Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore O Megas Alexandros tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

O Megas Alexandros tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

Published by kou_vas, 2017-09-28 09:45:50

Description: O Megas Alexandros tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

Search

Read the Text Version

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 201 εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Τέλος, ως προς τη γλώσσα, αξίζει να επισημανθεί πως σε ένα χειρόγραφο της διασκευής λ΄, το Vaticanus 171, υπάρχουν πολλά χωρία στη δημοτική ελληνική γλώσσα, κυρίως στο πρώτο μισό του Μυθιστορήματος, ως το δεύτερο κεφάλαιο (Juanno 2015 (2002): 477 – 528). Η βυζαντινή παραλλαγή ε΄ σώζεται ολόκληρη μόνο σε ένα βυζαντινό χειρόγραφο, το οποίο μάλιστα είναι και το ένα από τα δύο βυζαντινά εικονογραφημένα χειρόγραφα που σώζονται, ο κώδικας Oxonius Bodleianus Baroccianus 17 (για τις μικρογραφίες του κώδικα βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 3.5.4). Το χειρόγραφο αυτό, σε γλώσσα δημώδη, ανάμεικτη με πιο λόγια και επιτηδευμένα στοιχεία, χρονολογείται στις αρχές του 13 αιώνα, ωστόσο η ου καταγεγραμμένη σε αυτό παραλλαγή ε΄ πρέπει να χρονολογηθεί στα τέλη του 7 με αρχές 8 ου ου αιώνα, σε μια εποχή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετωπίζει δυσκολίες στα εξωτερικά της σύνορα, οπότε και - σύμφωνα με τη Juanno – δικαιολογείται η ιδιαίτερη προβολή του Αλέξανδρου καί μέσα από τη συγκεκριμένη παραλλαγή. Πράγματι, η ηρωική διάσταση του Έλληνα βασιλιά εδώ τονίζεται ακόμη περισσότερο σε σχέση με τις προηγούμενες παραλλαγές του Μυθιστορήματος, με ακόμη περισσότερα και πιο εντυπωσιακά κατορθώματα κατά τη νεαρή ηλικία του, με τονισμένο τον επικό χαρακτήρα των πολεμικών αναμετρήσεών του, κατά τις οποίες προκαλεί το φόβο και τελικά την ήττα στους αντιπάλους και μόνο με την παρουσία του. Επιπλέον τονίζεται ακόμη περισσότερο η έλλειψη φόβου του Αλέξανδρου απέναντι στο θάνατο, η ευστροφία του και ο πολυμήχανος χαρακτήρας του, με την ικανότητά του να σκαρφίζεται διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να εξασφαλίζει τη νίκη στις μάχες για τους άντρες του. Παράλληλα, βέβαια, τονίζεται και το αμείλικτο του χαρακτήρα του απέναντι στους αντιπάλους. Γενικότερα, στη διασκευή ε΄ έχουμε αρκετά νεωτερικά στοιχεία με έναν σημαντικό αριθμό επεισοδίων να έχουν εξαφανιστεί, τροποποιηθεί ή και εισαχθεί. Ορισμένα από τα επεισόδια που προστίθενται είναι η εκστρατεία του Αλέξανδρου στους Σκύθες στο βορρά και εναντίον της Θεσσαλονίκης, πριν την εκστρατεία του εναντίον των Περσών, η συνάντησή του με το Διογένη, η εκστρατεία του στη Δύση και η συνάντησή του με νέους μυθικούς λαούς, όπως οι γυναίκες Σειρήνες ή οι αλογοκένταυροι, η ίδρυση πόλεων στη Μικρά Ασία, ο ρόλος του Βουκεφάλα στο τέλος ως τιμωρού της δηλητηρίασης του κυρίου του και κυρίως η επίσκεψη του Αλέξανδρου στην Ιερουσαλήμ και ο προσηλυτισμός του στο μονοθεϊσμό. Η Juanno παρατηρεί πως η συγκεκριμένη προσθαφαίρεση επεισοδίων αλλά και προσώπων, η ασαφής, συμβολική γεωγραφία της παραλλαγής ε΄ και τα λογοτεχνικά μοτίβα της προσδίδουν ένα χαρακτήρα περισσότερο ανιστόρητο και μυθικό σε σχέση με τις άλλες παραλλαγές. Ακόμη και οι Ινδοί βραχμάνες σοφοί τοποθετούνται πλέον στο «νησί των Μακάρων», κάπου στη μακρινή ανατολή (Juanno 2015 (2002): 529 – 582, 674, 685-689). Ο Αλέξανδρος της διασκευής ε΄ παρουσιάζεται φοβερός, πιστή εικόνα της μακρόχρονης παράδοσης του Μυθιστορήματος, ευρύστερνος, με την αυστηρότητα του αετού, που είναι έτοιμος να πετάξει για κυνήγι, με το λεοντώδες του λιονταριού, με δόντια μυτερά και με

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 202 οφθαλμούς ο ένας μαύρος κι ο άλλος κυανός ως και χρυσωπός . Με τη φωτιά, ως ηλιακός 262 ήρωας –εκπολιτιστής, στο πρότυπο του Ηρακλή, κατανικά άγριους λαούς και τέρατα, όπως τους εξάχειρες και τους εξάποδες, τους Κυνοκέφαλους, τα τεράστια καβούρια. Όταν επισκέπτεται το ναό των ομηρικών ηρώων και τον τάφο του Αχιλλέα στο Ίλιον, θυσιάζει σε αυτόν λέγοντας τα εξής: «ὡς συγγενής σοι συγγενεῖ χοὰς σπένδω, σὺ γὰρ ἐκ Διὸς καὶ Θέτιδος ἐξέφυς κἀμὲ δ᾽ ἔτεκεν Ὀλυμπιὰς ἐκ Διός. ὡς κασιγνήτων ἓν ἡμῖν ἐστιν γένος» . 263 Όταν ο Αλέξανδρος καταλαβαίνει ότι ήρθε πλέον η ώρα να πεθάνει, στέλνει επιστολή στη μητέρα του Ολυμπιάδα. Στην αυτοπαρουσίασή του σε αυτήν την επιστολή, συνοψίζεται άριστα η δράση του: «Ἀλέξανδρος ὁ υἱός σου, ὅς ποτε ὢν βασιλεύς, ὃς πᾶσαν περιενόστησε γαῖαν, πλείστας τε πόλεις καὶ χώρας τῷ δόρατι ἀνείλετο. ἀπὸ γὰρ δυσμῶν ἐπὶ ἀνατολῆς ἐπειγόμενος, οὐκ ἦν τῇ τύχῃ μου ὁ ἀντιταχθῆναι δυνάμενος ἐν τῇ ὑφηλίῳ οἰκουμένῃ. ἐπὶ τὴν ἀοίκητον ἐπιβὰς πολλοὺς ὑπέστην κινδύνους, χώρας ἀγρίων ἀνθρώπων διερχόμενος, διῆλθον δὲ Μακάρων νήσους. Καὶ τὴν σκοτεινοτάτην γαῖαν διεπορεύθην ὡσεὶ πορείας ἡμερῶν πολλῶν, καὶ μέχρι θείας τινὸς ὀπτασίας οὐ παρεκελεύσθην ὑποστραφῆναι…» . 264 Ολοκληρώνοντας την επιστολή, ο Αλέξανδρος αποχαιρετά τη μητέρα του με τα παρακάτω συγκινητικά λόγια: «Ἐπὰν τῷ νεύματι τῆς ἄνω προνοίας τὸν σύμπαντα κόσμον κατεκυρίευσα, οὐ συγκεχώρημαι παρὰ τῶν ἐμῶν τὴν ἐμὴν καταλαβέσθαι πατρίδα καὶ σὲ θεάσασθαι. ὦ μῆτερ, τὸ λοιπὸν τῆς ἐμαυτοῦ ζωῆς ἐστέρησαι. οἴμοι, στρατὸς Μακεδονικὸς τὴν ψυχήν μου λυπεῖ, καὶ τῷ θανάτῳ παραπεμπομένην βλέποντες οὐ δύναται βοηθῆσαι. λοιπόν, μῆτερ ἐμή, γνῶθι τοῦ λοιποῦ ἄτεκνον εἶναί σε. δέξου τήνδε τὴν πάντων ὑστάτην καὶ δυστυχεστάτην γραφήν μου, οὐκέτι γάρ με θεωρεῖς λογογραφοῦντα πρὸς γὰρ χρονιωτάτην καὶ ἀνήλιον καὶ ἀνυπόστροφον στρατείαν ἀπέρχομαι, 262 «τρεῖς δ’ ὁμοῦ εἶχε μορφάς· θρασύτητι μὲν καὶ αὐστηρότητι ὡς ἄν τις εἶποι ἀετὸς μέλλων εἰς θήραν ἵπτασθαι, στέρνον πλατὺ καὶ αὐχὴν παχὺς καὶ κώμη πυρρὰ οἷον λέοντος, οἱ δὲ ὀδόντες λευκοὶ καὶ ὀξεῖς ὡς πασσαλίσκοι. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ, ὧν ὁ μὲν δεξιὸς μέλας ὁ δὲ ἐξ εὐωνύμων πυρρός, οἷον ἄν τις εἶποι χρυσέους». («Είχε ταυτόχρονα τρεις μορφές: ως προς την θρασύτητα και την αυστηρότητα –θα μπορούσε να πει κανείς –σαν αετός που πρόκειται να πετάξει για κυνήγι, (είχε) πλατύ στέρνο και χοντρό αυχένα και μαλλιά κόκκινα σαν χαίτη λιονταριού, τα δόντια του ήταν άσπρα και μυτερά σαν πασαλάκια και τα μάτια του, από τα οποία το δεξί ήταν μαύρο και το αριστερό κόκκινο, θα μπορούσε να πει κανείς χρυσαφένια»). . 263 J. Trumpf, Anonymi Byzantini vita Alexandri regis Macedonum, Stuttgart: Teubner, 1974, πρωτότυπο κείμενο από: http://stephanus.tlg.uci.edu/ 264 Όπως παραπάνω. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 203 καθὼς πᾶσιν ἀσυγχώρητος. λοιπὸν δὲ ἔχε, ὦ μῆτερ μου, τήνδε τὴν ἐπιστολὴν ἀντὶ ἐμοῦ καὶ ἀνάγνωθι εἰς τὸ ἐπίλοιπον τῆς ζωῆς σου καί θρήνοις μνημόνευε στέρησιν τέκνου» . 265 Επομένως, στοιχείο νεωτερικό στη διασκευή ε΄ αποτελεί επίσης η τάση ενίσχυσης του ήθους του Αλέξανδρου, με τον προβαλλόμενο σεβασμό που δείχνει αυτός για παράδειγμα απέναντι στο δάσκαλό του Αριστοτέλη ή και με τον τονισμό της σχέσης αγάπης και στοργής με τη μητέρα του ή ακόμη και με τον πατέρα του Φίλιππο. Ο Αλέξανδρος της διασκευής ε΄ είναι ένας νεαρός βασιλιάς που σέβεται και τιμά τους γονείς του και γενικότερα τα μεγαλύτερα από αυτόν πρόσωπα. Επιπλέον, ένα ακόμη νεωτερικό στοιχείο είναι η αισθηματική διάσταση της εκδοχής ε, με λογοτεχνικά παράλληλα στο αισθηματικό μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου Οι Περιπέτειες Λευκίππης καί Κλειτοφῶντος . Υπάρχουν 266 σκηνές κεραυνοβόλου έρωτα, του Νεκτεναβώ προς την Ολυμπιάδα ή του Αλέξανδρου προς τη Ρωξάνη, της οποίας η ομορφιά τονίζεται ιδιαίτερα. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση και στους δεσμούς φιλίας που αναπτύσσει ο Αλέξανδρος με τους τέσσερις πιστούς φίλους του (Αντίοχο, Σέλευκο, Φίλιππο και Φίλωνα) με σκοπό να τονιστεί γενικότερα η φιλία ως αξία. Γι’αυτό και υπάρχουν πολλές σκηνές διαχύσεων και φιλικών αγγιγμάτων οικειότητας στον τράχηλο του πλησίοντος. Η Juanno παρατηρεί πως το μοτίβο αυτό προέρχεται από αντίστοιχες σκηνές εκδήλωσης αγάπης και φιλίας στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, ωστόσο το εντυπωσιακό στοιχείο είναι πως κάθε Έλληνας σήμερα θα αναγνωρίσει στην καθημερινότητά του τις ίδιες κινήσεις ως εκδηλώσεις οικειότητας και στοργής. Τέλος, ένα ακόμη νεωτερικό στοιχείο αποτελεί η τάση για δραματοποίηση που διακρίνεται στην αφήγηση πολλών επεισοδίων, όπως αυτό της ανταρσίας των στρατιωτών του Αλέξανδρου (Juanno 2015 (2002): 649- 676). Ένα από τα μοτίβα του Αλέξανδρου που προβάλλονται δυναμικά στην παραλλαγή ε΄ είναι αυτό του βυζαντινού αυτοκράτορα , ιδιαίτερα μέσα από το επεισόδιο της 267 αρματοδρομίας, που παραπέμπει με όλη την περιγραφή του στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Πράγματι, από τον αριθμό και τα χρώματα των ηνιόχων, - που περιορίζονται στους τέσσερις με τα γνωστά χρώματα των δήμων της Πόλης, γαλάζιο, πράσινο, κόκκινο και λευκό - ως την περιγραφή των προετοιμασιών και της διεξαγωγής 268 265 Ό.π. 266 Η Juanno αποδεικνύει ακόμα πέρα από κάθε αμφιβολία και τους λογοτεχνικούς δεσμούς της διασκευής ε΄ με τα ομηρικά έπη, αφού απαντώνται σε αυτήν ομηρικές εκφράσεις και μοτίβα, τεκμηριώνοντας έτσι την καλή γνώση των ομηρικών επών από το συγγραφέα της ε΄. Επιπλέον, διαπιστώνεται και φρασεολογία – στο επεισόδιο της προσευχής του Αλέξανδρου και το κλείσιμο των βουνών –«μαστών του Βορρά» - παρμένη από τα κείμενα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, ακόμη και από το Σύμβολο της Πίστεως (Juanno 2015 (2002): 639, 642, 682, 684). 267 Η Juanno μάλιστα (2015 (2002):618-620) επισημαίνει ένα χωρίο, στο οποίο ο Αλέξανδρος, μιλώντας με παραβολές, εκφράζεται ως ένας κατεξοχήν υμνητής της μοναρχίας. 268 Τα τέσσερα αυτά χρώματα θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου και συμβολικά εμφανίζονταν στον ιππόδρομο, διότι αυτός θεωρούνταν ότι ήταν μικρογραφία της οικουμένης. Τα συγκεκριμένα χρώματα στην παραλλαγή ε΄ δίνονται ποιητικά: ουράνιο, ικάσιο (χρώμα της εικόνας), ολύμπιο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 204 της αρματοδρομίας, η παραλλαγή ε΄ εμφανίζει γνήσια βυζαντινά στοιχεία,γνωστά και από άλλες περιγραφές του βυζαντινού ιπποδρόμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρονται ακόμη και οι περίφημοι δήμοι να συμμετέχουν με τις φωνές και τις αντιδράσεις τους στο θέαμα που παρακολουθούν. Στο τέλος, ο λαός της πόλης ξεσπά σε επευφημίες για το νικητή Αλέξανδρο, τον οποίο μάλιστα υμνεί αναφερόμενος στην ιδιαίτερη πατρίδα του : Δέξου τον, 269 λοιπόν, ένδοξη Μακεδονία /και χάρη σε αυτόν αντιστάσου στους εχθρούς / γιατί ο Αλέξανδρος είναι ο νέος κοσμοκράτωρ . Δεν είναι τυχαίοι οι στίχοι αυτοί: τονίζουν την ιδιότητα του 270 Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα στο πλαίσιο λειτουργίας του ιπποδρόμου, που σκοπό είχε ακριβώς να προβάλλει τη δύναμη του αυτοκράτορα. Γι’αυτὀ άλλωστε, τουλάχιστον μέχρι κάποιο χρονικό σημείο, όλες οι μεγάλες στιγμές μιας αυτοκρατορικής δυναστείας, -γεννήσεις, άνοδος στο θρόνο, πολεμικοί θρίαμβοι και άλλες – γιορτάζονταν στον ιππόδρομο. Έτσι γίνεται και με τον Αλέξανδρο, προκειμένου αυτός, μέσω της διασκευής ε΄ του Μυθιστορήματος, να ενδυθεί λογοτεχνικά το ρόλο του βυζαντινού αυτοκράτορα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιολογούνται και χαρακτηρισμοί του Αλέξανδρου, κατά τις επευφημίες του από το πλήθος, που αποτελούν γνωστή από αλλού ορολογία δόξας ενός βυζαντινού αυτοκράτορα: κοσμοκράτωρ, νικητής αήττητος, γεούχος και ανατέλλων. Το τελευταίο επίθετο παραπέμπει στον ανατέλλοντα ήλιο και αποτελεί ένα μοτίβο πολύ κοινό για βυζαντινούς αυτοκράτορες, αρχής γενομένης από το Μέγα Κωνσταντίνο, το άγαλμα του οποίου στο φόρουμ του στην Κωσταντινούπολη είχε τα χαρακτηριστικά του ακτινοστεφούς Απόλλωνα. Ενδεικτικά, πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης προσφωνεί το Μανουήλ Κομνηνό ως πυρσολαμπέστατε βασιλείας ἥλιε . Έτσι το μοτίβο του βασιλιά Ήλιου, 271 (χρώμα του δασωμένου Ολύμπου) και χρώμα της ανατολής, (ανατέλλον), το οποίο φέρει ο Αλέξανδρος (Juanno 2015 (2002): 583, 585). 269 «Αὔχει Φίλιππε, τέρπου Μακεδονία, / ὁ μὲν γενέτης ἐντυχὼν Ἀλεξάνδρου, / ἡ δὲ πατρὶς τυχοῦσα καλεῖσθαι τούτου. / αὐτὸν δ’ ὑπαντήσαντες στεφανωμένον, / νικητὴν ἀήττητον, γεοῦχον μέγαν. / ἀνατέλλων γὰρ κατηγλάϊσε Ῥώμην / {ὡς ἀνατέλλων ἤθλησεν ἐν τῷ σταδίῳ} / καὶ πάντας ἠμαύρωσε λοιποὺς ἀστέρας. / δέχοιο δ’ αὐτόν, λαμπρὰ Μακεδονία, / καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἄμυναν ἐν τούτῳ δίδου· / Ἀλέξανδρος γάρ ἐστιν ὁ κοσμοκράτωρ». (διασκευή ε΄). 270 Ενδεχομένως αυτή η αναφορά για αντίσταση στους εχθρούς στη Μακεδονία να σχετίζεται με πραγματικές επιδρομές στην περιοχή κατά τους χρόνους συγγραφής της διασκευής ε΄ και στην ανάγκη ακριβώς για άμυνα και ψυχολογική συσπείρωση γύρω από το πρόσωπο –σύμβολο του Αλέξανδρου. Έχουμε δηλαδή για άλλη μια φορά την επαναφορά του μοτίβου του Αλέξανδρου –προστάτη. 271 Κατά την αυτοκρατορική τελετή της προκύψεως ο αυτοκράτορας εμφανιζόταν ψηλά στο ηλιακό του αυτοκρατορικού παλατιού, ενώ οι δήμοι τον επευφημούσαν και αναφωνούσαν «ανάτειλον η ένθεος βασιλεία». Ο επίσκοπος Φιλιπουπόλεως Μιχαήλ Ιταλικός σε πανηγυρικό λόγο για τις νίκες του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού στη Συρία (1137-1138) λέει ότι αυτός, όπως «τις ἑῷος ἥλιος καὶ ἀπρόσιτος ταῖς μαρμαρυγαῖς ἐκ τοῦ ἀνατολικοῦ ὁρίζοντος πεποιημένος τὴν κίνησιν» έδιωξε το νέφος και την αχλύ. Ο πατριάρχης Μιχαήλ της Αγχιάλου, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό τονίζει ότι «…ἑῶος συνανέτειλας τῷ ἡλίῳ…» (βλέπε υποσημείωση 331, 335 για παραπομπή). Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα του μοτίβου του βυζαντινού αυτοκράτορα Ήλιου είναι αυτό του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρι, αυτοκράτορα της Νίκαιας (1204 -1222). Ο Νικόλαος Μεσαρίτης γράφει απευθυνόμενος σε αυτόν: «σύ ἐξ ἑώας καθά ζωογόνος ἥλιος ἀνατιταίνεις» κι ο Χωνιάτης τον περιγράφει ως τον ανατέλλοντα Ήλιο από το μακρινό Ωκεανό, στοιχείο γνήσιο αρχαιοελληνικό: «σύ δ’αὐτός ὡς Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 205 που ξεκινά στην Ευρώπη με τον Αλέξανδρο, όπως είδαμε, συνεχίζει και στο Βυζάντιο ως μια κληρονομιά του Μακεδόνα βασιλιά, για να βρει και τη λογοτεχνική καταγραφή του στο Μυθιστόρημα. Αντίστοιχα, ως βυζαντινός αυτοκράτορας παρουσιάζεται ο Αλέξανδρος τόσο στο επεισόδιο της υποδοχής των πρέσβεων του Δαρείου, τους οποίους υποδέχεται κατά το βυζαντινό τυπικό και σύμφωνα με τις περιγραφές του έργου του Κωνσταντίνου 272 Πορφυρογέννητου Περί Βασιλείου Τάξεως, όσο και κατά την υποδοχή του Αλέξανδρου στη Ρώμη, που γίνεται με εκδηλώσεις τιμής (με κοσμοσυρροή, επευφημίες, τύμπανα, χορούς και κλαδιά δάφνης) που ταιριάζουν στις περιγραφές θριάμβων βυζαντινών αυτοκρατόρων. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος δεν παύει να έχει στη διασκευή ε΄ ορισμένες ιδιότητες που, με βάση διάφορα παράλληλα στοιχεία, προσιδιάζουν ξεκάθαρα σε έναν βυζαντινό αυτοκράτορα, ιδιότητες όπως η μεγαλοθυμία, φιλευσπλαχνία και φιλανθρωπία, η ταπεινότητα ενώπιον του θεού και γενικότερα η ευσέβεια, η ιδιότητα του νικηφόρου ηγεμόνα αλλά παράλληλα και του ειρηνοποιού, και –μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο –η ιδιότητα του κτίστη και του ονοματοδότη. Σημαντική είναι ακόμη η διάσταση της τύχης, που συνοδεύει τόσο τον Αλέξανδρο της διασκευής ε΄, όσο και τους βυζαντινούς αυτοκράτορες στις επευφημίες του ιπποδρόμου. Ολοκληρώνοντας την αναφορά στην προβολή του Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα, οφείλουμε να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά στο μοτίβο της ματαιότητας της ζωής και των μεγαλείων , της θύμησης της θνητότητας: πράγματι, το μοτίβο αυτό υπάρχει 273 έντονο τόσο στη διασκευή ε,΄ όσο και στην ελληνική μεσαιωνική σκέψη γενικότερα και στο τελετουργικό στέψης των βυζαντινών αυτοκρατόρων ειδικότερα, όταν, ανάμεσα στα άλλα αυτοκρατορικά σύμβολα, λάμβαναν και ένα μικρό μεταξωτό σακουλάκι γεμάτο χώμα, την ακακία, ενθύμηση της θνητότητας και της μοίρας τους, ώστε να μην πορεύονται με ἐν νάμασιν Ὠκεανίοις λουσάμενος ήλιος χαριέστερος ἡμῖν ἀνατέταλκας». Ο Γιαρένης σημειώνει πως η παρομοίωση ενός αυτοκράτορα με τον ήλιο ήταν ευρέως χρησιμοποιούμενη και εδραιωμένη στη βυζαντινή συνείδηση, δείχνοντας ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία της, όπως ο ήλιος κυριαρχούσε στο φυσικό σύμπαν των Βυζαντινών, έτσι και ο αυτοκράτορας προβαλλόταν ως η υπέρτατη αρχή στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της βυζαντινής οικουμένης. (Γιαρένης 2010: 256 -258, 365). Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε ως τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου. Χαρακτηριστικά, μέγα φωσφόρο χαρακτηρίζει το Μιχαήλ Παλαιολόγο ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Κύπριος σε εγκώμιο που έγραψε προς τιμήν του (PG 142, 369). Ο λόγιος Ιωάννης Αργυρόπουλος στη μονωδία του για το θάνατο του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου (1425-1448) σημειώνει: «Ὦ τῆς Ἑλλάδος ἥλιε βασιλεῦ, ποῖ ποτε γῆς ἔδυς, λιπών ἡμᾶς ἐν νυκτομαχία δεινῆ;» (Σοφιανός 2008: 67). Τέλος, οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα είναι και η παρομοίωση τόσο της Παναγίας όσο και του Αγίου Δημητρίου ως «άλλου ήλιου» σε λόγο που εκφώνησε ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος για τον Άγιο Δημήτριο μέσα στο ναό της Αχειροποίητου στη Θεσσαλονίκη γύρω στο 1350 (πρωτότυπος λόγος σε: Βλαχάκος 2004: 404 -406). 272 Παρουσιάζεται μάλιστα να φορά χρυσό στέμμα με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια και «σύμβολο νίκης» στην κορυφή, που, κατά τη Juanno, δεν μπορεί παρά να είναι ο νικοποιός σταυρός των βυζαντινών αυτοκρατόρων (Juanno 2015 (2002): 600). 273 Για το διαχρονικό αυτό μοτίβο και τις μεταβυζαντινές επιβιώσεις του, σε συνάρτηση πάντα με τον Αλέξανδρο, βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 4.3.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 206 αλαζονεία . Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη διασκευή ε΄ ενισχύεται το μοτίβο του 274 εκχριστιανισμένου Αλέξανδρου με το επεισόδιο της επίσκεψης στην Ιερουσαλήμ και τη συνάντησή του εκεί με τον αρχιερέα Ιαδδούς, ένα επεισόδιο το οποίο από την έρευνα αποδίδεται στους Εβραίους της Αλεξάνδρειας του 2 αιώνα π.Χ. (Juanno 2015 (2002): 582-618, ου 625-627, 643, 677-678, 680). Η παραλλαγή γ΄ χρονολογείται το 14 αιώνα και σώζεται σε τρία χειρόγραφα, ένα από ο τα οποία είναι το περίφημο εικονογραφημένο χειρόγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (βλέπε κεφάλαιο 3.5.4). Αποτελεί ουσιαστικά συρραφή των διασκευών β΄ και ε΄ με ελάχιστες τροποποιήσεις προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της εικόνας του Αλέξανδρου, μικρές περικοπές (επεισοδίων που δεν ταιριάζουν με την «καλή» εικόνα του Μακεδόνα βασιλιά) και εκτενέστερο περιεχόμενο που, όμως, περιλαμβάνει σε ορισμένες περιπτώσεις διπλές εμφανίσεις επεισοδίων. Γίνεται μια προσπάθεια να υπάρχει μια συνέπεια με τη συνένωση του υλικού των δύο προηγούμενων διασκευών, ωστόσο δεν λείπουν τα λάθη. Και πάλι, ο Αλέξανδρος προβάλλεται ως κοσμοκράτορας και Έλληνας βασιλιάς, μιλά εκ μέρους του ελληνισμού, τον οποίο αναλαμβάνει να απελευθερώσει από τους Πέρσες και ο στρατός του, οι Μακεδόνες του, είναι Έλληνες, κάτι που τονίζεται σε αρκετά σημεία . Ο 275 εγκωμιαστικός χαρακτήρας της γ΄ τονίζεται ήδη από την εισαγωγή του κειμένου, με την επανάληψη του ίδιου ακριβώς κειμένου, όπως το αντίστοιχο της διασκευής β.΄ 276 Οι αξιοσημείωτες προσθήκες της γ΄ εκδοχής είναι η συμπερίληψη όλου του έργου του Παλλαδίου Περί τῶν τῆς Ἰνδίας ἐθνῶν καί τῶν Βραχμάνων μέσα στην αφήγηση με ταιριαστό τρόπο και η ενισχυμένη προβολή του μοτίβου της ενθύμησης της θνητότητας του ανθρώπου και της ματαιότητας των μεγαλείων, με αφορμή το θάνατο του Αλέξανδρου (Juanno 2015 277 (2002): 691-725). Επιπλέον, στη γ΄ παραλλαγή συναντάμε αμυδρά την ιδέα της δημιουργίας μιας αυτοκρατορίας κοσμοπολίτικου χαρακτήρα, με την αδερφοσύνη Μακεδόνων και Περσών: «ἐν Περσίδι πᾶσι δῆλον γέγονεν, εἰς ὁμόνοιαν ἔρχονται Πέρσαι τοῖς Μακεδόσιν ὡς ἀδελφικῶς ἀλλήλοις διακεῖσθαι» (Καλλισθένης 2005: 302). 274 Για παραδείγματα και αναφορές από το Βυζάντιο για την ακακία, βλέπε αναλυτικά Juanno 2015 (2002): 677-678). Η ακακία απεικονίζεται και στο ψηφιδωτό με την παράσταση του αυτοκράτορα Αλέξανδρου στα υπερώα της Αγίας Σοφίας. 275 Ενδεικτικά, μετά την εκφορά και ταφή του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος, απευθυνόμενος στο στρατό του, λέει: «ὦ παῖδες Πελλαίων καί Μακεδόνων καί Ἑλλήνων, καί Ἀμφικτυόνων…συνέλθετέ μοι τῶ συστρατιώτη ὑμῶν καί ἐμπιστεύσατέ μοι ἑαυτούς, ὅπως καταστρατευσώμεθα τοῖς βαρβάροις καί ἑαυτούς ἐλευθερώσωμεν τῆς τῶν Περσῶν δουλείας, ἵνα μή, Ἕλληνες ὄντες, βαρβάροις δουλεύσωμεν» (βιβλίο Α.25, F. Parthe, Der griechische Alexanderroman. Rezension γ. Buch I. Beitrage zur Klassischen Philologie 33, Meisenheim am Glan, 1963 σε Thesaurus Linguae Graecae). 276 Πρωτότυπο κείμενο σε F. Parthe, Der griechische Alexanderroman. Rezension γ. Buch I, Beitrage zur Klassischen Philologie 33. Meisenheim am Glan, Hain, 1963 σε Thesaurus Linguae Graecae. 277 Το μοτίβο της θύμισης του θανάτου υπάρχει ιδιαίτερα έντονο σε ένα από τα τρία χειρόγραφα της γ΄ παραλλαγής, τον κώδικα Parisinus Suppl. Gr. 113 (c), στο οποίο εμφανίζεται στο τέλος ένα μακροσκελές ιαμβικό ποίημα για τη ματαιότητα του κόσμου (Καλλισθένης 2005:518-520, Juanno 2015 (2002): 724-725, βλέπε ένα απόσπασμα του στιχουργήματος στην υποσημείωση 240). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 207 Από τις συγγενείς παραλλαγές γ΄ –ε΄ αξίζει να αναφερθούν δύο ακόμη επεισόδια που τεκμηριώνουν το μοτίβο τόσο του αποθεωμένου κοσμοκράτορα Αλέξανδρου, όσο και αυτό του αποστόλου του μονοθεϊσμού –χριστιανισμού: σύμφωνα με το Μυθιστόρημα (Β΄.27) όταν ο Αλέξανδρος (ξανα)πήγε στην Αίγυπτο, κατέκτησε την παλιά πόλη του Νεκτεναβώ, όπου ήταν το ανάκτορό του. Μπαίνοντας μέσα σε αυτό, το άγαλμα του Νεκτεναβώ με θαυμαστό τρόπο έβαλε στο κεφάλι του Μακεδόνα βασιλιά ένα στεφάνι και στο χέρι του του έδωσε τη σφαίρα της οικουμένης, σύμβολο κοσμοκρατορίας, που τη συναντάμε σε απεικονίσεις Ρωμαίων αυτοκρατόρων αλλά και βυζαντινών, με επίστεψη με σταυρό, οπότε και συμβολίζει τη βυζαντινή, χριστιανική οικουμένη . Στη συνέχεια, πάντα σύμφωνα με την 278 αφήγηση, (Β΄.28) ο Αλέξανδρος επανίδρυσε την παλιά πόλη του Νεκτεναβώ που κατέκτησε και έκτισε στην ανατολική πύλη της τον ψηλότερο πύργο, πάνω στον οποίο και έστησε ένα δικό του άγαλμα, μαζί με το άγαλμα του Σέλευκου (που είχε κέρατα, υπόμνηση των αρχαίων νομισμάτων του), του Αντιόχου και του γιατρού Φιλίππου. Έπειτα ανέβηκε πάνω στον πύργο και αρνήθηκε τους θεούς της γης (τους παγανιστικούς) και ανακήρυξε μοναδικό θεό τον αληθινό, ασύλληπτο, αόρατο και ανεξιχνίαστο, που δοξάζεται με τρισάγια φωνή εποχούμενος στα Σεραφείμ. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος προέβη σε μια ομολογία πίστης προς τον Θεό-δημιουργό «ορατών και αοράτων», ζητώντας τη βοήθειά Του για να εκπληρώσει τα μελλοντικά σχέδιά του (Καλλισθένης 2005:318-323). Το ενδιαφέρον στοιχείο στην αφήγηση είναι ακριβώς η διαδοχή των δύο επεισοδίων, που δείχνει συμβολικά τη μεταμόρφωση του Αλέξανδρου από έναν αρχαίο αποθεωμένο παγανιστή ηγεμόνα σε πιστό εν Θεώ αυτοκράτορα, καθότι το στεφάνι και η σφαίρα της οικουμένης δίνουν τη θέση τους στην αποκήρυξη του παγανισμού και στην ομολογία πίστης στο μοναδικό Θεό. Ωστόσο, η διαδοχή των επεισοδίων δείχνει και κάτι άλλο: πως προϋπόθεση του χριστιανικού Αλέξανδρου ήταν ακριβώς η παράδοση της αρχαίας αποθέωσής του από τον παγανιστή Νεκτεναβώ, πως τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του είναι αλληλένδετα. Έτσι, συμβολικά, η βυζαντινή αυτοκρατορία κληρονομεί το αρχαίο μεγαλείο της Αιγύπτου και της Ρώμης και υιοθετεί το μονοθεϊσμό με φορέα και απόστολο και στις δύο περιπτώσεις το Μακεδόνα βασιλιά. Υπήρχαν πολλά βυζαντινά χειρόγραφα του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, που αποτέλεσαν και τη βάση για τις αλλόγλωσσες μεταφράσεις: για παράδειγμα, από ελληνικά πρότυπα αντλούν πέντε σωζόμενα αρμένικα χειρόγραφα (Τούρτα 2012). Συνολικά δεκαοχτώ ελληνικά χειρόγραφα σώζονται ως τις μέρες μας, αυτά που χρονολογούνται από τον 11 ως ο το 16 αιώνα. Από αυτά δύο χειρόγραφα χρονολογούνται τον 11 αιώνα, δύο το 13 , τέσσερα ο ο ο το 14 και τρία το 15 (Holton 1973: 6, Βελουδής 1977/1989: ιβ΄-ιγ΄, Καμπούρη –Βαμβούκου 2001: 120, ο ο Stoneman 2011: 317-319, Τούρτα 2012). Οι βυζαντινοί λόγιοι πίστευαν πως ο συγγραφέας της 278 Η Juanno σημειώνει πως η σφαίρα της οικουμένης υπάρχει ως μοτίβο αυτοκρατορικού συμβολισμού από την εποχή του Αυγούστου και πως αρχικά συμβόλιζε την ουράνια σφαίρα. Στο Βυζάντιο, επισημαίνει τον έφιππο ανδριάντα του Ιουστινιανού στην Κωνσταντινούπολη με τη σφαίρα στο χέρι, καθώς και άλλες αναπαραστάσεις σε νομίσματα αυτοκρατόρων ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, ενώ στη συνέχεια απαντάται μόνο στα νομίσματα των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας (Juanno 2015 (2002): 606-607).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 208 Διήγησης του Αλέξανδρου ήταν ο Καλλισθένης, όπως φαίνεται από μια αναφορά του Ιωάννη Τζέτζη το 12 αιώνα (Τούρτα 2012). Το μοναδικό σωζόμενο μεσαιωνικό ελληνικό χειρόγραφο ο της πιο παλιάς παραλλαγής (της α΄ - υπάρχουν τουλάχιστον άλλες επτά παραλλαγές) περιλαμβάνεται στον Κώδικα Parisinus gr. 1711 της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι και χρονολογείται ανάμεσα στο 1013 και 1124. Ξεκινά με τη φράση: «Καλλισθένης ἱστοριογράφος ὁ τά περί τῶν Ἑλλήνων συγγραψάμενος. οὗτος ἱστορεῖ Ἀλεξάνδρου πράξεις». Γνωρίζουμε σήμερα πως τουλάχιστον μία εκδοχή του Μυθιστορήματος αντιγράφτηκε σε αυτοκρατορικό εργαστήριο λίγο μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (959) μαζί με το έργο του αυτοκράτορα Περί Βασιλείου Τάξεως, σύμφωνα με τα περιεχόμενα του κώδικα Lipsiensis Rep. I 17. Γνωρίζουμε ακόμη πως ένα αντίγραφο του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου φυλασσόταν στη βιβλιοθήκη του Καππαδόκη γαιοκτήμονα Ευσταθίου Βοϊλά, ο οποίος έζησε στις αρχές του 11 αιώνα (Gary 1956: 10, Holton 1973: 11, Καμπούρη –Βαμβούκου 2001: 108, ου Stoneman 2008: 301, 317, Trahoulia 2007: 43, Juanno 2015 (2002): 624. Για τα βυζαντινά χειρόγραφα βλέπε και το προηγούμενο κεφάλαιο 2.9). Εκτός, όμως, από τις μεσαιωνικές πεζές διασκευές του Βίου του Αλέξανδρου υπήρξε τουλάχιστον και μια έμμετρη με τίτλο Ἀλέξανδρος ὁ Βασιλεύς σε βυζαντινό πολίτικο στίχο, πολύστιχη με 6.133 στίχους, που σώζεται στον πριν αριθμούμενο Marcianus 408 και τώρα 672 κώδικα του Βησσαρίωνα, του Έλληνα Καρδινάλιου με καταγωγή από την Τραπεζούντα (στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, Stoneman 2008: 334, Μέρτζιος 1947: 28-29). Η έμμετρη αυτή διασκευή βασίστηκε σε μια διασκευή του πεζού Μυθιστορήματος συγγενική με τις α΄ και β΄παραλλαγές, καθώς και στο Χρονικόν Σύντομον του Γεωργίου Μοναχού. Σύμφωνα με τη χρονολογική ένδειξη που περιέχουν οι τρεις στίχοι στο τέλος του ποιήματος, πρέπει να γράφτηκε το 1388. Ωστόσο ο Μητσάκης υποστηρίζει πως η ένδειξη αυτή αναφέρεται μόνο στο χρόνο αντιγραφής του προηγούμενου χειρόγραφου, απόγραφο του οποίου υπήρξε ο κώδικας του Βησσαρίωνα. Στηριζόμενος σε γλωσσικές ενδείξεις, όπως η γλωσσική καθαρότητα των ελληνικών, χωρίς επιδράσεις φράγκικων στοιχείων, ο Μητσάκης προτείνει μια χρονολόγηση στις αρχές του 13 αιώνα (Μητσάκης (1968) 2001: 11 -12, 55, 2007:59). Η ου έμμετρη ιστορία του Αλέξανδρου σε πολλά σημεία αποκαλύπτει πνεύμα αρχαιογνωσίας και ευρυμάθειας από την πλευρά του ανώνυμου δημιουργού της και ξεκινά με τους εξής 279 στίχους: 280 279 Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος, πριν αποφασίσει να επισκεφτεί το Δαρείο μεταμφιεσμένος ως αγγελιοφόρος, βλέπει ένα όνειρο με τον Ερμή «τὸν Ἄμμωνα Θεοῦ φοροῦντα σχῆμα, κηρύκειον χλαμύδα τε τοῦτον ἐνδεδυμένον, πιλίον Μακεδονικὸν ἐπὶ τὴν κάραν τούτου...» (στ. 3354-3357). 280 Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τα σωζόμενα βυζαντινά χειρόγραφα του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου δες Βελουδής 1977/1989: 12-14, και Stoneman 2008: 317-319. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 209 «Ὁ Μακεδόνων βασιλεύς Ἀλέξανδρος ἐκεῖνος ὁ γίγας ὁ περίφημος ὁ συνετός ἐν λόγοις ἡ πάρδαλις ἡ πτερωτή, λέων ὁ βρυχητός ὁ πρός πολέμους ἰσχυρός, ὁ δυνατός ἐν μάχαις παντί τῶ κόσμω γέγονε περιφανής καί μέγας, ἅπαν γάρ εἶδος ἀρετῆς καλλίστης κατορθώσας ἒσχε τήν τύχην συνεργόν, πρόνοιαν συμμαχοῦσαν τοσοῦτον δ’ ὑπερέβαλε τῶν πάλαι τῶν Έλλήνων ᾶνδρας ἐκείνους ἰσχυρούς, τούς παλαμναιοτέρους ἒν τ’ εὐγενεία τῆς ψυχῆς καί σώματος τῆ ρώμη καί τοῖς ἀνδραγαθήμασι καί τῆ πολλῆ φρονήσει τοῖς ἂστροις ὅσον ἥλιος πλεῖστον καθυπερεῖχε συνῆψε μάχας πρός ἐχθρούς ἒκτεινε τούς βαρβάρους….» (Μέρτζιος 1947: 28-29). Όταν έρχεται η ώρα της εκστρατείας στην ανατολή κατά των Περσών, με αφορμή την ταφή του πατέρα του, ο Αλέξανδρος συγκεντρώνει όλες τις ελληνικές δυνάμεις και προβαίνει σε ένα πανελλήνιο, πατριωτικό κάλεσμα: «ὦ παῖδες τῶν Θρᾳκῶν καὶ Μακεδόνων πάντων, τῶν Ἐπελλέων Θετταλῶν καὶ τῶν Ἀφιτρυόνων, Θηβαίων, Κορινθίων τε καὶ Λακεδαιμονίων, τῶν Ἀθηναίων καὶ λοιπῶν Ἑλλήνων τῆς Ἑλλάδος, προσέλθετέ μοι κάλλιστα πᾶσι βουλευομένῳ· τοῖς Ἀλεξάνδρου πείσθητε λόγοις, συστρατιῶται· αὑτοὺς ἐμοὶ πιστεύσατε κατὰ βαρβάρων πάντες. Καλῶς ἐπιστρατεύσωμεν, ἵν’ ἐλευθερωθῶμεν αὐτῆς δουλείας τῶν Περσῶν καὶ καταδυναστείας, καὶ μὴ, πρὸς μάχην ἄριστοι πάντες Ἕλληνες ὄντες, κακῶς καταδουλούμεθα βαρβάροις ἀνισχύροις.» (στ. 1127-1137).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 210 Σε άλλο σημείο προβάλλεται έντονα και εμβληματικά το μοτίβο του Αλέξανδρου –Κτίστη, καθώς αυτός, καθ’οδόν για την ανατολή, στρατοπεδεύει έξω από το Βυζάντιο και κτίζει έναν οικισμό, την Στρατήγιν κι έναν δεύτερο απέναντι, τη Χρυσόπολη: «Ὅθεν καὶ πρὸς τὴν Βύζαντος πόλιν κατασκηνώσας καὶ κτίσας τόπον ἐν αὐτῷ καὶ πάντας στρατηγήσας, Στρατήγιν κέκληκεν αὐτόν· ἔνθεν ἀντιπεράσας καὶ τῷ στρατῷ νείμας χρυσὸν ἄντικρυς Βυζαντίδος, Χρυσόπολιν ὠνόμασε τὸν τόπον ἀπὸ τούτου». Στη μάχη στην Κιλικία (Ισσός ποταμός) ο Αλέξανδρος ορμά σαν λιοντάρι στην εχθρική παράταξη: «Ἔνθεν αὐτὸς Ἀλέξανδρος παροξυνθεὶς ὡς λέων, ὥρμησεν εἰς τὸν πόλεμον μετὰ τῶν στρατευμάτων, καλῶς παραταξάμενος Δαρείῳ καὶ τοῖς Πέρσαις» (στ.2004-2006). Στη μάχη που ακολουθεί, ο κουρνιαχτός που σηκώνεται θολώνει το πεδίο, ώστε να μην ξεχωρίζουν οι Έλληνες από τους Πέρσες, πολλοί σκοτώνονται και το αίμα ποτίζει τη γη. Ο προσωποποιημένος ήλιος αντιδρά και στο σημείο αυτό ο ποιητής δε διαχωρίζει τη μοίρα των μεν και των δε: «Ἰδὼν γὰρ Ἥλιος αὐτὸς μέγα καὶ συμπαθήσας τοῖς γενομένοις ἅπασι, καὶ θεωρεῖν μὴ κρίνας τοσαῦτα τὰ μιάσματα, συνέστειλεν ἀκτῖνας» (στ. 2048-2050). Ένα ακόμη εντυπωσιακό στη σύλληψή του επεισόδιο είναι η κάθοδος του Αλέξανδρου στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι, ανάστατοι συγκαλούν την εκκλησία του δήμου και καλούν τους δέκα ρήτορές τους να πάρουν θέση: ο Αισχίνης καλεί τους Αθηναίους να αποστείλουν τους ρήτορες ως πρεσβεία στον Αλέξανδρο, ο Δημάδης να τον πολεμήσουν λυσσαλέα και ο Δημοσθένης –απροσδόκητα και σε αντίθεση με την ιστορική παράδοση – με έναν αριστοτεχνικό λόγο τους πείθει τελικά πως είναι προς το συμφέρον τους να συμμαχήσουν μαζί του μια και, ούτως ή άλλως, είναι «καθηγητές του» και επιπλέον ο Αλέξανδρος είναι πράγματι όχι μόνο βασιλιάς Ελλήνων αλλά και βαρβάρων, έχοντας κατανικήσει τους προαιώνιους εχθρούς τους, τους Πέρσες, και έχοντας ιδρύσει την Αλεξάνδρεια στην υποταγμένη Περσία. Ακολουθεί συμφιλιωτική αποστολή πρέσβεων προς τον Αλέξανδρο και απαντητική επιστολή του Αλέξανδρου, ο οποίος, αν και καταφέρεται εναντίον τους για την πρότερή τους εχθρική στάση απέναντι στον πατέρα του και στον ίδιο, εντούτοις δέχεται τον Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 211 ειρηνικό τρόπο επίλυσης των διαφορών, εκτιμώντας τη στάση των ρητόρων τους και κυρίως του Δημοσθένη . Αλλά ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το 281 λόγο του Αθηναίου ρήτορα: «… Ἀλλ’ Ἕλλην ὢν Ἀλέξανδρος καὶ γένος τῶν Ἑλλήνων, Ἕλληνας συλλαβόμενος τοὺς τοῦτον μαχομένους οὐκ εἰς δουλείαν ἤνεγκεν, ἀλλὰ καλῶς στρατεύει καὶ πολεμίους τοὺς αὐτοῦ κατέστησε συμμάχους. Οὕτως Ἀλέξανδρος ποιεῖν ἔφησεν ὁ γενναῖος, ἡνίκα τὸ βασίλειον ἐπέβη θαρσαλέως, τοὺς φίλους μὲν εὐεργετεῖν, ἐχθροὺς δὲ ποιεῖν φίλους. Ἡμεῖς γοῦν οἱ σοφώτατοι θέλομεν Ἀθηναῖοι, φίλοι τυγχάνοντες αὐτοῦ, καθηγηταὶ δὲ μᾶλλον …………................................................................................ Πρῶτος δ’ αὐτὸς Ἀλέξανδρος Ἑλλήνων βασιλέων ἔσχε τὴν Αἴγυπτον αὐτήν, ὥστε καὶ πρῶτος οὗτος ὀφθήσεται καὶ βασιλεὺς Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων». (στ. 2745-2753, 2775-2777). Στο ποίημα προβάλλεται ο Αλέξανδρος εμβληματικά ως ακαταμάχητος στρατηγός, που δε διστάζει να γκρεμίσει τις γέφυρες διαφυγής προς τα πίσω πάνω από τον Ευφράτη ποταμό, προκειμένου να ωθήσει τους Μακεδόνες μπροστά στη μάχη. Είναι αυτός που στις κρίσιμες περιστάσεις εμψυχώνει αποτελεσματικά τους στρατιώτες του, διώχνοντας το φόβο τους και παράλληλα έχει πάντα στο νου του τη δόξα της Ελλάδας. Οι αναφορές αυτές του ποιήματος στον Αλέξανδρο ως Έλληνα βασιλιά είναι τόσες και τέτοιες ποιοτικά, όσες ίσως σε καμία άλλη πεζή ή έμμετρη διασκευή του Μυθιστορήματος. Κατά την άποψη του γράφοντος, το ποίημα Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς θα πρέπει να ειδωθεί στο πλαίσιο μιας πατριωτικού χαρακτήρα προβολής του Αλέξανδρου από τον ελληνισμό των αρχών του 13 αιώνα ου (εφόσον δεχτούμε τη χρονολόγηση του Μητσάκη), πιθανόν μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα της πάλης του ελληνισμού με το θανάσιμο εχθρό που ήρθε από τη δύση, τους βάρβαρους σταυροφόρους, Φράγκους και Βενετσιάνους. Αναμφισβήτητα, το έπος Ἀλέξανδρος ὁ Βασιλεύς αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση λογοτεχνικού κειμένου που εκφράζει την εθνική ταυτότητα του μεσαιωνικού ελληνισμού. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η παρατήρηση αυτή ισχύει και για τις πεζές διασκευές του βυζαντινού Μυθιστορήματος. Ας δούμε σε αντιπαράθεση δύο ακόμη χαρακτηριστικά αποσπάσματα, του έμμετρου έπους 281 Το επεισόδιο αυτό με τους 10 ρήτορες εμφανίζεται σε πλήρη μορφή καί στη διασκευή α΄, απ’ όπου προέρχεται. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως στο Μυθιστόρημα, σε μια πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας, ο φανατικός αντι –Μακεδόνας Δημοσθένης μετατρέπεται σε υμνητή του Αλέξανδρου και εισηγητή της πολιτικής συμφιλίωσης ως και υποταγής των Αθηναίων στο γιο του Φιλίππου.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 212 Αλέξανδρος ο βασιλεύς και της πεζής α΄ διασκευής, σχετικά με το επεισόδιο του γκρεμίσματος των γεφυρών του Ευφράτη και το λόγο που εκφωνεί ο Αλέξανδρος αμέσως μετά στους στρατιώτες του, προκειμένου να τους εμψυχώσει: «Καλὰς ἐλπίδας δίδοτε τῆς νίκης Ἀλεξάνδρῳ, ἔχοντες πάντες κατὰ νοῦν ἡττώμενοι συστρέψαι. Ἔγνων δειλίαν τὴν ὑμῶν καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον ἐκέλευσα τὴν γέφυραν ἅπασαν ἐκκοπῆναι, ὅπως ὑμεῖς νικήσητε μαχόμενοι γενναίως καὶ μὴ τραπέντες φύγητε, κάλλιστοι Μακεδόνες. Οὐκ ἔστι γὰρ ὁ πόλεμος τῶν ὄπισθεν φευγόντων, ἀλλὰ τῶν ἔμπροσθεν σφοδρῶς πάντοτε διωκόντων. Ὁμοῦ δὲ τὴν ἐπάνοδον εἰς τὴν Μακεδονίαν ἐγὼ ποιήσω σὺν ὑμῖν, πάντας βαρβάρους κτείνας καὶ πάσας πόλεις τὰς αὐτῶν ἐκλαφυραγωγήσας, εἰς τὴν Ἑλλάδα μέγιστος γένωμαι νικηφόρος. Ἰσχύσωμεν, ὦ φίλοι μου· χρηστὰς ἐλπίδας πᾶσιν δίδωμι, πᾶσι τοῖς ἐμοῖς ἀπόθεσθε δειλίαν· · ὡς παίγνιον ἡμῖν ἐστιν ἡ συμπλοκὴ πολέμου». 282 (Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς, 13 αιώνας, στ. 3100-3114). ος Και το αντίστοιχο απόσπασμα από τη διασκευή α΄ (300 μ.Χ.): «Καλάς ἐλπίδας μοι δίδοτε, τοῦτο ἔχοντες κατά γνώμην. αὐτό οὖν ἐγώ ἐποίησα, ἵνα ἤ πολεμοῦντες νικήσωμεν ἤ ἡττηθέντες ἀπολώμεθα. οὐ γάρ ἐστιν ὁ πόλεμος τῶν φευγόντων, ἀλλά τῶν διωκόντων. ὄμνημι γάρ τήν ἐπάνοδον τήν ἐν Μακεδονία γινομένην μοι, ὡς εἰ νικήσαντες τούς βαρβάρους εἰς τήν Ἑλλάδα ὑποστρέψομεν. ὑμεῖς μόνον θαρρεῖτε τῆ γνώμη, καί ἡ συμβολή τοῦ πολέμου παίγνιον ἡμῖν ἐστιν» (Καλλισθένης 2005: 246). 282 S. Reichmann, Das byzantinische Alexandergedicht nach dem codex Marcianus 408 herausgegeben [Beiträge zur klassischen Philologie 13. Meisenheim am Glan: Hain, 1963, πρωτότυπο κείμενο σε Thesaurus Linguae Graecae απ’ όπου και όλα τα προηγούμενα αποσπάσματα του έπους, εκτός αν αναφέρονται διαφορετικά. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 213 Επιπλέον, στο επεισόδιο του θανάτου του Αλέξανδρου στο ποίημα προστίθενται οι εξής στίχοι, ως θρήνος των στρατιωτών του για το βασιλιά, ηγέτη και σωτήρα τους στις δυσκολίες: «Ἀλέξανδρε φρενήρη,/τὸ Μακεδόνων καύχημα καὶ δόξα τῶν Ἑλλήνων,/ὁ ταχυδρόμος ἀετός, ὁ δυνατὸς ὡς λέων,/γίγας ὁ πολεμόκλονος, ὁ συνετὸς ἐν λόγοις, / θνήσκεις ὡς ἄνθρωπος αὐτός; ὢ συμφορᾶς μεγίστης». Και πάλι γίνεται αντιληπτός ο υμνητικός αλλά και εθνικός χαρακτήρας του ποιήματος («δόξα των Ελλήνων»), που επιτείνεται κι από το εγκώμιο που του πλέκει ο ανώνυμος ποιητής στο τέλος: «Πολλὰ μὲν οὖν εἰργάσατο μυρία, παμμεγέθη, τὸν λόγον ὑπερβαίνοντα καὶ γνῶσιν ἀνθρωπίνην. Πτηνὴν γὰρ πάρδαλιν αὐτὸν ὁ Δανιὴλ προλέγει, τούτου πυρῶδες καὶ ταχὺ καὶ δυνατὸν προβλέπων, ὠς ἄφνω διαπτῆναί τε πᾶσαν τὴν οἰκουμένην μετά γε νίκης ἰσχυρᾶς, μεγάλων τῶν τροπαίων. …………………………………. Οὕτως ἦν μεγαλόψυχος, γενναῖος, τολμητίας, πολεμικώτατος αὐτός, ἀνδρεῖος, γενναιόφρων» (στ. 647-652, 656-57)283. Παράλληλα με τον ελληνοκεντρικό τόνο του ποιήματος, προβάλλεται και ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της οικουμενικής αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου, όταν ο Δαρείος πεθαίνοντας, δίνει το χέρι της κόρης του Ρωξάνης στον Αλέξανδρο, ώστε «συγγένεια δὲ μία Περσῶν καί Μακεδόνων τε καλῶς προσγενηθήτω». Επιπλέον, προβάλλεται ιδιαίτερα το επεισόδιο με το αθάνατο νερό, καθότι η πηγή του λέγεται πως ήταν «παρὰ πᾶσι θαυμαστὴ καὶ πάντων ᾀδομένη». Ο Αλέξανδρος μάλιστα τονίζει 284 πως αν έπιναν από αυτήν την πηγή θα έμεναν αθάνατοι, δυστυχώς, όμως, απέτυχαν. 