Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore CHINA MIEVILLE - Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

CHINA MIEVILLE - Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

Published by elen maglara, 2020-04-13 08:19:03

Description: CHINA MIEVILLE - Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

Search

Read the Text Version

Λν το πνευματικό παιδί του Philip Κ. Dick και του Raymond Chandler μεγάλωνε στα χέρια του Franz Kafka, το αποτέλεσμα που ! [ ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ

Την επόμενη Δευτε'ρα από τότε που βρήκαμε το πτώμα, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. «Επιθεωρητή Μπόρλου.» «Μπορώ να βοηθήσω;» «Μάλλον εγώ μπορώ να σε βοηθή­ σω.» Ο άντρας μιλούσε με ξένη προφορά. «Έχω πληροφορίες για σένα.» «Από που τηλεφωνείς;» «Έλα, Μπόρλου. Ξέρεις από πού τηλεφωνώ.» Γνώριζα την προφορά. Τηλεφωνούσε από την Ουλ Κόμα. «Κοίτα, Μπόρλου, δεν ξέρω ποια είναι η θέση σου ο’ αυτά τα πράγ­ ματα, αλλά το θεωρώ τρελό, προ­ σβλητικό, το ότι σου μιλάω από μια άλλη χώρα. Η γυναίκα που... είναι νεκρή, έτσι δεν είναι; Την ήξερα. Τη συνάντησα εδώ. Εννοώ στην Ουλ Κόμα. Την ήξερα από την πο­ λιτική. Πήγαινε ψιίξε στους ριζο­ σπαστικούς πυρήνες. Κάποιος θα ξέρει ποια είναι. ΙΙήγε παντού. Σε όλους τους αντεργκράουντ χοίρους. Ήθελε να πάει παντού, γιατί ήθελε να μάθει τα πάντα. Και το έκανε. Αυτά είναι όσα ξέρω.» «Πώς έμαθες ότι έχει σκοτωθεί;» «Μπόρλου, αν πραγματικά το εννο­ είς, τότε είσαι ηλίθιος κι εγώ χάνω το χρόνο μου. Πώς νομίζεις ότι το έμαθα; Είδα τη γαμημένη την αψίσα σου.» Έκλεισε το τηλέφωνο. Όταν κοίταξα το σημειωματάριό μου, εκτός από τις πληροφορίες που μου είχε δώσει, εί­ χα γράψει σκατά/σκατά/σκατά.

Ή TIOAH & Η ΠΟΛΗ

China Mieville Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ Μειάφραση: Γιώργος Καραιζήμας ΑΘΗΝΑ 2011

Τ(τλος πρωτοτύπου: THE CITY & THE CITY China Mi6ville Copyright © China Mi6ville 2009 The right o f China ΜΐόνΐΙΙθ to be identified as the Author o f the Work has been asserted by him in accordance with the Copyright, Designs and Patents Act 1998. Greek translation by Anubis Publications I Compupress SA 2010 Αποκλειστικότητα για την ελληνική γλώσσα: Εκδόσεις Anubis Cover Image © Anne Laure Jacquart/Arcanget images ΕΚΔΟΣΕΙΣ ANUBIS Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304,15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail: [email protected] ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ Σουλτάνη 17,10682 Αθήνα, τηλ.: 2103801487, fax: 2103841095 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΔΟΣΕΩΝ: Μάρθα Ψυχάκη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: Αλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Καρατζήμας ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Όλγα Παπακώστα ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Anne Laure Jacquart ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Μαίρη Λυμπέρη ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Ζοζέφ Φίλο ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Stilvopress ΚΩΔΙΚΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: ΕΒ-00-959 ISBN: 978-960-497-003-2 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωμαπκή. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου ϋ ε οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησής ή άλλο- χωρίο προηγούμενη γραπτή άδεια του έκδοτη, καθώς και η κυκλοφορία του σ ε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική απο την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.

Στη μνήμη της μητέρας μου, Claudia Lightfoot

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για τη βοήθεια τους σε αυτό το βιβλίο οτους Stefanie Bierwerth, Mark Bould, Christine Cabello, Mic Cheetham, Julie Crip, Simon Kavanagh, Penny Haynes, Chloe Healy, Deanna Hoak, Peter Lavery, Farah Mendlesohn, Jem im a Mieville, David Moench, Sue Moe, Sandy Rankin, Maria Rejt, Rebecca Saunders, Max Schaefer, Jane Soodalter, Jesse Soodalter, Dave Stephenson, Paul Taunton, και στους επιμελητές μου Chris Schluep και Jerem y Trevathan. Ευχαριστώ ειλικρινή όλους στην Del Rey και τη Macmillan. Ευχαριστώ επίσης τον John Curran Davis για τις υπέροχες μεταφρά­ σεις του του Bruno Schulz. Μεταξύ των αναρίθμητων συγγραφέων στους οποίους είμαι υπο­ χρεωμένος, αυτοί που αναγνωρίζω ιδιαίτερα και ευγνωμονώ σε σχέση με το παρόν βιβλίο είναι οι Raymond Chandler, Franz Kafka, Alfred Kubin, Jan Morris και Bruno Schulz.

“Βαθιά μέσα στην πόλη ανοίγουν, θαρρείς, δρόμοι διπλοί, δρόμοι φα­ ντάσματα, δρόμοι ψεύτικοι και παραπλανητικοί.” —Bruno Schulz, Τα Μαγαζιά της Κανέλας και άλλες ιστορίες

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΜΠΕΣΕΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΔΩ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ή τις προσόψεις τοιν κτιρίων γύρω μας. Περιβαλλόμασταν από βρόμικες πολυκατοικίες από τα παράθυ­ ρα των οποίων πρόβαλλαν άντρες με φανέλες και γυναίκες με αχτένι­ στα μαλλιά κρατώντας κούπες με ροφήματα. Έτρωγαν πρωινό και μας παρακολουθούσαν. Αυτή η ανοιχτή έκταση ανάμεσα στα κτίρια είχε κάποτε διαμορφωθεί. Το έδαφος άλλαζε κλίσεις σαν γήπεδο γκολιρ. Μια παιδιάστικη απομίμηση φυσικού τοπίου. Ίσω ς κάποτε είχαν σχεδιάσει να τη δεντροφυτέψουν και να βάλουν και μια λιμνου- λα. Υπήρχε μια συστάδα, όμως τα δενδρύλλια ήταν ξερά. Το γρασίδι ήταν γεμάτο αγριόχορτα, με πρόχειρα μονοπάτια ανά­ μεσα στα σκουπίδια, και αυλακωμένο με ίχνη από ρόδες. Υπήρχαν αστυνομικοί σε διάφορα πόστα. Δεν ήμουν ο πρώτος ντετέκτιβ που έφτανε εκεί -είδα τον Μπάρντο Νόστιν και κάνα δυο άλλους-, αλλά ήμουν ο πιο υψηλόβαθμος. Ακολούθησα τον αρχιφύλακα εκεί όπου ήταν μαζεμένοι οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μου, μεταξύ ενός εγκαταλειμμένου πυργίσκου και ενός χώρου διαμορφωμένου για σκέιτμπορντ, που ήταν περικυκλωμένος από μεγάλους κάδους σκου- πιδιών. Από λίγο πιο πέρα μπορούσαμε να ακούμε τους θορύβους από τις αποβάθρες. Έ να τσούρμο παιδιά κάθονταν σε ένα τοιχίο μπροστά από αστυνομικούς που στέκονταν όρθιοι. Οι γλάροι διέγραφαν κύ­ κλους πάνω από τη συγκέντρωση. «Επιθεωρητή.» Έκανα ένα νεύμα σ’ όποιον κι αν ήταν αυτός που μου μίλησε. Κάποιος μου πρόσφερε έναν καφέ, αλλά κούνησα αρνη­

14 China Mieville τικά το κεφάλι μου και κοίταξα προς το μέρος της γυναίκας που είχα έρθει να δω. Ή ταν πεσμένη δίπλα στις ράμπες του σκέιτμπορντ. Τίποτα δεν είναι τόσο γαλήνιο όσο οι νεκροί. Ο αέρας ανεμίζει τα μαλλιά τους, όπως ανέμιζε και τα δικά της, και εκείνοι δεν αντιδρούν καθόλου. Είχε άσχημη στάση, τα πόδια της ήταν διπλωμένα σαν να ήταν έτοιμη να σηκωθεί και τα χέρια της λυγισμένα σε αφύσικες γωνίες. Το πρό­ σωπό της ακουμπουσε στο έδαφος. Ή ταν μια νεαρή γυναίκα με καστανά μαλλιά μαζεμένα σε πλεξού­ δες που πετάγονταν σαν φυτά. Ή ταν σχεδόν γυμνή και ήταν λυπηρό να βλέπεις το δέρμα της να μην έχει ανατριχιάσει καθόλου, αλλά να παραμένει λείο, αυτό το κρύο πρωινό. Φορούσε μόνο σκισμένες ψιλές νάιλον κάλτσες και ένα ψηλοτάκουνο. Βλέποντάς με να ψάχνω για το άλλο, μια αρχιφύλακας μου έκανε νόημα με το χέρι της από μακριά, από το σημείο όπου φύλαγε το πεσμένο παπούτσι. Είχαν περάσει μια-δυο ώρες από τη στιγμή που είχε ανακαλυφθεί το πτώμα. Την κοίταξα προσεκτικά. Κράτησα την αναπνοή μου και έσκυψα κοντά στο χώμα για να κοιτάξω το πρόσωπό της, αλλά μπό­ ρεσα να δω μόνο ένα ανοιχτό μάτι. «Πού είναι ο Σουκμαν;» «Δεν έχει έρθει ακόμα, επιθεωρητή...» «Κάποιος να τον πάρει και να του πει να μην καθυστερεί.» Χτύπη­ σα με το χέρι το ρολόι μου. Ή μουν υπεύθυνος γι’ αυτό που ονομάζου­ με χώρος του εγκλήματος. Δεν θα τη μετακινούσε κανείς μέχρι να έρθει ο Σούκμαν, ο ιατροδικαστής, αλλά υπήρχαν κι άλλα πράγματα που μπορούσαν να γίνουν μέχρι τότε. Έλεγξα το πεδίο τριγύρω. Δεν είχα­ με οπτική επαφή και οι κάδοι απορριμμάτων μάς έκρυβαν, αλλά μπο­ ρούσα να αισθανθώ την προσοχή όλων στραμμένη πάνω μας, σαν έντομα κάιω από μεγεθυντικό φακό. Μας επεξεργάζονταν. Έ να μουσκεμένο στρώμα ήταν ακουμπισμένο στο πλάι ανάμεσα σε δύο από τους κάδους, δίπλα σε ένα σωρό από σκουριασμένα σίδε­ ρα και αλυσίδες. «Αυτό ήταν από πάνω της.» Η αστυφύλακας που μίλησε ήταν η Λιζμπιέτ Κόργουι, μια έξυπνη νέα γυναίκα με την

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 15 οποία είχα δουλέψει μερικές φορές. «Δεν θα μπορούσα να πω ότι ήταν καλά κρυμμένη, αλλά φαντάζομαι πως την έκανε να μοιάζει κάπως σαν σωρός από σκουπίδια.» Μπορούσα να διακρίνω ένα ορ­ θογώνιο περίγραμμα με πιο σκούρο χώμα γύρω από τη νεκρή γυναί­ κα - τα υπολείμματα της υγρασίας που διατηρήθηκε προστατευμένη κάτω από το στρώμα. Ο Νόστιν ήταν σκυμμένος παραδίπλα, κοιτά­ ζοντας το χώμα. «Τα παιδιά που τη βρήκαν το μισομετακίνησαν» είπε η Κόργουι. «Πώς τη βρήκαν;» Η Κόργουι έδειξε προς το έδαφος σε κάτι μικρές πατημασιές ζώου. «Εμπόδισαν τα ζώα να την κατασπαράξουν. Το έβαλαν στα πόδια όταν είδαν τι ήταν και πήραν τηλέφωνο. Ό ταν έφτασε η ομάδα μας...» Έριξε μια ματιά προς τη μεριά δυο αστυφυλάκων περιπολίας που δεν γνώριζα. «Αυτοί το μετακίνησαν;» Ένευσε καταφατικά. «Για να δουν μήπως ήταν ακόμα ζωντανή, έτσι είπαν.» «Πώς λέγονται;» «Σουσκιλ και Μπράιαμιβ.» «Και αυτοί είναι που τη βρήκαν;» Έ γνεψα προς τα παιδιά που φρουρούσαν οι αστυνομικοί. Ή ταν δυο κορίτσια, δυο αγόρια. Περί­ που δεκαπέντε χρόνων, απόμακρα, με βλέμμα χαμηλωμένο. «Ναι. Είχαν έρθει για να “μασήσουν”.» «Μια πρωινή δόση για να πάει καλά η μέρα;» «Αυτό είναι αφοσίωση, ε;» είπε. «Τσως να είναι υποψήφιοι για πρε- ζάκια του μήνα ή κάτι τέτοιο. Ή ρθαν εδώ λίγο πριν τις επτά. Απ’ ό,τι φαίνεται, έτσι είναι οργανωμένος ο χώρος του σκέιτ. Έ χει μόνο κάνα δυο χρόνια που φτιάχτηκε, παλιότερα δεν ήταν τίποτα, αλλά τώρα οι ντόπιοι έχουν καταρτίσει πρόγραμμα με βάρδιες. Από τα μεσάνυχτα μέχρι τις εννιά το πρωί μόνο όσοι θέλουν να μασήσουν, εννέα με έντε­ κα η τοπική συμμορία βγάζει το πρόγραμμα της μέρας, έντεκα με δώδεκα τα μεσάνυχτα σκέιτμπορντ και πατινάζ.» «Είχαν όπλα;»

16 ChinaMieville «Ένα από τα αγόρια έχει ένα σουγιαδάκι, αλλά είναι πολΰ μικρό. Δεν θα μπορούσε να βλάψει ούτε ένα μυρμήγκι με δαυτο - είναι παι- χνιδάκι. Και μία δόση “τσίχλας” ο καθένας. Αυτά είναι όλα.» Σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. «Τα ναρκωτικά δεν τα είχαν πάνω τους. Τα βρήκαμε δίπλα στον τοίχο, αλλά...» άλλο ένα ανασήκωμα των ώμων «...δεν υπήρχε κανένας άλλος τριγύρω.» Προχώρησε προς έναν από τους συναδέλφους μας που κρατούσε μια τσάντα και την άνοιξε. Δεματάκια χόρτου σκεπασμένα με πολυε- στερική ρητίνη. Το όνομα που χρησιμοποιούν στην πιάτσα είναι φελνι - μια δυνατή διασταύρωση του φυτου Κάβα η Εδώδιμη* αναμειγ- μένη με καπνό, καφεΐνη, άλλες ισχυρότερες ουσίες, και υαλονήματα ή κάτι αντίστοιχο για να γδέρνονται τα ούλα και να μεταφέρεται σιο αίμα. Το όνομά του αποτελεί ένα τρίγλωσσο λογοπαίγνιο: λέγεται κατ εκεί όπου καλλιεργείται, και το ζώο που ονομάζεται «κατ» στα αγγλι­ κά λέγεται φελντ στη δική μας γλώσσα. Το μέρισα και ήταν αρκετά κακής ποιότητας. Περπάτησα προς το σημείο όπου οι τέσσερις έφη­ βοι τουρτούριζαν μέσα σια χοντρά μπουφάν τους. «Τι λέει, αστυνομικέ;» είπε ένας νεαρός σε χιπ-χοπ αγγλικά με προ­ φορά Μπες. Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε στα μάτια, αλλά ήταν χλωμός. Ούτε εκείνος ούτε οι υπόλοιποι της παρέας του έδειχναν καλά. Από εκεί που κάθονταν δεν θα μπορούσαν να δουν τη νεκρή γυναίκα, όμως οΰτε καν κοίταζαν προς εκείνη την κατεύθυνση. Πρέπει να ήξεραν πως θα βρίσκαμε το φελντ και πως θα καταλα­ βαίναμε ότι ήταν δικό τους. Θα μπορούσαν να το είχαν βάλει στα πόδια χωρίς να πουν τίποτα. «Είμαι ο επιθεωρητής Μπόρλου» είπα. «Μονάδα Ειδεχθών Εγκλη­ μάτων.» Δεν είπα Είμαι ο Τίαντορ. Αυτή η ηλικία είναι δύσκολη για ερωτή­ σεις - πολύ μεγάλοι για μικρά ονόματα, ευφημισμούς και παιχνίδια, * Η επιστημονική της ονομασία είναι Catha Edulis και ευδοκιμεί σε χώρες της Ανα­ τολικής Αφρικής και της Αραβικής χερσονήσου. Διεγείρει το κεντρικό νευρικό σύστη­ μα και επιφερει τα ίδια συμπτώματα με τις αμφεταμίνες. Το «κατ» είναι γνωστό και ως «αραβικό τσάι» ή «τσάι Αβησσυνίας» (Σ.τ.Μ.).

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 17 αλλά όχι ακόμα αρκετά μεγάλοι για να αποτελούν ισάξιους αντιπά­ λους σε ανακρίσεις, όπου τουλάχιστον οι κανόνες θα ήταν ξεκάθαροι. «Πώς σε λένε;» Το αγόρι δίστασε, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το όποιο παρατσούκλι είχε δώσει στον εαυτό του, αλλά δεν το έκανε. «Βίλιεμ Μπαρίτσι.» «Εσυ τη βρήκες;» Έγνεψε καταφατικά και το ίδιο έκαναν στη συ­ νέχεια και οι φίλοι του. «Πες μου.» «Ερχόμαστε εδώ γιατί... για να... και...» Ο Βίλιεμ περίμενε, αλλά εγώ δεν ανέφερα τίποτα για τα ναρκωτικά του. Χαμήλωσε το βλέμ­ μα του. «Και είδαμε κάτι κάτω από εκείνο το στρώμα και το τραβή­ ξαμε.» «Ήταν μερικοί...» Οι φίλοι του σήκωσαν το βλέμμα, καθώς ο Βίλι­ εμ δίστασε, φανερά προληπτικός. «Λύκοι;» είπα. Αλληλοκοιτάχτηκαν. «Ναι, δικέ μου, μια ψωριασμένη μικρή αγέλη ψαχούλευε εκεί γύ­ ρω και...» «Κι έτσι σκεφτήκαμε...» «Πόση ώρα αφού είχατε έρθει;» είπα. Ο Βίλιεμ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Κάνα δυο ώρες;» «Ήταν κανένας άλλος τριγύρω;» «Είδα κάτι τόπους εκεί γύρω λίγο νωρίτερα.» «Έμποροι;» Ανασήκωμα των ώμων. «Και ήταν κι ένα φορτηγάκι που ανέβηκε στο γρασίδι, πήγε προς τα κει και ξανάφυγε μετά από λίγο. Δεν μιλήσαμε σε κανέναν.» «Πότε ήρθε το φορτηγάκι;» «Δεν ξέρω.» «Ήταν ακόμα σκοτάδι» είπε μια από τις κοπέλες. «Εντάξει. Βίλιεμ, παιδιά, θα σας φέρουμε πρωινό και κάτι να πιεί­ τε, αν θέλετε.» Στράφηκα προς τους φρουρούς τους. «Έχουμε επικοι­ νωνήσει με τους γονείς;» ρώτησα. «Έρχονται, αφεντικό. Εκτός από τους δικούς της» έδειξε μια από τις κοπέλες «που δεν μπορούμε να τους βρούμε.» «Συνεχίστε να προσπαθείτε. Τώρα πηγαίνετέ τους στα κεντρικά.»

18 China Mieville Οι τέσσερις έφηβοι αλληλοκοιτάχτηκαν. «Αυτά είναι μαλακίες, δι- κέ μου» είπε με αβεβαιότητα το αγόρι που δεν ήταν ο Βίλιεμ. Ή ξερε ότι σύμφωνα με κάποιον άγραφο νόμο έπρεπε να εναντιωθεί στην εντολή μου, αλλά ήθελε να ακολουθήσει τον υφιστάμενό μου. Μαύρο τσάι, ψωμί και γραφειοκρατία, ανία και βαρετά πράγματα, όμως όλα τόσο διαφορετικά από εκείνο το ογκώδες, ποτισμένο με υγρασία σφ ώ μα με τη φθαρμένη επιφάνεια, στο πάρκο, στο σκοτάδι. Ο Στ ε π ε ν ΣΟΥΚΜΑΝ ΚΑΙ Ο ΒΟΗΘΟΣ τ ο υ Χαμντ Χαμζίνις είχαν φτά­ σει. Κοίταξα το ρολόι μου. Ο Σουκμαν με αγνόησε. Ό ταν έσκυψε πάνω από το πτώμα, ξεφυσηξε. Επιβεβαίωσε το θάνατο. Έκανε πα­ ρατηρήσεις τις οποίες κατέγραφε ο Χαμζίνις. «Χρόνος;» είπα. «Γύρω στις δώδεκα πάνω-κάτω» είπε ο Σουκμαν. Πίεσε προς τα κάτω ένα από τα άκρα της γυναίκας. Κουνήθηκε ολόκληρη. Η νεκρι­ κή ακαμψία και η ασταθής στάση της έδειχναν ότι ήταν πολύ πιθανό να είχε πεθάνει ακουμπώντας σε άλλη επιφάνεια. «Δεν τη σκότωσαν εδώ.» Είχα ακούσει πολλές φορές να λέγεται ότι ήταν καλός στη δου­ λειά του, αλλά δεν είχα δει κάτι που να δείχνει ότι ήταν κάτι παραπά­ νω από επαρκής. «Έτοιμη;» είπε σε μια γυναίκα από τη σήμανση. Εκείνη τράβηξε δυο ακόμα φωτογραφίες από διαφορετικές γωνίες και ένευσε κατα­ φατικά. Ο Σουκμαν γύρισε τη γυναίκα ανάσκελα με τη βοήθεια του Χαμζίνις. Έμοιαζε να αντιστέκεται λόγω της ακαμψίας του σώματός της. Γυρισμένη έδειχνε σχεδόν αστεία, σαν κάποιον που προσποιείται ένα νεκρό έντομο. Με τα άκρα της κυρτωμένα και άκαμπτα, λικνιζό­ ταν μπρος-πίσω με τη σπονδυλική της στήλη να ακουμπά στο έδαφος. Κοίταζε πάνω, προς το μέρος μας, μέσα από μια φράντζα που κυ­ μάτιζε. Το πρόσωπό της είχε μια έκφραση ξαφνικού τρόμου, μια μό­ νιμα έκπληκτη έκφραση. Ή ταν νέα. Φορούσε έντονο μακιγιάζ, το οποίο ήταν απλωμένο σε ένα άγρια κακοποιημένο πρόσωπο. Ή ταν αδύνατο να περιγράφεις πώς έμοιαζε, την εικόνα που θα έφερνε στο μυαλό του κάποιος που την ήξερε αν άκουγε το όνομά της. Μπορεί

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 19 αργότερα να μαθαίναμε περισσότερα, όταν το νεκρό σώμα θα χαλά­ ρωνε. Αίμα κάλυπτε το μπροστινό μέρος του κορμιού της, σκούρο σαν χώμα. Τα φλας των φωτογραφικών μηχανών αναβόσβηναν. «Κι από δω η αιτία του θανάτου» είπε ο Σουκμαν κοιτάζοντας τα τραύματα που είχε στο στήθος της. Έ να μακρύ κόκκινο σκίσιμο ξεκινούσε από το αριστερό της μά­ γουλο και συνέχιζε κάτω από το σαγόνι. Το σκίσιμο διέτρεχε το μισό της πρόσωπο. Το τραύμα προχωρούσε ομαλά για μερικά εκατοστά διατρέχοντας με ακρίβεια τη σάρκα της σαν το πέρασμα ενός πινέλου. Στο σημείο που έστριβε κάτω από το σαγόνι της, κάτω από την προεξοχή του στόματός της, γινόταν έντονα ακανόνιστο και στην κατάληξη -ή στο ξεκίνημά- του υπήρχε μια βαθιά σκαμμένη τρύπα στο μαλακό ιστό πίσω από το κόκαλο. Με κοίταζε χωρίς να με βλέπει. «Βγάλτε και μερικές χωρίς φλας» είπα. Ό πω ς έκαναν και κάποιοι άλλοι, έστρεψα αλλοΰ το βλέμμα, ενώ ο Σουκμαν μουρμούριζε - αισθανόσουν σαν ηδονοβλεψίας παρακολου­ θώντας. Οι τεχνικοί της σήμανσης ερευνούσαν το χώρο του εγκλήμα­ τος φορώντας στολές. Οι τεχνηλάτες, όπως τους αποκαλουσαμε στην αργκό της δουλειάς, έψαχναν σε έναν διαρκώς επεκτεινόμενο κύκλο. Αναποδογύριζαν σκουπίδια και εξέταζαν προσεκτικά το έδαφος ανά­ μεσα στις αυλακιές από τις ρόδες οχημάτων. Ακουμπουσαν στο έδα­ φος μέτρα αναφοράς και έβγαζαν φωτογραφίες. «Εντάξει λοιπόν.» Ο Σουκμαν σηκώθηκε. «Ας την πάρουμε από δω.» Δυο από τους άντρες την έβαλαν πάνω σε ένα φορείο. «Για τ’όνομα του Θεού» είπα «σκεπάστε την.» Κάποιος βρήκε μια κου­ βέρτα, άγνωστο από που, και ξεκίνησαν ξανά για το όχημα του Σουκμαν. «Θα ξεκινήσω σήμερα το απόγευμα» είπε ο Σουκμαν. «Θα σε δω;» Κούνησα το κεφάλι μου χωρίς να δεσμευτώ. Προχώρησα προς την Κόργουι. «Νόστιν» φώναξα, όταν είχα φτάσει σε τέτοια θέση ώστε η Κόργουι να μπορεί ίσα ίσα να ακούσει τη συνομιλία μας. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και ήρθε λίγο πιο κοντά.

2 0 China Mieville «Επιθεωρητή» είπε ο Νόστιν. «Πες μου τη γνώμη σου.» Ή πιε μια γουλιά από τον καφέ του και με κοίταξε νευρικά. «Πόρνη» είπε. «Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση, επιθεωρητή. Σ’αυτή την περιοχή, δαρμένη και γυμνή; Και...» Έφερε το χέρι στο πρόσωπό του, υποδεικνύοντας το υπερβολικό της μακιγιάζ. «Πόρνη.» «Καβγάς με πελάτη;» «Ναι, αλλά... Αν ήταν μόνο τα τραύματα στο σώμα, ξέρεις, θα κα­ ταλάβαινες περίπου τι έγινε, ίσως να μην έκανε ό,τι της ζήτησε, κάτι τέτοιο. Εκείνος τρελαίνεται και επιτίθεται. Ό μως αυτό...» Άγγιξε και πάλι το μάγουλό του με νευρικότητα. «Αυτό είναι διαφορετικό.» «Ψυχοπαθής;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Μπορεί. Την κατακόβει, τη σκοτώνει και την πετάει. Είναι και αλαζόνας, ο μπάσταρδος. Δεν του καίγεται καρφάκι αν θα τη βρούμε.» «Αλαζόνας ή ηλίθιος.» «Ίσως, αλαζόνας και ηλίθιος.» «Άρα ένας αλαζόνας, ηλίθιος σαδιστής» είπα. Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό - Ίσως. «Εντάξει» είπα. «Θα μπορούσε να είναι έτσι. Ξεκίνα τις επισκέψεις στα κορίτσια της περιοχής. Ρώτα έναν ένστολο που να ξέρει την περι­ οχή. Μάθε αν είχαν προβλήματα με κανέναν τώρα τελευταία. Ας κυ­ κλοφορήσουμε μια φωτογραφία, να βρούμε ένα όνομα για τη Φουλά- να* μας.» Ή ταν ο γενικός όρος που χρησιμοποιούσαμε για μια γυναί- κα-αγνώστων-στοιχείων. «Πρώτα απ’ όλα, θέλω να ανακρίνεις τον Μπαρίτσι και την παρέα του, εκεί. Να ’σαι καλός μαζί τους, Μπάρντο, δεν ήταν υποχρεωμένοι να μας ειδοποιήσουν. Το εννοώ αυτό που λέω. Και πάρε και τη Γιάσεκ μαζί σου.» Η Ραμίρα Γιάσεκ ήταν μια εξαι­ ρετική ανακρίτρια. «Πάρε με το απόγευμα.» Ό ταν βρισκόταν σε από­ σταση που δεν μπορούσε να ακούσει, είπα στην Κόργουι: «Πριν από * Fulana: Η «τύπισσα» στην ισπανική αργκό. Αόριστη αναφορά σε κάποιο γυναικείο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε ή για το οποίο δεν ενδιαφερόμαστε (Σ.τ.Μ.).

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 21 λίγα χρόνια δεν θα είχαμε ούτε τους μίσους ανθρώπους να δουλεύουν πάνω στο φόνο μιας κοπέλας του πεζοδρομίου.» «Έχουμε κάνει μεγάλη πρόοδο» είπε η Κόργουι. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη νεκρή γυναίκα. «Αμφιβάλλω αν ο Νόστιν αισθάνεται κολακευμένος που του ανέθε­ σα τις ιερόδουλες, αλλά βλέπεις ότι δεν παραπονιέται» είπα. «Έχουμε κάνει μεγάλη πρόοδο» είπε εκείνη. «Λοιπόν;» Ανασήκωσα το ένα φρύδι. Κοίταξε προς την κατεύθυνση του Νόστιν. Περίμενα. Θυμήθηκα τη δουλειά της Κόργουι στην εξα­ φάνιση Σούλμπαν, μια υπόθεση αρκετά πιο δαιδαλώδη απ’ όσο είχε φανεί αρχικά. «Απλά πιστεύω... ξέρεις, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας και άλ­ λες πιθανότητες» είπε. «Πες μου.» «Το μακιγιάζ της» είπε η Κόργουι. «Είναι όλο, ξέρεις, καφέ και γήινα χρώματα. Έ χει βάλει ένα παχύ στρώμα, αλλά δεν είναι...» Στράβωσε το στόμα, σε μια μίμηση «μοιραίας» έκφρασης. «Και μήπως πρόσεξες τα μαλλιά της;» Τα είχα προσέξει. «Δεν είναι βαμ­ μένα. Έ λα μια βόλτα μαζί μου με το αυτοκίνητο στην Γκούντερ Στρας, γύρω από το στάδιο, σε οποιοδήποτε από τα στέκια των κοριτσιών. Πιστεύω ότι τα δύο τρίτα είναι ξανθιές. Και οι υπόλοι­ πες τα ’χουν βαμμένα μαύρα ή στο κόκκινο του αίματος ή κάποια άλλη τέτοια μαλακία. Και...» Πέρασε τα δάχτυλά της στον αέρα σαν σε μαλλιά. «Είναι βρόμικα, αλλά είναι σε πολύ καλύτερη κα­ τάσταση από τα δικά μου.» Πέρασε το χέρι της στα δικά της μαλ­ λιά, που είχαν ψαλίδα. Για πολλές από τις ιερόδουλες της Μπεσέλ, ειδικά σε περιοχές όπως αυτή, πρώτη προτεραιότητα ήταν το φαγητό και τα ρούχα για τα παιδιά τους, ύστερα φελντ ή κρακ για τις ίδιες, φαγητό για τις ίδιες, και μετά διάφορα άλλα μικροπράγματα, στη λίστα των οποίων η μαλακτική κρέμα μαλλιών ερχόταν τελευταία. Κοίταξα τους υπόλοι­ πους αστυνομικούς, τον Νόστιν που ετοιμαζόταν να φύγει. «Εντάξει» είπα. «Γνωρίζεις την περιοχή;»

2 2 China Mieville «Να σου πω» είπε εκείνη «είναι λίγο εκτός δρόμου, καταλαβαίνεις; Η αλήθεια είναι πως δεν ανήκει καλά καλά στην Μπεσέλ. Ο τομέας μου είναι το Λεστόβ. Φώναξαν μερικούς από μας όταν ήρθε η κλήση. Αλλά έκανα υπηρεσία εδώ πριν κάνα δυο χρόνια - την ξέρω λίγο την περιοχή.» Το Λεστόβ ήταν ήδη σχεδόν προάστιο, περίπου έξι χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης. Εμείς βρισκόμασταν βόρεια του Λεστόβ, μετά τη γέφυρα Γιόβιτς, σε ένα κομμάτι γης μεταξύ του πορθμού Μπούλκια και -σχεδόν- του σημείου όπου το ποτάμι έκβαλλε στη θάλασσα. Τε­ χνικά, η Κόρντβινα ήταν νησί, αν και συνδεόταν με την ενδοχώρα μέσω τόσων βιομηχανικών ερειπίων και ήταν τόσο κοντά της, που ποτέ δεν θα το έλεγες έτσι. Αποτελούνταν από συγκροτήματα πολυκα­ τοικιών, αποθήκες εμπορευμάτων, υπόγεια με χαμηλό ενοίκιο, όλα καλυμμένα από ατέλειωτα, κακοφτιαγμένα γκράφιτι. Βρισκόταν αρ­ κετά μακριά από την καρδιά της Μπεσέλ και γι’ αυτό μπορούσες να την ξεχάσεις πιο εύκολα απ’ ό,τι τις περισσότερες υποβαθμισμένες περιοχές που βρίσκονιαν εντός πόλης. «Πόσο καιρό ήσουν εδώ;» είπα. «Έξι μήνες, το συνηθισμένο. Ό ,τι θα περίμενες, κλοπές στους δρό­ μους, μαστουρωμένα παιδιά να σπάνε στο ξύλο το ένα το άλλο, ναρ­ κωτικά, πορνεία.» «Φόνοι;» «Δύο ή τρεις τον καιρό που ήμουν εγώ εδώ. Για ναρκωτικά. Δεν πάει παραπάνω, όμως, οι συμμορίες είναι αρκετά έξυπνες ώστε να τιμωρούν η μια την άλλη χωρίς να ανακατεύουν τη ΜΕΕ.» «Κάποιος τα σκότωσε λοιπόν.» «Ναι. Ή δεν νοιάζεται.» «Εντάξει» είπα. «Σε θέλω στην υπόθεση. Με τι ασχολείσαι αυτή τη στιγμή;» «Με τίποτα που να μην μπορεί να περιμένει.» «Θέλω να μεταφερθείς για λίγο. Έ χεις κρατήσει τίποτα επαφές στην περιοχή;» Σούφρωσε τα χείλη της. «Ψάξε να τους βρεις, αν μπο­ ρείς, αν όχι, κάνε μερικές κουβέντες με τους ντόπιους, δες ποιοι απ’

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 23 αυτους μπορούν να κελαηδήσουν. Σε θέλω μέσα στα πράγματα. Αφουγκράσου, τριγυρνα στο συγκρότημα - πώς είπαμε λέγεται αυτό το μέρος;» «Χωριό Πόκοστ.» Γέλασε άχρωμα. Σήκωσα τα φρύδια μου. «Χωριό που φαίνεται...» είπα. «Δες τι μπορείς να ανακαλύψεις.» «Ο κομισάριος μου δεν πρόκειται να χαρεί.» «Θα τον αναλάβω εγώ. Είναι ο Μπασάζιν, σωστά;» «Θα το τακτοποιήσεις εσυ; Άρα θα είμαι σε απόσπαση;» «Ας μη δίνουμε επίσημες ονομασίες ακόμα. Αυτή τη στιγμή απλά σου ζητάω να επικεντρωθείς στην υπόθεση. Και να αναφέρεσαι απευ­ θείας σε μένα.» Της έδωσα τους αριθμούς τηλεφώνων του γραφείου και του κινητού μου. «Θα μου δείξεις τις ομορφιές της Κόρντβινα αργότερα. Και...» Σήκωσα το βλέμμα προς τον Νόστιν, και εκείνη το πρόσεξε. «Απλά έχε το νου σου στα πράγματα.» «Μάλλον έχει δίκιο, αφεντικό. Μάλλον είναι το έργο ενός αλαζονι- κοό σαδιστή.» «Μάλλον. Ας μάθουμε γιατί περιποιείται τόσο πολύ τα μαλλιά της.» Στη δουλειά μας, υπήρχε ένας συγκριτικός πίνακας ενστίκτου. Όλοι γνωρίζαμε ότι τον καιρό που ο κομισάριος Κίριβαν βρισκόταν στην ενεργό δράση είχε λύσει αρκετές υποθέσεις εξετάζοντας ενδεί­ ξεις που δεν είχαν καμία λογική· και πως ο αρχιεπιθεωρητής Μάρκο- μπεργκ δεν είχε λύσει καμία υπόθεση με αυτό τον τρόπο, αλλά το άριστο ιστορικό του ήταν περισσότερο αποτέλεσμα σκληρής και με­ θοδικής δουλειάς. Δεν θα αποκαλουσαμε ποτέ τα μικρά ανεξήγητα ένστικτα «προαισθήματα», από φόβο μην τραβήξουμε την προσοχή του συμπαντος πάνω μας. Ό μως εμφανίζονταν, και καταλάβαινες ότι κάποιο είχε αποδώσει καρπούς όταν έβλεπες έναν ντετέκτιβ να φιλά τα δάχτυλά του και να αγγίζει το στήθος του, στο σημείο που θεωρη­ τικά θα κρεμόταν ένα μενταγιόν του Ουάρσα, του προστάτη αγίου των ανεξήγητων εμπνεύσεων. Οι αστυφύλακες Σουσκιλ και Μπράιαμιβ αρχικά ξαφνιάστηκαν, μετά υπερασπίστηκαν την πράξη τους, και στο τέλος δυσανασχέτη­ σαν όταν τους ρώτησα για ποιο λόγο μετακίνησαν το στρώμα. Τους

24 China Mieville έκανα επίσημη αναφορά. Αν είχαν ζητήσει συγγνώμη, θα το είχα αφήσει να περάσει. Ή ταν θλιβερά σύνηθες να βλέπεις ματωμένες πατημασιές από αστυνομικές μπότες, δακτυλικά αποτυπώματα αλ­ λοιωμένα και αχρηστευμένα, δείγματα πειραγμένα ή χαμένα. Μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων είχε μαζευτεί στις παρυφές της ανοιχτής έκτασης. Ο Πέτρους-κάτι, ο Βαντίρ Μόλι, ένας νεαρός που λεγόταν Ράκχαους, και μερικοί άλλοι. «Επιθεωρητή!» «Επιθεωρητή Μπόρλου!» Ακόμα και: «Τίαντορ!» Οι περισσότεροι από τους δημοσιογράφους ήταν πάντα ευγενικοί και συνεπείς στις υποδείξεις μου σχετικά με το τι να μη δημοσιεύσουν. Τα τελευταία χρόνια είχαν εμφανιστεί καινούριες, πιο αιμοδιψείς και επιθετικές εφημερίδες, εμπνευσμένες -και σε κάποιες περιπτώσεις ελεγχόμενες- από Βρετανούς ή βορειοαμερικανούς ιδιοκτήτες. Ή ταν αναπόφευκτο, γιατί πράγματι τα καθιερωμένα τοπικά μας μέσα ήταν από σοβαρά μέχρι βαρετά. Το ανησυχητικό δεν ήταν τόσο η ροπή προς τον εντυπωσιασμό, ούτε η εκνευριστική συμπεριφορά των νέων αρθρογράφων των καινούριων εφημερίδων, αλλά η τάση τους να ακο­ λουθουν πιστά ένα σενάριο γραμμένο πριν καν γεννηθούν. Ο Ράκχα­ ους, για παράδειγμα, ο οποίος έγραφε για μια εβδομαδιαία εφημερίδα που λέγεται Ριτζάλ!*. Όταν με ενοχλούσε για πληροφορίες που ήξερε πως δεν θα του έδινα, όταν προσπαθούσε να δωροδοκήσει κατώτερους αστυνομικούς και ορισμένες φορές τα κατάφερνε, δεν χρειαζόταν να φωνάζει -όπως συνήθιζε- «Ο κόσμος έχει δικαίωμα να γνωρίζει!». Την πρώτη φορά που το είπε δεν κατάλαβα καν τι ήθελε να πει. Στα Μπες η λέξη «δικαίωμα» είναι αρκετά πολυσημική ώστε να σου διαφεύγει το απόλυτο νόημα που εκείνος της απέδιδε. Έ πρεπε να μεταφράσω νοερά τη φράση στα αγγλικά, στα οποία έχω αρκετή ευ­ χέρεια, για να καταλάβω τι ήθελε να πει. Η αφοσίωσή του σ’ αυτό το στερεότυπο ξεπερνούσε την ανάγκη για επικοινωνία. Μάλλον θα έμε­ νε ικανοποιημένος μόνο όταν θα με έφερνε στο σημείο να ξεσπάσω και να τον αποκαλέσω όρνιο, βρικόλακα. Αραβικά: άντρες (Σ.τ.Μ.).

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 25 «Ξέρετε τι πρόκειται να πω» τους είπα. Η τεντωμένη αστυνομική ταινία μάς χώριζε. «Θα δοθεί συνέντευξη τύπου το απόγευμα, στα κεντρικά της ΜΕΕ.» «Τι ώρα;» Με έβγαζαν φωτογραφίες. «Θα ενημερωθείτε, Πέτρους.» Ο Ράκχαους είπε κάτι το οποίο αγνόησα. Καθώς γύριζα, κοίταξα πέρα από τα όρια του συγκροτήματος πολυκατοικιών, εκεί που τελεί­ ωνε η Γκουντερ Στρας, ανάμεσα στα βρόμικα τούβλινα κτίρια. Ο αέ­ ρας παρέσερνε σκουπίδια. Θα μπορούσαμε να ήμασταν οπουδήποτε. Μια ηλικιωμένη γυναίκα απομακρυνόταν περπατώντας αργά με ασταθή βήματα. Γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε. Ξαφνιάστηκα από την κίνησή της και συνάντησα το βλέμμα της. Αναρωτήθηκα αν ήθελε να μου πει κάτι. Κοιτάζοντάς την, παρατήρησα προσεκτικά τα ρούχα της, τον τρόπο που περπατούσε, τη στάση του σώματός της, τον τρόπο που κοιτούσε. Με ένα απότομο τίναγμα, συνειδητοποίησα ότι δεν βρισκόταν στην Γκουντερ Στρας και ότι δεν έπρεπε να την έχω δει. Απομάκρυνα γρήγορα το βλέμμα μου ταραγμένος και το ίδιο έκα­ νε κι εκείνη, με την ίδια βιασύνη. Σήκωσα το κεφάλι μου κοιτάζοντας ένα αεροπλάνο που βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο καθόδου. Ό ταν μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξανακοίταξα, αγνόησα τη γυναίκα που απομακρυνόταν βιαστικά στον ξένο δρόμο και, αντί για εκείνη, κοί­ ταξα προσεκτικά τις προσόψεις των κτιρίων της κοντινής, τοπικής Γκούντερ Στρας, εκείνη την υποβαθμισμένη ζώνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ Ε βαλα ΕΝΑΝ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΕΙ βόρεια του Λεστόβ, κοντά στη γέφυρα. Δεν γνώριζα καλά την περιοχή. Είχα ξαναπάει φυσικά στο νησί, είχα επισκεφτεί τα ερείπια όταν ήμουν σχολιαρόπαιδο και από τότε ερχόμουν περιστασιακά. Δεν βρισκόταν στο δρόμο μου. Πινακί­ δες τοποθετημένες μπροστά από αρτοποιεία και εργαστήρια έδει­ χναν τις κατευθύνσεις για τοπικούς προορισμούς. Ακολούθησα κά­ ποιες για να βγω σε μια στάση τραμ, σε μια όμορφη πλατεία. Περί- μενα ανάμεσα σε ένα κέντρο περίθαλψης που είχε ως λογότυπο μια κλεψύδρα και σε ένα μαγαζί με μπαχαρικά, γύρω από το οποίο ο αέρας ευωδίαζε κανέλα. 'Οταν ήρθε το τραμ κουδουνίζοντας διακριτικά και τραμπαλίζο­ ντας πάνω στις ράγες του, δεν κάθισα, αν και το μισό βαγόνι ήταν άδειο. Ή ξερα ότι θα παίρναμε κι άλλους επιβάτες καθώς πηγαίναμε βόρεια, προς το κέντρο της Μπεσέλ. Στάθηκα κοντά στο παράθυρο και κοίταξα έξω την πόλη, εκείνους τους άγνωστους δρόμους. Η γυναίκα, άχαρα στριμωγμένη κάτω από εκείνο το παλιό στρώμα, να την οσμίζονται πτωματοφάγα ζώα. Πήρα από το κινητό μου τον Νόστιν. «Θα ελεγχθεί το στρώμα για ίχνη;» «Λογικά ναι, επιθεωρητή.» «Σιγουρέψου. Αν το έχει αναλάβει η ομάδα σήμανσης, είμαστε εντάξει, αλλά ο Μπράιαμιβ και ο φιλαράκος του θα μπορούσαν να γράψουν λάθος ακόμα και τ’ όνομά τους.» Μπορεί η κοπέλα να ήταν

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 27 καινούρια σ’ αυτή τη ζωή. Μπορεί αν τη βρίσκαμε μια βδομάδα αρ­ γότερα, τα μαλλιά της να ήταν κατάξανθα. Αυτές οι περιοχές δίπλα στο ποτάμι έχουν το δικό τους χαρακτήρα· πολλά κτίρια χτίστηκαν πριν έναν ή και περισσότερους αιώνες. Οι γραμμές του τραμ περνούσαν από παράδρομους όπου η Μπεσέλ -στα μισά τουλάχιστον από τα μέρη που περνούσαμε- έμοιαζε να γέρνει προς το μέρος μας απειλητικά. Το τραμ ταλαντεύτηκε και ελάττωσε ταχύτητα, πίσω από τοπικά αυτοκίνητα και αυτοκίνητα από άλλα μέ­ ρη, και φτάσαμε σε μια αλληλοπλεγμένη περιοχή όπου τα κτίρια της Μπεσέλ ήταν κυρίως μαγαζιά με αντίκες. Το εμπόριο αντικών παλιό- τερα πήγαινε καλά, όσο καλά πήγαινε και οτιδήποτε άλλο στην πόλη για μερικά χρόνια. Τα μαγαζιά γέμιζαν με γυαλισμένες αντίκες, κα­ θώς ο κόσμος ξεγύμνωνε τα διαμερίσματα από οικογενειακά κειμή­ λια για λίγα από τα μάρκα της Μπες. Ορισμένοι αρθρογράφοι ήταν αισιόδοξοι. Ενώ οι ηγέτες τους μαί­ νονταν ακατάπαυστα ο ένας ενάντια στον άλλο, όπως έκαναν πάντα στο Κοινοβούλιο, πολλοί πολιτικοί νέας γενιάς όλων των κομμάτων συνεργάζονταν για να αναδείξουν την Μπεσέλ. Κάθε ψήγμα ξένης επένδυσης -και προς έκπληξη όλων, υπήρχαν τέτοια ψήγματα- προ- καλουσε εγκώμια. Ακόμα και δυο εταιρείες υψηλής τεχνολογίας είχαν εγκατασταθεί πρόσφατα, αν και ήταν δύσκολο να πιστέψεις ότι οφει­ λόταν στην ανόητη αυτοπροβολή της Μπεσέλ ως «Εκβολή Πυριτίου»*. Κατέβηκα δίπλα από το άγαλμα του βασιλιά Βαλ. Το κέντρο έβρι­ θε από κόσμο. Προχώρησα βιαστικά μέσα στο πλήθος ζητώντας συγ­ γνώμη από πολίτες και εντόπιους τουρίστες, αγνοώντας προσεκτικά άλλους, μέχρι που έφτασα στο ογκώδες τσιμεντένιο κτίριο των κεντρι­ κών της ΜΕΕ. Δυο ομάδες τουριστών περιηγούνταν από ξεναγούς της Μπες. Στάθηκα στα σκαλοπάτια και κοίταξα κάτω, προς τη Γιουρόπα Στρας. Προσπάθησα αρκετές φορές μέχρι να βρω σήμα. «Κόργουι;» «Αφεντικό;» * Silicon Estuary: Λογοπαίγνιο του συγγραφέα με τη Silicon Valley (Σ.τ.Μ.).

28 China Mieville «Γνωρίζεις εκείνη την περιοχή. Υπάρχει περίπτωση να έχουμε να κάνουμε με παραβίαση;» Μεσολάβησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής. «Δεν νομίζω. Εκείνη η περιοχή είναι σχεδόν τελείως αποκλειστική. Το ίδιο σίγουρα και το Χωριό Πόκοστ, όλο αυτό το συγκρότημα.» «Όμως ένα κομμάτι της Γκουντερ Στρας...» «Ναι, αλλά η πλησιέστερη αλληλοπλεγμένη περιοχή είναι εκατο­ ντάδες μέτρα μακριά. Δεν θα μπορούσαν να...» Θα ήταν πολύ μεγάλο ρίσκο από την πλευρά του δολοφόνου ή των δολοφόνων. «Πιστεύω πως μπορούμε να το αποκλείσουμε» είπε. «Εντάξει. Κράτα με ενήμερο. Θα τα πούμε σύντομα.» ΕΙΧΑ ΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΑΛΛΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ που είχα ανοιχτές, κρα­ τώντας τες για λίγο σιην αναμονή όπως ένα αεροσκάφος που διαγρά­ φει κυκλους. Μια γυναίκα που είχε ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου από το φίλο της, ο οποίος μέχρι στιγμής κατάφερνε να μας διαφεύγει, παρότι ελέγχαμε για το όνομα ή τα αποτυπώματά του στο αεροδρό­ μιο. Ο Στιέλιμ ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας, ο οποίος είχε αιφνιδι- άσει έναν ναρκομανή την ώρα που έμπαινε στο σπίτι του και του έδωσε ένα θανατηφόρο χτύπημα, με το γαλλικό κλειδί που ο ίδιος κράδαινε. Αυτή η υπόθεση δεν θα έκλεινε. Έ νας νεαρός ονόματι Αβίντ Αβίντ είχε εγκαταλειφθεί αιμορραγώντας από το κεφάλι, όταν ένας ρατσιστής του έδωσε ένα «πέτρινο φιλί» και έγραψε τη φράση «Βρομιάρηδες εμπρου» στον τοίχο. Γι’ αυτή την υπόθεση συνεργαζό­ μουν με έναν συνάδελφο από το Ειδικό Τμήμα, τον Σενβόι, ο οποίος λίγο καιρό πριν τη δολοφονία του Αβίντ είχε αρχίσει να δουλεύει μυ­ στικός στην ακροδεξιά της Μπεσέλ. Η Ραμίρα Γιάσεκ τηλεφώνησε ενώ γευμάτιζα στο γραφείο μου. «Μόλις τελειώσαμε με την ανάκριση των παιδιών, επιθεωρητή.» «Και;» «Θα πρέπει να χαίρεσαι που δεν γνωρίζουν καλύτερα τα δικαιώματά τους, γιατί αν τα γνώριζαν, ο Νόστιν θα αντιμετώπιζε τώρα καταγγελίες.» Έτριψα τα μάτια μου και κατάπια την μπουκιά μου σχεδόν αμάσητη.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 29 «Τι έκανε;» «Ο φίλος του Μπαρίτσι, ο Σέργεβ, ήταν προκλητικός, και γι’ αυτό ο Νόστιν χρησιμοποίησε λίγο τα χέρια του στο πρόσωπο του μικρού, είπε ότι ήταν ο κύριος ύποπτος.» Βλαστήμησα. «Δεν ήταν πολύ βάναυ­ σος, και τουλάχιστον με διευκόλυνε να καλομπατσίσω.» Είχαμε κλέ­ ψει τις εκφράσεις καλός μπ,άτσος και κακός μπ,άτσος από τα αγγλικά και τις χρησιμοποιούσαμε στη γλώσσα μας ως ρήμα. Ο Νόστιν ήταν ένας από εκείνους που μεταπηδούσαν πολύ εύκολα στον σκληρό τρόπο ανάκρισης. Υπάρχουν μερικοί ύποπτοι στους οποίους αυτή η μέθοδος πιάνει, που χρειάζεται να πέσουν απ’ τις σκάλες κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης. Έ νας σκυθρωπός έφηβος εθισμένος στο φελντ, όμως, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. «Τέλος πάντων, δεν έγινε τίποτα κακό» είπε η Γιάσεκ. «Οι ιστορί­ ες τους συμφωνούν. Είναι έξω οι τέσσερις τους, σε εκείνη τη συστά­ δα δέντρων. Μάλλον κάνουν αταξίες. Μένουν εκεί για τουλάχιστον δύο ώρες. Κάποια στιγμή σε αυτό το διάστημα -και μη ρωτήσεις για κάτι πιο συγκεκριμένο, γιατί η μόνη απάντηση που θα πάρεις είναι «ήταν ακόμα σκοτάδι»- μια από τις κοπέλες βλέπει ένα φορτηγάκι να ανεβαίνει στο γρασίδι και να πλησιάζει το χώρο του σκέιτ. Δεν της φαίνεται περίεργο, γιατί κόσμος ανεβαίνει εκεί όλη την ώρα, μέρα και νύχτα, για συνδιαλλαγές, για να πετάξουν διάφορα, και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Κάνει μερικούς κύκλους, περνάει το χώρο του σκέιτ και επιστρέφει. Μετά από λίγο επιταχύνει και εξαφανίζεται.» «Επιταχύνει;» Κρατούσα βιαστικές σημειώσεις στο σημειωματάριό μου, προσπα­ θώντας με το ένα χέρι να εμφανίσω τα ι-μέιλ στον υπολογιστή μου. Η σύνδεση κοβόταν συχνά. Επισυνάψεις μεγάλων αρχείων σε ένα ανε­ παρκές σύστημα. «Ναι, ήταν βιαστικοί και κακοποιούσαν τις αναρτήσεις του οχήμα­ τος. Έτσι κατάλαβε η κοπέλα ότι το φορτηγάκι έφευγε.» «Περιγραφή;» «“Γκρίζο.” Δεν ξέρει από φορτηγάκια.»

30 ChinaMieville «Δείξ’ της μερικές φωτογραφίες, μήπως και αναγνωρίσουμε τη μάρκα.» «Εντάξει, επιθεωρητή. Θα σε ενημερώσω. Αργότερα, τουλάχιστον δυο ακόμα αυτοκίνητα ή φορτηγάκια ανέβηκαν για κάποιον λόγο, μάλλον για δουλειές, σύμφωνα με τον Μπαρίτσι.» «Αυτό θα μπορούσε να μπερδέψει τα ίχνη από τα λάστιχα.» «Μετά από περίπου μια ώρα χαϊδολογήματος, η κοπέλα αναφέρει το φορτηγάκι στους υπόλοιπους και πηγαίνουν όλοι να δουν τι έκανε, μήπως κάποιος πετουσε πράγματα. Λένε ότι μερικές φορές βρίσκεις παλιά στερεοφωνικά, παπούτσια, βιβλία, και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.» «Και τη βρίσκουν.» Κάποια από τα μηνυματά μου είχαν εμφανι­ στεί. Ένα από αυτά ήταν από έναν από τους φωτογράφους της σήμαν­ σης· το άνοιξα και άρχισα να περιεργάζομαι τις φωτογραφίες. «Τη βρίσκουν.» Ο ΚΟΜΙΣΑΡΙΟΣ ΓΚΑΝΤΛΕΜ ΜΕ ΚΑΛΕΣΕ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ. Η θεατρικό­ τητα στην απαλή φωνή του και η εξεζητημένη ευγένειά του ήταν δύ­ σκαμπτες, αλλά πάντα με άφηνε να κάνω αυτά που ήθελα. Κάθισα ενώ αυτός πληκτρολογούσε κάτι στον υπολογιστή βλασιημώντας. Μπορούσα να δω κομματάκια χαρτιών κολλημένα στην άκρη της οθόνης του, όπου απ’ ό,τι φαινόταν ήταν γραμμένοι κωδικοί πρόσβα­ σης σε βάσεις δεδομένων. «Λοιπόν;» είπε. «Το οικιστικό συγκρότημα;» «Ναι.» «Που βρίσκεται;» «Νότια, στα προάστια. Νεαρή γυναίκα, τραύματα από μαχαίρι. Την έχει αναλάβει ο Σουκμαν.» «Πόρνη;» «Θα μπορούσε.» «Θα μπορούσε...» είπε, και έβαλε το χέρι του στο αυτί του σαν να αφουγκραζόταν κάτι. «...Θα μπορούσε, αλλά. Εγώ αυτό ακούω. Εμπρός λοιπόν, ακολούθησε το ένστικτό σου. Πες μου αν κάποια

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 31 στιγμή θελήσεις να μοιραστείς τους λόγους για αυτό το “αλλά”, εντά­ ξει; Ποιον έχεις για βοηθό;» «Τον Νόστιν. Και με βοηθάει και μια εξωτερική ασιυνομικός. Η Κόργουι. Αστυφύλακας πρώτου βαθμού. Ξέρει την περιοχή.» «Εκεί είναι ο τομέας της;» Ένευσα καταφατικά. Αρκετά κοντά. «Τι άλλο έχουμε ανοιχτό;» «Πάνω οτο γραφείο μου;» Του είπα. Ο κομισάριος ένευσε. Ακόμα και με τις άλλες υποθέσεις ανοιχτές, μου έδωσε το περιθώριο να ασχοληθώ με τη Φουλάνα. «ΛΟΙΠΟΝ, ΕΙΔΕΣ όλη τη δουλειά;» Ή ταν σχεδόν δέκα το βράδυ, είχαν περάσει περισσότερες από σα­ ράντα ώρες από την ανεύρεση του πτώματος. Η Κόργουι οδηγούσε στους δρόμους γύρω από την Γκοΰντερ Στρας και δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει τη στολή της, παρά το γεγονός ότι χρησιμο­ ποιούσαμε πολιτικό αυτοκίνητο. Είχα γυρίσει στο σπίτι πολΰ αργά την προηγούμενη νύχτα, και αφού πέρασα ένα πρωινό μόνος μου στους ίδιους δρόμους, τώρα ήμουν πάλι εκεί. Υπήρχαν αλληλοπλεγμένα μέρη στους μεγαλύτερους δρόμους κα­ θώς και σε μερικά άλλα σημεία, αλλά το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της περιοχής ήταν αποκλειστικό. Μερικά παλιά κτίρια τε­ χνοτροπίας Μπες, κάποιες σκεπές με μεγάλη κλίση ή παράθυρα με πολλαπλά τζάμια, ήταν όλα μισοεγκαταλειμμένα εργοστάσια και αποθήκες. Χτισμένα λίγες δεκαετίες πριν, συνήθως είχαν σπασμένα τζάμια ή υπολειτουργούσαν. Προσόψεις καλυμμένες με σανίδες. Μα­ γαζιά κλεισμένα με σύρματα. Παλιότερες ετοιμόρροπες προσόψεις κλασικής τεχνοτροπίας Μπες. Κάποια σπίτια είχαν κατοικηθεί και μετατραπεί σε παρεκκλήσια ή φαρμακεία, κάποια είχαν καεί και εί­ χαν απομείνει να στέκουν σαν απανθρακωμένα απομεινάρια. Η περιοχή δεν ήταν πυκνοκατοικημένη, αλλά ούτε και άδεια. Ό σοι ήταν έξω έμοιαζαν να έχουν αφομοιωθεί από το τοπίο, σαν να ήταν πάντοτε εκεί. Το πρωί ήταν λιγότεροι, αλλά όχι πολύ. «Είδες τον Σοΰκμαν να εξετάζει το πτώμα;»

32 China Mieville «Όχι.» Κοίταζα τα μέρη απ’ όπου περνούσαμε και τα εντόπιζα στο χάρτη μου. «Είχε τελειώσει όταν έφτασα.» «Σου φέρνει αναγούλα;» είπε εκείνη. «Όχι.» «Αλλά...» Χαμογέλασε και έστριψε το τιμόνι. «Ακόμα κι αν σου έφερνε, το ίδιο θα έλεγες.» «Σωστό» είπα, αν και δεν ήταν. Μου έδειχνε ό,τι περνιόταν για ορόσημο στην περιοχή. Δεν της είπα ότι είχα έρθει νωρίτερα εκείνη τη μέρα στην Κόρντβινα για να βολιδοσκοπήσω τα μέρη. Η Κόργουι δεν προσπαθούσε να κρύψει την αστυνομική στολή της, γιατί όσοι μας έβλεπαν, και που σε άλλη περίπτωση θα νόμιζαν ότι βρισκόμασταν εκεί για να τους παγιδέψουμε, θα καταλάβαιναν ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός μας. Επίσης το γεγονός ότι δεν επιβαίναμε σε μώλωπα -όπω ς αποκαλούσαμε τα μαύρου και μπλε χρώματος αστυνομικά αυτοκίνητα-, τους έδειχνε ότι δεν βρισκόμασταν εκεί ού­ τε για να τους ενοχλήσουμε. Πολύπλοκοι κανόνες! Οι περισσότεροι απ’ όσους ήταν γύρω μας βρίσκονταν στην Μπεσέλ, άρα τους είδαμε. Η φτώχεια έφθειρε τα ήδη σοβαρά, μο­ νότονα σχέδια και χρώματα που επιμένουν να χαρακτηρίζουν τα ρούχα της Μπεσέλ - αυτό που έχουν αποκαλέσει ως η στερημένη μόδας μόδα της πόλης. Υπήρχαν και οι εξαιρέσεις, κάποιες από τις οποίες όταν κοιτάξαμε, συνειδητοποιήσαμε ότι βρίσκονταν αλ­ λού, και άρα τις αγνοήσαμε, όμως και οι νεότερες γενιές της Μπες φορούσαν επίσης πιο ζωηρόχρωμα και πιο πλούσια σε σχέδια ρού­ χα απ’ ό,τι οι γονείς τους. Η πλειονότητα των αντρών και των γυναικών της Μπες -όπως όλοι γνωρίζουν- δεν έκαναν τίποτα άλλο απ’ το να περπατούν από το ένα μέρος στο άλλο, γυρνώντας από βραδινή βάρδια, πηγαίνοντας από σπίτια σε άλλα σπίτια ή σε μαγαζιά. Ό πω ς και να ’χει όμως, ο τρόπος που εξετάζαμε τα μέρη από τα οποία περνούσαμε διαμόρφωνε μια απειλητική γεωγραφία, και πραγματοποιούνταν αρκετές κρυφές δρα­ στηριότητες ώστε αυτό να μη μοιάζει τελείως παρανοϊκό.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 33 «Το πρωί βρήκα μερικούς από τους ντόπιους με τους οποίους μι­ λούσα παλιότερα» είπε η Κόργουι. «Ρώτησα αν είχαν ακούσει κάτι.» Οδήγησε το αυτοκίνητο σε ένα σκοτεινό μέρος όπου η ισορροπία της αλληλόπλεξης μετατοπιζόταν, και μείναμε σιωπηλοί μέχρι οι στύλοι φωτισμού του δρόμου να γίνουν πάλι ψηλότεροι και να αποκτήσουν οικία τεχνοτροπία. Κάτω από εκείνα τα φώτα -ο δρόμος στον οποίο βρισκόμασταν φαινόταν να καμπυλώνει καθώς ανοιγόταν μπροστά μας- γυναίκες στέκονταν δίπλα στον τοίχο πουλοιντας έρωτα. Καθώς πλησιάζαμε, μας παρακολουθούσαν επιφυλακτικά. «Δεν στάθηκα και πολύ τυχερή» είπε η Κόργουι. Δεν είχε ούτε μια φωτογραφία μαζί της στη διερευνητική βόλτα που είχε κάνει πρωτύτερα. Ή ταν νωρίς και οι κάτοικοι που είχε προ­ σεγγίσει ήταν νομότυποι: υπάλληλοι σε κάβες ποτών, ιερείς από τοπι­ κές εκκλησίες που λειτουργούσαν σε κατειλημμένους χώρους, ορισμέ­ νοι από τους τελευταίους εργάτες-ιερείς, θαρραλέοι ηλικιωμένοι άντρες με τατουάζ δρεπάνι-και-σταυρό στους δικέφαλους και τους βραχίονές τους, και στα ράφια πίσω τους μεταφράσεις του Γκουτιέ- ρες, του Ράουσενμπους, του Κανάαν Μπανάνα. Περνούσαν τον καιρό τους καθισμένοι σε σκαλοπάτια. Το μόνο που είχε καταφέρει η Κόρ- γουι ήταν να ρωτήσει αν μπορούσαν να της πουν κάτι για τα γεγονότα στο Χωριό Πόκοστ. Είχαν ακούσει για τη δολοφονία, αλλά δεν ήξε­ ραν τίποτα. Τώρα είχαμε μια φωτογραφία. Μου την είχε δώσει ο Σουκμαν. Κούνησα επιδεικτικά τη φωτογραφία στον αέρα για να δουν οι γυναί­ κες ότι τους πήγαινα κάτι, ότι αυτός ήταν ο σκοπός της επίσκεψής μας και όχι οι συλλήψεις. Η Κόργουι ήξερε κάποιες από αυτές. Μας πα­ ρακολουθούσαν καπνίζοντας. Είχε παγωνιά και, όπως και όποιος άλ­ λος τις κοίταζε, απόρησα με τα εκτεθειμένα πόδια τους με τις ψιλές κάλτσες. Φυσικά χαλούσαμε τη δουλειά τους - αρκετοί ντόπιοι περ­ νούσαν, μας κοιτούσαν και απομάκρυναν πάλι το βλέμμα. Είδα έναν μώλωπα να ελαττώνει ταχύτητα καθώς περνούσε δίπλα μας -πιθανώς να διέκριναν μια εύκολη σύλληψη-, αλλά ο οδηγός και ο συνοδηγός είδαν τη στολή της Κόργουι και με έναν χαιρετισμό ανέπτυξαν πάλι

34 China Mieville ταχύτητα. Σήκωσα το χέρι μου ανταποδίδοντας το χαιρετισμό ενώ το αυτοκίνητο απομακρυνόταν. «Τι θέλετε;» ρώτησε μια γυναίκα. Φορούσε ψηλές, φτηνές μπότες. Της έδειξα τη φωτογραφία. Είχαν καθαρίσει το πρόσωπο της Φουλάνα. Υπήρχαν ακόμα σημά­ δια - ουλές ορατές κάτω από το μέικ απ. Θα μπορούσαν να τις έχουν εξαφανίσει τελείως από τη φωτογραφία, όμως το σοκ που προκαλού- σαν αυτές οι πληγές ήταν συχνά χρήσιμο στις ανακρίσεις. Είχαν τρα­ βήξει τη φωτογραφία πριν της ξυρίσουν το κεφάλι. Δεν έδειχνε γαλή­ νια. Έδειχνε ανυπόμονη. «Δεν την ξέρω.» «Δεν την ξέρω.» Δεν διέκρινα κάποιο γρήγορα συ­ γκαλυμμένο ίχνος αναγνώρισης. Μαζεύτηκαν κάτω από το γκριζωπό φως της λάμπας, αφήνοντας έκπληκτους τους συνήθεις πελάτες που τριγύριζαν στις παρυφές της τοπικής σκοτεινιάς, έδωσαν τη φωτογρα­ φία η μία σιην άλλη, αλλά όσο κι αν έβγαζαν επιφωνήματα λύπης, δεν αναγνώριζαν τη Φουλάνα. «Τι της συνέβη;» Έδωσα την κάρτα μου στη γυναίκα που ρώτησε. Ή ταν μελαψή, κάποιος πρόγονός της ήταν Σημίτης ή Τούρκος. Μί­ λαγε τα Μπες χωρίς προφορά. «Αυτό προσπαθούμε να μάθουμε.» «Χρειάζεται να ανησυχούμε;» 'Οταν δεν απάντησα, η Κόργουι είπε: «Θα σας ειδοποιήσουμε αν υπάρχει τέτοια πιθανότητα, Σάιρα.» Σταματήσαμε δίπλα από μια ομάδα νεαρών που έπιναν δυνατό κρασί έξω από ένα μπιλιαρδάδικο. Η Κόργουι ανέχθηκε κάποια αι­ σχρόλογα από τους νεαρούς κι έπειτα τους έδωσε τη φωτογραφία. «Γιατί είμαστε εδώ;» Η ερώτησή μου τέθηκε χαμηλόφωνα. «Είναι φρεσκομυημένα μέλη συμμοριών, αφεντικό» μου είπε. «Πρόσεξε πώς αντιδρούν.» Όμως, αν πράγματι γνώριζαν κάτι, απο­ κάλυψαν ελάχιστα. Έδωσαν πίσω τη φωτογραφία και πήραν την κάρ­ τα μου με απάθεια. Επαναλάβαμε τη διαδικασία και σε άλλες παρέες και κάθε φορά, αφού τελειώναμε, περιμέναμε μερικά λεπτά στο αυτοκίνητο σε κά­

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 35 ποια απόσταση, έτσι ώστε αν κάποιος από τις παρέες ήθελε να μιλή­ σει, θα έβρισκε κάποια δικαιολογία για να απομακρυνθεί και να έρ­ θει να μας βρει, να μας δώσει κάποιο διαφωτιστικό στοιχείο που θα μας βοηθούσε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια και να μάθουμε τα στοι­ χεία και την οικογένεια της νεκρής γυναίκας. Δεν ήρθε κανένας. Έδωσα την κάρτα μου σε πολύ κόσμο και σημείωσα στο σημειωμα­ τάριό μου τα ονόματα και τις περιγραφές όσων σύμφωνα με την Κόργουι ήταν σημαντικοί. «Αυτοί είναι πάνω-κάτω όλοι όσοι ήξερα» είπε. Κάποιοι από τους άντρες και τις γυναίκες την είχαν αναγνωρίσει, αλλά αυτό δεν άλλαζε και πολύ τον τρόπο που την αντιμετώπιζαν. Ό ταν αποφασίσαμε πως είχαμε τελειώσει, ήταν περασμένες δύο το πρωί. Το μισοφέγγαρο είχε ξεθωριάσει. Ό ταν και η τελευταία μας προσπάθεια έφτασε στο τέλος της, στεκόμασταν σε έναν δρόμο που είχε αδειάσει ακόμα και από τους πιο νυχτερινούς θαμώνες του. «Παραμένει ερωτηματικό.» Η Κόργουι έδειχνε παραξενεμένη. «Θα κανονίσω να μπουν αφίσες σε όλη την περιοχή.» «Αλήθεια, αφεντικό; Θα το δεχτεί ο κομισάριος;» Μιλούσαμε χα­ μηλόφωνα. Πέρασα τα δάχτυλά μου στο συρματόπλεγμα ενός φρά­ χτη που περιέβαλλε ένα κομμάτι γης γεμάτο τσιμέντο και θάμνους. «Ναι» είπα. «Θα συμφωνήσει. Δεν είναι και τόσο σπουδαίο.» «Θα χρειαστούν μερικοί αστυνομικοί για κάποιες ώρες, και δεν πιστεύω να... τουλάχιστον όχι για...» «Πρέπει με κάποιον τρόπο να μάθουμε το όνομά της. Γάμησέ το, θα τις βάλω μόνος μου.» Θα κανόνιζα να σταλούν σε όλα τα τμήματα της πόλης. Ό ταν θα βρίσκαμε ένα όνομα, αν το αβέβαιο προαίσθημά μας για την ιστορία της Φουλάνα αποδεικνυόταν σωστό, οι λιγοστοί μας πόροι θα είχαν απομυζηθεί. Εξαντλούσαμε τα όποια περιθώρια είχαμε, μέχρι να χαθούν. «Εσύ είσαι το αφεντικό, αφεντικό.» «Δεν νομίζω, απλά είμαι το αφεντικό για λίγο σ’αυτή την υπόθεση.» «Πάμε;» Έδειξε προς τη μεριά του αυτοκινήτου. «Θα πάω περπατώντας μέχρι το τραμ.»

36 ChinaMieville «Μιλάς σοβαρά; Έλα τώρα, θα σου πάρει ώρες.» Εγώ όμως της ε'κανα νόημα να φύγει. Απομακρύνθηκα περπατώντας, ακούγοντας μόνο τον ήχο από τα βήματά μου και το λυσσαλέο γάβγισμα ενός σκύλου από κάποιο σοκάκι. Κατευθυνθηκα προς τα κει που η γκριζω- πή λάμψη από τις δικές μας λάμπες ξεθώριαζε και με έλουσε φευγα­ λέα ένα ξένο, πορτοκαλί φως. Ο ΣΟΥΚΜΑΝ ΗΤΑΝ ΠΙΟ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΗΣ στο εργαστήριό του α π’ ό,τι στον έξω κόσμο. Μιλούσα στο τηλέφωνο με τη Γιάσεκ και της έλεγα να μου στείλει τη μαγνητοσκόπηση από την ανάκριση που είχε γίνει στα παιδιά την προηγούμενη μέρα, όταν επικοινώνησε μαζί μου ο Σουκμαν και μου είπε να πάω στο εργαστήριο. Ή ταν φυσικά παγω­ μένο και μύριζε έντονα από τα διάφορα χημικά. Σ ’ αυτό το τεράστιο, χωρίς παράθυρα δωμάτιο υπήρχε η ίδια αναλογία σκούρου ξύλου δι­ αφορετικών αποχρώσεων και ατσαλιού. Στους τοίχους υπήρχαν πίνα­ κες ανακοινώσεων, πλημμυρισμένοι με αμέτρητα χαρτιά. Βρομιά φαινόταν να συσσωρεύεται στις γωνίες του δωματίου και γύρω από τις θέσεις εργασίας που βρίσκονταν στο χώρο. Κάποια φο­ ρά είχα περάσει το δάχτυλό μου πάνω από την επιφάνεια ενός φαινο­ μενικά βρόμικου πώματος υπερχείλισης, όμως παρέμεινε καθαρό. Οι κηλίδες ήταν παλιές. Ο Σούκμαν στεκόταν στην μπροστινή πλευρά ενός ατσάλινου τραπεζιού ανατομίας. Πάνω στο τραπέζι, καλυμμένη με ένα ελαφρά λεκιασμένο σεντόνι και με το περίγραμμα του προσώ­ που της να διαγράφεται καθαρά, βρισκόταν η Φουλάνα μας, που μας κοίταζε ενώ μιλούσαμε για αυτήν. Κοίταξα τον Χαμζίνις. Μου φαινόταν πως ήταν ελάχιστα μεγαλύ­ τερος από τη νεκρή γυναίκα. Στεκόταν παραδίπλα με σεβασμό, έχο­ ντας τα χέρια πλεγμένα. Τυχαία ή μη, στεκόταν δίπλα σε έναν πίνακα αναρτήσεων στον οποίο, εκτός από διάφορες κάρτες και σημειώματα, ήταν καρφιτσωμένη μια μικρή, φανταχτερά στολισμένη σαχάντα*. Ο * Η ομολογία της πίστης στη θρησκεία του Ισλαμισμού, η δήλωσή ότι «Δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από τον Αλλάχ» (Σ.τ.Μ.).

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 37 Χαμζίνις ήταν κι αυτός, σύμφωνα με τους δολοφόνους του Αβίντ Αβίντ, ένας εμπρού. Στις μέρες μας ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από παλιομοδίτες, ρατσιστές, ή, στο άλλο άκρο του φάσματος, ως πρόκληση από τους όποιους υποκινητές αλλαγής: ένα από τα πιο γνω­ στά χιπ-χοπ συγκροτήματα της Μπες ονομαζόταν Εμπρου. Από τεχνικής πλευράς, βέβαια, ο όρος ήταν γελοιωδώς ανακριβής για τους μίσους τουλάχιστον απ’ όσους αποδιδόταν. Ό μως για τουλά­ χιστον διακόσια χρόνια, από τότε δηλαδή που είχαν έρθει πρόσφυγες από τα Βαλκάνια αναζητώντας άσυλο, αυξάνοντας ραγδαία το μου­ σουλμανικό πληθυσμό της πόλης, η λέξη εμηρού, η παλιά λέξη που στα Μπες σημαίνει «Εβραίος», είχε επανέλθει σε χρήση για να συμπε- ριλάβει τους νέους μετανάστες και να αποτελέσει έναν γενικό όρο και για τους δυο πληθυσμούς. Οι νεοαφιχθέντες μουσουλμάνοι είχαν εγκατασταθεί στις πρώην εβραϊκές συνοικίες. Ακόμα και πριν την άφιξη των προσφύγων, τα φτωχά στρώματα από τις δύο μειονοτικές κοινότητες της Μπεσέλ είχαν κατά παράδοση συμμαχήσει, χάριν αστεϊσμού ή φόβου, ανάλογα με τις πολιτικές πε­ ποιθήσεις της εποχής. Ελάχιστοι πολίτες γνωρίζουν ότι τα παραδοσι­ ακά μας αστεία για τη χαζομάρα του μεσαίου παιδιού προέρχονται από έναν χιουμοριστικό διάλογο ηλικίας πολλών αιώνων μεταξύ του επικεφαλής ραβίνου και του ανώτερου ιμάμη της Μπεσέλ σχετικά με την ακολασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Μπεσέλ. Και οι δύο συμ­ φώνησαν πως δεν είχε ούτε τη σοφία της παλαιότερης αβρααμικής πίστης αλλά ούτε και το σφρίγος της νεότερης. Το ΚαψέΝτοηλίρ υπήρξε μια κοινή μορφή εγκατάστασης για πολύ καιρό στην ιστορία της Μπεσέλ. Δύο καφενεία, το ένα μουσουλμανικό και το άλλο εβραϊκό, στεγασμένα σε διπλανούς χώρους, το καθένα με το δικό του πάγκο και τη δική του κουζίνα, χαλάλ και κόσερ*, με κοινό όμως όνομα, ταμπέλα και τραπέζια, και τον εσωτερικό διαχω- ριστικό τοίχο γκρεμισμένο. Μεικτές παρέες κατέφθαναν, χαιρετού­ * Φαγητό μαγειρεμένο σύμφωνα με τη μουσουλμανική και ιουδαϊκή θρησκευτική πρακτική αντίστοιχα (Σ.τ.Μ.).

38 China M ieville σαν τους δυο ιδιοκτήτες, κάθονταν μαζί, και ξεχώριζαν σαν κοινότη­ τες μόνο όταν παράγγελναν το επιτρεπόμενο φαγητό από την αντί­ στοιχη πλευρά, ή επιδεικτικά από μια από τις δυο, ή και από τις δυο, αν ο πελάτης ήταν ελευθερόφρων. Το αν το Καφέ Ντοηλίρ ήταν μία εγκατάσταση ή δυο εξαρτιόταν αποκλειστικά από το ποιος ρωτούσε. Πάντως, για έναν υπάλληλο της εφορίας ήταν πάντα ένα. Το γκέτο της Μπεσέλ ήταν πλέον ένα αρχιτεκτονικό μνημείο και όχι χώρος πολιτικών ιδεολογιών και ορίων, ετοιμόρροπα παλιά κτίρια που είχαν πρόσφατα ανακαινιστεί και συνωστίζονταν ανάμεσα σε πολύ δι­ αφορετικούς και άλλους, ξένους χώρους. Αυτό όμως ήταν κάτι που συ- νέβαινε μόνο στην πόλη, δεν ήταν αλληγορικό. Ο Χαμντ Χαμζίνις θα πρέπει να αντιμετώπισε εχθρότητα κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Η γνώμη μου για τον Σούκμαν είχε αλλάξει ελαφρά προς το καλύτερο: ένας άντρας αυτής της ηλικίας και με τέτοια ιδιοσυγκρασία επέτρεπε στον Χαμζίνις να διακηρύττει την πίστη του. Είχα εκπλαγεί. Ο Σούκμαν δεν ξεσκέπασε τη Φουλάνα. Ή ταν ξαπλωμένη ανάμε- σά μας. Της είχαν κάνει κάτι και έμοιαζε σαν να είχε ξαπλώσει για να ξεκουραστεί. «Σου έστειλα την αναφορά με ι-μέιλ» είπε ο Σούκμαν. «Είκοσι τεσ­ σάρων, είκοσι πέντε ετών γυναίκα. Γενική κατάσταση υγείας καλή, εκτός από το γεγονός ότι έχει πεθάνει. Ώ ρα θανάτου, γύρω στα μεσά­ νυχτα της προ-προηγούμενης νύχτας, πάνω-κάτω, φυσικά. Αιτία θα­ νάτου, διατρητικά τραύματα στο στήθος. Τέσσερα στο σύνολο, ένα από τα οποία διαπέρασε την καρδιά της. Με κάποιου είδους μακρύ καρφί ή στιλέτο, όχι με μεγάλη λεπίδα. Έ χει επίσης ένα άσχημο τραύμα στο κεφάλι και πολλές παράξενες αμυχές.» Ύψωσα το βλέμ­ μα μου. «Κάποιες κάτω από τα μαλλιά. Έ χει χτυπηθεί από το πλάι, στη μια πλευρά του κεφαλιού.» Κούνησε το χέρι του στον αέρα σε αργή κίνηση, μιμούμενος το χτύπημα. «Τη χτύπησε στην αριστερή μεριά του κρανίου. Θα έλεγα ότι την έριξε αναίσθητη ή τουλάχιστον ζαλισμένη στο έδαφος. Οι μαχαιριές που ακολούθησαν στο στήθος την αποτελείωσαν.» «Με τι τη χτύπησαν; Στο κεφάλι;»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 39 «Με κάτι βαρύ και αμβλύ. Υποθέτω πως θα μπορούσε να είναι μια γροθιά, αν ήταν μεγάλη, αλλά αμφιβάλλω.» Τράβηξε την άκρη του σεντονιού αποκαλύπτοντας επιδέξια το πλάι του κεφαλιού της. Το δέρμα είχε το άσχημο χρώμα μιας ξεθωριασμένης μελανιάς. «Ιδού.» Μου έκανε νόημα να πλησιάσω το ξυρισμένο της κρανίο. Πλησίασα τη μυρωδιά από συντηρητικές ουσίες. Ανάμεσα στις με­ λαχρινές φύτρες του κρανίου της υπήρχαν αρκετές μικρές αμυχές. «Τι είναι;» «Δεν ξέρω» απάντησε. «Δεν είναι βαθιές. Μάλλον από κάτι πάνω στο οποίο προσγειώθηκε.» Οι αμυχές είχαν περίπου τις διαστάσεις της μύτης ενός μολυβιού μπηγμένης στο δέρμα. Κάλυπταν μια περι­ οχή περίπου στο πλάτος της παλάμης μου, κεντώντας το δέρμα ακα­ νόνιστα. Σε μερικά σημεία τα σημάδια σχημάτιζαν γραμμές μήκους μερικών χιλιοστών και ήταν βαθύτερα στο κέντρο απ’ ό,τι στις άκρες, όπου σχεδόν έσβηναν. «Ίχνη συνουσίας;» «Όχι πρόσφατα. Άρα αν εκδιδόταν, ίσως η άρνησή της να κάνει κάτι να την οδήγησε σ’αυτή την κατάσταση.» Ένευσα καταφατικά. Ο Σούκμαν περίμενε. «Τώρα είναι πλυμένη» είπε τελικά. «Ήταν όμως γεμάτη βρομιά, σκόνη, λεκέδες από γρασίδι, ό,τι θα περίμενε κανείς λόγω του χώρου στον οποίο βρέθηκε. Και σκουριά.» «Σκουριά;» «Παντού. Πολλές αμυχές, γρατσουνιές, εκδορές, κυρίως μεταθανά­ τιες, και πολλή σκουριά.» Ένευσα ξανά. Συνοφρυώθηκα. «Αμυντικά τραύματα;» «Όχι. Συνέβη γρήγορα και αναπάντεχα, ή έγινε πισώπλατα. Υπάρ­ χουν και διάφορα άλλα σημάδια και εκδορές στο σώμα.» Ο Σούκμαν έδειξε κάτι γδαρσίματα πάνω στο δέρμα της. «Ταιριάζουν με σημά­ δια βίαιου συρσίματος. Είναι συνηθισμένα στις δολοφονίες.» Ο Χαμζίνις άνοιξε το στόμα του και το ξανάκλεισε. Ύψωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα. Κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του: Όχι, τίηοτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ Οΐ ΑΦΙΣΕΣ ΕΙΧΑΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΘΕΙ. Κυρίως γΰρω από την περιοχή όπου βρέθηκε η Φουλάνα μας, αλλά και κάποιες στους κεντρικούς δρόμους, στους εμπορικούς δρόμους, στο Κίεζοβ, στην Τόπισα και σε παρόμοι­ ες περιοχές. Είδα και μία όταν έφυγα από το διαμέρισμά μου. Δεν ήταν και πολύ κοντά στο κέντρο. Έμενα ανατολικά και λίγο νότια της Παλιάς Πόλης, στο προτελευταίο διαμέρισμα μιας εξαώρο- φης πολυκατοικίας στη Βούλκοβ Στρας. Είναι ένας έντονα αλληλο- πλεγμένος δρόμος. Συνοικίες παρά συνοικίες η αρχιτεκτονική διακό­ πτεται από διαφορετικότητα, και σε κάποια σημεία ακόμα και σπίτι παρά σπίτι. Τα τοπικά κτίρια είναι κατά έναν με τρεις ορόφους ψη­ λότερα από τα άλλα, με αποτέλεσμα η Μπες να ορθώνεται ανομοιό­ μορφα, και οι οροφές των κτιρίων να διαγράφονται οδοντωτές, σχε­ δόν σαν επάλξεις κάστρου. Η Εκκλησία της Ανάληψης, περιστοιχισμένη από τις σκιές ψηλών πύργων, οι οποίοι αν βρίσκονταν εκεί θα δέσποζαν από πάνω της, βρί­ σκεται στο τέλος της Βούλκοβ Στρας. Τα παράθυρά της προστατεύο­ νται με συρμάτινες γρίλιες, όμως κάποια από τα χρωματιστά της τζά­ μια είναι σπασμένα. Μια ιχθυαγορά λειτουργεί εκεί κάθε λίγες μέρες. Συχνά έτρωγα το πρωινό μου συνοδεία φωνών από μικροπωλητές δί­ πλα σε κουβάδες με πάγο και κασέλες με ζωντανά μαλάκια. Ακόμα και οι νέες γυναίκες που εργάζονταν εκεί ντυμένες όπως οι γιαγιάδες τους -όσο βρίσκονταν πίσω από τους πάγκους τους- έφερναν στο νου νο- σταλγικές εικόνες, έχοντας τα μαλλιά τους πιασμένα ψηλά με μαντίλια

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 41 στο χρώμα των σφουγγαριών, και τις στενές ποδιές τους σε αποχρώσεις γκρίζου και κόκκινου για να μη φαίνονται οι λεκέδες από το ξεντέρι- σμα των ψαριών. Οι άντρες έμοιαζαν, ίσως σκόπιμα, σαν να είχαν μό­ λις βγει από τις βάρκες τους, σαν να μην είχαν ακουμπήσει κάτω την ψαριά τους όταν βγήκαν από τη θάλασσα, αλλά μόνο όταν έφτασαν στα λιθόστρωτα που βρίσκονταν από κάτω μου. Οι πελάτες της Μπε- σέλ περιεργάζονταν, μύριζαν και ανακινούσαν τα εμπορεύματα. Κάθε πρωί, τρένα περνούσαν από μια υπερυψωμένη γραμμή μόλις λίγα μέτρα από το παράθυρό μου. Δεν υπήρχαν στην πόλη μου. Δεν το έκανα βέβαια, αλλά θα μπορούσα να κοιτάξω μέσα στα βαγόνια -τόσο κοντά ήταν- και να συναντήσω τα βλέμματα ξένων επιβατών. Εκείνοι θα έβλεπαν μόνο έναν αδύνατο άντρα σπς αρχές της μέσης ηλικίας, φορώντας ρόμπα, να τρώει το πρωινό του γιαούρτι, να πίνει τον καφέ του και να διπλώνει μια εφημερίδα - την Ινκίσιτορ ή το I Ντέονρνεμορ, ένα φτηνό περιοδικό της Μπεσέλ, για να κάνει εξάσκη­ ση στα αγγλικά του. Συνήθως μόνο του. Μια στο τόσο, μια από δυο γυναίκες, περίπου της ηλικίας του, μπορεί να ήταν μαζί του. (Μια ιστορικός οικονομίας του πανεπιστημίου της Μπεσέλ, μια αρθρογρά- φος σε ένα περιοδικό τέχνης. Δεν ήξερε η μια για την άλλη, αλλά και να ήξεραν, δεν θα τις πείραζε.) Ό ταν έφυγα, σε ένα σταντ για αφίσες που βρισκόταν κοντά στην εξώπορτά μου, αντίκρισα το πρόσωπο της Φουλάνα. Αν και τα μάτια της ήταν κλειστά, είχαν κόψει και ράψει τη φωτογραφία με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δείχνει νεκρή, μα σαστισμένη. Έλεγε: Γνωρίζεις αυτή τη γυναίκα; Ή ταν ασπρόμαυρη και τυπωμένη σε ματ χαρτί. Ειδο­ ποιήστε τη Μονάδα Ειδεχθούς Εγκλήματος, και μετά ο αριθμός μας. Η ύπαρξη της αφίσας θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι οι αστυνομικοί της περιοχής ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί. Μπορεί να είχαν αναρτηθεί σε όλη την περιοχή. Μπορεί, γνωρίζοντας που έμενα, να ήθελαν να με ξεφορτωθούν γρήγορα με μια-δυο στρατηγικές τοποθε­ τήσεις, μόνο για τα δικά μου μάτια. Τα κεντρικά της ΜΕΕ απείχαν περίπου δυο χιλιόμετρα. Περπάτη­ σα. Πέρασα δίπλα από τις τουβλινες αψίδες. Οι κορυφές τους, εκεί

42 China Mieville που περνούσαν οι γραμμές, βρίσκονταν άλλου, όμως δεν ήταν όλες οι βάσεις τους ξένες. Εκείνες που μπορούσα να δω, είχαν μαγαζάκια και πρόχειρα καταλύματα διακοσμημένα με γκράφιτι. Στην Μπεσέλ η περιοχή ήταν ήσυχη, όμως οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από εκείνους που ήταν από άλλου. Τους αγνόησα, αλλά μου πήρε χρόνο για να περάσω ανάμεσά τους. Πριν ακόμα φτάσω στη στροφή της Βία Καμίρ, η Γιά- σεκ με κάλεσε στο κινητό μου. «Βρήκαμε το φορτηγάκι.» ΠΗΡΑ ΕΝΑ ΤΑΞΙ, το οποίο συνεχώς σταματούσε και ξεκινούσε μέσα στην κίνηση. Το Ποντ Μάχεστ ήταν γεμάτο κόσμο, και εδώ και άλ­ λου. Ενώ πλησιάζαμε αργά στη δυτική όχθη, είχα κάποια λεπτά για να παρατηρήσω το βρόμικο ποτάμι, τον καπνό και τα βρόμικα πλοία του ναυπηγείου στο φως που αντανακλούσε πάνω σε γυάλινα κτίρια σε μια ξένη προκυμαία· μια αξιοζήλευτη οικονομική ζώνη. Τα ρυ­ μουλκά της Μπες σκαμπανέβαζαν στα απόνερα που άφηναν ξένα θα­ λάσσια ταξί. Το φορτηγάκι ήταν παρκαρισμένο λοξά ανάμεσα σε δυο κτίρια. Δεν βρισκόταν σε κάποια ανοιχτή έκταση, αλλά σε ένα στενά- κι ανάμεσα στις εγκαταστάσεις μιας εταιρείας εισαγωγών-εξαγωγών και σε ένα συγκρότημα γραφείων, ένα δρομάκι γεμάτο σκουπίδια και σκατά λύκων που συνέδεε δυο μεγαλύτερους δρόμους. Και οι δυο άκρες του στενού είχαν αποκλειστεί από αστυνομική ταινία υποδει­ κνύοντας χώρο εγκλήματος - κάτι το οποίο ήταν ελαφρώς ανάρμοστο, καθώς το στενό ήταν ουσιαστικά αλληλοπλεγμένος χώρος, αλλά χρη­ σιμοποιούνταν σπάνια, οπότε η ταινία ήταν μια συνηθισμένη εξαίρε­ ση του κανόνα σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι συνάδελφοί μου χαζολογου- σαν γύρω από το όχημα. «Αφεντικό.» Ή ταν η Γιάσεκ. «Έρχεται η Κόργουι;» «Ναι, την ενημέρωσα.» Η Γιάσεκ δεν είχε πει τίποτα για την επι­ στράτευση της κατώτερης αστυνομικού. Με συνοδέυσε ως το φορτη­ γάκι. Ή ταν ένα παλιό, σαραβαλιασμένο Βολκσβάγκεν σε πολύ άσχη­ μη κατάσταση.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 43 Ή ταν περισσότερο υπόλευκο παρά γκρι, αλλά είχε σκουρΰνει από τη βρομιά. «Τελειώσατε με τα αποτυπώματα;» ρώτησα. Φόρεσα λαστιχένια γάντια. Οι τεχνηλάτες ένευσαν καταφατικά και συνέχισαν να δουλεύ­ ουν γύρω μου. «Ήταν ξεκλείδωτο» είπε η Γιάσεκ. Άνοιξα την πόρτα. Ψηλάφισα πιέζοντας το χώρισμα της ταπετσα­ ρίας. Έ να μπιχλιμπίδι πάνω στο ταμπλό - ένας πλαστικός άγιος που χόρευε έναν χαβανέζικο χορό. Άνοιξα το ντουλαπάκι του συνοδηγου και βρήκα έναν μισοδιαλυμένο οδικό χάρτη και βρομιά. Ξεφύλλισα τις σελίδες του χάρτη, αλλά δεν είχαν τίποτα μέσα. Ή ταν το συνηθι­ σμένο βοήθημα κάθε οδηγού της Μπες, αν και η έκδοση ήταν τόσο παλιά που θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ασπρόμαυρος. «Και πώς ξέρουμε ότι είναι αυτό;» Η Γιάσεκ με οδήγησε στο πίσω μέρος και τράβηξε την πόρτα ανοίγοντάς την. Κοίταξα στο εσωτερικό αντικρίζοντας ακόμα περισσότερη βρομιά, μια πνιγηρή, αλλά όχι σε σημείο αναγούλας, μυρωδιά, τουλάχιστον τόση σκουριά όση και μού­ χλα, νάιλον σχοινί και διάφορα άχρηστα πράγματα στοιβαγμένα. «Τι είναι όλα αυτά;» Τα έσπρωξα. Διάφορα κομμάτια. Ένα μικρό μοτέρ από κάτι που ταλαντευόταν, μια σπασμένη τηλεόραση, υπολείμματα από απροσδι- όρισια αντικείμενα και βιδωτά κομματάκια πάνω σε μια στρώση από ρούχα και σκόνη. Στρώσεις σκουριάς και κομματάκια οξείδωσης. «Βλέπεις εκεί;» Η Γιάσεκ έδειξε κάτι λεκέδες στο πάτωμα. Αν δεν κοίταζα προσεκτικά, θα έλεγα ότι ήταν από λάδια. «Κάποιοι από τα γραφεία πήραν να το αναφέρουν ως εγκαταλειμμένο. Οι αστυνομικοί είδαν ότι οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Δεν ξέρω αν δίνουν σημασία στις ανακοινώσεις ασυρμάτου ή αν απλά είναι πολύ σχολαστικοί σε τέ­ τοιους ελέγχους, αλλά όπως και να ’χει, σταθήκαμε τυχεροί.» Μια από τις ανακοινώσεις που είχαν γίνει σε όλα τα περιπολικά της Μπες το προηγούμενο πρωινό αφορούσε τον εντοπισμό και την αναφορά γκρί­ ζων οχημάτων, καθώς και την ενημέρωση της ΜΕΕ. Ή μασταν τυχε­ ροί που αυτοί οι αστυνομικοί δεν κάλεσαν απλά το συνεργείο περί-

44 China Mieville συλλογής. «Όπως και να ’χει, είδαν κάποια σκούρα ουσία στο πάτωμα και έστειλαν δείγμα για εξέταση. Το επαληθεύουμε, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, ταιριάζει με την ομάδα αίματος της Φουλάνα, και σύντομα θα έχουμε τα τελικά αποτελέσματα.» Σαν τυφλοπόντικας κάτω από ένα βουνό σκουπιδιών, έσκυψα για να κοιτάξω κάτω από τα διαλυμένα αντικείμενα. Τα έσπρωξα μαλα­ κά, κάνοντας τη στοίβα να γείρει. Το χέρι μου βάφτηκε κόκκινο από τη σκουριά. Τα παρατήρησα κομμάτι κομμάτι, πιάνοντάς τα για να υπολογίσω το βάρος τους. Αυτό που έμοιαζε με μοτέρ μπορεί να πε­ ριστρεφόταν από μια σωλήνα που αποτελούσε τμήμα του. Η βάση της ήταν βαριά και θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη ζημιά αν προ­ σγειωνόταν πάνω σε κάτι. Ό μω ς δεν έδειχνε γρατσουνισμένη, ούτε ματωμένη, ούτε είχε ίχνη από τρίχες. Δεν με έπειθε ως φονικό όπλο. «Δεν έχετε αφαιρέσει τίποτα;» «Όχι, ούτε καταγραφή κάναμε, ούτε τίποτα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο μέσα. Τίποτα εκτός από αυτά τα αντικείμενα. Θα έχουμε τα αποτελέσματα σε μια-δυο μέρες.» «Υπάρχει τόση πολλή σαβούρα» είπα. Η Κόργουι είχε φτάσει. Με­ ρικοί περαστικοί σταματούσαν για λίγο και στις δύο άκρες του δρό­ μου και παρακολουθούσαν τους τεχνηλάτες να δουλεύουν. «Δεν θα έχουμε πρόβλημα έλλειψης στοιχείων. Τσα ίσα θα έχουμε υπερβολι­ κά πολλά.» «Λοιπόν. Ας το σκεφτούμε λίγο. Αυτά τα διαλυμένα αντικείμενα τη γέμισαν σκουριές. Βρισκόταν ξαπλωμένη εκεί μέσα. Η σκουριά υπήρχε και στο πρόσωπο και στο σώμα της, δεν ήταν συγκεντρωμένη μόνο στα χέρια. Δεν είχε προσπαθήσει να σπρώξει τα αντικείμενα μακριά της, ή να προστατέψει το κεφάλι της. Ή ταν αναίσθητη ή νε­ κρή όσο βρισκόταν μέσα στο φορτηγάκι και τα αντικείμενα έπεφταν πάνω της.» «Γιατί οδηγούσαν με όλη αυτή τη σαβούρα;» είπε η Κόργουι. Το απόγευμα είχαμε το όνομα και τη διεύθυνση του ιδιοκτήτη του οχή­ ματος, και το επόμενο πρωί είχαμε επαληθεύσει ότι το αίμα ανήκε στη Φουλάνα μας.

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 45 *** Τ ο ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ ήταν Μίκιαελ Κούρους. Ή ταν ο τρίτος ιδιο­ κτήτης του οχήματος, τουλάχιστον επισήμως. Είχε φάκελο, είχε εκτί- σει ποινή yia δυο αδικήματα άσκησης σωματικής βίας και για κλοπή. Η τελευταία φορά ήταν πριν τέσσερα χρόνια. Και -«Κοίτα» είπε η Κόργουι- είχε συλληφθεί για Αγοραία Συνουσία, είχε προσεγγίσει μια μυστική αστυνομικό σε μια περιοχή που συχνάζουν πόρνες. «Άρα, ξέρουμε ότι επισκέπτεται πόρνες.» Είχε ηρεμήσει από τότε, αλλά σύμφωνα με μια βιαστική έρευνα, πουλούσε διάφορα πράγματα ως έμπορος στις αγορές της πόλης, καθώς και τρεις φορές την εβδο­ μάδα σε ένα μαγαζί στο Μασλίν, στη δυτική Μπεσέλ. Μπορούσαμε να τον συνδέσουμε με το φορτηγάκι, και το φορτη­ γάκι με τη Φουλάνα. Αυτό που θέλαμε ήταν μια απευθείας σύνδεση. Πήγα στο γραφείο μου και έλεγξα τα μηνύματά μου. Κάποια ψιλο­ δουλειά για να κινείται η υπόθεση Στιέλιμ, μια ενημέρωση από το τηλεφωνικό κέντρο σχετικά με τις αφίσες και δυο κλήσεις χωρίς μή­ νυμα. Εδώ και δυο χρόνια, το τηλεφωνικό κέντρο μάς είχε υποσχεθεί μια αναβάθμιση που θα επέτρεπε αναγνώριση κλήσης. Ή ταν πολλοί, φυσικά, εκείνοι που τηλεφωνούσαν για να μας πουν ότι αναγνώρισαν τη Φουλάνα, λίγοι όμως ήταν εκείνοι -το προσωπικό που λάμβανε αυτές τις κλήσεις ήξερε πώς να φιλτράρει όσους έκαναν λάθος και όσους έπαιρναν κακόβουλα, και σε. έναν εντυπωσιακά μεγά­ λο βαθμό η κρίση τους ήταν σωστή-, μόνο λίγοι ήταν εκείνοι που μπο­ ρούσαν μέχρι στιγμής να θεωρηθούν αξιόπιστοι. Το πτώμα ανήκε σε μια νομική βοηθό από μια μικρή εταιρεία στην περιοχή Γκιένταρ η οποία είχε μέρες να φανεί. Ή , όπως επέμενε μια άγνωστη φωνή, ήταν «μια τσούλα με το όνομα Ροσίν “Το Χέλι”, και αυτό είναι το μόνο που θα μάθετε από μένα.» Οι πληροφορίες ελέγχονταν από αστυνομικούς. Είπα στον κομισάριο Γκάντλεμ πως ήθελα να επισκεφτώ τον Κού­ ρους για να του μιλήσω στο σπίτι του. Να του ζητήσω να δώσει εθε­ λοντικά δακτυλικά αποτυπώματα, δείγμα σάλιου, να συνεργαστεί. Να δω πώς θα αντιδράσει. Αν αρνιόταν, θα το πηγαίναμε δικαστικά και θα τον θέταμε υπό παρακολούθηση.

46 China Mieville «Εντάξει» είπε ο Γκάντλεμ. «Αλλά ας μη χάνουμε καιρό. Αν δεν συνεργαστεί, βάλ’τον σε σνκιέστρε, προσήγαγέ τον.» Θα προσπαθούσα να μην κάνω κάτι τέτοιο, αν και η νομοθεσία της Μπεσέλ μάς έδινε αυτό το δικαίωμα. Σνκιέστρε, «ημι-κράτηση», σή- μαινε ότι μπορούσαμε να κρατήσουμε έναν απρόθυμο μάρτυρα ή «συνδεόμενο πρόσωπο» για έξι ώρες, για προκαταρκτική ανάκριση. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε φυσικές αποδείξεις ούτε να βγάλουμε επίσημα συμπεράσματα από την άρνηση συνεργασίας ή τη σιωπή. Η τυπική χρήση ήταν να αποσπούμε μαρτυρίες από υπόπτους για τους οποίους δεν είχαμε επαρκή στοιχεία ώστε να προχωρήσουμε σε σύλ­ ληψη. Χρησίμευε επίσης περιστασιακά ως μέθοδος καθυστέρησης για πρόσωπα που πιστεύαμε ότι μπορεί να διέφευγαν αεροπορικώς. Όμως δικαστές και δικηγόροι στρέφονταν ενάντια σ’αυτή τη μέθοδο, με αποτέλεσμα ένας ημι-κρατουμενος ο οποίος δεν ομολογούσε, συ­ νήθως, είχε πλεονέκτημα αργότερα στην υπεράσπισή του, γιατί δεί­ χναμε πολύ σίγουροι για την ενοχή του. Ο Γκάντλεμ ήταν της παλιάς σχολής, δεν τον ένοιαζε, και εγώ είχα τις διαταγές μου. Ο Κουρους δουλευε σε ένα υποκατάστημα μιας αλυσίδας που υπο­ λειτουργούσε, σε μια οικονομικά άτονη περιοχή. Φτάσαμε σε μια εσπευσμένη επιχείρηση. Αστυνομικοί της περιοχής, επινοώντας κά­ ποιο τέχνασμα, είχαν επιβεβαιώσει ότι ο Κουρους βρισκόταν εκεί. Τον βγάλαμε έξω από το γραφείο, ένα υπερβολικά ζεστό και σκο­ νισμένο δωμάτιο πάνω από το κατάστημα, με βτομηχανικά ημερολό­ για και ξεθωριασμένα μπαλώματα στους τοίχους ανάμεσα σε συρτά­ ρια αρχειοθέτησης. Η βοηθός του μας κοίταζε σαν χαζή, σήκωνε και ξανάφηνε πράγματα από το γραφείο της καθώς απομακρυναμε τον Κουρους. Ή ξερε ποιος ήμουν πριν εμφανιστεί στην είσοδο η Κόργουι ή οι υπόλοιποι ένστολοι. Ή ταν, ή είχε υπάρξει κατά το παρελθόν, αρκε­ τά έμπειρος ώστε να ξέρει ότι, παρά τη μεταχείρισή μας, δεν τον συλλαμβάναμε και άρα θα μπορούσε να έχει αρνηθεί να μας ακο­ λουθήσει, και τότε θα ήμουν αναγκασμένος να υπακούσω τον Γκά­ ντλεμ. Ό ταν μας πρωτοείδε, για μια στιγμή έδειξε σαν να σκεφτό­

H ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 47 ταν να το βάλει στα πόδια -αλλά από που;- και στη συνέχεια κατέ­ βηκε μαζί μας από την τρεμάμενη σιδερένια σκάλα που βρισκόταν στον τοίχο του κτιρίου και ήταν η μόνη είσοδος. Μουρμούρισα κά­ τι στον ασύρματο δίνοντας εντολή στους οπλισμένους αστυνομικούς που είχαμε μαζί μας να σταματήσουν να είναι σε επιφυλακή. Δεν τους είδε ποτέ. Ο Κούρους ήταν ένας παχύς αλλά μυώδης άντρας και φορούσε ένα καρό πουκάμισο που έδειχνε τόσο ξεθωριασμένο και σκονισμένο όσο και οι τοίχοι του γραφείου του. Με κοίταζε από την άλλη μεριά του τραπέζιου στην αίθουσα ανάκρισης. Η Γιάσεκ καθόταν. Η Κόργουι στεκόταν όρθια έχοντας την εντολή να μη μιλάει, μόνο να παρακο­ λουθεί. Βημάτισα. Δεν μαγνητοσκοπούσαμε. Από τεχνικής πλευράς, δεν ήταν ανάκριση. «Ξέρεις γιατί βρίσκεσαι εδώ, Μίκιαελ;» «Δεν έχω ιδέα.» «Ξέρεις που βρίσκεται το φορτηγάκι σου;» Σήκωσε απότομα το κεφάλι του και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Η φωνή του ξαφνικά άλλαξε, έγινε αισιόδοξη. «Γι’ αυτό πρόκειται;» είπε τελικά. «Για το φορτηγάκι;» Έβγαλε ένα χα και βολεύτηκε καλύτερα στην καρέκλα. Ή ταν ακόμα σε επιφυλα­ κή, αλλά πιο χαλαρός. «Το βρήκατε; Γι’ αυτό-» «Αν το βρήκαμε;» «Μου το κλέψανε. Πριν τρεις μέρες. Αλήθεια; Το βρήκατε; Χριστέ μου. Τι... Το έχετε; Μπορώ να το πάρω πίσω; Τι συνέβη;» Κοίταξα τη Γιάσεκ. Εκείνη σηκώθηκε, μου ψιθύρισε κάτι, ξανακά- θισε και κοίταξε τον Κούρους. «Ναι, γι’ αυτό πρόκειται, Μίκιαελ» είπα. «Για τι νόμιζες πως ήταν; Βασικά όχι, μη δείχνεις προς το μέρος μου, Μίκιαελ, και βούλωσε το στόμα σου μέχρι να σου πω. Δεν θέλω να μάθω. Κοίτα πώς έχουν τα πράγματα, Μίκιαελ. Κάποιος σαν εσένα, κάποιος που κάνει παραδό­ σεις, χρειάζεται ένα φορτηγάκι. Δεν έχεις δηλώσει το δικό σου ως κλεμμένο.» Έ ριξα μια γρήγορη ματιά στη Γιάσεκ, είμαστε σίγουροι; Έγνεψε θετικά. «Δεν έχεις δηλώσει την κλοπή του. Καταλαβαίνω ότι

48 China Mieville η απώλεια αυτής της παλιατζούρας, και το τονίζω ότι πρόκειται για παλιατζούρα, δεν θα σε έτσουζε και πολύ, όχι σε ανθρώπινο επίπεδο. Αναρωτιέμαι όμως, αν όντως σου το κλέψανε, τι σε εμπόδισε απ’ το να ειδοποιήσεις εμάς, καθώς και την ασφάλεια σου. Πώς μπορείς να δουλέψεις χωρίς αυτό;» Ο Κούρους ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν το σκέφτηκα. Θα το έκανα. Ή μουν απασχολημένος...» «Ξέρουμε πόσο απασχολημένος είσαι, Μικ, και εξακολουθώ να ρωτάω, γιατί δεν το δήλωσες;» «Δεν το σκέφτηκα. Αλήθεια, δεν σας λέω μαλακίες-» «Τρεις ολόκληρες μέρες;» «Το έχετε; Τ ι έγινε; Το χρησιμοποίησαν για κάτι, έτσι δεν είναι; Για τι το χρησιμοποίησαν;» «Γνωρίζεις αυτή τη γυναίκα; Που βρισκόσουν την Τρίτη το βράδυ, Μικ;» Κοίταξε τη φωτογραφία. «Χριστέ μου.» Ξαφνικά χλώμιασε. «Κάποιος σκοτώθηκε; Χριστέ μου. Τη χτύπησαν με το φορτηγάκι; Τη χτύπησαν και την παράτη­ σαν; Χριστέ μου.» Έβγαλε έναν καταγρατσουνισμένο υπολογιστή πα­ λάμης, αλλά σήκωσε το βλέμμα του χωρίς να τον ανοίξει. «Τρίτη; Ή μουν σε μια συνάντηση. Τρίτη βράδυ; Για τ’ όνομα του Θεού, ήμουν σε μια συνάντηση.» Έβγαλε μια ζωηρή κραυγή. «Εκείνη τη νύ­ χτα μου έκλεψαν το αναθεματισμένο το φορτηγάκι. Ή μουν σε μια συνάντηση και υπάρχουν είκοσι άνθρωποι που μπορούν να σας το επιβεβαιώσουν.» «ΓΙοια συνάντηση; Πού;» «Στο Βιένους.» «Πώς πήγες εκεί χωρίς το φορτηγάκι;» «Με το γαμημένο το αυτοκίνητό μου! Αυτό δεν μου το κλέψανε. Ή μουν στους Ανώνυμους Τζογαδόρους.» Τον κοίταξα έντονα. «Πη­ γαίνω κάθε βδομάδα, διάολε! Τα τελευταία τέσσερα χρόνια.» «Από την τελευταία φορά που ήσουν σιη φυλακή.» «Ναι, από τότε που ήμουν στη γαμημένη τη φυλακή, Χριστέ μου, πώς νομίζετε ότι βρέθηκα εκεί;»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 49 «Άσκηση σωματικής βίας.» «Ναι, έσπασα τη μύτη του γαμημένου του στοιχηματζή μου γιατί χρωστούσα και αυτός με απειλούσε. Κι εσάς τι σας νοιάζει; Ήμουν σε ένα γαμημένο δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους την Τρίτη το βράδυ.» «Και πόσο κρατάει αυτή η συνάντηση; Δυο ώρες το πολύ;» «Ναι, και μετά στις εννιά πήγαμε στο μπαρ -είμαστε Ανώνυμοι Τζογαδόροι, όχι Ανώνυμοι Αλκοολικοί- και έμεινα εκεί μέχρι περα­ σμένα μεσάνυχτα, και δεν γύρισα σπίτι μόνος. Υπάρχει μια γυναίκα στην ομάδα μου... Θα σου το πούνε όλοι.» Σ’ αυτό έκανε λάθος. Από τα δεκαοκτώ άτομα της ομάδας, οι έντε­ κα δεν θέλησαν να διακινδυνεύσουν την ανωνυμία τους. Ο συντονι­ στής τους, κάποιος ονόματι Ζιέτ το «Φασόλι», δεν μας έδινε τα ονόμα- τά τους. Είχε δίκιο που δεν το έκανε. Θα μπορούσαμε να τον αναγκά­ σουμε, όμως ποιο το νόημα; Και οι επτά που είχαν δεχτεί να μιλή­ σουν, επιβεβαίωναν τα λεγάμενα του Κούρους. Η γυναίκα με την οποία ισχυριζόταν ότι είχε επιστρέφει σπίτι του δεν βρισκόταν ανάμεσά τους, αλλά αρκετοί από αυτούς που μας μίλη­ σαν επιβεβαίωσαν την ύπαρξή της. Θα μπορούσαμε να το έχουμε εξακριβώσει, όμως, και πάλι, ποιο το νόημα; Οι τεχνηλάτες ενθουσι­ άστηκαν όταν ανακαλύψαμε γενετικό υλικό του Κούρους πάνω στη Φουλάνα, αλλά ήταν απλά ένας πολύ μικρός αριθμός από τρίχες των χεριών του στο δέρμα της. Δεδομένου ότι έβαζε και έβγαζε συχνά πράγματα στο όχημα, αυτό δεν αποδείκνυε τίποτα. «Τότε γιατί δεν είπε σε κανέναν ότι του το είχαν κλέψει;» «Το είπε» μου απάντησε η Γιάσεκ. «Απλά δεν το είπε σε μας. Μί­ λησα όμως με τη γραμματέα του, τη Λιέλα Κίτσοβ. Ο Κούρους χτυ­ πιόταν και έβριζε γι’ αυτό τις τελευταίες δυο μέρες.» «Απλά δεν σκέψτηκε να μας το πει; Και πώς δουλεύει χωρίς αυτό;» «Η Κίτσοβ λέει ότι πού και πού μεταφέρει πράγματα από την άλλη μεριά του ποταμού. Περιστασιακές εισαγωγές πολύ μικρής κλίμακας. Πετάγεται στο εξωτερικό και φέρνει πράγματα για να τα ξαναπουλή- σει, φτηνά ρούχα, πειρατικούς ψηφιακούς δίσκους.» «Πού στο εξωτερικό;»

50 China Mieville «Βάρνα. Βουκουρέστι. Μερικές φορές και Τουρκία. Και στην Ουλ Κόμα φυσικά.» «Άρα ήταν πολύ ταραγμένος, γι’ αυτό δεν ανέφερε την κλοπή;» «Συμβαίνει, αφεντικό.» Και φυσικά, παρότι δεν είχε δηλώσει την κλοπή, ξαφνικά ήθελε πίσω διακαώς το φορτηγάκι του, και είχε θυμώσει που δεν του το επιστρέφαμε. Τον πήγαμε και στο χώρο κατασχεμένων οχημάτων για να επιβεβαιώσουμε ότι ήταν το δικό του. «Ναι, είναι το δικό μου.» Περίμενα να παραπονυθεί για την εξωτε­ ρική κατάσταση στην οποία βρισκόταν λόγω της χρήσης που είχε υποστεί, όμως, απ’ό,τι φάνηκε, αυτό ήταν το συνηθισμένο του χρώμα. «Γιατί δεν μπορώ να το πάρω; Το χρειάζομαι.» «Όπως σου ξαναείπα, είναι στοιχείο εγκλήματος. Θα το πάρεις όταν θα είμαι έτοιμος. Τ ι είναι όλα αυτά;» Γκρινιάζοντας και ξεφυσώ- ντας, κοίταξε στο πίσω μέρος του οχήματος. Τον κράτησα σε απόστα­ ση για να μην αγγίξει τίποτα. «Όλη αυτή η σαβούρα; Πού θες να ξέρω;» «Για αυτά μιλάω.» Το κομμένο σχοινί, τα διάφορα αντικείμενα. «Ναι. Δεν ξέρω τι είναι. Δεν τα ’βαλα εγώ εκεί. Μη με κοιτάς έτσι - για ποιο λόγο να κουβαλάω όλο αυτό το σκουπιδαριό;» Αργότερα, στο γραφείο μου, είπα στην Κόργουι: «Σε παρακαλώ, Λιζμπιέτ, αν έχεις την καλοσύνη, διέκοψέ με αν κάνω κάπου λάθος. Γιατί αυτό που βλέπω είναι μια γυναίκα που μπορεί να είναι, μπορεί όμως και να μην είναι πόρνη, που δεν την αναγνωρίζει κανένας, πα­ ρατημένη σε εμφανές σημείο, που ήταν μέσα σε ένα κλεμμένο φορ­ τηγάκι, μέσα στο οποίο είχαν τοποθετηθεί προσεκτικά ένα σωρό άχρηστα πράγματα για κανέναν προφανή λόγο. Και, όπως ξέρεις, κανένα από αυτά δεν είναι το όπλο με το οποίο διαπράχθηκε η δολο­ φονία - αυτό είναι πλέον βέβαιο.» Έσπρωξα το χαρτί που βρισκόταν πάνω στο γραφείο μου και με ενημέρωνε σχετικά. «Υπάρχουν σκουπίδια παντού σε εκείνο το συγκρότημα» είπε η Κόρ- γουι. «Υπάρχουν σκουπίδια παντού στην Μπεσέλ. Θα μπορούσε να τα ’χει μαζέψει απ’οπουδήποτε. “Θα μπορούσε”... ή ίσως “θα μπορούσαν”.»

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 51 «Τα μάζεψε, τα στοίβαξε και τα παράτησε. Μαζί με το φορτηγάκι.» Η Κόργουι καθόταν ακίνητη, περιμένοντας να πω κάτι. Το μόνο που είχαν κάνει όλα αυτά τα άχρηστα αντικείμενα ήταν να κυλάνε πάνω στη νεκρή γυναίκα γεμίζοντάς τη σκουριά, σαν να ήταν και εκεί­ νη ένα παλιό κομμάτι σίδερο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ Και ΟΙ ΔΥΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΑΝ ΨΕΥΤΙΚΕΣ. Η βοηθός γρα­ φείου είχε παραιτηθεί χωρίς να μπει στον κόπο να τους το πει. Τη βρήκαμε στο Μπιάτσιαλικ, στα ανατολικά της Μπεσέλ. Αισθανόταν ντροπή που μας είχε βάλει σε μπελάδες. «Ποτέ δεν δίνω ειδοποίηση» επαναλάμβανε συνεχώς. «Όχι με τέτοιου είδους εργοδότες. Και ποτέ δεν συνέβη κάτι, τίποτα τέτοιο.» Η Κόργουι δεν δυσκολεύτηκε να βρει τη γνωστή ως «Χέλι» Ροσίν. Δουλευε στο συνηθισμένο της σημείο. «Δεν μοιάζει καθόλου με τη Φουλάνα, αφεντικό.» Η Κόργουι μου έδειξε μια ψηφιακή φωτογραφία για την οποία η Ροσίν είχε δεχτεί με χαρά να ποζάρει. Δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε την πηγή αυτής της αναληθούς πληροφορίας, η οποία μας είχε δοθεί με τόσο πειστικό τρόπο, ή να καταλάβουμε πώς θα μπορούσε κάποιος να μπερδέψει τις δυο γυναίκες. Καινούριες πληροφορίες εμφανίστηκαν και έστειλα ανθρώπους να τις ερευνήσουν. Βρήκα μηνύματα και κενές εγγραφές στο τηλέφωνο της δουλειάς. Έβρεξε. Στο χώρο αφισοκόλλησης μπροστά από την εξώπορτά μου η αφίσα της Φουλάνα μαλάκωσε και ζάρωσε. Κάποιος είχε βάλει ένα γυαλιστερό διαφημιστικό μιας βραδιάς βαλκανικής τέκνο το οποίο κάλυπτε το πάνω μισό του προσώπου της. Το κέντρο διασκέδα­ σης πρόβαλλε από τα χείλη και το πιγούνι της. Ξεκαρφίτσωσα την καινούρια αφίσα. Δεν την πέταξα, μόνο τη μετακίνησα έτσι ώστε η Φουλάνα να είναι ξανά ορατή, με τα κλειστά της μάτια δίπλα στην αφίσα. Ο ντι-τζέι Ράντικ και οι Τάιγκερ Κρου. Δυνατά Μπιΐ. Δεν είδα

Η ΠΟΛΗ & Η ΠΟΛΗ 53 άλλες αφίσες με τη Φουλάνα στην πόλη, αν και η Κόργουι με διαβε­ βαίωσε ότι υπήρχαν. Ίχνη του Κούρους υπήρχαν φυσικά παντού μέσα στο φορτηγάκι, αλλά αν εξαιρέσουμε μερικές τρίχες, δεν υπήρχαν ίχνη του πάνω στη Φουλάνα. Λες και όλοι αυτοί οι τζογαδόροι σε απεξάρτηση θα έλεγαν ψέματα. Προσπαθήσαμε να πάρουμε τα ονόματα από όλους όσοι εί­ χε δανείσει ποτέ το φορτηγάκι. Ανέφερε μερικούς, αλλά επέμεινε ότι το είχε κλέψει κάποιος άγνωστος. Την επόμενη Δευτέρα από τότε που βρήκαμε το πτώμα, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. «Μπόρλου.» Είπα ξανά το όνομά μου υστέρα από μια μεγάλη παύ­ ση και το άκουσα να επαναλαμβάνεται. «Επιθεωρητή Μπόρλου.» «Μπορώ να βοηθήσω;» «Δεν ξέρω. Ή λπιζα να μπορούσες να με βοηθήσεις πριν από μέ­ ρες. Προσπαθούσα να σε βρω. Μάλλον εγώ μπορώ να σε βοηθήσω.» Ο άντρας μιλούσε με ξενική προφορά. «Ορίστε; Συγγνώμη, μίλα λίγο πιο δυνατά, η γραμμή είναι χάλια.» Έκανε παράσιτα και ο άντρας ακουγόταν σαν εγγραφή από παλιό γραμμόφωνο. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν η καθυστέρηση οφειλό­ ταν στη γραμμή ή αν ο άντρας έκανε πολλή ώρα να απαντήσει κάθε φορά που έλεγα κάτι. Μιλούσε καλά αλλά περίεργα Μπες, με διά­ σπαρτους αρχαϊσμούς. «Ποιος είσαι; Τι θέλεις;» «Έχω πληροφορίες για σένα.» «Έχεις μιλήσει με τη γραμμή πληροφοριών μας;» «Δεν μπορώ.» Τηλεφωνούσε από το εξωτερικό. Η επιστροφή από τα απαρχαιωμένα τηλεφωνικά κέντρα της Μπεσέλ ήταν χαρακτηρι­ στική. «Αυτό είναι το θέμα.» «Πού βρήκες το τηλέφωνό μου;» «Μπόρλου, βούλωσ’ το.» Ευχήθηκα ξανά να είχα τηλέφωνο με δυ­ νατότητα καταγραφής. Το βούλωσα. «Γκουγκλ. Το όνομά σου είναι στις εφημερίδες. Είσαι επικεφαλής της έρευνας για την κοπέλα. Δεν ήταν δύσκολο να προσπεράσω τους βοηθούς. Θέλεις να σε βοηθήσω ή όχι;»


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook