Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore O Megas Alexandros tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

O Megas Alexandros tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

Published by kou_vas, 2017-09-28 09:45:50

Description: O Megas Alexandros tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

Search

Read the Text Version

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 51 ποιητής Αδδαίος ο Μακεδών, που έζησε την εποχή του Αλέξανδρου, σε δύο επιγράμματά του συνοψίζει το σεβασμό και θαυμασμό που έτρεφε ο αρχαίος κόσμος προς το μεγάλο στρατηλάτη: στο πρώτο, το επιτύμβιο «Προς Φίλιππον» αναφέρει: «… εδώ αναπαύεται ο Φίλιππος, ο μεγάλος βασιλιάς της Μακεδονίας. Κανείς άλλος βασιλιάς δεν επέτυχε πριν απ’ αυτόν τόσα κατορθώματα, όσα έκανε εκείνος. Αλλά, και αν καυχιέται κανείς ότι έγινε σπουδαιότερος από το Φίλιππο, αυτός είναι ο γιος του». Στο δεύτερο επίγραμμα, το «Προς Αλέξανδρον» γράφει: ΤΥΜΒΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΙΟ ΜΑΚΗΔΟΝΟΣ ΗΝ ΤΙΣ ΑΕΙΔΗ, ΗΠΕΙΡΟΥΣ ΚΕΙΝΟΥ ΣΗΜΑ ΛΕΓ’ /ΑΜΦΟΤΕΡΑΣ, επίγραμμα που 60 παραπέμπει στο μοτίβο του Αλέξανδρου κοσμοκράτορα. Διάσημο υπήρξε και το ποίημα Εἰς τόν Μακεδόνα Ἀλέξανδρον του Πύρρωνα του Ηλείου, του σκεπτικού φιλοσόφου που ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του. Αντίστοιχα ήταν και τα έργα των Αναξιμένη και Χοιρίλου (Η. –Σ. Αποστολίδης 2015:41). Ο Στράβων περιλαμβάνει στο έργο του ορισμένες από τις αναφορές του μεγάλου γεωγράφου Ερατοσθένη (275 -194 π.Χ.) για τον Αλέξανδρο: τη μεγάλη συνεισφορά του Αλέξανδρου στη γνώση του κόσμου της Ασίας και των Βαλκανίων ως το Δούναβη, χάρη στις κατακτήσεις του, ή την διαφοροποίησή του από την κοσμοθεωρία του Αριστοτέλη - που 61 τον ήθελε να κάνει σαφείς διακρίσεις μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων - και την προτίμησή του να αποδέχεται και να ευεργετεί χωρίς διάκριση όλους όσοι το άξιζαν (Στράβων: 1.4.8-9). Επιπλέον, σύμφωνα με τον Πολύβιο, το 219-17 π.Χ. ο Αιτωλός Αλέξανδρος Ίσιος, σε δημόσιο λόγο του, απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του και με νωπή ακόμη την καταστροφή της πρωτεύουσάς τους, του Θέρμου, από το Φίλιππο Ε΄, προέβη σε αντιπαράθεση των πράξεων του Φιλίππου με αυτές του Αλέξανδρου και άλλων Μακεδόνων προκατόχων του Φιλίππου στο θρόνο, σημειώνοντας πως τόσο ο Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του στην Ασία, όσο και ο Αντίγονος, ο Πύρρος κ.λπ. πάντοτε επιτίθονταν στον εχθρό στην ύπαιθρο, σπάνια, όμως, κατέστρεφαν τις πόλεις των αντιπάλων (Πολύβιος: 18.3). Έξι χρόνια αργότερα, το 211 π.Χ., τα απειλητικά «σύννεφα από τη δύση» κάνουν την εμφάνισή τους στον ελλαδικό χώρο: η ιμπεριαλιστική δύναμη της Ρώμης, εφαρμόζοντας την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», συνάπτει με τους καιροσκόπους Αιτωλούς το λεγόμενο «αρπακτικό σύμφωνο», προκειμένου να τους δελεάσει και να τους πάρει με το μέρος της έναντι του κυριότερου αντιπάλου που θα μπορούσε να ορθώσει ανάστημα για http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0258:book=6:chapter=2&highlight= alexander (όπου και –ανάμεσα στ’ άλλα -, η περιγραφή της συνάντησης τους και η στιχομυθία που ακολούθησε, κείμενο σε αγγλική μετάφραση). 60 Δηλαδή «αν κάποιος υμνήσει τον τύμβο του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, να πει πως για μνήμα του είχε καί τις δύο ηπείρους», επίγραμμα από την Παλατινή Ανθολογία –Palatina VII, 240 (Ιωαννίδης 1958: 179-180, Λεντάκης 1993: 188). 61 «ὁ μὲν γὰρ τῆς Ἀσίας πολλὴν ἀνεκάλυψεν ἡμῖν καὶ τῶν βορείων τῆς Εὐρώπης ἅπαντα μέχρι τοῦ Ἴστρου» (Στράβων, 1.2.1)

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 52 λογαριασμό των Ελλήνων, του βασιλείου της Μακεδονίας, υπό την εξουσία του Φιλίππου Ε΄. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές, ο πολιτικός εκπρόσωπος των Ακαρνάνων Λυκίσκος εκφέρει λόγο στη Σπάρτη, που, έτσι τουλάχιστον όπως τον διασώζει ο Πολύβιος, αποτελεί μνημείο ενότητας του ελληνισμού απέναντι στον επερχόμενο κίνδυνο. Απαντώντας στις αιτιάσεις του Αιτωλού Χλαινέα, ο οποίος προσπάθησε να διαβάλει τη Μακεδονία, πηγαίνοντας ακόμα και πίσω στο Φίλιππο Β΄ και στον Αλέξανδρο, σημειώνει τα εξής: «(Ο Χλαινέας) με πίκρα καταφέρθηκε εναντίον του Αλέξανδρου, λέγοντας ότι όταν αυτός νόμισε ότι αδικήθηκε, τιμώρησε την πόλη της Θήβας. Αλλά για το ότι ο Αλέξανδρος εκδικήθηκε τους Πέρσες για όλα τα δεινά που έκαναν στους Έλληνες, γι’ αυτό δεν μας είπε τίποτα, ούτε για το από πόσες συμφορές μας απάλλαξε όλους, υποδουλώνοντας τους βάρβαρους και αποστερώντας τους όλες τις προσόδους, με τη χρήση των οποίων εκείνοι κατέστρεφαν τους Έλληνες, πότε στρέφοντας τους Αθηναίους εναντίον των προγόνων αυτών των ανδρών (των Σπαρτιατών), πότε τους Θηβαίους εναντίον άλλων. Και ούτε μας είπε για την Ασία που ο Αλέξανδρος υπέταξε στους Έλληνες» . 62 Είναι επομένως ολοφάνερο, πως ήδη από την αρχαιότητα, στις δύσκολες περιστάσεις του ελληνισμού, οι υποστηρικτές της ενότητας και ακεραιότητάς του έναντι μιας εξωτερικής απειλής, όπως στην προκειμένη περίπτωση ο Λυκίσκος, ανακαλούσαν και προέβαλλαν τον Αλέξανδρο ως υπερασπιστή του ελληνισμού, ως πρότυπο βασιλιά –νικητή για λογαριασμό όλων των Ελλήνων. Kάποιος ιδιώτης ονόματι Μοσχίων, γύρω στο 150 π.Χ., προσέφερε χίλιες δραχμές προκειμένου να ανακαινιστεί το ιερό του Αλέξανδρου στην Πριήνη της Μικράς Ασίας, σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στην Ιερή Στοά της πόλης (Stewart 1993: 335, 420). Μια πιο κριτική στάση απέναντι στον Αλέξανδρο δείχνει να τηρεί ο ιστορικός και περιπατητικός φιλόσοφος Αγαθαρχίδης από την Κνίδο (3 -2 π.Χ. αιώνας). Στο έργο του ος ος Περί τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ὁ γοῦν Ἀλέξανδρος, ἀήττητος ὢν ἐν τοῖς ὅπλοις, ἀσθενέστατος ἦν ἐν ταῖς ὁμιλίαις· ἡλίσκετο γὰρ ὑπὸ τῶν ἐπαίνων, καὶ Ζεὺς καλούμενος οὐ χλευάζεσθαι ἐνόμιζεν ἀλλὰ τιμᾶσθαι, τῶν μὲν ἀδυνάτων ἐπιθυμῶν, τῆς δὲ φύσεως ἐπιλελησμένος» . 63 62 Πολύβιος, Ἱστορίαι, 9.34, βλέπε όλο το λόγο του Λυκίσκου (αρχαία ελληνικά και αγγλικά) στη διεύθυνση: http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0234%3Abook%3D9%3Acha pter%3D32. Πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και αποσπάσματα από το λόγο του Λυκίσκου στη νεοελληνική: http://www.imma.edu.gr/imma/history/02.html#toc015 63 http://stephanus.tlg.uci.edu Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 53 Επίσης, ο μεγάλος Έλληνας γεωγράφος Στράβων (64 π.Χ. -24 μ.Χ.) από την Αμάσεια του Πόντου, τονίζει πως η συμμετοχή της πατρίδας του στον κοινό ελληνορωμαϊκό πολιτισμό της εποχής του οφείλεται στον Αλέξανδρο και στους Μακεδόνες (Κουλακιώτης 2008:120). Αλλού πάλι, αναφέροντας πληροφορίες του Αριστόβουλου, προβάλλει το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη, καθότι αναφέρεται στα αντιπλημμυρικά –αποστραγγιστικά έργα που έκανε ο Αλέξανδρος στον Ευφράτη και στην περιοχή της Βαβυλώνας (Η. –Σ. Αποστολίδης 2015:512-517). Επιπλέον ο Στράβων προβάλλει το ερευνητικό έργο του Αλέξανδρου και την προσωπική του μέριμνα για γνώση και καταγραφή των νέων στοιχείων κατά την εκστρατεία στην Ινδία (Στράβων: 2.1.6). Επισημαίνει ακόμη το ηράκλειο και διονύσιο πρότυπο που είχε ο Αλέξανδρος ως οδηγό για την ινδική εκστρατεία. Τέλος, ο στωικός Στράβων με έμμεσο 64 τρόπο αναφέρεται και στην έπαρση του Αλέξανδρου, όταν αναφέρει ότι από τη μέχρι τότε καλή του τύχη πήραν τα μυαλά του αέρα και θέλησε να συναγωνιστεί τη Σεμίραμι και τον Κύρο διασχίζοντας τη Γεδρωσία (Στράβων, 15.6., Tarn 1939: 52). Όπως αποδεικνύουν παραδείγματα ποιημάτων της Ελληνικής Ανθολογίας (Anthologia Graeca), οι λογοτεχνικές αναφορές Ελλήνων – κι όχι μόνο - στον Αλέξανδρο ήταν συνεχείς καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας: Αὐτόν Ἀλἐξανδρον τεκμαίρεο. Ὦδε τά κείνου ὂμματα, καί ζωόν θάρσος ὁ χαλκός ἒχει. Ὅς μόνος, ἥν ἐφορῶσιν ἀπ’ αἰθέρος αἱ Διός αὐγαί, πᾶσαν Πελλαίω γῆν ὑπέταξε θρόνω. (υστεροελληνιστικό ή ρωμαϊκό, Stewart 1993: 394) (Σε ελεύθερη μετάφραση: Δες προσεκτικά τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Δες τα μάτια του, στο χαλκό το θάρρος ζωντανεύει. Αυτός μόνος, όλη τη γη που βλέπει από τον ουρανό η αυγή του Δία, την υπέταξε στο θρόνο της Πέλλας). Το ποίημα αυτό, όπως υπονοεί η αναφορά στο χαλκό, πιθανόν να είχε έμπνευση ένα μπρούτζινο άγαλμα του Αλέξανδρου. Γύρω στο 44 π.Χ., κατά την επανίδρυση της Κορίνθου μετά την καταστροφή της από το Μόμμιο, ένας Έλληνας αφιέρωσε άγαλμα του Αλέξανδρου –Δία στην Ολυμπία, σύμφωνα με μαρτυρία του Παυσανία (Stewart 1993: 339-340), στοιχείο που πιστοποιεί όχι απλά την επιβίωση της μνήμης του Μακεδόνα βασιλιά στους απλούς Έλληνες της εποχής, αλλά πολύ περισσότερο το σεβασμό τους προς το πρόσωπό του. 64 «Αλέξανδρος δὲ τῆς Ἰνδικῆς στρατείας ὅρια βωμοὺς ἔθετο ἐν τοῖς τόποις εἰς οὓς ὑστάτους ἀφίκετο τῶν πρὸς ταῖς ἀνατολαῖς Ἰνδῶν, μιμούμενος τὸν Ἡρακλέα καὶ τὸν Διόνυσον» (Στράβων: 3.5.5).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 54 Περίπου το 40 π.Χ. ο Αντίοχος Α΄ της Κομμαγηνής (69-36 π.Χ.) έστησε ένα μνημείο προς τιμήν των προγόνων στο δυτικό εξώστη του ιεροθέσιου του, δηλαδή του εντυπωσιακού, ύψους 50 μέτρων, μαυσωλείου του, στην κορυφή ενός υψώματος (σημερινό Nemrud Dagh). Το μνημείο αυτό πρέπει να συμπεριελάμβανε και τον Αλέξανδρο, όπως μας επιτρέπει να συμπεράνουμε η αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή: ΒΑΣΙ[ΛΕΑ ΑΛΕ]Ξ[ΑΝΔΡΟ]Ν ΤΟΝ Ε[ΚΒΑΣΙΛΕΩΣ [ΦΙΛΙΠ]ΠΟΥ (Stewart 1993: 402, Luschen 2013: 39). Άλλωστε ο Αντίοχος παρουσίαζε τον εαυτό του να έλκει την καταγωγή του από το Δαρείο από την πλευρά του πατέρα του και από τον Αλέξανδρο από την πλευρά της Ελληνίδας μάνας του, της Λαοδίκης. Επομένως, 300 χρόνια μετά το θάνατό του, η μορφή του Αλέξανδρου εξακολουθούσε να ρίχνει τη σκιά της στους Έλληνες ηγεμόνες της ανατολής, ώστε αυτοί να προπαγανδίζουν μέσω της μνημειακής τέχνης και της γενεαλογίας τους την –υποτιθέμενη –ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Παράλληλα, μια άλλη επιγραφή από το Μαυσωλείο του Αντίοχου Α΄ έρχεται να επιβεβαιώσει το πνεύμα και τη διορατικότητα του Αλέξανδρου τέσσερις αιώνες μετά το θάνατό του: σ’ αυτήν ο Αντίοχος, ένας κατά το ήμισι Σελευκίδης βασιλιάς, γράφει στα ελληνικά, χωρίς σωστή όμως χρήση του άρθρου και χαρακτηρίζει αντίστοιχα την Περσία και τη Μακεδονία ως τις δυο ρίζες του βασιλείου του. Χρησιμοποιεί το μακεδονικό ημερολόγιο αλλά μνημονεύει τους περσικούς θεούς Αχούρα –Μάζντα και Μίθρα, στους οποίους όμως προσθέτει και ελληνικά ονόματα (Παπαϊωάννου 2013: 27). Η όσμωση του ελληνικού με τον πολιτισμό της ανατολής παρουσιάζεται εδώ ολοκληρωμένη. Ένα άλλο επίγραμμα, του Μακεδόνα Παρμενίωνα, γύρω στο 30 μ.Χ., τονίζει πως ο Αλέξανδρος είχε κερδίσει την αθανασία στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων, την αθανασία που, σύμφωνα με το θρύλο, ο ίδιος τόσο είχε επιζητήσει: «Δεν πέθανε ο Αλέξανδρος και ψέμα ας μη σαλπίζει η φήμη. Τι όσο αληθινός κι αν βγαίνει ο Φοίβος τέτοιες μορφές ανίκητες ούτ’ Άδης δεν αγγίζει». (Μίκογλου 1993:50). Την εποχή του Αυγούστου πρέπει να χρονολογείται και η λεγόμενη «ασπίδα Chigi», ένα νεο -αττικό ανάγλυφο που δείχνει την Ευρώπη και την Ασία να κρατούν μια ασπίδα, στην οποία πάνω αναπαρίσταται η μάχη στα Γαυγάμηλα και περιέχεται ένα ποίημα υμνητικό των δορύκτητων κατακτήσεων του Αλέξανδρου στα ελληνικά, στο οποίο ο ίδιος εμφανίζεται να εξάρει την καταγωγή του από τον Ηρακλή - μέσω του πατρός του Φιλίππου – και από τον Αχιλλέα, μέσω της μητρός του Ολυμπιάδος. Επιπλέον, η κύρια επιγραφή του αναγλύφου προβάλλει την καθιερωμένη εικόνα του Αλέξανδρου αιχμηφόρου, κατακτητή του κόσμου όλου: «ἔπτηξαν βασιλῆες ἐμόν δόρυ ἔθνεα τ’ αὐτῶν» (Stewart 1993: 162, Dahmen 2007: 36, Billows 1995: 28). Εδώ ο Μακεδόνας στρατηλάτης δεν προβάλλεται μόνο ως ο πρώτος Ευρωπαίος κατακτητής της Ασίας, αλλά ως ο άνθρωπος που ένωσε τις δύο ηπείρους με τις κατακτήσεις του, πρόδρομος της ρωμαϊκής Pax Romana των αρχών του 1 αιώνα μ.Χ. ου Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 55 Ακόμα ένα επίγραμμα έχει ενδιαφέρον για το περιεχόμενό του: Τοῦτον Ἀλεξάνδρου, μεγαλήτορος υἷα Φιλίππου, δέρκεαι ἀρτιλόχευτον, Ὀλυμπιάς ὅν ποτε μήτηρ, καρτερόθυμον ἒτικτεν. Ἀπ’ ὠδίνων δέ μιν Ἂρης ἒργα μόθων ἐδίδασκε, Τύχ δ’ ἐκέλευσεν ἀνάσσειν. (περίπου 100 μ.Χ., Stewart 1993: 393) (Σε ελεύθερη μετάφραση: Εδώ βλέπεις το νεογέννητο Αλέξανδρο, γιο του μεγάλου Φιλίππου, αυτόν, που η μάνα του η Ολυμπιάδα τον γέννησε ικανό για όλα, αυτόν, που από γεννησιμιού του ο Άρης του δίδαξε τα έργα του πολέμου, και η Τύχη τον όρισε να βασιλέψει.) Στο επίγραμμα αυτό επανέρχεται το μοτίβο της πολεμικής αρετής του Αλέξανδρου (διδάχτηκε τα έργα του πολέμου από τον Άρη), ή οποία, όμως, συμπληρώνεται από την Τύχη. Σε ένα άλλο επίγραμμα με τίτλο Δοῦρας Ἀλεξάνδροιο ο Αντίφιλος από το Βυζάντιο αναφέρεται στο δόρυ του Αλέξανδρου, που ο ίδιος αφιέρωσε σε ένα ναό της Άρτεμης (Stewart 1993: 162). Το δόρυ του συμβόλιζε τη δορύκτητη γη που κατέκτησε, επομένως έδινε έμφαση στην πολεμική του δεινότητα. Άλλωστε, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ένας από τους κυρίαρχους αγαλματικούς τύπους του Αλέξανδρου ήταν και ο Αλέξανδρος δορυφόρος (ή αιχμηφόρος). Στον πρώτο αιώνα μ.Χ. στα Προγυμνάσματα του Θέωνα συμπεριλαμβάνεται και ένα απόφθεγμα του Αλέξανδρου για τους φίλους του, ως «το θησαυρό» που κέρδισε πολεμώντας και νικώντας τον Πώρο, ως απάντηση σε αντίστοιχη ερώτηση που του τίθεται από τον αρχηγό των Βραχμάνων Δάνδαμη. Γενικότερα, στο έργο αυτό ο Αλέξανδρος πρωταγωνιστεί σε υποτιθέμενους διαλόγους που κάνει με το Διογένη, διαλόγους πάνω στο ρητορικό θέμα της χρείας. Επομένως, ήδη από την αρχαιότητα ξεκινά η εισαγωγή αποφθεγμάτων του Αλέξανδρου στη σχολική ρητορική και σε συλλογές αποφθεγμάτων, με συνέχεια και στους επόμενους αιώνες (Juanno 2015 (2002): 480, 683). Ο Αλέξανδρος αναφέρεται χαρακτηριστικά και στο έργο του κυνικού φιλοσόφου και ρήτορα Δίωνος του Χρυσοστόμου (40-112 περίπου μ.Χ., με καταγωγή από την Προύσα της Μ. Ασίας), ο οποίος, με την ευρυμάθεια και την αισθητική καλλιέργειά του, άφησε ως έργο 80 τίτλους μεγάλης ιστορικής αξίας για τα ήθη, τον πολιτισμό και τις ιδεολογικές αναζητήσεις της εποχής (Ι.Ε.Ε. ΣΤ΄ 1976:402-403). Ανάμεσα στα άλλα, έγραψε μια σειρά από προτρεπτικούς λόγους ηθικοπολιτικού περιεχομένου καθώς και «βασιλικούς» για την ιδανική βασιλεία.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 56 Συγκεκριμένα, στο λόγο του Περί Βασιλείας, λόγος που εκφωνήθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα Τραϊανό την ημέρα των γενεθλίων του, το 103 μ.Χ., αρχίζει με μια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αναφορά στο επεισόδιο με τον Αλέξανδρο και τον αυλητή Τιμόθεο, όταν ο Μακεδόνας βασιλιάς τον διέταξε να παίξει μουσική σύμφωνα με τους τρόπους τους δικούς του. Και όταν ο Τιμόθεος έπαιξε μια κάθε άλλο παρά ήρεμη μελωδία, ο Αλέξανδρος τινάχτηκε και άρπαξε τα όπλα, όχι τόσο από τη δύναμη της μουσικής, όσο από το δικό του πολεμικό πνεύμα, σημειώνει ο Δίων (Περί Βασιλείας Α’). Στο λόγο του Περί Βασιλείας Β΄ ο Δίων πλάθει ένα φανταστικό διάλογο που υποτίθεται ότι έκανε ο νεαρός Αλέξανδρος με τον πατέρα του το Φίλιππο, προκειμένου να αναλυθεί η αξία του Ομήρου για τη διαμόρφωση του ήθους ενός βασιλιά και να αναδειχθούν οι αρετές που θα πρέπει να έχει ένας ηγεμόνας. Στο διάλογο αυτό, ο Αλέξανδρος απορρίπτει άλλους ποιητές, όπως τον Ησίοδο, και εκφράζει το θαυμασμό του για τον Όμηρο και τα διδάγματά του, «ανδρεία και βασιλικά», και λιγότερο για το Στησίχορο και τον Πίνδαρο. Τονίζει ακόμα ότι σε ένα βασιλιά ταιριάζει καί η φιλοσοφία καί η ρητορική, αλλά και η φιλανθρωπία, ενώ κακίες, όπως η απληστία, η οργή, η διαβολή, η αυθάδεια και η πανουργία καθιστούν κάποιον ανάξιο να βασιλεύει . Ακόμα, στο λόγο του Περί Βασιλείας Δ΄, ο Δίων περιγράφει έναν ολόκληρο 65 διάλογο ανάμεσα στον Αλέξανδρο και το Διογένη, «ὡς δε εἰκός ἐκεἰνοις γενέσθαι», αναφερόμενος στο διάσημο επεισόδιο της συνάντησης των δύο ανδρών κατά την κάθοδο του Αλεξάνδρου στην Κόρινθο. Στο διάλογο αυτό αναδύεται η εικόνα ενός Αλέξανδρου υπέρμετρα φιλόδοξου, κυκλοθυμικού και μελαγχολικού, τη φιλοδοξία του οποίου ο Διογένης προσπαθεί να τιθασεύσει, νουθετώντας τον Αλέξανδρο με παραβολές (Δίων Χρυσόστομος (1998): 26, 56,66, 71-95). Σαφέστατα ο Διων χρησιμοποιεί τη φανταστική αυτή αφήγηση προκειμένου να περάσει τα μηνύματά του στον Τραϊανό σχετικά με το πρότυπο ενός ηγεμόνα. Ένα άλλο χαμένο σήμερα έργο του με τίτλο «Περί τῶν Ἀλεξάνδρου ἀρετῶν» 66 είχε την ίδια σκοπιμότητα, χωρίς όμως να έχει αυστηρό ιστορικό χαρακτήρα. Επιπρόσθετα, στο δεύτερο λόγο του Περί Τύχης σημειώνει χαρακτηριστικά ο Δίων πως οι Μακεδόνες καταριούνταν την τύχη τους μετά το θάνατο του Αλέξανδρου. Στον ίδιο λόγο, αναφέρεται συνοπτικά στο βίο του Αλέξανδρου, δείχνοντας πως αυτός έπραξε πολλά μεγάλα αλλά και κακά για τους κοντινούς του, εννοώντας βέβαια τις δολοφονίες των Κλείτου, Φιλώτα, Παρμενίωνα και Καλλισθένη. Συνεχίζει τονίζοντας πως ο ίδιος ο Αλέξανδρος, αν και έλεγε ότι είναι γιος του Δία, αναγνώριζε τη θνητότητά του. Τέλος, ολοκληρώνει με μια αναφορά που κατέχει θέση επάξιου επικήδειου του Μακεδόνα βασιλιά, αναγνωρίζοντάς του κορυφαίες ιδιότητές του, όπως αυτή του κοσμοκατακτητή, του ατρόμητου εξερευνητή, του άριστου στρατιώτη και επισημαίνοντας ταυτόχρονα τον άδοξο, χωρίς μάχη, θάνατό του: 65 Δίων Χρυσόστομος, Περί Βασιλείας Β΄, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A2008.01.0567%3Aspeech%3D2 66 Δίων Χρυσόστομος (1998): 31., Ι.Ε.Ε. ΣΤ΄ 1996: 403 Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 57 «ἐκεῖνος γοῦν ὁ ἐκφυγὼν καὶ τὸ Θηβαίων ὁπλιτικὸν καὶ τὸ Θεσσαλῶν ἱππικὸν καὶ τοὺς ἀκοντιστὰς Αἰτωλοὺς καὶ τοὺς μαχαιροφόρους Θρᾷκας καὶ τοὺς μαχίμους Πέρσας καὶ τὸ τῶν ἀμάχων Μήδων γένος καὶ ὄρη μεγάλα καὶ ποταμοὺς ἀδιαβάτους καὶ κρημνοὺς ἀνυπερβάτους καὶ Δαρεῖον καὶ Πῶρον καὶ πολλὰ ἄλλα ἐθνῶν καὶ βασιλέων ὀνόματα, ἐν Βαβυλῶνι ἄνευ μάχης καὶ τραυμάτων ὁ στρατιώτης ἔθνῃσκε». (Δίων Χρυσόστομος, Περί Τύχης Δεύτερος) 67 Κατά τον 1 με 2 αιώνα μ.Χ. ο Έλληνας μυθιστοριογράφος Αντώνιος Διογένης στο ο ο μυθιστόρημά του Τά ὑπέρ Θούλην ἄπιστα κάνει μια ανεκδοτολογικού τύπου αναφορά στον Αλέξανδρο, προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη αξία στο έργο του, γράφοντας πως κατά την άλωση της Τύρου ο Αλέξανδρος και οι ακόλουθοί του βρήκαν ένα κιβώτιο από κυπαρισσόξυλο με περιεχόμενο πινακίδες, στις οποίες ήταν καταγεγραμμένη η πλοκή του μυθιστορήματός του (δηλαδή τα περιπετειώδη ταξίδια του κεντρικού ήρωα Δεινία, που τον οδηγούν ως…τη σελήνη), σύμφωνα με την επιτομή του πατριάρχη Φωτίου στη Μυριόβιβλο (P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 473-474, Lesky (1971) 1983: 1177). Ενδιαφέρουσες αναφορές ανεκδοτολογικού χαρακτήρα για τον Αλέξανδρο περιέχει και το έργο Περί τῆς εἰς πολυμαθίαν κοινῆς ἱστορίας του Πτολεμαίου του Ηφαιστίωνος, σύμφωνα πάντα με τις καταγραφές του Φωτίου. Σύμφωνα με μία από αυτές, όταν ο Αλέξανδρος ήταν στην Έφεσο, ταράχτηκε, βλέποντας ένα ζωγραφικό πίνακα με τη δολοφονία του Παλαμήδη, διότι ο δολοφονούμενος Παλαμήδης έμοιαζε με τον Αριστόνεικο, το συμπαίκτη του Αλέξανδρου στη σφαιριστική, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται «επιεικής και φιλέταιρος» ο Μακεδόνας βασιλιάς. Αλλού πάλι αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος έγραψε έναν επικήδειο για κάποιον και πως συνήθιζε να απαγγέλει μια συγκεκριμένη ωδή (P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 608, 613). Στα ρωμαϊκά χρόνια έζησε κι ένας εποποιός, ο Αρριανός (που δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστό ιστορικό), ο οποίος, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, έγραψε μια Αλεξανδριάδα σε 24 ραψωδίες για το Μακεδόνα βασιλιά, κατά τα πρότυπα της Ιλιάδας . Αντίστοιχα, 68 Αλεξανδριάδα έγραψε και ο εποποιός Νέστορας, ενώ ένας άλλος εποποιός, ο Σωτήριχος Οασίτης, έγραψε τον Πύθωνα ή Αλεξανδριακό και ο Θεόπομπος το Εγκώμιον και τον Ψόγο Αλεξάνδρου (Η. –Σ. Αποστολίδης 2015: 41). Υπήρξαν ακόμα συγγραφείς της εποχής της 69 67 Ολόκληρος ο λόγος στο πρωτότυπο στη διεύθυνση: http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A2008.01.0567%3Aspeech%3D47 (12.10.14). 68 http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl souda online 15.3.2015 69 Σύμφωνα μάλιστα με επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. από την ακρόπολη της Ρόδου (σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης) αντίγραφο του εγκωμίου του Θεόπομπου υπήρχε στη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου της Ρόδου, ανάμεσα σε άλλα βιβλία, όπως και ένας συμβουλευτικός προς τον Αλέξανδρον επίσης του ος Θεόπομπου, καθώς και ένας ακόμη λόγος Προς Αλέξανδρον του Αθηναίου ρήτορα Δαμοκλείδα (4 αιώνας π.Χ.).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 58 ρωμαιοκρατίας που πρόβαλαν τον Αλέξανδρο ως φανταστικό «τιμωρό» του Ρωμαίου δυνάστη. Τέτοιοι συγγραφείς έζησαν στις αυλές ηγεμόνων της ανατολής, - επί παραδείγματι ένας κοντά στο βασιλιά των Πάρθων - και ισχυρίζονταν πως, αν ο Αλέξανδρος επιχειρούσε να καταλάβει την Ιταλία, οι Ρωμαίοι δε θα μπορούσαν να αντισταθούν στον ανίκητο στρατηλάτη (Ι.Ε.Ε. ΣΤ΄: 563). Στις απόψεις αυτές θα αναλάβει να «απαντήσει» για λογαριασμό των Ρωμαίων ο Τίτος Λίβιος (βλέπε κεφάλαιο 2.8., υποσημείωση 208). Ο σοφιστής Φλάβιος Φιλόστρατος (170-249 μ.Χ.) έγραψε το έργο Τά ἐς τόν Τυανέα Απολλώνιον, μια περιγραφή της ζωής και των ταξιδιών του ιστορικού Απολλώνιου (1 ος αιώνας μ.Χ.) , ένα έργο μυθιστορηματικής πλοκής με έμφαση στις παγανιστικές δοξασίες 70 της εποχής και με επεισόδια ανάλογα με αυτά του Μυθιστορήματος του ψευδο –Καλλισθένη (βλέπε κεφάλαιο 2.9), όπως η επίσκεψη στους Βραχμάνες ή στη Μερόη, το βασίλειο της Κανδάκης (Stoneman 1993 (1991): 44). Στο έργο αυτό, γίνεται ακόμη μια αναφορά σε έναν τεράστιο ελέφαντα, που συμμετείχε στη μάχη του Υδάσπη ποταμού με τους Ινδούς και που αφιερώθηκε στη συνέχεια στον Ήλιο από τον Αλέξανδρο με τη συνοδευτική επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΔΙΟΣ ΤΟΝ ΑΙΑΝΤΑ ΤΩΙ ΗΛΙΩΙ. Στο ίδιο έργο μνημονεύεται και η αφιερωματική επιγραφή για το τέλος της εκστρατείας στην Ινδική, που υποτίθεται ότι έστησε ο Αλέξανδρος στον Ύφαση ποταμό: ΠΑΤΡΙ ΑΜΜΩΝΙ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙ ΑΔΕΛΦΩΙ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΙ ΚΑΙ ΔΙΙ ΟΛΥΜΠΙΩΙ ΚΑΙ ΣΑΜΟΘΡΑΙΞΙ ΚΑΒΕΙΡΟΙΣ ΚΑΙ ΙΝΔΩΙ ΗΛΙΩΙ ΚΑΙ ΔΕΛΦΩΙ ΑΠΟΛΛΩΝΙ 71 Είναι σαφές πως στην αναφορά αυτήν υπεισέρχοναι θεϊκά πρόσωπα που, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, αποτέλεσαν σταθερά στοιχεία του αλεξάνδρειου συγκρητισμού κατά την αρχαιότητα και όχι μόνο, όπως ο θεϊκός πατέρας Άμμων, ο πρόγονος –πρότυπο Ηρακλής, ο θεός Ήλιος, ακόμη και οι δρακόμορφοι Κάβειροι της λατρείας των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη. Ο περιηγητής Παυσανίας, που έζησε το 2 αιώνα μ.Χ., στο έργο του Ελλάδος Περιήγησις ο αναφέρει πως είναι γνώστης της παραδοσιακής εκδοχής του θανάτου του Αλέξανδρου από το δηλητήριο των νερών της Στυγός, αν και αμφιβάλλει για το κατά πόσο αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (Παυσανίας, «Αρκαδικά», 18.6). Τονίζει ακόμα πως για τους Μακεδόνες ο Αλέξανδρος ήταν γιος του Άμμωνος , επομένως φαίνεται πως η 72 συγκεκριμένη παράδοση της θεϊκής του καταγωγής, αυτή που ξεκίνησε από τον ίδιο, είχε σε βάθος χρόνου λαϊκή απήχηση. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει επίσης πως ως τις μέρες του διασώζονταν στο ναό του Ασκληπιού στη Γόρτυνα της Αρκαδίας ο θώρακας και το δόρυ του 70 Lesky (1964)1983: 1164. 71 Flavius Philostratus, Vita Apollonii, πρωτότυπο κείμενο από Thesaurus Lingue Graecae, http://stephanus.tlg.uci.edu (20.9.2015). 72 Παυσανία Μεσσηνιακά, 14, βλέπε http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0160:book=4:chapter=14&highlight =alexander (29.8.2014). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 59 Αλέξανδρου, που ο ίδιος αφιέρωσε στο θεό, όπως λένε οι ντόπιοι . Τέλος, σημειώνει πως 73 στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας υπήρχε μια οικία κοντά στο Θερσίλιο, το βουλευτήριο, η οποία αρχικά κτίστηκε για τον Αλέξανδρο, και μπροστά της υπήρχε άγαλμα του Άμμωνος με τα κέρατα του κριαριού, σε μορφή ερμαϊκής στήλης . 74 Ο Αρριανός κατά το 2 αιώνα μ.Χ. αναφέρει στο έργο του Αλεξάνδρου Ανάβασις ότι στην ο εποχή του κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους Μακεδόνες διάφοροι χρησμοί προς τιμήν του Αλέξανδρου, τονίζοντας παράλληλα πως «τιμή τε αὐτοῦ και μνήμη οὐκ ἀνθρωπίνη οὖσα» (Αρριανός:Ζ΄. 30.2). Η πληροφορία αυτή αποτελεί άλλο ένα τεκμήριο της επιβίωσης της μνήμης του Αλέξανδρου ως πανίσχυρου, υπερφυσικού συμβόλου στο πλαίσιο χρησμών, τόσο ανάμεσα στους Μακεδόνες, όσο και προφανώς ανάμεσα στους υπόλοιπους Έλληνες και άλλους κατά το 2 αιώνα μ.Χ. Τεκμηριώνει επίσης τη μυθικού χαρακτήρα λαϊκή πρόσληψη ο του Αλέξανδρου κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο Λουκιανός πάλι, (120 – 190 μ.Χ.) περιγράφοντας σε ένα έργο του σε μορφή επιστολής τη ζωή ενός πονηρού Ψευδομάντη, του Αλέξανδρου του Αβωνοτειχίτου (Ἀλέξανδρος ἤ Ψευδόμαντις ) γράφει στην εισαγωγή πως η καταγραφή των πράξεών του δεν αποτελεί έργο 75 λιγότερης σημασίας από την καταγραφή των πράξεων του γιου του Φιλίππου, καθότι σε όσα έργα ξεχώρισε από αρετή ο Μακεδόνας βασιλιάς, σε άλλα τόσα ξεχώρισε από κακία ο ομώνυμος ψευδοπροφήτης της εποχής του συγγραφέα. Ακόμα, ο Λουκιανός δραματοποιεί τον Αλέξανδρο σε τρεις από τους Νεκρικούς Διαλόγους του: στον πρώτο από αυτούς ο Αλέξανδρος φιλονικεί με τον Αννίβα ενώπιον του κριτή του Κάτω Κόσμου, του Μίνωα, για το ποιος υπήρξε σπουδαιότερος στρατηγός όσο ήταν εν ζωή. Τη λύση τη δίνει τελικά ο Σκηπίων ο Αφρικανός, ο οποίος παραδέχεται ότι ο ίδιος υπήρξε κατώτερος από τον Αλέξανδρο, αλλά ανώτερος από τον Αννίβα. Στο δεύτερο νεκρικό διάλογο, ο Αλέξανδρος έρχεται αντιμέτωπος με τον ανελέητο κυνισμό του Διογένη, ο οποίος απορεί καταρχάς πώς είναι δυνατό να πέθανε ο Αλέξανδρος, αφού υποτίθεται ότι ήταν γιος του Άμμωνα… και τον λυπάται στο τέλος, καθώς βλέπει από μακριά να έρχεται ο Κλείτος και ο Καλλισθένης για να τον εκδικηθούν για το κακό που τους έκανε. Στον τρίτο διάλογο ο Αλέξανδρος βρίσκεται ενώπιον του πατέρα του, ο οποίος και τον κατακρίνει για όλα τα αρνητικά του και τον 73 Παυσανία Αρκαδικά, 28, βλέπε http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D8%3Acha pter%3D28%3Asection%3D1 Αντίστοιχα, ένα επίγραμμα του Αντίφιλου από την Anthologia Palatina αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος αφιέρωσε το δόρυ του σε ένα άγνωστο ιερό της Αρτέμιδος (Σμιτ –Δούνα 1999: 1049). 74 Παυσανία Αρκαδικά, 32, βλέπε http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D8%3Acha pter%3D32%3Asection%3D1 75 Ἀλέξανδρος ἤ Ψευδόμαντις, 1, σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση: http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3atext%3a2008.01.0457 και σε μορφή αρχαίου κειμένου –μετάφρασης του Ιωάννη Κονδυλάκη στη διεύθυνση http://www.mikrosapoplous.gr/lucian/alexandros1d.htm#fn5 (27.12.2014).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 60 επαινεί μόνο για τη στάση που έδειξε απέναντι στη γυναίκα και τις κόρες του Δαρείου. Στους διαλόγους αυτούς ο Λουκιανός αναπαράγει όλη την αρνητική κριτική κατά του Μακεδόνα βασιλιά με σατιρικό τρόπο: το ότι υπήρξε τυχερός στο μεγαλείο του, το ότι εκτέλεσε τους φίλους και συντρόφους του στον πόλεμο, τον κατακρίνει για την εγωπάθεια και μεγαλομανία του, την έλλειψη πρόβλεψης να αφήσει διάδοχο στο θρόνο, την απόφασή του να ανακηρυχθεί «θεός», ενώ παράλληλα περνάει και την ιδέα για το εφήμερο της δόξας, των μεγαλείων και της τύχης στη ζωή . Βάζει ακόμη τον πατέρα του να τον κατακρίνει - 76 ανάμεσα στ’ άλλα - διότι τον απαρνήθηκε για να προσεταιριστεί την «πατρότητα» του Άμμωνα, κάτι που υπερασπίζεται ο Αλέξανδρος ως επιλογή, μια και έτσι θα διευκολυνόταν το έργο της κατάκτησης που έκανε. Ο Πολύαινος από τη Μακεδονία το 162 μ.Χ. αφιέρωσε ένα έργο του με τίτλο Στρατηγήματα στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, καθώς και στο Lucius Verus. Πρόκειται για συλλογή στρατηγικών και τακτικών επινοήσεων και εφαρμογών διαφόρων στρατηγών της αρχαιότητας, καθώς και αξιοπερίεργων στρατιωτικών επεισοδίων, που συνέλεξε ο Πολύαινος από διάφορα αναγνώσματα. Μέσα σε αυτά, συμπεριλαμβάνει στο τέταρτο βιβλίο του και αρκετά από τον Αλέξανδρο, όπως τα σχετικά με την πολιορκία της Τύρου, τη μάχη με τον Πώρο, τη διάβαση των Τεμπών, λόγους και τεχνάσματα για να ενθαρρύνει τους στρατιώτες του σε κρίσιμες στιγμές, σοφές ρήσεις του και άλλα (Lesky 1971 (1983): 1164 -1165, Πολύαινος, Στρατηγήματα, βιβλίο 4). Μάλιστα, στην αρχή προβάλλει ο Πολύαινος τον Αλέξανδρο ως χρηστό στρατηγό, που φροντίζει τους δικούς του, καλώντας τους κι αυτούς «Αλέξανδρους»: «Ἀλέξανδρος ἐστρατήγει πάντας ἀνθρώπους ἐς εὔνοιαν ὑπάγεσθαι καὶ δὴ καὶ ἔγνω πάντας ἀντὶ βροτῶν καὶ ἀνδρῶν καὶ φωτῶν καὶ μερόπων καὶ ἀνθρώπων Ἀλεξάνδρους καλεῖν». Ένα όστρακο του 2 αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε στην Αίγυπτο και προέρχεται από ένα ου σχολείο της εποχής, αποτελεί ένα ακόμη τεκμήριο της ευρύτατης διάδοσης της μυθικής παράδοσης του Αλέξανδρου. Το όστρακο περιέχει, ως άσκηση αντιγραφής κειμένου, μια φανταστική Επιστολή του Αλεξάνδρου στους Καρχηδόνιους, δυστυχώς αποσπασματικά σωζώμενης, που δεν επιτρέπει την απόδοση και κατανόηση του περιεχομένου της (Arthur – Montagne 2014 B: 13-14). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γύρω στο 200 μ.Χ. καυτηριάζει την προσπάθεια του Αλέξανδρου να θεοποιηθεί, κατακρίνοντας παράλληλα και όσους τόλμησαν να τον ανακηρύξουν «13 θεό» (Demandt 2009: 421, Luschen 2013: 118). ο 76 Όλοι οι νεκρικοί διάλογοι στο πρωτότυπο στον ιστότοπο: http://www.perseus.tufts.edu/hopper/collection?collection=Perseus:collection:Greco-Roman (29.5.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 61 Ο Ναυκρατίτης Αθήναιος στο έργο του Δειπνοσοφισταί, περίπου στις αρχές του 3 αιώνα ου μ.Χ., κάνει λόγο για τη «μεγαλοψυχία» του Μακεδόνα βασιλιά (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 1.5.). Επιπλέον, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, αφηγείται ένα ψευδο -ιστορικό γεγονός, ότι ο Αλέξανδρος, αφού νίκησε τους Σπαρτιάτες σε ναυμαχία, έκτισε τα τείχη του Πειραιά και πρόσφερε εκατόμβη ως θυσία, με την οποία μετά έκανε το τραπέζι σε όλους τους Αθηναίους . Βέβαια, σε ορισμένες αναφορές του έργου του Αθήναιου διακρίνεται μια τάση 77 κριτικής των τρωτών σημείων του Αλέξανδρου, όπως της ροπής του προς την υπερβολική χλιδή και σπατάλη καθώς και το μεθύσι . Την ίδια εποχή ο Διογένης ο Λαέρτιος στο 6 ο 78 βιβλίο του έργου του για τη ζωή και το περιεχόμενο διδασκαλίας των αρχαίων φιλοσόφων, αναφερόμενος στο Διογένη τον Κυνικό, παραθέτει ανεκδοτολογικά στοιχεία σχετικά με τη συνάντηση και το διάλογο που είχε ο φιλόσοφος με τον Αλέξανδρο . Ενδεικτική της λαϊκής 79 πρόσληψης του Αλέξανδρου στον ελληνικό κόσμο της ύστερης αρχαιότητας είναι η πληροφορία που παραθέτει ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος. Αυτός, κατά το έτος 221 μ.Χ., ενώ βρισκόταν κάπου στη Μικρά Ασία, πληροφορήθηκε πως: «…δαίμων τις Ἀλέξανδρός τε ὁ Μακεδὼν ἐκεῖνος εἶναι λέγων καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ τήν τε σκευὴν ἅπασαν φέρων, ὡρμήθη τε ἐκ τῶν περὶ τὸν Ἴστρον χωρίων, οὐκ οἶδ´ ὅπως ἐκείνῃ ἐκφανείς, καὶ διά τε τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Θρᾴκης διεξῆλθε βακχεύων μετ´ ἀνδρῶν τετρακοσίων, θύρσους τε καὶ νεβρίδας ἐνεσκευασμένων, κακὸν οὐδὲν δρώντων. Ὡμολόγητο δὲ παρὰ πάντων τῶν ἐν τῇ Θρᾴκῃ τότε γενομένων ὅτι καὶ καταγωγαὶ καὶ τὰ ἐπιτήδεια αὐτῷ πάντα δημοσίᾳ παρεσκευάσθη· καὶ οὐδεὶς ἐτόλμησεν οὔτ´ ἀντειπεῖν οἱ οὔτ´ ἀντᾶραι, οὐκ ἄρχων, οὐ στρατιώτης, οὐκ ἐπίτροπος, οὐχ οἱ τῶν ἐθνῶν ἡγούμενοι, ἀλλ´ ὥσπερ ἐν πομπῇ τινι μεθ´ ἡμέραν ἐκ προρρήσεως ἐκομίσθη μέχρι τοῦ Βυζαντίου. Ἐντεῦθεν γὰρ ἐξαναχθεὶς προσέσχε μὲν τῇ Χαλκηδονίᾳ γῇ, ἐκεῖ δὲ δὴ νυκτὸς ἱερά τινα ποιήσας καὶ ἵππον ξύλινον καταχώσας ἀφανὴς ἐγένετο». (Δίων Κάσσιος –Ρωμαϊκή Ιστορία: LXXX 18, Μίκογλου 1993: 48-49). Κάποιος δαίμονας, λοιπόν, εκείνη τη χρονιά εμφανίστηκε ξαφνικά από την περιοχή του Δούναβη, λέγοντας πως είναι ο ίδιος ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας, έχοντας μάλιστα τη 77 http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl souda online 15.3.2015 78 Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 12.55, βλέπε http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:2013.01.0003:book=12:chapter=55&highligh t=alexander 79 Ἀλεξάνδρου ποτὲ ἐπιστάντος αὐτῷ καὶ εἰπόντος, \"ἐγώ εἰμι Ἀλέξανδρος ὁ μέγας βασιλεύς,\" \"κἀγώ,\" φησί, \"Διογένης ὁ κύων.\" ἐρωτηθεὶς τί ποιῶν κύων καλεῖται, ἔφη, \"τοὺς μὲν διδόντας σαίνων, τοὺς δὲ μὴ διδόντας ὑλακτῶν, τοὺς δὲ πονηροὺς δάκνων.\" Ψηφισαμένων Ἀθηναίων Ἀλέξανδρον Διόνυσον, \"κἀμέ,\" ἔφη, \"Σάραπιν ποιήσατε …πρὸς Ἀλέξανδρον ἐπιστάντα καὶ εἰπόντα, \"οὐ φοβῇ με;\" \"τί γάρ,\" εἶπεν, \"εἶ; ἀγαθὸν ἢ κακόν;\" τοῦ δὲ εἰπόντος, \"ἀγαθόν,\" \"τίς οὖν,\" εἶπε, \"τὸ ἀγαθὸν φοβεῖται;\" (αποσπάσματα από http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0257%3Abook%3D6%3Acha pter%3D2 (30.6.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 62 μορφή και τον οπλισμό του. Αυτός, μαζί με 400 ακολούθους με θύρσους και νεβρίδες, διέσχισε τη Θράκη ως ένας άλλος Διόνυσος, χωρίς ο θίασός του να κάνει κακό σε κανέναν. Παντού όπου πήγαινε οι ντόπιες αρχές του εξασφάλιζαν διαμονή και εφόδια χωρίς αντίρρηση από κανέναν, απλό στρατιώτη ή άρχοντα, και σαν κάποια πομπή ο κόσμος τον συνοδεψε μέχρι το Βυζάντιο. Από εκεί πέρασε στη Χαλκηδόνα κι αφού έκανε κάποια τελετή τη νύχτα κι έθαψε ένα ξύλινο άλογο (παραπομπή στο Δούρειο Ίππο;) εξαφανίστηκε. Το περιστατικό λοιπόν αυτό, είτε αληθεύει είτε είναι σκηνοθετημένο ή και εφεύρημα, μαρτυρεί την τεράστια λαϊκή απήχηση που είχε η μορφή του Αλέξανδρου στον αρχαίο κόσμο, πέντε αιώνες μετά το θάνατό του. Στη συνείδηση των μεταγενέστερων ο Αλέξανδρος είχε μετατραπεί σε αγαθό δαίμονα, είχε περάσει στον κόσμο του υπερβατικού (Μίκογλου 1993:49), συνδεόμενος μάλιστα με τον κύριο θεό των Μακεδόνων, τον οποίο συναγωνίστηκε όσο ζούσε, το Διόνυσο. Λίγο αργότερα, ο Ευσέβιος (275-339), επίσκοπος Καισάρειας, γράφει τον -ανολοκλήρωτο – Βίο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στον οποίο επιχειρεί και μια σύγκριση του Ρωμαίου αυτοκράτορα με το Μέγα Αλέξανδρο (αλλά και με τον Κύρο το Μέγα), με σκοπό την εξύψωση του πρώτου. Ο Ευσέβιος επιτίθεται στο κύρος και την προσωπικότητα του Αλέξανδρου, χαρακτηρίζοντάς τον χαμένο στα συμπόσια και στη μέθη του, έναν βασιλιά που πέθανε πολύ νωρίς, ανέστιος και άκληρος, του οποίου το βασίλειο διαμελίστηκε σε ό,τι ο καθένας μπορούσε να αρπάξει… ωστόσο ξεκινά και τελειώνει αυτήν την αρνητική αναφορά λέγοντας «Μακεδόνων δ’ Ἀλέξανδρον Ἑλλήνων ἄδουσι παῖδες…ἀλλά ὁ μέν ἐπί τοιούτοις ἀνυμνεῖται χοροῖς...» . Επομένως, παρ’ όλη την εμφανέστατη πρόθεσή του να 80 επικρίνει τον Αλέξανδρο προκειμένου να τον μειώσει έναντι του Κωσταντίνου, αναφέρει ξεκάθαρα ότι στην εποχή του οι Έλληνες νέοι τον εξυμνούσαν, συνεχίζοντας μια, όπως διαπιστώνεται, μακραίωνη μεταθανάτια παράδοση. Ο αυτοκράτορας –φιλόσοφος Ιουλιανός (332-363) στο έργο του Συμπόσιον ή Κρόνια , 81 βάζει το Σειληνό να λέει, αναφερόμενος σε όλους τους Ρωμαίους ηγεμόνες, από τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι το Μέγα Κωνσταντίνο, πως «ούτε ένας από αυτούς είναι αντάξιος αυτού του Έλληνα», εννοώντας τον Αλέξανδρο («ὅρα μήποτε οὕτοι ἐνός ὥσιν οὐκ ἀντάξιοι τουτουί τοῦ Γραικοῦ», Βασιλικοπούλου 1999: 1305). Ο Ρωμαίος θεός Quirinus -Ρωμύλος ανταπαντά πως πράγματι οι Ρωμαίοι απόγονοί του τον θαύμασαν πολύ και θεώρησαν πως μόνο αυτός απ’ όλους τους ξένους ηγεμόνες δικαιούται τον τίτλο «Μέγας». Στη συνέχεια, το λόγο παίρνει ο Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος συγκρίνοντας τις δικές του στρατιωτικες επιτυχίες με αυτές του 80 Το αρχαίο κείμενο προσπελάσιμο στη διεύθυνση: http://khazarzar.skeptik.net/books/eusebius/vc/gr/01.htm (16.8.2014). 81 Στο σατιρικό αυτό έργο του Ιουλιανού οι θεοί κάνουν διαγωνισμό για τη βράβευση του καλύτερου Ρωμαίου ηγέτη στην ιστορία. Ωστόσο, μετά από παρέμβαση του Ηρακλή, προσκαλείται και ο Αλέξανδρος. Έτσι, διαγωνίζονται τελικά οι Μέγας Αλέξανδρος, Ιούλιος Καίσαρας, Οκταβιανός Αύγουστος, Τραϊανός, Αδριανός, Μάρκος Αυρήλιος, Μέγας Κωνσταντίνος κ.α. για να κερδίσει στο τέλος ο στωικός αυτοκράτορας -φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος (Αβραμίδης 2013: 162). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 63 Αλέξανδρου, προσπαθεί να αποδείξει τη δική του ανωτερότητα έναντι του Μακεδόνα βασιλιά και εν συνεχεία να τον κατηγορήσει για το χαρακτήρα και τις αδυναμίες του. Στον Καίσαρα ο Ιουλιανός βάζει τον Αλέξανδρο να ανταπαντά με ισχυρά επιχειρήματα, καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς του και τονίζοντας εμφαντικά ότι «ήταν για λογαριασμό των Ελλήνων που ανέλαβε ο ίδιος να εκδικηθεί τους Πέρσες» και πως ακόμα και για τις ακραίες πράξεις του πάντα είχε μετά τύψεις συνειδήσεως. Σε άλλο σημείο, βέβαια, ο 82 Σειληνός με τις προβοκατόρικες ερωτήσεις του φέρνει σε δύσκολη θέση τον Αλέξανδρο και μπροστά στις αδυναμίες του χαρακτήρα του, ώστε στο τέλος να μείνει αμίλητος, συγχυσμένος και δακρυσμένος (Αβραμίδης 2013:162-163). Πρόκειται, ίσως, για το αρχαιότερο έργο δραματικού και φανταστικού χαρακτήρα με πρωταγωνιστή τον Αλέξανδρο, με εξαίρεση το Μυθιστόρημα - που όμως έχει άλλο χαρακτήρα - και τους τρεις νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού, που είναι, όμως, μικρότεροι σε έκταση. Είναι σαφές πως την εποχή του Ιουλιανού εξακολουθούσε να είναι δημοφιλής στους κύκλους των λογίων η αντιπαράθεση του Αλέξανδρου με τους Ρωμαίους ηγήτορες, μια αντιπαράθεση που άρχισε με τις αναφορές του ρήτορα Άππιου Κλαύδιου για να συνεχιστεί με τις αναφορές του Πομπήιου Τρόγου, του Πλουτάρχου και άλλων συγγραφέων. Είναι σαφής επίσης, από τον τρόπο παρουσίασης και επιχειρηματολογίας των ηγεμόνων, η προτίμηση που δείχνει ο Ιουλιανός στον Αλέξανδρο έναντι του Καίσαρα και των υπολοίπων, εκτός του Μάρκου Αυρήλιου, τον οποίο και προκρίνει, αναγνωρίζοντάς του τελικά μια ηθική υπεροχή απέναντι στον Αλέξανδρο. Σε ένα απόσπασμα από ένα άλλο έργο του πάλι, το Λόγο αυτοπαρηγοριάς για την αποδημία του αγαθότατου Σαλούστιου, ο Ιουλιανός αποπειράται να ψυχογραφήσει το Μακεδόνα βασιλιά, τονίζοντας αρχικά πως ο Αλέξανδρος πάντοτε περιφρονούσε τα όσα είχε, αποβλέποντας σε αυτά που ακόμα δεν είχε αποκτήσει. Στη συνέχεια ο Ιουλιανός αποφεύγει να πάρει θέση στο αν ήταν η σύνεση και η ευφυΐα του Αλέξανδρου που τον οδήγησαν στον πόθο ή το θράσος και η αλαζονεία και αφήνει το ζήτημα αυτό σε εκείνους που θέλουν είτε να τον επαινούν είτε να τον ψέγουν και μάλλον δεν αποδέχεται ότι ταιριάζει στον Αλέξανδρο ο ψόγος (Αβραμίδης 2013: 160-161). Τέλος, στον πανηγυρικό του για τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, αντιπαραβάλλει την ευσέβεια του Ρωμαίου αυτοκράτορα προς το πρόσωπο του πατέρα του, με την ασέβεια που έδειξε ο Αλέξανδρος στο Φίλιππο, όταν από υπεροψία, εξαιτίας των νικών του κατά των Περσών, αξίωσε τον Άμμωνα ως πατέρα του, απορρίπτοντας το φυσικό του πατέρα (απόσπασμα σε Luschen 2013: 115). Από τις παραπάνω αναφορές γίνεται αντιληπτό πως γενικότερα ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να αποτελεί ένα δημοφιλές θέμα σε ρητορικούς κύκλους και αντικείμενο πολλών δημοσίων λόγων, επομένως διατηρούσε σαφώς τη δημοφιλία του και ανάμεσα στον απλό λαό, καθότι οι διάφοροι ρήτορες και ομιλητές απευθύνονται πάντα σε κάποιο κοινό. Καθόλου τυχαία ο προστατευόμενος του αυτοκράτορα Ιουλιανού Αμμιανός Μαρκελίνος παρουσιάζει τον πάτρωνά του ως μετενσάρκωση του Αλέξανδρου (Zalesskaya 2012: 231). Τέλος, ο ίδιος ο Ιουλιανός σε επιστολή του στους Αλεξανδρινούς το 362 τονίζει ότι αν ο Αλέξανδρος είχε 82 http://www.attalus.org/translate/caesars.html

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 64 αναμετρηθεί με τους Ρωμαίους, σίγουρα θα υπερίσχυε (Juanno 2015 (2002): 287). Στην ίδια επιστολή τον χαρακτηρίζει «κτίστη» και «άνδρα θεοσεβή» . 83 Ο Αλέξανδρος αναφέρεται κυρίως θετικά και λιγότερο αρνητικά και στο έργο τριών Ελλήνων παγανιστών ρητόρων του β΄ μισού του 4 αιώνα μ.Χ., του Λιβάνιου, του Θεμίστιου ου και του Ιμέριου. Ο Λιβάνιος από την Αντιόχεια (314 -393 μ.Χ.), ο επονομαζόμενος μικρός Δημοσθένης, υπήρξε επιφανής διδάσκαλος της ρητορικής στην Κωνσταντινούπολη και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, δάσκαλος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και έμπιστος του αυτοκράτορα Ιουλιανού αλλά και του Θεοδοσίου. Σε αρκετές επιστολές του αναφέρεται στον Αλέξανδρο ρητορικά. Για παράδειγμα, σε επιστολή του προς τον Αρτάβιο αναφέρει πως ο Αλέξανδρος ήταν δυνατότερος του Φιλίππου, ενώ στον επικήδειο λόγο του για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό δύο φορές κάνει αναφορά στον Αλέξανδρο: στην πρώτη τονίζει ότι ο Ιουλιανός, κατά την εκστρατεία του κατά των Περσών, βιαζόταν να περάσει από τα Άρβηλα, με ή χωρίς μάχη, ώστε η νίκη του εκεί να γινόταν θέμα επικής συνθέσεως, μαζί με αυτήν του Αλέξανδρου. Από την αναφορά αυτή αντιλαμβανόμαστε ότι και για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, όπως και για τόσους άλλους, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, ίσχυε το πρότυπο της μίμησης του Αλέξανδρου. Επίσης στο τέλος του λόγου του, ο Λιβάνιος βάζει τον ίδιο τον Ιουλιανό να λέει πως ο θάνατός του ήταν σαν κι αυτόν του Λεωνίδα, του Επαμεινώνδα, του Μέμνονα και πως αν κάποιος λυπάται για τη σύντομη διάρκεια της ζωής του, ας έχει για παρηγοριά τον Αλέξανδρο «του Διός» . Στα Προγυμνάσματά του πάλι ο 84 Λιβάνιος πλέκει το εγκώμιο του Αλέξανδρου, με αφορμή την απάντηση που, σύμφωνα με την παράδοση, έδωσε ο βασιλιάς σε κάποιον που τον ρώτησε πού είναι οι θησαυροί του, για να πάρει ως απάντηση πως οι θησαυροί του βασιλιά είναι οι φίλοι του: «Ὅτι μέγας μὲν καὶ θαυμαστὸς ὁ βασιλεὺς Μακεδόνων Ἀλέξανδρος καὶ τὴν ἤπειρον ἑκατέραν τῶν αὑτοῦ κατορθωμάτων ἐνέπλησε καὶ τοσοῦτον τοὺς ἔμπροσθεν καὶ τοὺς ὕστερον παρήνεγκεν ὡς πρώτην χώραν μὴ δοῦναι, πάντας ἂν ἡγοῦμαι συμφῆσαι…», ….για να συνεχίσει χαρακτηρίζοντας τον Αλέξανδρο συνετό, ανδρείο, δεινό στα έργα και τονίζοντας ότι για τον Αλέξανδρο αποτελούσε ντροπή το να μην είναι ήπιος («ημερώτατος») στις συνομιλίες του με τους άλλους. Επιπλέον, όπως συνάγεται από έναν 85 83 Πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (23.9.2015). 84 «εἰ δ’ ὁ χρόνος τῆ βραχύτητι λυπεῖ, φερέτω παραμυθίαν ὑμῖν Ἀλέξανδρος ὁ Διός» (Επιτάφιος στον Ιουλιανό, oratio 18, σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae και http://www.tertullian.org/fathers/libanius_monody.htm (7.5.2015). Ο λόγος του Λιβάνιου είναι γεμάτος αναφορές σε ήρωες μυθικούς και πρόσωπα της αρχαιότητας, τα οποία αντιπαραβάλλει με τον Ιουλιανό, επομένως ο Αλέξανδρος δεν έχει την «αποκλειστικότητα» της αντιπαραβολής. Μια σχετική, εξειδικευμένη μελέτη, θα μπορούσε να διερευνήσει το εξής ερώτημα: στις –πολλές –περιπτώσεις λόγων και κειμένων αρχαίων και μεσαιωνικών συγγραφέων και ρητόρων, που γράφονται ή εκφωνούνται προς τιμή κάποιου αυτοκράτορα ή ηγεμόνα και όπου έχουμε το σχήμα της «μίμησης του Αλέξανδρου», πότε υπάρχει αποκλειστικότητα στο πρόσωπό του και πότε ο Αλέξανδρος είναι ένας ανάμεσα στους υπόλοιπους μυθικούς και ιστορικούς ήρωες; 85 Πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu/ Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 65 άλλο λόγο του Λιβάνιου στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο (Υπέρ των Βουλών), στην εποχή τους σωζόταν ακόμη στην Αλεξάνδρεια ο τάφος του Αλέξανδρου . Τέλος, εξαιρετικό ενδιαφέρον 86 για τη διάσωση της αλεξάνδρειας μνήμης στον 4 αιώνα μ.Χ. παρουσιάζει ένας ακόμη λόγος ο του, ο Αντιοχικός, αφιερωμένος στην πατρίδα του, την Αντιόχεια και ειδικότερα στην παράδοση της ίδρυσής της από το Σέλευκο, αξιωματούχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου γύρω στο 300 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, όταν ο Αλέξανδρος βρέθηκε στην περιοχή της μετέπειτα Αντιόχειας, μετά τη μάχη της Ισσού, στρατοπεύδευσε δίπλα σε μια πηγή, την οποία και ονόμασε Ολυμπιάδα, διότι το νερό της, «ψυχρόν τε καί διαφανές καί ἤδιστον» του θύμισε την ευχαρίστηση του μητρικού γάλακτος . Μάλιστα προχώρησε όχι μόνο στην ίδρυση ιερού 87 στον τόπο της πηγής, το οποίο διατηρούνταν ως την εποχή του Λιβάνιου, αλλά και στην ίδρυση πόλης με το όνομα Ημαθία και με πολιούχο θεό το Δία Βοττιαίο, στοιχείο που φανερώνει πως ο Αλέξανδρος υπήρξε ο πρώτος που έδωσε ονόματα πόλεων και περιοχών της Μακεδονίας στις πόλεις που ίδρυσε στην ανατολή, διαδίδοντας εκεί και την πατροπαράδοτη λατρεία των Μακεδόνων . Εν τέλει, συμπληρώνει ο Λιβάνιος, όταν ο 88 Σέλευκος αργότερα έκανε θυσίες στο σημείο της μετέπειτα Αντιόχειας, ένας αετός πέταξε και πήρε τα σφάγια και τα έφερε στην Ημαθία, σαράντα στάδια μακριά, στο ιερό της Ολυμπιάδος πηγής, έτσι ώστε σε όλους κατέστη σαφές πως ο ίδιος ο Ζευς Βοττιαίος ήθελε την ίδρυση της πόλης. Ο Αλέξανδρος προβάλλεται έτσι ως κτίστης, ιδιότητα για την οποἰα θα γίνει λόγος και στη συνέχεια. Ο Θεμίστιος από την Παφλαγονία (περίπου 317 -388 μ.Χ.), σε λόγο του στη ρωμαϊκή σύγκλητο το 376 μ.Χ., συσχετίζει τον Αλέξανδρο με τον Ηρακλή, επιχειρώντας μια αντιπαραβολή με τον αυτοκράτορα Γρατιανό, ενώ στη συνέχεια κατακεραυνώνει το Μακεδόνα βασιλιά, τονίζοντας ότι δεν υπήρξε ούτε μέγας ούτε γιος του Άμμωνα ή ακόμα και του Φιλίππου, αλλά κάποιου «δαίμονος γηγενούς», με στόχο βεβαια έτσι να εξυψώσει στον αντίποδα το Γρατιανό. Ακόμα, στους Πολιτικούς λόγους του, θυμίζει τους αρχαίους σατράπες –διαδόχους του Αλέξανδρου, που συνήθιζαν να τον μιμούνται, ως προς την κλίση του λαιμού προς τα αριστερά, την κόμμωση, την ενδυμασία και τη βαθιά φωνή του. Την ίδια εποχή, οι χριστιανοί συγγραφείς συσχετίζουν τη λατρεία του Αλέξανδρου με τη λατρεία των ειδώλων, ασκώντας βέβαια αρνητική κριτική, που κορυφώνεται στους χαρακτηρισμούς «μιαρός» και «μιαιφόνος» του πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυρίλλου, κατά το πρώτο μισό του 5 ου αιώνα (Stewart 1993: 349, Luschen 2013: 110-111, 119 -121, 129 -130, 135). 86 Οratio 40.11, σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae) 87 Η αναφορά αυτή, για άλλη μια φορά, επιβεβαιώνει τη βαθύτατη αγάπη και λατρεία που έτρεφε ο Αλέξανδρος προς το πρόσωπο της μητέρας του. 88 «…στησάμενος δέ τήν σκηνήν ἐγγύς τῆς πηγῆς, ἥ νῦν μέν ἐκείνου ποιήσαντος εἰς ἱεροῦ τύπον ἐσχηματίσται…αἰ δε ἀρχαί τοῦ κατοικισμοῦ Ζεύς Βοττιαῖος ἱδρυθείς ὑπό Ἀλεξάνδρου καί ἡ ἄκρα τῆς ἐκείνου πατρίδος λαβοῦσα τοὔνομα καί Ἠμαθία κληθεῖσα…» » (Αντιοχικός, oratio 11, 76-77, σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 66 Μάλλον ειρωνικά αναφέρεται στο ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου ο Ιμέριος ο Σοφιστής από την Προύσα, (περίπου 310 -390 μ.Χ.), δάσκαλος του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, σε λόγο του το 382/84 μ.Χ.: «Ὁ τοῦ Διός παῖς Ἀλέξανδρος (συνάπτει γάρ αὐτόν οὐρανῶ καί Διί τό πολύ κλέος καθ’ Ἕλληνας…» (P.G. 103 – Migne 1860 (1990): 1357), αναφορά που, ωστόσο, καταγράφει και τη δόξα ως βασικό στοιχείο της αλεξάνδρειας μνήμης ανάμεσα στους Έλληνες, όπως ακριβώς και τα επιγράμματα. Ο Ιμέριος συνέγραψε λόγους, που τους απέδιδε σε γνωστούς ρήτορες και φιλοσόφους της αρχαιότητας, ως ασκήσεις ρητορικής (προγυμνάσματα). Σε έναν ακόμη από αυτούς, που υποτίθεται ότι εκφώνησε ο Δημοσθένης απευθυνόμενος στους Αθηναίους και προτρέποντάς τους να επαναφέρουν τον Αισχίνη από την εξορία, με αφορμή το επικείμενο διάταγμα του Αλεξάνδρου, με βάση το οποίο θα επανέρχονταν όλοι οι εξόριστοι στις ελληνικές πόλεις (κάτι που τελικά έγινε ως επίσημη αναγγελία το Σεπτέμβρη του 324 π.Χ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες) , ο Ιμέριος βάζει τον Αθηναίο ρήτορα να παρουσιάζει την απαράμιλλη ταχύτητα 89 του Αλέξανδρου ως την κύρια αιτία των πολεμικών κατορθωμάτων του, παρομοιάζοντας τις κινήσεις του με κεραυνούς και βροντές . Αλλού πάλι, στον ίδιο υποτιθέμενο λόγο του 90 Δημοσθένη, προβάλλεται το μοτίβο του Αλέξανδρου –κοσμοκράτορα (Lesky 1971 (1983): 1190, P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 1312-1313). Ο Ευνάπιος πάλι, σοφιστής του 4 αιώνα μ.Χ., απέδωσε ου μάλλον στην ανάγνωση του έργου του Ξενοφώντα από τον Αλέξανδρο το μεγαλείο που αργότερα απέκτησε ο Μακεδόνας βασιλιάς, σε μια αποσπασματικά σωζόμενη φράση από το έργο του (Καργάκος 2013:158). Κατά τα τέλη του 4 αιώνα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344-407), πατέρας της ορθόδοξης ου εκκλησίας και αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, γράφει το Υπόμνημα εις την προς Κορινθίους Δευτέραν Επιστολήν, στο οποίο και νιώθει την ανάγκη να θέσει επί τάπητος το ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου: «Πόθεν θεός Ἀλέξανδρος; οὑχί τέθνηκε καί αθλίως;» αναρωτιέται, για να αναφέρει στη συνέχεια πως στην εποχή του κάποιοι γελούν όταν αναφέρεται πως ο εσταυρωμένος Χριστός ζει, παρόλο που βοά γι’ αυτό ολόκληρη η οικουμένη, ενώ αν κάποιος πει ότι ο Αλέξανδρος ζει, τότε γίνεται πιστευτός, παρόλο που δεν μπορεί αυτό να αποδειχθεί, ωστόσο λέγεται πως «πολλά και μεγάλα έκανε όσο ζούσε, έθνη και πόλεις υπέταξε, πολέμους πολλούς και μάχες νίκησε, τρόπαια έστησε». Αμέσως μετά ο Ιωάννης ο 89 Tarn 1948 (2014): 156 -157. Ο Tarn μάλιστα σημειώνει πως με την κίνηση αυτή ο Αλέξανδρος επιδίωκε να θέσει τέρμα στις εμφύλιες διαμάχες, στις εξορίες και στις δημεύσεις εντός των ελληνικών πόλεων, με στόχο τη σφυρηλάτηση της ενότητας της Ελλάδας. Η ενέργεια αυτή του Αλέξανδρου, ωστόσο, αποτελούσε παραβίαση του όρου του Κοινού των Ελλήνων περί μη παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των πόλεων που το συναποτελούσαν. 90 Περίληψη του φανταστικού αυτού λόγου του Δημοσθένη από τον Ιμέριο δίνει ο Φώτιος στη Μυριόβιβλο. «(Ὁ Ἀλέξανδρος) Ἐπεί καί τά πολλά δή ταῦτα καί μεγάλα τῶν ἔργων, ἄ λογοποιοῦσιν οἱ κόλακες, τάχει μᾶλλον ἥ ῥώμη κρατῶν τούτους οἴς ἐποίει κατώρθωσε, πρίν ἀγγελθῆναι παρών, πρίν ἀκουσθῆναι φαινόμενος, κατά τους σκηπτούς ἥ τάς βροντάς, αἵ πολλάκις φθίνουσι τῆς προσδοκίας ἡγήσασθαι. Οὔτω Σἀρδεις εἶλεν, οὕτω Καρίνα ἐπόρθησεν….οὕτω Δαρείον ἐξέπληξεν…Νεανίσκου δέ Μακεδόνος καθ’ ὅλης τῆς ὑφ’ ἡλίω κωμάζοντος…» (P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 1312- 1313). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 67 Χρυσόστομος προχωρά σε σύγκριση του Αλέξανδρου με το Χριστό, προκειμένου να αναδείξει υπέρτερο το Γιο του Θεού έναντι του πρώτου: «Τὀ μέν γαρ ζῶντα κατορθοῦν πολέμους καί νίκας βασιλέα ὅντα, καί στρατόπεδα ἕχοντα, θαυμαστόν ουδέν…. τό δέ μετά σταυρόν καί τάφον τοσαῦτα ἐργάσασθαι πανταχοῦ γῆς καί θαλάττης, τοῦτο ἐστι τό μάλιστα πολλῆς ἐκπλήξεως γέμον, καί τήν θείαν καί απόρρητον ἀνακηρῦττον δύναμιν. Καί ὁ μέν Ἀλέξανδρος μετά τήν τελευτήν αὐτοῦ διασπασθεῖσαν τήν ἀρχήν αὐτοῦ καί τέλεον ἀφανισθεῖσαν οὐκ ἐπανήγαγε. Πῶς δέ ἕμελλεν ὁ νεκρός; ὁ δέ Χριστός τότε αὐτήν μάλιστα ἕστησεν, ὅτε ἐτελεύτησε….Ποῦ γάρ, εἰπέ μοι, τό σῆμα Ἀλεξάνδρου; δεῖξον μοι καί εἰπέ τήν ἡμέραν καθ’ ἥν ἐτελεύτησε. Τῶν δέ δούλων τοῦ Χριστοῦ καί τά σήματα λαμπρά, τήν βασιλικωτάτην καταλαβόντα πόλιν…Καί τό μέν ἑκείνου καί οἱ οἰκεῖοι ἀγνοοῦσι, τό δέ τοὐτου καί οἱ βάρβαροι ἐπίστανται». (Migne 1862 E: 581-582). («Για τον Αλέξανδρο, που όσο ήταν ζωντανός, ως βασιλιάς έκανε κατορθώματα και νίκες σε πολέμους μαζί με την τρανή στρατιά του, τίποτα το θαυμαστό δεν υπάρχει…ενώ ο Χριστός, που τόσο σημαντικά έργα πέτυχε μετά τη σταύρωση και την ταφή του με επίδραση παντού σε γη και θάλασσα καταδεικνύοντας τη θεία δύναμη, αυτό πράγματι μας γεμίζει έκπληξη. Έπειτα, το κράτος του Αλέξανδρου μετά το θάνατό του κατακερματίστηκε και αφανίστηκε ολοκληρωτικά, χωρίς ο Αλέξανδρος να μπορεί να το ξαναστήσει. Και πώς θα μπορούσε ο νεκρός; Ενώ ο Χριστός, τότε έστησε τη βασιλεία του, όταν κατέληξε….Πού είναι, πες μου, ο τάφος του Αλέξανδρου; Δείξτον μου και πες μου τη μέρα που πέθανε. Ενώ οι τάφοι των δούλων του Χριστού είναι λαμπροί και μάλιστα μέσα στη βασιλεύουσα…τον τάφο του Αλέξανδρου ακόμη και οι οπαδοί του αγνοούν που είναι, ενώ του Χριστού ακόμη και οι βάρβαροι γνωρίζουν πολύ καλά πού βρίσκεται»). Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το ότι ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της ανατολικής εκκλησίας χρειάστηκε να αντιπαραθέσει το παλιό με το καινούργιο, τον Αλέξανδρο με το Χριστό, προκειμένου να αποδομήσει το σύμβολο του ελληνισμού και της ειδωλολατρίας, το θεάνθρωπο της παλιάς θρησκείας και να εξυψώσει το Θεάνθρωπο της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού. Οι αναφορές του αποδεικνύουν πόσο ισχυρή ήταν 91 ακόμα η παρουσία του Αλέξανδρου στη συνείδηση των κατοίκων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, μια παρουσία που έπρεπε να αποδομηθεί, προκειμένου να στεριώσει η νέα θρησκεία. Μάλιστα, αντιπαραθέτει και τους χριστιανούς μάρτυρες με τον Αλέξανδρο, καθότι το σήμα, τον τάφο δηλαδή του Αλέξανδρου, ούτε οι οπαδοί του δε γνωρίζουν πού είναι, σε 91 Περισσότερες αναφορές του Χρυσοστόμου στον Αλέξανδρο στο κεφάλαιο 3.4

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 68 αντίθεση με τους τάφους των μαρτύρων που και οι βάρβαροι τους ξέρουν . Όχι, για τον 92 Ιωάννη το Χρυσόστομο δε ζει πια ο βασιλιάς Αλέξανδρος και η μνήμη του ακόμα πρέπει να πεθάνει, διότι στέκεται εμπόδιο στην επικράτηση του χριστιανισμού. Κι όμως! Η μνήμη αυτή, όπως θα φανεί παρακάτω, παρέμεινε αναπόσπαστο στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας των κατοίκων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους και της μετεξέλιξής του, του βυζαντινού . 93 Επιπλέον, το μυθώδες ανεκδοτολογικό υλικό της ιστορίας του Μακεδόνα βασιλιά δεν έπαψε ποτέ να γοητεύει και να αποθησαυρίζεται σε συλλογές κειμένων από διάφορους συγγραφείς. Έτσι, ο Ιωάννης Στοβαίος στο έργο του Εκλογαί περιλαμβάνει ένα απόσπασμα από το έργο «Ἐκ τῶν περί Στυγός» του Πορφυρίου, στο οποίο γίνεται αναφορά σε ένα είδος θαυμαστού όνου στη Σκυθία, που έφερε κέρατα τόσο δυνατά, που μπορούσαν να μεταφέρουν, ως δοχεία, το «νερό τη Στυγός» χωρίς να διαβρωθούν. Ένα τέτοιο κέρατο έφερε στον Αλέξανδρο ο Σώπατρος και ο βασιλιάς της Μακεδονίας το ανέθεσε στους Δελφούς με τη συνοδευτική επιγραφή: «Σοί τόδ΄ Ἀλέξανδρος Μακεδών κέρας ἂνθετο, Παιάν, κάνθωνος σκυθικοῦ, χρῆμα τι δαιμόνιον. ὃ Στυγός ἀχράντω Λουσηίδος οὐκ ἐδαμάσθη ῥεύματι, βάσταξεν δ’΄ ὓδατος ἠνορέην». (Στοβαίος: Lib. I, 310) 94 92 Σύμφωνα με μια άποψη (Gavalaris 2009: 13) ο πρώιμος θάνατος του Αλέξανδρου και η συνακόλουθη αποτυχία του στην κορύφωση της δύναμής του να αποκτήσει αυτό που ποθούσε η καρδιά του, τον κατέστησε κι αυτόν τελικά ένα «μάρτυρα» στη λαϊκή συνείδηση κατά τους χριστιανικούς χρόνους, κάτι που είναι εμφανές σε κείμενα, όπως η Διαθήκη του Αλέξανδρου. 93 Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση του Χριστού με τον Αλέξανδρο έχει πολλές διαστάσεις και μία από αυτές είναι τα κοινά χαρακτηριστικά, που μοιράζονται τα δύο αυτά κορυφαία πρόσωπα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού: πεθαίνουν στην ίδια ηλικία, είναι καί οι δύο γιοι θεού, -καθότι έτσι προβλήθηκε ο Αλέξανδρος - η γέννησή τους προμηνύεται από «σημεία» (Luschen 2013: 149) και αντίστοιχα ο θάνατός τους γίνεται εμφαντικός πάλι με σημεία: Στο τετέλεσται του Χριστού ο ουρανός μαυρίζει, ξεσπά άγρια καταιγίδα, η γη σείεται και ο ναός της Ιερουσαλήμ σχίζεται.Τη στιγμή που ο Αλέξανδρος ξεψυχά, σύμφωνα με το Μυθιστόρημα, ομίχλη και σκοτάδι πέφτουν ξαφνικά στην ατμόσφαιρα, ένα αστέρι πέφτει από τον ουρανό στη θάλασσα και μαζί του ένας μεγάλος αετός, και πάλι το αστέρι με τον αστερόφωτο αετό ανέρχονται στους ουρανούς, χάνονται πίσω από τα σύννεφα και ο Αλέξανδρος πεθαίνει (Καλλισθένης 2005: 510). Καί οι δύο, τέλος, μοιράζονται και το μοτίβο της αθανασίας: ο Χριστός την κερδίζει για πάντα με την Ανάστασή Του και τη Βασιλεία των Ουρανών, ο Αλέξανδρος του μύθου την κυνηγά μάταια στην αναζήτηση του αθάνατου νερού, ενώ ο πραγματικός Αλέξανδρος την επιδιώκει μέσα από τη θεοποίησή του και την κερδίζει τελικά με τις πράξεις του στη μνήμη των ανθρώπων. Ο Luschen (2013: 150) επισημαίνει ακόμα μία ομοιότητα στη δομή μεταξύ δύο εγκωμιαστικών αποσπασμάτων με αναφορά στον Αλέξανδρο (Πλούταρχος, Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής, Α΄-8) και στο Χριστό αντίστοιχα (Παύλος, Προς Φιλιππησίους Επιστολή, 2,5-11). Εντοπίζει ακόμα και άλλες λογοτεχνικές αναφορές σε κείμενα του 6 -8 αιώνα μ.Χ. που φέρνουν κοντά τον Αλέξανδρο με το Χριστό και ου ου πιο συγκεκριμένα εμφανίζουν τον πρώτο ουσιαστικά ως πρόδρομο του δεύτερου (Luschen 2013: 151-157). 94 Στο ίδιο έργο περιλαμβάνονται εκτενή αποσπάσματα από τη λεγόμενη Επιστολή του Αριστοτέλη προς Αλέξανδρο (περί κόσμου). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 69 Γύρω στο 410 μ.Χ. ο εξελληνισμένος Εβραίος και βαφτισμένος χριστιανός Αδαμάντιος, γιατρός στο επάγγελμα, θα παρατηρήσει στα Φυσιογνωμικά του, πως τα μεγάλα, φωτεινά και υγρά μάτια, όπως αυτά που είχε ο Αλέξανδρος, φανερώνουν ένα μεγάλο άνδρα, που κάνει πράξη αυτά που σκέφτεται, που είναι αψύς και πότης, καυχησιάρης και φιλόδοξος (Demandt 2009: 18). Οπωσδήποτε οι χαρακτηρισμοί αυτοί του Αδαμάντιου για τον «άνδρα με τα μεγάλα μάτια» σίγουρα φανερώνουν κάπως και την εικόνα που είχε για τον Αλέξανδρο ένας νεοπροσήλυτος στο χριστιανισμό των αρχών του 5 αιώνα, επηρεασμένος από τα λεγόμενα ου των πατέρων της εκκλησίας για τον Αλέξανδρο. Τέλος, ήδη από την αρχαιότητα διαμορφώθηκε η τάση να συνδέονται ορισμένα μέρη με τον Αλέξανδρο και τοπωνύμια να λαμβάνουν την ονομασία τους από το όνομά του. Ο Πλίνιος στη Φυσική Ιστορία του, αναφέρεται σε έναν τόπο που ονομαζόταν «οι βωμοί του Αλέξανδρου», στον Περσικό κόλπο, σε ένα ακρωτήριο κοντά στους ποταμούς Σάγανο, Δάρα και Σάλσα . Ο ιστορικός Πολύβιος (2 αιώνας π.Χ.) αναφέρει πως μετά την ήττα του από ος 95 τους Ρωμαίους στη μάχη των Κυνός Κεφαλών το 197 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄, υποχωρώντας προς τα Τέμπη, «τῇ μὲν πρώτῃ περὶ τὸν Ἀλεξάνδρου καλούμενον πύργον ηὐλίσθη» . Σύμφωνα με 96 πληροφορία του Πολύαινου, κατά την πρώτη κάθοδό του ως βασιλιά στη Νότια Ελλάδα το 336 π.Χ., ο Αλέξανδρος με το στρατό του λάξευσε ένα κλιμακωτό μονοπάτι στις απότομες πλαγιές της Όσσας, προκειμένου να παρακάμψει τα στενά των Τεμπών, που φύλαγαν οι Θεσσαλοί. Το μονοπάτι αυτό τους επόμενους αιώνες έμεινε γνωστό ως «Ἀλεξάνδρου κλῖμαξ» (Ι.Ε.Ε. 1973:26). Παρόμοια κλίμακα, δηλαδή ένα δρόμο –πέρασμα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αναφέρει στις επιστολές του και ο Αλέξανδρος, την οποία κατασκεύασε για τη διάβαση της Παμφυλίας, προκειμένου ο στρατός του να φτάσει στη Φασηλίδα (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 17). Ο Παυσανίας πάλι, στα Κορινθιακά του, γράφει πως ο Αλέξανδρος επιχείρησε να σκάψει τον Ισθμό της Κορίνθου και να ανοίξει τη διώρυγα, 2230 σχεδόν χρόνια πριν αυτή διανοιχθεί, τονίζοντας πως αυτό ήταν και το μόνο έργο που ο Αλέξανδρος δεν πέτυχε: «Ἀλεξάνδρῳ τε τῷ Φιλίππου διασκάψαι Μίμαντα ἐθελήσαντι μόνον τοῦτο οὐ προεχώρησε τὸ ἔργον: Κνιδίους δὲ ἡ Πυθία τὸν ἰσθμὸν ὀρύσσοντας ἔπαυσεν. οὕτω χαλεπὸν ἀνθρώπῳ τὰ θεῖα βιάσασθαι» . 97 95 Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 6.28, δες http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.02.0137:book=6:chapter=28&highlight =alexander 96 Πολύβιος, Ιστορίαι, 18.27, δες http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0234%3Abook%3D18%3Acha pter%3D27 97 Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, Κορινθιακά, 2.1, δες http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D2%3Acha pter%3D1%3Asection%3D5 Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει πάλι την απόπειρα του Αλέξανδρου να ανοίξει διώρυγα στη χερσόνησο της Ερυθραίας στην Ιωνία, για να ενώσει τον κόλπο της Σμύρνης με το νότιο κόλπο της χερσονήσου βλέπε

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 70 Είναι γεγονός πως ο Αλέξανδρος, λίγο πριν πεθάνει, είχε καταρτίσει ένα ευρύ πρόγραμμα έργων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονταν η αποπεράτωση κάποιων πόλεων, ναοί στις Σάρδεις, στο Ίλιο, στην Αμφίπολη και αλλού, λιμάνι και σύστημα διωρύγων στη Βαβυλώνα, λιμενικά έργα στις Κλαζομενές και στις Ερυθρές και άλλα (αναφορές Διοδώρου Σικελιώτη, Αρριανού, Στράβωνος, Tarn 1948 (2014): 178). Ο Αππιανός (12.20) αναφέρει πως στην περιοχή της Φρυγίας υπήρχε την εποχή του Μιθριδάτη Ευπάτωρα, βασιλιά του Πόντου, (120 - 68 π.Χ.) το λεγόμενο «πανδοχείο του Αλέξανδρου», ένα τοπωνύμιο προφανώς ανάμνησης περάσματος από εκεί του Μακεδόνα βασιλιά, στο οποίο και ο Μιθριδάτης διανυκτέρευσε (Demandt 2009: 409). Το οχυρό της Βίρτα στη Μεσοποταμία του 4 αιώνα μ.Χ. ου πιστευόταν ότι κτίστηκε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, όπως αναφέρει ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Res Gestae, 20.7). Τέλος, ένω ωραίο ανεκδοτολογικό στοιχείο δίνει το Etymologikon magnum, σύμφωνα με το οποίο, η πόλη Γέρασα στην Ιορδανία ονομάστηκε έτσι από τους γέροντες που ο Αλέξανδρος εγκατέστησε εκεί, όταν έκτισε την πόλη (Luschen 2013: 38). Είναι φανερό πως τέτοιες αναφορές καθιέρωσαν το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη, που φτάνει μέχρι τη νεοελληνική παράδοση και όχι μόνο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο Πλούταρχος αναφέρει ακόμα πως την εποχή του έδειχναν ακόμα τα πέτρινα καθίσματα και τις περιπατητικές στοές της σχολής του Αριστοτέλη στο Νυμφαίο της Μίεζας, εκεί που ο μεγάλος φιλόσοφος δίδαξε τον Αλέξανδρο. Ακόμα αναφέρει πως στον Κηφισό υπήρχε μια βελανιδιά που ονομαζόταν «του Αλέξανδρου» γιατί κατά τη μάχη της Χαιρώνειας αυτός είχε κατασκηνώσει εκεί κοντά. Ο Μαρκιανός Ηρακλεώτης (4 -5 αιώνας μ.Χ.) στο έργο του ος ος «Περίπλους της έξω Θαλάσσης» αναφέρεται στη «Νήσο του Αλέξανδρου», κατά πάσα πιθανότητα το νησί κοντά στο λιμάνι του Καράτσι, στο σύγχρονο Πακιστάν, το οποίο, επίσης, αναφέρεται ως «λιμάνι του Αλέξανδρου» (Tarn 1948 (2014): 151, Πάσσας 1960:271). Άλλωστε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος από πολύ νωρίς ξεκίνησε να δίνει το όνομά του στις πόλεις που ίδρυε, με την Αλεξανδρούπολη, που ίδρυσε στον άνω ρου του Στρυμόνα, μετά τη νίκη του κατά των Θρακών Μαιδών (Πλούταρχος: Αλέξανδρος,7, 9). http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.02.0137:book=5:chapter=31&highlight =alexander Μεταξύ Κυζίκου και Αρτάκης υπήρχε ένα νησί, το οποίο, πάντα σύμφωνα με τον Πλίνιο, ένωσε ο Αλέξανδρος με τη στεριά.Είναι σαφές ότι αναφορές σαν κι αυτήν ενίσχυαν το μοτίβο του Αλέξανδρου - κτίστη. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 71 2.2. Οι γλυπτές αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου Είναι γεγονός πως καμία ιστορική προσωπικότητα της αρχαιότητας, πριν και μετά τον Αλέξανδρο, στην Ελλάδα, στην ανατολή ή στη Ρώμη, δεν αποδόθηκε καλλιτεχνικά με τόσους πολλούς τρόπους, όπως αυτός (Trofimova 2012 A: 16). Από τις καλλιτεχνικές του απεικονίσεις το ενδιαφέρον της έρευνας εστιάστηκε κατά προτεραιότητα στις γλυπτές , τις οποίες η Bieber διαιρεί χρονολογικά σε οκτώ ομάδες: η πρώτη, ως το 336 π.Χ., περιλαμβάνει απεικονίσεις των γονιών του και δικές του, ως εστεμμένου πρίγκιπα, έργα γλυπτών της αυλής του Φιλίππου. Η δεύτερη, ανάμεσα στο 336-330 π.Χ., περιλαμβάνει απεικονίσεις του Αλέξανδρου ως κατακτητή της Ευρώπης και της Περσίας από τους καλλιτέχνες Λύσιππο, Απελλή (για ζωγραφική) και Πυργοτέλη (για χαρακτική). Στην τρίτη ομάδα, ως το θάνατό του, το 323 π.Χ., απεικονίζεται κυρίως ως βασιλιάς της Ασίας. Στη συνέχεια αρχίζει μια τάση εξιδανίκευσης στα πορτραίτα του από τους Διαδόχους, που, μαζί με μια παράλληλη περισσότερο εκφραστική –συναισθηματική απόδοση των προσωπογραφικών του χαρακτηριστικών, θα συνεχιστεί και θα κορυφωθεί κατά τους ύστερους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους (Bieber 1964: 15). Η εικονογραφία του Αλέξανδρου παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες: το αγένειο πρόσωπό του, - για πρώτη φορά ένας άνδρας απεικονίστηκε αγένειος - θύμιζε περισσότερο τις απεικονίσεις θεών, όπως ο Απόλλων και ο Ερμής και ηρώων, όπως ο Αχιλλέας και οι Διόσκουροι, σε αντίθεση με τις γενειοφόρες απεικονίσεις του πατέρα του και άλλων σημαντικών Ελλήνων ηγετών, όπως ο Αλκιβιάδης και ο Περικλής (Βουτυράς 1997: 18, Trofimova 2012: 22-23). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 4), ο Λύσιππος σε όλα του τα έργα για τον Αλέξανδρο απέδιδε σταθερά κάποια χαρακτηριστικά του: το υγρό του βλέμμα, που ερμηνεύεται ως δίψα για δόξα και τη συνήθειά του να στρέφει το κεφάλι προς τα επάνω αριστερά, κίνηση που μεταφράστηκε από το Λύσιππο σε ρυθμό ανατάσεως, μια έκφραση της δίψας του Αλέξανδρου για νέες περιπέτειες και παράτολμες πράξεις. Ακόμα απέδωσε την αρρενωπότητα και τη λεόντεια έκφρασή του, τα κυματιστά, πλούσια μαλλιά που χωρίζονταν στη μέση πάνω από το μέτωπο σχηματίζοντας δύο σειρές από φλογόσχημους βοστρύχους, που ανέβαιναν προς τα πάνω και έπεφταν προς τους κροτάφους πλαισιώνοντας το πρόσωπο σαν χαίτη λιονταριού, μοτίβο που ονομάστηκε αναστολή (Βουτυράς 1997: 18-19) . Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό του θυμίζει ακόμα άτομο που 98 πέφτει σε έκσταση και αποτέλεσε μοτίβο που μιμήθηκαν οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες του 17 ου και 18 αιώνα στην απεικόνιση μαρτύρων και αγίων (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ου Ε΄1976:429, Trofimova 2012: 23-24). Ο Πλούταρχος προσθέτει ακόμα πως το δέρμα του ήταν λευκό και κοκκίνιζε στο στήθος και στο πρόσωπό του (Πλούταρχος: Αλεξανδρος, 4). 98 Για την τέχνη του Λυσίππου και τα πορτραίτα του Αλέξανδρου που φιλοτέχνησε, βλέπε το βραβευμένο αρχαιολογικό ντοκιμαντέρ ΛΥΣΙΠΠΟΣ ΕΠΟΙΗΣΕΝ, του Νίκου Φραγκιά, 1996, επιστημονικοί σύμβουλοι Paolo Moreno, Νίκος Βλαχόπουλος.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 72 Για ποιους λόγους, όμως, υπήρξε αυτή η κατευθυνόμενη από τον ίδιο τον Αλέξανδρο παραγωγή πορτραίτων του, γλυπτών, ζωγραφικών αλλά και νομισματικών; (βλέπε κεφάλαια 2.3., 2.4.1.) Σύμφωνα με μια ερμηνεία, πρόκειται για την καλλιτεχνική έκφραση της πολιτικής προπαγάνδας του Μακεδόνα βασιλιά, που στόχευε ακριβώς στο να προβάλλει τον ίδιο και τα κατορθώματά του στους υπηκόους της αχανούς αυτοκρατορίας του (Mihalopoulos 2009: 300). Με τον τρόπο αυτό, η εικόνα του πανίσχυρου βασιλιά, δημιουργού αυτής της αυτοκρατορίας, θα έφτανε παντού, ιδιαίτερα στους πάντα απείθαρχους νότιους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά και στους ανατολίτες αλλοεθνείς κατακτημένους λαούς, χωρίς να χρειάζεται και η φυσική του παρουσία. Έτσι, επιτυγχανόταν μια διαρκής υπενθύμιση της παντοδυναμίας του και της μοναδικής του προσωπικότητας και μάλιστα αποθεωμένης, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια. Ως αποτέλεσμα, εξασφαλιζόταν η πειθαρχία και υποταγή των κατακτημένων, αλλά και η ενότητα της αυτοκρατορίας του. Γεγονός αποτελεί πως ο Αλέξανδρος υπήρξε ο πρώτος ηγεμόνας που συστηματικά φρόντισε για την υστεροφημία του, όχι μόνο μέσα από τους στίχους των ποιητών και τις αφηγήσεις των ιστορικών –όπως έγινε με τον Καλλισθένη –αλλά και μέσα από την αποτύπωση της μορφής του στην τέχνη. Έτσι, αναδείχτηκε τελικά και σε μαικήνα των τεχνών, προστάτη και χορηγό πολλών καλλιτεχνών (Demandt 2009: 15). Φαίνεται πως οι συνειδητά ωραιοποιημένες απεικονίσεις του στην τέχνη είχαν από νωρίς επισκιάσει την πραγματική του φυσιογνωμία, για την οποία δεν υπάρχουν ακριβείς περιγραφές στις αρχαίες πηγές (Βουτυράς 1997: 19). Σύμφωνα με μια άποψη, η αληθινή μορφή του Αλέξανδρου παρέμεινε αόρατη για τη μάζα, στην οποία απευθύνονταν οι καλλιτέχνες του μέσα από τη φιλοτέχνηση των εξιδανικευμένων πορτραίτων του. Τα πορτραίτα αυτά τελικά απέδιδαν συμβολικά τις αρετές του: το θάρρος του, την αποφασιστικότητά του, τη δύναμή του και τη δίψα για εξουσία, τη μεγαλοφροσύνη του, το όραμά του για τον κόσμο και τον πόθο του. Έτσι η εικόνα του Αλέξανδρου έγινε αυτή ενός νέου κούρου, η εικόνα ενός νεαρού ηγέτη που εκφράζει μέσα από τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά τα αιώνια νιάτα, το σφρίγος και το σθένος, την ανδρεία και την αρετή . Πράγματι, τα προαναφερόμενα 99 προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου, που συναντούμε σε όλες τις απεικονίσεις του στην τέχνη και ιδιαιτέρως στη γλυπτική, αποδίδουν ακριβώς τις παραπάνω ιδιότητες, σύμφωνα και με τα Φυσιογνωμικά (που αποδίδονται στον Αριστοτέλη): ο εσωτερικός κόσμος και ο χαρακτήρας ενός ατόμου εκφράζεται από την εξωτερική του εμφάνιση, μια αρχή πάνω στην οποία ο Αλέξανδρος βάσισε τη δημόσια εικόνα του (Killerich 1993: 87-88). Ως αποτέλεσμα, η εικονογραφία του Αλέξανδρου συντέλεσε στην περαιτέρω καθιέρωση της αξίας του ατόμου και της τύχης του κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όπως ήδη παρατηρήσαμε (Mihalopoulos 2009: 298), κάτι που συντελέστηκε ούτως ή άλλως από τη δράση του ίδιου του Αλέξανδρου εν ζωή. Όπως παρατηρεί η Mihalopoulos (2009: 315), με την 99 Σύμφωνα με τον Pollitt μάλιστα (σε Trofimova 2012 A: 3) ο Λύσιππος με τα πορτραίτα του Αλέξανδρου δημιούργησε το πρότυπο του «εμπνευσμένου ήρωα», έτσι ώστε αυτά να αποδίδουν τελικά μια ιδέα παρά ένα πρόσωπο και η φιλοτέχνησή τους να έχει σκοπό ακριβώς την υιοθέτηση αυτής της ιδέας από τον εκάστοτε παραγγελιοδότη παρά την προβολή του πραγματικού Αλέξανδρου. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 73 ανάρρηση του Αλέξανδρου στο θρόνο, το ατομικό, που πριν ήταν υποταγμένο στο συλλογικό, στο πλαίσιο του δήμου, σπάει τα συλλογικά δεσμά του και προβάλλεται πλέον δυναμικά στο προσκηνιο της ιστορίας, μέσα από την ενός ανδρός αρχή . 100 Ο λατίνος ποιητής Οράτιος, γύρω στο 12 π.Χ., αναφέρει το διάταγμα του Αλέξανδρου, με βάση το οποίο απαγορευόταν στους καλλιτέχνες να αναπαραστήσουν τη μορφή του, εκτός από το γλύπτη Λύσιππο και το ζωγράφο Απελλή. Ο Πλίνιος εξάλλου αναφέρει (γύρω στο 77 μ.Χ.) ότι ο Λύσιππος ήταν ο αποκλειστικός γλύπτης του Αλέξανδρου, όπως και ο Απελλής από την Κολοφώντα ο αποκλειστικός ζωγράφος και ο Πυργοτέλης ο αποκλειστικός χαράκτης της μορφής του και ότι οποιοσδήποτε θα επιχειρούσε να τον αναπαραστήσει πέραν αυτών των τριών, θα τιμωρούνταν ως ιερόσυλος (Stewart 1993: 25-26, 360-361). Ο Πλούταρχος πάλι δικαιολογεί την επιλογή του Λυσίππου από τον Αλέξανδρο ως αποκλειστικού του γλύπτη επειδή «μόνο αυτός, όπως φαίνεται, είχε κατορθώσει να αποδώσει στο χαλκό το ήθος του Αλέξανδρου και να συνυφάνει στη μορφή και την αρετή του» (Πλούταρχος Β: 75). Η καταγραφή μάλιστα της αρχαίας αλεξάνδρειας καλλιτεχνικής παράδοσης συνεχίζεται και στους επόμενους αιώνες: ο ρήτορας Χορίκιος από τη Γάζα τον 6 αιώνα μ.Χ. αναφέρεται επίσης στο ο διάταγμα του Αλέξανδρου για την απεικόνισή του, επισημαίνοντας βέβαια πως ήταν πολλοί οι καλλιτέχνες που τελικά τον απεικόνισαν ζωγραφικά και πλαστικά, αν και ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στα έργα του Λυσίππου, διότι αυτά αποτύπωναν «το οξύ, αρρενωπό, γαύρο και άοκνο» στοιχείο του χαρακτήρα του. Το 12 αιώνα, ο Έλληνας ο πολυμαθής λόγιος και γραμματικός Ιωάννης Τζέτζης επίσης αναφέρεται στα χάλκινα πλαστικά έργα του Λυσίππου που απεικόνιζαν τον Αλέξανδρο. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μαρτυρούνται εφτά λυσίππειες ορειχάλκινες απεικονίσεις του Αλέξανδρου με το Φίλιππο, χώρια από τις υπόλοιπες (Stewart 1993: 41, 105, 349-350, 396). Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει τεκμήρια της μορφής του Αλέξανδρου στην αρχαιότητα: στο αρχαιολογικό μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα εκτίθεται κεφαλή του σε μάρμαρο, πιθανόν έργο του γλύπτη Λεωχάρους, γύρω στο 330 π.Χ., που βρέθηκε στην Ακρόπολη (Παπαθανασόπουλος 1991: 68, βλέπε εικόνα 2). Έχει προταθεί πως το άγαλμα της κεφαλής αυτής τοποθετήθηκε εκεί λίγο μετά τη μάχη του Γρανικού, το 334 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος έστειλε στον Παρθενώνα 300 περσικές πανοπλίες ως λάφυρα της μάχης. Άλλοι ερευνητές πάλι συσχετίζουν την κεφαλή αυτή με τα χρυσελεφάντινα αγάλματα του γλύπτη Λεωχάρη, που αναπαριστούσαν την οικογένεια του Φιλίππου και είχαν στηθεί κατά παραγγελία του στο Φιλιππείο της Ολυμπίας, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας . Γενικά εδώ ο Αλέξανδρος εμφανίζεται μεγαλοπρεπής και σοβαρός, με το 101 τυπικό χαρακτηριστικό της αναστολής στην κόμμωση. Πρόκειται για μια καθαρά «αττική» 100 Αυτό, βέβαια, είχε ήδη ξεκινήσει με το Φίλιππο. Δεν είναι τυχαίες οι αντιπαραβολές των Αθηναίων που κάνει στους πύρινους «Φιλιππικούς» του λόγους ο Δημοσθένης όχι με τους Μακεδόνες συλλογικά, αλλά με το Φίλιππο προσωποποιημένα. 101 Τα αγάλματα αυτά, σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν ο Αλέξανδρος, η Ολυμπιάδα, ο Φίλιππος και οι γονείς του Φιλίππου, ο Αμύντας και η Ευριδίκη (Stewart 1993: 386).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 74 απεικόνιση του Αλέξανδρου, με την οποία ο καλλιτέχνης πιθανόν να ήθελε παράλληλα να αποδώσει και τη μορφή του νεαρού Αθηναίου πολίτη. Στην περίπτωση αυτή, έχουμε άλλη μία αξιοποίηση της μορφής του Αλέξανδρου, προκειμένου να αποδοθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο, σχετικό με την ιδιαίτερη κοινωνία στην οποία απευθύνεται το τελικό έργο, στην προκειμένη περίπτωση στους πολίτες της αθηναϊκής δημοκρατίας. Πολύ απλά, η μορφή του Αλέξανδρου καλείται να διαδραματίσει κάθε φορά εικονογραφικά έναν ιδιαίτερο ρόλο. Στυλιστικά, παρόμοιες κεφαλές με αυτήν του Αλέξανδρου της Αθήνας είναι αυτή από το κάστρο Έρμπαχ της Γερμανίας και μία ακόμα από τη Μάδυτο, σήμερα στο Βερολίνο . 102 (Bieber 1964: 25, Stewart 1993: 110, Βουτυράς 1997: 21, Trofimova 2012: 24). Στο αρχαιολογικό μουσείο Πέλλας εκτίθεται ένα άλλο μαρμάρινο πορτραίτο του Μακεδόνα βασιλιά, πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, (τέλη 4 –αρχές 3 αιώνα π.Χ., εποχή ου ου του Κασσάνδρου) τυχαίο εύρημα από την περιοχή των Γιαννιτσών (εικόνα 3), που συγκεντρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά της απεικόνισής του: την αναστολή στα μαλλιά, τη στροφή του λαιμού προς τα αριστερά. Τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά δίνουν την εντύπωση ότι υπήρχε επένδυση από άλλο υλικό, ενώ η όλη απόδοση είναι σαφώς ιδεαλιστική, τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι μικρά και σχετικά λεπτά (Μακεδονία 1993: 204). Το δυναμικό πλάσιμο της χαίτης των μαλλιών του Αλέξανδρου τονίζει τον ηρωϊκό χαρακτήρα του, η γενικότερη έκφραση θυμίζει τον πόθο του ήρωα για νέες κατακτήσεις. Στυλιστικά, η κεφαλή του Αλέξανδρου από τα Γιαννιτσά έχει ομοιότητες με την κεφαλή του Πύρρου από την Κοπεγχάγη (στο πλαίσιο βεβαίως της μίμησης του Αλέξανδρου από την πλευρά του Πύρρου), μόνο που αυτή αποτελεί μεταγενέστερο ρωμαϊκό αντίγραφο ενός χαμένου πρωτοτύπου (Stewart 1993: 284-285). Στο μουσείο της Πέλλας εκτίθεται ακόμα ολόσωμο άγαλμα του Αλέξανδρου με τα χαρακτηριστικά μικρά κέρατα του θεού Πάνα, που χρονολογείται στην πρώιμη ελληνιστική εποχή (Σιγανίδου –Λιλιμπάκη 1996: 52-53, 68-69, βλέπε εικόνα 4), ένα χαρακτηριστικό 103 παράδειγμα του συγκρητισμού, στον οποίο υπόκειται η μορφή του Μακεδόνα βασιλιά, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο. Η θέση εύρεσης του αγάλματος (σε νησίδα πλουσίων οικιών) και το μικρό μέγεθός του τεκμηριώνουν την οικιακή λατρευτική χρήση του. Ο Παν προκαλούσε τον πανικό στον αντίπαλο, κατά τη μάχη, με αποτέλεσμα ο εχθρός να τρέπεται 102 Η κεφαλή στο Έρμπαχ ανήκε σε άγαλμα που πρέπει να ήταν στην κατοχή κάποιου Ρωμαίου αυτοκράτορα σύμφωνα με το Stewart, καθότι βρέθηκε σχεδόν με βεβαιότητα στη βίλα του Αδριανού. Επιπλέον, τόσο ο τύπος της Ακρόπολης –Έρμπαχ όσο και ο συγγενικός τύπος της Δρέσδης (από μια κεφαλή του Αλέξανδρου σήμερα στη Δρέσδη, που θεωρείται αντίγραφο λυσίππειου πρωτότυπου) προβάλλουν το Μακεδόνα βασιλιά νεαρό και δυναμικό, κατάλληλη απεικόνιση για προβολή των αντίστοιχων ιδιοτήτων ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα. Η ιδεαλιστική κεφαλή της Δρέσδης αποδίδει επίσης έναν νεαρό Αλέξανδρο με αναστολή, σφιχτά χείλη και ελαφρώς υψωμένα μάτια, δημιουργώντας μια αίσθηση εσωτερικής δύναμης και θέλησης και προβάλλοντας παράλληλα την ατομικότητα (Stewart 1993: 107, 112-113, Trofimova 2012 A: 21). 103 Για τους Μακεδόνες βασιλείς της ελληνιστικής εποχής, ο Πάνας είχε ως θεότητα μεγάλη σημασία, διότι λατρευόταν ως θεός του κυνηγιού και το κυνήγι έπαιζε σημαντικό ρόλο στη βασιλική ιδεολογία (Trofimova 2012: 28). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 75 σε φυγή κι αυτό αποτελεί το πρώτο κοινό στοιχείο του θεού με τον Αλέξανδρο, του οποίου και μόνο η παρουσία εξασφάλιζε στους Μακεδόνες τη νίκη, ορισμένες φορές χωρίς καν να πολεμήσουν. Ο Stewart συσχετίζει το άγαλμα με τη νίκη του Αντιγόνου Γονατά κατά των Κελτών στη μάχη της Λυσιμάχειας το 277 π.Χ., αμέσως μετά την οποία ο Αντίγονος έκοψε νομίσματα με παραστάσεις του Πανός και παρήγγειλε από τον ποιητή Άρατο από τους Σόλους να γράψει έναν ύμνο στον Πάνα (Stewart 1993: 286-287). Στον τρίτο αιώνα χρονολογείται και η κεφαλή του Αλέξανδρου που εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο με προέλευση την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το πρόσωπο εδώ του Αλέξανδρου φέρει ορισμένα χαρακτηριστικά της τέχνης του Λυσίππου, κυρίως στο πλάσιμο του στόματος, των χειλιών και του πιγουνιού. Επίσης έχει αρκετές ομοιότητες με σωζόμενα πορτραίτα του Πτολεμαίου Β’ Φιλάδελφου (282-246 π.Χ.) και του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη (246-222 π.Χ.). Όλα τα παραπάνω πορτραίτα εικονοποιούν την ιδέα της δυναστικής σταθερότητας και συνέχειας (Stewart 1993: 331). Από την περιοχή της Ηλείας (Βολάντζα) προέρχεται μια κεφαλή αγάλματος Αλεξάνδρου, που χρονολογείται στον ύστερο 3 αιώνα ο π.Χ. και έχει επιρροές από τη σχολή της Περγάμου και της Ρόδου (Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 42). Η συνολική απόδοση των προσωπογραφικών χαρακτηριστικών πάντως έχει ένα τόνο αγριάδας, δεινότητας και θα μπορούσε να παραπέμπει στο Φίλιππο Ε’, που είχε τέτοιο χαρακτήρα (Stewart 1993: 332). Στο αρχαιολογικό μουσείο της Θάσου εκτίθεται άλλη μία κεφαλή Μεγάλου Αλεξάνδρου, του 2 αιώνα μ.Χ., που βρέθηκε στην αρχαία πόλη, σε ένα πρώιμο ελληνιστικό ου κτήριο που πιθανόν να ήταν ιερό, κοντά στη λεγόμενη Δίοδο των Θεωρών (εικόνα 5). Η αρχαία Θάσος ήταν μέλος του Κοινού των Ελλήνων, της πανελλήνιας συμμαχίας με αρχηγό τον Αλέξανδρο. Η κεφαλή, ύψους 41 εκ., σίγουρα έφερε κάποιο κάλυμμα από πρόσθετο υλικό, όπως διαφαίνεται ξεκάθαρα από το ακατέργαστο πίσω και άνω τμήμα της, πίσω από την κόμμωση. Είναι ζητούμενο το αν ανήκε σε λατρευτικό άγαλμα του Αλέξανδρου ή όχι, το βέβαιο είναι ότι φέρει κάποια τυπικά προσωπογραφικά στοιχεία των γλυπτών αναπαραστάσεων του Αλέξανδρου, όπως η αναστολή στην κόμμωση της κεφαλής. Ο Stewart το χαρακτηρίζει λατρευτικό και πιθανολογεί το συσχετισμό του με τη μαρτυρημένη στη Θάσο Αλεξανδρολατρία ήδη από το τέλος του 4 αιώνα π.Χ. (περισσότερα γι’αυτήν βλέπε ου στο κεφάλαιο 2.6.). Ανιχνεύει στυλιστική συγγένεια με την κεφαλή από το Μουσείο Γκεττύ και κυρίως με την απεικόνιση του Αλέξανδρου στα νομίσματα του Λυσιμάχου των ετών 297- 281 π.Χ.. Ως συμπέρασμα προκύπτει πως πιθανόν υπήρξε ένα αρχικό λατρευτικό ελληνιστικό άγαλμα του Αλέξανδρου στη Θάσο, το οποίο είχε ένα κοινό πρότυπο με την απεικόνιση του Αλέξανδρου στα νομίσματα του Λυσιμάχου, καθότι η Θάσος ήταν, ίσως, στη σφαίρα επιρροής του βασιλείου του Λυσιμάχου. Το σωζόμενο σήμερα ρωμαϊκό θασιακό αντίγραφο του αρχικού διατήρησε τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά του πρωτοτύπου, χαρακτηριστικά έκφρασης αυτοπεποίθησης και δύναμης ενός χαρισματικού ηγέτη (Stewart 1993: 283-284, Dahmen 2007: 59, 105). Στη γλυπτοθήκη του Μονάχου εκτίθεται σήμερα ο λεγόμενος Αλέξανδρος –Ροντανίνι, αρχικά στο Παλάτσο Ροντανίνι της Ρώμης. Σύμφωνα με τη Bieber (1964: 25) πρόκειται

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 76 πιθανόν για ρωμαϊκό αντίγραφο πρώιμου έργου του Λεωχάρους, που αποδίδει μάλλον τον Αλέξανδρο νικητή, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, να πατά πάνω σε ασπίδα. Πρόκειται για ολόκληρο άγαλμα, από το οποίο όμως λείπουν τα χέρια από το ύψος του βραχίονα και κάτω, καθώς και το αρχικό αριστερό πόδι, που έχει συμπληρωθεί. Ο Stewart προτείνει πως ο Αλέξανδρος απεικονίστηκε σε άνετη στάση ανάπαυσης, να σταυρώνει τα χέρια του στην κνήμη του αριστερού ποδιού του, το οποίο υπερυψώνεται πατώντας κάπου. Η στάση αυτή κατά τον ίδιο μελετητή εκφράζει τόσο την αρχή, δηλαδή την εξουσία του Αλέξανδρου πάνω στους υπηκόους του, όσο και τη δύναμή του, δηλαδή τον ενεργό δυναμισμό του μέσω των υπηκόων και κατακτήσεών του, καθώς ο νεαρός βασιλιάς δείχνει να αντικρίζει το μέλλον. Αν και το σωζόμενο έργο είναι ρωμαϊκό αντίγραφο, εντούτοις ο αρχικός τύπος του, σύμφωνα με το Stewart, από τα χαρακτηριστικά του μπορεί να χρονολογηθεί λίγο μετά το 320 π.Χ., πιθανόν ένα από τα πρώτα παραδείγματα των τύπων της «δόξας του Αλέξανδρου» (Stewart 1993: 113-116). 104 Στο Μουσείο Getty εκτίθεται μια κεφαλή Αλεξάνδρου του ύστερου 4 αιώνα π.Χ., με ου προέλευση τα Μέγαρα. Αυτή η κεφαλή φαίνεται να αποδίδει το πρότυπο του νεαρού Αθηναίου εφήβου, όπως η κεφαλή από την Ακρόπολη. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες διαφορές: ο Αλέξανδρος από τα Μέγαρα κοιτάζει τον ορίζοντα και εκφράζει ένα συναίσθημα, τον πόθο, που περιγράφει και ο Αρριανός. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί πως οι Μεγαρείς είχαν αποδώσει τιμητικά στον Αλέξανδρο την ιδιότητα του πολίτη των Μεγάρων, πιθανόν διότι ο Αλέξανδρος τους είχε χορηγήσει προμήθειες σιταριού το 331 π.Χ. (Stewart 1993: 116-121). Πάντως το πρόσωπο της κεφαλής από τα Μέγαρα είναι εμφανώς πιο μαλακό σε σύγκριση με αυτό της Αθήνας, ίσως διότι αποδίδει μια διάθεση ονειροπόλησης. Από την Αθήνα και συγκεκριμένα από τον Κεραμεικό προέρχεται μία ακόμα κεφαλή από πεντελικό μάρμαρο του Αλεξάνδρου –Ηρακλέους με τη λεοντή, που χρονολογείται στις αρχές του 3 αιώνα π.Χ. ου (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Παρόμοια κεφαλή, που προέρχεται από ιερό της Σπάρτης και χρονολογείται στα τέλη του 4 αιώνα π.Χ., βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο ου Καλών Τεχνών της Βοστώνης (Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 40, 100-101). Βέβαια, έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για το κατά πόσο οι κεφαλές αυτές αποδίδουν πράγματι τον Αλέξανδρο –Ηρακλή ή απλά το νεαρό Ηρακλή (βλέπε Stewart 1993: 282). Υπάρχει ακόμη μία μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους κεφαλή με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου και τη 104 Ωστόσο η Trofimova (2012 A: 3, 42-46) μετά από διεξοδική αναφορά στο ιστορικό του αγάλματος και της μελέτης του, επισημαίνει πως η σύγχρονη έρευνα –ξεκινώντας από το Schwarzenberg - δέχεται πως ο λεγόμενος Αλέξανδρος Rondanini αποτελεί μια απεικόνιση του Άρη ή μάλλον του Αχιλλέα που αρματώνεται, κάτι που αποτελεί και τεκμήριο της επιρροής της μορφής του Αλέξανδρου στην εικονογραφία του Αχιλλέα. Eνδεικτικό είναι ένα άλλο παράδειγμα που σημειώνει η ίδια ερευνήτρια, δηλαδή η απεικόνιση του Αχιλλέα με προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου σε μια τοιχογραφία στη βασιλική του Herculaneum του 70 μ.Χ., αλλά με πρότυπο μάλλον πρώιμη ελληνιστική σύνθεση με θέμα το Χείρωνα να διδάσκει στον Αλέξανδρο τη λύρα. Υπάρχουν ακόμη και διάφορα σπαράγματα κεφαλών του Αχιλλέα με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου από ποικίλες αγαλματικές συνθέσεις του θέματος ο Αχιλλέας και η Πενθεσίλεια (Trofimova 2012 A: 47- 48, 50-53). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 77 λεοντή του Ηρακλή, που προέρχεται από το ιερό του Ηρακλή - Παγκράτη, κοντά στον ποταμό Ιλισσό στην Αθήνα. Τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά της κεφαλής, το ανυψωμένο βλέμμα, σύμφωνα με τη Trofimova, τεκμηριώνουν περισσότερο την άποψη ότι ανήκε σε ένα άγαλμα του Αλέξανδρου –Ηρακλή του 4 αιώνα π.Χ. παρά του νεαρού Ηρακλή ου (Trofimova 2012 A: 70). Τέλος, σημαντική ως εύρημα είναι και η ελεφαντοστέινη κεφαλή Αλεξάνδρου με λεοντή του 3 π.Χ. αιώνα, που βρέθηκε στο μακρινό Τατζικιστάν, στο «Ναό ου του Ώξου», στην τοποθεσία του φρουρίου Ταχτ – ι –Σανγκίν, στη βόρεια όχθη του ποταμού Ώξου (Amu Darya), κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Πρόκειται για τμήμα διακόσμησης θηκαριού μικρογραφικής αναθηματικής μάχαιρας και σύμφωνα με τους ανασκαφείς αποτελεί δείγμα της ελληνο –βακτρικής τέχνης. Η Trofimova πιστεύει, εν τέλει, πως η απεικόνιση του Ηρακλή ως Αλέξανδρου θα πρέπει να συνδεθεί με την ιδέα της απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας, ένας συσχετισμός που προβλήθηκε για παράδειγμα από το Μιθριδάτη, το βασιλιά του Πόντου (βλέπε κεφάλαιο 2.7). Μια κεφαλή από την Έφεσο του Αλέξανδρου -Ηρακλή του πρώτου αιώνα μ.Χ. αποτελεί ένα ακόμη τεκμήριο αυτού του συσχετισμού. Σε κάθε περίπτωση, η μορφή του Αλέξανδρου –Ηρακλή από το τέλος του 4 ου αιώνα π.Χ. και μετά γίνεται ένας κοινός καλλιτεχνικός τόπος με έκφραση στη γλυπτική, στη μικροτεχνία, στην ειδωλοπλαστική (Trofimova 2012 A: 75 -76, 79). Στην Πριήνη της Μ. Ασίας, μέσα σε ένα λατρευτικό χώρο που θα μπορούσε να ήταν αφιερωμένος στον Αλέξανδρο, βρέθηκε κατά τις ανασκαφές άνω τμήμα μαρμάρινου αγαλματίου Μεγάλου Αλεξάνδρου, σωζόμενου ύψους 28 εκ., το οποίο χρονολογείται το 2 ο αιώνα π.Χ. και εκτίθεται στο Antikenmuseum του Βερολίνου. Το έντονα στραμμένο προς τα δεξιά κεφάλι με τα «λεόντεια» χαρακτηριστικά και το ανυψωμένο βλέμμα προσδίδουν ζωηράδα και δυναμισμό στη μορφή, που σύμφωνα με τις ενδείξεις κρατούσε ξίφος και έφερε στην πλούσια κόμη ένθετο μεταλλικό διάδημα ή στεφάνι. Η κεφαλή μοιάζει με τις απεικονίσεις του Αλέξανδρου στα νομίσματα που έκοψε προς τιμή του ο Λυσίμαχος στη Μαγνησία του Μαιάνδρου. Το σώμα αποδίδεται εξαιρετικά μυώδες, όπως ενός αθλητή (Bieber 1964: 55, Παντερμαλής 1997: 95-96). Πρόσφατο εύρημα του ελληνικού αρχαιολογικού ινστιτούτου της Αλεξάνδρειας αποτελεί άγαλμα του Αλέξανδρου, ύψους 80 εκ., πιθανόν έργο της σχολής που δημιούργησε ο Λύσιππος ή και αντίγραφο πρωτότυπου έργου του ίδιου του Λυσίππου, του γλύπτη που αποθανάτισε τον Αλέξανδρο εν ζωή καθ’ υπόδειξη του ιδίου (εικόνα 6). Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή» , η αρχαιολόγος Καλλιόπη Λιμναίου Παπακώστα περιέγραψε τη στιγμή της ανακάλυψης του αγάλματος στους κήπους του Salalat, εκεί που υπήρχε παλιότερα το συγκρότημα του ανακτόρου των Πτολεμαίων. Περιέγραψε ακόμη και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του αγάλματος, που πιστοποιούν την ταύτισή του με το Μακεδόνα βασιλιά: η στροφή του λαιμού προς τα αριστερά, το ονειροπόλο βλέμμα που ατενίζει ψηλά, η διπλή ταινία στην κεφαλή, δηλαδή το βασιλικό διάδημα και η μίτρα του 105 105 Σύμφωνα με την έρευνα, ο Αλέξανδρος υπήρξε ο πρώτος ηγεμόνας που υιοθέτησε το διάδημα, ένα εικονογραφικό στοιχείο που πριν υπήρχε σε παραστάσεις θεών, ηρώων και αθλητών. Μετά τον Αλέξανδρο, κατά τα χρόνια των Διαδόχων, φαίνεται πως το διάδημα καθιερώθηκε ως σύμβολο βασιλείας. Η μίτρα πάλι

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 78 Διονύσου (στοιχείο που παρατηρείται και σε νομίσματα που έκοψε ο Πτολεμαίος Α΄ με τη μορφή του Αλέξανδρου, βλέπε κεφάλαιο 2.4.2.), αλλά και οι φαβορίτες στους κροτάφους, ακριβώς όπως και στη γνωστή απεικόνιση του Μακεδόνα βασιλιά στο ψηφιδωτό της Πομπηίας (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 2.3). Ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται γυμνός, σε όρθια στάση και με λυγισμένο το ένα γόνατο, ωστόσο δυστυχώς λείπουν τα πόδια από το γόνατο και κάτω και από τα χέρια το δεξί σώζεται εν μέρει, ενώ το αριστερό λείπει τελείως . 106 Ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του Λυσίππου με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ εκτίθεται σήμερα στο Λούβρο, σε μορφή ερμαϊκής στήλης με τον επονομασία «Αζάρα», από το όνομα του Ισπανού διπλωμάτη που την είχε στην κατοχή του (εικόνα 7). Εδώ έχουμε μια απόδοση της μορφής του Αλέξανδρου περισσότερο ρεαλιστική και λιγότερο εξιδανικευμένη, με μια αίσθηση κούρασης στη φυσιογνωμία του (Fulinska 2011: 163). Στο μουσείο Κωνσταντινούπολης εκτίθεται επίσης και ολόσωμο μαρμάρινο άγαλμα του Αλέξανδρου των μέσων του 3 αιώνα π.Χ., υπερφυσικών διαστάσεων, που αρχικά έφερε ου μεταλλικό στεφάνι στην κεφαλή (εικόνα 8) και βρέθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, μαζί με μια επιγραφή που φανερώνει πως το φιλοτέχνησε ο γλύπτης Μήνας από την Πέργαμο. Ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται να φορά χλαμύδα μόνο, που πέφτει στον αριστερό ώμο του, κρατώντας στο δεξί χέρι θηκαρωμένο σπαθί, ενώ στο αριστερό, που δε σώζεται, θα πρέπει να κρατούσε δόρυ στον τύπο του Αλέξανδρου δορυφόρου (τύπος του Stanford κατά το Stewart, Stewart 1993: 163, 335, Alpay 1996: 25). Αργότερα, κατά το 2 αιώνα π.Χ., πρέπει να χρονολογείται και ένας άλλος τύπος ο αναπαράστασης του Αλέξανδρου, που θα μπορούσε να είναι αυτός του Αλέξανδρου –Ήλιου (βλέπε παρακάτω) και μας είναι γνωστός από δύο κολοσσιαίες κεφαλές ρωμαϊκών χρόνων, που εκτίθενται σήμερα στη Βοστώνη και στο Καπιτώλιο της Ρώμης. Η κεφαλή στη Βοστώνη προέρχεται από την Ερμούπολη της Αιγύπτου, εκεί που βρέθηκαν και μικρά ειδώλια – αντίγραφα του Αλέξανδρου –Αιγίοχου (Stewart 1993: 334, βλέπε παρακάτω για τον τύπο του Αιγίοχου). Πολύ γνωστός είναι και και ο λεγόμενος Αλέξανδρος Schwarzenberg, από το όνομα του ιδιοκτήτη του καλύτερου ρωμαϊκού αντιγράφου (1 αιώνας μ.Χ.), που σήμερα εκτίθεται ος στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Εδώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου αποδίδονται με εκφραστικότητα και ρεαλισμό, ορισμένοι μάλιστα διακρίνουν στη δημιουργία αυτή το χέρι του Λυσίππου (Βουτυράς 1997: 21). Μια μαρμάρινη κεφαλή του 2 αιώνα π.Χ. με αναστολή ου στην κόμμωση από την Πέργαμο, με μια έκφραση έγνοιας και μελαγχολίας στο πρόσωπο, σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης, έχει χαρακτηριστικά του τύπου στην εικονογραφία του Διονύσου, που προηγείτο χρονολογικά αυτής του Αλέξανδρου, συμβόλιζε την κατάκτηση της Ανατολής από το θεό, με την Ινδική του εκστρατεία, της οποίας το θέμα ανανεώνεται στην ελληνιστική τέχνη με τη μορφή του Αλέξανδρου. Ο Θεόκριτος στα Ειδύλλιά του γύρω στο 270 π.Χ. αναφέρεται στον Αλέξανδρο ως «ένα θεό που απειλεί τους Πέρσες με την πυρακτωμένη μίτρα του» (Trofimova 2012 A: 84-87, 88). 106 http://www.kathimerini.gr/361776/article/politismos/arxeio-politismoy/o-megas-ale3andros-ths- ale3andreias (προσπέλαση 10.5.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 79 Schwarzenberg (Stewart 1993: 332-333) . Μια εκδοχή αυτού του τύπου αποτελεί και η 107 μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους κεφαλή του Αλέξανδρου από το ιερό του Ηρακλή στο Tivoli, ρωμαϊκών χρόνων. Το συγκεκριμένο γλυπτό έφερε αρχικά και μεταλλικό στέμμα και έχει και χαρακτηριστικά, που το εγγράφουν στην παράδοση της σχολής της Περγάμου. Το βλέμμα του δείχνει να ατενίζει το μέλλον, η έκφραση του πόθου του είναι έκδηλη (Stewart 1993: 331 - 332). Γενικότερα πάντως, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, συγκεκριμένα στη φλαβιανή περίοδο (69- 96 μ.Χ.), τοποθετούνται χρονολογικά γλυπτές αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου εξιδανικευμένες, όπως αποδεικνύει η Κολοσσιαία κεφαλή του Αλέξανδρου από την Ταρσό της Κιλικίας, σήμερα στη Γλυπτοθήκη Karlsberg της Κοπεγχάγης (εικόνα 9). Η κεφαλή φέρει την πλούσια κόμμωση του Αλέξανδρου με την αναστολή, καθώς και ίχνη από τα κέρατα, μάλλον ταύρου, που παραπέμπουν στον Αλέξανδρο –Διόνυσο –Ταύρο. Γενικότερα η κεφαλή συγκεντρώνει χαρακτηριστικά λατρευτικού αγάλματος (Bieber 1964: 73, Stewart 1993: 337, Trofimova 2012 A: 96). Το πρόσωπο του Αλέξανδρου εδώ είναι καθάριο και συνάμα ψυχρό, τα χαρακτηριστικά του πιο αδρά, ο λαιμός ρωμαλέος, φανερώνουν το πρότυπο του σκληρού, δυνατού πολεμιστή, ικανού για τα πάντα, νικητή στις αναμετρήσεις. Υπάρχει ακόμα ένα μοναδικό σωζόμενο μαρμάρινο γλυπτό σήμερα στο Εθνικό Μουσείο Κοπεγχάγης, που είναι μια κεφαλή Αλεξάνδρου με συνδυασμό των ελεφάντινων χαυλιόδοντων με τα κέρατα του Άμμωνα, ρωμαϊκό αντίγραφο πρωτότυπου ελληνιστικού έργου (Fulinska 2011 B: 131). Σε αψιδωτό χώρο μιας πλούσιας οικίας της Αφροδισιάδας της Καρίας, των μέσων του 5 αιώνα ου μ.Χ. –πιθανόν έδρας μιας φιλοσοφικής σχολής της Ύστερης Αρχαιότητας - βρέθηκαν προτομές του Αλέξανδρου ως μαθητή του Αριστοτέλη, ανάμεσα σε άλλες προτομές φιλοσόφων και ποιητών της αρχαιότητας, όπως ο Πίνδαρος, ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας (Paribeni 2006: 73). Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ολόγλυπτες παραστάσεις του Αλέξανδρου σε λίθο που μας σώζονται από την αρχαιότητα. Οπωσδήποτε, η τάση εξιδανίκευσης που παρατηρείται στα σωζόμενα γλυπτά πορτραίτα του Αλέξανδρου είχε ως σκοπό τη διαιώνιση μιας αψεγάδιαστης μορφής –συμβόλου της νεότητας και του σφρίγους. Βεβαίως οι γραπτές πηγές αναφέρουν κι άλλα πολλά αγάλματά του που υπήρχαν και κατόπιν χάθηκαν: ο Παυσανίας αναφέρει, ανάμεσα στ’ άλλα, κι έναν έφιππο ανδριάντα του Αλέξανδρου, μαζί με του Φιλίππου, του Σελεύκου και του Αντιγόνου, αφιερώματα όλα των Ηλείων στην Ολυμπία . Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει και δύο αγάλματα του Αλεξάνδρου 108 και του Φιλίππου στην αγορά των Αθηνών, τα οποία, όπως λέει, τα έστησαν οι Αθηναίοι 107 Κάποιοι ερευνητές αναγνώρισαν την κεφαλή ως τμήμα της παράστασης της γιγαντομαχίας από τη μεγάλη ζωοφόρο του βωμού του Διός, ωστόσο ο Stewart απορρίπτει την ταύτιση αυτή (Stewart 1993: 332-333, Βουτυράς 1997: 20) 108 Παυσανία, Ηλιακών Β΄, 11, βλέπε http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D6%3Acha pter%3D11%3Asection%3D1 (29.8.2014) Η ερμηνεία αυτού του συντάγματος, που επιχειρεί ο Stewart, έχει να κάνει με την πανελλήνια συμμαχία: ιδρυτές της ήταν ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος και στη συνέχεια ο Αντίγονος την επανίδρυσε το 302 π.Χ. (Stewart 1993: 279-280).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 80 «κολακεία μάλλον» (απόσπασμα σε Stewart 1993: 387). Ένα άλλο έργο του Λυσίππου, με τον Αλέξανδρο σε παιδική ηλικία, είχε περιέλθει στα χέρια του Νέρωνα (Birt: 301-302). Ο Ευθυκράτης, μαθητής του Λυσίππου, σμίλεψε ένα γλυπτό του Αλέξανδρου –Κυνηγού (Bieber 1964: 13). Ο Φιλόστρατος αναφέρει ένα άγαλμα του Αλέξανδρου από χρυσό μαζί με ένα μπρούτζινο του Πώρου, βασιλιά της Ινδίας, στο ναό του Ήλιου στα Τάξιλα της Ινδίας, που υποτίθεται ότι είδε εκεί ο Απολλώνιος ο Τυανεύς. Υπάρχει επίσης η μαρτυρία του ιδίου για ένα μνημείο στο πεδίο της μάχης εναντίον του Πώρου στον Ύδασπη ποταμό, στο οποίο αναπαρίστατο ο Αλέξανδρος σε άρμα να χαιρετά τον Πώρο. Στα αρχαία Γάδειρα της Ισπανίας, κοντά στο στενό του Γιβραλτάρ, υπήρχε ένα άγαλμα του Αλέξανδρου μέσα στο ναό του Ηρακλή, του μυθικού του προγόνου, το οποίο είχε δει και ο Ιούλιος Καίσαρας, σύμφωνα με το Ρωμαίο ιστορικό Σουητώνιο. Ο Νίκανδρος ο Καρύστιος αναφέρει ότι υπήρχε ένα άγαλμα του Αλέξανδρου στην Κω, χωρίς να δίνει περισσότερα στοιχεία, εκτός του ότι από την κεφαλή του αγάλματος φύτρωνε ένα φυτό που το έλεγαν αμβροσία (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 15.32, Stewart 1993: 178-181, 291-292, 410-411, 415-416). Κατά τη διάρκεια της ζωής του Αλέξανδρου, οι περισσότερες γλυπτές απεικονίσεις του αποτελούσαν παραγγελίες του ίδιου, αλλά και του πατέρα του Φιλίππου, της αυλής του, διαφόρων ελληνικών πόλεων της Ελλάδας και της Ασίας, καθώς και ορισμένων ιδιωτών. Μπρούτζινα έργα αυτής της εποχής πρέπει να ήταν του Ευφράνορος - ο Αλέξανδρος και ο Φίλιππος πάνω σε τέθριππο - και του Χαιρέα - ο Αλέξανδρος μαζί με το Φίλιππο, όπως αναφέρει ο Πλίνιος (Stewart 1993: 387). Ακόμα, ο βυζαντινός συγγραφέας Ιωάννης Μαλάλας στη χρονογραφία του (6 αιώνας) αναφέρει πως οι κάτοικοι της Βαβυλώνας για να τιμήσουν ος τον Αλέξανδρο «ἤγειραν αὐτῶ …στήλην ἔφιππον χαλκῆν», έναν έφιππο ανδριάντα δηλαδή, ο οποίος ήταν ακόμα ορατός στην εποχή του (Χαριζάνης 2008: 89). Από τις περιγραφές των αγαλμάτων του Αλέξανδρου, η πλέον εντυπωσιακή είναι αυτή του Νικόλαου από τα Μύρα για τον έφιππο ανδριάντα του Αλέξανδρου –κτίστη στην Αλεξάνδρεια. Η περιγραφή χρονολογείται γύρω στο 400 μ.Χ., οπότε και ο ανδριάντας θα στεκόταν ακόμα στη θέση του. Ο Αλέξανδρος καβάλα σε έναν ορμητικό Βουκεφάλα αναπαρίσταται χωρίς κράνος, με τα μαλλιά του να ανεμίζουν, με θώρακα και χλαμύδα πάνω από αυτόν, κάτι που ο Νικόλαος ερμηνεύει ως ένα συμβολισμό της προτίμησης της ειρήνης από τον πόλεμο, καθώς η χλαμύδα συμβολίζει την ειρήνη και ο θώρακας τον πόλεμο. Ο Αλέξανδρος φορά μακεδονικά πέδιλα και υψώνει το χέρι στον ουρανό, όμως είναι πιθανόν αρχικά η κλειστή γροθιά να κρατούσε ένα δόρυ, το οποίο είχε χαθεί την εποχή του Νικόλαου. Ο Νικόλαος στέκεται ιδιαιτέρως και στην περιγραφή του αλόγου: η κεφαλή του, γράφει, είναι τέτοια που κάποιος θα νόμιζε ότι ανήκει σε βόδι, μόνο τα κέρατα του λείπουν, όπως λείπουν και τα χαλινάρια. Το μάτι του ζώου είναι «φοβερό», η οργή του ξεπηδά από το μανιασμένο πνεύμα του και αυτό φανερώνεται από το πλάσιμο του σώματός του - τα μπροστινά του πόδια τινάζονται ψηλά στον αέρα, ενώ τα πίσω πατούν γερά στο βάθρο, το οποίο συμβολίζει τη γη και πατά με τη σειρά του σε τέσσερις κίονες, που συμβολίζουν τις τέσσερις γωνιές της (Stewart 1993: 172-173, 397-399 (πρωτότυπο κείμενο). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 81 Στην Αλεξάνδρεια άλλωστε υπήρχε και το περίφημο Τυχαίον, ο ναός της Τύχης, που ήταν ουσιαστικά ένας ναός αφιερωμένος στη μνήμη του ιδρυτή της πόλης, του Αλέξανδρου και αποτελούσε συνάμα κτήριο του συγκροτήματος του Μουσείου. Την περιγραφή του ναού μας τη δίνει ο λεγόμενος Ψευδο –Λιβάνιος, που πρέπει να ταυτίζεται πάλι με το Νικόλαο Ρήτορα, γύρω στο 400 μ.Χ: υπήρχαν στεγασμένες ημικυκλικές εξέδρες με κιονοστοιχίες και τα αγάλματα των δώδεκα Ολυμπίων θεών και ανάμεσά τους το άγαλμα του Αλέξανδρου, κυρίαρχου του κόσμου, να στεφανώνεται από το άγαλμα της Γης, το οποίο με τη σειρά του στεφανωνόταν από το άγαλμα της θεάς Τύχης και περιστοιχιζόταν από δύο γυναικεία αγάλματα – Νίκες, οι νίκες του Αλέξανδρου (Stewart 1993: 244, 383). Αναφέρεται πως, μετά τη μάχη στο Γρανικό, ο Αλέξανδρος παράγγειλε στο Λύσιππο να φτιάξει τους χάλκινους ανδριάντες των 25 εταίρων που έπεσαν στη μάχη - μαζί με το δικό του ανδριάντα – με τη διαταγή να τοποθετηθούν στο Δίον, την ιερή πόλη των Μακεδόνων, στη σκιά του Ολύμπου, εκεί που λάτρευαν τον πατέρα των θεών. Το κόστος της φιλοτέχνησης αυτού του έργου υπολογίζεται σε εβδομήντα περίπου τάλαντα, ακριβώς το ποσό, που, σύμφωνα με τον Αριστόβουλο, είχε στη διάθεσή του ο Αλέξανδρος, όταν ξεκινούσε την εκστρατεία. Επομένως, η παραγγελία του από τον Αλέξανδρο δεν εξυπηρετούσε απλώς την προβολή και ενθύμιση της νίκης του, ήταν μια πολιτική ενέργεια που είχε στόχο, ανάμεσα στ’ άλλα, να δείξει στους συγγενείς των νεκρών και στους υπόλοιπους Μακεδόνες πόσο πολύ ο ίδιος νοιαζόταν για τους στρατιώτες του και τη μνήμη τους και βέβαια έτσι να εξασφαλίσει κρίσιμες νέες εφεδρείες και ενισχύσεις. Αργότερα ο νικητής της τελευταίας μάχης για τη Μακεδονία, Q. Caecilius Metellus Macedonicus, το 146 π.Χ., μετέφερε το σύνταγμα αυτό στη Ρώμη και το τοποθέτησε ανάμεσα στους ναούς του Δία και του Ιανού, σε μια στοά που έκτισε στα νότια του Πεδίου του Άρεως (porticus Metelli). Το σύνολο αυτό, σύμφωνα με μια επιγραφή, ήταν ακόμη στη θέση του στη Ρώμη τον 6 αιώνα ο μ.Χ. (Stewart 1993: 128-129, Piemontese 2006: 44). Για πρώτη φορά εδώ ο ζωντανός αναπαρίσταται με τους πεθαμένους σ’ αυτήν την έξω από τη διάσταση του χρόνου ηρωική σύνθεση. Μια ιδέα για τη μορφή του αγάλματος αυτού του Αλέξανδρου μας δίνει το μικρό ορειχάλκινο αντίγραφο του 1 αιώνα π.Χ., που βρέθηκε στο Herculaneum σε ανασκαφές του ου 1761 και εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Νάπολης (εικόνα 10). Ο τρόπος 109 απεικόνισης, τόσο του Αλέξανδρου, όσο και του αλόγου, έχει τα χαρακτηριστικά του Λυσίππου. Ο Αλέξανδρος φαίνεται έτοιμος να χτυπήσει με το σπαθί του. Φορά χιτώνα, θώρακα, χλαμύδα και σανδάλια χαρακτηριστικά της μακεδονικής αμφίεσης και φέρει στέμμα στο κεφάλι. Το πηδάλιο κάτω από το σώμα του αλόγου παραπέμπει στο υγρό στοιχείο, στο Γρανικό ποταμό που διέσχισε ο Αλέξανδρος έφιππος, ο οποίος στη σύνθεση του αγαλματιδίου παριστάνεται να στρέφεται προς τα δεξιά, με πρόθεση να χτυπήσει με το 109 Ο Stewart βέβαια το αμφισβητεί, αναφέροντας στοιχεία του αγαλματιδίου, τα οποία δεν συνάδουν με την υποτιθέμενη αναπαράσταση του Αλέξανδρου στο Γρανικό από το Λύσιππο, όπως το ότι φέρει διάδημα, ότι αναπαρίσταται να πλήττει αντίπαλο, ενώ οι πηγές δεν αναφέρουν τίποτα για αναπαράσταση Περσών – αντιπάλων στο έργο του Λυσίππου, το ότι δείχνει να ταιριάζει με το αγαλματίδιο μιας έφιππης Αμαζόνας από το ίδιο μέρος κ.α. (Stewart 1993: 127).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 82 υψωμένο ξίφος του κάποιον αντίπαλο. (Bieber 1964: 36, Παντερμαλής 1997, Stirpe 2006 B: 144, Trofimova 2012: 24) . 110 Αντίστοιχα, από μεταγενέστερα αντίγραφα γνωρίζουμε έναν ακόμη τύπο αναπαράστασης του Αλέξανδρου που καθιέρωσε ο Λύσιπππος, τον Αλέξανδρο με το δόρυ (αιχμηφόρος ή δορυφόρος) . Στον τύπο αυτό, ο Αλέξανδρος στέκεται όρθιος, με ηρωικού 111 τύπου γύμνια, το αριστερό του χέρι (ή το δεξί στην παραλλαγή Stanford) απλώνεται πλαγίως (ή και σπάει από τον αγκώνα προς τα πάνω) και στηρίζεται στο δόρυ του, σύμβολο της δορύκτητης γης που απέκτησε ως κατακτητής, πολέμαρχος και εν τέλει κοσμοκράτορας. Το μικρό μπρούτζινο ελληνιστικό αγαλματίδιο, που βρέθηκε στην Αίγυπτο και εκτίθεται σήμερα στο Λούβρο, αποτελεί ένα αντίγραφο του χαμένου σήμερα πρωτότυπου έργου του Λυσίππου (είναι ο λεγόμενος τύπος Fouquet κατά Stewart). Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του προσώπου, η ελεύθερη στάση του σώματος –με το βάρος να πέφτει στο αριστερό πόδι και το πρόσωπο να στρέφεται ελαφρώς προς τα δεξιά ενώ ο λαιμός να γέρνει λίγο προς τα αριστερά - είναι στοιχεία που παραπέμπουν στο έργο του Λυσίππειου Αλέξανδρου. Η στροφή του κεφαλιού συμβολίζει ακόμα τον πόθο του για νέες κατακτήσεις. Αξίζει να σημειωθεί πως το δόρυ ήταν κατεξοχήν σύμβολο του Αχιλλέα και υιοθετείται και στις αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου, μια και ο Αλέξανδρος υπήρξε θαυμαστής του ομηρικού ήρωα, τον οποίο είχε ως πρότυπο. Άλλωστε, σύμφωνα με το Διόδωρο, πλησιάζοντας εν πλω τη μικρασιατική ακτή, ο Αλέξανδρος έριξε το δόρυ του καρφώνοντάς το στο έδαφος, διεκδικώντας την έτσι ως δορύκτητη. Όσο για τον τύπο του δορυφόρου, απαντάται σε ποικιλία έργων της αρχαιότητας, όπως ο περίφημος δορυφόρος του Πολυκλείτου, ο Πέλοπας και ο Οινόμαος από το ανατολικό αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία, ή οι πολεμιστές του Ριάτσε. Γεγονός είναι πως και ο αλεξάνδρειος αγαλματικός τύπος, που δημιούργησε ο Λύσιππος, αποτέλεσε πρότυπο και για την απεικόνιση διάφορων άλλων ηγεμόνων των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων στη γλυπτική, στη ζωγραφική αλλά και στην αγγειοπλαστική, όπως για παράδειγμα ένα ανάγλυφο σε βράχο από τα Μύρα της Λυκίας (Bieber 1964: 34-35, Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 120, Stewart 1993: 165-167, Trofimova 2012 A: 22). Μια ακόμα ιδέα αυτού του τύπου αγάλματος μας δίνει το ρωμαϊκό χάλκινο αγαλματίδιο (1 αιώνα π.Χ.) που εκτίθεται στο Μουσείο της Πάρμα, με τον Αλέξανδρο γυμνό και αρκετά ου νέο, έφηβο σχεδόν. Υπάρχουν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της απεικόνισης του Αλέξανδρου και σε αυτό, όπως το ελαφρά στραμμένο προς τα αριστερά και πάνω κεφάλι και 110 Υπάρχουν κι άλλες αναφορές, που δείχνουν ότι το στήσιμο ορειχάλκινων αγαλμάτων του Αλέξανδρου στο δημόσιο χώρο των πόλεων, όπως στο προσκήνιο του θεάτρου της Πέλλας, είχε γίνει μια πρώτης τάξεως επιλογή (Πλούταρχος, Ηθικά, 14.75). 111 Ο Stewart διακρίνει τέσσερις καλλιτεχνικούς τύπους του δορυφόρου Αλέξανδρου, τον τύπο Fouquet (σε έξι αντίγραφα) και τον Αιγίοχο με καταγωγή από την Αίγυπτο –Αλεξάνδρεια και τους τύπους Nelidow (σε πέντε αντίγραφα) και Stanford (σε εννέα αντίγραφα), ο μόνος που τον απεικονίζει με μια χλαμύδα να καλύπτει λίγο τη γυμνότητά του και με θηκαρωμένο σπαθί στο άλλο χέρι. Βέβαια, ο Stewart παραδέχεται πως υπάρχουν και άλλες παραλλαγές, που δεν ταυτίζονται απόλυτα με κανέναν από αυτούς τους τύπους(Stewart 1993: 45, 163). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 83 η αναστολή στην κόμμωση (Stirpe 2006 B: 135). Ο γυμνός δορυφόρος Αλέξανδρος με χλαμύδα και θηκαρωμένο σπαθί εμφανίζεται στην τοιχογραφία του γάμου με την Στάτειρα από μια οικία της Πομπηίας (βλέπε κεφάλαιο 2.3), ενώ τον είδαμε ήδη και στο άγαλμα από τη Μαγνησία στο μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Σε ένα μαρμάρινο άγαλμα ύψους 86 εκατοστών με προέλευση την Αίγυπτο, του 1 αιώνα π.Χ., (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό ου Μουσείο της Αθήνας) παρατηρεί κανείς τη διαφοροποίηση του τύπου με την πάροδο των χρόνων: πλέον η μορφή είναι ντυμένη με κοντό χιτώνα, μακριά χλαμύδα και δερμάτινα σανδάλια, στηρίζεται σε δόρυ και στο άλλο χέρι μάλλον κρατά ξίφος. Η μορφή αυτή του Αλέξανδρου ανήκε σε ένα σύνταγμα αγαλμάτων, μαζί με μια άλλη μορφή νεαρού Μακεδόνα πολεμιστή (επίσης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας), που ταυτίζεται, με επιφυλάξεις, με τον Ηφαιστίωνα (Stewart 1993: 338-339, Παντερμαλής 1997: 109). Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα στην ίδια τη Μακεδονία αποτελεί η ζωγραφική διακόσμηση του πρωιμότερου «τάφου Μπέλλα» στη Βεργίνα, που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 3 ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για μονόχωρο τάφο με θρόνο στο εσωτερικό του, που φέρει στο υπέρθυρο ζωγραφική απεικόνιση πολεμιστή, πιθανόν του νεκρού (Δρούγου –Παλιαδέλη 1999: 65-69, όπου και απεικονίσεις), που στέκεται σύμφωνα με τον τύπο του αιχμηφόρου, κατά το αλεξάνδρειο πρότυπο. Περιστοιχίζεται από έναν άνδρα που τον κοιτάζει καθισμένος πάνω σε ένα σωρό από ασπίδες και από μια γυναίκα που του τείνει στεφάνι. Τέλος, ένα ακόμη παράδειγμα επίδρασης του λυσίππειου τύπου του Αλέξανδρου –Δορυφόρου αποτελεί ανάγλυφη παράσταση νεαρού γυμνού σκηπτροφόρου –που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είναι και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, αν στο άλλο χέρι κρατά κεραυνούς ή ο αποθεωμένος Ρωμαίος αυτοκράτορας – πάνω στην επιφάνεια πήλινου κρατήρα που μιμείται μεταλλικά πρότυπα του 2 αιώνα μ.Χ. από τους Φιλίππους (Αρχαιολογικό Μουσείο Φιλιππων). Στον ου ίδιο κρατήρα υπάρχουν ακόμη ανάγλυφες απεικονίσεις του Διονύσου (στον ίδιο, αλεξάνδρειο τύπο, αλλά με θύρσο αντί για μακρύ σκήπτρο), του Σειληνού, του Πάνα και της Αθηνάς. Όσον αφορά τον αλεξανδρινό τύπο του Αλέξανδρου Αιγίοχου, αυτός σώζεται σε συνολικά 17 αντίγραφα και αναπαρίσταται στον τύπο του δορυφόρου, με τη διαφορά ότι ο Αλέξανδρος φορά και την Αιγίδα ως χλαμύδα, φέρει αναστολή και στεφάνι στα μαλλιά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είχε ένα Παλλάδιο στο άλλο χέρι ή μακεδονικές κρηπίδες στα πόδια του. Ένα χαρακτηριστικό αντίγραφο αυτού του τύπου εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο (εικόνα 11). Σύμφωνα με το Stewart, το πρωτότυπο άγαλμα θα πρέπει να αποτελούσε το κύριο λατρευτικό άγαλμα της επίσημης δυναστικής –πτολεμαϊκής λατρείας του Αλέξανδρου στο Σήμα, στον τάφο του. Τα πολλά μάλιστα αντίγραφα σε ειδώλια μικρής κλίμακας με προέλευση την Αίγυπτο και ιδιαίτερα την Ερμούπολη, οδήγησαν ορισμένους να θεωρήσουν πως πιθανόν να τα είχαν στρατιώτες ως φυλακτά (Stewart 1993: 246-247, 250). Ένας άλλος αγαλματικός τύπος, που διασώζεται σε μικρά μπρούτζινα αγαλματίδια ελληνιστικών χρόνων και πιθανόν καθιερώθηκε πρώτα για τον Αλέξανδρο είναι αυτός που

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 84 τον παρουσιάζει με δορά ελέφαντα ως στέμμα στο κεφάλι του, σύμβολο της – 112 κατακτημένης –Αφρικής ή Ασίας. Ο Αλέξανδρος είναι έφιππος, με το αριστερό χέρι κρατά το χαλινάρι, με το δεξί κάποιο όπλο. Χαρακτηριστικό τέτοιο αγαλματίδιο είναι αυτό που εκτίθεται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης με προέλευση την Αίγυπτο (εικόνα 12). Αν και προτάθηκε πως μπορεί να απεικονίζει κάποιον ελληνιστικό ηγεμόνα, εντούτοις τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά δείχνουν πως μάλλον είναι ο ίδιος ο Αλέξανδρος, συμπέρασμα που ενισχύεται και από την παρόμοια απεικόνισή του με δορά ελέφαντα στα νομίσματα των διαδόχων (Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 123, βλέπε κεφάλαιο 2.4.2.). Ακόμα, στο μουσείο της Καμπούλ εκτίθεται χάλκινο ειδώλιο έφιππου πολεμιστή /αξιωματικού 13,5 εκατοστών ύψους, με μακεδονική αμφίεση και τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου στο πρόσωπο (εικόνα 13), εύρημα βεβαίως αρχαιοελληνικής τέχνης, που βρέθηκε στις ανασκαφές κοντά στο Begram του Αφγανιστάν, στους νότιους πρόποδες της οροσειράς Χίντους Κους (οροσειρά των Παραπαμισάδων), 60 χιλιόμετρα βορείως της Καμπούλ (εκεί που υπήρχε η Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, ιδρυμένη από τον Αλέξανδρο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά του Βήσσου, Αρριανός: Γ΄.28.4). Ο έφιππος άνδρας φορά θώρακα ελληνικού τύπου και χαρακτηριστικές δερμάτινες μακεδονικές περικνημίδες (Bieber 1964: 37). Σύμφωνα με το Stewart, το αγαλματίδιο αυτό θα μπορούσε να αποτελεί ένα αντίγραφο σε μικρογραφία του περίφημου αγάλματος του Αλέξανδρου Κτίστη, που στεκόταν ακόμα στην Αλεξάνδρεια του 400 μ.Χ., οπότε και το περιγράφει ο Νικόλαος από τα Μύρα, όπως είδαμε παραπάνω (Stewart 1993: 172-173). Σε ακριβώς ίδια στάση και με παρόμοια χαρακτηριστικά πορτραίτου, αλλά με «ηρωικού τύπου» γύμνια στο σώμα και πεζός αντί για έφιππος, αναπαρίσταται ως νέος κυνηγός /πολεμιστής σε ειδώλιο παρόμοιου μεγέθους, που εκτίθεται στο βρετανικό μουσείο και σε άλλο ειδώλιο που εκτίθεται στη Ρώμη, στο Museo 113 Nationale di Villa Guilia. Το τελευταίο χρονολογείται στα τέλη του 4 αιώνα π.Χ. και ου παρουσιάζει το νεαρό Αλέξανδρο να υψώνει το ακόντιο για να πλήξει κάποιο θηρίο, ίσως λιοντάρι. Ο νεαρός κυνηγός είναι έφιππος (το άλογο βέβαια δε σώθηκε), το δεξί πόδι μαζεύεται σε μια προσπάθεια να ελέγξει το άτι του, με το αριστερό χέρι τραβά χαμηλά τα χαλινάρια. Φορά μια χλαμύδα που ανεμίζει πίσω από την ορμή του αλόγου, αφήνοντας το γυμνό σώμα να φανεί, το μέτωπο ζαρώνει από την ένταση της στιγμής (Stirpe 2006 B: 133). Προφανώς όλα τα παραπάνω αποτελούν μικρά αντίγραφα ενός κοινού προτύπου σε μεγάλη κλίμακα με θέμα το Μακεδόνα βασιλιά, το πιθανότερο κάποιο πρωτότυπο έργο του 112 Ο συμβολισμός της ελεφάντινης δοράς (το πάνω τμήμα της κεφαλής του ελέφαντα με το δέρμα, την προβοσκίδα και τους χαυλιόδοντες) απασχόλησε αρκετά την έρευνα. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν πως πρόκειται για υπόμνηση της ινδικής εκστρατείας και του χαρακτήρα του Αλέξανδρου ως Νέου Διονύσου, εικονογραφικά ένα αποκλειστικό αλεξάνδρειο σύμβολο, σύμφωνα με την Trofimova (βλέπε πιο αναλυτικά Trofimova 2012 A: 87 - 88). 113 Βλέπε http://www.britishmuseum.org/explore/highlights/highlight_objects/gr/b/bronze_statuette_of_a_huntsman .aspx Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 85 Λυσίππου, μια και συγκεντρώνουν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του λυσίππειου Αλέξανδρου και γενικότερα της τέχνης του μεγάλου γλύπτη, με έμφαση στην απόδοση της στιγμής. Γνωστό είναι και το μπρούτζινο σύμπλεγμα του κυνηγιού, το οποίο αφιέρωσε στους Δελφούς ο Κρατερός, έργο του Λυσίππου και του Λεωχάρους. Σ’ αυτό αναπαρίσταντο ο Αλέξανδρος με τον Κρατερό μαζί με κυνηγετικά σκυλιά σε κυνήγι λιονταριού κάπου στην Περσία - ο Κρατερός να σπεύδει προς βοήθεια του Αλέξανδρου, - ο οποίος τελικά σκοτώνει το λιοντάρι (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος, 40). Ένα επίγραμμα που βρέθηκε στους Δελφούς και χρονολογείται μεταξύ 320-300 π.Χ. επιβεβαιώνει την αναφορά του Πλουτάρχου και φανερώνει πως ήταν ο γιος του Κρατερού, Κρατερός κι αυτός, που ολοκλήρωσε το έργο προς τιμήν του πατέρα του. Μάλιστα στους Δελφούς έχει εντοπιστεί και ο χώρος ανάθεσης του συμπλέγματος. Η επιλογή του (πατέρα) Κρατερού να απεικονίσει τον εαυτό του σε μια σκηνή βασιλικού κυνηγιού λιονταριού μαζί με τον Αλέξανδρο σίγουρα φανερώνει την πρόθεσή του να προβληθεί ως υπέρμαχος της κληρονομιάς του Μακεδόνα βασιλιά και να διεκδικήσει την κληρονομιά αυτή από τους άλλους ανταγωνιστές διαδόχους (Stewart 1993: 22, 270-273, 390). Είναι ενδιαφέρον πως στο επίγραμμα αυτό ο ίδιος ο Κρατερός αναφέρεται ως «γιος του Αλέξανδρου», στοιχείο που πιστοποιεί τη στενή, αδερφική σχέση των δυο ανδρών, καθώς επίσης και την προπαγάνδα προβολής στον ελληνικό κόσμο μιας τέτοιας σχέσης από έναν διάδοχο, που όμως πέθανε νωρίς (το 320 π.Χ. σε μάχη εναντίον του Ευμένη). Ένα μπρούτζινο σύμπλεγμα των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, μικρών διαστάσεων, αποδίδει το δάμασμα του Βουκεφάλα (σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φλωρεντίας). Το σύμπλεγμα αποδίδει ακριβώς τη στιγμή που ο έφηβος Αλέξανδρος προσπαθεί να στρέψει το Βουκεφάλα προς άλλη κατεύθυνση, έτσι ώστε να μη βλέπει τη σκιά του: οι μυώνες του νεαρού φουσκώνουν από την πίεση και την υπερένταση της στιγμής, καθώς πατά με όλη του τη δύναμη στο αριστερό πόδι, ως αντιστήριγμα, ενώ το δεξί το χρησιμοποιεί ως μοχλό πάνω στο σώμα του ζώου, ώστε να καταφέρει να το στρέψει (Stirpe 2006 B: 131). Σύμφωνα με την παράδοση, μετά το κατόρθωμά του να δαμάσει το Βουκεφάλα, ο πατέρας του αναφώνησε από χαρά, καλώντας τον να ψάξει για άλλο, μεγαλύτερο βασίλειο, γιατί η Μακεδονία δεν τον χωρά. Μετά το θάνατό του, ήταν κυρίως οι Διάδοχοι και οι διάφορες πόλεις που συνέχισαν να παραγγέλλουν σε γλύπτες τα πορτραίτα του, σε μια περίοδο κατά την οποία οι δημοφιλέστερες απεικονίσεις του Αλέξανδρου ήταν διάφορα μεσαίου και μικρού μεγέθους αγάλματα, για ιδιωτική χρήση και λατρεία, όπως το πρόσφατο εύρημα στην Αλεξάνδρεια ή οι χάλκινοι Αλέξανδροι μικρού μεγέθους στον τύπο του Ρωμαίου στρατηγού, που εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (με προέλευση και πάλι την Αλεξάνδρεια). Οι τελευταίοι φαίνεται πως έφεραν δόρυ κατά το πρότυπο του αιχμηφόρου, ενώ διακρίνεται στο θώρακά τους σκαλισμένο το γοργόνειο. Στο σύγχρονο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο της Αλεξάνδρειας εκτίθενται δεκάδες κεφαλές Αλεξάνδρου από μερικά εκατοστά ύψος ως και υπερφυσικά μεγέθη και σε ποικιλία υλικών: μάρμαρο, γρανίτης του Ασουάν, γαλάζια πορσελάνη, γυαλί, πηλός, γύψος κ.λπ. Παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 86 διάσπαρτα και σε άλλα μουσεία του κόσμου. Είναι φανερό πως πρόκειται για χρήση της εικόνας του ιδρυτή της πόλης είτε στη διακόσμηση δημοσίων κτηρίων και ναών, είτε στο πλαίσιο μιας ευρείας λαϊκής αλεξανδρολατρίας από τις πλατιές μάζες της πόλης (Empereur 2002: 85). Έχουν εντοπιστεί ακόμα οι μήτρες κατασκευής ορισμένων από αυτά. Μια πήλινη μήτρα κεφαλής του Αλέξανδρου (διαστάσεις 11,8 x 8,2 εκ.) από την Ηράκλεια της Ιταλίας χρονολογείται στα τέλη του 4 αιώνα π.Χ. - λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατο του ου Μακεδόνα στρατηλάτη - και φανερώνει το μέγεθος της εξάπλωσης του «αλεξάνδρειου» καλλιτεχνικού προτύπου ήδη από τότε. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται εδώ με αττικό κράνος και τη χαρακτηριστική στροφή της κεφαλής προς τα πάνω και ελαφρώς αριστερά, χαρακτηριστικό της τέχνης του Λυσίππου (Stirpe 2006 B: 137). Υστεροελληνιστικές πήλινες προτομές του Αλέξανδρου βρέθηκαν κοντά στη Θεσσαλονίκη και τον απεικονίζουν με χιτωνίσκο, μανδύα, θώρακα και αιγίδα (Stewart 1993: 46). Ένα μικρογραφικό κεφαλάκι του Αλέξανδρου από ψημένο γυψοκονίαμα χρονολογείται γύρω στο 200 μ.Χ. (στο Cabine de Medailles, Παρίσι, Παντερμαλής 1997: 97). Πολλά είναι και τα ειδώλια από τερακόττα με θέμα τον Αλέξανδρο που υπήρχαν στην αρχαιότητα, ορισμένα από τα οποία σώζονται ως τις μέρες μας, όπως ένα ειδώλιο με τον Αλέξανδρο αιχμηφόρο και με τα χαρακτηριστικά κέρατα του Άμμωνα να φύονται στην κεφαλή του, που χρονολογείται τον 3 αιώνα π.Χ. και πρόσφατα ο δημοπρατήθηκε από τον οίκο Christies. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα θραύσμα πλαστικής διακόσμησης αγγείου με την κεφαλή του Αλεξάνδρου – Ήλιου, που προέρχεται από την Αμισό του Πόντου και φέρει στην κεφαλή σύμβολα της Σελήνης καθώς και οκτάκτινα και εξάκτινα μακεδονικά αστέρια (3 ος -2 π.Χ., Musee du Cinquantenaire, ος Βρυξέλλες, Stewart 1993: 46). Επιπλέον, από την Αλεξάνδρεια προέρχονται μικρά χάλκινα γλυπτά με τη μορφή του Μακεδόνα βασιλιά, όπως ένα μικρό μπρούτζινο αγαλματίδιο, που τον αναπαριστά πάλι ως Αλέξανδρο Ήλιο, (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας) ή άλλα που ήταν εξαρτήματα σε χρηστικής αξίας αντικείμενα και αποδεικνύουν τη δημοφιλία της μορφής και του μύθου του στην αγαπημένη του πόλη. Η μορφή του Αλέξανδρου επηρέασε από πολύ νωρίς και τις αναπαραστάσεις του θεού Ήλιου, όπως μια μετόπη του 300 π.Χ. περίπου από το ναό της Αθηνάς στο Ίλιο της Τρωάδας μας επιτρέπει να συμπεράνουμε: στο ανάγλυφο της μετόπης (σήμερα στο Μουσείο της Περγάμου) αναπαρίσταται ο Ήλιος σε άρμα με τέσσερα άλογα σε στάση 3/4 , που είναι έτοιμα να απογειωθούν ξεκινώντας το ουράνιο ταξίδι. Η κεφαλή του θεού με το χαρακτηριστικό στέμμα από ακτίνες στρέφεται προς τα πάνω, το βλέμμα το ίδιο, τα καθάρια, αψεγάδιαστα χαρακτηριστικά του προσώπου με την πλούσια κόμμωση και την αναστολή αποτελούν επίσης στοιχεία που παραπέμπουν στην εικονογραφία του Αλέξανδρου. Παρόμοια μίμηση των χαρακτηριστικών του Αλέξανδρου παρατηρείται και στις αναπαραστάσεις του Ήλιου στα νομίσματα της Ρόδου από το τέλος του 4 αιώνα π.Χ. ου Επιπλέον, από την αρχαιότητα, από τον 3 αιώνα π.Χ. και εξής, σώζονται πολλές κεφαλές ο αγαλμάτων στον τύπο του Ήλιου –Αλέξανδρου, χωρίς να είναι βέβαιο, σε ορισμένες περιπτώσεις, αν πρόκειται για Ήλιο ή για Αλέξανδρο. Γενικότερα, ο Ήλιος με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου αναπαράχθηκε καλλιτεχνικά σε ποικίλες μορφές σε Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 87 ολόκληρη τη Μεσόγειο, γνωρίζοντας ως τύπος ευρεία διάδοση (Trofimova 2012 A: 103-109). Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κεφαλή του θεού Ήλιου των αρχών του 2 αιώνα π.Χ., που εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Ρόδου. Η συγκεκριμένη κεφαλή ου πιθανόν να προέρχεται από το αέτωμα του ναού του Ήλιου, όπου ίσως να απεικονιζόταν ο θεός πάνω στο άρμα του (Κωνσταντινόπουλος: 60). Έχει όλα τα λυσίππεια χαρακτηριστικά των απεικονίσεων του Αλέξανδρου, το νεαρό, αψεγάδιαστο πρόσωπο, την κλίση της κεφαλής, το υπερυψωμένο βλέμμα, το λεοντώδες, την αναστολή στη μακριά, πλούσια κόμμωση. Επιπλέον, σε έναν πρώιμο ελληνιστικό ναό του θεού Ήλιου, από την Ουρανούπολη της Χαλκιδικής στη Μακεδονία, βρέθηκε η κεφαλή του αγάλματος του θεού με τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου (μακριά κόμμωση με αναστολή, κλίση της κεφαλής, βλέμμα υψωμένο, βλέπε εικόνα 8 σε Τσιγαρίδα 1999: 1246, 1238 -1241) . 114 Κατά τη ρωμαϊκή εποχή φαίνεται πως διάφορα άλλα επεισόδια από τη ζωή του αποδόθηκαν καλλιτεχνικά, όπως η συνάντησή του με το φιλόσοφο Διογένη σε ένα πολύ γνωστό μαρμάρινο ρωμαϊκό ανάγλυφο της Villa Albani στη Ρώμη. Ο Πλούταχος αναφέρει ακόμα το σχέδιο του αρχιτέκτονα Στασικράτη, (ενώ σύμφωνα με το Στράβωνα το σχέδιο ήταν του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη) σύμφωνα με το οποίο θα λάξευε τη μορφή του 114 Ενδιαφέρων είναι ο συσχετισμός του λεοντώδους του πορτραίτου του Αλέξανδρου με τον Απόλλωνα – μια και το λιοντάρι σχετίζεται με το συγκεκριμένο θεό –και μέσω αυτού με τον Ήλιο. Αναφέρεται άλλωστε πως ο Λύσιππος φιλοτέχνησε τον Ήλιο στο άρμα του, ενώ και ο ίδιος ο Αλέξανδρος θυσίασε στον Ήλιο όταν κατέκτησε την περιοχή του Ινδού το 326 π.Χ. (Killerich 1993: 88-89). Στο πλαίσιο ενός τέτοιου συσχετισμού μάλλον θα πρέπει να συνεξετάσουμε και το βασιλικό σύμβολο των Μακεδόνων, τον λεγόμενο Ήλιο της Βεργίνας: ο Αλέξανδρος λοιπόν προβάλλεται ως ένας ηλιακός ήρωας, όπως ο Ηρακλής ή ο Αχιλλέας, ή ακόμα και ως ένας ηλιακός θεός, όπως ο Απόλλωνας. Ο Ήλιος λατρευόταν από πολύ παλιά στην Ελλάδα, χωρίς ποτέ να βρει τη θέση του στο επίσημο Δωδεκάθεο, μια και εκεί ταυτίστηκε ουσιαστικά με τον Απόλλωνα. Επίσημη λατρεία του Ήλιου υπήρχε στη Ρόδο, όπου μάλιστα υπήρχαν και γιορτές κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του, τα Αλίεια, ωστόσο αγάλματά του βρέθηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Φαίνεται πως η λατρεία του Αλέξανδρου Ήλιου εγκαθιδρύθηκε μετά την εκστρατεία του στην Ανατολή, (εκεί απ΄ όπου ο ήλιος προβάλλει καθημερινά), χωρίς να παραγνωρίζεται προς αυτήν την κατεύθυνση και ο συσχετισμός του Αλέξανδρου με μια ακόμη ηλιακή θεότητα, τον Άμμωνα - Ρα της Αιγύπτου, όπως είδαμε. Αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Κούρτιος Ρούφος και ο Πλούταρχος, αναφέρουν ότι αν ο Αλέξανδρος δεν πέθαινε τόσο σύντομα, τότε όλη η γη θα αποκτούσε μια κοινή αρχή και νόμο, σαν τον ήλιο και πως οι περιοχές που δεν έφτασε παρέμειναν ανήλιαγες. Άλλωστε την ταύτιση αυτή με τον Ήλιο την υιοθέτησαν και πολλοί μονάρχες της ελληνιστικής εποχής, όπως για παράδειγμα ο Δημήτριος Ήλιος (Stewart 1993: 180, Τσιγαρίδα 1999:1241). Επίσης, ένα ακομα στοιχείο που λειτουργεί ως τεκμήριο της λατρείας του Αλέξανδρου ως Ήλιου στα χρόνια μετά το θάνατό του είναι το όνομα που έδωσε η Κλεοπάτρα, η τελευταία των Λαγιδών, στον ένα γιο που απέκτησε με τον Αντώνιο: Αλέξανδρος Ήλιος. Τέλος, είναι οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα η επισήμανση πως, σὐμφωνα με τη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα, ο ήλιος, ως γενεσιουργός αιτία του αγαθού, παρέχει στα αισθητά αντικείμενα τη γένεση, την ανάπτυξη και την τροφή τους, όντας ο ίδιος άκτιστος, αγέννητος, επομένως ουσιαστικά ταυτιζόμενος με το θεό. Θα μπορούσαν,άραγε, οι πλατωνικές αυτές θέσεις, μέσω του Αριστοτέλη, να έφτασαν ως τον Αλέξανδρο και να αποτέλεσαν μία παράλληλη αιτία για την προβολή του μοτίβου του «θειοποιημένου» Αλέξανδρου – Ήλιου, πέρα από τις αιγυπτιακές καταβολές του Αλέξανδρου ως γιου του Ἀμμωνος –Ρα ή την προβολή του ως διαδόχου του αντίστοιχου «ηλιακού» Πέρση βασιλιά;

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 88 Αλέξανδρου στο όρος Άθως, την απόκρημνη απόληξη της χερσονήσου του σημερινού Αγίου Όρους στη Χαλκιδική, σχέδιο το οποίο ο Αλέξανδρος απέρριψε ως υπερβολικό και ταιριαστό ενός αλαζόνα βασιλιά, στάση την οποία επαίνεσε ο Λουκιανός. Είναι χαρακτηριστική η ανεκδοτολογική επιβίωση της αναφοράς αυτής στη μεταγενἐστερη ελληνική γραμματεία, που φτάνει ως τις αναφορές του Ιωάννη Τζέτζη το 12 αιώνα (Stewart 1993: 349-350). Ο ο Πλούταρχος πάλι αναφέρει πως κάποιος χάραξε στη βάση ενός άλλου μπρούτζινου άγαλματός του από το γλύπτη Λύσιππο: ΑΥΔΑΣΟΥΝΤΙ Δ ΕΟΙΚΕΝ Ο ΧΑΛΚΕΟΣ ΕΙΣ ΔΙΑ ΛΕΥΣΣΩΝ - ΓΑΝ ΥΠ ΕΜΟΙ ΤΙΘΕΜΑΙ / ΖΕΥ ΣΥ Δ’ ΟΛΥΜΠΟΝ ΕΧΕ ότι δηλαδή το χάλκινο άγαλμα μοιάζει σα να θέλει να πει στο Δία: ας κρατήσει τον ουρανό για τον εαυτό του, ο ίδιος προτιμά τη γη, στίχοι που αποτέλεσαν το περιεχόμενο και ενός ποιήματος της παλατινής ανθολογίας. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται ακόμα και στο άγαλμα του Αλέξανδρου που υπήρχε στη Γάδειρα (Γκάντες) της Ισπανίας, κοντά στο στενό του Γιβραλτάρ, μια πληροφορία που αναφέρουν ακόμα και οι Ρωμαίοι συγγραφείς Σουητώνιος, όπως ήδη αναφέρθηκε, καθώς και ο Δίων Κάσσιος (Πλούταρχος Β: 75-77, Ιωαννίδης 1958: 138-139, Bieber 1964: 34, Kuhnen 2005: 85, Κωνσταντίνου 2006: 25). Συν τοις άλλοις, αναφορά σε εἰκόνας χαλκάς (χάλκινα αγάλματα) του Αλέξανδρου, του Άμμωνα, του Φιλίππου και της Ολυμπιάδος γίνεται και στο Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη (βλέπε κεφάλαιο 2.9.) και συγκεκριμένα στην παραλλαγή α΄. Επίσης στην παραλλαγή γ΄ του Μυθιστορήματος γίνεται λόγος για την τοποθέτηση ενός συμπλέγματος από φεγγίτη λίθο στον τάφο του Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια, στο οποίο αναπαρίσταται ο Αλέξανδρος να χαμογελά την ώρα του θανάτου του έχοντας δίπλα του το Χαρμίδη (πιστός πολεμιστής του Αλέξανδρου, γιος του τυράννου της Θεσσαλονίκης Πολυκράτη(!) (Καλλισθένης 2005: 108, 502, 514). Οι αναφορές αυτές της μυθιστορηματικής εξιστόρησης των περιπετειών του Αλέξανδρου σε ανδριάντες δικούς του και των οικείων προσώπων του φανερώνουν ακριβώς πως αυτοί υπήρξαν «κοινός τόπος» για ολόκληρη την αρχαιότητα. Οι τύποι απόδοσης του Αλέξανδρου, που πρώτοι φιλοτέχνησαν και καθιέρωσαν οι καλλιτέχνες του, αντιγράφηκαν επανειλημμένως καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής εποχής και σε διαφορετικές μορφές τέχνης, για παράδειγμα ένα γλυπτό του Λυσίππου μπορούσε να αντιγραφεί ως αναπαράσταση του Αλέξανδρου στην επιφάνεια ενός νομίσματος. Εκτός από το Λύσιππο και το Λεωχάρη, άλλοι γλύπτες που γνωρίζουμε ότι απεικόνισαν τον Αλέξανδρο ήταν ο Ευφράνορας και ο μαθητής του Λυσίππου Ευθυκράτης (Μακεδονία 1993: 204) . Ο Schwarzenberg στη μελέτη του για την 115 εικονογραφία του Αλέξανδρου επισήμανε πως κλειδί της ερμηνείας της θα πρέπει να αποτελεί η προσπάθεια των διάφορων καλλιτεχνών να αποδώσουν το ήθος του Έλληνα βασιλιά, την αρετή του, που για το Schwarzenberg δεν είναι άλλη από αυτήν της αχιλλείου ανδρείας, που τον συνδέει ακριβώς με τον ήρωα που ο ίδιος είχε ως πρότυπο στη ζωή. Με 115 Άλλοι καλλιτέχνες που απέδωσαν τη μορφή του Αλέξανδρου μετά το θάνατό του ήταν, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, ο Φιλόξενος, ο Νικίας, ο Αντίφιλος, ο Αετίωνας, ο Πρωτογένης και ο Χαιρέας (Μακεδονία 1993: 204). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 89 την παραδοχή αυτή, ο Schwarzenberg τονίζει πως η καλλιτεχνική μορφή του Αλέξανδρου ως εικόνα της αχίλλειας αρετής ξεπερνά την ατομικότητά του και γεφυρώνει το μυθικό με το ιστορικό, -όπως γενικότερα, λέει, κάνουν τα αρχαιοελληνικά πορτραίτα -επιτρέποντας την υιοθέτηση της μορφής του από τους διάφορους παραγγελιοδότες, με στόχο την προβολή της συγκεκριμένης αρετής και όχι κατ’ ανάγκη του ίδιου. Για το Smith πάλι, η εικόνα του Αλέξανδρου διαμορφώθηκε από τους ελληνιστικούς ηγεμόνες για προπαγανδιστικούς λόγους ως συνδυασμός των φυσικών χαρακτηριστικών του Μακεδόνα βασιλιά και του κλασικού καλλιτεχνικού προτύπου θεών και ηρώων. Επιπλέον, για το Stewart η εικόνα του Αλέξανδρου αποτέλεσε ένα μέσο διαμόρφωσης της ελληνιστικής κοινωνίας και όχι απλά αντανάκλαση κάποιων αξιών της συνδεδεμένων με την κυρίαρχη ηγετική τάξη. Τέλος, η Trofimova σημειώνει πως οι απεικονίσεις του Αλέξανδρου δεν πρέπει να ερμηνεύονται αποκλειστικά μέσω της βιογραφίας του, αλλά μπορούν καλύτερα να ερμηνευτούν στο πλαίσιο της νέας, «αλεξάνδρειας μυθολογίας» που δημιουργήθηκε όσο αυτός ήταν εν ζωή, για να συνεχιστεί και μετά το τέλος της αρχαιότητας, όπως θα δούμε και στη συνέχεια (Trofimova 2012 A: 9 -12, 20). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να θεωρήσουμε ότι η μορφή του Αλεξάνδρου, όπως καθιερώθηκε από τους αποκλειστικούς καλλιτέχνες του, θα πρέπει να αποτέλεσε μετά το θάνατό του ένα γενικευμένο καλλιτεχνικό πρότυπο απόδοσης νεανικών ανδρικών μορφών, είτε πρόκειται για θεούς και ήρωες, είτε για ηγεμόνες αλλά και κοινούς θνητούς. Έτσι, η μορφή του Αλέξανδρου επηρεάζει, για παράδειγμα, τις αναπαραστάσεις του Τριπτόλεμου αλλά και του Μιθριδάτη του Ευπάτορα, βασιλιά του Πόντου . Κατά συνέπεια, κάποια 116 σωζόμενα γλυπτά της αρχαιότητας και άλλα έργα τέχνης, που παλιότερα θεωρούνταν ότι αποδίδουν τη μορφή του Αλέξανδρου, σήμερα δεν ταυτίζονται πλέον μ’ αυτόν. Γενικότερα η 116 Για τις επιδράσεις της εικονογραφίας του Αλέξανδρου στις απεικονίσεις θεοτήτων και ηρώων της ελληνιστικής εποχής, όπως ο Αχιλλέας, ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι, ο Ήλιος, ο Απόλλων, ο Διόνυσος, αλλά και οι Γίγαντες και θεότητες του υγρού στοιχείου, βλέπε αναλυτικά τη μελέτη της Anna Trofimova, Imitatio Alexandri in Hellenistic Art, έκδοση L’ Erma di Bretschneider, Ρώμη, 2012, όπου υπάρχει και μια πολύ καλή σύνοψη ολόκληρης της προϋπάρχουσας έρευνας στο κεφάλαιο 1 (σελ. 1-14). Ιδιαίτερης αξίας είναι η επισήμανση πολλών ερευνητών πως τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου υπάρχουν σε τουλάχιστον δύo μορφές Γιγάντων από την ανάγλυφη ζωοφόρο του βωμού της Περγάμου, (180 -160 π.Χ.) σήμερα στο ομώνυμο μουσείο του Βερολίνου, (μία από αυτές είναι η μορφή του Αλκυονέα, δε νομίζω πως ο κρανιοφόρος γίγαντας – αντίπαλος της Άρτεμης στη σύνθεση του βωμού έχει ξεκάθαρα αλεξάνδρεια χαρακτηριστικά, όπως ισχυρίζεται η Trofimova) αλλά και σε άλλες μορφές, όπως αυτή του Ήλιου. Ενδιαφέρουσα η ερμηνεία της παρουσίας των αλεξάνδρειων χαρακτηριστικών στους Γίγαντες, που προτείνει η ερευνήτρια, παρά τις όποιες αδυναμίες της, με βάση τις φιλοσοφικές απόψεις των Στωικών, οι οποίοι είχαν βεβαιωμένη επίδραση στην αυλή των Ατταλίδων: η αλεξάνδρεια αφροσύνη, σημείο κριτικής των Στωικών απέναντι στο Μακεδόνα βασιλιά, είναι η εξήγηση της παρουσίας των χαρακτηριστικών του στα πρόσωπα των Γιγάντων, εκπροσώπων της καταστροφής και του χάους. Αυτή η συμβολική αφροσύνη, μαζί με το ευμετάβλητο της μοίρας, από τη νίκη στη συντριβή, (την οποία στην περίπτωση του Αλέξανδρου αντιπροσωπεύει ο πρώιμος θάνατός του στη κορύφωση της δόξας του) εξηγούν τη διπλή παρουσία των χαρακτηριστικών του τόσο σε πρόσωπα των νικημένων γιγάντων, όσο και σε πρόσωπα της πλευράς των νικητών (βλέπε αναλυτικά Trofimova 2012 A: 125-132).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 90 ταύτιση γλυπτών πορτραίτων της αρχαιότητας με τον Αλέξανδρο με μόνο κριτήριο την αναστολή της κώμης πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό. Η σύγχρονη έρευνα 117 καταλήγει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο, ιδιαίτερα στην περίπτωση που σώζονται μόνο οι κεφαλές των αγαλμάτων και ειδωλίων και χωρίς γνώση των αρχαιολογικών δεδομένων εύρεσής τους, να διαπιστώσουμε αν οι κεφαλές αυτές απεικόνιζαν για παράδειγμα τον Αλέξανδρο ή τον Αλέξανδρο –Αχιλλέα. Πάντως, τεκμηριώνεται πως η εικονογραφία του Αλέξανδρου εμπλούτισε την εικονογραφία μυθολογικών μορφών, όπως ο Αχιλλέας, ο Ηρακλής, ο Ήλιος, ο Απόλλωνας (π.χ. ο λεγόμενος «Απόλλων - Belvedere»), οι Διόσκουροι (ιδιαίτερα σε αγαλματίδια από την Ιταλία) και άλλες, προσδίδοντας ατομικότητα στην απεικόνισή τους. Η Trofimova επισημαίνει πως η μορφή του Αλέξανδρου αποτέλεσε το βασικό εικονογραφικό τύπο απόδοσης των προσωποποιημένων ποταμών , κάτι που 118 οφείλεται όχι μόνο στα ιστορικά δεδομένα, με βάση τα οποία ο Αλέξανδρος ξεπερνούσε όλα τα φυσικά εμπόδια και διέβαινε ποταμούς στις εκστρατείες του, αλλά και στην ευρύτερη καθιέρωση της μορφής του Αλέξανδρου ως του προτύπου του «ηρωικού, θεϊκού, ελληνικού» σε μια τεράστια έκταση, από τη Μεσόγειο ως τα ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής. Εντυπωσιακά ακόμη στοιχεία, που τεκμηριώνουν την καθολικότητα της μορφής του Αλέξανδρου στην αρχαιότητα, αποτελούν τα ευρήματα της ειδωλοπλαστικής από τερρακόττα με τα χαρακτηριστικά του ως έκφραση του ιδανικού νεαρού ήρωα, που βρέθηκαν στην κεντρική Ιταλία και Ετρουρία και απεικονίζουν νεαρές ανδρικές κεφαλές, σε μέγεθος λίγο μικρότερο του φυσικού, που αποτελούσαν αφιερώματα πιστών σε κάποιον θεό ως ευχαριστήρια για την ίαση μιας αρρώστιας (Μακεδονία 1993: 204, Stewart 1993: 43, Fulinska 2011: 163-165, Trofimova 2012: 22, Trofimova 2012 A: XI, XV, 98-101, 106, 113, 117-118, 121-122, 133- 140). 117 Μόνο στο αρχαιολογικό μουσείο Καβάλας υπάρχουν δύο μαρμάρινες κεφαλές αγαλμάτων μικρότερων του φυσικού μεγέθους (Λ309, Λ835), που χρονολογούνται στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια και παραπέμπουν στον εικονογραφικό τύπο του Αλέξανδρου (νεαρές ανδρικές μορφές με κλίση κεφαλής, πλούσια κόμμωση με μακριούς βοστρύχους και αναστολή). Το Λ835 προέρχεται από την Αμφίπολη, το άλλο, άγνωστο από πού (βλέπε την περιγραφή και τις φωτογρφίες τους σε Δαμάσκο 2013: 114,127-128, εικ. 266-267 και 312-314). 118 Για παράδειγμα, βλέπε το αποσπασματικά σωζόμενο άγαλμα του Ολβανού, ποτάμιου θεού, από το αρχαιολογικό μουσείο της Βέροιας, 2 αιώνας π.Χ. ος Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 91 2.3. Παραστάσεις του Αλέξανδρου σε ζωγραφική, ανάγλυφα, ψηφιδωτά, μικροτεχνία και κεραμική Ποικίλες ακόμα παραστάσεις του Αλέξανδρου μας σώζονται από την αρχαιότητα : η 119 πρωιμότερη σωζόμενη απεικόνισή του – πριν το ξεκίνημα της μεγάλης εκστρατείας του - είναι αυτή του κεντρικού ιππέα στη ζωγραφική σύνθεση του κυνηγιού στη ζωοφόρο της πρόσοψης του θεωρούμενου ως τάφου του Φιλίππου στη Βεργίνα. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται με δάφνινο στεφάνι και πορφυρό ένδυμα επερχόμενος κατά του λέοντα και έτοιμος να τον πλήξει με το κοντάρι του. Πρόκειται για τη μόνη σωζόμενη απεικόνιση του Αλέξανδρου που έγινε πριν το θάνατό του και σίγουρα μία που θα είδε και ο ίδιος. Αν και η επιφάνεια του χρώματος είναι απολεπισμένη στο πρόσωπο του Αλέξανδρου, διακρίνονται τα μεγάλα μάτια και η ένταση του βλέμματός του (Ανδρόνικος 1984: 114, 116, Brekoulaki 2011: 213, Μπρεκουλάκη 2014). Εδώ ο Αλέξανδρος απεικονίζεται ως ο νεαρός διάδοχος του θρόνου της Μακεδονίας μέσα στο πλαίσιο μιας κατεξοχήν δραστηριότητας της μακεδονικής αυλής και αριστοκρατίας, αυτής του κυνηγιού. Σύμφωνα μάλιστα με όλα τα στοιχεία, στην παράσταση απεικονίζεται και ο πατέρας του, Φίλιππος Β΄, έφιππος κι αυτός να συμμετέχει στο κυνήγι μαζί με άλλους Μακεδόνες ευγενείς, καταφέρνοντας επίσης θανάσιμο χτύπημα στο λέοντα με τσεκούρι. Με μοναδική εξαίρεση ένα ανάγλυφο από την Ολυμπία, πουθενά αλλού στην αρχαία Ελλάδα δεν έχουμε ιστορικού περιεχομένου απεικονίσεις κυνηγιού μεγάλων ζώων, παρά μόνο στη Μακεδονία. Η συγκεκριμένη παράσταση έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που μας οδηγούν να τοποθετήσουμε το επεισόδιο του κυνηγιού στην Ευρώπη, στη Μακεδονία (Παλιαδέλη 2013: 93-97). Μια τοιχογραφία από την Οικία των Vetii στην Πομπηία, με χρονολόγηση στον 1 ο αιώνα μ.Χ., σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, αποτελεί αντίγραφο του ζωγραφικού πίνακα του Απελλή, με τον Αλέξανδρο ως ένθρονο και κεραυνοφόρο Δία. Αυτός ο πίνακας ανατέθηκε στο ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, το πιθανότερο κατά παραγγελία του ίδιου του Αλέξανδρου και στοίχισε 20 χρυσά τάλαντα, όπως μας πληροφορεί και ο Κούρτιος Ρούφος, ο οποίος αναφέρει ότι το έργο υπήρξε αριστούργημα και πως συνολικά υπήρξαν δύο Αλέξανδροι: ο ανίκητος γιος του Φιλίππου και ο αμίμητος του Απελλή. Μάλιστα για το συγκεκριμένο πίνακα αναφέρει ο Κούρτιος πως μια φορά μπροστά του το άλογο του Αλέξανδρου χλιμίντρισε και πως ο Απελλής υπογράμισε τότε απευθυνόμενος στον Αλέξανδρο ότι το άλογο του ξέρει να εκτιμά περισσότερο από τον ίδιο τη ζωγραφική. Ο Πλίνιος γράφει πως είναι ανώφελο να μετρήσει κανείς πόσες φορές ζωγράφισε ο Απελλής τον Αλέξανδρο. Η οικειότητα των δύο ανδρών αποδεικνύεται από άλλη μια αναφορά του Πλινίου, σύμφωνα με την οποία ο Απελλής συζητώντας με τον Αλέξανδρο για ζωγραφική τον χαρακτήρισε αδαή. Είναι γνωστό και το ανέκδοτο, πως ο Αλέξανδρος εκχώρησε την εταίρα Παγκάστη στον Απελλή επειδή αυτός την είχε ερωτευτεί (Μπρεκουλάκη 2014). 119 Για μια ευσύνοπτη παρουσίαση των ποικίλων σωζόμενων αναπαραστάσεων του Αλέξανδρου και των αναφορών της αρχαίας γραμματείας σ’ αυτές δες Stewart 1993: 52-55.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 92 Αναφέρεται ακόμα από τον Πλούταρχο και τον Κούρτιο Ρούφο πως ο Απελλής ζωγράφιζε τον Αλέξανδρο πιο σκούρο και μελαχρινό απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα και αυτό το σκούρο ακριβώς αποδίδεται και στη ζωγραφική σύνθεση της Πομπηίας (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 4, Κούρτιος Ρούφος(1993): 130). Σαφώς η στοχευμένη αυτή κίνηση της αφιέρωσης του πίνακα στο ναό της Εφέσου προπαγάνδιζε την εικόνα του Έλληνα στρατηλάτη ως απελευθερωτή των μικρασιατικών πόλεων από τον περσικό ζυγό (Trofimova 2012: 26). Ο Stewart υπολογίζει πως ο πίνακας, με πιθανή χρονολογία παραγγελίας μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ.) θα είχε μεγάλες διαστάσεις, 3 x 6 μέτρα και τονίζει πως η έμφαση δόθηκε στον κεραυνοφόρο Αλέξανδρο, όχι στον Αλέξανδρο ως Δία και πως είναι ακριβώς αυτή η απεικόνιση του κεραυνοφόρου που θέλει να προπαγανδίσει την οικουμενική βασιλεία του Αλέξανδρου, όπως ακριβώς βασιλιάς των θεών και του κόσμου είναι ο κεραυνοφόρος Δίας (Stewart 1993: 192-195). Ο Πλίνιος στην περιγραφή του πίνακα αναφέρει πως ο Απελλής χρησιμοποίησε τέσσερα χρώματα για να ζωγραφίσει τον ένθρονο Αλέξανδρο και πως τα δάχτυλα του χεριού που κρατούσε τους κεραυνούς φαινόντουσαν ανάγλυφα, οι κεραυνοί σαν να ξεπηδούσαν έξω από την επιφάνεια του πίνακα. Στη ζωγραφική σύνθεση της Πομπηίας ο Αλέξανδρος στρέφει την κεφαλή προς τα πάνω και αριστερά, όπως σε όλα τα πορτραίτα του και φορά στεφάνι με φύλλα βελανιδιάς (Stirpe 2006 B: 171). Το σώμα του από τη μέση και πάνω προβάλλει γυμνό, ενώ ο κάτω κορμός του καλύπτεται από ένα ιμάτιο, που προσδίδει έναν αφηρωισμένο –θεϊκό χαρακτήρα στη μορφή του. Τα πόδια του ακουμπούν σε υποπόδιο, ένδειξη κι αυτό προσώπου υψηλού κύρους (Mihalopoulos 2009: 312). Μια ακόμα τοιχογραφία από μια οικία της Πομπηίας της ίδιας περίπου χρονολόγησης παρουσιάζει ενδιαφέρον: σε αυτήν απεικονίζεται ο γάμος του Αλέξανδρου, ως Άρη, με τη Στάτειρα, ως Αφροδίτη (εικόνα 14). Η ταύτιση του απεικονιζόμενου γυμνού πολεμιστή με τον Αλέξανδρο γίνεται με ασφάλεια, καθότι απεικονίζεται στην τυπική πόζα του Αλέξανδρου αιχμηφόρου που καθιέρωσε ο Λύσιππος (στην παραλλαγή με τη χλαμύδα) και η κεφαλή του έχει επίσης τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου. Υπάρχει ωστόσο μια διαφορά: η αιχμή του δόρατος είναι στραμμένη προς τη γη, σαν ο πολεμιστής Αλέξανδρος να υποτάσσεται στην περίσταση του γάμου. Στην ίδια παράσταση ένα μακεδονικό κράνος είναι αφημένο μπροστά σε έναν πεσσό και ένας Έρωτας κρατά μια ασπίδα ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τη Στάτειρα. Επιπλέον, πίσω του στέκεται ένας Πέρσης πολεμιστής, τον οποίο αναγνωρίζουμε από την τυπική περσική αμφίεσή του, με το κάλυμμα κεφαλής, τα παντελόνια, την κυκλική ασπίδα και το δόρυ με το κυκλικό τελείωμά του. Συν τοις άλλοις, η βασιλική καταγωγή της Στάτειρας –Αφροδίτης είναι ξεκάθαρη, καθώς φορά στέμμα στο κεφάλι και κρατά επίμηκες σκήπτρο. Βέβαια, σύμφωνα με μια άλλη θεώρηση, θα μπορούσε να ήταν και η Ρωξάνη. Αντίστοιχα, στον απέναντι τοίχο του δωματίου απεικονιζόταν ο γάμος του Αλέξανδρου – Διονύσου με την Παρυσάτη –Αριάδνη, κόρη του Αρταξέρξη Γ΄ Ώχου, γάμο που τον αναφέρει ο Αρριανός. Αξίζει να αναφερθεί ότι το πρότυπο της συγκεκριμένης σκηνής αποτέλεσε επίσης παράδειγμα για ορισμένες απεικονίσεις πολεμιστών – αυτοκρατόρων της Ρώμης στην ίδια πόζα με τον Αλέξανδρο και με τη γυναίκα να συμβολίζει την ηττημένη – Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 93 υποταγμένη Ανατολή ή και –με διαφορετικά χαρακτηριστικά –τη Δύση (Stewart 1993: 186-190,, Stirpe 2006 B: 169). Επιπλέον, κατά την ελληνιστική περίοδο πολύ δημοφιλής γίνεται η απεικόνισή του σε πετράδια διαφόρων λίθων (Trofimova 2012: 22). Σε έναν καμέο ελληνιστικών χρόνων, που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο τέχνης της Βιέννης, αποδίδεται σε προφίλ μαζί με τη μητέρα του την Ολυμπιάδα . Σε ένα άλλο πετράδι από σαρδώνυχα του 3 αιώνα π.Χ. αποδίδεται η 120 ου μορφή του με αρκετή λεπτομέρεια, ενώ στην πίσω πλευρά υπάρχει μικρή επιγραφή με τα αρχικά του ονόματός του: ΑΛ. Ένας δακτυλιόλιθος από τορμαλίνη του τέλους του 4 αιώνα ου π.Χ. με προέλευση πιθανότατα τη Βακτρία ή την κοιλάδα του Ινδού (σήμερα στο 121 Ashmolean Museum, Οξφόρδη) αποδίδει το χαρακτηριστικό πορτραίτο του Αλέξανδρου με την αναστολή στην κόμμωση και τα κέρατα του Άμμωνα, ίδιας εικονογραφίας με αυτήν των νομισμάτων του Λυσιμάχου (Παντερμαλής 1997:181). Οι αρχαίοι συγγραφείς Διόδωρος ο Σικελιώτης και Πλίνιος (βιβλία 34-36) διασώζουν στα γραπτά τους διάφορες αναφορές καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων του Αλέξανδρου. Στη Ρώμη αναφέρεται πως υπήρχε μια προσωπογραφία του Αλέξανδρου στη στοά του Πομπήιου, την οποία είχε ζωγραφίσει ο Νικίας και στο Φόρουμ του Αυγούστου υπήρχε ένας ζωγραφικός πίνακας του Αλέξανδρου –Νικητή, έργο του Απελλή, στον οποίο η Νίκη τον στεφανώνει, ως γιο του Δία, μαζί με τα μεγαλύτερα μυθικά αδέρφια του, τους Διόσκουρους. Ο πίνακας αυτός, μαζί με έναν άλλον που απεικόνιζε την πορεία του Αλέξανδρου –Διονύσου στην Καρμανία υπήρξαν παραγγελία του Πτολεμαίου στον Έλληνα ζωγράφο. Στο Φόρουμ του Αυγούστου τοποθετήθηκε ακόμα ο ζωγραφικός πίνακας που διακοσμούσε τη μία πλευρά του νεκρικού άρματος του Αλέξανδρου, το οποίο κατέληξε στην Αίγυπτο, μετά την παρέμβαση του Πτολεμαίου. Ο πίνακας αυτός έδειχνε τον Αλέξανδρο σε ένα άρμα να κρατά ένα τεράστιο σκήπτρο και γύρω από το άρμα Μακεδόνες και Πέρσες φρουρούς. Άλλα έργα του Απελλή για τον Αλέξανδρο ήταν τρεις πίνακες στην Έφεσο, ένας με παράσταση πομπής και τον Αλέξανδρο –Δία με το Μεγάβυζο, για το Αρτεμίσιο της Εφέσου, ένας με τον Αλέξανδρο έφιππο να ακολουθεί τον ιερέα του Αρτεμισίου σε λιτανεία και μία σκηνή της μάχης του Γρανικού, με τον Αλέξανδρο, τον Κλείτο και τους αντίπαλους Πέρσεις ιππείς (Birt: 301-302, Stewart 1993: 182, Schwarzenberg 1997: 95, Piemontese 2006: 44-45). 120 Βοηθητικό στοιχείο της ταύτισης με τον Αλέξανδρο αποτελεί το ερπετό –σύμβολο στην περικεφαλαία του, που μπορεί να παραπέμπει α) στη θεϊκή του καταγωγή, β) στο ερπετό που τον οδήγησε στην όαση της Σίβα, σύμφωνα με την παράδοση (Bieber 1964: 23), γ) στα ερπετά της Ολυμπιάδας, δ) στο Νεκτεναβώ, τελευταίο Αιγύπτιο Φαραώ και πατέρα του Αλέξανδρου, σύμφωνα με το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 2.9.). Άλλωστε, στο πίσω τμήμα της περικεφαλαίας απεικονίζεται γενειοφόρος ανδρική κεφαλή με κέρατα κριαριού, που δεν είναι άλλη βέβαια από την κεφαλή του Άμμωνα, μυθικού κι αυτού πατέρα του Αλέξανδρου. Εξίσου σημαντική και συμβολική είναι η απεικόνιση κεραυνού στην παραγναθίδα του κράνους. 121 Υπάρχει μικρή επιγραφή ινδικής γραφής κάτω από το λαιμό του Αλέξανδρου. Ο Stewart το χρονολογεί μεταξύ 280 -250 π.Χ. (Stewart 1993: 321-322).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 94 Εκτός από τον Απελλή κι άλλοι καλλιτέχνες της αρχαιότητας ζωγράφισαν παραστάσεις με τον Αλέξανδρο, όπως ο Πρωτογένης, που τον ζωγράφισε (ως Διόνυσο) με τον Πάνα, ο Αέτιος, που ζωγράφισε το γάμο του με τη βακτριανή πριγκίπισσα Ρωξάνη (ένα έργο που εκτέθηκε στην Ολυμπία προς πώληση κατά τους Αγώνες του 324 π.Χ. και αργότερα μεταφέρθηκε κι αυτό στην Ιταλία), ο Δίων, με παρόμοιο θέμα, ο Νικίας και ο Αντίφιλος, που τον ζωγράφισαν ως νεαρό μαζί με το Φίλιππο και την Αθηνά, σε μια σαφώς πρωιμότερη περίοδο (έργο το οποίο μεταφέρθηκε επίσης στη Ρώμη). Ο Φιλόξενος από την Ερέτρια ζωγράφισε τη μάχη με το Δαρείο, παραγγελία του Κρατερού - αντίγραφο της παράστασης ίσως να είναι το ψηφιδωτό της Πομπηίας (βλέπε παρακάτω) - κι ένας άγνωστος καλλιτέχνης τον ζωγράφισε νεκρό στο άρμα του, στην περίφημη νεκρική του πομπή (Bieber 1964: 13, Stewart 1993: 30, Μπρεκουλάκη 2014). Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ακόμα τον πίνακα Η μάχη της Ισσού, έργο της Ελένης από την Αίγυπτο, που ήταν στημένος στο ναό της Ειρήνης στη Ρώμη, κατά τον 1 αιώνα μ.Χ. Ο Πλίνιος αναφέρει και μια ζωγραφική σύνθεση μάχης του ο Αλέξανδρου εναντίον των Περσών, που εικόνιζε συνολικά 100 μορφές και υπήρξε μια πανάκριβη παραγγελία του Μνάσονος από την Ελάτεια (προστατευόμενου του Φιλίππου) στον Αριστείδη από τη Θήβα, αφού του κατέβαλλε συνολικά το ποσό των 16 ταλάντων (Παλιαδέλη 1997: 25). Αναφέρεται ακόμα πως ο Αντίδοτος, μαθητής του Ευφράνορα, ζωγράφισε έναν πίνακα με τον Αλέξανδρο στη στοά του Πομπηίου (Πλίνιος ο Πρεσβύτερος: 25.40) . Τέλος ο Κούρτιος Ρούφος αναφέρει πως το επεισόδιο με το γιατρό του Αλέξανδρου 122 Φίλιππο και η εμπιστοσύνη που έδειξε ο Αλέξανδρος προς το πρόσωπό του αποτέλεσε επίσης το θέμα άριστων ζωγράφων στη συνέχεια (Κούρτιος Ρούφος (1993):158). Από τους παραπάνω πίνακες, αξίζει να σταθούμε στον πίνακα του Αέτιου με το γάμο – για την ακρίβεια την πρώτη νύχτα –του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, έτσι όπως τον περιγράφει ο Λουκιανός: σε έναν «περικαλλή θάλαμο και κλίνη νυφική» κάθεται η Ρωξάνη, χαμηλοβλεπούσα ενώπιον του Αλέξανδρου. Περιβάλλεται από διάφορους «Έρωτες μειδιώντες», από αυτούς ένας της αφαιρεί την καλύπτρα από την κεφαλή της, άλλος της αφαιρεί το σανδάλι της, άλλος τραβά τον Αλέξανδρο από τη χλαμύδα προς το μέρος της Ρωξάνης, άλλοι Έρωτες παραπέρα παίζουν με τα όπλα του Αλέξανδρου, δύο από αυτούς σύροντας την ασπίδα του Αλέξανδρου με έναν τρίτο πάνω της, σαν να είναι και αυτός βασιλιάς. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος τείνει προς τη νύφη ένα στεφάνι και πίσω του παραστέκονται ο Ηφαιστίων ως «νυμφαγωγός» με μια ακόμα νεαρή εφηβική μορφή, ίσως τον Υμέναιο (Λουκιανός σε Stewart 1993: 367). Πολύ αργότερα, το 1519, στηριγμένος στην περιγραφή αυτή θα επιχειρήσει να απεικονίσει το ίδιο ζωγραφικό θέμα ο Giovanni Antonio Bazzi ( βλέπε κεφάλαιο 5.7, εικόνα 126). Επιπλέον, γίνεται αναφορά σε κάποιους μεταλλικούς πίνακες, από χαλκό, άργυρο και χρυσό, που αναπαρίσταναν τα κατορθώματα του Αλέξανδρου και του Πώρου. Ένας από αυτούς αναπαρίστανε τον Αλέξανδρο να θεραπεύει τον πληγωμένο Πώρο και να του δωρίζει 122 http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.02.0137%3Abook%3D35%3Ac hapter%3D40 (29.88.2014) Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 95 την Ινδία, δύο μορφές ανάμεσα σε ελέφαντες, στρατιώτες και άλογα. Οι πίνακες αυτοί αφιερώθηκαν από τον ίδιο τον Πώρο στο ναό του Ήλιου στα Τάξιλα μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, προφανώς για να διακηρύξει την πίστη του στον Αλέξανδρο, που του δώρισε ένα βασίλειο στην Ινδία μεγαλύτερο από αυτό που είχε πριν (Stewart 1993: 178-181). Σίγουρα ένα από τα πιο διαδεδομένα θέματα είναι η νίκη του Αλέξανδρου εναντίον του Δαρείου Γ΄ Κοδομαννού : η πιο γνωστή αναπαράσταση είναι βεβαίως το ψηφιδωτό της Πομπηίας, το οποίο ο Stewart έδειξε πειστικά ότι αποτελεί αναπαράσταση της πρώτης μεγάλης μάχης ανάμεσα στον Αλέξανδρο και το Δαρείο στην Ισσό (Stewart 1993: 134-139). Ωστόσο υπάρχει και η άποψη πως το ψηφιδωτό αποδίδει πιο αφηρημένα τη νίκη του Αλέξανδρου κατά του Δαρείου, χωρίς να παραπέμπει συγκεκριμένα σε μια από τις δύο μεγάλες μάχες που δόθηκαν. Η σύνθεση αυτή χρονολογείται στο τέλος του 2 αιώνα π.Χ., ου και αποτελεί αντίγραφο είτε ζωγραφικού πίνακα του Απελλή είτε του Φιλόξενου από την Ερέτρια ή ακόμα και ενδεχομένως της χαμένης ζωγραφικής πολυπρόσωπης σύνθεσης του Αριστείδη από τη Θήβα, από την οποία επιλέχθηκε μια πιο μικρή σκηνή, προσαρμοσμένη στις διαστάσεις του προορισμένου για διακόσμηση χώρου της ρωμαϊκής έπαυλης. Σίγουρα ο πίνακας αυτός δεν πρέπει να έγινε πολύ αργότερα από τη μάχη της Ισσού, καθώς αποδίδει με λεπτομέρειες τη στρατιωτική περιβολή και το ρουχισμό των Περσών, ρουχισμός που παραπέμπει σε καιρικές συνθήκες τέλους Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου. Το πρωτότυπο ήταν πιθανόν παραγγελία του Κασάνδρου, ανάμεσα στο 333 και 324 π.Χ. (πριν το επεισόδιο με τον Αλέξανδρο και τη συνακόλουθη έχθρα που απέκτησε εναντίον του) και είχε μάλλον καί διδακτικό σκοπό: να εξοικειώσει τους νεαρούς Μακεδόνες πίσω στην πατρίδα με τα δραματικά γεγονότα της Ανατολής και να τους προετοιμάσει για τις μελλοντικές συγκρούσεις, όταν θα κληθούν να πάνε κι αυτοί εκεί ως ενισχύσεις. Ο πίνακας αυτός πρέπει να μεταφέρθηκε στη Ρώμη, μαζί με άλλα λάφυρα μετά την ήττα των Μακεδόνων στη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ., από τον Αιμίλιο Παύλο. Εκεί και αντιγράφτηκε από τον καλλιτέχνη του ψηφιδωτού της Πομπηίας. Το έργο αποκαλύφθηκε σε δάπεδο εξέδρας της λεγόμενης οικίας του Φαύνου το 1831, στο άκρο της αυλής του πρώτου, καθώς μπαίνει ο επισκέπτης, περιστυλίου της οικίας. Φιλοτεχνήθηκε σε opus vermiculatum και αποτελείται συνολικά από ένα εκατομμύριο ψηφίδες (εικόνα 15). Εικάζεται ότι φιλοτεχνήθηκε από τεχνίτες της Αλεξάνδρειας. Μέσα σε ένα ορθογώνιο σχήμα εξωτερικών διαστάσεων 5,82 x 3,13 μ. περιλαμβάνεται πολεμική σκηνή με συνολικά 30 μορφές. Στο αριστερό τμήμα της σύνθεσης, λίγο πιο πίσω από τον έφιππο Αλέξανδρο, εικονίζεται ένα γυμνό, «νεκρό» δέντρο, σύμβολο θανάτου σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη . Ανάμεσα στο περσικό ιππικό, γύρω 123 και πίσω από το άρμα του Δαρείου, διακρίνονται και δύο Έλληνες μισθοφόροι. Ένας Μακεδόνας ιππέας με επίχρυσο κράνος πίσω από τον Αλέξανδρο πιθανόν να είναι ο αρχηγός 123 Η Mihalopoulos παραθέτει και μια άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία η απεικόνιση του νεκρού δέντρου απηχεί αραβικές πηγές, οι οποίες αναφέρονται στη μάχη στα Γαυγάμηλα ως «Η μάχη του νεκρού δέντρου», στην οποία ο Αλέξανδρος είχε χάσει το κράνος του, όπως ακριβώς δηλαδή απεικονίζεται και στο ψηφιδωτό. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει ένα τεκμήριο για να καταλήξει κανείς ότι η μάχη που απεικονίζεται είναι τελικά αυτή των Γαυγαμήλων (Mihalopoulos 2009: 311).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 96 της βασιλικής σωματοφυλακής, ο Φιλώτας. Σ΄ αυτήν τη σύνθεση απεικονίζεται ο Αλέξανδρος, στην κορύφωση της μάχης, χωρίς περικεφαλαία , με μάτια ορθάνοιχτα και 124 αγριωπά, χείλια γεμάτα και συσπασμένα από τη φρενίτιδα της μάχης, το βλέμμα καρφωμένο στο Δαρείο, τα μαλλιά του να ανεμίζουν από τη φόρα της ορμητικής επίθεσης και να λογχίζει έναν Πέρση ιππέα με τη σάρισά του, που μπαίνει στη μέση για να προστατέψει το βασιλιά του, ο οποίος σπεύδει να υποχωρήσει, ενώ παράλληλα με μια εκφραστικότατη χειρονομία ικεσίας και φόβου στρέφεται προς το διώκτη του. Πάντως με την αυτοθυσία του Πέρση ιππέα, ο Αλέξανδρος χάνει την ευκαιρία να αιχμαλωτίσει το Δαρείο, καθώς ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι την αμέσως επόμενη στιγμή το άρμα του θα αρχίσει να απομακρύνεται από το κέντρο της μάχης, πριν προλάβει να ξεμπλέξει ο Αλέξανδρος. Σωστά ο Μανώλης Ανδρόνικος παρατήρησε πως ο θώρακας που φορά ο Αλέξανδρος είναι παρόμοιος με το σιδερένιο χρυσοποίκιλτο θώρακα που βρέθηκε στο θεωρούμενο ως τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα, το μοναδικό σωζόμενο θώρακα της αρχαίας Ελλάδας (εικόνα 16). Ο καλλιτέχνης πετυχαίνει ουσιαστικά να απομονώσει τα δύο αυτά πρόσωπα, τον Αλέξανδρο και το Δαρείο, τους δύο μεγάλους αντιπάλους από τον ορυμαγδό της μάχης γύρω τους και να κατευθύνει το βλέμμα του θεατή σ’ αυτούς, κάτι που το επιτυγχάνει και με τα κεφάλια των αλόγων των δύο πρωταγωνιστών, αφού τόσο ο Βουκεφάλας όσο και τα τέσσερα άλογα του άρματος του Δαρείου στρέφονται προς το θεατή. Στο πρόσωπο του Αλέξανδρου αποτυπώνεται όλη η αποφασιστικότητά του και η ένταση της στιγμής, ενώ παράλληλα διακρίνονται και λεπτομέρειες, όπως τα ίσια καστανά μαλλιά του, τα καστανά μάτια, η ίσια μύτη, το προτεταμένο πηγούνι, ένα αραιό γένι γύρω από τα μάγουλα ενός ασυνήθιστα μακρουλού προσώπου –ενδεικτικό κι αυτό της κορύφωσης του πολεμικού παροξυσμού, που φέρνει η μετωπική επίθεση στο Δαρείο - ενώ εντυπωσιάζουν και οι λεπτομέρειες του θώρακά του, που φέρει διακόσμηση με γοργόνειο . Ας σημειωθεί ότι τα συγκεκριμένα προσωπογραφικά 125 124 Ο Πλούταρχος αναφέρει πως στη μάχη του Γρανικού ο Αλέξανδρος φορούσε περικεφαλαία με χαίτη που τον έκανε να ξεχωρίζει, καθότι από κάθε πλευρά της στεκόταν ένα μεγάλο λευκό φτερό (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 16). Έτσι απεικονίζεται σε πολλές σύγχρονες αναπαραστάσεις, ακόμα και στην ταινία Alexander, του Όλιβερ Στόουν. Πριν από τη μάχη των Γαυγαμήλων ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται και πάλι στην περιβολή και στα όπλα του Αλέξανδρου: σικελικός επενδύτης με ζώνη, πάνω από αυτόν διπλός λινός θώρακας από τα λάφυρα της Ισσού, σιδερένιο κράνος που έλαμπε σαν αργυρένιο, έργο του Θεόφιλου, σιδερένιο διάλιθο περιτραχήλιο, μάχαιρα θαυμαστή για το χρώμα και την ελαφρότητά της, δώρο του βασιλιά των Κιτιέων της Κύπρου. Ακόμη, ο μανδύας που φορούσε από πάνω ήταν ο πολυτιμότερος όλων, έργο του Ελίκωνα (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 32). 125 Η εικονογραφική αποτύπωση του γοργόνειου στο θώρακα του Αλέξανδρου, ανεξάρτητα από το αν αποδίδει ένα στοιχείο της πραγματικής πανοπλίας του Αλέξανδρου ή όχι, έχει τη σημασία της: γοργόνειο φέρουν οι απεικονίσεις της κατεξοχήν ηρωικού χαρακτήρα πολεμικής θεότητας των αρχαίων Ελλήνων, αυτής της Αθηνάς Παλλάδας (βλέπε για παράδειγμα το άγαλμα της Αθηνάς του Αγγέλιτου, γύρω στο 480 π.Χ., από το Μουσείο Ακροπόλεως της Αθήνας). Επομένως, με την υιοθέτηση αυτού του συμβόλου από τον Αλέξανδρο, πέρα από τον προφανή αποτροπαϊκό χαρακτήρα που είχε για όλους τους πολεμιστές (μια και διακοσμούσε σταθερά κυρίως ασπίδες αρχαίων Ελλήνων οπλιτών), συντελείται και η αφομοίωση των πολεμικών αρετών της θεάς από το Μακεδόνα βασιλιά, θεά στην οποία δεν παρέλειπε ποτέ να θυσιάζει και να τιμά με την ανέγερση ναών. Αξίζει ακόμα να αναφερθεί πως το συγκεκριμένο σύμβολο θα αποτελέσει ένα από τα στοιχεία της imitatio Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 97 χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου διαφέρουν από τις περισσότερες εξιδανικευμένες γλυπτές αναπαραστάσεις του, με εξαίρεση την κεφαλή Αζάρα. Δόρατα που υψώνονται διαγώνια στο φόντο και δημιουργούν την αίσθηση του βάθους, κινήσεις και εκφράσεις πανικού από στρατιώτες και άλογα, πεσμένα όπλα και πολεμιστές στο έδαφος συμπληρώνουν τη σκηνή της επικής σύγκρουσης. Η θαυμαστή οργάνωση και εκφραστικότητα των μορφών στην πολυπρόσωπη αυτή σύνθεση μέσα από αντίρροπες κινήσεις, η πλαστικότητά τους χάρη στις φωτοσκιάσεις, η γνώση της αλλαγής διαστάσεων λόγω προοπτικής, η εντυπωσιακή απόδοση των λεπτομερειών του οπλισμού και της ενδυμασίας, αποτελούν στοιχεία υψηλής τέχνης. Το ψηφιδωτό διατηρεί τη λεπτομέρεια και την τετραχρωμία της πρωτότυπης ζωγραφικής σύνθεσης, παρόλο που την εποχή που φιλοτεχνήθηκε η τετραχρωμία δεν ήταν πλέον σε χρήση. (Bieber 1964: 47, Ling 1986/1996: 597, Killerich 1993: 86, Stewart 1993: 133-149, Παλιαδέλη 1997:30-31, Stirpe 2006 B: 151 -52, Mihalopoulos 2009: 311 – 312, Trofimova 2012: 26, Παλιαδέλη 2013: 99). Η οικία του Φαύνου υπήρξε μάλλον η πλουσιότερη της Πομπηίας και σίγουρα η μεγαλύτερη και χτίστηκε ανάμεσα στα 180 - 170 π.Χ. Η φιλοτέχνηση του ψηφιδωτού της μάχης του Αλέξανδρου σ’ αυτήν φανερώνει πως οι ένοικοί της, σαφώς μέλη ενός ισχυρού ρωμαϊκού γένους, ήθελαν κατά κάποιο τρόπο να συνδεθούν με το μύθο του Αλέξανδρου 126 (Zevi 1997: 45, Stirpe 2006 B: 151). Το ίδιο θέμα επαναλαμβάνεται σε τέσσερα απουλικά αγγεία από την Κάτω Ιταλία (γνωστά και ως “Perservasen”), φιλοτεχνημένα σε εργαστήρια του Τάραντα, που χρονολογούνται γύρω στο 330 π.Χ. και αποτελούν, σύμφωνα με μια θεώρηση, τις πρωιμότερες σωζόμενες παραστάσεις της μάχης της Ισσού. Ωστόσο άλλοι ερευνητές ερμηνεύουν την παράστασή τους ως μια γενικευμένη απόδοση της νίκης του Αλέξανδρου, βασιλιά των Ελλήνων, επί του Δαρείου, βασιλιά των Περσών. Οπωσδήποτε, αποτελούν καλλιτεχνική έκφραση της απήχησης που είχαν στη Δύση οι νίκες του Αλέξανδρου στην Ανατολή. Γι’ αυτό άλλωστε και στις παραστάσεις των τεσσάρων αγγείων ο Αλέξανδρος απεικονίζεται γενειοφόρος, όπως συνήθως απεικονίζονταν οι Έλληνες ήρωες. Το ένα από αυτά τα αγγεία, ένας ερυθρόμορφος αμφορέας, σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση, εκτίθεται στο Μουσείο της Νάπολης και αποδίδεται στο «ζωγράφο του Δαρείου». Μαζί με Alexandri – της μίμησης του Αλέξανδρου – που θα υιοθετήσουν στην εικονογραφική απόδοση των ανδριάντων τους και οι Ρωμαίοι ηγήτορες και αυτοκράτορες: για παράδειγμα, το γοργόνειο εμφανίζεται στο θώρακα προτομής του αυτοκράτορα Αδριανού (γύρω στο 120 -130 μ.Χ., Γκαλερί Ουφίτσι, Φλωρεντία), στον ανδριάντα του ίδιου αυτοκράτορα από την αρχαία αγορά της Θάσου (αρχαιολογικό μουσείο Θάσου), στη χρυσή προτομή του Σεπτήμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.) από την Πλωτινόπολη Θράκης (αρχαιολογικό μουσείο Κομοτηνής) κ.α. Για την imitatio Alexandri βλέπε παρακάτω το οικείο κεφάλαιο. 126 Σύμφωνα μάλιστα με σχετικά πρόσφατη έρευνα του καθηγητή αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο του Οντάριο Μάρτιν Μπέκμαν, οι επιφανειακές φθορές του ψηφιδωτού, από τα πόδια των αρχαίων επισκεπτών του, αποκαλύπτουν πως αυτοί ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη πορεία κυκλικά γύρω από τη μορφή του Αλέξανδρου και στέκονταν αρκετή ώρα δίπλα από αυτήν παρατηρώντας την, προσέχοντας από σεβασμό να μην πατήσουν την κεφαλή του Μακεδόνα βασιλιά, τη μορφή και το άλογό του, χωρίς να επιδεικνύουν την ίδια προσοχή και για τις άλλες μορφές της παράστασης. Βλέπε ρεπορτάζ εφημερίδας «Αγγελιοφόρος» http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=7&artid=21226 (ανάκτηση 7.11.2014).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 98 έναν κρατήρα με το ίδιο θέμα, δηλαδή τον Αλέξανδρο να καταδιώκει το Δαρείο που φεύγει πάνω στο άρμα του υψώνοντας το δεξί του χέρι σε χειρονομία ικεσίας, προέρχονται από το ετρουσκικό νεκροταφείο του Ruvo. Στην πίσω όψη του αμφορέα αναπαρίσταται ο θρίαμβος του Αλέξανδρου - Διονύσου, κατακτητή της Ινδίας. Στα άλλα δύο αγγεία με παρόμοιο θέμα, από τα οποία το ένα είναι χαμένο σήμερα, απεικονίζονται οι Ολύμπιοι θεοί να παρακολουθούν πάνω από τη σκηνή καταδίωξης. Μάλιστα η προσωποποιημένη Ελλάδα εμφανίζεται να στεφανώνεται από τη Νίκη, μπροστά από τη νικημένη και ταπεινωμένη Ασία, σε μια συμβολική παράσταση έξω από το πλαίσιο του ιστορικού χρόνου, που παράλληλα τονίζει βέβαια τον πανελλήνιο χαρακτήρα της νίκης του Αλέξανδρου. Υπάρχουν εμφανείς ομοιότητες ανάμεσα στις παραστάσεις των τεσσάρων απουλικών αγγείων και του ψηφιδωτού της Πομπηίας. Είναι επίσης πολύ πιθανό η φιλοτέχνηση των αγγείων να συσχετίζεται και με την ύπαρξη ενός άλλου Αλέξανδρου στη Δύση εκείνα τα χρόνια, του βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρου Α΄ Μολοσσού, ο οποίος, σπεύδοντας το 334 π.Χ. στην Ιταλία προκειμένου να βοηθήσει εκεί τον Τάραντα και τον ελληνισμό της Δύσης έναντι των Σαμνιτών, Λουκανών και Βρεττίων, επιχείρησε σε μικρότερη κλίμακα στη Δύση ό,τι έκανε ο ανιψιός του στην Ανατολή, ο οποίος και διέταξε τριήμερο πένθος στο στρατό του, όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του θείου του το 331 π.Χ. (Stewart 1993: 150 -156, Παντερμαλής 1997: 89, Zevi 1999: 1389-1395, Παλιαδέλη 2013:98-99) . 127 Παρόμοια παράσταση διασώζεται και σε ένα ασβεστολιθικό ανάγλυφο που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο της Isernia της κεντρικής Ιταλίας και χρονολογείται στις αρχές του 1 ου αιώνα π.Χ , σε μια σειρά από ετρουσκικά ασβεστώδη αγγεία με ανάγλυφες παραστάσεις του 128 2 και 1 αιώνα π.Χ. και σε ένα ιταλο -μεγαρικό σκύφο με ανάγλυφη διακόσμηση, πάλι από ου ου την Κεντρική Ιταλία των αρχών του 1 αιώνα π.Χ. με την υπογραφή του καλλιτέχνη: ου Popilius. Στο μεγαρικό σκύφο η ομοιότητα της απεικόνισης με το γνωστό ψηφιδωτό της Πομπηίας είναι εμφανής, ιδιαίτερα της κεντρικής σκηνής, με τον Αλέξανδρο να λογχίζει τον Πέρση ιππέα και το άρμα του Δαρείου να σπεύδει στη φυγή. Οι ύστερες απεικονίσεις του θέματος στην Ιταλία σχετίζονται μάλλον με τη δημιουργία μιας καλλιτεχνικής κοινής την 127 Σύμφωνα μάλιστα με το Zevi τα απουλικά αγγεία του Τάραντα, με τις παραστάσεις της θυσίας των Τρώων αιχμαλώτων στον τάφο του Πατρόκλου από τον Αχιλλέα, συσχετίζονται άμεσα με τη δράση του Νέου Αχιλλέα, δηλαδή του Αλέξανδρου, ο οποίος άλλωστε μετά τη μάχη στην Ισσό θυσίασε στη Θέτιδα, στις Νηρηίδες και στον Ποσειδώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι προς θυσία Τρώες απεικονίζονται με φρυγικό πίλο και ανατολίτικη αμφίεση, εξομοιούμενοι ουσιαστικά με τους Πέρσες. Δίνοντας ορισμένες προεκτάσεις, με βάση τη μυθολογούμενη καταγωγή των Ρωμαίων από τους Τρώες του Αινεία, ο Zevi προτείνει ακόμη πως η παράσταση της θυσίας των Τρώων θα πρέπει να ειδωθεί και ως μια αλληγορία της νίκης του Αλέξανδρου έναντι των Ρωμαίων, αν ποτέ ο Μακεδόνας βασιλιάς στρεφόταν προς τη Δύση. Περισσότερες αναφορές και άλλες σχετικές με τις αντιδράσεις των Ρωμαίων απέναντι στους δύο Αλέξανδρους, θείο και ανιψιό, βλέπε Zevi 1999. 128 Στην περίπτωση του αναγλύφου της Insernia παρατηρούμε στοιχεία οπλισμού των αντιπάλων του Αλέξανδρου, που δε συνάδουν με περσικά όπλα, όπως αττικό κράτος και οβάλ ασπίδα. Επομένως, φαίνεται πως ο καλλιτέχνης του αναγλύφου (το οποίο αποτελούσε τμήμα μιας ζωοφόρου) χρησιμοποίησε το εικονογραφικό πρότυπο της μάχης του Αλέξανδρου εναντίον του Δαρείου για να απεικονίσει μάχη μεταξύ Ιταλιωτών και Σαμνιτών (Stirpe 2006 B: 161). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 99 εποχή της Ρωμαιοκρατίας, στηριζόμενης στα ελληνιστικά πρότυπα έργων, πολλά από τα οποία ήρθαν ως λάφυρα στην Ιταλία από τη Μακεδονία κι άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου και της ανατολής (Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 122-123, Stirpe 2006 B: 163). Πρόκειται επομένως για θέμα εξαιρετικά αγαπητό και διαδεδομένο και μάλιστα σε διάφορα αντικείμενα τέχνης. Σημαντική είναι και απεικόνιση του Αλέξανδρου εναντίον Περσών, στο ανάγλυφο της περίφημης σαρκοφάγου του Αλέξανδρου (εικόνα 17), έργο Έλληνα καλλιτέχνη του τέλους του 4 αιώνα π.Χ., που βρέθηκε στη νεκρόπολη της Σιδώνας και σήμερα εκτίθεται στο ου αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης, πιθανότατα άλλη μια απεικόνιση της μάχης της Ισσού . Η κατάκοσμη σαρκοφάγος σχετίζεται, με βάση κυρίως ιστορικά επιχειρήματα, 129 με τον Αβδαλώνυμο, τον τελευταίο βασιλιά της Σιδώνας. Στην πολυπρόσωπη σκηνή της μιας μακριάς πλευράς της σαρκοφάγου εμφανίζεται έφιππος πολεμιστής, που καταβάλει Πέρση αντίπαλο, φορά στο κεφάλι λεοντή και φέρει και τα κέρατα του Άμμωνα (ή κράνος με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά ως διακόσμηση, σύμφωνα με τη Mihalopoulos (2009: 305), οπότε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την ταύτισή του με τον Αλέξανδρο . Θα έλεγε κανείς πως 130 το στοιχείο της αποθέωσης του Αλεξάνδρου ενισχύεται ακριβώς με την ταυτόχρονη εικονογραφική απόδοση των παραπάνω στοιχείων. Η παράσταση δεν αφήνει στο θεατή καμιά αμφιβολία για τη νικηφόρα έκβαση της μάχης για τον Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες του, παρόλο που ο Δαρείος δεν απεικονίζεται εδώ. Στην άλλη μακριά πλευρά της σαρκοφάγου απεικονίζονται Μακεδόνες και Πέρσες, αυτή τη φορά ως μια ομάδα, να συμμετέχουν σε κυνήγι, μια παράσταση συμβολικού περιεχομένου, που αποδίδει εικονογραφικά ακριβώς το όραμα του Έλληνα στρατηλάτη για την ομόνοια των δύο λαών, για την ομόνοια των Ελλήνων και των άλλων εθνών στο πλαίσιο του παγκόσμιου κράτους του. Κεντρική μορφή εδώ πέρα, ίσως, να είναι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Λιοντάρια, γρύπες, γυναικείες κεφαλές, αετοί και άλλα διακοσμητικά μοτίβα συμπληρώνουν τους συμβολισμούς των κύριων παραστάσεων, εμπλέκοντας την ελληνική τέχνη με ανατολίτικα στοιχεία, το πραγματικό με το ιδανικό (Stewart 1993: 294-306, Alpay 1996: 85, Παλιαδέλη 1997:27- 28, Trofimova 2012: 27, Butgel 2013). Εύρημα σημαντικό είναι και το χρυσό περίαπτο που εκτίθεται στο Μουσείο Walter της Βαλτιμόρης (εικόνα 18), χρονολογείται στον 3 -4 αιώνα μ.Χ. με πιθανή προέλευση την ο ο Αίγυπτο και απεικονίζει το διαδηματοφόρο και κερασφόρο Αλέξανδρο (Stewart 2014: 4, 48). 129 Ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή της σαρκοφάγου που δίνει ένας Έλληνας περιηγητής της Κωνσταντινούπολης σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολη» το 1892. Πρόκειται για το μοναχό Ανδρόνικο, κατά κόσμο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: «…νομίζει κανείς ὅτι τώρα ἐξῆλθεν ἀπό τήν σμίλην τοῦ λιθοξόου…περιέχει δέ ἀνἀγλυπτον φοβεράν ἱππομαχίαν, παριστῶσαν μίαν τῶν μεγάλων μαχῶν τοῦ Ἕλληνος κατακτητοῦ τοῦ ἀρχαίου κόσμου…» (Μωραϊτίδης 1892 (2008): 215). ου 130 Ένα χρυσό δαχτυλίδι του ύστερου 4 αιώνα μ.Χ., σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, απεικονίζει σε όψη ¾ κεφαλή Αλεξάνδρου με τα ίδια χαρακτηριστικά, δηλαδή συνδυασμό λεοντής και κεράτων Άμμωνος. Ας θυμηθούμε και τον ίδιο συνδυασμό στο χρυσό μετάλλιο από την Ταρσό.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 100 Είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για ένα από τα φυλακτά, τα οποία, όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, έφεραν πάνω τους απλοί άνθρωποι της εποχής του, προκειμένου να τους προστατεύει ο αλεξίκακος Αλέξανδρος. Ορισμένες επιγραφές, που σώζονται ως τις μέρες μας, φέρουν τη «σφραγίδα» του μεγάλου στρατηλάτη και αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες της δράσης του: η πρώτη είναι μια αναθηματική επιγραφή του Αλέξανδρου στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη της Μικράς Ασίας, την ανέγερση του οποίου χρηματοδότησε ο ίδιος το 334 π.Χ. Η επιγραφή σήμερα εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο. Η δεύτερη επιγραφή προέρχεται από την 131 αρχαιολογική έρευνα της αρχαίας πόλης των Φιλίππων στη Μακεδονία, που ίδρυσε ο πατέρας του. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε στο λεγόμενο ηρώο, κτίσμα ελληνιστικής εποχής – κατά άλλους ρωμαϊκών χρόνων – και σήμερα εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο των Φιλίππων. Αποτελεί διάταγμα που εξέδωσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος και αφορά στον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων της χώρας των Φιλίππων. Το διάταγμα αυτό εκδόθηκε πριν τη μεγάλη εκστρατεία, ανάμεσα στα 336-334 π.Χ. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο Αλέξανδρος στέλνει στους Φιλίππους τους εταίρους Φιλώτα και Λεωννάτο για τον επακριβή καθορισμό των ορίων. Η τρίτη επιγραφή είναι μια αναθηματικού χαρακτήρα του Μακεδόνα βασιλιά πιθανόν του 334-333 π.X., που βρέθηκε στο Λητώο της πόλης Ξάνθου της Λυκίας: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ Α[ΝΕΘΗΚΕΝ], (Stewart 1993: 408). Η τέταρτη, είναι μια αναθηματική επιγραφή του Αλέξανδρου από τη Λίνδο, στην οποία γράφει για τον εαυτό του ότι έχει γίνει κύριος όλης της Ασίας (Hammond 2007 (1989) B: 125). Τέλος, δύο ακόμα επιγραφές που βρέθηκαν στη Χίο αποτελούν ουσιαστικά δύο επιστολές –διαγράμματα (διατάγματα) που απέστειλε ο Αλέξανδρος στους Χίους λίγο πριν και λίγο μετά την απελευθέρωση του νησιού από τους Πέρσες το 332 π.Χ. Οι επιγραφές αυτές παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τις επιλογές που έκανε ο Αλέξανδρος αναφορικά με το καθεστώς του νησιού, τις σχέσεις του νησιού με την ελληνική συμμαχία, της οποίας ηγείτο ο Αλέξανδρος, τους εξόριστους και άλλα στοιχεία. (Σαρικάκης 1999: 1003-1010) . 132 131 http://www.britishmuseum.org/explore/highlights/highlight_objects/gr/d/dedication_by_alexander. aspx http://www.britishmuseum.org/explore/highlights/highlight_image.aspx?image=k63220.jpg&retpage=18026 132 Η δεύτερη επιγραφή από τη Χίο ξεκινά ως εξής: (στη νέα ελληνική) «ο βασιλιάς Αλέξανδρος στο λαό της Χίου. Να γυρίσουν όλοι οι εξόριστοι (δημοκρατικοί). Το πολιτευμα της Χίου να γίνει δημοκρατικό…» Βέβαια, εκτός από τις παραπάνω επιγραφές υπάρχουν κι άλλες, αποσπασματικά σωζόμενες που εμπεριέχουν αναφορά στον Αλέξανδρο: από τη βορεινή πλευρά της Ακρόπολης των Αθηνών προέρχεται μια πολύ αποσπασματική επιγραφή, στην οποία ωστόσο μπορεί να διαβαστεί το όνομα Αλέξανδρος και κάποιες διατάξεις για κοινές συμμαχικές επιχειρήσεις. Ίσως να πρόκειται για τμήμα της ανανεωμένης συμμαχικής συνθήκης ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τις ελληνικές πόλεις το 336 π.Χ. Μία άλλη επιγραφή προέρχεται από τον Ορχομενό της Βοιωτίας και μαρτυρά την αποστολή ιππέων στον Αλέξανδρο από τους Έλληνες συμμάχους, μια άλλη από την Ερεσό της Μυτιλήνης, σύμφωνα με την οποία ο τύραννος της πόλης Αγώνιππος έδιωξε πολλούς πολίτες από την πόλη αφού πρώτα πόλεμον ἐξενικάμενος προς Ἀλέξανδρον καί τούς Ἕλλανας. Από τις Ερυθρές πάλι της Μικράς Ασίας σώζεται άλλη επιγραφή που καταγράφει την αυτονομία και φορολογική ατέλεια που χάρισε ο Αλέξανδρος στην πόλη, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας: διότι ἐπί Ἀλεξάνδρου καί Philosophia Ancilla/ Academica V


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook