Important Announcement
PubHTML5 Scheduled Server Maintenance on (GMT) Sunday, June 26th, 2:00 am - 8:00 am.
PubHTML5 site will be inoperative during the times indicated!

Home Explore O Megas Alexandros tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

O Megas Alexandros tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

Published by kou_vas, 2017-09-28 09:45:50

Description: O Megas Alexandros tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

Search

Read the Text Version

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 351 τεκμηριώνει περισσότερο το δημώδη χαρακτήρα της εκδοχής του χειρογράφου. Στο χειρόγραφο διασώζονται βυζαντινά στοιχεία, όπως η προσφώνηση του Αλέξανδρου στις πρώτες του νίκες στα αγωνίσματα με τους συνομηλίκους του: «Πολλά τά ἔτη τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως καί τοῦ κόσμου ὁλουνοῦ». Τέλος επισημαίνεται πως υπάρχει μεγάλη πύκνωση δράσης και απουσία πολλών επεισοδίων από την παράδοση του Μυθιστορήματος. Σε ένα άλλο χειρόγραφο του Μυθιστορήματος του 16ου αιώνα, τον κώδικα Laurentianus 1444 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας, υπάρχει η ίδια υμνητική για τον Αλέξανδρο εισαγωγή με αυτήν του χειρογράφου της Βιέννης, οι ίδιες αναφορές στους Φιλίππους και τη Φιλιππούπολη, στην προβολή του Αλέξανδρου – Ήλιου (από τη Ρωξάνη) και στις βυζαντινού χαρακτήρα προσφωνήσεις στον Αλέξανδρο. Υπάρχει ακόμη αντιπαραβολή του Αλέξανδρου με τον Ηρακλή από το Φίλιππο, όταν αυτός δαμάζει το Βουκεφάλα (μοτίβο που το συναντάμε και στη βυζαντινή παραλλαγή ε΄ του Μυθιστορήματος), προβολή του μοτίβου της ματαιότητας των μεγαλείων της ζωής μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου στο μονόλογο του Αλέξανδρου λίγο πριν πεθάνει, περιγραφή της αυτοκτονίας της Ρωξάνης δίπλα στο νεκρό Αλέξανδρο . 457 Σύμφωνα με το Stoneman, υπάρχουν συνολικά έντεκα χειρόγραφα του λεγόμενου μεσο-ελληνικού Μυθιστορήματος, το οποίο δημιουργήθηκε λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης και βασίστηκε στην ε΄ παραλλαγή της ψευδο-καλλισθένειας διήγησης. Μάλιστα μεταφράστηκε και στα αραβικά από έναν μοναχό της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά το 1671. Ωστόσο το σημαντικότερο στοιχείο είναι πως αυτό το μεσο-ελληνικό Μυθιστόρημα της χειρόγραφης παράδοσης αποτέλεσε τη βάση για το ελληνικό τυπωμένο Μυθιστόρημα της εποχής της τουρκοκρατίας, της περίφημης Φυλλάδας του Αλέξανδρου του Μακεδόνος (Stoneman 2012 A: ix – xi) . Ο Μητσάκης 458 συμφωνεί ότι τα σωζόμενα ελληνικά χειρόγραφα του Μυθιστορήματος του 16 και 17 ου ου αιώνα (και ένα και του 18 , ο Codex Atheniensis) βασίζονται σε μια βυζαντινή ου διασκευή της ομάδας ε΄, ωστόσο τη χρονολογεί αυτή στο 12 με αρχές 13 αιώνα. ο ου Σύμφωνα με το Μητσάκη, υπάρχουν συνολικά 14 χειρόγραφα της εποχής της τουρκοκρατίας (16 -17 αιώνας) από μοναστήρια του Αγίου Όρους, των Μετεώρων, ος ος της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και αλλού, όπως για παράδειγμα ο κώδικας της Μονής Κουτλουμουσίου 236 που χρονολογείται το 16 αιώνα ή ο κώδικας της Μονής Βαρλαάμ ο 457 V.L. Konstantinopulos and A.C. Lolos, Ps.-Kallisthenes. Zwei mittelgriechische Prosa-Fassungen des Alexanderromans, 2 vols. [Beiträge zur klassischen Philologie 141 & 150. Meisenheim am Glan: Hain, 1983, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu/ (11.10.2015). 458 Ο Πούχνερ (2007:2318) ωστόσο διαφωνεί ως προς την καταγωγή της Φυλλάδας, καθότι αναφέρει πως αυτή ανάγεται στη χαμἐνη βυζαντινή διασκευή ζ΄ του 14 αιώνα. ου

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 352 ου του 17 αιώνα, ή το χειρόγραφο του Eton College (16 αιώνας), το οποίο αποτελεί και ος το πληρέστερο χειρόγραφο ως κείμενο του μεσο - ελληνικού Μυθιστορήματος (βλέπε αναλυτικά Μητσάκης (1968) 2001:14-16). Ο Πολίτης τονίζει πως η μεγάλη διάδοση του Μυθιστορήματος στην Ελλάδα αποδεικνύεται από τις πολυπληθείς παραλλαγές του σε χειρόγραφα διαφόρων βιβλιοθηκών, χαρακτηρίζει μάλιστα τη γλώσσα τους «προσιτή στον όχλο και ευνόητη» (Πολίτης 1889: 39). Ο κώδικας της Μονής Κουτλουμουσίου περιλαμβάνει ορισμένα μόνο κεφάλαια του Μυθιστορήματος και φαίνεται να προέρχεται από τη Μικρά Ασία ή να τον έγραψε ένας μοναχός με καταγωγή από εκεί. Υπάρχει μια τάση σύμπτυξης της αφήγησης, ιδιαίτερα των περίεργων και «θαυμαστών» επεισοδίων, που ίσως να δικαιολογείται από το μοναστικό περιβάλλον της αντιγραφής. Από την άλλη, ίσως ακριβώς για τον ίδιο λόγο, να έμεινε ανέπαφο και με κάθε λεπτομέρεια το επεισόδιο της επίσκεψης του Αλέξανδρου στην Ιερουσαλήμ, η συνάντησή του με τον προφήτη Ιερεμία, η δήλωση πίστης και η προσκύνηση στο μοναδικό θεό και η είσοδός του στο ναό του Σολομώντα. Άλλωστε, οι ιουδαιο-χριστιανικές αυτές αναφορές εντάσσονται στο πνεύμα της διασκευής ε΄, όπως ήδη αναφέρθηκε. Με βάση τις αναφορές αυτές, ο Αλέξανδρος αναδεικνύεται σε φίλο και προστάτη των Εβραίων, όπως επίσης τον θέλει και η αρχαία εβραϊκή παράδοση, που ξεκινά με τις αναφορές του Ιώσηπου (βλέπε κεφάλαιο 5.2.). Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η ένδειξη ότι ο μοναχός αντιγραφέας του κώδικα της Μονής Κουτλουμουσίου χρησιμοποίησε μία από τις δύο πρώτες εκδόσεις της έμμετρης Ριμάδας του Μεγαλέξανδρου (του 1529 ή του 1553) προκειμένου να συμπληρώσει το λειψό κείμενο που είχε ως πρότυπο (Μητσάκης (1968) 2001: 23-25, 46-47, 67-70). Ενδιαφέροντα είναι και τα γλωσικά στοιχεία του χειρογράφου, που προδίδουν τις βυζαντινές καταβολές του, για παράδειγμα η λέξη πρωτοστράτωρας (αρχιστράτηγος), αλλά και ορισμένα ξένα λεξιλογικά δάνεια, όπως ο ρυμπάρης (από το ιταλικό rubare = κλέβω) ή η επιρρηματική λέξη νεμάλον, από το σλαβικής προέλευσης επίρρημα nemalo = όχι λίγο, ή άλλες λέξεις τουρκοπερσικής προέλευσης. (Μητσάκης (1968) 2001: 42, 44-45, 110). Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενο, η περιγραφή της δεύτερης μάχης ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Πέρσες του Δαρείου: «…Καί ἀπό τές δύο μερές ἐλαλοῦσαν τά ὄργανα, τρουμπέτες καί ἀνακαράδες. Καί οὕτως ἐκτυπήθηκαν τά φουσάτα σύν ἀλλήλοις. Καί ἦτον τῶν κονδαρίων ἔκτυπος καί τῶν σπαθίων ὁ κουδουνισμός καί ἀπό τά φαρία ὁ χλιμιντρισμός παμμέγεθος, ὡς καί τήν γῆν αὐτήν ἐβάρεσεν. Ἁπό ταχία ἐκόφτουνταν τά δύο φουσάτα ἕως τό βασίλεμα ἡλίου. Καί οὕτως ἔδωκαν τῆς Περσίας τά φουσάτα νά φεύγουν. Οἱ Μακιδόνες τούς ἐδίωξαν τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες…». (Μητσάκης (1968) 2001: 76). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 353 Το ομοιοκατάληκτο στιχούργημα της Ριμάδας, της έμμετρης νεοελληνικής διασκευής του Μυθιστορήματος με τίτλο Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος Ἀλεξάνδρου Μακεδόνος διά στίχου, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1529 στη Βενετία από το Ζακυνθινό Δημήτριο Ζηνό, του οποίου αποτελεί και δημιουργία, όπως έδειξε ο Μητσάκης, και με πρωτοβουλία του Damiano di Santa Maria. Μάλιστα, από τον επίλογο της Ριμάδας φαίνεται πως υπήρχε και μια άλλη παλιότερη έμμετρη διασκευή ενός άλλου στιχουργού από τη Ζάκυνθο και ότι αρχική πρόθεση του Ζηνού ήταν να εκδώσει τη συγκεκριμένη διασκευή. Η τελική μορφή ταυτίζεται, ως προς το περιεχόμενο, περισσότερο με τη διασκευή α΄ του Ψευδο-Καλλισθένη και λιγότερο με τη β΄. Η έκδοση κοσμείται με 14 ξυλογραφίες, που όμως δεν είναι πρωτότυπες, αλλά προέρχονται από ένα άλλο έντυπο, την Ιλιάδα του Λουκάνη, εκτός από μία ξυλογραφία που αναπαριστά τον Αλέξανδρο έφιππο στο Βουκεφάλα. Το πολύστιχο ποίημα της Ριμάδας, με τους 2944 στίχους, σώζεται σε ένα μοναδικό χειρόγραφο (κώδικας 445 της Μονής Μεταμορφώσεως Μετεώρων) και σε μια σειρά από 14 βενετικές εκδόσεις. Οι στίχοι του είναι 15σύλλαβοι με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία και χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με το Μητσάκη, από πλαδαρότητα, τονικούς βιασμούς και ρίμα φτωχή και αδούλευτη (Μητσάκης (1968) 2001: 12-14, 2007: 59, Holton 1973: 17-18, Holton 1974: 97-100): «Ἐτότες ἒγυρίσαμε, ἐπτά μέρες περπατοῦμε, στόν ποταμόν Θερίζοντα όρισα νά σταθοῦμε. Τές Ἀμαζόνες ηύραμε κεῖνες τές ωριωμένες, εἲχασιν ἂρματα καλά, πολλά ‘ταν ἀνδρειωμένες. Σίδερο γάρ καί χάλκωμα αὐτεῖνες γάρ οὐκ ἒχουν, Πολύ ἀσημοχρύσαφο, βίον πολύν γάρ ἒχουν. …………………………………………………………………. Πολύν καιρόν πηγαίναμε όλοι συμμαζωμένοι, Στην Ἐρυθράν τήν Θάλασσαν όλοι μας κοπιασμένοι. Όλοι μας ἀναπαύτημαν ἐκ τόν περίσσιον κόπον. …………………………………………………………………. Θυσία τότες ἒκαμα ἐγώ καί θυσιάζω, τόν Ποσειδῶνα τόν θεόν περίσσια τον δοξάζω». (Holton 1974: 174).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 354 Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί πως στη Ριμάδα απουσιάζει η εισαγωγή –ύμνος στις αρετές του Αλέξανδρου, που βρίσκουμε σε μεταβυζαντινά χειρόγραφα. Ωστόσο, αυτό που απουσιάζει στο σώμα της έμμετρης διήγησης στην αρχή, μπαίνει – έμμετρα πάλι – ως καταληκτήριες παρατηρήσεις από τον ίδιο το δημιουργό, το Δημήτριο Ζηνό: πράγματι, στον επίλογο, ο Ζηνός τονίζει πόσο πολύ ο ίδιος «επόθει να ’βρη τα κατορθώματα και πράξεις τ’ Αλεξάνδρου», ενώ παρακάτω αναφέρεται στη παιδεία, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη του «Λέξανδρου» μέσα και από το παράδειγμα του σεβασμού που επέδειξε ο Αλέξανδρος στη γυναίκα του Δαρείου. Επιπλέον, στη Ριμάδα, σε αντίθεση με το μεταβυζαντινό χειρόγραφο της Βιέννης, προβάλλεται περισσότερο το επεισόδιο με το αθάνατο νερό. Τέλος, προβάλλεται ο Αλέξανδρος ως κοσμοκράτωρ και αυτό-αποκαλείται «γιος του Άμμωνα», στοιχεία βέβαια σταθερά της γραπτής παράδοσης του Μυθιστορήματος. Το λαϊκό βιβλίο των Ελλήνων για τον Αλέξανδρο γνώρισε συνολικά 15 εκδόσεις με την έμμετρη διασκευή της Ριμάδας, από το 1529 ως το 1805, και 46 εκδόσεις με την πεζή Φυλλάδα, από το 1670 ως και λίγο μετά το 1926 (εικόνα 63). Η Φυλλάδα πρέπει να πρωτοτυπώθηκε το 1670 στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκή, ο οποίος και έγραψε και τον πρόλογο αλλά και επιμελήθηκε και το κείμενο. Το παλιότερο σωζόμενο βιβλίο της Φυλλάδας είναι από την έκδοση του 1699. Με τις συνολικά 61 εκδόσεις του και με ένα μέσο όρο 1000 περίπου αντιτύπων κατά έκδοση, το λαϊκό βιβλίο για τον Αλέξανδρο αποτελεί το πιο πετυχημένο ελληνικό βιβλίο κοσμικού χαρακτήρα των αιώνων της τουρκοκρατίας, με δεύτερο τους «μύθους του Αισώπου» και τρίτο τον «Ερωτόκριτο». Ο Δημαράς μάλιστα παραθέτει αναλυτικό πίνακα, που τεκμηριώνει την αυξητική τάση έκδοσης του νεοελληνικού Μυθιστορήματος – Ριμάδα και Φυλλάδα μαζί – από το 16 στο πρώτο μισό του 19 αιώνα, τον οποίο αξίζει να εκθέσουμε και στην ο ου παρούσα μελέτη (βλέπε και Βελουδή 1989 (1977): κδ΄-κε΄): 1529, 1553, 1600 = τρεις εκδόσεις για το 16 αιώνα. ο 1603, 1620, 1664, 1669, περ. 1680, 1690 = έξι εκδόσεις για το 17 αιώνα. ο 1729, 1738, 1747, 1750, 1751, περ. 1757, 1758 (δύο φορές), 1776, 1778, 1780, 1788, 1794, 1800 = δεκατέσσερις εκδόσεις για το 18 αιώνα. ο 1803, 1804, 1805, 1810, 1813, 1814, 1819, 1820, 1832, 1833, 1835, 1840, 1844, 1845, 1846, 1847 = δεκάξι εκδόσεις στο πρώτο μισό του 19 αιώνα. ου Όλες αυτές οι εκδόσεις γίνονταν στα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας αρχικά και κατόπιν, μετά το 1832, και στα ελλαδικά τυπογραφεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Εξαίρεση αποτελεί μια έκδοση του 1843, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στον παραπάνω πίνακα και τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα καραμανλίδικα (Γκράτζιου 1982: 145), στοιχείο που αποδεικνύει τη δημοφιλία της Φυλλάδας και στους ορθόδοξους εκείνους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, που είχαν απωλέσει την εθνική Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 355 τους γλώσσα. Μάλιστα η έκδοση έφερε ως προμετωπίδα την απεικόνιση της κεφαλής του Αλέξανδρου στραμμένης στα αριστερά, με περικεφαλαία με διακόσμηση δράκοντα και θώρακα με διακόσμηση γοργόνειου, στο πρότυπο ακριβώς του Μονόφυλλου του Ρήγα Βελεστινλή (εικόνα 64, βλέπε κεφάλαιο 4.4.). Υπήρξαν εκδόσεις (π.χ. του 1750, 1776) που περιείχαν έναν αρκετά μακροσκελή τίτλο: «Διήγησις Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος περιέχουσα τόν βίον αὐτοῦ, τούς πολέμους, τάς ἀνδραγαθίας, τά κατορθώματα, τούς τόπους ὁπού περιόδευσε, ὁμοῦ δέ καί τόν θάνατον αὐτοῦ καί ἄλλα πλεῖστα πάνυ περίεργα καί ὡραία». Οι διαφορές από έκδοση σε έκδοση πιθανόν να φανερώνουν πως υπήρξαν διαφορετικά χειρόγραφα του Μυθιστορήματος που έφτασαν ως τα τυπογραφεία της Βενετίας. Αναφέρεται πως η Φυλλάδα διαβαζόταν φωναχτά σε οικογενειακό ακροατήριο (Μητσάκης (1968) 2001: 17-21, Βελουδής 1989 (1977): κδ’ – κς΄, Δημαράς 1989: 130, Stoneman 2012: vii, xx). Ο Άγγλος περιηγητής της Μακεδονίας Abbot σημειώνει το 1903 πως «η Φυλλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν από πολύ καιρό και ακόμη είναι ένα αγαπημένο ανάγνωσμα στις κατώτερες τάξεις ολόκληρου του ελληνικού κόσμου και έχει βοηθήσει περισσότερο από κάθε άλλο στο να διατηρηθεί η μνήμη του Κατακτητή νωπή και συγκεχυμένη. Πολυάριθμα από τα φυλλάδια αυτά πωλούνται κάθε χρόνο στους χωρικούς της Μακεδονίας από πλανόδιους βιβλιοπώλες. Από έναν από αυτούς αγόρασα κι εγώ το αντίτυπό μου για το ελάχιστο ποσό του ενός πιάστρου» (Abbot 1903: 296). Η κυκλοφορία αυτή της Φυλλάδας από στόμα σε στόμα συνέβαλε στη διατήρηση μιας λαϊκής κοσμοθεωρίας με έμφαση στο στοιχείο της αρχαιοελληνικής και μεσαιωνικής παράδοσης καθώς και του παραμυθιού. Ο εκδότης μάλιστα της έκδοσης του 1750 στη Βενετία σημειώνει στην εισαγωγή του κειμένου και την «ἡδεία ἱστορία», που μπορεί να προκαλέσει δηλαδή την ευχαρίστηση και την περιέργεια του αναγνώστη, με τα θαυμαστά και ποικίλα επεισόδιά της, προσφέροντας του εγκυκλοπαιδικές γνώσεις αλλά και πρότυπα ηθικών αρετών και ευκαιρίες στοχασμού. Προβάλλει ακόμη τον Αλέξανδρο ως «φιλόσοφο μονάρχη, τροπαιούχο και νομοθέτη». Μάλιστα, επιμένει σε τέσσερις αρετές της ανατροφής του Αλέξανδρου, τη φρόνηση, την ανδρεία, τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη, - αρετές με μακρά προϊστορία στο πλαίσιο της ελληνικής αρετολογίας, αφού αναφέρονται από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη - οι οποίες, όπως γράφει, μπορούν να διαμορφώσουν όχι μόνο το πρότυπο του πετυχημένου ηγέτη, αλλά γενικότερα να αποτελέσουν «κανόνες τῆς ἀνατροφῆς ἑκάστης καταστάσεως τῆς κοσμικῆς πολιτείας». Έτσι τονίζεται ιδιαιτέρως ο διδακτικός χαρακτήρας της Φυλλάδας και ο Αλέξανδρος προβάλλεται και πάλι ως πρότυπο ηθικής συμπεριφοράς με τη μεγαλόνοιά του, την εγκράτεια και την τιθάσευση των παθών του, τη φιλοτιμία του, τη στόχευση του κοινού καλού, την αθάνατη δόξα του (Βελουδής 1989 (1977): κγ΄, λδ΄, 3-4). Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ υπάρχει πληθώρα επανεκδόσεων της Φυλλάδας σε μεγάλη συχνότητα από το 1750 ως το 1914 ως και διαδοχικά δύο συναπτά έτη κατά

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 356 περιόδους (με εξαίρεση βέβαια τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, βλέπε Βελουδής 1989 (1977): κδ΄) μετά τα ταραγμένα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής σημειώνεται μόλις μία λαϊκή έκδοση, αυτή του 1926, για να ξαναπιάσει το νήμα η έκδοση του Πάλλη του 1935. Ίσως το κενό αυτό να οφείλεται στο τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας, μια και ο Αλέξανδρος είχε συνδεθεί κι αυτός ως σύμβολο με το μεγαλοϊδεατισμό της εποχής. Μια άλλη αιτία είναι η δραματική υποχώρηση πρωτότυπων δημιουργημάτων της λαϊκής παράδοσης που σημειώνεται στην Ελλάδα οπωσδήποτε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την αστικοποίηση και βέβαια αιτία αποτελεί και η υποχώρηση της λαϊκής, «παραδοσιακής» αντίληψης των πραγμάτων, λόγω και της παροχής οργανωμένης πλέον εκπαίδευσης από το κράτος μέσα από το σχολείο. Κάπου εδώ έλαβε τέλος για τον ελληνισμό η παράλληλη συμπόρευση των δύο Αλέξανδρων, του λαϊκού και του ιστορικού. Ο λαϊκός Αλέξανδρος, αυτός των παραμυθιών και της Φυλλάδας, μικρή πλέον θέση είχε στις καρδιές των ανθρώπων, τη θέση του πήρε αποκλειστικά ο ιστορικός Αλέξανδρος του Αρριανού και της εθνικής ιστοριογραφίας. Βέβαια, εξακολούθησε να υφίσταται ο Αλέξανδρος των λαϊκών παραδόσεων και του Θεάτρου Σκιών, αλλά για αυτά θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Ο Stoneman τονίζει πως η Φυλλάδα είναι η πιο συναρπαστική από τις διηγήσεις του Αλέξανδρου που σώζονται σε ανατολή και δύση, πολύ υψηλότερου επιπέδου λογοτεχνικά, με νέες πληροφορίες στη βάση της ε΄ εκδοχής, με λογική αναδιανομή του περιεχομένου και κατάλληλα δομημένη αφήγηση (Stoneman 2011: 304). Στη Φυλλάδα νέα στοιχεία εμφανίζονται σε σχέση με το μεσαιωνικό Μυθιστόρημα, δίνεται κυρίως περισσότερο αναλυτικά η ιστορική εισαγωγή και περισσότερο εμφαντικά το διδακτικού χαρακτήρα τέλος. Σ’ αυτήν ο Αλέξανδρος μεταμορφώνεται ακόμη πιο έντονα σε υπερασπιστή του μονοθεϊσμού –χριστιανισμού και στρέφεται κατά της αρχαίας ελληνικής πίστης. Όταν νικά τους ειδωλολάτρες Αθηναίους, πιστούς του Απόλλωνα, καταφέρεται εναντίον του θεού και της πίστης τους. Γενικότερα, προβάλλεται ιδιαιτέρως η ιδιότητά του ως κατακτητή και κοσμοκράτορα: ενδεικτικά, σε επιστολή που στέλνει ο Αλέξανδρος στο Δαρείο προσφωνεί τον εαυτό του ως «βασιλιά των βασιλέων και του κόσμου όλου αυτοκράτορα με δύναμη της άνω πρόνοιας του Θεού». Επιπλέον, στη Φυλλάδα επιβιώνει το μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων και της ευμετάβλητης μοίρας πλήρως αναπτυγμένο: πεθαίνοντας, ο Αλέξανδρος αναφωνεί: «Ὧ οὐρανέ, ἐμένα ὁπού δέν μέ ἐχώρειεν ὁ κόσμος ὅλος, τώρα μέ χωρεῖ μία κασέλλα τρεῖς πῆχες!». Στο τέλος ο αναγνώστης καλείται να στοχαστεί μέσα από το θάνατο του Αλἐξανδρου την ανθρωπότητα «ὁπού ἡ ζωή ἐτούτη εἶναι ὥσπερ τό λουλούδι τοῦ λιβαδιοῦ, ὁπού ἤ τό δρεπάνι τό κόπτει ἤ ὁ ἤλιος τό ξηραίνει καί το φθείρει καί εἰς ὀλίγον διάστημα χάνεται….».Έτσι και τον Αλέξανδρο, τον κατακτητή της οικουμένης και εξουσιαστή των πάντων, που «δέν τόν ἐχωροῦσεν ο κόσμος όλος, τόν ἐχώρεσεν ἔνας Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 357 μικρός τάφος», γι’ αυτό και «κατά Σολομώντα: ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Συν τοις άλλοις, υπάρχουν και στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μακρινοί και παραφθαρμένοι απόηχοι αληθινών πραγμάτων και αναφορών της αρχαιότητας, όπως το στέμμα με φύλλα μυρτιάς που φέρει ο Αλέξανδρος στην κεφαλή του, όταν κάθεται στο θρόνο, στοιχείο που θυμίζει τα αρχαία χρυσά μακεδονικά στεφάνια. Ένα άλλο τέτοιο στοιχείο αποτελεί η απαίτηση της προσκύνησης του κονταριού του Αλέξανδρου ή και τα άρματα των στρατιωτών του με διακόσμηση «του βασιλίσκου τα κερατόπουλα», μια περιγραφή που μπορεί να παραπέμπει στο μυθικό τέρας, το Βασιλίσκο, μπορεί όμως να εννοούνται και τα κέρατα του Άμμωνα, που φύονται στην κεφαλή του νεαρού βασιλιά (Βελουδής 1989 (1977): 22, 32, 40, 60, 114, 117, Stoneman 2012: xx, xxii). Σαφέστατα, η Φυλλάδα περιλαμβάνει ποικίλες αναφορές από τη βιβλική και εβραϊκή παράδοση, όπως η αναφορά στο όραμα του Δανιήλ και στο «Μονόκερο Τράγο», που είναι το βασίλειο των Μακεδόνων, η συνάντησή του Αλέξανδρου με τον προφήτη Ιερεμία, η προσκύνηση στο ναό του Σολομώντα και η δωρεά των Εβραίων στον Αλέξανδρο θαυμαστών όπλων, που κάποτε ανήκαν σε βιβλικούς βασιλιάδες και ήρωες (Βελουδής 1989 (1977): 35-36, 46-47). Αξίζει ακόμα να επισημάνουμε κάποια χαρακτηριστικά της νεοελληνικής φυλλάδας, που σε άλλα σημεία τη συνδέουν με τη μεσαιωνική και αρχαιοελληνική εκδοχή της και σε άλλα τη διαφοροποιούν. Ένα κοινό σημείο είναι η πρόσληψη της φύσης: τα ζώα, τα δέντρα, τα ποτάμια και τα βουνά αποκτούν στο πλαίσιο της Διήγησης του Αλέξανδρου έναν μαγικό και συμβολικό χαρακτήρα που σίγουρα ως στοιχείο προέρχεται από τον κόσμο του παραμυθιού. Το υπερφυσικό στοιχείο είναι επίσης παντού έκδηλο, μια και η αφήγηση είναι ίδια. Διαφοροποιήσεις επέρχονται στις ονομασίες προσώπων και τίτλων, που δείχνουν την προσαρμογή της αφήγησης στις σύγχρονές της ιστορικές συνθήκες. Έτσι παραμένουν στη νεοελληνική Φυλλάδα πολλά στοιχεία από την προγενέστερη βυζαντινή εποχή, ενώ υπεισέρχονται και κάποια νέα, που χαρακτηρίζουν την εποχή της τουρκοκρατίας. Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος τιτλοφορείται «βασιλεύς του κόσμου, αυτοκράτωρ, καίσαρ μέγας και βασιλεύς ανατολής και δύσης», (επιγραφή σε αετόμορφη περικεφαλαία που του δωρίζει η βασίλισσα Κανδάκη) τίτλος που περιλαμβάνει και στοιχεία των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Επίσης ο Αλέξανδρος προσφωνείται επανειλημμένα κατά το βυζαντινό χαιρετισμό του αυτοκράτορα «Πολλά τα έτη σου, βασιλεῦ Αλέξανδρε». Το παλάτι του Αλέξανδρου γίνεται πλέον «κάστρο» κατά τη μεσαιωνική ονομασία. Οι βόρειοι αντίπαλοι του Αλέξανδρου ονομάζονται πλέον «Κουμάνοι», ασιατικής καταγωγής φύλο που ταλαιπώρησε το Βυζάντιο με τις επιδρομές του κατά το 11 και ο 12 αιώνα. Οι ανώτεροι αξιωματικοί της στρατιάς του Αλέξανδρου και των αντιπάλων ο ονομάζονται «πρωτοστάτορες», που υπήρξε τίτλος της βυζαντινής στρατιωτικής ιεραρχίας. Παράλληλα όμως, σε άλλα σημεία της αφήγησης ονομάζονται και

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 358 «βοϊβόδες», που σήμαινε τον τοπικό άρχοντα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Γενικότερα, απαντώνται και άλλοι όροι που μαρτυρούν το γλωσσικό περιβάλλον των Ελλήνων της τουρκοκρατίας, όπως «κλέφτης», «άτι», «αφεντάδες», «ραγιάδες». Ο φόρος επίσης υποτέλειας ονομάζεται πλέον τις περισσότερες φορές «χαράτζιον», που ήταν ο φόρος έγγειου ιδιοκτησίας που επέβαλαν οι Οθωμανοί. Τέλος, διαφορές στη διατύπωση του περιεχομένου της Φυλλάδας σημειώνονται ακόμα και μεταξύ των ου εκδόσεων της εποχής της τουρκοκρατίας και του 19 αιώνα. Για παράδειγμα, η χρονολόγηση «από κτίσεως κόσμου» αντικαθίσταται από την έκδοση του 1860 κ.ε. με τη χρονολόγηση «από Χριστού γεννήσεως». Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως στη Φυλλάδα υπάρχει και μια σκηνή ιπποτικής μονομαχίας δυτικού τύπου, ίσως το μοναδικό στοιχείο που μαρτυρά και μια επίδραση από τη μεσαιωνική δυτική παράδοση (Βελουδής 1989 (1977): λγ’ – μζ΄, 35, 102, Stoneman 2012: xiii, xviii). Το μεταβυζαντινό Μυθιστόρημα και η Φυλλάδα επηρέασαν και πολλές αναφορές Ελλήνων λογίων της εποχής της τουρκοκρατίας στον Αλέξανδρο, οι οποίες, ως εκ τούτου, προσέγγιζαν περισσότερο το «μυθικό» παρά τον «ιστορικό» Αλέξανδρο. Τέτοιες αναφορές εντοπίζονται περισσότερο στις χρονογραφίες, όπως η Σύνοψη Ιστοριών του Κωνσταντίνου Λάσκαρι στο β΄ μισό του 15 αιώνα, (η οποία περιλαμβάνει ου και στοιχεία από τη βιβλική παράδοση των προφητειών του Δανιήλ), το Χρονικόν από κτίσεως κόσμου του Μανουήλ Μαλαξού (16 αιώνας), το Βιβλίον ιστορικόν του Ψευδο – ος Δωρόθεου, (πρώτη έκδοση Βενετία 1631) , η Νέα Σύνοψη του Ματθαίου Κιγάλα το 459 460 1650 και η Βίβλος χρονική του Ιωάννη Στάνου το 1767, η οποία συνδυάζει στοιχεία της Φυλλάδας (πατρότητα Νεκτεναβώ, συνάντηση Αλέξανδρου με τον αρχιερέα των Ιουδαίων, με Κανδάκη και Μακάρους –Βραχμάνες) και των προφητειών του Δανιήλ με εγκώμια για τον Αλέξανδρο, στα οποία αυτός εξαίρεται για τις αρετές του (σωφροσύνη, αγχίνοια, τόλμη, ανδρεία), καθώς και για την αγάπη του στη φιλοσοφία. Τον ίδιο χαρακτήρα ως προς τις αναφορές στον Αλέξανδρο έχει και το έργο του αρχιμανδρίτη Κυπριανού με τίτλο Ιστορία της νήσου Κύπρου, με τη διαφορά ότι περιλαμβάνει και κάποια ιστορικά στοιχεία από την εκστρατεία του Αλέξανδρου. Αντίστοιχα, στη Γενεαλογία της Κοσμογεννήσεως, χειρόγραφο της Μονής Δουσικού με χρονολόγηση γύρω στο 1800 (σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας) γίνεται 459 Αναφορά του Βελουδή. Ο Μηνάογλου, ωστόσο, σημειώνει και τη Χρονογραφία του Ψευδο – Δωρόθεου στα 1570, στην οποία ο Αλέξανδρος προβάλλεται ως σύμβολο της οικουμενικότητας του ελληνισμού, αλλά και ως βασιλιάς Ελλήνων (Μηνάογλου 2012: 74). 460 Τόσο ο ψευδο –Δωρόθεος, όσο και ο Κιγάλας αντλούν από την παράδοση του Μυθιστορήματος τα σχετικά με την πατρότητα του Αλέξανδρου από το Νεκτεναβώ. Ο Κιγάλας, επίσης, προβάλλει τον Αλέξανδρο ως βασιλιά των Ελλήνων, αλλά και ως ενάρετο ηγεμόνα («ανδρείος, φρόνιμος, θεωρητικός, οξύνους…εὐτολμος»), όπως ακόμη και ως κοσμοκράτορα και κτίστη (βλέπε αναλυτικά το κείμενο σε Μηνάογλου 2012:77). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 359 λόγος για την κατάλυση του περσικού Κράτους από τον Αλέξανδρο και την επίσκεψή του στα Ιεροσόλυμα. Μάλιστα, υπάρχει και πίνακας, που απεικονίζει προτομές του Αλέξανδρου και των διαδόχων του με περικεφαλαίες. Επιδράσεις του Μυθιστορήματος υπάρχουν και σε εκκλησιαστικά βιβλία της εποχής της τουρκοκρατίας, όπως Το άνθος της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης του Ιωαννίκιου Καρτάνου το 1536, στο οποίο προβάλλεται και το μοτίβο του Αλέξανδρου -κοσμοκράτορα. Στο έργο «Υποδούλωση ου της Κίνας» του Χρύσανθου Νοταρά, πατριάρχη Ιερουσαλήμ, (αρχές 18 αιώνα) επανεμφανίζεται η ιστορία του τείχους του Αλέξανδρου και του αποκλεισμού των Γωγ και Μαγώγ. Τέλος, στοιχεία από επιδράσεις της Φυλλάδας δείχνει να περιλαμβάνει στο ποικίλο έργο του και ο Κωνσταντίνος Δαπόντες, ο οποίος μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις εγκωμιάζει ολοφάνερα το Μακεδόνα βασιλιά (Βελουδής 1989 (1977):: μθ΄ -ν΄, νς΄, Γκράτζιου 1982: 148, Stoneman 2012 A: xv, Μηνάογλου 2013: 67-69, 74 – 78, 92 -98). Πολύ γνωστός είναι και ένας κώδικας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, που περιλαμβάνει ένα χρονικό του Κρητικού λογίου και ζωγράφου Γεωργίου Κλόντζα, με αναφορές στην ψευδο-καλλισθένεια ιστορία του Αλέξανδρου (όπως για παράδειγμα ο αποκλεισμός των Γωγ και Μαγώγ) και χρονολογείται το 1590. Το κείμενο συνοδεύεται με υπέροχες μικρογραφίες με θέμα διάφορα επεισόδια του βίου του Αλέξανδρου, φιλοτεχνημένες από τον ίδιο τον Κλόντζα (εικόνα 65). Ένα πλήθος από λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες, - για τις οποίες θα γίνει αναφορά στο οικείο κεφάλαιο - που ακόμα και σήμερα διατηρούνται στους κατοίκους της Ελλάδας, έχουν την προέλευσή τους στη διάδοση της Διήγησης του Αλέξανδρου ήδη από τα βυζαντινά χρόνια (Βακαλόπουλος 2008: 56). Μορφές από το Μυθιστόρημα, όπως στηθοκέφαλοι, κυνοκέφαλοι και αλογάνθρωποι –κένταυροι, πέρασαν ακόμα και στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες ναών, όπως η Μονή Φιλανθρωπινών στο νησί των Ιωαννίνων (1560) ή ο Άγιος Νικόλαος στη Βίτσα Ζαγορίου (1618, Τούρτα 2014). Με τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου ασχολήθηκαν πολλοί σημαντικοί Νεοέλληνες λόγιοι, διανοούμενοι και λογοτέχνες, όπως ο Πολίτης, ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Δημαράς, ο Παλαμάς, ο Σεφέρης και άλλοι Ο Πολίτης αναφέρει τη Φυλλάδα ως «προσφιλές τῶν 461 461 Ο Σπ. Λάμπρος έγραψε το 1882: «Τοῦ ψευδοκαλλισθένους λοιπόν μία κοινή διατύπωσις εἶναι ἡ φυλλάδα τοῡ Ἀλεξάνδρου, ἥν ἒχων ἒν χερσίν ὁ έλληνικός λαός ἐν τοῑς χρόνοις τῆς δουλείας, ἀφ’ἑνός μέν εἶχεν ἀνάγνωσμα συγγενές ἐν πολλοῑς προς τά παραμύθια, ἅτινα εὐχαρἰστως τέρπουσι τά πλήθη, ἀφ΄ ἑτέρου δε ἐμαρτύρει τήν λατρείαν αὐτοῡ προς τόν μέγαν, ἐθνικόν, σχεδόν μυθώδη ἐκείνον ἥρωα….» Ο Γ. Σκορδέλλης έγραψε το 1883: «Ό έλληνικός λαός ἀπλήστως ἀνεγίγνωσκε τά πιθανά και ἀπίθανα θαυμάσια κατορθώματα τοῡ μεγάλου Μακεδόνος, και ἐξ ἄπαντος ἐν τῶ βάθει της καρδίας αὐτοῡ ηὔχετο, ἵνα ὁ Θεός των χριστιανών ἀναστήση νέον τινά Ἀλέξανδρον λυτρωτήν τοῡ λαοῦ τοῦ ἐκ τῆς τυραννίας τῶν ἀπίστων….Ή ἀνάγνωσις αὐτῆς διήγειρε και ἀκουσίως ἐκείνο, ὅπερ ή νεωτέρα παιδαγωγική καλεῖ “πολυμερές ἐνδιαφέρον”…».

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 360 πάππων μας ἀνάγνωσμα», ενώ δεν παραλείπει να τονίσει ότι είναι γραμμένη σε γλώσσα δημώδη και «κατά χιλιάδας αντιτύπων εκδιδομένη». Οι Λάμπρος, Σκορδέλλης, Παλαμάς και Δημαράς τονίζουν τη στενή συνάφεια του ήρωα της Φυλλάδας με τον ελληνισμό, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας. Ο Σεφέρης πάλι αναφέρει πως γνώρισε τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου από γυρολόγους όταν ήταν παιδί στη Σμύρνη (Πολίτης 1889: 39,: Βελουδής 1989 (1977): ξε΄). Κριτικές εκδόσεις της στην Ελλάδα έγιναν πολλές ως τις μέρες μας και απόσπασμά της υπάρχει στο σχολικό βιβλίο λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου . Από τις διδακτικού χαρακτήρα ρήσεις του Αλέξανδρου 462 στη Φυλλάδα αξίζει να προτάξουμε εδώ τρεις, δύο από τις οποίες είχε ξεχωρίσει και ο Σεφέρης: όταν κάποια στιγμή ήρθε στον Αλέξανδρο ένας φτωχός άνθρωπος και του ζήτησε βοήθεια για να θρέψει τη μοναχοκόρη του, ο Αλέξανδρος του έδωσε χίλια τάλαντα. Στην παρατήρηση του ανθρώπου, ότι αυτά ήταν πολλά, ο Αλέξανδρος του απάντησε: «Των βασιλέων τα δώρα πάντοτε πολλά πρέπει να είναι.» Όταν ο Αριστοτέλης επισκέφτηκε τον Αλέξανδρο στο τέλος των περιπλανήσεων του και τον ρώτησε πού έχει συγκεντρωμένο το μάλαμα και τον πλούτο που πήρε απ’ όλο τον κόσμο, ο Αλέξανδρος του απάντησε πως οι αγαπημένοι του σύντροφοι και ο λαός είναι το μάλαμα και ο πλούτος του, ρήση που αποτελεί επιβίωση της αντίστοιχης αρχαίας και μεσαιωνικής παράδοσης. Όταν πάλι του έφεραν τρεις χιλιάδες κλέφτες που είχαν ρημάξει τον κόσμο και του ζήτησαν να τους κρεμάσει, αυτός τους ελευθέρωσε λέγοντας: «τῶν κριτάδων ἐδόθη νά χαλοῦν τούς ἀνθρώπους καί τῶν βασιλέων ἐδόθη νά τούς ἐλεημονοῦν καί νά τούς συμπαθοῦν». Ενδιαφέρουσα είναι και μια ακόμα αναφορά σύμφωνα με την οποία, όταν ο Αλέξανδρος ανήλθε στην εξουσία, μετά από την προτροπή του Αντιγόνου διέταξε να φτιαχτούν ασπίδες (σκουτάρια) με το «δικό του το σημάδι» πάνω τους, που ήταν τελικά μια κεφαλή λέοντα (Βελουδής 1989 (1977): 20, 107- 108). Η αναφορά αυτή θυμίζει αμυδρά το μοναδικό εύρημα της μπρούτζινης μακεδονικής ασπίδας με την ονομασία Αλεξάνδρου και με παράσταση τα οκτάκτινα αστέρια και την Αθηνά πρόμαχο, που όπως είπαμε εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο Ο Κ.Θ. Δημαράς έγραψε το 1961: «Ἡ φυλλάδα τοῦ Μεγ. Ἀλέξανδρου, κείμενο βασικό για τήν ἐθνική μας καλλιέργεια, πού ἒχει για μᾶς βαρύτητα συμβόλου. Αύτά εἶναι τά βιβλία πού θέλαμε να ἀρχίσουν να γίνονται οἰκεία στο έλληνικό ἀναγνωστικό κοινό…». Η τελευταία χρονικά τοποθέτηση επίσης φανερώνει πως μεταπολεμικά η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου έπαψε να αποτελεί λαϊκό ανάγνωσμα των νεότερων γενιών. Όλα τα παραθέματα από: Βελουδής 1989 (1977): 125-129. 462 Εκτός από τους Βελουδή και Πάλη κριτικές εκδόσεις της Φυλλάδας έκανε ο Ευθυμιάδης Μήτσος (Φυλλάδα Μεγαλέξανδρου, Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ, Αθήνα 2006). Όσο για το απόσπασμα από τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, που υπάρχει στο βιβλίο λογοτεχνίας Α’ Λυκείου, δυστυχώς ελάχιστοι συνάδερφοί μου φιλόλογοι το διδάσκουν: ο Αλέξανδρος δε φαίνεται να «χωράει» στη νέα μορφή διδασκαλίας του συγκεκριμένου μαθήματος, τη χωρισμένη σε τρεις δεσμευτικούς για τον εκπαιδευτικό θεματικούς κύκλους (ποίηση, θέατρο, τα φύλα στη λογοτεχνία) και το ίδιο ισχύει και για άλλα «ιστορικού χαρακτήρα» έργα, που συμπεριλαμβάνονται στο συγκεκριμένο σχολικό βιβλίο. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 361 Θεσσαλονίκης. Άραγε να έχουμε και σε αυτήν την περίπτωση της Φυλλάδας μια μακρινή ανάμνηση των επιλογών διακόσμησης στα άρματα του στρατού του Αλέξανδρου ; Αλλά ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα από τη Φυλλάδα της έκδοσης του 463 1750 από τη Βενετία, όπως την επιμελήθηκε ο Βελουδής. Όπως σημειώνει ο ίδιος στα προλογικά της έκδοσης του 1977, πρόκειται για το παλιότερο αντίτυπο των εκδόσεων της Φυλλάδας που σώζεται ως σήμερα και βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους: «Ως εἶδεν δέ ὁ Ἀλέξανδρος ότι όλα τά παιδιά ἒμειναν νικημένα ἀπό λόγου του, ἐβουλήθη διά νά πηγαίνη εἰς τόν Μωρέα, εἰς τούς ὀλυμπιακούς ἀγῶνας, όπου ἐσυνήθιζαν τότες διά να κάνουν οι Έλληνες εἰς κάθε πέντε χρόνους. Καί ἐπήγαιναν ἀπό όλα τά μέρη τῆς γῆς βασιλεῖς, ηγεμόνες, ἂρχοντες καί κάθε λογῆς ἂνθρωποι εἰς ἐκείνους τούς ἀγώνας ……. Καί όποιος ἐνικοῦσεν ἐλάμβανεν μεγάλες τιμές καί τόν εὐφήμιζαν παντοῦ. Διά τοῦτο καί ὁ Ἀλέξανδρος ἠθέλησεν διά νά πηγαίνη καί αὐτός ἐκεῖ, διά νά δοκιμάση ἂν καί ἐκεῖ η τέχνη του τόν βοηθῆ…… Ὁ δέ Φίλιππος ἒδωσεν ὀρδινίαν καί ἀρμάτωσεν ένα κάτεργον όλον περιχρυσωμένον, καί ἑτοίμασαν όλα τά χρειαζόμενα διά τό ταξίδι, καί ἒδωκεν καί πολλότατα ἀργύρια διά ἒξοδον». (Βελουδής 1989 (1977): 14). Το κείμενο αυτό της έκδοσης του 1750 ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με το κείμενο της έκδοσης του Πάλλη, το οποίο, όπως γράφει ο ίδιος, αποτελεί έκδοση επίσης του 18 αιώνα. Στο παρακάτω απόσπασμα από την έκδοση του Πάλλη ο Αλέξανδρος ου συναντά τον ετοιμοθάνατο Δαρείο: «Ἐρχόμενος ὁ Ἀλέξανδρος μέ τό στράτευμά του είς τόν κάμπον τῆς Περσίας, ηὗρε τόν Δαρείον, ὁποῦ ἐκείτετο εἰς τόν κονιαρτόν, ὁ ὁποῖος μέ ὀλίγην ψυχήν τοῦ εἶπεν. Ἀλέξανδρε Βασιλεῦ, πέζευσαι ὀγλίγωρα, καί ἒλα νά ἀκούσης ἀπό τό στόμα μου ἓνα λόγον. Ὁ Ἀλέξανδρος ἐγύρισε, καί εἶδε τον, καί εἶπε του: τίς εἶσαι σύ, ὦ ἂνθρωπε; Ὁ Δαρεῖος ἀπεκρίθη. ἐγώ εἶμαι ὁ Δαρεῖος. Ὁ τροχός τῆς τύχης μέ ὓψωσε ἓως τόν Οὐρανόν, καί τώρα μέ κατέβασεν ἓως τόν Ἃδην. Σύ, Ἀλέξανδρε, ἀτός σου μέ εἶδες μέ τά ὀμμάτια σου, ὃταν ἦλθες Ἀποκρισάρης. ἐνθυμήσου τόν θάνατόν σου, καί μή μέ ἀφήσης εἰς τόν κονιαρτόν νά ἀποθάνω, ὃτι δέν εἶσαι 463 Αν αναλογισθεί κανείς την περίφημη πυργωτή ασπίδα του Αίαντα του Τελαμώνιου της Ιλιάδας, που ανταποκρίνεται πράγματι στις μυκηναϊκές ολόσωμες βαριές ασπίδες, όπως αυτές αποτυπώνονται στη μυκηναϊκή τέχνη (για παράδειγμα στην περίφημη σκηνή κυνηγιού λιονταριού πάνω σε εγχειρίδιο από τον ταφικό κύκλο Α΄ των Μυκηνών, σε χρυσά δαχτυλίδια με ανάγλυφες παραστάσεις κ.λπ) η υπόθεση αυτή έχει κάποια ερείσματα.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 362 ἀνελεήμων, ὡσάν οἱ Πέρσαι. Ὡσάν ἢκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τούς λόγους τοῦ Δαρείου, ἐλυπήθη, ἐδάκρυσεν, ἐπέζευσεν, εὒγαλε τό ἐπανωφόρι του, καί ἐσκέπασέ τον» . 464 (Πάλλης 1935 (1968): 135). Είναι χαρακτηριστική στη γραφή του αποσπάσματος, η γλώσσα της εποχής: Μωρέας (Πελοπόννησος), κάτεργον (καράβι), ορδινία (διαταγή). Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε (το 1912) τους κάτωθι στίχους για τη Φυλλάδα: «Τούτ’ ἡ φτωχή λαϊκή φυλλάδα πού εἶναι σά ντροπαλή στά χέρια σου καί σάμπως νά θέλη νά κρυφτῆ ἀπό σέ, τοῦ λόγου τ’ ἀρχοντικοῦ καί πλούσιου τόν τεχνίτη, καθώς κρύβονται τ’ ἄσχημα τοῦ κόσμου. Τούτ’ η φυλλάδα πού κρατάς καί ψάχνεις, τοῦ βασιλιά τ’ Ἀλέξανδρου ἡ φυλλάδα. Μή τήν καταφρονάς. Μιά θεία ἀλήθεια ἀπάνου ἀπ’ ὅσα κοσμικά ἐδῶ κάτου, μιά θεία ἀλήθεια εἶν’ ἡ ψυχή πού πνέει καί πού σέ ζῆ, ἄσοφη, ἐσέ, φυλλάδα. (Βελουδής 1989 (1977): 128) 464 Εντυπωσιακή πραγματικά η ενσωμάτωση στη Φυλλάδα της συγκεκριμένης αυτής ιστορικής αναφοράς, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος σκέπασε το σώμα του νεκρού Δαρείου με τη χλαμύδα του. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 363 4.2. Λόγιοι και ιστορικοί για τον Αλέξανδρο Όμως η Φυλλάδα δεν ήταν το μοναδικό ελληνικό έργο της εποχής της τουρκοκρατίας, που είχε αντικείμενο τον Αλέξανδρο. Ήδη στο β΄ μισό του 15 αιώνα ου συναντάμε το έργο του Κωνσταντινουπολίτη στην καταγωγή λογίου Κωνσταντίνου Λάσκαρι (1434-1481) «Περί Αλεξάνδρου», (De Alexandro, όπως επιγράφεται καί στα 465 λατινικά στον ελληνικό κώδικα 4621 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Μαδρίτης) στο οποίο γίνεται και η ταύτιση Τούρκων – Περσών (Βελουδής 1989 (1977): ν΄, Μηνάογλου 2012:157), οπότε εμμέσως πλην σαφώς η μορφή του Αλέξανδρου συμβολίζει ήδη σε εθνικοπατριωτικά πλαίσια τον απελευθερωτή των Ελλήνων από τους νέους ασιάτες δεσπότες. Βέβαια, το συγκεκριμένο πόνημα κάνει λόγο γενικότερα για «τη βασιλεία των Μακεδόνων». Ουσιαστικά πρόκειται για μια σύντομη ιστορία των Μακεδόνων βασιλέων, από το μυθικό πρώτο βασιλιά Κάρανο μέχρι και τον τελευταίο Περσέα, επομένως στον Αλέξανδρο αφιερώνονται λίγες μόνο γραμμές σε μια πολύ περιληπτική απόδοση της ιστορίας του (βλέπε το πλήρες κείμενο σε Μηνάογλου 2012: 157-172). Οφείλουμε ακόμη να παρατηρήσουμε πως προσεκτική αντιπαράθεση του έργου του Λάσκαρι Περί Αλεξάνδρου με το κείμενο του βυζαντινού λογίου Γεωργίου Συγκέλλου Εκλογή Χρονογραφίας αποδεικνύει πως ο Λάσκαρις ουσιαστικά αντέγραψε το κείμενο της χρονογραφίας, αποδίδοντας μάλιστα πιο περιληπτικά τα επεισόδια της ιστορίας του Αλέξανδρου (βλέπε Συγκέλλου:141-147). Αξίζει ακόμα να σημειωθεί πως τόσο στο βυζαντινό Σύγκελλο όσο και στον αντιγραφέα Λάσκαρι τονίζεται ο ρόλος του Αριστοτέλη ως παιδαγωγού του νεαρού Αλέξανδρου, κάτι που τονίζουν και άλλοι Έλληνες λόγιοι της εποχής της τουρκοκρατίας, όπως ο Γεώργιος Κονταρής το 1675, ο Ιωάννης Στάνος το 1767, ο Γρηγόριος Παλιουρίτης και ο Αλέξανδρος Βασιλείου το 1807 και 1808 αντίστοιχα, προβάλλοντας παράλληλα τον Αλέξανδρο ως ενάρετο ηγεμόνα, με αρετές όπως η σωφροσύνη, η φιλοτιμία, η φιλομάθεια, η γενναιότητα (Βελουδής 1989 (1977): νγ΄, Μηνάογλου 2012: 80-108). Ο Γεώργιος Κονταρής μάλιστα προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, ακολουθώντας ουσιαστικά την παράδοση του Πλουτάρχου και του Μεγάλου Βασιλείου και προβάλλει τον Αλέξανδρο ως πρότυπο για τους νέους, όσον αφορά τη μελέτη της φιλοσοφίας και την προκοπή, πέρα από το μεγαλείο του ως ηγεμόνα (Μηνάογλου 2013: 80-81) . 466 465 Στοιχεία για το βίο του Λάσκαρι καθώς και μια μαρτυρία του για τη ζωή των Ελλήνων λογίων στη Β.Ιταλία, όπου κατέφυγαν διωγμένοι από τις εστίες τους, μπορεί κανείς να δει στο Βακαλόπουλο 2003: 199-201. 466 Ο Χαράλαμπος Μηνάογλου στο πρόσφατο έργο του, ο Μεγαλέξανδρος στην Τουρκοκρατία, παραθέτει αποσπάσματα από το έργο όλων των Ελλήνων λογίων της εποχής της τουρκοκρατίας με αναφορές στον Αλέξανδρο.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 364 Παράλληλα, όπως ήδη αναφέρθηκε στο κεφάλαιο το σχετικό με το Βυζάντιο, το 1470 έχουμε το παλαιότερο μεταβυζαντινό χειρόγραφο της Ανάβασης του Αλέξανδρου του Αρριανού, από τον Κρητικό ιερέα Γεώργιο Τσαγκαρόπουλο για λογαριασμό του καρδιναλίου Βησσαρίωνος, σήμερα στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας (Τσελίκας 2003:6-7). Επομένως, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας σημειώνεται ενδιαφέρον σε λόγιους κύκλους για τον «ιστορικό» Αλέξανδρο. Το 1499 ο Μάρκος Μουσούρος συμπεριλαμβάνει σε ένα τόμο με επιστολές διάφορων φιλοσόφων και ρητόρων της αρχαιότητας και την επιστολή του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη καθώς και την απάντηση του φιλοσόφου, μαζί με άλλες δύο επιστολές του Αλέξανδρου, προβάλλοντας έτσι τον Αλέξανδρο ως φιλόσοφο. Η Επιστολή του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη θα εκδοθεί για πρώτη φορά αυτοτελώς το 1558 μάλλον σε μετάφραση από τα ιταλικά (Μηνάογλου 2013: 70, 74, Stoneman 2012 A: xiv). To 1519 το Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης πραγματοποιεί μια έκδοση αποφθεγμάτων σε επιμέλεια του αρχιεπισκόπου Μονεμβασιάς Αρσένιου Αποστόλη, στην οποία συμπεριλαμβάνονται 31 αποφθέγματα του Αλέξανδρου (Stoneman 2012 A: xv). Στο δεύτερο μισό του 17 αιώνα χρονολογείται το έργο Ο γραμματοφόρος του ου λόγιου Φραγκίσκου Σκούφου με καταγωγή την Κυδωνία της Κρήτης. Στο έργο αυτό ο Σκούφος συγκεντρώνει 152 αχρονολόγητες επιστολές του, σε ορισμένες από τις οποίες αναφέρεται στον Αλέξανδρο: έτσι, σε μία από αυτές κάνει λόγο για δύο σύγχρονές του ιταλικές ζωγραφιές, η μία παριστάνει τον Αλέξανδρο κεραυνοφόρο να τον προσκυνούν διάφορες φυλές, η δεύτερη τον καταταλαιπωρημένο Διογένη «να καταφρονά με βασιλική μεγαλοψυχία τα βαθύπλουτα δώρα του Αλέξανδρου ευχαριστημένος με το θησαυρό που είχε, την αρετή». Σε μια άλλη επιστολή χρησιμοποιεί ρητορικά και παραινετικά ένα ανεκδοτολογικού χαρακτήρα επεισόδιο από την ιστορία του Αλέξανδρου για να παροτρύνει ένα φίλο του μοναχό: «Ἢ τὸ ὄνομα ἢ τὸν τρόπον», εἶπεν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος πρὸς ἕνα στρατιώτην, ὁποὺ εἰς το ὄνομα ἦτον Ἀλέξανδρος, ἀμή διά τήν ὀκνηρίαν καί φόβον ἐφαίνετο εἰς τὸν πόλεμον ἄλλος Θερσίτης· καὶ ἤθελε νὰ εἰπῇ ὁ φρόνιμος ἐκεῖνος στρατάρχης, ἢ ἄλλαξε τὸ ὄνομα, ὦ ὀκνηρὲ στρατιῶτα, καὶ ἄνθρωπος ποτὲ νὰ μὴ σὲ ὀνομάσῃ πλέα Ἀλέξανδρον, ἤ, λαβὼν ψυχὴν καὶ καρδίαν, γενοῦ ἄλλος Ἄρης, εἰς τὸν πόλεμον, γενναῖος, φοβερός μεγαλόψυχος, ὡς εἶναι καὶ ὁ Ἀλέξανδρος. Τὸ ἴδιον σοῦ λέγω καὶ ἐγώ, ὦ καλόγηρέ μου: Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 365 ἢ ῥίψον τὰ ῥάσα καὶ τὸ καμηλαύκιον αὐτό, ὁποὺ σὲ κάνουν σιμὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους σεβάσμιον, ἢ κάνε ὅσα πρέπουν εἰς ἕνα μονάζοντα». 467 (Μελάς 1858 (1892), Βελουδής 1989 (1977): ξγ΄-ξδ΄, Καψωμάνης 2004: 180-181). Στενά δεμένες με τη νεοελληνική παράδοση για τον Μεγαλέξανδρο είναι και οι σύντομες αφηγήσεις περιστατικών του βίου του, που παρεμβάλλονται σε εκκλησιαστικά βιβλία της τουρκοκρατίας, όπως ο «Νέος Θησαυρός» του Γεωργίου Σουγδουρή (Βενετία 1672), «Η επιτομή της ιεροκοσμικής ιστορίας» του πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριου (Βενετία 1677), η «Ιστορία της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης» του Αντώνιου Κατήφορου (Βενετία 1737), και η «Ιστορική Μυσταγωγία» του Αντώνιου Στρατηγού (Βενετία 1750). Στις αφηγήσεις αυτές ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται με ηθικοπλαστικό σκοπό, ως πρότυπο μίμησης χρηστής συμπεριφοράς (Βελουδής 1989 (1977): να΄ – νβ΄). Μάλιστα στο έργο του Στρατηγού δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ελληνικότητα του μακεδονικού εγχειρήματος και του βασιλείου του Αλέξανδρου, κάτι που κάνει και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στα Ιουδαϊκά του (Μηνάογλου 2013: 86, 91). Πιο κοντά στον ιστορικό Αλέξανδρο κινείται η απόδοση σε απλή νεοελληνική γλώσσα του «Βίου του Αλέξανδρου» του Πλουτάρχου, που έκανε και εξέδωσε το 1704 στο Βουκουρέστι ο Κωνσταντίνος, γιος του ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας Ιωάννη Βασσαράβα. Το έργο αυτό συμπεριλήφθηκε στη Φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια του Ιωάννη Πατούσα, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1710 και γνώρισε συνεχείς επανεκδόσεις ως το 1797 (Καραμπερόπουλος 2006: 11). Η συμπερίληψη αυτή σίγουρα συνέβαλε στη διάδοση του ιστορικού Αλέξανδρου σε ένα κάπως πιο ευρύ αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στους Έλληνες. Μια αντίστοιχη έκδοση κειμένου βασισμένου στην ιστοριογραφική παράδοση έγινε το 1758 στη Βενετία από το λόγιο και εκδότη Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη με τίτλο Ιστορία νέα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δίχως ωστόσο να σημειώσει επιτυχία (Μητσάκης 2007:60). Επιπλέον, στο πλαίσιο του κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι αναφορές των Ελλήνων λογίων στον «ιστορικό» Αλέξανδρο πολλαπλασιάζονται, έχοντας ως πηγές τον Πλούταρχο, τον Κούρτιο Ρούφο και τον Αρριανό: με βάση αυτούς γράφει για τον Αλέξανδρο ο ιερομόναχος Γρηγόριος Παλιουρίτης στο έργο του Επιτομή Ιστορίας της Ελλάδας (Βενετία 1807), ο Δανιήλ Φιλιππίδης στο έργο του Ιστορία της Ρουμανίας το 1816 (αναφερόμενος στη βαλκανική εκστρατεία του Αλέξανδρου, προβάλλοντάς τον ως κτίστη και συνετό στρατηγό, αλλά 467 M. Manoussacas, François Scouphos Ὁ Γραμματοφόρος (Le Courrier), Αθήνα, 1998, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu, (10.10.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 366 και χαρακτηρίζοντάς τον ως «κοσμοδυνάστη») και ο Διονύσιος Φωτεινός (που επαναλαμβάνει τα γραφόμενα του Φιλιππίδη, Μηνάογλου 2012:110-113, 2013: 105-108, 110- 113). Η έκδοση ιστορικών βιβλίων σχετικών με τον Αλέξανδρο κατά το 19 αιώνα ο συνέβαλε σίγουρα τα μέγιστα στην προβολή του ως συμβόλου του ελληνισμού. Το 1809 ο Νεόφυτος Δούκας εκδίδει την ιστορία του Αρριανού με ενσωματωμένο στο κείμενο χαρακτικό με παράσταση του Αλέξανδρου και των στρατηγών του. Το χαρακτικό αποτελεί αντίγραφο της αντίστοιχης παράστασης του Αλέξανδρου από το μονόφυλλο του Ρήγα, με τον Αλέξανδρο να απεικονίζεται με περικεφαλαία με παράσταση δράκοντα και γοργόνειο στο θώρακα (για το μονόφυλλο του Ρἠγα βλέπε κεφάλαιο 4.4.). Το βιβλίο του Δούκα δεν αποτελεί το μόνο παράδειγμα κειμένου της εποχής, στο οποίο ενυπάρχει η συγκεκριμένη παράσταση: το 1803 ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Σιναίου και οικουμενικός πατριάρχης Κωνστάντιος στο έργο του Αρχαία Αλεξάνδρεια (Μόσχα, 1803) νιώθει την ανάγκη να υπερασπιστεί τον Αλέξανδρο από τις μειωτικές αναφορές που κάνουν σε αυτόν ορισμένοι Ευρωπαίοι μελετητές και το κάνει επικαλούμενος το έργο του Αρριανού και του Πλουτάρχου. Μάλιστα, ως επίτιτλο κόσμημα του βιβλίου του επιλέγει ακριβώς την παραπάνω απεικόνιση του Αλέξανδρου, που έχει τις ρίζες της στην αρχαία παράδοση και στην αναβίωσή της στα έργα της Αναγέννησης και εξής: συγκεκριμένα, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται και πάλι σε προφίλ με κράνος με λοφίο και ανάγλυφη διακόσμηση δράκοντα και με κεραυνούς κάτω από την κεφαλή. Η απεικόνιση αυτή μπορεί επίσης να αντιπαραβληθεί με την αντίστοιχη στο Μονόφυλλο του Ρήγα και βρήκε τη συνέχειά της και σε άλλες καλλιτεχνικές απεικονίσεις του Αλέξανδρου κατά τη διάρκεια του 19 αιώνα (Γκράτζιου 1982: 143, 147, Μηνάογλου 2013: 100-101). ου Ωστόσο είναι ο Δημήτριος Γοβδελάς ο Έλληνας λόγιος που θα ξεπεράσει τους υπόλοιπους σε αναφορές στον Αλέξανδρο, καθότι του αφιερώνει ένα ολόκληρο έργο, στο οποίο ξεδιπλώνει όλη την πλατιά του γνώση για το Μακεδόνα βασιλιά. Ο Γοβδελάς (1780-1831), με καταγωγή από τη Ραψάνη της Θεσσαλίας, θα εκδώσει στη Βαρσοβία στα γαλλικά το έργο «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά τους Ανατολίτες Συγγραφείς», το οποίο μάλιστα θα αφιερώσει στον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Α΄. Στο έργο αυτό ο Γοβδελάς αποδίδει περιληπτικά το περσικό Μυθιστόρημα, όπως αυτό συμπεριλαμβάνεται στο έργο Σαχ –Ναμέ του Πέρση λογοτέχνη Φιρντουσί, και παράλληλα συγκεντρώνει και όλες τις υπόλοιπες αναφορές Περσών συγγραφέων στον Αλέξανδρο. Σε πολλά σημεία του έργου του δε διστάζει να ασκήσει κριτική στις μυθώδεις αναφορές του Φιρντουσί, αλλά και στον ίδιο τον Αλέξανδρο για τα ελλατώματα και συγκεκριμένες πράξεις του. Από την άλλη πλευρά, αναφέρεται εγκωμιαστικά στα προτερήματά του, τον αναφέρει ακόμη πολλές φορές ως «Έλληνα ήρωα», ενώ βέβαια ξεκάθαρα σε πολλά σημεία αναφέρεται στην ελληνική ταυτότητα Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 367 των Μακεδόνων συνολικά. Στις αναφορές αυτές διακρίνεται μια υπερηφάνεια για τον Αλέξανδρο, μια υπερηφάνεια που σαφώς σχετίζεται με το εθνικό αίσθημα του Γοβδελά, στην αρχή της ελληνικής επανάστασης. Για το ήθος του Αλέξανδρου συγκεκριμένα γράφει ο Γοβδελάς: «…Παρ’ όλ’ αυτά μπορεί να πει κανείς ότι ο Αλέξανδρος δεν φάνηκε άνθρωπος παρά μόνο στις περιπτώσεις όπου ήταν κυριευμένος από κάποιο βίαιο πάθος. Σε άλλες περιπτώσεις, όπου χρησιμοποιούσε το λογικό του, αποκαλύφθηκε ανώτερος της ανθρώπινης φύσης» (Γοβδελάς 1822(2000):130). Παράλληλα συνοδεύει το κείμενό του με πλήθος σχόλια «γεωγραφικά και ιστορικά», που αντικατοπτρίζουν ακριβώς τη βαθιά κλασική του παιδεία. Στα σχόλια αυτά επιμένει πολύ σε επιμέρους ζητήματα, όπως η αναφορά του Αλέξανδρου ως δικέρατου και οι ερμηνείες που έδωσαν οι Πέρσες λογοτέχνες. Ο ίδιος ερμηνεύει σωστά αυτήν την αναφορά από τις απεικονίσεις των νομισμάτων του Λυσιμάχου. Άλλα ζητήματα που τον απασχολούν είναι «το τείχος του Αλέξανδρου», η διακυβέρνηση των λαών της ανατολής και το ζήτημα της προσκύνησης, η δολοφονία του Κλείτου, η πυρπόληση της Περσέπολης και ο θάνατός του. Όλα τα παραπάνω θέματα τα διερευνά κριτικά με παράθεση χωρίων απ’ όλους τους αρχαίους συγγραφείς του Αλέξανδρου, ενώ δίνει και μια συνοπτική εξιστόρηση της μεγάλης εκστρατείας στην ανατολή (Γοβδελάς 1822 (2000): 7,12,40-41, 51-52, 92, 97 κ.ε., 126, 159, 225,) Μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, το 1846, ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός εκδίδει στην Αθήνα το έργο «Βίος πράξεις καί κατορθώματα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος. Συνερανισθείς ἐκ τῶν ἀρχαίων Ελλήνων συγγραφέων καί ἐξηγηθείς εἰς τό νεοελληνικόν…» (Πύρρος 1846, Σκλαβενίτης 1997: 182-183, Μηνάογλου 2013: 100-101). Η έκδοση εικονογραφείται με μια ζωγραφική απόδοση του μικρού μπρούτζινου έφιππου Αλέξανδρου από το αρχαιολογικό μουσείο της Νάπολης. Ο Πύρρος, ιερωμένος ο ίδιος και παιδαγωγός, αιτιολογεί τη συγγραφή της ιστορίας του Αλεξάνδρου τονίζοντας πως «οἱ ἀναγιγνώσκοντες θέλουσιν ωφεληθῆ πολύ, ἐπειδή καί ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι τό καύχημα τῆς Ἑλλάδος καί ἡ αἰσχύνη τῶν βαρβάρων». Αλλού πάλι τονίζει πως «Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ο κανών των ανθρώπων εις τας μεγάλας πράξεις και αρετάς…». Ο Πύρρος, χωρίς να είναι ο ίδιος ιστορικός, βασίστηκε σε σχεδόν αποκλειστικά αρχαίες πηγές για τη συγγραφή του έργου του, αν και παραλείπει τα μελανά σημεία της ιστορίας του Αλέξανδρου, στοχεύοντας στην προβολή του ως ηθικού αναστήματος και συμβόλου εθνικής ενότητας και εξύψωσης του φρονήματος των νέων. Για τους νέους γράφει χαρακτηριστικά: «Οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, καί μάλιστα οἱ Μακεδόνες, ἔχοντες πατριώτην ἕνα τοιοῦτον ἥρωα τοῦ κόσμου Ἑλληνα καί φιλέλληνα τον μέγαν Ἀλέξανδρον .… πρέπει αὐτοί, τόσον πολιτικοί ὅσον καί πολεμικοί, τόν βίον αὐτοῦ νά τόν ἕχουσιν ὡς κειμήλιον εἰς τόν κόλπον των….». Στην εισαγωγή του έργου πάλι τον αντιπαραβάλλει με ηγέτες μυθικούς και ιστορικούς, όπως ο Αγαμέμνων, ο Αχιλλέας, ο Θεμιστοκλής, ο Καίσαρας, ο Μέγας Πέτρος, ο Ναπολέων, ακόμα και ο Καποδίστριας,

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 368 για να τονίσει την ανωτερότητά του έναντι όλων. Μάλιστα, ακολουθώντας τη μακραίωνη παράδοση που περιγράψαμε ως τώρα, αντιπαραβάλλει και αυτός τον ηγέτη του ελληνισμού της εποχής του, που ήταν ο ξενόφερτος Βαυαρός Όθωνας, με τον Αλέξανδρο, ως προς την ικανότητά τους να έρχονται κοντά στο λαό τους (Πύρρος 1846: α΄ - β΄, 30, 125, Καψωμάνης 2004: 27-28). Άλλωστε είχε προηγηθεί το έργο του ίδιου συγγραφέα Γεωγραφία Μεθοδική (Ναύπλιο, 1834), στο οποίο χαρακτηριζόταν ο Αλέξανδρος ως «αξιώτερος βασιλεύς του κόσμου» αλλά και ως «άξιος Έλλην» (Γούναρης 2008:192). Ο πανεπιστημιακός Κωνσταντίνος Φρεαρίτης εξέδωσε την επόμενη χρονολογικά Ιστορία του Αλεξάνδρου του Μεγάλου (Αθήνα 1859), βασισμένη στο έργο του γερμανού ιστορικού Droysen αλλά πρωτότυπη ως κείμενο, εισαγωγή και σχόλια. Κι αυτός, βεβαίως, τονίζει την ελληνικότητα του Αλέξανδρου, του «Έλληνος ήρωα» και των Μακεδόνων: «Τίς δε νύν γνησία ἑλληνική καρδία δύναται να μην πάλλει, ἀναμνησκομένη τῆς δόξης, ἥν περιεποίησε τῆ πατρίδι ἡμών ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος»; σημειώνει. Τονίζει ακόμα το γεγονός της ένωσης των Ελλήνων υπό την εξουσία του και αναφέρεται στη «Μεγάλη Ιδέα» του Μακεδόνα βασιλιά (ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε χρονολογικά στην εποχή της κυριαρχίας της εθνικιστικής «Μεγάλης Ιδέας» του ελληνικού αλυτρωτισμού), σύμφωνα με την οποία στόχος ήταν η απελευθέρωση όλων των υπόδουλων στον περσικό ζυγό εθνών, ώστε να προκύψει η όσμωση ελληνικού και ασιατικού στοιχείου. Αναφορές ιστορικού, πατριωτικού και διδακτικού χαρακτήρα στον Αλέξανδρο έκανε και ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, καθηγητής και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών σε λόγο που εκφώνησε την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του, λόγο που εξέδωσε σε πληρέστερη μορφή δύο χρόνια αργότερα (1858) σε βιβλίο αφιερωμένο «τοῖς Μακεδόσιν, Ἠπειρώταις, Θεσσαλοῖς καί πάσιν ὁμού τοῖς Ἕλλησι». Τον Αλέξανδρο τον προβάλλει ως άξιο πολέμαρχο και σύμβολο της ελληνικής ενότητας. Παράλληλα, δε διστάζει να αντικρούσει κατηγορίες και κρίσεις εναντίον του από ξένους μελετητές και ιστορικούς, αλλά και από ορισμένους Έλληνες στοχαστές (Καψωμάνης 2004: 29-30, 33-35). Παραμένοντας στο χώρο της ιστορίας θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε μια αναφορά στην πρόσληψη του Αλέξανδρου στο έργο του Παπαρρηγόπουλου, του πρώτου μεγάλου Νεοέλληνα ιστορικού μαζί με το Σπύρο Ζαμπέλιο. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1881) αναφέρεται στον Αλέξανδρο στο πολύτομο έργο του «Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (τόμος Β΄, Αθήνα 1865), ένα έργο που αποτέλεσε ουσιαστικά την αρχή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, μέσα από το οποίο ο Παπαρρηγόπουλος απέδειξε την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους καθιερώνοντας στην έρευνα το τριμερές σχήμα «αρχαίος, βυζαντινός, νεότερος ελληνισμός». Για τον Παπαρρηγόπουλο «τό ὄνομα τοῦ γένους μας θά ἐξηφανίζετο ἀπό τοῦ προσώπου τῆς γῆς, ἐάν μετά τόν θάνατον τοῦ Φιλίππου ὁ υἱός του Ἀλέξανδρος δέν Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 369 ἀνελάμβανε τόν μεγάλον ἀγῶνα κατά τοῦ Περσικοῦ κράτους καί τό ἀκόμη μεγαλύτερον ἔργον τῆς διαδόσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς τάς ἀπέραντας χώρας τοῦ κράτους ἐκείνου» (Παπαρρηγόπουλος 1958: 32). Τον Αλέξανδρο τον αναφέρει ως «βασιλιά των Ελλήνων» και τονίζει ότι το εγχείρημα της εκστρατείας κατά των Περσών, που ανέλαβε πρώτα ο Φίλιππος και ύστερα ο Αλέξανδρος, ήταν ελληνικού /εθνικού χαρακτήρα και είχε δίκαιες αφορμές. Αναφερόμενος στο πρώτο διάστημα της ανάληψης της εξουσίας από τον Αλέξανδρο δεν αποκρύπτει την εξόντωση των ανταπαιτητών του θρόνου που διέταξε, ωστόσο τη δικαιολογεί εντάσσοντάς την στη συνήθη τέτοια «αταξία» που υπήρχε στη Μακεδονία κατά τη διαδοχή. Για την καταστροφή των Θηβών τον κατακρίνει, αν και τονίζει πως ήταν η άρνηση των Θηβαίων να υποταχθούν και να δεχτούν τις προτάσεις του, που τον οδήγησαν στην καταστροφή τους, παρόλο που ο ίδιος δεν ήθελε τέτοια εξέλιξη. Τον εξυμνεί ως πολεμιστή λόγω της τόλμης και της οργανωτικής του ικανότητας και τονίζει πως λέγεται γι’ αυτόν ότι συνδύαζε όλες τις αρετές που, σύμφωνα με τον Όμηρο, είχε ο ασυγκράτητος Άρης και η πολύβουλη Αθηνά. Αναφέρεται εγκωμιαστικά στη στρατηγική του μεγαλοφυία, στην εύστοχη στρατηγική του απόφαση να εκμηδενίσει τη ναυτική δύναμη των Περσών, καταλαμβάνοντας όλα τα δυτικά παράλια της αυτοκρατορίας τους. Αναφέρεται ακόμα ιδιαίτερα στις μάχες των τεσσάρων πρώτων χρόνων και κάνει ξεχωριστή μνεία στην εξάπλωση του ελληνισμού στην Ασία χάρη στον Αλέξανδρο, ώστε τελικά διάφοροι ρήτορες και φιλόσοφοι της αρχαιότητας να τον χαρακτηρίσουν ως «ευεργέτη του ελληνισμού». Για τον Παπαρρηγόπουλο η διαδικασία διαμόρφωσης της αντίληψης του ελληνικού έθνους με όρους του 19 αιώνα μπορεί να ανιχνευτεί, σε ένα αρχικό της ου στάδιο, στην κυριαρχία του Αλέξανδρου πάνω στις ελληνικές πόλεις και περιοχές της Μικράς Ασίας. Η παρατήρησή του αυτή βέβαια - όπως και η προτροπή του προς τους σύγχρονούς του Έλληνες σε ένα σχόλιο να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Αλέξανδρου και να συγκρουστούν άφοβα με τους πολυπληθέστερους Τούρκους γιατί οι Ευρωπαίοι υπερέχουν πάντα από τους Ασιάτες σε οργάνωση και οπλισμό - δεν μπορεί παρά να ιδωθεί –και πάλι -σε συνάρτηση με τη Μεγάλη Ιδέα, που τότε χαρακτήριζε το νεοελληνικό κράτος, σύμφωνα με την οποία το τελευταίο έπρεπε να ενσωματώσει στους κόλπους του όλες εκείνες τις τουρκοκρατούμενες περιοχές, όπου ζούσαν αλύτρωτοι Έλληνες. Για τον Παπαρρηγόπουλο ο Αλέξανδρος ήταν διαχρονικό σύμβολο ενότητας και επέκτασης του ελληνισμού, στα πρότυπα του οποίου έπρεπε να κινηθούν και οι Έλληνες της εποχής του, πρώτα προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης των γύρω περιοχών και ύστερα προς την Κωνσταντινούπολη και τα παράλια της Μικράς Ασίας . Μάλιστα δεν παραλείπει να κάνει αναφορά και στο 468 468 Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Παπαρρηγόπουλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είδε το 1821, σε ηλικία έξι ετών, να θανατώνεται ο πατέρας του, ο αδερφός

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 370 σχέδιο εναρμόνισης του ελληνικού με το ασιατικό στοιχείο. Τα μελανά σημεία της επόμενης φάσης της εκστρατείας του ο Παπαρρηγόπουλος δεν τα αποκρύπτει, ωστόσο τα προσπερνά μάλλον γρήγορα. Εξηγεί τη βίαιη συμπεριφορά του βασιλιά απέναντι στους δικούς του και συγκεκριμένα τους φόνους των Φιλώτα, Παρμενίωνα και Καλλισθένη είτε ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του να αντιμετωπίσει διαφορετικά την αντίδρασή τους στην «ασιατική» στροφή του είτε ως αποτέλεσμα του θυμού του για τον ίδιο λόγο που τον έκανε να πέσει εύκολα θύμα των συκοφαντιών απέναντί τους, ωστόσο δεν τον «συγχωρεί» για τη δολοφονία του Κλείτου, συμπεραίνοντας μάλιστα πως αποδεικνύεται ότι ο Αλέξανδρος «κατά διαστήματα τυφλωνόταν από στιγμιαία παράφορη συμπεριφορά» (Demetriou 2001: 42-44, 51, Καψωμάνης 2004: 35- 38, Δρακόπουλος / Παπαρηγόπουλος 2009: 146, 210, 232). Μάλιστα τονίζει πως δικαιολογημένα επικρίθηκε από αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς για τις δολοφονίες των Φιλώτα – Παρμενίωνα (Δρακόπουλος / Παπαρηγόπουλος 2009:203). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Παπαρηγόπουλος ἐγραψε και ένα σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας το 1853, προάγγελο του ιστορικού του έργου, στο οποίο για πρώτη φορά ο Αλέξανδρος προβαλλόταν ως ο ενάρετος βασιλιάς των Ελλήνων, εκτελεστής του πανελλήνιου σχεδίου του πατέρα του (Καψωμάνης 2004: 208) . 469 Από το χώρο της εκπαίδευσης και της διάπλασης των νέων δε θα μπορούσε να λείπει το πρότυπο του Αλέξανδρου και για τους Ελληνόπαιδες της ακόμα υπόδουλης, κατά το 19 αιώνα, στους Τούρκους Μακεδονίας. Το 1879, ένα μόλις έτος μετά το ο Συνέδριο του Βερολίνου και τη ματαίωση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και της «Μεγάλης Βουλγαρίας», ο Μαργαρίτης Δημίτσας εκδίδει την Επίτομο Ιστορία της Μακεδονίας από Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι της Τουρκοκρατίας προς «χρήσιν των ελληνικών σχολείων και παρθεναγωγείων της Μακεδονίας». Στον πρόλογο της ιστορίας του ο Δημίτσας επικαλείται την ανάγκη οι μαθητές των εκπαιδευτηρίων της Μακεδονίας να γνωρίζουν την ιστορία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και του και άλλοι συγγενείς του στις σφαγές των Ελλήνων της Πόλης που διέταξε ο σουλτάνος ως αντίποινα για την ελληνική επανάσταση. 469 Στο έργο του Καψωμάνη ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει περισσότερες αναφορές για την εικόνα του Αλέξανδρου στα νεοελληνικά σχολικά ιστορικά εγχειρίδια (σελ. 204-229), για τα οποία, σε γενικές γραμμές, θα παρατηρήσουμε πως, ιδιαίτερα μετά την καθιέρωση της συγγραφής τους από Έλληνες συγγραφείς –και όχι κατά κανόνα από μετάφραση ξένων ιστοριών, όπως γινόταν ως το 1880 περίπου – καταγράφουν την καθιερωμένη, σύγχρονη εικόνα του Αλέξανδρου, αναλυτικά ή περιληπτικά και ανάλογα πάντα με τη σχολική βαθμίδα, συμπεριλαμβάνοντας τα μοτίβα του απαράμιλλου στρατηλάτη και υπερασπιστή του ελληνισμού, του ενάρετου βασιλιά των Ελλήνων και του κοσμοκράτορα, του ιδρυτή των πόλεων, του δημιουργού του οικουμενικού ελληνισμού και του συντελεστή της συγχώνευσης των λαών. Ο Καψωμάνης σημειώνει πως ο Αλέξανδρος προβάλλεται ως πρότυπο ηθικής διαπαιδαγώγησης, διάπλασης χαρακτήρα των νέων και καλλιέργειας της φιλοπατρίας. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 371 αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο Μακεδόνα βασιλιά, στο οποίο βέβαια τον αποθεώνει, αναφερόμενος στην ανδρεία και μεγαλοφυία του, στη στρατηγική του ικανότητα και στο ήθος του, στην εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού στην Ασία, στη «σύζευξη πολιτισμών» με τους γάμους στα Σούσα κ.λπ. (Δημίτσας 1879: α΄, γ΄, 23-26). Με την προβολή του Αλέξανδρου ως πρωταγωνιστή των Ελλήνων κατά των Περσών συμφωνεί και ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος (1888), ο οποίος στέκεται ιδιαίτερα και στο σχέδιο της συγχώνευσης του ελληνικού πολιτισμού με τους ανατολικούς. Αντίθετα, αρνητικός σε ορισμένα σημεία απέναντι στον Αλέξανδρο στέκεται ο φιλόλογος Τρύφων Ευαγγελίδης στο έργο του «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (1893), παρόλο που ταυτόχρονα τον προβάλλει ως σύμβολο της δόξας του ελληνισμού. Έτσι, επισημαίνει αρνητικά τη μεταβολή του χαρακτήρα του μετά τις νίκες του στην Ασία ή το φόνο των συντρόφων του Φιλώτα, Παρμενίωνα, Κλείτο και Καλλισθένη. Ο αντίλογος στον Ευαγγελίδη δίνεται από τον ιστορικό και αρχαιολόγο Γεώργιο Σωτηριάδη, ο οποίος στο έργο του «Μέγας Αλέξανδρος» (1902) εξυμνεί ιδιαίτερα το Μακεδόνα βασιλιά, προβάλλοντάς τον ως ενάρετο ηγέτη που μετέφερε τα αγαθά της Ελλάδας στην ανατολή και καλλιέργησε τη συγχώνευση των λαών σε «μία κοινωνία» (Καψωμάνης 2004: 43-49). Γενικότερα, η μορφή του Αλέξανδρου συνέχισε να αξιοποιείται ρητορικά σε ποικίλα κείμενα Ελλήνων λογίων της εποχής της Τουρκοκρατίας. Έτσι, σε ανώνυμο εγκώμιο κληρικού για τον Άγιο Δημήτριο, που εκφωνήθηκε στη Θεσσαλονίκη μεταξύ των ετών 1666-1669, διαβάζουμε την εξής αναφορά: «Διά τοῦτο καί μύρον ἅγιον καί σεβάσμιον ἀνέβλυσεν ἡ ἁγία του πλευρά καί θαύματα ἄπειρα ἐγίνοντο….Ὅθεν ἡ δέ περίφημος καί περίδοξος ταύτη πολιτεία τῆς Θεσσαλονίκης ἔπαυσε καί δέν ἐκόμπαζε πλέον εἰς τές ἀνδραγαθίες τοῦ Φιλίππου καί εἰς τές νίκες τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀμή ἔχαιρε ψυχικῶς καί σωματικῶς εἰς τά ὑπερφυῆ θαύματα ὁπού ἐγίνοντο ἀπό τόν ἅγιον, διά τό ὅποῖον ἔγινε περίφημος καί περίδοξος». (Λαούρδας 1960: 156-158, 113) Στο παραπάνω χωρίο, ο ανώνυμος κληρικός που εκφωνεί το εγκώμιο για τον Άγιο Δημήτριο, προκειμένου να τον εξυψώσει, τον αντιπαραβάλλει με το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, τονίζοντας ότι τα θαύματά του ήταν επαρκής αιτία, έτσι ώστε να ξεχάσουν οι Θεσσαλονικείς τις ανδραγαθίες του Φιλίππου και τις νίκες του Αλεξάνδρου. Η συγκεκριμένη αναφορά φανερώνει πόσο ζωντανή ήταν η μνήμη των δύο Μακεδόνων βασιλιάδων στους Θεσσαλονικείς του 17 αιώνα - οι οποίοι ακούν το εγκώμιο - ως ου προσώπων αναπόσπαστα δεμένων με το ένδοξο παρελθόν τους. Επιπλέον, το μοτίβο της αντιπαραβολής του Αγίου Δημητρίου με τον Αλέξανδρο και το Φίλιππο έρχεται ως συνέχεια της ίδιας αντιπαραβολής που έκανε στην ίδια πόλη σε ένα ανάλογο εγκώμιο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 372 στο Μυροβλήτη ο βυζαντινός λόγιος και θεολόγος Νικηφόρος Γρηγοράς, πριν το 1330, αλλά και την αντίστοιχη αντιπαραβολή που έκανε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος (βλέπε κεφάλαιο 3.4.) Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ρητορική χρήση θεμάτων του κύκλου του Αλέξανδρου που βρίσκεται κυρίως στην επιστολογραφία λογίων και θεολόγων της εποχής της τουρκοκρατίας, όπως ο Μελέτιος Πηγάς, ο Κύριλλος Λούκαρης, ο Ιερώνυμος Κομνηνός, ο Επιφάνιος Δημητριάδης και ο Πέτρος Χοϊδάς (Βελουδής 1989 (1977): νέ). Ο Ιερόθεος Κομνηνός, γύρω στις αρχές του 18 αιώνα, σε επιστολή που ου έστειλε στο Νικόλαο Μαυροκορδάτο, τον παρομοίωσε με τον Αλέξανδρο (Μηνάογλου 2012:90). Ένας άλλος μεγάλος Έλληνας λόγιος πάλι, ο Μιχαήλ ο Μακεδών, στο Λόγο περί Ελληνισμού που απευθύνει στην Ακαδημία του Βραδεμβούργου (Βερολίνου) το 1711 ή 1712, επιχειρώντας έναν παραλληλισμό που θα τόνιζε το μέγεθος της απώλειας του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Γ΄ (1707) σημειώνει (σε ελεύθερη απόδοση στα νέα ελληνικά): « Αλλά για το πώς αντέδρασε η Μακεδονία, όπως και η 470 Ελλάδα, στην είδηση του θανάτου του Αλέξανδρου, αυτού του μεγάλου Μακεδόνος που εξύψωσε την εξουσία των Μακεδόνων, αυτού του φερέλπιδα φιλοσόφου της …κυνικής φιλοσοφίας, δεν έχω πολλά να σημειώσω» (το πρωτότυπο σε Μηνάογλου 2014: 96). Ο Καισάριος Δαπόντες στο στιχούργημἀ του Καθρέπτης γυναικών (1766) συγκρίνει τον Αλέξανδρο με τον Κύρο και τον αποθεώνει για την αξιοσύνη του (Μηναογλου 2012:92- 93). Ο πολυγραφότατος λόγιος, αρχαιολόγος και λογοτέχνης Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής εκδίδει το 1888 το Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, ένα λεξικό αρχαιογνωσίας, στο οποίο συμπεριλαμβάνει βεβαίως και ιδιαίτερο λήμμα για τον Αλέξανδρο, παρουσιάζοντας συνοπτικά - βασιζόμενος στους αρχαίους συγγραφείς - το βίο και την εκστρατεία του, με έμφαση στην ιδιότητα του Αλέξανδρου ως ηγέτη των Ελλήνων κατά των Περσών, ως Κτίστη, ως κοσμοκράτορα και ως παράγοντα εξάπλωσης του ελληνισμού (Ραγκαβής 1888: 57-61). Ο λογοτέχνης και δημοτικιστής Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) στην ημιτελή του Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901) κάνει μια αναφορά στον Αλέξανδρο ως παράγοντα συγχώνευσης του «Ασιατισμού και του Ελληνισμού» (Εφταλιώτης 1901). Ο Γεώργιος Χατζηκυριάκος πάλι σημειώνει στον 470 Ο Αναστάσιος Μιχαήλ (1675-1725) ή Μιχαήλ ο Μακεδών, όπως σημειώνει ο ίδιος στα γραπτά του, με καταγωγή από τη Νάουσα, υπήρξε μεγάλος Έλληνας λόγιος, ελληνιστής και ο πρώτος Έλληνας ακαδημαϊκός (εξωτερικό μέλος στην Ακαδημία του Βραδεμβούργου, 1707). Τις πρώτες του σπουδές τις έκανε στις σχολές των Ιωαννίνων κι αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και στη Χάλλη της Γερμανίας. Από το 1715 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρωσία, όπου υπηρέτησε το Μεγάλο Πέτρο αναπτύσσοντας σπουδαία δράση κυρίως σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο Λόγος περί Ελληνισμού, γραμμένος επίτηδες σε αρχαΐζουσα γλώσσα, έχει ως περιεχόμενο την παρουσίαση της ελληνικής λογιοσύνης, παιδείας και γλώσσας μετά την άλωση, με στόχο να απορριφθούν κάποιες ανθελληνικές θέσεις της εποχής (Μηνάογλου 2014: 9-16, 87, 196). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 373 πρόλογο του βιβλίου του Σκέψεις και Εντυπώσεις εκ Περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906): «Ἐκ τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας, ἡ χώρα, ήτις ἐγκλείει μεγίστην σπουδαιότητα καί εἶναι ἀξία ἐπισταμένης μελέτης καί προσοχῆς ὑπό πάσαν ἒποψιν εἶναι ἡ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου πατρίς» (Χατζηκυριάκος 1962: 1). Γενικότερα, σχετικά με τις αναφορές λογίων στον Αλέξανδρο, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, αυτές δεν εξυπηρετούν μόνο τη σύνδεση των Ελλήνων με το αρχαιοελληνικό τους παρελθόν, αλλά και την προσπάθεια επανοικείωσης της Ανατολής, εκεί όπου ο Αλέξανδρος είχε βάλει τη σφραγίδα του κι εκεί όπου οι Έλληνες είχαν περιθωριοποιηθεί από τους Άραβες αρχικά και τους Τούρκους στη συνέχεια (Μηνάογλου 2012: 136). Αξιοσημείωτες είναι οι αναφορές στον Αλέξανδρο στο έργο των Ελλήνων πατέρων της εκκλησίας της εποχής της τουρκοκρατίας. Ο ιερομόναχος Νεκτάριος Τέρπος από τη Μοσχόπολη, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θεολόγου ο οποίος, στο μοναδικό σωζόμενο έργο του Πίστις με έτος έκδοσης το 1732 στη Βενετία, 471 συμπεριλαμβάνει αρκετές αναφορές στον Αλέξανδρο, ιδιαίτερα στο κεφάλαιο Γνῶμαι διάφοραι καί ἐκλεκταί, στο οποίο παραθέτει ρήσεις του Αλέξανδρου πλάι σε αυτές άλλων προσωπικοτήτων της αρχαίας, βιβλικής και χριστιανικής παράδοσης, όπως ο Σωκράτης, ο Πλούταρχος, ο Δημοσθένης, ο Λουκιανός, ο Αριστείδης, ο Ευσέβιος, ο Σολομώντας και άλλων. Έτσι, στο οικείο κεφάλαιο σημειώνει επαινετικά το επεισόδιο προικοδότησης της φτωχής κόρης με ένα τεράστιο ποσό από τον Αλέξανδρο, ελαφρώς παραλλαγμένο σε σχέση με την καταγραφή του στην παράδοση του Μυθιστορήματος και της Φυλλάδας (βλέπε προηγούμενο κεφάλαιο 4.1). Συγκεκριμένα, ο Αλέξανδρος, κατά το Νεκτάριο, προικοδότησε την κόρη με πενήντα τάλαντα και στην παρατήρηση του πατέρα της πως αρκούσαν και δέκα φλουριά, ο Αλέξανδρος απάντησε πως αρκούν για αυτόν, αλλά για τον εαυτό του δεν είναι αρκετά. Σε άλλο σημείο πάλι του ίδιου κεφαλαίου αναφέρει το περιστατικό της συνάντησης του Αλέξανδρου με το Διογένη στο πιθάρι του, με τον Αλέξανδρο να αναφωνεί πως πρόκειται για ένα πιθάρι γεμάτο γνώση, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί η αντιπαράθεση της έννοιας της γνώσης με αυτήν της τύχης (Πίστις, 1732: 399, 409). Σε άλλο κεφάλαιο, ο Νεκτάριος αναλύει τις πρϋποθέσεις του καλού κριτή, σημειώνοντας πως μία από αυτές είναι η ηλικία του: να μην είναι κάτω των σαράντα και πάνω των εβδομήντα, σημειώνοντας: «Ἐστάθη ὁ Μέγας Αλέξανδρος, κι ὁ Ἰωσήφ ὁ πάγκαλος, κι ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, ὁμως ποῦ σήμερον τοιαύτη σοφία, καί τοιαύτη φρόνησις, κι εὐλάβεια;» (Πίστις, 1732: 285). Είναι φανερό, επομένως, πως για το Νεκτάριο ο Αλέξανδρος υπήρξε σοφός, αλλά η σοφία του χάθηκε λόγω της εκδήλωσής της στο νεαρό της ηλικίας του. Εδώ παράλληλα αχνοφαίνεται το μοτίβο της ματαιότητας δόξας και μεγαλείου, συνοδευτικό κι αυτό της διαχρονικής 471 Αξίζει να αναφερθεί πως στο έργο αυτό ο Νεκτάριος κάνει λόγο για «Γραικούς» και «γλώσσα Γραικών» αναφερόμενος στους Έλληνες ομοεθνείς της εποχής του (Πίστις, 1732: 251, 321).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 374 πρόσληψης του Αλέξανδρου, που γίνεται πιο έντονο σε ένα άλλο σημείο: γράφει ο Νεκτάριος πως είπε ένας φιλόσοφος, την ώρα που ο Μέγας Αλέξανδρος, «άκρος βασιλιάς», ψυχορραγούσε: «Ἐχθές πολλούς ἔδεσε, σήμερον δέ τοῦ λόγου τοῦ δέν ἡμπορεῖ νά γλυτώση» (Πίστις, 1732: 354). Εξάλλου, κατά την εποχή της τουρκοκρατίας είναι πολύ διαδεδομένη στα ελληνορθόδοξα μοναστήρια η παράσταση του Αγίου Σισώη μπροστά στο νεκρό Μέγα Αλέξανδρο, που αποτελεί απεικόνιση ακριβώς του μοτίβου της ματαιότητας των μεγαλείων και της μνήμης θανάτου (βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 4.3). Επίσης, ο δάσκαλος του γένους Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), ένας από τους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στο πολυσχιδές έργο του αναφέρθηκε και στις καινοτομίες και πλάνες των παπικών, θέλοντας μάλιστα να δείξει την ακατάσχετη επιθυμία τους για επέκταση της εξουσίας τους, γράφει πως την απλώνουν στα πέρατα της γης «και αν ήτο δυνατόν και επάνω εις την σεληναίαν σφαίραν (καθώς δια τον Μακεδόνα Αλέξανδρον ιστορήθη)…». Η αναφορά αυτή σαφώς και σχετίζεται με το επεισόδιο της ανάληψης του Αλέξανδρου στους ουρανούς και φανερώνει πώς ο Βούλγαρης χρησιμοποίησε την παράδοση του Μυθιστορήματος ρητορικά, για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση σε αυτούς στους οποίους απευθύνεται . 472 Ιδιαίτερη χρήση της μορφής του Αλέξανδρου για τους δικούς του, ηθικούς – πνευματικούς σκοπούς, κάνει και ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809). Ο πολυγραφότατος και πλατειάς μόρφωσης Νικόδημος, γεννημένος στη Νάξο και με σπουδές στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, συνέγραψε το έργο Περί τῆς φυλακῆς τῶν πέντε Αἰσθήσεων, το οποίο εκδόθηκε το 1801 με φροντίδα του μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιεροθέου. Στο βιβλίο αυτό ο Νικόδημος κάνει πλείστες αναφορές στο έργο αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων και φιλοσόφων, καθώς και πατέρων της εκκλησίας, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Αιλιανός, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Τζέτζης και άλλων. Παράλληλα, φέρνει πολλά παραδείγματα από τον αρχαιοελληνικό μυθολογικό και ιστορικό κόσμο, προκειμένου να τεκμηριώσει τα γραφόμενά του. Έτσι, εμφανίζονται μυθικά πρόσωπα, όπως ο Οδυσσέας ή ο Προμηθέας και ιστορικά, όπως ο Αλέξανδρος: ο τελευταίος προβάλλεται από το Νικόδημο θετικά, ως πρότυπο «φυλακής της οράσεως», με αναφορά στον έπαινο που του έκανε ο Μέγας Βασίλειος, αιώνες πριν, για το ότι απέφυγε ακόμη και να δει τις όμορφες κόρες του Δαρείου. Ο Νικόδημος μνημονεύει ακόμη τον Αλέξανδρο και για την περίπτωση των διαβολών, συμβουλεύοντας τους αναγνώστες του να ακολουθούν το παράδειγμα του Μακεδόνα βασιλιά και να έχουν στις συκοφαντίες ανοιχτό μόνο το ένα αυτί, ενώ το άλλο να το σκεπάζουν και να το ανοίγουν για να ακούσουν και το 472 Δυστυχώς, πέρα από το επιμέρους κείμενο με τίτλο «Αι καινοτομίαι των παπικών κατά τον Ευγένιο Βούλγαρη» του μητροπολίτη Κηρύκου στο διαδίκτυο, όπου και η παραπάνω αναφορά, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω από ποιο ευρύτερο έργο του Βούλγαρη αυτό προέρχεται. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 375 συκοφαντημένο. Ο Νικόδημος μπορεί να μην είναι ιστορικά ακριβής, όταν στο κεφάλαιο για τα καλά της πραότητας θυμάται πάλι τον Αλέξανδρο, γράφοντας πως ο ρήτορας Δημοσθένης (!) του αναγνώρισε την ευσπλαχνία ως την «ενδοξότερη» και «θαυμασιότερη» αρετή από τις πολλές που έχει ο Μακεδόνας βασιλιάς ή όταν αναφέρει πως ο Πυργοτέλης χάραξε τη μορφή του Αλέξανδρου σε ένα μικρό μαργαριτάρι, ενώ ο Φειδίας τον λάξευσε σε μεγάλο μάρμαρο. Οι αναφορές αυτές, ωστόσο, δείχνουν πόσο έντονη ήταν η αλεξάνδρεια μνήμη στην εποχή του και πόσο εναργής η μορφή του αρχαίου Έλληνα βασιλιά στη σκέψη ενός από τους κορυφαίους νεότερους ελληνορθόδοξους θεολόγους. Έτσι, τον αναφέρει ακόμη και ως κτίστη, ανάμεσα σε άλλους, που από ματαιοδοξία ωστόσο δίνει το όνομά του στις κτήσεις του –Αλεξάνδρειες – όταν ο Θεός απέφυγε στη δική του, απέραντη κτίση να επιγράψει το όνομά του, γράφει ο όσιος Νικόδημος. Ενδιαφέρουσα είναι ακόμη και η αναφορά του Νικόδημου στους Βραχμάνες του Γάγγη στην Ινδία, αναφορά παρμένη προφανώς από το Μυθιστόρημα –Φυλλάδα (Νικόδημος 1801: 57, 68, 71, 195, 236 - 237). Ιδιαίτερης σημασίας είναι και οι αναφορές Ελλήνων λογίων σε ξένους ηγεμόνες, τους οποίους παρομοιάζουν με τον Αλέξανδρο. Έτσι ο Ούγγρος ηγεμόνας Ιωάννης Ουνυάδης, νικητής των Τούρκων, αποκαλείται «δεύτερος Αλέξανδρος» από τον ανώνυμο ποιητή του «ποιήματος περί της μάχης της Βάρνας». Αρκετοί παραλληλισμοί με τον Αλέξανδρο γίνονται από Έλληνες που απευθύνονται στους Ρώσους τσάρους, τη βοήθεια των οποίων επιζητούν για την απελευθέρωση του γένους. Ο ιερομόναχος Γεράσιμος Βλάχος (μέσα 17 αιώνα) απευθυνόμενος στον τσάρο Αλέξιο του ζητά να ου στέρξει τους σκλαβωμένους Έλληνες, προβάλλοντας ως παράδειγμα τη δράση και το μεγαλείο του Αλέξανδρου, που «ελευθέρωσε τους Έλληνες από τη δουλεία…και τους ανέδειξε αυτοκράτορες». Το ίδιο πράττει και ο Θεόκλητος Πολυείδης, ο συγγραφέας του «Αγαθάγγελου». Αντίθετα, οι παραλληλισμοί των Ρώσων τσάρων με τον Αλέξανδρο από το Δοσίθεο Νοταρά (γύρω στα 1700) και του Μεγάλου Πέτρου από τον Αντώνιο Κατήφορο έχουν μια ρητορική –λογοτεχνική χροιά, με το δεύτερο μάλιστα να προβάλλει αρνητικά τον Αλέξανδρο ως άπληστο καταστροφέα του κόσμου. Με τον Αλέξανδρο συγκρίνει το Μεγάλο Πέτρο και ο Μιχαήλ ο Μακεδών, σε εγκωμιαστική προσφώνησή του προς το Ρώσο τσάρο, γραμμένη στο Άμστερνταμ το 1710 (Μηνάογλου 2012: 82-84, 2014: 195,202). Ο Μιχαήλ στις αναφορές αυτές παραλληλίζει το έργο των δύο ηγεμόνων και αντιπαραβάλλει την υστεροφημία τους. Επιπλέον παρατηρείται και μια «αλεξανδροποίηση» του Ναπολέοντα, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τα γαλλικά στρατεύματα, από τους Πολυζώη Κοντό και Δημήτριο Γουζέλη. Τέλος, πολύ αργότερα ο Α. Πυκαίος το 1860 θα αναφερθεί στο «Βασιλέα Βίκτωρα Ἐμμανουῆλον τῆς Σαρδηνίας, τόν νέον τοῦτον ἑνωτικόν Ἀλέξανδρον τῆς Ἰταλίας» (Βελουδής 1989 (1977): νε΄ – νζ΄, ξ΄-ξα΄, Μηνάογλου 2013:82-84, Ι.Ε.Ε. ΙΓ΄: 470).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 376 Εκτός, όμως, από τις συγκρίσεις με ξένους ηγεμόνες, η μορφή του Αλέξανδρου - και μάλιστα η μυθική της υπόσταση - συνέχισε να τροφοδοτεί την ελληνική σκέψη και έρευνα καθ’ όλη τη διάρκεια του 19 και 20 αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ου ου αποτελεί η περιγραφή της διάλεξης του Κλέωνος Νικολαϊδη, που δόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου του 1906 στη μεγάλη αίθουσα του καφενείου των Αψίδων στη Βιέννη, όπως καταγράφεται στην ιστορική εφημερίδα «Εμπρός» (φύλλο 4.11.1906) σε άρθρο του διευθυντή της Δ. Καλαποθάκη, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το άρθρο δίνει αφορμή στον Καλαποθάκη να κάνει αρκετές αναφορές πατριωτικού περιεχομένου και τόνωσης του ελληνικού φρονήματος, σε μια εποχή «μισελληνισμού της αγνώμονος Ευρώπης», καθότι, ο ίδιος, όπως ομολογεί, «ἐξῆλθον περί τό μεσονύκτιον ἀπό τήν ὑπόγειαν ἐκείνην αἴθουσαν ὠς ἕνας ἀναβαπτισμένος ὀπαδός τοῦ ἐθνικοῦ «Πιστεύω», ὡς νέος μύστης τοῦ μεγάλου ἐκπολιτιστικοῦ κηρύγματος τό ὁποῖον ἐξήγγειλεν ἀνά τά πέρατα τῆς οἰκουμένης τό ἑλληνικόν πνεῦμα ἐν τῶ προσώπω τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου». Ωστόσο περισσότερο ενδιαφέρον έχει να σταθεί κανείς στο περιεχόμενο της διάλεξης, που παρακολούθησε και η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, αλλά βέβαια και τα μέλη της ελληνικής κοινότητας της Βιέννης. Ο τίτλος της διάλεξης ήταν «Περί τοῦ τιμαλφοῦς λίθου τοῦ Μεγάλου Αλεξάνδρου» και περιεχόμενό της ήταν ακριβώς ο Αλέξανδρος των θρύλων, του οποίου τη μοναδική κοσμοκρατορία «ελληνικού πνεύματος» προσπάθησαν να μιμηθούν ξένοι ηγεμόνες στο διάβα των αιώνων, ενώ τον ίδιο αντίστοιχα προσπάθησαν ξένοι λαοί να οικειωθούν, μέσα από τη δημιουργία θρύλων και παραδόσεων. Ο ομιλητής, ξεκινώντας από τον ψευδο – Καλλισθένη, προχώρησε ακριβώς στον εντοπισμό των επιδράσεων του μύθου του Αλέξανδρου στους Άραβες, στους Οθωμανούς και στους Αγγλοσάξωνες ποιητές, ενώ ιδιαίτερη αναφορά έκανε για το λίθο σε σχήμα οφθαλμού, που, σύμφωνα με την παράδοση, δώρισαν οι αθάνατοι θεοί στον Αλέξανδρο και που, για τον ομιλητή, συμβολίζει το αθάνατο ελληνικό πνεύμα . Η αναφορά του Καλαποθάκη είναι πολύ 473 σημαντική, διότι ακριβώς πιστοποιεί το ενδιαφέρον της ελληνικής έρευνας αλλά και του μορφωμένου κοινού όχι μόνο για τον ιστορικό, αλλά και για το μυθικό Αλέξανδρο, τον οικουμενικό Αλέξανδρο των θρύλων, στις αρχές του 20 αιώνα. ου Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, παρόλο που θεωρεί ότι ο Αλέξανδρος οφείλει πολλά στο στρατό και στους επιτελείς του, ωστόσο τονίζει κι αυτός πως υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς του κόσμου. Παράλληλα αναφέρεται 473 Εφημερίδα, Εμπρός, πρωτοσέλιδο, 4.11.1906. Η παράδοση του λίθου –οφθαλμού εντάσσεται στο παράλληλο μοτίβο της ζωής και θανάτου που συνοδεύει τον Αλέξανδρο, καθότι, σύμφωνα με τις αναφορές των Νικολαϊδη και Καλαποθάκη, όταν ο λίθος, δηλαδή ο ανθρώπινος οφθαλμός, τοποθετήθηκε στο ζύγι με όλο το χρυσό που είχε συγκεντρώσει ο Αλέξανδρος από τις εκστρατείες του, η πλάστιγγα έγειρε προς την πλευρά του λίθου, όταν όμως ο Αλέξανδρος έβαλε λίγο χώμα πάνω στο λίθο, - οπότε και ο ανθρώπινος οφθαλμός θάφτηκε και πέθανε - τότε βάρυνε ο χρυσός. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 377 χαρακτηριστικά στα επιτεύγματά του, όπως η πετυχημένη πολιτική ανάμιξης και συγχώνευσης του ελληνικού με το ασιατικό στοιχείο καταρχάς μέσω των επιγαμιών, τα τεχνικά και συγκοινωνιακά έργα που έφτιαξε, η ώθηση που έδωσε στο εμπόριο και στην εγχρήματη οικονομία σε μέχρι τότε κλειστού, αγροτικού τύπου κοινωνίες, με την απελευθέρωση και ρευστοποίηση των θησαυρών από τα περσικά θησαυροφυλάκια και την αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος, αλλά και την ίδρυση νέων πόλεων, κέντρων της αναπτυγμένης οικονομίας και συνάμα της διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού. Από την άλλη πλευρά εμμένει στην κυριαρχική συμπεριφορά του Αλέξανδρου απέναντι στις ελληνικές πόλεις και στην υποτίμηση της κορινθιακής συμμαχίας (το Κοινό των Ελλήνων πιο σωστά), ενώ αποδίδει την πίστη του Αλέξανδρου στο ότι είναι γιος του Άμμωνα όχι σε κάποιο πολιτικό σχέδιο, αλλά μάλλον στη μυστικοπάθεια και σε μια νευρωτική ιδιοσυγκρασία, που κληρονόμησε από τη μάνα του, όπως λέει (Κορδάτος 1956: 290-292). Ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Άμαντος στο μετά θάνατο δημοσιευμένο έργο του «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τοῦ 1071 μ.Χ.» θα προβάλει τον Αλέξανδρο ως τη γενεσιουργό αιτία όλων εκείνων των συνθηκών, που θα φέρουν το θρίαμβο του χριστιανισμού και τη δημιουργία του ρωμαϊκού και βυζαντινού κράτους . 474 Ιδιαίτερα για τον πολιτικό και συγγραφέα Χρήστο Ζαλοκώστα, ο Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε προδρομική μορφή του Ιησού, όπως ακριβώς καταγράφεται και στο ομότιτλο βιβλίο του, πέραν των εγκωμίων που του κάνει για τις αρετές του και της επισήμανσης ότι ο Αλέξανδρος ήθελε να δημιουργήσει ένα κράτος, ένα λαό και μια κοινή γλώσσα (Καψωμάνης 2004: 100-101). Αντίστοιχα το 1965 ο μεγάλος Έλληνας μελετητής Κώστας Παπαϊωάνου θα δημοσιεύσει στα γσλλικά τη μελέτη του για τη βυζαντινή και ρωσική ζωγραφική, στην οποία παρουσιάζει τη συγγραφή της Καινής Διαθήκης στα ελληνικά ως μια όψιμη συνέπεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, επαναφέροντας το μοτίβο του Αλέξανδρου ως απόστολου του χριστιανισμού (Σοφιανός 2008: 95-96). Τέλος, για τον ιστορικό Σαράντο Καργάκο, συγγραφέα του έργου «Μέγας Αλέξανδρος –ο άνθρωπος φαινόμενο», ο Αλέξανδρος υπήρξε ο υπερασπιστής του ελληνισμού, αυτός που ανέκοψε την παρακμή του ελληνικού κόσμου και τον εξάπλωσε στην ανατολή ως ο μεγαλύτερος κατακτητής του αρχαίου κόσμου με δράση που ξεπερνά τα όρια του πραγματικού. Έγινε, έτσι, δημιουργός μιας ελληνοπερσικής αυτοκρατορίας, στο πλαίσιο της οποίας προσπάθησε να επιτύχει την «εθνομειξία», κυρίως μέσα από τους μεικτούς γάμους Ελλήνων – Περσίδων, εμπνεόμενος από μια 474 Αναφορά από την ομιλία του Χρήστου Σαρτζετάκη στην εκδήλωση μνήμης της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης προς τιμή του Αλέξανδρου, Θεσσαλονίκη, 27.7.2004.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 378 οικουμενική αντίληψη για το πεπρωμένο της και με ιδανικό την «ισαδελφοσύνη». Ο τελικός στόχος του Αλέξανδρου, σύμφωνα με τον Καργάκο, δεν μπορούσε παρά να ήταν η Pax Alexandrina, την οποία και θα επιτύγχανε, αν ζούσε περισσότερο. Επιπλέον η λατρεία που εγκαθίδρυσε γύρω από το πρόσωπό του, είχε τη σκοπιμότητα της σφυρηλάτησης της ενότητας μεταξύ των υπηκόων του και τα διαχρονικά επιτεύγματά του - ανάμεσα στα οποία και η προετοιμασία της ελληνικής σκέψης για την αποδοχή του χριστιανισμού –του εξασφάλισαν τελικά την αποθέωση και την αθανασία (Καργάκος 2014: Α - 152, 162, Β -43, Γ -113, 119, 138, 145 -148, 172, 175, 177-178, 209). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 379 4.3. Ο Μέγας Αλέξανδρος στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 3.5.3, στο Βυζάντιο η μορφή του Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα εμφανιζόταν στην εσωτερική διακόσμηση ή στην εξωτερική πρόσοψη εκκλησιών, μέσα από τις ανάγλυφες παραστάσεις της ανάληψης. Είναι εντυπωσιακό το ότι κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας η μορφή του εξακολουθεί να εμφανίζεται στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες, αυτή τη φορά σε εσωτερικές τοιχογραφίες: για παράδειγμα, σε μια τοιχογραφία από το καθολικό της Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, που βρίσκεται πάνω από τη νότια πύλη του νάρθηκα, έργο του Κρητικού αγιογράφου Τζώρτζη, που χρονολογείται το 1568, βλέπουμε τον Αλέξανδρο ως «βασιλιά Ελλήνων», σύμφωνα με την επιγραφή, να παριστάνεται καθιστός δίπλα στον Αύγουστο, «βασιλιά Ρωμαίων», ενώ παραδίπλα στην ίδια διάταξη κάθονται ο «Βασιλεύς Ναβουχοδουνόσωρ» και ο «Βασιλεύς Μηδών και Περσών» (εικόνα 66). Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως ο συγκεκριμένος ναός είχε ως κτήτορα τον Έλληνα ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρο και τη σύζυγό του Ρωξάνη (Βολονάκης 1998: 13, Θεόκτιστος Δοχειαρίτης 2006: 99), τα ονόματα των οποίων αποτελούν ένα από τα στοιχεία που δείχνουν την ιδιαίτερη ενασχόλησή τους με τον Αλέξανδρο. Όλοι οι βασιλιάδες, που σχετίζονται με τα αποκαλυπτικά κείμενα της Αγίας Γραφής (βλέπε παρακάτω), απεικονίζονται ως βυζαντινοί αυτοκράτορες, ωστόσο η μορφή του Αλέξανδρου ξεχωρίζει: είναι ο μόνος από τους τέσσερις που κρατά σπαθί με την αιχμή προς το πάνω, το οποίο μάλιστα έχει μόλις ξεθηκαρώσει, καθώς με το αριστερό χέρι κρατά το άδειο θηκάρι. Οι υπόλοιποι βασιλιάδες κρατούν το σπαθί μέσα στο θηκάρι με την αιχμή προς τα κάτω, ενώ ο Αύγουστος κρατά κι ένα δόρυ. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος είναι ο μόνος που φέρει χιαστί περασμένο στο θώρακά του λώρο, όπως ακριβώς και στο βυζαντινό ανάγλυφο του Αγίου Μάρκου Βενετίας. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο τον απεικόνισε και ο περίφημος ζωγράφος Θεοφάνης ο Κρης στην τράπεζα της Μονής Μεγίστης Λαύρας, ανάμεσα στο 1535-1541: ως βυζαντινό αυτοκράτορα, καθιστό, με λώρο και στέμμα και κραδαίνοντας το ξεθηκαρωμένο σπαθί του. Και πάλι εδώ η συνοδευτική επιγραφή δεν αφήνει αμφιβολία για την ταυτότητα του βασιλιά: ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (εικόνα 67). Η ομοιότητα των δύο παραστάσεων δείχνει πως ακολουθούν πιθανόν ένα κοινό πρότυπο, ίσως της Κρητικής Σχολής, ίσως ακόμη παλιότερο. Αντιθέτως, σε όρθια στάση απεικονίζονται οι τέσσερις αρχαίοι βασιλείς σε τοιχογραφία με θέμα τη Δευτέρα Παρουσία στο Μοναστήρι του Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους (1779), με τον Αλέξανδρο να ξεχωρίζει εδώ ως νεαρός και αγένειος ανάμεσα στους άλλους ασπρομάλληδες και με λευκές γενειάδες βασιλείς (Provatakis 2004: 157). Ίδια ακριβώς απεικόνιση υπάρχει και στον Άγιο Αχίλλειο Πενταλόφου Κοζάνης (1744), έργο των ζωγράφων Χιονάδων από την Κόνιτσα (εικόνα 68). Εδώ ο Αλέξανδρος ξεχωρίζει όχι μόνο χάρη στο νεανικό

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 380 και αγένειο παρουσιαστικό του, -σε αντίθεση με τους βασιλείς Κύρο, Δαρείο και Πώρο(!) – αλλά και διότι είναι ο μόνος, ο οποίος κρατά σκήπτρο αντί για σπαθί. Γιατί, όμως, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται και μάλιστα με το εμφαντικό «Βασιλεύς Ελλήνων» στις τοιχογραφίες των μεταβυζαντινών ναών; Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, θα πρέπει να θυμηθούμε πως, ήδη από τους πατέρες της εκκλησίας και το Βυζάντιο, ο Αλέξανδρος είχε λάβει εσxατολογικές διαστάσεις συνδεόμενος με το όραμα του προφήτη Δανιήλ μέσω της ταύτισής του –και των συνακόλουθων απεικονίσεών του –με τη φτερωτή πάρδαλη. Παράλληλα, η προγενέστερη βυζαντινή γραμματεία περιείχε εγκώμια και συμβουλευτικούς λόγους αυτοκρατόρων, στα οποία κοινός τόπος ήταν η σύγκριση του εκάστοτε αυτοκράτορα με τον Αλέξανδρο, τον Κύρο, το Δαρείο, τον Αύγουστο. Για παράδειγμα, στο εγκώμιό του για τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο γράφει ο Γρηγόριος ο Κύπριος: «Μέντοι γε καί Κύρους ἐκείνους, Δαρείους, Ἀλέξανδρους, καί Αυγούστους…. Τούτους, ὁποίοι τινές εἰσιν, ἔμοιγε καί φέρειν ὅλως εἰς μέσον ἀθέμιτον» . 475 Επομένως, ως μέρος του σχεδίου του Θεού, μαζί με τους άλλους βιβλικούς βασιλιάδες –εκπροσώπους των αντίστοιχων βασιλείων (Gavalaris 1989: 15-16), αλλά και ως πρότυπο βασιλέως, πάλι μαζί με αρχαίους βασιλιάδες ηρωικών εποχών, δε θα μπορούσε να λείπει ο Αλέξανδρος από τις τοιχογραφικές απεικονίσεις της Δευτέρας Παρουσίας / Μέλλουσας Κρίσης των μεταβυζαντινών ναών, αυτή τη φορά ως σεβάσμιος ένθρονος βασιλιάς. Το εικονογραφικό αυτό θέμα, το όραμα του προφήτη Δανιήλ, το ανέπτυξε άλλωστε και ο ιερομόναχος Διονύσιος των Φουρνών στο εγχειρίδιο της αγιογραφίας με τίτλο Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης, που συνέγραψε μεταξύ των ετών 1729 - 1734: «112. Σπῆτι καί ὁ Δανιήλ κοιμώμενος ἐπί κλίνης, καί ἔξωθεν τοῦ σπητίου θάλασσα καί εἰς τά τέσσερα μέρη τῆς θαλάσσης οἱ τέσσαρες ἄνεμοι φυσῶντες, καί τέσσαρα θηρία ἀναβαίνοντα ἀπό τήν θάλασσαν. Τό πρῶτον, λέων μέ πτερά ἀετοῦ καί ἐπάνω αὐτοῦ καθήμενος ὁ βασιλεύς Βαβυλῶνος Ναβουχοδονόσορ, βαστῶν σκήπτρον. Το δεύτερον, ἄρκτος, ἔχουσα τρία πλευρά εἰς τά δόντια της καί ἐπάνω αὐτῆς ὁ βασιλεύς Περσῶν Δαρεῖος, βαστῶν σπαθίν ξεγυμνωμένον. Το τρίτον, πάρδαλις πλουμιστή μέ τέσσερα πτερά καί μέ τέσσαρας κεφαλάς καί ἐπάνω αὐτῆς ὁ βασιλεύς Μακεδόνων Ἀλέξανδρος, βαστῶν κοντάρι. Τό τέταρτον, ὡσάν μαῦρο λεοντάρι μέ σιδηρᾶ δόντια…. καί ἐπάνω αὐτοῦ ὁ βασιλεύς τῶν Ρωμαίων Αὔγουστος, βαστῶν τοπάζιον». (Παπαδόπουλος -Κεραμεύς 1900: 72). Επιπρόσθετα, η απεικόνιση του ένθρονου Αλέξανδρου ως «βασιλιά Ελλήνων» πιθανόν συνδέεται και με μια ιδεολογική -πατριωτική χρήση της μορφής του σε 475 PG 142, 384. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 381 θρησκευτικό πλαίσιο, μέσα στους τοίχους ενός ελληνορθόδοξου ναού, εντός ή εκτός του Αγίου Όρους, κάτι που αποδεικνύει ότι δεν υπήρχαν τείχη ανάμεσα στην ελληνορθοδοξία της τουρκοκρατίας και στον εθνισμό των Ελλήνων της εποχής, όπως αποδεικνύεται και από άλλα, ποικίλα παραδείγματα δράσης ιερομονάχων στον τομέα της διδασκαλίας και διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων ή στη συμμετοχή σε επαναστατικά κινήματα κατά των Τούρκων, όπως το κίνημα του μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου του Φιλοσόφου. Και ποια μορφή θα ήταν καταλληλότερη να αποδώσει συμβολικά το εθνικό μήνυμα εντός της εκκλησίας από αυτήν του Αλέξανδρου, του διαχρονικού ηγεμόνα τους, του αρχαίου βασιλιά που άνοιξε το δρόμο στο χριστιανισμό και συνάμα – συμβολικά – και βυζαντινού αυτοκράτορα; Άλλωστε, αν περιοριστούμε στη Μονή Δοχειαρίου, αυτή δείχνει να ακολουθεί μια μακραίωνη παράδοση απεικονίσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθότι εδώ, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 3.5.3.της βυζαντινής τέχνης του παρόντος τόμου, υπήρχε εντοιχισμένο ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου του 11 αιώνα. ου Αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος πλάι σε άλλες μορφές «βιβλικών» βασιλιάδων, όπως ο Ναβουχοδονόσωρ, ο Κύρος ο Μέγας και ο Οκταβιανός Αύγουστος, εμφανίζεται στην τοιχογραφία της Δευτέρας Παρουσίας του μεταβυζαντινού ναού του Αγίου Δημητρίου στα Παλατίτσα της Ημαθίας στην Κεντρική Μακεδονία, (μεταξύ 1570 -1592, Τούρτα 2012). Το ίδιο θέμα, δηλαδή ο Αλέξανδρος να παραβρίσκεται με τους υπόλοιπους βασιλιάδες του οράματος του Δανιήλ στη Δευτέρα Παρουσία, εικονογραφείται και στη βόρεια πτέρυγα του νάρθηκα του ναού του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης (1615). Και σ’ αυτήν την παράσταση ο ένθρονος Αλέξανδρος ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους βασιλιάδες Κύρο, Δαρείο και Αύγουστο, αφενός μεν λόγω της νεανικής, αγένειας μορφής του, αφετέρου διότι είναι ο μόνος από τους αρχαίους βασιλείς που κρατά σκήπτρο αντί για θηκαρωμένο σπαθί που φέρουν οι υπόλοιποι, ενώ βέβαια όλοι φέρουν δόρυ. Η ίδια σύνθεση εμφανίζεται και σε φορητές εικόνες: για παράδειγμα, σε μια εικόνα με παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας του Γεωργίου Κλόντζα (β΄ μισό 16 αιώνα), που ου βρίσκεται σήμερα στη Μονή Πλατυτέρας Κέρκυρας, εικονίζονται οι τέσσερις βασιλείς να παρίστανται στην τιμωρία των νεκρών (Αχειμάστου 1969: πίνακας 94 β). Αν και οι βασιλείς δεν ονοματίζονται, εντούτοις ο Αλέξανδρος μπορεί να ταυτιστεί με τον τρίτο βασιλέα, που είναι σε άρμα το οποίο σέρνουν φτερωτές παρδάλεις, σύμφωνα με την περιγραφή του οράματος του Δανιήλ. Καί οι τέσσερις βασιλείς είναι γενειοφόροι, ωστόσο η μορφή του Αλέξανδρου ξεχωρίζει ως η πιο νέα, ενός ώριμου άνδρα, σε αντίθεση με τους ασπρομάλληδες άλλους τρεις βασιλείς. Αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος εμφανίζεται αναβάτης πάνω σε τερατώδη λεοπάρδαλη με τέσσερα πτερά και τέσσερις κεφαλές σε πίνακα του Φραγκιά Καβέρτζα, που βρίσκεται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, παράσταση εμπνευσμένη και πάλι από τις προφητείες του Δανιήλ στην

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 382 476 Παλαιά Διαθήκη . Επιπλέον, ο Αλέξανδρος μαζί με τους βασιλιάδες Δαρείο, Αύγουστο και Κωνσταντίνο εμφανίζονται να παρίστανται στη νίκη των Αγγέλων επί των δαιμόνων και στην τιμωρία των αδίκων, στην εικόνα με τίτλο Η Θεία Οικονομία (ΕΠΙ ΣΟΙ ΧΑΙΡΕΙ), του Θεόδωρου Πουλάκη, έργο του β΄ μισού του 17 αιώνα, που ου εικονογραφεί τον ομώνυμο ύμνο στην Παναγία και τη Δευτέρα Παρουσία (εικόνα 69). Είναι χαρακτηριστικό πως ο Πουλάκης απεικονίζει καί τους τέσσερις βασιλείς να κρατούν στο αριστερό χέρι τη σφαίρα της οικουμένης αλλά στο δεξί επέρχεται διαφοροποίηση: ο Κωνσταντίνος φέρει μεταλλικό σταυρό, που τον στηρίζει πλάγια στον ώμο, ως σύμβολο, βέβαια, της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού και του «Εν Τούτω Νίκα», αλλά και σα να στηρίζει τη δοκιμαζόμενη πίστη των Ελλήνων της εποχής από την καταπίεση και τους εξισλαμισμούς που επιβάλλουν οι Οθωμανοί. Οι Δαρείος και Αύγουστος φέρουν σπαθί με την αιχμή να ακουμπά ανάστροφα στο έδαφος και μόνο ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται και πάλι με σπάθα σε όρθια θέση, παράλληλα με το σώμα, σαν έτοιμος να χτυπήσει. Ο συμβολισμός της παράστασης θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως εξής: οι αυτοκρατορίες του Δαρείου και του Αυγούστου πέρασαν και πάνε, ανήκουν στην ιστορία, η ελληνική αυτορατορία όμως, υποταγμένη στον Τούρκο δυνάστη, ανακαλεί το ισχυρότερο σύμβολό της, τον Αλέξανδρο, για να δώσει το χτύπημα στην κατακτητή, που θα σημάνει την απελευθέρωση του γένους. Τέλος, ένα ακόμα παράδειγμα αποτελεί εικόνα της Κρητικής Σχολής από τη Μονή της Παναγίας (Κυρίας των Αγγέλων) Γωνιάς στο Κολυμβάρι Χανίων, στην οποία αναπαρίσταται ο Αλέξανδρος με το Δαρείο κάτω από τους καλούς βασιλιάδες στον παράδεισο, σε παράσταση της Μέλλουσας Κρίσης (Demandt 2009: 423). Παράλληλα, ένα άλλο θέμα με τον Αλέξανδρο, καθαρά θρησκευτικού και αλληγορικού περιεχομένου, κάνει την εμφάνισή του στις τοιχογραφίες μοναστηριών του ελλαδικού χώρου, τους αιώνες της τουρκοκρατίας, από τα μέσα του 16 αιώνα κι ου εξής . Πρόκειται για τον Άγιο Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου, 477 εικονογραφική παράσταση που - σε ένα πρώτο επίπεδο -συμβολίζει τη ματαιότητα της επίγειας ζωής στο πλαίσιο της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, την αναγκαιότητα της 476 Στις προφητείες του Δανιήλ ο Αλέξανδρος εμφανίζεται με τη μορφή της φτερωτής τετρακέφαλης λεοπάρδαλης ως το τρίτο από τα τέσσερα θηρία, αλλά και σαν τράγος που επιτίθεται και κατατροπώνει το κριάρι, που είναι ο Δαρείος. Σύμφωνα με μεταγενέστερη αναφορά των προφητειών του Δανιήλ ο βασιλιάς της Ελλάδας θα έρθει και θα καταστρέψει την Περσία. Με βάση την ερμηνεία του Αγίου Ιερώνυμου, οι αλληγορικές αυτές απεικονίσεις του Αλέξανδρου υποδηλώνουν πως οι κατακτήσεις του δεν ήταν τόσο δικό του έργο, όσο αποτέλεσμα της θείας βούλησης (Gary 1956: 120) 477 Γενικότερα, για την απεικόνιση του μοτίβου του θανάτου στη βυζαντινή τέχνη καθώς και στα Βαλκάνια βλέπε Branislav Cvetkovic, “The Living and the Dead – Imaginery of Death in Byzantium and the Balkans”, άρθρο σε ηλεκτρονική μορφή στην academia.edu Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 383 478 επίγνωσης και υπόμνησης του θανάτου . Μάλιστα σε όλες τις παραστάσεις υπάρχουν – με κάποιες διαφοροποιήσεις –και οι παρακάτω στίχοι : 479 Ὁρῶν σε τάφε, δειλειῶ σου τήν θέαν καί καρδιοστάλακτον ὄμβρον ἐκχέω χρέος τό κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων. πῶς γάρ μέλλω διελθεῖν, βαβαί τοιούτου. Αἴ αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε. (Stichel 1971: 96). Πώς, όμως, συνδέθηκε εικονογραφικά ο νεκρός Αλέξανδρος με τον Όσιο Σισώη και ποιος ήταν ο δημιουργός του στιχουργήματος; Σύμφωνα με το Γεροντικόν, μία συλλογή ρητών από γέροντες και ερημίτες της ορθόδοξης παράδοσης, που γράφτηκε ανάμεσα στον 4 -6 αιώνα, ο Αββάς Σισώης υπήρξε ερημίτης στην Αίγυπτο του 4 αιώνα και ου ο ο μόνασε σε μια σκήτη κοντά στην αρχαία Αλεξάνδρεια, όπου και - σύμφωνα με νεότερη 478 Ο Muller μάλιστα επισημαίνει στη δυτική τέχνη μία και μοναδική τέτοια memento mori παράσταση του 1480, από τον Anton Sorg στο «βιβλίο των νεκρών», όπου αναπαρίσταται το λείψανο του Αλέξανδρου ως σύμβολο της ματαιότητας, της δύναμης και της εξουσίας μαζί με αυτά των Σαμσών, Σαλώμης (ως σύμβολο ομορφιάς) και άλλων. Επισημαίνει ακόμη ότι στην ανατολική ορθόδοξη τέχνη υπάρχει μια παραλλαγή της παράστασης του θρήνου του Σισώη πάνω από τον τάφο, στην οποία το λείψανο του νεκρού δεν ταυτίζεται με τον Αλέξανδρο ή κάποιον άλλο συγκεκριμένο από επιγραφική ένδειξη. Τέτοιες απεικονίσεις του θρήνου του Σισώη, - με ανώνυμο δηλαδή λείψανο –απαντώνται αρκετές εντός και εκτός ελλαδικού χώρου, όπως για παράδειγμα στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου, στη Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας Καστοριάς, (17 αιώνας), όπου μάλιστα απεικονίζονται τρία ος λείψανα στον τάφο ή στη Μολδαβία, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Balinesti, ήδη το 1499, ή στο μοναστήρι Sucevita (βλέπε Muller 2007: 370-371, 378). Ίσως η πρωιμότερη από τις παραστάσεις με το Σισώη και το ανώνυμο λείψανο στον ελλαδικό χώρο να είναι αυτή από την Τράπεζα της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, έργο του Θεοφάνη του Κρητός μεταξύ των ετών 1527-1535. Υπάρχουν πολλές ακόμα τέτοιες παραστάσεις από το Άγιο Όρος (Σταυρονικήτα, Δοχειαρίου, Ξενοφώντος, Καρακάλλου) και τον ελλαδικό χώρο γενικότερα (Μητρόπολη της Καλαμπάκας, Άγιος Νικόλαος Βελβεντού, Μοναστήρι Τιμίου Προδρόμου Δημητσάνα, βλέπε Stichel 1971: 83-89). Οι παραστάσεις με το ανώνυμο λείψανο δεν μπορούν να συγκαταλέγονται ανάμεσα σε αυτές με τις απεικονίσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αποτελούν δείγματα του πρώτου σταδίου αυτής της εικονογράφησης. ου ου 479 Σε μια συλλογή χειρογράφων του 14 -16 αιώνα από την Κωνσταντινούπολη υπάρχει και το Τοῦ ἁγίου Σισόη πεντάστιχον ἰαμβικόν. Μία εκδοχή των παραπάνω στίχων συμπεριλήφθηκε σε μία έκδοση ερμηνείας των θεμάτων της βυζαντινής εικονογραφίας από τον Παπαδόπουλο Κεραμέα. Πρόκειται για ένα στιχούργημα του 1674, πιθανόν από το Άγιο Όρος, με τίτλο Τοῦ ἀββᾶ Σισώη πρό τοῦ τάφου καί τῶν γυμνῶν ὀστέων (Stichel 1971: 89). Όπως θα φανεί στη συνέχεια, οι περισσότερες διαφοροποιήσεις των στίχων επέρχονται όταν στο θέμα υπεισέρχεται ο Αλέξανδρος στη θέση του ανώνυμου νεκρού.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 384 480 παράδοση - είδε τον τάφο του Αλέξανδρου . Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποθέσει πως η συγκεκριμένη παράσταση προέρχεται από αυτή την παράδοση; Ο Stichel παρατήρησε πως δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο που να ανάγει την «ανακάλυψη» του τάφου του Αλέξανδρου σε κάποια αρχαία παράδοση σχετική με το Σισώη, αλλά, όπως ήδη επισημάνθηκε, αυτή είναι πολύ νεότερη (Stichel 1971: 92, 103). Πρότεινε επομένως, μια άλλη, πειστική θεωρία για τη γένεση του εικονογραφικού θέματος: σύμφωνα με αυτήν, με βάση συγκεκριμένα τεκμήρια, ένας μοναχός του Αγίου Όρους, ονόματι Σισώης, πριν από το 1484, συνέθεσε το παραπάνω πετυχημένο στιχούργημα για το θάνατο, που έγινε εξαιρετικά δημοφιλές, με αυτή τη χαρακτηριστική έμφαση που δίνει στο εφήμερο της ζωής και στο αναπόφευκτο του θανάτου. Πολύ γρήγορα, το στιχούργημα αυτό αναδείχθηκε σε αυτόνομο εικονογραφικό θέμα -πιθανόν αρχικά στο Άγιο Όρος – με την απεικόνιση μοναχού μπροστά σε ανοιχτό τάφο. Στην εξέλιξη του θέματος τη θέση του μοναχού του Αγίου Όρους πήρε ο συνονόματός του Αιγύπτιος ερημίτης. Σε μια επόμενη φάση, από κάποιον άγνωστο ζωγράφο, η εικόνα του ανώνυμου νεκρού ταυτίστηκε με τον Αλέξανδρο, ακριβώς για να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο νόημα των στίχων για τη ματαιότητα της αναζήτησης μεγαλείων στην επίγεια ζωή. Έτσι, σύμφωνα με το Stichel, στην περίπτωση του Σισώη με τον Αλέξανδρο έχουμε τη μεταμόρφωση του ανώνυμου και άσημου στον επώνυμο και διάσημο, ώστε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο μοτίβο του θανάτου και στη ματαιότητα της ζωής, καθότι ο άσημος μοναχός Σισώης του 15 αιώνα γίνεται ο ου ονομαστός όσιος Σισώης της Αιγύπτου και τα οστά ενός ανώνυμου νεκρού γίνονται τα οστά του πιο διάσημου νεκρού της αρχαιότητας. Σύμφωνα πάλι με το Stichel, το μοτίβο του θανάτου στη βυζαντινή και γενικότερα στην ορθόδοξη εικονογραφία προέρχεται από τα επιτάφια και μετανοητικά ιδιόμελα τροπάρια της βυζαντινής υμνογραφίας του 11 αιώνα. Σε σερβικό ψαλτήριο του 13 αιώνα (σήμερα στο ου ου Μόναχο) υπάρχει μικρογραφία με παράσταση σκελετού σε ανοιχτή σαρκοφάγο και με ανώνυμο θρηνωδό δίπλα (βλέπε Stichel 1971: 94-97, 100-101, Gavalaris 1989: 17, Paribeni 2006: 84 ). 480 Stichel 1971: 91, Muller 2007: 375-377, όπου και αρκετά στοιχεία για τη μορφή, τις πρώιμες απεικονίσεις και το χαρακτήρα του Σισώη, που προβάλλεται ως ένας εξορκιστής και θαυματοποιός. Υπάρχει και η αναφορά ότι μόνασε στην έρημο της Θηβαϊδος (Stichel 1971: 91, Περιοδικό Αρχαιολογία, τεύχος 11, 1984, σελ. 60). Το ότι ο Σισώης είδε τον τάφο του Αλέξανδρου δεν έμεινε μόνο στα όρια της νεότερης προφορικής παράδοσης, αλλά υπήρξε και αντικείμενο υπόθεσης από την έρευνα, συγκεκριμένα από το J. Durand (Legende d’ Alexandre le Grand, στο Anales archeologiques 25, 1865, αναφορά στον Stichel 1971: 91). Σύμφωνα με μια άλλη αναφορά, ο Άγιος Σισώης υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της ανατολικής εκκλησίας, έζησε ασκητικά για πολλά χρόνια στην αιγυπτιακή έρημο και πέθανε το 429 (Χατζηδάκης: 345). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 385 Συμβολικά βέβαια, το εικονογραφικό θέμα με το Σισώη και τον Αλέξανδρο θα μπορούσε ακόμα να δείχνει το χαμό της ελληνοχριστιανικής αυτοκρατορίας της ανατολής, δηλαδή του Βυζαντίου και την επιβίωση του ελληνισμού στους σκοτεινούς αιώνες της Τουρκοκρατίας πλέον μόνο μέσω της πίστης, αν θεωρήσουμε ότι η μορφή του Αλέξανδρου στην παράσταση συμβολίζει ακριβώς αυτήν την αυτοκρατορία (ως ο ιδεολογικός ιδρυτής της αλλά και πρότυπο για τους Ρωμαίους και Βυζαντινούς αυτοκράτορες, όπως είδαμε) και η μορφή του Σισώη την ορθόδοξη πίστη και μάλιστα το μοναστικό χαρακτήρα της . Ο Γεώργιος Πούλος στο λεξικό των Ορθόδοξων Αγίων 481 σημειώνει πως η συγκεκριμένη παράσταση συμβολίζει τον αγώνα και την έκσταση του ελληνισμού, ότι ο σκελετός ακριβώς παραπέμπει στα περασμένα μεγαλεία της Ελλάδας και ο Σισώης στην καταπιεσμένη Ελλάδα της Τουρκοκρατίας . Ο Φώτης Κόντογλου 482 ερμηνεύει την παράσταση ως μια έκφραση απαισιοδοξίας και πεσιμισμού για την πτώση της Κωνσταντινούπολης (Stichel 1971: 139, Muller 2007: 392), που είχε συντελεστεί και είχε συνταράξει τους Έλληνες της εποχής. Στο «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας» αναφέρεται για την παράσταση: «Δειλῶν καί τρέμων ὁ ἀσκητἠς, ἔμπροσθεν τοῦ τάφου, βασιλέως πoτέ τρανοῦ, τοῦ καιροῦ τό ρέον, καί πρόσκαιρον τῆς δόξης, ἐξίσταται θαυμάζων, καί ἀπορούμενος». (Muller 2007: 390). Σε κάθε περίπτωση, στις μέρες μας φαίνεται πως έχει επικρατήσει η παράσταση αυτή να ερμηνεύεται ως «Σισώης και Αλέξανδρος» από τους ανθρώπους και σε αυτά ακόμη τα μνημεία, που, όπως επισημάνθηκε, δεν απεικονίζουν το νεκρό ως Αλέξανδρο, αλλά ως ανώνυμο (βλέπε χαρακτηριστικά Stichel 1971: 112). Προφανώς, στη συνείδηση των σύγχρονων Ελλήνων υπερισχύει και προκρίνεται το μοτίβο του Αλέξανδρου, έστω και νεκρού, έναντι του ανώνυμου νεκρού μπροστά σε έναν όχι και τόσο γνωστό άγιο. 481 http://iconreader.wordpress.com/2011/09/16/the-astonishment-of-sisoes-contemplating- death/ 482 Muller 2007: 372. O Muller βέβαια αναφέρει την άποψη αυτή του Πούλου μόνο και μόνο για να την αντικρούσει, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει άλλο προγενέστερο παράδειγμα ταύτισης του Αλέξανδρου με τον ελληνισμό. Ο αναγνώστης δε χρειάζεται να ψάξει πολύ στο βιβλίο αυτό για να βρει στοιχεία που αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που πιστεύει ο Muller. Επίσης, ο Muller θεωρεί ότι κατά το ο ο 15 και 16 αιώνα δεν υπήρχε θετική πρόσληψη του όρου «Έλληνας» για τους Έλληνες της εποχής. Πρόχειρα ως απάντηση παραπέμπω εδώ στην υποσημείωση 252 του παρόντος τόμου και στον Μηνάογλου 2012. Γενικά ο Muller προσπαθεί ουσιαστικά να αποσυνδέσει την παράσταση από μια ελληνοκεντρική ερμηνεία για να δώσει τη δική του – απίθανη και ευφάνταστη –ερμηνεία, ότι το λείψανο του νεκρού Αλέξανδρου συμβολίζει…το Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, καθότι ο Μωάμεθ είχε ως πρότυπο τον Αλέξανδρο και επομένως, όπως ο Muller ισχυρίζεται, οι ορθόδοξοι χριστιανοί της εποχής τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη παράσταση το Μωάμεθ ως λείψανο του Αλέξανδρου στον τάφο, προκειμένου να συμβολίσουν έτσι το αναμενόμενο από αυτούς τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας (!) βλέπε Muller 2007: 390-392.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 386 Υπάρχει στην αρχαία παράδοση κάποιο υπόβαθρο του μοτίβου της ματαιότητας της ζωής, του πρόσκαιρου της δόξας και του αναπόφευκτου του θανάτου; Αν αναλογιστεί κανείς τα λόγια του ομηρικού Αχιλλέα, όταν ο Οδυσσέας συναντά την ψυχή του στον Κάτω Κόσμο, σαφώς αντιλαμβάνεται ότι το μοτίβο του πρόσκαιρου της δόξας και του θανάτου αποτελεί κομμάτι της αρχαιότερης ελληνικής παράδοσης, της ομηρικής. Ακόμα, ο Πίνδαρος, ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, το σπίτι του οποίου ο Αλέξανδρος σεβάστηκε κατά την καταστροφή της Θήβας, έγραψε: «Εφήμεροι εμείς. Τι άρα είμαστε και τι δεν είμαστε; όνειρο σκιάς ο άνθρωπος». Πάλι, από μια χαμένη τραγωδία του Αισχύλου σώζεται το εξής δίστιχο: «Εφήμερη είναι η ζωή του ανθρώπου /και η βούλησή του τίποτα περισσότερο από σκιά καπνού (Λύρας 1996: 66-67). 483 Στην Παλατινή Ανθολογία περιλαμβάνεται το εξής δίστιχο του Παλλάδα: Γῆς ἐπέβην γυμνός θ’ ὑπό γαῖαν ἀπεῖμι. / Καί τί μάτην μοχθῶ, γυμνόν ὁρῶν τό τέλος. Μάλιστα το παραπάνω δίστιχο αναγράφεται μαζί με το βασικό στιχούργημα της παράστασης με το Σισώη πάνω στη σαρκοφάγο του νεκρού σε ένα τρίπτυχο από τη Μεγίστη (Καστελλόριζο) . Αναφορές στη ματαιότητα των μεγαλείων με παράδειγμα τον 484 Αλέξανδρο είδαμε πως είχε κάνει και ο στωικός Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (βλέπε κεφάλαιο 2.8.). Ο λατίνος ποιητής Στάτιος (1 αιώνας μ.Χ.), σε ένα ος τρίστιχο αναφέρεται επίσης στην αντίθεση της εικόνας του θεϊκού Αλέξανδρου, γιου του θεού του κεραυνού και της καταιγίδας, με τον αναπόφευκτο στο τέλος θάνατό του, καθώς η «θεϊκή» του καταγωγή δεν μπόρεσε να εμποδίσει την καταβύθισή του σε ένα στενό τάφο (Luschen 2013: 106). Στη βυζαντινή γραμματεία υπάρχουν επίσης αρκετές αναφορές στο μοτίβο των μάταιων μεγαλείων της ζωής ενόψει του θανάτου, με παράδειγμα τον Αλέξανδρο: ο Κωνσταντίνος Μανασσής, όπως ήδη διαπιστώσαμε και στο κεφάλαιο 3.2, σημειώνει για τον Αλέξανδρο πως «…ἐχρῆν τό χρέος τῆς θνητῆς φύσεως ἀποδοῦναι, φάρμακον μέν συσκευασθέν γῆθεν αὐτόν ἁρπάζει» και ο Ιωάννης Ζωναράς λακωνικά πως «…εἰς μέγα τύχης προαχθείς ἐτελεύτησεν» (Stichel 1971: 106). Εντυπωσιακή είναι η συμπερίληψη της ματαιότητας των μεγαλείων στο επιτύμβιο επίγραμμα που έγραψε ο μητροπολίτης Μελιτηνής Ιωάννης για το Νικηφόρο Φωκά (963-969): «ὃς τῷ κράτει πρὶν γῆς ὅλης εἶχε κράτος, / ὥσπερ μικρός γῆς μικρόν ὤκησε μέρος», μια καταγραφή που σώζει ο Σκυλίτζης και ταιριάζει ακριβώς στο μοτίβο των «δύο σπιθαμών γης» του πρώην κοσμοκράτορα Αλέξανδρου. Άλλωστε, παρόμοια αναφορά σε τάφο «τρεις πήχεις μακρύ», αναφορικά με αυτό που περιμένει έναν αυτοκράτορα στο τέλος της ζωής του, κάνει -υποτίθεται -και 483 Τό γάρ βρότιον σπέρμ’ ἐφ ἡμέραν φρονεῖ / καί πιστόν οὐδέν μᾶλλον ἥ καπνοῦ σκιά. Στη μελέτη του Δημητρίου Νικολάου Λύρα υπάρχουν πολλά παραδείγματα για την πρόσληψη διαχρονικά του θανάτου στην ελληνική παράδοση και το θρήνο για την πρόσκαιρη νεότητα (Λύρας 1996: 54-68). 484 Stichel 1971: 85. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 387 ο Βασίλειος Α΄ Μακεδών (στην πραγματικότητα κάποιος λόγιος της αυλής του) στο συμβουλευτικό –παραινετικό λόγο (Κάτοπτρο ηγεμόνος) που γράφει για το γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα (Hunger 1987 (1977): 250). Αντίστοιχες αναφορές ο εντοπίσαμε και σε άλλα βυζαντινά Κάτοπτρα Ηγεμόνος (του Αγαπητού τον 6 αιώνα και του Θωμά του Μάγιστρου προς τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, βλέπε κεφάλαιο 3.6). Στην αραβική εκδοχή του Μυθιστορήματος η Ρωξάνη μαζεύει στο τέλος, στην ταφή του Αλέξανδρου, επιφανείς φιλοσόφους, οι οποίοι και εκφέρουν επικήδειους λόγους για το θάνατο του μεγάλου ανδρός. Ένας από αυτούς, απευθυνόμενος στο νεκρό Αλέξανδρο, λέει τα εξής: «Πώς και δεν περιφρονείς αυτό το στενό τάφο, όταν μέχρι χθες δεν σου αρκούσε η τεράστια κοσμοκρατορία σου;» Ο νεστοριανός Hunain ibn Ishaq, που 485 έζησε τον 9 αιώνα, μετέφρασε αρκετά ελληνικά έργα, μέσα στα οποία υπήρχαν, ο σύμφωνα με το Stichel, και τα «ρητά θανάτου του Αλέξανδρου». Υπάρχει ακόμα και μια εβραϊκή παράδοση για τα αποφθέγματα των φιλοσόφων πάνω στον τάφο του Αλέξανδρου. Ο Stichel καταλήγει πως τα πρότυπα του στιχουργήματος του Σισώη πρέπει να αναζητηθούν σε ελληνικά επιθανάτια αποφθέγματα για τον Αλέξανδρο 486 (Stichel 1971: 107-108, 110, 134). Υπάρχει άλλωστε και η αναφορά πως το στιχούργημα που εμφανίζεται στις μεταβυζαντινές παραστάσεις του Σισώη στον τάφο είναι δημιούργημα του Όσιου Ιωάννη Δαμασκηνού, θεολόγου και ποιητή του 7 -8 αιώνα ου ου (Χατζηδάκης: 346). Παράλληλα με τα ανεξάρτητα αυτά αποφθέγματα θανάτου, αναπτύχθηκαν αντίστοιχα μοτίβα και μέσα στην παράδοση του Μυθιστορήματος, όπως είδαμε, με στόχευση περισσότερο να καταδειχθεί το ευμετάβλητο της μοίρας, της τύχης, που σε μια στιγμή μπορεί να κατεβάσει κάποιον από τους Ουρανούς στα Τάρταρα και τον πανίσχυρο βασιλιά της οικουμένης στον Άδη (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 2.9. και Stichel 1971: 104-105, 107, 110). Η παράδοση αυτή του ευμετάβλητου της μοίρας από το Μυθιστόρημα εμπλουτίστηκε στο Βυζάντιο και με άλλες αναφορές σε ποιητικά έργα, πάντα σχετικά με τον Αλέξανδρο, ώστε αυτός να αναδειχθεί σε σύμβολο της ευμετάβλητης θνητής φύσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους ιαμβικούς στίχους που παρεμβάλλονται στη διασκευή γ΄ του βυζαντινού Μυθιστορήματος του 14 ου αιώνα (βλέπε υποσημείωση 240 και κεφάλαια 3.2, 3.4.). Ο Stichel σημειώνει πως είναι ακριβώς αυτά τα βυζαντινά πρότυπα του Μυθιστορήματος και γενικότερα της γραπτής παράδοσης που εμπνέουν τον ανώνυμο καλλιτέχνη δημιουργώντας όλους τους απαραίτητους συνειρμούς, ώστε αυτός να ζωγραφίσει το Σισώη μπροστά στον τάφο 485 Για το μοτίβο του μικρού, ταπεινού τάφου ως κατάληξη κάθε θνητού μέσα στην αρχαία και βυζαντινή παράδοση βλέπε Stichel 1971: 110. 486 Μία σχετική αναφορά, είναι κι αυτή που θέλει τον Αλέξανδρο να έχει, στην εποχή της δόξας του, δίπλα του πάντα κάποιον να του υπενθυμίζει ότι «Είσαι κι εσύ ένας άνθρωπος» (Stichel 1971: 108).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 388 του Αλέξανδρου (Stichel 1971: 111). Άλλωστε, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 4.1., το μοτίβο της υπόμνησης του θανάτου περνάει από το μεταβυζαντινό Μυθιστόρημα στη νεοελληνική Φυλλάδα, με τις εμφαντικές αναφορές της έκδοσης του 1750. Ωστόσο, η έκφραση της υπόμνησης θανάτου αποδεικνύεται πως είχε λάβει ευρύτερες διαστάσεις, με συνέχεια από το Βυζάντιο στην πρώιμη νεοελληνική λογοτεχνία, αν λάβουμε υπόψη μας ένα στιχούργημα που χρονολογείται στο β΄ μισό ου του 15 αιώνα. Το σιχούργημα αυτό, γραμμένο στη δημώδη γλώσσα της εποχής από άγνωστο ποιητή της Κρήτης, περιγράφει στους 137 ομοιοκατάληκτους στίχους του μια σκηνή υπερφυσικού χαρακτήρα: το σκελετό ενός βασιλιά, σε μια ερειπωμένη εκκλησία, να αφηγείται στον έντρομο ποιητή τα περασμένα μεγαλεία του, να του περιγράφει τον αναπόφευκτο θάνατό του, να του τονίζει τη ματαιότητα της δόξας του και την ανάγκη διαρκώς και εκείνος, ο ποιητής, να αναλογίζεται το αναπότρεπτο τέλος και να προετοιμάζεται για αυτό (βλέπε πρωτότυπο κείμενο και εισαγωγή σε Μανούσακα 1963: 295-314). Αν και ο νεκρός βασιλιάς παρουσιάζεται ανώνυμος, εντούτοις περιγράφει ο ίδιος πολλά χαρακτηριστικά του, τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν σε ένα βυζαντινό αυτοκράτορα ή ακόμα και στον Αλέξανδρο. Έτσι, περιγράφεται ως καβαλάρης πολεμιστής και κυνηγός («καί καβαλλάρης καί πεζός φαλκόνια πάντα ’κράτουν….Ἠγάπουν τά στρατιωτικά, κυνήγια πάντα ’πόθουν», στ. 32-33) , παιδί βασιλιά που έγινε κι αυτός βασιλιάς στη θέση του πατέρα του (στ. 50-54), ανδρείος που αψηφά το Χάρο (στ. 35, 49), ενώ ακόμη τονίζεται χαρακτηριστικά πως «πολλών ἀνθρώπων ἄνθρωπος ἤμουν ὀνομασμένος / καί μέγας κοσμοκράτορας ἤμουν διαλαλημένος (στ. 55-56). Στο τέλος, βέβαια, θρηνώντας, ομολογεί και αυτός πως «Καί ἀπό τό πλοῦτος τό πολύ, τήν αὐθεντίαν τήν εἶχα / οὐδέν ἐπῆρα μετ’ ἐμέν ὅσον τό σέρνει τρίχα / εἰμή ἕξι πήχες σάβανον κ’ ἐσαβανώσασί με» (στ. 65-67). Τα αποφθέγματα για το θάνατο του Αλέξανδρου συνέχισαν να εμφανίζονται και σε μεταβυζαντινά ελληνικά θεολογικά κείμενα, όπως, για παράδειγμα, στο έργο του αθωνίτη μοναχού Αγαπίου Λάντου Αμαρτωλῶν Σωτηρία το 1641 (Stichel 1971: 108). Ένα ακόμα τεκμήριο της συνέχισης των αποφθεγμάτων αποτελεί η Ιστορία του θανάτου του Αλέξανδρου, ένα αιθιοπικό κείμενο σε χειρόγραφο του 18 αιώνα, το οποίο περιείχε και ου πολλά άλλα χριστιανικά κείμενα. Στο κείμενο αυτό, παρουσιάζεται ο Αριστοτέλης και άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι να εκφέρουν λόγους θρηνητικούς και σχετικούς με το θάνατο πάνω από το φέρετρο του νεκρού Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια (Asirvatham 2011: 120). Πρόκειται για κείμενο που είναι στην αρχική του μορφή - σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις - αρκετά παλιότερο του 18 αιώνα και που σίγουρα εντάσσεται σε μια ου ευρύτερη χριστιανική αλεξάνδρεια παράδοση ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, όπως άλλωστε πιστοποιεί και το έργο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ευτυχίου (τέλη 9 – ου αρχές 10 αιώνα, Stichel 1971: 108). Θα μπορούσε, άραγε, η αλεξανδρινή αυτή παράδοση ου του «μοτίβου του θανάτου» του Αλέξανδρου να αναχθεί ακόμα πιο πίσω, στην ύστερη Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 389 αρχαιότητα, στα χρόνια ακριβώς που μόνασε στην περιοχή ο Σισώης και έτσι εν τέλει να προκύψει όντως ένας συσχετισμός του με τον τάφο του Αλέξανδρου ή έστω με το στιχούργημα, πέρα από την πρόταση του Stichel; Εν τέλει, η αναζήτηση της αρχαιότερης καταγραφής του Αλεξάνδρου ως συμβόλου ματαιότητας μεγαλείων και αναπόφευκτου θανάτου, μας οδηγεί ξανά πίσω στον ίδιο τον Αλέξανδρο του Αρριανού: στο 7 βιβλίο (1.5-6) ο Αρριανός περιγράφει πως όταν ο ο Αλέξανδρος, κατά την εισβολή του στην Ινδία, συνάντησε για πρώτη φορά Ινδούς σοφιστές (Βραχμάνες), αυτοί, αντιδρώντας στη θέα του και γνωρίζοντας τη φήμη του, άρχισαν να χτυπούν με τα πόδια τους τη γη που πατούσαν. Όταν ο Αλέξανδρος τους ρώτησε μέσω διερμηνέα ποιο είναι το νόημα αυτής τους της πράξης, αυτοί του απάντησαν: «Βασιλιά Αλέξανδρε, ο κάθε άνθρωπος κατέχει τόση γη, όση πατά όταν στέκεται. Εσύ ωστόσο, αν και είσαι ανθρωπος όπως όλοι οι άλλοι, αλλά περίεργος και θρασύς, έφυγες τόσο μακριά από την πατρίδα σου, φέρνοντας μαζί σου το κακό και προξενώντας κακό στους άλλους. Ε λοιπόν και λίγο αργότερα, όταν θα πεθάνεις, τόση γη θα κατέχεις, όση σου αρκεί για να θαφτεί το σώμα σου». Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω αναφορά του Αρριανού, το τρίστιχο του Στάτιου, τα μεσαιωνικά ελληνικά «ρητά θανάτου» του Αλέξανδρου και τις ανάλογες αναφορές των βυζαντινών συγγραφέων, την αντίστοιχη παράδοση του Μυθιστορήματος (διασκευή γ΄) και τις επιδράσεις σε αραβικά και αιθιοπικά κείμενα, μαζί με παράλληλες αναφορές για βυζαντινούς αυτοκράτορες σε Κάτοπτρα Ηγεμόνων και άλλα κείμενα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε μια πλουσιότατη παράδοση συσχετισμού του Αλέξανδρου με το μοτίβο της «υπόμνησης του θανάτου», που οδήγησε τελικά στην απεικόνιση του Σισώη μπροστά στον τάφο του, είτε ισχύει το μεταβατικό στάδιο του ανώνυμου Σισώη που προτείνει ο Stichel είτε όχι. Η παλαιότερη γνωστή παράσταση του Αγίου Σισώη με το λείψανο του Αλέξανδρου προέρχεται από το νάρθηκα του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων και χρονολογείται το 1566, ζωγραφισμένη από το Γεώργιο Φράγκο (εικόνα 70). Ο Σισώης αναπαρίσταται ως ασπρογένης μοναχός, με λυπημένο βλέμμα, να σκύβει πάνω από το λείψανο του Αλέξανδρου κάνοντας με τα χέρια μια χειρονομία απελπισίας και δέους. Οι συνοδευτικοί στίχοι της παράστασης, ως επιγραφή, δεν αφήνουν αμφιβολία για την ταυτότητα των εικονιζόμενων: «Ὁρῶν ὁ μέγ(ας) ἐν ἀσκηταῖς Σισώης ἄταφον τοῦ Βασιλέως Ἑλλήνων Ἀλεξάνδρου τό σῶμα τοῦ πάλαι λάμψαντ(ος) ἐν δόξη, φρίττει διά τό ἄστατον τοῦ καιροῦ τῆς δόξης τούτων

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 390 προσκαίρων λυπηθείς, ἰδού κλαίει, αἴ αἴ θάνατε τίς δύναται φυγεῖν σε»; (Stichel 1971: 88). Μια αντίστοιχη παράσταση με το Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου βρίσκεται στον τοιχογραφικό διάκοσμο του εσωνάρθηκα του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, έργο των Κρητών μοναχών αγιογράφων Θεοφάνη Μπαθήχα και Νεοφύτου, καθώς και του ντόπιου ιερέα Κυριαζή, το οποίο χρονολογείται από επιγραφή ακριβώς στο 1573. Αναπαρίσταται ο όσιος Σισώης μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου με το λείψανό του και την ίδια, σχεδόν, συνοδευτική επιγραφή (Πίσπας 1994: 14-15, 18-19). Άλλες τέτοιες παραστάσεις υπάρχουν στο ναό Αγίου Νικολάου στο Βελβεντό Κοζάνης (τοιχογραφία στη δυτική εξωτερική πλευρά του ναού που χρονολογείται το 1588) και στη νότια πτέρυγα του νάρθηκα του Ναού του Αγίου Νικολάου 487 Τσαριτσάνης (εικόνα 71, 1615, επιγραφή «Αλέξανδρος» πάνω από το λείψανο του νεκρού) . Ο Άγιος Σισώης πάνω από το μνήμα του Αλέξανδρου απαντάται και στο 488 νάρθηκα του ναού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο χωριό Μεγάλα Βραγγιανά της Ευρυτανίας, έργο του ανώνυμου «ζωγράφου του Αγίου Στεφάνου Μετεώρων» με χρονολόγηση στο έτος 1649. Μια παράσταση του Σισώη μπροστά στον «τάφο του Βασιλέως Αλεξάνδρου» υπάρχει και στο νάρθηκα του καθολικού της μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Βυλίζα Ματσουκίου, στα Αθαμανικά Όρη, με χρονολόγηση στις αρχές του 18 αιώνα (επιγραφή: Ο ΤΑΦΟΣ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ου ) . Ίδια παράσταση με την επιγραφή ΤΑΦΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ δίπλα στα πόδια 489 του λειψάνου υπάρχει και στο ναό του Αγίου Αχιλλείου Πενταλόφου Κοζάνης, φιλοτεχνημένη το 1774 από Ηπειρώτες ζωγράφους . Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος είναι 490 487 Ο Stichel δεν συμπεριλαμβάνει τη συγκεκριμένη παράσταση σε αυτές με το νεκρό ως Μέγα Αλέξανδρο. Ωστόσο, η μικρή κυκλική ασπίδα πάνω στο σώμα του νεκρού παραπέμπει το πιθανότερο στον Αλέξανδρο. 488 Ευχαριστώ την αρχαιολόγο Φλώρου Καλλιόπη για την πληροφορία. Περισσότερα για το μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου στο Φλώρου Καλλιόπη, Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης. Ιστορία – Αρχιτεκτονική – Τέχνη, Αθήνα 2003. 489 Φωτογραφία της τοιχογραφίας μπορεί να δει κανείς στη διεύθυνση: http://tzoumerka.project.uoi.gr/?page_id=2146 (6.2.2015). 490 Αναφορά - σχόλιο στην επιστολή του Αθανασέλη από τον καθηγητή Ηλία Καπετανόπουλο. Βλέπε και Κατσίκης Κωνσταντίνος, Η άγνωστη πρώτη φάση τοιχογράφησης στο ναό Αγίου Αχιλλείου στον ο Πεντάλοφο Βοϊου, 30 Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 2010, σελ. 49- 50, (http://epublishing.ekt.gr/sites/ektpublishing/files/proceedings/SChAE_030.pdf) Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 391 η τοιχογραφική απεικόνιση στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κουκούλι Ζαγορίου (1788), όπου υπάρχει η εξής ιδιομορφία: εκτός από την αναφορά στην υπερκείμενη της παράστασης επιγραφή –«Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΑΦΟΝ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ» - ο σκελετός του νεκρού αναπαρίσταται με βασιλικό στέμμα στην κεφαλή (εικόνα 72). Στο Άγιο Όρος συναντούμε αντίστοιχες παραστάσεις στη Μονή Διονυσίου, τόσο στον προθάλαμο του καθολικού (στη σαρκοφάγο της παράστασης αναγράφεται η λέξη «Αλέξανδρος») όσο και στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (από τη δυτική πλευρά της νότιας εισόδου, παράσταση με επιγραφή «Αλέξανδρος ο Μακεδών», 1615), στο νάρθηκα του καθολικού της Μονής Ξηροποτάμου (ενεπίγραφη αναφορά χωρίς να φαίνεται η μορφή του, 1783), στη 491 Μονή Χιλανδαρίου (στον εξωνάρθηκα, επιγραφή στη σερβική γλώσσα , 18 ή 19 ος 492 ος αίωνας). Στη Βενετία, στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου, υπάρχει εικόνα του Μιχαήλ Δαμασκηνού, (σήμερα στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας) που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 16 αιώνα και αναπαριστά τη γνωστή ου παράσταση με τη συνοδευτική επιγραφή πάνω από τον τάφο: ὁ τάφος τοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου και ενδιαφέροντα πρόσθετα εικονογραφικά στοιχεία μπροστά στον τάφο: το στέμμα, το σκήπτρο, την ασπίδα και το σπαθί του βασιλιά. Επίσης, απεικόνιση του Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου υπήρχε και σε μια τοιχογραφία που έγινε το 1865 στη στοά του κοιμητηρίου της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας, όπου στην εικονιζόμενη σαρκοφάγο του νεκρού αναγράφεται: ὁ τάφος τοῦ Ἀλέξανδρου. Άλλη εικόνα με το θέμα του Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου με αρκετές ιδιαιτερότητες είναι αυτή που βρἰσκεται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας και χρονολογείται το 16 αιώνα. Στην εικόνα αυτή ο Σισώης δεν αποδίδεται με τον ο καθιερωμένο τρόπο και ένδυση, παρά φορά ένα ολόμαυρο ράσο και οι χειρονομίες απόγνωσης των χεριών του διαφοροποιούνται. Μπροστά στον τάφο κείτονται ασπίδα, σπαθί, σκήπτρο και στέμμα. Στο ορεινό τοπίο του φόντου, που οριοθετείται από δύο μεγάλα δέντρα, διακρίνονται δύο ιππείς και μια ομάδα στρατιωτών με λάβαρο να τους ακολουθεί. Μια ακόμα ιδιαιτερότητα είναι ότι οι συνοδευτικές επιγραφές δεν είναι μόνο στα ελληνικά, αλλά μεταφράζονται και στα λατινικά και στα σέρβικα, στοιχείο που πιστοποιεί, σύμφωνα με το Stichel, πως η εικόνα θα πρέπει να αγιογραφήθηκε στην περιοχή της Δαλματίας, σύνορο ελληνικού και δυτικού πολιτισμού υπό σερβο- κροάτικη γλωσσική κυριαρχία. Η ελληνική επιγραφή στο χείλος του τάφου έχει ως εξής: ὁ τάφος τοῦ Ἀλέξανδρου βασιλέος τοῦ σκάβουνος, Μακιδόνος. Τέλος, μια ακόμα εικόνα με το Σισώη στον τάφο του Αλέξανδρου είναι από τη συλλογή Τσακίρογλου στην Αθήνα, που αγιογραφήθηκε το 17 αιώνα και είναι έργο του Κωνσταντίνου ο 491 Ὁρῶν ἕφριξα βασιλέα τόν Μέγαν/ Πῶς σκολήκων γέγονε βρῶμα δυσώδες; (Stichel 1971: 88, Περιοδικό Αρχαιολογία, 11, 1984, σελ. 60). 492 Άγιος Σισώης / Τι είναι αυτό; / Εσύ είσαι Αλέξανδρε; / Αλίμονο, θάνατε, /που μας παίρνεις όλους!

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 392 Τζανή. Από το συνοδευτικό στιχούργημα δε διασώζεται σχεδόν τίποτα και ο Stichel δεν συμπεριλαμβάνει την παράσταση σε αυτές με τον Αλέξανδρο ως νεκρό, ωστόσο και πάλι τα πρόσθετα εικονογραφικά στοιχεία, δηλαδή το δόρυ και η ασπίδα μπροστά στον τάφο, μας επιτρέπουν να ταυτίσουμε το νεκρό με το Μακεδόνα βασιλιά, λαμβάνοντας υπόψη βέβαια και τα προαναφερθέντα παραδείγματα, όπου η απεικόνιση των όπλων συνοδεύεται και από την ενεπίγραφη ένδειξη του νεκρού ως Αλέξανδρου (Stichel 1971: 85 - 88, Paribeni 2006: 83, 97, Muller 2007: 371, Βιταλιώτης 2008: 223-224, 238, 248, 260: εικ. 23, Αθανασέλης 2014). Ως προς την απόδοση της μορφής του Σισώη, από τα παραπάνω παραδείγματα διακρίνουμε δύο ομάδες: στην πρώτη ο Άγιος αποδίδεται με τους αγκώνες των χεριών να κλείνουν προς τα μέσα στο ύψος του στήθους και τις παλάμες ανοικτές προς τα πάνω, όπως αποδίδεται για παράδειγμα στη Μονή Βαρλαάμ και στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου Βυλίτσας Ματσουκίου. Στη δεύτερη ομάδα, πιο σπάνια, αποδίδεται σε μια πιο άνετη στάση των χεριών, όπως στην εικόνα από το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Ακόμα, αποδίδεται στραμμένος ελαφρά προς τα δεξιά, με εξαίρεση την παράσταση από την Κοίμηση της Θεοτόκου στο Κουκούλι Ζαγορίου, όπου στρέφεται προς τα αριστερά. Ως προς την απόδοση του λειψάνου του Αλέξανδρου, σε ορισμένες αναπαραστάσεις η ιδιομορφία έγκειται στα πρόσθετα εικονογραφικά στοιχεία που συνοδεύουν το λείψανο και παραπέμπουν στην ιδιότητα του αρχαίου βασιλιά και στρατηλάτη, όπως στέμμα, ασπίδα, ακόντιο και σπαθί, όπως απαντώνται στην εικόνα του Δαμασκηνού από τη Βενετία, στην εικόνα του Κωνσταντίνου Τζανή από τη συλλογή Τσακίρογλου, στην εικόνα από το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στην Κοίμηση της Θεοτόκου από το Κουκούλι Ζαγορίου, στον Άγιο Νικόλαο Βελβεντού Κοζάνης. Στην Κύπρο η παράσταση υπάρχει στο μικρό ναό του Αγίου Γεωργίου του Περαχωρίτη στην Κακοπετριά, πάνω από το άνοιγμα του νότιου τοίχου και χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 16 αιώνα, είναι δηλαδή από τις παλαιότερες ου (Stylianou 1985: 81). Η τοιχογραφία δε διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, ωστόσο διατηρούνται τα δύο τελευταία γράμματα της επιγραφής κάτω από τον εικονιζόμενο τάφο με το λείψανο: ….ΟC, που εύκολα από άλλα παράλληλα μπορεί να αποκατασταθεί ως ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, επομένως η ταύτιση με το θέμα του Σισώη πάνω από τον τάφο του Μακεδόνα βασιλιά δείχνει να είναι ασφαλής. Συνήθως η παράσταση αυτή του Αγίου Σισώη τοποθετούνταν απέναντι από το ιερό, ώστε να τη βλέπουν οι πιστοί καθώς εξέρχονται της εκκλησίας. Ο Αικατερινίδης εντόπισε και άλλες, πιο σύγχρονες αποδόσεις αυτού του θέματος: η πρώτη είναι σε κόγχη του προαυλίου της Μονής Αρτοκώστα Κυνουρίας και οι άλλες δύο στο ξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη και στην εκκλησία της Παναγίας Καστριανής της Νάξου (Αικατερινίδης 1996:35). Οπωσδήποτε, ξεχωριστή θέση στις σχετικά σύγχρονες παραστάσεις του Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου κατέχει η αντίστοιχη τοιχογραφία από το ναό του Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 393 Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Ρόδο, από το Φώτη Κόντογλου και τους βοηθούς του, Ιωάννη Τερζή και Παντελή Οδάμπαση. Ο ναός αυτός κτίστηκε επί Ιταλοκρατίας και αγιογραφήθηκε από την ομάδα του Κόντογλου μετά την απελευθέρωση των Δωδεκαννήσων, μεταξύ του 1951 -1961. Στον απεικονιζόμενο τάφο με το λείψανο υπάρχει επιγραφική ένδειξη «Ο Όσιος Σισώης εις τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Η θέση της αγιογραφίας είναι εντελώς ασυνήθιστη, πάνω από την ανατολική καμάρα του δεξιού κλίτους. Ούτως ή άλλως, ασυνήθιστη είναι η αγιογραφία αυτή για έναν ναό που δεν ανήκει σε μοναστηριακό συγκρότημα. Υπάρχει επίσης σύγχρονη απεικόνιση στη Μονή Παναχράντου στα Μέγαρα (Αθανασέλης 2014), καθώς και στη Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο νησί της Θάσου (εικόνα με συνοδευτική επιγραφἠ και την αναφορά «του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου», έργο της Μαρίας Καραπάλη, 1970). Η παράσταση εντοπίζεται ακόμα και στην τράπεζα της Μονής Εικοσιφοινίσσης, στο Παγγαίο Όρος στην Ανατολική Μακεδονία, όπου πρόκειται για παράσταση του εργαστηρίου των καλογριών της Μονής μεταξύ των ετών 1974-75 (εικόνα 73). Εδώ και πάλι υπάρχει η συνοδευτική επιγραφή με την αναφορά στον Αλέξανδρο ως «βασιλιά Ελλήνων» και η επιγραφική ένδειξη του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η παράσταση αυτή κλείνει έναν ιστορικό κύκλο τετρακοσίων ετών εικονογραφικής παράδοσης. Σε μεγαλυνάριον από το Μέγα Συναξαριστή της ορθοδόξου εκκλησίας (έκδοση του 1958) υπάρχει η αναφορά στην ερμηνεία της απεικόνισης του Αγίου Σισώη μπροστά στον τάφο του βασιλιά των Ελλήνων Αλέξανδρο, που παραπέμπει ακριβώς στο πρόσκαιρο της δόξας. Η έκδοση συνοδεύεται από ιχνογράφημα της απεικόνισης από το Θρακιώτη Ράλλη Κοψίδη (Stichel 1971: 112). Τέλος, ίδια παράσταση υπάρχει και σε φορητή εικόνα μικρών διαστάσεων του 16 ου αιώνα, που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, όπου το λείψανο του νεκρού στον τάφο επιγράφεται ως Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. 493 Η αγιογράφηση της εικόνας δείχνει επιδράσεις της Κρητικής Σχολής και συνοδεύεται και από περιληπτική απόδοση του γνωστού στιχουργήματος (Χατζηδάκης: 345-346). Το μοτίβο της νίκης του θανάτου επί του ανίκητου βασιλιά γίνεται ακόμα πιο εμφαντικό στην παράσταση του καθολικού της Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους, που χρονολογείται to 1765. Στην παράσταση αυτή, ο Χάρος, με τη μορφή του δρεπανηφόρου σκελετού, πατάει πάνω στον νεκρό Αλέξανδρο (εικόνα 74). Στο 18 ο αιώνα χρονολογείται και μια παρόμοια παράσταση από τη Μονή Γρηγορίου, χωρίς ωστόσο να αναγράφεται το όνομα του Αλέξανδρου, αλλά με ίδια βασιλικά εικονογραφικά χαρακτηριστικά. Οι παραστάσεις αυτές πρέπει να ειδωθούν ως 493 Είναι χαρακτηριστικό πως η πρόσληψη του Αλέξανδρου υπό το πρίσμα της ματαιότητας, έκδηλη στις θρησκευτικές αναπαραστάσεις με τον άγιο Σισώη, πέρασε και στη λόγια παράδοση της εποχής της τουρκοκρατίας, όπως δείχνει το περιεχόμενο ενός ποιήματος ανωνύμου σε συλλογή του 1818, που επιμελήθηκε ο Ζήσης Δαούτης (Μηνάογλου 2013: 113-114).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 394 συμβολικές απεικονίσεις της υποταγής του ανθρώπου στη μοίρα του θανάτου, ακόμα και των μεγάλων και ισχυρών, όπως ο Αλέξανδρος. Φαίνεται τελικά πως το μοτίβο αυτό της ματαιότητας της ζωής μέσω της μορφής του Αλέξανδρου είχε μια κάποια διάδοση και εκτός των θρησκευτικών απεικονίσεών του, αν κρίνουμε από την αναφορά που κάνει ο Ηπειρώτης ποιητής Σταυρινός σε ποίημα που έγραψε προς τιμήν του Μιχαήλ Γενναίου (βλέπε παρακάτω) και στο οποίο αναφέρεται στον Κάτω Κόσμο, στην αρχαιοελληνική του διάσταση, σημειώνοντας: «Και μη καυχάσθε βασιλείς, ρηγάδες και ανδρειωμένοι, / ότι στον άδην βρίσκονται όλοι αποκλεισμένοι. / Εδώ είναι Αλέξανδρος ο μέγας ακουσμένος, / εδώ και Βελισάριος, στα σκοτεινά βαλμένος» (Gavalaris 1989: 17, Dinu 2013: 482). Ο μεταβυζαντινός εικονογραφικός κύκλος του Αλέξανδρου δεν περιορίζεται στους παραπάνω τύπους. Στο μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Γεωργίου του χωριού Λεύκη Καρδίτσας υπάρχει τοιχογραφικός διάκοσμος που χρονολογείται στα μέσα περίπου του 18 αιώνα. Στο νάρθηκα του ναού, σε περίοπτη θέση δίπλα στη δυτική είσοδο, ου εικονίζεται έφιππος στον κερασφόρο Βουκεφάλα ο Μέγας Αλέξανδρος (εικόνα 75). Η ταύτιση είναι ασφαλής, τόσο λόγω του κερασφόρου αλόγου, που, όπως είδαμε, πρόκειται για μια μακραίωνη εικονογραφική παράδοση του Βουκεφάλα, όσο και από παρόμοια απεικόνιση που υπάρχει στο ίδια εποχής παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου του ναού του Αγίου Δημητρίου, στο Καστρί Λάρισας, όπου διαβάζουμε και τη συνοδευτική επιγραφή της έφιππης μορφής: Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Η απόδοση της μορφής του Αλέξανδρου στον Άγιο Γεώργιο Λεύκης χαρακτηρίζεται από λεπτολόγο διάθεση στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του, που αποπνέουν ευγένεια και εσωτερικό μεγαλείο και προσιδιάζουν, ως τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, -μαζί και με άλλες απεικονίσεις του τοιχογραφικού διακόσμου –στο έργο του ιερέα Θεοδώρου από την Αγιά Λάρισας (Τσιουρής (2009)2012: 649, 654-655) . Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται νεαρός και αγένειος, με πλούσια κόμμωση και με ενδυματολογικά χαρακτηριστικά βυζαντινού αυτοκράτορα, εστεμμένος και με κάθετο στον κορμό λώρο, να κρατά λάβαρο στο αριστερό χέρι. Η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου εμφανίζεται και σε άλλες φορητές εικόνες: έτσι, παριστάνεται και σε κάποιες εικόνες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, με τον Αρχάγγελο να του παίρνει την ψυχή. Για παράδειγμα, σε εικόνα από τη Σίφνο του 1753 αναπαρίσταται ο Αλέξανδρος πεσμένος στο έδαφος με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να στέκεται από πάνω του κραδαίνοντας σπάθη (Βελουδής 1989 (1977): ρζ΄-ρή, Demandt 2009: 424) . Ο Αρχάγγελος σε αυτόν τον τύπο εικονογράφισης αποδίδεται να κρατά 494 494 Ο συγγραφέας αυτού του τόμου είναι βέβαιος πως οι αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου στη μεταβυζαντινή τέχνη είναι πολύ περισσότερες από αυτές που κατάφερε να εντοπίσει ο ίδιος και πως μπορούν να αποτελέσουν άνετα το θέμα μιας διδακτορικής διατριβής, ακόμα και ως επιμέρους θέμα, π.χ. η παράσταση με το Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου. Εναπόκειται στη μελλοντική έρευνα Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 395 θριαμβευτικά ψηλά στο αριστερό του χέρι την ψυχή του νεκρού γενικότερα - και του Αλέξανδρου ειδικότερα - στη μορφή μικρής γυναίκας στα σπάργανα. Ο Gavalaris προτείνει να μη συσχετίζεται ο Αρχάγγελος με το Χάρο, αλλά να ερμηνεύεται ως το μέσο που τελικά σώζει την ψυχή του νεκρού (εδώ του Αλέξανδρου) από τα μαρτύρια της κόλασης και την οδηγεί στον παράδεισο. Άλλωστε, επισημαίνεται πως και στη λαϊκή παράδοση ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έχει το ρόλο του ψυχοπομπού (Gavalaris 1989: 18). Αναφορικά με τις θρησκευτικές παραστάσεις του Αλέξανδρου, συμπερασματικά θα μπορούσε να σημειώσει κανείς πως η εκκλησία, στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ως επίσημος εκπρόσωπος του υπόδουλου ελληνισμού και ως ένα βαθμό φορέας έκφρασης του εθνισμού του, εγκολπώνεται και τη μορφή του Αλέξανδρου, ως σύμβολο της μακραίωνης ιστορίας των Ελλήνων, με σκοπό, πρώτον, να υπερτονίσει τη ματαιότητα της ζωής και επομένως να αναδείξει τη μορφή του Θεανθρώπου Χριστού ως αποκλειστικού νικητή του θανάτου (οι παραστάσεις του νεκρού Αλέξανδρου με το Σισώη ή το θάνατο). Δεύτερον, να χρησιμοποιήσει τον Αλέξανδρο ως αρχαίο βασιλιά συμβολικά και εσχατολογικά, δίπλα σε άλλες μορφές, σε συνθέσεις που εξυμνούν το μεγαλείο των θείων προσώπων (οι παραστάσεις με τους άλλους βιβλικούς βασιλιάδες στη Δευτέρα Παρουσία). Τρίτον, να παρουσιάσει τον Αλέξανδρο ως αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνορθόδοξης ταυτότητας και παράδοσης. Η παρείσφρηση του Αλέξανδρου στην ελληνική θρησκευτική εικονογραφία των αιώνων της Τουρκοκρατίας υποβοηθιέται από την ισχυρή βυζαντινή παράδοση γύρω από το πρόσωπό του αλλά και από τις βιβλικές αναφορές σ’ αυτόν. Ωστόσο, δεν μπορεί κάποιος να μην παρατηρήσει πως η απεικόνιση του Αλέξανδρου στις ελληνικές εκκλησίες της εποχής της τουρκοκρατίας αποτελεί ίσως και μια έμμεση αναγνώριση του καταλυτικού του ρόλου στη διάδοση και εδραίωση του χριστιανισμού, κατά συνέχεια και αντιστοιχία με τη μεσαιωνική ελληνική απεικόνισή του ως βυζαντινού αυτοκράτορα, σε ανάγλυφα που τοποθετούνταν πάλι σε βυζαντινές εκκλησίες. Στο Χάρτη 2 στο τέλος του βιβλίου καταγράφονται όλες οι προαναφερόμενες βυζαντινές και μεταβυζαντινές / σύγχρονες παραστάσεις του Αλέξανδρου σε ελληνορθόδοξες εκκλησίες και μνημεία, μαζί με τη σέρβικη απεικόνιση στη Μονή Χειλανδαρίου και τις βυζαντινές στον Άγιο Μάρκο Βενετίας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η εικονογράφηση του Αλέξανδρου στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες της εποχής της τουρκοκρατίας θα πρέπει οπωσδήποτε να συσχετιστεί με την αντίστοιχη εικονογράφηση, σε εκκλησίες, άλλων ιστορικών προσώπων από την ελληνική αρχαιότητα, που παρατηρείται την ίδια εποχή. Συγκεκριμένα, από το 16 αιώνα και εξής, απεικονίζονται πρόσωπα από την αρχαία ο να συλλέξει στοιχεία απ’ όλες τις μεταβυζαντινές εκκλησίες της Ελλάδας (και των Βαλκανίων) και να φωτίσει το ζήτημα αυτό σε όλες του τις διαστάσεις.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 396 Ελλάδα (συνήθως στο νάρθηκα), όπως ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Σόλων, ο Θουκυδίδης, ο Σοφοκλής, ο Πλούταρχος και άλλοι, σε εκκλησίες και μοναστήρια, όπως η Μονή Φιλανθρωπηνών στο νησί των Ιωαννίνων (1532-1560), ο Προφήτης Ηλίας Σιατίστης, εκκλησίες στο Γεράκι, ο ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης (1615) , το καθολικό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μονή Βελλάς στους Νεγράδες 495 Ιωαννίνων (1745) και αλλού. Η απεικόνιση των μορφών αυτών ερμηνεύεται ως τάση του ελληνισμού της τουρκοκρατίας να εμφανιστεί ως κληρονόμος όχι μόνο του χριστιανικού – βυζαντινού παρελθόντος του αλλά και του αρχαιοελληνικού (Μοναστήρια 2003: 144…). Ακριβώς στο πλαίσιο ερμηνείας αυτών των παραστάσεων θα πρέπει να εντάξουμε και την, ενισχυμένου συμβολισμού, απεικόνιση του Μακεδόνα βασιλιά, που γεφυρώνει άριστα το αρχαιοελληνικό με το βυζαντινό. 495 Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στο ναό του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης, όχι μόνο γιατί στο ναό αυτό υπάρχει ακόμα τόσο η παράσταση του Αλέξανδρου με τους άλλους βασιλείς (Κύρο, Δαρείο και Αύγουστο) στη Δευτέρα Παρουσία όσο και το όραμα του Αγίου Σισώη, αλλά ακόμα διότι οι παραστάσεις των αρχαίων Ελλήνων ενσωματώνονται στη γνωστή απεικόνιση της ρίζας του Ιεσσαί (στο νάρθηκα του μνημείου). Σε αυτήν την πελώρια σύνθεση, απεικονίζονται συνολικά δώδεκα μορφές της αρχαίας Ελλάδας σε δύο εξάδες δεξιά και αριστερά του Ιεσσαί, δηλαδή ο Θαλής, ο Δίων, ο Απόλλωνας, ο Πλάτωνας, ο Πλούταρχος ο Ιώσηπος και από την άλλη πλευρά ο Σόλωνας, ο Ζήνωνας, ο Αριστοτέλης, η Σίβυλλα, ο Σοφοκλής και ο Θουκυδίδης (πηγή: βίντεο με ξεναγήσεις στο ναό από τις διευθύνσεις: https://www.youtube.com/watch?v=Jj0PduCy_TA, https://www.youtube.com/watch?v=yEiobLABbro – εκπομπή «πολιτιστικό ημερολόγιο», προσπέλαση 29.3.2015 και το βιβλίο της Φλώρου Καλλιόπης, Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης. Ιστορία – Αρχιτεκτονική – Τέχνη, Αθήνα 2003). Περιγραφή του εικονογραφικού θέματος της ρίζας του Ιεσσαί μαζί με τους σοφούς των Ελλήνων και τις ρήσεις τους μας ου δίνει ο Διονύσιος του Φουρνά στο έργο του Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης, στο πρώτο μισό του 18 αιώνα. Εκεί γίνεται λόγος για τον Απολλώνιο, το Σόλωνα, το Φίλωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους σοφούς με ρήσεις, που προοικονομούν τη θεία φύση του Χριστού (Παπαδόπουλος –Κεραμεύς 1900: 85-87). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 397 4.4. Σύμβολο των αγώνων και του πατριωτισμού των Ελλήνων Παράλληλα ενισχύεται και το πρόσωπο του Αλέξανδρου ως σύμβολο του πανελλήνιου αγώνα κατά των Τούρκων: στα μέσα του 16 αιώνα (1558-1561) μια ου διπλωματική αποστολή του Ρώσου τσάρου Ιβάν Βασίλιεβιτς φεύγει από τη Μόσχα με σκοπό να μεταφέρει μήνυμα σεβασμού και στήριξης του τσάρου προς τον ορθόδοξο πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωακείμ. Ο Ιωακείμ τους δέχεται και αφού του δείχνουν μια εικόνα με τον έφιππο τσάρο, εύχεται υπέρ της μακροζωίας του για να συνεχίσει δακρυσμένος: «…Είναι γραμμένο στα ελληνικά μας βιβλία ότι ένας βασιλιάς θα έρθει από τις ορθόδοξες χώρες της Ανατολής και ότι ο Θεός θα του δώσει πολλά βασίλεια να διαφεντεύει και ότι το όνομά του θα δοξαστεί από την ανατολή μέχρι τη δύση, όπως αυτό του Αλέξανδρου, βασιλιά της Μακεδονίας στην αρχαιότητα. Θα ανέβει στο θρόνο της κυρίαρχης πόλης και το χέρι του θα μας απελευθερώσει από τους άπιστους Τούρκους» (Βακαλόπουλος 2003: 411-415). Η αναφορά αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία: φανερώνει πως στη συνείδηση του προκαθήμενου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ο ορθόδοξος βασιλιάς της προφητείας των υπόδουλων Ελλήνων μόνο με τον Αλέξανδρο μπορούσε να παραλληλιστεί, το μεγάλο Έλληνα βασιλιά της αρχαιότητας. Οι δύο μεγάλοι μύθοι του αρχαίου και του υπόδουλου ελληνισμού ταυτίζονταν στη δόξα του ηγέτη – λυτρωτή. Κι αν στην αναφορά του Ιωακείμ ο παραλληλισμός με τον Αλέξανδρο γίνεται με έναν ξένο ηγεμόνα, στην περίπτωση του μικρού έπους του Ζακυνθινού ποιητή Τζανέ Κορωναίου με τίτλο Ανδραγαθήματα Μερκουρίου Μπούα (1519) η αντιπαραβολή γίνεται μεταξύ του Αλεξάνδρου και του αρχηγού των Ελλήνων μισθοφόρων της Βενετίας. Ο Τζανέ Κορωναίος έζησε στη Βενετία και υπήρξε θαυμαστής του Μερκούριου Μπούα, ενός πολέμαρχου γεννημένου στο Ναύπλιο, η γενιά του οποίου, αν και είχε αλβανικές –αρβανίτικες ρίζες πίσω στο 14 αιώνα, είχε εξελληνιστεί και ενταχθεί στην ο ελληνορθόδοξη ρωμιοσύνη. Ο Μπούας διέπρεψε επικεφαλής μισθοφορικού σώματος σε πολέμους στη Δύση, άλλοτε στο πλευρό των Βενετών κι άλλοτε στην υπηρεσία του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ΄ και του Γερμανού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄ λαμβάνοντας υψηλά αξιώματα, τίτλους και τιμές για τις ανδραγαθίες του και τη στρατηγική του δεινότητα σε διάστημα τριάντα χρόνων (1496-1527). Ο Κορωναίος, στους 4500 ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους του, αναφέρεται αναλυτικά στην ιστορία του, αντιπαραβάλλοντάς τον κυρίως με τον Αχιλλέα αλλά και με τον Αλέξανδρο: ήδη από το προοίμιο, ο ποιητής θέλει να τονίσει ότι το έργο του εντάσσεται σε μια μακραίωνη παράδοση: «Ἠξεύρομεν τόν Ἕκτορα καί αὐτόν τόν Ἀχιλλέαν, / τόν θαυμαστόν Ἀλέξανδρον, τόν μέγαν βασιλέαν.» Στη συνέχεια τονίζει ότι η γενιά του Μπούα ήταν «από τον καιρό του Πύρρου και του Αντίνου του Πειρώτα», επομένως «δεν ήταν ξένος». Κατά την εξιστόρηση των κατορθωμάτων του

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 398 Μπούα, ο Κορωναίος βάζει τον αντίπαλό του, σινιόρ Τζουάν Ιάκωμο, να τον παραλληλίζει με τον Αλέξανδρο, μιλώντας στον ηγεμόνα του, Κάρολο: «Κ’ ἄν θές νά μάθης τὤνομα, Μερκούριον τόν λέσι, κ’ ουδόλως σφάλλει ἄν τινάς Ἀλέξανδρον καλέση. Ὑπολαμβάνω ἀληθῶς ἄν ἔν’ καί ἀποκτήση τοῦ Ἀλεξάνδρου τόν στρατόν, κάλλι’ὄνομα ν’ ἀφήση». Ακόμα, στην έμμετρη επιστολή (πιτάκιον) που στέλνει ο Κορωναίος στον ίδιο τον Μερκούριο Μπούα, επανέρχεται στον παραλληλισμό με τους αρχαίους ήρωες και βέβαια με τον Αλέξανδρο: «Τόν Ἡρακλή ἀπέρασας, κ’ αὐτόν τον Ἀχιλλέα, ποῦ ‘ταν οἱ πρῶτοι στρατηγοί, κ’ ἄνδρες καιρόν παλαία. Και μοιάζεις τόν Ἀλέξανδρον, π’ ἀνατολή καί δύση, κ’ ὅλον τόν κόσμ’ ἀπό σπαθιοῦ εἷχέ τονε κερδίσει. …………………………………………………………………………….. Ν’ ἀκούσης οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἀλέξανδρου τοῦ μέγα τό τί ὄμορφο παράδειγμα ποῦ ’βγάλαν καί τοῦ λέγαν. Ὁγιά νἇνε πρῶτος βασιλεύς κ’ ἀφέντης τῆς κορώνας, ἔλεγαν δός Ἀλέξανδρον, νά δῆς τούς Μακεδόνας. Λοιπόν ἐκείνο ποῦ ’λεγαν τοῦ Ἀλεξάνδρου τότες, καί τώρα, δός Μερκούριον νά βλέπης στρατιώταις.» (Σάθας 1867: ι΄, ιζ΄, κ΄, λ΄, ρβ΄ -ρκγ΄, 3 -4, 30-31, 149, 152-153). Επομένως, αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι πως στις αρχές του 16 ου αιώνα ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να αποτελεί παράδειγμα μίμησης και σύγκρισης για τον ελληνισμό, συνεχίζοντας τη μακραίωνη παράδοση των ελληνιστικών και βυζαντινών χρόνων. Το γεγονός, μάλιστα, πως ο Κορωναίος συμπεριλαμβάνει το αλεξάνδρειο πρότυπο και στο πιτάκιον που στέλνει προσωπικά στον Μπούα, καθώς και οι αναφορές του για τη δημοφιλία της ιστορίας του Αλέξανδρου, αποτελούν τεκμήρια που φανερώνουν πως ο Μακεδόνας βασιλιάς εξακολουθούσε να αποτελεί τον πιο αγαπητό ιστορικό ήρωα του ελληνισμού. Ένα ακόμα παράδειγμα συσχετισμού με τον Αλέξανδρο προσώπων που αγωνίζονται κατά των Τούρκων μας δίνει ο πολέμιός τους ελληνορουμάνος Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού 399 παραδουνάβιος ηγεμόνας της Βλαχίας Μιχαήλ ο Γενναίος, ο οποίος υπήρξε και ο ίδιος αναγνώστης και παραγγελιοδότης λογοτεχνικών έργων για τον Αλέξανδρο. Δολοφονήθηκε από πράκτορες των Τούρκων το 1601 και παραλληλίστηκε μετά το θάνατό του από τους υμνητές του με τον Αλέξανδρο. Για παράδειγμα, ο λαϊκός Κρητικός ποιητής Γεώργιος Παλαμήδης, αναφερόμενος στη συνωμοσία που κατέληξε στη θανάτωση του Μιχαήλ γράφει: «Πάλιν με τον Αλέξανδρον τίποτας δεν εσφάλεις, / κύτταξε ταις ανδραγαθίαις πούκαμεν ο Μιχάλης/ κι αν έλειπεν η πιβολή, [ή]θελεν αφανίση / του Τούρκ’ όλην τη δύναμιν να την καταποντίση». Ακόμα, ο Ηπειρώτης ποιητής Βεστιάρης Σταυρινός, μνημονεύει σε πολύστιχο ποίημά του προς τιμήν του Μιχαήλ Γενναίου τον Αλέξανδρο, αναφερόμενος στη συμμετοχή 300 Ελλήνων στις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων και σημειώνει εμφαντικά: «Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς ὅλην τήν οἱκουμένην / με τούς Ρωμαίους τήν ὅρισεν» ή αλλού «Ἂν Μακεδόνες εἲμασθεν σήμερον ἂς φανοῦμεν / σήμερον ἂς τιμήσομεν καί γένος καἰ πατρίδα / ἢ σήμερ’ ἂς ποθάνομεν χωρίς ἂλλην ἐλπίδα» . Οι παραπάνω στίχοι είναι αξιοσημείωτοι, καθότι φανερώνουν ότι γύρω στο 496 έτος 1600 η μορφή του Αλέξανδρου εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στοιχείο της ελληνικής συνείδησης. Επιπλέον, κρίνοντας κι από άλλες αναφορές αυτών των λαϊκών ποιητών, που με τα ποιήματά τους απευθύνονταν σε ένα εξίσου λαϊκό ακροατήριο, γίνεται αντιληπτό πως στην πενιχρή γνώση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς που είχαν, εντασσόταν μόνο ο Όμηρος με βασικούς του ήρωες, όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας και κατ’ εξοχήν ως αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της ελληνικής αρχαιότητας ο Αλέξανδρος. Γενικότερα, οι Έλληνες ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας συγκρίνονταν συχνά με τον Αλέξανδρο και οι ίδιοι έδειχναν μια ιδιαίτερη προτίμηση για τη βάφτιση των απογόνων τους με τα ονόματα Αλέξανδρος, Ρωξάνη, Αντίοχος. (Βελουδής 1989 (1977): μι΄-ν΄, Μηνάογλου 2013:78-79, Dinu 2013: 480-483). Έτσι, στη Μολδαβία, από τους δεκαεπτά Έλληνες ηγεμόνες που κυβέρνησαν στο διάστημα 1774 -1821 – Μαυροκορδάτοι, Υψηλάντηδες, Σούτσοι, Καλλιμάχηδες και άλλοι – οι εννέα είχαν ως βαφτιστικό το «Αλέξανδρος», ενώ και στη Βλαχία κατά το ίδιο περίπου διάστημα «Αλέξανδροι» Έλληνες ηγεμόνες υπήρξαν οι επτά στους δεκαεπτά . 497 Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Έλληνα εμπόρου στο Άμστερνταμ Ιωάννη Πρίγκου, με καταγωγή από τη Ζαγορά του Πηλίου, ο οποίος έδρασε γύρω στα μέσα του 18 αιώνα. Ο Πρίγκος, θέλοντας να συμβάλλει στην ανύψωση του ου μορφωτικού επιπέδου της πατρίδας του, έστειλε βιβλία αρχαίων Ελλήνων 496 Το ποίημα αυτό πρέπει να γράφτηκε γύρω στο 1600 και έγινε πολύ αγαπητό ανάμεσα στους Έλληνες, αφού γνώρισε 12 εκδόσεις από τα τυπογραφεία της Βενετίας, από το 1638 ως και το 1806 (Dinu 2013: 478). 497 Με βάση τον πίνακα των Ελλήνων ηγεμόνων Βλαχίας και Μολδαβίας μεταξύ των ετών 1774 - 1821 του «Επίτομου Λεξικού της Ελληνικής Ιστορίας» των Βαγγέλη Δρακόπουλου –Γεωργίας Ευθυμίου.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου 400 συγγραφέων στη φημισμένη Σχολή Ζαγοράς. Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου του Αρριανού «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις» με πόνο στην ψυχή έγραψε: «…ὁ μέγιστος Θεός ν’ ἀναστήση, ἤγουν νά ἀσηκώση καί διά ἐμᾶς τούς σκλαβωμένους στόν Τοῦρκο τώρα ὑπέρ τούς τριακοσίους χρόνους, ὡς τόν Ἀλέξανδρον, ἅλλον ἔναν τέτοιον ἄξιον νά μᾶς λυτρώση ἀπό τήν τυραννίαν τοῦ ἀθέου Ἀγαρηνοῦ….Ἀνάστησε, θεέ μου, ἕναν Ἀλέξανδρον Μακεδόνα νά ἐλευθερώση τήν ἄθλια Ελλάδα μας…κάμε ἄλλον ἕναν Πέτρον διά ἐμᾶς ὡς ἐκεῖνον τῆς Ρουσίας». Επίσης, στο προσωπικό του ημερολόγιο, το χρονικό του Άμστερνταμ, στις 12 Ιουνίου 1768, με αφορμή μια γιορτή στα ανάκτορα, σημειώνει: «…Ὁ Θεός νά γίνη καί εἰς ἐμᾶς ἔλεος νά ἐλευθερωθῆ τό γένος ἀπό τόν Ἀγαρηνόν… Ἕως πότε βασιλεύει αὐτό τό ἤμσυ φεγγάρι ὅπου κυριεύει τήν πόλιν τοῦ Κωνσταντίνου; ….Ἀσήκωσε, Θεέ μου, ἕναν ἄλλον Ἀλέξανδρον, ὡς πότε ἐκεῖνος τούς Πέρσας ἔδιωξε ἀπό τήν Ελλάδα, ἔτζι καί αυτόν τόν τύραννο νά τόν διώξη, να λάμψη πάλε η χριστιανοσύνη στούς τόπους τῆς Ελλάδος καθώς καί πρῶτα» (Γκράτζιου 1982: 135-136, Δημαράς 1989: 130, Καραμπερόπουλος 2006: 12). Όμως αυτός που καλύτερα απ’ όλους τους Έλληνες της προεπαναστατικής περιόδου συνειδητοποίησε την αξία του Αλέξανδρου ως εθνικού συμβόλου και επιχείρησε να τον προβάλλει ανάλογα δεν ήταν άλλος από τον κορυφαίο λόγιο, πατριώτη και πρόδρομο της ελληνικής επανάστασης, Ρήγα Βελεστινλή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρήγας, ο οποίος είχε συγκροτημένο και μεθοδικό σχέδιο για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, σε μια εποχή που άλλοι Έλληνες υμνούσαν το Ναπολέοντα, αυτός δεν έγραψε ούτε μια λέξη γι’ αυτόν, αλλά στράφηκε στο πρότυπο του Αλέξανδρου (Καραμπερόπουλος 2006: 6). Στο επαναστατικό του ποίημα Ύμνος Πατριωτικός στην 33 στροφή γράφει: «Ἀλέξανδρε, τώρα να βγῆς / ἀπό τόν τάφον, καί νά η ἰδῆς / τῶν Μακεδόνων πάλι /ἀνδρείαν τήν μεγάλην /πῶς τούς ἐχθρούς νικοῦνε, / μέ χαρά στή φωτιά!». (Καραμπερόπουλος 2006: 4). Τα λόγια αυτά, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ακούγονται σαν τον απόηχο της αντίστοιχης επίκλησης του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη, 530 χρόνια περίπου πριν (βλέπε κεφάλαιο 3.3). Ο Ρήγας, θέλοντας ακριβώς να εμπνεύσει θάρρος και ηρωισμό στους σκλαβωμένους Έλληνες, το 1797 στη Βιέννη τυπώνει μυστικά 1200 μονόφυλλα με τη χαλκογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σε διαστάσεις 28,5 x43,5 εκ. Κάποιες από τις χαλκογραφίες αυτές έδωσε σε Έλληνες της 498 498 Ένα μονόφυλλο με την ίδια απεικόνιση αλλά βέβαια διαφορετικό σκοπό από αυτόν του Ρήγα είχε πρωτύτερα δημιουργήσει και ο χαράκτης Salamon Kleiner στη Βιέννη, το 1749 (βλέπε Γκράτζιου 1982:136 κ.ε. Χατζηνικολάου 1997: 133). Υπάρχουν σήμερα τρία τέτοια σωζόμενα μονόφυλλα, ένα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας, ένα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Βιέννης και ένα στη Ρουμανική Ακαδημία στο Βουκουρέστι. Το μονόφυλλο του Ρήγα αποτελεί σύνθεση δύο στοιχείων: α. της προσωπογραφίας του Αλέξανδρου, που ως καλλιτεχνική δημιουργία είχε με τη σειρά της πρότυπα αναγεννησιακά, σε μετάλλια και νομίσματα και εγγύτερο παράδειγμα μια ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα με προτομή του Αλέξανδρου, θεωρούμενη ως αντίγραφο έργου του Βερρόκκιο (σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον) και β. τις σκηνές από την εκστρατεία του περιμετρικά της προσωπογραφίας, με πρότυπα τους περίφημους πίνακες του Charles le Brun, που έγιναν μεταξύ των Philosophia Ancilla/ Academica V


Like this book? You can publish your book online for free in a few minutes!
Create your own flipbook