283 S. Reichmann, Das byzantinische Alexandergedicht nach dem codex Marcianus 408 herausgegeben [Beiträge zur klassischen Philologie 13. Meisenheim am Glan: Hain, 1963, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu 284 Στ. 4435, από S. Reichmann, Das byzantinische Alexandergedicht nach dem codex Marcianus 408 herausgegeben [Beiträge zur klassischen Philologie 13. Meisenheim am Glan: Hain, 1963, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 214 Τέλος, στην ίδια έμμετρη διασκευή εμφανίζεται και πάλι το μοτίβο του θανάτου και της ματαιότητας των μεγαλείων μέσα από τα λόγια τόσο του Δαρείου προς το Μακεδόνα βασιλιά: Ἴδε λοιπόν, Ἀλέξανδρε, πῶς ἄνθρωπος ἐγένου θνητός ὑπάρχων καί φθαρτός. Λοιπόν μή μέγα φρόνει. Σήμερον ἄρχη πάσης γῆς, αὔριον σοί γῆ τάφος. (Stichel 1971: 110). …όσο και στο διάλογο του Αλέξανδρου με τους Βραχμάνες: «τί τρέχεις ἄνθρωπε, λοιπόν; ἀθάνατα τι σπεύδεις; Αὔριον σύ καί τήν ζωήν καί δόξαν ἀπολέσεις». Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται και σε μια παραλλαγή του έπους του Αρμούρη (Βασιλακοπούλου 1999:1304), επικό τραγούδι του μεσαιωνικού ελληνισμού, που περιγράφει τη σύγκρουση του «Αρέστη –Ορέστη - του αντρειωμένου» με τους Άραβες, στην περιοχή πέραν του Ευφράτη ποταμού . Μάλιστα το όνομα Αλέξανδρος έχει και 285 ένας από τους ήρωες του ακριτικού κύκλου (Καραπιδάκη 2004: 206, 208). Θέματα και μοτίβα της Διήγησης του Αλέξανδρου πέρασαν και σε άλλα δημιουργήματα της ακριτικής παράδοσης, όπως για παράδειγμα στο έπος του Διγενή Ακρίτα . Ο Βελουδής 286 επισημαίνει πως, τουλάχιστον εν μέρει, ο μύθος του Διγενή φαίνεται να βασίστηκε και να δημιουργήθηκε από το μύθο του Αλέξανδρου (Βελουδής 1977/1989: πθ΄). Επισημαίνει μάλιστα αρκετά κοινά μυθολογικά στοιχεία ανάμεσα στους δύο ήρωες, όπως, για παράδειγμα, την πρώιμη ωριμότητα και ανδραγαθία τους (από τα δώδεκά τους χρόνια), την τιθάσευση ενός άγριου αλόγου, τον πατέρα Φίλιππο για τον Αλέξανδρο 285 Το Άσμα του Αρμούρη θα πρέπει για πρώτη φορά να συντέθηκε προφορικά στις αρχές του 10 ου αιώνα και σώζεται σε δύο χειρόγραφα του 15 αιώνα, ωστόσο περιλαμβάνει τεχνικές αφήγησης και ου άλλα στοιχεία αρχαϊκότερα σε σχέση με το Έπος του Διγενή Ακρίτη. Δες περισσότερα στο «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου», επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου, Εκδόσεις «Εστία», Αθήνα 1995. 286 Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε την τολμηρή υπόθεση του Ρένου Αποστολίδη, ότι οι καταβολές του ακριτικού κύκλου ενδεχομένως να μην ανάγονται στις αραβο-βυζαντινές συγκρούσεις, αλλά να προϋπήρχε μια τέτοια παράδοση στον ελληνισμό, από τα ακριτικά φρούρια που έκτισε ο Αλέξανδρος στις εσχατιές της αυτοκρατορίας του (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β-459). Αν και τα μοτίβα των ακριτικών βυζαντινών τραγουδιών δείχνουν απόλυτα ενταγμένα στις ιστορικές συνθήκες της μεσαιωνικής αραβο-βυζαντινής σύγκρουσης, ωστόσο η βασική ιδέα της αντίστασης των ακριτών ως ταγμένων φρουρών της αυτοκρατορίας έναντι των επερχόμενων επιδρομέων θα μπορούσε να αναχθεί στο ακριτικό σύστημα άμυνας που, σύμφωνα με το Droysen, έστησε ο Αλέξανδρος στην περιοχή του Ώξου ποταμού και στην Ινδία. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 215 και τον απελάτη Φιλόπαππο για το Διγενή, τη δρακοκτονία, την εξώγαμη σχέση, την απελευθέρωση μιας γυναίκας –κόρης από τους άρπαγές της, το μυθικό παλάτι, τη μάχη με τα γιγάντια καβούρια , κοινά μοτίβα στο θάνατο των δύο ηρώων και άλλα. Επίσης, 287 στο χειρόγραφο της Grottaferrata του έπους του Διγενή, μια διασκευή του έπους που χρονολογείται στα τέλη του 13 με αρχές 14 αιώνα, αναφέρει ο συγγραφέας, ου ου εκθειάζοντας τον ήρωά του, πως ήταν πιο θαυμαστός από τον Αλέξανδρο, τον Αχιλλέα και τον Έκτορα. Εύστοχα παρατηρεί η Αρβελέρ πως ο ηρωισμός και η στάση ζωής που επιδεικνύει ο Διγενής προσομοιάζουν στην παλικαριά του Ηρακλή, αλλά ταυτόχρονα, η νεότητα και η αποκοτιά του βυζαντινού ήρωα δείχνουν ότι πρότυπά του ήταν ο Αχιλλέας και ο Αλέξανδρος. Επιπλέον, στο χειρόγραφο της Grottaferrata αναφέρεται πως η Αμαζόνα Μαξιμώ, που συναντά ο Διγενής, «ἦν ἀπόγονος γυναικών ἀμαζόνων, ἅς ὁ βασιλεύς Ἀλέξανδρος ἤγαγεν εκ βραχμάνων». Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως ένα ακόμα μοτίβο που παίρνει ο Διγενής από τον Αλέξανδρο είναι αυτό της Αμαζονομαχίας. Όσον αφορά το περιστατικό με τους Βραχμάνες, γνωστή ήταν ήδη από την αρχαιότητα η συνάντηση του Αλέξανδρου μ’ αυτούς, που πέρασε και στη Διήγηση του Ψευδο-Καλλισθένη. Ακόμη, στη διασκευή της Grottaferrata αντιπαραβάλλεται με τον Αλέξανδρο ο πατέρας του Διγενή, ο Άραβας Αμιράς: «Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών δυνατός ἐν φρονήσει, / Θεόν τε ἔχων συνεργόν, γέγονεν κοσμοκράτωρ/Αὐτὸς δὲ φρόνημα στερρὸν ἔχων Θεὸν ἐπέγνω…». 288 287 Εμφανίζεται στη β΄ διασκευή θεματικά αναπτυγμένη (Juanno 2015 (2002): 436). Το μοτίβο της μάχης του Αλέξανδρου με τα γιγάντια καβούρια περνάει, εκτός από τις παραλλαγές του έπους του Διγενή, και σε βυζαντινά ακριτικά τραγούδια, τα οποία, μέσω της λαϊκής παράδοσης σώζονται ως τις μέρες μας. Ένα από αυτά είναι και το κυπριακό τραγούδι «Ο Διγενής τζι ο κάουρας», στο οποίο ο Διγενής αναλαμβάνει, ύστερα από προσταγή του βασιλιά, να εξοντώσει έναν τερατώδη κάβουρα ο οποίος σκοτώνει ανθρώπους και ρημάζει τη χώρα (στοιχεία από Ξιούτα Π., Κύπρια Έπη, σσ. 81-84: «Ο Διενής τζι' ο Κάουρας» - Παπαδόπουλου Θ., Δημώδη Κυπριακά Άσματα, σσ. 163-164: «Άσμα του Καρκίνου», πληροφορίες από άρθρο Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας, http://noctoc- noctoc.blogspot.gr/2012/01/blog-post_28.html (17.10.2014). Επίσης, ο Ακρίτας Κωνσταντάς εμφανίζεται κι αυτός να πολεμά τα γιγάντια καβούρια στην ακριτική παράδοση της Κύπρου (Κονομής 2004: 36). Οπωσδήποτε, είναι εντυπωσιακό το στοιχείο ότι η μακραίωνη αυτή παράδοση της μάχης δύο μεγάλων Ελλήνων ηρώων με το γιγάντιο κάβουρα βρίσκει την έκφρασή της σήμερα στο νεοελληνικό τραγούδι: βλέπε τις διευθύνσεις https://www.youtube.com/watch?v=4WF4Xiv_R_0 (μουσικό σχήμα «Μεσόγειος») καθώς και την ερμηνεία του Μιχάλη Χατζημιχαήλ στο Μέγαρο Μουσικής https://www.youtube.com/watch?v=bFqzEKWP2L8 (16.10.14). 288 E. Jeffreys, Digenis Akritis. The Grottaferrata and Escorial versions [Cambridge Medieval Classics 7. Cambridge: Cambridge University Press, 1998, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 216 Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περιγραφή της διακόσμησης του παλατιού του Διγενή, κοντά στον Ευφράτη ποταμό, πάντα στη διασκευή της Grottaferrata, με σκηνές από τη Διήγηση του Αλέξανδρου, όπως ο θρίαμβός του και η ήττα του Δαρείου, το βασίλειο της Κανδάκης, η πορεία του στους Βραχμάνες και τις Αμαζόνες (Holton 1973: 21, Βελουδής 1977/1989: Ϟ΄, Αλεξίου 1995/2005: 64, Αρβελέρ 2004:202) : 289 Ἀλέξανδρου τά τρόπαια, τήν τοῦ Δαρείου ἦτταν. Κανδάκης τά βασίλεια καί τήν αὐτῆς σοφίαν, τήν πρός Βραχμᾶνας ἂφιξιν, αὖθις πρός Ἀμαζόνας, λοιπά τε κατορθώματα τοῦ σοφοῦ Ἀλεξάνδρου, ἂλλα τε πλήθη θαυμαστά πολυειδοῦς ἀνδρείας. (Ξυγγόπουλος 1957: 58). Πιθανόν ο διασκευαστής της Grottaferrata να επηρεάστηκε από αντίστοιχες παραστάσεις σε βυζαντινά παλάτια και πλούσια κοσμικά κτήρια, που ήταν ορατές στην εποχή του, αλλά δε σώθηκαν ως τις μέρες μας . Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και απ’ 290 το ότι στις μέρες μας σώζονται ποικίλες βυζαντινές και ξένες μεσαιωνικές παραστάσεις τουλάχιστον του μοτίβου της ανάληψης του Αλέξανδρου, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως στη διακόσμηση του παλατιού του Διγενή ο κύκλος του Αλέξανδρου εμφανίζεται ανάμεσα σε ήρωες της αρχαιότητας από τη μια πλευρά και της Παλιάς Διαθήκης από την άλλη, όπως το Σαμσών, το Μωυσή και τον Ιησού του Δαβίδ (Gavalaris 2009: 15). Επομένως, ο Αλέξανδρος αποτελεί τη μορφή που γεφυρώνει στο μεσαιωνικό ελληνισμό τις δύο παραδόσεις, την αρχαιοελληνική και την ιουδαιο-χριστιανική. 289 Περιγράφεται ακόμα και ένα ψηφιδωτό που διακοσμούσε το παλάτι του Διγενή, με παράσταση της πάλης του εναντίον τεράστιων καβουριών, μοτίβο που, όπως επισημάναμε, είναι παρμένο από την αντίστοιχη πάλη του Αλέξανδρου της Διήγησης του ψευδο – Καλλισθένη (Καμπούρη 1997: 204). 290 Άλλωστε είναι γνωστό ότι στους τοίχους ανακτόρων και πλουσίων σπιτιών οι Βυζαντινοί ζωγράφιζαν «παλαιάς Ἑλληνίους πράξεις», δηλαδή κυρίως σκηνές και ήρωες από τα ομηρικά έπη αλλά και ιστορικά γεγονότα (ζωγραφίζειν ἱστορεῖν) παλιότερα και νεότερα, όπως π.χ. τα ψηφιδωτά του παλατιού των Βλαχερνών με απεικονίσεις από τις μάχες του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού (Κουκουλές 1951: 303-304). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 217 3.2.Ιστοριογραφία, αποκαλυπτική φιλολογία και οι επιδράσεις του Μυθιστορήματος Περνώντας στη λόγια παράδοση, επιρροές της διηγήσεως του Αλέξανδρου παρατηρούμε σε διάφορα ιστορικά κείμενα, όπως, πρώτ’ απ’ όλα, σε Χρονογραφίες . 291 Αυτές είναι το Αλεξανδρινό Χρονικό, κείμενο του 5 αιώνα από την Αλεξάνδρεια, το ου οποίο ξαναγράφτηκε ένα αιώνα αργότερα στο περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης, η Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα, κείμενο του 6 αιώνα μ.Χ., το Πασχάλιο Χρονικό, ου κείμενο που ολοκληρώθηκε λίγο μετά το 628 μ.Χ., η Ιστορία Χρονική του Ιωάννη Αντιοχέα (7 αιώνας), η χρονογραφία του Γεωργίου Συγκέλλου του 8 -9 αιώνα, το ος ου ου Χρονικόν Σύντομον του Γεωργίου Αμαρτωλού (ή Μοναχού) στο β΄ μισό του 9 αιώνα, οι ου χρονογραφίες του Συμεών Μάγιστρου και του Θεοδόσιου Μελιτηνού του 10 αιώνα ου και άλλες. Το Αλεξανδρινό Χρονικό, όπως και άλλες βυζαντινές χρονογραφίες, ξεκινά με τον Αδάμ κσι την Εύα, για να συνεχίσει με επεισόδια, βιβλικούς βασιλιάδες και προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και να φτάσει ως τους Πέρσες, τον Αλέξανδρο, τους Πτολεμαίους, τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια του 412 μ.Χ. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που –ανάμεσα στ’ άλλα – προδίδει την καταγωγή του έργου είναι η αναφορά του Αλέξανδρου ως κτίστη, μοτίβο που τονίζεται και στο Πασχάλιο Χρονικό, με ονομαστική αναφορά των πόλεων που ίδρυσε. Μάλιστα το μοτίβο του κτίστη προβάλλεται και σε μια παράδοση ονοματοδοσίας που αναφέρει το Πασχάλιο Χρονικό, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος ονομάτισε ένα χωριό στη Μεσοποταμία Δορά, επειδή εκεί ακριβώς χτύπησε με το δόρυ του το Δαρείο. Στο ίδιο χρονικό, υπάρχει μια περίεργη αναφορά 292 σχετικά με την επίσκεψη του Αλέξανδρου στον τάφο του προφήτη Ιερεμία στην Αίγυπτο, όπου ο Αλέξανδρος έδωσε στη συνέχεια εντολή ανακομιδής των λειψάνων του προφήτη σε περικαλή τάφο στην Αλεξάνδρεια. Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά του Γεωργίου Αμαρτωλού στον «τῶν Ἑλλήνων βασιλέα Ἀλέξανδρον τόν Μακεδόνα» (έτσι τον αναφέρει και ο επίσκοπος Κύρρου Συρίας Θεοδώρητος κατά το α΄ μισό του 5 ου αιώνα), αλλά και αυτή του Ιωάννη του Αντιοχέα, ως έκφραση θαυμασμού στον Αλέξανδρο, καθότι σημειώνει πως «οὐδέ γάρ ἔστιν εὑρεῖν παντί τῶ τοῦ κόσμου κύκλω ἕνα ἄνδρα τοσούτοις κατορθώμασι πλεονεκτοῦντα». Ο Μαλάλας πάλι περιγράφει τον Αλέξανδρο ως ελευθερωτή, που μάχεται ως πάρδαλις με τους στρατηγούς του υπέρ των 291 Η Χρονογραφία αποτελεί κλάδο της βυζαντινής ιστοριογραφίας. Ως παγκόσμιο χρονικό, ξεκινά την εξιστόρηση από κτίσεως κόσμου (5508 ή 5492 π.Χ.), με αφήγηση σε δημώδη συνήθως γλώσσα και με βάση πληροφορίες τόσο από την Παλαιά Διαθήκη όσο και από διάφορους αρχαίους συγγραφείς (Χαριζάνης 2008: 81). 292 L. Dindorf, Chronicon paschale, vol. 1 [Corpus scriptorum historiae Byzantinae Bonn: Weber, 1832, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (26.9.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 218 Ρωμαίων και Ελλήνων (Βυζαντινών) και εναντίον των Περσών, ενώ αναφέρει ως πηγή του και τον Βούττιο, έναν ιστορικό για τον οποίο δε γίνεται πουθενά αλλού λόγος -με εξαίρεση το Αλεξανδρινό Χρονικό (Βασιλακοπούλου 1999: 1310 -1311, Χαριζάνης 2008: 81, 86, 92-93, Garstad 2012: xx – xi, xxviii). Ο βυζαντινός χρονογράφος τονίζει ιδιαίτερα την καταγωγή του Αλέξανδρου από τον Αχιλλέα και προβάλλει το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη και κοσμοκράτορα . Ακόμα και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας 293 Ευτύχιος (876-939), στα Χρονικά του, αναφέρεται λεπτομερώς στον Αλέξανδρο και στη βασιλεία του, στην εκστρατεία του στην ανατολή και στο θάνατό του (Stoneman 2011: 258, Migne 1863: 968-974). Σε κάποια από αυτά τα χρονικά, βέβαια, η έμφαση της διήγησης δίνεται σε περιστατικά παρμένα από τους αρχαίους συγγραφείς, όπως οι αναφορές στις μάχες του Αλέξανδρου κατά του Δαρείου στην Ισσό, στα Άρβηλα (Γαυγάμηλα) ή οι αναφορές του Συμεών Μαγίστρου και του Θεοδόσιου Μελιτηνού (ο δεύτερος αντιγράφει τον πρώτο) στο όνειρο που είδε ο Αλέξανδρος πριν την άλωση της Τύρου (Χαριζάνης 2008: 86, 89, 93). Ειδικά η χρονογραφία του Γεωργίου Συγκέλλου αναφέρει επιγραμματικά τα κυριότερα γεγονότα του βίου και της εκστρατείας του Μακεδόνα βασιλιά αλλά με κάποιες ανακρίβειες, για παράδειγμα αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος επικράτησε έναντι όλων των Ινδών «μέχρι ποταμού Γάγγου» (Συγκέλλου: 143-144) . 294 Οι επιρροές των παραπάνω συγγραφέων από το Μυθιστόρημα είναι εμφανείς σε αναφορές, όπως η πατρότητα του Αλέξανδρου από το Νεκτεναβώ, (Πασχάλιο Χρονικό, Γεώργιος Μοναχός, Γεώργιος Σύγκελλος), ο γάμος του με τη Ρωξάνη, που παρουσιάζεται όμως ως κόρη του Δαρείου (Μαλάλας, Γεώργιος Μοναχός, Γεώργιος Σύγκελλος), η επίσκεψή του στο νησί των Βραχμάνων στην Ινδία (Γεώργιος Μοναχός), η συνάντησή του με τη βασίλισσα Κανδάκη (Μαλάλας, Γεώργιος Μοναχός) και το επεισόδιο της συνάντησής του με τον αρχιερέα των Ιουδαίων Ιαδδού και του ερχομού του στα Ιεροσόλυμα, όπου υποτίθεται ότι τέλεσε και θυσία στο ναό του Σολομώντα. Βέβαια, οι τελευταίες αναφορές έχουν τις επιρροές τους και από τις εβραϊκές παραδόσεις, όπως αυτές καταγράφονται από τον Ιώσηπο. Το επεισόδιο αυτό έχει συμπεριληφθεί και σε άλλα βυζαντινά χρονικά, προγενέστερα ή μεταγενέστερα: στου Ευσέβιου (275-339), στου θεολόγου και επισκόπου της Κύρρου στη Συρία Θεοδώρητου (α΄ μισό 5 αιώνα), στο αλεξανδρινό χρονικό του 5 αιώνα και στη Χριστιανική ου ου Τοπογραφία, έργο του Αλεξανδρινού εμπόρου Κοσμά του Ινδικοπλεύστη (γύρω στα 293 Thurn, Ioannis Malalae chronographia [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 35. Berlin - New York: De Gruyter, 2000, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (1.10.2015). 294 Ο Γεώργιος Σύγκελλος αναφέρεται ξεκάθαρα σε έναν κοινό τόπο για τους Βυζαντινούς, πως οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες: «Ἕλληνες γάρ καί Μακεδόνες οἱ αὐτοί» (Συγκέλλου:142). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 219 ου 295 μέσα του 6 αιώνα) . Σε αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε και κάποιες αναφορές βιβλικού περιεχομένου που απαντώνται στους βυζαντινούς χρονογράφους και είναι σχετικές με το όραμα του Δανιήλ και τον τράγο -Αλέξανδρο που νικά τον κριό –Δαρείο. Ο ος Κωνσταντίνος Μανασσής (12 αιώνας) στη δική του έμμετρη Χρονογραφία (Χρονική Σύνοψις) αφιερώνει πολύ λίγους στίχους στον Αλέξανδρο, τονίζοντας το στοιχείο της κοσμοκρατορίας του από τη μια πλευρά, αλλά και της ματαιότητας της επίγειας δόξας του από την άλλη (Χαριζάνης 2008: 84-93, Stoneman 2011: 301, Juanno 2015: 630, 677. Για τις εβραϊκές παραδόσεις βλέπε κεφάλαιο 5.2. του παρόντος τόμου). Πολύ κοντά στον ιστορικό Αλέξανδρο στέκονται και δύο άλλοι χρονογράφοι του 11 και 12 αιώνα αντίστοιχα, ο Γεώργιος Κεδρηνός και ο Ιωάννης Ζωναράς, αν και ο ου ου πρώτος, αντλώντας υλικό από το Σύγκελλο, συμπεριλαμβάνει και τις ιστορίες του Νεκτεναβώ αλλά και των Βραχμάνων, προβάλλοντάς τον ως κοσμοκράτορα, ενώ ο δεύτερος ανατρέχει και στον Πλούταρχο, ακολουθώντας τον πιστά ως την κύρια ιστορική πηγή του για το βίο και την εκστρατεία του Αλέξανδρου. Ωστόσο, ο Ζωναράς στέκεται ιδιαίτερα στο όραμα και στις προφητείες του Δανιήλ για τον τράγο - Αλέξανδρο, με το κέρατό του να φύεται ανάμεσα στα μάτια του, κάτι που ο Ζωναράς ερμηνεύει ως σημάδι της αγχίνοιας, της σύνεσης και της γενναιότητας του Αλέξανδρου. Σύμφωνα με το όραμα του Δανιήλ, ο τράγος - Αλέξανδρος, ο «ἀπό λιβός ἐρχόμενος» θα ορμήξει πάνω στον κριό –Δαρείο και θα τον συντρίψει. Ο Ζωναράς προχωρά σε μια αναλυτική ερμηνεία του οράματος του Δανιήλ, παράλληλα, όμως, επιμένει και στο επεισόδιο της συνάντησης του Αλέξανδρου με τον αρχιερέα των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ, ένα επεισόδιο που, όπως είδαμε, παρμένο από την εβραϊκή παράδοση, εντάχθηκε και στο βυζαντινό Μυθιστόρημα, μια και εξυπηρετούσε άριστα την καθιέρωση του Αλέξανδρου ως αποστόλου του μονοθεϊσμού. Ο Μιχαήλ Γλυκάς πάλι, χρονογράφος του 13 αιώνα, ακολουθεί τους δύο προηγούμενους (Ζωναράς: 79, ου 113-122, Juanno 1996: 102, Stoneman 2011: 301). 295 Στο έργο του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη υπάρχει και αναφορά στο όραμα του προφήτη Δανιήλ, με τη βασιλεία του Αλέξανδρου να αντιπροσωπεύει το τέταρτο στη σειρά θηρίο του οράματος, δηλαδή «θηρίον ἔκθαμβον καὶ φοβερόν, ὄνυχας χαλκοῦς καὶ ὀδόντας σιδηροῦς ἔχον» (Χριστιανική Τοπογραφία, 2.66), ενώ τα υπόλοιπα είναι ο Ναβουχοδονόσορ, ο Κύρος και ο Δαρείος. Ενδιαφέρουσες είναι ακόμη οι πληροφορίες που δίνει ο Κοσμάς για την ύπαρξη χριστιανικής εκκλησίας και κοινότητας στην Ταπροβάνη –σημερινή Σρι Λάνγκα – καθώς και η περιγραφή της χώρας και του μακρινού, υπερπόντιου εμπορίου που έκαναν εκεί βυζαντινοί και Πέρσες έμποροι (Χριστιανική Τοπογραφία, 3.65, 11.13 - 11.19, βλέπε το κείμενο στη διεύθυνση: http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/byzantine_historians/cosmas_indicopleustes_topog raphia_christiana.htm (27.6.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 220 Από τους Βυζαντινούς ιστορικούς, είναι ο Προκόπιος ο πρώτος που στο έργο του Περσικοί Πόλεμοι, τον 6 αιώνα, κάνει αναφορά στη δίοδο εισβολής των Αλανών κοντά ο στην Κασπία θάλασσα, «ἥν ὁ βασιλεύς Ἀλέξανδρος πύλαις σιδηραῖς κλειστήν ἐποίησε» . Ο 296 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580-641) από σύγχυση γράφει ότι ο Αλέξανδρος έφτασε ως την Κίνα, την οποία αποκαλεί Ταγάστη (Stoneman 2011: 58). Ο Αθηναίος ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης πάλι (μέσα 15 αιώνα), στην ιστορική αναδρομή στις ρίζες ου των Ελλήνων που επιχειρεί, δεν παραλείπει να εντάξει και τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (βλέπε το απόσπασμα σε Βακαλόπουλο 2003: 151). Από τις αναφορές των βυζαντινών χρονογράφων, αλλά και άλλων βυζαντινών συγγραφέων, συμπεραίνουμε πως ο ιστορικός Αλέξανδρος ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί μια ζωντανή 296 Οι παλαιότερες αναφορές στις «σιδερένιες πύλες», τις οποίες υποτίθεται ότι έκτισε ο Αλέξανδρος κάπου στην Κασπία προκειμένου να αποτρέψει εισβολές βαρβαρικών (σκυθικών) εθνών στον πολιτισμένο κόσμο, υπάρχουν στο έργο του Εβραίου Φλάβιου Ιώσηπου Ιουδαϊκός Πόλεμος (Bellum Judaicum) τον 1 αιώνα μ.Χ. (Aerts 2011: 27), καθώς και στο έργο του Ρωμαίου Πλίνιου του Πρεσβύτερου ο (23 -79 μ.Χ., Πάλλης 1935/1968:27). Κατά την Juanno είναι πιθανόν ο θρύλος αυτός να είχε δημιουργηθεί πολύ πιο πριν από τον Ιώσηπο (Juanno 2015 (2002): 489). Αντίστοιχα, για τις Κασπίες Πύλες γράφει και ο ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος το 10 αιώνα: «Ὅτι κατά τάς Κασπίας καλουμένας πύλας ὁ Φιλίππου Ἀλέξανδρος πύλας τεκτηνάμενος φυλακτήριον κατεστήσατο» (Πορφυρογέννητου, De legationibus). Η αναφορά αυτή βέβαια δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθότι ο Αλέξανδρος ποτέ δεν έφτασε στον Καύκασο και στην Κασπία. Ίσως, όπως παρατηρεί ο Chevallier, να οφείλεται στις συγκεχυμένες γεωγραφικές γνώσεις που είχαν οι αρχαίοι για τις περιοχές που έφτασε ο Αλέξανδρος στην ανατολή, και συγκεκριμένα σε σύγχυση της οροσειράς του Παραπάμισου (Χίντου –Κους), όπου πράγματι ο Αλέξανδρος έκτισε πόλεις ή φρούρια, με αυτήν του Καυκάσου. Η σύγχυση, βέβαια, αυτή μπορεί να ήταν και εσκεμμένη, προκειμένου να εξυμνήσουν ακόμα περισσότερο το Μακεδόνα βασιλιά. Ο Στράβων πάντως, που είχε καλύτερες γεωγραφικές γνώσεις, επικρίνει την πλάνη αυτή (Πάλλης 1935/1968: 29-31). H Juanno σημειώνει ακόμη πως, σύμφωνα με τον Άντερσον, είναι συνολικά τρία τα γεωγραφικά περάσματα στα οποία, ήδη από την αρχαιότητα, τοποθετούνταν οι «Πύλες του Αλέξανδρου»: ένα στα νότια της Κασπίας Θάλασσας (το μόνο στο οποίο πράγματι πήγε ο Έλληνας στρατηλάτης), το πέρασμα Ντάριαλ στο κέντρο του Καυκάσου (στο οποίο αναφέρονται και οι Ιώσηπος και Προκόπιος) και μεταγενέστερα (από τα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου κι εξής) το πέρασμα Ντερμπέντ στη δυτική όχθη της Κασπίας θάλασσας. Σε κάθε περίπτωση, οι θρύλοι δείχνουν να αποδίδουν στον Αλέξανδρο την κατασκευή οχυρωματικών έργων, τα οποία στην πραγματικότητα είναι πολύ μεταγενέστερα και έγιναν μάλλον από τοπικούς Γεωργιανούς άρχοντες (Juanno 2015 (2002): 490-491). Γεγονός είναι πως στη συνέχεια η αναφορά της σιδερένιας πύλης θα συνταιριάξει με αυτήν των βιβλικών λαών Γωγ και Μαγώγ, όπως αποκρυσταλλώνεται στη μεταγενέστερη Αποκάλυψη του Ψευδο- Μεθοδίου, και εν τέλει θα ενσωματωθεί ως επεισόδιο στις παραλλαγές ε΄ και γ΄ του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου (βλέπε αμέσως παρακάτω στο κυρίως κείμενο). Μια ερμηνεία γένεσης του μοτίβου του «τείχους του Αλέξανδρου» δίνει ο Παπαδόπουλος (1964 (2004) Β: 192), αναφέροντας πολύ απλά πως αυτό ανάγεται στα πολυάριθμα φρούρια που έκτισε ο Αλέξανδρος στις βόρειες εσχατιές των κατακτημένων περιοχών, προκειμένου να εξασφαλίσει το κράτος του από επιδρομές γειτονικών λαών, όπως των Σκυθών. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 221 συνιστώσα του πνευματικού βίου των βυζαντινών Ελλήνων, πλάι στη λαϊκή – φανταστική εκδοχή του στο πλαίσιο της Διήγησης του Αλέξανδρου. Γενικότερα, στη βυζαντινή λόγια παράδοση συναντούμε αναφορές σε στοιχεία και μεμονωμένα επεισόδια, που τα συναντάμε και στη Διήγηση του Αλέξανδρου (Μυθιστόρημα) και που προφανώς έχουν, ως κοινή πηγή, την αλεξάνδρεια παράδοση των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Για παράδειγμα, δύο βυζαντινοί συγγραφείς επέλεξαν να αναλύσουν μια γνωστή ρήση του Αλέξανδρου για τους συντρόφους του, σύμφωνα με την οποία αυτοί αποτελούν το χρυσάφι του κόσμου που κέρδισε στις εκστρατείες του. Ο Λιβάνιος το 4 αιώνα μ.Χ., στο μεταίχμιο της ύστερης ο αρχαιότητας με το Βυζάντιο, έγραψε ολόκληρο ρητορικό έργο γι’ αυτό με τίτλο Χρείαν (βλέπε πιο αναλυτικά κεφάλαιο 2.1.) και ο πρωτονοτάριος Τραπεζούντας Στέφανος Σγουρόπουλος, απευθυνόμενος προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, γράφει τους παρακάτω στίχους: «Ζήλωσον τόν Μακεδόνα / τόν Ἀλέξανδρον ἐκεῖνον / ἀντί θησαυρῶν γάρ οὗτος / ἔδειξε τούς ὑπηκόους» (Βασιλακοπούλου 1999: 1308). Σε ένα έργο του 6 αιώνα ου με τίτλο «Λόγος για τη θρησκεία της Σασσανιδικής Αυλής» γίνεται αναφορά σε ένα περίεργο όνειρο που υποτίθεται ότι είδε ο Φίλιππος, με ένα φίδι που βγήκε μέσα από ένα αυγό, το οποίο ερμηνεύτηκε ως μια προσήμανση των κατακτήσεων και του θανάτου του Αλέξανδρου, ένα επεισόδιο που απαντάται και στο Μυθιστόρημα (Stoneman 2012 A: xii). Ο Μιχαήλ Ψελός πάλι (1018-1078), σε επιστολή του με τίτλο Τῶ ἐπί τῶν δεήσεων (Σάθας 1876: 246), κάνει μια μεγάλης σημασίας αναφορά στο επεισόδιο της ανάληψης του Αλέξανδρου στους ουρανούς από το Μυθιστόρημα (βλέπε αναλυτικά το απόσπασμα στο κεφάλαιο 3.5.3.). Ο Νικηφόρος Βασιλάκης, εγκωμιάζοντας τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό για τις νίκες του εναντίον των εμίρηδων της Μικρής Αρμενίας και Συρίας (1137-1138), τον αντιπαραβάλλει με τον Αλέξανδρο, μέσα από ένα επεισόδιο του Μυθιστορήματος, που απαντάται ήδη στη διασκευή α΄ (36-38, Καλλισθένης 2005: 156-166): πρόκειται για την αποστολή πρεσβείας με συνοδευτική επιστολή και περιπαικτικά «δώρα» από το Δαρείο στον Αλέξανδρο, μετά την κατάληψη της Τύρου: έναν ιμάντα (μαστίγιο) για να «εκπαιδεύεται» ο Αλέξανδρος, μία μπάλα (σφαίρα) για να παίζει και ένα κιβώτιο γεμάτο χρυσάφι, για να πληρώσει τους δικούς του, αν δεν έχει, για το ταξίδι της επιστροφής. Ο Αλέξανδρος βέβαια ανταπάντησε, σύμφωνα πάντα με την αφήγηση του Μυθιστορήματος, δίνοντας τη δική του ερμηνεία στα δώρα του Δαρείου. Η αναφορά του Βασιλάκη πιστοποιεί τη γνώση του Μυθιστορήματος όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τον αυτοκράτορα και το περιβάλλον του, στους οποίους, άλλωστε, απευθύνεται. Ενδιαφέρον υπάρχει και στη ρητή αναφορά του Βασιλάκη στον Καλλισθένη, ως συγγραφέα του αποσπάσματος και βέβαια του Μυθιστορήματος, («Τί μοι τὸν Ἀλέξανδρον ἀποθαυμάζεις, Καλλίσθενες,... σὺ τὸν ἱμάντα, τὴν σφαῖραν, τὸ χρυσο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 222 297 ῦν καί χρυσοῦ κιβώτιον ὡς ἐπὶ τὸ μέλλον ἀνάγεις...») , στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι ήταν οι βυζαντινοί λόγιοι που απέδωσαν το Μυθιστόρημα στον Καλλισθένη. Στην απαντητική επιστολή που ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, αυτοκράτορας της Νίκαιας (1254- 1258), έστειλε στο Γεώργιο Μουζαλώνα σχετικά με την αξία της φιλίας του ηγεμόνα προς τους υπηκόους του (βλέπε και κεφ. 3.3, 3.4), χρησιμοποιεί ως το κατάλληλο πρότυπο ακριβώς τη σχέση και τη φιλία που έκτισε ο Αλέξανδρος με τους υπηκόους του. Στο τέλος, καταλήγει: «Διά ταῦτα πάντα τοῖς οἰκείοις δοὐλοις ἐξ ἀρετῶν ὁ δεσπότης συναγαλματωθείς εἰκονίζει τό ἄρχον καί τό ἀρχόμενον. ἀλλ’ ἀτενίσατε, ἡγεμόνες καί δοῦλοι ἄπαντες, πρός ταύτην τήν καλήν ἀγαλματουργίαν, ἀναμάξαστε ἀρετάς, ἀντλήσατε ἰδιώματα….» . Ο Λάσκαρης κάνει σαφή αναφορά στο δεσπότη, δηλαδή στον Αλέξανδρο, 298 που «συναγαλματώθηκε» σε σύμπλεγμα μαζί με τον πιστό του υπήκοο. Πρόκειται για μοτίβο παρμένο από την παράδοση του Μυθιστορήματος και συγκεκριμένα την παραλλαγή γ΄, σύμφωνα με την οποία στον τάφο του Αλέξανδρου, στην Αλεξάνδρεια, τοποθετήθηκε αγαλματικό σύμπλεγμα που τον απεικονίζει με το Χαρμίδη, πιστό του στρατιώτη, λίγο πριν ο Μακεδόνας βασιλιάς φύγει από τη ζωή (Καλλισθένης 2005:514). Επομένως, φαίνεται πως το Μυθιστόρημα ήταν ιδιαίτερα οικείο και στους βυζαντινούς αυτοκράτορες, ώστε να γνωρίζουν τα επεισόδιά του και να τα αξιοποιούν ρητορικά μέσα από εγκώμια, ρητορικά έργα, επιστολές. Η οικειότητα αυτή θα αποδειχθεί με πρόσθετα τεκμήρια και στη συνέχεια. Σε πολλά άλλα βυζαντινά κείμενα ανιχνεύεται η παρουσία του Αλέξανδρου, όπως σε κείμενα αποκαλυπτικού χαρακτήρα. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, στον πρώιμο 5 ο αιώνα, συνδέει τον Αλέξανδρο με το όραμα του Ζαχαρία με τα τέσσερα άρματα, αποδίδοντας στον Αλέξανδρο το λευκό άρμα (Demandt 2009: 421). Κατά το έτος 692 γράφτηκε στα συριακά η Αποκάλυψη του Ψευδο –Μεθοδίου και μεταφράστηκε στα ελληνικά περίπου 10 χρόνια αργότερα. Στο ελληνικό αυτό εσχατολογικό κείμενο 299 αναφέρονται οι Άραβες ως Ισμαηλίτες, οι οποίοι επιχειρούν εισβολές εναντίον του βιβλικού και χριστιανικού κόσμου, ωστόσο ηττώνται από το Γεδεών και το «βασιλιά των Ρωμαίων» αντίστοιχα, αν και προκάλεσαν τον εξισλαμισμό πολλών πιστών. Μεταξύ της πρώτης και δεύτερης εισβολής των Αράβων εμφανίζονται και οι «ακάθαρτοι», βάρβαροι λαοί Γωγ και Μαγώγ, (που προέρχονται ως ονομασίες από τη βιβλική παράδοση, βλέπε και υποσημείωση 221), λαοί που «τρώνε τις σάρκες των 297 R. Maisano, Niceforo Basilace. Gli encomi per l'imperatore e per il patriarca [Byzantina et neo- hellenica neapolitana 5. Naples 1977, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 298 L. Tartaglia, \"L'opuscolo De subiectorum in principem officiis di Teodoro II Lascaris,\"Δίπτυχα 2 (1980-1981): 196-209, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015). 299 Ο πραγματικός Μεθόδιος ήταν επίσκοπος Πατάρων κατά το 311 (Stoneman 2011: 244). Ο Garstad τοποθετεί τη χρονολόγηση του ελληνικού κειμένου μεταξύ των ετών 694-727, καθώς το 727 περίπου έχουμε και την πρωιμότερη λατινική μετάφραση από τα ελληνικά (Garstad 2012: ix). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 223 νεκρών και τα έμβρυα», τους οποίους ο Αλέξανδρος απέκλεισε στις εσχατιές του πολιτισμού (στο μακρινό βορρά), όταν τους καταδίωξε και –μετά από προσευχή στο θεό – τους έκλεισε πίσω από δύο βουνά, τους Μάζους του βορρά, οι οποίοι θαυματουργώς μετακινήθηκαν και έκλεισαν, αφήνοντας μόνο ένα μικρό άνοιγμα πλάτους δώδεκα πήχεων. Το άνοιγμα αυτό ο Αλέξανδρος το έκλεισε με αδιαπέραστες, χάλκινες πύλες, επιχρισμένες με «ασίκητο», υλικό απρόσβλητο από φωτιά και σίδερο. Ωστόσο, οι λαοί αυτοί, κατά το τέλος του χρόνου, θα απελευθερωθούν και θα ξεχυθούν εναντίον του πολιτισμένου κόσμου για την τελευταία μάχη. Τότε θα τους αντιμετωπίσει ξανά ο «βασιλιάς των Ρωμαίων και Ελλήνων», ο οποίος θα τους νικήσει, θα βαδίσει προς την Ιερουσαλήμ, όπου και θα πεθάνει, για να ακολουθήσει η εμφάνιση του αντίχριστου, του «γιου του ολέθρου», η εξαπάτηση των πιστών από αυτόν, η ήττα του από τους Ενώχ και Ηλία και τέλος η Δευτέρα Παρουσία. Στο ελληνικό κείμενο του ψευδο –Μεθόδιου , ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως γιος του Φιλίππου και της Χουσήθ, κόρης του βασιλιά της Αιθιοπίας, και αναφέρεται ως «τύραννος των Ελλήνων», κτίστης της Αλεξάνδρειας, στην οποία βασίλευσε δέκα χρόνια (!) και κατακτητής της γης, ενώ στο συριακό κείμενο αναφέρεται ως «βασιλιάς των βασιλέων» και ως «βασιλιάς των Μακεδόνων» (Alexander 1985: 56, Garstad 2012: xiv- xv, 22-26). Το επεισόδιο με τους Γωγ και Μαγώγ ενσωματώθηκε σχεδόν αυτούσιο στις μεσαιωνικές ελληνικές παραλλαγές της Διήγησης του Αλέξανδρου, με αρχή την παραλλαγή ε΄ των μέσων του 8 αιώνα ( ή ίσως λίγο αργότερα κατά τον 9 αιώνα: ου ο βλέπε σε αντιπαραβολή Stoneman 2011: 241, 244, Aerts 2011: 27-30, Juanno 2015 (2002): 477- 478, 522). Έτσι, σύμφωνα και με την περιγραφή της γ΄ παραλλαγής, ο Αλέξανδρος καταδίωξε τα έθνη αυτά (που αναφέρονται και ως ο στρατός του Ευρυμίνθη) για πενήντα μέρες, έως ότου έφτασαν σε δύο μεγάλα βουνά, στα σύνορα του γνωστού κόσμου, στους Μαστούς του Βορρά. Εκεί προσευχήθηκε στο «θεό των θεών και κύριο ολόκληρης της πλάσης» και τον παρακάλεσε να ενώσει τα δύο βουνά μεταξύ τους, αποκλείοντας τα ακάθαρτα έθνη. Η προσευχή του Αλέξανδρου εισακούστηκε, τα βουνά ενώθηκαν και στο στενό άνοιγμα που απέμεινε, ο Αλέξανδρος έκτισε τις «Κασπίες Πύλες» αλειμμένες με το ασίκητο , απρόσβλητο υλικό από φωτιά και σίδερο 300 (Καλλισθένης 2005: 461-465). Είναι φανερό ότι με την προσευχή στο Θεό και την ένωση των δύο βουνών ο Αλέξανδρος λαμβάνει βιβλικές διαστάσεις και παραλληλίζεται με το Μωυσή και τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας. Παράλληλα, πολιτικογραφείται ως πιστός εν Θεώ χριστιανός αυτοκράτορας. Η Αποκάλυψη του Ψευδο –Μεθοδίου παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ως ιδρυτή και βασιλιά του τέταρτου βασιλείου της προφητείας του Δανιήλ, της τελευταίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ως χριστιανό προπάτορα όλων των ηγεμόνων της Ρώμης, της 300 Το οποίο ίσως να μπορεί να ταυτιστεί με το διαμάντι, βλέπε Juanno 2015 (2002): 502-503.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 224 Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Η Αποκάλυψη του Ψευδο –Μεθοδίου υπήρξε μια από τις πρώτες αντιδράσεις στην εξάπλωση του Ισλάμ σε εσχατολογικό επίπεδο και επηρέασε και μεταγενέστερα αποκαλυπτικού χαρακτήρα ελληνικά συγγράμματα, όπως Ο Βίος του Ανδρέα του Σαλού, γραμμένος από το Νικηφόρο τον Πρεσβύτερο της Αγίας Σοφίας, κατά το πρώτο μισό του 10 αιώνα, με παρόμοια αναφορά για την πύλη ου του Αλέξανδρου και τους βάρβαρους λαούς, που αυτή τη φορά τοποθετούνται στην 301 Ινδία . Αναφορά στον Αλέξανδρο και στον αποκλεισμό των Γωγ και Μαγώγ κάνει και ο Νικήτας Βυζάντιος, Έλληνας φιλόσοφος του 9 αιώνα στο έργο του Ανατροπή ου της παρά του Άραβος Μωάμετ Πλαστογραφηθείσης Βίβλου (Migne 1862: 768, Aerts 2011: 25, 302 28, 32, Doufikar-Aerts 2011: 42). Αντίστοιχη αναφορά στους αποκλεισμένους από τον Αλέξανδρο Γωγ και Μαγώγ, που θα ξεχυθούν στους έσχατους χρόνους να καταστρέψουν την οικουμένη, υπάρχει και στην Αποκάλυψη του Λέοντα πρεσβυτέρου του Κωνσταντινουπολίτη, κείμενο αποκαλυπτικό με έμφαση στα οράματα του Δανιήλ των αρχών του 9 αιώνα. Τέλος, ο Αλέξανδρος αναφέρεται και στο αποκαλυπτικό ου 303 κείμενο του ψευδο-Δανιήλ ως «Μέγας Φίλιππος», θεόσταλτος ηγεμόνας των πόλεων Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης (Stoneman 2012 A: xii). Το στοιχείο που ξεχωρίζει ιδιαίτερα από τις καταγραφές του Αλέξανδρου στα αποκαλυπτικά βυζαντινά κείμενα είναι ακριβώς η σύνδεσή του με τη χριστιανική πίστη, τη γραμμή άμυνας που προτάσσει η αυτοκρατορία έναντι των μουσουλμάνων Αράβων, οι οποίοι, εμπνεόμενοι από τον «Ιερό Πόλεμο», απειλούν την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας, φτάνοντας δύο φορές μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Η ιδέα αυτή του χριστιανικού έθνους, που μάχεται κατά των απίστων υπέρ βωμών και εστιών, έχει περιγραφεί στην έρευνα ως ένας πρώτος βυζαντινός εθνικισμός, βασισμένος στη χριστιανική πίστη (Αρβελέρ 1997: 42-48). Το ότι στα αποκαλυπτικά κείμενα της εποχής εμφανίζεται κι ο Αλέξανδρος να εντάσσεται σε αυτό το χριστιανικό πλαίσιο, οπωσδήποτε όχι μόνο φανερώνει τη δυναμική του συμβολισμού του και την αναγνωρισιμότητά του από τις λαϊκές μάζες - μεταξύ των οποίων κυκλοφορούσαν οι διάφορες αποκαλύψεις -, αλλά και πιστοποιεί πως το Βυζάντιο στηριζόταν πάντα, εκτός από τη χριστιανική πίστη και στην αρχαιοελληνική κληρονομιά -εκφραστής της οποίας είναι ο Αλέξανδρος - ως πλαίσιο ταυτότητας, άμυνας και αντίστασης, πέρα από το πολιτισμικό πλαίσιο. 301 Τό γάρ ἒτος ἐκεῖνο ἀποφράξει Κύριος ὁ Θεός τάς πύλας τάς ἐν Ἰνδία, ἂς ἒκλεισεν Ἀλέξανδρος ό τῶν Μακεδόνων, καί ἐξελεύσονται βασιλεῖαι ἑβδομήκοντα δύο ἂμα τῶ λαῶ αὐτῶν, τά λεγόμενα ῥυπαρά ἒθνη…καί διασκορπισθήσονται ἐν πάση τῆ γῆ ὑπ’ οὐρανόν, σάρκας ἀνθρώπων ζώσας ἐσθίοντες, καί τό αἷμα πίνοντες… (απόσπασμα από το Βίο του Ανδρέα του Σαλού από Aerts 2011: 25). 302 J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CV, 1862, Ελεγκτικός ΙΖ’, 768. 303 R. Maisano, L'Apocalisse apocrifa di Leone di Costantinopoli [Nobilità dello spirito (nuova serie) 3. Naples: Morano, 1975, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (2.10.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 225 Σε μια παραλλαγή του γραπτού Ad Theophilum, - ένα βυζαντινό κείμενο, που αποδίδει μια υποτιθέμενη επιστολή των τριών Πατριαρχών της ανατολής στον αυτοκράτορα Θεόφιλο και χρονολογείται μάλλον μετά την αναστήλωση των εικόνων – η συνάντηση του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ με τον εικονόφιλο ερημίτη Σαββάτιο αντιπαραβάλλεται με τη συνάντηση του Αλέξανδρου με το θεό Σάραπη και το πνεύμα του Φαραώ Σεσόνχωση στην Αιθιοπία, επεισόδιο της διήγησης του Μυθιστορήματος. Η αντιπαραβολή αυτή δεν είναι απλώς μια επίδειξη γνώσης κλασικής παιδείας από έναν ανώνυμο βυζαντινό λόγιο, αλλά συμβολικά στοχεύει σε σχολιασμό προσώπων και καταστάσεων της σύγχρονης του συγγραφέα βυζαντινής πραγματικότητας, ακόμα και ως λανθάνουσα κριτική. Το ίδιο ακριβώς επιτυγχάνεται και σε άλλο σημείο της παραλλαγής του Ad Theοphilum, όταν το τέλος της βασιλείας του ειρηνόφιλου αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄ σημαδεύεται από τη γέννηση ενός τερατόμορφου παιδιού, στοιχείο που αντλείται επίσης από το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου (Gero 1992: 83-85, Καμπούρη 1997:203). Επίσης, στο Βίο του Μακαρίου Ρωμανού, ένα κείμενο των αρχών του 7 αιώνα, περιγράφεται το περιπετειώδες ταξίδι κάποιων ου μοναχών από τους Αγίους Τόπους και τη Μεσοποταμία, στην Περσία και στην Ινδία και ακόμη πιο πέρα. Στο ταξίδι αυτό, αντιμετωπίζουν κάθε λογής τέρατα και τερατόμορφους ανθρώπους και βρίσκουν την αψίδα του Αλέξανδρου, με μια επιγραφή του ίδιου του Μακεδόνα βασιλιά, που περιέχει οδηγίες για το σωστό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν, προκειμένου να περάσουν από τη Γη του Σκότους… Είναι σαφές ότι η διήγηση αυτή αντλεί πολλά στοιχεία από το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, συμπεριλαμβανομένης και της αψίδας. Σε ένα ακόμα βυζαντινό αγιολογικό κείμενο, ένας Παλαιστίνιος ερημίτης, ο Γεράσιμος, χρησιμοποιεί το «βιβλίο του βασιλιά Αλέξανδρου», προκειμένου να βρει τη γη των Μακάρων. Επομένως διαπιστώνεται η δημιουργική χρήση μοτίβων του Μυθιστορήματος, αλλά και της μορφής του Αλέξανδρου, στη χριστιανική παράδοση του Βυζαντίου καί μέσα στα αγιολογικά και εσχατολογικά κείμενα. (Gero 1992: 86-87). Σε ένα ανώνυμο βυζαντινό στιχούργημα του 14 αιώνα, ο Αλέξανδρος επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ και πείθεται εκεί να ου προσηλυτιστεί στην αληθινή πίστη (Оэтингоф / Турилов), μια αναφορά που είναι βέβαια παρμένη από την εβραϊκή παράδοση της επίσκεψης του Αλέξανδρου στην Ιερουσαλήμ, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο Μυθιστόρημα. Τέλος, ένα μικρό κείμενο, με τίτλο Βίβλος Ἀλεξάνδρου περιέχων τάς γλώσσας τῆς κοσμοποιίας, βασίζεται στο μοτίβο του πολύγλωσσου Αλέξανδρου, το οποίο, όπως είδαμε, υπήρχε στη διασκευή λ΄ και ανάγεται στον 8 ή 9 αιώνα (Juanno 2015 (2002): 525). ο ο Ακόμα και ο τίτλος «Μέγας» για τον Αλέξανδρο διατηρήθηκε στη βυζαντινή γραμματεία, έστω και σποραδικά, όπως μας επιτρέπει να συμπεράνουμε μια αναφορά του λεξικού της Σούδας, το οποίο γράφτηκε το 10 αιώνα: στο λήμμα Βραχμάν του ο λεξικού διαβάζουμε «…παραγενόμενος Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν καὶ στήσας στήλην

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 226 ἐπέγραψεν: ἐγὼ μέγας Ἀλέξανδρος βασιλεὺς ἔφθασα μέχρι τούτου», σηματοδοτώντας το τέλος της εκστρατείας του στην Ινδία, μια αναφορά βέβαια αναληθής ως προς το περιεχόμενο της στήλης. Ας σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο λήμμα είναι καταφανώς επηρεασμένο από τη Διήγηση του Αλέξανδρου, την οποία ο συντάκτης του λήμματος προφανώς θα γνώριζε πολύ καλά. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει αβίαστα, καθότι γίνεται λόγος στο περιεχόμενο του λήμματος για τους μακρόβιους Βραχμάνες που κατοικούν σε ένα νησί του Ωκεανού, το οποίο επισκέφτηκε ο Αλέξανδρος -σε έναν επίγειο παράδεισο χωρίς αρρώστιες, χωρίς τους μόχθους και τα βάσανα της καθημερινής ζωής, με διαρκή προσευχή και μακροζωία που φτάνει τα 150 χρόνια - μακριά από τις γυναίκες τους, τις οποίες επισκέπτονται σε τόπο εκτός του νησιού τους μόνο άπαξ ετησίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και για 40 μέρες με σκοπό την τεκνοποίηση . Η αναφορά αυτή του λεξικού της Σούδας αποτελεί άλλη μια απόδειξη 304 για την καθολική επίδραση του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη στο Βυζάντιο μια και πρόκειται ουσιαστικά για μεταφορά του οικείου επεισοδίου του Μυθιστορήματος. Τέλος, το πώς το Μυθιστόρημα επηρέασε τη βυζαντινή γραμματεία αποδεικνύεται και από ένα βυζαντινό στιχούργημα, που περιστρέφεται γύρω από το μοτίβο της υπόμνησης του θανάτου και της ματαιότητας των επίγειων μεγαλείων: Κἄν οὐρανούς, ἄνθρωπε, καί νέφη φθάσης, κἄν γῆς μετρήσης καί θαλάττης τά βάθη, κἄν τοῖς ἐλάφοις ὑπεραρθῆς ἐν δρόμοις κἄν τό χρυσίον, τό σουφίρ κυριεύσης, λίθον τάφου τρίπηχυν οὐχ ὑπεκδράμης. Στους παραπάνω στίχους, εκτός από το χρυσό και τα ζαφείρια που αποκτά ο Αλέξανδρος από την εκστρατεία του στην Ινδία, σύμφωνα με το Μυθιστόρημα, στοιχείο που επισημαίνει ο Stichel (1972: 137, όπου και οι στίχοι και η προέλευσή τους), αναγνωρίζουμε δύο ακόμη διάσημα επεισόδια του Μυθιστορήματος: την ανάληψη στους ουρανούς και την κατάδυση στη θάλασσα. Παρόμοιους στίχους συνέγραψε και ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ο Εφέσιος, στους οποίους συνδυάζεται το επεισόδιο της ανάληψης στους ουρανούς με το μοτίβο του θανάτου (1393-1445, Stichel 1971: 137). 304 http://www.stoa.org/solbin/search.pl?db=REAL&search_method=QUERY&login=guest&enlogin= guest&user_list=LIST&page_num=1&searchstr=Brahman&field=any&num_per_page=100 (διαδικτυακή έκδοση του λεξικού της Σούδας με δυνατότητα αναζήτησης, προσπέλαση 26.1.2014). Αυτή την αναφορά μάλιστα την παίρνει και ο Μάρκο Πόλο και τη μεταφέρει στο πλαίσιο της αφήγησης του «βιβλίου των θαυμάτων» του. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 227 3.3. Αυτοκρατορική ιδεολογία: ο Μέγας Αλέξανδρος ως πρότυπο των βυζαντινών αυτοκρατόρων Αλλά και στο επίπεδο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, για πολλούς βυζαντινούς αυτοκράτορες μαρτυρείται πως ο Αλέξανδρος αποτελούσε πρότυπο ανδρείου ηγεμόνα, σε συνέχεια της παράδοσης της Imitatio Alexandri των Ρωμαίων αυτοκρατόρων . Ήδη 305 για τον αυτοκράτορα και ιδρυτή της πόλης Μέγα Κωνσταντίνο αναφέρεται πως στη θέση του Στρατηγείου αρχικά είχε ιδρύσει το φόρουμ της πόλης και πως σ’ αυτόν το 306 χώρο ο ίδιος αυτοκράτορας, σε μια κίνηση ισχυρού συμβολισμού, είχε μεταφέρει έναν αρχαίο τρίποδα του Αλέξανδρου, όπως μας πληροφορούν οι Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί. Το κείμενο αυτό περιγράφει διάφορα μνημεία και κτήρια της Κωνσταντινούπολης και χρονολογείται τον 8 αιώνα («Ὁ τρίπους ὁ ἐν τῶ Στρατηγίω τῶ ο μεγάλω, καθά Προμούντιος Ἀλέξανδρον λέγει εἶναι τον Μακεδόνα», Cameron - Herrin 1984: 150). Ωστόσο η λέξη τρίπους στο κείμενο των Παραστάσεων θα μπορούσε να σημαίνει «άγαλμα» (Cameron - Herrin 1984: 264), άλλωστε τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως (μέρος του οποίου αποτελούν και οι Παραστάσεις Σύντομοι) μας πληροφορούν πως ο Κωνσταντίνος μετέφερε στο Στρατηγείο της Κωνσταντινούπολης ένα άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Χρυσόπολη, όπου στεκόταν για 648 χρόνια (Cameron - Herrin 1984: 265). Πιθανόν μάλιστα στον ανδριάντα αυτόν ο Αλέξανρος να ήταν έφιππος και να μετατράπηκε σε απεικόνιση του Μεγάλου Κωνσταντίνου ή να φιλοτεχνήθηκε εξαρχής ανδριάντας του έφιππου Κωνσταντίνου κατά τα αλεξάνδρεια πρότυπα (Σκαρλάτος 1851 (1993):409). Ίσως να πρόκειται για συνειδητή προσπάθεια μίμησης του Αλέξανδρου από τον Κωνσταντίνο: όπως εκείνος ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, έτσι και ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη , επομένως το πρότυπό του, ο 307 305 Βέβαια πρέπει να σημειωθεί πως δεν είναι μόνο ο Αλέξανδρος που αναφέρεται ως πρότυπο για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ενδεικτικά, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στο λόγο του Ὀποίον δεῖ εἶναι τόν βασιλέα, εκτός από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, αναφέρει κι άλλα παραδείγματα βασιλικής ή γενικότερα ηγετικής αρετής από ιστορικές προσωπικότητες, όπως ο Θηβαίος Επαμεινώνδας, ο Μιλτιάδης, ο Κύρος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Αιγύπτιος Φαραώ Σεσόγχωσης, ο Σολομώντας και βέβαια ο πατέρας του Αλέξανδρου Φίλιππος (Migne 1865 – PG 142-: 613-657). Ωστόσο, γενικότερα οι αναφορές στον Αλέξανδρο είναι περισσότερες, αποτελούν ένα σταθερό κοινό τόπο, έχουν πιο έντονο υμνητικό χαρακτήρα και κυρίως εμπεριέχουν έναν ιδιαίτερο ιδεολογικό συμβολισμό, που θα τον αναλύσουμε στη συνέχεια. 306 Το κτήριο αυτό ονομαζόταν Στρατηγείο διότι σε αυτό αναγορεύονταν και είχαν την έδρα τους οι δύο στρατηγοί του Βυζαντίου (Σκαρλάτος 1851 (1993): 409). 307 Η ενδεχόμενη συνειδητή μίμηση του Αλέξανδρου από τον Κωνσταντίνο στην προκειμένη περίπτωση ενισχύεται και από ένα ακόμη στοιχείο: σε παρακείμενη του αγάλματος λίθινη στήλη ο Κωνσταντίνος ανέγραψε όλα τα προνόμια που χορήγησε στη «Νέα Ρώμη», κατά μίμηση της παλιάς (Σκαρλάτος 151 (1993): 409).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 228 Αλέξανδρος, σαφώς και έπρέπε συμβολικά να ενυπάρχει σ’ αυτήν μέσω της «εικόνας» του, δηλαδή του αγάλματός του. Άλλωστε και ο Ευσέβιος Καισάρειας (Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως) συγκρίνει τον Κωνσταντίνο με τον Αλέξανδρο (Βασιλακοπούλου 1999: 1305, βλέπε αναλυτικά και κεφάλαιο 2.1.). Επιπλέον, σε ένα μετάλλιο εκεινης της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου (σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι) απεικονίζεται σε προφίλ ο ίδιος ασπιδοφόρος και δορυφόρος μαζί μεμια δεύτερη ανδρική προτομή πίσω του, επίσης σε προφίλ, η οποία από ορισμένους ερευνητές ερμηνεύεται ως απεικόνιση του ίδιου του Αλέξανδρου. Μάλλον όμως πρόκειται για το θεό Ήλιο, αφού η μορφή αυτή φέρει στεφάνι με ακτίνες στην κεφαλή. Άλλωστε, πρόσθετο τεκμήριο αποτελεί η απεικόνιση του άρματος του θεού Ήλιου στην επιφάνεια της ασπίδας του Κωνσταντίνου. Θα μπορούσε, βεβαια, να είναι και ο Αλέξανδρος –Ήλιος, όπως είχε ήδη καθιερωθεί μέσα από το συγκρητισμό της μορφής του, στοιχείο που αναλύθηκε στο κεφάλαιο 2.2. (βλέπε και υποσημείωση 114). Όπως και να έχει, το αλεξάνδρειο πρότυπο στο μετάλλιο αυτό τεκμηριώνεται από την επιγραφή που φέρει περιμετρικά: INVICTUS CONSTANTINUS MAGNUS, «Ανίκητος Κωνσταντίνος Μέγας». Τέλος, ο Μέγας Κωνσταντίνος συνέχισε και μια μακραίωνη λατρευτική παράδοση που είχε ξεκινήσει ο Αλέξανδρος και είχαν υιοθετήσει και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες: την απόδοση τιμών στα αγάλματά του, που ήταν στημένα σε δημόσιους χώρους της Κωνσταντινούπολης. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε στο Βυζάντιο ως τον 8 αιώνα κι έτσι ο κάθε φορά που ενθρονίζονταν ένας νέος ηγεμόνας το άγαλμά του γινόταν αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας με γιορτές και πανηγυρισμούς, όπως για παράδειγμα το αργυρό άγαλμα της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, που στήθηκε απέναντι από την Αγία Σοφία το 403 (Παπαϊωάννου 2013:85). Η ειδωλολατρική αυτή παράδοση δεν άρμοζε με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ωστόσο φανερώνει πόσο ισχυρή ήταν η παράδοση της λατρείας του ηγεμόνα, όπως καθιερώθηκε από τον Αλέξανδρο, ώστε να επιβιώσει τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα στο χριστιανικό Βυζάντιο. Η σύγκριση με τον Αλέξανδρο γίνεται κοινός τόπος σε αναφορές βυζαντινών συγγραφέων για τους αυτοκράτορές τους στα διάφορα εγκώμια αυτοκρατόρων . Ο 308 Θεμίστιος, σε λόγο του, κρίνει τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο «φιλοσοφώτερο» από τον 308 Τις βάσεις για το πώς θα πρέπει να είναι δομημένο ένα εγκώμιο αυτοκράτορα φαίνεται πως τις έθεσε ο ρήτορας Μένανδρος από τη Λαοδίκεια της Συρίας (γύρω στο 300 μ.Χ.). Το εγκώμιο, είδος της επιδεικτικής ρητορικής, σύμφωνα με τις οδηγίες του Μενάνδρου, πρέπει να εξαίρει όλες τις θετικές ιδιότητες ενός αυτοκράτορα, αλλά να αποκρύπτει τα αρνητικά του σημεία. Η έρευνα δείχνει πως οι βυζαντινοί συγγρφείς όλων των αιώνων ακολούθησαν πιστά τις οδηγίες του Μενάνδρου για τη συγγραφή επιδεικτικών λόγων, στους οποίους θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον επιτάφιο, τη μονωδία (θρήνο), τον προσφωνητικό λόγο και τον επιθαλάμιο (γαμήλιο). Βλέπε περισσότερα σε Hunger 1987 (1978): 156-157, 196 κ.ε. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 229 Αλέξανδρο του Φιλίππου (Βασιλακοπούλου 1999: 1305). Ο Λιβάνιος επίσης στο βασιλικό λόγο εἰς Κωνστάντιον καί Κώνσταντα τους συγκρίνει με τον Αλέξανδρο, με στόχο βέβαια να τους βγάλει ανώτερους από τον αρχαίο Έλληνα βασιλιά, καθώς αυτοί από την αρχή είχαν μια σταθερή εξουσία πάνω σε εδάφη, την οποία διατήρησαν και στη συνέχεια, ενώ ο Αλέξανδρος κατακτούσε γη, την οποία αφαιρούσε από άλλους. Έτσι, καταλήγει ο Λιβάνιος, ο Αλέξανδρος, αλλά και ο Κύρος και ο Δαρείος είναι κατώτεροι από την 309 επικρατούσα αντίληψη για αυτούς . Για το Φιλοστόργιο, ο Ιουλιανός φιλοδοξούσε να γίνει «ο Νέος Αλέξανδρος, από τη Μακεδονία» . Ο Θεμίστιος πάλι, σε λόγο του προς 310 το Θεοδόσιο το Μέγα (Εἰς Θεοδόσιον. τις ἡ βασιλικωτάτη τῶν ἀρετῶν) του λέει να μετατρέψει τον ηγέτη των Γετών από εχθρό σε πιστό φίλο και σύμμαχο, όπως ο Αλέξανδρος έκανε με τον Πώρο, ο Αρταξέρξης με το Θεμιστοκλή και οι Ρωμαιοι με το Λίβυο Μασσανάσση. Σε άλλο λόγο του πάλι στον ίδιο αυτοκράτορα, με τίτλο «Πρὸς τοὺς αἰτιασαμένους ἐπὶ τῷ δέξασθαι τὴν ἀρχήν», αναφέρει ότι ο Θεοδόσιος ξεπερνά σε φιλοτιμία και τον Αλέξανδρο το Μέγα, παρόλο που αυτός είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη και ξανάκτισε τα Στάγειρα. Αλλού πάλι ο Θεμίστιος τονίζει, μέσα από το 311 παράδειγμα του Αλέξανδρου με τον Πώρο, πόσο θετικό είναι ο βασιλιάς να επιδεικνύει μεγαλοψυχία στον ηττημένο αντίπαλο. Γενικότερα, ο Θεμίστιος κάνει πολλές αναφορές στον Αλέξανδρο στους λόγους του, τονίζοντας κατεξοχήν τα θετικά του στοιχεία. Ο Σώπατρος από την Αντιόχεια, σε λόγο του προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το 387 μ.Χ., τον επαινεί για την επιείκεια που επέδειξε έναντι της εξεγερμένης γενέθλιας πόλης του, σε αντίθεση με τη σκληρότητα που επέδειξε ο Αλέξανδρος απέναντι στη Θήβα (Lushen 2013: 110). Ακόμη και ο Λιβάνιος, στο λόγο του Πρός Θεοδόσιον τόν βασιλέα ἐπί ταῖς διαλαγαῖς, τονίζει πως ο Θεοδόσιος νικά σε ημερότητα «τόν τοῦ Διός παῖδα δόξαντα εἶναι τόν Ἀλέξανδρον», φέρνοντας ως παράδειγμα την καταστροφή της Θήβας. Κατά το ρήτορα Προκόπιο από τη Γάζα, ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α΄ (491-518) διακρίνεται για το βασιλικό φρόνημα, όπως ο Αλέξανδρος . 312 309 Λιβάνιος, Βασιλικός στον Κωνστάντιο και Κώνσταντα, oratio 59, σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae. 310 Βασιλακοπούλου 1999: 1305 311 G. Downey and H. Schenkl, Themistii orationes quae supersunt, vol. 1, Leipzig: Teubner, 1965, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (26.9.2015). 312 Γενικότερα, το όνομα Μακεδών αναφερόταν από τους βυζαντινούς ως ταυτόσημο με τη γενναιότητα και τη νίκη (Δεληκάρη 2008: 142). Παράλληλα, διατήρησε και την ιστορική, ελληνική – βυζαντινή σημασία του, καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη ψηφιδωτής επιγραφής, μεγάλων διαστάσεων, μοναδικού χαρακτήρα, που βρέθηκε σε δάπεδο βασιλικής της πόλης των Φιλίππων και σήμερα εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της περιοχής. Η επιγραφή χρονολογείται με ασφάλεια στον 6 αιώνα και αναφέρει την εκκλησία των ο Φιλίππων ως ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΕΝ ΤΗ (ΠΟΛΗ) ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Η Χρονογραφία του Θεοφάνη αναφέρει πως το έτος 6248 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το έτος 739) και 1063 έτη από την

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 230 Κολακεύοντας τον Αναστάσιο ο Προκόπιος γράφει στον Πανηγυρικόν εις Αναστάσιον λόγο του: «Αρχικά δεν πίστευα σ’ αυτά που μάθαινα και μου φαίνονταν ένα μύθευμα, ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος βασίλεψε με αξιοσύνη και ότι από τα χέρια του έρρεε χρυσός στους υπηκόους του και ότι ο ίδιος τιθάσευσε τις ηδονές του σώματος και έγινε ανώτερος από τη φύση του. Τώρα όμως βλέπω με έργα να γίνονται αυτά που θαύμαζα ακούγοντάς τα και γνωρίζω πλέον ότι, αν ο Αλέξανδρος ήταν τέτοιος, σαν κι αυτόν που αποδείχθηκες εσύ στην πράξη ότι είσαι για μας, τότε πείθομαι ότι πράγματι κι αυτός τους νίκησε όλους στη μάχη και πως είναι γιος του Διός και ότι ο Φίλιππος απατήθηκε (από την Ολυμπιάδα)» . 313 εποχή του Φιλίππου σύμφωνα με τους Μακεδόνες, επιβλήθηκε έκτακτος φόρος στους Κωνσταντινουπολίτες (Κουστένης 2007: 1119). Βλέπουμε λοιπόν πως 1075 χρόνια μετά το θάνατο του Φιλίππου, στους Μακεδόνες του Βυζαντίου εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ ημερολόγιο βασισμένο στον ο πατέρα του Αλέξανδρου. Ο Ιωάννης Καμενιάτης, που γράφει το 10 αιώνα, αναφερόμενος στην πατρίδα του, τη Θεσσαλονίκη, τη χαρακτηρίζει πρώτη των Μακεδόνων. Επίσης ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει πως η Θεσσαλονίκη μητρόπολις της Μακεδονίας εστί (Δεληκάρη 2008: 145) και τετρακόσια χρόνια αργότερα ο λόγιος της πόλης Νικόλαος Καβάσιλας δηλώνει περήφανα πως «Ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις (η Θεσσαλονίκη) κατέχει τόσο περίοπτη θέση …ώστε να αποστέλλει την πνευματική της παραγωγή σε άλλες πόλεις. Δεν υπάρχει νομίζω κανένας από τους απανταχού Έλληνες ο οποίος να μη θεωρεί τη Θεσσαλονίκη πρόγονο και μητέρα της πνευματικής του παιδείας,… που γεννά καθημερινά λαμπρούς ρήτορες ή πλατωνικούς και αριστοτελικούς φιλοσόφους,…οι οποίοι δημιουργούν βιβλία…απόλαυση για τους απογόνους των Ελλήνων…» (Βακαλόπουλος 2008: 98, Καράμπελιας 2011: 197-198, όπου και το πλήρες απόσπασμα και στο πρωτότυπο). Άλλωστε αξίζει να αναφερθεί πως ακόμα και στις πρωτοσλαβικές μεσαιωνικές γραπτές πηγές η Μακεδονία αναφέρεται ως ελληνική γη: για παράδειγμα, ο Βούλγαρος Ευθύμιος Τυρνόβου (1320-1401) στο έργο του Βίος του Ιλαρίωνα Μογλενών γράφει, αναφερόμενος στο Βούλγαρο τσάρο Καλογιάννη: «Πολύ ανδρείος ήταν τότε, κατέλαβε μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, τη Θράκη δηλαδή και τη Μακεδονία…» (Δεληκάρη 2008: 160-161, όπου και πολλές άλλες αναφορές). Τέλος και οι μουσουλμάνοι φαίνεται πως ενέτασσαν τη Μακεδονία σε ελληνικό πλαίσιο: ο Ρασίντ αλ Ντιν στο έργο του Η ιστορία του κόσμου (αρχές 14 αιώνα) αναφέρει το Βυζάντιο ως χώρα των Γιουνάν, δηλαδή των Ιώνων, δηλαδή των ου Ελλήνων και ότι ο ηγεμόνας του, ο «πατρίκιος της Μακεδονίας» είναι πολύ πλούσιος και έχει ένα τεράστιο στρατό υπό την εξουσία του. Μάλιστα περιγράφει τον Όλυμπο ως το κύριο βασικό γεωγραφικό χαρακτηριστικό αυτής της μεγάλης αυτοκρατορίας. Η παραπάνω αναφορά αποδεικνύει πως και στη συνείδηση των Αράβων μουσουλμάνων η Μακεδονία είχε ταυτιστεί με την ουσία της βυζαντινής αυτοκρατορίας (Georganteli 2012: 147). 313 «Ἀλέξανδρον δέ τόν Φιλίππου πυθόμενος ἀξίαν γνώμην τῆς τοιαύτης παρέχεσθαι βασιλείας, χρυσίου ῥέουσαν προτείνοντα χεῖρα τοῖς ὑπηκόοις, καί τῶν τοῦ σώματος ἡδονῶν κρατοῦντα, ἤδη δέ καί κρείττονος γενέσθαι φύσεως, πρώην μέν ἠπίστουν, καί μύθος ἅλλως ἐδόκει μοι τοῦτο καί πλάσμα. Νῦν δέ τοῖς ἔργοις ὁρῶ, ἅ τοῖς λόγοις ἀκούων ἐθαύμαζον. Τοσοῦτον περί τούτου γινώσκω. Εἰ τοιοῦτος ἦν ἐκεῖνος, οἷος ἡμῖν αὐτός προῆλθες τῆ πείρα, πείθομαι τοῦτον τοῖς πᾶσι νενικηκέναι, καί Διός εἶναι παῖδα, καί Φίλιππον ἡπατῆσθαι» (Migne 1865 B: 2324). Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά πως ο Αναστάσιος ονομαζόταν από τους συγχρόνους του «δίκορος», επειδή ακριβώς το ένα του μάτι ήταν μαύρο, ενώ το άλλο γαλανό Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 231 Σε μια πραγματεία γραμμένη τον 6 αιώνα ο ιστορικός Μένανδρος Προστάτης ο συνιστά ακριβώς τη σύγκριση με τον Αλέξανδρο προκειμένου να δοξάσει κάποιος τα αυτοκρατορικά ιδεώδη (Nikitin, Balakhanova, Khimin 2012: 70). Ο μαθητής του Προκόπιου Χορίκιος από τη Γάζα, σε λὀγο που εκφωνεί για τη γιορτή των Βρουμάλιων το 530, συγκρίνει τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό με τον Αλέξανδρο, το γιο του Φιλίππου, ο οποίος επίσης έδωσε μια γιορτή μετά τη νίκη του κατά των Περσών. Σε άλλο λόγο του πάλι αναφέρεται στην προτίμηση του Αλέξανδρου στο Λύσιππο (Luschen 2013: 136). Νέος Αλέξανδρος χαρακτηρίζεται και ο μεγάλος Βελισάριος, στρατηγός του Ιουστινιανού, στην Ιστορία του Βελισαρίου, που όμως είναι μεταγενέστερο δημιούργημα της εποχής του βυζαντινού στρατηγού, με το αρχικό κείμενο να χρονολογείται στον 14 αιώνα . Ο ο 314 εξαίρετος υμνογράφος Γεώργιος Πισίδης στην Ηρακλειάδα του, έργο στο οποίο υμνεί τα κατορθώματα του Αυτοκράτορα Ηράκλειου κατά των Περσών, μέχρι την τελική νίκη εναντίον του Πέρση ηγεμόνα Χοσρόη το 627, αντιπαραβάλλει το βυζαντινό αυτοκράτορα με τον Αλέξανδρο με τους παρακάτω στίχους: «Ἤδη γὰρ ὁ Πλούταρχος ἐξᾶραι θέλων / τὸν τοῦ Φιλίππου καὶ πρὸς ὕψος ἁρπᾶσαι /ἔσπευδε δεῖξαι πᾶσιν ὡς ἐναντίαι / κατεῖχον αὐτὸν ἀντιπράττουσαι τύχαι»˙ Και συνεχίζει τονίζοντας πως ο Αλέξανδρος τελικά, εκτός από την τύχη είχε με το μέρος του και ικανότατους συμμάχους και στρατιώτες, ενώ ο Ηράκλειος είχε στρατό «γέμοντα περσικού φόβου» και πως τελικά με την πειθώ του και την ικανότητά του στα όπλα κατάφερε να μετατρέψει τους αρχικά άτολμους και φυγόμαχους στρατιώτες του σε γενναίους μαχητές και διώκτες των Περσών . Σε ένα άλλο του ποίημα πάλι, την 315 Περσική Εκστρατεία, ο Πισίδης εγκωμιάζει τις τακτικές μάχης του Ηρακλείου ως σοφότερες από αυτές του Αλέξανδρου, έτσι ώστε ο πρώτος να είναι βασιλιάς από τη φύση του, ενώ ο δεύτερος απλά από κληρονομιά. Επομένως, χρησιμοποιεί το μοτίβο της σύγκρισης για να εξυψώσει τον Ηράκλειο, (Stewart 2014: 10). κάτι που θα αποτελέσει κοινό τόπο στους υμνητές βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ο Πισίδης ήταν σύγχρονος του Ηράκλειου και μάλλον στην υπηρεσία του πατριάρχη Σεργίου ως κληρικός, ωστόσο το έργο του είχε μακρά επίδραση, καθότι αναφέρεται και στο μεταγενέστερο λεξικό της Σούδας (Stewart 2014: 10). Γενικότερα, η προβολή του Ηρακλείου ως Νέου Αλεξάνδρου φαίνεται πως ήταν κοινός τόπος στους βυζαντινούς συγγραφείς της εποχής της (Εφταλιώτης 1901), κάτι που, βεβαίως, θυμίζει το αντίστοιχο χαρακτηριστικό που απέδιδε η παράδοση και το Μυθιστόρημα στον Αλέξανδρο. 314 W.F. Bakker and A.F. van Gemert, Ἱστορία τοῦ Βελισαρίου [Βυζαντινὴ καὶ Νεοελληνικὴ Βιβλιοθήκη 6. Ἀθήνα: Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, 2007, πρωτότυπο κείμενο από ου ου http://stephanus.tlg.uci.edu/ Η ιστορία του Βελισαρίου σώζεται σε χειρόγραφα του 15 και 16 αιώνα, καθώς και σε βενετικές εκδόσεις του 16 . ου 315 Μπορεί να διαβάσει κανείς το ποίημα Ηρακλιάς του Γεωργίου Πισίδη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.portaaurea.gr/gpisides01.html

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 232 καθοριστικής για το μέλλον της αυτοκρατορίας βασιλείας του (610-641), καθότι ο αυτοκράτορας αυτός, με την ακατάβλητη δύναμη, την επιμονή και το προσωπικό του θάρρος στο πεδίο της μάχης, συνέτριψε τους Πέρσες στην ανατολή, καταγάγοντας περιφανείς νίκες, από την Ισσό ως τη Νινευή. Αρμενικά και γεωργιανά χρονικά αναφέρουν τόσο τον Αλέξανδρο όσο και τον Ηράκλειο ως «Βασιλιά των Ελλήνων», που θα υλοποιήσει την προφητεία του Δανιήλ. Σύμφωνα με το Θεοφύλακτο Σιμοκάττη ακόμα και ο μεγάλος αντίπαλος του Ηρακλείου, ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης, πίστεψε πως οι νίκες του Αλέξανδρου θα πιστωθούν στον ίδιο (Stewart 2014: 7). Τέλος δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής και ο συσχετισμός του ονόματος του Ηράκλειου με τον Ηρακλή, το μυθικό πρόγονο του Αλέξανδρου, αλλά και η αποτύπωση στη βυζαντινή τέχνη της μορφής του Ηρακλείου ως «Νέου Αλέξανδρου» (βλέπε παρακάτω κεφάλαιο 3.5.1). Τον 10 αιώνα, ο Θεοδόσιος Διάκονος, ο υμνητής του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ ο και του στρατηγού του και μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, στον εγκωμιαστικό λόγο που τους γράφει για την άλωση του Χάνδακα και την επανάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες, τους αντιπαραβάλλει τέσσερις φορές, -μία το Νικηφόρο και τρεις το Ρωμανό- με τον Αλέξανδρο: «δεν βρήκα άλλο δεύτερο αρχιστράτηγο σαν κι εσένα, ............ ούτε το γιο του Φιλίππου, για τον οποίο ο Πλούταρχος εξιστορεί ότι ήταν πρώτος στις μάχες». (Τσερεβελάκης 2009: 47, 76-77, 87). Στην ίδια τη Μακεδονία υπήρχε ανέκαθεν πρόσφορο έδαφος για τη θεώρηση του Αλέξανδρου ως ένδοξου προγόνου. Αυτό ίσχυε ακόμα και για το …θέμα Μακεδονίας του 9 αιώνα, που δεν είχε καμιά σχέση γεωγραφικά με την ιστορική Μακεδονία, αλλά ου τοποθετούνταν στη Θράκη. Και όμως! Ο Βασίλειος ο Α΄, ο ιδρυτής της μακεδονικής δυναστείας, που γεννήθηκε σ’ αυτό, παρουσιάζεται από τον ιστορικό Ιωσήφ Γενέσιο να έλκει την καταγωγή του και από τους Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππο και Αλέξανδρο, «άριστους ηγεμόνες». Ο ίδιος ιστορικός μάλιστα αναφέρει ότι ο Βασίλειος δάμασε ατίθασο άλογο όπως ο Αλέξανδρος το Βουκεφάλα (Migne 1863 Δ: 1128, 1133, Βασιλακοπούλου 1999:1312, Δεληκάρη 2008: 143-44). Ο γιος του Βασίλειου, Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912), στα Τακτικά του, ένα κείμενο που περιλαμβάνει τα πάντα για τη δομή του βυζαντινού στρατού, τη στρατηγική, τις τακτικές μάχης και άλλα στοιχεία, στο ιδιαίτερο καταληκτικό κεφάλαιο Περί διαφόρων γνωμικῶν κεφαλαίων, στο οποίο και δίνει συμβουλές για διάφορες περιστάσεις στον ανώνυμο βυζαντινό στρατηγό, επικαλείται τον Αλέξανδρο ως παράδειγμα γρήγορης δράσης και μη αναβλητικότητας σημειώνοντας χαρακτηριστικά: Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 233 «καί γάρ τόν Ἀλέξανδρον ποτε τόν βασιλέα ἐρωτώμενον, πῶς ἐν ὀλίγοις ἔτεσι τοσαῦτα καί τηλικαῦτα μεγάλα κατώρθωσε πράγματα, λέγεται εἰπεῖν, Ὅτι οὐδέν δεόμενον τῆ σήμερον 316 ὑπερεθέμην εἰς τήν αὔριον» . (Migne 1863 B: 1037). Επιπλέον, ο εγγονός του Βασιλείου Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος στο έργο του Ἱστορική διήγησις τοῦ βίου καί τῶν πράξεων Βασιλείου εξειδικεύει την παράδοση της καταγωγής του Βασιλείου από τον Αλέξανδρο στο πρόσωπο της μητέρας του, της Παγκαλώς, η οποία από τη μια πλευρά των γονιών της καυχιόταν πως είχε συγγένεια με το Μεγάλο Κωνσταντίνο και από την άλλη «την Ἀλεξάνδρου ηὔχει λαμπρότητα» (Σιδερή 2010: 58, 339). Την ίδια πληροφορία δίνει και ο Συνεχιστής του Θεοφάνους στη Χρονογραφία του (Migne 1863 Δ: 232). Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς πάλι, στο δικό του στρατιωτικό εγχειρίδιο με τίτλο Στρατηγική Έκθεσις και Σύνταξις: αναφερόμενος σε παραδείγματα διάταξης φάλαγγας πεζικού, ανατρέχει στην αρχαία μακεδονική φάλαγγα που παρέταξε ο Αλέξανδρος «εναντίον των Αιθιόπων». Για το γνωστότερο διάδοχο του Βασιλείου Α΄, το Βασίλειο Β΄, (975-1025), έναν από τους λαμπρότερους βυζαντινούς αυτοκράτορες, είναι γνωστός ένας εγκωμιαστικός λόγος του Λέοντος Διακόνου κατά τα πρώτα χρόναι της βασιλείας του, γύρω στο 980 σύμφωνα με διάφορα τεκμήρια που επικαλείται ο Συκουτρής (Συκουτρής 1933: 430-434). Σε μια αποστροφή του λόγου, προκειμένου να αναδείξει τα κατορθώματα του Βασιλείου (που βέβαια ακόμη, τότε, ήσαν ελάχιστα) κάνει μια αναφορά σε «Ξέρξας δή τινας καί Κύρους καί Ἀλεξάνδρους, ἔτι τε Καμβύσας καί Πομπηίους», οι οποίοι, όπως λέει, αν ζούσαν τώρα (την εποχή του Βασιλείου) θα είχαν ηττηθεί από τα δικά του κατορθώματα (πρωτότυπο κείμενο σε Συκουτρή 1933: 429). Βέβαια, η αναφορά αυτή, που θα άκουσε μαζί με τον υπόλοιπο λόγο ο νεαρός Βασίλειος, είναι αρκετά ασαφής για να θεωρήσουμε πως ο Αλέξανδρος υπήρξε ξεχωριστό και προβεβλημένο πρότυπο ηγεμόνος για το Βασίλειο. Ωστόσο, είναι γνωστό πως ο Βασίλειος, όταν έγινε ο φοβερός και ακατανίκητος εκείνος αυτοκράτορας, που δόξασε το Βυζάντιο και διέσωσε τον ελληνισμό της Μακεδονίας, γιόρτασε τα επινίκεια του πολύχρονου αγώνα του κατά των επιδρομέων Βουλγάρων στο ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, δηλαδή στον Παρθενώνα της Αθήνας, τον οποίο κόσμησε «ἀναθήμασι λαμπροῖς καί πολυτελέσι», όπως μαρτυρά ο ιστορικός Σκυλίτζης. Είναι πιθανόν ο Βασίλειος να προέβη σε αυτήν 316 Προκαλεί μάλιστα εντύπωση στον αναγνώστη των Τακτικών η ιδιαίτερη μνεία της μακεδονικής φάλαγγας και των όπλων της, της σάρισας και της μακεδονικής ασπίδας, που γίνεται από το Λέοντα στο κεφάλαιο [διάταξις] Περί ὁπλίσεως καβαλλαρίων καί πεζῶν, ενώ και στα επλεγόμενα του συγγράμματός του επανέρχεται στον τρόπο με τον οποίο «οἱ τε Μακεδόνες καί τό Ἑλληνικόν ἄπαν ὡπλίζοντο καί παρετάσοντο» (Migne 1863 B – PG 107- : 733, 1097).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 234 την πράξη έχοντας στο νου και τα αναθήματα που προσέφερε ο Αλέξανδρος στον Παρθενώνα μετά τη νίκη του στη μάχη του Γρανικού ποταμού. Πολλοί άλλοι γνωστοί βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται εγκωμιαστικά στον 317 Αλέξανδρο, όπως για παράδειγμα ο πατριάρχης Φώτιος , ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος , (Βασιλακοπούλου 1999: 1305), ο ιστορικός Ιωάννης 318 Σκυλίτζης, ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός, η Άννα Κομνηνή. Η τελευταία σημειώνει στο έργο της Αλεξιάς, συγκρίνοντας τη δράση του πατέρα της αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού με τον Αλέξανδρο: «Δεν θα με εξέπληττε λοιπόν αν και ο βασιλιάς Αλέξιος, συναγωνιζόμενος τον Αλέξανδρο, είχε δώσει σ’ όλους τους τόπους νέες ονομασίες ανάλογα με τα έθνη που, είτε συγκρούστηκαν μαζί του είτε τα προσκάλεσε ο ίδιος» (Αλεξιάς, Α΄, σελ. 248). Αλλού πάλι σημειώνει: «Ε, λοιπόν, ας καυχιέται ο Αλέξανδρος για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τη Βουκεφάλη της Μηδίας…ο αυτοκράτορας Αλέξιος δεν θα καυχιόταν τόσο για τις πόλεις που ίδρυσε, όσο θα καμάρωνε για την πόλη αυτή» (Αλεξιάς Β΄, σελ. 219). Στην 319 κορύφωση λοιπόν της εξύμνησης ενός βυζαντινού αυτοκράτορα, παρατηρούμε πως το απόλυτο μέτρο σύγκρισης ήταν ο Αλέξανδρος. Ωστόσο το αλεξάνδρειο πρότυπο, με βάση τη βυζαντινή οπτική, ισχύει και για ξένους ηγεμόνες, όπως συμπεραίνουμε από τις αναφορές του Φωτίου στην επιστολή του προς τον «πνευματικό υιό του Μιχαήλ, εκ Θεού άρχοντα της Βουλγαρίας»: με αφορμή τη στάση του Αλέξανδρου απέναντι στην ομορφιά των Περσίδων, ο Φώτιος τον προβάλλει στο Μιχαήλ ως υπόδειγμα σωφροσύνης και εγκράτειας. Σε μια άλλη επιστολή του στον κόμη Αλέξανδρο, εγκωμιάζει τη στάση του «Έλληνα» και «Ελλήνων βασιλιά» Αλέξανδρου, σύμφωνα με την οποία θεωρούσε πως δε βασίλεψε μια μέρα, αν τη μέρα εκείνη δεν ευεργέτησε κάποιον ως βασιλιάς . 320 317 Ο Φώτιος στην περίφημη Μυριόβιβλό του κάνει αναφορά με αυστηρή κριτική στο έργο του Αμυντιανού, αρχαίου Έλληνα ιστορικού, το Εἰς Ἀλέξανδρον, που γράφτηκε ως λόγος για να εκφωνηθεί ενώπιον του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (;). Αναφέρει και ένα άλλο έργο του, το Περί Ολυμπιάδος (Migne 1860 (1991): 8-9). 318 Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έγραψε κι ένα έργο με περιεχόμενο ιστορικά παραθέματα και περικοπές από αρχαίους συγγραφείς, στα οποία συμπεριέλαβε και αρκετά σχετικά με τον Αλέξανδρο. Βλέπε T. Büttner-Wobst and A.G. Roos, Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2, Berlin: Weidmann, 2.1:1906. 319 Εδώ η Άννα Κομνηνή, εννοεί το Ορφανοτροφείο, ένα ίδρυμα που ίδρυσε ο πατέρας της αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, στο οποίο «μπορείς να δεις και Λατίνο να εκπαιδεύεται και Σκύθη να μαθαίνει ελληνικά και Ρωμαίο να μελετά τα συγγράμματα των Ελλήνων και τον αγράμματο Έλληνα να μαθαίνει τα σωστά ελληνικά» (Αλεξιάς, Β΄, σελ. 219). 320 B. Laourdas and L.G. Westerink, Photii patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, vols. 1-6.2 [Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana (BT) Leipzig: Teubner, 1:1983; 2:1984; 3:1985; 4:1986; 5:1986; 6.1:1987; 6.2:1988, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 235 Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι μόνο ο «Αλέξανδρος –μαχητής» που αντιπαραβάλλεται με τους βυζαντινούς ηγέτες: το ίδιο ακριβώς παράδειγμα με αυτό του Φωτίου δίνει και ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, ο οποίος επαινεί τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Βοτανειάτη (1078-1081) για τη φιλανθρωπία του, παραλληλίζοντας τον με τον Αλέξανδρο με τα ίδια λόγια. Ακόμη, ο ίδιος συγραφέας εγκωμιάζει το Μιχαήλ, υπερασπιστή της Θεσσαλονίκης και πατέρα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη, αντιπαραβάλλοντας την αφοβία που επέδειξε έναντι των Βουλγάρων με αυτήν του Αλέξανδρου (Παπαδοπούλου 2007: 133). Ιδεολογική –πατριωτική χρήση του προσώπου του Αλέξανδρου φέρεται να έκανε και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042-1055). Συγκεκριμένα, ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρεται σε προφητικά κείμενα, που κυκλοφορούσαν κατά τον 11 αιώνα, εποχή εμφάνισης των Σελτζούκων Τούρκων, σύμφωνα με τα ο οποία «είναι πεπρωμένο να καταστραφεί το γένος των Τούρκων από τέτοιες δυνάμεις, σαν και αυτές που είχε ο Αλέξανδρος, όταν κατέστρεψε τους Πέρσες». Αυτές οι προφητείες, γράφει, ώθησαν τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο στην απόφαση να οδηγήσει «Μακεδονικάς δυνάμεις, ἀρχηγούς ἐχούσας ἅπαντας Μακεδόνας, ὧν εἷς ἤν καί ὁ Βρυέννιος» στην ανατολή, εναντίον των Τούρκων (Βασιλικοπούλου 1999: 1305, 1312, Trahoulia 2007: 32). Αντίστοιχα, στην ίδια ενέργεια του Μονομάχου αναφέρεται και ο Μιχαήλ Γλυκάς, γράφοντας πως είχε στείλει να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους «τάς μακεδονικάς δυνάμεις…λόγος γάρ παρά τοῖς Τούρκοις ἐφέρετο ως υπ’ ἐκείνων καταλυθήσονται, μεθ’ὧν ο Ἀλέξανδρος τούς Πέρσας κατέλυσεν» (Μίσιου 1992: 116). Ο Μιχαηλ Ψελλός, σε μια επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη (1068-1071), που έλειπε σε εκστρατεία στην ανατολή, τον συγκρίνει με τον Αχιλλέα και τον Αλέξανδρο, γράφοντάς του ότι αυτοί ευτύχησαν να έχουν τον έπαινο του Ομήρου και του Αριστοτέλη αντίστοιχα, ενώ ο Διογένης θα πρέπει να αρκεστεί στη δική του φωνή (Σάθας 1876: 224-225, 261).Στη Χρονογραφία του πάλι ο Ψελλός σημειώνει πως ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ΄ Αργυρός (1028-1034) σχεδίαζε πολεμικά κατορθώματα αντάξια όσων είχαν επιτευχθεί από τον Αλέξανδρο του Φιλίππου ή τους Ρωμαίους Τραϊανούς και Αδριανούς, όπως η άλωση φρουρίων αλλά και το άνοιγμα διωρυγών ή την παροχέτευση ποταμών, ένα πλαίσιο δράσης δηλαδή που εντάσσεται στο μοτίβο του Αλέξανδρου -κτίστη (Βασιλικοπούλου 1999: 1305, Ψελλος: 3.8). Γενικότερα, στη Χρονογραφία του, που καλύπτει μια περίοδο 100 χρόνων, από το 976 ως το 1077, σε ορισμένα σημεία κάνει ρητορικού χαρακτήρα αναφορές στον Αλέξανδρο, στην προσπάθειά του να αποδώσει γλαφυρά ένα επεισόδιο ή να αναδείξει τις αρετές ενός βυζαντινού αυτοκράτορα (Σαθάς 1874: 182, 241). Έτσι, σε λόγο που εκφωνεί για τον

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 236 αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο (1042-1055), τον συγκρίνει με τον Αλεξανδρο, τον Πύρρο, τον Επαμεινώνδα τον Αγησίλαο και τον Καίσαρα, για να τον αναδείξει καλύτερο ως προς ορισμένες αρετές, όπως η πραότητα και ο αυτοέλεγχος (Ψελλός: 6163- 6164). Για τον Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό (1057-1059) αναφέρει ότι μπορούσε να τιθασεύει τους βασιλικούς ίππους, όπως ο Αλέξανδρος το Βουκεφάλα (Ψελλός:7.58). Σε πανηγυρικό λόγο του προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι΄ Δούκα (1059 -1067), με αφορμή κάποιες στρατιωτικές του επιτυχίες, αναφέρει πως το τρόπαιο της νίκης του ήταν «ασυγκρίτως καλύτερο των θρυλλουμένων κατορθωμάτων του Αλέξανδρου». 321 Σε άλλο πάλι λόγο προς το Μονομάχο παρομοιάζει τον Αλέξανδρο με «υψιπετή αετό» που ίπταται πάνω από τα όρη και ορμά παντού στην οικουμένη, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζει τις κατακτήσεις του και αλλού τονίζει ότι όσα επινόησε ο Αριστοτέλης έκανε πράξη ο Αλέξανδρος. Αντιπαραβάλλει το Μονομάχο με τον Αλέξανδρο, παρατηρώντας πως για τον Αλέξανδρο «ἄδουσι μέν συγγραφέων λόγοι, βοῶσι δέ ποιητῶν γένη». Προσθέτει μάλιστα πως ο Αλέξανδρος ήταν «δεινότατος στα στρατηγήματα», «θαρραλεώτατος στους κινδύνους» και «υπεράνω όλων των βασιλιάδων πριν από αυτόν και ως το Μονομάχο στα κατορθώματα». Αλλά, ενώ ο Αλέξανδρος, γράφει ο Ψελλός, στα έργα ήταν πάντα νικητής, στα ζητήματα της σκέψης ήταν κατώτερος, ενώ ο Μονομάχος νικητής καί στα δύο. 322 Ένας ακόμα μεγάλος Έλληνας συγγραφέας του 12 -13 αιώνα, που ου ου επανειλημμένως κἀνει αναφορές στον Αλέξανδρο, είναι ο λόγιος Νικήτας Χωνιάτης. Μάλιστα δε διστάζει να τον χρησιμοποιήσει ακόμα και παρηγορητικά, απευθυνόμενος προς τους Έλληνες συμπατριώτες του και θύματα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της 4 σταυροφορίας το 1204, όταν ης γράφει πως «οὐδ’ Ἀλεξάνδρω, φασί, τά ἐπί πᾶσιν ἀπρόσκοπα» (Βασιλακοπούλου 1999:1306). Στο λόγο του (προσφώνυμα) προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Β΄ Κομνηνό (1180-1182) λέει: «φιλοβασιλεῖς ὴμεῖς ἐσμέν καί φιλαλέξιοι…οὐχ οὔτω Μακεδόνες περιεῖπον Ἀλέξανδρον, καί Πέρσαι Κῦρον περιεσπούδαζον, Ρωμαῖοι Μάρκον πεφιλήκασιν ἐκ ψυχῆς…ως ἡμεῖς σου…». Σε έναν άλλο λόγο του προς τον Αλέξιο αναφέρεται στο κόψιμο του Γόρδιου Δεσμού από τον Αλέξανδρο ως παράδειγμα δυναμικής λύσης και συνάμα σοφής επιλογής (Σάθας 1872: 85, 96). Στο λόγο πάλι που έγραψε για να διαβαστεί στο Θεόδωρο Λάσκαρη, αυτοκράτορα της Νίκαιας (1204-1222), βρίσκει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναλύσει τον «κοινό τόπο» συγγραφέων και ομιλητών, αυτόν της προβολής του Αλέξανδρου ως πρότυπον βασιλέως για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, πλέκοντας βέβαια το εγκώμιό του: 321 G.T. Dennis, Michaelis Pselli orationes panegyricae, Stuttgart: Teubner, 1994, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu 322 Ο.π. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 237 «Φασίν Ἀλέξανδρον, ἐκεῖνον δ’ Ἀλέξανδρον, ός ἐκφύς Φιλίππου στρατείαν ἢλασε βαρεῖαν κατά Δαρείου, καί μόνος έξ ἀπάντων τῆς έω πάσης ἐκράτησε, φιλολογεῖν τά πλεῖστα καί σοφῶν τοῖς ἀρίστοις συγγίνεσθαι, ἐν πολλοῖς δέ καί εἰωθέναι λέγειν, έπί τῶ δε μάλιστα ταῖς τῶν πράξεων μεγίσταις ἐνασμενίζειν καί μεγαλοκίνδυνος εἶναι καί φιλοκίνδυνος, ὀπως βαρβάρους μέν νικῶεν Έλληνες, ὑπό δέ Ἑλλήνων αὐτός ἀνακηρύττοιτο, καί εἲη τις ἐντεῦθεν ἀθάνατος, φύσιν λαχών ἐπίκηρον. Και καλῶς οἶμαι δρᾶν καί λέγειν Ἀλέξανδρον, καί μή μόνον Ἀλέξανδρον, αλλά καί πάνθ’ ἕτερον αὐτοκράτορα φιλότιμον κατ’ Ἀλέξανδρον. Ἐπιδίδωσι γάρ άπαν τό ἐπαινούμενον, καί πρόεισιν ἀπανταχῆ γῆς τοῖς τοῦ λόγου πτεροῖς κουφιζόμενον, ώσπερ υποφθίνει καί λήθης βυθῶ παρασύρεται τό μη λόγω διακρατούμενον». (Σάθας 1872: 107-108). Εδώ ο Χωνιάτης, αναφέρεται στην κοινή αντίληψη των Ελλήνων της εποχής του, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος, ο μόνος που κυριάρχησε στην Ανατολή (απ’ όλους τους ηγεμόνες του ελληνισμού) με την εκστρατεία του κατά του Δαρείου, ήταν και στα γράμματα εξαιρετικά φιλομαθής και έτσι στεκόταν επάξια δίπλα στους σοφούς της εποχής του, ενώ παράλληλα του άρεσε να καταγίνεται με μεγάλες και σπουδαίες πράξεις και δε φοβόταν διόλου τους κινδύνους. Ακόμα τονίζει ότι οι Έλληνες, επειδή τους οδήγησε σε νίκες έναντι των βαρβάρων, τον ανακήρυξαν από τότε αθάνατο, παρ’ όλη τη θνητή φύση του. Επιδοκιμάζοντας τα παραπάνω, ο Χωνιάτης καταλήγει πως ακριβώς σαν τον Αλέξανδρο πρέπει να ενεργεί και ο κάθε αυτοκράτορας που τον συναγωνίζεται και σαν τον Αλέξανδρο να επαινούν και τον κάθε αυτοκράτορα, γιατί μόνο έτσι αυτός και τα κατορθώματά του θα γίνουν γνωστά παντού στη γη, διαφορετικά θα βουλιάξει στο βυθό της λησμονιάς. Δεν υπάρχει πιο εύστοχη ανάλυση και αιτιολόγηση του «αλεξάνδρειου» κοινού τόπου των βυζαντινών Ελλήνων από αυτήν του Χωνιάτη, ο οποίος, στην παράδοση του Επιταφίου του Περικλή, τονίζει ότι τα έργα (ενός αυτοκράτορα) πρέπει να αναδεικνύονται και με τα λόγια (παραβολή με τον Αλέξανδρο). Στη συνέχεια μάλιστα του λόγου του αντιπαραβάλλει τις νίκες του Αλέξανδρου (έργα) με τους ύμνους του Ορφέα (λόγια). Παράλληλα, η αναφορά αυτή του Χωνιάτη αποτελεί και μαρτυρία ότι υπήρξαν πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες «φιλότιμοι κατ’ Ἀλέξανδρον». Ένα ακόμη σημείο που αξίζει να προσεχθεί είναι το «εἴη τις ἐντεῦθεν ἀθάνατος»: το μοτίβο του αθάνατου Αλέξανδρου ο Χωνιάτης το προεκτείνει ως κοινή αντίληψη και στην εποχή του. Επίσης, στο λόγο που ο Χωνιάτης εκφέρει ως Μεγάλος Λογοθέτης προς τιμήν πάλι του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεοδώρου Λάσκαρη για το φόνο του Σουλτάνου του Ικονίου σε προσωπική μονομαχία στη μάχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου (1211), τονίζει: «Πόσω σύ θαυμάζεσαι ἀξιώτερος ὑπέρ τόν Μακεδόνα Ἀλέξανδρον….. Καί σύ δε

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 238 μεγαλοκινδυνώτατε βασιλεῦ, κατ’ Ἀλέξανδρον ἀνδραγαθιζόμενος, βέβλησαι πως καί καταβέβλησαι, μυρίων ἒνα διειληφότων» (Σάθας 1872: 131-132) . Αλλού πάλι απλώς 323 τονίζει ότι ο Θεόδωρος είναι «βασιλιάς» και «φιλόσοφος», όπως ο Αλέξανδρος, ενώ χαρακτηρίζει και τον ίδιο τον Αλέξανδρο ως «φιλότιμο βασιλέα», αν και σε άλλο σημείο δε διστάζει να τον κατακρίνει για την απαίτησή του να τιμάται ως θεός (Βασιλακοπούλου 1999: 1306, Παπαδοπούλου 2007:325). Η Παπαδοπούλου σωστά επισημαίνει πως οι συχνές αναφορές στον Αλέξανδρο, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204, έχουν ακριβώς χαρακτήρα ενίσχυσης και συσπείρωσης του ελληνισμού έναντι των πολλαπλών εχθρών που τον περιστοιχίζουν τη δύσκολη αυτή περίοδο (Παπαδοπούλου 2007: 344). Τέτοια ήταν λοιπόν η γοητεία του αρχαίου Μακεδόνα βασιλιά που δεν είναι καθόλου παράξενο πως ανάλογες αναφορές αντιπαραβολής και μίμησής του συναντούμε και για άλλους αυτοκράτορες, όπως για παράδειγμα για τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-1143) από το Νικηφόρο Βασιλάκη (μετά τη θριαμβευτική επιστροφή του από την εκστρατεία στη Συρία και στην Κιλικία το 1138), για το Μανουήλ Κομνηνό (1143-1180), με τους επαίνους που εκφράζει προς το πρόσωπό του ο επίσκοπος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης το 1174 για την πετυχημένη απόκρουση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, για τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό (1182-1183) από το Γεώργιο Τορνίκη, τον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο (ο γάμος του με την κόρη του Ούγγρου βασιλιά αντιπαραβάλλεται διεξοδικά με το γάμο του Αλέξανδρου από το Χωνιάτη σε έναν επιθαλάμιο λόγο του, ενώ και σε άλλο λόγο του προς τον ίδιο αυτοκράτορα ο Χωνιάτης αναφέρει ως παράδειγμα τον Αλέξανδρο ), τον Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό –Άγγελο (1195-1203) από το 324 Νικήτα Χωνιάτη και τον Ευθύμιο Τορνίκη , τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, το Θεόδωρο Β΄ 325 Λάσκαρη της Νίκαιας (1254 -1258), το Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα της Ηπείρου 323 Στο χωρίο αυτό ο Χωνιάτης χαρακτηρίζει ακόμη τον Αλέξανδρο μεγαλεγχειρήτη και φιλοκίνδυνο και χρησιμοποιεί ως βάση για τη σύγκριση των δύο ηγεμόνων το επεισόδιο από την πολιορκία της πόλης των Μαλλών, όταν ο Αλέξανδρος κόντεψε να σκοτωθεί. Στο ίδιο αυτό εγκώμιο ο Θεόδωρος συγκρίνεται ως προς την ανδρεία του και την πολεμική του ικανότητα και με άλλους αρχαίους ήρωες, όπως ο Αχιλλέας, ο Δαβίδ, ο Σπαρτιάτης Βρασίδας, μάλιστα γενικότερα ο Θεόδωρος Λάσκαρης προβάλλεται ως Νέος Δαβίδ (Γιαρένης 2010: 66, 263-264). 324 J. van Dieten, Nicetae Choniatae orationes et epistulae [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 3. Berlin: De Gruyter, 1972, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. Στον επιθαλάμιο λόγο του ο Χωνιάτης αναφέρεται και σε ένα παράδειγμα γάμου αντλημένο από τη μυθολογική παράδοση, αυτόν του Πηλέα με τη Θέτιδα. 325 Ο Χωνιάτης χρησιμοποιεί το επεισόδιο του Γόρδιου Δεσμού ως βάση για την αντιπαραβολή, με στόχο, βέβαια, να εξυψώσει το βυζαντινό αυτοκράτορα, δες J. van Dieten, Nicetae Choniatae orationes et epistulae [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 3. Berlin: De Gruyter, 1972, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. Για τον Ευθύμιο Τορνίκη βλέπε επόμενο κεφάλαιο 3.4. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 239 326 (παραβάλλεται με τον Αλέξανδρο από το Νικήτα Χωνιάτη) , το Μιχαήλ Παλαιολόγο από το Φιλή (βλέπε παρακάτω κεφάλαιο 3.4) και τον μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Κύπριο, τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (1282-1328) πάλι από το Γρηγόριο τον 327 328 Κύπριο αλλά και το σύμβουλό του Θωμά Μάγιστρο, τον Ιωάννη Καντακουζηνό από το Δημήτριο Κυδώνη, μέχρι και τον ηρωικό τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, που προβάλλεται ως ἄντικρυς Αλέξανδρος στη φιλοσοφία από το Σχολάριο (βλέπε παρακάτω). Έτσι, ο Θωμάς ο Μάγιστρος, στο Λόγο περί Βασιλείας που απευθύνει στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄, - λόγος που αποτελεί ένα Κάτοπτρον Ηγεμόνος, δηλαδή κείμενο με συμβουλές και υποδείξεις προς τον ηγεμόνα - τονίζει πως για την επιτυχία στις μάχες είναι αναγκαία και η προετοιμασία της ψυχής, ώστε αυτή να γίνει γενναία και ηρωική, μέσα από τη μελέτη των «άριστων έργων των αρχαίων» και πως, έχοντας ως πρότυπο τον Αλέξανδρο, που κοιμόταν με τον Όμηρο στο προσκεφάλι του, έτσι και ο Ανδρόνικος, μελετώντας τα έργα των αρχαίων θα γίνει «των πολεμικών άκρως τεχνίτης» . Ο αυτοκράτορας και λόγιος Ιωάννης 329 Καντακουζηνός πάλι (1347-1354) στην Ιστορία του, αναφέρει πως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες συνήθιζαν να συνάπτουν με ξένους ηγεμόνες μεικτούς γάμους, ως μέσο διπλωματίας, ακριβώς διότι η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε και από τον Αλέξανδρο, το «βασιλέα Ρωμαίων», τον οποίο και διαδέχθηκαν: «διά τόν βασιλέα Ῥωμαίων Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνων…οἴεσθαι διάδοχον εἷναι» (Βασιλακοπούλου 1999: 1305-1306, 1312, Trahoulia 2007: 32, Παπαδοπούλου 2007: 133, Σοφιανός 2008: 65, Demandt 2009: 424, Stoneman 2011: 281). Η αναφορά αυτή του Καντακουζηνού είναι ιδιαίτερης σημασίας, ακριβώς διότι φανερώνει πως ένας βυζαντινός αυτοκράτορας του 14 αιώνα θεωρούσε πως ο ου ίδιος υπήρξε μέλος μιας σειράς αυτοκρατόρων με πρώτο τον Αλέξανδρο. Ο Ιωάννης Δοκειανός πάλι, συγκρίνει κι αυτός τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο με τον Αλέξανδρο, 326 Ο Νικήτας Χωνιάτης μάλιστα συγκρίνει ακόμα κι έναν ξένο ηγεμόνα με τον Αλέξανδρο, τον Ερρίκο ΣΤ΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Muller 2007: 393). 327 Γρηγορίου του Κυπρίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Εγκώμιον εις τον Αυτοκράτορα κύρον Μιχαήλ Παλαιολόγον, Νέον Κωνσταντίνον, PG 142, 345 -360, όπου σημειώνει ότι ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, «ὑπέρ τόν Θεμιστοκλέα γενόμενος», νέος ξεχώριζε ανάμεσα στους στρατηγούς, όπως ο νεαρός Αλέξανδρος ανάμεσα στους Μακεδόνες. Παρακάτω συγκρίνει τις εφόδους του στους αντιπάλους με αυτές του Έκτορα στους Έλληνες, τον αναφέρει ακόμη ως «άλλο Άρη» και τον συγκρίνει ακόμη με το Μιλτιάδη, τον Κίμωνα, τον Περικλή, το Βρασίδα, το Σκηπίωνα, τον Αννίβα και τον Επαμεινώνδα. 328 Στο εγκώμιο που γράφει για τον αυτοκράτορα. Σε αυτό, τονίζει ότι ο ίδιος ο Ανδρόνικος αποτέλεσε για τον πατέρα του Μιχαήλ αιτία να δοξαστεί περισσότερο, όπως ακριβώς δοξάστηκε περισσότερο και ο Φίλιππος μέσω του γιου του, του Αλέξανδρου, («μέγας ὤν, μείζων δι’ Ἀλέξανδρον γέγονε»), ο οποίος «ανέβασε τον πατέρα του στον κολοφώνα της ευδαιμονίας» (PG 142, στήλη 393). 329 Στον ίδιο λόγο δεν παραλείπει να κάνει και αναφορά στη ρήση του Αλέξανδρου, σύμφωνα με την παράδοση της αρχαιότητας, ότι οι φίλοι του είναι ο θησαυρός και τα πλούτη που κέρδισε στις εκστρατείες του (PG 145, 460, 473).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 240 σε ένα εγκώμιο που έγραψε για το βυζαντινό αυτοκράτορα, τονίζοντας πως ταιριάζει στον Παλαιολόγο ακόμη περισσότερο αυτό που κάποτε είπε ο Αλέξανδρος, ότι δηλαδή οι θησαυροί του είναι οι φίλοι του, παρόλο που ορισμένοι από αυτούς τον 330 επιβουλεύονταν. Αλλά ας δούμε ενδεικτικά ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτοκρατορικού αλεξάνδρειου προτύπου: ο Μιχαήλ Ιταλικός, επίσκοπος Φιλιππουπόλεως, σε πανηγυρικό λόγο που εκφωνεί για τις νίκες του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού εναντίον των εμίρηδων της Μικρής Αρμενίας και Συρίας (1137- 1138), παρομοιάζει την πορεία του μέσα από τα στενά της Παμφυλίας με αυτήν του Αλέξανδρου, καθώς επίσης και το θάρρος που ενέπνεε στους στρατιώτες του κατά τις πολιορκίες πόλεων με αυτό της Αθηνάς στο Διομήδη ή του Αλέξανδρου στους Μακεδόνες. Στη συνέχεια του λόγου του, ο Μιχαήλ θυμίζει τη νίκη του Αλέξανδρου κατά του Δαρείου στην Κιλικία, μετά την οποία γύρισε η τύχη κατά της Περσίας «σαν παλίρροια». Εκθειάζοντας μάλιστα και τη συμμετοχή του πρωτότοκου γιου του Ιωάννη στις μάχες, του Αλεξίου, που τον χαρακτηρίζει «τὸ ἀλέξημα τῆς τῶν Ῥωμαίων ἡγεμονίας», λέει πως ωχριά μπροστά της η συμμετοχή του Αλέξανδρου, γιου του Φιλίππου, στη μάχη της Χαιρώνειας. Κορυφώνει τον παραλληλισμό του Ιωάννη με τον Αλέξανδρο ο Μιχαήλ, τονίζοντας πως ο «κεραυνοφόρος» αυτοκράτορας, αφού κατανίκησε τον αρχισατράπη του Κασιωτικού φρουρίου, στις ικεσίες των αντιπάλων του, που ηχούσαν σαν «προσηγορίες Ελληνίων θεών», άφησε ελεύθερο (και υποτελή στον ίδιο) τον ηγέτη τους, «μιμούμενος τον Αλέξανδρο», που αντίστοιχα ελευθέρωσε τον Πώρο, αποδίδοντάς του και πάλι το βασίλειό του. Σε δεύτερο πρόσωπο απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα, ο Μιχαήλ τονίζει πως «ζῆλος οὗτος ὁ σὸς Ἀλεξάνδρειος» και καταλήγει πως αυτός «ξεπέρασε πολλούς Αλέξανδρους» -«πολλούς Ἀλεξάνδρους ὑπερεφώνησας». Σε μια επιστολή πάλι 331 που στέλνει ο Μιχαήλ και στο μεγάλο δομέστικο (στρατηγό) της αυτοκρατορίας Ιωάννη Αξούχ με αφορμή την ίδια εκστρατεία, του γράφει πως μπροστά στα κατορθώματά τους «γέλως πρός ὑμᾶς Ἀλέξανδρος ἐκεῖνος καί οἱ διττοί Καίσαρες, γέλως ο Πομπήϊος καί ὁ Σκιπίων…» . 332 Ο Νικηφόρος Βασιλάκης επίσης αντιπαραβάλλει τον Ιωάννη Κομνηνό με τον Αλέξανδρο με αφορμή την ίδια νικηφόρα εκστρατεία του Ιωάννη στην ανατολή. Είναι ενδιαφέρον πως ο Νικηφόρος, απευθυνόμενος στην Ιωάννη, τον περιγράφει ως 330 Σπυρίδων Λάμπρος, Παλαιολόγεια καὶ Πελοποννησιακά, Α, Αθήνα, Γρηγοριάδης, 1912, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 331 P. Gautier, Michel Italikos. Lettres et Discours , Archives de l'Orient Chrétien 14. Paris: Institut Français d'Études Byzantines, 1972, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015). 332 Ο.π. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 241 θαυμαστή και μιμητή του Αλέξανδρου, πριν τον ταυτίσει με αυτόν, με αφορμή τις κοινές νίκες κατά των «Περσών» (Τούρκων στην περίπτωση του Ιωάννη): «Τί οὖν ὁρᾷς τὸν μέγαν καὶ μεγαλεγχειρητὴν ἐκεῖνον Ἀλέξανδρον, ἐπί τοῦτον ἄγεις τόν ζῆλον, αποθαυμάζεις τόν ἄνδρα τῆς τόλμης, ἀποσεμνύεις τῆς μεγαλονοίας, ἐξαίρεις τῆς φιλοτιμίας, συνεξαίρεις τῆς μεγαλεπηβολότητος; 333 …Καὶ σὲ τὸν ἐμὸν εἶχεν Ἀλέξανδρον ἡ κατὰ Περσῶν τῶν ἀλλοτέρων ἐξέλασις.» Επομένως για το Βασιλάκη ο Αλέξανδρος είναι «μέγας», «μεγαλεγχειρήτης», «τολμηρός», «μεγαλόνους», «φιλότιμος» και με μεγαλεπήβολα σχέδια. Στον ίδιο εγκωμιαστικό λόγο ο Βασιλάκης αντιπαραβάλλει τους δύο ηγέτες μέσα από ένα επεισόδιο του Μυθιστορήματος (βλέπε κεφάλαιο 3.2). Βέβαια, σε άλλο λόγο του απευθυνόμενος στον Ιωάννη, προκειμένου να εξυψώσει τον αυτοκράτορα, επιλέγει πάλι να τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο, αλλά αυτή τη φορά μειώνοντας το Μακεδόνα βασιλιά. Έτσι γράφει χαρακτηριστικά πως ο Αλέξανδρος, με την καταστροφή της Θήβας, απώλεσε την αξία της φιλανθρωπίας και φάνηκε περισσότερο δήμιος, παρά βασιλιάς. 334 Ωστόσο και για το γιο του Ιωάννη, αυτοκράτορα Μανουή Κομνηνό, φαίνεται πως ίσχυσε το αλεξάνδρειο πρότυπο: ο οικουμενικός πατριάρχης Μιχαήλ Αγχιάλου, «ύπατος των φιλοσόφων», σε λόγο που εκφωνεί προς το Μανουήλ, του φέρνει ως θετικό παράδειγμα τόλμης και μαχητικότητας τον Αλέξανδρο, ο οποίος κέρδισε μεγάλη δόξα και ήταν «αριστουργός» στις μάχες παρ’ όλα τα τραύματα από ποικίλα όπλα που δέχτηκε και τις αντίξοες συνθήκες παντός καιρού που αντιμετώπισε. Ωστόσο, αυτό το θετικό παράδειγμα μίμησης, παρακάτω το αντιστρέφει σε παράδειγμα προς αποφυγίν, καθώς καλεί το «θεοειδή» αυτοκράτορα Μανουήλ να κυβερνά με εύνοια στους υποτελείς του και να μην αφεθεί να παρασυρθεί σε ανάρμοστες πράξεις, όπως ο Αλέξανδρος, ο οποίος, υπό την επήρεια της μέθης, σκότωσε τον Κλείτο, καθώς και –σε άλλη περίσταση – το Φιλώτα. Έτσι, συμπεραίνει ο Μιχαήλ, συνεχίζοντας την εκτεταμένη συγκριση του Μανουήλ με τον Αλέξανδρο, οι πράξεις του Μακεδόνα είναι «φρούδες» μπροστά στου αυτοκράτορα, διότι μπορεί ο Αλέξανδρος να υπήρξε «ανδρείος», «τροπαιούχος» και «νικητής», μπορεί να έφτασε στην Ινδία και να υπέταξε πλήθος πόλεις και λαούς, ωστόσο «τόν ἑαυτοῦ ῥυθμόν καί τήν ὁμαλότητα τοῦ 333 R. Maisano, Niceforo Basilace. Gli encomi per l'imperatore e per il patriarca [Byzantina et neo- hellenica neapolitana 5. Naples 1977, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 334 A. Garzya, Nicephori Basilacae orationes et epistolae [Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana (BT) Leipzig: Teubner, 1984, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 242 ἥθους οὑ διεσώσατο» και η αλλαγή του χαρακτήρα του επισκίασε την αρχική του δόξα, ηττήθηκε από το θυμό του και «ἀντί Ἕλληνος διεγελάτο ὡς βάρβαρος» . Είναι 335 εντυπωσιακό πως ο Μιχαήλ, προκειμένου να εξυψώσει το Μανουήλ, επαναφέρει όλη την αρνητική κριτική της αρχαίας γραμματείας κατά του Αλέξανδρου, παρόλο που παραδέχεται τα αριστεία του στο πεδίο της μάχης και στη γενναιότητα γενικά. Αντίστοιχα και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, σε δικό του εγκωμιαστικό λόγο για τον αυτοκράτορα Μανουήλ, τον αντιπαραβάλλει με τον Αλέξανδρο, με αφορμή την πολιορκία μιας πόλης, τονίζοντας όμως πως ο «θερμουργός μέγας Αλέξανδρος» επέδειξε θράσος ανεβαίνοντας μόνος την κλιμακα εφόδου στην πόλη των Μαλλών και διακινδυνεύοντας τη ζωή του, ενώ ο «μεγαλουργός» βασιλιάς Μανουήλ με στρατηγικό σχεδιασμό και θάρρος, όχι θράσος, πολιόρκησε την πόλη και την κατέλαβε. Ωστόσο παρακάτω στο λόγο του ο Ευστάθιος, αναφέροντας επανειλημμένως τον Αλέξανδρο, τον χαρακτηρίζει «ένθεο και σοφό βασιλιά», που έλυσε το Γόρδιο Δεσμό και κατέλυσε την εξουσία των Περσών, θέτοντας τα τρόπαιά του σε γη και θάλασσα. Μάλιστα, τον 336 Αλέξανδρο χρησιμοποιεί και πάλι ως παράδειγμα σε έναν άλλο λόγο του προς το Μανουήλ ο Ευστάθιος, κάνοντας μια μεταφορά σχετικά με τα λουτρά που έπαιρνε ο Μακεδόνας βασιλιάς και χαρακτηρίζοντάς τον «καλό βασιλέα» (Regel 1892: 8). Επιπλέον, ένας ακόμη που αντιπαραβάλλει τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό με τον Αλέξανδρο είναι ο Κωνσταντίνος Μανασσής, λόγιος και χρονογράφος του 12 ου αιώνα. Σε λόγο του Πρός τόν βασιλέα κυρόν Μανουήλ τόν Κομνηνόν αναφέρει ότι από την ιστορία θηρεύει τρία παραδείγματα ομοιότητας με τον αυτοκράτορα, το Δαβίδ, τον Αλέξανδρο και τον (Ιούλιο) Καίσαρα, τονίζοντας πως η ομοιότητα με το Μακεδόνα συνίσταται «κατά τούς μεγάλους ἐκείνους ἀγῶνας καί τάς γενναίας μάχας καί νίκας καί τῶν ἀκαταγωνίστων ἐθνῶν τήν καταπολέμησιν», για να αντιπαραβάλλει στη συνέχεια τους λαούς, που υπέταξε ο Αλέξανδρος, με αυτούς, τους οποίους υπέταξε ο Μανουήλ και να ξεκαθαρίσει πως απ’ όλα τα «περιλαλούμενα και περιθρυλλούμενα» για τον Αλέξανδρο, αυτός κρατά μόνο τις νίκες του. Επιπρόσθετα, ο μητροπολίτης Νέων 337 335 R. Browning, \"A New Source on Byzantine-Hungarian Relations in the Twelfth Century. The Inaugural Lecture of Michael ὁ τοῦ Ἀγχιάλου as Ὕπατος τῶν φιλοσόφων,\" Balkan Studies 2 (1961): 187- 203, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015). 336 P. Wirth, Eustathii Thessalonicensis opera minora (magnam partem inedita) [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 32. Berlin: De Gruyter, 1999, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu Η επίκληση παραδειγμάτων από το βίο του Αλέξανδρου σε λόγους που έγραψε ο Ευστάθιος για τον αυτοκράτορα Μανουήλ -τον οποίο συχνά αποκαλεί θείο και θειότατο και παρομοιάζει με τον ήλιο- είναι συνεχής (βλέπε για παράδειγμα Regel 1892: 42, 56, 92 -όπου κάνει λόγο και για κάποιον Αρχέλαο, που έγραψε μια πραγματεία χωρογραφίας της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου - 102, 108, 114, 124). 337 E. Kurtz, \"Ἕτερα δύο ἀνέκδοτα πονήματα Κωνσταντίνου Μανασσῆ,\" Vizantijskij Vremennik 12 (1906), πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 243 Πατρών Ευθύμιος Μαλάκης, έγραψε για τον αυτοκράτορα Μανουήλ έναν πανηγυρικό με την ευκαιρία της επιστροφής του από τη νικηφόρα εκστρατεία του στην Αντιόχεια της Συρίας το 1159 (Hunger 1987 (1977): 205). Στο λόγο του αυτό, γεμάτο κολακείες για τον αυτοκράτορα, με μεταφορές και παρομοιώσεις, αφού τον χαρακτηρίζει «αθλητή του Χριστού», «Αδάμ αδάμαστο» και τον αντιπαραβάλλει με τον Δαβίδ, τους ομηρικούς ήρωες, το Θεμιστοκλή, το Βρασίδα, τον Επαμεινώνδα και το Σκηπίωνα, τονίζει ότι θα καθίσει στο θρόνο των Περσών (Τούρκων) με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια από αυτήν που είχε ο Αλέξανδρος, όταν κάθισε στο θρόνο του Δαρείου (πρωτότυπο κείμενο σε: Μπόνης 1941-48: 524-542 κ.ε.). Στη χορεία των λογίων που συγκρίνουν το Μανουήλ με τον Αλέξανδρο εντάσσεται και ο Μιχαήλ ο ρήτορας, που θεωρεί ότι ο Μανουήλ είναι ανώτερος του Αλέξανδρου –που με οξύτητα νου έκανε πράξη τις σκέψεις του -, αλλά και του Αλέξιου Κομνηνού. Σε άλλο λόγο του πάλι προς το Μανουήλ, ο Μιχαήλ αντιπαραβάλλει τα κράτη των δύο βασιλιάδων (Regel 1892: 151, 182). Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο αυτοκράτορας που πήρε πίσω την Κωνσταντινούπολη από τους δυτικούς το 1261, αντιπαραβάλλεται επίσης με τον Αλέξανδρο, τόσο από τον ποιητή Φιλή (βλέπε επόμενο κεφάλαιο), όσο και από το λόγιο Μανουήλ Ολόβολο, που αναφέρει ότι η πολεμική παρασκευή του Μιχαήλ θυμίζει εκείνη του «πολυθρύλητου Αλέξανδρου» στη Μαρακάνδα . Όταν επιστρέφει από τη Θεσσαλονίκη, ως νέος 338 αυτοκράτορας, παρομοιάζεται με τον Αλέξανδρο και από το λόγιο Ιωάννη Χορτασμένο, ο οποίος θυμίζει το πώς ο Αλέξανδρος ξεκίνησε από μια μικρή χώρα για να κατακτήσει την Ασία, αρνούμενος ακόμη και την πρόταση συμβιβασμού του Δαρείου, μετά τη μάχη της Ισσού, παρασυρόμενος, -λέει ο Χορτασμένος –τόσο από την προσωπική του έπαρση, όσο και από Εβραίους λόγιους (!), που τον συμβούλεψαν να πολεμήσει το Δαρείο, καθότι είχαν μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι Πέρσες θα έπεφταν από τους Ηρακλειδείς. Τονίζει ο Χορτασμένος πως οι βυζαντινοί βασιλείς θεωρούσαν αυτήν τη στάση του Αλέξανδρου ένδοξη και πως στο Μανουήλ, χωρίς συμμαχίες, δεν απέμεινε πια παρά μόνο η σύνεση. 339 Στην παλαιολόγεια περίοδο, ο Θεόδωρος Μετοχίτης δε διστάζει να χρησιμοποιήσει παραδείγματα και από την ιστορία του Αλέξανδρου, προκειμένου να εξωθήσει το δεισιδαίμονα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο να αναλάβει δράση κατά των απειλητικών 338 M. Treu, Manuelis Holoboli orationes [Programm des königlichen Victoria-Gymnasiums2. Potsdam 1907, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015). Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί, πως ο Ολόβολος, εξαιτιας της παρρησίας του, καθότι κατηγόρησε το Μιχαήλ για την τύφλωση του νόμιμου διαδόχου Ιωάννη, υπέφερε τα πάνδηνα από αυτόν, με δάρσιμο και αποκοπή της μύτης του (Krumbacher 1900 B: 742-743). 339 H. Hunger, Johannes Chortasmenos (ca. 1370-ca. 1436/37). Briefe, Gedichte und kleine Schriften [Wiener Byzantinistische Studien 7. Vienna: Böhlau, 1969, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 244 Τούρκων, αναφέροντάς του για παράδειγμα ότι ο Αλέξανδρος δε φοβήθηκε τον κακό οιωνό κατά την πολιορκία της Τύρου και τελικά την εκπόρθησε (Σάθας 1872: μ΄). Επίσης, στο έργο του «Ο Βυζάντιος», ένας ρητορικός λόγος – εγκώμιο της Κωνσταντινούπολης γραμμένος ανάμεσα στο 1305-1320, προχωρά σε έμμεση σύγκριση του Αλέξανδρου με τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, μέσα από τη σύγκριση των δύο πόλεων, Αλεξάνδρειας και Κωνσταντινούπολης (Πολέμης 2013: 19, 22, 201). Στον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο αναφέρεται και ο Νικόλαος Λαμπηνός, ο οποίος, αναφερόμενος σε δικαιοσύνη και νόμους, αναφέρει ως αρνητικό παράδειγμα την εκτέλεση του Καλλισθένη από τον Αλέξανδρο ή την υπέρογκη δωρεά του Μακεδόνα βασιλιά στον Ξενοκράτη . 340 Επιπλέον, στον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο λόγιος αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος στη μνήμη του Δεσπότη του Μυστρά και αυταδερφού του, Θεόδωρου Παλαιολόγου, αναφέρει πως ο εκλιπών θαύμαζε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και με μεγάλη ευχαρίστηση άκουγε και μιλούσε γι’ αυτόν (Migne 1866: 197). Ακόμα, σε προτρεπτικό του λόγο προς τον γιο του Ιωάννη Παλαιολόγο σημειώνει: «Δόξαν δέ καί εὒκλειαν λέγω τήν Ἀλεξάνδρου, τήν Κύρου, τήν τῶν τοιούτων, ὦν ούκ έν λήθη γέγονε τοὒνομα, πάλαι τῶν σωμάτων λυθέντων. Εκείνη γάρ ή δόξα, ή διαρκέσασα μέχρι δεῦρο, καρπός τις ἥν αγωνισμάτων καί πόνων καί πολλοῦ φρονήματος…» (PG 156 - Migne 1866: 416). Αντίστοιχα στον Αλέξανδρο, τον Κύρο και τον Καίσαρα αναφέρεται ο Μανουήλ και στο έργο του Ὑποθῆκαι βασιλικῆς ἀγωγῆς, που αποτελεί ένα Κάτοπτρο Ηγεμόνος πάλι προς το γιο και διάδοχό του Ιωάννη Η΄, εντάσσοντάς τους όμως εκεί σε ένα ρητορικό σχήμα ματαιότητας των μεγαλείων και της δόξας μπροστά στα γυρίσματα της ζωής και στον αναπόφευκτο θάνατο (PG 156: 364). Ο Δημήτριος Χρυσολωράς πάλι, στο έργο του Σύγκρισις παλαιών αρχόντων και νέου του νυν αυτοκράτορος, συγκρίνει το Μανουήλ με τις προηγούμενους ιστορικούς ηγέτες, ωστόσο από αυτούς μόνον έναν ξεχωρίζει ονομαστικά και κάνει ιδιαίτερη μνεία σε αυτόν, προβάλλοντάς τον ως κοσμοκράτορα και συγκαταλέγοντάς τον ανάμεσα στους Έλληνες ηγεμόνες: «Πολλοῖς Ἑλλήνων ὑμνῆσθαι παισίν ἐξεγένετο, τοῖς μέν εἰς δόξαν ἤ πλοῦτον, ἄλλοις δέ εἰς παρρησίαν ἤ κτίσματα ἤ καί τό μέγιστον εἰς σοφίαν…Ἀλλ’ ὁ μέχρι περάτων αὐτῶν ἐπικαταλαμβάνων τῶν εἰς ἕω καί τάς δυσμάς ἔφθασε τήν οἰκουμένην ἐν κύκλω σχεδόν ἅπασαν κατασχών καί βραχεῖ χρόνω γενόμενος μέγας αὐτοκράτωρ Ἀλέξανδρος». (Λάμπρος ΠΠ3: 222). 340 Ιωάννης Πολέμης, Ο λόγιος Νικόλαος Λαμπηνός καὶ τὸ ἐγκώμιον αὐτοῦ εἰς τὸν Ἀνδρόνικον Βʹ Παλαιολόγον [Ἑταιρεία Βυζαντινῶν καὶ Μεταβυζαντινῶν Μελετῶν. Διπτύχων – Παράφυλλα 4, Αθήνα 1992, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 245 Πανηγυρικός λόγος ανώνυμου συνθέτη, προς τιμήν του Μανουήλ και του γιού του, συμπεριλαμβάνει ως υπόδειγμα σωφροσύνης και το «σωφρονέστατο» και «φιλόσοφο» Αλέξανδρο, τον οποίο επαινεί, όχι μόνο για την εγκράτεια και ολιγάρκειά του κατά τις αντίξοες συνθήκες της εκστρατείας, αλλά και για τη στάση του απέναντι στο κάλλος των Περσίδων γυναικών, ώστε να ξεπερνά σε σωφροσύνη τον Πηλέα, το Βελλερεφόντη, τον Ιππόλυτο . Ανώνυμος εγκωμιαστικός λόγος αντιπαραβάλλει τον 341 Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο με τον Αλέξανδρο, ως προς το ότι ο Ιωάννης διεξήγαγε στρατιωτικές επιχειρήσεις καί τον χειμώνα, κάτι που –εσφαλμένα βέβαια – τονίζεται ότι ο Αλέξανδρος, που κατέκτησε «πᾶσα γῆ καί θάλασσα», φοβόταν να πράξει. (πρωτότυπο κείμενο σε: Λάμπρος, ΠΠ 3: 292). «Δεύτερος Αλέξανδρος» αποκαλείται και ο Αλέξιος Β’ Τραπεζούντος, (1298-1330) της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών στον Πόντο, από τον Κωνσταντίνο Λουκίτη, σε υμνητικό λόγο που συνέγραψε με αφορμή το θάνατο του αυτοκράτορα , ενώ και για τον Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό της 342 Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας αναφέρεται πως ήταν μιμητής του Αλέξανδρου, από το Στέφανο Σγουρόπουλο, ποιητή της αυλής του, σε ένα εγκώμιο που έγραψε προς 343 τιμήν του και στο οποίο τον αναφέρει ως μιμητήν τοῦ Μακεδόνος Ἀλεξάνδρου (Καμπούρη –Βαμβούκου 2001:12, Trahoulia 2010: 147-148). Άλλωστε, ο ίδιος αυτοκράτορας απεικονίζεται στο περίφημο χειρόγραφο του Μυθιστορήματος από την Τραπεζούντα να απευθύνεται στον Αλέξανδρο (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 3.5.4.), ενώ φαίνεται πως είχε υιοθετήσει και τον τίτλο «Μέγας», όπως πιστοποιεί μια επιγραφή από το Μοναστήρι της Παναγίας Θεοσκέπαστου (1351) και μια δεύτερη από τα βυζαντινά τείχη της Τραπεζούντας (1379, Trahoulia 2007: 32). Με τον Αλέξανδρο παραβάλλεται από το Νικηφόρο Γρηγορά ακόμα και η…Άννα Παλαιολογίνα, σύζυγος του Ανδρόνικου του Γ΄ και αυτοκρατόρισσα, (ή η Ελένη Καντακουζηνή, σύζυγος του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου): σε επιστολή του με τίτλο Τῆ βασιλίδι ο Γρηγοράς επανειλημμένα αντιπαραβάλλει την Άννα (Ελένη) με τον 341 Σπυρίδων Λάμπρος, Παλαιολόγεια καὶ Πελοποννησιακά, Γ΄, Αθήνα, 1926 342 Στο λόγο αυτό βέβαια ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός δεν αντιπαραβαλλεται μόνο με τον Αλέξανδρο, αλλά και με άλλες προσωπικότητες της Βίβλου και της ιστορίας: «Περί το κράτος καί τήν βασίλειον ἀρχήν Ἀλέξανδρος δεύτερος ἐχρημάτισε, περί τήν εὐσέβειαν καί τήν ὀρθόδοξον πίστιν Κωνσταντῖνος νέος ἐγένετο…» και αλλού: «Ἀνδρεῖος ἦν κατά τόν Σαμψών, ὡραῖος κατά τόν Ἰωσήφ, τό πρᾶον εἶχεν ὡς ὁ Δαβίδ……» (πρωτότυπο κείμενο σε Παπαδόπουλο – Κεραμέα 1891: 427). 343 Τοῦ πρωτονοταρίου Τραπεζοῦντος Στεφάνου τοῦ Σγουροπούλου πρός τόν βασιλέα κυρόν Ἀλέξιον τόν Κομνηνόν στίχοι ἐγκωμιαστικοί. Πιθανόν στον ίδιο αυτοκράτορα ή αλλιώς στον παππού του Αλέξιο Β΄ να αναφέρεται ο Σγουρόπουλος παρομοιάζοντάς τον με τον Αλέξανδρο, μετά από μια νίκη των Ελλήνων κατά των Τούρκων στην Κερασούντα (Trahoulia 2007: 33, βλέπε και κεφάλαιο 3.2. για τους στίχους του σε αντιπαραβολή με επεισόδιο από το Μυθιστόρημα).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 246 Αλέξανδρο, προβάλλοντάς τον, για άλλη μια φορά, ως κοσμοκράτορα, και εξαίροντας το ήθος και τη μεγαλοψυχία του για τις τιμές και τα πλούτη που διένειμε στους φίλους του, τα εξωτικά αρώματα που έστειλε στο δάσκαλό του, τον Αριστοτέλη τονίζοντας χαρακτηριστικά για την αυτοκράτειρα: «οὐ μόνον γε μὴν ἐς τὸ μεγαλόψυχόν τε ἐκείνου καί μεγαλοφυές ἀποβλέπων εἰκάζω τά σά, ὅτι μη καί πρός ἄλλα τά πλεῖστα… εἶπον ἂν τὴν ἐκείνου ψυχήν ἐν σοί κατοικεῖν». Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά πως και ένας 344 ξένος ηγεμόνας, ο Σουλτάνος Νασάρ της Αιγύπτου, (1347-1361) αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος του καιρού τούτου, ενώ ο ίδιος μάλιστα δε διστάζει να χαρακτηρίσει και τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο ως σπάθην της βασιλείας των Μακεδόνων, ανδρειότητα της βασιλείας των Ελλήνων, κληρονόμον της βασιλείας των Ρωμαίων, ταυτίζοντας βεβαίως τους όρους Μακεδόνες, Έλληνες, Ρωμαίοι. Ο ίδιος Mαμελούκος σουλτάνος χαρακτηρίζει σε γράμμα του ακριβώς ως «σπάθη της βασιλείας των Μακεδόνων» και τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό. Εξάλλου και ο Μαμελούκος λόγιος Καλκασάντι (1356- 1418) αναφέρει στο έργο που συνέγραψε για τη γενεολογία των βασιλιάδων του Αλ Ρουμ ότι οι Παλαιολόγοι ήταν απόγονοι των Μακεδόνων βασιλιάδων Φιλίππου Β΄ και Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς και των Ρωμαίων βασιλιάδων (Καραθανάσης 1992:99,103, Βασιλακοπούλου 1999: 1314-1315, Georganteli 2012: 147). Από τους προαναφερόμενους βυζαντινούς αυτοκράτορες θα άξιζε να αναφερθούμε ιδιαίτερα και στο Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη της Νίκαιας, αυτοκράτορα με εκπεφρασμένη νεοελληνική πατριωτική συνείδηση . Απαντώντας με επιστολή σε ερώτηση του 345 Γεωργίου Μουζαλώνα για τις σχέσεις ηγεμόνων και υπηκόων, αρχίζει την ανάλυσή του με τον Αλέξανδρο: ο Μακεδόνας βασιλιάς αναφέρεται ως «τῶν Ἑλλήνων μέν βασιλεύς Μακεδόνων δέ συστρατιώτης καί ἀρχηγός…» και υπόδειγμα ηγέτη με τις πράξεις του («….πόλεις ὅλας ὁλοκλήρους κόσμου σχεδὸν εἰς τὴν αὐτοῦ εὐνομίαν λαμπρῶς συνεισήγαγε»), έτσι ώστε «…διά ταῦτα πάντα κλέος Ἑλλήνων καί Μακεδόνων ἕως τοῦ νῦν κηρύττεται οὗτος, ἀλλ’ ὡς κἀμοὶ δοκεῖ καὶ ἐς ἀεὶ κηρυχθήσεται τοῦτο» . Στο συγκεκριμένο 346 344 P.L.M. Leone, Nicephori Gregorae Epistulae, Matino: Tipografia di Matino, 1982-1983, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu 345 Ο Θεόδωρος ονομάζει την επικράτειά του Ελληνικόν και Ελλάδα και τα στρατεύματά του ελληνικά. Είναι ίσως ο πρώτος Νεοέλληνας και ένας από τους πρώτους ανθρώπους παγκοσμίως για τον οποίο μαρτυρείται μια αγάπη και ένας σεβασμός για τα αρχαία μνημεία, που όχι μόνο μπορεί να αντιπαραβληθεί με την αγάπη της αρχαιολογίας με τη σημερινή της έννοια, αλλά τα νοηματοδοτεί και ως γέφυρα με το ένδοξο παρελθόν και την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Συγκεκριμένα θαυμάζει τα μνημεία της αρχαίας Περγάμου τα οποία θεωρεί «ελληνικής μεγαλονοίας μεστά ινδάλματα» και νομίζει ότι προβάλλονται «καταντροπιάζοντας εμάς, σαν απογόνους, με της πατρικής δόξας το μεγαλείο» (Βακαλόπουλος 2008: 77-78). 346 L. Tartaglia, \"L'opuscolo De subiectorum in principem officiis di Teodoro II Lascaris,\"Δίπτυχα 2 (1980-1981): 196-209, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 247 απόσπασμα εύστοχα ο Θεόδωρος δεν προβάλλει τον Αλέξανδρο μόνο ως ηγέτη και κοσμοκράτορα, αλλά και ως συστρατιώτη των δικών του, θέλοντας να τονίσει κάτι που συνήθως δεν προβαλλόταν τόσο σε αναφορές άλλων, ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα μαζί με τους στρατιώτες του στην πρώτη γραμμή, εκθέτοντας τον εαυτό του στην ίδια μοίρα και κινδύνους με αυτούς. Προβλέπει μάλιστα, προφητικά θα έλεγε κανείς, πως και στο μέλλον ο Αλέξανδρος δε θα πάψει ποτέ να προβάλλεται ως η δόξα των Ελλήνων και Μακεδόνων. Μία ακόμη, όμως, αναφορά του Θεόδωρου από τη συγκεκριμένη επιστολή έχει ιδιαίτερη σημασία: «…καἰ γάρ οἱ περί τούς ὑψηλούς προκαθήμενοι θρόνους καί βασιλικῶς ἐφορῶντες τούς ὑπό πόδας αὐτῶν, μιμητικῶς αὐτῶ ὁμοιούμενοι, πλειστάκις παμπληθεῖς ῥαόνουσι τάς δωρεάς, οἶα ὑετόν πρώϊμον καί ὄψιμον εἰς τάς τῶν δούλων καί φίλων αὐτῶν καρδίας ὑετίζοντες» . 347 Με την αναφορά αυτή ο Λάσκαρης επιβεβαιώνει την ευρεία διάδοση του Αλέξανδρου ως πρότυπον βασιλέως, καθότι, όπως λέει, προσπαθώντας να του μοιάσουν, οι διάφοροι βασιλείς ραίνουν τους υπηκόους τους με πλήθος από δωρεές. Ο εγκωμιαστικός τόνος του Θεόδωρου συνεχίζεται στην επιστολή και φανερά αγγίζει τα όρια της Αλεξανδρολατρίας, με πλήρη εξιδανίκευση του Αλέξανδρου ως προτύπου όχι μόνο βασιλέως, αλλά και φιλίας δεσπότη προς τους υπηκόους του (βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 3.4). Αλλού πάλι ο Θεόδωρος παραλληλίζει με τον Αλέξανδρο τον πατέρα του, τον Ιωάννη Βατάτζη, κορυφαία προσωπικότητα του μεσαιωνικού ελληνισμού. Ο παραλληλισμός αυτός γίνεται μάλιστα όχι μόνο ως προς τις ικανότητες, αλλά με ιδιαίτερη μνεία στο ότι ο πατέρας του στάθηκε, όπως ο Αλέξανδρος, ηγεμόνας όλων των Ελλήνων, λειτουργώντας ενωτικά (Παπαδοπούλου 2007:336). Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο Θεόδωρος, σε εγκώμιο γραμμένο για τον πατέρα του, Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας (1222 -1258), καλεί τον Αλέξανδρο, «άνακτα των Ελλήνων», που παρέλαβε και αύξησε την εξουσία τους στην αρχαιότητα, να σηκωθεί και να δει τα κατορθώματα του Βατάτζη, που παρέλαβε γη τεμαχισμένη (την αποκαλεί «Αυσονίτιδα») από τους Λατίνους (σταυροφόρους), Πέρσες (Τούρκους), Βούλγαρους και Σκύθες (Σέρβους), αλλά κατάφερε να την ενώσει, επαναφέροντας την στα αρχαία όριά της και να δοξάσει τους Έλληνες στη γη των Αλαμανών και των Ιταλών: 347 Ο.π.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 248 «Ἀλλὰ δεῦρο δὴ ἄναξ Ἑλλήνων Ἀλέξανδρε, ὃς δὴ πρώην βασιλείαν Ἑλλήνων τετίμηκας, ὁλόκληρον μέν ταύτην ἀρχῆθεν παραλαβών, εἰς ἐπίδοσιν δὲ μεγάλην ὄντως ὕστερον ἀναγαγών. ἀλλ’ ὅ γε τοῦ Χριστωνύμου λαοῦ βασιλεύς, ὑπὸ τῆς Λατινικῆς καὶ Περσικῆς καὶ Βουλγαρικῆς καὶ Σκυθικῆς καὶ ἑτέρας πολυαρχίας ἐθνικῆς καὶ τυραννικῆς τὴν Αὐσονίτιδα γῆν μερισθεῖσαν μυριαχῶς, εἰς ἓν ταύτην συνήγαγε, καὶ τοὺς ἅρπαγας ἐμαστίγωσε καὶ τὸ λάχος τούτου ἐφύλαξε, καὶ δόρατί τε καὶ φασγάνῳ καὶ εὐβουλίᾳ καὶ ἀγχινοίᾳ τὸν ἀρχαῖον ὅρον ἡμῶν ἀνήγειρε καὶ ἀνώρθωσε,καὶ τρόπαιον ἀρετῶν ἀνεστήσατο... καὶ γῇ Ἀλαμανῶν τε καὶ Ἰταλῶν Ἑλλήνων παῖδες συμμαχοῦντες κλεΐζονται, καὶ ἁπανταχῆ τὸ τούτου ὄνομα ἐξαγγέλλεται.» 348 Οι παραπάνω αναφορές του Θεόδωρου είναι αποκαλυπτικές για την ιδεολογία της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, του πρώτου νεοελληνικού κράτους στην ιστορία, τα αρχαία όρια του οποίου ο Βατάτζης «ανήγειρε και ανόρθωσε». Επιβεβαιώνουν το χαρακτήρα ταυτότητας, ενότητας και αγώνα, που έχουν όλες οι πατριωτικού χαρακτήρα αναφορές των Βυζαντινών στον Αλέξανδρο με τον πλέον επίσημο τρόπο, διότι εκφράζονται από έναν Έλληνα αυτοκράτορα. Επιβεβαιώνουν ακόμα ότι, για τους Έλληνες της εποχής του Θεόδωρου, ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να αποτελεί δόξα (κλέος) και συνδέουν το Μακεδόνα βασιλιά με τον κορυφαίο υπερασπιστή του ελληνισμού του 13 αιώνα, τον Άγιο Ιωάννη Βατάτζη. ου Η ίδια ακριβώς παρατήρηση ταιριάζει και για το βυζαντινό λυκόφως και τον κορυφαίο υπερασπιστή του ύστατου μεσαιωνικού ελληνισμού του 15 αιώνα, τον ου αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο Γεώργιος Σχολάριος, μετέπειτα πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση ως Γεννάδιος, στην επιστολή που στέλνει στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο χαρακτηρίζοντάς τον, όπως ήδη αναφέρθηκε, άντικρυ Αλέξανδρο, του τονίζει ότι πρακτικά, αν και δεν υπήρξε ακροατής του Αριστοτέλη, όπως ο Αλέξανδρος, εντούτοις με τις πράξεις του δίνει την ειλικρινή 348 L. Tartaglia, Teodoro II Duca Lascari, Encomio dell'Imperatore Giovanni Duca[Speculum. Contributi di Filologia Classica Naples: M. D'Auria, 1990, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 249 εικόνα ενός φιλοσόφου και ότι καθόλου δεν υστερεί στις αρετές από τον αρχαίο Μακεδόνα βασιλιά: «Οὔτε τοίνυν Ἀριστοτέλης εἶχεν ὃν ἔμελλε προτιμᾶν Ἀλεξάνδρου, καὶ σὺ νῦν πᾶσι τοῖς φιλοσοφίας ὁπωσοῦν γεγευμένοις ἄντικρυς Ἀλέξανδρος εἶ, τῆς ἀπὸ τῶν καιρῶν ῥοπῆς ἐκείνῳ μόνης παραχωρῶν, καὶ ἀρετῇ μὲν οὐδενὸς τῶν ἐξόχων λειπόμενος, τῆς δὲ κοινῆς Ῥωμαίων τύχης συναπολαύων· καίτοι καὶ τὸν Ἀλέξανδρον μάλιστα μὲν φιλοσοφίας ἀκροατήν, οὐ σφόδρα δὲ φιλόσοφον ἄν τις εἴποι· σὺ δὲ ὀλίγα μὲν ἠκροάσω φιλοσοφίας, ἔργοις δὲ εἰλικρινῆ τε καὶ ἐναργῆ τὴν εἰκόνα τοῦ φιλοσόφου δεικνύεις ἐν σεαυτῷ» · 349 Ο Σχολάριος, όμως, γράφει και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: επαινεί τον Κωνσταντίνο επειδή αυτός, κάνοντας αναφορές στον Αλέξανδρο σε πολλά συγγράμματά του –δηλαδή σε γραπτούς λόγους του, δημηγορίες ή και πιθανόν επιστολές -, θεωρούσε πως κοσμούσε και τιμούσε έτσι τον Αλέξανδρο στη φιλοσοφία και τον εαυτό του στην αρετή της βασιλικής εύνοιας, κάτι που, όπως λέει ο Σχολάριος, πολλοί επιδίωξαν και επιδιώκουν ακόμη . Επομένως και για τον ίδιο τον 350 Κωνσταντίνο, (αλλά και πολλούς ακόμη) σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σχολάριου, ο Αλέξανδρος υπήρξε ένα ισχυρό πρότυπο και σημείο αναφοράς στους λόγους του. Η μαρτυρία του Σχολάριου αποτελεί απόδειξη για την επιβίωση του αλεξάνδρειου προτύπου ως βασικό στοιχείο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας ακόμη και στους έσχατους χρόνους του τελευταίου Έλληνα αυτοκράτορα. Σύμφωνα με μια άποψη, το «αλεξάνδρειο πρότυπο» για τους Βυζαντινούς δεν περιοριζόταν μόνο στο πρόσωπο του ηγεμόνα αλλά επεκτεινόταν, στοχευμένα ή μη, καί στις δομές του βυζαντινού κράτους. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το Βυζάντιο κληρονόμησε από τον Αλέξανδρο το πολιτειακό σύστημα της κοσμόπολης, όπως αποτυπώθηκε κυρίως στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, μέσω των ελληνιστικών βασιλείων και των προτύπων –πόλεων της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας. Ακόμα 349 Τῷ ὑψηλοτάτῳ καὶ πανευτυχεστάτῳ δεσπότῃ κῦρ Κωνσταντίνῳ τῷ Παλαιολόγῳ, επιστολή του Σχολάριου στον Κωνσταντίνο στο: M. Jugie, L. Petit, and X.A. Siderides, Oeuvres complètes de Georges (Gennadios) Scholarios, vol. 7, Paris: Maison de la bonne presse, 1936, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (ανάκτηση 25.9.2015). 350 «ἐπαινῶ γάρ καί τοῦτο τοῦ ἡμετέρου καθηγεμόνος, ὅν οἷμαι μή ἄν σφόδρα αἰσχύναι τῆ τοιαύτη προσηγορία, ὅτι πολλά τῶν συγγραμμάτων εἰς Ἀλέξανδρον ἀναπέμπων, ἐκεῖνον τε τῆ φιλοσοφία καί ἑαυτόν τῆ παρά τοῦ βασιλέως εὐνοία κοσμεῖν καί τιμᾶν ὤετο. ὅ καί πολλούς οἷδα πανταχοῦ καί ζηλώσαντας καί νῦν ἔτι ζηλοῦντας» (ο.π.)

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 250 και στη θρησκευτική οργάνωση, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι διαχρονικά ισχυρές αστικές δομές των παραπάνω πόλεων, καθώς βέβαια και της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, οδήγησαν στην ίδρυση σ’ αυτές των πατριαρχείων. Επιπλέον το Βυζάντιο κληρονόμησε από το Μακεδόνα βασιλιά τη χρηματιστική οικονομία, που είχε προωθήσει αυτός στην ανατολή. Ακόμα και τα βυζαντινά θέματα, με τις αρμοδιότητες του κάθε στρατηγού και το θεματικό στρατό, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ένας μακρινός απόηχος του συστήματος των σατραπειών, που είχε διατηρήσει και ο Αλέξανδρος. Τέλος, η οικουμενική παμβασιλεία που είχε προωθήσει ο Αλέξανδρος, μια βασιλεία οικουμενική αλλά ταυτόχρονα ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα, βρίσκει σαφώς την ολοκληρωμένη εκδοχή της στο βυζαντινό βασιλέα, ακόμα και συμβολικά με το στέφανο που δέχεται κατά τη στέψη (Μπακογιάννης 2013: 60-67). Έτσι, φαίνεται τελικά πως η αρχαία πολιτική θεωρία, καταγεγραμμένη στο έργο αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, βλέπε κεφ. 2.3) φτάνει - μέσω του Αλέξανδρου, των διαδόχων και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων – και βρίσκει έκφραση καί στο Βυζάντιο (Ι.Ε.Ε. Ζ΄ 1978: 323). Επιπλέον, στοιχείο αναβίωσης αλεξάνδρειων προτύπων αποτελεί από τον Ηράκλειο κι εξής η υιοθέτηση του ελληνικού τίτλου «βασιλεύς» για το βυζαντινό αυτοκράτορα, που πρώτος είχε χρησιμοποιήσει στις οικουμενικές διαστάσεις του ο Αλέξανδρος. Τέλος, μια αναφορά στο Τακτικόν περί των οφφικίων του Παλατίου Kωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας του Ψευδο –Κωδινού, έργο που γράφτηκε ανάμεσα στα έτη 1347-1368, συνοψίζει άριστα τη διαχρονική σχέση των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των βυζαντινών πληθυσμών με τον Αλέξανδρο. Καθίσταται σαφές, πως ο Αλέξανδρος αποτελούσε για το λαό σημείο αναφοράς για την καταγωγή της βασιλείας των βυζαντινών αυτοκρατόρων, επομένως αποτελούσε σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους : «Ἐπεί δέ ο μέγας Κωνσταντῖνος καί ἦν καί ἐλέγετο βασιλεύς Ρωμαίων, βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων καλοῦνται μέχρι τοῦ νῦν καί οἱ ἐκείνου διάδοχοι βασιλεῖς. καί ἐπειδή ὁ μέν Ἀλέξανδρος τῶν Μακεδόνων ἦν βασιλεύς, ἡ δέ Μακεδονία ὑπό τήν τοῦ βασιλέως Ρωμαίων χεῖρα ευρίσκεται, τά μέν ἑῶα ἒθνη διδόασι τήν τιμήν τῶ βασιλεῖ ως διαδόχω τοῦ πατρικού οἴκου τοῦ Ἀλεξάνδρου, τά δ’ αὖ ἑσπέρια ὡς τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου διαδόχω». (Codinus Couropalates 1839: 55) Το βάθος της παράδοσης του Αλέξανδρου στο Βυζάντιο είναι τέτοιο, που ακόμα και στις δύσκολες στιγμές της αυτοκρατορίας τον Αλέξανδρο να επικαλούνται προκειμένου να αναθαρρήσουν. Πράγματι, ο Μακεδόνας βασιλιάς, στα τελευταία σκοτεινά χρόνια της τουρκικής προέλασης στο Βυζάντιο, χρησιμοποιείται πάντα ως σύμβολο για την ενθάρρυνση και Philosophia Ancilla/ Academica V


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook