Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 251 τη συσπείρωση των βαλλόμενων Ελλήνων. Ο Θεσσαλονικιός λόγιος Δημήτριος Κυδώνης παροτρύνει το έτος 1345 τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό να βαδίσει εναντίον των Τούρκων με τα παρακάτω αξιομνημόνευτα λόγια: «Αλλά βέβαια και μόνον το όνομα της Μακεδονίας προξενεί τρόμο στους βάρβαρους, γιατί θυμούνται τον Αλέξανδρο και τους λίγους Μακεδόνες που μαζί του κατέλαβαν την Ασία. Δείξε λοιπόν σ’ αυτούς, βασιλιά μου, ότι καί Μακεδόνες υπάρχουν καί βασιλιάς που διαφέρει από τον Αλέξανδρο μόνο κατά την εποχή». Χαρακτηριστικός είναι επίσης και ο Συμβουλευτικός προς τους Θεσσαλονικείς λόγος του αυτοκράτορα Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγου, με τον οποίο προέτρεψε τους Θεσσαλονικείς, ως διοικητής της πόλης, το φθινόπωρο του 1383 να αγωνιστούν εναντίον των Τούρκων μέχρι θανάτου στην πολιορκία της πόλης που άρχιζε: «Πρέπει να σας θυμίσω ότι είμαστε Ρωμαίοι, ότι πατρίδα σας είναι η πατρίδα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και ότι στους διαδόχους των δύο αυτών γενών έλαχε σαν κλήρος διαρκής να νικούν κατά κράτος όποιους εχθρούς κι αν πρόκειται να αντιμετωπίσουν…..» (Μισσίου 1992: 105, Δεληκάρη 2008: 145-46, Βακαλόπουλος 2008: 211) . 351 Ακόμη, ο Τραπεζούντιος στην καταγωγή και κορυφαίος λόγιος του ύστερου ελληνισμού καρδινάλιος Βησσαρίων, θερμός πατριώτης, γράφει από την Ιταλία επιστολές προς το Δεσπότη του Μυστρά και τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Στην τρίτη από αυτές (κατά τα μέσα του 1444), προσπαθώντας να τον ενθαρρύνει να αντιτάξει τις μικρές δυνάμεις του απέναντι στους πολυάριθμους Τούρκους, ανάμεσα στα άλλα ιστορικά παραδείγματα που παραθέτει, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μνήσθητι Ἀλεξάνδρου, καί ἀπό πόσης ἠργάμενος δυνάμεως ἐς ὅσον προκέκοφε» (Βακαλόπουλος 2003: 143). Την ίδια περίπου εποχή, μεταξύ 1449 -1452, ο ύστατος των Ελλήνων φιλοσόφων Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός εκφωνεί το Προσφωνημάτιον πρός τόν κύρ Δημήτριον Δεσπότην τόν Πορφυρογέννητον, απευθυνόμενος ακριβώς στο Δημήτριο Β΄ Παλαιολόγο, Δεσπότη του Μυστρά και αναφερόμενος σε έριδα που είχε αυτός με τον αδερφό του Θωμά Παλαιολόγο, έριδα με διαστάσεις εμφύλιας 351 «Ἀλλά γάρ Μακεδονίας και τοὔνομα μόνον φρίκην ἐμποιεῖ τοῖς βαρβάροις Ἀλέξανδρον ἐνθυμουμένοις καί Μακεδόνων τούς ὀλίγους τούς σύν ἐκείνω στέξαντας τήν Ασίαν. Δεῖξον τοἰνυν ἐκείνοις, ὦ βασιλεῦ, ὼς εἰσί καί Μακεδόνες καί βασιλεύς, Αλεξάνδρου μόνω διαφέρων τῶ χρόνω» (Δημήτριος Κυδώνης). «Μνημονευτέον ὺμῖν ἐστίν ὀτι Ρωμαῖοι ἐσμέν, ὀτι η Φιλίππου καί Ἀλεξάνδρου ὺμῖν ὺπάρχει πατρίς καί ὼς τούτοιν τοῖν γενοῖν τοῖς διαδόχοις ὼσπερ τις κλῆρος ἔλαχε κατιών ὲπί μακροῦ διαρκής τό ἐφ’ οὔς ἄν τῶν πολεμίων παραταξώνται, τούτων τοῖς ὄλοις κρατεῖν ...» (Μανουήλ Παλαιολόγος). Η Μισσίου θεωρεί ότι ο Μανουήλ Παλαιολόγος, όταν αναφέρει «στους διαδόχους αυτών των δύο…» εννοεί των βασιλιάδων Φιλίππου και Αλεξάνδρου (Μισσίου 1992:112, υποσημ. 58).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 252 σύγκρουσης. Ο Πλήθων, ως σύμβουλος του Δημητρίου, προσπαθεί αφενός μεν να σταματήσει τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της σύγκρουσης και αφετέρου να στρέψει το Δημήτριο εναντίον του πραγματικού εχθρού των Ελλήνων, που είναι οι Τούρκοι. Γι’ αυτό και εγκωμιάζει τον ανταπαντητικό πόλεμο κατά αλλόφυλων εχθρών, οι οποίοι πρώτοι στράφηκαν εναντίον κάποιου αμυνόμενου, ο οποίος οφείλει να περάσει στην αντεπίθεση. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύει στοχευμένα δύο ιστορικά παραδείγματα, του Κύρου με τον Κροίσο και του Αλέξανδρου με τους Πέρσες, στεκόμενος περισσότερο στο δεύτερο και τονίζοντας πως ο Αλέξανδρος στράφηκε κατά των Περσών κατηγορώντας τους για τις καταστροφές που προξένησαν στα ελληνικά ιερά («αἰτιασάμενος Πέρσας τῆς ἐς τά ἑλληνικά ποτε ἱερά παρανομίας») και καταλύοντας τελικά το κράτος τους σε τρεις μάχες, καθώς δε θέλησε να αρκεστεί μόνο στην περιοχή δυτικά του Ευφράτη ποταμού . Είναι φανερό πως ο Πλήθωνας επικαλείται τον 352 Αλέξανδρο για να ωθήσει το Δημήτριο εναντίον των σύγχρονων τους «Περσών», δηλαδή των Τούρκων. 352 Σ.Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά Δ΄, Αθήνα, 1930, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (Thesaurus Linguae Graecae, ανάκτηση 26.9.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 253 3.4. Οι βυζαντινοί θεολόγοι και λόγιοι για τον Αλέξανδρο Όμως ο Αλέξανδρος δεν ήταν γνωστός στους Βυζαντινούς Έλληνες μόνο ως πρότυπο ανδρείου ηγεμόνα και ιδρυτής της αυτοκρατορίας τους. Στο πρόσωπό του, ήδη από την αρχαιότητα, είχαν συνυφανθεί τα χαρακτηριστικά του εξερευνητή, του φιλόσοφου, του διψασμένου για νέες γνώσεις, του ηθικού και σώφρονος ηγεμόνα. Το έργο του Πλούταρχου Περί της Αλεξάνδρου Τύχης και Αρετής, όπου ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως ένας ολοκληρωμένος πολιτικός και φιλόσοφος, διαβαζόταν πολύ από τους Βυζαντινούς και αποτελούσε αντικείμενο μελέτης και μίμησης (Βασιλακοπούλου 1999: 1303). Περίληψη του Βίου του Αλεξάνδρου του Πλουτάρχου δίνει και ο Φώτιος στη Μυριόβιβλο (P.G. 103, Migne 1860 (1991): 1444-1445). Πηγή γνώσης του ιστορικού Αλέξανδρου για τους βυζαντινούς συγγραφείς αποτελούσε βέβαια, πέρα από τον Πλούταρχο, η Αλεξάνδρου Ανάβασις του Αρριανού. Ο παλιότερος σωζόμενος χειρόγραφος κώδικας είναι ο Vind. Hist.gr 4 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αυστρίας, ο οποίος χρονολογείται μάλλον στις αρχές του 13 αιώνα. Δύο άλλα χειρόγραφα του ου Αρριανού βρίσκονται σήμερα στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, ο κώδικας 511 του 14 αιώνα και ο κώδικας 369 του έτους 1470. Ο τελευταίος είναι γραμμένος από ου τον Κρητικό ιερέα Γεώργιο Τσαγγαρόπουλο για λογαριασμό του καρδινάλιου Βησσαρίωνος (Τσελίκας 2003:6-7). Ωστόσο, η σύνοψη της Αλεξάνδρου Ανάβασης που δίνει ο Φώτιος στη Μυριόβιβλό του (Βιβλιοθήκη, P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 296-301) ) αποδεικνύει ότι ο Αρριανός υπήρξε για τους Βυζαντινούς σταθερή πηγή της ιστορίας του Αλέξανδρου. Ένα αρκετά παλιότερο κείμενο αποτελεί μια βυζαντινή πραγματεία πιθανόν του 7 αιώνα με τίτλο Περί Λίθων, ο συγγραφέας της οποίας έδινε εξέχουσα ου θέση στον Αλέξανδρο. Υποτίθεται ότι το έργο αυτό γράφτηκε από τον Αριστοτέλη και γνώρισε μεταφράσεις στα συριακά, αραβικά και βέβαια λατινικά (Stoneman 2011: 171). Κατά το 10 αιώνα συμπεριλήφθηκε σε έναν κώδικα από το μοναστήρι του Αγίου ο Σάββα στην Παλαιστίνη και μια επιτομή της ιστορίας του Αλέξανδρου, των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων και αποσπασματικά σωζόμενη, στην οποία τονίζεται ο χρησμός του Αμμώνειου για την πατρότητα από τον Άμμωνα –Δία και οι – πλουτάρχειες -διηγήσεις της Ολυμπιάδας για τη σύλληψή του από δράκοντα –φίδι (Η. Στ. Αποστολίδης 2015: 97, 564-566). Τέλος, παραδείγματα τακτικής και στρατηγικής, καθώς και γενικότερα περιστατικά από την εκστρατεία του Αλέξανδρου περιλαμβάνει – ανάμεσα στ’ άλλα – κι ένα βυζαντινό έργο Τακτικών, ανώνυμου συντάκτη, όπως οι πρωτοβουλίες που πήρε ο Αλέξανδρος κατά την πολιορκία της Τύρου ή η χειρονομία
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 254 του να χύσει το νερό που του προσέφεραν κατά τη διάβαση της ερήμου της Γεδρωσίας. 353 Οι πατέρες της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, πρώτοι απ’ όλους, κάνουν θετικές αναφορές στον Αλέξανδρο, τονίζοντας την αρετή του. Ο Μέγας Βασίλειος, για παράδειγμα, στο έργο του «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ελληνικών ὠφελοῖντο λόγων» προβάλλει πράξεις του Αλέξανδρου για ηθικό φρονηματισμό, κυρίως τη σεμνή του στάση απέναντι στη μητέρα, σύζυγο και κόρες του Δαρείου. Τη στάση του αυτή, καθώς και άλλα περιστατικά ή ρήσεις του που φανερώνουν την αρετή του επαινούν και άλλοι πατέρες της εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο λόγιος πατριάρχης Φώτιος. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός μάλιστα στο λόγο του κατά του αυτοκράτορα Ιουλιανού, επαινεί τη στάση του Αλέξανδρου απέναντι στον Πώρο και παρατηρεί πως «…ἦν αὐτῶ ἡ περιουσία τοῦ θαρρεῖν τό φιλάνθρωπον», δηλαδή πως ανώτερη αρετή και από το θάρρος του ήταν η φιλανθρωπία του, ενώ στο ίδιο χωρίο τονίζει και τη μεγαλοψυχία του 354 (Βασιλακοπούλου 1999: 1307, Κυριαζόπουλος 2013: 100 -103). Επισημαίνει ακόμα πως «Ὁ οὖν Ἀλέξανδρος ἐπιτηδειότητα πολλήν ἐκ φύσεως κεκτημένος καί φρόνησιν πάσης σχεδόν τῆς οικουμένης ἐκράτησεν. ἦν δε καί σώφρων», ενώ σε άλλο σημείο επαινεί τη στάση του απέναντι στις θυγατέρες του Δαρείου (Κωτσιόπουλος 2013: 454). Επιπλέον, παραθέτει με δική του ερμηνεία και την απάντηση που έδωσε ο Αλέξανδρος στον Παρμενίωνα, όταν κατέκτησε μια πόλη, τονίζοντας πως ο Παρμενίων του είπε πως «αν ήμουν Αλέξανδρος θα την κατέστρεφα» για να πάρει την απάντηση από τον Αλέξανδρο: «και εγώ, αν ήμουν Παρμενίων» (Demandt 2009: 421). Αλλού τον κατακρίνει για την τάση του προς την οινοποσία, η οποία στο τέλος τον κατέστρεψε: «Καί σέ, δρακοντιάδη, μένος ἄσχετε, ὤλεσεν οἶνος, / ἡνίκ, Ἀλέξανδρε, γαῖαν ἐπῆλθες ὅλην» (Stichel 1971: 106). Το ενδιαφέρον βέβαια στοιχείο στους παραπάνω στίχους του Ναζιανζηνού δεν είναι το μοτίβο του Αλέξανδρου - κατακτητή ή το αρνητικό μοτίβο του Αλέξανδρου -πότη, γνωστά από πολλές άλλες αναφορές, αλλά η αναφορά του ως «δρακοντιάδη», γιο του δράκου, αναφορά παρμένη από τη σχετική παράδοση του Πλουτάρχου αλλά και του Μυθιστορήματος για τη γέννηση του Αλέξανδρου. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην πρώτη του επιστολή προς Θεσσαλονικείς παρατηρεί: 353 G.T. Dennis, Three Byzantine Military Treatises [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Washingtonensis 25. Washington, D.C.: Dumbarton Oaks, 1985, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. 354 P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 35, Paris: Migne, 1857-1866, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 255 «Ἅ γάρ ὁ Μακεδόνων βασιλεύς εἰργάσατο, πάντα ὑπερέβαινε λόγον, ἀπό μικρᾶς μέν ὁρμηθείς πόλεως, τήν δε οἰκουμένην καταλαβών. Διά τοῦτο καί πτηνήν Πάρδαλιν αὐτόν ὁρᾶ ὁ προφήτης, τό τάχος καί τό σφοδρόν καί τό πυρῶδες καί τό ἅφνω που διαπτῆναι τήν οἰκουμένην μετά τροπαίων καί νίκης δηλῶν. Λέγουσι, δε, ὅτι καί φιλοσόφου τινός ἀκούσας λέγοντος, ὅτι ἂπειροι κόσμοι εἰσί, πικρόν ἐστέναξεν, εἲ γε ἀπείρων ὄντων, μηδέ ἑνός που κεκράτηκεν. Οὔτως ἦν μεγαλόφρων καί μεγαλόψυχος, καί πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἤδετο. Τῆ γοῦν τοῦ βασιλέως φήμη συνανήει καί ἡ τοῦ ἔθνους δόξα….οὐχ ἦττον οὖν τῶν Ρωμαίων τά Μακεδόνων ἦν». (Migne 1862B: 399). Στο παραπάνω απόσπασμα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται α) στα κατορθώματα του Αλέξανδρου, που ξεπερνούν κάθε περιγραφή, να κατακτήσει δηλαδή την οικουμένη ξεκινώντας από μια μικρή πόλη β) στην προφητεία του Δανιήλ, της οποίας την αναφορά στη φτερωτή λεοπάρδαλη ερμηνεύει ο Χρυσόστομος ως αναφορά στον ίδιο τον Αλέξανδρο, που με ταχύτητα και σφοδρότητα διατρέχει την οικουμένη και νικά (επομένως ήταν η ταχύτητά του που αποτελεί το κλειδί της ερμηνείας για την επιλογή αυτού του ζώου ως συμβολική απεικόνισή του) 355 γ) στη μεγαλοψυχία και το υψηλό φρόνημα του Αλέξανδρου, έστω και με την επισήμανση ότι ορεγόταν την κυριαρχία όλης της οικουμένης δ) στην οικουμενικών διαστάσεων φήμη του που συντελεί και στη δόξα του έθνους του, έτσι ώστε οι Μακεδόνες να μην υπολείπονται των Ρωμαίων. Γίνεται αντιληπτός ο έμμεσα υμνητικός χαρακτήρας του αποσπάσματος και συνάμα η προσπάθεια ένταξης του Αλέξανδρου στην παράδοση της Βίβλου με την αναφορά στην προφητεία του Δανιήλ, με υπολανθάνοντα στόχο την ενσωμάτωση του Αλέξανδρου στον ελληνορθόδοξο κόσμο και την οικειοποίησή του από τους χριστιανούς υπηκόους της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του 4 ου αιώνα μ.Χ. Γι’ αυτό και στο τέλος αναφέρει πως οι Μακεδόνες ήταν εφάμιλλοι των Ρωμαίων (χάρη στον Αλέξανδρο). Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως απευθύνεται στους Θεσσαλονικείς. Οι αναφορές αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την προσπάθεια μείωσης του Αλέξανδρου που επιχειρεί συγκρίνοντάς τον με το Χριστό, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2.1., και επιβεβαιώνουν το μεγαλείο του Μακεδόνα βασιλιά, καθότι ακόμα και ο Χρυσόστομος δεν μπορεί παρά να προβάλλει ορισμένες από τις ποικίλες αρετές του. Ακόμα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, περιγράφοντας το προφητικό κείμενο του Δανιήλ για τις τέσσερις βασιλείες του κόσμου στον Κατά Ιουδαίων λόγο του, αναφέρεται στην παραβολή, την οποία «ἡμῖν ὁ προφήτης ἀπήγγειλε, κριόν καλῶν τόν τῶν Περσῶν βασιλέα, τον Δαρεῖον, τράγον δέ τόν τῶν Ἑλλήνων βασιλέα, Ἀλέξανδρον λέγω 355 Επισήμανση που την κάνει η Juanno, προσθέτοντας πως ανάλογη ερμηνεία για τον Αλέξανδρο ως λεοπάρδαλη κάνει και ένας άλλος βυζαντινός συγγραφέας, ο επίσκοπος Κύρρου Θεοδώρητος, κατά ου το πρώτο μισό του 5 αιώνα (Juanno 2015 (2002): 652-653).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 256 τόν Μακεδόνα…», όπου βέβαια ταυτίζει τους Έλληνες με τους Μακεδόνες. Σχολιάζοντας ακόμα το κείμενο του Δανιήλ για τη χαλκή βασιλεία των Ελλήνων – Μακεδόνων ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «…επειδή ο Αλέξανδρος και οι ακόλουθοί του ήταν Έλληνες, επομένως και εύγλωττοι στην ομιλία, παρομοιάστηκαν με το χαλκό» (Βασιλικοπούλου, 1999: 1311). Αλλού πάλι, χλευάζει την επιθυμία του Αλέξανδρου να ανακηρυχθεί δέκατος τρίτος θεός (Dagron 2015: 464). ο Τον 4 αιώνα, ο Σώπατρος από την Αντιόχεια αναφέρεται πολλές φορές στον Αλέξανδρο στα ρητορικά του κείμενα, παραθέτοντας ιστορίες ανεκδοτολογικού χαρακτήρα σχετικές με το Δημοσθένη και την υποταγή της Αθήνας στον Αλέξανδρο, το ζήτημα της θεοποίησής του, τη Θήβα, κ.α . Ο Νικόλαος από τα Μύρα, συγγραφέας των 356 αρχών του 5 αιώνα, στο έργο του Προγυμνάσματα, αναφέρεται στην ιδιότητα του ου Αλέξανδρου ως κτίστη, εκθειάζοντας το έργο της ίδρυσης της Αλεξάνδρειας και περιγράφοντας αναλυτικά τον έφιππο ανδριάντα του, που ακόμα στεκόταν σε περίοπτη θέση, στοιχείο εντυπωσιακό, αν λάβει κανείς υπόψη του την αποστροφή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου για την «εξαφάνιση» του τάφου του Αλέξανδρου (Stewart 1993: 172-173, 397-399, βλέπε κεφάλαιο 2.1. για τα λόγια του Χρυσοστόμου και κεφάλαιο 2.2 για περιγραφή του ανδριάντα). Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580-641) σε μια σειρά ψευδεπίγραφων επιστολών σε μορφή ρητορικών γυμνασμάτων, παραθέτει και μία σχετική με τον Αλέξανδρο, στην οποία ο αποστολέας (εντελώς αναχρονιστικά ο Αντισθένης) φέρνει ως παράδειγμα συνετού ανθρώπου (στον Περικλή!) το Μακεδόνα βασιλιά, που, όπως γράφει, δεν άφησε να τον παρασύρουν οι πολλές επιτυχίες του, αλλά, ως πραγματικός φιλόσοφος, είπε: «ω Δία, φέρε και μια δυστυχία μέσα στις πολλές ευτυχίες». Σε άλλο σημείο πάλι της ίδιας επιστολής, τονίζεται η ευγένεια του ήθους του Αλέξανδρου, που σκέπασε με την πορφυρή χλαμύδα του το νεκρό Δαρείο. Σε μια άλλη ψευδεπίγραφη επιστολή, ο Σιμοκάττης χρησιμοποιεί ηθικοπλαστικά το επεισόδιο εξημέρωσης του Βουκεφάλα. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής (7 αιώνας) στο 357 ος έργο του Εκλογαί εκ διαφόρων βιβλίων των τε καθ’ υμάς και των θύραθεν αναφέρει την απάντηση του Αλέξανδρου στις κατηγορίες του Αντίπατρου κατά της μητέρας του, της Ολυμπιάδας: «Αγνοείς, Αντίπατρε, πως ένα μόνο δάκρυ της μητέρας μπορεί να σβήσει τις διαβολές πολλών επιστολών»; Στο ίδιο έργο, στο λόγο Δ’ –Περί ἀνδρείας και ἰσχύος αναφέρει τη γνωστή από τους αρχαίους συγγραφείς απάντησή του στον Παρμενίωνα ότι «δεν είναι βασιλικό να κλέψει τη νίκη», όταν ο τελευταίος τον προέτρεψε να επιτεθεί στους Πέρσες απροειδοποίητα τη νύχτα. Στο λόγο Περί φίλων και φιλαδελφείας 356 Σώπατρος, Διαίρεσις ζητημάτων, Scholia ad Hermogenis status seu artem rhetoricam, από C. Walz, Rhetores Graeci, vol. 8, Stuttgart: Cotta, 1835, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (23.9.2015). 357 G. Zanetto, Theophylacti Simocatae epistulae, Leipzig: Teubner, 1985, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015) Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 257 αναφέρει την απάντηση του Αλέξανδρου στην ερώτηση πού έχει τους θησαυρούς του κόσμου: «στους φίλους μου», είπε. Αναφερόμενος ο Αλέξανδρος στο Φίλιππο και στον Αριστοτέλη, σημειώνει ο Μάξιμος ο Ομολογητής ότι είπε: «Ὁ μέν γάρ τοῦ γενέσθαι, ὁ δε τοῦ καλῶς γενέσθαι αἰτιος». Επίσης στο λόγο περί ελεημοσύνης αναφέρει αντίστοιχα παραδείγματα της γενναιοδωρίας του Αλέξανδρου, ενώ αναφέρει στο λόγο ΙΓ’περί αὐτάρκειας μια…επίκαιρη ρήση του Αλεξάνδρου: «Εἰπόντος αὐτῶ τινός τῶν δοκούντων εὐνοεῖν, ὅτι δύνανται αἱ πόλεις σου πλεῖον παρέχειν ἐξόδους, ἕφη: κηπουρόν μισῶ τόν ἐκ ριζῶν ἐκτέμνοντα τά λάχανα». Ο Αλέξανδρος λοιπόν μισούσε αυτόν που έκοβε τα λάχανα από τη ρίζα, δηλαδή που επέβαλε στις πόλεις παραπάνω φόρο απ’ αυτόν που μπορούσαν να δώσουν! Οι αναφορές ακόμα του Μάξιμου στον Αλέξανδρο στο εν λόγω έργο είναι πολλές και επί διαφόρων θεμάτων, από τον πόλεμο και τη στιχομυθία με το Διογένη ως το γήρας και την αρρώστια, που τον κάνει να συνειδητοποιήσει τα όρια της θνητής φύσης του ανθρώπου (Migne 1865: 741, 745, 764, 773, 805, 812, 833, 859, 896, 920, 1017). Κατά τον 9 αιώνα, ο Ανδρέας, επίσκοπος Καισάρειας, στο έργο του για την ο ερμηνεία της αποκάλυψης του Ιωάννου, αναγνωρίζει τον Αλέξανδρο ως έναν από τους εφτά αρχαίους βασιλείς, από τον Νίνο της Ασσυρίας ως το Μέγα Κωνσταντίνο, στους οποίους αντιστοιχούν «εφτά όρη»,δηλαδή τόποι υπέρτατης κοσμικής εξουσίας, σύμφωνα με τον Ανδρέα. Την ίδια ακριβώς ερμηνεία δίνει και ο περίφημος βυζαντινός λόγιος Αρέθας (Migne 1863 Γ: 380-381, 721). Ο Αλέξανδρος φαίνεται πως αποτέλεσε κι έναν κοινό τόπο για λογοτεχνικές αναφορές, όπως αποδεικνύεται από τα ποιήματα του Διόσκουρου (520-585), ποιητή από την πόλη της Αφροδιτούπολης της Αιγύπτου, που έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Εγκώμιο στην Ιωάννη, Δούκα της Θηβαϊδος, με αναφορές στον Αλέξανδρο (Stewart 2014: 8). Για να μείνουμε στο χώρο της ποίησης, ο Ιωάννης ο Γεωμέτρης, στις αρχές του 9 ου αιώνα, γράφει ένα ποίημα για τη ματαιότητα της σοφίας και της γνώσης ανάμεσα στους μεγάλους βασιλείς, μεταξύ των οποίων βάζει και τον Αλέξανδρο, μια και δεν μπορεί το εφόδιο αυτό τελικά να αποτρέψει την τύχη του καθενός, που είναι ο θάνατος: «Πέρσης ὁ Κῦρος, Μακεδών Ἀλέξανδρος Αὔσων ὁ Καῖσαρ, ἀλλά τῶν σοφῶν φίλοι σοφοί δέ μᾶλλον ἔμπλεοι παιδευμάτων. Νῦν δο ’τήν γνῶσιν ἐγκαλοῦσι φεῦ πικρᾶς τύχης!» (Migne 1863 Γ: 975).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 258 Ο ίδιος ποιητής, σε ένα μακροσκελέστατο ποίημα για την αρετή της ταυτόχρονης γνώσης και πράξης, λόγων και έργων, μέσα από παραδείγματα αρχαίων Ελλήνων (Αχιλλέας, Οδυσσέας, Περικλής, Σωκράτης, Θεμιστοκλής κ.α.) και με προβολή στη βυζαντινή, ελληνοχριστιανική πραγματικότητα (πιθανόν με τελικό αποδέκτη κάποιον αυτοκράτορα, ίσως το Νικηφόρο Α΄) αφιερώνει αρκετούς στίχους απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο στον ίδιο τον Αλέξανδρο: «Σύ δ’, ὧ Μακεδών, πῶς σοφός κριθῆς ἔτι ὤν καί μαχητής; Πῶς φθονεῖς δέ τῆς τέχνης ἅπασιν ἄλλοις; πῶς μόνος θέλεις ἔχειν Ἀριστοτέλους τούς σοφούς λαβυρίνθους; (Migne 1863 Γ: 979). Ο λόγιος Ιωάννης Τζέτζης πάλι, το 12 αιώνα, στο έργο του Βίβλος Ιστορική ο (γνωστό και ως Χιλιάδες), έμμετρο σε 12674 πολιτικούς στίχους φιλολογικού και ιστορικού περιεχομένου με διδακτικό χαρακτήρα, περιλαμβάνει και δύο μικρά ποιήματα, το πρώτο επιγράφεται ΠΕΡΙ ΛΥΣΙΠΠΟΥ, το δεύτερο με τίτλο ΟΤΙ ΕΤΕΡΟΦΘΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΡΑΧΗΛΟΣ ΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, στα οποία παρουσιάζει πολλές αναφορές από την αρχαία γραμματεία για το παρουσιαστικό του αρχαίου βασιλιά, την απεικόνισή του από το Λύσιππο και τον Στασικράτη (Δεινοκράτη) και το γνωστό επίγραμμα στη βάση ενός αγάλματός του: Ὁ βασιλεύς ὁ μέγιστος Ἀλέξανδρος Φιλίππου γλαυκόν τόν ἕναν ὀφθαλμόν ἒχειν θρυλλεῖται πᾶσι μέλανα δέ τόν ἕτερον. τοῖς ὀφθαλμοῖς τοιοῦτος. Ἦν δέ καί σιμοτράχηλος καί παρατραχηλών δε, ὥστε δοκεῖν πρός οὐρανόν ἐνατενίζειν τοῦτον. Τοιοῦτον καί ὁ Λύσιππος ἐκεῖνον ἐχαλκούργει. Καί τούτου δέ Ἀλέξανδρος ἐπέχαιρεν εἰκόσιν ἢ Στασικράτους πλάσμασι ψευδέσι, τυφουμένοις. Ὅτι δ’ ἦν ὁ Ἀλέξανδρος τοιοῦτος τήν ἰδέαν, δηλοῖ καί τό ἐπίγραμμα ὅπερ τυγχάνει τόδε, αὐδάσοντι δ’ ἒοικεν ὁ χάλκεος ἐς Δία λεύσων, γᾶν ὑπ’ ἐμέ τίθεμαι, Ζεῦ, σύ δέ Ὂλυμπον ἒχε. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 259 (Stewart 1993: 349-50). Σε ένα άλλο ποίημα που αποδίδεται στον Τζέτζη, το βρίσκουμε όμως ενσωματωμένο και μέσα στο έμμετρο Ἀλέξανδρος ὁ Βασιλεύς, προβάλλονται τα χαρακτηριστικά του θαυμαστού αλόγου, του Βουκεφάλα: «τοῦ Βουκεφάλου σύμπασαν ἒχεις τήν ἱστορίαν, ὡς ἳππος ἦν ἀτίθασος ἀνθρώπους κατεσθίων. μόνω δέ Μακεδόνι δέ ὑπείκων Ἀλεξάνδρω. Την Βουκεφάλα κλῆσιν δέ τοιουτοτρόπως ἒσχε. Βοός ὡς ἒχων κεφαλήν ἐν τῶ μηρῶ σφραγίδα, οὒ μήν βοός ἐκέκτητο ἢ κεφαλήν ἢ κέρας». (Anderson 1930: 4). Ακόμη, στη Βίβλο Ιστορική περιλαμβάνει και το στιχούργημα με τίτλο ΠΕΡΙ ΘΗΒΩΝ ΥΠ’ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΤΑΣΚΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΥΘΙΣ ΑΥΤΩΝ ΠΑΡ’ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΥΤΟΥ ΔΙ’ ΑΘΛΗΤΗΝ ΑΝΑΚΤΙΣΕΩΣ, στο οποίο και περιγράφει τον ξεσηκωμό της Θήβας κατά του Αλέξανδρου από το Δημοσθένη - για τον οποίο γράφει ότι χρηματίστηκε από το Δαρείο - την καταστροφή της πόλης, το επεισόδιο με τον αυλητή Ισμία και στο τέλος το ξανακτίσιμο της Θήβας πάλι από τον Αλέξανδρο, επειδή εκτίμησε τις νίκες του Θηβαίου αθλητή Κλειτόμαχου. Τέλος, ένα ακόμη στιχούργημα του Τζέτζη σχετικό με τον Αλέξανδρο, που παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι το ΠΕΡΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΡΑΔΡΟΜΟΥΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΑ ΛΥΣΙΠΠΟΥ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΕΩΣ, στο οποίο ο Τζέτζης καταγράφει το μύθο της φιλοτέχνησης του διάσημου αυτού έργου του Λυσίππου, γνωστού και ως Καιρός (ευκαιρία), σύμφωνα με τον οποίο ο Λύσσιπος φιλοτέχνησε το άγαλμα με αφορμή τη λύπη του Αλέξανδρου για το χρόνο που έχασε μακριά από τους οικείους του. 358 Οπωσδήποτε στη βυζαντινή ποίηση θα πρέπει να ενταχθούν και οι Στίχοι ἰαμβικοί εἰς Ἀλέξανδρον, που σχετίζονται με το θάνατο του Μακεδόνα βασιλιά και το μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων. Οι στίχοι αυτοί υπήρχαν ενταγμένοι στη βυζαντινή παραλλαγή γ΄ του Μυθιστορήματος (πιθανόν το 14 αιώνα) (Ψευδοκαλλισθένης 2005: 519, ο Stichel 1971: 111). 358 P.L.M. Leone, Ioannis Tzetzae historiae, Naples: Libreria Scientifica Editrice, 1968, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 260 Ο πολυγραφότατος λόγιος ποιητής Μανουήλ Φιλής (1275-1345) από την Έφεσο έχει σκόρπιες αναφορές στον Αλέξανδρο μέσα στο ποιητικό του έργο και του αφιερώνει αποκλειστικά και τους Στίχους εἰς τόν βασιλέα Ἀλέξανδρον. Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το πενηντάστιχο αυτό ποίημα γραμμένο σε βυζαντινό 12σύλλαβο στίχο: «Ὅ μέν τύχη δείκνυσι, καλύπτει χρόνος. Ὅ δέ χρόνος δίδωσιν, αρπάζει φθόνος. Ἀλλά τόν Ἀλέξανδρον αἰδοῖ τῶν πόνων τύχη μέν ἀπέφθηνε παντός βελτίω, χρόνος δέ λαβών ὑπερέσχε τοῦ φθόνου. Αί γάρ ἀγαθαί τῶν φιλιστόρων φύσεις λαθεῖν ἀγεννῶς οὐκ ἐῶσι τόν μέγαν, ……………………………………………………. Παγκόσμιος γάρ εὐτυχεῖ τοῦτον πίναξ τοῖς ἀνδραγαθήμασιν ἐστηλωμένον. Ἔγωγε μήν τόν ἂνδρα καί πρίν θαυμάσας νῦν μᾶλλον ὑμνῶ τῆς πολυζήλου τύχης. Ἒτι γάρ ἡβῶν τῶν γερόντων ἐκράτει, καί χρημάτων ἢσκησεν υπεροψίαν, ἀρχήν ἑαυτῶ παγγενῆ θησαυρίσας, καί πταιστός ὢν ἂπταιστος εὑρέθη. Καί γυμνάσας τό σῶμα τοῖς ύπέρ φύσιν μόνος τό πᾶν κατέσχεν ἀπτέρω τάχει. Αὐτῶ δέ τῆς γῆς οὐν ἀποχρώσης ὅλης, καί δευτέραν δήπουθεν ἐζήτει κτίσιν…» (Miller 1857: 334). Είναι φανερές στο παραπάνω απόσπασμα οι υμνητικές διαθέσεις του Φιλή, ο οποίος εύστοχα σε λίγους στίχους συνοψίζει όλο το μεγαλείο του βασιλιά, χωρίς ωστόσο να δείχνει ότι παραγνωρίζει και τα σκοτεινά του σημεία: αρχικά αναφέρει πως ο Αλέξανδρος πέτυχε να ξεπεράσει τη λήθη του χρόνου και την οξύτητα του φθόνου, πως αντίθετα με ό,τι συμβαίνει, η τύχη τον ανέδειξε καλύτερο απ’ όλους, καθότι οι φιλίστορες δεν επέτρεψαν αυτός ο «μέγας» να μείνει στην αφάνεια. Τονίζει στη συνέχεια πως οι διαστάσεις των κατορθωμάτων του είναι παγκόσμιες, πως τον υμνεί Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 261 για την «πολύζηλη» τύχη του, αυτήν που του επέτρεψε νέος όντας να κυβερνά γεροντότερους, να ελέγχει τον πλούτο, να έχει την απόλυτη εξουσία, να κριθεί άμεμπτος, παρόλα τα φταιξίματά του. Τέλος, τονίζει πως γύμνασε το σώμα του υπερφυσικά, ώστε μόνος να κατακτήσει όλη τη γη και να επιζητά «δευτέραν κτίσιν». Παρατηρούμε πως ο Φιλής στο συγκεκριμένο απόσπασμα στέκεται ιδιαίτερα σε τρία σταθερά στοιχεία του διαχρονικού αλεξάνδρειου μύθου: στον παράγοντα της τύχης, στις μοναδικές αρετές του (γυμνάσας τό σῶμα τοῖς ύπέρ φύσιν) και στην παγκοσμιότητα της κυριαρχίας του. Ακόμα, ο Φιλής γράφει ένα ποίημα εμπνευσμένο από την περιγραφή του Λουκιανού σχετικά με τον πίνακα του Αέτιου με θέμα τους γάμους του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη. Απόσπασμα του ποιήματος παρατίθεται παρακάτω: «Θάλαμος ἰδού νυμφικήν φέρων κλίνην, ἐφ’ ἧς ἀτεχνῶς εὐπρεπής ἡ Ῥωξάνη. Σκοπεῖ δέ τήν γῆν ὡς ὑπ’ αἰδοῦς ἡ κόρη, μή πρός τόν Ἀλέξανδρον ἑστῶτα βλέπη. Ἔρως δέ τις πάρεστιν ἐξ ὀπισθίου, καί τῆς κεφαλῆς τήν καλύπτραν ἑλκύσας τῶ νυμφίω δείκνυσι τήν ποθουμένην. …………………………………………………….. Ὁ γοῦν βασιλεύς γειτνιῶν τῆ παρθένω πρό τοῦ γάμου στέφανον εὐθύς εἰσφέρει….» (Miller 1857: 336-337) Σε ένα άλλο εγκωμιαστικό ποίημά του για το Μιχαήλ Παλαιολόγο τον παρουσιάζει ως «Νέο Αλέξανδρο» : «….Ό τῶν λόγων θάλαμος ο στεφηφόρος, τό τοῦ κράτους ἒσοπτρον, αὐτό το κράτος, Αὐτοκράτωρ γένοιτο γῆς θᾶττον πάσης, ἢ χριστός Ἀλέξανδρον οὐκ ἒχει νέον, ὧ τήν κορυφήν Μακεδών ἅπας κλίνει; Σύ δ’ ἂν κατ’ αὐτόν εὑρεθῆς ὢν τήν φύσιν, ἰδού βασιλεύς καί Σολομῶντος πλέον…». (Miller 1857: 126).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 262 Ανάλογες αναφορές στην αρετή του Αλέξανδρου βρίσκουμε σε πολλούς ακόμα βυζαντινούς συγγραφείς, όπως ο Θεόδωρος Νίκαιας και ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (α΄ 359 μισό 13 αιώνα), ο οποίος επαινεί τον Αλέξανδρο ως ανώτερο της φιλοχρηματίας ου καθώς και για τη γνωστή ρήση του, με αφορμή την αιχμαλωσία των θυγατέρων του Δαρείου, ότι δηλαδή «αἰσχρόν ἄνδρας νικήσαντος ὑπό γυναικῶν ἡττηθῆναι». (Migne 1862 360 D: 893, Βασιλακοπούλου 1999: 1307-1311, Κωτσιόπουλος 2013: 455). Είναι και αυτό ένα από τα πολλά αποφθέγματα του Αλέξανδρου, τα οποία συμπεριλαμβάνονταν σε αρκετές βυζαντινές συλλογές, χαρακτηρίζοντας έτσι τη βυζαντινή γνωμολογική λογοτεχνία: πράγματι, ο Βλεμμύδης στο έργο του Βασιλικός ἀνδριάς, που εντάσσεται στην κατηγορία των κατόπτρων ηγεμόνων, αναφέρεται και στο περίφημο απόφθεγμα του Αλέξανδρου για τους φίλους του ως «το θησαυρό» που κέρδισε και φυλάει από τις κατακτήσεις του. Επίσης, άλλες συλλογές αποφθεγμάτων που συμπεριλαμβάνουν υποτιθέμενα αποφθέγματα του Αλέξανδρου, είναι το έργο Loci communes (Κοινοί Τόποι) με αρχική σύνταξη στον 9 αιώνα και με 18 αποφθέγματα να αποδίδονται στον Αλέξανδρο, η ο λεγόμενη Μέλισσα του ψευδο-Αντωνίου του 11 αιώνα με δέκα αποφθέγματα του ου Αλέξανδρου, το χειρόγραφο 6 της Πάτμου, επίσης του 11 αιώνα, με 18 αποφθέγματα, ου το Gnomologicum Vaticanum του 14 αιώνα (με 30 αποφθέγματα του Αλέξανδρου σε ου σύνολο 577) κ.α. (Migne 1865 – PG 142-: 664, Juanno 2015 (2002): 480, 484-485). Ένα από τα μεσαιωνικά ελληνικά έργα που κυκλοφορούσαν στο Βυζάντιο με θέμα τον Αλέξανδρο φαίνεται πως ήταν και η Αλληλογραφία Αλεξάνδρου και Δινδίμου, (βασιλιά των Βραχμάνων) μια και είναι ένα από τα έργα που αντέγραψε ο λατίνος αρχιερέας Νεαπόλεως Λέων κατά την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη (Stoneman 2011: 278). Τον 11 αιώνα χρονολογείται κι ένας κώδικας, ο Parisinus Suppl. 690, ο οποίος περιέχει ο 359 Μάλιστα ο Βλεμμύδης παρατηρεί στο λόγο του Ὀποίον δεῖ εἶναι τόν βασιλέα, που αποτελεί ένα Κάτοπτρον Ηγεμόνος, (αν και σε παράφραση του αρχικού κειμένου του Βλεμμύδη, σύμφωνα με τον Hunger (1987(1977): 253-254) ότι ο θαυμασμός για τον Αλέξανδρο είναι διαχρονικός: «Ἀλέξανδρος δε ὁ θαυμάσιος βασιλεύς, τήν φιλοχρηματίαν νικήσας, καί τό ταύτης πάθος μισήσας και βδελυξάμενος, σχεδόν τῆς οἰκουμένης ἀπάσης ἐν βραχεῖ χρόνω γέγονε βασιλεύς. Θησαυρούς γάρ οὗτος τούς φίλους ἡγούμενος, οὕς συνασπιστάς εἰς πάντα πόλεμον εἶχε καί βοηθούς, παρά πάντων ἐπαινείται, πολλῶν βασιλέων μείζων γενόμενος, καί μέχρι τοῦ νῦν θαυμαζόμενος» (Migne 1865 – PG 142-: 628). Η υμνητική διάθεση του Βλεμμύδη απέναντι στον Αλέξανδρο είναι χαρακτηριστική, αφού τον αποκαλεί θαυμάσιο, ανώτερο άλλων βασιλιάδων και τον αναφέρει ως αντικείμενο θαυμασμού συνεχώς ως τις μέρες του, ενώ τον αναφέρει και ως «Βασιλέα Ελλήνων» που νίκησε το Δαρείο αλλά δε νικήθηκε από την ομορφιά της κόρης του (PG 142, 616). . 360 Τη φράση αυτή την επαναλαμβάνει ο Βλεμμύδης στο λόγο του Βασιλικός Ανδριάς: «Βασιλεύς Ἑλλήνων Ἀλέξανδρος, νικήσας Δαρεῖον, και τάς ἐκείνου θυγατέρας… οὐδέ ἰδεῖν κατεδέξατο, είπών αἰσχύνης ἄξιον εἶναι νικῆσαι μέν ἅνδρας, ὑπό γυναικῶν δέ ἡττηθῆναι» (Migne 1865 – PG 142-: 616). Παρακάτω χρησιμοποιεί πάλι ως πρότυπο βασιλέως τον Αλέξανδρο μαζί με τον Κύρο. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 263 και τη Διαθήκη του Αλέξανδρου, ένα κείμενο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, που περιέχει μια σύντομη περιγραφή των κατορθωμάτων του Αλέξανδρου, μια αναλυτική λίστα των λαών που υπέταξε και τη διαθήκη του, στην οποία αναφέρεται τι κληροδοτεί στον «αρχιστράτηγο» Πτολεμαίο (Trumpf 1959: 253). Επιπλέον αναφορές στον Αλέξανδρο κάνει στα σχόλιά του για την Ιλιάδα και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (Μηνάογλου 2013: 34). Για παράδειγμα, στο προοίμιο του έργου του Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα, θέλοντας να τεκμηριώσει την αξία και τις επιρροές του ομηρικού έπους, Ο Ευστάθιος σημειώνει χαρακτηριστικά: «…ἐφέλκεται τό πρᾶγμα καί βασιλεῖς. Καί μαρτυρεῖ ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, κειμήλιον εἴτε καί ἐφόδιον καί ἐν αὐταῖς μάχαις τήν Ὁμηρικήν βίβλον ἐπαγόμενος, καί τήν κεφαλήν, ὅτε ὑπνοῦν δέοι, ἐπαναπαύων αὐτῆ, ἵνα τάχα μηδέ ἐν ὕπνοις αὐτοῦ ἀπέχοιτο, ἀλλά και φανταζόμενος εἴη εὐόνειρος». Καί ἔστιν ἀληθῶς βασιλικόν πρᾶγμα ἡ Ὁμήρου ποίησις, καί μάλιστα ἡ Ἰλιάς» (έκδοση Λειψίας, 1828, σε Σοφιανό 2008: 156). Στο σημείο αυτό, αξίζει να παραθέσουμε ορισμένα παραδείγματα γνωμικών του Αλέξανδρου από το Gnomologicum Vaticanum: Ἀλέξανδρος, ἀξιούμενος ὑπό τῶν φίλων τεκνοποιῆσαι εἶπε: «μή ἀγωνιᾶτε. Καταλείπω γάρ τέκνα τάς ἐκ τῶν ἀγώνων πράξεις, δηλαδή: «Όταν οι φίλοι του Αλέξανδρου αξίωσαν από αυτόν να κάνει παιδιά, αυτός τους απάντησε: μην έχετε τέτοια αγωνία. Αφήνω, ως παιδιά μου, τις πράξεις των αγώνων μου». «(Ο Αλέξανδρος) εἶπεν ἄριστον εἶναι πρός κοίτην στρῶμα τόν πόνον»: «Ο πόνος είναι άριστο στρώμα για ύπνο». «(Ο Αλέξανδρος) σφαιρίσας μετά τινός νεανίσκου ἐδωρήσατο αὐτῶ τάλαντον. τῶν δέ φίλων λεγόντων ὅτι “πλέον τοῦ δέντος ἔδωκας” “οὐ τοῦτο δεῖ σκοπεῖν”, ἔφη, “πόσον ἐκεῖνος ἄξιος ἦν λαβεῖν, ἀλλά πόσον ἐμέ παρασχεῖν”: «Ο Αλέξανδρος, αφού έπαιξε σφαιριστική με κάποιο νέο του έδωσε ένα τάλαντο. Στην παρατήρηση των φίλων του, ότι του έδωσε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, απάντησε: “Δεν πρέπει να εξετάζω πόσο εκείνος ήταν άξιος να πάρει, αλλά πόσο εγώ μπορούσα να δώσω». (Ο Αλέξανδρος) ἐρωτηθείς ποῖος βασιλεύς δοκεῖ ἄριστος εἶναι ἔφη “ὁ τούς φίλους δωρεαῖς συνέχων, τούς δέ εχθρούς διά τῶν εὐεργεσιῶν φιλοποιούμενος”: «Όταν ο Αλέξανδρος ρωτήθηκε ποιος βασιλιάς του φαίνεται άριστος είπε: «αυτός που κρατά τους φίλους του με δωρεές και κάνει τους εχθρούς του φίλους με ευεργεσίες». (Ο Αλέξανδρος) εἰπόντος Ἀναξιμένους “ἐάν πᾶσι πολλά διδῶς, οὐ δυνήση τοῦτο ποιεῖν διά παντός” ἔφη “οὐδέ γε, ἐάν παύσωμαι, μόνος πάντ’ ἔχειν δυνήσομαι πολύ χρόνον”: «Όταν του είπε ο Αναξιμένης ότι αν δίνει σε όλους πολλά, δε θα μπορέσει να το κάνει αυτό για πάντα, του απάντησε: “Κι αν όμως σταματήσω να το κάνω, μόνος μου δε θα μπορέσω να απολαύσω τα πάντα για πολύ καιρό”. (Ο Αλέξανδρος) ὡς ἐν παρατάξει τινί Πισίδας ζωγρήσαντος τρισχιλίους ἠξίουν οἱ Μακεδόνες ἀποκτεῖναι πάντας διά τό πολλά κακά πεπονθέναι ὑπ’ αὐτῶν πολλάκις, “οὐ ποιήσω τοῦτο” ἔφη, “οὐ γάρ βούλομαι δήμιος ἀντί βασιλέως κεκλῆσθαι”: «Όταν σε μια μάχη αιχμαλώτισε τρεις χιλιάδες Πισίδες και του αξίωναν οι Μακεδόνες να τους σκοτώσουν όλους, επειδή έπαθαν επανειλημμένως πολλά κακά από αυτούς, τους είπε: “δεν θα το κάνω αυτό, γιατί δε θέλω να με
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 264 αποκαλέσουν δήμιο αντί για βασιλιά”. (O Αλέξανδρος) παρακαλούμενος ὑπό τῶν φίλων συνάγειν χρήματα εἶπεν “οὐδέν ὤνησεν οὐδέ Κροῖσον”: «Όταν οι φίλοι του τον παρακαλούσαν να μαζέψει χρήματα τους είπε πως αυτά ούτε τον Κροίσο δεν ωφέλησαν καθόλου». «Τῶ αὐτῶ ἐξιόντι ἐπί πόλεμον Ἀριστοτέλης ἔφη “περίμεινον τό τέλειον τῆς ἡλικίας καί τότε πολέμει” ὁ δε ἔφη “φοβοῦμαι, μή περιμένων τό τέλειον τῆς ἡλικίας τήν τῆς νεότητος τόλμαν ἀπολέσω”: «Όταν ο Αλέξανδρος θέλησε να βγει στον πόλεμο, ο Αριστοτέλης του είπε να περιμένει να αποκτήσει την κατάλληλη ηλικία και τότε να πολεμήσει. Κι ο Αλέξανδρος του απάντησε: “Φοβάμαι, μήπως, περιμένοντας την κατάλληλη ηλικία, χάσω την τόλμη της νεότητας”. (Ο Αλέξανδρος) εἰς Ἰλλυρίους παραγενόμενος ἐν τῶ τοῦ Διός ἱερῶ κατιδών γυναῖκα κάλλει διαφέρουσαν ἐκπλαγείς αὐτῆς τήν εὐμορφίαν πολύν χρόνον ἐθεᾶτο. Τοῦ δέ Ἡφαιστίωνος εἰπόντος, ὅτι εἰκότως ἄν παραλάβοι τήν προηρημένην ἔφη “καί πῶς οὐ δεινόν, εἰ ἄλλων ἀκρασίας κολάζειν βουλόμενοι δουλεύοντες ἀκρασίαις ὑπό τῶν ἐκτός ἀνθρώπων φωραθῶμεν;”: «Όταν ο Αλέξανδρος βρέθηκε στους Ιλλυριούς και είδε στο ιερό του Διός μια γυναίκα ξεχωριστού κάλλους, θαύμαζε την ομορφιά της για πολλή ώρα. Στην παρατήρηση του Ηφαιστίωνα, ότι θα ήταν λογικό να την έπαιρνε, του απάντησε: “Αλλά δε θα ήταν φοβερό, αν, ενώ θέλουμε να τιμωρούμε τις ακολασίες των άλλων, μας έβλεπαν να γινόμασταν δούλοι των δικών μας παθών;” «Συμβουλευόντων αὐτῶ πολλῶν καταδουλώσασθαι τήν Ἑλλάδα “Βούλομαι”, ἔφη, “ἐπί πολύν χρόνον χρηστός κληθῆναι ἤ δεσπότης ἐπ’ ὀλίγον”: «Όταν τον συμβούλευαν πολλοί να καθυποτάξει την Ελλάδα, είπε πως θέλει να τον θυμούνται ως σώφρονα ηγεμόνα για πολύ καιρό και όχι ως τύραννο για λίγο» (πρωτότυπο κείμενο σε Sternbach 1887 (1963). Είναι φανερό πως τα παραπάνω γνωμικά, μαζί με τα υπόλοιπα της συλλογής, προβάλλουν το πρότυπο του ενάρετου Αλέξανδρου, του φιλόσοφου –ηγεμόνα, του εγκρατή και μετρημένου, του ευσεβή, του φιλεύσπλαχνου, του γενναιόδωρου, του σκληραγωγημένου, του αλτρουϊστή και φιλάνθρωπου. Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά του καλού και αγαθού ανθρώπου, σύμφωνα με τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και σύμφωνα με τη χριστιανική ηθική. Επομένως, η μορφή του Αλέξανδρου, ως το πρότυπο του ιδανικού ηγεμόνα, ταιριάζει καί στα δύο συστήματα κοσμοθεωρίας, πόσο μάλλον που ο χριστιανισμός, ούτως ή άλλως, άντλησε στοιχεία και αξίες από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ένα ακόμη σημαντικό έργο της βυζαντινής γραμματείας, το λεξικό της Σούδας, στο λήμμα «Αλέξανδρος», μας δίνει αρκετά στοιχεία για την εικόνα που είχαν οι Βυζαντινοί Έλληνες για τον Αλέξανδρο. Διαβάζουμε σε αυτό καταρχάς μια αντιγραφή του εγκωμίου που έπλεξε στον Αλέξανδρο ο Αρριανός (Αρριανός: Z’. 28. 1-2, 29.1, βλέπε κεφάλαιο 2.1.). Τονίζονται ιδιαιτέρως -ανάμεσα σε άλλες- οι προσωπικές του αρετές, η ευσέβεια στους θεούς, η στρατηγική ικανότητά του, η ανδρεία, η εγκράτεια, χωρίς ωστόσο να παραλειφθεί κι ένας ακόμα κοινός τόπος, αρνητικός αυτή τη φορά, το ότι Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 265 δηλαδή, αφού επικράτησε έναντι όλων των εθνών, έχασε το νου του και παραδόθηκε στις ηδονές. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι, εκτός από τον Αρριανό και το Νέαρχο, πηγή της Σούδας φαίνεται να αποτελεί και το Μυθιστόρημα, μια και στη Σούδα συμπεριλαμβάνονται αναφορές που προέρχονται από αυτό, όπως ο γάμος του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη ως κόρη του Δαρείου (ενώ λίγο πιο πάνω αναφέρει –σωστά - πως η Ρωξάνη ήταν κόρη του Οξυάρτη) ή η επίσκεψή του στη βασίλισσα Κανδάκη. 361 Τέλος, επαναλαμβάνεται η εκδοχή της δηλητηρίασής του από τον Κάσσανδρο. O Νικήτας Μάγιστρος το 10 αιώνα, εξόριστος, γράφει πως δεν έχει τα οικονομικά ο μέσα για να θρηνήσει, όπως ο Αλέξανδρος έκανε με τον Ηφαιστίωνα (Luschen 2013: 137). Ο Λέων Διάκονος (10 αιώνας) στην Ιστορία του αναφέρεται αρνητικά σε ος παραδείγματα ανδρών από τη μυθολογία και την ιστορία, οι οποίοι ξεπέρασαν τα όριά τους, θέλοντας να αποκτήσουν θεία υπόσταση, μεταξύ των οποίων βάζει και τον Αλέξανδρο, «που αξίωσε να καλείται γιος του Άμμωνα» (Migne 1864: 777). Ο Μιχαήλ Ψελλός πάλι, που έζησε τον 11 αιώνα, σε μια ανεπίγραφη επιστολή του ο σημειώνει: «…καί εἰ τά τῆς κλεινῆς Έλλάδος χωρία τά πολυάρατα ἤ πολυύμνητα, ἀφ’ ὧν οἱ Μακεδονομάχοι και ἀφ’ ὧν οἱ Φίλιπποι ἐκεῖνοι καί οί Ἀλέξανδροι, οὐκ ἀποχρῶντα σοι εἰς διατριβήν καί διατροφήν, τι ποτ’ ἄν ἄλλο μέρος τῆς Οἰκουμένης ἐς ὑποδοχήν ἐξαρκέση σοι;» (Σάθας 1876: 261). Σε μια άλλη αναφορά του, θέλοντας να εξυψώσει τον Αριστοτέλη και γενικότερα την αξία της φιλοσοφίας, γράφει πως από τον Αριστοτέλη ο Αλέξανδρος πήρε τους νόμους που εφάρμοσε και χάρη στη δική του διδασκαλία διαμόρφωσε το ήθος του και το ψυχικό του σθένος, έτσι ώστε τα τρόπαια των κατορθωμάτων που έστησε, από τον Αίγυπτο ως τον Ευφράτη και τον Ινδό ποταμό, ήταν μάλλον για το δάσκαλό του τον Αριστοτέλη παρά για τον ίδιο. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ψελλό, όλες οι καινοτομίες στη διάταξη και οργάνωση του μακεδονικού στρατεύματος, που εφάρμοσαν ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος, οφείλονταν στον Αριστοτέλη. Στο σημείο αυτό, ο Ψελλός παραθέτει μια εντυπωσιακή και λεπτομερής περιγραφή των τακτικών κινήσεων της μακεδονικής φάλαγγας και καταλήγει: «Καί τι δ’ ἂν τά πλείω λέγοιμι ὦν Ἀριστοτέλης μέν ἐπενόησεν, ἐνεργά δέ δέδειχεν ο Ἀλέξανδρος; (Σάθας 1876:172 -173). Τέλος, θυμίζουμε την επιστολή του Ψελλού με τίτλο Τῶ ἐπί τῶν Δεήσεων, στην οποία και κάνει ρητή αναφορά τόσο στο επεισόδιο της ανάληψης του Αλέξανδρου στον ουρανό με τους γρύπες από την παράδοση του Μυθιστορήματος, όσο και στη συνήθεια του Αλέξανδρου να γέρνει την κεφαλή του (βλέπε το απόσπασμα και την ανάλυσή του στο κεφάλαιο 3.5.3.). Ο Κωνσταντίνος Μανασσής, λόγιος του α΄ μισού του 12 αιώνα, παρουσιάζει στην ου έμμετρη Ιστορική Σύνοψή του το «μέγα Αλέξανδρο» ως κοσμοκράτορα, που όμως στο τέλος έπρεπε κι αυτός να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, μια αναφορά που σίγουρα 361 http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl souda online 15.3.2015
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 266 362 παραπέμπει στο μοτίβο της ματαιότητας και του εφήμερου της ζωής (Muller 2007: 382). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δημώδης ανώνυμη Παγκόσμια Ιστορία, που βασίζεται στο Μανασσή, ωστόσο στο σχετικό με τον Αλέξανδρο χωρίο, προσθέτει ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά στο Μακεδόνα βασιλιά, επιτείνοντας παράλληλα ακόμη περισσότερο το μοτίβο του κοσμοκράτορα: «Οὗτος δὲ ὁ Ἀλέξανδρος, ἀπὸ Μακεδονίας ὁρμήσας / μετά ὁρμῆς ἀκατασχέτου και φρονήσεως βασιλικῆς / κατεκυρίευσε μὲ ἀνδρείαν καὶ σύνεσιν πάντων ἐθνῶν / ἀπόνως καὶ ἐντίμως» . 363 Γίνεται φανερό πως στη μετεγγραφή του Μανασσή στη λαϊκή παράδοση των Βυζαντινών Ελλήνων του 12 αιώνα ενισχύεται το μοτίβο του ενάρετου βασιλιά για ου τον Αλέξανδρο. Ο Νικηφόρος Βασιλάκης πάλι έγραψε ένα ρητορικό έργο, μια ἠθοποιίαν, βασιζόμενος στην ιστορία του Θηβαίου αυλητή Ισμηνία, που ο Αλέξανδρος τον ανάγκασε να παίζει, ενώ γκρεμίζονταν τα τείχη της πόλης του . Σε αυτό ο 364 βυζαντινός λόγιος καταδικάζει τον Αλέξανδρο για την απρεπή πράξη του απέναντι στους ανθρώπους και ειδικά στους Θηβαίους, αλλά και στην ίδια την τέχνη της μουσικής, που την επέβαλε ως συνοδεία του κατεδαφισμού των τειχών, κάτι ανάρμοστο για το ελληνικό ήθος. Μάλιστα φτάνει στο σημείο να τον χαρακτηρίσει «βάρβαρο Μακεδόνα» και ότι δεν μπορεί να κατάγεται από τον Ηρακλή, όπως ο ίδιος περηφανευόταν (Παπαδοπούλου 2007: 202). Έτσι ο Βασιλάκης στο σημείο αυτό γίνεται μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις καταδίκης και αρνητικού χαρακτηρισμού του Αλέξανδρου από κάποιον εκπρόσωπο της βυζαντινής γραμματείας. Ο Ευστάθιος, επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ετυμολογεί την ονομασία του ποταμού Γρανικού από τη «Γραικών νίκη» που πέτυχαν ακριβώς εκεί οι Έλληνες (Γραικοί) με τον Αλέξανδρο κατά των Περσών, οπότε και ο ποταμός ονομάστηκε «γραικόνικος» και τελικά Γρανικός (Παπαδοπούλου 2007: 217). Σε σχόλιά του στο έργο του Διονυσίου του 362 «Οὗτος Περσῶν ἐκράτησεν, οὗτος Ἰνδῶν κατῆρξε, τούτῳ καθυπετάγησαν Συρία καὶ Φοινίκη ἔθνος τε πᾶν καὶ πάσης γῆς χωράρχαι καὶ σατράπαι ἀπ’ ἄκρων τῶν ἀνατολῶν μέχρι δυσμῶν ἐσχάτων. ὡς δὲ καὶ τοῦτον ἄνθρωπον ὄντα θνητὸν τῇ φύσει ἐχρῆν τὸ χρέος τῆς θνητῆς φύσεως ἀποδοῦναι, φάρμακον μὲν συσκευασθὲν γῆθεν αὐτὸν ἁρπάζει…» Οδυσσέας Λαμψίδης, Constantini Manassis Breviarium Chronicum,Ακαδημία Αθηνών 1996, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 363 F. Iadevaia, Historia imperatorum, Messina: EDAS, 2000, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015). 364 Για άλλα επεισόδια από την επίσημη ιστορία του Αλέξανδρου, που αποτελούν σημεία αναφοράς και για βυζαντινούς συγγραφείς, βλέπε Βασιλακοπούλου 1999:1309. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 267 Περιηγητή, αναφέρει πολλές φορές τον Αλέξανδρο, σε συνάρτηση με γεωγραφικές πληροφορίες από μέρη που πέρασε ο Μακεδόνας βασιλιάς, κάνοντας λόγο, για παράδειγμα, για τη θαυμαστή πορεία του και επίσκεψη στο ιερό του Άμμωνα ή την 365 επιθυμία του να κατακτήσει την Αραβία . Ο Νικήτας Χωνιάτης στο έργο του Χρονική Διήγησις αντιπαραβάλλει επίσης τη δράση προσώπων της αφήγησής του με ανέκδοτα από τη ζωή του Αλέξανδρου, όπως η φράση του «τά τῆδε καί τά τῆδε πάντα ἐμά», ή ο ξεσηκωμός του Αλέξανδρου στα όπλα από τη μουσική του αυλητή Τιμόθεου (Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, (Βασιλακοπούλου 1999: 1307-1308). Για τους Βυζαντινούς ο Αλέξανδρος είναι σοφός όπως ο Κύρος, γνωστικός όπως ο Αγησίλαος, λογικός όπως ο Θεμιστοκλής, έμπειρος όπως ο Φίλιππος, γενναίος όπως ο Βρασίδας, οξυδερκής όπως ο Περικλής, ευγενής όπως ο Αχιλλέας, ευλαβής όπως ο Διομήδης, εύγλωττος όπως ο Οδυσσέας. Μαζί με το Δαβίδ αποτελεί το τυπικό παράδειγμα για την πολεμική δεινότητα, δικαιοσύνη, μετριοπάθεια, γενναιοδωρία, μεγαλοψυχία, ευσέβεια, αγάπη για τη φιλοσοφία, καθώς και άλλες αρετές (από Gleixner σε Demandt 2009: 424). Στον Τιμαρίωνα πάλι, σατιρικό κείμενο του 12 αιώνα, ο κεντρικός ήρωας, ο ου 366 Τιμαρίων, κατέρχεται για λίγο στον Κάτω Κόσμο και εκεί, ανάμεσα σε άλλους, συναντά και διάφορους φιλόσοφους, -τον Παρμενίδη, τον Πυθαγόρα, τον Αναξαγόρα, το Θαλή –οι οποίοι φιλοσοφούν με πολύ ήρεμο και γλυκό τρόπο, μέχρι που εμφανίζονται ο Διογένης ο Κυνικός και ο βυζαντινός νεοπλατωνιστής Ιωάννης ο Ιταλός και αρχίζουν οι δυο τους να μαλώνουν. Εκεί, ο ανώνυμος συγγραφέας του Τιμαρίωνα βάζει το Διογένη να λέει σε μια αποστροφή του: «Μιασμένε, ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, που υποδούλωσε ολόκληρη την Ασία, λες και ήταν μια μικρή έπαυλη, όταν με συνάντησε να λιάζομαι στην Κόρινθο στάθηκε κοντά μου και μου μίλησε με κάποιο σεβασμό και ταπείνωση…» (Βλαχάκος 2004 Β: 157). Αυτήν ακριβώς την ανεκδοτολογία από το βίο του Αλέξανδρου τη συναντάμε σε πολλούς βυζαντινούς συγγραφείς. Η τάση αυτή φανερώνει πως τόσο οι ίδιοι οι συγγραφείς όσο και το κοινό στο οποίο 365 K. Müller, Geographi Graeci minores, vol. 2, Paris: Didot, 1861 (repr. Hildesheim: Olms, 1965), πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015). 366 Το εξαιρετικό αυτό κείμενο, που είναι γραμμένο σε διαλογική μορφή, κατά μίμηση των ου πλατωνικών διαλόγων, φαίνεται πως γράφτηκε από έναν σημαντικό Έλληνα λόγιο και γιατρό του 12 αιώνα. Υπάρχουν πλήθος αναφορές στους μεγάλους γιατρούς της αρχαιότητας, Ιπποκράτη, Γαληνό, Ερασίστρατο καθώς και περιγραφές ασθενειών με τα συμπτώματά τους. Παράλληλα ο συγγραφέας επιδεικνύει πνεύμα αρχαιομάθειας, με πλείστες αναφορές στον Όμηρο, στο Λουκιανό, στον Πλούταρχο, στο Θουκυδίδη, στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, αλλά και στους σύγχρονούς του Μιχαήλ Ψελλό και στην Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής. Τέλος, δίνει σπάνιες πληροφορίες για την εμποροπανήγυρη της Θεσσαλονίκης στα πλαίσια των Δημητρίων και γενικότερα αποτελεί πολύτιμη πηγή για την ανθρωπογεωγραφία της εποχής του (βλέπε Βλαχάκος 2004 Β: Εισαγωγή, σελ. 17-38).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 268 απευθύνονταν κατείχαν πολύ καλά τα ζητήματα τα σχετικά με το Μακεδόνα βασιλιά. Ο Αλέξανδρος ήταν οικείος σε όλους, επομένως τα περιστατικά από τη ζωή του ήταν πάντα κατάλληλα προκειμένου ο συγγραφέας ή ο εκφωνητής ενός πανηγυρικού λόγου με την αναφορά τους να πετύχει το σκοπό του. Έτσι και ο Μιχαήλ Χωνιάτης, αρχιεπίσκοπος Αθηνών, στη Μονωδία του για τον αρχιεπίσκοπο Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, χρησιμοποιεί δύο φορές παρομοιώσεις παρμένες από την ιστορία και τη μετά θάνατον πρόσληψη του Αλέξανδρου – με την υιοθέτηση της περσικής βασιλικής ενδυμασίας και με τη θεώρηση του Πύρρου ως «Νέου Αλέξανδρου» από τους Ηπειρώτες – προκειμένου να εξάρει τη ρητορική δεινότητα του Ευσταθίου (Migne 1865 Γ΄: 345, 347). Ο λόγιος Ευθύμιος Τορνίκης, σε έναν εγκωμιαστικό του λόγο για τον Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό –Άγγελο (1195-1203), τον αντιπαραβάλλει με τον Αλέξανδρο ως προς την ετοιμότητἀ του για αγώνες και το πολεμικό του ήθος, θυμίζοντας την ιστορία του αυλητή Τιμόθεου, ότι δηλαδή η μουσική του δε θα ξεσήκωνε τον Αλέξανδρο για μάχη, αν αυτός, ούτως ή άλλως, «πρός μάχας ἔτοιμος ἧν καί πρός πολέμους θυμοειδής τε καί σύντονος καί Ἄρης ὄντως ἐμπύριος» (πρωτότυπο κείμενο σε Darrouzes 1968: 57). Ο λόγιος αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (μέσα 13 αιώνα) στο έργο του Της ου Φυσικής Κονωνίας Λόγος Τέταρτος προβαίνει σε μια αντιπαραβολή του Αλέξανδρου και του Μάρκου Αυρήλιου στη βάση της αντιπαραβολής της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη και της ρητορικής του Ερμογένη. Αφού πρώτα χαρακτηρίζει και τους δύο ως «σοφούς και μεστούς παιδείας βασιλείς», επισημαίνει την επιρροή του Αριστοτέλη στον Αλέξανδρο και του Ερμογένη στο Μάρκο Αυρήλιο, ταυτίζοντας τους δύο πρώτους με τη φιλοσοφία και τους δεὐτερους με τη ρητορική (Migne 1865 Γ΄: 1355). Αλλού, αναφερόμενος στις επιδρομές των Βουλγάρων στη Μακεδονία κάνει λόγο για τη γη «του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου» και χαρακτηρίζει τη νίκη του εναντίον τους ως «κατόρθωμα ελληνικής ανδρείας». Ακόμα, στην απαντητική επιστολή που ο Θεόδωρος έστειλε στο Γεώργιο Μουζάλωνα σχετικά με την αξία της φιλίας του ηγεμόνα προς τους υπηκόους του (βλέπε και κεφ. 3.3) ξεχωρίζει, ως ανώτερη αρετή του Αλέξανδρου, την κριτική, λογική σκέψη του («τῇ τοῦ λόγου κριτικῇ ἐνεργείᾳ») και εκθειάζει τον Αλέξανδρο για την ειλικρινή φιλία με την οποία τίμησε τους οικείους του -«διό καί πλέον έκ τῆς τοιαύτης τιμῆς τῶν φίλων αὐτοῦ ἄδεται καί θαυμάζεται, ἤ ἐκ τῆς τῶν κατορθωμάτων τούτου μεγαλειότητος και θειότητος» -, φίλοι που, ομόγνωμοι και ομόψυχοι, μπορεί να απείχαν από την αρμονία του «Αρεϊκού ψυχισμού του», ωστόσο μπορούσαν να διεκπεραιώνουν τα «βουλητά τῆς αὐτῆς Ἑρμαϊκῆς κεφαλῆς». Στο τέλος της επιστολής του επανέρχεται στο «Μέγα Αλέξανδρο» και «μέγα δεσπότη», όπως τον χαρακτηρίζει, με την «ηρωϊκή ψυχή», για να τον αναδείξει ως πρότυπο φιλίας ηγέτη προς υπήκοο: Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 269 «…καί γάρ ἔδωκε καί ἀντέλαβεν, ὅτι καί πρότερον λαβών ἐδωρήσατο και δούς φιλίαν αὐτός δουλείαν καί φιλίαν δούλων καί φίλων συνεισηνέγκατο. Τά γάρ ἐκείνων πρός τόν μέγαν Ἀλέξανδρον τοιαῦτα εἰσι: πίστις ἀθόλωτος, ἀγάπη ἀμόλυντος, ὑπόληψις ἀνεπίληπτος…..Διά ταῦτα πάντα τούτους ὁ γεννάδας ἐκεῖνος οἱονεί ὡς αἰσθήσεις τοῦ οἰκείου ἡμίθεου σώματος ἀπετέλεσε καί μέντοι γε καί ὅρασιν καί ἀκοήν καί ὄσφρησιν καί γεῦσιν καί ἁφήν τούτους, ὡς εἰπεῖν, ἑαυτοῦ χρηματίζοντας ὠκειώσατο καί τό καταθύμιον ἀπεπλήρωσεν…» 367 Είναι ομολογουμένως εντυπωσιακό πως η αλεξανδρολατρία του Λάσκαρη τον οδηγεί σε ρητές αναφορές στη «θεϊκή» φύση του Αλέξανδρου (θειότητα, ημίθεο σώμα), έστω και στο πλαίσιο της εγκωμιαστικής διάθεσής του, αλλά εξίσου εντυπωσιακή είναι και η αναφορά για την «οικείωση» του Αλέξανδρου με τους φίλους του, η οποία φέρνει στο νου την αντίστοιχη οικείωση του Χριστού με τους μαθητές του και γενικότερα τους πιστούς χριστιανούς. Στην παλαιολόγεια περίοδο, ο ησυχαστής Ιωσήφ Καλοθέτης σε επιστολή που στέλνει στο Μεγάλο Λογοθέτη Μετοχίτη Κυρνικηφόρο τον καλεί να μιμηθεί τη σωστή στάση του Αλέξανδρου, βασιζόμενος σε μια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αναφορά της αλεξάνδρειας παράδοσης για τον Αλέξανδρο. Ο λόγιος και λατινιστής Μάξιμος 368 Πλανούδης σε επιστολή του στο Ζαρίδη κύριο Ιωάννη αναφέρεται στον Αλέξανδρο με στόχο την παραίνεση, γράφοντας πως αυτός «έτεινε» προς τον Αριστοτέλη παρά προς το φυσικό του πατέρα, το Φίλιππο, για να συμπληρώσει, απευθυνόμενος στον Ιωάννη: «σοί δέ οὐ μικρός ἔπαινος, εἰ πρός Ἀλέξανδρον τείνεις». Ο Θεσσαλονικιός λόγιος Θωμάς 369 Μάγιστρος πάλι, γύρω στις αρχές του 14 αιώνα, στον προσφωνητικό λόγο του προς ου το Μέγα Στρατοπεδάρχη Άγγελο, τον αντιπαραθέτει με τον Αλέξανδρο ως προς τη φήμη της φιλανθρωπίας που είχαν και οι δύο και μάλιστα χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο φίλο του Άγγελου (PG 145, 377). Ακόμα, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς το 14 αιώνα, κάνει αναφορά στον Αλέξανδρο ως ο παράδειγμα κατακτητή της ανατολής . Πολλές αναφορές κάνει στον Αλέξανδρο και ο 370 Νικηφόρος Γρηγοράς, αλλά και άλλοι βυζαντινοί θεολόγοι - συγγραφείς, όπως ο 367 L. Tartaglia, \"L'opuscolo De subiectorum in principem officiis di Teodoro II Lascaris,\"Δίπτυχα 2 (1980-1981): 196-209, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015). 368Δ. Γ. Τσάμης, Ἰωσὴφ Καλοθέτου συγγράμματα -Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοὶ Συγγραφεῖς, Θεσσαλονίκη, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, 1980, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu 369 P.L.M. Leone, Maximi Monachi Planudis Epistulae [Classical and Byzantine Monographs18. Amsterdam: Hakkert, 1991, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 370 Β.Φανουργιάκης, Κείμενα της Αιχμαλωσίας, στο «Γρηγορίου του Παλαμά συγγράμματα», τόμος 4,επιμέλεια Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1988, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 270 Ιωσήφ Καλόθετος και ο Μανουήλ Καλέκας. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς μάλιστα, σε μια επιστολή του στο 1347/48 προς τον ηγούμενο Μάξιμο της Μονής στο Χορτιάτη, κοντά στη Θεσσαλονίκη, αναφέρει τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε συνάρτηση με το Μυθιστόρημα του Ψευδο-Καλλισθένη. Συγκεκριμένα, λέει ότι ο Αλέξανδρος, που κατέκτησε την Ασία μην αφήνοντας τίποτα αθέατο –απότομους βράχους, υπόγεια σπήλαια (βλέπε την ψευδο-καλλισθένεια κάθοδο του Αλέξανδρου στο σπήλαιο των νεκρών βασιλιάδων και του Σάραπι), «υπερνέφελα όρη» (βλέπε το επεισόδιο της ανάληψης) –, απέφυγε να δει ανθρώπους ανθεκτικότερους στα πάθη από τον ίδιο, υπονοώντας ίσως τους Βραχμάνες, γιατί φοβόταν μήπως απωλέσει το «ουρανομήκες κλέος» του. 371 Σε άλλη πάλι επιστολή πρν το Μάξιμο, χρησιμοποιεί την ιστορία του Αλέξανδρου ως παραβολή, προβάλλοντάς τον ως πρότερο κοσμοκατακτητή που στη συνέχεια ντροπιάστηκε στους Μακεδόνες, ενδεδυμένος τα περσικά ήθη και ιμάτια. Επιπλέον, ο Γρηγοράς, σε επιστολή στο δάσκαλό του Θεόδωρο Μετοχίτη, επαινεί τον Αλέξανδρο για την πράξη του να φυλάξει τα ομηρικά έπη σε πολύτιμο σκεύος από τους θησαυρούς του Δαρείου, σαν κάτι πολυτιμότερο και από ολόκληρη την Ασία ή «τον πατέρα του Άμμωνα». Σε μια ακόμη επιστολή στον Αλέξιο Ταρχανιώτη το Φιλανθρωπινό επαινεί και πάλι τον Αλέξανδρο, όχι τόσο για τις νίκες του έναντι των βαρβάρων σε Ευρώπη και Ασία, αλλά, όπως γράφει, για τη σοφία του, που φανερώθηκε σε δύο πράξεις του, στο να χύσει το νερό που του πρόσφεραν στην έρημο και στο να προβάλλει τους φίλους του ως τους θησαυρούς του κόσμου. Επίσης, ο πατριάρχης 372 Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος, στο λόγο του προς τιμή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά θυμάται τις μάχες και τις νίκες του Αλέξανδρου σε ανατολή και δύση (Καραθανάσης 1992: 100, 102-103, Karathanasis 2000: 113-114). Ο Θεόδωρος Μετοχίτης αναφέρεται συχνά στο Φίλιππο και στον Αλέξανδρο, εξετάζοντας όμως τους αγώνες τους στοχαστικά και στη λογική της ματαιότητας του επίγειου κόσμου, παραλληλίζοντας την τύχη της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου με το μέλλον του Βυζαντίου έναντι του οθωμανικού κινδύνου. Μάλιστα, στο έργο του Διήγησις περί τῶν καθ’ ἑαυτόν, αναφέρεται στον Αλέξανδρο ως «κτίστην τόν μέγαν Μακεδόνων βασιλέα», αναφορά που αποδεικνύει την επιβίωση του προσωνυμίου «κτίστης» στους ύστερους βυζαντινούς συγγραφείς. Ακόμα, στο λόγο του Βυζάντιος ο Μετοχίτης επιμένει στη διάσταση του κτίστη Αλέξανδρου, καθότι τον εξυμνεί για την ίδρυση της Αλεξάνδρειας («…καί αὐτός Ἀλέξανδρος τῶν αὐτῶν διά τήν πόλιν τυγχάνει καί δικαίως…τοσοῦτον τοῦ πράγματος εἰς τόν βίον γενόμενος ἐπιτυχής…»). Σε άλλο πάλι σημείο του λόγου του τονίζει την «τύχην τοῦ πολιστοῦ» της Αλεξάνδρειας. Πάντως, 371 P.L.M. Leone, Nicephori Gregorae Epistulae, Matino: Tipografia di Matino, 1982-1983, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. 372 Ο.π. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 271 ανάλογη οπτική «ματαιότητας» με του Μετοχίτη απέναντι στον Αλέξανδρο έχει και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς (Καραθανάσης 1992: 100, 102-103, Παναγιώτου 2007: 621, Πολέμης 2013: 201, 457). Η αντιπαραβολή σπουδαίων προσώπων με τον Αλέξανδρο στο Βυζάντιο αποκτά και τις θρησκευτικές της διαστάσεις, κάτι που άλλωστε, όπως είδαμε, συντελέστηκε ήδη από τα χρόνια του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και τη σύγκριση του Αλέξανδρου με τον ίδιο το Χριστό (βλέπε κεφάλαιο 2.1): ακολουθώντας την ίδια οδό, στον πανηγυρικό λόγο με τίτλο Εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα και Μυροβλήτην Δημήτριον, που έγραψε για τον πολιούχο της Θεσσαλονίκης κάπου ανάμεσα στα 1320-1330 ο λόγιος Νικηφόρος Γρηγοράς, κάνει συχνές αναφορές στο Μέγα Αλέξανδρο, παραθέτοντας πολλά ανεκδοτολογικά στοιχεία από τη ζωή του –αξιοποιώντας ως πηγή τον Πλούταρχο - και συγκρίνοντάς τον με τον Άγιο Δημήτριο, με σκοπό βέβαια να ανυψώσει τον δεύτερο. Αναφέρει, για παράδειγμα, πως ο Αλέξανδρος φοβόταν μήπως ο πατέρας του Φίλιππος κατορθώσει τα πάντα και δεν αφήσει τίποτα γι’ αυτόν, αναφορά παρμένη από τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος, 5). Γράφει ακόμη ο Γρηγοράς: «..ο Αλέξανδρος είχε κάνει στάδιο των αγώνων του την Ευρώπη μαζί και την Ασία και με τα πολεμικά του κατορθώματα σύνδεσε τις ηπείρους και παρείχε μεγάλο θόρυβο στην ακοή των ανθρώπων, ο θόρυβος όμως δεν είχε μακρόχρονα αποτελέσματα, αλλά η προσωρινή δόξα έχει σύντροφο το θάνατο και σκέπασε τη μετέπειτα φήμη του….». Τον αναφέρει ακόμη – ανάμεσα στ’ άλλα - ως θαυμαστή της σοφίας του Διογένη και παράλληλα τονίζει την «τῶ πανταχῆ τῆς οἰκουμένης πολεμικῶν ἐκείνου τροπαίων περιφάνειαν». Επιπλέον σημειώνει ότι η Αλεξάνδρεια ευτύχησε να έχει οικιστή τον αδερφό της Θεσσαλονίκης, το Μέγα Αλέξανδρο. Τέλος, επισημαίνει πως από το νεκρό σώμα του Δημητρίου ευωδίαζε, σε αντίθεση με την αντίστοιχη –ψεύτικη, όπως λέει –φήμη για το νεκρό Αλέξανδρο (Λαούρδας 1960: 83-91, σχόλια 134-145, Βλαχάκος 2004 Α: 194, 208, 214, 216, 218, 236) . Οπωσδήποτε, διακρίνουμε στα γραφόμενα του Γρηγορά το μοτίβο της 373 373 Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που συνδέουν στενά τον πολιούχο άγιο της Θεσσαλονίκης Δημήτριο με την παράδοση του μακεδονικού ελληνισμού: ο Θεσσαλονικιός λόγιος Νικόλαος Καβάσιλας αναφέρει για τους γονείς του αγίου Δημητρίου: «τῶ μέν γένει ἦσαν Μακεδόνων κράτιστοι, τῆ δέ χρηστότητι καί πάντων Ἑλλήνων» (Πολίτης 1901:11). Ένα ακόμα μοναδικό τεκμήριο με έντονο συμβολισμό προέρχεται από το χώρο της τέχνης και συγκεκριμένα από ψηφιδωτή παράσταση του αγίου ανάμεσα σε τέσσερις κληρικούς από τη βασιλική του αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, παράσταση που χρονολογείται στα τέλη του 7 ή στον 8 αιώνα (Μπακιρτζής 1998: 60). Στο ψηφιδωτό αυτό ο άγιος αναπαρίσταται με ο ου στρατιωτική στολή, ο θώρακας της οποίας φέρει πιθανότατα ως κεντρικό σύμβολο το αρχαίο μακεδονικό οκτάκτινο αστέρι με στιγμές κυκλικά, μοτίβο που θυμίζει τις αρχαίες μικρογραφικές αναπαραστάσεις μακεδονικών ασπίδων με την ίδια διακόσμηση (βλέπε εικόνα 32). Ο άγιος Δημήτριος, σύμφωνα με τη θεολογικήν παράδοση και τα «θαύματα του αγίου Δημητρίου», υπήρξε πρόμαχος της Θεσσαλονίκης εναντίον των Σλάβων, που επανειλημμένα την πολιόρκησαν και αποκρούστηκαν χάρη στην επέμβασή του. Στο ψηφιδωτό αναπαρίσταται πάνω στα τείχη της πόλης, να αγκαλιάζει με τα χέρια
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 272 ματαιότητας των μεγαλείων για τον Αλέξανδρο, μαζί με αυτό του ανίκητου, του κοσμοκράτορα και του κτίστη (οικιστής Αλεξάνδρειας). Μάλιστα, ως προς το μοτίβο της ματαιότητας, ο Γρηγοράς κάνει μια παρομοίωση που είναι σχεδόν όμοια με αυτήν των ιαμβικών στίχων της παραλλαγής Γ΄ (βλέπε υποσημείωση 240) και με κοινή ρίζα και των δύο εκφράσεις από τη Βίβλο και τους ψαλμούς: «ἀλλ’ ἡ παροῦσα δόξα…συνετεθνήκει γάρ εὐθύς ἐκείνω πᾶσα, καθάπερ ἄνθος ἀπό γῆς καί μικρά τήν ὄψιν τέρπον κρίνον έξ αγροῦ…» (Βλαχάκος 2004 Α: 236). Ακόμα, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος συγκρίνει τον Άγιο Δημήτριο με το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, σημειώνοντας ότι μοιράζονται την ίδια καταγωγή, την ίδια πόλη, την ίδια δόξα και την ίδια επίδραση στους συμπατριώτες τους (Καραθανάσης 1992: 100 - 103, Karathanasis 2000: 113-114). Μία ακόμη αξιοσημείωτη αναφορά σχετική με τον Αλέξανδρο των αρχών του 15 ου αιώνα είναι αυτή του Κωνσταντινουπολίτη λόγιου Μανουήλ Χρυσολωρά (1355-1415) στο Λόγο κατ’ επιστολήν προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, που συντάσσει το καλοκαίρι του 1414 (Πατρινέλη –Ζοφιανού 2001: 16-19). Εκεί, ανοίγοντας το θέμα της εθνικής ονομασίας και καταγωγής των Ελλήνων του Μεσαίωνα, ο Χρυσολωράς γράφει: «Μεμνώμεθα οἵων ἀνδρῶν ἒκγονοι γεγόναμεν, εἰ μέν βούλοιτό τις λέγειν τῶν προτέρων καί ἀρχαιοτέρων, λέγω δή τῶν πρεσβυτάτων καί παλαιῶν Ἑλλήνων….τῶν μετ’ ἐκείνους γενομένων ἡμῖν προγόνων, τῶν παλαιῶν Ρωμαίων, ἀφ’ ὦν νῦν ὀνομαζόμεθα…ὥς τε καί τήν ἀρχαίαν ὀνομασίαν σχεδόν ἀποβαλεῖν. μᾶλλον δέ ἂμφω τούτω τῶ γένει ἐφ’ ἡμῖν δήπου συνελήλυθε καί εἲτε Ἕλληνας βούλοιτο τίς λέγειν εἲτε Ρωμαίους, ἡμεῖς ἐσμέν ἐκεῖνοι καί τήν Ἀλεξάνδρου δέ καί τῶν μετ’ ἐκείνων ἡμεῖς σώζομεν διαδοχήν. Μεμνώμεθα δή τῶν προγόνων ἡμῶν ἐκείνων καί μή τοῖς καθάρμασιν, ἄλλως τε καί τῆς ἀληθοῦς πίστεως ἐχθροῖς, βουλώμεθα ἐκείνοις ὑποπίπτειν». (Πατρινέλη –Ζοφιανού 2001:117). («Ας θυμηθούμε ποιανών ανδρών απόγονοι γίναμε, αν κάποιος θα ήθελε να αναφερθεί στους προγενέστερους και αρχαιότερους, αναφέρομαι λοιπόν εγώ στους πρεσβύτατους παλαιούς Έλληνες… και σε αυτούς, που κοντά σε εκείνους, έγιναν επίσης πρόγονοί μας, στους παλαιούς Ρωμαίους, απ’ τους οποίους ως σήμερα ονομαζόμαστε …έτσι ώστε να έχουμε σχεδόν αποβάλει την αρχαία μας ονομασία. Μάλλον όμως η καταγωγή μας έγκειται καί στα δύο του προστατευτικά τους κληρικούς που τον περιστοιχίζουν, όπως ακριβώς αναπαρίσταται να κάνει και σε άλλο ψηφιδωτό. Είναι πιθανόν πως για την ενίσχυση του συμβολισμού του προστατευτικού – πατριωτικού του ρόλου προστέθηκε το αρχαίο μακεδονικό αστέρι, το οποίο, κατά τα φαινόμενα, επανήλθε στις ψηφιδωτές αναπαραστάσεις του Αγίου Δημητρίου στο ναό του ακριβώς ως σύμβολο ισχύος και παράδοσης. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 273 αυτά γένη και είτε Έλληνες θα ήθελε να μας αποκαλέσει κάποιος είτε Ρωμαίους, εμείς είμαστε εκείνοι και εμείς κρατάμε από τον Αλέξανδρο και τους διαδόχους του. Ας θυμόμαστε λοιπόν αυτούς τους προγόνους μας και ας μην θέλουμε να υποκύψουμε στα καθάρματα, τους εχθρούς της αληθινής πίστης, αλλά καλύτερα να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας ώστε να μην συμβεί αυτό»). Εδώ ο Χρυσολωράς τονίζει την καταγωγή των Ελλήνων του μεσαίωνα πρωτίστως από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Ρωμαίους, τους οποίους ο ίδιος διαχωρίζει ως γένος. Ωστόσο το σημαντικό για τον ίδιο δεν είναι η ονομασία, αλλά η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού - ήμεῖς ἐσμέν ἐκεῖνοι – η οποία εξασφαλίζεται διότι οι σύγχρονοί του είναι διάδοχοι του Αλέξανδρου και των επιγόνων του, κάτι που ο Χρυσολωράς εμφαντικά τονίζει με περηφάνια. Επομένως, για άλλη μια φορά, ο Αλέξανδρος νοείται ως αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας και σύμβολο του μεγαλείου του ελληνισμού. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική αναφορά ενός Έλληνα του τέλους του Μεσαίωνα για την καταλυτική συμβολή του Αλέξανδρου στην ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Επίσης, ξανά ο Αλέξανδρος εμμέσως πλην σαφώς προβάλλεται και από το Χρυσολώρα ως σύμβολο αντίστασης κατά των Τούρκων, μια και η αναφορά τους με διόλου κολακευτικά λόγια και η προτροπή αντίστασης εναντίον τους ακολουθεί την αναφορά της υπόμνησης των προγόνων, σύμβολο των οποίων είναι ο Αλέξανδρος. Σε άλλο σημείο του λόγου του πάλι ο Χρυσολωράς αναφέρεται επικριτικά για τον Αλέξανδρο σε ό,τι έχει να κάνει με τη συμπεριφορά του Μακεδόνα βασιλιά απέναντι στον πατέρα του, υπονοώντας προφανώς την «άρνηση» ης πατρότητάς του από το Φίλιππο και την προβολή της «θεϊκής» καταγωγής του. Επιπρόσθετα, αναφέρει ότι ως προς αυτό το ζήτημα, δηλαδή του σεβασμού προς τους γονείς, ο Αλέξανδρος αποδείχτηκε κακός μαθητής του Αριστοτέλη, αν και σε άλλα θέματα τον άκουγε περισσότερο και από το Φίλιππο. Τέλος, στον ίδιο λόγο –επιστολή, με την οποία ο Χρυσολωράς κάνει παρατηρήσεις πάνω στον επιμνημόσυνο λόγο του Μανουήλ Παλαιολόγου προς τιμήν του αδερφού του Θεόδωρου Παλαιολόγου, Δεσπότη του Μυστρά, ο Έλληνας λόγιος τονίζει πώς καλώς ο αυτοκράτορας Μανουήλ αντιπαραβάλλει το Θεόδωρο με τον Αλέξανδρο, τον Κύρο και τον Πύρρο, «μεγιστους ήρωες». Του τονίζει μάλιστα πως με τον επιμνημόσυνο λόγο του πρέπει να αποδώσει την εικόνα του Θεόδωρου «καλύτερα απ’ ό,τι έκαναν ο Λύσιππος και ο Απελλής για τον Αλέξανδρο» (Πατρινέλη –Ζοφιανού 2001: 11, 96, 125). Ο λόγιος αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος σημειώνει στο διάλογό του μετά τινός Πέρσου τήν ἀξίαν Μουτερίζη ἐν Ἀγκύρα τῆς Γαλατίας πως ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να κυριεύσει τα άλλα έθνη όχι με τη δύναμή του, το μέγεθος του στρατού του ή τον πλούτο του αλλά με την ευσέβειά του, την υπομονή του και τη θέληση της ψυχής του. Σε επιστολή που στέλνει στο Τζώρτζιο Γατελούζι εκθειάζει τον Αλέξανδρο για τις
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 274 374 αρετές του και τον προβάλλει ως πρότυπο χρηστής συμπεριφοράς. Ο λόγιος Δημήτριος Κυδώνης αναφέρεται επίσης πολύ συχνά στον Αλέξανδρο. Σε επιστολή του, ανάμεσα στο 1343-1344 προς τον Ιωάννη Καντακουζηνό, τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο, ενθυμούμενος τη μουσική του αυλητή Τιμόθεου, που ξεσήκωσε τον Αλέξανδρο, όπως αυτός ελπίζει να ξεσηκώσει τον Καντακουζηνό με τα γράμματά του . Σε άλλες επιστολές του –ανάμεσα σε αυτές και μία προς το Θεσσαλονικιό 375 μαθητή του Ραδηνό - κάνει λόγο πάλι για το επεισόδιο του Αλέξανδρου με το μουσικό Τιμόθεο, για τις δόξες του ελληνισμού στα χρόνια του Μακεδόνα βασιλιά, για τη γενναιότητα των Μακεδόνων, ενώ απευθυνόμενος στο Μανουήλ Παλαιολόγο εύχεται ο Θεός να του δώσει «τήν τοῦ Μακεδόνος τύχην ἐν οἶς στρατηγεῖ», εννοώντας βεβαίως την τύχη του Αλέξανδρου (Καραθανάσης 1992: 100, 102-103, Karathanasis 2000: 113-114, Μηνάογλου 2013: 36 ). Από την Πελοπόννησο, το φθινόπωρο του 1371, αποστέλλει γράμμα στο δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνό, στο οποίο και πάλι αναφέρεται στην ακμή των Ελλήνων στα χρόνια του Αλέξανδρου, σε αντιπαραβολή με την παρακμή και τα αποκαρδιωτικά σημάδια που βλέπει ο ίδιος γύρω του. 376 Ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός εντοπίζει την αιτία της εχθρότητας των Τούρκων έναντι των Ελλήνων στις νίκες που είχε πετύχει ο Αλέξανδρος έναντι των…προγόνων των Τούρκων, των Παραπαμισάδων, στο Συμβουλευτικό προς δεσπότην Θεόδωρον περί της Πελοποννήσου (γύρω στο 1415). Είναι για άλλη μια φορά ολοφάνερο πως στη συνείδηση των Ελλήνων λογίων του Βυζαντίου ο Αλέξανδρος και το παρελθόν του ανήκει στην ιστορία της Ελλάδας: «… (οι βάρβαροι)…Παραπαμισάδαι μέν τό πάλαι ὂντες, ὑπό δέ Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου καί τῶν μετ’ ἐκείνου Ελλήνων ἐπιβουλευθέντες τε καί κρατηθέντες, πάρεργον τῆς ἐς Ἰνδούς τότε παρόδου δίκας νῦν ἡμᾶς ταύτας διά μακροῦ μέν, πολλαπλασίας δέ τῶν ὑπηργμένων εἰσπράττουσιν, Έλληνας ὂντας, καί νῦν, πολλαπλασίαν τήν δύναμιν κεκτημένοι ἢ ἡμεῖς, τά ἒσχατα περί ἡμῶν βουλευόμενοι ἑκάστοτε διατελοῦσιν» . (PG 160, 844). 377 374 G.T. Dennis, The Letters of Manuel II Palaeologus [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Washingtonensis 8. Washington, D.C.: Dumbarton Oaks, 1977, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 375 R.-J. Loenertz, Démétrius Cydonès, Correspondance [Studi e Testi 186. Vatican City: Biblioteca Apostolica Vaticana, 1956, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 376 Ο.π. ο 377 Την άποψη αυτή του Γεμιστού επαναλαμβάνει λίγο αργότερα στο 15 αιώνα και ο Θεόδωρος Γαζής, βλέπε Μηνάογλου 2012: 63. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 275 Μάλιστα, στον ίδιο λόγο ο Πλήθων συνδέει άμεσα τη ρωμαϊκή με τη μακεδονική αρχή, αναφέροντας τους πρώτους ως νικητές αλλά και κληρονόμους των δεύτερων και δικαιολογώντας έτσι και την επιθετική πολιτική των Περσών κατά των Ρωμαίων, αφού «οι Πέρσες είχαν υποδουλωθεί στον Αλέξανδρο και στους Έλληνες». Στη συνέχεια επιχειρεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην αρχαία δόξα των Ελλήνων, ξεκινώντας από τον Ηρακλή, για να συνεχίσει με τους Λακεδαιμόνιους, τον Επαμεινώνδα και καταλήγοντας στον Αλέξανδρο, ο οποίος, «παιδευθείς τῶ πατρί Φιλίππω καί ἔτι Ἀριστοτέλει, Ἑλλήνων τε ἡγεμών καί τῆς Ἀσίας βασιλεύς κατέστη…» (PG 160, 844-845). Σε μια ανώνυμη έμμετρη μονωδία του 15 αιώνα για την άλωση της ου Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430) γίνεται αντιπαραβολή του φοβερού γεγονότος με την άλωση και την καταστροφή της Θήβας από τον Αλέξανδρο. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι το ότι η Θεσσαλονίκη αναφέρεται ως «Φιλίππειο άστυ» (Λάμπρος 1908: 372). Είναι ενδιαφέρουσα η επισήμανση ότι οι βυζαντινοί ιστορικοί της άλωσης συνέκριναν το Μωάμεθ, τον Πορθητή της πόλης, με το Μέγα Αλέξανδρο. Ο Δούκας, περιγράφοντας το τέχνασμά του να μεταφέρει τα πλοία δια ξηράς και να τα ρίξει στον Κεράτιο κόλπο κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, τον χαρακτηρίζει «νέο Μακεδόνα». Ο Σφραντζής σημειώνει πως ο Μωάμεθ αγαπούσε να διαβάζει για τα κατορθώματα και το βίο του Αλέξανδρου, του Οκταβιανού, του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου. Ακόμα, ο Κριτόβουλος, θαυμαστής του Μωάμεθ, σε επιστολή που του γράφει, αναφέρει πως οι μέγιστες πράξεις του δεν υπολείπονται καθόλου αυτών του Αλέξανδρου (Παναγιώτου 2007:835, 877, 919). Η παράδοση του αρχαίου ελληνισμού στη Μακεδονία βέβαια δεν εξαντλείται μόνο στον Αλέξανδρο και το Φίλιππο. Ενδεικτικά, αξίζει να καταγραφεί, έστω και με κάποια επιφύλαξη, η αναφορά του Άγγλου περιηγητή του 14 αιώνα Sir John Maundeville, ου ότι στη γενέτειρα του Αριστοτέλη, τα Στάγειρα (Strages) στη Χαλκιδική, γύρω από ένα βωμό που ήταν στημένος πάνω στον τάφο του γίνονταν κάθε χρόνο μια πανηγυρική γιορτή, σαν να ήταν άγιος. Μάλιστα εκεί στον τάφο πήγαιναν και έκαναν τις συνελεύσεις τους οι δυνατοί του οικισμού, θεωρώντας ότι εκεί θα τους ερχόταν καλύτερη έμπνευση (Βακαλόπουλος 2008: 100-101).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 276 3.5. Ο Μέγας Αλέξανδρος στη βυζαντινή τέχνη 3.5.1. Μετάλλια, δίσκοι, λίθοι και η στήλη του Ηράκλειου - Αλέξανδρου Κατά τους πρώιμους αιώνες της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των διαδόχων του, η μορφή του Αλέξανδρου επιβίωσε σε πολύτιμα μετάλλια, τα conntorniati, όπως ήδη αναφέρθηκε (βλέπε κεφάλαιο 2.8). Φαίνεται πως το αλεξάνδρειο πρότυπο της αυτοκρατορικής εικονοποιΐας επιβίωσε ακόμα και σε μεταγενέστερους χρόνους. Για παράδειγμα, ένα χαμένο σήμερα χρυσό μετάλλιο του Ιουστινιανού Α΄ (527-565) αναπαριστούσε στη μία του όψη τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό σε προφίλ ¾ με κράνος, διάδημα και δόρυ με ασπίδα, κατά τα πρότυπα του Αλέξανδρου κοσμοκράτορα από τα χρυσά μετάλλια του Αμπουκίρ. Αντίστοιχα, στην άλλη πλευρά, αναπαρίσταται ο έφιππος Ιουστινιανός να καθοδηγείται από μια νίκη . Σε ένα σόλιδο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ΄ (668- 378 685) απεικονίζεται ακριβώς η προτομή του αυτοκράτορα στραμμένη δεξιά κατά ¾, με θώρακα, κράνος, διάδημα, ασπίδα και δόρυ (Νικολάου 2001: 92-93), μία ακόμα επιβίωση του επί μακρόν ενταγμένου στην αυτοκρατορική ρωμαϊκή –βυζαντινή παράδοση μοτίβου του Αλέξανδρου –κοσμοκράτορα. Οι παραπάνω παραστάσεις βέβαια απλώς υιοθετούν τους τύπους του Αλέξανδρου, όπως ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με παραστάσεις κυνηγιού κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Το αλεξάνδρειο πρότυπο στην εικονογραφία του κυνηγιού, που ξεκινά αρκετά πρώιμα με την τοιχογραφία στην πρόσοψη του τάφου της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα και συνεχίζεται μέσα από ποικίλες αναπαραστάσεις, ανάμεσα στις οποίες και τα χρυσά μετάλλια του Αλέξανδρου –κυνηγού από την Ταρσό (βλέπε κεφάλαια 2.3, 2.5), δείχνει να συνεχίζεται και στην πρώιμη βυζαντινή τέχνη, χωρίς να είναι ωστόσο απόλυτα σαφές το αν ο εικονιζόμενος κυνηγός είναι όντως ο Αλέξανδρος ή μια πιο αφηρημένη απεικόνιση του ιδανικού κυνηγού –και ενδεχομένως αυτοκράτορα - στο πρότυπο του Αλέξανδρου. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ασημένιος δίσκος με παράσταση έφιππου διαδηματοφόρου κυνηγού με δόρυ να καταβάλλει λιοντάρια μαζί με τοξότη που φέρει στην κεφαλή φρυγικό σκούφο (συλλογή Dumbarton Oaks) . Σε κάθε περίπτωση, το βασιλικό 379 κυνήγι θεωρείται ότι αποδίδει συμβολικά τη νίκη, το θρίαμβο του καλού έναντι του κακού. Επιπλέον, φαίνεται πως το συγκεκριμένο πρότυπο υιοθετήθηκε και για τους 378 Πρόκειται για μετάλλιο που κόπηκε ως αναμνηστικό της κατάκτησης του βασιλείου των Βανδάλων και ισοδυναμούσε με 36 χρυσούς σόλιδους (Georganteli 2008: 385, εικόνα σελ. 85). 379 Greek Mythology in Byzantine Art, Dumbarton Oaks Collection, πίνακας VI,5. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 277 βυζαντινούς αυτοκράτορες, που γίνονται κι αυτοί έτσι ήρωες –κυνηγοί (Gavalaris 1989: 13) . 380 Ωστόσο, ένα εύρημα που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο αναπαριστά με βεβαιότητα τον ίδιο τον Αλέξανδρο: πρόκειται για έναν καμέο από όνυχα με την κερασφόρο κεφαλή του Αλέξανδρου, ο οποίος χρονολογείται μεταξύ 4 και 7 αιώνα ου ου και φέρει επιγραφή (εικόνα 33): ΤΗC ΚΑΛΗC ΤΥΧΗC ΜΝΗΜΟΝΕVΕ ΜΝΗΙΘΗΕΥΤΙ (θυμίζω στον εαυτό μου να μνημονεύει την καλή του τύχη, Stewart 2014: 5, 20). Είναι εντυπωσιακό πως στο εύρημα αυτό αποτυπώνεται μια αρκετά διαδεδομένη αντίληψη για τον Αλέξανδρο, το ότι δηλαδή πάντα τον συνόδευε η καλή τύχη. Κατά συνέπεια, και τον κάτοχο του πετραδιού αντίστοιχα, θα συνοδεύει η ίδια, «αλεξάνδρεια» τύχη. Επιβεβαιώνονται έτσι και αρχαιολογικά οι αναφορές του Χρυσοστόμου για τις εικόνες - φυλαχτά με τη μορφή του Αλέξανδρου, που έφεραν πάνω τους πολλοί απλοί άνθρωποι της εποχής του. Ωστόσο το πραγματικά εντυπωσιακό εύρημα που επιβεβαιώνει πανηγυρικά τη συνέχεια της αρχαίας μορφής του Αλέξανδρου, στο πλαίσιο της πρωτοβυζαντινής τέχνης, έρχεται από την Κύπρο. Εκεί, ένα σχετικά πρόσφατο εύρημα έρχεται να επιβεβαιώσει τις γνώσεις μας από τις πηγές, το ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος υπήρξε πρότυπον βασιλέως, το ότι η καλλιτεχνική έκφραση της imitatio Alexandri των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων συνεχίστηκε και στα χρόνια των Βυζαντινών. Πρόκειται για μια μοναδική μαρμάρινη στήλη που απεικονίζει τον αυτοκράτορα Ηράκλειο ως δεύτερο Αλέξανδρο, μια 381 ταύτιση που πρώτη έκανε η υπεύθυνη των ανασκαφών αρχαιολόγος Δρ. Ελένη Προκοπίου (Stewart 2014: 2-3, εικόνα 34). Η στήλη αυτή ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στη θέση Καταλύματα Πλακωτών, κοντά στη βρετανική στρατιωτική βάση του Ακρωτηρίου, εκεί που κατά την αρχαιότητα και τους βυζαντινούς χρόνους υπήρχαν οι μεγάλες πόλεις του Κουρίου και της Αμαθούντος. Συγκεκριμένα, η στήλη βρέθηκε μέσα σε ένα σταυρόσχημο μαρτύριο, το οποίο ιδρύθηκε από τον Ιωάννη τον Ελεήμονα, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, όταν αυτός έφυγε από την Αλεξάνδρεια μαζί με πολλά μέλη του ποίμνιού του, μετά την κατάληψή της από τους Πέρσες το 617. Το μαρτύριο αυτό αποτελούσε αντίγραφο της σταυρόσχημης βασιλικής του Αγίου Μηνά της Αλεξάνδρειας, λειτούργησε μεταξύ των ετών 619-650 380 Η ελληνική μυθολογική παράδοση είναι πλούσια σε επεισόδια κυνηγιού ηρώων: οι άθλοι του Ηρακλή, το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου κ.α. Μια τέτοια παράδοση δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί από τους Μακεδόνες βασιλιάδες, οι οποίοι ζούσαν με το ομηρικό πρότυπο και καυχιόντουσαν ότι κατάγονταν από τον Ηρακλή. 381 Εκτός από «δεύτερος Αλέξανδρος» ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε χαρακτηριστεί από τους συγγραφείς της εποχής ως «νέος Σκιπίωνας», «Νέος Δαβίδ», «Νέος Ηρακλής» και «νέος Κωνσταντίνος». Όλοι οι εγκωμιαστικοί αυτοί τίτλοι ήταν σχετικοί με την καταγωγή του, το όνομά του, τη ζωή και τα κατορθώματά του (Stewart 2014: 2).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 278 και στέγασε πολλά ιερά λείψανα αγίων και κειμήλια που διέσωσαν οι φυγάδες από την Αλεξάνδρεια. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα μνημειακής κατασκευής πολύχωρο οικοδόμημα με παρεκκλήσια, ταφικά κτίσματα και χώρους συναθροίσεων . 382 Η στήλη βρέθηκε πεσμένη στο δάπεδο μίας από τις εισόδους του μνημείου και όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι έπεσε από τον πάνω όροφο, από ένα δωμάτιο που χρησίμευε μάλλον ως ιδιωτικός χώρος προσευχής. Πρόκειται για ανάγλυφο σε μονολιθικό μάρμαρο διαστάσεων 1 x 0,18 μ. και βάρους 68 κιλών σε μορφή ερμαϊκής στήλης, η οποία αρχικά χρησιμοποιούνταν ως τραπεζοφόρο, δηλαδή ως το μοναδικό πόδι ενός τραπεζιού, που τοποθετούνταν δίπλα σε τοίχο. Στην μπροστινή του όψη φέρει χαμηλά στη βάση φύλλα ακάνθου και από τη βάση ξεκινούν κλαδιά κισσού, τα οποία ελίσσονται προς τα πάνω μαζί με φύλλα και άνθη ως πρόσθετα διακοσμητικά μοτίβα εκατέρωθεν ενός συμμετρικά στη μέση μακριού σκήπτρου. Αν και η κεφαλή της στήλης είναι ελαφρώς φθαρμένη, ωστόσο ξεχωρίζουν τα νεανικά χαρακτηριστικά του αγένειου προσώπου. Μακριά σγουρά μαλλιά στεφανώνονται από ένα διάδημα σε μορφή κεράτων κριαριού και επιπλέον η κεφαλή καλύπτεται από φρυγική τιάρα (σκούφο). Η μορφή του προσώπου επαναλαξεύθηκε τον 7 αιώνα πάνω σε ο προηγούμενο έργο, το οποίο πιθανόν απεικόνιζε το Διόνυσο, ώστε να πάρει τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί ακριβώς το γεγονός ότι ο γλύπτης του 7 αιώνα λάξευσε τα κέρατα του Άμμωνα ως κομμάτι του διαδήματος ου του Αλέξανδρου, και όχι ως φυόμενα απευθείας από την κεφαλή του, όπως τα συναντούμε στις αρχαίες παραστάσεις, επομένως το βυζαντινό έργο δεν εμπεριέχει τον αρχαίο θεϊκό συμβολισμό του Μακεδόνα βασιλιά (Stewart 2014: 3-4, 6, 16). Ο Stewart πειστικά αποδεικνύει πως το εικονιζόμενο πρόσωπο της στήλης δεν είναι απλώς ο Αλέξανδρος, αλλά ο αυτοκράτορας Ηράκλειος ως νέος Αλέξανδρος, στηριζόμενος στα εξής επιχειρήματα: πρώτον, το σκήπτρο και ο φρυγικός σκούφος αποτελούν συμβολισμούς του Ηρακλείου, ειδικά το μακρύ σκήπτρο είναι τυπικό σύμβολο ενός βυζαντινού αυτοκράτορα. Όσο για το φρυγικό σκούφο, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως κατά την αρχαιότητα και ο Αλέξανδρος απεικονίστηκε με αυτόν ή κάτι παραπλήσιο, αν δεχτούμε ότι απεικονίστηκε με κράνος φρυγικού τύπου στα ασημένια δεκάδραχμα από τη Βαβυλώνα αλλά και στα νομίσματα της Μέμφιδος του 331 -325 π.Χ. Ο φρυγικός σκούφος παραμένει σύμβολο της ανατολής , επομένως ο 383 382 Περισσότερα για αυτό το μοναδικό οικοδόμημα δες το άρθρο της Δρ. Ελένης Προκοπίου “The Katalymata ton Plakoton: New Light from the Recent Archaeological Ρesearch in Byzantine Cyprus”, στον τόμο “Cyprus and the Balance of Empires – Art and Archaeology from Justinian I to the Coeur de Lion” επιμέλεια Charles Anthony Stewart, Thomas W. Davis, Annemarie Weyl Carr, American Schools of Oriental Research Reports, No. 20, Boston MA 2014, σελ. 69-98. 383 Για παράδειγμα, με φρυγικό σκούφο απεικονίζεται και ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης σε μια παράσταση από τη συναγωγή της Δούρας –Ευρωπού γύρω στο 245 μ.Χ., βλέπε Stewart 2014: 9, 15. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 279 ηγεμών που τον φορά είναι κύριος της ανατολής. Επιπλέον, τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου προσώπου έχουν αρκετές ομοιότητες με αυτά της μορφής ενός βυζαντινού αυτοκράτορα –πιθανόν του Ηρακλείου – όπως αναπαρίσταται στα ασημένια πιάτα του Δαβίδ και κυρίως στο περίφημο δίπτυχο Barbarini - αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης που χρονολογούνται την ίδια εποχή. Άλλωστε, υπάρχουν κι άλλα παράλληλα σε παραστάσεις της εποχής που αποδεικνύουν ότι ο Ηράκλειος κατά πάσα πιθανότητα απεικονιζόταν ως νέος Αλέξανδρος: ένα κοπτικό υφαντό από την Αίγυπτο, σήμερα στο Viktoria and Albert Museum του Λονδίνου, απεικονίζει μάλλον τον έφιππο Ηράκλειο και εκατέρωθέν του δύο Πέρσες αιχμαλώτους. Είναι εντυπωσιακό πραγματικά το ότι η μορφή του έφιππου αυτοκράτορα, που κρατά μακρύ σκήπτρο, πιθανόν να στέφεται με διάδημα σε μορφή κεράτων κριαριού και να φορά ταυτόχρονα φρυγικό σκούφο, ακριβώς όπως η μορφή του Ηρακλείου /Αλεξάνδρου της προαναφερόμενης στήλης (Stewart 2014: 15). Συν τοις άλλοις, η στήλη του Ηρακλείου /Αλεξάνδρου φαίνεται πως δημιουργήθηκε υπό την επιρροή κειμένων αποκαλυπτικού χαρακτήρα, όπως η Συριακή Διήγηση, (βλέπε κεφάλαιο 5.4), στα οποία ακριβώς ο Ηράκλειος αναλαμβάνει, ως νέος Αλέξανδρος, να αντιμετωπίσει τον εξ ανατολών κίνδυνο. Γιατί όμως να τοποθετηθεί η στήλη αυτή σε ένα εκκλησιαστικό κτήριο; Διότι ακριβώς έτσι τονίζεται πως ο ίδιος θεός, που έκανε θαύματα διαμέσου του Αλεξάνδρου, συνεχίζει να κάνει θαύματα τώρα διαμέσου του Ηρακλείου. Η θέση της στήλης στο ιδιωτικό προσευχητάριο του πρώτου ορόφου υποδηλώνει και τη χρήση της ως συμβόλου υπόμνησης της εκστρατείας του νέου Αλέξανδρου εναντίον των Περσών, αυτών ακριβώς που υπήρξαν η αιτία φυγής του πατριάρχη Αλεξανδρείας και του ποίμνιού του από την Αλεξάνδρεια στο νησί της Κύπρου. Η στήλη του Ηρακλείου / Αλεξάνδρου, από μόνη της και χωρίς την επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού από πάνω, θα λειτουργούσε ως η εικόνα ενός ζωντανού αυτοκράτορα –ήρωα. Η συγκεκριμένη στήλη αποδεικνύει ακόμα πως στο Βυζάντιο του 7 αιώνα ου διατηρήθηκαν σύμβολα της κλασικής αρχαιότητας και επανεντάχθηκαν στη νέα ελληνοχριστιανική κοσμοθεωρία της αυτοκρατορίας, που σύντομα θα πάρει τα καθαρά μεσαιωνικά της χαρακτηριστικά. Αποδεινύει ακόμα, μαζί με την ερμηνεία άλλων παράλληλων της βυζαντινής τέχνης, την ισχύ και την εμβέλεια του συγκρητισμού μορφών στη βυζαντινή τέχνη και ιδεολογία. Έτσι, ο Stewart τελικά ερμηνεύει και την αυτοκρατορική μορφή του διπτύχου Barbarini ως απεικόνιση του ιδεατού βασιλιά, του Μεγάλου Αλεξάνδρου (ή μάλλον μιας μορφής συγκρητισμού του Αλέξανδρου με το βυζαντινό αυτοκράτορα και συγκεκριμένα τον Ηράκλειο), αφού όλα τα σύμβολα του διπτύχου αυτό το συμπέρασμα υποδεικνύουν (η υποταγή δύσης και ανατολής με απεικόνιση Ινδών και ελεφάντων, η έμφαση στη μορφή του υποταγμένου Πέρση, η απεικόνιση λεοντοκεφαλών στα σανδάλια του αυτοκράτορα, ο αγένειος με
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 280 αλεξάνδρεια κόμμωση Χριστός). Αποδεικνύεται έτσι πως μάλλον πρέπει να ήταν συνειδητή επιλογή της αυτοκρατορικής αυλής και ίσως του ίδιου του Ηρακλείου η απεικόνισή του ως νέου Αλεξάνδρου (Stewart 2014: 14-18). Σε κάθε περίπτωση, η απεικόνιση του δικέρατου Αλέξανδρου -Ηρακλείου σε μορφή ερμαϊκής στήλης – τραπεζοφόρου αποτελεί πιθανόν επιβεβαίωση της μεγάλης διάρκειας ενός συγκεκριμένου καλλιτεχνικού μοτίβου. Σε αυτό συντείνει η αναφορά του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος περιγράφοντας στα Αρκαδικά του (32) τη Μεγαλόπολη, αναφέρει πως κοντά στο Θερσήλιο, το βουλευτήριο της πόλης, υπήρχε οικία που ήταν του Αλέξανδρου και «πρὸς τῇ οἰκίᾳ ἔστι δὲ ἄγαλμα Ἄμμωνος, τοῖς τετραγώνοις Ἑρμαῖς εἰκασμένον, κέρατα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχον κριοῦ». Η αναφορά αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι αφενός μεν επιβεβαιώνει την αρχαιότητα του μοτίβου σε μορφή ερμαϊκής στήλης, τουλάχιστον από το 2 αιώνα μ.Χ., αφετέρου αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο, ο που πιστοποιεί τη συνέχεια της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς στο Βυζάντιο και μέσα από μια τόσο «ειδωλολατρική» μορφή, όπως ο Δικέρατος Άμμων –Αλέξανδρος, που φτάνει μάλιστα να ταυτιστεί με την απόλυτη έκφραση του επί γης Χριστού, το βυζαντινό αυτοκράτορα (Ηράκλειο). Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 281 3.5.2. Η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου: περιγραφή και ερμηνείες Αρκετές είναι οι απεικονίσεις του Αλέξανδρου που σώζονται στη βυζαντινή τέχνη και βασίζονται κυρίως στο θέμα της ανάληψης του Αλέξανδρου στους ουρανούς, θέμα παρμένο από τη Διήγηση του Αλέξανδρου και συγκεκριμένα την παραλλαγή L της β΄ εκδοχής. Σύμφωνα με αυτήν, στην επιστολή που στέλνει ο Αλέξανδρος στην Ολυμπιάδα γράφει πως θέλησε να εξερευνήσει τους ουρανούς για να βρει το τέλος της γης, οπότε και μηχανεύτηκε μια πτητική μηχανή. Στα άκρα ενός καλαθιού ή κιβωτίου (σπυρίδα) έδεσε δύο «ὄρνεα μέγιστα λευκά», τα οποία είχε προστάξει να μείνουν νηστικά για τέσσερις μέρες (αυτά τα όρνεα θα γίνουν αργότερα στην εικονιστική τέχνη του Βυζαντίου γρύπες ) και κρατώντας ο ίδιος ψηλά πάνω από τα 384 κεφάλια τους ως δόλωμα συκώτι αλόγων καρφωμένο σε κοντάρι (ή κοντάρια) «ὡσεί ἑπτά πηχῶν τό μῆκος» , που δεν μπορούσαν να φτάσουν, τα ωθούσε να πετούν ολοένα 385 και ψηλότερα. Έφτασε όμως σε ένα σημείο όπου ένα φτερωτό ανθρωπόμορφο ουράνιο πλάσμα τον προειδοποίησε να μη συνεχίσει περισσότερο, σε ένα σημείο όπου η γη πλέον φαινόταν σαν δίσκος και η θάλασσα που την περιβάλλει σαν φίδι κουλουριασμένο γύρω του («καί ἰδού ὄφις μέγας κύκλω καί μέσον τοῦ ὄφεως ἅλωνα σμικροτάτην»). Ο Αλέξανδρος άκουσε τη συμβουλή του πλάσματος και επέστρεψε πίσω στη γη, όπου προσγειώθηκε σε ένα μέρος, από το οποίο έκανε εφτά ημερών πορεία για να επιστρέψει πίσω στο στρατόπεδό του μισοπεθαμένος και με επιμύθιο «να μην επιχειρήσει ξανά τα αδύνατα» (Stoneman 1993: 180-181, Καλλισθένης 2005: 368, 370). 386 384 Γενικότερα στη μεσαιωνική τέχνη ανατολής και δύσης η ανάληψη του Αλέξανδρου με γρύπες απαντάται πολύ συχνότερα σε σχέση με τα όρνεα (Маршак 1996). Η Juanno, ακολουθώντας τη Φρουγκόνι, σημειώνει πως στο αρχικό κείμενο της L υπάρχει χάσμα και πως αντί για την αποκατάσταση «όρνεα» θα μπορούσε να εννοηθεί «γρύπες». Άλλωστε, προσθέτει πως οι γρύπες συνήθως περιγράφονταν στην αρχαιότητα ως πουλιά που διακρίνονταν για τη δύναμη και την επιθετικότητά τους και πως ο Αιλιανός ισχυριζόταν ότι έχουν λευκές φτερούγες, στοιχείο που ταιριάζει με την περιγραφή του Μυθιστορήματος. Για γρύπες κάνει λόγο και η λατινική μετάφραση του Λέοντος Αρχιπρεσβύτερου του 10 αιώνα αλλά και η σερβική εκδοχή (Juanno 2015 (2002): 452 -453). ου 385 Εδώ θα πρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για τη μακρινή λογοτεχνική αποτύπωση της σάρισας, του περίφημου αυτού μακρού μακεδονικού δόρατος, που μπορούσε να φτάσει και τα 6,5 μέτρα μήκος. 386 Η προειδοποίηση του πλάσματος στον Αλέξανδρο και η υπακοή του υποδηλώνουν το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής και δύναμης, ακόμα και από τον ισχυρότερο βασιλιά που υπήρξε ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για τη μάταια αναζήτηση της πηγής της ζωής από τον Αλέξανδρο, που γίνεται έτσι σύμβολο της μοίρας, στην οποία υποτάσσονται όλοι οι άνθρωποι, δηλαδή στο θάνατο (Gavalaris 1989: 17). Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση της ανάληψης, προκύπτει κι ένας ακόμα δευτερεύων συμβολισμός της, αυτός των ορίων και της αδυναμίας του ανθρώπου (Stichel 1971: 107) μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος αλλά και στην παντοδυναμία του Θεού. Έτσι, αυτή η ταπείνωση της
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 282 Το θέμα της ανάληψης του Αλέξανδρου θα πρέπει να αποτελούσε μία από τις παλαιότερες προφορικές παραδόσεις του κύκλου των φανταστικών περιπετειών του, όπως κάποιες ενδείξεις μας αφήνουν να υποψιαστούμε: ανάμεσα σε αυτές και η πιθανή φιλοτέχνηση του επεισοδίου σε ανατολίτικο κόσμημα με πιθανήν προέλευση την Ινδία του 1 π.Χ με 1 μ.Χ. αιώνα (βλέπε κεφάλαιο 5.11), μια αναφορά του ο ου Ραββίνου Γιονά σε απόσπασμα από το εβραϊκό Ταλμούδ του 4 μ.Χ. αιώνα, όπου ου στιγματίζεται η αλαζονεία του Αλέξανδρου που «εξυψώθηκε στους ουρανούς ώσπου είδε τη γη ως μπάλα και τη θάλασσα ως χύτρα», μια αναφορά στο αρμένικο χειρόγραφο του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου των μέσων του 5 μ.Χ. αιώνα ή μια ου άλλη αναφορά του συγγραφέα της Ύστερης Αρχαιότητας Fabius Planciades Fulgentius (τέλη 5 με αρχές 6 αιώνα μ.Χ.), ο οποίος στιγματίζει τον Αλέξανδρο για την ου ου αμετροέπειά του στο έργο του Για την ηλικία του κόσμου και του ανθρώπου, καθώς γράφει γι’ αυτόν: “posset et in caelum scendere, si aut natura pinnarum concessisset aut semita” («…ανελήφθη στους ουρανούς σαν είτε η φύση είτε το γένος του να του χάρισε φτερά»). Σύμφωνα με το Demandt, η αρχαιότερη αναφορά στο ουράνιο ταξίδι του Αλέξανδρου θα πρέπει να υπήρχε σε μια από τις πλαστές επιστολές του Μακεδόνα βασιλιά στην Ολυμπιάδα, που κυκλοφορούσαν στην αρχαιότητα και πιο συγκεκριμένα θα μπορούσε να χρονολογηθεί τον 1 αιώνα π.Χ. (Paribeni 2006: 78, 91, Demandt 2009: 305). ο Υπάρχει και μια απεικόνιση σε κοπτικό ύφασμα του 7 αιώνα, στο οποίο απεικονίζεται ου ακριβώς μετωπικά ένα άρμα με ζευγμένους εραλδικά δύο φτερωτούς γρύπες, με τον αρματηλάτη να κρατά ψηλά δύο στεφάνια, είναι όμως αμφίβολο αν πρόκειται για απεικόνιση της ανάληψης του Αλέξανδρου ή κάποια άλλη υβριδικού χαρακτήρα, μέσα στο πλαίσιο του συγκρητισμού καλλιτεχνικών μοτίβων. Γιατί όμως ο μύθος του Αλέξανδρου υιοθέτησε αυτό το συγκεκριμένο επεισόδιο; Για να μείνουμε σε ένα πλαίσιο ελληνοκεντρικό, η πιθανή εξήγηση έχει να κάνει χωρίς άλλο με τη θεοποίηση του Μακεδόνα βασιλιά, ήδη ενόσω ήταν εν ζωή, όπως είδαμε. Πρώτ΄ απ΄ όλα υπήρχε ήδη το πλαίσιο λατρείας του Αλέξανδρου Ήλιου, κύριου των ουρανών (βλέπε κεφάλαιο 2.2, υποσημείωση 114), επομένως ήταν εύκολο να υιοθετηθεί και η αντίστοιχη αναπαράσταση, που δεν απέχει και πολύ από τις αναπαραστάσεις του Ήλιου στην αρχαία ελληνική εικονογραφία (βλέπε παρακάτω). Έπειτα, ας μην ξεχνάμε πως και ο μυθικός προπάτορας του Αλέξανδρου, ο Ηρακλής, σύμφωνα με το μύθο, λίγο πριν καεί ζωντανός σε πυρά στην κορυφή ενός βουνού, βασιλικής έπαρσης, που όμως γινεται με τη θέληση του Μακεδόνα βασιλιά, καθώς υπακούει στα κελεύσματα του ουράνιου πλάσματος, φέρνει τελικά τον Αλέξανδρο εγγύτερα σε ένα θεολογικό - χριστιανικό πλαίσιο ευσέβειας και κατά συνέπεια εγγύτερα και στον ίδιο το Χριστό, (Даркевич 2015: 92) που δίδαξε την «άκρα ταπείνωση» κι αυτό αποτελεί τελικά μόνο μία από τις ψηφίδες του μοτίβου παραλληλισμού και αντιπαραβολής του Αλέξανδρου με το Χριστό, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2.1 αλλά θα δούμε και στη συνέχεια. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 283 αναλήφθηκε στους ουρανούς μέσα σε ένα σύννεφο και πήγε στον Όλυμπο, όπου έγινε αθάνατος και ισότιμος θεός με τους δώδεκα, ως ανταμοιβή για τους κόπους του και τους άθλους που επιτέλεσε. Επομένως, το πρότυπο της ανάληψης υπήρχε στο άμεσο μυθικό παρελθόν των Μακεδόνων βασιλιάδων και από εκεί εύκολα μπορούσε να υιοθετηθεί και να ενταχθεί στις μυθικές προφορικές παραδόσεις για τον Αλέξανδρο. Επιπλέον, ένας παράλληλος συσχετισμός μπορεί να γίνει ανάμεσα στην ανάληψη του Αλέξανδρου και το εναέριο ταξίδι του θεού Απόλλωνα στη χώρα των Υπερβορέων μέσα σε ένα άρμα που το σέρνουν κύκνοι. Σωστά επισημαίνεται (Рыбаков 1987) πως η περιγραφή, στο Μυθιστόρημα, των «λευκών όρνεων» που έζεψε ο Αλέξανδρος ίσως να είναι μια υπόμνηση των κύκνων. Στην περίπτωση αυτή, ο αποθεωμένος Αλέξανδρος συσχετίζεται με τον Απόλλωνα, το θεό του φωτός, γίνονται καί οι δύο ηλιακοί θεοί . 387 Γνωστός είναι ακόμα και ο μύθος του Φαέθοντα , μόνο που αυτός εντάσσεται πολύ 388 πιο έντονα και ξεκάθαρα στο ερμηνευτικό πλαίσιο της ύβρεως, την οποία στο Μυθιστόρημα ο Αλέξανδρος αποφεύγει την τελευταία στιγμή, υπακούοντας στην προειδοποίηση του ουράνιου πλάσματος και επιστρέφοντας πίσω στη γη. Από την άλλη πλευρά οι Stoneman και Juanno επισημαίνουν και κάποιες ανάλογες αναφορές πτήσης στην αρχαιοελληνική μυθολογία και γραμματεία, στην πτήση του Βελλερεφόντη με τον Πήγασο, στην πτήση του Ηρακλή μέσα στο μαγικό κύπελλο του Απόλλωνα (και με πολλές αναπαραστάσεις στην αττική αγγειογραφία) , στην ανάβαση του Πέλοπα με τα άλογα του Ποσειδώνα, στην Ειρήνη (με τον Τρυγαίο και το γιγάντιο σκαθάρι) και στις Όρνιθες του Αριστοφάνη, στον Ικαρομένιππο του Λουκιανού, καθώς και στο κείμενο Αισώπου Βίος, στο οποίο ο Αίσωπος δένοντας τέσσερα αγόρια –τεχνίτες σε τέσσερις αετούς κατορθώνει να ανέβει στους ουρανούς και να κτίσει έναν αιθέριο πύργο νικώντας έτσι στο διαγωνισμό το Φαραώ της Αιγύπτου..Νεκτεναβώ (Stoneman 2011: 165-166, Juanno 2015 (2002): 454-455). Σημειώνεται πως η μετωπική αναπαράσταση της ανάληψης σημαντικών προσώπων και ηρώων στους ουρανούς εντάσσεται στην παράδοση της αρχαιότητας και συμβολίζει ακριβώς την αποθέωση των προσώπων αυτών ή, ενδεχομένως, σε μεταγενέστερο χριστιανικό πλαίσιο, την ανάληψη των ψυχών στον παράδεισο (Gani 2013: 199, Chidiroglou 2013: 275). Πράγματι στην ιουδαιοχριστιανική λογοτεχνία επισημαίνονται αρκετά παραδείγματα ανάληψης στους ουρανούς (βλέπε Juanno 2015 (2002): 455-456). 387 Μάλιστα, σε μια ρώσικη εκδοχή του Μυθιστορήματος ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως … γιος του Απόλλωνα (Рыбаков 1987). 388 Στον Φαέθοντα κάνει επίκληση σε ένα από τα πολλά ωραία του ποιήματα ο υμνογράφος ου Ιωάννης Γεωμέτρης (αρχές 9 αιώνα), σχετικά με την αποφασιστικότητα των Βυζαντινών να επαναφέρουν την εξουσία τους στο Δούναβη,καταπολεμώντας τους Βουλγάρους: Εὗθ ‘ ὑπό γῆν, Φαέθων, χρυσαυγέα δίφρον ελίσσεις, / τῆ μεγάλη ψυχῆ Καίσαρος εἰπέ τάδε… (Migne 1863 Γ: 934).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 284 Αυτό το χριστιανικό πλαίσιο μας επιτρέπει κι ένα παραλληλισμό της ανάληψης του Αλέξανδρου με την ανάληψη του προφήτη Ηλία, παράσταση που αποτελεί σύμβολο της αθανασίας της ψυχής και προεικόνιση της ανάστασης και που απαντάται ο σε βυζαντινούς ναούς της Καππαδοκίας ήδη από τον 8 αιώνα και σε ναούς της Ελλάδας και της Συρίας από τον 11 αιώνα (Φωτεινάκης 2012: 146). Χαρακτηριστική ο είναι και μια εικόνα του 1655 με την ανάληψη του προφήτη Ηλία (Ελβετία, Kolliken), η οποία συμβολικά θα μπορούσε να παραπέμπει στην ανάληψη του Αλέξανδρου, έστω και αν φτερωτά άλογα έχουν αντικαταστήσει τους γρύπες. Επιπλέον, στην αιθιοπική εκδοχή του Μυθιστορήματος ο Ηλίας παρουσιάζεται ως σύντροφος του Αλέξανδρου. Άλλωστε για τους βυζαντινούς ο Ηλίας με το φλεγόμενο άρμα του, που τον οδηγεί στον ουρανό, αποτελούσε έναν άγιο που συνδεόταν με την επιβίωση και μεταμόρφωση της λατρείας του Απόλλωνα –Ήλιου, γι’ αυτό άλλωστε και οι ναοί του Ηλία είναι πάντα σε υψώματα. Επιβεβαιώνεται, επομένως, και μέσα από το συσχετισμό του Αλέξανδρου με τον προφήτη Ηλία η στενή σχέση του ως ηλιακού ήρωα –θεού με τον Απόλλωνα (Gavalaris 1989: 16). Το επεισόδιο βέβαια της ανάληψης του Αλέξανδρου έχει τα παράλληλά του και σε άλλες παραδόσεις, εκτός του κύκλου του Αλέξανδρου. Υπάρχει η αφήγηση του μυθικού Πέρση βασιλιά Kay Kavus, σύμφωνα με την οποία αυτός θέλησε να επεκτείνει την εξουσία του στους ουρανούς: έτσι προσάρμοσε 4 κοντάρια στα πόδια του θρόνου του με φορά προς τα πάνω και στις άκρες του κάρφωσε τεσσερα κομμάτια κρέας ως δόλωμα, ενώ έδεσε και 4 αετούς χαμηλά, ώστε να μην μπορούν να φτάσουν το δόλωμα και πετώντας να τον τραβήξουν προς τα πάνω. Η παράδοση αυτή αναφέρεται στο περσικό έπος Σαχνάμα του Πέρση ποιητή Φιρντουσί, (αρχές 11 αιώνα) , ωστόσο ου 389 πρέπει να είναι αρκετά παλιότερη, καθότι παρόμοια αναφορά για αιθέριο ταξίδι του μυθικού βασιλιά –χωρίς όμως τα στοιχεία των αετών και των δολωμάτων - υπάρχει και στο θρησκευτικό περσικό βιβλίο του ζωροαστρισμού Zend Avesta (Loomis 1918, σε 390 Lees 2010: 4-5), του οποίου η σωζόμενη μορφή πιθανόν να γράφτηκε κάπου ανάμεσα στο θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τον 3 -4 αιώνα μ.Χ . Η Juanno βέβαια ο ο 391 παρατηρεί πως επειδή ακριβώς το μοτίβο της ανάληψης του Κάι Κάους αναφέρεται μόνο σε μεταγενέστερα αραβικά χειρόγραφα,θα μπορουσε αντίστροφα να είναι το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου που έδωσε το μοτίβο της ανάληψης με τις λεπτομέρειές του στις ιστορίες πτήσης του Κάι Κάους ή του ιδρυτή της Νινευή Νεβρώδ (Juanno 2015 389 Μάλιστα ο kay Kavus γνωρίζει μεγάλη διάδοση στις ηγεμονικές δυναστείες των Περσών κατά το ο 10 με 13 αιώνα, ενώ αποτελεί και δημοφιλή παράσταση σε περσικές μικρογραφίες, πάντα όμως με ο απεικόνιση πουλιών να τον ανυψώνουν στους ουρανούς, ποτέ γρύπες (Маршак 1996). 390 http://www.sacred-texts.com/zor/sbe04/sbe0427.htm#page_227 (Fargard XXI.IIIc). 391 http://www.sacred-texts.com/zor/sbe04/sbe0404.htm Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 285 (2002): 459). Ωστόσο και η περσική αυτή αναφορά φαίνεται πως είχε παλιότερο πρότυπο: ο βαβυλώνιος ήρωας Ετάνα θέλησε να ανέβει στα ουράνια πάνω στη ράχη ενός αετού, προκειμένου να βρει το βοτάνι της τεκνοποιίας και πέταξε ψηλά στον ουρανό, ώσπου είδε τον εξώτερο ωκεανό να περιβάλλει τη γη σαν μια ζώνη (Loomis 1918, σε Lees 2010: 5- 6, Juanno 2015(2002): 457), –αναφορά που μοιάζει πολύ με αυτήν του επεισοδίου της ανάληψης του Αλέξανδρου. Μάλιστα πρόκειται για το μύθο ενός ήρωα –Μεσσία, απελευθερωτή του φυλακισμένου από το φίδι αετού στο πηγάδι, ο οποίος στη συνέχεια τον μεταφέρει στη ράχη του ως το θρόνο της ουράνιας Ιστάρ και το δέντρο της ζωής και όλα αυτά υπό την καθοδήγηση του Σαμάς, του θεού –Ήλιου. Τέτοιες παραστάσεις, αν και σπάνιες, απεικονίζονται σε βαβυλωνιακούς σφραγιδόλιθους ήδη από το 2000 - 1600 π.Χ., στοιχείο που μας επιτρέπει να εντάξουμε το μύθο του Ετάνα στην τρίτη χιλιετία π.Χ. (Μεγαλομμάτης 1989:172, Juanno 2015(2002): 457). Επομένως, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως οι ρίζες του επεισοδίου της ανάληψης του Αλέξανδρου εντοπίζονται τελικά σε αυτήν την αρχαία παράδοση της ανατολής. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ των δύο μύθων και παραστάσεων, η οποία δύσκολα γεφυρώνεται. Σε πρόσφατο άρθρο του, ο John Boardman επανέρχεται στο ζήτημα της εικονογραφίας της ανάληψης, προσπαθώντας να τεκμηριώσει την αναγωγή της σε ανατολικά πρότυπα, της «Μεσοποταμίας, Περσίας και Φοινίκης», επικαλούμενος παραστάσεις θεοτήτων από την 4 χιλιετία π.Χ. (από την Ουρούκ) ως το τέλος της η Εποχής του Χαλκού (από την Ούγκαριτ), στις οποίες οι θεότητες αναπαρίστανται να ταϊζουν ζώα (Boardman 2015: 314-316). Σωστά αναφέρει ο Boardman πως οι παραστάσεις αυτές προσιδιάζουν στο μοτίβο του Πότνιου Θηρών, το οποίο ακριβώς ενυπάρχει – αλλά όχι αποκλειστικά –καί στις παραστάσεις της Ανάληψης του Αλέξανδρου (βλέπε παρακάτω). Ωστόσο, το λάθος του είναι πως το τάϊσμα των ζώων δεν αποτελεί κοινό μοτίβο μεταξύ των ανατολίτικων παραστάσεων που επικαλείται με την ανάληψη του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος δεν ταϊζει τους γρύπες /πουλιά, μεταχειρίζεται ένα τέχνασμα στο πρότυπο του πολυμήχανου βασιλιά, προκειμένου να καταφέρει να πετάξει. Επιπλέον, ο Boardman ουσιαστικά αποσιωπά τις αντίστοιχες παραστάσεις και μύθους από το πρωτο -ιστορικό Αιγαίο και την ελληνική τέχνη, για τις οποίες θα γίνει λόγος και αμέσως παρακάτω. Τέλος, επιχειρεί να αναζητήσει πρότυπα της ανάληψης του Αλέξανδρου στην –εγγύτερη χρονολογικά, όπως ο ίδιος ομολογεί – σασανιδική τέχνη. Πράγματι στην περσική τέχνη των Σασανιδών υπάρχουν παραστάσεις σε ασημένιους δίσκους, στις οποίες απεικονίζονται φτερωτά πλάσματα –σε μια περίπτωση γρύπες - εραλδικά τοποθετημένα στις άκρες, να τραβούν προς τα πάνω θεότητες, οι οποίες κάθονται σε περίεργες κατασκευές. Υπάρχει και μια σφραγίδα με απεικόνιση ηλιακού ή σεληνιακού θεού να ανέρχεται στον ουρανό με φτερωτά πλάσματα. Ωστόσο, όπως και ο Boardman επισημαίνει, οι παραστάσεις αυτές της σασανιδικής
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 286 τέχνης ξεκινούν από τον τρίτο αιώνα μ.Χ. (Boardman 2015: 317-319), ενώ οι παραστάσεις του άρματος του Ήλιου και του αποθεωμένου Ρωμαίου αυτοκράτορα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο είναι πολύ παλιότερες. Επιπλέον, είναι λίγο περίεργο να αναζητούμε πρότυπα στη σασανιδική τέχνη, όταν υπάρχουν άμεσα τέτοια πρότυπα στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα –και μάλιστα πολύ εγγύτερα στην παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου καί σε συμβολικό επίπεδο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Άλλωστε, το Βυζάντιο υπήρξε, ούτως ή άλλως, κληρονόμος αυτής της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Προκειμένου, όμως, να αντιληφθούμε τη σημασία του επεισοδίου της Ανάληψης αλλά και της ενσωμάτωσής του στη βυζαντινή τέχνη, θα πρέπει να εξετάσουμε άλλη μια παράμετρο: όχι αυτή του χώρου, αλλά αυτή του μέσου, δηλαδή τα γιγάντια πουλιά - γρύπες. Και εδώ ακριβώς αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, πώς το Μυθιστόρημα λειτουργούσε ουσιαστικά ως προβολή των κατορθωμάτων της πραγματικής ζωής του ήρωα στον υπερθετικό βαθμό, μέσα από την αναβάθμισή τους σε κατορθώματα παράλληλης σύλληψης αλλά φανταστικά, εντελώς απίστευτα. Έτσι, όπως στην πραγματική ζωή του ο Αλέξανδρος δάμασε το Βουκεφάλα χάρη στην ευστροφία και την παρατηρητικότητά του, στο Μυθιστόρημα, χάρη στην ευστροφία του και πάλι, πετυχαίνει να δαμάσει τα πελώρια πουλιά / γρύπες με το τέχνασμα του δολώματος. Με αυτόν τον τρόπο ο Αλέξανδρος γίνεται ένας πραγματικός πότνιος θηρών (παρατήρηση που κάνει και ο Gavalaris), κύριος των άγριων ζώων και των φανταστικών πλασμάτων, τα οποία υποτάσσει προκειμένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, έχοντας ως τελικό στόχο την αποθέωση. Είναι γεγονός πως η πιθανόν βυζαντινής έμπνευσης απεικόνιση των γρυπών, αντί για πελώρια όρνεα, στην ιπτάμενη συσκευή του Αλέξανδρου ενισχύει ακόμη περισσότερο την εικόνα του πότνιου θηρών. Παράλληλα, αναπόφευκτα συνέδεσε τον Αλέξανδρο με μια πανάρχαια παράδοση πότνιου και κυρίως πότνιας θηρών, που υπάρχει στον αιγαιακό χώρο, μια παράδοση που μας οδηγεί πίσω στη μινωική και μυκηναϊκή εποχή και στις αντίστοιχες απεικονίσεις σε χρυσά σφραγιστικά δαχτυλίδια και λίθινες σφραγίδες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Έτσι, ο Αλέξανδρος καθίσταται κληρονόμος καί αυτής της παράδοσης, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη διαχρονική εμβέλεια των συμβολισμών του. Οι γρύπες αυτοί καθαυτοί αποτελούν επίσης πανάρχαια κληροδοτήματα του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού στη μεταγενέστερη ελληνική μυθολογία και τέχνη . Είναι σαφές πως στη μυκηναϊκή 392 ης 392 Ας θυμηθούμε τις ποικίλες απεικονίσεις τους στην τέχνη της 2 χιλιετίας π.Χ., όπως το σφραγιδόλιθο από σαρδώνυχα με παράσταση Πότνιας Θηρών με γρύπες (τέλη νεοανακτορικής περιόδου, Μουσείο Ηρακλείου), τη χρυσή χάντρα περιδέραιου από ένα θολωτό τάφο της Πύλου (1400 π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο), την απεικόνισή τους σε σκηνή κυνηγιού σε ελεφαντοστέϊνη πυξίδα από την αγορά των Αθηνών και βέβαια την αναπαράσταση δύο γρυπών σε τοιχογραφία Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 287 τέχνη ο γρύπας αναδεικνύεται σε σύμβολο βασιλικής ισχύος, όπως ξεκάθαρα υποδηλώνεται από την τοιχογραφία της Κνωσσού. Αυτό αποτελεί και το πρώτο κοινό στοιχείο μεταξύ των αναπαραστάσεων της αιγαιακής πρωτο –ιστορίας και των βυζαντινών γρυπών της ανάληψης του Αλέξανδρου: οι γρύπες δηλαδή ως σύμβολα βασιλικής εξουσίας . Υπάρχει ωστόσο και μια απεικόνιση που φέρνει ακόμη πιο 393 κοντά τον Αλέξανδρο με τους γρύπες της εποχής του χαλκού: αυτή είναι η γραπτή απεικόνιση της σαρκοφάγου από την Αγία Τριάδα της Κρήτης, με χρονολόγηση περίπου το 1400 π.Χ., στην οποία ανάμεσα σε άλλες σκηνές, καταφτάνουν στο χώρο της θυσίας του ταύρου για τη νεκρική τελετή δύο γυναικείες θεότητες μέσα σε ένα άρμα που το σέρνουν φτερωτοί γρύπες, (Ι.Ε.Ε.Α΄: 230), όπως ακριβώς και γρύπες ανεβάζουν τον Αλέξανδρο στον ουρανό. Πρόκειται για ξεκάθαρη περίπτωση επιφάνειας θεοτήτων, δηλαδή εμφάνισής τους στον κόσμο των θνητών με μέσο το άρμα με τους γρύπες. Αντίστοιχη απεικόνιση με ιππόγρυπες να σέρνουν άρμα με δύο μορφές υπάρχει και σε χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι από μυκηναϊκό θαλαμωτό τάφο της Άνθειας, στην περιοχή της Μεσσηνίας (14 -13 αιώνας π.Χ.). Είναι επίσης ος ος σημαντικό να αναφερθεί ότι ο γρύπας αποτελούσε και ένα από τα σύμβολα του θεού Απόλλωνα, ως συνοδός του θεού, όπως και της Άρτεμης, ενώ σε άρμα με γρύπες εμφανίζεται και η Αφροδίτη με τον Έρωτα (Ρούσσος -Λουκάς 1989: 54, Λιβιεράτου 1989: 115). Οι απεικονίσεις των γρυπών στην αρχαιοελληνική τέχνη είναι πραγματικά αναρίθμητες. Ενδεικτικά μόνο αξίζει να επισημανθεί η ζωγραφική απεικόνισή τους και στο αέτωμα του μακεδονικού τάφου του Αγίου Αθανασίου κοντά στη Θεσσαλονίκη (τελευταίο τέταρτο του 4 αιώνα π.Χ.), όπου απεικονίζονται εραλδικά τοποθετημένοι ου με κέντρο τον ηλιακό δίσκο, ως φύλακες του νεκρού αλλά και σύμβολα του φωτός και της αθανασίας, της αιώνιας μετά θάνατον ζωής (Τσιμπίδου –Αυλωνίτη 2005:114). Επιπλέον, ήδη στην πρώιμη ερυθρόμορφη κεραμική εμφανίζονται παραστάσεις με αναβάτες ιππόγρυπων (Boardman 1985 (1975): 244), μια διακοσμητική επιλογή που συνεχίζεται και αργότερα, για παράδειγμα σε αγγεία των μέσων του 3 αιώνα π.Χ. από ου το νεκροταφείο του αρχαίου Φάγρητα (ευχαριστώ την αρχαιολόγο κ. Μαρία εκατέρωθεν του θρόνου του αχαϊκού ανακτόρου της Κνωσσού, γύρω στο 1400 π.Χ. (Ι.Ε.Ε. Α: 225, 254, 326 331). 393 Ας μην ξεχνάμε πως σε πολλές παραστάσεις της βυζαντινής τέχνης των μέσων αιώνων οι αυτοκράτορες εμφανίζονται να φορούν πορφυρά πολυτελή ενδύματα με παραστάσεις μεταλλίων με γρύπες, βλέπε για παράδειγμα την αναπαράσταση του Αλέξιου Ε΄ Μούρτζουφλου, τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα πριν την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους το 1204 στον κώδικα hist. gr. 53, fol. 291v (http://www.ime.gr/chronos/09/gr/gallery/main/people/p27p1.html). Είναι γενικότερα γνωστό πως ο γρύπας απεικονίστηκε σε ποικίλα έργα τέχνης του Βυζαντίου, ενώ και οι πηγές, για παράδειγμα ο Συνεχιστής του Θεοφάνους στη χρονογραφία του, (P.G. 109, 272) κάνουν λόγο για τους χρυσούς γρύπες, σύμβολα βασιλικής εξουσίας, που είχε παραγγείλει και τοποθετήσει στο παλάτι ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄, μαζί με τους χρυσούς λέοντες, το χρυσό πλάτανο, το όργανο κ.α.
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 288 Νικολαϊδου –Πατέρα για την επισήμανση). Πιθανόν, τόσο στην περίπτωση του μακεδονικού τάφου, όσο και στις περιπτώσεις ταφικών αγγείων, η επιλογή της παράστασης του γρύπα να τον υποδεικνύει ως μορφή ψυχοπομπού, που αναλαμβάνει δηλαδή να συνοδέψει /μεταφέρει την ψυχή του νεκρού στον άλλο κόσμο (βλέπε και υποσημείωση 402). Σε κάθε περίπτωση, η παράσταση του άρματος με γρύπες είναι πανάρχαια στον ελλαδικό χώρο και σχετίζεται με συμβολισμούς του Ήλιου, θεοτήτων, βασιλιάδων και αιώνιας -μεταθανάτιας ζωής, κατά συνέπεια με συμβολισμούς παρόμοιους τόσο με αυτούς που έφερε ο Αλέξανδρος ήδη από την αρχαιότητα, όσο και με αυτούς που υπολανθάνουν στα βυζαντινά ανάγλυφα του Αλέξανδρου, όπως θα δούμε . 394 Πώς όμως διαμορφώθηκε η αποτύπωση του επεισοδίου της ανάληψης του Αλέξανδρου μεμονωμένα στη βυζαντινή τέχνη; Η εύλογη απάντηση είναι βέβαια πως έγινε μέσα από κάποιο πλαίσιο εικονογράφησης του γνωστού επεισοδίου του Μυθιστορήματος, καθ’ υπόδειξη προφανώς ενός εκπροσώπου της βυζαντινής αρχής, ενδεχομένως ενός αυτοκράτορα. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή ο Αλέξανδρος θα αναπαρίστατο αποκλειστικά μέσα σε κάποιο κιβώτιο, ως πτητική μηχανή, με μεγάλα πουλιά να τον τραβούν στον ουρανό. Γιατί τότε οι πιο εμβληματικές παραστάσεις τον απεικονίζουν με γρύπες σε άρμα; Για τους γρύπες ήδη δόθηκαν κάποιες ερμηνείες και θα δοθούν και άλλες απαντήσεις. Για την επιλογή του άρματος θα πρέπει επίσης να δοθούν κάποιες απαντήσεις και να αναζητηθούν κάποια πρότυπα στις απεικονίσεις του Sol Invictus, (του ανίκητου Θεού Ήλιου) και της αποθέωσης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, που ξεκινούν με την ανάγλυφη απεικόνιση της ανύψωσης του Ιουλίου Καίσαρα από τέσσερα φτερωτά άλογα σε βωμό στη Ρώμη, λίγα χρόνια πριν το έτος μηδέν και φτάνουν χρονολογικά ως και το Μέγα Κωνσταντίνο και τους διαδόχους 395 394 Στο σημείο αυτό, αξίζει να υπενθυμίσουμε πως παραστάσεις γρυπών υπάρχουν και στα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων, στα οποία και κυριαρχεί η μορφή του Αλέξανδρου (βλέπε κεφάλαιο 2.3), επομένως ένας πρώιμος συσχετισμός των δύο μπορεί να αναζητηθεί εκεί. Η γέννηση των γρυπών πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί στη Μέση Ανατολή. Η αρχαιότερη απεικόνιση γρύπα προέρχεται η από τα Σούσα, με χρονολόγηση την 4 χιλιετία π.Χ. Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική μυθολογία, όπως διαμορφώνεται μετά το τέλος της Εποχής του Χαλκού και του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι γρύπες είναι πλάσματα που ζουν κάπου στον ακαθόριστο βορρά, φύλακες του χρυσού της περιοχής τους, που αντιμάχονται το λαό των μονόφθαλμων Αριμασπών, που εποφθαλμιούν το χρυσάφι τους. Η ιστορία αυτή αποτελεί παράδοση των Σκυθών, την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος, αν και ο πρώτος στον ελληνικό χώρο που αναφέρθηκε σε γρύπες ήταν ο Ησίοδος. Εμφανίζονται ακόμα και ως φύλακες θεών, ο Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη (802 κ.ε.) τους αποκαλεί «βουβά σκυλιά του Δία» (Κακριδής 1986: 340- 341, Λιβιεράτου 1989:115). Για τις απεικονίσεις των γρυπών στην αρχαία ελληνική τέχνη, ειδικότερα στους μακεδονικούς τάφους και τους εικονογραφικούς τύπους τους βλέπε Τσιμπίδου –Αυλωνίτη 2005: 111-113, όπου και πρόσθετη βιβλιογραφία. 395 Juanno 2015 (2002): 460. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 289 του. Το πρότυπο βέβαια του ρωμαίου Sol Invictus ανάγεται στη λατρεία του ίδιου του Αλέξανδρου –Ήλιου αλλά και στην υιοθέτηση της λατρείας του ανατολίτη Μίθρα. 396 Άλλωστε είναι στην ανατολή που ο ηγεμόνας θεωρείται πάρεδρος του ηλιακού θεού 397 Αχούρα Μάζδα και η ενθρόνισή του απεικονίζεται ως εναέριο ταξίδι . Ως προς την εικονογραφία αυτού του προτύπου, σε ορισμένες από τις απεικονίσεις αυτές, κυρίως σε νομίσματα και μετάλλια, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας αναπαρίσταται να ανέρχεται στους ουρανούς μετωπικά μέσα σε ένα άρμα, το οποίο σέρνουν άλογα (προς τα αριστερά ή δεξιά) . Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι στην αρχαιοελληνική τέχνη δεν υπήρχαν 398 πρότυπα με μετωπική απεικόνιση του άρματος που πέρασαν και στη ρωμαϊκή τέχνη, τόσο στις απεικονίσεις του Sol Invictus όσο και επιφανών Ρωμαίων. Το 399 396 Βλέπε κεφάλαια 2.2 και 2.3, όπου περιγράφεται και η μετόπη από το ναό της Αθηνάς στο Ίλιο με την παλαιότερη παράσταση του Ήλιου σε άρμα με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου (2.2) καθώς και τα ροδιακά νομίσματα, που αποτελούν αντίστοιχα τα παλαιότερα τεκμήρια μίμησης της μορφής του Αλέξανδρου για την καλλιτεχνική αποτύπωση του θεού Ήλιου. 397 Juanno 2015: 460-461. Η Juanno σημειώνει ακόμη αναφορές της λατινικής γραμματείας στο μοτίβο της ανάληψης αυτοκρατόρων, όπως του Νέρωνα, του Σεπτίμιου Σεβήρου, του Ιουλιανού. 398 Η εικονογραφία αυτή με τον αυτοκράτορα στο τέθριππο εξαφανίζεται τελικά στο Βυζάντιο ου ου σταδιακά μεταξύ του 4 και 7 αιώνα (Juanno 2015 (2002): 594). Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως πιθανόν ως αντικατάσταση της εικόνας αυτής του αυτοκράτορα εν δόξη να κάνει αργότερα την εμφάνισή του η ανάληψη του Αλέξανδρου με τους γρύπες. 399 Ο Τριβυζαδάκης σημειώνει ενδεικτικά παράσταση άρματος Έκτορα από μελανόμορφη υδρία του ου ζωγράφου του Λονδίνου Β76 (μέσα 6 π.Χ.) και την παράσταση του άρματος του Πλούτωνα και της Περσεφόνης από το ερεισινωτό του θρόνου στον τάφο της Ευριδίκης στη Βεργίνα λίγο μετά τα μέσα του 4 αιώνα π.Χ. Από τη ρωμαϊκή τέχνη επισημαίνει μια μετωπική παράσταση άρματος νικητή ου αρματοδρομίας, στα μέσα του 4 αιώνα μ.Χ. (σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, Τριβυζαδάκης 2005: 104- ου 106). Ένα από τα πολλά παραδείγματα ουράνιας πτήσης του ανίκητου Ήλιου (Sol Invictus) στη ρωμαϊκή τέχνη αποτελεί η ψηφιδωτή απεικόνιση σε δάπεδο ρωμαϊκής έπαυλης που αποκαλύφθηκε στο Munster ου – Sarmsheim της Ρηνανίας (μέσα 3 αιώνα μ.Χ., εικόνα 35). Στην ψηφιδωτή αυτή παράσταση, -σήμερα στο Landesmuseum Bonn - απεικονίζεται μετωπικά ο Ήλιος με χλαμύδα και σκήπτρο (ή καμτσίκι) στο δεξί χέρι μέσα σε τέθριππο άρμα με τα άλογα συμμετρικά τοποθετημένα εκατέρωθεν του άρματος και ανασηκωμένα στα πίσω πόδια σε μια στάση ανόδου προς τον ουρανό, ενώ περιμετρικά αναπαρίσταται ο ζωδιακός κύκλος. Σώζονται ακόμα παρόμοιες απεικονίσεις και σε άλλα ρωμαϊκά ψηφιδωτά, αλλά και σε ρωμαϊκά ανάγλυφα και δαχτυλιόλιθους (χωρίς το ζωδιακό κύκλο). Βλέπε αναλυτικά τη μελέτη – διατριβή του Steven Ernst Hijmans, The Sun in the Art and Religions of Rome, Rijksuniversiteit Groningen, 2009 από τη διέυθυνση http://irs.ub.rug.nl/ppn/321539664 (ανάκτηση 30.8.2013). Όσον αφορά ακριβώς το δίτροχο άρμα του Αλέξανδρου, η μετωπική και εραλδική απεικόνισή του αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να αναζητηθούν πρότυπα και στην τέχνη της ανατολής, στα οποία υπάρχει πάλι συσχέτιση με θεότητες. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, το μοτίβο φαίνεται πως πέρασε στη ρωμαϊκή τέχνη με την απεικόνιση του θεού Ήλιου, αργότερα της αποθεώσεως των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και κατέληξε στο μοτίβο της ανάληψης του Αλέξανδρου (Ορλάνδος 1954: 285, Τριβυζαδάκης 2005: 104-105, Paribeni 2006: ος 81). Χαρακτηριστικό είναι ένα μετάλλιο του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄ (4 αιώνας μ.Χ.), στο οποίο ο
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 290 σημαντικότερο μάλιστα από αυτά και απόλυτα σχετικό με την ανάληψη του Αλέξανδρου, ήταν μια απεικόνιση του ίδιου του Αλέξανδρου αμέσως μετά το θάνατό του, στη μνημειώδη νεκρική άμαξα που μετέφερε το σώμα του από τη Βαβυλώνα στον τελικό προορισμό ταφής του, που κατέληξε τελικά να είναι η Αλεξάνδρεια. Την περιγραφή αυτού του μοναδικού έργου τέχνης μας δίνει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, 400 γύρω στα μέσα του 1 αιώνα π.Χ. Αυτός περιγράφει την πολυτελή άμαξα, που έφερε ου ολόχρυση και πολυποίκιλτη αρχιτεκτονική και γλυπτική σύνθεση, ένας ουσιαστικά κινούμενος μακεδονικός τάφος με πολλά κοινά στοιχεία στη μορφολογία με τους μακεδονικούς τάφους, όπως τους γνωρίζουμε από τις ανασκαφές στη μακεδονική γη, για παράδειγμα η σαμαρωτή στέγαση, οι ιωνικοί κίονες και οι ζωοφόροι με ζωγραφικές παραστάσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωριστή θέση κατέχει αυτή του ίδιου του Αλέξανδρου, μέσα σε άρμα να κρατά σκήπτρο και να περιστοιχίζεται από Μακεδόνες και «μηλοφόρους» Πέρσες πεζούς στρατιώτες. Επομένως, ο πρώτος θνητός ηγεμόνας που απεικονίστηκε σε άρμα «εν δόξη» στην ελληνορωμαϊκή τέχνη ήταν ο αυτοκράτορας εικονίζεται σε τέθριππο άρμα σε θριαμβευτική στάση, να υψώνει το δεξί χέρι σε χαιρετισμό και να κρατά τη σφαίρα της οικουμένης στεφανούμενος από Νίκες αλλά και με φωτοστέφανο, όλα συμβολισμοί θριάμβου και κοσμοκρατορίας. (Gavalaris 1989: 16, εικόνα σελ. 76). Μια παράλληλη εξέλιξη της παράστασης αυτής που φτάνει και στο Βυζάντιο είναι αυτή του νικητή αρματηλάτη μέσα σε τέθριππο άρμα, έτσι όπως τη βλέπουμε να αποτυπώνεται σε δύο βυζαντινά υφαντά, ου σε ένα αλεξανδρινό του 7 αιώνα (στο Μουσείο Pare du Cinquanlenaire στις Βρυξέλλες) και σε ένα του ου τέλους 8 με αρχές 9 αιώνα (Aachen, Domschatzkammer). Στην πρώτη περίπτωση ο αφηρωισμένος ου ηνίοχος με στέμμα στην κεφαλή κρατά σκήπτρο και σφαίρα υψωμένα ψηλά – άρα πρόκειται πιθανόν για τον ίδιο τον αυτοκράτορα - τα τέσσερα άλογα απεικονιζόμενα σε προφίλ ¾ ανασηκώνονται στα πίσω τους πόδια, σαν να είναι έτοιμα να απογειωθούν και δύο φτερωτοί άγγελοι –μετεξέλιξη Νικών – περιστοιχίζουν τον αρματηλάτη (εικόνα 36 από Migeon 1909: 17, 21 και Loomis 1918 σε Lees 2010: 8, που όμως λανθασμένα ο τελευταίος ταυτίζει την παράσταση με ανάληψη του Αλέξανδρου και μάλιστα αναφέρει τα 4 άλογα ως…γρύπες!). Στη δεύτερη ο αρματηλάτης, σε τέθριππο κατενώπιον, περιστοιχίζεται από δύο βοηθούς, που του προσφέρουν στεφάνι και μαστίγια (Stauffer 2010: 168-169). Επομένως, η ήδη πλούσια βυζαντινή εικονογραφική παράδοση σε παρόμοια μοτίβα έφερε τελικά και την παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου σε άρμα. Άλλωστε, και στη βυζαντινή υμνογραφία των αρχών του 9 αιώνα καταγράφεται αναφορά στο άρμα του Ήλιου. Συγκεκριμένα, ο Ιωάννης ου Γεωμέτρης, σε ποίημα που σώζεται χωρίς επικεφαλίδα, γράφει χαρακτηριστικά: Ἐν σοί δε λαμπτήρ ἀρετῶν ἄρμα βλέπω / ὡς ἡλίου τέθριππον ἅλλο πυρφόρον, / ἰσοζύγως ἀστράπτον, ἤ μᾶλλον στέφος / ἐκλάμπον ὤσπερ ισοτίμοις μαργάροις (Migne 1863 Γ: 946). Τέλος και ο Θεοφύλακτος, Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, κατά τα ου τέλη του 11 αιώνα, στο έργο του Παιδεία Βασιλική, που αποτελεί ένα Κάτοπτρο Ηγεμόνος με το οποίο απευθύνεται στον Κωνσταντίνο Δούκα, χρησιμοποιεί ένα ρητορικό σχήμα με αναφορά στο «πτερωτό άρμα των φίλων» του αυτοκράτορα, προκειμένου να τονίσει την αξία της φιλίας για έναν ηγεμόνα (PG 126: 276). 400 Διόδωρος ο Σικελιώτης, 18.26. Βλέπε και Stewart 1993: 216-225 για μια απόπειρα ερμηνείας της κατασκευής και των παραστάσεων –συμβολισμών της. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 291 ίδιος ο Αλέξανδρος. Ο Stewart μάλιστα τονίζει πως η απεικόνιση του Αλέξανδρου, απεικόνιση βασιλικού μεγαλείου και εξουσίας, θα πρέπει να ήταν μετωπική, όπως τη γνωρίζουμε και από τη ζωγραφική απεικόνιση του Πλούτωνα και της Περσεφόνης σε άρμα στο ερεισινωτό του θρόνου από τον τάφο της Ευριδίκης στη Βεργίνα (Stewart 1993: 219) και όπως βέβαια τη γνωρίζουμε από τα ποικίλα μεταγενέστερα παραδείγματα απεικονίσεων Ρωμαίων αυτοκρατόρων και Sol Invictus (βλέπε υποσημειώσεις 397-399). Συνεπώς, καθότι ο Αλέξανδρος υπήρξε πρότυπο ηγέτη τόσο για τους Ρωμαίους όσο και για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες αλλά και εικονιστικό πρότυπο για τους Ρωμαίους, τελικά κατέληξε να απεικονίζεται και στη βυζαντινή τέχνη ως βυζαντινός αυτοκράτορας και καθιερώθηκε η σκηνή της ανάληψης μέσα σε άρμα «εν δόξη» για να προπαγανδίσει την ιδέα της «ελέω θεού» μοναρχίας, μόνο που αυτή τη φορά το πεδίο δεν ήταν η γη αλλά ο ίδιος ο ουρανός. Επομένως, είναι στο Βυζάντιο που τελικά ο Αλέξανδρος θα γνωρίσει την πραγματική αποθέωση! Φαίνεται μάλιστα πως η αυτόνομη εμφάνιση του θέματος στη βυζαντινή τέχνη κατά το 10 αιώνα συνδέεται μάλλον με την πολιτική προπαγάνδα της μακεδονικής ο δυναστείας, αρχής γενομένης με το Βασίλειο Α΄, για τον οποίο άλλωστε, όπως είδαμε, προπαγανδιζόταν η καταγωγή του από τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Η εικονογραφική ταύτιση Αλέξανδρου –βυζαντινού αυτοκράτορα παρουσιάζει το δεύτερο ως απόγονο του πρώτου, κατοχυρώνοντας έτσι τη νομιμότητα της απολυταρχικής εξουσίας του έναντι σφετεριστών αλλά και έναντι των υπηκόων του (Τριβυζαδάκης 2005: 85-88, 108). Παράλληλα, δημιουργεί ένα πολύ ισχυρό, ακατανίκητο συμβολισμό ισχύος με τεράστιο ιστορικό βάρος, χρήσιμο στις συγκρούσεις της αυτοκρατορίας με τους πολλαπλούς εξωτερικούς εχθρούς της. Η αντίστοιχη παράσταση βέβαια αποτυπώθηκε στη βυζαντινή τέχνη ακριβώς επειδή ο μύθος του Αλέξανδρου ήταν αρκετά οικείος και αναγνωρίσιμος. Στην παράσταση ενσωματώνεται η ιδέα της σωτηρίας μέσω της πίστης και ταυτόχρονα διατηρείται και ο αποτροπαϊκός χαρακτήρας του «Αλέξανδρου –Προστάτη», ενισχυμένος και από την παρουσία των γρυπών που τον περιστοιχίζουν (Рыбаков 1987, Zalessskaya 2012: 231). Παράλληλα, η παράσταση αυτή συμβολίζει γενικότερα τη νίκη, το θρίαμβο και την αποθέωση της οικουμενικής εξουσίας των βυζαντινών αυτοκρατόρων, οπωσδήποτε από την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων και μετά, οι οποίοι, όπως είδαμε, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως διαδόχους του Αλέξανδρου. Επιπλέον, η παράσταση αυτή μπορεί ακόμα να θεωρηθεί ως εικονογραφική έκφραση της έντονης επιθυμίας του μεσαιωνικού ανθρώπου για τον παράδεισο ή ακόμα και ως συμβολισμός της ευλογίας που απολαμβάνει όντας στον παράδεισο. Συν τοις άλλοις, οπωσδήποτε το επεισόδιο και η αναπαράσταση της ανάληψης – με το ανθρωπόμορφο πουλί να προειδοποιεί τον Αλέξανδρο για τα όριά του – αποδίδει και τα όρια ενός χριστιανού ήρωα, που είναι αυτά που έθεσε ο Θεός. Τα τυπικά εικονογραφικά
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 292 χαρακτηριστικά της ανάληψης στη βυζαντινή τέχνη είναι μετωπική απεικόνιση του Αλέξανδρου στο κέντρο της παράστασης και η συμμετρική, εκατέρωθέν του τοποθέτηση των όρνεων –γρυπών, των τροχών του άρματος και των κονταριών (όπου είναι δύο). Γιατί όμως στη βυζαντινή τέχνη δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην εναλλακτική απεικόνιση των γρυπών αντί των μεγάλων όρνεων; Πέρα απ’ όσα ήδη επισημάνθηκαν, ίσως η απάντηση να κρύβεται και στον ιδιαίτερο συμβολισμό που είχαν αυτά τα όντα για τους βυζαντινούς, τα αποκαλούμενα και ἱππαλεκτρύονες από αυτούς, καθότι αποτελούσαν σύμβολα της διπλής φύσης του Χριστού (επομένως του 401 ίδιου του Χριστού) ή ακόμα και της μετά θάνατον μεταφοράς στους ουρανούς, μια αντίληψη που, με βάση την ερμηνεία των αρχαίων παραστάσεών τους σε ταφικά σύνολα που αναφέρθηκε λίγο παραπάνω, ίσως να αποτελεί συνέχεια ακριβώς μιας αρχαίας αντίληψης. Γι’ αυτό και απεικονίζονται και ως φύλακες τάφων σε υστεροβυζαντινά ταφικά μνημεία (Ορλάνδος 1954: 285, Рыбаков 1987, Gavalaris 1989: 16, 402 Μπακούρου 2001:52-53, Μανωλέσσου 2011: 106, Paribeni 2006: 81,Чумакова 2014: 104). Επιπλέον, υπάρχουν στοιχεία, όπως απεικονίσεις βυζαντινών αυτοκρατόρων και ανώτερων αξιωματούχων, που αποδεικνύουν ότι οι γρύπες κατά τη μακεδονική δυναστεία κι εξής είχαν αποκτήσει ξανά το συμβολισμό που είχαν και κατά τους αιώνες του μυκηναϊκού ελληνισμού, δηλαδή είχαν γίνει πάλι σύμβολα βασιλικής εξουσίας και ισχύος. Επομένως, η παρουσία τους στην απεικόνιση του Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα συμβολίζει την αυτοκρατορική εξουσία, καθαγιάζει την όλη παράσταση και προσφέρει στο απεικονιζόμενο πρόσωπο ενισχυμένη θεϊκή αποδοχή και προστασία από τον ίδιο το Γιο του Θεού, προστασία που μεταφέρεται κατά συνέπεια και στο οικουμενικό βασίλειο που ο Αλέξανδρος -αυτοκράτορας εκπροσωπεί. Έτσι, η αρχαία εξίσωση του Υιού και του Θεού έρχεται και συμπληρώνεται στο Βυζάντιο και νοηματοδοτείται εκ νέου από το μεσαιωνικό ελληνικό πνεύμα ως εξής: 401 Είναι χαρακτηριστικό πως σε μια σπάνια παράσταση από ρωσικό εκκλησιαστικό σκεύος του 15 ου αιώνα (1486) αναπαρίσταται ο Χριστός εν δόξη περιστοιχιζόμενος από δύο γρύπες, ένας ομολογουμένως περίεργος, αγένειος Χριστός, με νεανικό πρόσωπο και φουντωτά μακριά μαλλιά! 402 Η Juanno σημειώνει πως ήδη από την αρχαιότητα οι εικόνες ανύψωσης ενός νεκρού πάνω σε φτερωτό ζώο ή γρύπα που απαντώνται σε νεκρικά συμφραζόμενα συμβολίζουν τη νίκη του νεκρού επί του θανάτου (Juanno 2015 (2002): 461). Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 293 Απόλλων – Ζευς ↘ ↓ ↘ Αλέξανδρος – Άμμων → φως, βασιλεία ουρανών 403 ↓ ↗ Χριστός – Θεός ↗ Κατά συνέπεια, μια ερμηνεία που μπορεί να δοθεί, είναι ότι ο ενδιάμεσος Αλέξανδρος γίνεται ακριβώς ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην πατροπαράδοτη θρησκεία των Ελλήνων του Απόλλωνα και του Δία και στη νέα του χριστιανισμού και πιθανόν καί γι’αυτό το λόγο η παράσταση της ανάληψης υπήρχε στις προσόψεις των βυζαντινών εκκλησιών, για να γεφυρώνει θριαμβευτικά το παλιό με το νέο, 404 εξασφαλίζοντας τη συνέχεια πίστης, συμβόλων και αντιλήψεων. Ένα άλλο στοιχείο της απεικόνισης της ανάληψης που θέλει προσοχή, είναι αυτό των κονταριών με το συκώτι – δόλωμα για να πετάξουν οι γρύπες /πουλιά ψηλά. Σε ορισμένες παραστάσεις η απεικόνιση των κονταριών με το κρέας στις απολήξεις τους είναι ξεκάθαρη (π.χ. βλέπε παρακάτω το ανάγλυφο από το ναό του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, το ανάγλυφο από το Μυστρά κ.λπ.). Σε άλλες παραστάσεις όμως, ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται να κρατά κάτι που μοιάζει περισσότερο με σκήπτρο (βλέπε παρακάτω το στέμμα από την Ουκρανία, το θραύσμα αγγείου από την Αθήνα, το ασημένιο κύπελλο του Μουσείου Ερμιτάζ κ.α.). Με την απεικόνιση του σκήπτρου στα χέρια του Αλέξανδρου έχουμε ένα ξεκάθαρο συμβολισμό της βυζαντινής αυτοκρατορικής εξουσίας διαμέσου του Μακεδόνα βασιλιά, του κυρίαρχου του κόσμου. Η ταύτιση του αντικειμένου μάλιστα με σκήπτρο ενισχύεται από παρόμοιες απεικονίσεις σκήπτρων στα χέρια βυζαντινών αυτοκρατόρων σε νομίσματα και άλλες παραστάσεις. Για παράδειγμα, σε μαρμάρινο κυκλικό tondo που βρίσκεται σήμερα στη συλλογή του Dumbarton Oaks της Ουάσινκτον, απεικονίζεται ανάγλυφη μορφή βυζαντινού αυτοκράτορα, πιθανόν του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, να κρατά τη σφαίρα της οικουμένης με σταυρό ως επίστεψη στο ένα χέρι και μακρύ σκήπτρο, που απολήγει σε 403 Τον παραλληλισμό αυτόν πρώτος τον έκανε ο Рыбаков, ο οποίος ωστόσο στις παρατηρήσεις του για τα βυζαντινά στέμματα που βρέθηκαν στην Ουκρανία (βλέπε παρακάτω) απέφυγε να κάνει την παραμικρή αναφορά στη βυζαντινή προέλευσή τους και προσπάθησε να συσχετίσει την κεντρική παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου με τον…Νταζμπόγκ, τον αντίστοιχο ηλιακό θεό των Σλάβων, στηριζόμενος στα εικονιστικά μοτίβα των ενδυμάτων του Αλέξανδρου αλλά και των σωμάτων των γρυπών και θεωρώντας τα στέμματα της Ουκρανίας…σλαβικής προέλευσης. 404 Από τις βυζαντινές εκκλησίες το μοτίβο της ανάληψης του Αλέξανδρου θα διασπαρεί και στους τοίχους των εκκλησιών…του κόσμου, σε ανατολή και δύση (Ρωσία, Γεωργία, Ιταλία κ.α., βλέπε το κεφάλαιο 5. Ο Αλέξανδρος στις παραδόσεις άλλων ιστορικών λαών). ).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 294 ορθογώνιο διάχωρο κοσμημένο με πολύτιμους λίθους, μια μορφή σκήπτρου (το αποκαλούμενο με μορφή λαβάρου) που εμφανίζεται πολύ συχνά στην βυζαντινή εικονογραφία των αυτοκρατόρων από τον 11 αιώνα και μετά (Γκιολές 2001: 66, 74), ο όπως ακόμα και στα νομίσματα του Μιχαήλ Ζ΄ (1067-1078). Υπάρχει όμως και μια ακόμα ερμηνεία του αντικειμένου αυτού, που μας οδηγεί ωστόσο στο ίδιο αποτέλεσμα: σύμφωνα με αυτήν, αυτό που φαίνεται ως σκήπτρο είναι ένα ραβδί με πτερύγια, που χρησιμοποιούσαν κυνηγοί προκειμένου να τραβήξουν πίσω σ’ αυτούς τα κυνηγετικά γεράκια μετά το κυνήγι τους . Δεδομένου του ότι το κυνήγι υπήρξε επίσης, σε πολλές 405 περιπτώσεις, προνόμιο βασιλιάδων – και του ίδιου του Αλέξανδρου - και σύμβολο επίσης της βασιλικής εξουσίας (βλέπε και Paribeni 2006: 76), η ερμηνεία αυτή του αντικειμένου θα μας οδηγούσε στον ίδιο συμβολισμό, δηλαδή της αποθέωσης της βασιλικής εξουσίας, μια και το ραβδί αυτό εδώ χρησιμοποιείται από τον Αλέξανδρο / βυζαντινό αυτοκράτορα προκειμένου να ωθήσει τους γρύπες /πουλιά στην κατάκτηση των ουρανών. Μέσω της βυζαντινής τέχνης, η παράσταση αυτή αντιγράφτηκε και από καλλιτέχνες άλλων λαών, ώστε σήμερα να σώζονται δείγματά της από την Αγγλία, την Ισπανία, τη Γαλλία την Ιταλία ως τη Ρωσία και τη Γεωργία. Διαδεδομένη υπήρξε και η αντίστοιχη εικονογράφηση του επεισοδίου στα χειρόγραφα του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου σε άλλες γλώσσες, που αποτελούσαν μεταφράσεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά ή τα λατινικά . 406 405 Βλέπε μια ανάλογη παράσταση έφιππου κυνηγού με την ίδια ερμηνεία του αντικειμένου σε ου εφυαλωμένο αγγείο των αρχών του 13 αιώνα στο: Eunice Dauterman Maguire, Bowl fragment with Horse and Rider, cat. n. 268, λήμμα στον κατάλογο της έκθεσης “The Glory of Byzantium. Art and Culture of the Middle Byzantine era A.D. 843-1261” New York, Metropolitan Museum of Art, 11.3.-6.6. 1997, επιμέλεια έκδοσης από H.C. Evans, W.D. Wixom, New York, 1997, σελ. 401. 406 Για την παράδοση του Αλέξανδρου σε άλλους ιστορικούς λαούς βλέπε κεφ. 5. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 295 3.5.3. Αναπαραστάσεις της Ανάληψης του Αλέξανδρου στη βυζαντινή τέχνη Πολλές και ποικίλες είναι οι αναπαραστάσεις της ανάληψης στη βυζαντινή τέχνη. Ένα μαρμάρινο βυζαντινό ανάγλυφο της ανάληψης έχει εντοπιστεί στη Θήβα (σήμερα στο μουσείο Θηβών) και χρονολογείται στα τέλη 10 με αρχές 11ου αιώνα ή ου κατά τη Μανωλέσσου αργότερα, στο 12 ή το αργότερο στις αρχές του 13 αιώνα ο ου (εικόνα 37) . Παρόλο που είναι αποσπασματική, η διατήρηση του αναγλύφου μας 407 επιτρέπει να καταλάβουμε ότι ήταν μεγάλων διαστάσεων. Ο Αλέξανδρος εικονίζεται ως βυζαντινός αυτοκράτορας, χειριδωτό χιτώνα και θώρακα με ψηλό περιλαίμιο και ευθύ και στενό στέμμα στο κεφάλι με τρία κοσμήματα μορφής επάλξεων και πρεπενδούλια . Ακόμα φέρει φτερά σαν Αρχάγγελος, στοιχείο που είναι μοναδικό σε 408 όλες τις ανάλογες απεικονίσεις του στις παραστάσεις της ανάληψης. Ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται έτσι πιθανόν και ως μορφή που στρώνει το δρόμο για την έλευση του Χριστού, σύμφωνα και με το κείμενο της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης: «Ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελον μου και επιβλέψαι οδόν προ προσώπου μου». Ας σημειωθεί πως η μόνη μορφή ακόμη που στην ορθόδοξη εικονογραφία απεικονίζεται με φτερά αγγέλου είναι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «μόνος επί γης ενσώματος άγγελος», σύμφωνα με το Σωφρόνιο Ιεροσολύμων (Διαλεκτόπουλος 2015: 57). Ο Αλέξανδρος της παράστασης φέρει ακόμη ένα δόρυ στο χέρι με ένα μικρό ζώο -δόλωμα στο άκρο του, στοιχείο που είναι πιο κοντά στη Διήγηση του Αλέξανδρου, ενώ συνήθως στις απεικονίσεις έχουμε δύο. Η γενική απόδοση της μορφής παρουσιάζει σχηματοποίηση. Η ζεύξη των γρυπών στο ανάγλυφο των Θηβών είναι πιο κοντά στη Διήγηση, αφού τους παρουσιάζει ζεμένους στον τράχηλο οριζοντίως με ξύλινο ζυγό. Η ανάγλυφη παράσταση χαρακτηρίζεται από ισορροπία στη σύνθεση αλλά και κάποια αφέλεια στο σχέδιο (Ορλάνδος 1954: 285-289, Τριβυζαδάκης 2005: 40, Μανωλέσσου 2011: 105-107, 266-267). Ένα ακόμα μαρμάρινο ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη (10 -11 ή 12 -13 αιώνας, σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο ος ος ος ος Κωνσταντινούπολης). Το ανάγλυφο αυτό ήταν πρώτα αφημένο σε μια γωνιά του εσωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας, στοιχείο που υποδηλώνει πως ίσως αρχικά υπήρξε 407 Η χρονολόγηση της Μανωλέσσου στηρίζεται στα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του αναγλύφου καθώς και στη συγκριτική συνεξέτασή τους με άλλα βυζαντινά ανάγλυφα από τις Θήβες (Μανωλέσσου 2011: 106-107). 408 Τα πρεπενδούλια είναι δύο ζευγάρια ορμαθών από μαργαριτάρια με ένα μεγάλο στην άκρη τα οποία κρέμονται από το διάδημα ή στέμμα. Εμφανίζονται προς το τέλος του 4 αιώνα ως στοιχείο του ου ο διαδήματος και από τον 6 αιώνα το μήκος τους φτάνει μέχρι το λαιμό. Από τον πρώιμο 10 αιώνα ο συνήθως απολήγουν σε τρία μαργαριτάρια που σχηματίζουν τρίβυλλο (Γκιολές 2001: 70) που είναι ακριβώς και η περίπτωση των απεικονίσεων του Αλεξάνδρου, σε όσες από τις βυζαντινές παραστάσεις του εμφανίζεται να φέρει στέμμα με πρεπενδούλια.
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 296 διακοσμητικό στοιχείο αυτού του ναού. Στο ανάγλυφο ο Αλέξανδρος απεικονίζεται και πάλι ως βυζαντινός αυτοκράτορας, με μακριά κόμμωση και διάλιθο στέμμα στην κεφαλή, τραχηλέα στο λαιμό, λώρους στο στήθος και τέλος μακριές, κολλητές 409 χειρίδες στα μπράτσα, όλα με οπές, στις οποίες πιθανότατα έμπαιναν ένθετοι πολύτιμοι λίθοι και μαργαριτάρια, (τετράγωνο σχήμα για τους πολύτιμους λίθους, κυκλικό για τα μαργαριτάρια, βλέπε εικόνα 38). Ο Αλέξανδρος είναι πάνω σε δίτροχο άρμα με καμπύλη άντυγα, το οποίο τραβούν προς τον ουρανό δύο συμμετρικά εικονιζόμενοι γρύπες (Ορλάνδος 1954: 286-289). Ωστόσο το εντυπωσιακό στοιχείο εδώ είναι πως ο Αλέξανδρος μάλλον δεν κρατά κοντάρια με δόλωμα στα χέρια του, αλλά μικρά σκήπτρα, σύμβολα της βασιλικής εξουσίας, αλλά και ενδεχομένως κάτι περισσότερο: αποτελούν συμβολισμό ότι ο Αλέξανδρος – βυζαντινός αυτοκράτορας δε χρειάζεται το τέχνασμα με το δόλωμα στους γρύπες για να ανέλθει στους ουρανούς (αποθέωση της κοσμικής εξουσίας του) - αυτό το εξασφαλίζει με τα σκήπτρα του και μόνο, τα σύμβολα της ισχύος του. Το πιο γνωστό και εντυπωσιακό βυζαντινό ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου βρίσκεται εντοιχισμένο στη βόρεια εξωτερική όψη του ναού του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, χρονολογείται το 12 αιώνα και υπήρξε λάφυρο των βάρβαρων ο σταυροφόρων από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 (Βακαλόπουλος 2008: 410 409 Ο λώρος είναι ένα πολυτελές χρυσοΰφαντο ύφασμα με τη μορφή μιας μακριάς, ίσου πλάτους ταινίας μήκους ως και τρία μέτρα, που αποτελούσε μετεξέλιξη της ρωμαϊκής toga. Η toga mέχρι και τον ο 6 αιώνα φοριόταν ως επίσημο τελετουργικό ένδυμα μόνο από τους υπάτους. Από τον 6 αιώνα ο καταργείται ο θεσμός της υπατείας και η toga μετονομάζεται σε λώρο, ο οποίος αποτελεί πλέον αποκλειστικά επίσημο αυτοκρατορικό ένδυμα, κατάκοσμο με πλήθος βαρύτιμων λίθων και μαργαριταριών (Γκιολές 2001: 68). 410 Το συγκεκριμένο ανάγλυφο τοποθετήθηκε όχι τυχαία στο ναό του Αγίου Μάρκου της Βενετίας: ο ναός αυτός υπήρξε το σύμβολο της γαληνοτάτης δημοκρατίας και σε αυτόν κυρίως οι Βενετοί σταυροφόροι μετέφεραν τα λάφυρα που άρπαξαν από τη λεηλατημένη Κωνσταντινούπολη, έτσι ώστε ο ναός αυτός, ως σήμερα, να στέκεται και ως διαχρονικό σύμβολο της ανόσιας λεηλασίας του 1204. Το ανάγλυφο του Αλέξανδρου, οι υπόλοιποι θησαυροί (ανάμεσά τους τα περίφημα αρχαία μπρούτζινα άλογα) και άλλα αντικείμενα κύρους, σύμβολα του νικημένου εχθρού, δηλαδή του μεσαιωνικού ελληνισμού, ενσωματώθηκαν στον Άγιο Μάρκο προκειμένου να καταστήσουν περιφανή τη νίκη των Βενετών, ιδιαίτερα το ανάγλυφο του Αλέξανδρου, καθότι αυτός υπήρξε πρότυπο των βυζαντινών αυτοκρατόρων και σύμβολο της αποθέωσης της βυζαντινής κοσμικής εξουσίας, όπως ήδη επισημάνθηκε. Άλλωστε με την εντοίχιση του αναγλύφου του Αλέξανδρου στο ναό – σύμβολο της Βενετίας ο Μακεδόνας βασιλιάς καθίσταται πλέον προστάτης της πόλης, όπως ακριβώς συνέβη και στην αρχαιότητα, με τα δεκάδες κλεμμένα αγἀλματα του Αλέξανδρου από την Ελλάδα και την τοποθέτησή τους σε περίοπτες θέσεις της Ρώμης από τους Ρωμαίους ηγήτορες. Όσο για την άλωση του 1204, υπήρξε καταλυτικό γεγονός για την ιστορία του ελληνισμού: ο ελληνισμός από τότε έχασε την πρωτοπορία και βρέθηκε σε υποδεέστερη θέση σε σύγκριση με την Εσπερία (δύση), με αποτέλεσμα μια διαχρονική σχέση εξάρτησης και υποτέλειας στις δυτικές χώρες, που κρατά ως τις μέρες μας. Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 297 57-58, βλέπε εικόνα 39). Το συγκεκριμένο ανάγλυφο μοιάζει πολύ τεχνοτροπικά με το ανάγλυφο της Κωνσταντινούπολης (Форкони 2008:119). Απεικονίζεται ο Αλέξανδρος, ως βυζαντινός αυτοκράτορας, αγένειος με κοντό μαλλί να φέρει ημισφαιρικό στέμμα 411 (καμηλαύχιον ) με πρεπενδούλια και ενδυμασία με βασιλικό μανδύα και δύο λώρους χιαστί στο θώρακα. Στέκεται πάνω στο δίτροχο άρμα και κρατά κοντάρια με λαγούς ως δολώματα στις απολήξεις τους, προς τους οποίους στρέφονται οι γρύπες (οι οποίοι είναι ζεμένοι με δερμάτινους ιμάντες) σε μια κίνηση προς τα πάνω, τραβώντας τον Αλέξανδρο στον ουρανό. Πρόκειται για ανάγλυφο καλά σχεδιασμένο, που χαρακτηρίζεται από εκλέπτυνση, πλαστικότητα, ευκινησία καθώς και φυσικότητα στις αναλογίες και στην απόδοση των μορφών, για ένα ανάγλυφο που καλλιτεχνικά υπερέχει όλων των υπολοίπων. Μαζί με αυτό, πάλι στη βόρεια εξωτερική όψη του ναού του Αγίου Μάρκου, βρίσκονται μαρμάρινα κυκλοτερή ανάγλυφα με παραστάσεις αετών και ζώων που συμπλέκονται, επίσης λάφυρα από την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται προφανώς για αρχικά συνανήκοντα ανάγλυφα, που θα σχημάτιζαν ένα μεγάλο σύνολο μαζί με την παράσταση της Ανάληψης του Αλέξανδρου σε κάποια πρόσοψη κτηρίου στην Κωνσταντινούπολη, ενδεχομένως ναού (Ορλάνδος 1954:285-289, Steppen 2000: 88, Τριβυζαδάκης 2005: 38). Ελληνικά μεσαιωνικά ανάγλυφα της ανάληψης του Αλέξανδρου εντοπίζονται και στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο Μυστρά και στη μεσσηνιακή Μάνη. Το ανάγλυφο της Μάνης χρονολογείται στους μεσοβυζαντινούς χρόνους (11 -12 ος ος αιώνας) και αποτελεί επαρχιακό –λαϊκό έργο πάνω σε αρχαία στήλη εντοιχισμένη στο ναό του Αγίου Ιωάννη της Τραχήλας. Πρόκειται για μια έντονα σχηματοποιμένη και αφαιρετικά εγχάρακτη αναπαράσταση της ανάληψης, στην οποία πιο ευδιάκριτοι είναι οι δύο γρύπες, ενώ από τον Αλέξανδρο αποδίδεται εντελώς σχηματικά το περίγραμμα του προσώπου του με ένα στέμμα στο κεφάλι (εικόνα 40). Επιπλέον και η άντυγα του άρματος συγχωνεύεται ουσιαστικά με τα δύο κοντάρια που κρατά ο Αλέξανδρος και η όλη παράσταση συμπληρώνεται στο κάτω τμήμα της από ρομβοειδή διάχωρα . Ένα 412 δεύτερο ανάγλυφο της ανάληψης εντοπίστηκε στην ανατολική πρόσοψη της 411 Το καμηλαύχιον ή καμελαύχιον ήταν ένας τύπος στέμματος που εμφανίστηκε στη βυζαντινή τέχνη κατά την εποχή των Κομνηνών, με την πρώτη περιγραφή του να μας τη δίνει η Άννα Κομνηνή. Πρόκειται για πλατιά ισοϋψή στεφάνη με τέσσερις σειρές μαργαριτάρια, ένα τετράγωνο μετωπικό κόσμημα με πολύτιμες πέτρες και επίστεψη από ημικυκλική προεξοχή με μαργαριτάρια και πολύτιμη πέτρα στο κέντρο καθώς και σταυρό (Γκιολές 2001: 72). 412 Κουρσούμης 2009: 179-181. Ο Κουρσούμης βέβαια θεωρεί πως εικονίζεται σχηματικά το χέρι του Αλέξανδρου να ταϊζει τον αριστερό προς το θεατή γρύπα και πως ο γρύπας κρατά σπαθί που ακουμπά στο έδαφος. Πιστεύω πως η ερμηνεια αυτή πρέπει να απορριφθεί, καθώς είναι εντελώς ασυνήθιστη για τις απεικονίσεις της ανάληψης. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της πλήρους σχηματοποίησης της παράστασης, είναι ευκολότερο να εικάσουμε τη συγχωνευμένη απεικόνιση δοράτων και άντυγας άρματος.
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 298 μητρόπολης του Μυστρά, στο ναό του Αγίου Δημητρίου, ως τμήμα διακόσμησης μαρμάρινης πλάκας εντοιχισμένης δίπλα σε δίλοβο παράθυρο και πάνω ακριβώς από την αψίδα του ιερού. Το ανάγλυφο χρονολογείται από το Χατζηδάκη στο 10 -11 ο ο αιώνα (ο οποίος, όμως, αναφέρεται αόριστα σε «ανάγλυφα ζώα») και είναι αρκετά φθαρμένο, καθώς από τη μορφή του Αλέξανδρου σώζεται ουσιαστικά μόνο ο θώρακάς του, ενώ οι στραμένοι προς αυτόν γρύπες παρουσιάζουν καλύτερη κατάσταση συντήρησης. Σύμφωνα πάντα με τη χρονολόγηση του Χατζηδάκη, η τοποθέτηση του ανσγλύφου σε εκείνο το σημείο του ναού θα πρέπει να έγινε κατά την πρώτη οικοδομική φάση του, μεταξύ 1263 -1272. Σε μια τέτοια περίπτωση, βέβαια, γεννιούνται ερωτήματα σχετικά με την πρώτη θέση του αναγλύφου, δεδομένης της πρωιμότερης χρονολόγησής του σε σχέση με το ναό, που δίνει ο ίδιος ερευνητής (εικόνα 41, Millet 1910: πίνακας 19.1, 20.1, 47.7, Χατζηδάκης 1995: 28-29, Κουρσούμης 2009: 180). Η παράσταση στο κάτω τμήμα της πλάκας είναι δυσερμήνευτη, πιθανόν, όμως, να αποδίδει τον Κέρβερο και το ρόπαλο του Ηρακλέους. Τέλος, ένα τρίτο ανάγλυφο προέρχεται επίσης από το Μυστρά και βρέθηκε ενσωματωμένο στο δάπεδο της εκκλησίας της Περίβλεπτου σε δεύτερη χρήση και χρονολογείται το 14 αιώνα (εικόνα ο 42). Η αρχική χρήση του αναγλύφου θα πρέπει να ήταν ως διακοσμητική εντοιχισμένη πλάκα στην εξωτερική όψη του ναού, πάνω από κάποιο άνοιγμα. Εδώ ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται ημίσωμος και γενειοφόρος μέσα σε ένα καμπύλο κιβώτιο (ή άρμα) με διακόσμηση ελικοειδούς βλαστού, στο οποίο έχει ζέψει με ιμάντες δύο γρύπες, να κρατά δύο κοντάρια συμμετρικά, στις αιχμές των οποίων έχει μπήξει μικρά ζώα ως δόλωμα. Φέρει στην κεφαλή μικρό στέμμα με λοφία και έχει αυτοκρατορική στολή 413 με λώρους χιαστί στο στήθος, που έχουν διακόσμηση με τρίφυλλα. Πρόκειται για ανάγλυφο μάλλον ντόπιου τεχνίτη που χαρακτηρίζεται από την επιπεδόγλυφη και εγχάρακτη τεχνική, η οποία ασκήθηκε στα βυζαντινά ανάγλυφα του γεωγραφικου χώρου της Ελλάδας από το 10 ο ως και το 15 αιώνα. Ο Χατζηδάκης σημειώνει πως η ο τεχνική και τα συνοδευτικά διακοσμητικά θέματα δείχνουν έντονη μουσουλμανική επίδραση και παρατηρεί πως το τραχύ βάθος στην παράσταση δείχνει ότι τα κενά ενδεχομένως να γέμιζαν με έγχρωμη ύλη (Ορλάνδος 1954: 285-289, Χατζηδάκης 1995: 32, Μπακούρου 2001: 52-53). Τα παραπάνω παραδείγματα αναγλύφων από το Μυστρά και τη Μάνη επιβεβαιώνουν την άποψη που θέλει τις αναπαραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου να τοποθετούνται στις εξωτερικές όψεις των βυζαντινών εκκλησιών σε εγγύτητα με τα παράθυρα –ανοίγματα. Η τοποθέτηση αυτή θα πρέπει να ερμηνευτεί 413 Το στοιχείο των λοφίων τονίζει περισσότερο τη στρατιωτική διάσταση της αναπαράστασης του Αλέξανδρου –αυτοκράτορα (βλέπε και Γκιολέ 2001: 72), κάτι που σίγουρα δεν είναι άσχετο με τις γενικότερες προκλήσεις πολιτικοστρατιωτικού χαρακτήρα που είχε να αντιμετωπίσει το Δεσποτάτο του Μυστρά κατά το 14 αιώνα. ο Philosophia Ancilla/ Academica V
Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 299 όχι μόνο σε ιδεολογικό (αυτοκρατορικό) –πατριωτικό πλαίσιο, αλλά κυρίως, ίσως, σε θρησκευτικό: η μορφή του Αλέξανδρου πιθανόν να συμβολίζει τελικά και την ανθρώπινη ψυχή και το πέταγμά της στον ουρανό, τη «θέωση του ανθρώπου», επομένως τον ίδιο το Θεάνθρωπο Χριστό. Παράλληλα, στο πλαίσιο του πολυσήμαντου της ελληνικής τέχνης, η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου διατηρεί τον ιδεολογικό της χαρακτήρα: στον ύστερο μεσαιωνικό κόσμο του Μυστρά, πάνω από μαρμάρινα λιοντάρια, κενταύρους, γρύπες κι άλλα σύμβολα της αρχαιοελληνικής παράδοσης, υπερίπταται ο αρχαίος βασιλιάς για να διαλαλήσει τη σύζευξη του παλιού και του νέου, ως επιστέγασμα της εθνικής αυτοσυνειδησίας που έχει επιτευχθεί και ως εχέγγυο δύναμης και αντίστασης στο νέο, επερχόμενο εξ Ανατολών εχθρό. Ένα ακόμη βυζαντινό ανάγλυφο με διαστάσεις 64 x 90 εκατοστά υπάρχει στη Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, όπου είχε επαναχρησιμοποιηθεί στο καθολικό των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ ως θωράκιο (ποδιά) στο άνοιγμα του βόρειου χορού της μεταγενέστερης φάσης του ναού του 16 αιώνα (εικόνα 43). Κι εδώ ου απεικονίζεται η άντυγα του άρματος χωρίς τους τροχούς. Ο Αλέξανδρος φορά χιτώνα με αυτοκρατορικό λώρο, φέρει διάλιθο στέμμα και κρατά δύο δόρατα με το δόλωμα στην άκρη . Πάνω από τους γρύπες απεικονίζονται οι κεφαλές δύο λεόντων, σύμβολα 414 της ισχύος του ηγέτη. Πρόκειται για έργο επαρχιακού εργαστηρίου, όχι με ιδιαίτερη επιμέλεια επεξεργασμένο - το ανάγλυφο είναι χαμηλό και επίπεδο και όλες οι σχεδιαστικές λεπτομέρειες αποδίδονται με εγχαράξεις. Η σύνθεση είναι βεβαίως έντονα συμμετρική με τονισμένο τον κατακόρυφο άξονα. Tα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει το ανάγλυφο αυτό, τόσο με το υπέρθυρο της δυτικής εισόδου όσο και με τα υπόλοιπα θωράκια στους χορούς του σημερινού καθολικού της Mονής Δοχειαρίου, δείχνουν ότι όλα προέρχονται από το ίδιο σύνολο και θα πρέπει να κοσμούσαν το παλαιό βυζαντινό καθολικό. Ο Ορλάνδος χρονολογεί το ανάγλυφο στον 10 με 11 αιώνα, κυρίως με βάση τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της απεικόνισης του ο ο στέμματος, ο Παζαράς επίσης στο 10 -11 με βάση παράλληλα από άλλα έργα της ο ο σύγχρονης βυζαντινής χρυσοχοΐας, εφυαλωμένης κεραμικής και γλυπτικής, ο Βολονάκης στον 11 αιώνα αναφέροντας ότι προέρχεται από το παλιότερο μαρμάρινο ο τέμπλο του ναού, ο Τριβυζαδάκης αναφέρει ως χρονολογηση το 14 αιώνα. Εφόσον ο δεχτούμε πως η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου υπήρξε σύμβολο της οικουμενικής εξουσίας της μακεδονικής δυναστείας, η τοποθέτηση του θωρακίου με την ανάληψη στο τέμπλο του πρώτου –βυζαντινού - ναού της Μονής Δοχειαρίου δείχνει την κωνσταντινουπολίτικη προέλευση των εμπνευστών της παράστασης και πιθανόν τη χρηματοδότηση του ναού από το περιβάλλον της αυλής. Όπως έχει 414 Ωστόσο θα μπορούσαν να είναι και σκήπτρα ή ραβδιά με πτερύγια για την προσέλκυση των γρυπών, σύμφωνα με όσα σημειώθηκαν προηγουμένως (βλέπε το αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο).
Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 300 παρατηρηθεί, η απεικόνιση του θέματος μέσα σε ένα βυζαντινό ναό γίνεται προς σύγκριση με την ανάληψη του Κυρίου, προκειμένου να φανεί η διαφορά και η αδυναμία: ο Αλέξανδρος αναλήφθηκε στους ουρανούς με τέχνασμα και μόνο για λίγο, ο Θεάνθρωπος Χριστός αυτοδύναμα και αιώνια (Ορλάνδος 1954: 286-289, Παζαράς 1997: 242, Βολονάκης 1998: 13, Τριβυζαδάκης 2005: 55, Θεόκτιστος Δοχειαρίτης 2006: 98, Даркевич 2015: 88). Η ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα από τη Χαλκίδα της Εύβοιας αποτελεί άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βυζαντινής παράστασης της Ανάληψης του Αλέξανδρου με χρονολόγηση στο 12 αιώνα (εικόνα 44). Βρέθηκε κατά τη διάρκεια ο κατασκευαστικών έργων στην οδό Φριζή της Χαλκίδας, σε περιοχή που περίκλειε το μεσαιωνικό τείχος της πόλης. Έχει διαστάσεις περίπου 118 x 90 εκ. και σήμερα εκτίθεται στη συλλογή του Φρουρίου του Καράμπαμπα της Χαλκίδας. Η σύνθεση είναι επίσης συμμετρική και οι μορφές αποδίδονται με μια κάποια πλαστικότητα. Η πτητική μηχανή του Αλέξανδρου είναι δεμένη με αλυσίδα στους λαιμούς των γρυπών, οι οποίοι στρέφουν τα κεφάλια τους προς αυτόν (Gani 2013: 199) . Στην παράσταση 415 υπερτονίζεται το μέγεθος των γρυπών, που απεικονίζονται γιγάντιοι σε σχέση με την κεντρική μορφή του Αλέξανδρου, δείχνουν να «αγκαλιάζουν» την πτητική μηχανή, ενώ παράλληλα υπερτονίζεται με τη στάση των ποδιών και των ουρών τους ο εραλδικός –και ως ένα βαθμό αποτροπαϊκός - χαρακτήρας τους. Η απόδοση της πτητικής μηχανής παρεπέμπει σε κάλαθο, στοιχείο που υπάρχει εξίσου έντονο στο – προγενέστερο – ελεφαντοστέινο κιβώτιο από το Darmstadt (βλέπε παρακάτω). Γενικότερα, η σχηματοποίηση της όλης παράστασης είναι έντονη, σε σημείο που τα δύο δόρατα με τα δολώματα που κρατά ο Αλέξανδρος να φαίνονται περισσότερο σαν πηδάλια μιας ιπτάμενης μηχανής. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται γενειοφόρος και φέρει ημισφαιρικό στέμμα –κράνος με τρία λοφία, στοιχείο που μοιάζει πολύ με το αντίστοιχο στέμμα του αναγλύφου από το Μυστρά. Δε φέρει λώρους στο ένδυμα του σώματος, εκτός αν θεωρηθούν σχηματοποιημένοι λώροι τα τετραγωνισμένα μοτίβα κάτω από το λαιμό. Η κερματισμένη απόδοση του σώματος και των μελών πιθανόν να αποδίδει κάποια μορφή πολεμικής αμυντικής εξάρτυσης, ίσως φολιδωτού θώρακα με ψηλό περιλαίμιο, όπως η μορφή του Αλέξανδρου στο ανάγλυφο των Θηβών. Σε κάθε περίπτωση, οι παραστάσεις της Χαλκίδας και των Θηβών αποτελούν τις πλέον στρατιωτικού χαρακτήρα αποδόσεις της μορφής του Αλέξανδρου στην ομάδα των βυζαντινών αναγλύφων της ανάληψης. Βυζαντινής τεχνοτροπίας και διακόσμησης, αλλά με ρωμανικές -ιταλικές επιδράσεις ως προς την αρχιτεκτονική χρήση και τοποθέτηση, θεωρείται πως είναι το 415 Στοιχεία υπάρχουν και σε έναν διαδικτυακό μικρό κατάλογο της έκθεσης Heaven and Earth: Art of Byzantium from Greek Collections, έκθεση στη Νational Gallery of Art, Ουάσιγκτον, 6.10.2013 -2.3.2014. Philosophia Ancilla/ Academica V
Search
Read the Text Version
- 1
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- 8
- 9
- 10
- 11
- 12
- 13
- 14
- 15
- 16
- 17
- 18
- 19
- 20
- 21
- 22
- 23
- 24
- 25
- 26
- 27
- 28
- 29
- 30
- 31
- 32
- 33
- 34
- 35
- 36
- 37
- 38
- 39
- 40
- 41
- 42
- 43
- 44
- 45
- 46
- 47
- 48
- 49
- 50
- 51
- 52
- 53
- 54
- 55
- 56
- 57
- 58
- 59
- 60
- 61
- 62
- 63
- 64
- 65
- 66
- 67
- 68
- 69
- 70
- 71
- 72
- 73
- 74
- 75
- 76
- 77
- 78
- 79
- 80
- 81
- 82
- 83
- 84
- 85
- 86
- 87
- 88
- 89
- 90
- 91
- 92
- 93
- 94
- 95
- 96
- 97
- 98
- 99
- 100
- 101
- 102
- 103
- 104
- 105
- 106
- 107
- 108
- 109
- 110
- 111
- 112
- 113
- 114
- 115
- 116
- 117
- 118
- 119
- 120
- 121
- 122
- 123
- 124
- 125
- 126
- 127
- 128
- 129
- 130
- 131
- 132
- 133
- 134
- 135
- 136
- 137
- 138
- 139
- 140
- 141
- 142
- 143
- 144
- 145
- 146
- 147
- 148
- 149
- 150
- 151
- 152
- 153
- 154
- 155
- 156
- 157
- 158
- 159
- 160
- 161
- 162
- 163
- 164
- 165
- 166
- 167
- 168
- 169
- 170
- 171
- 172
- 173
- 174
- 175
- 176
- 177
- 178
- 179
- 180
- 181
- 182
- 183
- 184
- 185
- 186
- 187
- 188
- 189
- 190
- 191
- 192
- 193
- 194
- 195
- 196
- 197
- 198
- 199
- 200
- 201
- 202
- 203
- 204
- 205
- 206
- 207
- 208
- 209
- 210
- 211
- 212
- 213
- 214
- 215
- 216
- 217
- 218
- 219
- 220
- 221
- 222
- 223
- 224
- 225
- 226
- 227
- 228
- 229
- 230
- 231
- 232
- 233
- 234
- 235
- 236
- 237
- 238
- 239
- 240
- 241
- 242
- 243
- 244
- 245
- 246
- 247
- 248
- 249
- 250
- 251
- 252
- 253
- 254
- 255
- 256
- 257
- 258
- 259
- 260
- 261
- 262
- 263
- 264
- 265
- 266
- 267
- 268
- 269
- 270
- 271
- 272
- 273
- 274
- 275
- 276
- 277
- 278
- 279
- 280
- 281
- 282
- 283
- 284
- 285
- 286
- 287
- 288
- 289
- 290
- 291
- 292
- 293
- 294
- 295
- 296
- 297
- 298
- 299
- 300
- 301
- 302
- 303
- 304
- 305
- 306
- 307
- 308
- 309
- 310
- 311
- 312
- 313
- 314
- 315
- 316
- 317
- 318
- 319
- 320
- 321
- 322
- 323
- 324
- 325
- 326
- 327
- 328
- 329
- 330
- 331
- 332
- 333
- 334
- 335
- 336
- 337
- 338
- 339
- 340
- 341
- 342
- 343
- 344
- 345
- 346
- 347
- 348
- 349
- 350
- 351
- 352
- 353
- 354
- 355
- 356
- 357
- 358
- 359
- 360
- 361
- 362
- 363
- 364
- 365
- 366
- 367
- 368
- 369
- 370
- 371
- 372
- 373
- 374
- 375
- 376
- 377
- 378
- 379
- 380
- 381
- 382
- 383
- 384
- 385
- 386
- 387
- 388
- 389
- 390
- 391
- 392
- 393
- 394
- 395
- 396
- 397
- 398
- 399
- 400
- 401
- 402
- 403
- 404
- 405
- 406
- 407
- 408
- 409
- 410
- 411
- 412
- 413
- 414
- 415
- 416
- 417
- 418
- 419
- 420
- 421
- 422
- 423
- 424
- 425
- 426
- 427
- 428
- 429
- 430
- 431
- 432
- 433
- 434
- 435
- 436
- 437
- 438
- 439
- 440
- 441
- 442
- 443
- 444
- 445
- 446
- 447
- 448
- 449
- 450
- 451
- 452
- 453
- 454
- 455
- 456
- 457
- 458
- 459
- 460
- 461
- 462
- 463
- 464
- 465
- 466
- 467
- 468
- 469
- 470
- 471
- 472
- 473
- 474
- 475
- 476
- 477
- 478
- 479
- 480
- 481
- 482
- 483
- 484
- 485
- 486
- 487
- 488
- 489
- 490
- 491
- 492
- 493
- 494
- 495
- 496
- 497
- 498
- 499
- 500
- 501
- 502
- 503
- 504
- 505
- 506
- 507
- 508
- 509
- 510
- 511
- 512
- 513
- 514
- 515
- 516
- 517
- 518
- 519
- 520
- 521
- 522
- 523
- 524
- 525
- 526
- 527
- 528
- 529
- 530
- 531
- 532
- 533
- 534
- 535
- 536
- 537
- 538
- 539
- 540
- 541
- 542
- 543
- 544
- 545
- 546
- 547
- 548
- 549
- 550
- 551
- 552
- 553
- 554
- 555
- 556
- 557
- 558
- 559
- 560
- 561
- 562
- 563
- 564
- 565
- 566
- 567
- 568
- 569
- 570
- 571
- 572
- 573
- 574
- 575
- 576
- 577
- 578
- 579
- 580
- 581
- 582
- 583
- 584
- 585
- 586
- 587
- 588
- 589
- 590
- 591
- 592
- 593
- 594
- 595
- 596
- 597
- 598
- 599
- 600
- 601
- 602
- 603
- 604
- 605
- 606
- 607
- 608
- 609
- 610
- 611
- 612
- 613
- 614
- 615
- 616
- 617
- 618
- 619
- 620
- 621
- 622
- 623
- 624
- 625
- 626
- 627
- 628
- 629
- 630
- 631
- 632
- 633
- 634
- 635
- 636
- 637
- 638
- 639
- 640
- 641
- 642
- 643
- 644
- 645
- 646
- 647
- 648
- 649
- 650
- 651
- 652
- 653
- 654
- 655
- 656
- 657
- 658
- 659
- 660
- 661
- 662
- 663
- 664
- 665
- 666
- 667
- 668
- 669
- 670
- 671
- 672
- 673
- 674
- 675
- 676
- 677
- 678
- 679
- 680
- 681
- 682
- 683
- 684
- 685
- 686
- 687
- 688
- 689
- 690
- 691
- 692
- 693
- 694
- 695
- 696
- 697
- 698
- 699
- 700
- 701
- 702
- 703
- 704
- 705
- 706
- 707
- 708
- 709
- 710
- 711
- 712
- 713
- 714
- 715
- 716
- 717
- 718
- 719
- 720
- 721
- 722
- 723
- 724
- 725
- 726
- 727
- 728
- 729
- 730
- 731
- 732
- 733
- 734
- 735
- 736
- 737
- 738
- 739
- 740
- 741
- 742
- 743
- 744
- 745
- 746
- 747
- 748
- 749
- 750
- 1 - 50
- 51 - 100
- 101 - 150
- 151 - 200
- 201 - 250
- 251 - 300
- 301 - 350
- 351 - 400
- 401 - 450
- 451 - 500
- 501 - 550
- 551 - 600
- 601 - 650
- 651 - 700
- 701 - 750
Pages: