεύαμε έξω, ο Ντατ δέχθηκε ένα τηλεφώνημα που τον ανάγκασε να κρατήσει βιαστικές σημειώσεις μουρμουρίζοντας. Έκλεισα την πόρτα. «Ήταν ένας από τους ένστολους που στείλαμε να βρουν τον Μπο- ντέν. Έ χει φύγει. Πήγαν στο διαμέρισμά του και κανείς δεν απαντάει. Δεν είναι εκεί.» «Του είπαν ότι πήγαιναν;» «Ναι, και ήξερε και για τη βόμβα. Αλλά έχει φύγει.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΟΚΤΩ «ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ και ΝΑ ΞΑΝΑΜΙΛΗΣΩ σε κείνο το παιδί» είπ ε ο Ντατ. «Τον ενωτικό;» «Ναι, τον Τζάρις. Ξέρω, ξέρω, “Δεν ήταν αυτός.” Σωστά. Το είπες. Λοιπόν, όπως και να ’χει, κάτι ξέρει και θέλω να του μιλήσω.» «Δεν θα τον βρεις.» «Τι;» «Καλή τάχη. Έ χει φύγει.» Έμεινε λίγο πίσω κι έκανε ένα τηλεφώνημα. «Έχεις δίκιο. Ο Τζάρις δεν βρίσκεται πουθενά. Πώς το ήξερες; Τι στο διάολο κάνεις;» «Πάμε στο γραφείο σου.» «Γάμα το γραφείο. Το γραφείο μπορεί να περιμένει. Επαναλαμβά­ νω, πώς στο διάολο ήξερες για τον Τζάρις;» «Κοίτα...» «Αρχίζουν να με φοβίζουν οι απόκρυφες ικανότητές σου, Μπόρλου. Δεν έκατσα με τα χέρια σταυρωμένα όταν έμαθα ότι θα πρέπει να σε νταντεύω. Έ ψ αξα για σένα, επομένως ξέρω μερικά πράματα, ξέρω ότι δεν είσαι κάποιος για να μπλέξεις μαζί του. Είμαι σίγουρος ότι έκανες κι εσυ το ίδιο, άρα ξέρεις ότι αυτό ισχύει και για μένα.» Θα έπρεπε να το είχα κάνει. «Επομένως είχα προετοιμαστεί να δουλέψω με έναν ντετέκτιβ. Κάποιον σημαντικό. Δεν περίμενα έναν θλιβερό, εκνευριστικό τύπο. Πώς στο διάολο ήξερες για τον Τζάρις και γιατί το προστατεύεις αυτό το καθίκι;»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 245 «Εντάξει. Μου τηλεφώνησε χτες το βράδυ από ένα αυτοκίνητο, ή νομίζω από το τρένο, και μου είπε ότι έφευγε.» Με κοίταξε. «Γιατί στο διάολο τηλεφώνησε σε σένα; Και γιατί στο διάολο δεν μου το είπες; Δουλεύουμε ή δεν δουλεύουμε μαζί, Μπόρλου;» «Γιατί πήρε εμένα; Ίσως να μην ξετρελάθηκε από τον τρόπο ανά­ κρισης που χρησιμοποιείς, Ντατ. Αν δουλεύουμε μαζί; Νόμιζα ότι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ είναι για να σου παραδώσω πειθήνια ό,τι έχω και μετά να πάω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου να δω τηλεό­ ραση, ενώ εσύ θα βρίσκεις τον κακό. Πότε διέρρηξαν τον Μποντέν; Πότε σκόπευες να μου το πεις αυτό; Δεν είδα να σκίζεσαι να μου πεις οτιδήποτε έμαθες από τον Ουλ Χούαν στην ανασκαφή, και θα πρέπει να είχε τις πιο σημαντικές πληροφορίες - αυτός είναι ο αναθεματισμέ­ νος κυβερνητικός πληροφοριοδότης, έτσι δεν είναι; Έλα τώρα, σιγά το πράμα, όλες οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν τέτοιους. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ότι πρώτα με αφήνεις απέξω και μετά έρχεσαι και μου λες “Πώς μπόρεσες;”» Κοιταχτήκαμε. Μετά από μια στιγμή που φάνηκε να διαρκεί πολύ, γύρισε και περπάτησε στο πεζοδρόμιο. «Βγάλε ένταλμα για τον Τζάρις» είπα πίσω του. «Ακύρωσε τα δια­ βατήριά του, ενημέρωσε τα αεροδρόμια, τους σταθμούς. Με πήρε όμως επειδή βρισκόταν ήδη καθ’οδόν και ήθελε να μου πει τι νομίζει ότι συνέβη. Το τηλέφωνό του, πιθανότητα, θα είναι τώρα σπασμένο δίπλα στις γραμμές, στη μέση του Περάσματος Κουσίνις, στα μισά της διαδρομής για τα Βαλκάνια.» «Και τι είναι τελικά αυτό που νομίζει ότι συνέβη;» «Η Ορσίνι.» Γύρισε με αηδία και έκανε μια κίνηση σαν να έδιωχνε τη λέξη μα­ κριά. «Σκόπευες έστω κάποια στιγμή να μου το πεις;» ρώτησε. «Σ’το είπα, δεν σ’το είπα;» «Μόλις το έσκασε. Αυτό δεν σου λέει τίποτα; Οι γαμημένοι ένοχοι είναι που το σκάνε.» «Τι, αναφέρεσαι στη Μαχάλια; Έ λα τώρα, ποιο είναι το κίνητρό

246 China M ieville του;» To είπα, αλλά θυμήθηκα κάποια από αυτά που μου είχε πει ο Τζάρις. Εκείνη δεν ήταν μέλος της ομάδας τους. Την είχαν διώξει. Δίστασα λίγο. «Ή μήπως εννοείς τον Μποντέν; Γιατί και πώς στο διά- ολο θα μπορούσε ο Τζάρις να οργανώσει κάτι τέτοιο;» «Δεν ξέρω, αναφέρομαι και στους δυο. Ποιος ξέρει τι κάνει αυτους τους καριόληδες να κάνουν ό,τι κάνουν;» είπε ο Ντατ. «Θα υπάρχει κάποια διεστραμμένη δικαιολογία, κάποια θεωρία συνωμοσίας.» «Δεν βγάζει νόημα» είπα προσεκτικά, μετά από ένα λεπτό. «Ήταν... Εντάξει, αυτός ήταν που μου τηλεφώνησε από δω.» «Το ήξερα. Τον κάλυψες...·» «Δεν το ήξερα. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Ό ταν με πήρε χτες το βράδυ μου το είπε. Περίμενε, περίμενε, άκου, Ντατ: Γιατί θα με έπαιρνε, αν ήταν αυτός που τη σκότωσε;» Με κοίταξε διαπεραστικά. Μετά από λίγο γύρισε και σταμάτησε ένα ταξί. Άνοιξε την πόρτα του. Παρακολουθούσα. Το ταξί είχε στα­ ματήσει ελαφρώς λοξά στο δρόμο. Τα αυτοκίνητα της Ουλ Κόμα κόρ- ναραν καθώς περνούσαν από δίπλα, οι οδηγοί της Μπες παρέκα­ μπταν ήσυχα την παρείσφρηση, οι νομοταγείς ούτε καν ψιθύριζαν βλαστήμιες. Ο Ντατ στεκόταν εκεί μισός μέσα, μισός έξω και ο οδηγός διαμαρ- τυρήθηκε. Ο Ντατ είπε κάτι κοφτά και του έδειξε το σήμα του. «Δεν ξέρω γιατί» είπε. «Για να μάθει κάτι. Αλλά δεν νομίζεις ότι παραπάει; Το ότι έφυγε;» «Αν ήταν μπλεγμένος σε αυτό, δεν θα ήταν λογικό να με οδηγήσει σε οτιδήποτε. Και πώς υποτίθεται ότι την πήγε στην Μπεσέλ;» «Ειδοποίησε τους φίλους που έχει εκεί. Εκείνοι το έκαναν...» Σήκωσα τους ώμους μου σε ένα δύσπιστο ίσιος. «Οι ενωτικοί της Μπες ήταν εκείνοι που μας έδωσαν τις πρώτες πληροφορίες για όλα αυτά, ένας τύπος που τον λένε Ντρόντιν. Έχω ακούσει για αποπρο­ σανατολιστικές πληροφορίες, αλλά δεν είχαμε τίποτα για να προσα­ νατολιστούμε λάθος. Δεν έχουν το μυαλό ή τις γνωριμίες για να ξέ­ ρουν ποιο φορτηγάκι να κλέψουν - όχι εκείνοι που γνώρισα. Συν ότι, ούτως ή άλλως, υπάρχουν περισσότεροι πράκτορες της πολισζάι πα­

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 247 ρά πραγματικά μέλη στην ομάδα τους. Αν αυτό έγινε από τους ενω- τικούς, τότε έγινε από κάποιον κρυφό σκληροπυρηνικό που δεν έχουμε δει. «Μίλησα με τον Τζάρις... Φοβάται» είπα. «Δεν είναι ένοχος. Είναι φοβισμένος και λυπημένος. Νομίζω πως ήταν τσιμπημένος μαζί της.» «Εντάξει» είπε ο Ντατ μετά από λίγο. Με κοίταξε, μου έκανε νόημα να μπω στο ταξί. Έμεινε όρθιος απέξω για αρκετά δευτερόλεπτα, δίνοντας διαταγές στο τηλέφωνό του πολύ χαμηλόφωνα και γρήγορα για να μπορέσω να τις καταλάβω. «Εντάξει. Ας αλλάξουμε την κατάσταση.» Μιλούσε αργά καθώς το ταξί προχωρούσε. «Ποιος νοιάζεται τι έχει συμβεί ανάμεσα στην Μπεσέλ και την Ουλ Κόμα; Ποιος νοιάζεται τι μου λέει το αφεντικό μου ή τι σου λέει το δικό σου; Είσαι αστυνομικός. Είμαι αστυνομικός. Ας το τακτοποιήσουμε. Δουλεύουμε μαζί, Μπόρλου; Θα μου ήταν χρήσιμη λίγη βοήθεια σε αυτή την υπόθεση, που κάθε λεπτό που περ­ νάει γίνεται όλο και περισσότερο μπερδεμένη. Εσένα; Παρεμπιπτό­ ντως, ο Ουλ Χουαν δεν ξέρει τίποτα.» Το μέρος που με πήγε, το οποίο βρισκόταν πολύ κοντά στο γρα­ φείο του, δεν ήταν τόσο σκοτεινό όσο τα μπαρ που συχνάζουν οι μπά- τσοι της Μπεσέλ. Ή ταν περισσότερο καθωσπρέπει. Και πάλι όμως δεν θα το διάλεγα για μια γαμήλια δεξίωση. Η ώρα ήταν εργάσιμη - όχι για πολύ ακόμα- αλλά περισσότερος από το μισό χώρο ήταν γε­ μάτος. Δεν ήταν δυνατόν να είναι όλοι μύίτσια, αλλά αναγνώρισα πολ­ λά πρόσωπα από το γραφείο του Ντατ. Με αναγνώρισαν και κείνοι. Ο Ντατ άρχισε τις χαιρετουρες κι εγώ τον ακολουθούσα περνώντας από ψίθυρους και κείνα τα τόσο κολακευτικά ειλικρινή, επίμονα βλέμματα των κατοίκων της Ουλ Κόμα. «Μια εξακριβωμένη δολοφονία και τώρα δυο εξαφανίσεις» είπα. Τον παρακολούθησα πολύ προσεκτικά. «Όλοι τους ήταν γνωστοί για την ενασχόλησή τους με αυτά τα πράγματα.» «Δεν υπάρχει γαμημένη Ορσίνι.» «Ντατ, δεν λέω αυτό. Εσύ ο ίδιος είπες ότι υπάρχουν διάφορα τέ­ τοια, όπως αιρέσεις και παρανοϊκοί.»

2 4 8 ChinaMieville «Ειλικρινά, άντε γαμήσου. Ο πιο αιρετικός παρανοϊκός που συνα­ ντήσαμε μόλις εγκατέλειψε τη σκηνή του εγκλήματος και εσυ του έδω­ σες το εξιτήριο.» «Έπρεπε να σ’το είχα πει νωρίς το πρωί, ζητώ συγγνώμη.» «Έπρεπε να με είχες πάρει τηλέφωνο χτες το βράδυ.» «Ακόμα και να μπορούσαμε να τον βρούμε, σκέφτηκα πως δεν εί­ χαμε αρκετά στοιχεία για να τον κρατήσουμε. Αλλά ζητώ συγγνώμη.» Κράτησα τα χέρια μου ανοιχτά. Τον κοίταξα για λίγο. Προσπαθούσε να χωνέψει κάτι. «Θέλω να τη λύσω την υπόθεση» είπε. Ο ευχάριστος ήχος των Ίλιταν από τους πελάτες τριγύρω. Ακόυσα τις αντιδράσεις καθώς ένας-δυο είδαν το διακριτικό του επισκέπτη που είχα. Ο Ντατ με κέρασε μια μπίρα. Από την Ουλ Κόμα, αρωματισμένη με ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει. Ο χειμώνας θα ερχόταν μετά από πολλές εβδομάδες και παρόλο που δεν είχε περισσότερο κρύο στην Ουλ Κόμα απ’ό,τι στην Μπεσέλ, μου φαινόταν ότι εδώ το κρύο ήταν πιο δυνατό. «Τι λες; Αν δεν με εμπι­ στεύεσαι καν...» «Ντατ, σου έχω ήδη πει πράγματα που-» χαμήλωσα τη φωνή μου. «Κανένας άλλος δεν ξέρει γι’ αυτό το ηρύτο τηλεφώνημα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όλα αυτά. Δεν λύνω τίποτα. Αισθάνομαι ότι για κάποιον λόγο που δεν γνωρίζω περισσότερο απ’ ό,τι εσυ, κάποιος με χρησιμοποιεί. Για κάποιον λόγο έχω γίνει αποδέ­ κτης ενός συνόλου πληροφοριών τις οποίες δεν ξέρω τι να κάνω. Ελ­ πίζω να υπάρχει ένα ακόμα μετά από αυτό, αλλά δεν ξέρω, όπως δεν ξέρω τίποτα.» «Τι πιστεύει ο Τζάρις ότι συνέβη; Θα τον εντοπίσω τον καριόλη.» Δεν θα το έκανε. «Έπρεπε να σε πάρω, αλλά μπορούσα... Δεν είναι αυτός που ψά­ χνουμε. Ξέρεις, Ντατ. Ξέρεις. Πόσο καιρό είσαι αστυνομικός; Κά­ ποιες φορές ξέρεις, έτσι δεν είναι;» Χτύπησα με τα δάχτυλα το στήθος μου. Είχα δίκιο, του άρεσε αυτό, ένευσε καταφατικά. Του είπα τι είχε πει ο Τζάρις. «Μαλακίες» είπε, όταν τελείωσα. «Ίσως.»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 249 «Τι σκατά είναι όλη αυτή η ιστορία με την Ορσίνι; Από αυτήν έτρε­ χε να ξεφύγει; Διαβάζεις εκείνο το βιβλίο. Εκείνα τα παράλογα πράγ­ ματα που έγραψε ο Μποντέν. Τι λέει;» «Λέει πολλά. Πολλά πράγματα. Δεν ξέρω. Σίγουρα είναι παράλογο, όπως λες. Μυστικοί ηγεμόνες στο παρασκήνιο, ισχυρότεροι ακόμα και από την Παράβαση, άνθρωποι που κινούν τα νήματα, κρυμμένες πόλεις.» «Μαλακίες.» «Σίγουρα, το θέμα είναι όμως ότι είναι μαλακίες στις οποίες πι­ στεύουν ορισμένοι άνθρωποι. Και» άνοιξα τα χέρια μου προς το μέ­ ρος του «κάτι μεγάλο συμβαίνει εδώ και δεν έχουμε ιδέα τι είναι.» «Μπορεί να του ρίξω μια ματιά όταν το τελειώσεις» είπε ο Ντατ. «Ποιος στο διάολο ξέρει έστω κάτι;» Είπε προσεκτικά την τελευ­ ταία λέξη. «Κιούσιμ.» Δυο συνάδελφοί του, άντρες περίπου στη δική του ή τη δική μου ηλικία, ύψωσαν τα ποτήρια τους προς το μέρος μας. Υπήρ­ χε κάτι στα μάτια τους, κινούνταν σαν ζώα γεμάτα περιέργεια. «Κιού­ σιμ, δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσουμε τον καλεσμένο μας. Τον κρατάς κρυμμένο.» «Γιούρα» είπε ο Ντατ. «Κάι. Πως πάει; Μπόρλου, αυτοί είναι οι ντετέκτιβ τάδε και τάδε.» Κούνησε τα χέρια του ανάμεσα σε κείνους και μένα. Ένας τους κοίταξε τον Ντατ με έκπληξη. «Απλά ήθελα να μάθω πώς φαίνεται η Ουλ Κόμα στον επιθεωρητή Μπόρλου» είπε αυτός που ονομαζόταν Κάι. Ο Ντατ ξεφύσηξε και αποτελείωσε την μπίρα του. «Για όνομα» είπε. Ακούστηκε διασκεδασμένος όσο και θυμωμένος. «Θέλεις να μεθύσεις και να μπλεχτείς σε μια διαμάχη μαζί του και ίσως, αν το παρακάνεις, Γιούρα, και σε έναν καβγά. Θα αναφέρεις όλων των ειδών τα ατυχή διεθνή επεισόδια. Μπορεί να ξεθάψεις και τον αναθε­ ματισμένο πόλεμο. \"Ισως να πεις ακόμα και κάτι για τον μπαμπά σου. Ο μπαμπάς του ήταν στο Ναυτικό της Ουλ Κόμα» είπε σε μένα. «Έπα- θε εμβοή ή κάτι τέτοιο σε μια αψιμαχία μεταξύ ηλιθίων μ’ένα ρυμουλ­ κό της Μπες για κάποιες αμφισβητούμενες παγίδες αστακών ή κάτι

250 China M ieville τέτοιο.» Τους έριξα μια γρήγορη ματιά, αλλά κανένας από τους συνο­ μιλητές μας δεν έδειχνε ιδιαίτερα εξαγριωμένος. Στο πρόσωπο του Κάι μέχρι που φαινόταν κι ένα ίχνος χιούμορ. «Θα σε γλιτώσω από τον κόπο» είπε ο Ντατ. «Είναι τόσο μαλάκας όσο φαντάζεσαι και μπορείς να το διαδώσεις αυτό και στο γραφείο. Πάμε, Μπόρλου.» Περάσαμε από το γκαράζ του τμήματος και πήρε το αυτοκίνητό του. «Έι...» Μου έδειξε το τιμόνι. «Δεν μου πέρασε καν από το μυαλό. Ίσως θέλεις να δοκιμάσεις την οδήγηση στους δρόμους της Ουλ Κόμα.» «Όχι, ευχαριστώ. Νομίζω ότι θα είναι λίγο μπέρδεμα.» Η οδήγηση στην Μπεσέλ ή την Ουλ Κόμα είναι ούτως ή άλλως δύσκολη ακόμα κι όταν είσαι στην πόλη σου, που έχεις να αντιμετωπίσεις την τοπική και την ξένη κυκλοφορία. «Ξέρεις» είπα. «Όταν άρχισα να οδηγώ... πρέ­ πει να είναι το ίδιο και εδώ, ταυτόχρονα με το να βλέπεις όλα τα αυ­ τοκίνητα στον δρόμο, πρέπει να μάθεις να αγνοείς όλα τα άλλα αυτο­ κίνητα, τα ξένα αυτοκίνητα, αλλά να τα αγνοείς αρκετά γρήγορα ώστε να βγαίνεις από την πορεία τους.» Ο Ντατ κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. «Εν πάση περιπτώσει, όταν ήμουν μικρός και πρωτο- μάθαινα να οδηγώ, έπρεπε να εστιάζουμε πιο μπροστά από όλα αυτά τα παλιά σαράβαλα και τα διάφορα οχήματα της Ουλ Κόμα, τις κα- ρότσες που σέρνανε γαϊδούρια σε κάποια μέρη και ό,τι άλλο είχατε. Αυτά που αγνοούσες, αλλά ξέρεις... Τώρα που πέρασαν τόσα χρόνια, τα περισσότερα από αυτά που αγνοώ μας έχουν ξεπεράσει.» Ο Ντατ γέλασε. Σχεδόν με ντροπή. «Τα πράγματα αλλάζουν» είπε. «Σε δέκα χρόνια από τώρα θα μας ξεπεράσετε πάλι εσείς.» «Αμφιβάλλω.» «Έλα τώρα» είπε. «Θα αλλάξει. Πάντα έτσι γίνεται. Έ χει ήδη αρ­ χίσει.» «Οι εκθέσεις μας; Κάνα δυο αξιοθρήνητες επενδυσουλες. Πιστεύω ότι θα κάνετε κουμάντο για αρκετό καιρό.» «Έχουμε αποκλεισμό!» «Δεν φαίνεται να σας επηρεάζει και πολύ. Η Ουάσιγκτον μας αγα­ πάει και το μόνο που έχουμε να δείξουμε για του λόγου το αληθές είναι η Κόκα Κόλα.»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 251 «Μην το βλέπεις έτσι» είπε ο Ντατ. «Έχεις δοκιμάσει Κανουκ Κό­ λα; Ό λα αυτά είναι μαλακίες του Ψυχρου Πολέμου. Ούτως ή άλλως, ποιος νοιάζεται με ποιους θέλουν να παίξουν οι Αμερικάνοι; Καλά τους τύχη. Ω Καναδά...» είπε τραγουδιστά. «Πώς είναι το φαγητό σε αυτό το μέρος που μένεις;» με ρώτησε. «Κανονικό. Χάλια. Δεν είναι χειρότερο από τα φαγητά των υπόλοι­ πων ξενοδοχείων.» Έστριψε απότομα το τιμόνι και βγήκαμε από τη διαδρομή που είχα συνηθίσει. «Γλυκά;» είπε στο τηλέφωνο. «Μπορείς να βάλεις λίγο παραπάνω φαγητό για το δείπνο; Ευχαριστώ, ομορφιά μου. Θέλω να σου γνωρίσω τον καινούριο μου συνεργάτη.» Το όνομά της ήταν Γιάλγια. Ή ταν όμορφη, αρκετά νεότερη από τον Ντατ, αλλά με καλωσόρισε καλόκαρδα, έπαιζε το ρόλο της και το διασκέδαζε, περιμένοντας στην πόρτα του διαμερίσματος τους για να με φιλήσει τρεις φορές, με τον τρόπο χαιρετισμού της Ουλ Κόμα. Στο δρόμο για το σπίτι, ο Ντατ με είχε κοιτάξει και είχε πει «Είσαι εντάξει;» Είχα γρήγορα συνειδητοποιήσει ότι έμενε σε απόσταση ενός χιλιομέτρου, με γεωπροσδιοριστικους όρους, από το δικό μου σπίτι. Από το καθιστικό τους είδα ότι τα δωμάτια του Ντατ και της Γιάλγια και το δικό μου είχαν θέα στο ίδιο κομμάτι πράσινης έκτασης, που στην Μπεσέλ ήταν το άλσος Μαζντλίνα και στην Ουλ Κόμα το πάρκο Κουάιντσο, μια ισορροπημένα αλληλοπλεγμένη περιοχή. Είχα περ­ πατήσει πολλές φορές στο Μαζντλίνα. Υπάρχουν σημεία που ακόμα και ένα δέντρο μπορεί να είναι αλληλοπλεγμένο, όπου παιδιά από την Ουλ Κόμα και παιδιά από την Μπες σκαρφαλώνουν περνώντας το ένα το άλλο, υπακοΰοντας το καθένα στους ψιθυριστούς περιορισμούς των γονιών τους να αγνοούν τα άλλα. Τα παιδιά είναι φορείς μικροβί­ ων. Κάπως έτσι μεταδίδονταν οι ασθένειες. Η επιδημιολογία ήταν πάντα περίπλοκη και εδώ και πίσω στα μέρη μου. «Πως σου φαίνεται η Ουλ Κόμα, επιθεωρητή;» «Λέγε με Τίαντορ. Πολύ ωραία.» «Μαλακίες, πιστεύει ότι είμαστε όλοι μαχαιροβγάλτες, ηλίθιοι και στα πρόθυρα εισβολής από τις μυστικές στρατιές κρυμμένων πόλε­

252 China M ieville ων.» To γέλιο του Ντατ δεν ήταν εντελώς ανέμελο. «Ούτως ή άλλως, δεν έχουμε κάποια ευκαιρία να του δείξω τα αξιοθέατα.» «Πώς πάει η υπόθεση;» «Δεν υπάρχει υπόθεση» της είπε. «Υπάρχει μια σειρά τυχαίων και μη πειστικών περιστατικών, από τα οποία δεν μπορείς να βγάλεις κανένα συμπέρασμα, εκτός κι αν πιστεύεις στις πιο απίθανες μαλακί- ες. Και στο τέλος όλων αυτών, υπάρχει ένα νεκρό κορίτσι.» «Είναι αλήθεια;» με ρώτησε εκείνη. Έφερναν το φαγητό σε διά­ φορες μερίδες. Δεν ήταν σπιτικό, ήταν προψημένο, γεγονός που πα­ ρείχε μεγάλες διευκολύνσεις, αλλά ήταν καλύτερης ποιότητας από εκείνο που έτρωγα, και ήταν περισσότερο παραδοσιακό της Ουλ Κόμα, κάτι που δεν είναι απαραίτητα καλό. Ο ουρανός, πάνω από το αλληλοπλεγμένο πάρκο, σκοτείνιασε από τη νύχτα και από σύν­ νεφα που έφερναν βροχή. «Σου λείπουν οι πατάτες» είπε η Γιάλγια. «Φαίνεται τόσο πολύ;» «Μόνο αυτό τρώτε, έτσι δεν είναι;» Προσπαθούσε να αστειευτεί. «Μήπως αυτό είναι πολύ καυτερό για σένα;» «Κάποιος μας παρακολουθεί από το πάρκο.» «Πώς το καταλαβαίνεις από δω;» Η Γιάλγια κοίταξε πάνω από τον ώμο μου. «Ελπίζω για το καλό τους να είναι στην Ουλ Κόμα.» Ή ταν συντάκτρια ενός οικονομικού περιοδικού και, κρίνοντας από τα βι­ βλία που είδα και τις αφίσες στο μπάνιο, είχε μια αδυναμία στα για­ πωνέζικα κόμικς. «Είσαι παντρεμένος, Τίαντορ;» Προσπάθησα να απαντώ στις ερω­ τήσεις της Γιάλγια, παρόλο που έρχονταν πολΰ γρήγορα. «Είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι εδώ;» «Όχι, αλλά είναι η πρώτη μετά από πολύ καιρό.» «Άρα δεν την ξέρεις.» «Όχι. Μπορεί κάποτε να ισχυρίστηκα ότι ξέρω το Λονδίνο, αλλά όχι εδώ και χρόνια.» «Είσαι πολυταξιδεμένος! Και τώρα με όλα αυτά ανακατεύεσαι με εσόριστους και παραβάτες;» Δεν βρήκα την ερώτηση χαριτωμένη. «Ο

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 253 Κιουσιμ λέει ότι περνάς το χρόνο σου εκεί που σκάβουν και βγάζουν εκείνα τα περίεργα παλιά πράγματα.» «Είναι σαν όλα τα άλλα μέρη, πολΰ πιο γραφειοκρατικό απ’ όσο ακουγεται, ασχέτως από το πόσο περίεργες είναι οι ιστορίες.» «Είναι γελοίο.» Ξαφνικά έδειξε λυπημένη. «Δεν θα πρέπει να αστει­ εύομαι με αυτό. Φταίει το ότι δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για το κορίτσι που πέθανε.» «Ποτέ δεν ρωτάς» είπε ο Ντατ. «Λοιπόν, είναι... Έχετε καμιά φωτογραφία της;» είπε η Γιάλγια. Πρέπει να έδειξα έκπληκτος, επειδή ο Ντατ σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα, δείχνοντας προς τη μεριά μου. Έβαλα το χέρι μου στην εσωτερική τσέπη του τζάκετ, αλλά όταν την άγγιξα, θυμήθηκα ότι η μοναδική φωτογραφία που είχα -ένα μικρό αντίτυπο ενός αντιγρά­ φου από την Μπεσέλ, διπλωμένο στο πορτοφόλι μου- ήταν με τη Μα- χάλια νεκρή. Δεν θα έδειχνα κάτι τέτοιο. «Λυπάμαι, δεν έχω.» Μείναμε για λίγο αμίλητοι και συνειδητοποί­ ησα ότι η Μαχάλια ήταν μόνο λίγα χρόνια μικρότερη από τη Γιάλγια. Έμεινα περισσότερο απ’ όσο είχα υπολογίσει. Ή ταν καλή οικοδέ­ σποινα, ιδιαίτερα όταν αλλάξαμε θέμα - με άφησε να οδηγήσω την κουβέντα άλλου. Παρακολούθησα εκείνη και τον Ντατ να επιδίδονται σε τρυφερές λογομαχίες. Ο συνδυασμός της κοντινής απόστασης από το πάρκο και της τρυφερότητας του ζευγαριού ήταν τόσο συγκινητι­ κός που αφαιρέθηκα. Η εικόνα της Γιάλγια και του Ντατ με έκανε να σκεφτώ τη Σαρίσκα και την Μπιζάγια. Ή ρθε στο μυαλό μου η περί­ εργη προθυμία του Άικαμ Τσουε. Ό ταν έφυγα, ο Ντατ με συνοδέυσε στο δρόμο και κατευθυνθηκε προς το αυτοκίνητο. «Θα γυρίσω μόνος μου» του είπα. Με κοίταξε. «Είσαι καλά;» είπε. «Δεν φαινόσουν καλά όλο το βράδυ.» «Είμαι μια χαρά, με συγχωρείς. Συγγνώμη, δεν θέλω να φανώ αγε­ νής. Ή τα ν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Πραγματικά, ήταν μια ωραία βραδιά και η Γιάλγια... είσαι τυχερός. Απλά, προσπαθώ να σκεφτώ λίγο τα πράγματα. Κοίτα, μπορώ να φΰγω. Έχω λεφτά. Λεφτά της Ουλ Κόμα.» Του έδειξα το πορτοφόλι μου. «Έχω όλα τα χαρτιά

254 China Mieville μου. To σήμα του επισκέπτη. Ξέρω ότι νιώθεις άβολα με μένα να τριγυρνάω έξω, αλλά σοβαρά, θα ήθελα να περπατήσω. Θέλω να μεί­ νω έξω για λίγο. Είναι μια πανέμορφη νύχτα.» «Τι διάολο είναι αυτά που λες; Βρέχει.» «Μ’ αρέσει η βροχή. Ούτως ή άλλως αυτές είναι ψιχάλες. Δεν θα άντεχες ούτε μια μέρα στην Μπεσέλ. Εκεί έχουμε αληθινή βροχή.» Ένα παλιό αστείο, αλλά χαμογέλασε και σταμάτησε να επιμένει. «Όπως θέλεις. Πρέπει να βγάλουμε μια άκρη με όλα αυτά, ξέρεις. Δεν προχωράμε και πολύ.» «Το ξέρω.» «Και εμείς είμαστε τα καλύτερα μυαλά που έχουν οι πόλεις μας, ε; Και η Γιολάντα Ροντρίγκεζ παραμένει άφαντη, και τώρα χάσαμε και τον Μποντέν. Δεν πρόκειται να πάρουμε παράσημα γι’ αυτό.» Κοίτα­ ξε τριγύρω. «Σοβαρά τώρα, τι συμβαίνει;» «Ξέρεις όλα όσα ξέρω» είπα. «Αυτό που μ’ ενοχλεί» είπε «δεν είναι το γεγονός ότι δεν βγαίνει νόημα από αυτές τις μαλακίες. Είναι ότι υπάρχει τρόπος να βγει νόη­ μα. Και δεν είναι ένας τρόπος που θέλω να ακολουθήσω. Δεν πιστεύω στην...» Έκανε μια κίνηση με το χέρι του υποδηλώνοντας τις κακό­ βουλες κρυμμένες πόλεις. Κοίταξε κατά μήκος του δρόμου του. Ή ταν αποκλειστικός, επομένως κανένα από τα φώτα των παραθύρων στα σπίτια του δρόμου δεν ήταν ξένο. Δεν ήταν πολύ αργά και δεν ήμα­ σταν μόνοι. Διάφορες σιλουέτες διαγράφονταν από τα φώτα ενός δρό­ μου κάθετου στο δρόμο του Ντατ, που βρίσκονταν κυρίως στην Μπε­ σέλ. Προς στιγμήν νόμιζα πως κάποια από τις σκοτεινές φιγούρες μάς είχε κοιτάξει, για αρκετά δευτερόλεπτα ώσιε να διαπράξει παραβία­ ση, αλλά τότε προχώρησε. Ό ταν άρχισα να περπατάω, παρακολουθώντας τα βρεγμένα κτίρια της πόλης, δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Προχωρούσα νότια. Περπατώντας μόνος, προσπερνώντας ανθρώπους που δεν ήταν μόνοι, αφέθηκα στη σκέψη να πάω εκεί που έμενε η Σαρίσκα ή η Μπιζάγια, ή ακόμα και η Κόργουι - κάτι από αυτή τη μελαχχολική σύνδεση. Ή ξεραν ότι ήμουν στην Ουλ Κόμα, μπορούσα να τις βρω


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook