54 China Mieville Κοίταξα γύρω μου αλλά δεν ήταν κανένας κοντά μου. «Από που τηλεφωνείς;» Άνοιξα τα παντζούρια του παράθυρου μου μήπως έβλεπα κάποιον να με παρακολουθεί από το δρόμο. Φυσικά δεν είδα κανέναν. «Έλα, Μπόρλου. Ξέρεις από που τηλεφωνώ.» Κρατούσα σημειώσεις. Γνώριζα την προφορά. Τηλεφωνούσε από την Ουλ Κόμα. «Ξέρεις από που τηλεφωνώ, γι’αυτό σε παρακαλώ μη χάνεις χρόνο ρωτώντας τ’ όνομά μου.» «Δεν κάνεις κάτι παράνομο μιλώντας μαζί μου.» «Δεν ξέρεις τι πρόκειται να σου πω. Δεν ξέρεις τι πρόκειται να σον πω. Είναι-» Διέκοψε για μια στιγμή και τον άκουσα να μουρμουρίζει κάτι με το χέρι του πάνω στο ακουστικό. «Κοίτα, Μπόρλου, δεν ξέρω ποια είναι η θέση σου σε αυτά τα πράγματα, αλλά το θεωρώ τρελό, προ σβλητικό, το ότι σου μιλάω από μια άλλη χώρα.» «Δεν ασχολούμαι με την πολιτική. Άκου, αν θα προτιμούσες...» Άρ χισα την τελευταία πρόταση στα Ίλιταν, τη γλώσσα της Ουλ Κόμα. «Δεν πειράζει.» Με διέκοψε με τα παλιομοδίτικα και με τονισμό Ίλιταν Μπες του. «Έτσι κι αλλιώς, είναι η ίδια αναθεματισμένη γλώσ σα.» Σημείωσα ότι το είπε αυτό. «Τώρα βουλωσ’ το. Θέλεις να ακού σεις τις πληροφορίες μου;» «Φυσικά.» Ή μουν όρθιος, έψαχνα τριγύρω προσπαθώντας να βρω έναν τρόπο να εντοπίσω την κλήση. Η γραμμή μου δεν ήταν εξοπλισμέ νη και θα έπαιρνε ώρες να τον εντοπίσουν μέσω της ΜπεσΤέλ, ακόμα κι αν κατάφερνα να τους βρω ενώ εξακολουθούσε να μου μιλάει. «Η γυναίκα που... είναι νεκρή, έτσι δεν είναι; Είναι νεκρή. Την ήξερα.» «Άυπάμαι που...» είπα αφού έμεινε σιωπηλός για αρκετά δευτερό λεπτα. «Την ήξερα... Την είχα γνωρίσει παλιότερα. Θέλω να σε βοηθήσω, Μπόρλου, όχι όμως επειδή είσαι μπάτσος. Ό χ ι βέβαια. Δεν αναγνωρί ζω την εξουσία σου. Αλλά αν η Μάργια... αν δολοφονήθηκε, τότε κά ποιοι άνθρωποι για τους οποίους νοιάζομαι μπορεί να διατρέχουν
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 55 κίνδυνο. Συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου για τον οποίο νοιάζο μαι περισσότερο, εμένα τον ίδιο. Και της αξίζει... Λοιπόν, αυτά είναι όλα όσα ξέρω. »Τ όνομά της είναι Μάργια. Αυτό χρησιμοποιούσε. Τη συνάντησα εδώ. Εννοώ στην Ουλ Κόμα. Σου λέω ό,τι μπορώ, αλλά ποτέ δεν έμα θα πολλά. Δεν είχα καμία δουλειά. Ή ταν ξένη. Την ήξερα από την πολιτική. Ή ταν σοβαρή - αφοσιωμένη, κατάλαβες; Ό χι όμως σε αυ τό που πίστεψα αρχικά. Ή ξερε πολλά, δεν έχανε τον καιρό της.» «Κοίτα...» είπα. «Αυτά είναι όσα μπορώ να σου πω. Ζουσε εδώ.» «Ήταν στην Μπεσέλ.» «Έλα τώρα.» Είχε νευριάσει. «Έλα τώρα. Ό χι επίσημα. Δεν μπο ρούσε. Ακόμα κι αν ήταν, ήταν εδώ. Πήγαινε ψάξε στους ριζοσπαστι κούς πυρήνες. Κάποιος θα ξέρει ποια είναι. Πήγε παντού. Σε όλους τους άντερ γκράουντ χώρους. Πρέπει να έχει πάει και στις δυο πλευ ρές. Ή θελε να πάει παντού, γιατί ήθελε να μάθει τα πάντα. Και το έκανε. Αυτά είναι όσα ξέρω.» «Πώς έμαθες ότι έχει σκοτωθεί;» Ακόυσα την ανάσα του να βγαίνει σφυριχτή. «Μπόρλου, αν πραγματικά το εννοείς, τότε είσαι ηλίθιος κι εγώ χάνω το χρόνο μου. Αναγνώρισα τη φωτογραφία της, Μπόρλου. Νο μίζεις θα σε βοηθούσα αν δεν πίστευα πως πρέπει; Αν δεν πίστευα πως είναι σημαντικό; Πώς νομίζεις ότι το έμαθα; Είδα τη γαμημένη την αψίσα σου.» Έκλεισε το τηλέφωνο. Κράτησα το ακουστικό για λίγο στο αυτί μου, μήπως και επέστρεφε. Είδα την αψίσα σου. Ό ταν κοίταξα το ση μειωματάριό μου, εκτός από τις πληροφορίες που μου είχε δώσει, είχα γράψει σκατά/σκατά/σκατά. ΔΕΝ ΕΜΕΙΝΑ πολύ στο γραφείο. «Είσαι καλά, Τίαντορ;» είπε ο Γκά- ντλεμ. «Μοιάζεις...» Είμαι σίγουρος πως έτσι έμοιαζα. Έξω σε έναν πάγκο στο πεζοδρόμιο ήπια έναν δυνατό τούρκικο καφέ. Ή ταν λά θος. Με τσίτωσε περισσότερο.
56 ChinaMieville Ή ταν δύσκολο, αλλά μάλλον δικαιολογημένο αυτή τη μέρα, να διακρίνω τα όρια, να βλέπω μόνο αυτά που έπρεπε και όχι τα υπόλοι πα στο δρόμο για το σπίτι. Περιβαλλόμουν από ανθρώπους που δεν ήταν στην πόλη μου, περπατώντας αργά σε περιοχές που έβριθαν από κόσμο αλλά ήταν άδειες στην Μπεσέλ. Επικεντρώθηκα στα κτίρια που πραγματικά βρίσκονταν γύρω μου -καθεδρικοί ναοί, μπαρ, τις πλίνθινες διακοσμήσεις που στόλιζαν αυτό που κάποτε ήταν ένα σχο λείο-, με τα οποία είχα μεγαλώσει. Αγνόησα τα υπόλοιπα ή τουλάχι στον προσπάθησα. Εκείνο το απόγευμα σχημάτισα στο τηλέφωνο τον αριθμό της Σα- ρίσκα, της ιστορικού. Το σεξ θα ήταν καλό, όμως μερικές φορές της άρεσε να μιλάμε για τις υποθέσεις πάνω στις οποίες δουλευα, και ήταν έξυπνη. Πήρα τον αριθμό της δυο φορές, αλλά το έκλεισα και' τις δυο πριν προλάβει να απαντήσει. Δεν θα την ανακάτευα σ’ αυτό. Η παράβαση της διάταξης περί εμπιστευτικότητας των ερευνών που βρίσκονται σε εξέλιξη, ακόμα κι αν ήταν δοσμένες σε υποθετική μορ φή, ήταν ο ένας λόγος. Να την κάνω σύνεργό σε παραβίαση ήταν ο άλλος, και ήταν πολύ σοβαρότερος. Συνέχιζα να σκέφτομαι τις λέξεις σκατά/σκατά/σχατά. Στο τέλος πή γα σπίτι με δυο μπουκάλια κρασί £αι ξεκίνησα χωρίς βιασύνη να τα βολεύω στο στομάχι μου, με τη συνοδεία ενός ελαφρού δείπνου από ελιές, τυρί και λουκάνικο. Κράτησα κι άλλες άχρηστες σημειώσεις, κάποιες σε μορφή μυστικού διαγράμματος, σαν να μπορούσα να σχε διάσω μια λύση. Ό μω ς η κατάσταση, ο γρίφος, ήταν ξεκάθαρος. Μπορεί να ήμουν το θύμα μιας άσκοπης και καλοδουλεμένης απάτης, αλλά δεν έδειχνε πιθανό. Το πιθανότερο ήταν ότι ο άντρας στο τηλέ φωνο έλεγε την αλήθεια. Σε αυτή την περίπτωση, μου είχαν δοθεί πολύ σοβαρές πληροφο ρίες για τη Φουλάνα-Μάργια. Μου είχαν πει που να πάω και ποιον να κυνηγήσω για να μάθω περισσότερα. Αυτή ήταν και η δουλειά που έπρεπε να κάνω. Αν όμως μαθευόταν ότι ενήργησα βάσει των πληρο φοριών, καμία καταδίκη δεν θα μπορούσε να στηριχθεί. Και ακόμα σοβαρότερο, θα ήταν πολΰ χειρότερο και από παρανομία να τις ακο
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 57 λουθήσω. Δεν θα ήταν μόνο παράνομο σύμφωνα με τους νόμους της Μπες. Θα έκανα παραβίαση. Ο πληροφοριοδότης μου δεν θα έπρεπε να έχει δει τις αφίσες. Δεν ήταν στη χώρα του. Δεν έπρεπε να μου το πει. Με έκανε σύνερ γό. Οι πληροφορίες του ήταν σαν αλλεργία για την Μπεσέλ - απλά και μόνο το γεγονός ότι τις είχα στο μυαλό μου ήταν ένα είδος τραύ ματος. Ή μουν συνένοχος. Ή ταν γεγονός. (Ίσως επειδή ήμουν με θυσμένος, δεν σκέφτηκα ότι δεν ήταν απαραίτητο να μου πει πως βρήκε τις πληροφορίες, και ότι πρέπει να είχε κάποιο λόγο για να το κάνει.) ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΕΚΑΝΑ, αλλά ποιος δεν θα έμπαινε στον πειρασμό να κά ψει ή να σκίσει τις σημειώσεις εκείνης της συζήτησης; Φυσικά και δεν θα το έκανα όμως. Κάθισα αργά το βράδυ στο τραπέζι της κουζίνας με τις σημειώσεις σκορπισμένες μπροστά μου, γράφοντας που και που μηχανικά σκατά/σκατά κατά μήκος των φύλλων. Έβαλα μουσική: Η Μικρή Δεσποινίς Τρέιν, μια συνεργασία, ένα ντουέτο του Βαν Μόρι- σον με την Κόιρσα Γιάκοβ, την Ουμ Καλσούμ* της Μπες όπως την αποκαλούσαν, από την περιοδεία που είχε κάνει ο Βαν Μόρισον το 1987. Ή π ια κι άλλο και έβαλα τη φωτογραφία της Μάργια Φουλάνα Αγνώστων Στοιχείων Παραβάτιδας δίπλα στις σημειώσεις. Δεν την ήξερε κανένας. Ίσως, ο Θεός να βάλει το χέρι του, στην ουσία να μην ήταν καθόλου εδώ στην Μπες, αν και το Πόκοστ ήταν μια αποκλειστική περιοχή. Ίσως κάποιος να την πήγε εκεί. Τα παιδιά που βρήκαν το πτώμα της, η όλη έρευνα, θα μπορούσαν κάλλιστα να συνι- στούν παραβίαση. Δεν έπρεπε να ενοχοποιηθώ ψάχνοντάς το κι άλλο. Ίσω ς απλά έπρεπε να παρατήσω την έρευνα και να την αφήσω να σαπίσει. Ή ταν μια στιγμιαία τάση φυγής, το να προσποιούμαι ότι θα ενεργούσα έτσι. Στο τέλος θα έκανα τη δουλειά μου, έστω κι αν κάνο- * Η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του αραβικού κόσμου. Οι Αραβες συνηθίζουν να λένε πως πάνω από αυτήν υπάρχει μόνο ο Θεός. Ο Μάνος Χατζιδάκις την κατέτασσε στις πέντε καλύτερες φωνές παγκοσμίως (Σ.τ.Μ.).
58 China Mieville νιας τη θα παραβίαζα κάποιους κανόνες, ένα υπαρξιακό πρωτόκολλο πολύ πιο θεμελιώδες από εκείνο που πληρωνόμουν για να επιβάλλω. Ως παιδιά συνηθίζαμε να παίζουμε Παράβαση. Δεν μου άρεσε και πολύ σαν παιχνίδι, αλλά διέσχιζα γραμμές από κιμωλία για να με κυνηγήσουν οι φίλοι μου, οι οποίοι έπαιρναν τρομακτικές εκφράσεις στα πρόσωπά τους και κύρτωναν τα δάχτυλά τους για να μοιάζουν με γαμψά νύχια. Τους κυνηγούσα κι εγώ όταν ερχόταν η σειρά μου. Αυ τό, μαζί με το να βγάζουμε ξυλαράκια και χαλίκια από το έδαφος και να θεωρούμε ότι προέρχονται από τη μαγική κεντρική φλέβα χρυσού της Μπες, και ο συνδυασμός κυνηγητού και κρυφτού που ονομάζαμε το Κυνήγι του Ινσίλε, ήταν συνηθισμένα παιχνίδια. Δεν υπάρχει θεολογία τόσο απεγνωσμένη που να μην μπορείς να τη βρεις. Υπάρχει μια αίρεση στην Μπεσέλ που λατρεύει την Παράβαση. Είναι σκανδαλώδες, αλλά όχι τελείως απρόσμενο δεδομένων των δυ νάμεων που εμπλέκονται. Δεν υπάρχει νόμος κατά των λατρευτικών συγκεντρώσεων, αν και η φύση της θρησκείας τους κάνει ταυς πάντες νευρικούς. Έχουν αποτελέσει το αντικείμενο σεξουαλικών τηλεοπτι κών προγραμμάτων. Στις τρεις το πρωί ήμουν μεθυσμένος και άγρυπνος και παρακο λουθούσα τους δρόμους της Μπεσέλ (και ακόμα περισσότερα - τις αλληλοπλεγμένες περιοχές). Μπορούσα να ακούσω σκυλιά να γαβγί ζουν και ένα-δυο καλέσματα κάποιου λιπόσαρκου, ψωριασμένου λύ κου του δρόμου. Τα χαρτιά -και οι δυο όψεις της διαφωνίας, αν όντως επρόκειτο για διαφωνία- βρίσκονταν σκορπισμένα στο τραπέζι. Το πρόσωπο της Φουλάνα-Μάργια είχε κυκλικά αποτυπώματα από το ποτήρι του κρασιού, το ίδιο και οι παράνομες σημειώσεις με τις λέ ξεις σκατά/οκατά/σκατά. Δεν είναι ασυνήθιστο για μένα να μην μπορώ να κοιμηθώ. Η Σαρί- σκα και η Μπιζάγια είχαν συνηθίσει να περπατούν νυσταγμένα από την κρεβατοκάμαρα προς το μπάνιο και να με βρίσκουν να διαβάζω στο τραπέζι της κουζίνας, μασώντας τόση πολλή τσίχλα που έβγαζα άφθες από τη ζάχαρη (δεν θα ξανάρχιζα το κάπνισμα). Ή να κοιτάζω
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 59 μέσα στη νύχτα την πόλη και (αναπόφευκτα να μη βλέπω, αλλά να ελκύομαι από τα φώτα της) την άλλη πόλη. Η Σαρίσκα μια φορά γέλασε μαζί μου. «Δες πώς είσαι» είπε, με μια δόση τρυφερότητας. «Κάθεσαι εκεί σαν την κουκουβάγια. Μια μελαγ- χολική αλλόκοτη φιγούρα. Συναισθηματικέ κακομοίρη. Δεν θα απο κτήσεις κάποια διορατικότητα επειδή είναι νύχτα, ξέρεις. Απλά επει δή κάποια κτίρια έχουν αναμμένα τα φώτα τους.» Ό μω ς αυτή τη στιγμή δεν βρισκόταν εκεί για να με πειράξει, κι εγώ ήθελα όση διο ρατικότητα μπορούσα να έχω, ακόμα και ψεύτικη, οπότε συνέχισα να κοιτάζω έξω. Αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τα σύννεφα. Οι κώνοι των καθε δρικών φωτίζονταν από τους γυάλινους ουρανοξύστες. Καμπύλα και τοξοειδή αρχιτεκτονικά σχέδια φωτισμένα με νέον στην άλλη πλευρά των συνόρων. Προσπάθησα να συνδέσω τον υπολογιστή μου στο δί κτυο για να ψάξω κάποια πράγματα, αλλά η μόνη σύνδεση που είχα ήταν μέσω τηλεφώνου και ήταν πολύ αργή και εκνευριστική, γι’ αυτό σταμάτησα. «Λεπτομέρειες αργότερα.» Νομίζω ότι το είπα φωναχτά. Κράτησα κι άλλες σημειώσεις. Στο τέλος, επιτέλους, κάλεσα την απευθείας γραμμή για το γραφείο της Κόργουι. «Λιζμπιέτ, σκέφτηκα κάτι.» Πάντα όταν έλεγα ψέματα το ένστικτό μου μου έλεγε να μιλάω γρήγορα και να λέω πολλά. Πίεσα τον εαυτό μου να μιλάει μηχανικά. Εκείνη όμως δεν ήταν χαζή. «Είναι αργά. Σου αφήνω αυτό το μήνυμα γιατί αύριο μάλλον δεν θα έρθω στο γραφείο. Το ψάξιμο στους δρόμους δεν μας βγάζει που θενά, οπότε είναι προφανές ότι δεν είναι αυτό που νομίζαμε. Κάποιος θα την αναγνώριζε. Έχουμε βάλει τη φωτογραφία της σε όλες τις γύ ρω περιοχές, οπότε αν είναι κάποια πόρνη που έχει απομακρυνθεί από την περιοχή της, ίσως και να σταθούμε τυχεροί. Στο μεταξύ, όμως, θα ήθελα να ψάξω και προς μερικές άλλες κατευθύνσεις, όσο περιμένουμε αποτελέσματα. «Σκέφτομαι, κοίτα, δεν βρίσκεται στην περιοχή της, η κατάσταση είναι περίεργη, δεν έχουμε καμία πληροφορία. Μιλούσα με έναν τύπο
60 ChinaMieville που ξέρω από τη Μονάδα Διαφωνουντων και μου έλεγε πόσο μυστι κοπαθείς είναι οι άνθρωποι που παρακολουθεί. Είναι όλοι Ναζί και κομμουνιστές και ενωτικοί και ουτω καθεξής. Ό πω ς και να ’χει, με έβαλε σε σκέψεις για το ποιοι κρυβουν την ταυτότητά τους, και όσο έχουμε ακόμα χρόνο, θα ήθελα να το ψάξω λίγο. »Αυτό που σκέφτομαι είναι - περίμενε λίγο να δω κάποιες σημειώ σεις... εντάξει, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τους ενωτικους. »Μίλα με την Ομάδα Περίεργων. Δες τι μπορείς να μάθεις από διευθύνσεις, οργανώσεις, δεν γνωρίζω και πολλά γι’ αυτά. Ρώτα στο γραφείο του Σεβόι. Πες του ότι κάνεις κάποια δουλειά για μένα. Πή γαινε όπου μπορείς, πάρε τις φωτογραφίες, δες αν κάποιος την ανα γνωρίζει. Δεν χρειάζεται να σου πω ότι θα σου φέρονται περίεργα, δεν θα σε θέλουν να τριγυρίζεις. Δες όμως τι μπορείς να κάνεις. Κράτα επαφή μαζί μου, θα με βρίσκεις στο κινητό. Ό πω ς είπα, δεν θα έρθω. Εντάξει. Τα λέμε αύριο. Εντάξει, γεια.» «Ήταν απαίσιο.» Νομίζω ότι κι αυτό το είπα φωναχτά. Ό ταν τελείωσα μ’ αυτό, πήρα τηλέφωνο την Τάσκιν Κέρους στη διοικητική ομάδα. Είχα προνοήσει να σημειώσω τον αριθμό της απευθείας γραμμής της, όταν με είχε βοηθήσει με τη γραφειοκρατία πριν από τρεις ή τέσσερις υποθέσεις. Είχα διατηρήσει επαφή. Ή ταν άριστη στη δουλειά της. «Τάσκιν, είμαι ο Τίαντορ Μπόρλου. Μπορείς, σε παρακαλώ, να με καλέσεις στο κινητό μου αύριο ή όταν βρεις ευκαιρία και να μου πεις τι θα χρειαζόταν να κάνω αν ήθελα να θέσω μια υπόθεση στην Επι τροπή Επιτήρησης; Αν ήθελα να στείλω μια υπόθεση στην Παράβα ση. Υποθετικά.» Μόρφασα και γέλασα. «Μην το πεις παραέξω, εντά ξει; Ευχαριστώ, Τασκ. Απλά πες μου τι πρέπει να κάνω κι αν έχεις τίποτα χρήσιμες συμβουλές εκ των έσω. Ευχαριστώ.» Δεν ήθελε και πολύ ρώτημα το τι μου έλεγε ο φοβερός πληροφορι οδότης μου. Οι φράσεις που είχα αντιγράψει και υπογραμμίσει. Ίδια γλώσσα αναγνώριση εξουσίας-όχι και στις δυο πλευρές της πόλης
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 61 Καταλάβαινα γιατί μου τηλεφώνησε, και γιατί το έγκλημα που είχε δει ή το γεγονός ότι το είχε δει δεν τον αποθάρρυνε όπως θα συνέβαι- νε με τους περισσότερους. Το είχε κάνει κυρίως από φόβο για το τι συνεπαγόταν ο θάνατος της Μάργια-Φουλάνα για κείνον. Αυτό που μου είχε πει ήταν ότι οι συνωμότες της ομάδας του στην Μπεσέλ είχαν κατά πάσα πιθανότητα δει τη Μάργια και ότι εκείνη δεν σεβόταν τα σύνορα. Κι αν κάποια ομάδα ταραχοποιών στην Μπεσέλ ήταν συνέ νοχοι σε αυτό το συγκεκριμένο είδος εγκλήματος και ταμπού, τότε αυτοί θα ήταν ο πληροφοριοδότης μου και οι σύντροφοί του. Προφα νώς ήταν ενωτικοί. Η ΣΑΡ1ΣΚΑ ΜΕ ΚΟΡΟΪΔΕΨΕ μέσα στο μυαλό μου καθώς στράφηκα προς τη φωτισμένη πόλη, και αυτή τη φορά κοίταξα και είδα τη γείτονά της. Ή ταν παράνομο, αλλά την είδα. Ποιος δεν το έχει κάνει κατά και ρούς; Υπήρχαν αεροθάλαμοι που δεν έπρεπε να βλέπω, θάλαμοι με κρεμασμένες διαφημιστικές πινακίδες προσαρτημένες σε σκελετικά μεταλλικά πλαίσια. Στο δρόμο, τουλάχιστον ένας από τους περαστι κούς -μπορούσα να το καταλάβω από τα ρούχα, τα χρώματα, το περ πάτημα- δεν ήταν στην Μπεσέλ. Κι όμως τον παρακολουθούσα. Στράφηκα προς τις γραμμές του τρένου που βρίσκονταν λίγα μέ τρα από το παράθυρό μου και περίμενα μέχρι που πέρασε ένα νυχτε ρινό τρένο, όπως ήξερα ότι θα συμβεί. Ενώ περνούσε με μεγάλη τα χύτητα, κοίταξα μέσα από τα φωτισμένα παράθυρά του τα μάτια μερικών επιβατών, κάποιοι από αυτους με είδαν και τρόμαξαν. Ό μως έφυγαν γρήγορα, πάνω από τις συνενωμένες στέγες. Ή ταν ένα σύντο μο έγκλημα, και δεν ήταν δικό τους το λάθος. Πιθανότατα δεν θα ένιωθαν ένοχοι για πολύ. Πιθανότατα δεν θα θυμόντουσαν αυτό το βλέμμα. Πάντα ήθελα να ζω κάπου που να μπορώ να παρακολουθώ ξένα τρένα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΕ Αν ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΑΡΚΕΤΑ γι’ αυτές τις γλώσσες, η Ίλιταν και η Μπες ακούγονται πολύ διαφορετικές. Γράηιονται, φυσικά, με διαφορετικά αλφάβητα. Η Μπες με το αλφάβητο Μπες: τριάντα τέσσερα γράμμα τα, από αριστερά προς τα δεξιά, όλες οι αρθρώσεις ξεκάθαρες και φωνητικές, σύμφωνα, φωνήεντα, ημίφωνα στολισμένα με σημεία το νισμού. Συχνά λέγεται πως το αλφάβητο Μπες μοιάζει με το Κυριλλι κό (αν και αυτή είναι μια ταύτιση -αληθινή ή μ η- που πιθανότατα θα ενοχλήσει έναν κάτοικο της Μπεσέλ). Η \"Ιλιταν χρησιμοποιεί Ρωμαϊ κή γραφή. Αυτό έγινε πρόσφατα. Στα ταξιδιωτικά ημερολόγια του προτελευταίου αιώνα και ακόμα παλιότερα, η παράξενη και όμορφη καλλιγραφική \"Ιλιταν που γρά φεται από δεξιά προς τα αριστερά -και η κακόηχη φωνητική της- σχολιάζεται συνεχώς. Σίγουρα κάποια στιγμή όλοι έχουν ακούσει την περιγραφή του Στερν από το ταξιδιωτικό του ημερολόγιο: «Στη χώρα των Αλφαβήτων η Σανσκριτική αιχμαλώτισε το βλέμμα του Αραβικού (ο οποίος ήταν μεθυσμένος, παρά τις εντολές του Μωάμεθ, αλλιώς η ηλικία της θα τον είχε απωθήσει). Εννέα μήνες αργότερα, εμφανί στηκε ένα αποκηρυγμένο παιδί. Το ατίθασο μωρό λέγεται Ίλιταν. Ερ μαφρόδιτο, αλλά όμορφο. Έ χει πάρει και από τους δυο γονείς του στη μορφή, αλλά πήρε τη φωνή εκείνων που το μεγάλωσαν - των πουλιών.» Η γραφή χάθηκε το 1923, μέσα σε μια νύχτα, στο απόγειο των μεταρρυθμίσεων του Ιά \"Ιλσα: ο Ατατούρκ ήταν εκείνος που τον μιμή-
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 63 θηκε και όχι το αντίθετο, όπως συχνά λέγεται. Ακόμα και στην Ουλ Ιίόμα, κανείς δεν μπορεί να διαβάσει σήμερα την αρχαία Ίλιταν, εκτός από αρχειοφύλακες και ακτιβιστές. Ό πω ς και να ’χει, είτε στην αρχική είτε στην τελική γραπτή μορφή της, η Ίλιταν δεν μοιάζει με την Μπες. Ούτε ηχεί παρόμοια. Όμως αυτές οι διαφορές δεν είναι τόσο βαθιές όσο φαίνεται. Παρά την προ σεκτική πολιτισμική διαφοροποίηση στις δομές των γραμματικών τους και στις συσχετίσεις των φωνημάτων τους (αν όχι και στους ίδιους τους βασικούς ήχους), οι γλώσσες έχουν πολλές ομοιότητες - εντέλει έχουν έναν κοινό πρόγονο. Αισθάνεσαι σχεδόν στασιαστής όταν λες κάτι τέτοιο. Είναι όμως αλήθεια. Η σκοτεινή περίοδος της Μπεσέλ είναι πολύ σκοτεινή. Κάποια στιγμή πριν από χίλια επτακόσια με δυο χιλιάδες χρόνια ιδρύθηκε η πόλη, εδώ, σε αυτή την καμπή της ακτογραμμής. Υπάρχουν ακόμα απομεινάρια εκείνων των καιρών στην καρδιά της πόλης, όταν ήταν ένα λιμάνι κρυμμένο μερικά χιλιόμετρα πιο ψηλά στο ποτάμι για να προφυλάσσεται από τους πειρατές της ακτής. Η ίδρυση της πόλης συνέπεσε με την ίδρυση και μιας άλλης, φυσικά. Τα ερείπια περιβάλ λονται σήμερα από την πόλη ή σε κάποια μέρη ενσωματώθηκαν, ως αρχαία θεμέλια, στον ιστό της. Υπάρχουν επίσης και παλαιότερα ερείπια, όπως τα υπολείμματα μωσαϊκών στο Πάρκο Γιόζεφ. Αυτά τα ερείπια ρομανικού ρυθμού πιστεύουμε πως προηγούνται της Μπεσέλ. Ίσω ς να χτίσαμε την Μπεσέλ πάνω στα θεμέλιά τους. Ή μπορεί και να μην ήταν η Μπεσέλ που χτίσαμε τότε, ενώ άλλοι ίσως έχτιζαν την Ουλ Κόμα πάνω στα ίδια θεμέλια. Ίσως να υπήρχε κάτι ενιαίο τότε, το οποίο αργότερα να χωρίστηκε πάνω στα ερείπια ή μπορεί η προγονική μας Μπεσέλ να μην είχε ακόμα συναντηθεί και συνυφανθεί ψυχρά με τη γείτονά της. Δεν είμαι μελετητής του Σχί σματος, αλλά ακόμα κι αν ήμουν, πάλι δεν θα ήξερα. «ΑΦΕΝΤΙΚΟ.» Η Λιζμπιέτ Κόργουι με πήρε τηλέφωνο. «Αφεντικό, είσαι φοβερός. Πώς το ήξερες; Συνάντησέ με στην Μπούνταπεστ Στρας εξήντα οκτώ.»
64 China Mieville Δεν είχα ακόμα βάλει τα καθημερινά μου ρούχα, αν και ήταν από γευμα. Το τραπέζι της κουζίνας ήταν μια θάλασσα από χαρτιά. Τα βιβλία που είχα για πολιτική και ιστορία σχημάτιζαν τον πύργο της Βαβέλ δίπλα στο γάλα. Έπρεπε να κρατάω το φορητό μου υπολογι στή μακριά από αυτή την ανακατωσούρα, αλλά ποτέ δεν το κατάφερ- να. Σκούπισα το κακάο από τις σημειώσεις μου. Η μακιγιαρισμένη με μαύρο χρώμα φιγούρα που βρισκόταν πάνω στη γαλλική σοκολάτα ρόφημα μου χαμογέλασε. «Για ποιο πράγμα μιλάς; Τ ι είναι αυτή η διεύθυνση;» «Είναι στην Μπαντάλια» είπε. Μια βιομηχανική περιοχή εκτός προαστίων βορειοδυτικά από το Πάρκο του Οδοντοτού, δίπλα στο ποτάμι. «Με δουλεύεις και με ρωτάς τι είναι; Έκανα ό,τι είπες - ρώ τησα δεξιά κι αριστερά, πήρα μια γενική εικόνα τού ποιες ομάδες υπάρχουν, τι γνώμη έχει η μια για την άλλη και τα λοιπά. Ξόδεψα το πρωινό τριγυρίζοντας και κάνοντας ερωτήσεις. Σκορπώντας το φόβο. Δεν μπορώ να πω ότι σε σέβονται και πολύ αυτοί οι μπάσταρδοι όταν φοράς στολή, καταλαβαίνεις τι εννοώ; Και δεν μπορώ να πω ότι πε- ρίμενα και πολλά, αλλά σκύφτηκα, τι διάολο, δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε. Ό πω ς και να ’χει, γυρίζω από δω κι από κει προσπαθώντας να καταλάβω τις πολιτικές και τα λοιπά, και ένας τύπος σε ένα από τα -μάλλον θα τα αποκαλούσες κρησφύγετα, φαντάζομαι- αρχίζει να μου λέει κάποια πράγματα. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί στην αρχή, αλλά τον κατάλαβα. Είσαι μια αναθεματισμένη ιδιοφυία, αφεντικό. Στην Μπούνταπεστ Στρας εξήντα οκτώ βρίσκεται ένα από τα αρχη γεία των ενωτικών.» Ο θαυμασμός της ήταν ήδη στα όρια της υποψίας. Θα με είχε κοι τάξει ακόμα σκληρότερα αν είχε δει τα έγγραφα στο τραπέζι μου, που τακτοποιούσα με τα ίδια μου τα χέρια όταν με πήρε τηλέφωνο. Κά ποια βιβλία ήταν ανοιχτά στις σελίδες περιεχομένων, έτσι ώστε να δείχνουν τις αναφορές που περιείχαν για τους ενωτικούς. Πραγματι κά δεν είχα συναντήσει τη διεύθυνση Μπούνταπεστ Στρας. Ακολουθώντας το τυπικό πολιτικό κλισέ, οι ενωτικοί ήταν διασκορ πισμένοι σε πολλούς άξονες. Κάποιες ομάδες ήταν παράνομες, αδερ-
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 65 <ρές-οργανώσεις στην Μπεσέλ και την Ουλ Κόμα. Οι παράνομοι είχαν συνηγορήσει υπέρ της χρήσης βίας αρκετές φορές στο παρελθόν, με σκοπό να επιφέρουν την ένωση των δυο πόλεων που ήταν θέλημα Θεού, μοίρας, ιστορίας ή ανθρώπων. Κάποιοι, συνήθως με αδέξιο τρόπο, είχαν στοχοποιήσει εθνικιστές διανοούμενους - πετώντας τού βλα σε παράθυρα και σκατά σε πόρτες. Είχαν κατηγορηθεί ότι προ παγάνδιζαν κρυφά τους πρόσφυγες και τους καινούριους μετανάστες, οι οποίοι είχαν περιορισμένη εμπειρία στο να βλέπουν και να μη βλέ πουν, στο να υπάρχουν μόνο σε μια συγκεκριμένη πόλη. Οι ακτιβιστές ήθελαν να ενισχύσουν μια τέτοια αστική αβεβαιότητα. Αυτοί οι εξτρεμιστές είχαν δεχτεί κριτική από άλλους που ήθελαν να διατηρήσουν την ελευθερία μετακίνησης και συνάθροισης, όποιες κι αν ήταν οι κρυφές σκέψεις τους και όποια κι αν ήταν τα αόρατα νήματα που τους συνέδεαν μεταξύ τους. Υπήρχαν άλλες πτέ ρυγες, με διαφορετικά οράματα για το πώς θα έπρεπε να μοιάζει η ενοποιημένη πόλη, ποια θα ήταν η γλώσσα της και ποιο το όνομά της. Ακόμα και αυτές οι νόμιμες υποομάδες παρακολουθούνταν αδιάκοπα και ελέγχονταν από τις αρχές, όποια κι αν ήταν η πόλη τους. «Ελβετικό τυρί» είχε πει ο Σενβόι όταν του μίλησα εκείνο το πρωί. «Μάλλον υπάρχουν περισσότεροι πληροφοριοδότες και ρου- φιάνοι στους ενωτικούς απ’ ό,τι ακόμα και στους Αληθινούς Πολίτες ή τους Ναζί ή τους υπόλοιπους βαρεμένους. Δεν θα ανησυχούσα γι’ αυτούς - δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα χωρίς την έγκριση κάποιου εγγυητή.» Οι ενωτικοί πρέπει επίσης να γνωρίζουν, αν και θα ήλπιζαν να μη δουν ποτέ αποδείξεις για κάτι τέτοιο, ότι τίποτα απ’ ό,τι έκαναν δεν έμενε κρυφό απ’ την Παράβαση. Αυτό σήμαινε ότι κι εγώ θα ήμουν υπό την εποπτεία της Παράβασης κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου, αν δεν ήμουν ήδη. Πάντα η ερώτηση του πώς να διασχίσεις την πόλη. Θα έπρεπε να πάρω ταξί καθώς η Κόργουι με περίμενε, αλλά όχι, δυο τραμ, αλλαγή στην Πλατεία Βένσελας. Περνώντας κάτω από τις σκαλισμένες και κουρδιστές φιγούρες της Μπες στις προσόψεις της πόλης, αγνοώντας,
66 China Mieville παραβλέποντας τις λαμπρότερες προσόψεις των διαφορετικών, ξένων περιοχών. Κατά μήκος της Μπουνταπεστ Στρας, φούντες από χειμωνιάτικες βουδλέιες ξεπετάγονταν από παλιά κτίρια. Είναι ένα παραδοσιακό αστικό αγριόχορτο στην Μπεσέλ, αλλά όχι και στην Ουλ Κόμα, που το κόβουν όταν εμφανίζεται. Στην Μπουνταπεστ Στρας, που αποτελεί τμήμα της Μπεσέλ σε μια αλληλοπλεγμένη περιοχή, οι θάμνοι -χωρίς άνθη αυτή την εποχή- προβάλλουν απεριποίητοι για ένα ή δυο ή τρία τοπικά κτίρια και ξαφνικά σταματούν απότομα με ένα κάθετο κλάδε μα στα όρια της Μπεσέλ. Τα κτίρια της Μπεσέλ ήταν από τούβλο και σοβά και το καθένα είχε τοποθετημένη στη σκεπή μια από τις Λάρες* της οικίας, με το βλέμμα στραμμένο πάνω μου, αλλόκοτες, ανθρωπόμορφες, με γενειάδα από αυτό το αγριόχορτο. Πριν από λίγες δεκαετίες, αυτά τα μέρη δεν θα ήταν τόσο ερειπωμένα. Θα ήταν περισσότερο θορυβώδη και ο δρόμος θα ήταν γεμάτος νέους υπαλλήλους με σκούρα κοστούμια και επιχει ρηματικούς επισκέπτες. Πίσω από τα βόρεια κτίρια υπήρχαν βιομηχα νικές περιοχές και πιο πέρα από αυτές μια καμπή στον ποταμό όπου προβλήτες κάποτε έσφυζαν από κινητικότητα και όπου τώρα οι σιδε ρένιοι σκελετοί τους σιέκονται παρατημένοι σαν σε νεκροταφείο. Παλιότερα το τμήμα της Ουλ Κόμα που μοιραζόταν το χώρο ήταν ήσυχο. Τώρα είχε γίνει πιο θορυβώδες: οι γείτονες είχαν περάσει σε φάση οικονομικής ανάκαμψης. Καθώς η ποτάμια βιομηχανία της Μπεσέλ επιβραδύνθηκε, οι δουλειές της Ουλ Κόμα άρχισαν να ανε βαίνουν, και τώρα στα φθαρμένα λιθόστρωτα των αλληλοπλεγμένων περιοχών περπατούσαν περισσότεροι ξένοι παρά κάτοικοι της Μπες. Οι κάποτε ετοιμόρροπες, εγκαταλειμμένες πολυκατοικίες της Ουλ Κόμα, με τις επάλξεις και τη λουμπεν-μπαρόκ τεχνοτροπία (όχι ότι τις είδα, τις αγνόησα προσεκτικά, αλλά και πάλι αποτυπώθηκαν φευ γαλέα, παρανόμως, και θυμόμουν και τα στιλ από φωτογραφίες), ανα καινίζονταν, γίνονταν χώροι γκαλερί και νέων επιχειρήσεων. * Λάρες (Lares): Οικιακές προστάτιδες-θεότητες των Ρωμαίων (Σ.τ.Μ.).
II ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 67 Πρόσεξα τους αριθμούς των τοπικών κτιρίων. Εμφανίζονταν δια κεκομμένοι καθώς ανάμεσα στα κτίρια παρεμβάλλονταν άλλοι, ξέ νοι χώροι. Στην Μπεσέλ η περιοχή ήταν αρκετά αραιοκατοικημένη -δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και άλλου, πέρα από τα σύνορα- και έπρεπε, χωρίς να τους βλέπω, να αποφεύγω πολλούς καλοντυμένους νεαρούς επιχειρηματίες - και γυναίκες. Οι φωνές τους ήταν βουβές για μένα, απλός θόρυβος. Αυτή η ακουστική προσαρμογή έρχεται μετά από χρόνια εξοικείωσης στην Μπες. Ό ταν έφτασα στη βαμμέ νη με πίσσα πρόσοψη όπου με περίμενε η Κόργουι μαζί με έναν σκυθρωπό άντρα, στεκόμασταν και οι τρεις σε μια μισοερημωμένη περιοχή της Μπεσέλ, περιτριγυρισμένοι από έναν πολύβουο, μα άη- χο όχλο. «Αφεντικό, από δω ο Παλ Ντρόντιν.» Ο Ντρόντιν ήταν ένας ψηλός, αδύνατος άντρας κοντά στα σαρά ντα. Φορούσε αρκετά σκουλαρίκια στα αυτιά του, ένα δερμάτινο τζά κετ με δυσνόητα και αδικαιολόγητα διακριτικά μέλους διαφόρων στρατιωτικών και μη οργανώσεων, και ένα περιέργως κομψό αν και βρόμικο παντελόνι. Με κοίταξε σκυθρωπά, καπνίζοντας. Δεν ήταν υπό κράτηση. Η Κόργουι δεν τον είχε συλλάβει. Ένευσα προς το μέρος της για να τη χαιρετήσω και μετά γύρισα αργά εκατόν ογδόντα μοίρες και κοίταξα τα κτίρια γύρω μας. Φυσικά επικεντρώ θηκα μόνο στα κτίρια της Μπες. «Παράβαση;» ρώτησα. Ο Ντρόντιν έδειξε να ξαφνιάζεται. Το ίδιο και η Κόργουι, αν και το έκρυψε. Αφού ο Ντρόντιν δεν μίλησε, είπα: «Δεν νομίζεις ότι μας παρακολουθούν δυνάμεις;» «Ναι, όντως, μας παρακολουθούν.» Ακούστηκε ενοχλημένος. Είμαι σίγουρος πως ήταν. «Σίγουρα. Σίγουρα. Με ρωτάς πού βρίσκονται;» Είναι μια λίγο-πολύ άσκοπη ερώτηση, αλλά κανένας κάτοικος της Μπες ή της Ουλ Κόμα δεν θα μπορούσε να αποβάλει. Ο Ντρόντιν δεν κοίταζε πουθενά αλλού παρά μόνο στα μάτια μου. «Βλέπεις το κτίριο στην άλλη πλευρά του δρόμου; Αυτό που κάποτε ήταν εργοστάσιο σπίρτων;» Τα υπολείμματα μιας τοιχογραφίας, κομμάτια μπογιάς σχεδόν ενός αιώνα, μια σαλαμάνδρα που χαμογελάει μέσα από την
6 8 Ch in a M ieville πύρινη κορόνα της. «Βλέπεις διάφορα να κινούνται εκεί μέσα. Διάφο ρα, ξέρεις τώρα, πάν’ κι έρχονται ενώ δεν θα ’πρεπε.» «Άρα μπορείς να τους δεις να εμφανίζονται;» Έδειξε ξανά ανήσυ χος. «Πιστεύεις πως εκεί φανερώνονται;» «Όχι, όχι, βάσει της ατόπου απαγωγής.» «Ντρόντιν, μπες μέσα. Θα έρθουμε σε μισό λεπτό» είπε η Κόργουι. Του έκανε ένα νεΰμα προς τα μέσα και κείνος έφυγε. «Τι διάολο, αφεντικό;» «Πρόβλημα;» «Όλες αυτές οι μαλακίες περί Παράβασης.» Χαμήλωσε τη φωνή της στη λέξη Παράβαση. «Τι κάνεις;» Δεν είπα τίποτα. «Προσπαθώ να εδραιώσω μια δυναμική ισχύος και κοντεύω να τα καταφέρω, όχι Πα ράβαση, αφεντικό. Δεν θέλω αυτές τις μαλακίες στην όλη εικόνα. Από που διάολο σου έρχονται αυτές οι φοβιστικές μαλακίες;» Ό ταν δεν απάντησα ξανά, κούνησε το κεφάλι της και με οδήγησε μέσα. Το Μέτωπο Αλληλεγγύης Μπεσκόμα δεν είχε ασχοληθεί και πολύ με τη διακόσμηση. Υπήρχαν δυο δωμάτια, δυόμισι με λίγη γενναιο δωρία, γεμάτα ερμάρια και συρτάρια παραγεμισμένα με αρχεία και βιβλία. Σε μια γωνία ο χώρος δίπλα στον τοίχο είχε αδειάσει και κα θαριστεί, έμοιαζε με επιφάνεια προβολής· μια διαδικτυακή κάμερα και μια άδεια καρέκλα ήταν στραμμένες προς το μέρος του. «Εκπομπές» είπε ο Ντρόντιν. Είδε προς τα που κοίταζα. «Στο δια δίκτυο.» Άρχισε να μου λέει τη διεύθυνση ενός ιστοχώρου μέχρι που κούνησα το κεφάλι μου. «Όλοι οι άλλοι έφυγαν μόλις μπήκα μέσα» μου είπε η Κόργουι. Ο Ντρόντιν έκατσε στο γραφείο του στο πίσω δωμάτιο. Υπήρχαν ακό μα δυο καρέκλες εκεί. Δεν μας τις πρόσφερε, αλλά η Κόργουι κι εγώ καθίσαμε έτσι κι αλλιώς. Κι άλλα ακατάστατα βιβλία, ένας βρόμικος ηλεκτρονικός υπολογιστής. Σε έναν τοίχο ένας μεγάλης κλίμακας χάρτης της Μπεσέλ και της Ουλ Κόμα. Για να αποφΰγουν τη δίωξη, οι διαχωρι- στικές γραμμές και σκιάσεις υπήρχαν -περιοχές αποκλειστικές, ξένες και αλληλοπλεκόμενες- αλλά σε υπερβολικά λεπτές αποχρώσεις της κλί μακας του γκρίζου. Καθίσαμε κοιτάζοντας για λίγο ο ένας τον άλλο.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 69 «Κοιτάξτε» είπε ο Ντρόντιν. «Ξέρω... καταλαβαίνετε ότι δεν συνη θίζω να... Δεν με συμπαθείτε και δεν με πειράζει, είναι κατανοητό.» Δεν είπαμε τίποτα. Έπαιξε με κάποια από τα πράγματα στο γραφείο του. «Και επίσης δεν είμαι καρφί.» «Χριστέ μου, Ντρόντιν» είπε η Κόργουι «αν θέλεις άφεση αμαρτι ών, βρες έναν παπά.» Ό μως εκείνος συνέχισε. «Είναι απλά ότι... Αν αυτό έχει να κάνει με το που ήταν ανακατε μένη, τότε όλοι σας θα νομίζετε ότι έχει κάποια σχέση με εμάς και ίσως όντως να έχει κάποια σχέση με εμάς και δεν δίνω σε κανέναν λόγους για να μας κυνηγήσει. Καταλαβαίνετε; Καταλαβαίνετε;» «Εντάξει, αρκετά» είπε η Κόργουι. «Άσε τις μαλακίες.» Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. «Ξέρω, νομίζεις πως είσαι έξυπνος, σοβαρά όμως, πόσα παραπτώματα πιστεύεις πως βλέπω αυτή τη στιγμή; Ο χάρτης σου για αρχή - νομίζεις πως είναι προσεκτικά σχεδιασμένος, αλλά δεν θα χρειαζόταν να είναι και πολύ εθνικόφρονας ένας εισαγγελέας για να τον ερμηνεύσει με έναν τρόπο που θα σε έβαζε μέσα. Τι άλλο; Θες να ρίξω μια ματιά στα βιβλία σου; Πόσα από αυτά ανήκουν στη λίστα των απαγορευμένων; Θες να ρίξω μια ματιά στα χαρτιά σου; Αυτό εδώ το μέρος είναι ό,τι πρέπει για μια δευτέρου βαθμού Προσβολή Κυριαρχίας της Μπες. Η καταδίκη αναβοσβήνει σε απόσταση ανα πνοής σαν λάμπα νέον.» «Όπως και οι περιοχές της Ουλ Κόμα με τα νυχτερινά κέντρα δια σκέδασης» είπα. «Νέον από την Ουλ Κόμα. Θα σου άρεσε αυτό, Ντρόντιν; Το προτιμάς από την τοπική ποικιλία;» «Παρότι εκτιμάμε τη βοήθειά σου, κύριε Ντρόντιν, ας μην κοροϊ δευόμαστε για τους λόγους για τους οποίους το κάνεις.» «Δεν καταλαβαίνετε» είπε μουρμουρίζοντας. «Πρέπει να προστα τέψω τους ανθρώπους μου. Γίνονται περίεργα πράγματα εκεί έξω. Συμβαίνουν περίεργες μαλακίες.» «Εντάξει» είπε η Κόργουι. «Ό,τι πεις. Πες μας όλη την ιστορία, Ντρόντιν.» Η Κόργουι πήρε τη φωτογραφία της Φουλάνα και την έβαλε μπροστά του. «Πες στο αφεντικό μου αυτά που ξεκίνησες να λες σε μένα.»
70 China Mieville «Ναι» είπε. «Αυτή είναι.» Η Κόργουι κι εγώ σκύψαμε προς τα εμπρός. Τέλειος συγχρονισμός. «Πώς τη λένε;» είπα. «Απ’ ό,τι είπε, τη λέγανε Μπιέλα Μαρ.» Ο Ντρόντιν ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτό είπε. Καταλαβαίνω, αλλά τι μπορώ να σας πω;» Ή ταν ένα έξυπνο ψευδώνυμο που σχημάτιζε ένα προφανές λογο παίγνιο. Το Μπιέλα είναι ένα όνομα που χρησιμοποιείται και από τα δυο φυλά στην Μπες. Το Μαρ είναι πιστευτό ως επώνυμο. Τα φωνή- ματά τους μαζί σχεδόν σχηματίζουν τη φράση μτιιέ Χε μαρ, που στην κυριολεξία σημαίνει «μόνο το δόλωμα», μια ψαράδικη φράση που σημαίνει «τίποτα, δεν αξίζει τίποτα». «Δεν είναι ασυνήθιστο. Πολλοί από τις επαφές και τα μέλη μας χρησιμοποιούν ψευδώνυμα.» «Νομς» είπα «ντε γιουνιψικασιόν.» Δεν ήμουν σίγουρος αν κατάλαβε. «Πες μας για την Μπιέλα.» Μπιέλα, Φουλάνα, Μάργια, τα ονόματα πλήθαιναν. «Ήταν εδώ πριν από, δεν είμαι σίγουρος, τρία χρόνια περίπου; Ίσω ς και λίγο λιγότερο. Δεν την είχα δει μέχρι τότε. Ή ταν ολοφάνερο πως ήταν ξένη.» «Από την Ουλ Κόμα;» «Όχι. Τα μιλούσε καλά τα Ίλιταν, αλλά όχι άπταιστα. Χρησιμο ποιούσε τα Μπες ή τα Ίλιταν - ή τη μητρική γλώσσα. Δεν την άκου- σα ποτέ να μιλάει σε κάποια άλλη γλώσσα - δεν ήθελε να μου πει από που είχε έρθει. Από την προφορά της, θα έλεγα πως ήταν Αμε ρικανίδα ή ίσως Αγγλίδα. Δεν ξέρω τι έκανε. Δεν είναι... θεωρείται αγένεια να κάνεις πολλές προσωπικές ερωτήσεις σε άτομα αυτου του χώρου.» «Άρα τι έκανε, ερχόταν σε συναντήσεις; Ή ταν οργανώτρια;» Η Κόργουι γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε χωρίς να χαμηλώ σει τη φωνή της; «Ούτε καν ξέρω τι ακριβώς κάνουν αυτοί οι καριό- ληδες, αφεντικό. Δεν ξέρω οΰτε τι να ρωτήσω.» Ο Ντρόντιν την κοί ταξε παραμένοντας όσο δυσαρεστημένος ήταν από τη στιγμή που μπήκαμε.
I I ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 71 «Όπως είπα, εμφανίστηκε πριν δυο-χρία χρόνια. Ή θελε να χρησι μοποιήσει τη βιβλιοθήκη μας. Έχουμε φυλλάδια και παλιά βιβλία για... για τις πόλεις, υλικό που δεν βρίσκεται άλλου.» «Πρέπει να ρίξουμε μια ματιά, αφεντικό» είπε η Κόργουι. «Να δούμε μήπως έχουν κάτι ανάρμοστο.» «Διάολε, σας βοηθάω, έτσι δεν είναι; Θέλετε να με πιάσετε για απαγορευμένα βιβλία; Δεν υπάρχει τίποτα Πρώτης Τάξης, και όσα είναι Δεύτερης Τάξης είναι διαθέσιμα στο χαμημένο το διαδίκτυο έτσι κι αλλιώς.» «Εντάξει, εντάξει» είπα. Του έκανα νόημα να συνεχίσει. «Ήρθε λοιπόν και μιλήσαμε αρκετά. Δεν είχε καιρό που είχε έρθει. Μερικές εβδομάδες. Μη με ρωτήσετε τι άλλο έκανε και διάφορα τέ τοια, γιατί δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ερχόταν κάθε μέρα σε άσχετες ώρες και κοίταζε βιβλία, ή συζητούσε μαζί μου για την ιστορία μας, την ιστορία των πόλεων, για το τι συνέβαινε, για τις εκ στρατείες μας, τέτοιου είδους πράγματα.» «Ποιες εκστρατείες;» «Οι αδερφοί και οι αδερφές μας που βρίσκονται στη φυλακή. Εδώ και στην Ουλ Κόμα. Απλά και μόνο για τα πιστεύω τους. Η Διεθνής Αμνηστία είναι με το μέρος μας εκεί, ξέρετε. Συνομιλίες με συνδέ σμους. Μόρφωση. Αρωγή σε καινούριους μετανάστες. Διαδηλώσεις.» Στην Μπεσέλ, οι διαδηλώσεις των ενωτικών προκαλουσαν αναταρα χές, ήταν μικρές αλλά επικίνδυνες. Ό πω ς ήταν αναμενόμενο, οι το πικοί εθνικιστές εμφανίζονταν για να διαλυσουν τη διαδήλωση, ουρ λιάζοντας στους διαδηλωτές πως είναι προδότες, και, γενικότερα, ακόμα και ο πιο μη πολιτικοποιημένος κάτοικος δεν θα τους έδειχνε και μεγάλη συμπάθεια. Το ίδιο άσχημα ήταν τα πράγματα και στην Ουλ Κόμα, μόνο που εκεί το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα τους επέτρε παν καν να ξεκινήσουν τη συγκέντρωση. Αυτό προκαλουσε βέβαια θυμό, αλλά τουλάχιστον γλίτωνε τους ενωτικους της Ουλ Κόμα από ξυλοδαρμούς. «Πώς ήταν η εξωτερική της εμφάνιση; Ντυνόταν ωραία; Τι άνθρω πος ήταν;»
72 China Mieville «Ναι, ντυνόταν ωραία. Κομψά. Σχεδόν μοντέρνα, ξέρετε. Ξεχώριζε εδώ.» Γέλασε μόνος του. «Και ήταν έξυπνη. Τη συμπάθησα πραγμα τικά στην αρχή, ξέρετε. Είχα εντυπωσιαστεί πολύ. Στην αρχή.» Με τις παύσεις του, στην ουσία μάς ζητούσε σιωπηλά να τον πιέ ζουμε εμείς για να συνεχίζει, ώστε να φαίνεται ότι όλη αυτή η συζή τηση γινόταν παρά τη θέλησή του. «Αλλά;» είπα. «Τι συνέβη;» «Είχαμε μια διαφωνία. Ουσιαστικά εγώ είχα διαφωνήσει μαζί της, γιατί προξενούσε προβλήματα σε κάποιους από τους υπόλοιπους συ ντρόφους. Πήγαινα στη βιβλιοθήκη ή κάτω ή οπουδήποτε και πάντα άκουγα κάποιον να της φωνάζει. Εκείνη ποτέ δεν φώναζε, μόνο μιλού σε ήρεμα και τους τρέλαινε όλους, έτσι που στο τέλος αναγκάστηκα να της πω να φύγει. Ή ταν... ήταν επικίνδυνη.» Κι άλλη παύση. Η Κόργουι κι εγώ κοιταχτήκαμε. «Όχι, δεν υπερβάλλω» είπε ο Ντρό- ντιν. «Εκείνη σας έφερε εδώ, έτσι δεν είναι; Σας το είπα ότι ήταν επικίνδυνη.» Σήκωσε τη φωτογραφία και άρχισε να την περιεργάζεται. Από το πρόσωπό του πέρασε οίκτος, θυμός, αποδοκιμασία, φόβος. Σίγουρα φόβος. Σηκώθηκε και βημάτισε κυκλικά γύρω από το γραφείο του - το θέαμα ήταν γελοίο, καθώς ο χώρος ήταν πολύ μικρός για να βημα τίσεις, αλλά εκείνος προσπάθησε. «Βλέπετε, το πρόβλημα ήταν...» Πήγε σιο μικρό του παράθυρο, κοίταξε έξω και γύρισε προς το μέρος μας. Η σιλουέτα του διαγραφό ταν με φόντο τον ορίζοντα της Μπεσέλ ή της Ουλ Κόμα ή και των δύο, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω. «Ρωτούσε όλα αυτά τα πράγματα για κάποιες απ’ τις πιο τρελές άντερ γκράουντ ιστορίες. Δεισιδαιμονίες, φήμες, αστικούς μύθους, τρελά πράγματα. Δεν έδωσα και πολλή σημασία, γιατί έχουμε πολλές τέτοιες μπούρδες, και κείνη ήταν προφανώς εξυπνότερη από τους βλαμμένους που ασχολούνται μ’ αυτά τα πράγματα, γι’ αυτό υπέθεσα ότι απλά εξοικειωνόταν με το χώρο μαθαίνοντας διάφορα.» «Δεν ήσουν περίεργος;» «Φυσικά. Νέα κοπέλα, ξένη, έξυπνη, μυστηριώδης; Παθιασμένη;» Έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα για τον τρόπο που το είπε αυτό.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 73 Έγνεψε καταφατικά. «Και βέβαια ήμουν. Είμαι περίεργος για όλους τους ανθρώπους που έρχονται εδώ. Κάποιοι μου λένε πράγματα, άλ λοι όχι. Ό μω ς δεν θα ήμουν αρχηγός αυτου του τμήματος αν τριγύρι ζα πιέζοντάς τους να μου μιλήσουν. Υπάρχει μια γυναίκα εδώ, πολύ μεγαλύτερη από μένα .. τη συναντάω μια σιο τόσο εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Δεν ξέρω ούτε το πραγματικό της όνομα, ούτε τίποτα για κεί νη. Εντάξει, δεν είναι καλό παράδειγμα, γιατί είμαι σχεδόν σίγουρος ότι είναι δίκιά σας, πράκτορας, όμως καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Δεν ρωτάω.» «Τι έψαχνε, λοιπόν; Η Μπιέλα Μαρ. Γιατί την πέταξες έξω;» «Κοιτάξτε πώς έχει η κατάσταση. Ασχολείσαι μ’ αυτά τα πράγμα τα...» Αισθάνθηκα μια ένταση στην Κόργουι σαν να ήθελε να τον δια- κόψει, να τον τσιγκλήσει να τελειώνει- την άγγιξα -όχι, ηερίμενε- για να τον αφήσει να το πάει με τον τρόπο του. Δεν κοιτούσε εμάς, αλλά τον προκλητικό του χάρτη με τις δυο πόλεις. «Όταν ασχολείσαι μ’ αυτά τα πράγματα, ξέρεις ότι ξε<ρευγεις... πώς να το πω, ξέρεις ότι παραστρατείς, ότι πρόκειται να μπλέξεις άσχημα. Ό πω ς με το να έχουμε εσάς εδώ, για αρχή. Ή με ένα λάθος τηλεφώνημα, μπορούμε να δημιουργήσουμε προβλήματα στα αδέρφια μας, στην Ουλ Κόμα, με τους εκεί μπάτσους. Ή - ή υπάρχουν και χειρότερα.» Εκείνη τη στιγμή μάς κοίταξε. «Δεν μπορούσε να μείνει γιατί θα μας έφερνε την Παράβαση. Ή κάτι τέτοιο. «Έψαχνε... Ό χι, δεν έψαχνε τίποτα, είχε έμμονη. Με την Ορσίνι.» Με κοίταζε προσεκτικά, γι’ αυτό δεν έκανα τίποτα, μόνο στένεψα τα μάτια μου. Είχα μείνει όμως έκπληκτος. Από το γεγονός ότι η Κόργουι δεν κινήθηκε, κατάλαβα ότι δεν είχε ιδέα για την Ορσίνι. Ίσω ς να μην ήταν καλό να μάθαινε εδώ για αυ τήν, αλλά καθώς δίστασα, ο Ντρόντιν άρχισε να εξηγεί. Ή ταν ένα παραμύθι. Αυτό είπε. «Η Ορσίνι είναι η τρίτη πόλη. Βρίσκεται ανάμεσα στις άλλες δυο. Βρίσκεται στις ντισένσι, στις αμφιλεγόμενες ζώνες, σε περιοχές που η Μπεσέλ πιστεύει πως ανήκουν στην Ουλ Κόμα και η Ουλ Κόμα πι στεύει πως ανήκουν στην Μπεσέλ. Ό ταν η παλιά κοινότητα διαχωρί
74 China Mieville στηκε, δεν χωρίστηκε στα δυο, αλλά στα τρία. Η Ορσίνι είναι η μυστι κή πόλη. Εξουσιάζει τα πράγματα.» Αν όντως υπήρξε διαχωρισμός. Εκείνο το ξεκίνημα παραμένει σκο τεινό σημείο στην ιστορία μας, κάτι άγνωστο - αρχεία ενός αιώνα αλλοιώθηκαν ή εξαφανίστηκαν και στις δυο πλευρές. Τα πάντα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Από εκείνη την ιστορικά σύντομη αλλά πολύ ακαθόριστη στιγμή προέκυψε το χάος της υλικής μας ιστορίας, μια αναρχία χρονολογιών, παράταιρων υπολειμμάτων, που γοήτευαν και τρομοκρατούσαν τους ερευνητές. Τα μόνα που ξέρουμε είναι για τους νομάδες στις στέπες, στη συνέχεια οι ακαθόριστοι αιώνες της αστικής διαμόρφωσης -λίγα συγκεκριμένα γεγονότα σχετικά με αυτή τη διπλή γένεση, καθώς και ταινίες, ιστορίες και παιχνίδια που βασί στηκαν σε υποθέσεις (και που όλα τους κάνουν το λογοκριτή τουλάχι στον λίγο νευρικό)- και μετά η ιστορία επανέρχεται και υπάρχουν η Μπεσέλ και η Ουλ Κόμα. Ή ταν σχίσμα ή συνένωση; Σαν να μην ήταν αρκετό το μυστήριο, σαν να είναι λίγες δυο αλλη- λοπλεκόμενες πόλεις, οι βάρδοι εφηύραν και μια τρίτη, την υποτιθέ μενη Ορσίνι. Στους ψηλότερους ορόφους, σε αστικά σπίτια ρωμαϊκού τΰπου που περνούν απαρατήρητα, στις πρώτες κατοικίες φτιαγμένες με καλάμια και λάσπη, καταλαμβάνοντας τους περίπλοκα συνενωμέ νους και διαχωρισμένους χώρους που κατανεμήθηκαν όταν διαχωρί στηκαν ή έσμιξαν οι φυλές, η μικροσκοπική τρίτη πόλη παρέμενε κρυμμένη, ασφαλής ανάμεσα στις δυο αδιάντροπες πόλεις-κράτη. Μια κοινωνία από φανταστικούς άρχοντες, ίσως εξόριστους, που στις περισσότερες ιστορίες μηχανορραφούσαν και κανόνιζαν τα πράγμα τα, κυβερνώντας επιδέξια και ολοκληρωτικά. Στην Ορσίνι ζουσαν οι Πεφωτισμένοι. Αυτή ήταν η Ορσίνι. Πριν από λίγες δεκαετίες δεν θα χρειάζονταν εξηγήσεις - οι ιστο ρίες για την Ορσίνι ήταν από τις αγαπημένες των παιδιών, μαζί με τους άθλους του «βασιλιά Σαβίλ και του θαλάσσιου τέρατος που εμ φανίστηκε στο λιμάνι». Σήμερα είναι πιο δημοφιλείς ο Χάρι Πότερ και οι Πάουερ Ρέιντζερς και όλο και λιγότερα παιδιά γνωρίζουν αυ τούς τους παλιούς μύθους. Δεν πειράζει.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 75 «Και τι θες να πεις;» τον διέκοψα. «Θες να πεις ότι η Μπιέλα ήταν μια λαογράφος; Ό τι την ενδιέφεραν οι παλιές ιστορίες;» Ανασήκωσε τους ώμους του. Απέφευγε το βλέμμα μου. Ξαναπροσπάθησα να τον κάνω να μιλήσει και να εξηγήσει τι εννοούσε. Το μόνο που έκανε ήταν να ανασηκώνει τους ώμους του. «Γιατί μιλούσε με σένα γι’ αυτά τα θέματα;» είπα. «Τι δουλειά είχε εδώ;» «Δεν ξέρω. Έχουμε υλικό πάνω σ’ αυτά τα θέματα. Προκύπτει. Καταλαβαίνετε; Και σιην Ουλ Κόμα, ξέρεις, έχουν ιστορίες για την Ορσίνι. Δεν είναι ότι απλά μαζεύουμε έγγραφα, καταλαβαίνετε τι λέω; Δεν κρατάμε υλικό μόνο για ακριβώς ό,τι μας ενδιαφέρει. Καταλαβαί νετε; Ξέρουμε την ιστορία μας, κρατάμε κάθε είδους...» Μια μικρή παύση. «Συνειδητοποίησα ότι δεν ενδιαφερόταν για μας, καταλαβαί νετε τι λέω;» Ό πω ς και όλοι οι διαφωνουντες, έτσι κι εκείνοι ήταν μανιώδεις αρχειοθέτες. Συμφωνείς ή διαφωνείς, αδιαφορείς ή παθιάζεσαι με τον τρόπο που αφηγούνται την ιστορία, δεν θα μπορούσες να πεις ότι δεν τη στηρίζουν με στοιχεία και έρευνα. Η βιβλιοθήκη τους πρέπει να περιείχε πλήρη στοιχεία για οτιδήποτε έστω υπονοούσε κάποια ασάφεια στα αστικά όρια. Η κοπέλα είχε έρθει -ήταν φανερό- ανα ζητώντας πληροφορίες όχι σχετικά με την ενοποίηση, αλλά σχετικά με την Ορσίνι. Θα πρέπει να ενοχλήθηκαν πολύ όταν διαπίστωσαν ότι οι περίεργες αναζητήσεις της δεν ήταν συμπτωματικές έρευνες αλλά αυτοσκοπός. Ό ταν διαπίστωσαν ότι δεν ενδιαφερόταν και πολύ για το έργο τους. «Άρα απλά σπαταλούσε το χρόνο σας;» «Όχι, όπως είπα και πριν, ήταν επικίνδυνη. Πραγματικά επικίνδυ νη. Θα μας προκαλούσε μπελάδες. Είπε ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν σκό πευε να μείνει.» Ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του. «Γιατί ήταν επικίνδυνη;» Έσκυψα μπροστά. «Ντρόντιν, η Μπιέλα παραβίαζε;» «Χριστέ μου, δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Κι αν είναι αλήθεια, εγώ δεν ξέρω τίποτα.» Σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Διάολε, ξέρετε πόσο στενά μας παρακολουθούν;» Τίναξε το χέρι του προς την κατεύθυνση του
76 China Mieville δρόμου. «Έχουμε εσάς να κάνετε συχνές περιπολίες στην περιοχή. Οι μπάτσοι της Ουλ Κόμα δεν μπορούν προφανώς να μας παρακολου θήσουν, παρακολουθούν όμως τους αδερφούς και τις αδερφές μας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μας παρακολουθεί και... ξέρεις. Η Παράβαση.» Μείναμε όλοι σιωπηλοί για λίγο. Αισθανθήκαμε όλοι ότι μας παρακολουθούσαν. «Έχεις δει κάτι;» «Όχι βέβαια. Για ποιον με πέρασες; Ποιος μπορεί να δει κάτι; Ξέρουμε όμως ότι βρίσκεται εκεί. Παρακολουθώντας. Με την παρα μικρή αφορμή... θα μας πάρουν. Ξέρεις...» Κούνησε το κεφάλι του και όταν με ξανακοίταξε, διέκρινα θυμό, και ίσως και μίσος, στο πρό σωπό του. «Ξέρεις πόσους από τους φίλους μου έχουν πάρει; Και δεν τους έχω ξαναδεί ποτέ; Είμαστε περισσότερο προσεκτικοί από οποιον- δήποτε.» Ή ταν αλήθεια. Μια πολιτική ειρωνεία. Εκείνοι που υποσιήριζαν περισσότερο από όλους την κατάργηση των συνόρων μεταξύ της Μπεοέλ και της Ουλ Κόμα έπρεπε και να τα τηρούν προσεκτικότερα από όλους. Αν εγώ ή κάποιος από τους φίλους μου δεν καταφέρναμε για μια στιγμή να αγνοήσουμε κάτι (Και σε ποιον δεν συνέβαινε; Και σε ποιον δεν τυχαινε να μην μπορέσει να αγνοήσει ορισμένες φορές;), αν αυτή η στιγμή δεν είχε διάρκεια ή δεν δείχναμε να το απολαμβά νουμε, δεν διατρέχαμε κίνδυνο. Αν εγώ τυχαινε να κοιτάξω για ένα ή δυο δευτερόλεπτα κάποια ελκυστική περαστική της Ουλ Κόμα, αν απολάμβανα σιωπηλά το περίγραμμα που σχημάτιζαν στον ουρανό και οι δυο πόλεις μαζί, αν εκνευριζόμουν από το θόρυβο ενός τρένου της Ουλ Κόμα, δεν θα με έπαιρναν. Εδώ όμως, σε αυτό το κτίριο, όχι μόνο οι συνάδελφοί μου αλλά και οι δυνάμεις της Παράβασης ήταν πάντα οργισμένες - και, όπως συνέβαινε και στην Παλαιό Διαθήκη, έτσι κι εκείνοι είχαν τη δύναμη και το δικαίωμα να είναι οργισμένοι. Αυτή η τρομερή παρουσία μπορούσε να εμφανιστεί και να εξαφανί σει έναν ενωτικό ακόμα και για μια σωματική παραβίαση, για ένα ξαφνιασμένο τίναγμα από τον απρόσμενο κρότο της εξάτμισης ενός αυτοκινήτου της Ουλ Κόμα. Αν η Μπιέλα-Φουλάνα παραβίαζε, θα
Η ΠΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 77 είχε προκαλέσει κάτι τέτοιο. Άρα μάλλον δεν ήταν αυτή η συγκεκρι μένη υποψία που είχε κάνει τον Ντρόντιν να φοβηθεί. «Απλά υπήρχε κάτι.» Ύψωσε το βλέμμα του και κοίταξε έξω από το παράθυρο τις δυο πόλεις. «Είναι πολύ πιθανό ότι στο τέλος θα συνέβαινε, θα μας έφερνε την Παράβαση. Ή κάτι τέτοιο.» «Μια στιγμή» είπε η Κόργουι. «Είπες ότι έφευγε...» «Είπε ότι θα πήγαινε απέναντι. Στην Ουλ Κόμα. Νόμιμα.» Σταμά τησα να κρατώ πρόχειρες σημειώσεις. Κοίταξα την Κόργουι και με κοίταξε και κείνη. «Δεν την ξαναείδα. Κάποιος άκουσε ότι είχε πάει κι ότι δεν την άφηναν να ξαναγυρίσει εδώ.» Σήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια και, αν είναι, δεν ξέρω το λόγο. Ή ταν απλά θέμα χρόνου... Σκάλιζε επικίνδυνα πράγματα, είχα άσχη μο προαίσθημα.» «Δεν τελειώνει όμως εδώ, έτσι δεν είναι;» είπα. «Τι άλλο;» Με κοί ταξε έντονα. «Δεν ξέρω. Μύριζε μπελάδες, σε φόβιζε, ήταν πάρα πολλά... απλά προκαλούσε κάτι. Ό ταν μίλαγε όλη την ώρα για όλα αυτά με τα οποία ασχολούνταν, άρχιζε να σου προκαλεί ανατριχίλα. Σε έκανε νευρικό.» Κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο. Κούνησε το κεφάλι του. «Λυπάμαι που πέθανε» είπε. «Λυπάμαι που κάποιος τη σκότωσε. Δεν είναι όμως κάτι που με εκπλήσσει.» ΑΥΓΗ Η ΔΥΣΩΔΙΑ ΥΠΑΙΝΙΓΜΩΝ και μυστηρίου -όσο κυνικό ή αδιάφο ρο κι αν θεωρείς τον εαυτό σου-, κολλάει πάνω σου. Ό ταν φύγαμε, είδα την Κόργουι να κοιτάζει ψηλά και ολόγυρα τις φθαρμένες προ σόψεις των αποθηκών. Αφοΰ κοίταξε για αρκετή ώρα προς την κατεύ θυνση ενός μαγαζιού, πρέπει να συνειδητοποίησε ότι αυτό βρισκόταν στην Ουλ Κόμα. Αισθάνθηκε να την παρακολουθούν. Το αισθανόμα σταν και οι δυο, είχαμε δίκιο και ήμασταν ανήσυχοι. Ό ταν φύγαμε με το αυτοκίνητο, πήγα την Κόργουι για γεύμα -π α ραδέχομαι ότι ήταν μια προκλητική κίνηση, όχι προς εκείνη, αλλά κατά κάποιο τρόπο προς το σύμπαν- στη μικρή Ουλ Κόμα της Μπε- σέλ. Βρισκόταν νότια του πάρκου. Λόγω των συγκεκριμένων χρωμά
78 China Mieville των, των επιγραφών στις ταμπέλες των μαγαζιών και του σχεδίου των προσόψεων, οι επισκέπτες της Μπεσέλ που την έβλεπαν πάντα νόμι ζαν πως κοιτούσαν την πραγματική Ουλ Κόμα και έστρεφαν βιαστικά και επιδεικτικά το βλέμμα τους αλλού (στο βαθμό που μπορούσε ένας ξένος να εξοικειωθεί με το να μη βλέπει). Με μια πιο προσεκτική μα τιά, όμως, και λόγω εμπειρίας, παρατηρείς τη συνωστισμένη κακογου στιά στο σχεδίασμά των κτιρίων, μια παρωδία της πραγματικής πόλης. Μπορείς να δεις τα διακοσμητικά σχέδια σε μια απόχρωση που ονο μάζεται «μπλε της Μπεσέλ», ένα από τα χρώματα που θεωρούνται παράνομα στην Ουλ Κόμα. Αυτές οι ιδιοκτησίες είναι τοπικές. Αυτοί οι λίγοι δρόμοι με τις μεικτές ονομασίες, ουσιαστικά Ίλιταν με Μπες κατάληξη, Γιούλσεν Στρας, Λίλιτζι Στρας και ούτω καθεξής, ήταν το κέντρο του πολιτιστικού κόσμου για τη μικρή κοινότητα των εκπατρισμένων κατοίκων της Ουλ Κόμα που διαβιούσαν στην Μπες. Είχαν έρθει για διάφορους λόγους - πολιτικές διώξεις, οικονομική καλυτέρευση (οι πρωτεργάτες που είχαν υποστεί όλες εκείνες τις δυ σκολίες για να μπορέσουν τελικά να μεταναστεύσουν εδώ, θα πρέπει να το μετάνιωναν πικρά τώρα), ιδιοτροπία, ερωτικά ειδύλλια. Οι πε ρισσότεροι από αυτούς με ηλικία κάτω των σαράντα είναι δεύτερης και τρίτης γενιάς, στα σπίτια τους μιλάνε την \"Ιλιταν αλλά έξω μιλάνε την Μπες χωρίς προφορά. Το ντύσιμό τους έχει στοιχεία επιρροής από την Ουλ Κόμα. Κατά καιρούς, ντόπιοι νταήδες και άλλα ακόμα πιο ακραία στοιχεία, τους σπάνε τα παράθυρα και τους ξυλοκοπούν στους δρόμους. Εδώ έρχονται οι νοσταλγικοί εξόριστοι της Ουλ Κόμα για να βρουν τα γλυκά τους, τα καραμελωμένα μπιζέλια τους και τις μυρωδιές τους. Οι μυρωδιές της μικρής Ουλ Κόμα στην Μπεσέλ μπορούν να σε μπερδέψουν. Το ένστικτό σου σου λέει να προσποιηθείς πως δεν τις μύρισες, να σκεφτείς πως απλά τις παρέσυρε ο αέρας από πέρα απ’ τα σύνορα, από κάτι που δεν σέβεται σύνορα, όπως η βροχή («Η βρο χή και ο καπνός ζουν και στις δυο πόλεις», λέει η παροιμία. Στην Ουλ Κόμα έχουν το ίδιο γνωμικό, με τη διαφορά ότι χρησιμοποιούν τη λέξη «ομίχλη». Μπορεί επίσης περιστασιακά να το ακούσεις αναφο
Η ΤΙ ΟΛΗ & H ΠΟΛΗ 79 ρικά με άλλα καιρικά φαινόμενα ή ακόμα και σκουπίδια ή λύματα και, από τους πιο τολμηρούς, με περιστέρια ή λυκους). Αυτές οι μυ ρωδιές όμως βρίσκονται στην Μπεσέλ. Σε σπάνιες περιπτώσεις, κάποιος νέος κάτοικος της Ουλ Κόμα ο οποίος δεν ξέρει την περιοχή της πόλης του που αλληλοπλέκεται με τη μικρή Ουλ Κόμα, θα κάνει την γκάφα να ζητήσει οδηγίες από κάποιον με εθνικότητα της Ουλ Κόμα που όμως κατοικεί στην Μπε σέλ, πιστεύοντας πως είναι κάποιος συμπατριώτης του. Το λάθος γί νεται γρήγορα αντιληπτό -η επιδεικτική παράβλεψη δεν συγκρίνεται με τίποτα- και η Παράβαση είναι συνήθως επιεικής. «Αφεντικό» είπε η Κόργουι. Είχαμε καθίσει σε μια γωνιακή καφε- τέρια, την «Κον ουλ Κάι», στην οποία σύχναζα. Είχα δώσει ολόκληρη παράσταση χαιρετώντας τον ιδιοκτήτη με το μικρό του όνομα, όπως αναμφίβολα έκαναν πολλοί από τους πελάτες του που κατάγονταν από την Μπες. Πιθανότατα με απεχθανόταν. «Τι στο διάολο κάνουμε εδώ;» «Έλα τώρα» της είπα. «Φαγητό της Ουλ Κόμα. Παραδέξου ότι το θέλεις.» Της πρόσφερα φακές με κανέλα και δυνατό, γλυκό τσάι. Αρ- νήθηκε. «Ήρθαμε εδώ» είπα «γιατί προσπαθώ να εντρυφήσω στην ατμό σφαιρα. Προσπαθώ να μπω στο πνεύμα της Ουλ Κόμα. Σκατά. Είσαι έξυπνη, Κόργουι. Δεν σου λέω κάτι που δεν ξέρεις ήδη. Βοήθησε' με μ’ αυτό.» Μέτρησα με τα δάχτυλά μου. «Αυτή η κοπέλα βρισκόταν εδώ. Η Φουλάνα-Μπιέλα.» Παραλίγο να πω Μάργια. «Βρισκόταν εδώ πριν από -πόσο;- τρία χρόνια; Γυρόφερνε τοπικούς ψευτο-πολιτικους, όμως έψαχνε κάτι άλλο, κάτι στο οποίο δεν μπορούσαν να τη βοηθή σουν. Κάτι το οποίο ακόμα κι εκείνοι θεωρούσαν ψεύτικο. Φεύγει.» Περίμενα. «Θα πήγαινε στην Ουλ Κόμα.» Βλαστήμησα. Βλαστήμησε και η Κόργουι. «Ερευνούσε κάποια πράγματα» είπα. «Και πέρασε απέναντι.» «Έτσι πιστεύουμε.» «Έτσι πιστεύουμε. Και ξαφνικά επιστρέφει εδώ.» «Νεκρή.» «Νεκρή.»
80 China Mieville «Σκατά.» Η Κόργουι έγειρε μπροστά, πήρε και άρχισε να τρώει σκεπτική ένα από τα γλυκά μου. Σταμάτησε με το στόμα γεμάτο. Για πολλή ώρα δεν μίλησε κανείς μας. «Είναι. Είναι γαμημένη παραβίαση, έτσι δεν είναι;» είπε στο τέλος η Κόργουι. «.. .Δείχνει σαν παραβίαση και πιστεύω πως - ναι, πιστεύω πως είναι.» «Αν όχι το ότι πήγε, σίγουρα το ότι γύρισε. Και μετά την καθάρι σαν. Ή μπορεί να γύρισε μετά θάνατον. Να την πέταξαν εδώ.» «Κάπως έτσι. Κάπως έτσι» είπα. «Εκτός κι αν πέρασε με νόμιμο τρόπο ή δεν έφυγε καθόλου από δω. Το ότι ο Ντρόντιν δεν την έχει δει...» Έφερα στο μυαλό μου το τηλεφώνημα. Έκανα σκεπτικός μια γκρι- μάτσα -ίσως. «Θα μπορούσε. Έδειχνε αρκετά σίγουρος. Ό πω ς και να ’χει, είναι πιθανό.» «Δεν...» «Εντάξει. Ας υποθέσουμε ότι είναι παραβίαση. Δεν μας πειράζει.» «Σκατά δεν μας πειράζει.» «Όχι, άκουσέ με» είπα. «Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δικό μας πρό βλημα. Ή τουλάχιστον... αν μπορούσαμε να πείσουμε την Επιτροπή Επιτήρησης. Τσως πρέπει ν’ αρχίσω να το ψάχνω.» Το βλέμμα της έγινε βλοσυρό. «Θα σου πουν μαλακίες. Ακόυσα ότι...» «Θα πρέπει να τους παρουσιάσουμε τα πειστήριά μας. Είναι περι- στασιακά μέχρι στιγμής, αλλά ίσως να είναι αρκετά για να περάσουμε την υπόθεση.» «Όχι απ’ ό,τι άκουσα.» Τράβηξε για λίγο το βλέμμα της και μετά με ξανακοίταξε. «Είσαι σίγουρος ότι θα ήθελες κάτι τέτοιο, αφεντικό;» «Ναι, διάολε. Ναι. Άκου. Καταλαβαίνω. Είναι προς τιμήν σου που θέλεις να κρατήσουμε την υπόθεση, όμως άκουσέ με. Αν υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να έχουμε δίκιο... δεν μπορείς να ερευνή σεις παραβίαση. Αυτή η Μπιέλα-Φουλάνα Ξένη Δολοφονημένη Κο πέλα χρειάζεται κάποιον να τη φροντίσει.» Μένοντας σιωπηλός, ανά γκασα την Κόργουι να με κοιτάξει. «Δεν είμαστε οι κατάλληλοι για
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 81 κάτι τέτοιο, Κόργουι. Της αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό που μπο ρούμε εμείς να της προσφέρουμε. Κανένας δεν πρόκειται να τη φρο ντίσει όσο η Παράβαση. Χριστέ μου, πόσοι μπορούν να έχουν τη βοήθεια της Παράβασης; Σε φόνο;» «Όχι πολλοί.» «Ακριβώς. Αν μπορούμε, τότε πρέπει να παραδώσουμε την υπόθε ση. Η Επιτροπή ξέρει ότι όλοι προσπαθούν να περάσουν τα πάντα, γι’ αυτό σε βάζουν να περάσεις στίβο εμποδίων.» Με κοίταξε αναποφά σιστη κι εγώ συνέχισα. «Δεν έχουμε στοιχεία και δεν γνωρίζουμε λε πτομέρειες, ας αφιερώσουμε λοιπόν τις επόμενες δυο μέρες στο να βάλουμε ένα κερασάκι στην τούρτα. Ή ας αποδείξουμε ότι κάνουμε λάθος. Ρίξε μια ματιά στο προφίλ που έχουμε πλέον διαμορφώσει για εκείνη. Επιτέλους, έχουμε αρκετά στοιχεία. Εξαφανίζεται από την Μπεσέλ πριν από δυο-τρία χρόνια και τώρα εμφανίζεται νεκρή. Ίσως ο Ντρόντιν να έχει δίκιο και να βρισκόταν στην Ουλ Κόμα. Νόμιμα. Θέλω ν’ αρχίσεις να παίρνεις τηλέφωνα, να κάνεις κάποιες επαφές εδώ και εκεί. Ξέρεις τι έχουμε: ξένη, ερευνήτρια και τα λοιπά. Μάθε ποια είναι. Αν κάποιος προσπαθήσει να σε ξεφορτωθεί, άφησε να εννοηθεί ότι είναι υπόθεση της Παράβασης.» Στην επιστροφή πέρασα από το γραφείο της Τάσκιν. «Μπόρλου. Είδες την κλήση μου;» «Κυρία Κέρους, οι έξυπνες δικαιολογίες σας για να αποζητάτε τη συντροφιά μου αρχίζουν να μη γίνονται πειστικές.» «Πήρα το μήνυμά σου κι έχω ξεκινήσει να ψάχνω. Ό χι, μην ετοι μάζεσαι ακόμα να κλεφτούμε, Μπόρλου, γιατί είναι βέβαιο πως θα απογοητευτείς. Θα χρειαστεί να περιμένεις λίγο για να μιλήσεις στην επιτροπή.» «Ποια είναι η διαδικασία;» «Πότε ήταν η τελευταία φορά που το ξανάκανες; Πριν χρόνια, έτσι δεν είναι; Άκου, είμαι σίγουρη πως πιστεύεις ότι έχεις κελεπούρι. Μη με αγριοκοιτάζεις έτσι, ποιο είναι το αγαπημένο σου άθλημα; Η πυγ μαχία; Ξέρω ότι πιστεύεις πως πρέπει να επικαλεστούν την Παράβα ση» η φωνή της έγινε σοβαρή «άμεσα εννοώ, όμως δεν πρόκειται να
82 China Mieville το κάνουν. Θα πρέπει να περιμένεις τη σειρά σου, κι αυτό μπορεί να κρατήσει κάποιες μέρες.» «Νόμιζα...» «Ναι, κάποτε. Θα παρατούσαν ό,τι έκαναν. Αλλά οι εποχές είναι πε ρίεργες, και το βάρος πέφτει πιο πολύ σε μας παρά σε κείνους. Καμία από τις ομάδες των αντιπροσώπων δεν χαίρεται μ’αυτό, αλλά ειλικρινά το πρόβλημά σου αυτή τη στιγμή δεν είναι η Ουλ Κόμα. Από τότε που η ομάδα του Σιέντρ μπήκε σιο συνασπισμό φωνάζοντας περί εθνικής αδυ ναμίας, η κυβέρνηση έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση λόγω του ότι δείχνει πολύ πρόθυμη να επικαλείται την Παράβαση, και γι’αυτό δεν πρόκειται να βιαστούν. Έχουν δημόσια εξέταση σχετικά με τους καταυλισμούς προσφυγών και δεν υπάρχει περίπτωση να μην εξαντλήσουν το θέμα.» «Χριστέ μου, πες μου ότι αστειεύεσαι. Ακόμα κάνουν σαν τρελοί με εκείνους τους λίγους άθλιους κακομοίρηδες;» Κάποιοι κατάφερναν να περνάνε τα σύνορα και να μπαίνουν στη μια ή την άλλη πόλη, κι όταν αυτό συνέβαινε, χωρίς να περάσουν από την εκπαίδευση μεταναστών, ήταν σχεδόν αδύνατο να μην παραβιάζουν. Ό ταν οι νεοφερμένοι έβγαιναν σε αλληλοπλεγμένα σημεία της ακτογραμμής, η άγραφη συμφωνία ήταν να ανήκουν στην πόλη των συνοριακών φρουρών που τους εντόπιζαν και στη συνέχεια τους φυλάκιζαν πρώτοι στους παρα θαλάσσιους καταυλισμούς. Πόσο απογοητευμένοι πρέπει να αισθάνο νταν όσοι, κυνηγώντας το όνειρο της Ουλ Κόμα, κατέληγαν στην Μπες. «Πες το όπως θες» είπε η Τάσκιν. «Και διάφορα άλλα, καυτά θέ ματα. Δεν πρόκειται να αναβάλουν επιχειρηματικές συναντήσεις και λοιπά, όπως θα έκαναν κάποτε.» «Ξεπουλιούνται για το δολάριο.» «Μην το παίρνεις στραβά. Αν όντως φέρνουν δολάρια εδώ, αυτό για μένα είναι αρκετό. Δεν πρόκειται όμως να τρέξουν για την υπόθε σή σου, όποιος κι αν έχει πεθάνει. Έ χει πεθάνει κάποιος;» Δεν ΠΗΡΕ ΠΟΛΥ σ τ η ν ΚΟΡΓΟΥΙ να β ρ ει αυτά που τη ν είχα στείλει να βρει. Αργά την επόμενη μέρα, μπήκε στο γραφείο μου κρατώντας έναν φάκελο.
II ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 83 «Μόλις μου τα στείλανε με φαξ από την Ουλ Κόμα» είπε. «Ακολού θησα τα ίχνη της. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, γιατί ήξερα από που να ξεκινήσω. Είχαμε δίκιο.» Μπροστά μας βρισκόταν το θύμα μας - ο φάκελός της, η φωτογρα φία της, η νεκρική της μάσκα που είχαμε φτιάξει, και μετά, απρόσμε να, φωτογραφίες από την καθημερινότητά της, μονόχρωμες και ελα φρά αλλοιωμένες από το φαξ, αλλά πραγματικές. Η νεκρή γυναίκα χαμογελούσε, κάπνιζε ένα τσιγάρο, ήταν με το στόμα μισάνοιχτο έτοι μη να πει κάτι. Υπήρχαν οι προχειρογραμμένες σημειώσεις μας, οι υποθέσεις σχετικά με τα στοιχεία της, και τώρα άλλα έγγραφα, με κόκκινο χρώμα, χωρίς ερωτηματικά να τις θέτουν υπό αμφισβήτηση· τα πλήρη στοιχεία της. Κάτω από τα διάφορα ψεύτικα ονόματα που χρησιμοποιούσε, ήταν γραμμένο το πραγματικό της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ «Μα χ α λ ια Γκ ια ρ ι.» Υπήρχαν σαράντα δυο άνθρωποι γύρω από το τραπέζι (αντίκα φυ σικά, τίθεται και ρώτημα;) και εγώ. Και οι σαράντα δυο ήταν καθι σμένοι και είχαν μπροστά τους φακέλους. Εγώ ήμουν όρθιος. Δυο γραφείς κρατούσαν τα πρακτικά από τις θέσεις τους στις γωνίες της αίθουσας. Μπορούσα να δω μικρόφωνα πάνω στο τραπέζι και μετα φραστές να κάθονται πιο δίπλα. «Μαχάλια Γκίαρι. Είκοσι τεσσάρων ετών. Αμερικανίδα. Ό λα είναι αποτέλεσμα της δουλειάς της βοηθού μου. Όλες οι πληροφορίες, κυ ρίες και κύριοι, προέρχονται από την αστυφύλακα Κόργουι. Ό λα τα στοιχεία βρίσκονται καταγεγραμμένα στους φακέλους.» Δεν τους διά βαζαν όλοι. Κάποιοι δεν τους είχαν καν ανοιχτούς. «Αμερικανίδα;» είπε κάποιος. Δεν αναγνώριζα και τους είκοσι έναν αντιπροσώπους της Μπες. Μόνο κάποιους. Μια μεσήλικη γυναίκα με έντονες ανταύγειες στα μαλλιά, που την έκαναν να μοιάζει με ακαδημαϊκό κινηματογραφι κών σπουδών, ήταν η Σούρα Κατρίνια, υπουργός άνευ χαρτοφυλακί ου. Ή ταν σεβαστή, αλλά είχε παρέλθει ο καιρός της. Ο Μίκελ Μπού- ριτς - από τους Κοινωνικούς Δημοκράτες, που αποτελούσαν την αξι ωματική αντιπολίτευση, νέος, ικανός και αρκετά φιλόδοξος για να ανήκει σε περισσότερες από μία επιτροπές (ασφαλείας, εμπορίου, τεχνών). Ο ταγματάρχης Γιοργκ Σιέντρ, ένας από τους ηγέτες του Εθνικού Συνασπισμού, της πιο ακροδεξιάς πολιτικής ομάδας, με τον
II ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 85 οποίο είχε συμμαχήσει ο πρωθυπουργός Γκάιαρντιτζ, συνάπτοντας μια γεμάτη έριδες συνεργασία - παρά τη φήμη του Σιέντρ όχι μόνο ως τραμπούκου, αλλά ως ανίκανου τραμπούκου. Ο Γιάβιντ Νισέμου, υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ του Γκάιαρντιτζ στο Υπουργείο Πο λιτισμού και πρόεδρος της επιτροπής. Υπήρχαν κι άλλα οικεία πρό σωπα, και με λίγη προσπάθεια θα μπορούσα να θυμηθώ περισσότερα ονόματα. Δεν αναγνώριζα κανέναν από τους αντίστοιχους αντιπροσώ πους της Ουλ Κόμα. Δεν παρακολουθούσα στενά τα θέματα εξωτερι κής πολιτικής. Οι περισσότεροι από τους αντιπροσώπους της Ουλ Κόμα ξεφύλλι ζαν το υλικό που είχα ετοιμάσει. Τρεις φορούσαν ακουστικά, αλλά οι περισσότεροι είχαν αρκετά καλή γνώση της Μπες ώστε να μπορούν να καταλάβουν τι έλεγα. Ή ταν παράξενο να μην παραβλέπεις ανθρώ πους ντυμένους με τα επίσημα ρούχα της Ουλ Κόμα - οι άντρες φο ρούσαν πουκάμισα χωρίς γιακά και σκούρα σακάκια χωρίς πέτο, και οι ελάχιστες γυναίκες φορέματα που τυλίγονταν γύρω τους με σταυ ρωτό δέσιμο σε χρώματα που θα ήταν παράνομα στην Μπεσέλ. Όμως εκείνη τη στιγμή δεν βρισκόμουν στην Μπεσέλ. Η Επιτροπή Επιτήρησης πραγματοποιεί τις συναντήσεις της στο γιγάντιο, μπαρόκ μέγαρο με τα τσιμεντένια μπαλώματα που βρίσκεται στο κέντρο της Παλιάς Πόλης της Μπεσέλ, καθώς και της Παλιάς Πόλης της Ουλ Κόμα. Είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη που έχουν την ίδια ονομασία και στις δυο πόλεις: Μέγαρο Ζεύξης. Κι αυτό γιατί δεν είναι ένα αλληλοπλεγμένο κτίριο, ούτε ένα από εκείνα τα κτίρια με τις πυκνές εναλλαγές αποκλειστικού-ξένου, ένας όροφος ή δωμάτιο στην Μπεσέλ και το επόμενο στην Ουλ Κόμα. Εξωτερικά βρίσκεται και στις δυο πόλεις. Εσωτερικά, το μεγαλύτερο μέρος του είτε και στις δυο είτε σε καμία. Ό λοι μας -είκοσι ένας νομοθέτες από την κάθε πολιτεία, μαζί με τους βοηθούς τους, και εγώ- είχαμε συναντηθεί σε μια συμβο λή, μια τομή, μια συνοριακή γραμμή οροθετημένη πάνω σε μια άλλη. Για μένα ήταν σαν να υπήρχε κι άλλη μια παρουσία στο χώρο. Εκείνη για την οποία είχαμε συναντηθεί. Τσως αρκετοί από εμάς να αισθάνονταν ότι κάποιος μας παρακολουθούσε.
8 6 China Mieville Ενώ ξεφύλλιζαν τα χαρτιά τους, όσοι δηλαδή το έκαναν, τους ευχα ρίστησα για άλλη μια φορά που δέχτηκαν να με δουν. Μια μικρή πολιτική δήλωση. Η Επιτροπή Επιτήρησης έκανε τακτικά τέτοιου είδους συναντήσεις, εγώ όμως είχε χρειαστεί να περιμένω μέρες μέχρι να τους δω. Παρά τις προειδοποιήσεις της Τάσκιν, είχα προσπαθήσει να συγκαλέσω μια έκτακτη συνάντηση για να μεταθέσω την αρμοδιό τητα της υπόθεσης της Μαχάλια Γκίαρι όσο το δυνατόν συντομότερα (Ποιος θα ήθελε να σκέφτεται ότι ο δολοφόνος της τριγυρνάει ελεύ θερος; Ο καλύτερος τρόπος για να αλλάξει αυτό ήταν ένας), αλλά λόγω εποχιακής κρίσης, εμφυλίου πολέμου ή καταστροφής, κάτι τέ τοιο ήταν αδύνατον να γίνει. Μήπως μια μικρότερης κλίμακας συνάντηση; Σίγουρα η απουσία μερικών μελών δεν θα... Όμως όχι, όπως με πληροφόρησαν αμέσως, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον. Η Τάσκιν με είχε προειδοποιήσει και είχε δίκιο, αλλά εγώ μέρα με τη μέρα γινόμουν όλο και πιο ανυπόμο νος. Μου είχε δώσει τα στοιχεία της καλύτερης γνωριμίας της, μιας εμπιστευτικής γραμματέως ενός υπουργού που ήταν μέλος της επι τροπής, η οποία μου είχε εξηγήσει ότι το Εμπορικό Επιμελητήριο της Μπεσέλ διεξήγαγε μια από τις ολοένα και συχνότερες εμπορικές εκ θέσεις για ξένες επιχειρήσεις, άρα ο Μπουριτς δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί, γιατί τα κατάφερνε αρκετά καλά επιβλέποντας τέτοιου είδους εκδηλώσεις, το ίδιο και ο Νισέμου και ίσως και ο Σιέντρ. Μου είπε ότι η Κατρίνια είχε συναντήσεις με διπλωμάτες. Ό τι ο Χοΰριαν, ο επίτροπος του Χρηματιστηρίου της Ουλ Κόμα, είχε μια συνάντηση με τον υπουργό Υγείας, η οποία ήταν αδύνατο να αναβληθεί και ουτω καθεξής, και ότι αν γινόταν συνάντηση, δεν θα είχε ιδιαίτερη αξία. Η έρευνα για τη νεκρή κοπέλα θα έπρεπε να παραμείνει ημιτελής για μερικές ακόμα μέρες, μέχρι τη συνέλευση, όπου μεταξύ των υψίστης σημασίας θεμάτων διευθέτησης ντιοένσους και διαχείρισης κοινών πό ρων -μερικές από τις μεγαλύτερες γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος, το αποχετευτικό δίκτυο και κάποια από τα πιο περίπλοκα αλληλοπλεγ- μένα κτίρια- θα στρίμωχναν ένα εικοσάλεπτο για να παρουσιάσω την υπόθεσή μου.
II ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 87 Ίσως και να υπήρχαν κάποιοι που γνώριζαν τις λεπτομέρειες όλων αυτών των περιορισμών, αλλά οι λεπτομέρειες των μηχανορραφιών ιης Επιτροπής Επιτήρησης εμένα δεν με είχαν απασχολήσει ποτέ. Είχα ξαναπαρουσιάσει υποθέσεις στην επιτροπή άλλες δυο φορές στο παρελθόν, πολό παλιότερα. Φυσικά, η σύνθεση της επιτροπής ήταν διαφορετική τότε. Και τις δυο φορές οι πλευρές της Μπες και της Ουλ Κόμα έδειχναν η μια στην άλλη τα δόντια τους. Οι σχέσεις μας τότε ήταν χειρότερες. Ακόμα κι όταν ήμασταν αμέτοχοι υποστηρικτές αντίθετων πλευρών σε συρράξεις, όπως κατά τη διάρκεια του Δευτέ ρου Παγκόσμιου Πολέμου -αυτή δεν ήταν και η καλύτερη περίοδος για την Ουλ Κόμα-, η Επιτροπή Επιτήρησης έπρεπε να συγκαλείται. Πόσο δυσάρεστες πρέπει να ήταν εκείνες οι καταστάσεις. Θυμόμουν όμως από τα μαθήματά μου πως δεν είχε συγκληθεί κατά τη διάρκεια των δυο συντόμων αλλά καταστροφικών μεταξύ μας πολέμων. Ό πως και να ’χει, σήμερα τα δυο έθνη μας υποτίθεται πως εφάρμοζαν, με έναν αρκετά πομπώδη τρόπο, μια κάποια φιλική προσέγγιση. Καμιά από τις προηγούμενες υποθέσεις που είχα παρουσιάσει δεν ήταν τόσο επείγουσα. Η πρώτη αφορούσε παραβίαση λαθρεμπορίου, όπως άλλωστε και οι περισσότερες παρόμοιες αναφορές. Μια συμμο ρία στη δυτική Μπεσέλ είχε αρχίσει να πουλάει ναρκωτικά που προ έρχονταν από την επεξεργασία φαρμάκων της Ουλ Κόμα. Παραλάμ- βαναν κουτιά κοντά στα προάστια της πόλης, κοντά στο τέλος του ανατολικο-δυτικού άξονα των διασταυρουμένων σιδηροδρομικών γραμμών που χωρίζουν την Ουλ Κόμα σε τέσσερα τεταρτημόρια. Κά ποιος σύνδεσμός τους από την Ουλ Κόμα έριχνε τα κουτιά από το τρένο. Υπάρχει ένα μικρό κομμάτι στα βόρεια της Μπεσέλ όπου τα ίδια τα σύνορα αλληλοπλέκονται και χρησιμεύουν και ως σύνορα της Ουλ Κόμα, και τα μίλια των σιδηροδρομικών γραμμών με βόρεια κατεύθυνση που οδηγούν έξω και από τις δύο πόλεις-κράτη, συνδέο- ντάς μας με τους βόρειους γείτονές μας μέσω της ορεινής χαράδρας, είναι επίσης κοινά, στα σύνορά μας, και γίνονται μία μοναδική γραμ μή νομικά αλλά και υλικά. Μέχρι εκείνα τα εθνικά όρια, η γραμμή νομικά αποτελούσε δύο σιδηροδρόμους. Σε διάφορα από αυτά τα μέ
8 8 China Mieville ρη τα κουτιά με το φαρμακευτικό υλικό ρίχνονταν στην Ουλ Κόμα και παρέμεναν εκεί, παρατημένα δίπλα στις γραμμές του τρένου, σε έδα φος της Ουλ Κόμα. Τα μάζευαν όμως στην Μπεσέλ, και αυτό συνι- οτουσε παραβίαση. Ποτέ δεν είδαμε τους εγκληματίες της πόλης μας να τα παραλαμ- βάνουν, όταν όμως παρουσιάσαμε στοιχεία ότι αυτός ήταν ο μόνος δυνατός τρόπος, η επιτροπή συμφώνησε και επικαλέστηκε την Παρά βαση. Το εμπόριο ναρκωτικών σταμάτησε αμέσως και οι προμηθευ τές εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Η δεύτερη υπόθεση αφορούσε έναν άντρα ο οποίος είχε σκοτώσει τη γυναίκα του, κι όταν αρχίσαμε να τον στριμώχνουμε, πάνω στον πανικό του, έκανε παραβίαση - μπήκε σε ένα μαγαζί της Μπεσέλ, άλ λαξε ρούχα και βγήκε στην Ουλ Κόμα. Εκείνη τη συιγμή δεν το κατα λάβαμε, όμως δεν αργήσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι είχε συμβεί. Σε αυτή την παράλογη, διττή υπαρξιακή του κατάσταση, δεν μπορούσαμε να τον αγγίξουμε ούτε εμείς ούτε οι συνάδελφοί μας από την Ουλ Κόμα, αν και όλοι γνωρίζαμε ότι κρυβόταν σε ενοικιαζόμενα δωμάτια της Ουλ Κόμα. Τον πήρε η Παράβαση και εξαιρανίστηκε και αυτός. Ή ταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που υπέβαλλα αίτηση. Παρέθεσα τα στοιχεία μου. Απευθύνθηκα το ίδιο ευγενικά στα μέλη της Ουλ Κόμα και στα μέλη της Μπες. Το ίδιο και στην αόρατη δύ ναμη που ήμουν σίγουρος πως παρακολουθούσε. «Ήταν κάτοικος της Ουλ Κόμα, όχι της Μπεσέλ. Ό ταν το διαπι στώσαμε, τότε ήταν που τη βρήκαμε. Εννοώ τη βρήκε η Κόργουι. Ζούσε εκεί για περισσότερο από δύο χρόνια. Ή ταν φοιτήτρια διδα κτορικού.» «Τι σπούδαζε;» είπε ο Μπούριτς. «Ήταν αρχαιολόγος. Πρώιμη ιστορία. Εργαζόταν σε μια από τις ανασκαφές. Ό λα βρίσκονται στους φακέλους σας.» Ακούστηκε ένα ελαφρύ θρόισμα σε διαφορετικό χρονισμό από τους ανθρώπους της Μπες και της Ουλ Κόμα. «Έτσι κατάφερε να περάσει, ακόμα και με τον αποκλεισμό.» Υπήρχαν κάποια παραθυράκια και εξαιρέσεις για μορφωτικά και πολιτισμικά προγράμματα.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 89 Οι ανασκαφές στην Ουλ Κόμα είναι αδιάκοπες και τα ερευνητικά προγράμματα συνεχή, καθώς το έδαφος της είναι πολύ πλουσιότερο από το δικό μας σε ευρήματα από εποχές προ Σχίσματος. Βιβλία και συνέδρια διαφωνούν ως προς το αν αυτή η υπεροχή σε ευρήματα εί ναι μια τυχαία διασπορά ή αποτελεί στοιχείο κάποιας ιδιαιτερότητας της Ουλ Κόμα (φυσικά, οι εθνικιστές της Ουλ Κόμα επιμένουν στο τελευταίο). Η Μαχάλια Γκίαρι ασχολούνταν με μια μακροχρόνια ανα- σκαφή στο Μπολ Γι’αν, στη δυτική Ουλ Κόμα, έναν αρχαιολογικό χώρο τόσο σημαντικό όσο η Τενοτστιτλάν και το Σάτον Χου, και η ανασκαφή παρέμενε ενεργή από τότε που ανακαλύφθηκε ο χώρος, περίπου πριν από έναν αιώνα. Θα ήταν ωραίο για τους συμπατριώτες μου ιστορικούς να ήταν αλλη- λοπλεγμένος αυτός ο αρχαιολογικός χώρος, αλλά αν και το πάρκο στην άκρη του οποίου βρισκόταν ο χώρος ήταν, έστω και λίγο, και η αλληλό- πλεξη έφτανε αρκετά κοντά στην προσεκτικά ανασκαμμένη και γεμάτη θησαυρούς γη, και ενώ μια λεπτή, αποκλειστική λωρίδα γης της Μπεσέλ παρεμβαλλόταν στο χώρο, η ίδια η ανασκαφή ανήκε αποκλειστικά στην Ουλ Κόμα. Πολλοί κάτοικοι της Μπες υποστηρίζουν ότι αυτή η άνιση κατανομή είναι κάτι καλό, ότι αν είχαμε μια ανασκαφή με το μισό έστω πλούτο ιστορικών ευρημάτων από εκείνον της Ουλ Κόμα -μια πληθώρα από ανακατεμένα εδώλια σίλα-να-γκιγκ* απομεινάρια μηχανισμών με γρανάζια, σπαράγματα μωσαϊκών, κεφαλές πελέκεων και υπολείμματα μυστικών περγαμηνών που τα περιέβαλλαν φήμες παράδοξης υλικής συμπεριφοράς και αφύσικων ιδιοτήτων- απλώς θα τα είχαμε πουλήσει όλα. Τουλάχιστον η Ουλ Κόμα με την παθολογική προσκόλλησή της σε θέματα ιστορίας (ολοφάνερα μια αποζημίωση ενοχής για τους ρυθμους προόδου, για την ορμητική αδηφαγία της πρόσφατης ανάπτυξής της), τους κρατικούς αρχειοθέτες και τους περιορισμούς εξαγωγών, διατήρη σε το παρελθόν της αρκετά προστατευμένο. «Την ανασκαφή στο Μπολ Γι’αν διευθύνει μια ομάδα αρχαιολόγων από το καναδικό πανεπιστήμιο Πρινς οφ Γουέιλς, στο οποίο και φοι- Εδώλια τύπου βουβούς (Σ.τ.Μ.).
90 China Mieville τούσε η Γκίαρι. Η επιτηρήτριά της, η Ισαμπέλε Νάνοι, ζουσε για πολλά χρόνια, για μεγάλα διαστήματα στην Ουλ Κόμα. Αρκετοί από αυτούς ζουν εκεί. Ορισμένες φορές οργανώνουν συνέδρια. Ακόμα και στην Μπεσέλ, μια φορά κάθε λίγα χρόνια.» Κάποιο είδος παρηγοριάς για το στερημένο ευρημάτων έδαφος μας. «Το τελευταίο μεγάλο συ νέδριο έγινε πριν από αρκετό καιρό, όταν ανακάλυψαν την τελευταία κρύπτη με τεχνουργήματα. Είμαι σίγουρος πως το θυμόσαστε όλοι.» Είχε γίνει θέμα στο διεθνή τύπο. Στη συλλογή είχε δοθεί αμέσως κά ποιο όνομα αλλά δεν μπορούσα να το θυμηθώ. Περιλάμβανε έναν αστρολάβο και ένα αντικείμενο με γρανάζια, με λειτουργική πολυ- πλοκότητα τόσο απίστευτα ιδιαίτερη και ασύμβατη με τα δεδομένα της εποχής όσο και εκείνη του μηχανισμού των Αντικυθήρων, το οποίο συνόδευαν τόσα όνειρα και εικασίες, και του οποίου ο σκοπός παραμένει εξίσου άγνωστος. «Λοιπόν, τι έγινε με αυτή την κοπέλα;» Εκείνος που μίλησε ήταν μέλος της Ουλ Κόμα, ένας παχύς άντρας γύρω στα πενήντα που φο ρούσε ένα πουκάμισο με αποχρώσεις που μάλλον θα το καθιστούσαν παράνομο στην Μπεσέλ. «Είχε τη βάση της για μήνες εκεί, στην Ουλ Κόμα, για την έρευνά της» είπα. «Πριν πάει στην Ουλ Κόμα, είχε έρθει στην Μπεσέλ για ένα συνέδριο πριν από περίπου τρία χρόνια. Ίσω ς να το θυμάστε, γινόταν η μεγάλη έκθεση τεχνουργημάτων και ευρημάτων που είχαμε δανει στεί από την Ουλ Κόμα, και για μια ή δυο ολόκληρες εβδομάδες εί χαμε συνέδρια και τα λοιπά. Πολύς κόσμος είχε έρθει από παντού, ακαδημαϊκοί από Ευρώπη, Βόρεια Αμερική, από Ουλ Κόμα και πολ λά άλλα μέρη.» «Φυσικά και θυμόμαστε» είπε ο Νισέμου. «Πολλοί από εμάς εί χαν εμπλακεί.» Φυσικά. Είχαν συμμετάσχει διάφορες κρατικές επι τροπές και ημιαυτόνομες οργανώσεις. Υπουργοί της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης είχαν παρευρεθεί. Ο πρωθυπουργός είχε ση- μάνει την έναρξη των εργασιών, ο Νισέμου είχε ανοίξει επίσημα την έκθεση στο μουσείο και όλοι οι σοβαροί πολιτικοί έπρεπε να παρί- στανται.
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 91 «Η Γκίαρι ήταν εκεί. Μπορεί και να την προσέξατε - είχε προκα- λέσει κάποια αναστάτωση, και απ’ ό,τι φαίνεται κατηγορήθηκε για Ασέβεια, όταν σε κάποια παρουσίαση εκφώνησε μια σκανδαλώδη ομιλία για την Ορσίνι. Παραλίγο να τη διώξουν.» Κάτι σπίθισε σε ορισμένα πρόσωπα. Σίγουρα στον Μποΰριτς και στην Κατρίνια, μάλ λον και στον Νισέμου. Και τουλάχιστον σε ένα πρόσωπο από την πλευρά της Ουλ Κόμα το άκουσμα φάνηκε γνώριμο. «Απ’ ό,τι φαίνεται ηρεμεί, τελειώνει το μεταπτυχιακό της, ξεκινάει ένα διδακτορικό, παίρνει άδεια εισόδου στην Ουλ Κόμα, αυτή τη φο ρά ως μέλος ανασκαφής, για να τελειώσει τις σπουδές της -δεν θα κατάφερνε ποτέ να γυρίσει εδώ, δεν το νομίζω, μετά από εκείνο το περιστατικό, και πραγματικά εκπλήσσομαι που πέρασε στην Ουλ Κό μ α - και από τότε έμενε μόνιμα εκεί, εκτός από κάποιες περιόδους διακοπών. Υπάρχουν φοιτητικοί ξενώνες δίπλα στο χώρο ανασκαφής. Εξαφανίστηκε πριν από λίγες εβδομάδες και εμφανίστηκε στην Μπε- σέλ. Στο Χωριό Πόκοστ, στο οικιστικό συγκρότημα το οποίο, όπως γνωρίζετε, είναι αποκλειστικό στην Μπεσέλ, άρα ξένο στην Ουλ Κό μα, και ήταν νεκρή. Βρίσκονται όλα στο φάκελο, επίτροπε.» «Δεν έχετε αποδείξει παραβίαση, έτσι δεν είναι; Δεν βλέπω κάτι τέτοιο.» Ο Γιοργκ Σιέντρ μιλούσε ηπιότερα απ’ όσο θα περίμενα για έναν στρατιωτικό. Το σχόλιό του έκανε ορισμένους από τους επιτρό πους της Ουλ Κόμα που κάθονταν απέναντι του να ψιθυρίσουν μετα ξύ τους στα Ίλιταν. Τον κοίταξα. Δίπλα του ο Μποΰριτς μόρφασε εκνευρισμένος - και με είδε που τον είδα. «Συγγνώμη, επίτροπε» είπα μετά από λίγο. «Δεν είμαι σίγουρος τι να απαντήσω σε αυτό. Αυτή η νέα γυναίκα ζοΰσε στην Ουλ Κόμα. Εννοώ, επίσημα, έχουμε τα στοιχεία. Εξαφανίζεται. Εμφανίζεται νε κρή στην Μπεσέλ.» Συνοφρυώθηκα. «Δεν καταλαβαίνω... τι άλλο θα μπορούσε να αποτελεί καλύτερη απόδειξη;» «Δεν είναι όμως βάσιμη. Αυτό που θέλω να πω είναι, κοιτάξατε στο Υπουργείο Εξωτερικών; Ψάξατε, για παράδειγμα, αν η δεσποινίς Γκί- αρι έφυγε από την Ουλ Κόμα για να παραστεί σε κάποια εκδήλωση στη Βουδαπέστη ή κάπου αλλού; Μήπως έκανε κάτι τέτοιο και μετά
92 China Mieville πήγε στην Μπεσέλ; Υπάρχει ένα διάστημα σχεδόν δυο εβδομάδων στο οποίο δεν ξέρουμε τι έκανε, επιθεωρητή Μπόρλου.» Τον κοίταξα έντονα. «Όπως είπα, δεν θα μπορούσε να επιστρέφει στην Μπεσέλ μετά από εκείνη την ιστορία...» Πήρε μια σχεδόν θλιμμένη έκφραση και με διέκοψε. «Η Παράβα ση είναι... μια ξένη δύναμη.» Αρκετά από τα μέλη της επιτροπής που ανήκαν στην Μπεσέλ και κάποια από την Ουλ Κόμα έδειξαν να σο- κάρονται. «Όλοι ξέρουμε ότι αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Σιέντρ «έστω κι αν δεν είναι φρόνιμο να το παραδεχόμαστε.» «Η Παράβαση είναι, θα το πω ξανά, ξένη δύναμη,και εμείς της πα ραχωρούμε ολοκληρωτικά την εθνική μας κυριαρχία και μένουμε εκτεθειμένοι. Ό ταν αντιμετωπίζουμε δύσκολες καταστάσεις, απλά νίπτουμε τας χείρας μας και τις παραδίδουμε σε μια -με συγχωρείτε αν προσβάλλω κάποιον, αλλά αυτό είναι- μια σκιά πάνω στην οποία δεν έχουμε κανέναν έλεγχο. Απλά και μόνο για να κάνουμε τη ζωή μας ευκολότερη.» «Αστειεύεσαι, επίτροπε;» είπε κάποιος. «Αρκετά με όλες αυτές τις ανοησίες» άρχισε να λέει ο Μπούριτς. «Δεν αγκαλιάζουμε όλοι τους εχθρούς μας» είπε ο Σιέντρ. «Πρόεδρε» φώναξε ο Μπούριτς. «Θα επιτρέψεις αυτή τη συκοφα ντία; Αυτό είναι εξωφρενικό...» Παρακολούθησα αυτό το νέο ανεξάρ τητο πνεύμα για το οποίο είχα διαβάσει. «Όταν η παρέμβασή της είναι απαραίτητη, φυσικά και υποστηρί ζω πλήρως την επίκληση της Παράβασης» είπε ο Σιέντρ. «Όμως το κόμμα μου υποστηρίζει εδώ και καιρό ότι πρέπει να σταματήσουμε την... ανεξέλεγκτη εκχώρηση σημαντικής εξουσίας. Πόσο βαθιά ερευνήσατε την υπόθεση, επιθεωρητή; Μιλήσατε με τους γονείς της; Με τους φίλους της; Τι πραγματικά γνωρίζουμε για αυτή την άμοιρη νέα γυναίκα;» Έπρεπε να είχα προετοιμαστεί καλύτερα. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Είχα δει την Παράβαση παλιότερα, για μια σύντομη στιγμή. Και ποιος δεν την είχε δει; Την είχα δει να αναλαμβάνει τον έλεγχο. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι παραβιάσεις είναι έντονες και άμε-
I I ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 93 πες. Η Παράβαση παρεμβαίνει. Δεν είχα συνηθίσει να ζητάω άδειες, να γίνονται επικλήσεις, αυτό το μυστηριώδη τρόπο. Εμπιστέψου την Παράβαση, αυτό μαθαίναμε, να μη βλέπεις ούτε να αναφέρεις τους πορτοφολάδες ή μια ληστεία σε εξέλιξη στην Ουλ Κόμα, ακόμα κι αν τα προσέξεις από την Μπεσέλ - κάτι που κανονικά δεν θα έπρεπε να συμβεί, γιατί η παραβίαση είναι χειρότερη παρανομία από εκείνη που βλέπεις. Ό ταν ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων, είδα για πρώτη φορά την Πα ράβαση. Η αιτία ήταν η πιο συνηθισμένη όλων, ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Ένα μικρό χοντροκομμένο φορτηγάκι της Ουλ Κόμα - αυτό συνέβη πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, και τα οχήματα που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της ήταν λιγότερο εντυπωσιακά- είχε γλιστρήσει, ξεφευγοντας από την πορεία του. Κινούνταν σε έναν αλ- ληλοπλεγμένο δρόμο και τουλάχιστον το ένα τρίτο των αυτοκινήτων σε εκείνη την περιοχή βρίσκονταν στην Μπεσέλ. Αν το φορτηγάκι είχε επανέλθει, οι οδηγοί της Μπες θα είχαν συ- μπεριφερθεί με το συνηθισμένο τρόπο που αντιδρούν όταν ξένα εμπόδια εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά τους, κάτι που αποτελεί μια από τις αναπόφευκτες δυσκολίες της κατοίκησης σε αλληλοπλεγμένες πόλεις. Ό ταν ένας κάτοικος της Ουλ Κόμα πέφτει πάνω σε έναν κά τοικο της Μπεσέλ, ενώ ο καθένας βρίσκεται στην πόλη του, όταν ένας σκύλος από την Ουλ Κόμα τρέξει και αρχίσει να μυρίζει κάποιον πε ραστικό της Μπες, όταν σπάσει ένα παράθυρο στην Ουλ Κόμα και σκορπίσει γυαλιά στο δρόμο των πεζών της Μπες - σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι κάτοικοι της Μπες (ή της Ουλ Κόμα σε αντίστοιχες περιστάσεις) αποφεύγουν το ξένο πρόβλημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο χωρίς να αποδέχονται την ύπαρξή του. Αν είναι απαραίτητο, μπορούν και να αγγίξουν, αν και είναι προτιμότερο να το αποφεύ γουν. Αυτή η ευγενική και στωική έλλειψη αισθαντικότητας είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της παρείσφρησης - όπως λέγονται στην Μπες τέτοιου είδους εισβολές από την άλλη πόλη. Υπάρχει και στην Ίλιταν αντίστοιχος όρος, αλλά δεν τον γνωρίζω. (Μόνο τα σκουπίδια αποτε λούν εξαίρεση, όταν έχουν παλιώσει αρκετά. Πεταμένα σε αλληλο-
94 China Mieville πλεγμένα πεζοδρόμια ή παρασυρμένα σε μια ξένη περιοχή από το σημείο που τα έριξαν, ξεκινάνε σαν παρείσφρηση, αλλά μετά από αρκετό καιρό, όταν θα έχουν αλλοιωθεί και η Ίλιταν ή η Μπες γραφή τους θα είναι δυσδιάκριτη από τη βρομιά ή ξεθωριασμένη από τον ήλιο, κι όταν αναμειχθουν με άλλα σκουπίδια από την άλλη πόλη, τότε γίνονται απλά σκουπίδια που παρασυρονται και στις δυο πλευ ρές των συνόρων όπως η ομίχλη, η βροχή και ο καπνός.) Ο οδηγός του οχήματος που είδα δεν το επανέφερε. Το φορτηγάκι σύρθηκε διαγώνια διασχίζοντας την άσφαλτο -δεν ξέρω ποιος ήταν ο δρόμος στην Ουλ Κόμα, στην Μπεσέλ ήταν η Κοήνινγκ Στρας- και έπεσε με ορμή πάνω στον τοίχο μιας μπουτίκ της Μπεσέλ και ενός πεζού που χάζευε τη βιτρίνα. Ο πεζός σκοτώθηκε ακαριαία και ο οδη γός του οχήματος τραυματίστηκε βαριά. Άνθρωποι και από τις δυο πόλεις ούρλιαζαν. Δεν είδα τη σύγκρουση αλλά την είδε η μητέρα μου, και άρπαξε το χέρι μου τόσο δυνατά που φώναξα από τον πόνο πριν καν προλάβω να καταγράψω στο μυαλό μου το θόρυβο. Τα πρώτα χρόνια ενός παιδιού στην Μπες (υποθέτω το ίδιο ισχύει και στην Ουλ Κόμα) σφραγίζονται από εντατική εκμάθηση κανόνων. Μαθαίνουμε πολύ γρήγορα τρόπους ντυσίματος, επιτρεπτά χρώματα, τρόπους βαδίσματος και στάσης. Πριν φτάσουμε τα οκτώ, οι περισ σότεροι είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι ώστε να μην προβούμε σε κάποια ντροπιαστική και παράνομη παραβίαση, αν και στα παιδιά παραχωρείται φυσικά μεγαλύτερη ελευθερία κάθε στιγμή που βρί σκονται στο δρόμο. Ή μουν μεγαλύτερος από οκτώ όταν ύψωσα το βλέμμα μου για να αντικρίσω το αιματηρό αποτέλεσμα εκείνου του ατυχήματος παραβί ασης, και θυμάμαι ότι έφερα στο νου μου όλους εκείνους τους μυστη ριώδεις κανόνες και σκέφτηκα ότι ήταν όλοι μπούρδες. Εκείνη τη στιγμή εγώ, η μητέρα μου και όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί, δεν μπορού σαμε παρά να δούμε το τρακαρισμένο όχημα της Ουλ Κόμα. Ό λοι οι αυστηροί κανόνες που είχα πρόσφατα διδαχτεί είχαν πάει περίπατο. Η Παράβαση έφτασε μέσα σε δευτερόλεπτα. Μορφές, φιγούρες, κάποιοι από τους οποίους ίσως ήταν ήδη εκεί, αλλά παρ’ όλα αυτά
I I ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 95 έμοιαζαν να αναδύονται από σημεία ανάμεσα στους καπνούς του ατυ χήματος, σαν να κινούνται τόσο γρήγορα που ήταν αδύνατο να παρα τηρηθούν. Κινούνταν με εξουσία και δύναμη τόσο απόλυτη που με'σα σε δευτερόλεπτα είχαν περιορίσει και θέσει υπό έλεγχο την περιοχή της εισβολής. Οι δυνάμεις ήταν σχεδόν αφύσικες, έμοιαζε σχεδόν αδύνατο να τις κατανοήσεις. Περιμετρικά του χώρου όπου είχε ξε σπάσει η κρίση, η αστυνομία της Μπες και -ακόμα δεν μπορούσα να την παραβλέψω- η αστυνομία της Ουλ Κόμα απομάκρυναν τους πε ρίεργους, η καθεμιά στην πόλη της, τοποθετώντας αστυνομική ταινία για να κρατήσουν έξω τους άσχετους, σφραγίζοντας μια περιοχή μέσα στην οποία οι γρήγορες κινήσεις τους ήταν ακόμα ορατές, αν κι εγώ ήμουν ένα παιδί πολύ τρομαγμένο για να αντικρίσει την Παράβαση να οργανώνει, να καυτηριάζει, να αποκαθιοτά. Σε τέτοιου είδους σπάνιες καταστάσεις μπορούσε κάποιος να δει φευγαλέα την Παράβαση να κάνει ό,τι έκανε. Ατυχήματα και κατα στροφές που προκαλούσαν ανοίγματα στα σύνορα. Ό πως ο σεισμός του 1926 ή μια μεγάλη πυρκαγιά. (Κάποτε είχε μπει μια φωτιά γεω- προσδιοριστικά κοντά στο διαμέρισμά μου. Είχε περιοριστεί σε ένα σπίτι, όμως το σπίτι αυτό δεν βρισκόταν στην Μπεσέλ, και δεν το είχα δει. Είχα παρακολουθήσει λοιπόν όλο το συμβάν να μεταδίδεται από την Ουλ Κόμα, στην τοπική μου τηλεόραση, ενώ τα παράθυρα του σαλονιού μου φωτίζονταν από την κόκκινη, τρεμάμενη λάμψη της φωτιάς.) Ή ο θάνατος ενός κατοίκου της Ουλ Κόμα από μια αδέσπο τη σφαίρα κατά τη διάρκεια μιας ένοπλης ληστείας στην Μπεσέλ. Ή ταν δύσκολο να συσχετίσεις εκείνες τις κρίσεις με την τωρινή γρα φειοκρατία. Άλλαξα θέση και κοίταξα ολόγυρα στην αίθουσα χωρίς να εστιάσω κάπου. Η Παράβαση πρέπει να λογοδοτεί για τις πράξεις της στους ειδικούς που κάνουν και την επίκλησή της, αυτό όμως για πολλούς από εμάς δεν αποτελούσε κάποιον ιδιαίτερο περιορισμό. «Έχετε μιλήσει στους συναδέλφους της;» είπε ο Σιέντρ. «Πόσο βα θιά έχετε ασχοληθεί με την υπόθεση;» «Όχι, δεν τους έχω μιλήσει. Το έχει κάνει φυσικά η βοηθός μου, για να επαληθεύσει τις πληροφορίες μας.»
96 China Mieville «Έχετε μιλήσει στους γονείς της; Δείχνεις πολύ πρόθυμος να ξεφορ τωθείς αυτή την έρευνα.» Περίμενα μερικά ακόμα δευτερόλεπτα πριν μιλήσω πάνω από τα μουρμουρητά στις δυο πλευρές του τραπέζιου. «Τους έχει μιλήσει η Κόργουι. Έρχονται αεροπορικώς. Ταγματάρ χη, δεν είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνετε τη θέση στην οποία βρισκό μαστε. Ναι, είμαι πρόθυμος. Εσείς δεν θέλετε να βρεθεί ο δολοφόνος της Μαχάλια Γκίαρι;» «Εντάξει, αρκετά.» Ή ταν ο Γιάβιντ Νισέμου. Έ παιξε τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Επιθεωρητή, καλύτερα να χαμηλώσεις τον τόνο σου. Υπάρχει μια λογική και αυξανόμενη ανησυχία ανάμεσα στους αντιπροσώπους, ότι καταφεύγουμε πολύ εύκολα στην Παράβαση για καταστάσεις για τις οποίες θα μπορούσαμε κάλλιστα να μην το κά νουμε, και ότι αυτό είναι κάτι επικίνδυνο και ενδεχομένως να αποτε λεί και προδοσία.» Περίμενε μέχρι που τελικά αυτό που ζητούσε έγινε ξεκάθαρο κι εγώ έβγαλα έναν ήχο, κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί ως συγγνώμη. «Παρ’ όλα αυτά» είπε συνεχίζοντας «ταγματάρχη, θα πρέπει κι εσύ να είσαι περισσότερο διαλλακτικός και λιγότερο γελοί ος. Για τ’ όνομα του Θεού, η κοπέλα βρισκόταν στην Ουλ Κόμα, εξα φανίστηκε και εμφανίστηκε νεκρή στην Μπεσέλ. Δεν μπορώ να σκε- φτώ κάποια πιο ξεκάθαρη υπόθεση. Και βέβαια θα υποστηρίξουμε την παράδοση της υπόθεσης στην Παράβαση.» Έσκισε με τα χέρια του τον αέρα καθώς ο Σιέντρ άρχισε να παραπονιέται. Η Κατρίνια ένευσε θετικά. «Η φωνή της λογικής» είπε ο Μπούριτς. Οι αντιπρόσωποι της Ουλ Κόμα είχαν προφανώς ξαναδεί αυτές τις εσωτερικές αψιμαχίες. Τα μεγαλεία της δημοκρατίας μας. Αναμφι σβήτητα είχαν κι εκείνοι τα καβγαδάκια τους. «Πιστεύω πως τελειώσαμε, επιθεωρητή» είπε πάνω από την υψω μένη φωνή του ταγματάρχη. «Έχουμε την αίτησή σου. Ευχαριστούμε. Ο επιμελητής θα σε συνοδεύσει μέχρι την έξοδο. Θα έχεις νέα μας σύντομα.» Οΐ ΔΙΑΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΡΟΥ ΖΕΥΞΗΣ έχουν ντετερμινιστική τεχνοτρο πία, η οποία πρέπει να εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια των πολλών αιώ
II ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 97 νων ύπαρξης του κτιρίου και του γεγονότος ότι βρίσκεται στο επίκε ντρο της ζωής και της πολιτικής της Μπες και της Ουλ Κόμα. Είναι παλιοί και καλαίσθητοι, αλλά κατά κάποιον τρόπο ασαφείς, ακαθόρι στοι. Οι ελαιογραφίες είναι ωραίες αλλά μοιάζουν να μη συνδε'ονται με τίποτα, άψυχες και γενικές. Μέλη του προσωπικού, από την Μπες και την Ουλ Κόμα, πηγαινοέρχονται σε εκείνους τους ενδιάμεσους διαδρόμους. Το κτίριο δεν αποπνέει συνεργασία, αλλά κενότητα. Τα λίγα πρόδρομα τεχνουργήματα που βρίσκονται σε προστατευ- μένους με συναγερμό, φυλασσόμενους γυάλινους κώνους, τοποθετημέ να σε διάφορα σημεία στα περάσματα, είναι διαφορετικά. Είναι συ γκεκριμένα, αλλά ανεξήγητα. Κοίταξα μερικά καθώς έφευγα. Μια Αφροδίτη με πλαδαρά στήθη και έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο ο οποίος ίσως φιλοξενούσε γρανάζια ή έναν μοχλό. Μια χοντροδουλεμέ- νη μεταλλική σφήκα ξεβαμμένη από τους αιώνες, ένα ζάρι από βασάλ τη. Μια ταμπελίτοα κοιτώ από το καθένα ανέγραφε πιθανές εξηγήσεις. Η παρέμβαση του Σιέντρ ήταν περίεργη και τα κίνητρά του ασαφή. Έδινε την εντύπωση ότι είχε απλά αποφασίσει να εναντιωθεί πάση θυσία στην επόμενη αίτηση προς εξέταση, και είχε την ατυχία αυτή να •είναι η δική μου, η οποία ήταν πολύ δύσκολο να απορριφθεί. Αν ανα κατευόμουν με την πολιτική, σε καμία περίπτωση δεν θα τον ήθελα για αρχηγό μου. Υπήρχε όμως κάποιος λόγος που αντέδρασε έτσι. Οι δυνάμεις της Παράβασης είναι σχεδόν απεριόριστες. Αυτό είναι τρομακτικό. Το μόνο που περιορίζει την Παράβαση είναι το γεγονός ότι αυτές οι δυνάμεις εξαπολύονται μόνο κάτω από πολύ συγκεκριμέ νες περιστάσεις. Η επιμονή στον περιορισμό αυτών των περιστάσεων μέσω αυστηρής ασιυνόμευσης αποτελεί μια αναγκαία προφύλαξη για τις πόλεις. Αυτός είναι ο λόγος ύπαρξης αυτών των μυστικών ελέγχων και ισορροπιών μεταξύ της Μπεσέλ, της Ουλ Κόμα και της Παράβασης. Σε περιστάσεις πέρα των διάφορων σοβαρών και ξεκάθαρων παραβι άσεων -εγκλήματα, ατυχήματα ή καταστροφές (χημική διαρροή, έκρηξη υγραερίου, κάποιος ψυχοπαθής που πραγματοποιεί επιθέσεις περνώντας τα δημοτικά σύνορα)- η επιτροπή εξέταζε εξονυχιστικά
98 China Mieville όλες τις αιτήσεις επίκλησης, γιατί, όπως και να ’χει, οδηγούν σε περι στάσεις κατά τις οποίες η Μπεσέλ και η Ουλ Κόρα αποποιούνται τις δυνάμεις τους. Ακόμα και μετά από περιστατικά σοβαρών παραβιάσεων, τα οποία δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν από κανέναν λογικό άνθρωπο, οι αντιπρόσωποι των δύο πόλεων που ανήκαν στην επιτροπή εξέταζαν προσεκτικά εκ των υστέρων την αιτιολόγηση των παρεμβάσεων της Παράβασης. Από τεχνικής πλευράς, μπορούσαν να αμφισβητήσουν κάποια. Θα ήταν βέβαια εξωφρενικό να κάνουν κάτι τέτοιο, όμως η επιτροπή δεν θα υπονόμευε την εξουσία της μη εξετάζοντας και κρί- νονιας τις όποιες σημαντικές ενέργειες. Οι δύο πόλεις χρειάζονται την Παράβαση. Αλλά χωρίς την ακεραι ότητα των πόλεων, τι θα ήταν η Παράβαση; Η Κόργουι με περίμενε. «Λοιπόν;» Μου έδωσε έναν Kaq«. «Τι εί παν;» «Θα τη δώσουν τελικά. Με έκαναν όμως να χορεύω σε αναμμένα κάρβουνα.» Προχωρήσαμε προς το περιπολικό. Ό λοι οι δρόμοι γύ ρω από το Μέγαρο Ζεύξης ήταν αλληλοπλεγμένοι, έτσι προχωρήσα με ανάμεσα από μια παρέα φίλων από την Ουλ Κόμα, παραβλέπο- ντάς τους, προς το σημείο που είχε παρκάρει η Κόργουι. «Ξέρεις τον Σιέντρ;» «Εκείνο το φασιστικό γουρούνι; Φυσικά.» «Προσπαθούσε να δείξει ότι δεν ήθελε να αφήσει την υπόθεση να φτάσει στην Παράβαση. Ή ταν παράξενο.» «Αυτοί ocov Εθνικό Συνασπισμό τη μισούν την Παράβαση, έτσι δεν είναι;» «Θα ήταν περίεργο να τη μισούν. Είναι σαν να μισείς τον αέρα. Είναι και εθνικός. Αν δεν υπήρχε Παράβαση, δεν θα υπήρχε ούτε Μπεσέλ. Δεν θα υπήρχε πατρίδα.» «Είναι μπερδεμένο, έτσι δεν είναι;» είπε η Κόργουι «Γιατί παρόλο που την έχουμε ανάγκη, αυτό από μόνο του είναι δείγμα εξάρτησης. Έ τσι κι αλλιώς, οι εθνικοί είναι διαχωρισμένοι σε ανθρώπους που υποστηρίζουν τον ισομοιρασμό δυνάμεων και σε εκείνους που πιστεύ
I I ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 99 ουν στην ανωτερότητα και την επικράτηση. Μπορεί να ανήκει στους δεύτερους, να είναι θριαμβολόγος. Πιστεύουν ότι η Παράβαση προ- ιπατεύει την Ουλ Κόρα και ότι είναι το μόνο πράγμα που μας εμπο δίζει να την καταλάβουμε.» «Θέλουν να την καταλάβουμε; Μόνο στα όνειρά τους θα μπορούσε να κερδίσει η Μπεσέλ.» Η Κόργουι μου έριξε μια γρήγορη ματιά. Ξέραμε και οι δυο ότι ήταν αλήθεια. «Όπως και να ’χει, είναι παρά ξενο. Πιστεύω πως προσποιούνταν.» «Είναι ένας γαμημένος ηλίθιος. Εννοώ ότι, εκτός απ’ το ότι είναι φασίστας, δεν είναι και πολύ έξυπνος. Πότε θα έχουμε την απάντηση;» «Σε μια-δυο μέρες, νομίζω. Θα ψηφίσουν για όλες τις προτάσεις που τους παρουσιάστηκαν σήμερα. Νομίζω.» Η αλήθεια ήταν πως δεν ήξερα ποιες ακριβώς ήταν οι διαδικασίες. «Και στο ενδιάμεσο τι;» Ή ταν λακωνική. «Υποθέτω θα έχεις ένα σωρό άλλα πράγματα παρατημένα στη μέ ση, σωστά; Αυτή δεν ήταν η μόνη υπόθεση που δούλευες.» Την κοίτα ξα καθώς οδηγούσε. Περάσαμε με το αυτοκίνητο μπροστά από το Μέγαρο Ζεύξης, η τεράστια είσοδος του οποίου έδειχνε σαν μια τεχνητή πανάρχαια σπηλιά. Το κτίριο είναι αρκετά μεγαλύτερο από έναν καθεδρικό ναό, μεγαλύτερο ακόμα κι από ένα ρωμαϊκό αμφιθέατρο. Είναι ανοιχτό στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του. Από το επίπεδο του εδά φους ξεκινούσε μια ημι-περίκλειστη κύρια οδός που περνούσε κάτω από αψίδες ύψους δεκαπέντε μέτρων, στην οποία κατά διαστήματα υπήρχαν κολόνες. Τα ρεύματα κυκλοφορίας διαχωρίζονταν από τει- χία, και τα αυτοκίνητα έκαναν συνεχείς στάσεις σε σημεία ελέγχου. Οχήματα και πεζοί πηγαινοέρχονταν. Αυτοκίνητα και φορτηγάκια έμπαιναν μέσα περνώντας από δίπλα μας, για να περιμένουν στο ανα- τολικότερο σημείο ελέγχου, όπου ελέγχονταν τα διαβατήρια και τα έγγραφα των οδηγών και τους έδιναν την άδεια -ή κάποιες φορές τους απαγόρευαν- να φύγουν από την Μπεσέλ. Η ροή ήταν σταθερή. Κι άλλα μέτρα, διανύοντας την απόσταση μεταξύ των σημείων ελέγχου κάτω από την αψίδα του κτιρίου, κι άλλη αναμονή στις δυτικές πύλες
100 China M ihville του κτιρίου, για την είσοδο σιην Ουλ Κόμα. Στις άλλες λωρίδες υπήρ χε η αντίστροφη διαδικασία. Στη συνέχεια τα οχήματα με τις σφραγισμένες άδειες εισόδου ξε- πρόβαλλαν από την άλλη άκρη του κτιρίου και προχωρούσαν σε μια ξένη πόλη. Πολλές φορές γύριζαν πίσω από κει που είχαν έρθει, στους αλληλοπλεγμένους δρόμους της Παλιάς Πόλης ή της Παλιάς Πόλης, στον ίδιο χώρο που βρίσκονταν κάποια λεπτά νωρίτερα, όμως σε έναν νομικά διαφορετικό χώρο. Αν κάποιος ήθελε να πάει σε ένα σπίτι που ήταν δίπλα από το δικό του αλλά ανήκε στη γειτονική πόλη, τότε βρισκόταν ρε έναν διαφορε τικό δρόμο, ανήκε σε μια εχθρική δύναμη. Αυτό είναι κάτι που οι ξένοι μπορούν πολύ δύσκολα να καταλάβουν. Ένας κάτοικος της Μπες δεν μπορεί να περπατήσει λίγα βήματα και να πάει στο διπλα νό, ξένο σπίτι χωρίς να διαπράξει παράβαση. Περνώντας όμως μέσα από το Μέγαρο Ζεύξης, εκείνος ή εκείνη μπορούσε να φύγει από την Μπεσέλ, και βγαίνοντας από την άλλη μεριά του κτιρίου μπορούσε να ξαναγυρίσει -σω ματικά- στο ίδιο ακριβώς σημείο που βρισκόταν πριν από λίγο, αλλά σε μια άλλη χώ ρα, σαν τουρίστας, ένας έκθαμβος επισκέπτης σε έναν δρόμο που είχε το ίδιο γεωγραφικό μήκος και πλάτος με αυτόν στον οποίο έμενε, σε έναν δρόμο που τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά και του οποίου την αρχιτεκτονική πάντα παρέβλεπε. Μπορούσε να πάει στο σπίτι της Ουλ Κόμα που βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το δικό του, αλλά που τα χώριζε μια ολόκληρη πόλη, το σπίτι του που δεν μπορούσε πια να το δει, τώρα που είχε επιστρέφει σε αυτό μέσα από το Πέρασμα. Το Μέγαρο Ζεύξης είναι σαν το στένωμα στη μέση μιας κλεψύ δρας, το σημείο εισόδου και εξόδου, ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε τις δύο πόλεις. Το κτίριο λειτουργούσε σαν χωνί, μεταφέροντας επι σκέπτες από την πρώτη πόλη στη δεύτερη και από τη δεύτερη πόλη στην πρώτη. Υπάρχουν μέρη που δεν αλληλοπλέκονται, αλλά στα οποία η Μπε σέλ διακόπτεται από ένα στενό κομμάτι Ουλ Κόμα. Ως παιδιά, παρα βλέπαμε επιμελώς την Ουλ Κόμα, όπως μας είχαν αυστηρά διδάξει οι
II ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 101 γονείς και οι δάσκαλοί μας (ο επιδεικτικός τρόπος με τον οποίο εμείς και αντίστοιχα τα παιδιά από την Ουλ Κόμα παραβλέπαμε οι μεν ιούς δε, όταν βρισκόμασταν γεωπροσδιοριστικά κοντά, ήταν εντυπω σιακός). Συνηθίζαμε να πετάμε πέτρες πάνω από την ξένη περιοχή και να κάνουμε ολόκληρο κύκλο στην Μπεσέλ για να τις ξαναμαζέ- ψουμε, ενώ συζητούσαμε μήπως αυτό που κάναμε ήταν παράνομο. Η Παράβαση δεν εμφανίστηκε ποτέ, φυσικά. Κάναμε το ίδιο και με τοπικές σαύρες. Ή ταν πάντα ψόφιες όταν τις μαζεύαμε και ισχυριζό μασταν ότι αυτό που τις σκότωσε ήταν το εναέριο ταξιδάκι που έκα ναν πάνω από έδαφος της Ουλ Κόμα, ενώ ο θάνατός τους θα μπορού σε κάλλιστα να οφείλεται στην προσγείωση. «Δεν θα μας απασχολήσει για πολύ ακόμα» είπα, παρακολουθώ ντας μερικούς τουρίστες από την Ουλ Κόμα να περνάνε στην Μπεσέλ. «Η Μαχάλια, εννοώ. Η Μπιέλα. Η Φουλάνα.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΤΑ Η ΠΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ακτή των ΗΠΑ μέχρι την Μπεσέλ περιλαμβάνει στην καλύτερη περίπτωση τουλάχιστον μία αλλαγή αε ροπλάνου. Είναι ένα ταξίδι πασίγνωστο για την περιπλοκότητά του. Απευθείας πτήσεις για την Μπεσέλ υπάρχουν από τη Βουδαπέστη, τα Σκόπια και την προσφιλέστερη επιλογή των Αμερικανών, την Αθήνα. Από τεχνικής πλευράς, θα ήταν δυσκολότερο για κάποιον να μεταβεί στην Ουλ Κόμα λόγω της απαγόρευσης εισόδου, αλλά το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πάει στον Καναδά και από κει θα μπορούσε να πετάξει απευθείας. Υπήρχαν πολλές περισσότερες διεθνείς υπηρεσίες προς το Νέο Λύκο. Οι γονείς της Γκίαρι θα έφταναν στο αεροδρόμιο Χάλβιτς της Μπεσέλ στις δέκα το πρωί. Είχα ήδη βάλει την Κόργουι να τους απο- καλύψει το θάνατο της κόρης τους από το τηλέφωνο. Της είπα ότι θα τους συνόδευα εγώ ο ίδιος για να δουν το πτώμα, αλλά αν ήθελε, μπο ρούσε να έρθει κι εκείνη μαζί. Ήθελε. Περιμέναμε στο αεροδρόμιο της Μπεσέλ μήπως το αεροπλάνο ερ χόταν νωρίτερα. Ή πιαμε άγευστο καφέ από το αντίστοιχο των Στάρ- μπακς στο χώρο αναμονής του τερματικού σταθμού. Η Κόργουι με ξαναρώτησε γα τον τρόπο λειτουργίας της Επιτροπής Επιτήρησης. Τη ρώτησα αν είχε φύγει ποτέ από την Μπεσέλ. «Ασφαλώς» μου είπε. «Έχω πάει Ρουμανία. Έχω πάει Βουλγαρία.» «Τουρκία;» «Όχι. Εσύ;»
Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 103 «Ναι. Και Λονδίνο. Μόσχα. Παρίσι μια φορά, πριν από πολύ και ρό, και Βερολίνο. Στο Δυτικό Βερολίνο όπως ήταν τότε. Ή ταν πριν την πτώση του τείχους.» «Βερολίνο;» είπε εκείνη. Το αεροδρόμιο ήταν σχεδόν άδειο. Οι περισσότεροι ήταν κάτοικοι της Μπες που επέστρεφαν, μερικοί του ρίστες και ανατολικοευρωπαίοι περιοδευοντες πωλητές. Είναι δύσκο λο να κάνεις τουρισμό στην Μπεσέλ ή την Ουλ Κόμα -σε πόσους τα ξιδιωτικούς προορισμούς σε βάζουν να δώσεις εξετάσεις πριν σου επιτρέψουν την είσοδο;- παρ’όλα αυτά, αν και δεν είχα πάει, είχα δει στην τηλεόραση το νεόδμητο αεροδρόμιο της Ουλ Κόμα που βρισκό ταν δεκαέξι ή δεκαεφτά μίλια βορειοανατολικά, μετά τον Πορθμό Μούλκια στο Λεστόβ, και είχε ασύλληπτα περισσότερη κίνηση απ’ ό,τι το δικό μας, παρόλο που οι κανόνες εισόδου τους ήταν το ίδιο αυστηροί. Ό ταν πριν από μερικά χρόνια είχε γίνει η ανακατασκευή του, από ένα αεροδρόμιο λίγο μικρότερο από το δικό μας έφτασε να γίνει αρκετά μεγαλύτερο μέσα σε λίγους μήνες πυρετωδών εργασιών. Από ψηλά, οι τερματικοί σταθμοί του έμοιαζαν με διασυνδεμένα γυά λινα μισοφέγγαρα, σχεδιασμένα από τον πασίγνωστο κατασκευαστή Φόστερ ή από κάποιον εξίσου γνωστό. Μια ομάδα ξένων ορθόδοξων Εβραίων συναντήθηκαν με τους λι γότερο θρησκόληπτους -αν έκρινε κανείς από τα ρούχα τους- τοπι κούς ομόθρησκους τους. Ένας χοντρός υπάλληλος ασφαλείας άφησε το όπλο του να κρέμεται για να ξυσει το πιγούνι του. Υπήρχαν ένα ή δυο τρομακτικά ντυμένα διοικητικά στελέχη από τις πρόσφατες χρυ- σοφόρες αφίξεις, κάποιοι από τους καινούριους υψηλής τεχνολογίας φίλους μας -ίσως Αμερικανοί- που έψαχναν ανάμεσα στις πινακίδες των οδηγών για να εντοπίσουν εκείνες για τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών Σίαρ και Κορ, Σάντερ, ΒέρΤεκ. Ή ταν από εκείνα τα στελέχη που δεν έφταναν με τα δικά τους αεροπλάνα και δεν προσγειώνονταν στα δικά τους ελικοδρόμια. Η Κόργουι με είδε να διαβάζω τις πινακίδες. «Για ποιον γαμημένο λόγο θα ήθελε κάποιος να επενδύσει εδώ;» είπε. «Λες να θυμούνται ότι συμφώνησαν κάτι τέτοιο; Η κυβέρνηση
Search
Read the Text Version
- 1
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- 8
- 9
- 10
- 11
- 12
- 13
- 14
- 15
- 16
- 17
- 18
- 19
- 20
- 21
- 22
- 23
- 24
- 25
- 26
- 27
- 28
- 29
- 30
- 31
- 32
- 33
- 34
- 35
- 36
- 37
- 38
- 39
- 40
- 41
- 42
- 43
- 44
- 45
- 46
- 47
- 48
- 49
- 50
- 51
- 52
- 53
- 54
- 55
- 56
- 57
- 58
- 59
- 60
- 61
- 62
- 63
- 64
- 65
- 66
- 67
- 68
- 69
- 70
- 71
- 72
- 73
- 74
- 75
- 76
- 77
- 78
- 79
- 80
- 81
- 82
- 83
- 84
- 85
- 86
- 87
- 88
- 89
- 90
- 91
- 92
- 93
- 94
- 95
- 96
- 97
- 98
- 99
- 100
- 101
- 102
- 103
- 104
- 105
- 106
- 107
- 108
- 109
- 110
- 111
- 112
- 113
- 114
- 115
- 116
- 117
- 118
- 119
- 120
- 121
- 122
- 123
- 124
- 125
- 126
- 127
- 128
- 129
- 130
- 131
- 132
- 133
- 134
- 135
- 136
- 137
- 138
- 139
- 140
- 141
- 142
- 143
- 144
- 145
- 146
- 147
- 148
- 149
- 150
- 151
- 152
- 153
- 154
- 155
- 156
- 157
- 158
- 159
- 160
- 161
- 162
- 163
- 164
- 165
- 166
- 167
- 168
- 169
- 170
- 171
- 172
- 173
- 174
- 175
- 176
- 177
- 178
- 179
- 180
- 181
- 182
- 183
- 184
- 185
- 186
- 187
- 188
- 189
- 190
- 191
- 192
- 193
- 194
- 195
- 196
- 197
- 198
- 199
- 200
- 201
- 202
- 203
- 204
- 205
- 206
- 207
- 208
- 209
- 210
- 211
- 212
- 213
- 214
- 215
- 216
- 217
- 218
- 219
- 220
- 221
- 222
- 223
- 224
- 225
- 226
- 227
- 228
- 229
- 230
- 231
- 232
- 233
- 234
- 235
- 236
- 237
- 238
- 239
- 240
- 241
- 242
- 243
- 244
- 245
- 246
- 247
- 248
- 249
- 250
- 251
- 252
- 253
- 254
- 255
- 256
- 257
- 258
- 259
- 260
- 261
- 262
- 263
- 264
- 265
- 266
- 267
- 268
- 269
- 270
- 271
- 272
- 273
- 274
- 275
- 276
- 277
- 278
- 279
- 280
- 281
- 282
- 283
- 284
- 285
- 286
- 287
- 288
- 289
- 290
- 291
- 292
- 293
- 294
- 295
- 296
- 297
- 298
- 299
- 300
- 301
- 302
- 303
- 304
- 305
- 306
- 307
- 308
- 309
- 310
- 311
- 312
- 313
- 314
- 315
- 316
- 317
- 318
- 319
- 320
- 321
- 322
- 323
- 324
- 325
- 326
- 327
- 328
- 329
- 330
- 331
- 332
- 333
- 334
- 335
- 336
- 337
- 338
- 339
- 340
- 341
- 342
- 343
- 344
- 345
- 346
- 347
- 348
- 349
- 350
- 351
- 352
- 353
- 354
- 355
- 356
- 357
- 358
- 359
- 360
- 361
- 362
- 363
- 364
- 365
- 366
- 367
- 368
- 369
- 370
- 371
- 372
- 373
- 374
- 375
- 376
- 377
- 378
- 379
- 380
- 381
- 382
- 383
- 384
- 385
- 386
- 387
- 388